Ο γάμος αποτελούσε τη διαδικασία δημιουργίας της οικογενειακής μονάδας, του οίκου, μέσα από τον οποίο διαβιβαζόταν το δικαίωμα του πολίτη στην αθηναϊκή κοινωνία και εξασφαλιζόταν η αναπαραγωγή νόμιμων παιδιών. Oι γυναίκες στην κλασική Αθήνα παντρεύονταν σε μικρή ηλικία, δηλαδή από δεκαπέντε χρονών και εξής. Αντίθετα, οι άντρες δεν νυμφεύονταν πριν από την ενηλικίωσή τους -πριν δηλαδή από τα δεκαοχτώ τους χρόνια- ενώ συχνά αυτό συνέβαινε μετά τη στρατιωτική τους θητεία, η οποία διαρκούσε δύο χρόνια, από τα δεκαοχτώ τους μέχρι τα είκοσι τους.
Ήδη από την εποχή του Σόλωνα η διαδικασία του γάμου ξεκινούσε με μία προφορική συμφωνία -ένα είδος συμβολαίου- ανάμεσα στο μελλοντικό σύζυγο και στον πατέρα ή στον κηδεμόνα της κοπέλας, η οποία ονομαζόταν εγγύη. H μέλλουσα σύζυγος δεν παρευρισκόταν συνήθως σε αυτήν την τελετή, αφού μάλιστα η συγκατάθεσή της δεν ήταν υποχρεωτική (;).
Στην Αθήνα, η προίκα αποτελούσε ένα σημαντικό στοιχείο του γάμου και μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις μία κοπέλα μπορούσε να παντρευτεί και χωρίς αυτήν. Ο σύζυγος έδινε εγγύηση ότι θα επέστρεφε την προίκα σε περίπτωση διάλυσης του γάμου ή θανάτου της συζύγου του, αν δεν υπήρχε κληρονόμος.
Ενώ ο γάμος υφίστατο νομικά από τη στιγμή της εγγύης, οι διαδικασίες ολοκληρώνονταν με τη μετακόμιση της κοπέλας στο σπίτι του μελλοντικού συζύγου της. Οι γαμήλιες τελετές στην κλασική Αθήνα διαρκούσαν τρεις ημέρες. Tην ημέρα πριν από το γάμο τελούνταν τα προαύλια και την επομένη του γάμου τα επαύλια (τα ονόματα αυτά παράγονται από το ρήμα «αυλίζομαι», που σημαίνει «περνώ τη νύχτα»). Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι Αθηναίοι προτιμούσαν να παντρεύονται το χειμώνα. Πολλοί γάμοι τελούνταν το μήνα Γαμηλιώνα, ο οποίος αποτελούσε τον έβδομο μήνα του αθηναϊκού έτους και ήταν αφιερωμένος στην Ήρα, στην προστάτιδα του γάμου.
Οι μελλόνυμφοι τελούσαν τα προτέλεια, δηλαδή τις θυσίες για τον εξευμενισμό των θεών. Στην Αθήνα, θυσίες γίνονταν προς τιμήν της Αφροδίτης, τηςΑρτεμης, της Ήρας, του Ουρανού και της Γης, των πατρογονικών θεών (Τριτοπατόρων) και της προστάτιδας της πόλης, της Αθηνάς. Επειδή ο γάμος σηματοδοτούσε την ενηλικίωση της κοπέλας, συνηθιζόταν εκείνη να αφιερώνει τα παιχνίδια της και ορισμένα από τα ρούχα της σε μία από τις γαμήλιες θεότητες. Συχνά οι κοπέλες προσέφεραν βοστρύχους από τα μαλλιά τους ή το δίχτυ που τα συγκρατούσε, τη ζώνη τους και άλλα προσωπικά τους αντικείμενα.
Το λουτρό της νύφης και του γαμπρού ήταν αναπόσπαστο τμήμα της γαμήλιας τελετουργίας, γιατί σηματοδοτούσε το τέλος μίας φάσης της ζωής τους και την έναρξη μιας καινούριας. Εξάλλου, ο εξαγνισμός με νερό πριν από οποιαδήποτε επαφή με τα θεία αποτελούσε παράδοση για τους ΄Eλληνες. Το νερό για το γαμήλιο λουτρό αντλούνταν από συγκεκριμένη πηγή και στην Αθήνα- πιο συγκεκριμένα- προερχόταν από την Eννεάκρουνο. Tο αγγείο για τη μεταφορά του ήταν η λουτροφόρος. Τo θέμα του λουτρού της νύφης απεικονίζεται πιο συχνά από ότι του γαμπρού, αλλά η σκηνή συνοψίζεται στην πομπή προς ή από την κρήνη.
Στην κοιλιά του αγγείου η νύφη κάθεται σε ένα δίφρο, ακουμπά τα πόδια της σ’ ένα υποπόδιο και με τα δυο της χέρια παίζει μια άρπα, υποδηλώνοντας τα τραγούδια που ακούγονταν κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της νύφης. Μία από τις ακόλουθες πλησιάζει από πίσω, κρατώντας μια λουτροφόρο, αγγείο που χρησιμοποιούταν κυρίως στους γάμους για τη μεταφορά νερού για το γαμήλιο μπάνιο. Τρεις γυναίκες πλησιάζουν προς τη νύφη κρατώντας σε κασέλες τα δώρα για το γάμο. Στην άλλη πλευρά του αγγείου δύο γυναίκες προσφέρουν κασέλες με δώρα.Κάτω από τις λαβές εικονίζονται φτερωτές γυναίκες οι οποίες μπορεί να είναι Νίκες που υποδηλώνουν τη θριαμβευτική δύναμη της ομορφιάς ή μπορεί να αντιπροσωπεύουν θεότητες του Κάτω Κόσμου, σχετικές με τη γονιμότητα. Οι κορδέλες ή οι κλάδοι που φέρουν αντιπροσωπεύουν τη θεία ευλογία που φέρνουν στη νύφη.Δεδομένου ότι η νύφη δε φοράει πέπλο και στεφάνι και ότι δεν είναι ντυμένη, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι απεικονίζονται τα «επαύλια», μία ημέρα μετά το γλέντι του γάμου και τη νυφική πομπή. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η νύφη καλωσόριζε τους φίλους και την οικογένεια στο νέο σπίτι της και έπαιρνε τα δώρα τους, υφαντά, καλάθια, μπαούλα, πυξίδες, καθρέφτες κ.τ.λ
Μετά το λουτρό η νύφη και ο γαμπρός έπρεπε να ντυθούν για τη γαμήλια τελετή. Οι γονείς της κοπέλας όριζαν την νυμφεύτρια, την υπεύθυνη δηλαδή για την επιτήρηση του γάμου και τον καθορισμό της νυμφοκόμου, η οποία φρόντιζε για την ένδυση και τον καλλωπισμό της νύφης. Η προετοιμασία του γαμπρού ήταν μικρότερης σημασίας. Φορούσε ιμάτιο, αρωματιζόταν και στεφανωνόταν με ταινία από κλαδιά σουσαμιού και μέντας, φυτά τα οποία είχαν ιδιαίτερο συμβολισμό στο γάμο. Το σουσάμι εξασφάλιζε τη γονιμότητα, ενώ η μέντα ήταν αφροδισιακή. Στον καλλωπισμό της νύφης όμως δινόταν μεγάλη σημασία, όπως άλλωστε διαπιστώνεται και από τις πολυάριθμες αναπαραστάσεις του θέματος στα αθηναϊκά αγγεία. Δε σώζονται γραπτές μαρτυρίες από την Aθήνα που να αναφέρονται στο χρώμα του νυφικού φορέματος και η αγγειογραφία δεν παρέχει σχετικές πληροφορίες. Oι νυμφίδες, τα νυφικά παπούτσια ή σανδάλια, τύχαιναν ιδιαίτερης προσοχής σε πολλές απεικονίσεις καλλωπισμού. Tο νυφικόπέπλο τοποθετούνταν πάνω από τη στεφάνη (στέμμα) και κάλυπτε το πρόσωπο της κοπέλας μέχρι τη στιγμή των αποκαλυπτηρίων από το μέλλοντα σύζυγό της.
Το σπίτι της νύφης και του γαμπρού διακοσμούνταν με κλαδιά δάφνης και ελιάς, για να τονιστεί η εορταστική ατμόσφαιρα. Η γαμήλια γιορτή, συνήθως με πολλούς προσκεκλημένους, λάμβανε χώρα στο ένα από τα δύο σπίτια, ενώ αρχαιολογικές μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. ανάλογες εκδηλώσεις τελούνταν και σε ιερά. Το γαμήλιο δείπνο ήταν ένα συμπόσιο, στο οποίο συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες και το παραδοσιακό έδεσμα για την περίσταση ήταν ένα γλυκό με σουσάμι και μέλι. Ο χορός, στον οποίο συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες σε χωριστές ομάδες, και το τραγούδι αποτελούσαν τα αναπόσπαστα στοιχεία της γιορτής.
Μετά το ηλιοβασίλεμα, ο πατέρας της νύφης παρουσίαζε την κοπέλα στο γαμπρό μπροστά σε όλους τους προσκεκλημένους. Πιθανόν αυτή να ήταν η χρονική στιγμή των ανακαλυπτηρίων, οπότε η νύφη απομάκρυνε το πέπλο από το πρόσωπό της.
H γαμήλια πομπή με τους πυρσούς, τα τραγούδια και τους χορούς είχε σκοπό να συνοδεύσει τη νύφη στη νέα της κατοικία. Ο γαμπρός δε συμμετείχε πάντοτε στη γαμήλια πομπή, αλλά συχνά περίμενε τη νύφη στο σπίτι. Aν ο άντρας παντρευόταν για δεύτερη φορά έστελνε ένα φίλο του, το νυμφαγωγό, να συνοδεύσει τη νύφη. Tο σπίτι του γαμπρού ήταν διακοσμημένο με ταινίες και κλαδιά που έφεραν μαλλί προβάτου, όπως συνέβαινε και σε άλλες περιστάσεις κατά τις οποίες η οικογένεια αποκτούσε ένα νέο μέλος (π.χ. μετά την αγορά ενός δούλου). Το κέντρο των οικιακών τελετουργιών, η εστία, αποτελούσε τον τελετουργικό χώρο για την ένταξη της νύφης στην οικογένεια.
Tο συζυγικό δωμάτιο, ο θάλαμος, ήταν το πιο διακοσμημένο δωμάτιο του σπιτιού του γαμπρού. Η νυφική κλίνη ήταν αρωματισμένη και στρωμένη με ωραία υφάσματα. Στην κλασική Αθήνα , εκτός από τη νυφική κλίνη υπήρχε μάλιστα και ένα δεύτερο κρεβάτι, ο παράβουστος, στο οποίο μπορούσε να κοιμηθεί ο ένας από τους δύο συζύγους, αν το επιθυμούσε. Μετά την είσοδο του ζευγαριού στο θάλαμο, ένας φίλος του γαμπρού έκλεινε και φύλασσε την πόρτα, ενώ φίλοι και των δύο παρέμεναν απ’ έξω και τραγουδούσαν.
H οικογένεια της νύφης και του γαμπρού και οι φίλοι τους ξυπνούσαν από τα χαράματα για την έναρξη των εορταστικών εκδηλώσεων που είχαν προγραμματιστεί για τη συγκεκριμένη μέρα, όπως ήταν για παράδειγμα η προσφορά των δώρων, των επαυλίων, τα οποία και έδιναν το όνομά τους σε ολόκληρη την ημέρα. Σύμφωνα με τον Hσύχιο, δώρα προσφέρονταν και στη νύφη και στο γαμπρό, αλλά οι αρχαιολογικές και οι φιλολογικές μαρτυρίες επικεντρώνονται στα επαύλια της νύφης. Μετά τα επαύλια, η ένταξη της νύφης στη νέα της κατοικία είχε πια ολοκληρωθεί. Τότε ο γαμπρός οργάνωνε τα γαμήλια, μία γιορτή για τη φρατρία του, ώστε να την πληροφορήσει για το σχηματισμό του νέου οίκου.Τα διαφορετικά στάδια της γαμήλιας τελετουργίας απεικονίζονται στην αττική αγγειογραφία της Κλασικής περιόδου.
Η πλουσιότερη πηγή πληροφοριών για την απεικόνιση του γάμου στην κλασική Aθήνα είναι οι παραστάσεις των ερυθρόμορφων αγγείων. Το θέμα απεικονίζεται σε αγγεία γυναικείας χρήσης, όπως η πυξίδα και η λεκανίδα, ενώ σπανιότερα εμφανίζεται σε κύλικες, οινοχόες και κρατήρες, τα οποία λόγω της συγκεκριμένης διακόσμησης πιθανόν να χρησιμοποιούνταν στις γαμήλιες εκδηλώσεις. Η πλειοψηφία όμως των σκηνών διακοσμούσε λουτροφόρους και γαμικούς λέβητες, σκεύη που σχετίζονται με τη γαμήλια τελετουργία.
Tο ενδιαφέρον των αγγειογράφων επικεντρωνόταν σε τελετουργίες όπως, είναι ο καλλωπισμός της νύφης, η γαμήλια πομπή και η άφιξη της νύφης στη νέα της κατοικία. Τα υπόλοιπα στάδια του γάμου, δηλαδή η εγγύη, οι θυσίες και οι προσφορές στους θεούς, το γαμήλιο λουτρό, το δείπνο, ο χορός, τα ανακαλυπτήρια και τα επαύλια απεικονίζονται σπανιότερα.
H πιο δημοφιλής παράσταση είναι ο νυφικός καλλωπισμός. Στην αττική αγγειογραφία απεικονίζονται όλα τα στάδιά του από το δέσιμο των σανδαλιών μέχρι και την κόμμωση. Η μελλόνυμφη περιτριγυρίζεται από τις νυμφοκόμους, γυναίκες -μέλη της οικογένειάς της ή φίλες της-, οι οποίες τη βοηθούν να προετοιμαστεί ή καλλωπίζονται και οι ίδιες. Από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.X. και έπειτα, εικονίζονται σε ανάλογες παραστάσεις κάποιες γυναικείες μορφές να ασχολούνται με την επεξεργασία του μαλλιού, τη μεταφορά των οικιακών αντικειμένων ή σπανιότερα να διασκεδάζουν, δραστηριότητες δηλαδή που δε σχετίζονται με το νυφικό καλλωπισμό. Mερικές φορές στην ίδια παράσταση απεικονίζονται οι διάφορες φάσεις της νυφικής προετοιμασίας, χωρίς όμως κάποια αφηγηματική σύνδεση.
H πομπή προς το σπίτι του γαμπρού αποτελεί μία εξίσου δημοφιλή γαμήλια σκηνή στην αττική αγγειογραφία, όπου απεικονίζονται διάφορα στάδιά της, από την αναχώρηση της νύφης από το πατρικό της μέχρι το τέλος της πομπής και την υποδοχή του ζευγαριού στο σπίτι του γαμπρού. Στις παραστάσεις πάνω στα αγγεία συχνά εικονίζονται και οι δύο μητέρες. H μητέρα της νύφης, που κρατάει πυρσούς, ώστε η φωτιά από την οικογενειακή εστία να φωτίσει το δρόμο της κοπέλας και να την προστατέψει, και η μητέρα του γαμπρού, η οποία συνήθως περιμένει στην πόρτα του σπιτιού κρατώντας επίσης πυρσούς, για να δώσει τη φλόγα στο νέο σπίτι της νύφης. Ένα άλλο θέμα που απεικονίζεται συνήθως στην αγγειογραφία είναι η πομπή προς το συζυγικό δωμάτιο.
Σκηνές θυσιών εικονίζονται συχνά στην αττική αγγειογραφία, αλλά δεν είναι πάντοτε εύκολο να προσδιοριστεί ο σκοπός τους. Επιμέρους εικονογραφικά στοιχεία, όπως το στεφάνι, η παρουσία του Έρωτα και η ένδυση των μορφών συμβάλλουν στην ταύτιση των σχετικών παραστάσεων με γαμήλιες θυσίες.
Oι περισσότερες απεικονίσεις προσφορών είναι αόριστες και επικεντρώνονται στην επαφή μεταξύ πιστού και θεότητας. Προγαμιαίες προσφορές αναγνωρίζονται σε σκηνές όπου εικονίζεται μία κοπέλα σε ηλικία γάμου να κρατά τη ζώνη της ή ένα από τα παιχνίδια της και να ετοιμάζεται να τα εναποθέσει στο άγαλμα μίας θεότητας, η οποία προφανώς σχετίζεται με το γάμο.
Η σπουδαιότητα της μελέτης των γαμήλιων σκηνών είναι μεγάλη, γιατί συχνά αποτελούν τη μοναδική πηγή πληροφοριών για τα έθιμα του γάμου στην κλασική Aθήνα , ή συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση των γραπτών μαρτυριών. Ακόμη και όταν οι σκηνές είναι μυθολογικές, εικονίζουν δηλαδή τους γάμους ηρώων και Ολύμπιων θεών και όχι των θνητών, αντανακλούν τα έθιμα και τις αντιλήψεις της εποχής.
ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ
Επτά ημέρες από τη γέννηση ενός παιδιού, γινόταν η επίσημη αποδοχή του, μέσα από συγκεκριμένη τελετουργία, κατά την οποία ο πατέρας το έφερε γύρω από την εστία του σπιτιού. Tη δέκατη ημέρα δινόταν και το όνομά του. Στην ηλικία των 16 χρόνων, κατά τη γιορτή των Aπατουρίων, το παιδί εγγραφόταν στη φρατρία του πατέρα του, στη συγκέντρωση της οποίας ο πατέρας έδινε, μεταξύ άλλων, όρκο -μετά το νόμο, που θέσπισε ο Περικλής το 451 π.Χ.- ότι η σύζυγός του ήταν γεννημένη στην Aθήνα και ο γιος του νόμιμος γόνος από έγκυρο γάμο. Μετά την ψηφοφορία των μελών και την αποδοχή του παιδιού, ακολουθούσε η εγγραφή στον κατάλογο. Το αγόρι, όταν έκλεινε τα 18 του χρόνια, γραφόταν στο δήμο, ο πατέρας του ορκιζόταν, οι δημότες ψήφιζαν και, μετά από την αποδοχή, γινόταν η εγγραφή του στο μητρώο του δήμου. Με αυτό τον τρόπο κατοχυρωνόταν η γνησιότητα του ως Aθηναίου, βασική προϋπόθεση για την ιδιότητα του πολίτη.
Στην περίπτωση έλλειψης άρρενος απογόνου υπήρχε η δυνατότητα της υιοθεσίας. Παρ’ όλο που ο νόμος δεν το επέβαλλε, εν τούτοις προτιμούνταν άτομα από το συγγενικό περιβάλλον και κατά κανόνα ενήλικα, ώστε να έχουν τη δυνατότητα άμεσης ανάληψης της οικογενειακής περιουσίας. Στην περίπτωση της υιοθεσίας ακολουθούσαν, επίσης, την ίδια διαδικασία: εισαγωγή στη φρατρία του θετού πατέρα και εγγραφή στο μητρώο του δήμου.
Διαφορετική ήταν η κατάσταση με τα νόθα παιδιά. Ήταν γόνοι ενός μη έγκυρου γάμου και δεν είχαν κανένα δικαίωμα, ούτε στα πλαίσια της πόλης, ούτε στα πλαίσια του οίκου (κληρονομικές διεκδικήσεις, συμμετοχή σε θρησκευτικές τελετουργίες της οικογένειας).
Η πόλις της κλασικής Αθήνας δεν αναμειγνυόταν στην ανατροφή των παιδιών, η οποία ήταν αποκλειστικό θέμα της οικογένειας. Έτσι, μέχρι την ηλικία των 7 περίπου χρόνων, την ανατροφή των παιδιών αναλάμβαναν οι μητέρες ή οι τροφοί στις εύπορες οικογένειες. Aρχαιολογικά ευρήματα δίνουν μια εικόνα για τα παιχνίδια των παιδιών (κούκλες, ρόκανα, διάφορες κατασκευές), ενώ από τις πηγές μαθαίνουμε για τις ιστορίες που τους διηγούνταν (ιστορίες ηρώων, τους μύθους του Aισώπου, κ.ά.).
Aπό τα 7 διαφοροποιούνταν τα αγόρια από τα κορίτσια. Tο αγόρι πήγαινε στο σχολείο συνοδευόμενο από έναν έμπιστο δούλο, τον παιδαγωγό. Η εκπαίδευση ήταν ιδιωτική και οι δάσκαλοι πληρώνονταν επομένως από τους γονείς. Τα βασικά μαθήματα ήταν η ανάγνωση, η γραφή και η αριθμητική και διδάσκονταν από το γραμματιστή. Επιπλέον για τη μουσική παιδεία υπεύθυνος ήταν ο κιθαριστής, ενώ τη γύμναση επέβλεπε ο παιδοτρίβης. Ανώτερη βαθμίδα μόρφωσης αποτελούσε η μαθητεία κοντά στους σοφιστές, η αμοιβή των οποίων όμως ήταν τόσο υψηλή, ώστε η δυνατότητα συμμετοχής σε τέτοια μαθήματα περιοριζόταν στους νέους των εύπορων οικογενειών.
Οι έφηβοι (18-20 χρόνων) υπηρετούσαν για 2 χρόνια στο στρατό. Η περίοδος αυτή ήταν η σημαντικότερη της ζωής τους, αφού αποτελούσε το μεταβατικό στάδιο για την απόκτηση πολιτικής υπόστασης και για την κατ’ επέκταση ένταξή τους στην πόλη.
Ήδη από την εποχή του Σόλωνα η διαδικασία του γάμου ξεκινούσε με μία προφορική συμφωνία -ένα είδος συμβολαίου- ανάμεσα στο μελλοντικό σύζυγο και στον πατέρα ή στον κηδεμόνα της κοπέλας, η οποία ονομαζόταν εγγύη. H μέλλουσα σύζυγος δεν παρευρισκόταν συνήθως σε αυτήν την τελετή, αφού μάλιστα η συγκατάθεσή της δεν ήταν υποχρεωτική (;).
Στην Αθήνα, η προίκα αποτελούσε ένα σημαντικό στοιχείο του γάμου και μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις μία κοπέλα μπορούσε να παντρευτεί και χωρίς αυτήν. Ο σύζυγος έδινε εγγύηση ότι θα επέστρεφε την προίκα σε περίπτωση διάλυσης του γάμου ή θανάτου της συζύγου του, αν δεν υπήρχε κληρονόμος.
Ενώ ο γάμος υφίστατο νομικά από τη στιγμή της εγγύης, οι διαδικασίες ολοκληρώνονταν με τη μετακόμιση της κοπέλας στο σπίτι του μελλοντικού συζύγου της. Οι γαμήλιες τελετές στην κλασική Αθήνα διαρκούσαν τρεις ημέρες. Tην ημέρα πριν από το γάμο τελούνταν τα προαύλια και την επομένη του γάμου τα επαύλια (τα ονόματα αυτά παράγονται από το ρήμα «αυλίζομαι», που σημαίνει «περνώ τη νύχτα»). Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι Αθηναίοι προτιμούσαν να παντρεύονται το χειμώνα. Πολλοί γάμοι τελούνταν το μήνα Γαμηλιώνα, ο οποίος αποτελούσε τον έβδομο μήνα του αθηναϊκού έτους και ήταν αφιερωμένος στην Ήρα, στην προστάτιδα του γάμου.
Οι μελλόνυμφοι τελούσαν τα προτέλεια, δηλαδή τις θυσίες για τον εξευμενισμό των θεών. Στην Αθήνα, θυσίες γίνονταν προς τιμήν της Αφροδίτης, τηςΑρτεμης, της Ήρας, του Ουρανού και της Γης, των πατρογονικών θεών (Τριτοπατόρων) και της προστάτιδας της πόλης, της Αθηνάς. Επειδή ο γάμος σηματοδοτούσε την ενηλικίωση της κοπέλας, συνηθιζόταν εκείνη να αφιερώνει τα παιχνίδια της και ορισμένα από τα ρούχα της σε μία από τις γαμήλιες θεότητες. Συχνά οι κοπέλες προσέφεραν βοστρύχους από τα μαλλιά τους ή το δίχτυ που τα συγκρατούσε, τη ζώνη τους και άλλα προσωπικά τους αντικείμενα.
Το λουτρό της νύφης και του γαμπρού ήταν αναπόσπαστο τμήμα της γαμήλιας τελετουργίας, γιατί σηματοδοτούσε το τέλος μίας φάσης της ζωής τους και την έναρξη μιας καινούριας. Εξάλλου, ο εξαγνισμός με νερό πριν από οποιαδήποτε επαφή με τα θεία αποτελούσε παράδοση για τους ΄Eλληνες. Το νερό για το γαμήλιο λουτρό αντλούνταν από συγκεκριμένη πηγή και στην Αθήνα- πιο συγκεκριμένα- προερχόταν από την Eννεάκρουνο. Tο αγγείο για τη μεταφορά του ήταν η λουτροφόρος. Τo θέμα του λουτρού της νύφης απεικονίζεται πιο συχνά από ότι του γαμπρού, αλλά η σκηνή συνοψίζεται στην πομπή προς ή από την κρήνη.
Στην κοιλιά του αγγείου η νύφη κάθεται σε ένα δίφρο, ακουμπά τα πόδια της σ’ ένα υποπόδιο και με τα δυο της χέρια παίζει μια άρπα, υποδηλώνοντας τα τραγούδια που ακούγονταν κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της νύφης. Μία από τις ακόλουθες πλησιάζει από πίσω, κρατώντας μια λουτροφόρο, αγγείο που χρησιμοποιούταν κυρίως στους γάμους για τη μεταφορά νερού για το γαμήλιο μπάνιο. Τρεις γυναίκες πλησιάζουν προς τη νύφη κρατώντας σε κασέλες τα δώρα για το γάμο. Στην άλλη πλευρά του αγγείου δύο γυναίκες προσφέρουν κασέλες με δώρα.Κάτω από τις λαβές εικονίζονται φτερωτές γυναίκες οι οποίες μπορεί να είναι Νίκες που υποδηλώνουν τη θριαμβευτική δύναμη της ομορφιάς ή μπορεί να αντιπροσωπεύουν θεότητες του Κάτω Κόσμου, σχετικές με τη γονιμότητα. Οι κορδέλες ή οι κλάδοι που φέρουν αντιπροσωπεύουν τη θεία ευλογία που φέρνουν στη νύφη.Δεδομένου ότι η νύφη δε φοράει πέπλο και στεφάνι και ότι δεν είναι ντυμένη, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι απεικονίζονται τα «επαύλια», μία ημέρα μετά το γλέντι του γάμου και τη νυφική πομπή. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η νύφη καλωσόριζε τους φίλους και την οικογένεια στο νέο σπίτι της και έπαιρνε τα δώρα τους, υφαντά, καλάθια, μπαούλα, πυξίδες, καθρέφτες κ.τ.λ
Μετά το λουτρό η νύφη και ο γαμπρός έπρεπε να ντυθούν για τη γαμήλια τελετή. Οι γονείς της κοπέλας όριζαν την νυμφεύτρια, την υπεύθυνη δηλαδή για την επιτήρηση του γάμου και τον καθορισμό της νυμφοκόμου, η οποία φρόντιζε για την ένδυση και τον καλλωπισμό της νύφης. Η προετοιμασία του γαμπρού ήταν μικρότερης σημασίας. Φορούσε ιμάτιο, αρωματιζόταν και στεφανωνόταν με ταινία από κλαδιά σουσαμιού και μέντας, φυτά τα οποία είχαν ιδιαίτερο συμβολισμό στο γάμο. Το σουσάμι εξασφάλιζε τη γονιμότητα, ενώ η μέντα ήταν αφροδισιακή. Στον καλλωπισμό της νύφης όμως δινόταν μεγάλη σημασία, όπως άλλωστε διαπιστώνεται και από τις πολυάριθμες αναπαραστάσεις του θέματος στα αθηναϊκά αγγεία. Δε σώζονται γραπτές μαρτυρίες από την Aθήνα που να αναφέρονται στο χρώμα του νυφικού φορέματος και η αγγειογραφία δεν παρέχει σχετικές πληροφορίες. Oι νυμφίδες, τα νυφικά παπούτσια ή σανδάλια, τύχαιναν ιδιαίτερης προσοχής σε πολλές απεικονίσεις καλλωπισμού. Tο νυφικόπέπλο τοποθετούνταν πάνω από τη στεφάνη (στέμμα) και κάλυπτε το πρόσωπο της κοπέλας μέχρι τη στιγμή των αποκαλυπτηρίων από το μέλλοντα σύζυγό της.
Το σπίτι της νύφης και του γαμπρού διακοσμούνταν με κλαδιά δάφνης και ελιάς, για να τονιστεί η εορταστική ατμόσφαιρα. Η γαμήλια γιορτή, συνήθως με πολλούς προσκεκλημένους, λάμβανε χώρα στο ένα από τα δύο σπίτια, ενώ αρχαιολογικές μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. ανάλογες εκδηλώσεις τελούνταν και σε ιερά. Το γαμήλιο δείπνο ήταν ένα συμπόσιο, στο οποίο συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες και το παραδοσιακό έδεσμα για την περίσταση ήταν ένα γλυκό με σουσάμι και μέλι. Ο χορός, στον οποίο συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες σε χωριστές ομάδες, και το τραγούδι αποτελούσαν τα αναπόσπαστα στοιχεία της γιορτής.
Μετά το ηλιοβασίλεμα, ο πατέρας της νύφης παρουσίαζε την κοπέλα στο γαμπρό μπροστά σε όλους τους προσκεκλημένους. Πιθανόν αυτή να ήταν η χρονική στιγμή των ανακαλυπτηρίων, οπότε η νύφη απομάκρυνε το πέπλο από το πρόσωπό της.
H γαμήλια πομπή με τους πυρσούς, τα τραγούδια και τους χορούς είχε σκοπό να συνοδεύσει τη νύφη στη νέα της κατοικία. Ο γαμπρός δε συμμετείχε πάντοτε στη γαμήλια πομπή, αλλά συχνά περίμενε τη νύφη στο σπίτι. Aν ο άντρας παντρευόταν για δεύτερη φορά έστελνε ένα φίλο του, το νυμφαγωγό, να συνοδεύσει τη νύφη. Tο σπίτι του γαμπρού ήταν διακοσμημένο με ταινίες και κλαδιά που έφεραν μαλλί προβάτου, όπως συνέβαινε και σε άλλες περιστάσεις κατά τις οποίες η οικογένεια αποκτούσε ένα νέο μέλος (π.χ. μετά την αγορά ενός δούλου). Το κέντρο των οικιακών τελετουργιών, η εστία, αποτελούσε τον τελετουργικό χώρο για την ένταξη της νύφης στην οικογένεια.
Tο συζυγικό δωμάτιο, ο θάλαμος, ήταν το πιο διακοσμημένο δωμάτιο του σπιτιού του γαμπρού. Η νυφική κλίνη ήταν αρωματισμένη και στρωμένη με ωραία υφάσματα. Στην κλασική Αθήνα , εκτός από τη νυφική κλίνη υπήρχε μάλιστα και ένα δεύτερο κρεβάτι, ο παράβουστος, στο οποίο μπορούσε να κοιμηθεί ο ένας από τους δύο συζύγους, αν το επιθυμούσε. Μετά την είσοδο του ζευγαριού στο θάλαμο, ένας φίλος του γαμπρού έκλεινε και φύλασσε την πόρτα, ενώ φίλοι και των δύο παρέμεναν απ’ έξω και τραγουδούσαν.
H οικογένεια της νύφης και του γαμπρού και οι φίλοι τους ξυπνούσαν από τα χαράματα για την έναρξη των εορταστικών εκδηλώσεων που είχαν προγραμματιστεί για τη συγκεκριμένη μέρα, όπως ήταν για παράδειγμα η προσφορά των δώρων, των επαυλίων, τα οποία και έδιναν το όνομά τους σε ολόκληρη την ημέρα. Σύμφωνα με τον Hσύχιο, δώρα προσφέρονταν και στη νύφη και στο γαμπρό, αλλά οι αρχαιολογικές και οι φιλολογικές μαρτυρίες επικεντρώνονται στα επαύλια της νύφης. Μετά τα επαύλια, η ένταξη της νύφης στη νέα της κατοικία είχε πια ολοκληρωθεί. Τότε ο γαμπρός οργάνωνε τα γαμήλια, μία γιορτή για τη φρατρία του, ώστε να την πληροφορήσει για το σχηματισμό του νέου οίκου.Τα διαφορετικά στάδια της γαμήλιας τελετουργίας απεικονίζονται στην αττική αγγειογραφία της Κλασικής περιόδου.
Η πλουσιότερη πηγή πληροφοριών για την απεικόνιση του γάμου στην κλασική Aθήνα είναι οι παραστάσεις των ερυθρόμορφων αγγείων. Το θέμα απεικονίζεται σε αγγεία γυναικείας χρήσης, όπως η πυξίδα και η λεκανίδα, ενώ σπανιότερα εμφανίζεται σε κύλικες, οινοχόες και κρατήρες, τα οποία λόγω της συγκεκριμένης διακόσμησης πιθανόν να χρησιμοποιούνταν στις γαμήλιες εκδηλώσεις. Η πλειοψηφία όμως των σκηνών διακοσμούσε λουτροφόρους και γαμικούς λέβητες, σκεύη που σχετίζονται με τη γαμήλια τελετουργία.
Tο ενδιαφέρον των αγγειογράφων επικεντρωνόταν σε τελετουργίες όπως, είναι ο καλλωπισμός της νύφης, η γαμήλια πομπή και η άφιξη της νύφης στη νέα της κατοικία. Τα υπόλοιπα στάδια του γάμου, δηλαδή η εγγύη, οι θυσίες και οι προσφορές στους θεούς, το γαμήλιο λουτρό, το δείπνο, ο χορός, τα ανακαλυπτήρια και τα επαύλια απεικονίζονται σπανιότερα.
H πιο δημοφιλής παράσταση είναι ο νυφικός καλλωπισμός. Στην αττική αγγειογραφία απεικονίζονται όλα τα στάδιά του από το δέσιμο των σανδαλιών μέχρι και την κόμμωση. Η μελλόνυμφη περιτριγυρίζεται από τις νυμφοκόμους, γυναίκες -μέλη της οικογένειάς της ή φίλες της-, οι οποίες τη βοηθούν να προετοιμαστεί ή καλλωπίζονται και οι ίδιες. Από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.X. και έπειτα, εικονίζονται σε ανάλογες παραστάσεις κάποιες γυναικείες μορφές να ασχολούνται με την επεξεργασία του μαλλιού, τη μεταφορά των οικιακών αντικειμένων ή σπανιότερα να διασκεδάζουν, δραστηριότητες δηλαδή που δε σχετίζονται με το νυφικό καλλωπισμό. Mερικές φορές στην ίδια παράσταση απεικονίζονται οι διάφορες φάσεις της νυφικής προετοιμασίας, χωρίς όμως κάποια αφηγηματική σύνδεση.
H πομπή προς το σπίτι του γαμπρού αποτελεί μία εξίσου δημοφιλή γαμήλια σκηνή στην αττική αγγειογραφία, όπου απεικονίζονται διάφορα στάδιά της, από την αναχώρηση της νύφης από το πατρικό της μέχρι το τέλος της πομπής και την υποδοχή του ζευγαριού στο σπίτι του γαμπρού. Στις παραστάσεις πάνω στα αγγεία συχνά εικονίζονται και οι δύο μητέρες. H μητέρα της νύφης, που κρατάει πυρσούς, ώστε η φωτιά από την οικογενειακή εστία να φωτίσει το δρόμο της κοπέλας και να την προστατέψει, και η μητέρα του γαμπρού, η οποία συνήθως περιμένει στην πόρτα του σπιτιού κρατώντας επίσης πυρσούς, για να δώσει τη φλόγα στο νέο σπίτι της νύφης. Ένα άλλο θέμα που απεικονίζεται συνήθως στην αγγειογραφία είναι η πομπή προς το συζυγικό δωμάτιο.
Σκηνές θυσιών εικονίζονται συχνά στην αττική αγγειογραφία, αλλά δεν είναι πάντοτε εύκολο να προσδιοριστεί ο σκοπός τους. Επιμέρους εικονογραφικά στοιχεία, όπως το στεφάνι, η παρουσία του Έρωτα και η ένδυση των μορφών συμβάλλουν στην ταύτιση των σχετικών παραστάσεων με γαμήλιες θυσίες.
Oι περισσότερες απεικονίσεις προσφορών είναι αόριστες και επικεντρώνονται στην επαφή μεταξύ πιστού και θεότητας. Προγαμιαίες προσφορές αναγνωρίζονται σε σκηνές όπου εικονίζεται μία κοπέλα σε ηλικία γάμου να κρατά τη ζώνη της ή ένα από τα παιχνίδια της και να ετοιμάζεται να τα εναποθέσει στο άγαλμα μίας θεότητας, η οποία προφανώς σχετίζεται με το γάμο.
Η σπουδαιότητα της μελέτης των γαμήλιων σκηνών είναι μεγάλη, γιατί συχνά αποτελούν τη μοναδική πηγή πληροφοριών για τα έθιμα του γάμου στην κλασική Aθήνα , ή συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση των γραπτών μαρτυριών. Ακόμη και όταν οι σκηνές είναι μυθολογικές, εικονίζουν δηλαδή τους γάμους ηρώων και Ολύμπιων θεών και όχι των θνητών, αντανακλούν τα έθιμα και τις αντιλήψεις της εποχής.
ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ
Επτά ημέρες από τη γέννηση ενός παιδιού, γινόταν η επίσημη αποδοχή του, μέσα από συγκεκριμένη τελετουργία, κατά την οποία ο πατέρας το έφερε γύρω από την εστία του σπιτιού. Tη δέκατη ημέρα δινόταν και το όνομά του. Στην ηλικία των 16 χρόνων, κατά τη γιορτή των Aπατουρίων, το παιδί εγγραφόταν στη φρατρία του πατέρα του, στη συγκέντρωση της οποίας ο πατέρας έδινε, μεταξύ άλλων, όρκο -μετά το νόμο, που θέσπισε ο Περικλής το 451 π.Χ.- ότι η σύζυγός του ήταν γεννημένη στην Aθήνα και ο γιος του νόμιμος γόνος από έγκυρο γάμο. Μετά την ψηφοφορία των μελών και την αποδοχή του παιδιού, ακολουθούσε η εγγραφή στον κατάλογο. Το αγόρι, όταν έκλεινε τα 18 του χρόνια, γραφόταν στο δήμο, ο πατέρας του ορκιζόταν, οι δημότες ψήφιζαν και, μετά από την αποδοχή, γινόταν η εγγραφή του στο μητρώο του δήμου. Με αυτό τον τρόπο κατοχυρωνόταν η γνησιότητα του ως Aθηναίου, βασική προϋπόθεση για την ιδιότητα του πολίτη.
Στην περίπτωση έλλειψης άρρενος απογόνου υπήρχε η δυνατότητα της υιοθεσίας. Παρ’ όλο που ο νόμος δεν το επέβαλλε, εν τούτοις προτιμούνταν άτομα από το συγγενικό περιβάλλον και κατά κανόνα ενήλικα, ώστε να έχουν τη δυνατότητα άμεσης ανάληψης της οικογενειακής περιουσίας. Στην περίπτωση της υιοθεσίας ακολουθούσαν, επίσης, την ίδια διαδικασία: εισαγωγή στη φρατρία του θετού πατέρα και εγγραφή στο μητρώο του δήμου.
Διαφορετική ήταν η κατάσταση με τα νόθα παιδιά. Ήταν γόνοι ενός μη έγκυρου γάμου και δεν είχαν κανένα δικαίωμα, ούτε στα πλαίσια της πόλης, ούτε στα πλαίσια του οίκου (κληρονομικές διεκδικήσεις, συμμετοχή σε θρησκευτικές τελετουργίες της οικογένειας).
Η πόλις της κλασικής Αθήνας δεν αναμειγνυόταν στην ανατροφή των παιδιών, η οποία ήταν αποκλειστικό θέμα της οικογένειας. Έτσι, μέχρι την ηλικία των 7 περίπου χρόνων, την ανατροφή των παιδιών αναλάμβαναν οι μητέρες ή οι τροφοί στις εύπορες οικογένειες. Aρχαιολογικά ευρήματα δίνουν μια εικόνα για τα παιχνίδια των παιδιών (κούκλες, ρόκανα, διάφορες κατασκευές), ενώ από τις πηγές μαθαίνουμε για τις ιστορίες που τους διηγούνταν (ιστορίες ηρώων, τους μύθους του Aισώπου, κ.ά.).
Aπό τα 7 διαφοροποιούνταν τα αγόρια από τα κορίτσια. Tο αγόρι πήγαινε στο σχολείο συνοδευόμενο από έναν έμπιστο δούλο, τον παιδαγωγό. Η εκπαίδευση ήταν ιδιωτική και οι δάσκαλοι πληρώνονταν επομένως από τους γονείς. Τα βασικά μαθήματα ήταν η ανάγνωση, η γραφή και η αριθμητική και διδάσκονταν από το γραμματιστή. Επιπλέον για τη μουσική παιδεία υπεύθυνος ήταν ο κιθαριστής, ενώ τη γύμναση επέβλεπε ο παιδοτρίβης. Ανώτερη βαθμίδα μόρφωσης αποτελούσε η μαθητεία κοντά στους σοφιστές, η αμοιβή των οποίων όμως ήταν τόσο υψηλή, ώστε η δυνατότητα συμμετοχής σε τέτοια μαθήματα περιοριζόταν στους νέους των εύπορων οικογενειών.
Οι έφηβοι (18-20 χρόνων) υπηρετούσαν για 2 χρόνια στο στρατό. Η περίοδος αυτή ήταν η σημαντικότερη της ζωής τους, αφού αποτελούσε το μεταβατικό στάδιο για την απόκτηση πολιτικής υπόστασης και για την κατ’ επέκταση ένταξή τους στην πόλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου