40 λύουσ᾽ ἂν εἴθ᾽ ἅπτουσα προσθείμην πλέον;
ΑΝ. εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσῃ σκόπει.
ΙΣ. ποῖόν τι κινδύνευμα; ποῖ γνώμης ποτ᾽ εἶ;
ΑΝ. εἰ τὸν νεκρὸν ξὺν τῇδε κουφιεῖς χερί.
ΙΣ. ἦ γὰρ νοεῖς θάπτειν σφ᾽, ἀπόρρητον πόλει;
45 ΑΝ. τὸν γοῦν ἐμὸν καὶ τὸν σόν, ἢν σὺ μὴ θέλῃς,
ἀδελφόν· οὐ γὰρ δὴ προδοῦσ᾽ ἁλώσομαι.
ΙΣ. ὦ σχετλία, Κρέοντος ἀντειρηκότος;
ΑΝ. ἀλλ᾽ οὐδὲν αὐτῷ τῶν ἐμῶν ‹μ᾽› εἴργειν μέτα.
ΙΣ. οἴμοι· φρόνησον, ὦ κασιγνήτη, πατὴρ
50 ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ᾽ ἀπώλετο,
πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς
ὄψεις ἀράξας αὐτὸς αὐτουργῷ χερί·
ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος,
πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον·
55 τρίτον δ᾽ ἀδελφὼ δύο μίαν καθ᾽ ἡμέραν
αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω μόρον
κοινὸν κατειργάσαντ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοιν χεροῖν.
νῦν δ᾽ αὖ μόνα δὴ νὼ λελειμμένα σκόπει
ὅσῳ κάκιστ᾽ ὀλούμεθ᾽, εἰ νόμου βίᾳ
60 ψῆφον τυράννων ἢ κράτη παρέξιμεν.
ἀλλ᾽ ἐννοεῖν χρὴ τοῦτο μὲν γυναῖχ᾽ ὅτι
ἔφυμεν, ὡς πρὸς ἄνδρας οὐ μαχουμένα·
ἔπειτα δ᾽ οὕνεκ᾽ ἀρχόμεσθ᾽ ἐκ κρεισσόνων
καὶ ταῦτ᾽ ἀκούειν κἄτι τῶνδ᾽ ἀλγίονα.
65 ἐγὼ μὲν οὖν αἰτοῦσα τοὺς ὑπὸ χθονὸς
ξύγγνοιαν ἴσχειν, ὡς βιάζομαι τάδε,
τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι πείσομαι. τὸ γὰρ
περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα.
ΑΝ. εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσῃ σκόπει.
ΙΣ. ποῖόν τι κινδύνευμα; ποῖ γνώμης ποτ᾽ εἶ;
ΑΝ. εἰ τὸν νεκρὸν ξὺν τῇδε κουφιεῖς χερί.
ΙΣ. ἦ γὰρ νοεῖς θάπτειν σφ᾽, ἀπόρρητον πόλει;
45 ΑΝ. τὸν γοῦν ἐμὸν καὶ τὸν σόν, ἢν σὺ μὴ θέλῃς,
ἀδελφόν· οὐ γὰρ δὴ προδοῦσ᾽ ἁλώσομαι.
ΙΣ. ὦ σχετλία, Κρέοντος ἀντειρηκότος;
ΑΝ. ἀλλ᾽ οὐδὲν αὐτῷ τῶν ἐμῶν ‹μ᾽› εἴργειν μέτα.
ΙΣ. οἴμοι· φρόνησον, ὦ κασιγνήτη, πατὴρ
50 ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ᾽ ἀπώλετο,
πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς
ὄψεις ἀράξας αὐτὸς αὐτουργῷ χερί·
ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος,
πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον·
55 τρίτον δ᾽ ἀδελφὼ δύο μίαν καθ᾽ ἡμέραν
αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω μόρον
κοινὸν κατειργάσαντ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοιν χεροῖν.
νῦν δ᾽ αὖ μόνα δὴ νὼ λελειμμένα σκόπει
ὅσῳ κάκιστ᾽ ὀλούμεθ᾽, εἰ νόμου βίᾳ
60 ψῆφον τυράννων ἢ κράτη παρέξιμεν.
ἀλλ᾽ ἐννοεῖν χρὴ τοῦτο μὲν γυναῖχ᾽ ὅτι
ἔφυμεν, ὡς πρὸς ἄνδρας οὐ μαχουμένα·
ἔπειτα δ᾽ οὕνεκ᾽ ἀρχόμεσθ᾽ ἐκ κρεισσόνων
καὶ ταῦτ᾽ ἀκούειν κἄτι τῶνδ᾽ ἀλγίονα.
65 ἐγὼ μὲν οὖν αἰτοῦσα τοὺς ὑπὸ χθονὸς
ξύγγνοιαν ἴσχειν, ὡς βιάζομαι τάδε,
τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι πείσομαι. τὸ γὰρ
περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα.
***
ΙΣΜ. Μ᾽ αν έτσι είναι, ω ταλαίπωρη, το πράμα,τί παραπάνω εγώ θενα προστέσω
40 αν βάλω ή δεν βάλω χέρι; ΑΝΤ. Σκέψου
μαζί μου αν θα ενεργήσεις και συμπράξεις.
ΙΣΜ. Σε ποιό κίνδυνο λες; πού πάει ο νους σου;
ΑΝΤ. Αν το χέρι αυτό μου εδώ βοηθήσεις
το νεκρό να σηκώσουμε. ΙΣΜ. Μα αλήθεια
να θάψεις σκέφθηκες αυτόν, που η πόλη
απαγορεύει; ΑΝΤ. Ναι, τον αδερφό μου
και τον δικό σου, αν εσύ δε θέλεις·
γιατί κανένας δε θα πει για μένα
πως τον πρόδωσα εγώ. ΙΣΜ. Δυστυχισμένη,
μόλο που το ᾽χει ο Κρέοντας εμποδίσει;
ΑΝΤ. Κανέν᾽ αυτός δικαίωμα δεν έχει
να με χωρίσει απ᾽ τους δικούς μου. ΙΣΜ. Οϊμένα,
σκέψου, αδερφή μου, πόσο μισημένος
50 και γιομάτος ντροπές μάς χάθηκε ο
πατέρας μας, αφού απ᾽ τις ανομίες του
πού ηρθαν στο φως, ξερίζωσε μονάχος
με το ίδιο του το χέρι τις δυο του όψες.
Έπειτα εκείνη, που ᾽χε το διπλό
τ᾽ όνομα μάνας και γυναίκας του,
με θηλιά στο λαιμό πήε ντροπιασμένη·
τέλος οι δυο αδερφοί μας σε μια μέρα
σκοτώθηκαν οι δόλιοι μεταξύ τους
δίνοντας θάνατο κοινό με χέρια
επάνω επανωτά ο ένας στον άλλο.
Και τώρα οι δυο μας πὄχουμε απομείνει
σκέψου τί τέλος πιο κακό θα βρούμε,
αν το νόμο αψηφώντας πάμε ενάντια
60 σ᾽ ό,τι έχει αποφασίσει η εξουσία.
Κι απ᾽ τ᾽ άλλο, να ξεχνάς αυτό δεν πρέπει,
πρώτα, πως γεννηθήκαμε γυναίκες
να μην μπορεί να τα βάζουμε με άντρες·
έπειτα, πως αυτοί που εξουσιάζουν
πιο δύναμη έχουν από μας, κι ανάγκη
να τους ακούμε και σ᾽ αυτά και σ᾽ άλλα
πιο σκληρότερ᾽ ακόμα και από τούτα.
Εγώ λοιπόν αφού παρακαλέσω
τους κάτω απ᾽ τη γη να συχωρήσουν,
αν υποτάσσομαι έτσι στην ανάγκη,
θα υπακούσω σ᾽ αυτούς που εξουσιάζουν,
γιατί να θέλεις ό,τι ξεπερνά
τη δύναμή σου, καθαρή ᾽ναι τρέλα.