Πριάμου τόδ᾽ ἄστυ, μηκέτ᾽ ἀργοῦσαν φλόγα
ἐν χειρὶ σῴζειν, ἀλλὰ πῦρ ἐνιέναι,
ὡς ἂν κατασκάψαντες Ἰλίου πόλιν
στελλώμεθ᾽ οἴκαδ᾽ ἄσμενοι Τροίας ἄπο.
1265 ὑμεῖς δ᾽, ἵν᾽ αὑτὸς λόγος ἔχῃ μορφὰς δύο,
χωρεῖτε, Τρώων παῖδες, ὀρθίαν ὅταν
σάλπιγγος ἠχὼ δῶσιν ἀρχηγοὶ στρατοῦ,
πρὸς ναῦς Ἀχαιῶν, ὡς ἀποστέλλησθε γῆς.
σὺ δ᾽, ὦ γεραιά, δυστυχεστάτη γύναι,
1270 ἕπου. μεθήκουσίν σ᾽ Ὀδυσσέως πάρα
οἵδ᾽, ᾧ σε δούλην κλῆρος ἐκπέμπει πάτρας.
ΕΚ. οἲ ᾽γὼ τάλαινα· τοῦτο δὴ τὸ λοίσθιον
καὶ τέρμα πάντων τῶν ἐμῶν ἤδη κακῶν·
ἔξειμι πατρίδος, πόλις ὑφάπτεται πυρί.
1275 ἀλλ᾽, ὦ γεραιὲ πούς, ἐπίσπευσον μόλις,
ὡς ἀσπάσωμαι τὴν ταλαίπωρον πόλιν.
ὦ μεγάλα δή ποτ᾽ ἀμπνέουσ᾽ ἐν βαρβάροις
Τροία, τὸ κλεινὸν ὄνομ᾽ ἀφαιρήσῃ τάχα.
πιμπρᾶσί σ᾽, ἡμᾶς δ᾽ ἐξάγουσ᾽ ἤδη χθονὸς
1280 δούλας. ἰὼ θεοί. καὶ τί τοὺς θεοὺς καλῶ;
καὶ πρὶν γὰρ οὐκ ἤκουσαν ἀνακαλούμενοι.
φέρ᾽ ἐς πυρὰν δράμωμεν· ὡς κάλλιστά μοι
σὺν τῇδε πατρίδι κατθανεῖν πυρουμένῃ.
ΤΑ. ἐνθουσιᾷς, δύστηνε, τοῖς σαυτῆς κακοῖς.
1285 ἀλλ᾽ ἄγετε, μὴ φείδεσθ᾽· Ὀδυσσέως δὲ χρὴ
ἐς χεῖρα δοῦναι τήνδε καὶ πέμπειν γέρας.
ΕΚ. ὀττοτοτοτοτοῖ. [στρ. α]
Κρόνιε, πρύτανι Φρύγιε, γενέτα
πάτερ, ἀνάξια τῆς Δαρδάνου
1290 γονᾶς τάδ᾽ οἷα πάσχομεν δέδορκας;
ΧΟ. δέδορκεν, ἁ δὲ μεγαλόπολις
ἄπολις ὄλωλεν οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔστι Τροία.
***
Έρχεται ο Ταλθύβιος και γυρίζοντας κατά το βάθος φωνάζει.1260 ΤΑΛ. Ε! Οι ομαδάρχες που εντολή έχουν λάβει
να κάψουνε την πόλη αυτή του Πριάμου
τί καρτερούν με τους δαυλούς στα χέρια;
Βάλτε φωτιά, που να μη μείνει λώθρα!
Φωτιά! Και τότε πια ευχαριστημένοι
θα φύγουμε να πάμε στην πατρίδα.
Στις γυναίκες.
Και, για να πω μεμιάς δυο προσταγές,
Τρωαδίτισσες, να ᾽στε έτοιμες, και μόλις
των αρχηγών η σάλπιγγα βαρέσει,
να τρέξετε να μπείτε στα καράβια.
Κι εσύ, κυρούλα, εσύ δυστυχισμένη,
1270 θα πας μαζί με τούτους· ο Οδυσσέας,
που σκλάβα του κληρώθηκες να γίνεις,
τους στέλνει τώρα εδώ, για να σε πάρουν.
ΕΚΑ. Των συμφορών μου, νά, το τέρμα φτάνει,
νά, φτάνει το κορύφωμα· αχ η μαύρη·
η χώρα μες στις φλόγες, κι εγώ φεύγω.
Γυρίζει κατά το βάθος.
Όσο μπορείτε, γέρικά μου πόδια,
συρθείτε, το έχε γεια να της αφήσω.
Ω Τροία, ω χώρα κάποτε μεγάλη
μες στους βαρβάρους, τώρα πια θα χάσεις
το δοξασμένο σου όνομα. Σε καίνε,
κι εμάς στην ξενιτειά μάς παίρνουν σκλάβες.
1280 Θεοί! Μα τί τους κράζω; Τόσες, τόσες
τους φώναξα φορές και δεν ακούσαν.
Στις φλόγες! Πάμε! Ο πιο καλός για μένα
θάνατος, να καώ με την πατρίδα.
Τρέχει όσο μπορεί προς το βάθος.
ΤΑΛ. Οι συμφορές σε τρέλαναν, καημένη.
Στους ακολούθους του.
Μην την ακούτε· πάρτε την· ανήκει
στον Οδυσσέα, και χρέος μας να την πάμε.
Μερικοί στρατιώτες παίρνουν την Εκάβη και τη φέρνουν πίσω.
ΕΚΑ. Οχ οϊμένα, οϊμένα, οϊμέ!
Απ᾽ το θρόνο σου εκεί πάνου,
ω τρανέ του Κρόνου γιε,
της Φρυγίας μεγάλε αφέντη,
της γενιάς μας αρχηγέ,
βλέπεις άραγε ή δε βλέπεις
—συφορά!—
πού κατάντησε η γενιά
1290 του Δαρδάνου;
ΧΟΡ. Τη μεγάλη Τροία
βλέπει ρημαγμένη·
χάθηκε, αχ·
τίποτ᾽ απ᾽ τη χώρα μας δε μένει.