Τελειώνοντας τη μακροσκελή, εξαιρετική, και τραγική αφήγηση της ήττας των Αθηναίων στη Σικελία, ο Θουκυδίδης πλέκει ένα έξοχο εγκώμιο στον Νικία αναφερόμενος στον θάνατό του: «Από τους Έλληνες του καιρού μου, ήταν ο λιγότερο άξιος να πάθη τέτοια συμφορά γιατί η διαγωγή του ήταν πάντα σύμφωνη με την αρετή» (7.86.5). Κανέναν τέτοιο έπαινο δεν απευθύνει στον Δημοσθένη, συστράτηγο του Νικία, ο οποίος σκοτώθηκε από τους Συρακούσιους την ίδια στιγμή και με τον ίδιο τρόπο. Κάνοντας αυτή τη διάκριση, ανατρέπει την εκτίμηση των Αθηναίων, οι οποίοι ανέγειραν επιτύμβια στήλη στο δημόσιο νεκροταφείο, όπου χάραξαν τα ονόματα των στρατηγών που έπεσαν στο πεδίο της μάχης στη Σικελία. Συμπεριέλαβαν το όνομα του Δημοσθένη, αλλά παρέλειψαν εσκεμμένα αυτό του Νικία Εκτός από διάφορους άλλους λόγους που είχαν για να πάρουν μια τέτοια απόφαση, σίγουρα μέμφονταν ιδιαίτερα τον Νικία για τη συμφορά, ένα συμπέρασμα το οποίο δεν συμφωνεί με αυτό του Θουκυδίδη. Προκειμένου να δούμε πώς προσπάθησε να αναθεωρήσει την κοινή γνώμη της εποχής, χρειάζεται να εξετάσουμε την περιγραφή του.
Τον Ιούνιο του 415 ξεκίνησε η μεγάλη αρμάδα για τη Σικελία. Με επικεφαλής τους στρατηγούς Αλκιβιάδη, Νικία, και Λάμαχο, σταμάτησαν στο Ρήγιο, στη μύτη της Ιταλίας, όπου τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν αμέσως άσχημα. Το Ρήγιο έπαιζε κρίσιμο ρόλο στην επιτυχία των Αθηναίων ήταν από παλιά σύμμαχος πόλη και κατείχε σημαντική στρατηγική θέση για επίθεση στη Μεσσήνη (τη σημερινή Μεσίνα) μέσω του πορθμού. Ο Αλκιβιάδης υπολόγιζε να χρησιμοποιήσει το Ρήγιο ως ορμητήριο των πολεμικών επιχειρήσεων στην περιοχή και να ι φέρει κι άλλες ιταλικές πόλεις στη συμμαχία. Το εσφαλμένο τέχνασμα του Νικία στην αθηναϊκή Εκκλησία του Δήμου, πάντως, ανέτρεψε ολοσχερώς τα σχέδια του Αλκιβιάδη, γιατί το τεράστιο μέγεθος των αθηναϊκών δυνάμεων φόβισε τους Ιταλούς και τους Σικελούς περισσότερο από όσο η προοπτική επίθεσης από τους Συρακουσίους. Έτσι οι Ρηγίνοι αρνήθηκαν να δεχτούν τους Αθηναίους στην πόλη τους.
Οι τρεις στρατηγοί έκαναν σύσκεψη για να αποφασίσουν το επόμενο βήμα. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Νικίας πρότεινε στην ουσία να πραγματοποιηθεί μια επίδειξη δυνάμεως και να επιστρέψουν αμέσως στην πατρίδα. Ο Αλκιβιάδης το θεώρησε επονείδιστο στρατήγημα και πρότεινε μια άλλη εκδοχή της αρχικής στρατηγικής του. Θα χρησιμοποιούσε τις διπλωματικές του ικανότητες για να πείσει τις ελληνικές πόλεις της Σικελίας, ακόμη και τους γηγενείς Σικελούς, να προσφέρουν μαχητές και τρόφιμα. Με αυτούς συμμάχους, οι Αθηναίοι θα καταλάμβαναν τις Συρακούσες. Ο Λάμαχος πρότεινε να αποπλεύσουν αμέσως και να επιτεθούν κατευθείαν στις Συρακούσες. Αργότερα, όταν το 413_έφτασε στη Σικελία ο Δημοσθένης με ενισχύσεις, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Νικίας είχε κάνει ένα κεφαλαιώδες λάθος που δεν ακολούθησε το σχέδιο της άμεσης επίθεσης. Ο Θουκυδίδης, επίσης, θεώρησε αυτό το σχέδιο ως το καλύτερο από όλα (7.42.3), και δεν υπάρχει λόγος να διαφωνήσει κανείς· με μια ταχεία έφοδο θα είχαν καταλάβει την πόλη, αφού οι Συρακούσιοι ήταν απροετοίμαστοι. Ο Λάμαχος, πάντως, δεν είχε την ευκαιρία να εκτελέσει το σχέδιό του, γιατί ο Νικίας επέμενε να μην επιχειρήσουν τίποτε σημαντικό, και η σκέψη μιας επίθεσης εναντίον των Συρακουσών αναμφίβολα τον τρόμαζε. Ο Αλκιβιάδης δεν δεχόταν να συζητήσει κανένα άλλο σχέδιο εκτός από το δικό του. Απρόθυμος να δεχτεί την ανίσχυρη στρατηγική του Νικία, ο Λάμαχος, παρά τη θέλησή του, υποστήριξε τον Αλκιβιάδη.
Είναι μάλλον απίθανο ότι η πρόταση του Αλκιβιάδη μπορούσε να λειτουργήσει κάτω από τις νέες συνθήκες μιας κολοσσιαίας εκστρατείας, αλλά η υπόθεση χάθηκε έτσι κι αλλιώς όταν έφτασε ένα πλοίο με την εντολή να επιστρέφει στην Αθήνα προκειμένου να περάσει από δίκη. Πριν αποπλεύσει ο στόλος, ο Αλκιβιάδης κατηγορήθηκε για εμπλοκή σε μια τρομερή πράξη ιεροσυλίας.
Ένα περίεργο επεισόδιο προκάλεσε τεράστιο σκάνδαλο το οποίο τρομοκράτησε τους Αθηναίους. Τα αγάλματα του θεού που βρίσκονταν στις εισόδους των αθηναϊκών σπιτιών, καθώς και των ιερών και των δημόσιων χώρων, βρέθηκαν ακρωτηριασμένα από άγνωστους δράστες. Θεωρούνταν ότι αυτά έφερναν καλή τύχη και προστάτευαν από τους κινδύνους· εξάλλου, ο Ερμής ήταν ο προστάτης των ταξιδιωτών, και η προσβολή του συνιστούσε κάκιστο οιωνό για τη μεγάλη ναυτική εκστρατεία.
Πολλοί Αθηναίοι πίστεψαν ότι αυτή η βεβήλωση αποτελούσε μέρος μιας συνωμοσίας για την ανατροπή της δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση τυραννίδας από τους ολιγαρχικούς, και υπήρχε η γενική εντύπωση ότι εμπλεκόταν στην υπόθεση ο Αλκιβιάδης. Μεγαλύτερες υποψίες εναντίον του γεννήθηκαν όταν κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε στη διακωμώδηση των ιερών Ελευσινίων Μυστηρίων. Ο Αλκιβιάδης βρισκόταν στο απόγειο της δημοτικότητάς του, ιδιαίτερα μεταξύ των οπαδών της εκστρατείας, γι’ αυτό ζήτησε να δικαστεί αμέσως, πριν από την αναχώρηση του στόλου. Αντίθετα, οι αντίπαλοί του περίμεναν να αποπλεύσει ο στόλος για να του επιρρίψουν τις κατηγορίες. Μετά την αναχώρησή του, οι πολιτικοί εχθροί του μηχανεύτηκαν την ανάκλησή του. Εκείνος, ωστόσο, αντί να ενδώσει, διέφυγε στη Σπάρτη.
Ενώ ο Νικίας επιθυμούσε να ακολουθήσει παθητική στρατηγική, γνώριζε, ωστόσο, ότι και τα στρατεύματά του και οι Αθηναίοι πίσω στην πατρίδα δεν θα έμεναν ικανοποιημένοι αν η εκστρατεία ακολουθούσε τέτοιο δρόμο, και κινήθηκε με ολόκληρη την αρμάδα προς την Έγεστα και τον Σελινούντα για να δει τι μπορούσε να κάνει.
Αφού έπλευσαν μέσω των στενών της Μεσσήνης προς τη βορειοδυτική Σικελία, «όσο πιο μακριά από τους αντιπάλους Συρακουσίους», οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στα Ύκκαρα, μια πόλη γηγενών Σικελών εχθρική προς την Έγεστα, την παρέδωσαν στους Εγεσταίους, και υποδούλωσαν τους «βαρβάρους» κατοίκους της. Ο ίδιος ο Νικίας πήγε στην Έγεστα να εισπράξει τα χρήματα που του είχαν υποσχεθεί και να προσπαθήσει να διευθετήσει τις διαφορές με τον Σελινούντα, αλλά έφυγε έχοντας αποκομίσει μόνο τριάντα τάλαντα, πιθανόν το συνολικό ποσό που μπόρεσε να συγκεντρώσει, και συναντήθηκε με τον στρατό του στην Κατάνη. Μέχρι τότε οι Αθηναίοι είχαν ζητήσει βοήθεια, χωρίς αποτέλεσμα, από όλες σχεδόν τις σικελικές πόλεις. Η στρατηγική του Αλκιβιάδη, την οποία ο Νικίας απρόθυμα υποστήριξε, είχε πλέον επίσης αποτύχει.
Η πρώτη επιχειρησιακή περίοδος αποδείχθηκε εξαιρετικά απογοητευτική· μετά την απομάκρυνση του Αλκιβιάδη το εγχείρημα πέρασε στα χέρια ενός ηγέτη ο οποίος δεν πίστευε στους στόχους του και δεν διέθετε στρατηγικό σχέδιο προκειμένου να τους εκπληρώσει. Ο Πλούταρχος περιγράφει την κατάσταση ως εξής: «Ο Νικίας, αν και θεωρητικά ήταν ο ένας από δύο στρατηγούς, ασκούσε μόνος την εξουσία. Δεν σταμάτησε να κάθεται, να πλέει γύρω γύρω ή να σκέπτεται μέχρι που η ελπίδα των ανδρών μαράθηκε και διαλύθηκε ο φόβος των εχθρών, που είχε προκληθεί από την πρώτη εμφάνιση των στρατιωτικών δυνάμεων». Εφόσον δεν τολμούσε ακόμη να φύγει από τη Σικελία, ο Νικίας και οι άνδρες του θα υποχρεώνονταν να αντιμετωπίσουν τον κυριότερο εχθρό τους στις Συρακούσες χωρίς σαφές σχέδιο δράσης.
Η μόνη στρατηγική που διέθεταν οι Αθηναίοι ήταν αυτή του Λάμαχου, αλλά, παρόλο που ήταν παρών ο ίδιος, ο πραγματικός αρχηγός του στρατού ήταν ο Νικίας. Ο Θουκυδίδης κάνει σαφές το γεγονός ότι η μεγάλη καθυστέρηση στην εφαρμογή του σχεδίου του Λάμαχου είχε ήδη κοστίσει στους Αθηναίους. Όσο περισσότερο περίδεναν τόσο μεγάλωνε το θάρρος των Συρακουσίων. Η είδηση ότι οι Αθηναίοι είχαν απομακρυνθεί από τις Συρακούσες προς το δυτικό άκρο του νησιού και είχαν αποτύχει να το κυριεύσουν προκάλεσε την περιφρόνηση των Συρακουσίων, και το εξημμένο πλήθος ζητούσε από τους στρατηγούς να ηγηθούν μιας επίθεσης εναντίον των Αθηναίων στην Κατάνη. Οι Συρακούσιοι ιππείς πλησίαζαν και τους εκτόξευαν προσβολές ρωτώντας τους αν είχαν πάει «να εγκατασταθούν οι ίδιοι σε ξένη γη παρά ν’ αποκαταστήσουν τους Λεοντίνους στη δική τους» (6.63.3).
Μη μπορώντας πλέον να διστάζει, ο Νικίας άρχισε να μελετά πώς θα τοποθετούσε τις δυνάμεις του σε κατάλληλη θέση για να επιτεθεί στις Συρακούσες. Ο στόλος δεν μπορούσε να κάνει απόβαση εναντίον ενός οπλισμένου αντιπάλου ο οποίος πλέον ήταν έτοιμος να τον αντιμετωπίσει, και, ενώ ο στρατός των οπλιτών είχε τη δυνατότητα να βαδίσει προς την πόλη με ασφάλεια, οι Αθηναίοι είχαν επίσης και πολλούς ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες και μεγάλο πλήθος αρτοποιών, λιθοδομών, ξυλουργών, και άλλους που ακολουθούσαν τον στρατό χωρίς ιππείς για να τους προστατεύσουν, και είχαν να αντιμετωπίσουν το ισχυρό ιππικό των Συρακουσίων. Γι’ αυτό, οι Αθηναίοι κατέφυγαν στον δόλο, χρησιμοποιώντας έναν διπλό πράκτορα για να εξαπατήσουν τους Συρακούσιους στρατηγούς και να παρασύρουν ολόκληρο τον εχθρικό στρατό στην Κατάνη. Ενόσω οι Συρακούσιοι διένυαν τα εξήντα χιλιόμετρα μέχρι εκεί, οι Αθηναίοι αποβιβάστηκαν ανεμπόδιστα στο λιμάνι των Συρακουσών, σε μια αμμουδιά νότια του ποταμού Ανάπου, απέναντι από τον μεγάλο ναό του Ολυμπίου Διός. Πήραν θέση σε μια τοποθεσία προστατευμένη από σπίτια και φυσικά εμπόδια για να διαφυλαχτούν από πλευρικές επιθέσεις του ιππικού των Συρακουσίων, και κατασκεύασαν οχυρώσεις για να αμυνθούν σε περίπτωση μετωπικής εφόδου ή επίθεσης από τη θάλασσα.
Στη μάχη που επακολούθησε οι Αθηναίοι παρέταξαν τους σφενδονιστές, τους τοξότες, και τους λιθοβόλους τους στα πλάγια, από όπου μπορούσαν να απωθούν το εχθρικό ιππικό. Παρ’ όλο το βάθος της φάλαγγας των Συρακουσίων και τη γενναιότητα των στρατιωτών της, η ανώτερη εμπειρία και η πειθαρχία των Αθηναίων και των συμμάχων τους υπερίσχυσαν.
Στη διάρκεια της μάχης, ξέσπασε τρομερή καταιγίδα, με βροχή, κεραυνούς και αστραπές που τρομοκράτησε τους Συρακουσίους, πιθανόν πτοώντας το ηθικό τους, ενώ οι έμπειροι Αθηναίοι αντέδρασαν με ψυχραιμία. Σύντομα η γραμμή του εχθρού κατέρρευσε, και οι Συρακούσιοι με τους συμμάχους τους τράπηκαν σε φυγή. Αυτή ήταν η μεγάλη ευκαιρία των Αθηναίων να σημειώσουν μια αποφασιστική νίκη, γιατί, αν τους καταδίωκαν και τους προξενούσαν πολλές απώλειες, μάλλον θα υπερνικούσαν την αντίστασή τους ή, τουλάχιστον, θα μείωναν τις πιθανότητες του εχθρού να αντέξει σε πολιορκία. Για να γίνει αυτό όμως, χρειάζονταν ιππικό, για να τους καταδιώξει ταχύτερα και σε μεγαλύτερη απόσταση από όση μπορούσαν να καλύψουν οι οπλίτες, και οι Αθηναίοι δεν το διέθεταν. Το ιππικό των Συρακουσίων, μη συναντώντας αντίσταση, κατάφερε να αναχαιτίσει την καταδίωξη, δίνοντας στον στρατό την ευκαιρία να ανασυνταχθεί και να φτάσει στην ασφάλεια των τειχών της πόλης. Για τους Αθηναίους ήταν μια νίκη τακτικής χωρίς στρατηγικό αποτέλεσμα: οι Συρακούσιοι είχαν αντέξει, και ήταν έτοιμοι και ικανοί να συνεχίσουν τη μάχη. Έπρεπε να βρεθεί κάποιος τρόπος να τους υποχρεώσουν να παραδοθούν. Αντί να ξεκινήσουν αμέσως πολιορκία, πάντως, οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιο νίκης και απέπλευσαν για την Κατάνη.
Ο Θουκυδίδης αποδίδει την υποχώρηση του Νικία στο προχωρημένο της εποχής, και στην ανάγκη να αποθηκευτούν τρόφιμα, να βρεθούν περισσότερα χρήματα από την Αθήνα και αλλού, και κυρίως να ζητήσουν «ιππικό από την Αθήνα και [να] στρατολογήσουν άλλο ιππικό επί τόπου, μεταξύ των συμμάχων τους, ώστε να μην έχη ο εχθρός απόλυτη υπεροχή στο όπλο αυτό» (6.71.2). Οι σύγχρονοί του κατηγόρησαν τον Νικία ότι δεν έδρασε αποφασιστικά. Ο Αριστοφάνης, στους Όρνιθες, που παρουσιάστηκαν αμέσως μετά τη μάχη, τον διακωμωδεί χρησιμοποιώντας τη λέξη «μελλονικιάν»* και ο Πλούταρχος, μεταφέροντας την άποψη που επικρατούσε στην Αθήνα, λέει ότι «με το να σκέπτεται, να καθυστερεί, και να φυλάγεται έχανε την ευκαιρία δράσης».
Η επιφυλακτικότητα που προκαλούσε στον Νικία η έλλειψη ιππικού δεν ήταν παράλογη, αφού, προκειμένου να σταλούν αθηναϊκά αποσπάσματα για να σκάψουν τάφρους ή να οικοδομήσουν κυκλικά τείχη, χρειάζονταν ιππείς για να τους υπερασπίζονται από τις επιθέσεις του ιππικού των Συρακουσίων. Όμως, η αντιμετώπιση των υλικών αναγκών δεν έχει πάντα τον αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου. Ο Δημοσθένης, μακράν λαμπρότερος στρατηγός, πίστευε ότι, αν ο Νικίας έδειχνε μεγαλύτερη τόλμη τον χειμώνα του 415, οι Συρακούσιοι θα έδιναν μάχη, θα είχαν ηττηθεί, και θα έβρισκαν την πόλη τους αποκλεισμένη με τείχος πριν προλάβουν να ζητήσουν βοήθεια, και, συνεπώς, θα αναγκάζονταν να παραδοθούν (7.42.3). Και πάλι, όμως, είναι αμφίβολο αν οι Αθηναίοι μπορούσαν να κατασκευάσουν τείχος γύρω από την πόλη χωρίς την προστασία ιππικού, και όσο δεν υπήρχε τέτοιο τείχος οι Συρακούσες παρέμεναν ελεύθερες να στέλνουν και να ζητούν βοήθεια και να τη χρησιμοποιούν κατάλληλα. Λαμβάνοντας το αυτό υπόψη, ο Νικίας επέλεξε το σωστό σχέδιο και το εκτέλεσε με μεγάλη ικανότητα, και αυτός είναι ο λόγος που δεν του αξίζει η μομφή της κακής τακτικής.
Έκανε όμως ένα στρατηγικό λάθος, το οποίο αποδείχθηκε η κύρια αιτία της αποτυχίας της εκστρατείας. Η παρουσία ιππικού ήταν ζήτημα ουσίας για την κατάληψη των Συρακουσών. Αν υπήρχε εξαρχής, οι Συρακούσιοι θα είχαν υποχρεωθεί να παραδοθούν · δεν τους έσωζε ούτε η εξωτερική βοήθεια. Το γεγονός ότι οι Αθηναίοι δεν είχαν πάρει μαζί τους ιππικό προξενεί ιδιαίτερη έκπληξη, εφόσον ο ίδιος ο Νικίας είχε τονίσει τη σημασία του πριν από την αναχώρηση της εκστρατείας, όταν, στη συνέλευση, αναφέρθηκε στους Συρακούσιους λέγοντας: «Το κύριο πλεονέκτημά τους απέναντι μας είναι ότι έχουν πολύ ιππικό και σιτάρι που παράγουν οι ίδιοι. Δεν το εισάγουν» (6.20.4). Αλλά όταν απαρίθμησε τις δυνάμεις που θα έπρεπε να εγκρίνουν οι Αθηναίοι για την εκστρατεία, παρέλειψε να αναφερθεί στο ιππικό, και, παρόλο που υπήρχε πολύς χρόνος πριν από τον απόπλου ώστε να διορθώσει το πρόβλημα σε μια επόμενη συνέλευση, ποτέ δεν το έκανε. Ακόμη και μετά το συμβούλιο στο Ρήγιο, όταν ήταν φανερό ότι πιθανόν να χρειαζόταν να πολιορκηθούν οι Συρακούσες, υπήρχε καιρός να ζητήσουν ιππείς από την Αθήνα.
Παράβλεψη η οποία οφείλεται περισσότερο στην άστοχη στρατηγική του επιλογή και λιγότερο στην αδυναμία του να κρίνει. Ο Νικίας, όπως έχουμε δει, δεν θέλησε ποτέ την επίθεση στη Σικελία και, αφού αναγκάστηκε να λάβει μέρος στην επιχείρηση, σκόπευε να ακολουθήσει ήπια τακτική και να αποφύγει την αναγκαστική συμπλοκή. Το πιθανότερο είναι ότι δεν αντιμετώπισε ποτέ την προοπτική μιας τόσο σοβαρής επιχείρησης, όπως η επίθεση στις Συρακούσες, και, όταν πια οι συνθήκες τού το επέβαλλαν, βρέθηκε χωρίς τις απαραίτητες δυνάμεις που θα του επέτρεπαν να την πραγματοποιήσει. Συνεπώς, ήταν απαραίτητο να καθυστερήσει την πολιορκία για κάποιους μήνες μέχρι να φτάσουν χρήματα και ιππικό από την Αθήνα.
Στο μεσοδιάστημα, και οι δύο πλευρές προετοιμάστηκαν για την επικείμενη σύγκρουση. Στο διπλωματικό επίπεδο, οι Συρακούσιοι ζήτησαν βοήθεια από την Κόρινθο και τη Σπάρτη. Συγχρόνως ενίσχυσαν την αντίσταση της πόλης τους για να αντέξει σε πολιορκία επεκτείνοντας τα τείχη της έτσι ώστε να περικλείουν μεγαλύτερη έκταση, πράγμα που θα υποχρέωνε τους Αθηναίους να κατασκευάσουν μεγαλύτερο πολιορκητικό τείχος προκειμένου να αποκλείσουν την πόλη.
Μαθαίνοντας ότι οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να συμμαχήσουν με την Καμάρινα, οι Συρακούσιοι έστειλαν εκεί τον ηγέτη τους, τον Ερμοκράτη, ο οποίος διέκειτο εχθρικά προς τους Αθηναίους, για να πείσει τους Καμαριναίους ότι οι Αθηναίοι δεν είχαν πάει για να βοηθήσουν τους συμμάχους τους αλλά να κατακτήσουν τη Σικελία. Ο Θουκυδίδης μάς λέει πως οι Καμαριναίοι αντιμετώπιζαν με φιλικές διαθέσεις τους Αθηναίους, «αν και υποψιάζονταν ότι σκοπός τους ήταν να υποδουλώσουν τη Σικελία». Η επίσημη απάντησή τους ήταν ότι, «αφού ήσαν και οι δύο σύμμαχοί τους, αλλά πολεμούσαν μεταξύ τους, θεωρούσαν ότι, για να σεβαστούν τους όρκους τους, έπρεπε να μείνουν ουδέτεροι» (6.88.1-2). Αυτή η φαινομενική ουδετερότητά τους βοηθούσε τους Συρακουσίους αλλά όχι και τους Αθηναίους, οι οποίοι έπρεπε οπωσδήποτε να βρουν αμέσως συμμάχους στη Σικελία. Το μεγάλο μέγεθος της αθηναϊκής αρμάδας δεν αποκλείεται να επηρέασε την απόφασή τους, η οποία λειτούργησε και πάλι εναντίον της αρχικής στρατηγικής.
Οι Αθηναίοι τα κατάφεραν καλύτερα με τους Σικελούς που δεν ήταν ελληνικής καταγωγής, ορισμένοι από τους οποίους συντάχθηκαν μαζί τους εκουσίως, φέρνοντάς τους τρόφιμα και χρήματα, ενώ σε άλλους χρειάστηκε να ασκηθούν πιέσεις. Μετακινώντας τη βάση τους στην Κατάνη, για να διατηρούν στενότερη επαφή με τους Σικελούς, οι Αθηναίοι έφτασαν να ζητήσουν βοήθεια μέχρι και την Ετρουρία, στην Ιταλία, και την Καρχηδόνα, στην Αφρική, πρώην εχθρούς των Συρακουσών. Λίγες ετρουσκικές πόλεις έστειλαν στη Σικελία το 413 μικρό αριθμό πλοίων. Όμως, η έκκληση στην Καρχηδόνα έπεσε στο κενό, αν και το αίτημα από μόνο του υπονομεύει τους ισχυρισμούς του Αλκιβιάδη, του Ερμοκράτη, και του Θουκυδίδη ότι η κατάκτηση της Καρχηδόνας περιλαμβανόταν στους στόχους της εκστρατείας.
Οι Συρακούσιοι είχαν καλύτερη τύχη στην προσπάθειά τους να βρουν συνδρομή. Η Κόρινθος, που είχε ιδρύσει τις Συρακούσες, συμφώνησε ευχαρίστως να υποστηρίξει τους αποίκους της, και έστειλε δικούς της πρέσβεις να πείσουν τους Σπαρτιάτες να κάνουν το ίδιο. Η αποστολή τους ήταν δύσκολη, γιατί οι ηγέτες της Σπάρτης δεν επιθυμούσαν να δεσμευτούν σε μεγάλο βαθμό στο σικελικό ζήτημα, και δεν ήθελαν να στείλουν σημαντική βοήθεια, μόνο μια πρεσβεία να προτρέψει τους Συρακουσίους να αντισταθούν στους Αθηναίους. Στη Σπάρτη, πάντως, οι Συρακούσιοι και οι Κορίνθιοι βρήκαν αρωγό τον Αλκιβιάδη.
Οι Κορίνθιοι και οι Συρακούσιοι μίλησαν στη σπαρτιατική συνέλευση, αλλά ο Θουκυδίδης μεταφέρει μόνο την ομιλία του Αλκιβιάδη, ο οποίος ήταν πλέον φυγάς και παράνομος, αφού οι Αθηναίοι τον είχαν επικηρύξει με ένταλμα το οποίο ίσχυε όπου υπήρχε δικαιοδοσία των Αθηνών. Ο πρώτος στόχος του ήταν να γίνει δημοφιλής στη Σπάρτη και να αποκτήσει επιρροή και εξουσία πείθοντας τους Σπαρτιάτες να νικήσουν τους Αθηναίους στη Σικελία και κατόπιν να συνεχίσουν τον πόλεμο στην Ελλάδα. Ικανός και έμπειρος ομιλητής, ελαφρά τη καρδία, έδωσε εξηγήσεις για το παρελθόν του, και, αφού το απο- κήρυξε, παρουσίασε τη φυγή του από την Αθήνα σαν μια προσπάθεια να απελευθερωθεί από τη δημοκρατία, την οποία περιέγραψε ως «αναγνωρισμένη μωρία» (6.89.6). Ισχυρίστηκε ότι θα αποκάλυπτε τα πραγματικά κίνητρα της αθηναϊκής εκστρατείας στη Δύση: δεν επρόκειτο καθόλου να περιοριστεί σε μια επίθεση εναντίον των Συρακουσών για λογαριασμό των συμμάχων, αλλά αποτελούσε προσπάθεια για την κατάκτηση ολόκληρου του νησιού, και κάτι περισσότερο. Εκτός από τη Σικελία, οι Αθηναίοι σκόπευαν να αποκτήσουν τον έλεγχο της νότιας Ιταλίας, της Καρχηδόνας και της ηγεμονίας της, ακόμη και της μακρινής Ιβηρικής. Και όταν όλοι αυτοί οι στόχοι θα επιτυγχάνονταν, οι Αθηναίοι θα χρησιμοποιούσαν τους τεράστιους πόρους των υποταγμένων πόλεων για να επιτεθούν στην ίδια την Πελοπόννησο, πολιορκώντας όποια πόλη αντιστεκόταν, και μετά θα κυριαρχούσαν σε ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο (6.90.3). Η απομάκρυνση του ίδιου από την αρχηγία δεν θα άλλαζε το σχέδιο, γιατί οι υπόλοιποι στρατηγοί θα το ολοκλήρωναν και χωρίς την παρουσία του.
Έπρεπε, όμως, οι Σπαρτιάτες να αντιδράσουν γρήγορα πριν παραδοθούν οι Συρακούσιοι. Έπρεπε να στείλουν στη Σικελία στρατό αμέσως υπό τις διαταγές ενός Σπαρτιάτη στρατηγού. Επίσης έπρεπε να συνεχίσουν τον πόλεμο στις ηπειρωτικές περιοχές για να ενθαρρύνουν τους Συρακουσίους και να προκαλέσουν αντιπερισπασμό στους Αθηναίους. Γι’ αυτό έπρεπε να χτίσουν μόνιμο φρούριο στη Δεκέλεια της Αττικής – κάτι που φόβιζε τους Αθηναίους περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Από εκεί οι Σπαρτιάτες θα μπορούσαν να τους αποκόψουν εντελώς από τα σπίτια και τις καλλιέργειές τους και από τα αργυρωρυχεία του Σουνίου και να μειώσουν ακόμη περισσότερο τα έσοδά τους, ενθαρρύνοντας στάσεις και εξεγέρσεις στην ηγεμονία τους.
Οι Σπαρτιάτες είχαν κάθε λόγο να αντιμετωπίζουν με καχυποψία τον Αλκιβιάδη, τουλάχιστον όμως ένας συγκεκριμένες ισχυρισμός του πρέπει να τους έκανε να αμφιβάλλουν για την ειλικρίνειά του, αφού ήταν ολοφάνερα ανακριβής: «Οι στρατηγοί που παρέμειναν θα ολοκλήρωναν αυτά τα σχέδια, αν μπορούσαν, χωρίς καμία αλλαγή». Όπως έχουμε δει, οι Αθηναίοι δεν συζήτησαν ποτέ τέτοιου είδους σχέδια στην Εκκλησία, και ποτέ δεν έδωσαν εντολές για την ολοκλήρωσή τους. Σε κάθε περίπτωση, ο Νικίας ήταν εντελώς απρόθυμος να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα. Ως προς αυτό το τελευταίο σημείο απλώς ο Αλκιβιάδης είπε ψέματα, και υπάρχει επίσης σοβαρός λόγος να πιστεύουμε ότι. ο ίδιος επινόησε αυτό το μεγαλόπνοο πρόγραμμα που υποτίθεται πως αποκάλυψε στους Σπαρτιάτες για δικούς του σκοπούς: να διογκώσει τη σημασία της Σικελικής εκστρατείας προ- κειμένου να φοβηθεί η Σπάρτη και να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον της Αθήνας. Επίσης, επεδίωκε να εντυπωσιάσει τους Σπαρτιάτες με το ανάστημά του και να μεγιστοποιήσει την αξία του.
Ο Θουκυδίδης, πάντως, πίστευε ότι η γενική ιδέα υπήρξε πραγματικά, ότι, τουλάχιστον ο Αλκιβιάδης, την είχε εξαρχής στον νου του, και πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί. Ο ιστορικός ήταν εκ φύσεως σκεπτικιστής, ευφυής, και προσεκτικός, αλλά το 415 βρισκόταν εξόριστος και ήδη απουσίαζε από την Αθήνα σχεδόν δέκα χρόνια. Έχουμε βάσιμο λόγο να πιστεύουμε ότι συναντήθηκε με τον Αλκιβιάδη, ίσως στην Πελοπόννησο, όταν και οι δύο ήταν εξόριστοι, ή και στη Θράκη, όπου ο Θουκυδίδης είχε περιουσία, και ο Αλκιβιάδης, προς το τέλος του πολέμου, ^ έχτισε ένα φρούριο. Σε αυτή την περίπτωση, ο Θουκυδίδης σίγουρα θα προσπάθησε να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε από κάποιον ο οποίος είχε πολλές γνωριμίες και συμμετείχε στις πολιτικές και στρατιωτικές δραστηριότητες της Αθήνας, της Σπάρτης, του Άργους, και άλλων πόλεων. Όλες οι πηγές συμφωνούν ότι ο Αλκιβιάδης υπήρξε εξαιρετικά πειστικός, και ο εξόριστος Θουκυδίδης δεν μπορούσε εύκολα να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς του περί προσωπικής του επιρροής ή περί των κινήτρων και των προθέσεων του αθηναϊκού λαού. Με δεδομένα το κολοσσιαίο μέγεθος της τελευταίας εκστρατείας, την καταστροφική κατάληξή της, και τη δική του κριτική στάση απέναντι στην υπερφιλόδοξη Αθήνα τής μετά τον Περικλή εποχής, εύκολα μπορούσε να πιστέψει ο Θουκυδίδης ότι το δημοκρατικό καθεστώς έθετε παράλογους και υπερβολικούς στόχους.
Ο Θουκυδίδης ίσως επέλεξε να μην μεταφέρει τις αγορεύσεις των Κορινθίων ή των Συρακουσίων στη Σπάρτη αλλά μόνο την ομιλία του Αλκιβιάδη, επειδή δεν έκαναν καμία αναφορά στα μεγαλόπνοα σχέδια τα οποία ανέφερε ο Αθηναίος. Εφόσον απουσιάζουν οι δικές τους αγορεύσεις, η άποψη του Αλκιβιάδη ότι οι Αθηναίοι σκόπευαν να κατακτήσουν ολόκληρη την Ελλάδα και όλη τη Μεσόγειο παραμένει μοναδική και αναμφισβήτητη.
Εμείς, ωστόσο, δεν χρειάζεται να πιστέψουμε ότι οι Σπαρτιάτες παρακινήθηκαν από τον Αλκιβιάδη να δράσουν αμέσως. Κινήθηκαν να οχυρώσουν τη Δεκέλεια, περισσότερο από ένα χρόνο μετά την ομιλία του Αλκιβιάδη, μόλις το 414, αφού οι Αθηναίοι ανέλαβαν την ευθύνη της επίσημης παραβίασης της ειρήνης και επιτέθηκαν στη Λακωνία. Οι Σπαρτιάτες, πράγματι, έστειλαν ένα στρατηγό στη Σικελία, αλλά η δύναμη την οποία διοικούσε ήταν αμελητέα– την αποτελούσαν δύο κορινθιακά και δύο λακωνικά πλοία. Κανείς Σπαρτιάτης μαχητής δεν πήγε στη Σικελία, και ο στρατηγός, ο Γύλιππος, δεν ήταν γνήσιος Σπαρτιάτης. (Ήταν γιος του Κλεανδρίδα, ενός εξόριστου καταδικασμένου σε θάνατο για δωροληψία, και, όπως λεγόταν, η μητέρα του ανήκε στην τάξη των ειλώτων ήταν, λοιπόν, μόθων, δηλαδή κατώτερης τάξης.)
Με άλλα λόγια, τη βοήθεια που έστειλαν οι Σπαρτιάτες στη Σικελία την αποτελούσαν μόνο αναλώσιμα στοιχεία οι Αθηναίοι είχαν λάβει στοιχειώδη, πλην όμως εύλογα, μέτρα, θα είχαν εμποδίσει την ελάχιστη αυτή στρατιωτική δύναμη να φτάσει στη Σικελία, και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύει κανείς πως αυτή θα κατόρθωνε κάτι το αξιοσημείωτο ακόμη κι αν έφτανε.
Μπορεί ο Θουκυδίδης να υπερεκτίμησε κατά πολύ την επιρροή του Αλκιβιάδη στην πολιτική της Σπάρτης, όμως η απόφασή τους να στείλουν τον Γύλιππο έφερε αποτελέσματα πέραν πάσης προσδοκίας.
Την άνοιξη του 414 είχε φτάσει η ώρα για τους Αθηναίους να επιτεθούν στις Συρακούσες. Στη διάρκεια του χειμώνα, οι στρατηγοί είχαν στείλει αγγελιαφόρο στην Αθήνα να ζητήσει ιππικό και χρήματα, και οι Αθηναίοι ψήφισαν ταχύτατα εγκρίνοντας τα όσα είχαν ζητηθεί. Στη μάχη που δόθηκε στον ποταμό Άναπο αποδείχθηκε η υπεροχή της αθηναϊκής φάλαγγας έναντι των άπειρων και ανοργάνωτων Συρακούσιων οπλιτών. Η άφιξη του ιππικού θα έδινε στους Αθηναίους τη δυνατότητα να αποκλείσουν την πόλη από ξηράς, και ο στόλος τους θα το έκανε από τη θάλασσα. Οι Συρακούσιοι δεν είχαν πολλές πιθανότητες να δεχτούν βοήθεια από την Πελοπόννησο, και αν αυτή αποστελλόταν ο αρχηγός του αθηναϊκού στόλου μπορούσε να εμποδίσει την άφιξή της. Στη συνέχεια, η παράδοση των Συρακουσών θα ήταν απλώς θέμα χρόνου, ή έτσι τουλάχιστον, εσφαλμένα, πίστευαν ο Νικίας και ο Λάμαχος ενώ περίμεναν το ιππικό τους και τη χρηματική βοήθεια.
Η είδηση για την αποστολή ιππικού ώθησε τους Συρακουσίους να τοποθετήσουν φρουρά στις προσβάσεις των Επιπολών, του υψιπέδου που δεσπόζει πάνω από την πόλη τους, γιατί «σκέφθηκαν πως, αν οι Αθηναίοι δεν εξασφαλίσουν τις Επιτολές […] δεν θα τους ήταν εύκολο, αν νικούσαν σε μάχη ν’ αποκλείσουν την πολιτεία με τείχος» (6.96.1), αλλά άργησαν να το κάνουν. Ο Νικίας, με τον αθηναϊκό στρατό, έπλευσε προς τον Λέοντα, κοντά στις βόρειες απόκρημνες πλαγιές των Επιπολών, και οι Αθηναίοι έφτασαν στο υψίπεδο, από όπου μπορούσαν εύκολα να αποκρούσουν τις απόπειρες των Συρακουσίων να τους εκτοπίσουν.
Σύντομα έφτασε το ιππικό, μαζί με επιπλέον ιππείς που είχαν στείλει οι Σικελοί σύμμαχοι. Με τους οπλίτες τους και τους συνολικά εξακόσιους πενήντα ιππείς, οι Αθηναίοι πλέον μπορούσαν να προστατέψουν τους άνδρες τους που έχτιζαν το πολιορκητικό τείχος. Σε μια τοποθεσία που ονομαζόταν Συκή, βορειοδυτικά της πόλης και κοντά στην παρυφή του υψιπέδου, κατασκεύασαν ένα οχυρό το οποίο ο Θουκυδίδης αποκαλεί «Κυκλικό». Αυτό το προόριζαν να γίνει το επιχειρησιακό κέντρο της πολιορκίας.
Την επομένη, οι Αθηναίοι άρχισαν να επεκτείνουν το τείχος τους προς τα βόρεια του «Κυκλικού». Αν οι Συρακούσιοι δεν έκαναν καμία ενέργεια για να το σταματήσουν, σύντομα θα βρίσκονταν αποκλεισμένοι από ξηράς, γι’ αυτό οι στρατηγοί τους αποφάσισαν να κατασκευάσουν αντιτείχισμα εγκάρσια στη γραμμή του πολιορκητικού τείχους που ετοιμαζόταν. Συλλαμβάνοντας απροετοίμαστους τους Συρακουσίους, ωστόσο, οι Αθηναίοι κατεδάφισαν το αντιτείχισμα και έστησαν ένα ακόμη τρόπαιο νίκης.
Τότε περίπου αρρώστησε ο Νικίας από μια ασθένεια των νεφρών που θα τον ταλαιπωρούσε μέχρι τον θάνατό του. Ίσως να ασθενούσε ήδη όταν σχεδιαζόταν αυτή η επιδρομή, γιατί, πίσω από την τόλμη και την ορμή της, διαγράφεται η παρουσία του Λάμαχου. Την επόμενη μέρα οι Αθηναίοι ξεκίνησαν να χτίζουν το νότιο τμήμα του πολιορκητικού τείχους, από το «Κυκλικό» στις Επιπολές προς τον Μεγάλο Λιμένα νότια της πόλης. Όταν ολοκληρωνόταν, ένα σημαντικό μέρος των Συρακουσών θα είχε περικυκλωθεί, και οι Αθηναίοι θα μπορούσαν να μετακινήσουν τον στόλο τους από τη Θάψο, από όπου έπρεπε να μεταφέρουν προμήθειες διά ξηράς στις Επιπολές, σε ένα ασφαλές αγκυροβόλιο στον Μεγάλο Λιμένα. Χωρίς το τείχος, η προστασία του αθηναϊκού στόλου στην παραλία του Μεγάλου Λιμένα θα απαιτούσε διάσπαση των αθηναϊκών χερσαίων δυνάμεων, κάτι που ενείχε κινδύνους.
Η νέα κατασκευή ανησύχησε και πάλι τους Συρακουσίους, οι οποίοι άρχισαν να χτίζουν κι άλλο αντιτείχισμα διά μέσου του έλους της Λυσιμελείας δυτικά της πόλης. Οι Αθηναίοι, στο μεταξύ, ολοκλήρωσαν το δικό τους τείχος στις παρυφές της πλαγιάς και προετοίμαζαν νέα επίθεση, αυτή τη φορά από στεριά και θάλασσα συγχρόνως. Οδηγώντας τον στόλο τους μέσα στον Μεγάλο Λιμένα, και κατεβαίνοντας από τις Επιπολές, τοποθέτησαν σανίδες και πόρτες στα σταθερότερα σημεία του έλους, και αιφνιδίασαν και πάλι τους Συρακουσίους. Η έφοδος χώρισε τον στρατό των Συρακουσίων στα δύο, με τη δεξιά πτέρυγα να τρέπεται σε φυγή προς την πόλη, και την αριστερή να τρέχει προς τον Άναπο. Ο στρατός κατευθύνθηκε προς τη γέφυρα, και μια δύναμη κρούσεως από τριακόσιους Αθηναίους έσπευσε να τους αποκόψει, αλλά το ιππικό των Συρακουσίων βρισκόταν στο ποτάμι και, μαζί με τους οπλίτες, κατατρόπωσαν τους τριακόσιους και στράφηκαν εναντίον της δεξιάς πτέρυγας του κυρίου σώματος του αθηναϊκού στρατού. Ο τολμηρός και γενναίος Λάμαχος, αν και βρισκόταν στην αριστερή πτέρυγα, έσπευσε να βοηθήσει και έπεσε πολεμώντας. Οι Συρακούσιοι πήραν το σώμα του μαζί τους καθώς υποχωρούσαν μέσω του ποταμού προς το οχυρό τους στο Ολυμπίειον. Το τίμημα της αθηναϊκής νίκης ήταν μεγάλο, γιατί άφησε τον ασθενή Νικία μόνο του στην αρχηγία. Θα αναπολούσαν με πικρία την ικανότητα και την τόλμη του Λάμαχου.
Στη συνέχεια οι Συρακούσιοι έκαναν επίθεση στο «Κυκλικό» επάνω στα υψώματα, καταλαμβάνοντας και κατεδαφίζοντας το ανολοκλήρωτο και ανυπεράσπιστο τείχος προς τα νότια του φρουρίου, όπου κειτόταν ο άρρωστος Νικίας. Παρόλο που ήταν ασθενής, βρισκόταν σε επιφυλακή, και διέταξε να βάλουν φωτιά, η οποία απώθησε τον εχθρό, ενώ έδωσε συγχρόνως σήμα στον στρατό κάτω στην πεδιάδα ότι κινδύνευε το φρούριο. Ο συγχρονισμός ευτύχησε, αφού οι Αθηναίοι που βρίσκονταν κοντά στις Συρακούσες είχαν ήδη απωθήσει τον εχθρό, ενώ ο αθηναϊκός στόλος κατέπλεε στο λιμάνι. Μπορούσαν πλέον να σπεύσουν έγκαιρα, και με ασφάλεια, στις Επιπολές προ- κειμένου να σώσουν το φρούριο και τον μοναδικό στρατηγό που τους απέμενε, καθώς οι Συρακούσιοι υποχωρούσαν προς την πόλη τους.
Τίποτε δεν εμπόδιζε τώρα πλέον τους Αθηναίους να συνεχίσουν την οικοδόμηση του νότιου τείχους προς τη θάλασσα. Αν οικοδομούσαν κι ένα τείχος προς τα βόρεια μέσω του υψιπέδου των Επιπολών, ο στόλος τους θα ήλεγχε τη θάλασσα και θα ολοκλήρωνε τον αποκλεισμό των Συρακουσών, κι έτσι, επιτηρώντας τον προσεκτικά, θα υποχρέωναν τον εχθρό είτε να παραδοθεί ή να λιμοκτονήσει. Οι Συρακούσιοι, οι οποίοι «δεν πίστευαν πια ότι θα μπορούσαν να νικήσουν στον πόλεμο, αφού δεν τους είχε έρθει καμιά βοήθεια από την Πελοπόννησο» (6.103.3), άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους και με τον Νικία όρους ειρήνης, και γινόταν λόγος για προδοσία προκειμένου να παραδοθεί η πόλη Όπως πάντα, ο Νικίας είχε εξαιρετική πληροφόρηση, και οι Αθηναίοι είχαν λόγο να πιστεύουν ότι η πόλη ίσως να συνθηκολογούσε σύντομα αμαχητί.
Σε αυτό το σημείο ο Νικίας, εξαιτίας της υπεραισιοδοξίας του, άρχισε τις απροσεξίες, με αποτέλεσμα να μην διακρίνει το μακρινό σύννεφο στον, κατά τα άλλα, αίθριο αθηναϊκό ουρανό: τα τέσσερα πλοία από την Πελοπόννησο βρίσκονταν καθ’ οδόν, και το ένα μετέφερε τον Σπαρτιάτη Γύλιππο. Το σωστό θα ήταν να βιαστεί να ολοκληρώσει τον αποκλεισμό των Συρακουσών, να στείλει μια ναυτική μοίρα στα στενά ή στην Ιταλία με σκοπό να ανακόψει την άφιξη των Πελοποννησίων, να αποκλείσει και τα δύο λιμάνια των Συρακουσών ώστε να εμποδίσει την πρόσβαση έστω κι αν ένα μόνο πλοίο κατάφερνε να αποφύγει την αναχαίτιση, και να φρουρήσει τις διόδους προς τις Επιπολές, ιδιαίτερα την είσοδο του δυτικού άκρου στον Ευρύηλο, σε περίπτωση που κάποιοι από τους Πελοποννησίους κατόρθωναν να φτάσουν στις Συρακούσες διά ξηράς. Ο Νικίας δεν έλαβε καμία από αυτές τις προφυλάξεις, και τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά.
Όλο αυτό τον καιρό, η Νικίειος Ειρήνη παρέμενε τυπικά σε ισχύ, αλλά οι διάφορες μικρές αψιμαχίες συνεχίζονταν. Η Σπάρτη και το Άργος εξακολουθούσαν να κάνουν επιδρομές και να εισβάλλουν η μία στο έδαφος της άλλης. Η Αθήνα, επίσης, εξακολουθούσε μόνη της τις επιδρομές στη Μεσσηνία από την Πύλο, καθώς και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, αλλά απέρριπτε τα αιτήματα των Αργείων να επιτεθεί στη Λακωνία. Ωστόσο, αυτές οι πράξεις, κατά έναν παράδοξο τρόπο τον οποίο είχαν υιοθετήσει σιωπηρά και οι δύο πλευρές, δεν συνιστούσαν παραβιάσεις της ειρήνης. Όμως μια άμεση έφοδος της Αθήνας στη Λακωνία σίγουρα θα εκλαμβανόταν ως παραβίαση. Το 414, πάντως, οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν πλέον να αρνούνται στους συμμάχους τους σοβαρότερη βοήθεια, αφού οι Αργείοι στρατιώτες υπηρετούσαν την Αθήνα στη Σικελία· έτσι, οι Αθηναίοι έστειλαν τριάντα πλοία να πραγματοποιήσουν θαλάσσιες επιδρομές σε διάφορα μέρη της λακωνικής ακτής. Από αυτή την άποψη, η Σικελική εκστρατεία είχε μεγάλη σημασία για τον πόλεμο συνολικά, γιατί αυτές οι πράξεις «ήταν η πιο κατάφωρη παραβίαση της συνθήκης ειρήνης με τη Σπάρτη» (6.105.1).
Στο μεταξύ, ο Γύλιππος και ο Κορίνθιος ναύαρχος Πυθήν, που ο καθένας τους διοικούσε δύο πλοία, κατευθύνονταν προς τη Σικελία πιστεύοντας πως οι Αθηναίοι είχαν ολοκληρώσει την περικύκλωση των Συρακουσών, αλλά στους Λοκρούς της νότιας Ιταλίας έμαθαν την αλήθεια και αποφάσισαν να σώσουν την πόλη, πλέοντας προς την Ιμέρα προκειμένου να αποφύγουν τον αθηναϊκό στόλο. Λίγο νωρίτερα, ο Νικίας είχε ενημερωθεί για την άφιξή τους στην Ιταλία, αλλά δεν ανέλαβε καμία πρωτοβουλία εναντίον μιας τόσο αξιοκαταφρόνητης δύναμης. Όταν ενημερώθηκε ότι είχαν φύγει από τους Λοκρούς, αποφάσισε να στείλει τέσσερα πλοία να τους αναχαιτίσουν, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Οι άνδρες της Ιμέρας είχαν ενταχθεί στη σπαρτιατική εκστρατεία και προμήθευαν όπλα στα πελοποννησιακά πληρώματα, ενώ έφτασε και μεγαλύτερη βοήθεια από τον Σελινούντα και τη Γέλα και από τους Σικελούς, οι οποίοι άλλαξαν πλευρά λόγω του θανάτου του φιλοαθηναίου βασιλιά τους και του πειστικού ζήλου του Γυλίππου. Όταν ξεκίνησε για τις Συρακούσες, διοικούσε μια δύναμη περίπου τριών χιλιάδων πεζών και διακοσίων ιππέων.
Καθ’ οδόν βρίσκονταν επίσης και άλλες ενισχύσεις που τις αποτελούσαν έντεκα τριήρεις επανδρωμένες με Κορίνθιους και συμμάχους τους. Μία από αυτές, υπό τον Κορίνθιο στρατηγό Γογγύλο, κατόρθωσε να διασπάσει τον αποκλεισμό και έφτασε στην πόλη πριν από τον Γύλιππο, που ερχόταν από τη στεριά. Οι Συρακούσιοι ήταν έτοιμοι να συνθηκολογήσουν, αλλά τους έπεισε να μην συγκαλέσουν την αποφασιστική συνέλευση, αναφέροντας ότι περισσότερα πλοία βρίσκονταν καθ’ οδόν και ότι ο Σπαρτιάτης Γύλιππος θα αναλάμβανε την αρχηγία. Αυτή η είδηση άλλαξε τα πάντα, και οι Συρακούσιοι έστειλαν ολόκληρο τον στρατό τους να υποδεχτεί τον Σπαρτιάτη στρατηγό.
Ο Γύλιππος έφτασε στις Επιπολές από τα δυτικά, μέσω του στενού του Ευρύηλου, ακριβώς όπως είχαν κάνει και οι Αθηναίοι· συνεπώς, δυσκολεύεται κανείς να κατανοήσει γιατί το είχαν αφήσει αφύλακτο. Αυτή ήταν μια κρίσιμη στιγμή, γιατί οι Αθηναίοι είχαν ολοκληρώσει το διπλό τείχος τους μέχρι τον Μεγάλο Λιμένα, εκτός από ένα μικρό τμήμα κοντά στη θάλασσα. «[Στο τείχος] προς τον Τρωγίλο, και προς την άλλη θάλασσα, είχαν κιόλας τοποθετηθή οι πέτρες στο μεγαλύτερο μήκος του. Εδώ κ’ εκεί είχαν μισοχτιστή μερικά τμήματα, ενώ άλλα τα είχαν τελειώσει […] Από τόσο μόνο γλύτωσαν τον κίνδυνο οι Συρακούσες» (7.2.4-5).
Φτάνοντας στο πολιορκητικό τείχος των Αθηναίων, ο Γύλιππος τούς πρότεινε, αναιδώς, εκεχειρία αν εγκατέλειπαν τη Σικελία μέσα σε πέντε ημέρες. Με τις δύο στρατιές παραταγμένες για μάχη, ο Σπαρτιάτης κατάλαβε ότι οι άνδρες του βρίσκονταν σε σύγχυση και σε αταξία, και οι Αθηναίοι θα μπορούσαν να επιτεθούν αιφνιδιαστικά. Μια ήττα θα δυσφήμιζε τον νέο Σπαρτιάτη στρατηγό και θα αποθάρρυνε κάθε περαιτέρω αντίσταση, αλλά ο Νικίας δεν ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Ο Νικίας δεν αξιοποίησε την υποχώρηση του Γύλιππου προς την ύπαιθρο, και παρέμεινε στη θέση του.
Την επομένη ο Γύλιππος πέρασε στην επίθεση, κάνοντας έναν παραπλανητικό ελιγμό εναντίον του αθηναϊκού τείχους, ενώ έστειλε μια άλλη δύναμη στο αθηναϊκό φρούριο Λάβδαλον και στις Επιπολές, όπου το τείχος δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Κυρίευσε το φρούριο και ό, τι υπήρχε σε αυτό, και σκότωσε όσους Αθηναίους βρίσκονταν μέσα. Η αμέλεια του Νικία να προασπίσει το φρούριό του, τις προμήθειες που περιείχε και τον θησαυρό απο- τελούσε μία ακόμη φοβερή αβλεψία, και ο Γύλιππος, στη συνέχεια, εκμεταλλεύτηκε κι άλλο ένα λάθος. Ο Νικίας έπρεπε να είχε ολοκληρώσει τα τείχη που θα απέκλειαν τις Συρακούσες το γρηγορότερο δυνατό, γιατί μόνο ο ναυτικός αποκλεισμός δεν ήταν αρκετός, όμως επέλεξε να χτίσει διπλό τείχος νότια προς τη θάλασσα πριν από την ολοκλήρωση του βορείου τμήματος στις Επιπολές από το κυκλικό φρούριο ως τον Τρωγίλο. Ο χρόνος και το εργατικό δυναμικό που δαπανήθηκαν για την κατασκευή δεύτερου τείχους προς τα νότια, αν και θα προσέφερε μεγαλύτερη ασφάλεια, ήταν μια πολυτέλεια την οποία οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν για πολύ καιρό, καθώς το βόρειο τμήμα δεν είχε ολοκληρωθεί. Ο Γύλιππος άρχισε να υψώνει αντιτείχισμα.
Τώρα πλέον ο Νικίας είχε εγκαταλείψει τα σχέδια για την κατάληψη των Συρακουσών. Ασθενής, και υποφέροντας από πόνους, αντιμέτωπος για πρώτη φορά με τολμηρούς και επιθετικούς εχθρούς, ανησυχούσε κυρίως για την ασφάλεια των στρατιωτικών δυνάμεών του και την απόδρασή τους από τη Σικελία. Αντί να σπεύσει να σταματήσει το αντιτείχισμα του Γύλιππου και να ολοκληρώσει το αθηναϊκό τείχος στον Τρωγίλο, ο Νικίας αποφάσισε να κατασκευάσει τρία φρούρια στο Πλημμύριον, νότια της εισόδου του Μεγάλου Λιμένος, με σκοπό να εγκαταστήσει εκεί νέα ναυτική βάση και χώρο αποθήκευσης προ- κειμένου να αντικαταστήσει το Λάβδαλον. Αλλά η τοποθεσία παρουσίαζε μειονεκτήματα: το λιγοστό νερό και τα καυσόξυλα τα οποία διέθετε βρίσκονταν μακριά από τα φρούρια– έτσι, οι αθηναϊκές περίπολοι που στέλνονταν για να φέρουν αυτά τα απαραίτητα αγαθά αποτελούσαν εύκολη λεία για το ιππικό των Συρακουσίων, το οποίο είχε οργανώσει βάση κοντά στο Ολυμπίειον απ’ όπου μπορούσε να τους επιτεθεί αμέσως. Γι’ αυτούς τους λόγους, ιδιαίτερα, «άρχισε η μεγάλη ταλαιπωρία για τα πληρώματα» (7.4.6).
Η μετακίνηση στο Πλημμύριον διέσπασε επίσης επικίνδυνα τις δυνάμεις του Νικία. Το κύριο σώμα του στρατού που βρισκόταν στα υψώματα των Επιπολών ήταν πλέον μακριά από τις προμήθειες, και ο εχθρός θα το υποχρέωνε να κατεβαίνει για να υπερασπίζει τα φρούρια κάθε φορά που θα έκανε επίθεση εναντίον τους. Ο Νικίας δεν κατόρθωσε να υπερασπιστεί πειστικά τη νέα τακτική του, η οποία προϋπέθετε θεμελιώδεις αλλαγές στους στόχους και τη στρατηγική.
Συγχρόνως, ο Γύλιππος εξακολουθούσε να χτίζει το αντιτείχισμά του, που διέσχιζε τις Επιπολές, χρησιμοποιώντας τις πέτρες που είχαν συγκεντρώσει οι Αθηναίοι για το δικό τους τείχος. Τους προκαλούσε συχνά να πολεμήσουν, αφού ο ίδιος γνώριζε ότι η τελική έκβαση θα κρινόταν στη μάχη, όχι σε διαγωνισμό τειχοποιίας, και είχε αντιληφθεί ότι ο Νικίας δεν ήθελε να πολεμήσει. Η ατολμία του στρατηγού τους έπληττε το ηθικό των Αθηναίων μαχητών, ενώ αύξανε την αυτοπεποίθηση του εχθρού. Ο Γύλιππος, πάντως, επέλεξε για τη μάχη μια τοποθεσία η οποία δεν του έδινε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την υπεροχή του ιππικού του έτσι, στην πρώτη σύρραξη ηττήθηκε. Μια νέα ευκαιρία δόθηκε όταν το αντιτείχισμα του Γύλιππου έφτασε μέχρι τη γραμμή του αθηναϊκού τείχους προς τον Τρωγίλο, υποχρεώνοντας τον Νικία να δώσει μάχη για να μην χάσει κάθε ελπίδα να περικυκλώσει την πόλη. Αυτή η μάχη δόθηκε σε ανοιχτό χώρο, όπου το ιππικό έπαιξε καθοριστικό ρόλο, αφού επιτέθηκε σφοδρά στην εκτεθειμένη αριστερή πτέρυγα των Αθηναίων και τους κατατρόπωσε. Ο Γύλιππος είχε κερδίσει μια μεγάλη στρατηγική νίκη: τώρα πλέον οι Συρακούσιοι μπορούσαν να κατασκευάσουν το αντιτείχισμά τους απέναντι στη γραμμή του αθηναϊκού πολιορκητικού τείχους.
Έχοντας στραμμένη όλη την προσοχή τους στα υψώματα των Επιπολών, οι Αθηναίοι δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τον κορινθιακό στόλο να καταπλεύσει στο λιμάνι των Συρακουσών ανέπαφος. Τα πληρώματα αυτών των πλοίων πρόσθεσαν στη δύναμη του Γύλιππου περισσότερους από δύο χιλιάδες άνδρες που θα βοηθούσαν στην ολοκλήρωση του αντιτειχίσματος και, πιθανόν, στην επέκτασή του σε όλο το μήκος των Επιπολών, αποκόβοντας τους Αθηναίους από την πεδιάδα και τη θάλασσα προς τα βόρεια. Δεν απέμενε πλέον καμία ελπίδα να αποκλείσουν την πόλη με τις υπάρχουσες δυνάμεις και να την υποχρεώσουν να παραδοθεί λιμοκτονώντας.
Προς τα τέλη του καλοκαιριού ο Νικίας εκτίμησε ότι η αθηναϊκή εκστρατεία αντιμετώπιζε τόσο μεγάλο κίνδυνο, ώστε έπρεπε είτε να αποσυρθεί ή να ζητήσει επιπλέον ενισχύσεις. Σίγουρα προτιμούσε να αποσυρθεί, εφόσον ποτέ δεν είχε υποστηρίξει το εγχείρημα ούτε πίστευε στις προοπτικές του, και τα πρόσφατα γεγονότα ήταν άκρως απογοητευτικά. Είχε την εξουσία να διατάξει υποχώρηση, και, αφού το αθηναϊκό ναυτικό κυριαρχούσε ακόμη στη θάλασσα, είχε και τη δυνατότητα να το κάνει με ασφάλεια.
Όμως, δεν έδωσε την εντολή, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ατιμωτικό, και οι συνέπειες, ίσως, πιο δυσάρεστες. Πριν από τη Σικελική εκστρατεία ο Νικίας είχε στο ενεργητικό του πολλές νίκες και καμία ήττα, αλλά μια υποχώρηση στη Σικελία χωρίς να έχουν επιτευχθεί σημαντικοί στόχοι ήταν καταδικασμένη να θεωρηθεί αποτυχία. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου οι Αθηναίοι είχαν φερθεί αμείλικτα στους στρατηγούς οι οποίοι διέψευδαν τις προσδοκίες τους, ταπεινώνοντας και τιμωρώντας ακόμη και αυτό τον σπουδαίο Περικλή όταν οργίζονταν από τα αποτελέσματα της πολιτικής και της στρατηγικής του. Σίγουρα ο Νικίας θα αντιμετώπιζε αυστηρή κριτική κατά την επιστροφή του, γιατί ήταν απίθανο να πιστέψουν οι Αθηναίοι ότι είχε επιστρέφει επειδή κινδύνευε σοβαρά η μεγαλειώδης εκστρατεία τους. Πολλοί δυσαρεστημένοι παλαίμαχοι της πολεμικής επιχείρησης αναμφίβολα θα διαμαρτύρονταν ότι ο Νικίας διέταξε την υποχώρηση ενώ ο στρατός τους παρέμενε άθικτος, και ο στόλος τοι αήττητος, κυριαρχούσε στη θάλασσα. Ορισμένοι ασφαλώς θα εξιστορούσαν τα λάθη του Νικία, τις καθυστερήσεις, και τις παραλείψεις, που θα αποτελούσαν το κυρία χο θέμα συζήτησης. Διατάσσοντας υποχώρηση χωρίς τ προηγούμενη έγκριση της αθηναϊκής Εκκλησίας του Δήμου, ο Νικίας θα διακινδύνευε, εκτός από την περιουσία του, και τη ζωή του ακόμη, καθώς και την υπόληψή την οποία ήθελε να προστατεύσει, αφού είχε αφιερώσει όλη του τη ζωή για να τη δημιουργήσει.
Συνεπώς, προχώρησε σε άλλη μία πονηρή απόπειρα εξαπάτησης. Μαζί με την επίσημη αναφορά του, η οποία έφτασε στην Αθήνα το φθινόπωρο του 414, έστειλε κ μία επιστολή προς τη συνέλευση. Σε αυτή μιλούσε γ τη μεταστροφή της τύχης των Αθηναίων χωρίς να αν φέρεται στα αίτια, και τόνιζε την τρέχουσα κατάσταση οι Αθηναίοι είχαν σταματήσει την πολιορκία των Συρακουσών και βρίσκονταν σε θέση άμυνας· ο Γύλιππος εί; στρατολογήσει ενισχύσεις και σχεδίαζε επίθεση εναντία των Αθηναίων από στεριά και θάλασσα– η κατάσταση των Αθηναίων ήταν μη αναστρέψιμη. Δεν κατέκρινε σε κανένα σημείο τον τρόπο με τον οποίο διοικούσε ο ίδιο εξηγώντας ότι το επίπεδο των πλοίων και των πληρωμάτων είχε πέσει εξαιτίας του μακρού χρόνου της εκστρατείας και των απαιτήσεων του αποκλεισμού, που τους υποχρέωναν να παραμένουν στη θάλασσα. Αν οι Αθηναίοι χαλάρωναν εντελώς την επιφυλακή τους, θα αποκόβονταν από τις προμήθειές τους, αφού έπρεπε να μεταφέρουν τα πάντα διά θαλάσσης μέσω Συρακουσών.
Η μεταστροφή της τύχης των Αθηναίων στη Σικελία δημιούργησε και άλλα προβλήματα. Οι ναύτες που έβγαιναν από το στρατόπεδο για να φέρουν νερό, ξύλα, και ζωοτροφές για τα άλογα δέχονταν συστηματικά επιθέσεις από το εχθρικό ιππικό και θανατώνονταν. Οι δούλοι, οι μισθοφόροι, και οι εθελοντές λιποτακτούσαν, και έτσι μειωνόταν ο αριθμός των πεπειραμένων κωπηλατών, στερώντας από τον αθηναϊκό στόλο το σύνηθες τακτικό του πλεονέκτημα. Σύντομα, προειδοποιούσε ο Νικίας, οι Ιταλοί προμηθευτές θα έπαυαν να τους στέλνουν τρόφιμα, κάτι που θα έβαζε τέλος στην αθηναϊκή εκστρατεία. Για τίποτε από όλα αυτά δεν ευθύνονταν ούτε οι στρατηγοί ούτε ο στρατός. Οι Αθηναίοι «πρέπει είτε να ανακαλέσουν το εκστρατευτικό σώμα ή να στείλουν άλλες δυνάμεις, ισάριθμες με αυτές που βρίσκονται εδώ, σε πεζικό και ναυτικό, και πολλά χρήματα» (7.15).
Ο Νικίας ζήτησε επίσης από τους Αθηναίους να τον απαλλάξουν από την αρχηγία εξαιτίας της ασθένειάς του, και προέτρεψε τη συνέλευση να πάρει γρήγορα μια απόφαση, πριν γίνουν ισχυρότερες οι εχθρικές δυνάμεις στη Σικελία.
Είναι αλήθεια πως ο αγγελιαφόρος παρουσίασε μια εικόνα πολύ πιο ζοφερή από την πραγματική. Οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν να υπερισχύουν στη θάλασσα, και δεν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι σύντομα θα αντιμετώπιζαν έλλειψη προμηθειών. Η εξήγηση την οποία έδωσε ο Νικίας σχετικά με τη μεταστροφή της τύχης των Αθηναίων ήταν επίσης λιγότερο ακριβής, γιατί, ως προς την ευθύνη, στον ίδιο ανήκε η μερίδα του λέοντος λόγω της αδράνειας, της υπεραισιοδοξίας, της αμέλειας, και της προχειρότητας που επέδειξε ασκώντας την αρχηγία. Επέτρεψε στους Συρακουσίους που ήταν έτοιμοι να παραδοθούν να ανακτήσουν πολύ γρήγορα το ηθικό τους, να αναλάβουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, και να μπορούν να προσβλέπουν με ρεαλισμό στη νίκη. Απέτυχε να αναχαιτίσει τη μικρή ναυτική μοίρα του Γύλιππου, και επέτρεψε στον στόλο του Γογγύλου να ξεφύγει από τον αποκλεισμό. Απέτυχε να υπερασπίσει τις προσβάσεις προς τις Επιπολές, και έχασε χρόνο κατασκευάζοντας διπλό τείχος προς τη θάλασσα νότια των υψωμάτων και τρία φρούρια στο Πλημμύριον, ενώ το βόρειο τείχος του παρέμενε ανολοκλήρωτο. Επέτρεψε την κατάληψη της αποθήκης και του θησαυρού στο Λάβδαλον, άφησε την κορινθιακή ναυτική μοίρα να φτάσει στις Συρακούσες, και μετακίνησε το ναυτικό του σε ακατάλληλη θέση στο Πλημμύριον. Ομοίως, η φθορά του ναυτικού δεν έμοιαζε αναπόφευκτη αν δεν είχε αμελήσει ο Νικίας τη συντήρησή του. Θα μπορούσε να έχει στεγνώσει και επισκευάσει τα πλοία του εκ περιτροπής κατά τους μήνες που προηγήθηκαν της άφιξης του Γύλιππου. Οι Αθηναίοι ναύτες πέθαιναν και λιποτακτούσαν επειδή ο Νικίας είχε τοποθετήσει τα πλοία τους σε ακατάλληλο σημείο στο Πλημμύριον.
Στην πραγματικότητα, αυτό που επεδίωκε ο Νικίας με την ανεπαρκή, ιδιοτελή, και όχι και τόσο ειλικρινή περιγραφή του ήταν να δώσει η συνέλευση εντολή για την ανάκληση της εκστρατείας. Εάν αυτό δεν συνέβαινε, θα προτιμούσε να απαλλαγεί από την αρχηγία αξιοπρεπώς και να αντικατασταθεί. Αν είχε δηλώσει απλά και με ειλικρίνεια ότι έκρινε πως δεν είχαν προοπτική να. νικήσουν, οι Αθηναίοι ίσως να συμφωνούσαν για την αποχώρηση. Αν είχε απλώς δηλώσει ότι ήταν πολύ άρρωστος για να συνεχίσει την αποστολή του, ίσως να τον ανακαλούσαν και να έστελναν στη θέση του έναν υγιή στρατηγό. Αντίθετα, πρόσφερε στους Αθηναίους την επιλογή. Φοβούμενος για την υπόληψη και την ασφάλειά του, ζήτησε από τους Αθηναίους είτε να κάνουν τα όσα έλεγε ή να στείλουν δεύτερη εκστρατεία ίσου μεγέθους με την πρώτη. Αυτό μοιάζει με μια άλλη εκδοχή του ίδιου τεχνάσματος με το οποίο είχε αποτύχει να αποτρέψει τους Αθηναίους να αναλάβουν αυτό το μακρινό ταξίδι την πρώτη φορά, η αποτυχία του οποίου προφανώς δεν τον δίδαξε τίποτε.
Για ακόμη μία φορά, οι Αθηναίοι ανέτρεψαν τα σχέδιά του και αποφάσισαν να στείλουν επιπλέον στόλο και στρατό, αρνούμενοι να τον απαλλάξουν. Ως διοικητές των ενισχύσεων και συστρατήγους του Νικία επέλεξαν τον Δημοσθένη, τον ήρωα της Σφακτηρίας, και τον Ευρυμέδοντα, ο οποίος είχε ηγηθεί των αθηναϊκών δυνάμεων στη Σικελία από το 427 έως το 424.
Η απόφαση των Αθηναίων προξενεί έκπληξη και ως προς τα δύο σκέλη της. Οι περισσότερες υποσχέσεις και προσδοκίες των υποστηρικτών της εκστρατείας είχαν διαψευστεί, ενώ επαληθεύονταν οι περισσότεροι φόβοι των αντιπάλων της. Οι Ιταλοί και οι Σικελοί δεν έδειξαν ενθουσιασμό ούτε έσπευσαν μαζικά να ενωθούν με τους Αθηναίους -τώρα πλέον είχαν εμπλακεί οι Πελοποννήσιοι-, και οι Συρακούσιοι αντιστέκονταν με το ηθικό τους ακμαίο, θα περιμέναμε από τον αθηναϊκό λαό να αισθάνεται εξαπατημένος από τους αισιόδοξους, να συμμερίζεται τη σύνεση όσων αμφέβαλλαν, και να ανακαλέσει την εκστρατεία και τον απαισιόδοξο και άρρωστο αρχηγό της. Αντιθέτως, πολύ γρήγορα ψήφισαν να δώσουν στον Νικία όλα όσα ζήτησε, στέλνοντας αμέσως στη Σικελία τον Ευρυμέδοντα, με δέκα πλοία, εκατόν είκοσι ασημένια τάλαντα. και την ενθαρρυντική είδηση ότι αργότερα θα ακο
ακλουθούσε ο Δημοσθένης με μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις.
Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν με τον Θουκυδίδη, ο οποίος αποδίδει αυτά τα μέτρα στην απληστία, την άγνοια, και την ανοησία του αθηναϊκού συστήματος της άμεσης δημοκρατίας. Αλλά η συμπεριφορά των Αθηναίων σε αυτή την περίπτωση έρχεται σε αντίθεση με την αστάθεια και την αναποφασιστικότητα που συνήθως καταλογίζεται στο δημοκρατικό καθεστώς τους. Επέδειξαν σταθερότητα και αποφασιστικότητα προκειμένου να ολοκληρώσουν αυτό που, παρ’ όλα τα εμπόδια και τις απογοητεύσεις, είχαν ξεκινήσει. Το λάθος τους, πράγματι, είναι κοινό σε όλα τα ισχυρά κράτη, ανεξάρτητα από το πολιτικό τους καθεστώς, όταν τα σχέδιά τους ματαιώνονται απροσδόκητα από έναν αντίπαλο που τον περίμεναν αδύναμο και εύκολο να ηττηθεί. Αυτά τα κράτη συνήθως θεωρούν ότι η υποχώρηση πλήττει το γόητρό τους, πλήγμα ούτως ή άλλως ανεπιθύμητο, το οποίο όμως, θέτει υπό αμφισβήτηση την ισχύ και τις δεσμεύσεις τους, άρα και την ασφάλειά τους. Γενικά εξακολουθούν να υποστηρίζουν τέτοια εγχειρήματα μέχρι να εκλείψει κάθε προοπτική νίκης.
Γιατί, όμως, οι Αθηναίοι επέμεναν να κρατήσουν στη θέση του τον άρρωστο και αποθαρρυμένο .Νικία; Η απάντηση ίσως βρίσκεται στο γεγονός ότι εκτιμούσαν πολύ τον στρατηγό του£. Δεν ήταν το δέος το οποίο αισθάνονταν για την έξοχη φαντασία και τη ρητορική δεινότητα του Περικλή· αντίθετα, επρόκειτο για εκτίμηση και σεβασμό λόγω του χαρακτήρα του, του τρόπου ζωής του, καθώς και της επιτυχίας και της καλοτυχίας που πάντα τον συνόδευαν. Προσπαθούσε να συμπεριφέρεται με την παραδοσιακή αξιοπρέπεια των πολιτικών αριστοκρατικής καταγωγής, χωρίς, ωστόσο, την αντιπαθητική υπεροψία τους. «Η σοβαρότητά του δεν ήταν αυστηρή ούτε απωθητική αλλά αναμεμειγμένη με κάποια περίσκεψη. Φαινόταν ότι φοβόταν το πλήθος, ενώ στην πραγματικότητα το καθοδηγούσε». Κατά περίεργο τρόπο, οι ρητορικές αδυναμίες του τον έκαναν συμπαθή: «Το γεγονός ότι στην πολιτική φοβόταν […] του έδινε την εικόνα του δημοφιλούς δημοκρατικού».
Άρα, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι, λιγότερο από δύο χρόνια μετά τις πράξεις βεβήλωσης των ιερών μυστηρίων και του ακρωτηριασμού των Ερμών, οι οποίες είχαν προσβάλει τους θεούς, οι Αθηναίοι αρνήθηκαν να απαλλάξουν από το καθήκον του τον άνδρα που ήταν ο αγαπημένος των θεών, αυτό τον άνδρα τον οποίο αντιμετώπιζαν ως αίσιο οιωνό νίκης. Αν ήταν άρρωστος, σίγουρα θα αναλάμβανε– στο μεταξύ, μπορούσαν να τον συνδράμουν υγιείς και ακμαίοι συστράτηγοι. Με μόνο την αρχική δύναμη είχε φτάσει κοντά στην κατάληψη των Συρακουσών. Σίγουρα, με τις ενισχύσεις και ικανούς συναρχηγούς, οι ικανότητές του και η καλή του τύχη θα τον βοηθούσαν να κερδίσει τη νίκη. Τέτοιου είδους σκέψεις και συναισθήματα θα εξηγούσαν ίσως την απόφαση να δοθούν στον Νικία για ακόμη μία φορά όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις που ζήτησε και να τον διατηρήσουν στη θέση του. Αν οι Αθηναίοι είχαν ανακαλέσει τον Νικία και έστελναν τους νέους στρατηγούς με ενισχύσεις και νέα διαφορετική στρατηγική, ίσως να είχαν αλλάξει την πορεία των πραγμάτων και να έφταναν στην επιτυχία.
Η προοπτική της άφιξης των αθηναϊκών ενισχύσεων στη Σικελία απειλούσε όλα όσα είχε κατορθώσει ο Γύλιππος, και μπορούσε να οδηγήσει τους Συρακουσίους να επανεξετάσουν το ενδεχόμενο να παραδοθούν. Γι’ αυτό, ο Γύλιππος κινήθηκε γρήγορα. Επιτέθηκε στους Αθηναίους στο ευάλωτο σημείο τους, στο Πλημμύριον, και το κατέλαβε. Το στρατηγικό κόστος για τους Αθηναίους ήταν τεράστιο, αφού δεν μπορούσαν πλέον να ανεφοδιάζονται, και η απώλεια του Πλημμυρίου «είχε προκαλέσει κατάπληξη και αθυμία στον στρατό» (7.24). Οι Συρακούσιοι ενημέρωσαν τους Πελοποννησίους φίλους τους για τη νίκη, ζητώντας τους να επιμείνουν στον πόλεμο εναντίον της Αθήνας ακόμη πιο ενεργά και να στείλουν στόλο στην Ιταλία για να εμποδίσει τον ανεφοδιασμό των Αθηναίων από αυτή την κατεύθυνση. Επίσης διέδωσαν το γεγονός της κατάληψης του Πλημμυρίου σε ολόκληρη τη Σικελία, στέλνοντας πρέσβεις από την Κόρινθο, τη Σπάρτη, και την Αμπρακία προκειμένου να προσδώσουν αξιοπιστία στις εκκλήσεις τους. Η προσπάθειά τους στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία, γιατί «ολόκληρη σχεδόν η Σικελία […] και όσες πολιτείες έως τότε καιροφυλακτούσαν, είχε συσπειρωθεί γύρω από τους Συρακουσίους εναντίον των Αθηναίων» (7.33.1-2).
Τώρα πλέον οι Συρακούσιοι είχαν αποκτήσει τόση αυτοπεποίθηση ώστε να διακινδυνεύσουν ναυμαχία στον Μεγάλο Λιμένα των Συρακουσών. Χρησιμοποιώντας νέους τρόπους ενίσχυσης των πλοίων τους, εφάρμοσαν διάφορες τακτικές, κέρδισαν μεγάλη νίκη εναντίον των μέχρι τότε αήττητων Αθηναίων και κυρίευσαν τον Μεγάλο Λιμένα. Πίστεψαν ότι είχαν πια την υπεροχή έναντι των Αθηναίων στη θάλασσα, πως σύντομα θα τους νικούσαν και στη στεριά, και προετοιμάστηκαν να επιτεθούν και στα δύο μέτωπα.
Η χαρά των Συρακουσίων, ωστόσο, δεν κράτησε πολύ, γιατί λίγο μετά τη μάχη στο λιμάνι έφτασαν οι αθηναϊκές ενισχύσεις υπό τον Δημοσθένη και τον Ευρυμέδοντα. Ο Δημοσθένης θεώρησε ότι μια άμεση έφοδος και πολιορκία θα υποχρέωνε τους Συρακουσίους να παραδοθούν πριν προλάβουν να ζητήσουν βοήθεια από την Πελοπόννησο, και το επεδίωξε με χαρακτηριστική νηφαλιότητα και τόλμη. «Ξέροντας ότι και ο ίδιος προκαλούσε […] μεγάλο φόβο στον αντίπαλο, ήθελε γρήγορα να εκμεταλλευτή την κατάπληξη του εχθρικού στρατού» (7.42.3).
Ήταν βέβαιος ότι ο στόλος του μπορούσε να αποκλείσει την πόλη από τη θάλασσα– η σημαντικότερη ενέργεια που έπρεπε να κάνει ήταν να καταλάβει το αντιτείχισμα των Συρακουσίων στις Επιπολές, το οποίο εμπόδιζε την περικύκλωση των Συρακουσών από την ξηρά. Όμως η πρόσβαση προς τις Επιπολές φυλασσόταν από τον τρομερό Γύλιππο. Ο Δημοσθένης ήταν έτοιμος να το επιχειρήσει, γιατί ακόμη και μια ήττα ήταν προτιμότερη από την απώλεια πόρων της Αθήνας και από το να διακινδυνεύει την ασφάλεια των ανδρών του μη έχοντας κανένα σχέδιο ή κάποια ρεαλιστική προοπτική επιτυχίας. Αν κυρίευε τις Επιπολές, θα μπορούσε να νικήσει τους Συρακουσίους και να ελπίζει ότι θα αποκτούσε τον έλεγχο της Σικελίας· αν δεν το κατόρθωνε, θα επέστρεφε στην πατρίδα με τον στρατό σώο για να δώσει μάχη άλλη φορά. Σε κάθε περίπτωση, ο πόλεμος στη Σικελία θα τερματιζόταν με τις στρατιωτικές δυνάμεις ουσιαστικά ανέπαφες.
Η κατά μέτωπο επίθεσή του στο αντιτείχισμα των Συρακουσίων απέτυχε, αποδεικνύοντας ότι αυτός ο τρόπος δράσης στη διάρκεια της μέρας δεν ήταν αποτελεσματικός. Ο Δημοσθένης, απτόητος και πάντα εφευρετικός, σχεδίασε μια τολμηρή έφοδο τη νύχτα. Στις αρχές Αυ- γούστου οδήγησε περίπου δέκα χιλιάδες οπλίτες και ισάριθμους ελαφρά οπλισμένους μέσα στο σκοτάδι πριν από την ανατολή της σελήνης στα στενά του Ευρύηλου, στο δυτικό άκρο του υψιπέδου. Οι Αθηναίοι αιφνιδίασαν τη φρουρά των Συρακουσίων και κατέλαβαν το οχυρό τους, αλλά σύντομα η μάχη πήρε άλλη τροπή και ο Γύλιππος τους κατατρόπωσε.
Τώρα πλέον το ηθικό των Αθηναίων βρισκόταν στο ναδίρ. Εκτός από την ήττα τους στη μάχη, το φρόνημά τους κάμφθηκε από την ελονοσία και τη δυσεντερία που τους έπληξαν επειδή είχαν στρατοπεδεύσει σε ελώδες έδαφος μέσα στο θερμό καλοκαίρι της Σικελίας. «Η κατάσταση τους φαινόταν απελπιστική» (7.47.2). Ο Δημοσθένης υποστήριξε ότι έπρεπε να επιστρέφουν στην Αθήνα όσο είχαν ακόμη ναυτική υπεροχή: «Έλεγε ότι θα ήταν πολύ πιο ωφέλιμο για την Αθήνα να πολεμήσουν εναντίον εκείνων που οχύρωναν τη Δεκέλεια, παρά εναντίον των Συρακουσίων, τους οποίους ήταν δύσκολο να νικήσουν. Εξάλλου έλεγε ότι ήταν παράλογο να ξοδεύουν, μάταια, χρήματα πολλά εξακολουθώντας την πολιορκία» (7.47.4). Αυτή ήταν μια σοφή συμβουλή, γιατί δεν υπήρχε τρόπος να καταληφθεί το αντιτείχισμα των Συρακουσίων στις Επιπολές, η πολιορκία δεν έδειχνε να έχει αίσια κατάληξη, και δεν υπήρχε δυνατότητα για επιπλέον ενισχύσεις. Ήταν καιρός να περιορίσουν τις απώλειές τους πριν η απογοητευτική αποτυχία μετατραπεί σε συμφορά, και ο Δημοσθένης σίγουρα θα εξεπλάγη που ο Νικίας δεν συμφώνησε με την εκτίμησή του για την κατάσταση.
Ο Νικίας γνώριζε τον μεγάλο κίνδυνο που αντιμετώπιζαν οι Αθηναίοι, αλλά ο ίδιος δεν είχε ακόμη αποφασίσει αν έπρεπε να μείνει ή να φύγει. Οι ελπίδες του αναζωπυρώθηκαν όταν έμαθε ότι υπήρχε ακόμη μέσα στην πόλη μια μερίδα Συρακουσίων οι οποίοι ήθελαν να παραδοθούν στους Αθηναίους. Ο Νικίας άρχισε να επικοινωνεί μαζί τους, αλλά κάθε προσδοκία του για προδοσία από το εσωτερικό αποδείχθηκε αυταπάτη. Η άφιξη του Γογγύλου και του Γύλιππου είχε ματαιώσει όλες τις πιθανότητες συνθηκολόγησης των Συρακουσίων. Στη συνέχεια, η υποστήριξη που παρεχόταν απ’ έξω και οι επαναλαμβανόμενες επιτυχίες έδιναν εγγυήσεις ότι θα άντεχαν μέχρι το τέλος.
Στη συζήτηση μεταξύ των Αθηναίων στρατηγών, ο Νικίας καταπίεσε την αναποφασιστικότητά του και επέμεινε να παραμείνουν στη Σικελία. Ισχυρίστηκε ότι οι Συρακούσιοι αντιμετώπιζαν μεγαλύτερες οικονομικές δυσκολίες από όσες οι Αθηναίοι και ότι σύντομα δεν θα μπορούσαν να πληρώσουν τους μισθοφόρους τους. Οι Αθηναίοι «είπε, λοιπόν, ότι έπρεπε να μείνουν, και να εξακολουθήσουν την πολιορκία και να μην φύγουν νικημένοι από έλλειψη χρημάτων, αφού ως προς αυτό ήσαν σε πολύ καλύτερη θέση από τον εχθρό» (7.48.6).
Οι Συρακούσιοι σίγουρα αντιμετώπιζαν έλλειψη χρημάτων, αλλά οι νίκες τους είχαν βελτιώσει τη φερεγγυότητά τους, και ενθάρρυναν τους συμμάχους τους και κάποιους άλλους να τους παράσχουν ό,τι χρειάζονταν προκειμένου να επιτύχουν. Επιπλέον, οι πολίτες διέθεταν ιδιωτικό πλούτο ο οποίος θα μπορούσε να φορολογηθεί σε μια περίπτωση ανάγκης όπως αυτή που είχε προκόψει. Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν ακόμη λανθασμένο υπολογισμό του Νικία. Ενώ οι Αθηναίοι είχαν την επιλογή είτε να παραμείνουν στη Σικελία ξοδεύοντας πολλά χρήματα είτε να επιστρέφουν στην πατρίδα τους, οι Συρακούσιοι έπρεπε να αντισταθούν μέχρι τέλους, αλλιώς θα έχαναν την ελευθερία τους και τα πλούτη τους. Ο Σελινούντας και άλλες σικελικές πόλεις δεν θα τους συμπαραστέκονταν προσδοκώντας χρήματα αλλά για το δικό τους συμφέρον. Οι Πελοποννήσιοι είχαν ήδη στείλει βοήθεια και θα έστελναν περισσότερη αν χρειαζόταν.
Στη συνέχεια του λόγου του ο Νικίας αποκαλύπτει τα πραγματικά κίνητρα της στάσης του: φοβόταν πως, επι- στρέφοντας στην Αθήνα, οι στρατιώτες του θα στρέφονταν εναντίον του και θα έπειθαν την Εκκλησία ότι ευθυνόταν ο ίδιος για την αποτυχία. Θα διατύπωναν παράπονα «ότι οι στρατηγοί δωροδοκήθηκαν, καταπρόδωσαν και έφυγαν. [Ο ίδιος] επειδή, λοιπόν, ήξερε την ιδιοσυγκρασία των Αθηναίων, προτιμούσε, αντί να χάση τη ζωή του εξαιτίας τους και με ατιμωτική και άδικη κατηγορία να την χάση, αν έπρεπε να πεθάνη, από τον εχθρό προκινδυνεύοντας ο ίδιος» (7.48.4). Ένας διακεκριμένος μελετητής έχει ασκήσει αυστηρή κριτική σε αυτή την απόφαση: «Ο εγωισμός του Νικία και ο απορρέων φόβος του μήπως πέσει σε δυσμένεια τον οδήγησαν να παρουσιάσει ως ατιμωτική μια πρόταση όπως θα έκανε κάθε στρατηγός στην Ιστορία: για να μη διακινδυνεύσει να εκτελεστεί, θα χαραμίσει τον στόλο και χιλιάδες άλλες ανθρώπινες ζωές, και θα βάλει τη χώρα του σε θανάσιμο κίνδυνο.
Ο Νικίας ήταν πασίγνωστος για τη δειλία και τον φόβο του μην προκαλέσει τις υποψίες και τον φθόνο του αθηναϊκού λαού, αλλά ακόμη και πιο τολμηροί άνδρες είχαν δίκιο να φοβούνται τη συμπεριφορά του αθηναϊκού λαού απέναντι στους στρατηγούς του όταν αποτύγχαναν, αφού δικάζονταν και τιμωρούνταν για μια σειρά από εικαζόμενα παραπτώματα. Το 426 ο Δημοσθένης προτίμησε να παραμείνει στη Ναύπακτο παρά να επιστρέφει στην Αθήνα μετά την ήττα του στην Αιτωλία, επειδή «φοβόταν τους Αθηναίους εξαιτίας των όσων είχαν συμβή» (3.98.5), αλλά το 413, παρόλο που είχε σχεδιάσει και καθοδηγήσει την παταγώδη αποτυχία στις Επιπολές, η οποία είχε κοστίσει τη ζωή σε τουλάχιστον δύο χιλιάδες στρατιώτες, τάχθηκε υπέρ της επιστροφής χωρίς να τον ενδιαφέρουν οι κατηγορίες που θα αντιμετώπιζε.
Ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδων ήταν αντίθετοι με την απόφαση του Νικία να παραμείνουν, αλλά μειοψήφησαν, αφού ο Μένανδρος και ο Ευθύδημος, οι δύο στρατηγοί που είχαν εκλεγεί για να συνδράμουν τον ασθενή Νικία, τάχθηκαν υπέρ του επιβλητικού και ιεραρχικά ανώτερου διοικητή τους. Με την υποστήριξή τους απορρίφθηκε επίσης η συμβιβαστική πρόταση του Δημοσθένη και του Ευρυμέδοντα να αποσυρθούν από το βαλτώδες έδαφος έξω από την πόλη των Συρακουσών προς υγιεινότερες και ασφαλέστερες θέσεις στη Θάψο ή την Κατάνη, από όπου θα πραγματοποιούσαν επιδρομές στη σικελική ύπαιθρο και θα τρέφονταν από τις καλλιέργειες. Έξω από το λιμάνι των Συρακουσών, επίσης, θα ναυμαχούσαν στην ανοιχτή θάλασσα, όπου οι νέες τακτικές των Συρακουσίων δεν ήταν αποτελεσματικές, ενώ, λόγω της μεγαλύτερης επιδεξιότητας και εμπειρίας τους, θα είχαν το πλεονέκτημα. Ίσως ο Νικίας να αντιτέθηκε σε αυτό το σχέδιο επειδή ανησυχούσε πως, αφού ο στρατός θα είχε επιβιβαστεί στα πλοία και αποπλεύσει από το λιμάνι των Συρακουσών, θα ήταν αδύνατο να κρατηθούν οι Αθηναίοι στη Σικελία για πολύ καιρό ακόμη. Έτσι παρέμειναν στη θέση τους στις Συρακούσες.
Τη νύχτα της 27ης Αυγούστου του 413, ανάμεσα στις 21:41 και 22:30, συνέβη ολική έκλειψη σελήνης. Ο φόβος κατέλαβε τον προληπτικό στρατό των Αθηναίων^ και οι άνδρες ερμήνευσαν την έκλειψη ως θεϊκή προειδοποίηση που τους προέτρεπε να αναβάλουν την αναχώρηση. Ο Νικίας συμβουλεύτηκε ένα μάντη, ο οποίος συνέστησε να περιμένουν οι Αθηναίοι «τρεις φορές εννέα μέρες» πριν αναχωρήσουν. Ακόμη και για τους πιο εύπιστους αυτή η ερμηνεία δεν ήταν η μόνη δυνατή. Ο Φιλόχορος, ένας ιστορικός που έζησε τον 3ο αιώνα π.Χ., μάντης και ο ίδιος, έδωσε διαφορετική εξήγηση: «Το σημάδι δεν ήταν κακό για όσους έφευγαν, αντίθετα, πολύ καλό» γιατί οι πράξεις που γίνονται με φόβο πρέπει να κρύβονται, ενώ το φως θα τους είναι εχθρικό». Ο αρχηγός που θα ήθελε να διαφύγει, εύκολα θα χρησιμοποιούσε μια τέτοια ερμηνεία για να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, αλλά ο Νικίας δέχτηκε ασυζητητί τον οιωνό ως δυσμενή. Επέμεινε λοιπόν ότι οι θεοί είχαν επέμβει για να επιβεβαιώσουν την εκτίμησή του, και «είπε ότι ούτε συζήτηση για αναχώρηση θα δεχόταν, προτού περάσουν, κατά τις εξηγήσεις που έδιναν οι μάντεις, τρεις φορές εννέα μέρες» (7.50.4).
Οι συζητήσεις και η απόφαση διέρρευσαν στον εχθρό όταν κάποιοι λιποτάκτες είπαν στους Συρακουσίους ότι οι Αθηναίοι σχεδίαζαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους αλλά τους καθυστέρησε η έκλειψη της σελήνης. Προκειμένου να εμποδίσουν τη διαφυγή τους, οι Συρακούσιοι αποφάσισαν να εκβιάσουν αμέσως κι άλλη ναυμαχία στο λιμάνι, όπου οι ίδιοι εξακολουθούσαν να πλεονεκτούν, και άρχισαν να εξασκούν τα πληρώματά τους στις τακτικές που θα εφάρμοζαν. Η πρώτη τους επίθεση, όμως, έγινε στη στεριά, και στην κύρια έφοδό τους ο στρατός επιτέθηκε στο αθηναϊκό τείχος, ενώ έστειλαν εβδομήντα έξι τριήρεις στην αθηναϊκή βάση.
Παρόλο που δεν υπήρξε αποφασιστική έκβαση υπέρ καμίας πλευράς, οι Συρακούσιοι έστησαν τρόπαια για να δηλώσουν τη νίκη τους σε στεριά και θάλασσα. Έστησαν και οι Αθηναίοι τρόπαιο, καθώς είχαν κάθε λόγο να το κάνουν, για να δηλώσουν τη συντριβή του Γύλιππου στο θαλάσσιο τείχος, αλλά ήταν μια αξιοθρήνητη χειρονομία. Οι αθηναϊκές δυνάμεις, στις οποίες είχαν προστεθεί σημαντικές ενισχύσεις, είχαν υποστεί μεγάλη ήττα στην ξηρά και τη θάλασσα. Ο Θουκυδίδης εξηγεί τις απώλειες ισχυριζόμενος ότι η αθηναϊκή Εκκλησία του Δήμου δεν είχε υπολογίσει σωστά δύο μείζονα ζητήματα: υποτίμησαν τη δύναμη των Συρακουσών τόσο σε πλοία όσο και σε ιππικό, και αγνόησαν το γεγονός ότι στις Συρακούσες υπήρχε δημοκρατία, την ενότητα της οποίας ήταν δύσκολο να υπονομεύσουν οι Αθηναίοι. Ωστόσο, δεν θα ήταν δίκαιο να κατηγορηθεί η Εκκλησία για το μέγεθος της εκστρατείας και για τις ενισχύσεις, γιατί και στις δύο περιπτώσεις ακολούθησε κατά γράμμα τις συμβουλές του Νικία. Και ακόμη λιγότερο δίκαιο θα ήταν να αποδοθεί το δεύτερο λάθος στον αθηναϊκό λαό, αφού δεν υπάρχουν στοιχεία ότι είχαν ποτέ υπολογίσει σε εσωτερική εξέγερση ή σε προδοσία προκειμένου να πέσουν οι Συρακούσες στα χέρια τους. Αυτή ήταν μια ιδέα που ανήκε αποκλειστικά στον Νικία, ο οποίος καταδίκασε τους Αθηναίους σε καταστροφή καθυστερώντας την περικύκλωση της πόλης και επιμένοντας να ελπίζει ότι οι εσωτερικές πολιτικές ταραχές θα του χάριζαν τη νίκη, ενώ είχε προ πολλού χαθεί κάθε ευκαιρία για κάτι τέτοιο. Εντέλει, οι Αθηναίοι στη Σικελία αντιλήφθηκαν πως αυτή η νίκη ήταν ανέφικτη· η μόνη τους ελπίδα ήταν να δραπετεύσουν.
Τώρα πλέον οι Συρακούσιοι επεδίωκαν την ολοκληρωτική καταστροφή του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος και την ελευθερία όλων των Ελλήνων τους οποίους εξουσίαζε. Αν επιτύγχαναν, «θα τους θαύμαζαν και όλοι οι σύγχρονοι και οι επερχόμενες γενεές» (7.56.2). Το μοναδικό μέλημα των Αθηναίων ήταν πώς να διαφύγουν ασφαλέστερα, από τη στεριά ή τη θάλασσα. Εφόσον είχαν σίγουρα ανάγκη από τα πλοία τους προκειμένου να γυρίσουν στην Αθήνα, αποφάσισαν να επιχειρήσουν έξοδο από το λιμάνι, όσο κι αν ήταν δύσκολο.
Ο Νικίας διοικούσε δύο στρατεύματα στην ξηρά, αλλά, αφού μίλησε προς τις συγκεντρωμένες δυνάμεις στην παραλία, πήρε μια λέμβο και πέρασε από τον αθηναϊκό στόλο. Σταματώντας σε κάθε τριήρη και απευθυνόμενος στον τριήραρχο με το όνομά του, το όνομα του πατέρα του, και της φυλής του, έκανε έκκληση στα πατρογονικά και οικογενειακά αισθήματά τους. Όπως είχε κάνει και ο Περικλής, τους υπενθύμισε την ελευθερία που πρόσφερε η πατρίδα στους πολίτες της, και, με τον τρόπο του, μίλησε επίσης σε πιο προσωπικό επίπεδο, λέγοντας, «όσα, σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, λένε οι άνθρωποι χωρίς να προσέχουν να μην επαναλαμβάνουν τριμμένες κοινοτοπίες που λέγονται […] για τις γυναίκες, τα παιδιά και τους πατρώους θεούς, πράγματα, όμως, που θεωρούν χρήσιμα να λέγωνται πάνω στην αμηχανία της στιγμής» (7.69.1-3). Ο Νικίας δεν διέθετε την αριστοκρατική καταγωγή, τη διανοητική ρώμη και τις πολιτικές ικανότητες ενός Περικλή, αλλά οι απλοί, παρωχημένοι τρόποι του και το οικείο προσωπικό του ύφος έβρισκαν μεγάλη απήχηση στην αθηναϊκή δημοκρατία.
Στον περιορισμένο θαλάσσιο χώρο του λιμανιού έδιναν μάχη εκ του συστάδην διακόσια πλοία, αφού ήταν αδύνατο να γίνουν εμβολισμοί. Όλες οι συνθήκες αφαιρούσαν από τους Αθηναίους το πλεονέκτημα της εμπειρίας και της επιδεξιότητας, το οποίο είχαν αποκτήσει μετά από πολύχρονη πρακτική εξάσκηση και πολλές ναυμαχίες. Τελικά, οι Συρακούσιοι κατατρόπωσαν τους Αθηναίους, οι οποίοι κατέφυγαν πανικόβλητοι στην ακτή, αφήνοντας πίσω τα πλοία τους και τρέχοντας προς την ασφάλεια του στρατοπέδου τους. Σε πλήρη αταξία και με το ηθικό τους καταβεβλημένο, οι περισσότεροι το μόνο που σκέπτονταν ήταν να σωθούν. Ούτε καν ζήτησαν εκεχειρία ώστε να μπορέσουν να θάψουν τους νεκρούς τους· μια παράλειψη που μας καταπλήσσει. Τίποτε δεν έπρεπε να καθυστερήσει τη φυγή τους, αφού πίστευαν πως μόνο ένα θαύμα μπορούσε να τους σώσει.
Μόνο ένας Αθηναίος διατήρησε τη διαύγεια και την ψυχραιμία του αυτή τη φοβερή στιγμή. Ο Δημοσθένης αντιλήφθηκε ότι οι Αθηναίοι διέθεταν ακόμη εξήντα πλόιμα πλοία έναντι περίπου σαράντα εχθρικών. Πρότεινε να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους και να επιχειρήσουν νέα έξοδο από το λιμάνι την αυγή, και ο Νικίας πείστηκε να κάνει την προσπάθεια. Ωστόσο, ήταν πολύ αργά– το φρόνημα των ανδρών είχε καταρρεύσει. Αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές των στρατηγών και να επιβιβαστούν πάλι στα πλοία, επιμένοντας στην αναζήτηση τρόπου διαφυγής από τη στεριά.
Οι Αθηναίοι άρχισαν την υποχώρησή τους που έμοιαζε με τρομερό εφιάλτη χωρίς καμία δυνατότητα να ξυπνήσουν. Έχασαν χρόνο περιμένοντας μια μέρα πριν αναχωρήσουν έτσι, ο εχθρός είχε κάθε ευκαιρία να αποκλείσει τις διόδους διαφυγής. Περίπου σαράντα χιλιάδες άνδρες ξεκίνησαν την πορεία, από τους οποίους σχεδόν οι μισοί ήταν μαχητές και οι υπόλοιποι άμαχοι. «Δεν παρουσίαζαν άλλο παρά την εικόνα μιας πολιτείας -και μάλιστα μεγάλης- που νικήθηκε σε πολιορκία και πάει να ξεφύγη» (7.75.5). Κουρασμένος, άρρωστος, και υποφέροντας φρικτά, ο Νικίας μίλησε στους άνδρες για να τους ενθαρρύνει και να κατευνάσει τις αγωνίες τους. (Ο Θουκυδίδης λέει ότι ο Δημοσθένης μίλησε με παρόμοιο τρόπο, αλλά δεν μεταφέρει παρά μόνο την ομιλία του Νικία.) Αυτή την τρομακτική ώρα έφτασε στη λαμπρότερη στιγμή του. Τους είπε να μην κατηγορούν τον εαυτό τους για την ήττα και τη δυστυχία τους και να διατηρήσουν την ελπίδα ότι σύντομα η τύχη τους μπορούσε να μεταστραφεί. Τόνισε πως παρέμεναν ακόμη ένας ισχυρός στρατός. Συνεπώς, υπήρχε ελπίδα σωτηρίας αν κρατούσαν ακμαίο ηθικό και πειθαρχία και κινούνταν γρήγορα και με τάξη.
Ο πρώτος προορισμός ήταν βόρεια προς την Κατάνη, μια πόλη πιστή στην Αθήνα η οποία μπορούσε να τους υποδεχτεί φιλικά και να δώσει εφόδια, και στη συνέχεια εκείνοι να τη χρησιμοποιήσουν ως βάση για περαιτέρω επιχειρήσεις. Ο Νικίας και ο Δημοσθένης διοικούσαν ο καθένας μια παράταξη τετραγώνου η οποία περιέκλειε τους αμάχους. Σχεδόν έξι χιλιόμετρα νότια των Συρακουσών, κατά μήκος του ποταμού Ανάπου, απώθησαν μία δύναμη Συρακουσίων και συμμάχων τους, αλλά το ιππικό των Συρακουσίων και οι ομάδες των ελαφρά οπλισμένων τούς καταδίωξαν παρενοχλώντας τους με συνεχείς επιθέσεις και καταιγισμό βολών. Την επομένη βάδισαν περίπου τρία χιλιόμετρα βορειοδυτικά, όπου παρέμειναν άλλη μία ημέρα αναζητώντας τρόφιμα και νερό. Δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν περισσότερο γιατί μπροστά τους βρισκόταν ένα ψηλό εμπόδιο, που σήμερα ονομάζεται Μόντε Κλιμίτι, ένα ευρύ οροπέδιο το οποίο καταλήγει σε μια απότομη πλαγιά περίπου δώδεκα χιλιόμετρα βορειοδυτικά των Συρακουσών. Οι Αθηναίοι ήλπιζαν να το περάσουν και να φτάσουν με ασφάλεια στην Κατάνη, αλλά και πάλι οι καθυστερήσεις διέψευσαν τις προσδοκίες τους. Όταν ξεκίνησαν το επόμενο πρωί, οι Συρακούσιοι με τους συμμάχους τους τους επιτέθηκαν με ιππικό και ακοντιστές, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν προς το στρατόπεδο. Την επόμενη μέρα προσπάθησαν να περάσουν το οροπέδιο δίνοντας μάχη εναντίον του εχθρού που ήταν οχυρωμένος σε χαρακώματα, και έφτασαν μέχρι το τείχος των Συρακουσών. Εκτεθειμένοι στις εχθρικές βολές, τρομοκρατημένοι, μουσκεμένοι μέχρι το κόκαλο, και εξουθενωμένοι, δεν μπορούσαν να αναπαυθούν, γιατί ο Γύλιππος έχτιζε τείχος πίσω τους με σκοπό να τους αποκόψει και να τους συντρίψει επιτόπου. Ολόκληρος ο στρατός μετακινήθηκε γρήγορα προκειμένου να στρατοπεδεύσει στην πεδιάδα μακριά από τους Συρακουσίους και τους συμμάχους τους.
Αφού υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τον συνηθισμένο δρόμο για την Κατάνη, ο Νικίας και ο Δημοσθένης αποφάσισαν να στραφούν νοτιοανατολικά προς τη θάλασσα, να ακολουθήσουν ένα από τα ποτάμια που κατέληγαν σε αυτή προς τις πηγές στα ορεινά, και εκεί είτε να συναντηθούν με τους Σικελούς ή να στραφούν προς την Κατάνη από παρακαμπτήριο δρόμο. Την αυγή έφτασαν κοντά στην ακτή και βάδισαν προς τον ποταμό Κακύπα- ρι, σχεδιάζοντας να κινηθούν προς την ενδοχώρα κατά μήκος της όχθης του και να συναντήσουν τους Σικελούς φίλους τους. Για ακόμη μία φορά οι Συρακούσιοι τους είχαν προλάβει, αλλά οι Αθηναίοι διέσχισαν τον ποταμό δίνοντας μάχη, και βάδισαν νότια με κατεύθυνση τον επόμενο ποταμό που βρισκόταν στον δρόμο τους, τον Ερινεό.
Ο Νικίας στρατοπέδευσε αμέσως μετά τον ποταμό, περίπου δέκα χιλιόμετρα μπροστά από τον Δημοσθένη. Την έκτη ημέρα της αθηναϊκής υποχώρησης, γύρω στο μεσημέρι, κατέφτασε από το στρατόπεδο του Μόντε Κλιμίτι το κύριο σώμα του στρατού των Συρακουσίων μαζί με ιππικό και ομάδες ελαφρά οπλισμένων. Απομόνωσαν τους Αθηναίους μέσα σε έναν ελαιώνα περικυκλωμένο από τείχος, και με δρόμο από την κάθε πλευρά του, από όπου οι Συρακούσιοι εξακόντιζαν βολές. Όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική, ο Δημοσθένης, επιτέλους, συνθηκολόγησε με τους εξής όρους: αν οι Αθηναίοι παρέδιδαν τα όπλα τους, να μην έχανε κανείς την τιμή του, «ούτε από βίαιο θάνατο, ούτε από φυλακή, ούτε από στέρηση των απαραίτητων για την επιβίωσή του» (7.82.2). Οι Συρακούσιοι αιχμαλώτισαν τους έξι χιλιάδες άνδρες που είχαν απομείνει από τους είκοσι χιλιάδες όταν ξεκίνησαν την υποχώρηση λιγότερο από μία εβδομάδα νωρίτερα, και γέμισαν τέσσερις ασπίδες με τα λάφυρα που τους αφαίρεσαν. Ο Δημοσθένης προσπάθησε να αυτοκτονήσει με το σπαθί του, αλλά οι φύλακές του τον εμπόδισαν.
Την επομένη οι Συρακούσιοι πρόφτασαν τον Νικία, του ανακοίνωσαν τη σύλληψη του Δημοσθένη, και τον I διέταξαν να παραδοθεί κι εκείνος. Ο Νικίας, όμως, τους πρότεινε να πληρώσουν οι Αθηναίοι όλο το κόστος του πολέμου με αντάλλαγμα να αφήσουν τον στρατό του να φύγει, κρατώντας ως ομήρους ένα στρατιώτη για κάθε τάλαντο, αλλά οι Συρακούσιοι αρνήθηκαν. Είδαν αυτό το γεγονός ως μια ευκαιρία να αφανίσουν τον μισητό εχθρό κατατροπώνοντάς τον, και αυτό δεν το διαπραγματεύονταν για όλο το χρήμα του κόσμου. Περικύκλωσαν τους άνδρες του Νικία και τους έπληξαν με βολές, όπως είχαν κάνει και με τον παγιδευμένο στρατό του Δημοσθένη. Οι Αθηναίοι προσπάθησαν και πάλι να δραπετεύσουν τη νύχτα, αλλά αυτή τη φορά οι Συρακούσιοι ήταν προετοιμασμένοι. Ωστόσο, τριακόσιοι άνδρες τόλμησαν την προσπάθεια και διέφυγαν διασπώντας τη φρουρά των Συρακουσίων, αλλά οι υπόλοιποι παραιτήθηκαν από την προσπάθεια.
Την όγδοη ημέρα ο Νικίας αποπειράθηκε να διασπάσει τον εχθρικό κλοιό για να φτάσει στον επόμενο ποταμό, τον Ασσίναρο, περίπου πέντε χιλιόμετρα νότια. Οι Αθηναίοι δεν είχαν πλέον κανένα σχέδιο, τους οδηγούσε μόνο η τυφλή και επείγουσα ανάγκη να διαφύγουν, καθώς και η αφόρητη δίψα. Εν μέσω καταιγισμού βολών, επιθέσεων του ιππικού, και εφόδων των οπλιτών, κατόρθωσαν να φτάσουν στον Ασσίναρο. Εκεί κατέρρευσε κάθε πειθαρχία, καθώς ο καθένας τους ορμούσε να φτάσει πρώτος στο ποτάμι, αφού ο στρατός είχε μετατραπεί σε όχλο που έφραζε τη δίοδο και διευκόλυνε τον εχθρό να τους εμποδίζει. Καθώς:
ήσαν αναγκασμένοι να προχωρούν πολλοί μαζί, έπεφταν ο ένας επάνω στον άλλο και καταπατιόνταν ή έπεφταν επάνω στα μικρά τους δόρατα και πέθαιναν αμέσως, ενώ άλλοι μπερδεύονταν μέσα στην εξάρτυσή τους και τους έπαιρνε το ρεύμα. Οι Συρακούσιοι στάθηκαν στην απέναντι όχθη που ήταν απότομη κι από ψηλά έριχναν στους Αθηναίους. Οι περισσότεροι έπιναν αχόρταγα, ριγμένοι ανάκατα και σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο στην κοίτη του ποταμού. Οι Πελοποννήσιοι κατέβηκαν από πίσω τους και άρχισαν να σφάζουν κυρίως εκείνους που ήσαν στον ποταμό. Το νερό είχε αμέσως θολώσει, αλλά και λασπωμένο και κόκκινο απ’ το αίμα, το έπιναν πάντα αχόρταγα. Οι περισσότεροι έπρεπε να πολεμήσουν για να πιουν.
(7.84)
Ό, τι είχε απομείνει από την τεράστια αθηναϊκή στρατιά αφανίστηκε στον Ασσίναρο. Οι λίγοι άνδρες που κατάφεραν να διασχίσουν τον ποταμό σκοτώθηκαν από το ιππικό των Συρακουσίων, το οποίο είχε προξενήσει μεγάλα προβλήματα στους Αθηναίους σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων. Ο Νικίας παραδόθηκε στον Γύλιππο, «γιατί σ’ αυτόν είχε περισσότερη εμπιστοσύνη παρά στους Συρακουσίους» (7.85.1). Τότε μόνο διέταξε ο Σπαρτιάτης αρχηγός το τέλος της σφαγής. Οι αιχμάλωτοι που είχαν συλληφθεί με τον Δημοσθένη αριθμούσαν περί τις έξι χιλιάδες, αλλά από τα στρατεύματα του Νικία μόνο χίλιοι περίπου επέζησαν.
Οι Συρακούσιοι, θριαμβευτές, πήραν τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα, αφαίρεσαν από τα σώματα των νεκρών εχθρών τις πανοπλίες και τις κρέμασαν από τα ωραιότερα και ψηλότερα δέντρα κατά μήκος του ποταμού. Επιστρέφοντας στις Συρακούσες, συγκάλεσαν συνέλευση, στην οποία αποφάσισαν να υποδουλώσουν τους υπηρέτες των Αθηναίων και τους συμμάχους τους της ηγεμονίας και να φυλακίσουν τους Αθηναίους πολίτες και τους Έλληνες συμμάχους τους της Σικελίας στα λατομεία της πόλης για να τους φρουρούν με ασφάλεια. Η πρόταση να θανατωθούν ο Νικίας και ο Δημοσθένης προκάλεσε μεγαλύτερη συζήτηση. Ο Ερμοκράτης είχε αντιρρήσεις, επικαλέσθηκε λόγους ανωτερότητας, όμως η συνέλευση τις απέρριψε διά βοής. Ο Γύλιππος πρόβαλε ένα πιο πρακτικό επιχείρημα, ότι ήθελε να κερδίσει δόξα φέρνοντας τους Αθηναίους στρατηγούς πίσω στη Σπάρτη: τον Δημοσθένη, τον πιο άσπονδο από τους εχθρούς της εξαιτίας της νίκης του στην Πύλο και τη Σφακτηρία, και τον Νικία, τον φίλο της ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων και συμφώνησε πρώτα ειρήνη και έπειτα συμμαχία με τους Σπαρτιάτες. Αλλά οι Συρακούσιοι δεν δέχτηκαν να ακούσουν ούτε λέξη γι’ αυτό, το ίδιο και οι Κορίνθιοι. Έτσι, η συνέλευση ψήφισε υπέρ της εκτέλεσης και των δύο στρατηγών.
Οι Συρακούσιοι κρατούσαν περισσότερους από επτά χιλιάδες αιχμαλώτους στα λατομεία τους, συνωστισμένους σε απάνθρωπες συνθήκες, με τον ήλιο να τους καίει την ημέρα και το φθινοπωρινό κρύο να τους παγώνει τη νύχτα. Τους έδιναν περίπου ένα τέταρτο του λίτρου νερό την ημέρα και ελάχιστη τροφή, πολύ λιγότερα από όσα είχε επιτραπεί στους Σπαρτιάτες να στέλνουν στους δούλους στη Σφακτηρία. Υπέφεραν τρομερά από πείνα και δίψα. Κάποιοι άνδρες πέθαναν από τα τραύματά τους, τις ασθένειες, και την έκθεση στις καιρικές συνθήκες, και τα πτώματα στοιβάζονταν το ένα επάνω στο άλλο, προκαλώντας αφόρητη δυσοσμία. Μετά από εβδομήντα ημέρες, όσοι είχαν επιζήσει, εκτός από τους Αθηναίους και τους Έλληνες της Σικελίας και της Ιταλίας, πουλήθηκαν ως δούλοι. Ο Πλούταρχος αφηγείται ότι μερικοί δούλοι αφέθηκαν ελεύθεροι χάρη στην ικανότητά τους να απαγγέλλουν στίχους του Ευριπίδη, γιατί οι Σικελοί λάτρευαν την ποίησή του. Ωστόσο, ούτε η ποίηση ούτε οτιδήποτε άλλο, μπορούσε να βοηθήσει τους άνδρες στα λατομεία, οι οποίοι κρατήθηκαν εκεί οκτώ μήνες· το πιθανότερο είναι πως κανείς δεν μπόρεσε να επιβιώσει περισσότερο.
Ο Θουκυδίδης λέει για τη Σικελική εκστρατεία ότι τα γεγονότα αυτά «ήσαν τα σπουδαιότερα που σημειώθηκαν στον πόλεμο αυτόν και μάλιστα, καθώς νομίζω, από όσα γεγονότα είναι γνωστά από την παράδοση. Για τους νικητές ήταν περίλαμπρη νίκη, για τους νικημένους τρομερή καταστροφή. Νικήθηκαν σε όλα και παντού και όλα τους τα παθήματα ήσαν μεγάλα. Ήταν, με την κυριολεξία, πανωλεθρία. Στρατός, στόλος, τίποτε δεν έμεινε που να μην χάθηκε, κι από τόσους πολλούς που είχαν ξεκινήσει, ελάχιστοι γύρισαν στην πατρίδα» (7.87.5-6). Στους περισσότερους Έλληνες δημιουργήθηκε η εντύπωση πως % ο πόλεμος είχε τελειώσει.
Όπως έχουμε δει, ο Θουκυδίδης έγραψε ένα θαυμαστό εγκώμιο για τον Νικία: «Αυτά ήσαν τα αίτια για τα οποία τον εκτέλεσαν. Από τους Έλληνες του καιρού μου, ήταν ο λιγότερο άξιος να πάθη τέτοια συμφορά γιατί η διαγωγή του ήταν πάντα σύμφωνη με την αρετή» (7.86.5). Ο λαός της Αθήνας είχε άλλη γνώμη. Ο Παυσανίας, αναζητώντας αρχαίες πηγές, είδε μια στήλη στο δημόσιο νεκροταφείο της Αθήνας στην οποία είχαν χαραχθεί τα ονόματα των στρατηγών που έπεσαν πολεμώντας στη Σικελία εκτός από αυτό του Νικία. Τον λόγο αυτής της παράλειψης τον έμαθε από τον Σικελό ιστορικό Φίλιστο: «Ο Δημοσθένης έκανε συνθήκες για χάρη άλλων και όχι του εαυτού του, και, όταν τον συνέλαβαν, επιχείρησε να αυτοκτονήσει, ενώ ο Νικίας παραδόθηκε με τη θέλησή του. Δεν γράφτηκε λοιπόν το όνομα του Νικία στη στήλη, γιατί θεωρήθηκε εκούσια αιχμαλωτισμένος και άν- δρας ανάξιος για τον πόλεμο». Δεν πρέπει να δίνουμε πίστη στα λόγια του Φιλίστου ως προς τους λόγους για τους οποίους οι Αθηναίοι απέκλεισαν τον Νικία από τον κατάλογο των τιμημένων νεκρών, αλλά, αναπόφευκτα, συμπεραίνουμε πως τον θεωρούσαν κατεξοχήν ένοχο.
Εντέλει, όμως, ποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή τη φοβερή συμφορά; Ο Αλκιβιάδης υπήρξε ο πρωτεργάτης της Σικελικής εκστρατείας, αλλά ο ρόλος του Νικία ήταν πιο κεντρικός. Ο Θουκυδίδης θεωρεί το εγχείρημα αφροσύνη εκ μέρους της ακαθοδήγητης και παραπλανημένης δημοκρατίας. Παρόλο που δεν μέμφεται τον Νικία αλλά τον επαινεί, μάλιστα, με τα καλύτερα λόγια, στην ιστόρησή του ο Θουκυδίδης δίνει πολύ διαφορετική εντύπωση από αυτή της ερμηνείας του. Εξαιτίας του αποτυχημένου ρητορικού τεχνάσματος του Νικία, ένα μέτριο εγχείρημα με λιγότερους κινδύνους μετατράπηκε σε τεράστια εκστρατεία που έκανε την κατάκτηση της Σικελίας να φαίνεται τόσο εφικτή όσο και ασφαλής. Επίσης διέπραξε ένα σημαντικό καταστροφικό λάθος παραλείποντας να συμπεριλάβει ιππικό στον κατάλογο των αναγκών της εκστρατείας.
Όσο είχε την αρχηγία στη Σικελία, έκανε μια σειρά από εσφαλμένες επιλογές και φάνηκε αμελής, γεγονός
που οδήγησε το εγχείρημα στην καταστροφή. Απέτυχε να ολοκληρώσει την πολιορκία των Συρακουσών καθυστερώντας την κατασκευή ενός μονού περιμετρικού τείχους πριν αναλάβει οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Έχασε χρόνο συζητώντας τις διιστάμενες απόψεις μέσα στις Συρακούσες– δεν έστειλε ναυτική δύναμη να αναχαιτίσει την άφιξη του Γύλιππου στη Σικελία– δεν οργάνωσε σωστά τον αποκλεισμό προκειμένου να εμποδίσει τα πλοία του Γογγύλου και των Κορινθίων να προσεγγίσουν τις Συρακούσες από τη θάλασσα– δεν οχύρωσε τις Επιπολές, ούτε τοποθέτησε φρουρά ώστε να αποτρέψει μια αιφνιδιαστική επίθεση– συνεπώς, επέτρεψε στον εχθρό να αναλάβει δυνάμεις και να ανατρέψει την υπεροχή των Αθηναίων. Κατόπιν μετέφερε την αθηναϊκή ναυτική δύναμη, τις αποθήκες, και τον θησαυρό σε ακατάλληλη θέση στο Πλημμύριον, όπου κάμφθηκε το φρόνημα των ανδρών και παρουσίασε φθορές ο στόλος, και έδωσε τη δυνατότητα στον Γύλιππο να τους εκδιώξει και να πάρει τα χρήματα και τα εφόδιά τους.
Ενώ βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα καταδικασμένο εγχείρημα μετά το καλοκαίρι του 414, ο Νικίας αρνήθηκε να αποχωρήσει, φοβούμενος για την υπόληψη και την ασφάλειά του. Αντίθετα, ζήτησε από τους Αθηναίους να επιλέξουν μεταξύ της αποχώρησης ή της αποστολής κολοσσιαίας ενισχυτικής δύναμης και απαλλαγής του από την αρχηγία. Μια αντικειμενική εκτίμηση της επικινδυνότητας της κατάστασης και της δικής του αδυναμίας θα είχε οδηγήσει στην αποχώρηση, αποτρέποντας τη μεγάλη καταστροφή. Ακόμη και μετά την τρομερή ήττα στις Επιπολές, ο Νικίας αρνήθηκε να επιστρέψει με τον στρατό του πίσω στην πατρίδα. Προκειμένου να διαφυλάξει την υστεροφημία του και να διαφύγει την τιμωρία χρησιμοποίησε ως πρόφαση την έκλειψη της σελήνης για να αρπάξει μια τελευταία ευκαιρία να αποφύγει το αναπόφευκτο. Ματαίωσε έτσι την έσχατη δυνατότητα των Αθηναίων να γλιτώσουν.
Δεν μπορεί παρά να μας εκπλήσσει ο φόρος τιμής που αποδίδει ο Θουκυδίδης στον Νικία, για τον οποίο αναφέρει ότι όχι μόνο δεν του άξιζε αυτό το φοβερό πεπρωμένο, αλλά δηλώνει πως στον καιρό του -ήταν ο λιγότερο άξιος γί’ αυτό, τοποθετώντας, κατά κάποιο τρόπο, τον Νικία υπεράνω όλων των συγχρόνων του, ακόμη και του Περικλή. Η τόση έμφασή του δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη, και μας κάνει να αναρωτηθούμε γιατί ο Θουκυδίδης επιλέγει να γράψει ένα από τα σπάνια εγκώμιά του, και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. Ίσως επεδίωκε να θεωρήσουν οι αναγνώστες του αυτό τον έπαινο ως γενικότερη επιδοκιμασία των μέχρι τότε προσόντων του Νικία, όπως παρατηρεί κάποιος οξυδερκής σύγχρονος αναγνώστης: «Κανείς από όσους έχουν διαβάσει την ιστορία μέχρι αυτό το σημείο δεν πρέπει να έχει σχηματίσει καλή γνώμη για τον Νικία». Αλλά ακριβώς αυτή η αρνητική εντύπωση η οποία είχε επικρατήσει καθιστούσε για τον Θουκυδίδη αναγκαία τη συγγραφή μιας τόσο θερμής εγκωμιαστικής αναφοράς στον Νικία– το γεγονός ότι λίγοι από τους αναγνώστες της Ιστορίας έχουν αποκομίσει την αρνητική εντύπωση που περιγράφεται παραπάνω αποδεικνύει την αποτελεσματικότητα του εγκωμίου.
Αν ο Θουκυδίδης περιέγραφε τη σταδιοδρομία του Νικία χωρίς να προβεί σε αυτή την τελική αξιολόγηση, ίσως να φτάναμε στο συμπέρασμα στο οποίο φαίνεται πως κατέληξαν οι σύγχρονοί του: ένας από τους μείζονες λόγους της συμφοράς στη Σικελία υπήρξε η πολιτική και στρατηγική ανεπιτηδειότητά του. Φαίνεται σαφώς ότι ο Θουκυδίδης δεν μπορεί να αρνηθεί τη σημασία αυτού του παράγοντα, γι’ αυτόν, όμως, δεν αποτελεί επαρκή εξήγηση, ούτε τον θεωρεί κυρίαρχο. Ο Θουκυδίδης θέλει να δώσει στον αναγνώστη να καταλάβει πως η πρωταρχική αιτία της καταστροφής ήταν η μετά τον Περικλή δημοκρατία, ανεξέλεγκτη, χωρίς τον συνετό, ισχυρό και ευφυή πολιτικό ηγέτη της να τη συγκρατεί, παραπλανημένη από απερίσκεπτους και φιλόδοξους δημαγωγούς, άρα εγκαταλελειμμένη στην άγνοια, την απληστία, τις δεισιδαιμονίες, και τον φόβο. Ο όχλος ήταν αυτός που αποφάσισε την επίθεση στη Σικελία και την προσάρτησή της στην Αθηναϊκή Ηγεμονία έτσι ώστε να επωφεληθεί ο λαός από τα λάφυρα. Ο όχλος είχε εκμαυλιστεί από τον φιλόδοξο εγωιστή Αλκιβιάδη έτσι, ενέδωσε στους φόβους και τις προλήψεις του και επέλεξε τον Νικία ως έναν από τους στρατηγούς παρά την αντίθεση του τελευταίου στο εγχείρημα. Στη συνέχεια αρνήθηκε να τον απαλλάξει από την αρχηγία ακόμη και όταν ασθενούσε και είχε χάσει τις ικανότητές του. Ο όχλος εξακολούθησε να ρίχνει χρήματα, εφόδια, και άνδρες σε ένα απύθμενο πηγάδι για πολύ καιρό ακόμη, ενώ ήδη η σύνεση υπαγόρευε τον τερματισμό της εκστρατείας. Ο όχλος, υπό το κράτος του πανικού λόγω των θρησκευτικών σκανδάλων του 415 και χειραγωγημένος από τους δημαγωγούς, εξεδίωξε τον πρωτεργάτη της εκστρατείας που είχε ήδη ξεκινήσει, ίσως τον ευφυέστερο όλων, εξαναγκάζοντάς τον να καταφύγει στον εχθρό, από όπου προξένησε μεγάλη ζημιά στη γενέτειρά του. Έτσι συμβαίνει όταν η δημοκρατία έχει εκφυλιστεί και εξουσιάζει ο όχλος, και ο Θουκυδίδης είναι αποφασισμένος να διδάξει αυτό το σημαντικό μάθημα στον αναγνώστη του.
Το εγκώμιο του Νικία, κατά την άποψη του Θουκυδίδη, κατευθύνει σωστά τον αναγνώστη, γιατί εφιστά την προσοχή του στο άλλο και σπουδαιότερο εγκώμιο της ιστορίας, τον πανηγυρικό του Περικλή στο 2.65. Εκεί του υπενθυμίζει ότι μετά τον Περικλή, η Αθήνα, την οποία πράγματι είχε κυβερνήσει ένας εξαίρετος ηγέτης, εξελίχθητε σε πραγματική δημοκρατία, και ότι οι πολιτικοί που τον διαδέχτηκαν ήταν κατώτεροι, και καθένας τους υστερούσε τουλάχιστον όσον αφορά σε ορισμένα από τα χαρίσματά του. Ο Νικίας, αν και υπήρξε έντιμος άνθρωπος με σημαντικά προσόντα, δεν διέθετε σε αρκετό βαθμό τις πνευματικές ικανότητες της ευφυΐας (σύνεσις), της προνοητικότητας {πρόνοια), και της ορθής κρίσης {γνώμη). Οι Αθηναίοι τον επέλεξαν για την αρχηγία επειδή τον σέβονταν λόγω της γνωστής ευσέβειάς του και της επιτυχημένης πορείας του {ευτυχία), για την οποία ο όχλος πίστευε ότι ήταν καρπός αυτής της ευσέβειας. Όμως, ο Θουκυδίδης θα ήθελε να πιστέψουμε πως ο όχλος έσφαλλε, γιατί η επιτυχία, στον βαθμό που την καθορίζει ο άνθρωπος και όχι η τύχη, δεν προέρχεται από την ευσέβεια και την εύνοια των θεών αλλά από την πνευματική οξύτητα ενός Περικλή. Μπορούμε να θεωρήσουμε πως ο Θουκυδίδης είχε επίγνωση της ειρωνείας που έκρυβε το γεγονός ότι οι Αθηναίοι είδαν τις ελπίδες τους να καταρρέουν επειδή εμπιστεύθηκαν έναν άνθρωπο ο οποίος, όπως και οι ίδιοι, πίστευε πως η ευσέβεια και η πίστη στους θεούς ήταν ανώτερες από την ανθρώπινη σοφία· αυτή ακριβώς η πίστη έφερε τον Νικία από την ευτυχία στη φοβερότερη καταστροφή {δυστυχία) – μια καταστροφή η οποία του άξιζε λιγότερο από όσο σε όλους τους άλλους.
Το κύριο μέλημα του Θουκυδίδη όταν έγραφε αυτό το εγκώμιο δεν ήταν η υπεράσπιση της υστεροφημίας του Νικία, αν και υπάρχει λόγος να πιστέψουμε πως ευχαρίστως θα το έκανε. Φαίνεται ότι και οι δύο άνδρες θαύμαζαν τον Περικλή· και οι δύο απεχθάνονταν τον Κλέωνα και ήταν αντίθετοι με τις τακτικές του. Πράγματι, είχαν πολλά κοινά οι δυο τους, και ο Θουκυδίδης εύκολα θ« αναγνώριζε στο πρόσωπο του Νικία το εξιλαστήριο θύμα του παράλογου δήμου, όπως συνέβη και με τον ίδιο. Ο κύριος σκοπός του, πάντως, στη νεκρολογία ήταν να αναθεωρήσει όσα έκρινε ότι συνιστούσαν παρερμηνεία, ή, τουλάχιστον, υπεραπλούστευση, σχετικά με τη συμφορά στη Σικελία, και απέδιδαν την κύρια ή αποκλειστική ευθύνη στα λάθη του Νικία. Κανείς αμερόληπτος αναγνώστης δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η αντίδρασή του σε μια τόσο απλουστευτική ερμηνεία ήταν δικαιολογημένη, ή να μην εκτιμήσει τη δική του πληρέστερη και βαθύτερη ανάλυση. Ο σημερινός αναγνώστης ο οποίος έχει ελλιπέστερη γνώση και πιο επιφανειακή αντίληψη των γεγονότων από ό,τι ο σπουδαίος Αθηναίος ιστορικός αλλά, ενδεχομένως, με την απόσταση που τον χωρίζει από αυτά, μπορεί να σημειώσει τα διδάγματα σχετικά με τους κινδύνους τους οποίους ενέχουν οι ανεξέλεγκτες άμεσες δημοκρατίες, και μάλιστα να παρατηρήσει, συγχρόνως, ότι τα γεγονότα έθεσαν τη μοίρα των Αθηναίων στα χέρια του μοναδικού ανθρώπου που στάθηκε ικανός να μετατρέψει ένα λάθος σε συμφορά.
* Το ρήμα «μέλλω» με την έννοια «αργοπορώ», «αναβάλλω», «καθυστερώ».