Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Περὶ τοῦ στεφάνου (102-106)

[102] Βούλομαι τοίνυν ἐπανελθεῖν ἐφ᾽ ἃ τούτων ἑξῆς ἐπολιτευόμην· καὶ σκοπεῖτ᾽ ἐν τούτοις πάλιν αὖ, τί τὸ τῇ πόλει βέλτιστον ἦν. ὁρῶν γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸ ναυτικὸν ὑμῶν καταλυόμενον καὶ τοὺς μὲν πλουσίους ἀτελεῖς ἀπὸ μικρῶν ἀναλωμάτων γιγνομένους, τοὺς δὲ μέτρι᾽ ἢ μικρὰ κεκτημένους τῶν πολιτῶν τὰ ὄντ᾽ ἀπολλύοντας, ἔτι δ᾽ ὑστερίζουσαν ἐκ τούτων τὴν πόλιν τῶν καιρῶν, ἔθηκα νόμον καθ᾽ ὃν τοὺς μὲν τὰ δίκαια ποιεῖν ἠνάγκασα, τοὺς πλουσίους, τοὺς δὲ πένητας ἔπαυσ᾽ ἀδικουμένους, τῇ πόλει δ᾽ ὅπερ ἦν χρησιμώτατον, ἐν καιρῷ γίγνεσθαι τὰς παρασκευὰς ἐποίησα.

[103] καὶ γραφεὶς τὸν ἀγῶνα τοῦτον εἰς ὑμᾶς εἰσῆλθον καὶ ἀπέφυγον, καὶ τὸ μέρος τῶν ψήφων ὁ διώκων οὐκ ἔλαβεν. καίτοι πόσα χρήματα τοὺς ἡγεμόνας τῶν συμμοριῶν ἢ τοὺς δευτέρους καὶ τρίτους οἴεσθέ μοι διδόναι, ὥστε μάλιστα μὲν μὴ θεῖναι τὸν νόμον τοῦτον, εἰ δὲ μή, καταβάλλοντ᾽ ἐᾶν ἐν ὑπωμοσίᾳ; τοσαῦτ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅσ᾽ ὀκνήσαιμ᾽ ἂν πρὸς ὑμᾶς εἰπεῖν.

[104] καὶ ταῦτ᾽ εἰκότως ἔπραττον ἐκεῖνοι. ἦν γὰρ αὐτοῖς ἐκ μὲν τῶν προτέρων νόμων συνεκκαίδεκα λῃτουργεῖν, αὐτοῖς μὲν μικρὰ καὶ οὐδὲν ἀναλίσκουσι, τοὺς δ᾽ ἀπόρους τῶν πολιτῶν ἐπιτρίβουσιν, ἐκ δὲ τοῦ ἐμοῦ νόμου τὸ γιγνόμενον κατὰ τὴν οὐσίαν ἕκαστον τιθέναι, καὶ δυοῖν ἐφάνη τριήραρχος ὁ τῆς μιᾶς ἕκτος καὶ δέκατος πρότερον συντελής· οὐδὲ γὰρ τριηράρχους ἔτ᾽ ὠνόμαζον ἑαυτούς, ἀλλὰ συντελεῖς. ὥστε δὴ ταῦτα λυθῆναι καὶ μὴ τὰ δίκαια ποιεῖν ἀναγκασθῆναι, οὐκ ἔσθ᾽ ὅ τι οὐκ ἐδίδοσαν.

[105] καί μοι λέγε πρῶτον μὲν τὸ ψήφισμα καθ᾽ ὃ εἰσῆλθον τὴν γραφήν, εἶτα τοὺς καταλόγους, τόν τ᾽ ἐκ τοῦ προτέρου νόμου καὶ τὸν κατὰ τὸν ἐμόν. λέγε.

ΨΗΦΙΣΜΑ.
[Ἐπὶ ἄρχοντος Πολυκλέους, μηνὸς βοηδρομιῶνος ἕκτῃ ἐπὶ δέκα, φυλῆς πρυτανευούσης Ἱπποθωντίδος, Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεὺς εἰσήνεγκε νόμον [εἰς τὸ] τριηραρχικὸν ἀντὶ τοῦ πρότερον, καθ᾽ ὃν αἱ συντέλειαι ἦσαν τῶν τριηράρχων· καὶ ἐπεχειροτόνησεν ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος· καὶ ἀπήνεγκε παρανόμων Δημοσθένει Πατροκλῆς Φλυεύς, καὶ τὸ μέρος τῶν ψήφων οὐ λαβὼν ἀπέτεισε τὰς πεντακοσίας δραχμάς.]

[106] Φέρε δὴ καὶ τὸν καλὸν κατάλογον.

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ.
[Τοὺς τριηράρχους καλεῖσθαι ἐπὶ τὴν τριήρη συνεκκαίδεκα ἐκ τῶν ἐν τοῖς λόχοις συντελειῶν, ἀπὸ εἴκοσι καὶ πέντε ἐτῶν εἰς τετταράκοντα, ἐπὶ ἴσον τῇ χορηγίᾳ χρωμένους.]

Φέρε δὴ παρὰ τοῦτον τὸν ἐκ τοῦ ἐμοῦ νόμου κατάλογον.

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ.
[Τοὺς τριηράρχους αἱρεῖσθαι ἐπὶ τὴν τριήρη ἀπὸ τῆς οὐσίας κατὰ τίμησιν, ἀπὸ ταλάντων δέκα· ἐὰν δὲ πλειόνων ἡ οὐσία ἀποτετιμημένη ᾖ χρημάτων, κατὰ τὸν ἀναλογισμὸν ἕως τριῶν πλοίων καὶ ὑπηρετικοῦ ἡ λειτουργία ἔστω. κατὰ τὴν αὐτὴν δὲ ἀναλογίαν ἔστω καὶ οἷς ἐλάττων οὐσία ἐστὶ τῶν δέκα ταλάντων, εἰς συντέλειαν συναγομένοις εἰς τὰ δέκα τάλαντα.]

***
[102] Θέλω τώρα να επανέλθω στην εξιστόρηση των πολιτικών μου ενεργειών που ακολούθησαν τα γεγονότα αυτά. Εξετάστε και πάλι ποιό ήταν το καλύτερο για την πόλη με βάση αυτές τις ενέργειες. Βλέποντας λοιπόν, Αθηναίοι, το ναυτικό σας να διαλύεται, τους πλούσιους με τις μικρές εισφορές που πλήρωναν να καταντούν αφορολόγητοι, από την άλλη όσους πολίτες είχαν μεσαία ή μικρά εισοδήματα να χάνουν την περιουσία τους, και ακόμη εξαιτίας αυτών να χάνει η πόλη τις ευκαιρίες, θέσπισα νόμο σύμφωνα με τον οποίο ανάγκασα τους πλούσιους να αναλάβουν τις δαπάνες που τους αναλογούσαν, απάλλαξα τους φτωχούς από την αδικία και πέτυχα το πιο χρήσιμο πράγμα για την πόλη, να γίνονται δηλαδή οι προετοιμασίες του ναυτικού στην ώρα τους.

[103] Αφού μηνύθηκα, παρουσιάστηκα γι᾽ αυτό το μέτρο, δικάστηκα από σας, αλλά αθωώθηκα· ο μηνυτής μου μάλιστα δεν έλαβε τον ελάχιστο νόμιμο αριθμό των ψήφων. Αλήθεια, πόσα χρήματα φαντάζεστε ότι μου πρόσφεραν οι πιο πλούσιοι από τα μέλη των συμμοριών ή οι δεύτεροι και οι τρίτοι από άποψη πλούτου, κατά κύριο λόγο για να μην προτείνω αυτόν τον νόμο ή σε αντίθετη περίπτωση, αν τον προτείνω, για να επιτρέψω την αναβολή της εφαρμογής του; Ήταν τόσο μεγάλο το ποσό, Αθηναίοι, ώστε θα δίσταζα να σας το κατονομάσω.

[104] Και ήταν φυσικό να ενεργούν έτσι εκείνοι. Γιατί σύμφωνα με τους προηγούμενους νόμους μπορούσαν να αναλαμβάνουν τις προς την πόλη υποχρεώσεις ανά δεκαέξι, ξοδεύοντας λίγα ή και καθόλου οι ίδιοι και συνθλίβοντας τους άπορους πολίτες, ενώ με τον δικό μου νόμο ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν ο καθένας τους εισφορές ανάλογα με την περιουσία του. Έτσι, ο πρώην δέκατος έκτος για τον εξοπλισμό μιας και μόνο τριήρους συντελής —γιατί ούτε καν τριηράρχους πια κατονόμαζαν τους εαυτούς τους αλλά συντελείς— προέκυψε να είναι τριήραρχος δύο τριήρων. Προκειμένου λοιπόν να ακυρωθούν αυτά τα μέτρα και να μην αναγκαστούν να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το δίκαιο, δεν υπήρχε χρηματικό ποσό που να μην το πρόσφεραν.

[105] Κάνε μου τη χάρη, γραμματέα, και διάβασε πρώτα το ψήφισμα εξαιτίας του οποίου πέρασα από τη γνωστή αυτή δίκη, και μετά τους καταλόγους, τόσο αυτόν που περιέχει τις υποχρεώσεις σύμφωνα με τον προηγούμενο νόμο όσο και εκείνον που περιέχει τις υποχρεώσεις σύμφωνα με τον δικό μου.

ΨΗΦΙΣΜΑ
[Επί άρχοντος Πολυκλέους, την δέκατη έκτη Βοηδρονιώνα, επί πρυτανείας της Ιπποθωντίδας φυλής, ο Δημοσθένης του Δημοσθένη από την Παιανία εισήγαγε προς ψήφιση νόμο για την τριηραρχία σε αντικατάσταση του προηγουμένου σύμφωνα με τον οποίο ορίζονταν οι συνεισφορές των τριηράρχων. Ενέκρινε το ψήφισμα η Βουλή και ο Λαός. Ο Περικλής ο Φλυέας μήνυσε τον Δημοσθένη για πρόταση παράνομου ψηφίσματος και, επειδή δεν έλαβε τον ελάχιστο νόμιμο αριθμό ψήφων, πλήρωσε πρόστιμο πεντακοσίων δραχμών].

[106] Φέρε τώρα και τον περίφημο κατάλογο.

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
[Οι τριήραρχοι, δεκαέξι για κάθε τριήρη, να καλούνται από τις ομάδες των συμβαλλόντων, από την ηλικία των είκοσι πέντε ετών μέχρι σαράντα, καταβάλλοντας ο καθένας ίσο χρηματικό ποσό].

Φέρε τώρα και διάβασε συγκριτικά με αυτόν και τον κατάλογο που συντάχθηκε σύμφωνα με τον δικό μου νόμο.

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
[Οι τριήραρχοι να εκλέγονται ύστερα από εκτίμηση της περιουσίας τους, ξεκινώντας από δέκα τάλαντα για κάθε τριήρη. Εάν όμως η περιουσία εκτιμηθεί πάνω από το ποσό αυτό, η υποχρέωση να οριστεί αναλογικά μέχρι να εξοπλίσουν τρεις τριήρεις και ένα βοηθητικό σκάφος. Η ίδια αναλογία να τηρηθεί και γι᾽ αυτούς που η περιουσία είναι μικρότερη από δέκα τάλαντα· αυτοί θα ενώνονται σε φορολογούμενη ομάδα ώστε να συμπληρώνουν το ποσό των δέκα ταλάντων].

Η ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΥΘΩΝ ΣΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ

Σχετική εικόναΓιατί αυτή η αδιάκοπη επιβολή των ελληνικών μύθων στην φαντασία της Δύσης; Γιατί μια δράκα ελληνικών μύθων, μεταξύ των οποίων και αυτός της Αντιγόνης, να επανέρχονται στην τέχνη και την σκέψη του εικοστού αιώνα, σε βαθμό που να γίνονται σχεδόν έμμονες ιδέες; Γιατί δεν υπάρχει τέλος για τον Οιδίποδα, τον Προμηθέα, τον Ορέστη, τον Νάρκισσο, γιατί δεν αναπαύονται εν ειρήνη στην αρχαιολογία; Ρητά και υπόρρητα, αυτό ήταν το ερώτημα που υποφώσκει σε τούτη την μελέτη.
 
Οι ποιητές, οι φιλόσοφοι, οι ανθρωπολόγοι, οι ψυχολόγοι, έχουν δώσει απαντήσεις. Πολλές από τις απαντήσεις είναι σαγηνευτικές. Επειδή οι ελληνικοί μύθοι κωδικοποιούν ορισμένες πρωταρχικές βιολογικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις και αντιλήψεις του Εγώ στην ιστορία του ανθρώπου, διαρκούν ως ζωντανή κληρονομιά στην συλλογική μνήμη και αναγνώριση. Επιστρέφουμε σε αυτούς, όπως επιστρέφουμε στις ψυχικές μας ρίζες (αλλά τότε, γιατί άραγε δεν είναι, αυστηρά μιλώντας, οικουμενικοί και ίσης σπουδαιότητας για όλους τους πολιτισμούς, Δύσης και Ανατολής;). Μας βεβαιώνουν πως τα ίδια τα θεμέλια των τεχνών και του πολιτισμού μας είναι μυθικά. Έχοντας πάρει από την αρχαία Ελλάδα τα ουσιαστικά στοιχεία της δυτικής ορθολογικότητας, των πολιτικών θεσμών, των αισθητικών μορφών, πήραμε μαζί και την μυθολογία, από την οποία αυτά τα ουσιώδη στοιχεία άντλησαν την συμβολική τους ιστορία και εγκυρότητα.
 
Μπορούμε, όμως, να διατυπώσουμε θεωρίες και σε ταπεινότερο επίπεδο. Η ελληνική λογοτεχνία είναι η πρώτη που ανα­γνωρίζουμε και βιώνουμε ως τέτοια. Η ταύτισή της με τους μύ­θους είναι τόσο άμεση και γόνιμη, ώστε η ελληνική μυθολογία έχει γίνει σταθερό κέντρο, σημείο αναφοράς για κάθε μετέπειτα ποιητική επινόηση και φιλοσοφική αλληγορία. Οι ελληνικοί μύθοι είναι μια στενογραφία, που η οικονομία της γεννά απεριόριστες παραλλαγές, χωρίς όμως να έχει ανάγκη, η ίδια, να επινοηθεί εκ νέου. Βλέπε το αλφάβητό μας ή την αριθμητική μας σημειογραφία. Υπάρχουν ασφαλώς και προσθήκες: το σύμβολο του μηδενός, ο μύθος του Δον Ζουάν. Είναι, όμως, εξαιρετικά σπάνιες. Ο Χάιντεγκερ το διατυπώνει ακόμη απλούστερα: για τον δυτικό άνθρωπο, «ο ίδιος ο μύθος είναι ελληνικός».
 
Γιατί όμως; Για να προσαρμόσουμε εδώ την εικόνα του Νίτσε, γιατί άραγε αυτή η «αιώνια επιστροφή»;
 
Όταν ένα ερώτημα αποδεικνύεται υπερβολικά δύσκολο, μπορούμε, ίσως, να το μετριάσουμε, θέτοντας ένα άλλο ερώτημα, εξίσου ή και περισσότερο δύσκολο. Έχω, όντως, την πεποίθηση, ωστόσο, ότι, αν εξετάσουμε τον Σαίξπηρ, μπορούμε, κατ’ αντιπαράθεσιν, να βρούμε κάποια πρόσβαση στον κεντρικό, ακατάλυτο, χαρακτήρα κανόνα που έχουν οι ελληνικοί μύθοι.
 
Τέσσερις σχεδόν αιώνες έχουν κυλήσει από τότε που δημιουργήθηκαν τα έργα του. Πολλά περί του Σαίξπηρ κατέχουν το φωτοστέφανο του ανώνυμου, κάποιου που η προσωπική του ατομικότητα είναι ελάχιστα γνωστή ή δεν υπάρχει ανάγκη να γίνει γνωστή. Από πολλές απόψεις, οι επινοήσεις και ο λόγος του Σαίξπηρ, τα αποφθέγματα, οι παρομοιώσεις, τα σύμβολά του είναι πανταχού παρόντα στον πολιτισμό μας. Όμως, αν και υπάρχει - στον Λορενζάτσιο του Αλφρέ ντε Μυσσέ, στην γερμανική και ρωσική ποίηση και πεζογραφία - μεγάλος αριθμός μεταφορών από τον Άμλετ, αν και ο Ληρ του Έντουαρντ Μποντ αποτελεί εντυπωσιακό πείραμα, αν και ο Μάκβεθ του Ιονέσκο έχει τις μεγάλες του στιγμές, ωστόσο ο κόσμος του Σαίξπηρ παραμένει δικός του. Δεν έχει δώσει επιγόνους ούτε επαναλήψεις του πολλαπλού, συνεχούς είδους ή της ποιότητας που συνδέουμε με την κληρονομιά της Ὀρέστειας, της Μήδειας ή του Ιππολύτου του Ευριπίδη, των σοφόκλειων δραμάτων για τον Οιδίποδα και την Αντιγόνη. Ερωτώ, λοιπόν: δεν θα έπρεπε να έχουμε τώρα μια λεγεώνα από «Μάκβεθ», από «Οθέλλους» από «Βασιλιάδες Ληρ»;
 
Η ανωτερότητα του Σαίξπηρ είναι ένα από τα ελάχιστα γνήσια ταμπού θέματα στις πολιτιστικές μας συζητήσεις. Πραγματικές αμφιβολίες δεν μπορούν να εγερθούν, παρ’ εκτός στο επίπεδο της οργισμένης διαστροφής (Τολστόι) ή της ευθυμίας και της επιδειξιμανίας (ο Σω στον Κυμβελίνο). Η άκρα ανισότητα του έργου του Σαίξπηρ, ο παιδαριώδης χαρακτήρας πολλών επεισοδίων και παρεκβάσεων, ιδιαίτερα στις κωμωδίες, η απεραντολογία κειμένων που οι σκηνοθέτες κόβουν σαν να πρόκειται για προφανές θέμα ρουτίνας, είναι προβλήματα που επισημαίνονται τρόπον τινά εν παρόδω. Η υπεροχή του σαιξπηρικού επιτεύγματος στο σύνολό του είναι τέτοια, ώστε να παραμερίζει, να μετατρέπει μάλιστα σε προτερήματα, πράγματα που σε κάθε άλλον συγγραφέα θα αποτελούσαν σοβαρές αποτυχίες. Εφόσον ο γελωτοποιός στον Οθέλλο είναι τόσο έκδηλα ανυπόφορος, απλώς τον παραλείπουν στον σχολιασμό και στις σκηνικές παραγωγές.
 
Μόνον ένας άνθρωπος, για τον οποίο η έκφραση των προσωπικών πεποιθήσεων αποτελεί ηθικό απόλυτο, μπορεί να καταγράψει τα θεμελιώδη σημεία αμηχανίας γύρω από τον γεννήτορα του Άμλετ ή του Ληρ. Στο έργο του Vermischte Bermerkungen («Σύμμεικτες Παρατηρήσεις») (δημοσιευμένο, είναι αλήθεια, μετά θάνατον) ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν σημειώνει ότι ποτέ δεν κατάφερε να «μπει στο νόημα... να καταλάβει» τον Σαίξπηρ. Οι φωνασκίες αυτού του καθολικού εκθειασμού τον γεμίζουν βαθιά δυσπιστία. «War er vielleicht eher ein Spmchschopfer als ein Dichter?» («Ήταν ίσως περισσότερο γλωσσοπλάστης παρά ποιητής;»). Αυτή η διάκριση είναι πολύ δύσκολο να μεταφραστεί. Πρόκειται, στην ουσία, για την διάκριση ανάμεσα σε έναν υπέρτατο δεξιοτέχνη και δημιουργό γλώσσας, εκφραστικών τεχνασμάτων, και σε αυτόν που το έργο του οδηγεί στην «αλήθεια». «Er ist nicht naturwahr», λέει ο Βιτγκενστάιν για τον Σαίξπηρ, «δεν αποδίδει πιστά την φύση» ή, ίσως, «η αλήθεια του δεν εί­ναι φυσική». Κανείς δεν θα μπορούσε να μιλήσει για την «μεγάλη καρδιά του Σαίξπηρ», όπως μπορούν να μιλούν για την «μεγάλη καρδιά του Μπετόβεν». Σύμφωνα με τον Βιτγκενστάιν, το «ευκίνητο χέρι» του Σαίξπηρ επινόησε, με απαράμιλλο τρό­πο, νέες «Naturformen der Sprache», «φυσικές μορφές» ή «είδη γλώσσας», μάλλον, παρά δημιούργησε ό,τι ο Βιτγκενστάιν θα αναγνώριζε ως ουσιαστικές, αληθείς παρουσίες.
 
Θα μας έπαιρνε, ίσως, πολύ χρόνο, για να διευκρινίσουμε με ακρίβεια τις παρατηρήσεις του Βιτγκενστάιν, να τις τοποθετήσουμε στο συνολικό πλαίσιο αναφοράς τους (αν και είναι ήδη έκδηλη η σχέση τους με την διάκριση του Κίρκεγκωρ ανάμεσα στο αισθητικό και το ηθικό, καθώς και οι τολστοϊκές απηχήσεις). Το ουσιαστικό, όμως, σημείο είναι το εξής: ο Βιτγκενστάιν αναγνωρίζει στον Σαίξπηρ μία μοναδική κυριαρχία στην γλώσσα. Αυτή η κυριαρχία δεν εξασφαλίζει, και μάλιστα ενδέχεται να αντιμάχεται, τον αγώνα για την «αλήθεια και την διατύπωσή της», είτε θεολογική είτε φιλοσοφική είναι αυτή η αλήθεια. Ο σαιξπηρικός κόσμος είναι αμερόληπτος, ίσως αδιάφορος, σε ό,τι αφορά τον Θεό. Είναι απομακρυσμένος από αυτό που θέτει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, όταν λέει ότι «το θεολογικό» είναι, και στην γλώσσα και στην ύψιστη τέχνη, ο μόνος εγγυητής του βιωμένου νοήματος.
 
Στην ελληνική τραγωδία, η υπερβατική διάσταση είναι ουσιαστικότατη. Τόσο ο Αισχύλος, όσο και ο Σοφοκλής την αναπτύσσουν και την αντιμετωπίζουν ανοιχτά- στον Ευριπίδη ενίοτε υπονομεύεται, ενίοτε προβάλλει καταλυτική. Ο μύθος ενσαρκώνει το δυναμικό του ανέκκλητου, ενώ αναβάλλει, μέσω της αμφισημίας, της πλάνης και της σύγκρουσης, την εκπλήρωσή του. Στον μύθο υπάρχει πάντοτε μια «προσμονή» νοήματος, είτε μεσσιανικού είτε αντιμεσσιανικού - μάρτυς οι Βάκχες, μάρτυς ο ανώνυμος «Ευαγγελισμός» του μουσείου των Βρυξελλών, όπου, πίσω από την Παρθένο που λαμβάνει το μήνυμα του αγγέλου, υπάρχει μια εικόνα της σταύρωσης.
 
Αυτή η ανεκπλήρωτη προσδοκία γεννά την ελληνική τραγωδία και την καθιστά ανεξάντλητα ανοιχτή στις ανάγκες μας για κατανόηση. Ο Σαίξπηρ άντλησε τα θέματά του από την ιστορία, τις λαϊκές παραδόσεις, τον θρύλο, το παραμύθι, τα faits divers από χρονικά πάθους. Δεν χρησιμοποίησε τον μύθο, με προβληματική εξαίρεση το Τρωίλος και Χρυσηίδα. Κάποια θαυμαστή διαίσθηση τον εμπόδισε. Ο πλουραλισμός και η ευρύτητα των αντιλήψεών του, η κλίση του προς το κωμικοτραγικό, η προσοχή του προς το παιδί μέσα στον άνθρωπο αρνούνται κάθε ενοποίηση της πραγματικότητας, και μαζί της το ανυπόφορο μεγαλείο της μυθικής στιγμής. Η Ὀρέστεια, ο Οἰδίπους Τύραννος, η Ἀντι­γόνη, οι Βάκχες, αλλά και το Tristan und Isolde του Βάγκνερ βρίσκονται έξω από την καλειδοσκοπική, μη θρησκευτική ανθρωπότητα του Σαίξπηρ.
 
Ωστόσο, ο μύθος και η στράτευσή του στο υπερβατικό είναι που γεννά, που επιβάλλει, την δυναμική της επανεμφάνισης, της επανάληψης (repetition: αυτό το «να ξαναζητάς») μέσα στον χρόνο.
 
Η άλλη κατεύθυνση, την οποία θα ήθελα να ερευνήσω, είναι αυτή που σκιαγράφησα αδρά σε ένα προηγούμενο κεφάλαιο: η υπόθεσή μου ότι οι κύριοι ελληνικοί μύθοι είναι εντυπωμένοι στην εξέλιξη της γλώσσας μας και ιδιαίτερα των γραμματικών μας. Εάν η διαίσθησή μου είναι σωστή, και εδώ όλα μένουν προς απόδειξιν, όταν μιλάμε, μιλάμε με οργανικά υπολείμματα του μύθου. Εξ ου και η ενδημική παρουσία στην νοοτροπία και τον πολιτισμό μας του Οιδίποδα και της Ελένης, του Έρωτα και του Θανάτου, του Απόλλωνα και του Διονύσου.
 
Πρόκειται, όμως, για εικασίες και για βιβλία που δεν έχουν ακόμη γραφεί. Το μόνο, για το οποίο μπορώ να είμαι βέβαιος, είναι το εξής: αυτό που προσπάθησα να πω, χρειάζεται κιόλας προσθήκες. Αυτή την στιγμή οι άνθρωποι φαντάζονται, σκάφτονται, ζουν νέες «Αντιγόνες»· το ίδιο θα συμβαίνει και αύριο. 

Μην στερείς από τα παιδιά τα όνειρά τους

Όλοι έχουμε όνειρα στη ζωή μας. Από μικρά παιδιά η πιο συνηθισμένη ερώτηση που δεχόμαστε είναι το «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» και με μια υπέροχη αθωότητα σκαρφιζόμαστε επαγγέλματα που κάπου έχουμε παίξει, τα 'χουμε δει ή ακούσει. Με απόλυτη σιγουριά λοιπόν, οι μικροί μας φίλοι μας απαντούν «θα γίνω τραγουδίστρια ή αστροναύτης ή ποδοσφαιριστής» ή οτιδήποτε άλλο έχουν στο μυαλό τους τη δεδομένη στιγμή.

Τι συμβαίνει όμως όταν ρωτήσουμε τους γονείς των ίδιων παιδιών «τι θα ήθελες να γίνει το παιδί σου όταν μεγαλώσει;», πόσοι γονείς είναι εκείνοι που θα σου απαντήσουν «ευτυχισμένο»; Πολλοί αλλά δυστυχώς όχι όλοι!

Το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει ένας γονιός, είναι να ασκήσει άλογη καταπίεση στο παιδί του. Το παιδί σου βγήκε από μέσα σου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι κτήμα σου. Διαπλάθεις τη συνείδηση του, αλλά όχι την προσωπικότητα του.

Κάθε παιδί λειτουργεί διαφορετικά και ενώ είναι αυτονόητο ότι όλοι οι άνθρωποι γενικότερα διαφέρουν, εσύ θες να δημιουργήσεις έναν μικρό κλώνο που θα ακολουθεί κάθε βήμα σου.

Τρομάζω με τους υπερπροστατευτικούς γονείς. Δε λέω, να προστατεύεις το παιδί σου, είναι ότι πολυτιμότερο έχεις στη ζωή σου, αλλά μην το φυλακίζεις μέσα σε μία γυάλα. Είναι παιδί, θα παίξει, θα λερωθεί, θα χτυπήσει. Εσύ πρέπει να στέκεσαι δίπλα του να το προσέχεις, όχι να μην το αφήνεις να κουνηθεί. Θα μεγαλώσει πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι φαντάζεσαι, δεν μπορεί να είναι αψεγάδιαστο, δεν μπορεί να ναι ψεύτικο.

'Αστο να αναπνεύσει, να διαμορφώσει το δικό του χαρακτήρα, τις δικές του επιθυμίες. Να είσαι αρωγός σε κάθε του κίνηση, όχι υποκινητής. Το παιδί σου δεν είναι υποχρεωμένο να καταφέρει όσα δεν κατάφερες εσύ στη ζωή σου, αν δεν το θελήσει από μόνο του. Πάψε λοιπόν να βάζεις τιμωρίες όταν δεν βλέπεις αριστεία, πάψε να το προσβάλεις σε περίπτωση αποτυχίας. Μην το πιέσεις να ακολουθήσει ένα κλάδο που δεν επιθυμεί, μάθε να συμβουλεύεις, χωρίς να επιβάλλεις. Μην κρίνεις μονίμως με καχυποψία κάθε επιλογή του που δε σε βρίσκει σύμφωνο.

Η σχέση γονέων- παιδιών πρέπει να στηρίζεται σε αγάπη άνευ ορίων αλλά εμπλοκή με κάποιο μέτρο. Φυσικά , ούτε το να κάνεις το παιδί σου κακομαθημένο λες και εξουσιάζει όλον τον κόσμο είναι αποδεκτό. Η μέση λύση είναι πάντα ότι καλύτερο. Δώσε όλο σου το είναι στο παιδί σου ηθικά κάνοντας το όμως να στέκεται στα δικά του πόδια. Να σέβεσαι την ψυχούλα που έφερες στον κόσμο. Τα παιδιά σε αντίθεση με τους ενήλικες βρίσκουν πάντα τρόπο να σου πουν και ευχαριστώ και σ’ αγαπώ!

Ορθολογισμός

Το να σκέπτεται και να κρίνει κανείς σύμφωνα με τις επιταγές τού ορθού λόγου. Στη φιλοσοφία είναι μια γνωσιολογική θεωρία και μέθοδος έρευνας που θεωρεί τον λόγο ως κύρια πηγή και έλεγχο της γνώσης, τείνει να μη λαμβάνει υπ’ όψιν της την κατ’ αίσθηση εμπειρία, σε αντιδιαστολή με την εμπειριοκρατία, και υποστηρίζει ότι υπάρχουν αλήθειες τις οποίες ο νους μπορεί να συλλάβει άμεσα, γιατί είναι αφ’ εαυτών προφανείς και πρόδηλες. Δηλαδή είναι κάθε φιλοσοφική θεωρία που πιστεύει ότι η δομή της πραγματικότητας είναι απόλυτα λογική, τέτοια δηλαδή που να μπορεί να την αντιληφθεί ολοκληρωτικά το λογικό του ανθρώπου.
 
Η καθιερωμένη μορφή του ορθολογισμού ή ρασιοναλισμός, που κυριάρχησε, και περισσότερο στη δυτική φιλοσοφική σκέψη, είναι ο πλατωνισμός. Η αληθινή πραγματικότητα δεν είναι ο εμπειρικός ή αισθητός κόσμος. Εκείνο που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις είναι μόνο απατηλό φαινόμενο. Η αληθινή πραγματικότητα είναι όμως οι νοητές ουσίες, οι καθολικές ενότητες, που βρίσκονται κρυμμένες και αόρατες πίσω από τις φευγαλέες επιφάσεις του υλικού και ενσώματου κόσμου. Στην ουσία της, η πραγματικότητα έχει ως θεμέλιο και υπόστρωμα τις ιδέες, τα λογικά αρχέτυπα, των οποίων αντίτυπα μόνο απατηλά και ατελή είναι τα πράγματα. Όταν, με την άσκηση, ο άνθρωπος κατορθώνει να απελευθερωθεί από τα εμπόδια των αισθήσεων, μπορεί να φτάσει με τη λογική, στην πλήρη και τέλεια γνώση αυτής της πραγματικότητας.
 
Η λογική σκέψη, η ορθολογική γνώση, είναι πλήρης σύμπτωση με την πραγματικότητα, γιατί η ίδια η ύπαρξη είναι, στην ουσία της, λόγος. Με την έννοια αυτή ο ορθολογισμός είναι λογικός ρεαλισμός, ρεαλισμός των καθολικών εννοιών. Οι ιδέες, οι έννοιες, πριν γίνουν καθολικές έννοιες στο νου του ανθρώπου, είναι ουσίες που υπάρχουν στην πραγματικότητα.
 
Στη νεότερη φιλοσοφία, ο αυτός (που, μετά τον Καντ, συνηθίζεται να λέγεται δογματικός) αποκορυφώνεται στον καρτεσιανισμό και στα μεγάλα μεταφυσικά συστήματα του 17ου αι. Η γνώση της πραγματικότητας δεν δίνεται από την εμπειρία, δεν έχει την πηγή της στον αισθητό κόσμο: ενυπάρχει σε αρχικές ή έμφυτες ιδέες, που έχουν αποτυπωθεί στην ανθρώπινη ψυχή από τον θεό και που είναι ήδη από μόνες τους η αληθινή πραγματικότητα και η γνήσια αντανάκλαση της. Από αυτό πηγάζει ο απριορισμός στη γνωσιολογία. Η γνώση δεν προέρχεται από τη συνάντηση του λογικού και της εμπειρίας, δεν παράγεται από την ένωση των αισθητών δεδομένων με τη διάνοια, αλλά αντίθετα είναι πάντα στο νου του ανθρώπου πριν και ανεξάρτητα από κάθε εμπειρία.
 
Και με αυτή όμως τη μεταφυσική μορφή του έρχεται συχνά σε σύγκρουση με τη θρησκευτική παράδοση, τόσο γιατί αρνείται να δεχτεί αλήθειες εξ αποκαλύψεως, που αντιτάσσονται στη λογική, όσο και για την προσπάθεια του να λογικοποιήσει την ίδια την αποκάλυψη, ελευθερώνοντας την από ό,τι φαίνεται μόνο σκοταδισμός ή πρόληψη. Από το γεγονός αυτό προήλθαν οι πρώτες προσπάθειες ιστορικής και φιλολογικής κριτικής των πηγών της Αγίας Γραφής και, κυρίως, η τάση της αναγωγής όλων των μεγάλων θρησκειών σε λίγες κοινές λογικές αρχές, πάνω από τις θεολογικές διαμάχες και τις δογματικές διαφορές.
 
Με την ανάπτυξη των νεότερων φυσικών επιστημών, κυρίως από τον 18o αι., ο ορθολογισμός ελευθερώνεται προοδευτικά από τις παλιές μεταφυσικές συναρτήσεις του, για να πάρει ολοένα και περισσότερο, κυρίως με τον Διαφωτισμό, ενεργό και πειραματικό χαρακτήρα. Ο όρος ορθολογισμός αρχίζει να χαρακτηρίζει τότε το σύνολο εκείνο αξιών και διανοητικών τάσεων, που συνδέονται στενά με την ανάπτυξη της νεότερης επιστήμης και που είναι: η εμπιστοσύνη στο ότι μπορούμε να φτάσουμε, σταδιακά, με την ανθρώπινη λογική και με τον έλεγχο της εμπειρίας, στην ικανότητα να γνωρίζουμε και να ρυθμίζουμε τον κόσμο, η πεποίθηση πως δεν υπάρχουν ανεξερεύνητες πραγματικότητες, γεγονότα που δεν μπορούμε να εννοήσουμε, η πίστη πως μια λογική συμπεριφορά μπορεί να βελτιώσει και να αλλάξει όχι μόνο την κοινωνία και τη φύση αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο.
 
Γι αυτό και σήμερα φιλοσοφικά ο ορθολογισμός είναι η αντίληψη που προβάλλει τις αξιώσεις τού ορθού λόγου έναντι των αξιώσεων της αποκάλυψης και της αυθεντίας, υποστηρίζει ότι οι θεμελιώδεις αρχές της θρησκείας είναι έμφυτες και αφ’ εαυτών προφανείς και τονίζει τη σημασία τής φυσικής θρησκείας έναντι τής εξ αποκαλύψεως θρησκείας
 
Με τη νέα αυτή και πιο συγχρονισμένη εκδοχή, που εμφανίζεται ήδη με όλη τη μεταρρυθμιστική δύναμή της στον Διαφωτισμό και που επαναλήφθηκε κατόπιν, ως ένα μέρος, από τον θετικισμό του 19ου αι. και, πληρέστερα, σε μερικά νεοδιαφωτιστικά ρεύματα της σύγχρονης σκέψης, ο ορθολογισμός παρουσιάζεται όλο και εντονότερα ως πολέμιος του φιντεϊσμού (θεωρίας της πίστης) και της θεωρίας της ενόρασης, δηλαδή των αντιλογικοκρατικών εκείνων τάσεων, που ή αρνούνται τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον κόσμο ή αναθέτουν τη γνώση αυτή στο αίσθημα, στην άμεση εποπτεία, στη θρησκευτική έμπνευση κλπ.
 
Μεγάλο μέρος της επίδρασης του στον σύγχρονο κόσμο οφείλει ο ορθολογισμός τόσο στην προοδευτική τυποποίηση των κοινωνικών σχέσεων ως σχέσεων ανταλλαγής, που ρυθμίζονται από συμβατικές και νομικές μορφές, όσο και στην ανάπτυξη, με τις σύγχρονες μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, της επιχειρηματικής λογιστικής, των αναλύσεων της αγοράς και, γενικά, όλων των στοιχείων του οικονομικού υπολογισμού. Οι ίδιοι όμως αυτοί λόγοι αποτελούν και την πηγή των αμφισβητήσεων του ορθολογισμός, ως συμβατικού οργάνου των κυρίαρχων τάξεων εις βάρος της ανθρώπινης ελευθερίας.

Ο πόνος του δυνατού

Εσύ πώς είσαι, ρώτησα. Πολύ μοναξιά, πολύ μοναξιά, μου απάντησε και ήταν λες και δεν είχα ξανακούσει τη λέξη μοναξιά! Θαρρείς δεν έγραψα ποτέ γι’ αυτήν μα ούτε και κανείς άλλος!

Ίσως γιατί όταν ένας άνθρωπος είναι και φαίνεται δυνατός όταν λυγίζει ο πόνος του έχει άλλη ορμή άλλη ένταση! Δηλώνει διαφορετικά το παρόν από έναν άνθρωπο μίζερο που κλαίγεται ολημερίς. Είναι περήφανος ο πόνος του δυνατού, έχει αλήθεια, καθαρότητα και αυτή την δόνηση που σε πάει πιο ψηλά, δεν σε πετά στα βράχια, σε προσγειώνει στην πραγματικότητα! Γνωρίζει πως είναι άνθρωπος, είναι τρωτός, έχει αδυναμίες μα δεν ντρέπεται γιαυτές, είναι εκείνος και αυτές!

Και συνέχισε… μπαίνω σε ένα υπέροχο τεράστιο αλλά άδειο σπίτι και είμαι μόνος. Εκεί που είχα να φροντίσω τόσους ανθρώπους τώρα κανείς…

Τα λόγια της τριγύριζαν από χθες μες στο μυαλό μου. Η καρδιά μου σφιγμένη σαν αγκαλιά που σου την ξερίζωσαν από τα σπλάχνα σου απροειδοποίητα. Κι όσα μου συνέβησαν εχθές το απόγευμα ήταν μια διαρκής ακύρωση. Ακύρωση του προγράμματος, ακύρωση των θέλω μου, ακύρωση των στιγμών μου, ακύρωση της δυναμής μου, ακύρωση του είναι μου λες και βρέθηκα στο μηδέν ακριβώς από εκεί που ξεκίνησα! Ξαφνικά αισθάνθηκα μια μοναξιά που την είχα αφήσει πολύ πίσω μου ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Η συνειδητή μοναχικότητά μου είχε κάνει φτερά! Μόνος κι εγώ σε ένα μεγάλο σπίτι με τα παντζούρια κατεβασμένα, το σώμα μου ακίνητο και ξανά μοναξιά. Κι' ας μίλησα σε κάποιους κι' ας ήξερα πως ήμουν στον λογισμό κάποιων άλλων, τι να το κανείς όταν η στιγμή σε ρουφά και όχι εσύ εκείνη…

Ξεκίνησα να γράφω δίχως να ξέρω πού με πάει η σκέψη μου. Να μιλήσω για εκείνη, να γράψω κάτι να δώσω κουράγιο; Μα είναι τόσο δυνατός όμως και οι δυνατοί έχουν δικαίωμα να λυγίσουν και οι δυνατοί έχουν δικαίωμα να νιώσουν μοναξιά μέσα από τους τοίχους, ανάμεσα στις απουσίες. Δηλαδή οι άνθρωποι που γνωρίζουν καλά την ουσία της μοναχικότητας, τι σημαίνει πως δεν θα αισθανθούν ποτέ ξανά μοναξιά; Κουράστηκαν να τους λένε δεν έχεις ανάγκη εσύ επειδή μπορούν και ξεπερνούν αθόρυβα τις δυσκολίες τους επειδή έχουν συναίσθηση του «είμαι» και της δύναμης της στιγμής.

Τον αγκάλιασα, τον φίλησα κι έφυγα χαμογελώντας. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά σκέφτηκα… Θέλει αξιοπρέπεια και γενναιότητα για να είσαι δυνατός χωρίς να το φωνάζεις και να μπορείς να σηκώσεις στις πλάτες σου την μοναξιά σου μα πάνω από όλα θέλει αγάπη, αγάπη για την ίδια την ζωή

Μείνε για πάντα μαθητής

«Κάθε άνθρωπος που γνωρίζω είναι δάσκαλός μου σε κάποιο σημείο, και μαθαίνω από αυτόν». Ralph Waldo Emerson
Ο θρύλος του Τζέκινς Χαν έχει αφήσει τον απόηχό του μέσα στην ιστορία: ένας βάρβαρος κατακτητής, ωθούμενος από τη δίψα του για αίμα, τρομοκρατούσε τον πολιτισμένο κόσμο. Εκείνος και οι ορδές των Μογγόλων του διέσχιζαν την Ασία και την Ευρώπη, ακόρεστοι και ασταμάτητοι, λεηλατώντας, βιάζοντας και σκοτώνοντας όχι μόνο τους ανθρώπους που βρίσκονταν στο δρόμο τους, αλλά και τους πολιτισμούς που εκείνοι είχαν δημιουργήσει. Μετά, όπως και η νομαδική αγέλη των πολεμιστών του, αυτό το τρομακτικό σύννεφο απλώς εξαφανίστηκε από την ιστορία, επειδή οι Μογγόλοι δεν έχτισαν κάτι που θα μπορούσε να έχει διάρκεια.

Όπως όλες οι αντιδραστικές, συναισθηματικές εκτιμήσεις, η παραπάνω άποψη δεν θα μπορούσε να είναι πιο λανθασμένη. Κι αυτό διότι ο Τζέκινς Χαν δεν ήταν μόνο ένα από τα μεγαλύτερα στρατιωτικά μυαλά που έζησαν ποτέ. Υπήρξε επίσης ένας διαρκής μαθητής, του οποίου οι εκπληκτικές νίκες ήταν συχνά το αποτέλεσμα της ικανότητάς του να απορροφά τις καλύτερες τεχνολογίες, πρακτικές και καινοτομίες κάθε νέου πολιτισμού που άγγιζε η αυτοκρατορία του. Για την ακρίβεια, αν υπάρχει ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στη βασιλεία του και στους κάμποσους αιώνες της δυναστικής διακυβέρνησης που ακολούθησαν, αυτό είναι η οικειοποίηση.

Υπό τη διοίκηση του Τζέκινς Χαν, οι Μογγόλοι υπήρξαν το ίδιο ανελέητοι όταν έπρεπε να οικειοποιηθούν και να αφομοιώσουν τα καλύτερα στοιχεία από κάθε πολιτισμό που συναντούσαν, όσο ακριβώς και όταν έπρεπε να κατακτήσουν. Αν και ουσιαστικά δεν υπήρχαν τεχνολογικές εφευρέσεις, όμορφα οικοδομήματα ή έστω σημαντική μογγολική τέχνη, με κάθε μάχη και κάθε εχθρό ο πολιτισμός τους μάθαινε και απορροφούσε κάτι νέο.

Ο Τζέκινς Χαν δεν γεννήθηκε μεγαλοφυΐα. Αντίθετα, όπως σημειώνει ένας βιογράφος του, ακολουθούσε «έναν επίμονο κύκλο πραγματιστικής μάθησης, πειραματικής προσαρμογής και διαρκούς αναθεώρησης, καθοδηγούμενο από τη μοναδική πειθαρχημένη και εστιασμένη θέλησή του». Ο Τζέκινς Χαν ήταν ο μεγαλύτερος κατακτητής που γνώρισε ο κόσμος μας επειδή ήταν πιο ανοιχτός στο να μάθει από οποιονδήποτε άλλο κατακτητή.

‘Οταν αρχίσουμε να έχουμε επιτυχία, θα βρεθούμε σε νέες καταστάσεις και θα αντιμετωπίσουμε νέα προβλήματα. Ο άρτι προαχθείς στρατιώτης πρέπει να μάθει την τέχνη της πολιτικής. Ο πωλητής πρέπει να μάθει πώς να διοικεί. Ο ιδρυτής πρέπει να μάθει να αναθέτει δουλειές στους άλλους. Ο συγγραφέας πρέπει να μάθει να επιμελείται τα γραπτά των άλλων. Ο κωμικός πρέπει να μάθει πώς να παίζει. Ο σεφ που απέκτησε δικό του εστιατόριο πρέπει να μάθει να λειτουργεί ως ιδιοκτήτης.

Αυτή δεν είναι μια επιβλαβής έπαρση. Ο φυσικός Τζον Γουίλερ, ο οποίος συνέβαλε στην κατασκευή της βόμβας υδρογόνου, είπε κάποτε ότι «καθώς το νησί της γνώσης μας μεγαλώνει, το ίδιο κάνει και η ακτή της άγνοιάς μας».

Με άλλα λόγια, κάθε νίκη και πρόοδος που έκανε τον Χαν πιο έξυπνο, την ίδια στιγμή τον έφερνε αντιμέτωπο με καταστάσεις πρωτόγνωρες, τις οποίες δεν είχε συναντήσει ποτέ στο παρελθόν. Χρειάζεται ένα ιδιαίτερο είδος ταπεινότητας για να αντιληφθείς ότι ξέρεις λιγότερα, ακόμα κι όταν βρίσκεσαι σε φάση που γνωρίζεις και αντιλαμβάνεσαι όλο και περισσότερα. Να θυμάσαι ότι η σοφία του Σωκράτη στηριζόταν στο γεγονός πως ήξερε ότι όσα γνώριζε ήταν κάτι περισσότερο από το τίποτα.

Ό,τι κι αν έχεις κάνει μέχρι αυτό το σημείο, το καλύτερο που μπορείς να πράξεις είναι να παραμείνεις μαθητής. Αν δεν συνεχίσεις να μαθαίνεις, τότε έχεις ήδη αρχίσει να πεθαίνεις. Δεν αρκεί να είσαι μαθητής μόνο στην αρχή. Αυτή είναι μια θέση στην οποία πρέπει να βρίσκεσαι εφ΄όρου ζωής. Να μαθαίνεις από τον καθένα και από το καθετί. Από τους ανθρώπους που νίκησες και από τους ανθρώπους που σε νίκησαν, από εκείνους που αντιπαθείς, ακόμα και από τους υποτιθέμενους εχθρούς σου. Ευκαιρία για μάθηση υπάρχει σε κάθε βήμα και σε κάθε συγκυρία της ζωής – και ακόμα και αν το μάθημα είναι αμιγώς διορθωτικό, δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο Εγώ να μας εμποδίσει να το ακούσουμε ξανά.

Πολύ συχνά, πεπεισμένοι από την ίδια μας την ευφυΐα, παραμένουμε στην ασφάλεια όσων ήδη γνωρίζουμε, πράγμα που μας διασφαλίζει ότι δεν θα νιώσουμε ποτέ ανόητοι (αλλά και δεν θα προκληθούμε να μάθουμε ή να επανεξετάσουμε όσα ξέρουμε). Απομακρύνει από το οπτικό μας πεδίο τις ποικίλες αδυναμίες της αντίληψής μας, μέχρι που τελικά είναι πάρα πολύ αργά για να αλλάξουμε πορεία. Ο καθένας από εμάς αντιμετωπίζει μια απειλή καθώς κυνηγά αυτό που θέλει. Όπως οι Σειρήνες στους βράχους, έτσι και το Εγώ τραγουδά ένα καθησυχαστικό, επιβεβαιωτικό τραγούδι – το οποίο μπορεί να μας οδηγήσει σε ναυάγιο.

Τη στιγμή που θα επιτρέψουμε στο Εγώ να μας πει ότι έχουμε αποφοιτήσει, η διαδικασία της μάθησης διακόπτεται. Για αυτό το λόγο ο Φρανκ Σάμροκ έλεγε: «Να μείνετε για πάντα μαθητές». Ένας άλλος τρόπος για να πει κανείς ότι η μάθηση δεν τελειώνει ποτέ. Οι περισσότερες στρατιωτικές κουλτούρες – και οι άνθρωποι γενικότερα – επιδιώκουν να επιβάλλουν αξίες και να ασκούν έλεγχο σε καθετί που συναντούν. Αυτό που διαφοροποιούσε τους Μογγόλους ήταν η ικανότητά τους να σταθμίζουν κάθε κατάσταση αντικειμενικά και, όταν υπήρχε ανάγκη, να αντικαθιστούν τις παλιές πρακτικές με καινούργιες. Όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις ξεκινούν με τον ίδιο τρόπο, αλλά στη συνέχεια κάτι γίνεται.

Δείτε τη θεωρία της διάσπασης, η οποία υποστηρίζει ότι σε κάποιο χρονικό σημείο κάθε βιομηχανία θα διασπαστεί από μια τάση ή καινοτομία, απέναντι στην οποία τα κατεστημένα συμφέροντα θα είναι ανίκανα να αντιδράσουν, παρότι θα έχουν στη διάθεσή τους άφθονους πόρους. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αλλάξουν και να προσαρμοστούν;

Ένας σημαντικός λόγος είναι ότι έχασαν την ικανότητά τους να μαθαίνουν. Σταμάτησαν να είναι μαθητές. Τη στιγμή που σας συμβεί αυτό, η γνώση σας γίνεται εύθραυστη. Ο μεγάλος μάνατζερ και θεωρητικός των επιχειρήσεων Πίτερ Ντράκερ λέει ότι το να θέλει κανείς να μάθει δεν είναι αρκετό. Καθώς οι άνθρωποι προοδεύουν, πρέπει επίσης να καταλάβουν το πώς μαθαίνουν και κατόπιν να δημιουργήσουν διαδικασίες με τις οποίες θα διευκολύνουν αυτή τη δια βίου εκπαίδευση. Ειδάλλως καταδικάζουμε τον εαυτό μας σε ένα είδος αυτό επιβεβλημένης αμάθειας

Αν περιμένεις την κατάλληλη στιγμή μπορεί να περιμένεις για πάντα

Θα έχεις περάσει πολλά τέτοια πρωινά, γεμάτα άγχος κι αμφιβολία. Να ξυπνάς και να αναρωτιέσαι πως τα έχεις κάνει έτσι σκατά, νέος άνθρωπος. Σίγουρα σε κάποια φάση της ζωής σου  θα έχει τύχει να πνίγεις το θυμό σου, να χαμογελάς ευγενικά σε αγενείς ανθρώπους, να ζεις τελματωμένες σχέσεις, να κάνεις μια δουλειά που μισείς και να ζεις περιμένοντας να νιώσεις έτοιμος, μέχρι να έρθει η ώρα που θα μπορέσεις να τα τινάξεις όλα στον αέρα.

Και ξέρεις τι άτιμο πράγμα είναι η συνήθεια, ε; Σου απομυζά μεγατόνους ενέργειας και θέλησης, υποχθόνια, χωρίς να πάρεις χαμπάρι. Γιατί δεν έχεις χρόνο να πάρεις χαμπάρι, κι από την πολλή αναμονή καταλήγεις να ζεις μια σβολιασμένη ζωή, με φτιαχτά γέλια και τυπικά βράδια. Λίγο χρόνο χρειάζεσαι, λες. Λίγο χρόνο ακόμα, για να τα βάλεις όλα σε μια σειρά.

Όμως κανένας άνθρωπος δε γεννήθηκε για να ακολουθεί πεπατημένες οδούς, ούτε για να επιβιώνει προκειμένου να πληρώνει λογαριασμούς κι αμαρτίες. Οι άνθρωποι γεννιούνται για να δημιουργήσουν, να προσφέρουν, ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν. Και, δυστυχώς ή ευτυχώς, τίποτα από αυτά δε γίνεται περιμένοντας. Το ξέρεις, αλλά κάτι δε σου επιτρέπει να κουνηθείς. «Λίγο ακόμα», μονολογείς, η σωστή ευκαιρία δε θ’ αργήσει να εμφανιστεί.

Βλέπεις, είναι περίεργα όντα οι άνθρωποι· κατά βάθος τους αρέσει να περιμένουν. Περιμένουν το Σάββατο για να διασκεδάσουν, περιμένουν ένα θαύμα για να σιάξουν τα οικονομικά τους, είναι απεγνωσμένοι να αδυνατίσουν για να μπουν στο καινούριο τους παντελόνι, καρτερούν το καλοκαίρι για να ξεκουραστούν, τις γιορτές για να φάνε του σκασμού και τη σωστή στιγμή για να δράσουν. Και το τώρα;

Περιμένουν λοιπόν, αγόγγυστα, χωρίς να συνειδητοποιούν πως όλη αυτή η αναμονή τους κάνει να υπεραναλύουν την εκάστοτε κατάσταση δηλητηριάζοντας τον αυθορμητισμό τους κι όλα αυτά τα όμορφα που μπορεί να τους χαρίσει η στιγμή και τα αμέτρητα τώρα που εσωκλείει η μέρα. Ανησυχούν κι αμφιβάλλουν για εντελώς φτιαχτά σενάρια, καταστρέφοντάς τα με την τοξικότητα που οι ίδιοι τα ποτίζουν. Απλά μένουν στο ίδιο μέρος περιμένοντας να νιώσουν έτοιμοι.

Μεταξύ μας όμως, δεν υπάρχει μεγαλύτερος αστικός μύθος από το «είμαι έτοιμος». Λόγου χάρη, κανείς δεν είναι έτοιμος να γίνει γονιός, γιατί δε γνωρίζει τι μπορεί να τον περιμένει. Επίσης, κανείς δεν είναι έτοιμος να εκφράσει τα συναισθήματά του όταν ξέρει πως μπορεί να τον απορρίψουν. Με τον ίδιο τρόπο κανείς δεν υπήρξε έτοιμος να ορμήσει προς νέα ξεκινήματα, όταν ο φόβος της αποτυχίας του έσφιγγε το στομάχι.

Κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι που τολμούν να μαθαίνουν κάνοντας· νέοι γονείς που μεγαλώνουν τα παιδιά τους χωρίς βοήθεια κι αποκτούν εμπειρία από τα λάθη τους, ερωτευμένοι που εκφράζουν τα συναισθήματά τους σε κλειστές πόρτες, κι άνθρωποι που παρατάνε αντιπαραγωγικές σπουδές για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν πως η ζωή τρέχει γρηγορότερα από αυτούς κι έχουν βαλθεί να συμπορεύονται μαζί της, όχι να την κοιτάζουν με τα κιάλια. Τους ζηλεύεις; Ποιος δε θα τους ζήλευε.

Αποφάσισε, λοιπόν, πως δεν θέλεις να ξυπνήσεις μια μέρα συνειδητοποιώντας πως είναι αργά. Ανάλαβε δράση όσο κι αν τρέμει η καρδιά σου, όσο κι αν σκαλώνει το μέσα σου. Μην αφήσεις τον εαυτό σου να μετανιώσει που δεν άρπαξε ευκαιρίες, που δε φώναξε καταπιεσμένα «τράβα γαμήσου», που δεν είπε εκείνα τα «σ’ αγαπώ ακόμα» που κρατούσε μέσα του, και που περίμενε τόσο για να πάρει μια απόφαση.

Βρόντηξε κάτω ό,τι σε βαραίνει και μάθε να μη νοσταλγείς ασφυκτικές συνήθειες· δουλειές, σχέσεις, σπίτια, ζωές, δεν έχει σημασία, αν σε πνίγουν τρέχα. Μπορεί να είναι δύσκολο, να βρεθείς στο μηδέν, να αποθυμήσεις την ασφάλειά σου, μα μη κάνεις πίσω. Κι όλα θα πάρουν το δρόμο τους γιατί, όπως έχει χιλιοειπωθεί, η τύχη αγαπάει τους τολμηρούς. Ακόμα κι αν τίποτα δε μοιάζει τέλειο με την κλασική έννοια του όρου, θα σε ευχαριστεί η βεβαιότητα πως η ζωή σου πηγαίνει μπροστά, δε λιμνάζει, κι αυτό είναι παραπάνω από αρκετό, καθώς δε θα ντρέπεσαι να κοιτάς τον εαυτό σου στα μάτια.

Κι αν όλα αυτά σου μοιάζει κουραστικά, δεν πειράζει, ξέρεις γιατί; Γιατί είναι ακόμα πιο κουραστικό να περιμένεις την κατάλληλη ευκαιρία, να φοβάσαι μπροστά στο φόβο σου, και γιατί πρέπει επιτέλους να χωνέψεις πως καμιά φορά, το να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή για τα πάντα, ίσως σημαίνει πως μπορεί να χρειαστεί να περιμένεις για πάντα. Προτίμησε λοιπόν να ανυπομονείς ελπίζοντας, παρά να αναμένεις φυτοζωώντας.

Κατάλαβε, επιτέλους, πως κανένα εχέγγυο δε δόθηκε ποτέ, που να εξασφαλίζει πως τα αύριο είναι καλύτερα από τα σήμερα, και χώνεψε πως ένα ζωντανό παρόν αναπόφευκτα δωρίζει ένα μέλλον με πολύχρωμο παρελθόν. Κι αν κάτι χρειάζεται η ανθρωπότητα στην παρούσα φάση, είναι μια πραγματικότητα πέρα από το άσπρο και το μαύρο.

Κερδισμένος είναι όποιος νιώθει, εκφράζεται, μοιράζεται

Αποτέλεσμα εικόνας για madre hablando con su hijaΜεγαλώνοντας ένα παιδί, κάθε μέρα περνάει από το μυαλό μας η βασανιστική ερώτηση «το κάνω σωστά;». Είναι αυτή η διαρκής αμφιβολία που άλλους τους κάνει να ψάχνουν και να διερωτώνται και να πηγαίνουν παρακάτω, και άλλους φορτίζει με ένα άγχος επάρκειας ως προς το γονεϊκό τους ρόλο.

Η δική μου προσπάθεια, της μέχρι σήμερα μητρικής μου καριέρας, είναι το μεγάλωμα παιδιών με συναισθηματική νοημοσύνη. Στόχος μου είναι να εμμένω στο συναίσθημα κάθε περίστασης και να παρακάμπτω το περιβάλλον σκηνικό. Προσπαθώ να ενθαρρύνω την έκφραση και αποδοχή του συναισθήματος και να ενισχύσω την ενσυναίσθηση. Τη δεξιότητα που σου επιτρέπει να μπεις στη θέση του άλλου να αντιληφθείς τι νιώθει και να αντιδράσεις ανάλογα.

Δυστυχώς πολλές φορές αναρωτιέμαι αν είναι σωστό αυτό που κάνω. Αναρωτιέμαι αν η έμφασή που δίνω στο κομμάτι της συναισθηματικής ανάπτυξης, είναι αυτό που πραγματικά θα βοηθήσει το δικό μου παιδί να είναι ευτυχισμένο και ολοκληρωμένο σαν προσωπικότητα.

Και έρχονται όλες εκείνες οι στιγμές που νιώθω σα να δημιουργώ έναν αριστοκράτη σε μια κοινωνία που βρίθει από μαγκιά, αγένεια και θράσος. Είναι όλες εκείνες οι φορές που αντιλαμβάνεσαι ότι δίνεις εφόδια που δυστυχώς δεν συμμερίζονται όλοι. Έτσι βρέθηκα να έχω ένα παιδί με υψηλή –κατά τη γνώμη της κουκουβάγιας μάνας- συναισθηματική νοημοσύνη, ευάλωτο όμως από τα βλήματα των υπολοίπων που η ανατροφή τους επικεντρώνεται στην προσωπική ανάδειξη, τη μαγκιά και τον εξευτελισμό κάθε συναισθήματος που νοείται ως αδυναμία.

Ωραία όλα αυτά, θα μπορούσε να μου πει κάποιος, αλλά θα έπρεπε θωρακίζεις ένα παιδί απέναντι σε τέτοιες περιπτώσεις. Η συναισθηματική νοημοσύνη, με ό,τι αυτή εμπεριέχει, βοηθάει στη δημιουργία ψυχικά ανθεκτικών ανθρώπων. Δεν παύει όμως όλο το σκηνικό να σε κάνει κάποιες στιγμές να νιώθεις σα να είσαι ο μόνος που φροντίζει το περιβάλλον, και γύρω τριγύρω οι υπόλοιποι να το μολύνουν, όπως μπορούν και με όσα μέσα έχουν. Η μάχη είναι άνιση. Και έρχεται πάλι η ίδια βασανιστική ερώτηση «κάνω το σωστό;».

Είναι η στιγμή που καλούμαστε να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη διαρκούς παρουσίας μας απέναντι στις συναισθηματικές ανάγκες ενός παιδιού που έρχεται αντιμέτωπο με άτομα που δεν διαθέτουν τις δικές τους συναισθηματικές δεξιότητες. Είναι η στιγμή που αντιλαμβάνεσαι ότι θωρακίζεις και προστατεύεις ένα παιδί από τα βέλη του συναισθηματικού υποκόσμου μιλώντας του. Μιλώντας του και εξηγώντας του τι είναι αυτό που συμβαίνει ακριβώς, για ποιο λόγο συμβαίνει και τι μπορεί να κάνει. Εμπλουτίζεις με αυτό τον τρόπο τις μπαταρίες της ανθεκτικότητάς του.

Ομολογώ ότι είναι φορές που πραγματικά μετανιώνω για όλη αυτή την έμφαση στη συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών μου. Γιατί τα βλέπω, αρκετές φορές να πληγώνονται και να μην βρίσκει αντίκρισμα η προσπάθεια που έχει γίνει. Άλλες φορές πάλι είμαι πραγματικά υπερήφανη για τον τρόπο που διαχειρίζονται καταστάσεις, και ιδιαίτερα καταστάσεις φορτισμένες με έντονο συναίσθημα. Τότε είναι που αποφασίζω να συνεχίσω να διαπαιδαγωγώ τον «αριστοκράτη» που θα κληθεί να αντιμετωπίσει όλες τις προβολές καταπιεσμένων γονιών στα παιδιά τους, γιατί στο τέλος ο κερδισμένος είναι εκείνος που νιώθει, εκφράζεται, μοιράζεται και συναισθάνεται.

Θέλει αρετή και τόλμη η ευαισθησία απέναντι στις ερινύες μιας κοινωνίας που καλλιεργεί τον τσαμπουκά, την υπεροψία και την αναλγησία. Θα είμαι εκεί για να στηρίζω όλο αυτό που με κόπο οικοδόμησα για να το δω να στέκεται στα πόδια του. Θα είμαι εκεί για να εξηγώ και να δικαιολογώ γιατί αυτό είναι το λειτουργικό και γιατί το άλλο είναι το δυσλειτουργικό, σε πείσμα των καιρών που αποζητούν ανθρώπους κενούς και άβουλους. Γιατί ένας υψηλός δείκτης συναισθηματικής νοημοσύνης μπορεί να μη σου εξασφαλίζει μια θέση στο Harvard, είναι όμως βέβαιο ότι σε προετοιμάζει για το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο όλων των εποχών… την ζωή.

Aκόμα δεν έχω ακούσει ούτε μια συλλαβή πολύτιμης, ή έστω σοβαρής, συμβουλής από τους μεγαλύτερούς μου

Βλέπω νεαρούς άνδρες, συχωριανούς μου, που είχαν την ατυχία να κληρονομήσουν αγροκτήματα, σπίτια, αποθήκες, ζωντανά και γεωργικά εργαλεία. Και λέω ατυχία, γιατί τα πράγματα αυτά πιο εύκολα τα αποκτά κανείς παρά τα ξεφορτώνεται. Καλύτερα όλοι αυτοί να είχαν γεννηθεί σε απέραντα βοσκοτόπια και να τους είχε βυζάξει λύκαινα- τότε θα έβλεπαν πιο καθαρά σε τι λογής χωράφι τους είχε πέσει ο κλήρος να μοχθούν για την υπόλοιπη ζωή τους. Ποιος τους έκανε σκλάβους της γης; Γιατί θα πρέπει να ταλαιπωρούνται καθημερινά με τα διακόσια στρέμματά τους, αφού στο τέλος αυτό που αναλογεί στον καθένα μας δεν είναι παρά το κομματάκι γης στο οποίο θα τον θάψουν; Γιατί θα πρέπει να ξεκινούν να σκάβουν το λάκκο τους από τη στιγμή που έρχονται σ’ αυτό τον κόσμο; Πρέπει, λέει, να ζούμε τη ζωή μας αντρίκεια, να κουβαλάμε όλα εκείνα που έχουμε φορτωθεί, να τα βγάζουμε πέρα όσο καλύτερα μπορούμε.

Πόσες και πόσες δύστυχες αθάνατες ψυχές δεν έχω συναντήσει, ανήμπορες σχεδόν να ανασάνουν, πλακωμένες από το αβάσταχτο φορτίο τους, να αργοσέρνονται στο μονοπάτι της ζωής κουβαλώντας στις πλάτες τους μια ολόκληρη αποθήκη είκοσι μέτρα επί δέκα, ένα στάβλο του Αυγεία που ποτέ δεν καθαρίζεται, και μαζί τετρακόσια στρέμματα γης, χωράφια, βοσκοτόπια και δάση! Οι άκληροι, εκείνοι που αγωνίζονται χωρίς όλα αυτά τα άχρηστα κληρονομημένα βάρη, μήπως κι αυτοί δεν κοπιάζουν, και με το παραπάνω, κι ας μην έχουν να φροντίσουν τίποτα άλλο πέρα από τα λίγα κυβικά εκατοστά της σάρκας τους;

Αλλά οι άνθρωποι μοχθούν παρασυρμένοι από μια πλάνη. Το μεγαλύτερο κομμάτι τους σύντομα θα λιώσει και θα ανακατευτεί με το χώμα, θα γίνει λίπασμα. Εξαιτίας μιας τάχα μοίρας, που οι πολλοί την αποκαλούν ανάγκη, δουλεύουν, όπως λέει ένα παλιό βιβλίο, για να μαζέψουν πλούτη που θα τους τα φάει το σαράκι και η σκουριά, που θα τους τα κλέψουν οι ληστές. Είναι μια ζωή που μόνο στους ανόητους ταιριάζει, και θα το καταλάβουν κι οι ίδιοι μόλις φτάσουν στο τέλος της, αν τυχόν και δεν προλάβουν να το μάθουν πριν. Ο μύθος λέει πως ο Δευκαλίων και η Πύρρα δημιούργησαν το γένος των ανθρώπων πετώντας πέτρες πίσω τους:

«Inde genus durum sumus, experiensque laborum, Et documenta damus qua simus origine nati»* (ΟΒΙΔΙΟΣ)

Ή αλλιώς, όπως το αποδίδει πολύ όμορφα ο Ράλεϊ
«Κι από τότε η γενιά μας σκληρή σαν πέτρα έχει καρδιά, πόνους και βάσανα υπομένει,
δείχνοντας πως και η σάρκα μας είναι από πέτρα γεννημένη.»

Αυτά λοιπόν παθαίνει όποιος δείχνει τυφλή υπακοή στους ανεύθυνους χρησμούς των μαντείων και αρχίζει να πετά πίσω του χωρίς να γυρίσει να δει που πέφτουν.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, ακόμα και σε αυτή τη σχετικά ελεύθερη χώρα, εξαιτίας της άγνοιάς τους ή από κάποιο μοιραίο λάθος, τόσο πολύ βουλιάζουν στις πλασματικές τους έγνοιες και στη σκληρή κι όμως περιττή χειρωνακτική εργασία, που γίνονται ανίκανοι να τρυγήσουν τους εκλεκτούς καρπούς της ζωής. Τα δάχτυλά τους έχουν γίνει αδέξια και τρέμουν από την πολλή δουλειά, έτσι που τους είναι άχρηστα για οτιδήποτε άλλο. Η αλήθεια είναι πως στον εργαζόμενο δεν απομένει καθόλου χρόνος για κοινωνική αξιοπρέπεια. Δεν έχει την πολυτέλεια να διατηρεί ούτε τις απολύτως απαραίτητες σχέσεις με τους συνανθρώπους του, από φόβο μήπως ο χρόνος που θα χάσει γίνει αιτία να υποτιμηθεί η εργασία του στην αγορά. Δεν του μένει καιρός για να είναι τίποτε παραπάνω από μια μηχανή. Πώς μπορεί να αναρωτηθεί για την άγνοιά του – πράγμα απαραίτητο για να μπορέσει να αναπτυχθεί – εκείνος που τόσο συχνά βρίσκεται αναγκασμένος να χρησιμοποιεί τις γνώσεις του; Κανονικά θα έπρεπε πού και πού να τον ταΐζουμε και να τον ντύνουμε δωρεάν, καθώς και να τον σκλαβώνουμε με τις φιλοφρονήσεις μας, αντί να τον κρίνουμε. Όπως τα άνθη των οπωροφόρων, έτσι και τα εκλεκτότερα από τα χαρίσματα της ανθρώπινης φύσης μας δεν αντέχουν παρά μόνο στο πιο
απαλό άγγιγμα. Κι όμως, ούτε στους εαυτούς μας ούτε στους συνανθρώπους μας φερόμαστε με την τρυφερότητα που πρέπει.

Κάποιοι από εσάς, το ξέρουμε όλοι, είστε φτωχοί, η ζωή σας είναι δύσκολη, κάποιες φορές νιώθετε σαν να πνίγεστε. Δεν έχω αμφιβολία πως ορισμένοι από εσάς που διαβάζετε το βιβλίο αυτό αδυνατείτε να πληρώσετε όλα εκείνα τα γεύματα που έχετε ήδη καταναλώσει ή να αντικαταστήσετε τα πανωφόρια και τα παπούτσια σας που φθείρονται μέρα με τη μέρα, αν δηλαδή δεν έχουν ήδη φθαρεί. Έχετε φτάσει ως τη σελίδα αυτή θέλοντας να σκοτώσετε λίγο από το δανεισμένο ή κλεμμένο χρόνο σας, να ξεκλέψετε άλλη μια ώρα από τους πιστωτές σας. Χάρη στις δικές μου εμπειρίες μπορώ και βλέπω ολοκάθαρα πόσο ταπεινές, πόσο λαθραίες είναι οι ζωές πολλών από εσάς: πάντα στα όρια, πάντα να πασχίζετε να μπείτε στην παραγωγή και να βγείτε από τα χρέη. Είναι ο ίδιος εκείνος πανάρχαιος ζυγός που οι Λατίνοι αποκαλούσαν oes alienum, δηλαδή “ο χαλκός των άλλων”, μια και κάποια από τα νομίσματά τους ήταν φτιαγμένα από χαλκό. Διαρκώς υπόσχεστε να πληρώσετε αύριο, πάντοτε αύριο, ενώ σήμερα πεθαίνετε στην ψάθα. Διαρκώς ψάχνετε τρόπους να κερδίσετε την εύνοια των άλλων μήπως και αρπάξετε κάποιον πελάτη, με οποιονδήποτε τρόπο, φτάνει να μην αποτελεί ποινικό αδίκημα: λέτε ψέματα, κολακεύετε, ψηφίζετε. Συρρικνώνετε τον εαυτό σας ώσπου να γίνει ένα μικρό κουκούτσι από καθαρή αβροφροσύνη ή τον φουσκώνετε μέχρι να γίνει αραιός αιθέρας γενναιοδωρίας, μήπως και καταφέρετε και πείσετε τον γείτονά σας να σας επιτρέψει να του φτιάξετε τα παπούτσια, το καπέλο, το παλτό, την άμαξα ή να εισάγετε τα τρόφιμά του. Αρρωσταίνετε προσπαθώντας να εξοικονομήσετε μερικά χρήματα για την ημέρα που θα αρρωστήσετε. Λίγα νομίσματα για να τα κρύψετε σ ‘ένα παλιό μπαούλο, σε μια τρύπα στον τοίχο τυλιγμένα μέσα σε μια κάλτσα ή, για ακόμα μεγαλύτερη ασφάλεια, πίσω από τα τείχη της τράπεζας. Δεν έχει σημασία πού θα τα παραχώσετε, δεν έχει σημασία αν θα είναι πολλά ή λίγα.

Μερικές φορές απορώ με την επιπολαιότητα μας, και ας μου επιτραπεί · η έκφραση, που μας κάνει να ασχολούμαστε τόσο πολύ με την απεχθή αλλά κάπως ξένη σε εμάς μορφή σκλαβιάς που ονομάζεται Δουλειά των Νέγρων, τη στιγμή που όχι μόνο στο Νότο, αλλά και στο Βορρά υπάρχουν τόσο πολλοί άλλοι ικανοί, και πονηροί δουλέμποροι. Είναι σκληρό να έχεις από πάνω σου έναν επιστάτη Νότιο. Ακόμη πιο δύσκολο γίνεται αν είναι Βόρειος. Το χειρότερο όμως είναι να είσαι εσύ ο ίδιος ο μαστιγωτής του εαυτού σου. Κι έπειτα καθόμαστε και μιλάμε για τη θεϊκή υπόσταση τον ανθρώπου! Κοιτάξτε τον αγωγιάτη στο δημόσιο δρόμο, που μέρα νύχτα πηγαινοέρχεται στην αγορά με το κάρο του. Βλέπετε να σαλεύει μέσα του καμιά θεία πνοή; Αυτός που υψηλότερο καθήκον του δε θεωρεί άλλο από το τάισμα και το πότισμα των αλόγων του! Τι σημασία έχει γι’ αυτόν το πεπρωμένο του μπροστά στα χρήματα που παίρνει για να μεταφέρει τα εμπορεύματα; Ή μήπως τάχα δε δουλεύει κι ο ίδιος, όπως και ο επιστάτης των δούλων, για κάποιον αφέντη τσιφλικά; Είναι άραγε πλασμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού, είναι η ψυχή του αθάνατη; Δέστε τον πώς ζαρώνει και πώς πορεύεται στα μουλωχτά, πόσο τον κατατρέχει ολημερίς ένας αόριστος φόβος. Ούτε αθάνατος είναι ούτε θείος, μόνο σκλάβος και αιχμάλωτος της εικόνας που ο ίδιος έχει φτιάξει για τον εαυτό του, της φήμης που απέκτησε με τις ίδιες του τις πράξεις. Η γνώμη των άλλων είναι πολύ αδύναμος τύραννος σε σύγκριση με το πώς βλέπουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας. Ό,τι πιστεύει κανείς για τον εαυτό του, αυτό είναι που καθορίζει ή,πιο σωστά, προμηνύει τη μοίρα του. Ποιος Γουίλμπερφορς θα βρεθεί να εισηγηθεί τη χειραφέτηση του εαυτού, την ελευθερία των δυτικοϊνδικών επαρχιών του οράματος και της φαντασίας; Σκεφτείτε ακόμα τις κυράδες της χώρας, που υφαίνουν μαξιλαράκια για το κάθισμα της τουαλέτας ώστε να τα έχουν για τα γεράματά τους, μην τυχόν και φανεί πως δε νοιάζονται αρκετά για το πεπρωμένο τους! Λες και μπορεί κανείς να σκοτώσει το χρόνο του χωρίς να τραυματίσει την αιωνιότητα!

Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν τη ζωή τους μέσα σε μια σιωπηλή απόγνωση. Αυτό που άλλοι ονομάζουν αποδοχή των συνθηκών, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα είδος επιβεβαιωμένης απελπισίας. Από την απόγνωση της πόλης φεύγεις και πας στην απόγνωση της εξοχής , και μένεις εκεί να παρηγοριέσαι με την παλικαριά των τρωκτικών του δάσους. Ακόμα και κάτω από αυτά που ο άνθρωπος ονομάζει παιχνίδια και διασκεδάσεις κρύβεται μια στερεότυπη, αν και ασυνείδητη, απελπισία. Δεν υπάρχει τίποτε το παιχνιδιάρικο σ’αυτά, αφού το παιχνίδι είναι κάτι που έπεται της δουλειάς. Ένα από τα γνωρίσματα όμως της σοφίας είναι και το να μην επιδίδεται κανείς σε απελπισμένες πράξεις.

Αν αναλογιστούμε ποιος- για να χρησιμοποιήσω τα λόγια της Ιεράς Σύνοψης- είναι ο βασικός προορισμός του ανθρώπου, ποια είναι στ’αλήθεια αναγκαία και απαραίτητα στη ζωή, φαίνεται σαν να διάλεξαν εσκεμμένα οι άνθρωποι τον κοινό τρόπο ζωής επειδή τον προτιμούσαν από οποιονδήποτε άλλο. Και μάλιστα πιστεύουν με όλη τους την καρδιά ότι δεν έχουν άλλη επιλογή έξω από αυτήν. Αλλά όσοι έχουν άγρυπνη και υγιή ψυχή, θυμούνται πως κάθε μέρα ο ήλιος ανατέλλει καθάριος.

Ποτέ δεν είναι αργά για να αποτινάξουμε τις προκαταλήψεις μας. Κανένας τρόπος σκέψης ή πράξης, όσο αρχαίος κι αν είναι, δεν μπορεί να είναι αξιόπιστος χωρίς αποδείξεις. Εκείνα που σήμερα όλοι παπαγαλίζουν ή σιωπηλά προσπερνούν νομίζοντάς τα αλήθειες, αύριο μπορεί να αποδειχτεί ότι δεν είναι παρά ψέματα, ένας καπνός φτιαγμένος μονάχα από γνώμες, που κάποιοι είχαν περάσει για σύννεφο που θα ράντιζε με γόνιμη βροχή τα χωράφια τους.

Εκείνο που οι γέροι σου λένε πως δεν μπορείς να κάνεις, μόλις προσπαθήσεις, ανακαλύπτεις πως μπορείς. Οι παλιές πράξεις για τους παλιούς και οι νέες για τους νέους. Μπορεί κάποτε οι παλιοί να μην ήξεραν ούτε καν πώς να βρουν καύσιμο για να κρατήσουν τη φωτιά αναμμένη. Οι καινούργιοι όμως μαζεύουν ξερόκλαδα για προσάναμα, κι όχι μόνο αυτό, αλλά κάνουν το γύρο της γης με την ταχύτητα των πουλιών, τόσο γρήγορα που οι γέροι θα έμεναν στον τόπο, όπως λέει ο λαός. Τα γηρατειά δεν έχουν περισσότερα προσόντα από τα νιάτα για να παριστάνουν το δάσκαλο, μάλλον λιγότερα, αφού πιο πολλά έχασαν παρά κέρδισαν στη ζωή. Δε θα είχε άδικο κανείς να αμφιβάλλει εάν ο πιο σοφός έχει μάθει κάτι πραγματικά πολύτιμο από τη ζωή του.

Πρακτικά, οι ηλικιωμένοι δεν έχουν καμιά πολύ σημαντική συμβουλή να δώσουν στους νέους, αφού οι δικές τους εμπειρίες ήταν υποκειμενικές και οι ζωές τους σκέτες αποτυχίες, για προσωπικούς λόγους, όπως σίγουρα πιστεύουν οι ίδιοι. Μπορεί και να τους έχει, μείνει λίγη πίστη που να διαψεύδει όλη την εμπειρία τους, πάντως μόνο ένα μπορεί να πει κανείς γι’ αυτούς: είναι λιγότερο νέοι απ’ όσο ήταν κάποτε. Προσωπικά έχω ζήσει περίπου τριάντα χρόνια πάνω στον πλανήτη αυτό κι -ακόμα δεν έχω ακούσει ούτε μια συλλαβή πολύτιμης, ή έστω σοβαρής, συμβουλής από τους μεγαλύτερους μου. Δε μου έχουν πει τίποτε που να έχει κάποια αξία και, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν μπορούν και να μου πουν. Ιδού λοιπόν η ζωή, ένα πείραμα που, εγώ τουλάχιστον, στο μεγαλύτερο μέρος του δεν το έχω ακόμα δοκιμάσει. Σε τίποτε δε με ωφελεί το ότι το έχουν δοκιμάσει εκείνοι. Οπότε τύχει να έχω κάποια εμπειρία που να τη θεωρώ πολύτιμη, το πρώτο πράγμα που μου ‘ρχεται στο μυαλό είναι ότι οι μέντορές μου δε μου είχαν πει τίποτε γι’ αυτήν.

Ένας αγρότης μου λέει: «Δεν μπορείς να ζεις μονάχα με φυτική τροφή, γιατί έτσι το σώμα σου δεν παίρνει τις ουσίες που χρειάζεται για να δυναμώσουν τα κόκαλα». Κι έτσι αφιερώνει με θρησκευτική ευλάβεια ένα κομμάτι της ημέρας του στην τροφοδοσία του οργανισμού του με την πρώτη ύλη που φτιάχνει τάχα τα κόκαλα. Κι όσο μου δίνει την πολύτιμη συμβουλή του προχωράει πίσω από τα βόδια του, τα οποία, με κόκαλα φτιαγμένα από τη φυτική διατροφή, τον τραβάνε ακούραστα μαζί με το αλέτρι του, πάνω από κάθε εμπόδιο που συναντούν στο δρόμο τους. Κάποια πράγματα είναι στ’ αλήθεια αναγκαία σε κάποιους ανθρώπους, όπως για παράδειγμα στους ανήμπορους και στους αρρώστους, τα ίδια όμως πράγματα για κάποιους άλλους δεν είναι παρά πολυτέλεια, ενώ σε άλλους πάλι είναι εντελώς άγνωστα.

Το μεγαλύτερο μέρος από εκείνα που οι γείτονες μου αποκαλούν καλά, εγώ από τα βάθη της ψυχής μου πιστεύω πως είναι κακά’και αν μετανιώνω για κάτι, το πιο πιθανό είναι να μετανιώνω για την καλή μου συμπεριφορά. Ποιος δαίμονας με έσπρωξε να συμπεριφερθώ τόσο καλά; Μπορείς να πεις το πιο σοφό πράγμα που δύνασαι, γέρο εσύ, που έχεις ζήσει εβδομήντα χρόνια και δε σου έχει λείψει ο σεβασμός των άλλων – εγώ όμως ακούω μια ακαταμάχητη φωνή που με παρασέρνει μακριά απ’ όλα αυτά. Η μια γενιά παρατάει τα εγχειρήματα της προηγούμενης σαν άχρηστα σκαριά, τραβηγμένα στη στεριά.

Πιστεύω πως μπορούμε άφοβα να δείξουμε εμπιστοσύνη σε πολύ περισσότερα απ’ όσα τολμάμε. Μπορούμε να απαρνηθούμε τόση φροντίδα για τον εαυτό μας, όση είμαστε πρόθυμοι να παραχωρήσουμε με κάθε ειλικρίνεια κάπου αλλού. Η Φύση είναι καλά προσαρμοσμένη τόσο στην αδυναμία μας όσο και στη δύναμή μας. Το αδιάκοπο άγχος και η ακατάπαυστη πίεση που νιώθουν κάποιοι άνθρωποι αποτελούν σχεδόν ανίατη ασθένεια. Παρασυρόμαστε θεωρούμε την εργασία που κάνουμε πιο σημαντική απ’ ό,τι είναι στ’ αλήθεια. Κι όμως, πόσες εργασίες δεν εκτελούνται από άλλους, πόσα πράγματα αφήνουμε χωρίς να τα κάνουμε! Κι αν αρρωστήσουμε; Τι γίνεται τότε; Πόσο άγρυπνα πλάσματα είμαστε! Αποφασισμένοι να μη ζούμε με τις επιταγές της πίστης, τουλάχιστον στο βαθμό που μπορούμε να το αποφύγουμε. Όλη μέρα σε επαγρύπνηση, τη νύχτα λέμε με το ζόρι την προσευχή μας και αφηνόμαστε στην αβεβαιότητα. Η ζωή μας είναι ένας ψυχαναγκασμός, ένα αντικείμενο λατρείας, η πιθανότητα για αλλαγή κάτι που αρνιόμαστε σθεναρά.

Henry D. Thoreau, Walden ή Η Ζωή στο δάσος

Nα μιλάς στον εαυτό σου στο τρίτο πρόσωπο, μπορεί να μειώσει το άγχος και τα αρνητικά συναισθήματα

Αποτέλεσμα εικόνας για dejes para mañana lo que puedes hacer hoyΤο να μιλάς στον εαυτό σου, ως να είναι τρίτο πρόσωπο μπορεί να σε βοηθήσει να κρατάς τα συναισθήματά σου υπό έλεγχο, όμως έδειξε μια νέα έρευνα που στόχο είχε να βρει απλούς και αποτελεσματικούς τρόπους για τη μείωση των επιπτώσεων του στρες και άλλων αρνητικών συναισθημάτων στον άνθρωπο.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το να σκέφτεσαι από μέσα σου κάτι για τον εαυτό σου στο τρίτο ενικό πρόσωπο (σε αντίθεση με το κλασικό τρόπο όπου αναφερόμαστε στον εαυτό μας στον πρώτο ενικό) χρησιμοποιεί μεν την ίδια νοητική προσπάθεια με τον κλασικό τρόπο αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι έτσι γίνεσαι πιο αποτελεσματικός στο να διατηρείς σε ισορροπία τα συναισθήματα σου.

Σύμφωνα με την ομάδα του Πανεπιστημίου του Μίτσιγκαν, το ζητούμενο είναι να προσπαθήσεις να δεις τα πράγματα υπό άλλη οπτική γωνία, να αποστασιοποιηθείς, βλέποντας τον εαυτό σου όπως μπορεί να τον δει κάποιος άλλος. Κάνοντας ένα «νοητικό βήμα πίσω» λοιπόν μπορεί να αποφύγει κάποιος, ακραία συναισθήματα και ακραίες συμπεριφορές.

Για παράδειγμα, μπορείς να πεις στον εαυτό σου "γιατί η Μαρία είναι αναστατωμένη;" Αντί για το κλασικό: "γιατί είμαι αναστατωμένη;" (Όταν αισθάνεσαι χάλια και το όνομά σου είναι Μαρία πχ).
«Ουσιαστικά, πιστεύουμε ότι όταν οι άνθρωποι αναφερόμαστε στον εαυτό μας στο τρίτο ενικό πρόσωπο αυτό μας οδηγεί στο να σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας όπως σκεφτόμαστε για τους άλλους, και αυτό μπορούμε να το δούμε χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες τεχνικές και στον ίδιο τον εγκέφαλό μας», αναφέρει ένας από τους ερευνητές.

«Αυτό βοηθά τους ανθρώπους να αποκτήσουν μια μικρή «ψυχολογική» απόσταση από τις εμπειρίες τους, η οποία συχνά μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη για τη ρύθμιση των συναισθημάτων».

Οι Ερευνητές παρακολούθησαν την δραστηριότητα του εγκεφάλου χρησιμοποιώντας ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (EEG) και Μαγνητικό τομογράφο (fMRI). Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Scientific Reports.

Άρα την επόμενη φορά που νοιώθετε στεναχωρημένοι, αντί να λέτε «Είμαι στεναχωρημένος» πείτε από μέσα σας «Είναι στεναχωρημένος ο/η … και το όνομα σας» και …μην αισθάνεστε ότι είστε τρελοί.

Απλά βοηθάτε τον εαυτό σας να αντιμετωπίσει την κατάσταση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο!

Ανάλυσέ Το: Όταν δεν ξέρεις τι σου φταίει

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚορίτσιΥπάρχουν πολλές πιθανές απαντήσεις… Εγώ όμως πιστεύω ότι ο χρόνος δεν είναι άλλο από συναίσθημα. Πόσες φορές ένα λεπτό έχει φανεί αιώνας και πόσες άλλες πέντε ώρες έχουν φανεί δευτερόλεπτα;

Όλοι θέλουμε περισσότερο χρόνο και όλοι ασπαζόμαστε το moto που τελευταία είναι πολύ της μόδας: YOLO , δηλαδή, You Only Live Once. Ζεις μόνο μια φορά, γι’ αυτό ζήσε την στιγμή όσο πιο έντονα μπορείς.

Πώς λειτουργεί όμως αυτή η θεωρία στην πραγματικότητα;
Αυτό λοιπόν που κάνουμε στην πραγματικότητα, είναι αντί για να ζούμε, να αντιδρούμε σε διάφορες συνθήκες. Αντιδρούμε στον φόβο, στον πόνο, ανησυχούμε ή είμαστε σε μια διαρκή προσπάθεια να ικανοποιήσουμε τους γύρω μας.

Έτσι, τελειώνει η ημέρα, και αντί να νιώθουμε πληρότητα και ικανοποίηση, νιώθουμε κενό, βάρος και ανία.

Ένας λόγος είναι ότι έχουμε χάσει το τώρα, σκεπτόμενοι τι μπορεί να πάει στραβά στο μέλλον. Έτσι, ανησυχούμε για κάτι χωρίς να υφίσταται στο παρόν. Μπορεί, όχι μόνο να ανησυχούμε, αλλά να σπαταλάμε και χρόνο προσπαθώντας να ελέγξουμε το μέλλον. Δυστυχώς, το μόνο που μπορούμε να ελέγξουμε είναι ο εαυτός μας και τα συναισθήματά μας.

Οι άνθρωποι νιώθουμε αυτοεκτίμηση όταν νομίζουμε ότι μπορούμε να ελέγξουμε τις καταστάσεις. Έτσι, μπορεί κάποιος να επαναλαμβάνει πράξεις και συμπεριφορές που του δίνουν τη αίσθηση κάποιου ελέγχου, όπως για παράδειγμα, να σκουπίζει και να καθαρίζει συνέχεια το γραφείο του. Την αίσθηση όμως ελέγχου την νιώθει προσωρινά, βραχυπρόθεσμα επαναλαμβάνοντας μια πράξη που δεν θα του δώσει ικανοποίηση ουσιαστική.  

Επίσης, ένας γονιός που αποφεύγει να πηγαίνει σπίτι με τα παιδιά και προτιμά να βρίσκεται στη δουλειά, ένα περιβάλλον που νιώθει ότι ελέγχει, σε σχέση με τα παιδιά που είναι μια καινούρια πρόκληση για εκείνον.

Έτσι, αποφεύγουμε τις προκλήσεις, ανησυχούμε για το μετά και χάνουμε το τώρα ή νομίζουμε ότι παίρνουμε ικανοποίηση όταν ικανοποιούμε τις προσδοκίες των άλλων.

Μήπως τελικά έχουμε ξεχάσει πώς να παίρνουμε ικανοποίηση; Μήπως μάλλον δεν ξέρουμε τι είναι αυτό που χρειαζόμαστε για να νιώσουμε γεμάτοι;

Υπάρχουν άνθρωποι που τα κάνουν όλα σωστά ή και «τέλεια», κατά τη γνώμη τους. Που είναι σωστοί στις υποχρεώσεις τους και τυπικοί, από τότε που ήταν ακόμη παιδιά. Όταν λοιπόν ρώτησα έναν τέτοιο άνθρωπο αν νιώθει ικανοποίηση , αν νιώθει γεμάτος στο τέλος της ημέρας, μου απάντησε αρνητικά. Όταν τον ρώτησα τι είναι αυτό που ψάχνει στη ζωή του, ποιος είναι ο δικός του ατομικός στόχος, τι έχει προτεραιότητα, τι χρειάζεται στ’ αλήθεια, αυτό που εισέπραξα ήταν μια σιωπή. Δεν ήξερε τι να μου απαντήσει. Δεν είχε ποτέ αναρωτηθεί τι χρειάζεται ο ίδιος, αλλά τι πρέπει να κάνει, τι πρέπει να διεκπεραιώνει.

Αν υποθέσουμε ότι είσαι στο αυτοκίνητο και έχεις έναν προορισμό, τι χρειάζεται να κάνεις για να φτάσεις; Να μην κοιτάς γύρω σου αυτά που μπορεί να παρεμβάλλουν ή που φοβάσαι ότι θα έρθουν γιατί σίγουρα θα πέσεις επάνω τους και θα συγκρουστείς. Χρειάζεται να έχεις στο μυαλό σου τον δικό σου προορισμό. Τον στόχο σου.

Ποιος είναι λοιπόν ο δικός σου;

Βρέθηκε η αρχαιότερη οικογένεια αστεροειδών μεταξύ Άρη-Δία

Αποτέλεσμα εικόνας για space rubbleΟι ερευνητές, με επικεφαλής τον αστροφυσικό Μάρκο Ντέλμπο του Πανεπιστημίου και του Αστεροσκοπείου της Κυανής Ακτής στη Νίκαια, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Science”.

Ευρωπαίοι αστρονόμοι -μεταξύ των οποίων μία Ελληνίδα- ανακάλυψαν μία άγνωστη έως τώρα αρχαία οικογένεια αστεροειδών, που βρίσκεται στη ζώνη μεταξύ 'Αρη και Δία. Είναι η αρχαιότερη σε αυτή την περιοχή, από όπου προέρχονται οι περισσότεροι αστεροειδείς και μετεωρίτες που κατά καιρούς πέφτουν στη Γη.
 
Οι εν λόγω πολύ σκοτεινού χρώματος αστεροειδείς εκτιμάται ότι έχουν ηλικία περίπου τεσσάρων δισεκατομμυρίων ετών, δηλαδή είναι παλαιοί σχεδόν όσο το ίδιο το ηλιακό σύστημά μας, που έχει ηλικία 4,6 δισ. ετών. Πρόκειται για μια από τις γηραιότερες οικογένειες αστεροειδών που έχει ποτέ εντοπισθεί, ένα είδος απολιθώματος, σύμφωνα με τους επιστήμονες Οι περισσότερες οικογένειες αστεροειδών έχουν ηλικία περίπου ενός δισεκατομμυρίου ετών.
 
Η μέση διάμετρος των σωμάτων που περιλαμβάνει η νέα οικογένεια, είναι 11,5 χιλιόμετρα. Έως τώρα έχουν εντοπισθεί 108 αστεροειδείς της εν λόγω οικογένειας (που προς το παρόν είναι ανώνυμη), με μεγαλύτερο τον «282 Clorinde", ο οποίος έχει διάμετρο 42 χιλιομέτρων.

Στην έρευνα συμμετείχε η ελληνικής καταγωγής Χρύσα Αβδελίδου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA), η οποία συνεργάζεται επίσης με το πρόγραμμα παρατήρησης μετεώρων NELIOTA του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.
 
Στο πρώιμο ηλιακό σύστημα σχηματίσθηκαν μεσαίου μεγέθους πλανητοειδή σώματα, άλλα εκ των οποίων συνενώθηκαν μεταξύ τους δημιουργώντας τους πλανήτες και άλλα μετατράπηκαν σε αστεροειδείς, με τροχιές κυρίως μεταξύ 'Αρη-Δία. Η ζώνη αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα εκατομμύριο αστεροειδείς.
 
Μετά από διαρκείς συγκρούσεις ανάμεσα σε αυτά τα σώματα, στην πορεία δημιουργήθηκαν διάφορες «οικογένειες» αστεροειδών, καθιστώντας στην πορεία δύσκολο για τους επιστήμονες να καταλάβουν από ποιους πλανητοειδείς προήλθαν αρχικά.

Εντόπισαν ογκώδες αντικείμενο πίσω από το Γαλαξία μας που κινείται με 40.000.000 μίλια/ώρα

Οι αστρονόμοι μόλις βρήκαν ένα από τα πιο μαζικά σε μέγεθος αντικείμενα στο σύμπαν να κρύβεται πίσω από το Γαλαξία μας, και να κινείται με ταχύτητα περίπου 40 εκατομμύρια μίλια ανά ώρα, ή 18.000 χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο.

Μάντεψε: Δεν είναι ο Nibiru.
Ονομάζεται Vela SueprCluster, είναι υπερμεγέθη αντικείμενο και στην πραγματικότητα μια ομάδα από πολλά σμήνη γαλαξιών, και κάθε ένα από αυτά έχει εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες γαλαξίες.

«Δεν μπορούσα να πιστέψω μια τέτοια μεγάλη δομή θα εμφανίζεται σε τόσο εξέχουσα θέση» μετά από μια παρατήρηση της περιοχής του χώρου, δήλωσε η Renée kraan-Korteweg , αστροφυσικός στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν στη Νότια Αφρική, σε ένα δελτίο τύπου.

Ο Kraan-Korteweg και η ομάδα πίσω από την ανακάλυψη δημοσίευσαν το εύρημα τους στο Monthly Notices Επιστολές της Βασιλικής Αστρονομικής Εταιρείας.

Το αντικείμενο είναι … freakishly μαζικό και είναι ήδη κρύβεται πίσω από το Γαλαξία μας, αλλά πώς στο καλό δεν το εντόπιζαν για τόσο πολύ καιρό; Λοιπόν, ενώ μπορεί να είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι έχουμε χάσει κάτι τόσο μεγάλο, σκεφτείτε πόσο μεγάλο είναι το σύμπαν.

Ο Γαλαξίας μας και μόνο είναι το σπίτι για πάνω από 100 δισεκατομμύρια άστρα, τρισεκατομμύρια πλανήτες και απίστευτη νέφη αερίου και σκόνης.

Προκειμένου να λάβουν μια εικόνα σε αυτό που είναι πέρα ​​από εκεί, η Kraan-Korteweg και οι συνεργάτες της χρησιμοποίησαν διάφορα τηλεσκόπια: το πρόσφατα ανακαινισμένο Νότιας Αφρικής Μεγάλο Τηλεσκόπιο κοντά στο Κέιπ Τάουν, το Αγγλο-Αυστραλιανό τηλεσκόπιο κοντά στο Σίδνεϊ, και ερεύνησαν το γαλαξιακό επίπεδο με ακτίνες Χ.

Με συνδυασμένα δεδομένα, οι επιστήμονες κατάφεραν να υπολογίσουν πόσο γρήγορα κάθε γαλαξίας που είδαν πάνω και κάτω από το γαλαξιακό επίπεδο απομακρυνόταν από τη Γη. Μαθηματικά αποκάλυψαν ότι στην πραγματικότητα κινούνταν μαζί, και ήταν ένα αποκαλυπτικό σημάδι των παρτίδων των γαλαξιών που δεν θα μπορούσε να παρατηρηθεί.

Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η λεγόμενη Vela Supercluster είναι παρόμοιου μεγέθους με το supercluster Shapley των  περίπου 8.600 γαλαξίες, που βρίσκεται περίπου 650 εκατομμύρια έτη φωτός από τη Γη.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, η supercluster Vela είναι περίπου 800 εκατομμύρια έτη φωτός μακριά, και κινείται μακριά από εμάς με ταχύτητα 40 εκατομμυρίων mph.

Π. Κονδύλης: Άτομο και μαζική δημοκρατία

Άτομο και κοινωνία

Το φαινόμενο της μαζικής δημοκρατίας ανήκει στα κεντρικά μοτίβα της πολιτικής σκέψης του Π. Κονδύλη. Σε όλα σχεδόν τα έργα του, το εν λόγω φαινόμενο τείνει να αναπαρίσταται ως μια ασύμμετρη σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου: οι δυνάμεις καταναγκασμού παρουσιάζονται, από τη μια, ως «δημοκρατικά συμβεβλημένες» με την ευρεία μάζα να την εξουσιάζουν ανηλεώς· από την άλλη, ως πολιτικά εξουσιοδοτημένες να ανακηρύσσουν την πρωτοκαθεδρία τους ως την πιο αντιπροσωπευτική νομιμοποίηση της ισονομίας και ισοπολιτείας. Και οι μάζες; Συγκροτούν το μεταβλητό πλήθος που τη μια φορά αντιμάχεται τη θεσμισμένη ετερονομία και την άλλη την αποθεώνει. Πρόκειται για μια καταναλωτική πολιτική διαδικασία, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εγελιανώς ως το «κίβδηλο άπειρο». Γιατί μας αφορά η μαζική δημοκρατία; Επειδή αποτελεί τον αστερισμό της σύγχρονης εποχής και καθορίζει απόλυτα τη ζωή μας. Όπως αναφέρει ο Κονδύλης στο τελευταίο του έργο Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος, η κοινωνική θεωρία της μαζικής δημοκρατίας δεν παραπέμπει απλώς σε κάποιο ιδεολογικό σχήμα σκέψης αλλά στο τελευταίο ως ένα «μεθοδολογικά» κατασκευασμένο «μοντέλο». Αλλά και τούτο όχι ως κάτι αποκομμένο από τις συγκεκριμένες εκάστοτε αναλύσεις των καταστάσεων.

Ποια θέση επιφυλάσσει στο άτομο η σημερινή (δυτική) μαζική δημοκρατία; Εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως το άτομο συνιστά μια αξιωματικά ισότιμη και ανεξάρτητη ανθρώπινη ύπαρξη (Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος, σ. 18), η οποία βρίσκεται σε συνεχή διάδραση με τις άλλες ανθρώπινες υπάρξεις. Οι διαδράσεις αυτές συγκροτούν και συνέχουν την κοινωνία. Τούτο ωστόσο δεν σημαίνει ότι το ανθρώπινο άτομο τελεί σε εσωτερική ενότητα με την κοινωνία και πως αντιστοίχως είναι ο υποστασιακός της μοχλός. Απεναντίας, αυτό αντλεί την υποστασιακή του ενότητα μόνο από τον εαυτό του, καθώς μέσα στη μαζική κοινωνία «εμφανίζεται αποκομμένο από κάθε ουσιώδη ή υπερατομικό δεσμό» (ό.π., σ. 19). Κατ’ αυτό το πνεύμα, το άτομο περιθωριοποιείται στην ιδιωτική σφαίρα και παύει να αποτελεί «την τελευταία συστατική ενότητα μιας απεριόριστα κινητικής κοινωνίας» (ό.π.). Η πολυπλοκότητα της τελευταίας βέβαια λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις και δεν επιτρέπει την αιώρηση στη δημόσια σφαίρα διαφόρων ιδεολογικών μυθολογιών περί αυτόματων μεταμορφώσεων της ιδιωτικής ετερογένειας σε λειτουργικό στοιχείο της κοινωνικής δράσης. Σε κάθε περίπτωση, ο ατομισμός της μαζικής δημοκρατίας δεν είναι μια ευθύγραμμη ή οριστικά παγιωμένη μορφή ζωής· επομένως δεν μπορεί να υπαχθεί σε οποιαδήποτε ιεραρχική διεύθυνση ή να εντοιχισθεί σε έγχρωμα ή άχρωμα συνθήματα οποιασδήποτε επικοινωνιακής θεωρίας. Ως αντιστάθμισμα προβάλλεται μια οικουμενική ηθική, μια ιδεώδης, υποτίθεται, κανονιστική ηθική, την οποία, ως γνωστόν, ο Νίτσε αποτίμησε δεόντως ως ηθική των δούλων.

Το ερώτημα τώρα είναι: Πώς κατανοείται το κοινωνικό στη μαζική δημοκρατία; Σε επίπεδο κοινής αντίληψης «ανακατεύεται με τη “διυποκειμενική ανταλλαγή”, τη διαπροσωπική “σχέση εγώ-εσύ” και τις σχετικές ιδεολογίες αυτοπραγμάτωσης» (σ. 50). Τι σημαίνει τούτη η εκτίμηση; Ότι άραγε η κλασική σχέση υποκειμένου – αντικειμένου συλλαμβάνεται από τις διάφορες θεωρήσεις για τη μαζική δημοκρατία ως οπισθοχωρούσα για χάρη της σχέσης εγώ και εσύ; Το πνεύμα της μαζικής δημοκρατίας αντιλαμβάνεται την πρώτη μορφή σχέσης ως αναγκαία παράκαμψη προς τη δεύτερη. Η ιδιαίτερη σημασία αυτής εδώ έγκειται στο ότι απελευθερώνει τη φλόγα των παθών και συγχρόνως προσβλέπει σε μια ηθική [=ηθικιστική] απεικόνιση του παρόντος, με βασικό στόχο την απο-ενοχοποίηση της μαζικής κατανάλωσης υλικών και πνευματικών αγαθών. Έτσι διαμορφώνεται η άτεγκτη κατάσταση, όπου η κοινωνικοποίηση ως εσωτερίκευση κανόνων (σ. 54) παραχωρεί τη θέση της σε μια απνευμάτιστη διεργασία ή διαδικασία άσπλαχνης χρησιμοθηρίας και υπολογιστικότητας. Την ίδια στιγμή, ο κατακερματισμός της ανθρώπινης ουσίας, που γίνεται αισθητός υπό μορφή φυγόκεντρων τάσεων και διαφοροποιήσεων, ισορροπεί με οικουμενιστικούς παράγοντες ηθικο-ανθρωπολογικής υφής (σ. 64). Όπως όμως κι αν ερμηνεύεται η κοινωνική γραμμή της μαζικής δημοκρατίας, το μη αμφισβητήσιμο του χαρακτήρα της εντοπίζεται, μεταξύ των άλλων, στο εξής: «η προγραμματικά επιδιωκόμενη τυπική διάρθρωση των κανόνων και της συμπεριφοράς στην οικονομία, τη διοίκηση και την πολιτική γίνεται όλο και περισσότερο απλή πρόσοψη, πίσω από την οποία ανθούν και ευδοκιμούν η ευνοιοκρατία, η διαφθορά καθώς και η εγκληματικότητα» (σ. 69).

Και η ατομικότητα έχει καμιά προοπτική; Συνήθως εγγράφει μια προοπτική ως υποκείμενο, ως εγώ, που αναπτύσσει την αίσθηση ότι διάγει σε μια κοινότητα με τον άλλο. Σε μια τέτοια βάση οικοδομείται κατ’ αρχήν ένα είδος κοινωνικής σχέσης, ανεξάρτητα από τη δυναμική της τελευταίας. Πρωταγωνιστής αυτής της σχέσης βέβαια δεν είναι η εν συγχύσει ευρισκόμενη κοινωνία ούτε η μάζα ως ετοιμόρροπη συλλογικότητα, αλλά η ατομικότητα ως ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Όσο κι αν η τελευταία εξαρτάται από δομές και υπερδομές αλλότριες προς την ουσία της , είναι εν τέλει η ίδια που φέρνει και οφείλει να φέρνει την ελευθερία της ευθύνης και της απόφασης. Ο Κονδύλης αποφαίνεται ως εξής για μια τέτοια προοπτική: «Δεν υπάρχει καμιά κατάσταση πραγμάτων και καμιά αναγκαιότητα, στην οποία το υποκείμενο πρέπει να υπακούσει, όταν δεν θέλει κατά κανέναν τρόπο, δηλαδή όταν είναι έτοιμο να δεχθεί τον θάνατό του ως αναπόφευκτο τίμημα. Ο Πλάτων διατύπωσε κατά βάθος αυτή την αλήθεια και όχι απλώς μια προκατάληψη της δουλοκτητικής κοινωνίας, όταν έλεγε ότι ο ελεύθερος διακρίνεται από τον δούλο ακριβώς λόγω της ετοιμότητάς του να πεθάνει για να μην υποδουλωθεί, ενώ ο δούλος προτιμά τη σκέτη ζωή από την ελευθερία» (σ. 416). Με αυτά τα κριτήρια, σε μια πρώτη φάση, θα μπορούσε να ιδωθεί και το μεταβλητό πλήθος της νεοελληνικής κοινωνίας: είναι μοιραίο άραγε, αυτό το πλήθος να ποδοπατεί τη ρίζα της ελλαδικής του ανθρωπότητας, θυσιάζοντας την ελεύθερη υποκειμενικότητά του στο βωμό του διεφθαρμένου πολιτικού προσωπικού των ξένων συμφερόντων· και μάλιστα όταν μέρος αυτού του προσωπικού θέλει να εξαπατά με την επίκληση του παρελθόντος του;

Γ. Παυλόπουλος: Η ποίηση στη ζωή μας

Γιώργης Παυλόπουλος: 1924-2008

Προκαταρκτικές επισημάνσεις

Παρακάτω παρουσιάζουμε το ποίημα του Γ. Παυλόπουλου: Τα Αντικλείδια. Ως προς τι μπορεί να μας ενδιαφέρει το εν λόγω ποίημα; Ως προς το ότι, ανάμεσα στα άλλα, εκφράζει την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης ως μέριμνα για το ποιητικό της Είναι. Το τελευταίο δεν είναι δεδομένο, αλλά έρχεται προς εμάς ως κλήση προς αναζήτηση της ουσίας της ποίησης. Μα ο ποιητής δεν βρίσκεται εντός αυτής της ουσίας; Ο ποιητής είναι μόνο ο Ηρακλείτειος-οραματικός του αγώνας με το ποίημα, δηλαδή η γλώσσα που δοκιμάζει να μιλήσει ποιητικά, μήπως και βρεθεί στη γειτονία της ποίησης. Η ποιητική γλώσσα έτσι γίνεται το οντολογικό αφήγημα του ποιητικού νου: αναφέρεται στους πολλούς που δεν σχετίζονται με την ποίηση και σε εκείνους τους λίγους που προσπαθούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτή, χωρίς ίσως το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Οι μεταφορικές προεκτάσεις και ο συμβολισμός της απλά αρθρωμένης ποιητικής γλώσσας αισθητοποιούν μια αέναη συγκάλυψη – εκκάλυψη της ποιητικής τέχνης, εφάμιλλη εκείνης της συγκάλυψης-εκκάλυψης, υπό την οποία βιώνει εν πολλοίς ο καθημερινός άνθρωπος τα μεγάλα γεγονότα της ζωής του.

Τα Αντικλείδια

Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοικτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η ποίηση είναι μια πόρτα ανοικτή.


Ερμηνεία και κατανόηση

Στ. 1:

  Μια πρώτη απόπειρα του ποιητή να ορίσει την ποίηση.
· Πώς ορίζεται; Ως πόρτα ανοικτή.
· Φαίνεται δηλαδή να είναι προσιτή σε όλους.

Στ. 2-5:

· Η ποίηση τελικά δεν είναι άμεσα προσιτή στον καθένα, αλλά έχει και περιέχει κάτι βαθύτερο, το μη-προσιτό άμεσα. Ειδεμή δεν θα ήταν ποίηση.
· Όσοι δεν την αντιμετωπίζουν στο πραγματικό της βάθος και παραγνωρίζουν τα ενδότερα νοήματά της, πώς μπορούν να βρουν την πόρτα της ανοικτή;
· Αυτό συμβαίνει με τους πολλούς: την αντικρίζουν επιφανειακά και αδιάφορα: δεν είναι σε θέση να την αποτιμούν δημιουργικά, να την προσεγγίζουν ως ανώτερη πράξη αίσθησης και αγωνιώδους δια-λογικότητας.
· Το αποτέλεσμα είναι να την προσπερνούν, αλλά εξίσου να τους προσπερνά και η ποίηση. Έτσι όπως στην καθημερινότητα παρελαύνουν εμπρός μας συγκλονιστικά «ποιήματα» [=γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.], αλλά δεν τα αισθανόμαστε παρά τα ζούμε στο τέλος ως δυστυχία ή ευτυχία αναλόγως.
· Υπάρχουν όμως και οι υποψιασμένοι: πλησιάζουν την ανοικτή πόρτα της ποίησης με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, με προσεκτική ματιά, με περισσότερη ευαισθησία και «κάτι βλέπουν».
· Γοητεύονται απ’ αυτό που βλέπουν: μια πρώτη θέα της ποιητικής ιδέας.
· Δεν βλέπουν βέβαια όλοι το ίδιο.
· Ο καθένας μαγεύεται από κάτι διαφορετικό και δοκιμάζει να διαβεί την ανοικτή πόρτα.
· Ο ένας έλκεται ίσως από τη μαγεία των λέξεων, ο άλλος από τα παρελαύνοντα νοήματα, αντίστοιχες ποιητικές εικόνες, συγκεκριμένες αξίες ή ιδέες, γενικώς από κάτι που συναρπάζει την ψυχή.

Στ. 6-7:

· Όταν όμως δοκιμάζουν να διαβούν την πόρτα, αυτή κλείνει και μένουν απ’ έξω.
· Τι σημαίνει αυτό;
· Πως η ουσία της ποίησης δεν «ξεκλειδώνεται», ήτοι δεν αποκαλύπτεται με την πρώτη ματιά.
· Ενέχει ανείκαστα βάθη και ζητεί μια άλλη θέαση.
· Μαζί με τον αναγνώστη αγωνιά να βρει το κλειδί, την οδό αποκάλυψης [ή και ανακάλυψης] της ποιητικής του αλήθειας.
· Δεν υπάρχουν πολλά κλειδιά παρά μόνο ένα. Αυτό ψάχνουν όλοι να βρουν, χωρίς ωστόσο κάποια απαντοχή.

Στ. 8-10:

· Ξοδεύουν ολόκληρη τη ζωή τους, αλλά δεν κατορθώνουν ν’ ανοίξουν την πόρτα, να απολαύσουν τους πνευματικούς χυμούς μιας ποιητικής ζωής.
· Η ανύψωση εν τέλει στο επίπεδο αυτής της ζωής δεν είναι ομαλή ανάβαση, γιατί δεν είναι μόνο ζήτημα μιας ευάρεστης διάθεσης.
· Το ευκταίο ή επιθυμητό δεν γίνεται εύκολα πραγματικό στην απαιτητική ζωή. Η όλη γοητεία του ωραίου ποιητικού ταξιδιού δεν βρίσκεται στο αποτέλεσμα ή στο προσδοκώμενο, αλλά στη δραματική τροπή ενός τέτοιου ταξιδιού.

Στ. 11-13:

· Σημάδια αυτής της δραματικής τροπής είναι οι απ-εγνωσμένες προσπάθειες όσων εννοούν να επιμένουν ποιητικά.
· Δεν μπορούν να βρουν το κλειδί και γι’ αυτό φτιάχνουν αντικλείδια, γράφουν δηλαδή ποιήματα, μήπως και μπορέσουν να εκφράσουν την ουσία ή την αλήθεια της ποίησης. Περιορίζονται στο έκτυπο της ζωής, αλλά, έστω και έτσι, νοσταλγούν το αρχέτυπο.
· Τα αντικλείδια, δηλαδή τα ποιήματα που γράφονται με ζέση, με πνοή και ευαισθησία, είναι πολλά και μεθερμηνεύουν τον διακαή πόθο της ανθρώπινης ψυχής μαζί και του νου να ομιλήσουν τη γλώσσα της αυθεντικής ποίησης, δηλαδή του άλγους του Νόστου.
· Το κλειδί, το αρχέτυπο, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τα διάφορα αντικλείδια, τα έκτυπα.
· Η ανθρώπινη προσπάθεια βέβαια συνεχίζεται, δεν μπορεί να σταματήσει, ακόμη και όταν συναισθάνεται ή συνειδητοποιεί, κατά την εξέλιξη της ποιητικής της πράξης, ότι η πόρτα της ελπίδας, της προσδοκίας είναι ερμητικά κλειστή.
· Ιδού το κορυφαίο δράμα, το αίνιγμα της ποιητικής μας συνθήκης!
· Όσο ο άνθρωπος-ποιητής πιστεύει ότι πλησιάζει την ποιητική του αλήθεια, τόσο αυτή αποσύρεται.
· Τον σαγηνεύει, τον εμπνέει, τον προδιαθέτει να ατενίσει ποιητικά τον κόσμο, αλλά, όταν ο ίδιος αφοσιώνεται σ’ αυτήν και εισδύει στο βάθος της, η ίδια δεν είναι εκεί, απομακρύνεται από κοντά του, περισυλλέγεται στην αλήθεια της, γίνεται παρούσα-απούσα.

Στ. 14-18:

· Η παρουσία του ποιείν με τη μορφή των πολλών, των απειράριθμων ποιημάτων, επιτευγμάτων μέσα στο χρόνο δεν είναι κάτι το περιφρονητέο. Αξίζει να τιμάται, να ανατιμάται, όχι όμως και να υπερτιμάται.
· Να ανατιμάται, γιατί καθιδρύει την αλήθεια του ανθρώπου ως δημιουργού-ποιητή, αγγέλλει τον αγώνα του για τη διάνοιξη της πύλης της ποίησης, προπαρασκευάζει τις ποιητικές συνθήκες που θεμελιώνουν την ευαισθησία, την αισθητικότητα, την πνευματική διαύγεια του ανθρώπινου ποιείν (Dichten).
· Να μην υπερτιμάται, γιατί τίποτα το κατ’ αρχήν ποιητικό-δημιουργικό δεν μας οδηγεί υποχρεωτικά στην ιδεατή σύλληψη.
· Η ποιητική ιδέα δεν εξαντλείται με την τρέχουσα ποιητική πράξη.
· Η τελευταία τούτη δεν είναι δευτερεύουσα πράξη, αλλά πρωταρχική εκδήλωση του ποιητικού Είναι των ανθρώπων.
· Καθότι τέτοια, στοιχειοθετεί τον αποκαλυπτικό λόγο της ποίησης.
· Είναι αποκαλυπτικός, γιατί με την εργώδη ποιητική προσπάθεια μας αποκαλύπτει πως η ποίηση δεν είναι ένα απλό φαινόμενο του πολιτισμού και της κουλτούρας μας, δεν συνιστά έναν εφήμερο και περαστικό ενθουσιασμό, δεν εκφράζει απλώς ψυχικά βιώματα αλλά θεμελιώνει την ίδια την ουσία του ανθρώπου.
· Ως θεμελιωτική δύναμη είναι ανεξάντλητη πηγή ποιητικών δημιουργημάτων, μας παρέχει έτσι την οίκηση του χώρου μας ως ποιητικού και συναφώς μας καλεί να εμβιώνουμε την ιερότητά του.
· Ο κύκλος της ποιητικής εκμύθευσης του κόσμου επιβεβαιώνει ότι η ποιητική μας πατρίδα, όσο επώδυνη περιπέτεια ζωής κι αν είναι, παραμένει το αντίπαλο δέος μιας προδομένης πατρίδας: ο ποιητής είναι ο αγέρωχος Τιτάνας, την αλήθεια του οποίου δεν μπορεί να αντιποιείται κανένας ποιητικίζων εθνοπροδότης ή πατριδοκάπηλος:

"Ας μακραίνουνε οι προδότες,
Και απ' τα λόγια όπου θα πω
" (Σολωμός).

M. Heidegger: Από το Είναι στο πολιτικό Είναι

Αποτέλεσμα εικόνας για M. Heidegger: Από το Είναι στο πολιτικό Είναι
H σκέψη ως πολιτική σκέψη του Είναι

Ποιο ήταν το οραματικό μέγεθος του Χάιντεγκερ; Το «να σκέπτεται και να πράττει το μεγάλο». Η βλέψη προς το μεγάλο δεν παραπέμπει σε κάποια φιλοσοφική πραγμάτευση της έννοιας του μεγάλου ως μεγέθους αλλά στην εμφάνιση δυνάμεων που υπόσχονται να ανοίξουν την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου, να ενεργοποιήσουν όλο το Είναι του, ώστε να απεκδυθεί τον ρόλο του μαζανθρώπου και να αυταξιωθεί πρωταγωνιστώντας στην ευημερία της κοινότητας του λαού ως έθνους και κατ’ επέκταση στη δική του αυτοεκπλήρωση. Από τούτη την άποψη, η σκέψη του φιλοσόφου βρίσκεται σε μια ακατάπαυστη εγρήγορση, γι’ αυτό και νωρίς θα αναζητήσει τρόπους εκδίπλωσης έξω από τα ασφυκτικά πλαίσια της «ακαδημαϊκής φιλοσοφίας». Ανήγαγε σε κεντρικό στόχο της στοχαστικής του πράξης δύο τινά:

1. την προβολή της ερωτηματικής σκέψης. Αυτός ο «μυστικός βασιλιάς του σκέπτεσθαι» (H. Arendt), καθ’ όλη τη φιλοσοφική του πορεία, έμμεινε πιστός στο ερώτημα για το Είναι. Δια του ερωτάν έτσι ριζοσπαστικοποιεί τη σχέση του με τα κείμενα των κλασικών φιλοσόφων και αντιπαρατίθεται ανηλεώς με τον στερεότυπο, μηχανιστικό τρόπο σκέψης·
2. την καλλιέργεια μιας γλώσσας και ενός τρόπου έκφρασης που συνυφαίνονται με την ιστορική και οντολογική πραγματικότητα του ανθρώπου, με μια επίγνωση της ευθύνης του τελευταίου απέναντι στην παράδοση της φιλοσοφικής ερμηνείας. Η επίγνωση τούτη εκδηλώνεται ως εκείνη η ουσιώδης ιδιοποίηση αυτής της παράδοσης με τρόπο που ο φιλόσοφος να αποσπάται από την τελευταία τούτη και να προχωρεί σε μια πιο αρχέγονη σύλληψη. Η πραγμάτευση, για παράδειγμα, του Ηράκλειτου ή του Πλάτωνα κ.λπ. δεν ενδιαφέρεται να αντιπαρατεθεί με ερμηνείες της μιας ή της άλλης, σχετικής με αυτούς τους φιλοσόφους κατεύθυνσης, αλλά να θέσει το αρχέγονο ερώτημα για το Είναι. Μέσα από τούτη την προσπάθεια επιτυγχάνει μια απαράμιλλη ανα-σκαφή του κειμένου, η οποία ανανεώνει την παράδοση και αναζωογονεί το απονεκρωμένο.

Εάν η σκέψη είναι ίδιον του ανθρώπου ως «έλλογου όντος», τότε ο άνθρωπος πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί τη σκέψη. Στο εσωτερικό όμως της σύγχρονης κοινωνίας πυκνώνει η μαζοποίηση με κύρια χαρακτηριστικά την ψυχική αποξένωση του λαού, την πνευματική του ένδεια και μια κατάσταση του κόσμου, όπου το «προς σκέψη εγκαταλείπει τον άνθρωπο». Όσο ο τελευταίος απομακρύνεται από το σκεπτέον, τόσο μεταποιείται σε μαζάνθρωπο, σε ένα ον δηλαδή που «ως επί το πλείστον διατηρείται σε ελλειπτικούς τρόπους ανθρωπομέριμνας» και παραπαίει μέσα «στην αλληλο-αδιαφορία συνάλληλων όντων». Η ύπαρξή του, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται από μια πλήρη αδιαφορία για το Είναι ως τέτοιο. Εφόσον λοιπόν η μέριμνα για το Είναι, κατά τον Χάιντεγκερ, κυοφορεί οντολογική πραγμάτωση του ανθρώπου, η ως άνω αδιαφορία ισοδυναμεί με κατάπτωσή του σε μια οντική κατάσταση που δεν του επιτρέπει να προβαίνει σε «ερμήνευση του Είναι του εαυτού του», να ευθυγραμμίζεται με μια καθορισμένη οντολογική κατανόηση και να επιτυγχάνει την υπαρκτική του δικαίωση ως Dasein. Το αληθές δεν χάνεται μέσα στην αχλύ της οντοθεολογικής μεταφυσικής, αλλά κατανοείται μόνο ιστορικά, γιατί αποδεικνύεται κάθε φορά ως αληθές, στο βαθμό που έχει ιστορία. Επομένως, πώς μπορούμε να εισδύουμε στο φαινόμενο της ανθρώπινης ζωής, ώστε να μας αποκαλύπτεται η ιδιοτυπία της; Ο άνθρωπος καταδικάζεται να βιώνει τις πιο ασαφείς στιγμές των ζωτικών του σχέσεων. Για τον Χάιντεγκερ οι ασαφείς στιγμές αποτελούν νεύματα προς σκέψη: να σκεπτόμαστε και να μετα - στοχαζόμαστε πάνω στην αυτοδιαύγεια των ζωτικών σχέσεων του ανθρώπου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η φιλοσοφία αποπαγιδεύεται από την ανύποπτη βεβαιότητά της ότι γνωρίζει περί του ανθρώπινου-Είναι και καλείται να στραφεί στην αφύπνιση της αυτοσυνειδησίας του Dasein.

Το ερώτημα για την αλήθεια οξύνει την αντιπαράθεση του φιλοσόφου με την τεχνική και την επιστήμη, όπως έχουν εξελιχθεί στη νεωτερική τους συνάφεια με την πολιτική. Η αντιπαράθεση αυτή τον οδήγησε, όχι και λίγες φορές, να συνδέσει τις ερμηνευτικές του αναπτύξεις με το πνεύμα της εποχής του, ήτοι με σύγχρονα φαινόμενα και με τις εμπειρικές τους αποτυπώσεις. Αν και σκοπός αυτής της κατεύθυνσης της σκέψης του δεν ήταν η κριτική αποδοχή ή απόρριψη μιας εποχής συνταρακτικής σε γεγονότα και καταστροφές, όπως ο εθνικοσοσιαλισμός στην εξουσία, β’ παγκόσμιος πόλεμος, ολοκαυτώματα, απόλυτη κυριαρχία της τεχνικής σε εσωτερική ανταπόκριση με την πολιτική κ.α., εν τούτοις ο φιλόσοφος συσχετίσθηκε με εμπειρικές καταστάσεις, όχι για να μείνει σ’ αυτές, αλλά για να τις εντάξει στο πνεύμα της ιστορικότητας του Είναι. Μια τέτοια ένταξη παραπέμπει στην εκ νέου εκδίπλωση του κατά Χάιντεγκερ ερωτάν, η οποία ορθώνεται με δριμύτητα ως το αντίπαλο δέος απέναντι στην υπερδύναμη του υπολογιστικού σκέπτεσθαι που παραμερίζει τον ίδιο τον άνθρωπο ως αντικείμενο. Αυτή η επικίνδυνη πράξη του ερωτάν δεν αφήνει έξω από το στόχαστρό της την αναγκαία ανάλυση και κατανόηση μιας μοιραία ταραχώδους εποχής. Τούτο δεν σημαίνει ότι αναλώνεται σε μια κοινωνιολογική ή πολιτική περιγραφή των κυρίαρχων φαινομένων, αλλά επιχειρεί να εισχωρήσει στις οντολογικές δομές και προϋποθέσεις αυτών. Έτσι παρατηρούμε τον φιλόσοφο να στηλιτεύει την ανεπάρκεια και τα αδιέξοδα της υφιστάμενης πραγματικότητας ή τις ανέξοδες συνταγές θεραπείας της. Το πρόβλημα της σήψης της κοινωνίας και της πολιτείας, η ολική αδυναμία της επιστήμης και της θρησκείας να επιδράσουν θετικά παραπέμπουν σε μια ασύλληπτη δια της υφιστάμενης εμπειρίας αποδόμηση. Ποιο πράγμα ή φαινόμενο επηρεάζει καθοριστικά αυτή την αποδόμηση και διαμορφώνει την ουσία της ως αλήθεια της νεωτερικότητας, ήγουν της μετανεωτερικότητας; Η τεχνική, η επιστήμη και η πολιτική. Ποιο κοινό χαρακτηριστικό διακρίνει ο φιλόσοφος και στις τρεις αυτές περιοχές; Το υπολογιστικό σκέπτεσθαι και τη λογική της κυριαρχίας.