Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΒΑΣΗ ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ
Η συνθήκη του Μούδρου (στη Λήμνο), με την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώριζε την ήττα της και έμπαινε κάτω από τον έλεγχο της Αντάντ, υπογράφτηκε στις 30 Οκτωβρίου 1918. Στις 5 Νοεμβρίου, το Αγγλικό «Μηνύτορας 29» έπιανε στο λιμάνι της Σμύρνης για να μεταφέρει τις συμμαχικές εντολές. Στα τέλη Απριλίου του 1919, στο λιμάνι ναυλοχούσαν 35 συμμαχικά πολεμικά, από τα οποία, τα έξι θωρηκτά (δυο Βρετανικά, δυο Γαλλικά, ένα Ιταλικό και ο Ελληνικός «Αβέρωφ»). Η 1η Ελληνική μεραρχία αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, στις 2 / 15 Μαΐου 1919. Μεταφέρθηκε εκεί με δυο υπερωκεάνια και δώδεκα επιβατικά πλοία που συνοδεύονταν από ένα αντιτορπιλικό και τέσσερα τορπιλοβόλα του Ελληνικού πολεμικού στόλου...
Για να υπογραμμιστεί η κάλυψη της συμμαχίας στο όλο εγχείρημα αλλά και για να προληφθεί οποιαδήποτε Ιταλική ενέργεια, τη νηοπομπή συνόδευαν και τέσσερα Βρετανικά αντιτορπιλικά. Από τα ξημερώματα, χιλιάδες Έλληνες της Σμύρνης συνωστίζονταν στην προκυμαία για να υποδεχτούν τον Ελληνικό στρατό. Όταν, στις 07:00, το πρώτο υπερωκεάνιο φάνηκε να μπαίνει στο λιμάνι, χιλιάδες σημαίες ξεδιπλώθηκαν. Η αποβίβαση ξεκίνησε στις 07:30, ενώ γονατιστοί οι Σμυρνιοί τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο κι ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος ευλογούσε τους πρώτους φαντάρους και εύζωνες που πατούσαν την Ιωνική γη κάτω από τις οδηγίες του μεράρχου, συνταγματάρχη Ν. Ζαφειρίου.
Στις 15 Μαΐου 1919 η 1η Μεραρχία του Α΄ Σώματος Στρατού αποβιβάζεται στη Σμύρνη εν μέσω ζητωκραυγών και έξαλλου ενθουσιασμού από τους Έλληνες κατοίκους, ενώ ο ιερομάρτυς Μητροπολίτης Χρυσόστομος με όλο τον κλήρο ευλογούσε τους αποβιβαζομένους ευζώνους. Στο διάγγελμά του προς το λαό της Σμύρνης ο Βενιζέλος αφού ανέφερε την εκεί αποστολή του Ελληνικού στρατού, σημείωνε: «Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αυτή ελήφθη, διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριον είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος». Είναι περίεργο πώς ο Βενιζέλος προεξοφλούσε την παραχώρηση της Σμύρνης, φαίνεται από τη ζωηρή επιθυμία του που είχε καταστεί βίωμά του.
Λαός και στρατός έγιναν ένα. Ξεχείλιζε κι από τις δυο πλευρές η συγκίνηση. Με δυσκολία οι αξιωματικοί προσπαθούσαν να επιβάλουν κάποια τάξη. Πρώτη φάλαγγα που ξεκίνησε για τα ενδότερα ήταν αυτή του ταγματάρχη Κ. Τζαβέλα. Οι άνδρες παρατάχθηκαν κατά τετράδες και προχώρησαν, ενώ δεξιά κι αριστερά τους ο κόσμος έτρεχε παραληρώντας από συγκίνηση και ενθουσιασμό. Σε μια στροφή, με το που φάνηκε κρατώντας υψωμένη τη σημαία ο σημαιοφόρος με τους παραστάτες εύζωνες, μια ομοβροντία ακούστηκε. Ο σημαιοφόρος κι ένας εύζωνας χτυπήθηκαν. Ταυτόχρονα, άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί από παράθυρα ξενοδοχείων και σπιτιών.
Οι Έλληνες είχαν πέσει σε Τουρκική ενέδρα. Ανασυντάχθηκαν γρήγορα και ξεκίνησαν συστηματική εκκαθάριση των οπλισμένων Τούρκων, ενώ την ίδια ώρα ο κυβερνήτης του Ιταλικού θωρηκτού στο λιμάνι ζητούσε να γίνει απόβαση Ιταλικών αγημάτων «για την αποκατάσταση της τάξης». Του την απαγόρευσε ο Βρετανός ναύαρχος. Η τάξη αποκαταστάθηκε γύρω στις 16:00 μετά το μεσημέρι, με νεκρούς και τραυματίες πολλούς Έλληνες και Τούρκους. Στη διάρκεια της αναταραχής, σημειώθηκαν και πολλές λεηλασίες και βανδαλισμοί. Εκφράστηκε η άποψη ότι η ενέδρα στήθηκε έπειτα από Ιταλοτουρκική συνεννόηση. Οι Ιταλοί στόχο είχαν να εκβιάσουν δική τους συμμετοχή στην κατάληψη και διοίκηση της Σμύρνης.
Οι Τούρκοι να πείσουν τους δικούς τους ότι οι Έλληνες σκοπό έχουν να τους αφανίσουν, ότι δεν έρχονταν να απελευθερώσουν τη Σμύρνη αλλά να κατακτήσουν την Τουρκία. Ο Ιταλικός στόχος απέτυχε. Των Τούρκων αντιμετωπίστηκε με συστηματική προσπάθεια. Ο ίδιος ο Βενιζέλος δεν μπορούσε να πάει στη Σμύρνη. Πήγε όμως ο αντιπρόεδρος, Εμμ. Ρέπουλης. Ήρθε σε επαφή με τους Τούρκους προεστούς και τους διαβεβαίωσε ότι Ελληνική πολιτική βούληση ήταν η ειρηνική συνύπαρξη, όπως ήδη από το 1912 συνέβαινε στη Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα, δήλωσε ότι το ελληνικό δημόσιο θα αποζημίωνε όσους έπαθαν ζημιές. Παράλληλα κινήθηκε η διαδικασία για τον εντοπισμό εκείνων που είχαν μετάσχει στις λεηλασίες.
Βρέθηκαν δυο εύζωνες αλλά και άλλοι Έλληνες και Τούρκοι. Οι δυο εύζωνες καταδικάστηκαν σε θάνατο. Οι υπόλοιποι σε βαριές ποινές. Η εκτέλεση των δύο έγινε στη Σμύρνη. Οι εκεί Τούρκοι είχαν χειροπιαστές αποδείξεις ότι δεν κινδύνευαν. Από την πρώτη στιγμή και για τις επόμενες ημέρες δημιουργούνται συγκρούσεις και συμπλοκές με τους Τούρκους ενισχυομένους και από ατάκτους (Τσέτες) με την υπόθαλψη των Ιταλών, που υποχρεώνουν τις Ελληνικές δυνάμεις να καταλάβουν τις πόλεις Αϊδίνιο, Νυμφαίο, Πέργαμο, Μενεμένη, Κυδωνίες (Αϊβαλί) γύρω από τη Σμύρνη, για να επιβάλουν την τάξη. Ενεργούσαν ουσιαστικά σε ρόλο αστυνομικής δύναμης, σύμφωνα με τις εντολές των Συμμάχων.
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΞΗΡΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1913 – 1923
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΓΕΝΙΚΑ
Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913), το Γενικό Στρατηγείο επέστρεψε στην Αθήνα. Το σημαντικότερο θέμα που το απασχολούσε εκείνη την περίοδο ήταν η αναδιοργάνωση και αναδιάταξη του στρατού. Στο μεταξύ, νέες διαφορές είχαν προκύψει με την Τουρκία στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις για την οριστική διευθέτηση των μεταξύ τους εκκρεμοτήτων και η Ελληνική Κυβέρνηση διέταξε τη συγκρότηση και πάλι των εμπόλεμων μονάδων και υπηρεσιών που μόλις είχαν αποστρατευθεί.
Πράγματι, η κινητοποίηση αυτή του Ελληνικού Στρατού ενίσχυσε τη διαπραγματευτική ικανότητα της χώρας και υποχρέωσε τους Τούρκους να υπογράψουν τελικά την 1η Νοεμβρίου 1913 στην Αθήνα την ομώνυμη Ελληνοτουρκική συνθήκη ειρήνης. Στις 4 Νοεμβρίου 1913, με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών, άρχισε η αποστράτευση. Επακολούθησε μια σύντομη περίοδος ειρήνης, κατά την οποία η χώρα επιδόθηκε στο τεράστιο έργο της ανορθώσεώς της. Ωστόσο η περίοδος ομαλότητας και πάλι τερματίστηκε σύντομα εξαιτίας του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της γενικής επιστρατεύσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 1915, η οποία διήρκεσε εννέα μήνες και έληξε μετά από ισχυρή πίεση των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως.
Μεσολάβησε η απόβαση των Συμμάχων (Αγγλογάλλων) στη Θεσσαλονίκη, η δημιουργία του «Μακεδονικού Μετώπου» και η διάσταση απόψεων μεταξύ του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου, σχετικά με την άμεση είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Συνέπεια της διενέξεως αυτής ήταν να παραιτηθεί στις 22 Σεπτεμβρίου 1915 η Κυβέρνηση Βενιζέλου και να αρχίσει ένας βαθύς διχασμός του λαού, που τόσα δεινά επέφερε στη χώρα. Στο μεταξύ, στις 17 Αυγούστου 1916 εξερράγη στη Θεσσαλονίκη φιλοβενιζελικό στρατιωτικό κίνημα, το οποίο επικράτησε εύκολα και σχημάτισε την Επιτροπή Εθνικής Άμυνας.
Λίγες ημέρες αργότερα έφτασε και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη η Προσωρινή Κυβέρνηση, η οποία ζήτησε και πέτυχε να αναγνωριστεί από τους Συμμάχους. Η Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας, αφού ανακοίνωσε ότι βρισκόταν σε πόλεμο με τη Βουλγαρία και τη Γερμανία, προέβη στη συνέχεια στην επιστράτευση και οργάνωση του Σώματος Στρατού Εθνικής Άμυνας από τις Μεραρχίες Σερρών, Κρήτης και Αρχιπελάγους, το οποίο και ενέταξε στις συμμαχικές δυνάμεις του Μακεδονικού Μετώπου.
Επακολούθησε ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας και η βίαιη κατάληψη του μεγαλύτερου τμήματός της από τους Συμμάχους, ο αφοπλισμός του στρατού και η μεταφορά του όγκου του στην Πελοπόννησο, η εκθρόνιση του Βασιλιά Κωνσταντίνου και η άνοδος στο θρόνο του πρίγκιπα Αλεξάνδρου. Η νέα Κυβέρνηση, υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο (Ιούνιος 1917), κήρυξε αμέσως και επίσημα τον πόλεμο κατά των Κεντρικών Δυνάμεων και άρχισε με γοργό ρυθμό την αναδιοργάνωση, εξοπλισμό και εκπαίδευση του στρατού, που ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1918.
Ο ανανεωμένος αυτός στρατός έλαβε μέρος στο πλευρό των Συμμάχων κατά τις νικηφόρες επιχειρήσεις για τη διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου (Σεπτέμβριος 1918), στην εκστρατεία κατά των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία και με το σύνολο σχεδόν των δυνάμεών του σε αυτή της Μικράς Ασίας.
Ο Προσωρινός Οργανισμός του Στρατού του 1913 – Σύσταση Νέων Σωμάτων και Υπηρεσιών
Η μεγάλη έκταση των συνόρων και ο διπλασιασμός, σχεδόν, του πληθυσμού της χώρας καθιστούσαν επιτακτική την αύξηση του στρατού. Για το λόγο αυτό αποφασίστηκε η κατάργηση του Γενικού Στρατηγείου και η επάνοδος της Επιτελικής Υπηρεσίας υπό το Υπουργείο Στρατιωτικών, καθώς και η συγκρότηση, για πρώτη φορά, έξι στρατηγείων σωμάτων στρατού, στα οποία και υπήχθησαν όλες οι μεραρχίες. Στο τέλος του 1913 καθορίστηκε νομοθετικά η προσωρινή οργάνωση του στρατού, μέχρι να ψηφιστεί ο οριστικός Οργανισμός του, η οποία περιλάμβανε Πεζικό, Ιππικό, Πυροβολικό, Μηχανικό, Μεταγωγικό και Νοσοκόμους.
Με τα μέτρα αυτά αυξήθηκε η δύναμη του στρατού κατά πολύ και τέθηκαν οι βάσεις για την καλύτερη οργάνωση, εκπαίδευση και γενικά τη βελτίωση της μαχητικής ικανότητας του στρατεύματος. Τον Ιανουάριο του 1914 αναδιοργανώθηκε η Επιτελική Υπηρεσία Στρατού, η οποία απαρτίστηκε από το Διοικητικό Γραφείο και τις Διευθύνσεις Πολεμικών Επιχειρήσεων και Οχυρώσεων, Οργανισμού, Επιστρατεύσεως και Μεταφορών, Εκπαιδεύσεως, Κανονισμών και Ιστορίας και τέλος Πληροφοριών και Πολιτικών Υποθέσεων. Τον ίδιο χρόνο συστήθηκε η Ανακτορική Φρουρά (δύο ουλαμοί Ευζώνων), τα Φρούρια Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων (καταργήθηκε λίγο αργότερα) και Καβάλας και οκτώ Εφορίες Υλικού Πολέμου.
Επίσης, συστήθηκαν τα Σώματα Στρατιωτικής Επιμελητείας, Μεταγωγικού, Ελέγχου Οικονομικής Υπηρεσίας, Διαχειριστών, Χαρτογράφων, Στρατιωτικών Φαρμακοποιών, Αρχειοφυλάκων, Γραφέων - Καλλιγράφων - Σχεδιαστών και Μόνιμων Υπαξιωματικών και Ανθυπασπιστών. Τέλος, εξαιτίας των ελλείψεων που παρατηρήθηκαν σε στελέχη κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912 - 1913 και της αυξήσεως του στρατού κατά την περίοδο αυτή, επιτράπηκε η μονιμοποίηση τετρακοσίων είκοσι πέντε έφεδρων αξιωματικών για το Πεζικό, το Πυροβολικό, το Ιππικό, το Μηχανικό και το Υγειονομικό.
Το Σεπτέμβριο του 1917 συστήθηκε στο Υπουργείο Στρατιωτικών θέση Γενικού Επιτελάρχη και ιδρύθηκαν Αρχηγεία Πεζικού και Πυροβολικού, ενώ διαλύθηκε η Ταξιαρχία Ιππικού και συγκροτήθηκε η Μεραρχία Ιππικού με τρία συντάγματα. Από το Νοέμβριο του 1917 έγιναν σημαντικές αλλαγές στο Υπουργείο Στρατιωτικών και συστήθηκαν σταδιακά μέχρι το 1921 οι ακόλουθες Διευθύνσεις και Υπηρεσίες, που ήταν αυτόνομες και υπάγονταν στο Υπουργείο Στρατιωτικών:
Διεύθυνση Δικαιοσύνης, Υπηρεσία Ελέγχου Δαπανών και Υλικού Στρατού, Διεύθυνση Ιππονειών, η οποία το 1921 μετονομάστηκε σε Κτηνιατρική Υπηρεσία, Διεύθυνση Χωροφυλακής, Διεύθυνση Υγειονομικής Υπηρεσίας, Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών, Χημική Υπηρεσία, Διεύθυνση Αεροπορίας, η οποία μέχρι το 1921 αποτελούσε «Τμήμα Αεροπορίας» στη Διεύθυνση Μηχανικού, Στρατιωτική Ταμειακή Υπηρεσία, Θρησκευτική Υπηρεσία του Στρατεύματος και τέλος Διεύθυνση Μεταγωγικού και Αυτοκινήτων, ενώ το Φεβρουάριο του 1918 καθορίστηκαν και οι αρμοδιότητες του Αρχηγού Στρατού.
Η Οργάνωση του Στρατού Εθνικής Άμυνας
Η δημιουργία νέου στρατού ήταν έργο δυσχερέστατο. Η μεγαλύτερη δυσκολία προερχόταν από την έλλειψη των απαιτούμενων υλικών μέσων, που δεν ήταν δυνατό να εξασφαλιστούν, παρά μόνο από χορηγήσεις των Συμμάχων.
Ωστόσο, η Επιτροπή Εθνικής Άμυνας άρχισε την εργασία της οργανώσεως «εκ των ενόντων» και στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1916 είχε συγκροτηθεί το πρώτο τάγμα Εθνικής Άμυνας. Επίσης, το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, άρχισε στη Θεσσαλονίκη η οργάνωση και μιας μεραρχίας, η οποία, λίγο αργότερα, ονομάστηκε Μεραρχία Σερρών. Οι προσπάθειες για τη δημιουργία του νέου στρατού εντάθηκαν αφότου ανέλαβε την ηγεσία του κινήματος Εθνικής Άμυνας η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης, με υποχρεωτική στρατολογία στις περιοχές που είχε υπό τον έλεγχό της.
Η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε αποφασίσει αρχικά να συγκεντρώσει 80-90.000 άνδρες και να συγκροτήσει πέντε μεραρχίες (Σερρών, Αρχιπελάγους, Κρήτης, Κυκλάδων και Θεσσαλονίκης) με δύναμη 10.000 ανδρών η καθεμία. Παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν, πέτυχε, μέχρι το Νοέμβριο, να συγκροτήσει τα δύο πρώτα συντάγματα και ορισμένες άλλες μονάδες της Μεραρχίας Σερρών. Η συγκρότηση των υπόλοιπων μονάδων ολοκληρώθηκε στο τέλος Φεβρουαρίου του 1917. Η Μεραρχία Αρχιπελάγους συγκροτήθηκε στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου (Λέσβο, Χίο, Σάμο και Λήμνο), από οπλίτες που ήταν εκεί και προπαντός από επίστρατους.
Τον Απρίλιο του 1917 η μεραρχία μεταφέρθηκε, με επίτακτα Ελληνικά πλοία, στη Θεσσαλονίκη, όπου οι μονάδες της εξοπλίστηκαν και συμπληρώθηκαν σε κτήνη και υλικά. Μέχρι το τέλος Απριλίου η μεραρχία είχε ολοκληρώσει την οργάνωσή της. Η Μεραρχία Κρήτης συγκροτήθηκε κυρίως από επίστρατους στη Μεγαλόνησο. Στις αρχές Μαΐου άρχισε η μεταφορά της μεραρχίας στη Θεσσαλονίκη και μέχρι το τέλος του ίδιου μήνα είχαν μεταφερθεί σχεδόν όλες οι μονάδες της. Την ίδια περίοδο στη Θεσσαλονίκη είχε αρχίσει η οργάνωση ενός συντάγματος Σιδηροδρόμων, ενός τηλεγραφητών και ενός Σκαπανέων, μιας μοίρας Ορειβατικού Πυροβολικού και μερικών μη μάχιμων μονάδων ενώ, παράλληλα.
Στις Κυκλάδες και στα Επτάνησα είχαν συγκροτηθεί, μέχρι το τέλος Μαΐου του 1917, τρία συντάγματα Πεζικού και στη Θεσσαλονίκη τρία έμπεδα, για την εξυπηρέτηση των τριών μεραρχιών, οι οποίες συγκροτούσαν το Σώμα Στρατού Εθνικής Άμυνας και βρίσκονταν ήδη στο μέτωπο ή κατευθύνονταν προς αυτό. Την 1η Ιουνίου του 1917 η δύναμη του Στρατού Εθνικής Άμυνας ανερχόταν σε 1.497 αξιωματικούς και 53.271 οπλίτες. Εξάλλου, η Χωροφυλακή, που είχε συγκροτηθεί κυρίως από Κρητικούς, διέθετε 274 αξιωματικούς και 5.361 οπλίτες.
Η Είσοδος της Ελλάδας στον Πόλεμο και η Αναδιοργάνωση του Στρατού
Το πρώτο μέτρο που πήρε η κυβέρνηση Βενιζέλου ήταν η επίσημη είσοδος της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων και η Ελλάδα, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του πολέμου, έπρεπε οπωσδήποτε να αναδιοργανώσει το στρατό της και να ξεκινήσει τμηματική επιστράτευση. Παράλληλα, η Κυβέρνηση επιδίωξε, και πέτυχε να υπογραφεί, σύμβαση με τη Γαλλία, με την οποία αυξήθηκε η Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή, που ήδη υπήρχε στη Θεσσαλονίκη.
Η δραστηριότητά της Στρατιωτικής Αποστολής στράφηκε κυρίως στην προετοιμασία της γενικής επιστρατεύσεως, την εκπαίδευση των στελεχών και του στρατεύματος και την εκπόνηση, με τη συνεργασία και του Αρχιστράτηγου των Συμμαχικών Δυνάμεων του Μακεδονικού Μετώπου, σχεδίου χρησιμοποιήσεως του Ελληνικού Στρατού. Τον Ιούλιο του 1917 υπολογιζόταν ότι, μέχρι το τέλος του έτους, θα ήταν δυνατό να έχουν οργανωθεί έξι έως επτά μεραρχίες με υλικά, που υπήρχαν στην Ελλάδα ή θα χορηγούνταν από τους Συμμάχους.
Η κάθε μία μεραρχία αποφασίστηκε να περιλαμβάνει τρία συντάγματα Πεζικού (των τριών ταγμάτων το καθένα), μία ημιλαρχία, δύο μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού, μία μοίρα Πεδινού Πυροβολικού, μία μοίρα Πυροβολικού Χαρακωμάτων, δύο λόχους Μηχανικού και τις λοιπές απαραίτητες υπηρεσίες. Καθένα τάγμα Πεζικού διέθετε τρεις λόχους Πεζικού και μία πολυβολαρχία. Τελικά, ο Ελληνικός Στρατός αποφασίστηκε να αποτελείται από τρία σώματα στρατού (Σώμα Στρατού Εθνικής Άμυνας, Α' Σώμα Στρατού και Β' Σώμα Στρατού) με τρεις μεραρχίες το κάθε σώμα.
Η συγκρότηση, ωστόσο, των νέων μεραρχιών προχωρούσε, ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες, με βραδύ ρυθμό, εξαιτίας της εσωτερικής καταστάσεως της χώρας και των καθυστερήσεων στις αφίξεις του απαιτούμενου υλικού. Μέχρι τα μέσα Απριλίου είχαν επιστρατευθεί, κατά σειρά, οι Ι Μεραρχία Λάρισας, η ΧΙΙΙ Χαλκίδας, η ΙΙ Αθηνών και η ΙΧ Ιωαννίνων. Απαιτήθηκε όμως αρκετός χρόνος για να συμπληρώσουν την πολεμική τους οργάνωση και την εκπαίδευσή τους και να κριθούν έτοιμες για αποστολή στο μέτωπο.
Στο μεταξύ, είχε καθοριστεί να επιστρατευθούν, μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου, τρεις ακόμη μεραρχίες, η ΙΙΙ Πατρών, ΙV Ναυπλίου και η ΧΙV Καλαμάτας, ώστε το σύνολο των Ελληνικών μεραρχιών να φτάσει στις δέκα. Με τη συγκρότηση και των τριών αυτών μεραρχιών ολοκληρώθηκε η εμπόλεμη σύνθεση του Ελληνικού Στρατού, του οποίου η δύναμη στο μέτωπο ανερχόταν σε 104.500 αξιωματικούς και οπλίτες, με Αρχιστράτηγο των Ελληνικών δυνάμεων στο μέτωπο, από το τέλος Μαΐου 1918, τον Αντιστράτηγο Πυροβολικού Παναγιώτη Δαγκλή.
Οπλισμός – Οχύρωση
Ο βασικός οπλισμός του στρατού, μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων 1912 - 1913, αποτελούνταν από 166.000 τυφέκια Μάνλιγχερ - Σενάουερ, 44.000 Μάουζερ και Μάνλιγχερ Βουλγαρικά, που προέρχονταν από λάφυρα, 77.000 Γκρας παλαιού τύπου και 274 πολυβόλα Σβαρτσελόζε και Μαξίμ. Πυροβόλα υπήρχαν 168 πεδινά και 98 ορειβατικά Σνάιντερ - Δαγκλή των 75 χιλιοστών. Το 1917, με τη γενική επιστράτευση, ο στρατός εφοδιάστηκε με τυφέκια Μάνλιγχερ- Σενάουερ καθώς και με 40 τυφέκια Λεμπέλ, κατά λόχο, για την εκτόξευση οπλοβομβίδων.
Το Πυροβολικό ενισχύθηκε με 56 πεδινά και 20 ορειβατικά πυροβόλα. Εξάλλου, καθιερώθηκαν τα οπλοπολυβόλα στον οπλισμό του Πεζικού και αυξήθηκε ο αριθμός των πολυβόλων, κατά τάγμα Πεζικού, από δύο σε οκτώ (μία πολυβολαρχία). Η ευρεία ανάπτυξη του στρατού, τα εκτεταμένα σύνορα και οι ελλιπείς συγκοινωνίες έπεισαν την Επιτελική Υπηρεσία του Στρατού, μετά το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων 1912 - 1913, για την ανάγκη οχυρώσεως ορισμένων ευπαθών τοποθεσιών των Ελληνβουλγαρικών συνόρων στην ανατολική Μακεδονία, όπου η απειλή παρουσιαζόταν μεγαλύτερη εκείνη την περίοδο.
Η οχύρωση όμως μίας γραμμής δεν επαρκούσε, γιατί, σε περίπτωση διασπάσεώς της σε ένα σημείο, δημιουργούνταν απειλή για ολόκληρη την ανατολική Μακεδονία. Συνεπώς, ήταν αναγκαία μια δεύτερη εσωτερική γραμμή, για τη συγκράτηση ενδεχόμενης εισβολής. Μετά από αυτό, αποφασίστηκε να οχυρωθούν οι κύριες διαβάσεις στη μεθόριο και από την εσωτερική γραμμή η περιοχή της Καβάλας. Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλιζόταν η ανατολική Μακεδονία και οπωσδήποτε επιτυγχανόταν η κάλυψη της επιστρατεύσεως και της στρατηγικής συγκεντρώσεως των Ελληνικών δυνάμεων.
Αν αυτό δεν ήταν εφικτό, τότε το περιχαρακωμένο στρατόπεδο της Καβάλας θα χρησίμευε ως βάση εξορμήσεως για την ανακατάληψη των εδαφών, που είχαν απωλεσθεί και την αποκατάσταση της τοποθεσίας των συνόρων. Η οχύρωση έγινε με περίκλειστα ημιμόνιμα έργα ανασχέσεως, προοριζόμενα για αντίσταση λίγων ημερών. Μεμονωμένα οχυρά, πλαισιούμενα με μικρότερα κλειστά έργα οχυρώσεως, απαγόρευαν την περίσχεση και υπερκέραση του κύριου οχυρού. Συνολικά, κατασκευάστηκαν επτά οχυρά μεταξύ των ποταμών Στρυμόνα και Νέστου, ένα ανατολικά της λίμνης Δοϊράνης και αυτά γύρω από την Καβάλα για την εξασφάλιση της ίδιας της Καβάλας και του όρμου των Ελευθερών.
Ελληνικό Πυροβολικό
Πυροβόλο - Τύπος - Κατηγορία
- Schneider-Ducrest Montage 65 χλστ., Υπόδειγμα 1906 Ελαφρύ Ορειβατικό - Λυόμενο
- Schneider-Δαγκλής 75 χλστ., Υπόδειγμα1906/1912 Ελαφρύ Ορειβατικό - Λυόμενο
- Krupp Gebirgskanone 75 χλστ., Υπόδειγμα 1904 Ελαφρύ Ορειβατικό - Λυόμενο
- Ehrhardt Gebirgskanone 77 χλστ., Υπόδειγμα 1915 Ελαφρύ Ορειβατικό - Λυόμενο
- Schneider-Canet 75 χλστ., Υπόδειγμα 1906 Ελαφρύ Πεδινό - Ιππήλατο
- Krupp Feldkannone 75 χλστ., Υπόδειγμα 1903/1910/1911 Ελαφρύ Πεδινό - Ιππήλατο
Εκπαίδευση
Η στρατιωτική εκπαίδευση κατά την περίοδο 1913 - 1923, εξαιτίας του πολέμου και των συνεχών επιστρατεύσεων και εκστρατειών του Ελληνικού Στρατού, ήταν περιορισμένη. Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, πολλές φορές, υποχρεώθηκε να διακόψει τα μαθήματά της ενώ τα περισσότερα στρατιωτικά σχολεία, που συστήθηκαν το 1914 και τον επόμενο χρόνο, με την κήρυξη της επιστρατεύσεως, ανέστειλαν τη λειτουργία τους. Η Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή, που είχε ανακληθεί το 1911, εξακολούθησε να εργάζεται και μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912 - 1913. Από την Ελλάδα αναχώρησε τον Αύγουστο του 1914, όταν κηρύχθηκε επιστράτευση στη Γαλλία.
Σημαντική, ωστόσο, ήταν η προσφορά της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής, που ανέλαβε αρχικά την οργάνωση και εκπαίδευση του Στρατού Εθνικής Άμυνας και στη συνέχεια των μεραρχιών, οι οποίες επιστρατεύθηκαν από τα μέσα του 1917. Εντατική εκπαίδευση, με σύγχρονες μεθόδους, των μεραρχιών αυτών γινόταν κυρίως στο στρατόπεδο της Φιλαδέλφειας στη Μακεδονία και τα αποτελέσματα ήταν άκρως ικανοποιητικά. Τα σημαντικότερα από τα στρατιωτικά σχολεία, που λειτούργησαν κατά την περίοδο αυτή, ήταν η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, τα διάφορα Σχολεία Εφαρμογής, το Σχολείο Λοχαγών, το Σχολείο Υγειονομικών και η Στρατιωτική Σχολή Διαχειρίσεως και Λογιστικών.
Το 1914 καταργήθηκαν οι Ουλαμοί Υποψήφιων Έφεδρων Αξιωματικών των μεραρχιών και στη θέση τους συστήθηκαν νέοι, ανά ένας κατά σώμα στρατού ενώ τον ίδιο χρόνο θεσπίστηκε στρατιωτική προπαίδευση των νέων για τη συμπλήρωση της στρατιωτικής θητείας τους. Τα σωματεία, σχολεία κ.τ.λ., που είχαν αποδεχθεί το πρόγραμμα της στρατιωτικής εκπαιδεύσεως, ενισχύονταν από το Κράτος με ηθική και υλική συνδρομή. Η διάρκεια της εκπαιδεύσεως ήταν τριετής και μετά από σχετικές εξετάσεις οι εκπαιδευόμενοι αποκτούσαν πτυχίο στρατιωτικής ικανότητας.
Το 1916 καθορίστηκε με Βασιλικό Διάταγμα ο τρόπος εκπαιδεύσεως και απονομής πτυχίου πλοηγού αεροσκάφους, από την Αεροπορική Υπηρεσία Στρατού, στους αξιωματικούς και ανθυπασπιστές μαθητές αεροπόρους ενώ ρυθμίστηκε επίσης, σε νέα βάση, ο τρόπος αποστολής αξιωματικών για εκπαίδευση στο εξωτερικό. Τέλος, την ίδια περίοδο, εκδόθηκαν πολλοί στρατιωτικοί κανονισμοί και εγκρίθηκε ειδική δαπάνη στον ετήσιο προϋπολογισμό του Υπουργείου Στρατιωτικών για την έκδοση δύο περιοδικών, ένα για τους αξιωματικούς και ένα για τους οπλίτες.
Στρατολογία – Επιστράτευση
Στρατολογία
Το 1913 η χώρα διαιρέθηκε σε πέντε στρατιωτικές περιοχές -μία για κάθε σώμα στρατού- και αυτές σε δεκατέσσερις στρατιωτικές περιφέρειες, όσες και οι μεραρχίες. Στη ζώνη ευθύνης κάθε μεραρχίας λειτουργούσε ένα στρατολογικό γραφείο. Αργότερα, και μέχρι το 1921, τα στρατολογικά γραφεία αυξήθηκαν, αφού λειτούργησαν προσωρινά νέα στην Κρήτη, την Αδριανούπολη, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη για να καλύψουν έκτακτες στρατολογικές ανάγκες καθώς και στη Νέα Υόρκη και το Σικάγο για τη στρατολογία ή ρύθμιση στρατολογικών θεμάτων των εκεί Ελλήνων στρατευσίμων ή εφέδρων.
Ένα χρόνο μετά, το 1914, συστήθηκε ξεχωριστό Σώμα Στρατολόγων και ρυθμίστηκε και το θέμα της κατατάξεως εθελοντών. Άλλες σημαντικές αλλαγές στρατολογικού ενδιαφέροντος, αυτή την περίοδο, αφορούσαν τις αναβολές κατατάξεως, την επιβολή ποινών φυλακίσεως στους ανυπότακτους, την εγγραφή στα μητρώα αρρένων των αδήλωτων, την εκτέλεση της στρατολογικής υπηρεσίας από τα σώματα στρατού, τα στρατολογικά γραφεία, τους δήμους και τις κοινότητες, καθώς και άλλα παρεμφερή θέματα, ώστε η στράτευση να είναι καθολική, όπως επέβαλλαν οι ανάγκες εκείνη την περίοδο.
Επιστράτευση
Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1915 η Ελλάδα κήρυξε επιστράτευση, κυρίως για προληπτικούς λόγους, επειδή νωρίτερα είχε κηρύξει επιστράτευση και η Βουλγαρία. Ο στρατός παρέμεινε υπό τα όπλα για εννέα μήνες και η αποστράτευσή του έγινε σταδιακά και κάτω από την πίεση των Συμμάχων. Τον Απρίλιο του 1916 όλο το υλικό επιστρατεύσεως διακρίθηκε σε υλικό Στρατού, Πυροβολικού, Μηχανικού, Αυτοκινήτων, Υγειονομικού και κοινής χρήσεως. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους καθορίστηκαν με πάγιο τρόπο η αποθήκευση, κατανομή, ταξινόμηση, διαχείριση, διάθεση, αποστολή και παράδοση στα αρμόδια διαχειριστικά όργανα του υλικού επιστρατεύσεως ενώ καταργήθηκε το σύστημα εφοδιασμού που ίσχυε μέχρι τότε.
Από τον Αύγουστο του 1917 άρχισε να γίνεται τμηματικά νέα επιστράτευση του Ελληνικού Στρατού, η οποία σημείωσε σημαντική επιτυχία, παρά τις δυσχέρειες που αντιμετώπισε στα αρχικά της στάδια. Η επιστράτευση συνεχίστηκε τμηματικά μέχρι το 1922, οπότε έληξε η εκστρατεία του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία. Η συνολική δύναμη του στρατού, κατά την κορύφωση της επιστρατεύσεως, το καλοκαίρι του 1921, ξεπέρασε τους 300.000 άνδρες.
Μέριμνα για το Προσωπικό
Με νόμο του 1914 ρυθμίστηκαν τα σχετικά με τη σύσταση και τον οργανισμό λειτουργίας των στρατιωτικών λεσχών. Στρατιωτικές λέσχες ιδρύθηκαν σταδιακά σε όλες τις στρατιωτικές φρουρές και, πέρα από την εξυπηρέτηση του στρατιωτικού προσωπικού και των οικογενειών τους, από πλευράς φαγητού και ψυχαγωγίας, συνέβαλαν σημαντικά και στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ του στρατού και του κοινού. Μεγάλη επίσης υπήρξε η συμβολή τους στην πολιτιστική πρόοδο, κυρίως των μικρών επαρχιακών φρουρών, με τις βιβλιοθήκες που διέθεταν και τις ποικίλες εκδηλώσεις που οργανώνονταν σε αυτές.
Το 1917 καθορίστηκε η παρεχόμενη περίθαλψη στις οικογένειες των ανδρών υπό τα όπλα, καθώς επίσης και η περίθαλψη και αρωγή στα θύματα πολέμου και τις οικογένειές τους. Για την επαγγελματική αποκατάσταση των αναπήρων πολέμου συστήθηκε το 1918 σχολή με την επωνυμία «Στέγη της Πατρίδος», με διοικητή στρατιωτικό. Σε αυτή μπορούσε να εισαχθεί, μετά από σχετική αίτηση, κάθε στρατιωτικός, ανεξάρτητα από το βαθμό του, που είχε καταστεί ανάπηρος από τραύματα ή ασθένεια στη διάρκεια του πολέμου. Η φοίτηση διαρκούσε ενάμισι έτος και η εκπαίδευση απέβλεπε στην εκμάθηση κάποιας τέχνης ή επιστήμης.
Το 1919 συστήθηκε Γραφείο Πληροφοριών για να ενημερώνει τις οικογένειες των στρατιωτικών και τρία χρόνια αργότερα (1922) Οδοντιατρείο Φρουράς Αθηνών για τη δωρεάν περίθαλψη των στρατιωτικών και με πληρωμή των οικογενειών τους.
Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Το να προσπαθήσει κάποιος να εξιστορήσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις μιας εκστρατείας που διήρκεσε πάνω από τρία χρόνια, αποτελεί, λίαν επιεικώς, πρόκληση. Κατά την Ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία ( 1919 - 1922 ) τα Ελληνικά στρατεύµατα, αφού έφθασαν ύστερα από έναν επικό και πολυαίµατο αγώνα ως τις πύλες της Άγκυρας και αφού αναδιπλούµενες εγκαταστάθηκαν επιτυχώς για έναν ολόκληρο χρόνο σε ένα ευρύ µέτωπο, που κάλυπτε µεγάλο µέρος της ∆υτικής Μικράς Ασίας, αιφνιδιάστηκαν και αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν, ανοίγοντας ένα νέο ιστορικό κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο χωρών.
Η εκστρατεία αυτή, που υπήρξε αµάλγαµα πολιτικών διπλωµατικών και στρατιωτικών επιτυχιών και αστοχιών είχε ως αποτελέσµατα: Να χαθούν χιλιάδες ανθρώπινες ζωές και από τις δύο πλευρές και να σφαγούν µε ιδιαίτερη αγριότητα από τους Τούρκους τακτικούς και ατάκτους στρατιωτικούς πάνω από 600.000 άµαχοι Έλληνες Πόντιοι και Μικρασιάτες. Να ανταλλαγούν πληθυσµοί µεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και να εκπατρισθούν από τις προαιώνιες εστίες τους για να εγκατασταθούν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα 1.470.000 (400.000 από τον Πόντο, 250.000 από την Ανατολική Θράκη και 750.000 από τη ∆υτική Μικρά Ασία και την Καππαδοκία, ενώ 70.000 κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση).
Να απολεσθούν για τον Ελληνισµό τα ερείσµατά του στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου, για πρώτη φορά από την περίοδο των αρχαίων αποικισµών. Να εξουθενωθεί οικονοµικά το κράτος και τελικά να καταστραφεί το κύρος του Ελληνικού Στρατού, ως του πλέον αξιόµαχου στην περιοχή. Κύριο χαρακτηριστικό των αποτελεσµάτων υπήρξε η αγριότητα της Τουρκικής αντίδρασης. Η Μικρασιατική Εκστρατεία χωρίζεται σε τρεις περιόδους Επιχειρήσεων, όπως παρακάτω:
1η Περίοδος:
Περιλαμβάνει τα γεγονότα και τις επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα από την ημέρα αποβιβάσεως των πρώτων τμημάτων του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη (2 / 5 / 1919), μέχρι την 1η Νοεμβρίου του επομένου έτους 1920.
2η Περίοδος:
Περιλαμβάνει τα γεγονότα και τις επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα από την 1η Νοεμβρίου 1920 μέχρι τον Αύγουστο του 1922, προ της εκτοξεύσεως της τελικής επιθέσεως του Τούρκων.
3η Περίοδος:
Περιλαμβάνει τα γεγονότα και τις επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα από τις 13 Αυγούστου 1922 μέχρι του τέλους, στις 5 Σεπτεμβρίου 1922.
1η Περίοδος (Μάιος 1919 - Οκτώβριος 1920)
Η Ιη Ελληνική Μεραρχία Πεζικού υπό τον συνταγματάρχη Νικόλαο Ζαφειρίου σε εκτέλεση εντολής των νικητών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, Συμμάχων της Αντάντ (Entente), αποβιβαζόταν στις 2 Μαΐου στη Σμύρνη, υπό τις λίαν συγκινητικές εκδηλώσεις, όπως ήταν φυσικό, των Ελλήνων της περιοχής, οι οποίοι έβλεπαν ένα όνειρο αιώνων του ελληνισμού της Μικράς Ασίας να γίνεται πραγματικότητα. Η Ελληνική Σημαία κυμάτιζε στα χέρια των χιλιάδων Ελλήνων και όχι μόνο, αλλά και στο διοικητήριο της κοσμοπολίτικης Ελληνικής μεγαλούπολης, του λίκνου της Ιωνίας, της Σμύρνης. Η Μεραρχία στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει την κατοχή της πόλεως κινήθηκε για να καταλάβει υπερκείμενα της πόλεως υψώματα.
Στην προσπάθειά της αυτή εβλήθη από άτακτα τουρκικά τμήματα κυρίως από την τουρκική συνοικία, με αποτέλεσμα την ανταλλαγή πυρών και συμπλοκές, που είχαν ως συνέπεια τη δημιουργία δυσμενών εντυπώσεων για τις δυνατότητες του Ελληνικού Στρατού να διοικήσει αλλοεθνείς. Τα Ελληνικά τμήματα επεξέτειναν την κατοχή επί των προαστίων της Σμύρνης και μέχρι τέλους Μαΐου, η Ιη Μεραρχία Πεζικού ενισχυθείσα επεκτάθηκε, χωρίς μεγάλη αντίσταση των Τούρκων, μέχρι του Ναζλί στην κοιλάδα του Μαιάνδρου ποταμού, του Οδεμησίου στην κοιλάδα του Καΐστρου ποταμού, του Αξαρίου στην κοιλάδα του Έρμου ποταμού και της Περγάμου - Κυδωνιών στην κοιλάδα Κάικου ποταμού.
Η περαιτέρω διεύρυνση της ζώνης ελέγχου συναντούσε δυσχέρειες προερχόμενες από τις εξής κατά βάση αιτίες:
- Πρώτο, από τα συγκροτηθέντα από τον Μουσταφά Κεμάλ τμήματα των «Εθνικών Οργανώσεων».
- Δεύτερο, από τα Ιταλικά στρατεύματα που άρχισαν να αποβιβάζονται από τις 3 Μαΐου στην περιοχή της Εφέσου, τα οποία επεξέτειναν ταχέως τη ζώνη που ήλεγχαν νοτίως της σιδηροδρομικής γραμμής Αϊδίνιο - Ναζλί.
Κατόπιν αυτού, απαγορεύθηκε κάθε μετακίνηση Ελληνικών στρατευμάτων στην περιοχή αυτή, με συνέπεια ο Μουσταφά Κεμάλ να μπορεί να συγκροτεί εκεί ανενόχλητος τα τμήματά του και τρίτο, από τον διορισθέντα στις 8 Μαΐου ύπατο αρμοστή Α. Στεργιάδη, ο οποίος απαιτούσε όλες οι αποφάσεις της στρατιωτικής αρχής να εγκρίνονται από αυτόν. Έτσι όλες οι αποφάσεις της στρατιωτικής ηγεσίας εξαρτιόνταν από τις εκάστοτε πολιτικές σκοπιμότητες, οι οποίες βέβαια ήταν απόρροια και των παρεμβάσεων των εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίοι απαγόρευαν τις κινήσεις των Ελληνικών δυνάμεων πέραν της αρχικής γραμμής και αργότερα από τις 10 Αυγούστου 1920, από τη γραμμή της συνθήκης των Σεβρών.
Περί τα τέλη Ιουνίου οι Ελληνικές δυνάμεις της Μικράς Ασίας, οι οποίες διαρκώς ενισχύονταν, είχαν την ακόλουθη διάταξη: Η Ι Μεραρχία στην περιοχή Αϊδινίου, η ΙΙη στην περιοχή Οδεμησίου, η ΧΙΙΙ στην περιοχή Μαγνησίας, η Μεραρχία Αρχιπελάγους στην περιοχή Περγάμου – Κυδωνιών και η Μεραρχία Σμύρνης ως εφεδρεία στη Σμύρνη. Μέχρι το τέλος του 1919, οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να παρενοχλούν τις Ελληνικές δυνάμεις και να τρομοκρατούν την ύπαιθρο χώρα. Κατόπιν ενεργειών όμως της Ελληνικής Κυβερνήσεως, επετράπη από τους συμμάχους η διενέργεια αντεπιθέσεων, από τα Ελληνικά τμήματα σε βάθος τριών χιλιομέτρων με την υποχρέωση να επιστρέφουν στις αρχικές θέσεις.
Οι Ελληνικές δυνάμεις, που συνεχώς ενισχύονταν, έφθασαν τον Φεβρουάριο του 1920 να αριθμούν έξι Μεραρχίες, μεταξύ των οποίων και η Μεραρχία Κυδωνιών από οπλίτες της περιοχής και ένα Σύνταγμα Ιππικού. Οι Μεραρχίες Πεζικού του Ελληνικού Στρατού ήταν ελαττωμένης συνθέσεως, λόγω της απολύσεως, διαρκούντος του 1919, τεσσάρων κλάσεων. Μέχρι του Ιουνίου του 1920 η κατάσταση φαινομενικά ήταν σχετικά ήρεμη. Όλο αυτό το διάστημα όμως ο Μουσταφά Κεμάλ εδραίωνε την πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία του στο εσωτερικό της εν διαλύσει Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ προσπαθούσε παράλληλα να αναγνωρισθεί και στο εξωτερικό.
Συγκεκριμένα, ο Μουσταφά Κεμάλ αφού ετέθη επικεφαλής μεγάλης μερίδας αξιωματικών, εγκαταστάθηκε στην Άγκυρα, από όπου οργάνωνε το κίνημα ανυπακοής στις αποφάσεις των συμμάχων και της κυβερνήσεως του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, ενισχυόμενος ποικιλοτρόπως και παντοιοτρόπως. Στο κίνημά του συμμετείχαν ή προσχώρησαν και διοικητές Σχηματισμών του Οθωμανικού Στρατού, όπως ο στρατηγός Κιαζήμ Καραμπεκίρ, ο οποίος αρνήθηκε να αφοπλίσει τις 6 Μεραρχίες Πεζικού του Σώματος που διοικούσε και προσχώρησε στον Μουσταφά Κεμάλ, ενώ όσοι παρέμεναν πιστοί στον Σουλτάνο, σταδιακά εξουδετερώθηκαν.
Συγχρόνως, πολλά από τα συμμαχικά τμήματα, τα οποία φύλασσαν τις αποθήκες με τον οπλισμό των αποστρατευμένων μονάδων του Τουρκικού Στρατού, έκαναν στραβά μάτια και επέτρεπαν την σύληση των αποθηκών αυτών από ανθρώπους του Κεμάλ, ενώ οργίαζε και το λαθρεμπόριο όπλων υπέρ του Μουσταφά Κεμάλ. Ήδη κατά την άνοιξη του 1920 είχαν εντοπισθεί συγκεντρώσεις σημαντικών δυνάμεων του Τουρκικού Στρατού στις περιοχές Φιλαδέλφειας - Σαλιχλή - Σόμα και Μπαλού Κεσίρ. Το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο (Ε.Γ.Σ.) κατόπιν αδείας των συμμάχων απεφάσισε την διενέργεια επιθετικών επιχειρήσεων για εξουδετέρωση του Τουρκικού Στρατού και την επέκταση της Ζώνης Κατοχής.
Όπως είναι γνωστό, η μόνη χώρα από τους συμμάχους που υπεστήριζε πλέον την Ελλάδα ήταν η Αγγλία και αυτή βέβαια για τους δικούς της λόγους. Τον Ιούνιο του 1920 ο Άγγλος πρωθυπουργός Λόιντ Τζωρτζ ενημέρωσε τον Έλληνα ομόλογό του Ε. Βενιζέλο για την όλη διπλωματική κατάσταση και του ανακοίνωσε απερίφραστα ότι η Ελλάδα ουσιαστικά έπρεπε να αντιμετωπίσει μόνη και με τις δυνάμεις της, την όποια στρατιωτική δράση κατά του Κεμάλ. Το αποτέλεσμα της συζητήσεως περιγράφεται σαφώς από τον ίδιο το Ε. Βενιζέλο στο από 10 Ιουνίου τηλεγράφημά του προς το Υπουργικό Συμβούλιο.
Αναφέρει ότι δήλωσε στον Λόιντ Τζωρτζ ότι ανελάμβανε όχι μόνο να βοηθήσει την Αγγλία με τη διάθεση μιας Ελληνικής Μεραρχίας Πεζικού στη Νικομήδεια, αλλά και να συντρίψει με τον Ελληνικό Στρατό τον Τουρκικό, χωρίς καμία εξωτερική στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Οι προαναφερθείσες επιχειρήσεις άρχισαν στις 9 Ιουνίου και σε μικρό σχετικά διάστημα (25 Ιουνίου) επιτεύχθηκαν οι καθορισθέντες.Αντικεμενικοί Σκοποί (ΑΝΣΚ) οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις βελτιώνονταν.
Έτσι στα τέλη Οκτωβρίου 1920 η Ελληνική Στρατιά, όπως ονομάσθηκε το εκστρατευτικό Σώμα, κατείχε μέτωπο που ξεκινούσε από τις εκβολές του Σαγγαρίου ποταμού στον Εύξεινο Πόντο, ανατολικά της Προύσης, της περιοχής του Ουσάκ, μέχρι Μπουλαντάν, μέχρι τον Μαίανδρο ποταμό. Ήδη η Ελληνική Στρατιά είχε ενισχυθεί με δυο ακόμη Μεραρχίες Πεζικού, την Ξάνθης και την Μαγνησίας, η δύναμη όμως των Μεραρχιών Πεζικού ελαττώθηκε ακόμη περισσότερο με την απόλυση τον Οκτώβριο, άλλης μιας κλάσεως.
Σημειώνουμε εδώ ότι τον Αύγουστο του 1920 υπεγράφη η περιβόητη συνθήκη των Σεβρών, η οποία επιδίκαζε στην Ελλάδα τη Θράκη μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως και τη Σμύρνη με την ενδοχώρα της, συνθήκη την οποία δεν αναγνώρισε ο Μουσταφά Κεμάλ.
2η Περίοδος (1η Νοεμβρίου 1920 - Αύγουστος 1922)
Περιλαμβάνει τις παρακάτω επιμέρους επιχειρήσεις:
- Επιθετική Αναγνώριση Δεκεμβρίου 1920
- Επιχειρήσεις Μαρτίου 1921
- Επιχειρήσεις Ιουνίου - Ιουλίου 1921
- Επιχειρήσεις προς Άγκυρα (Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1921)
- Την περίοδο στασιμότητας - Άμυνας (Σεπτέμβριος 1921 - Αύγουστος 1922)
Επιθετική Αναγνώριση Δεκεμβρίου 1920
Την 1η Νοεμβρίου 1920 στην Ελλάδα διεξήχθησαν εκλογές, στις οποίες, όπως όλοι γνωρίζουμε, ηττήθηκε το κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ενώ κυβερνούσε τη χώρα από το 1917, χωρίς εκλογές, απεφάσισε, όλως αιφνιδίως να εμπλακεί σε μια εκλογική περιπέτεια, η οποία ενώ είχε σημαντικές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς, το αποτέλεσμά της ήταν άδηλο. Διότι είναι σε όλους γνωστό ότι η Ελλάδα ήταν διχασμένη σε Βασιλικούς και Βενιζελικούς, η δε η κοινή γνώμη ήταν κουρασμένη από τους συνεχείς, από το 1912, πολέμους, γεγονός που η αντιπολίτευση, το εκμεταλλεύονταν ευρέως υποσχόμενη τερματισμό του πολέμου, όταν θα ανήρχετο στην εξουσία.
Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους υποστηρίζεται από πολλούς ότι η απόφαση αυτή ήταν άστοχη, αντίθετη με τα συμφέροντα της χώρας και κυρίως με τον αγώνα που διεξαγόταν στη Μικρά Ασία. Ήταν δηλαδή απόφαση διενεργείας εκλογών εν καιρώ πολέμου. Αλλά και από στρατηγικής – στρατιωτικής απόψεως, η διενέργεια των εκλογών ήταν επιζήμια. Αυτό διότι ήταν κοινό μυστικό ότι ο Κεμάλ είχε αρχίσει από του θέρους του 1920 να μετατρέπει τον στρατό του από άτακτο σε τακτικό. Εάν λοιπόν η Ελλάδα ήθελε, κάτι που ήταν αναγκαίο, να συντρίψει τον Κεμαλικό στρατό, έπρεπε να το κάνει πριν αυτός ολοκληρώσει τη συγκρότησή του και καταστεί πλήρως αξιόμαχος.
Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε η Στρατιά Μικράς Ασίας (Σ.Μ.Α.) να ενισχυθεί το ταχύτερο δυνατό και να αναλάβει άμεσα μεγάλης κλίμακας επιθετικές επιχειρήσεις, ακριβώς πριν ο Κεμάλ επιτύχει το σκοπό του να οργανώσει, εξοπλίσει και εκπαιδεύσει τακτικό στρατό. Μόνον κατ’ αυτό τον τρόπο υπήρχε πιθανότητα να ηττηθεί ο Κεμάλ και να εξαναγκασθεί να συμμορφωθεί με τη Συνθήκη των Σεβρών. Το φιλοβασιλικό κόμμα, που ανήλθε στην εξουσία, απεφάσισε να επαναφέρει τον Κωνσταντίνο στο Θρόνο και να προβεί σε αλλαγές στις Διοικήσεις, τη Δομή και Οργάνωση της Στρατιάς Μικράς Ασίας.
Συγκεκριμένα, ο διοικητής της, αντιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον αντιστράτηγο Αναστάσιο. Παπούλα. Οι αλλαγές όμως δεν περιορίσθηκαν στην ηγεσία της Στρατιάς, αλλά έφθασαν μέχρι και τα επίπεδα Ταγμάτων και κατωτέρων ακόμη κλιμακίων, με την επαναφορά στην ενέργεια εκατοντάδων αξιωματικών που είχαν αποστρατευθεί προ αρκετών ετών, οι οποίοι αντικατέστησαν τους έμπειρους και γνώστες της καταστάσεως αξιωματικούς. Αυτό, όπως ήταν φυσικό, δημιούργησε αναστάτωση και αρρυθμίες στη λειτουργία της Στρατιάς, αλλά και σημαντική καθυστέρηση τουλάχιστον 6 μηνών.
Για να γίνει αντιληπτό το πνεύμα που επικρατούσε, έφθασαν στο σημείο να μετονομάσουν ακόμη και τους Σχηματισμούς. Έτσι: Το Σώμα Στρατού Σμύρνης ονομάσθηκε Γ' Σώμα Στρατού, το Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης σε Δ' Σώμα Στρατού, η Μεραρχία Κρήτης σε V Μεραρχία, η των Σερρών σε VΙ κ.ο.κ. Στις 24 Δεκεμβρίου, ύστερα από πληροφορίες περί Τουρκικών συγκεντρώσεων στην περιοχή Μπίλετζικ - Μπόζεγιουκ, διενεργήθηκε ευρείας κλίμακας επιθετική αναγνώριση από το Γ' Σώμα Στρατού με την VΙΙ ΜΠ προς Ινεγκόλ - Κοβαλίτσα, ενώ συγχρόνως μικτό απόσπασμα της Χ Μεραρχίας Πεζικού κινήθηκε από την Κίο προς Μπίλετζικ. Προς τον Νότο κινήθηκε και το Α' Σώμα Στρατού για απασχόληση του εχθρού προς την περιοχή Ουσάκ - Μπανάζ και το Τσιβρήλ.
Το Γ' Σώμα Στρατού ύστερα από σφοδρό αγώνα κατέλαβε την Κοβαλίτσα και άλλα σημεία και ανάγκασε τις εκεί τουρκικές δυνάμεις υπό τον Ισμέτ Πασά να υποχωρήσουν στο Δορύλαιο (Εσκή Σεχήρ). Οι Ελληνικές όμως δυνάμεις μόλις κατέλαβαν τους τεθέντες Αντικειμενικούς Σκοπούς επανήλθαν στις θέσεις εξορμήσεως. Στον Νότο το Α' Σώμα Στρατού κατέλαβε χωρίς αντίσταση την περιοχή Μπανάζ - Τσιβρήλ και επανήλθε και αυτό στις θέσεις εξορμήσεως. Από τις επιχειρήσεις αυτές διαπιστώθηκε ότι ο Τουρκικός Στρατός είχε ήδη οργανώσει 9 Μεραρχίες, μειωμένης μεν συνθέσεως (δυνάμεως 2.000-3.000 ανδρών), αλλά ήταν πλέον τακτικός στρατός και όχι μπουλούκια ατάκτων, όπως μέχρι τότε.
Επιχειρήσεις Μαρτίου 1921
Επικειμένης της συμμαχικής διασκέψεως στο Λονδίνο, στην οποία προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν και αντιπρόσωποι από Ελλάδα και Τουρκία, η Ελληνική Κυβέρνηση υπέδειξε στη Στρατιά Μικράς Ασίας (Σ.Μ.Α.) την ανάγκη να επιτευχθεί σημαντική στρατιωτική επιτυχία, για να δημιουργηθεί ευνοϊκή ατμόσφαιρα για τα Ελληνικά συμφέροντα. Η Στρατιά σε υλοποίηση της αποστολής αυτής απεφάσισε να ενεργήσει επιχειρήσεις σύμφωνα με σχέδιο το οποίο προέβλεπε: Ταυτόχρονη κατάληψη των πόλεων Εσκή Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ με κίνηση φαλάγγων από Προύσα και Ουσάκ. Ο διαχωρισμός επιβαλλόταν για εδαφικούς λόγους, διότι μεταξύ των δύο αξόνων επιθέσεως, μεσολαβούσαν οι ορεινοί όγκοι Ολύμπου – Σιμάβ και Μουράτ Νταγ.
Οι επιχειρήσεις άρχισαν στις 10 Μαρτίου και απέτυχαν στο σύνολό τους, διότι ο τεθείς από την πολιτική ηγεσία Αντικειμενικός Σκοπός της ταυτοχρόνου καταλήψεως του Εσκή Σεχήρ και του Αφιόν, κάτι που αποδέχθηκε και η στρατιωτική ηγεσία, ήταν πέρα από τις δυνατότητες του Ελληνικού Στρατού καθόσον: Πρώτο, η αναλογία δυνάμεων των αντιπάλων δεν ήταν η προβλεπόμενη για επιθετικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας. Δεύτερο, οι ορεινοί όγκοι που παρεμβάλλονταν, μεταξύ των δύο αξόνων επιθέσεως δεν επέτρεπαν την αλληλοϋποστήριξη των ενεργουσών δυνάμεων και τρίτο, η στρατιωτική ηγεσία υποτίμησε τις δυνατότητες του αντιπάλου.
Επιχειρήσεις Ιουνίου - Ιουλίου 1921
Μετά την αποτυχία των επιχειρήσεων του Μαρτίου η Σ.Μ.Α. αντελήφθη την ανάγκη σοβαρής ενισχύσεως των δυνάμεών της. Η Ελληνική Κυβέρνηση ικανοποιώντας σχετικό αίτημα της Στρατιάς κάλεσε υπό τα όπλα ικανό αριθμό κλάσεων από την Ελλάδα και από τον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας. Με την ενίσχυση αυτή η αριθμητική δύναμη της Στρατιάς διπλασιάσθηκε σχεδόν και με την άφιξη και νέων Μεραρχιών Πεζικού έφθασε να αριθμεί 11 Μεραρχίες Πεζικού, 1 Τάγμα Ιππικού, συνολικής δυνάμεως 4.364 Αξιωματικών και 122.164 οπλιτών.
Στο μέτωπο και μέχρι τέλους του 2ου 10ημέρου του Ιουνίου επικράτησε σχετική ηρεμία, με τους αντιπάλους να επιδίδονται δραστήρια στην επαύξηση της μαχητικής ισχύος των στρατευμάτων τους, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει απουσία επιχειρήσεων μικρής εντάσεως και κλίμακας. Στις 25 Ιουνίου άρχισαν οι επιχειρήσεις Ιουνίου - Ιουλίου 1921 με απώτερο σκοπό να προελάσει η Σ.Μ.Α. προς ανατολάς, προς τελική συντριβή του Τουρκικού Στρατού. Σε πρώτο χρόνο προβλεπόταν ότι η Στρατιά θα συναντούσε τον Τουρκικό Στρατό στην περιοχή Εσκή Σεχίρ - Κιουτάχεια - Αφιόν Καραχισάρ, όπου θα προσπαθούσε να τον εγκλωβίσει, σε κρίσιμη μάχη περί την Κιουτάχεια.
Η εν συνεχεία προέλαση προς Άγκυρα θα αποφασιζόταν ανάλογα με τα αποτελέσματα του πρώτου χρόνου. Οι επιχειρήσεις εξελίχθηκαν ευνοϊκά αυτή τη φορά για τη Σ.Μ.Α. με την κατάληψη στις 8 Ιουλίου των Εσκή Σεχίρ - Κιουτάχειας - Αφιόν Καραχισάρ και την κυριαρχία και τον έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής Αφιόν Καραχισάρ - Εσκή Σεχίρ - Κωνσταντινούπολη, γεγονός πολύ σημαντικό από στρατηγικής και από απόψεως Διοικητικής Μερίμνης. Δυστυχώς όμως, δεν κατορθώθηκε ο κύριος σκοπός των επιχειρήσεων, που ήταν ο εγκλωβισμός και συντριβή του Τουρκικού Στρατού.
Επίσης, παρά την επιτυχή έκβαση της επιχειρήσεως και τη δυσχερή κατάσταση που βρέθηκε ο Τουρκικός Στρατός, η Σ.Μ.Α. δεν υλοποίησε τη δεύτερη φάση της επιχειρήσεως, δηλαδή τη συνέχιση προς Άγκυρα. Από την πλευρά των Τούρκων, η ήττα τους στις επιχειρήσεις αυτές είχε σημαντικές στρατιωτικές και πολιτικές επιπτώσεις, καθόσον στην Εθνοσυνέλευση της Αγκύρας άρχισε να κλονίζεται επικίνδυνα η εμπιστοσύνη στις ικανότητες του Κεμάλ και στις πιθανότητες επιτυχίας των σχεδίων του, τελικά όμως ο Κεμάλ κατάφερε έστω και δύσκολα να ξεπεράσει τις δυσκολίες.
Επιχειρήσεις προς Άγκυρα (Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1921)
Μετά τη σταθεροποίηση του μετώπου στην προαναφερθείσα γραμμή Εσκή Σεχήρ - Αφιόν Καραχισάρ, η Κυβέρνηση εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει το ίδιο στρατηγικό πρόβλημα, δηλαδή τη συνέχιση των επιχειρήσεων, με σκοπό την πλήρη επικράτηση και καταστροφή του Τουρκικού Στρατού. Ο σκοπός αυτός καθίστατο ακόμη περισσότερο επιτακτικός, διότι όπως εξελισσόταν η διεθνής κατάσταση, δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να επιτευχθεί πολιτική λύση του Μικρασιατικού προβλήματος. Αυτό διότι πρώτο, η Ιταλία και Γαλλία ήταν αντίθετες με την παραμονή της Ελλάδος στη Μικρά Ασία.
Δεύτερο, ο Κεμάλ δεν δεχόταν διαπραγματεύσεις για επίλυση του προβλήματος πριν αποχωρήσουν οι Ελληνικές δυνάμεις από τη Μικρά Ασία και τρίτο, η παραμονή των Ελληνικών δυνάμεων στην προαναφερθείσα γραμμή, σε αδράνεια εν αναμονή κάποιας λύσης στο πρόβλημα δεν ενδεικνυόταν, αντίθετα δυσχέραινε ακόμη περισσότερο την στρατηγική κατάσταση του Ελληνικού Στρατού, διότι έδινε χρόνο στον Κεμάλ να ενισχυθεί και να συνεχίσει και ολοκληρώσει την προπαρασκευή του Τουρκικού Στρατού.
Για την αντιμετώπιση της καταστάσεως συγκροτήθηκε στις 15 Ιουλίου 1921 στην Κιουτάχεια ευρεία σύσκεψη λίαν υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του βασιλέως Κωνσταντίνου, στην οποία συμμετείχαν ο πρωθυπουργός Γούναρης, ο υπουργός Στρατιωτικών Θεοτόκης, ο διοικητής Σ.Μ.Α. στρατηγός Παπούλας, ο επιτελάρχης συνταγματάρχης Πάλλης, ο αρχηγός Γ.Ε.Σ. στρατηγός Δούσμανης και ο σύνδεσμος της Κυβερνήσεως στη Σ.Μ.Α. υποστράτηγος Στρατηγός. Τα αποτελέσματα της συσκέψεως δύνανται να συνοψισθούν στα ακόλουθα:
Η Σ.Μ.Α. θα εκτελούσε επιδρομή προς Άγκυρα, για να συντρίψει εάν και όπου τις συναντούσε, τις Τουρκικές δυνάμεις και να διαλύσει τις βάσεις εφοδιασμού του εχθρού στην Άγκυρα. Εάν κατόπιν όλων αυτών ο εχθρός δεν υπέκυπτε και επειδή η παραμονή του Ελληνικού Στρατού στην Άγκυρα ήταν μειονεκτική, η Σ.Μ.Α. θα επέστρεφε στην αρχική γραμμή καταστρέφοντας ολοσχερώς τη σιδηροδρομική γραμμή. Η όλη επιχείρηση παρουσίαζε πληθώρα δυσχερειών, που συνίσταντο κυρίως σε τακτικά και θέματα ΔΜ, που ήταν απόρροια:
- Πρώτο, της μεγάλης αποστάσεως από τις βάσεις εξορμήσεως μέχρι τον Αντικειμενικό Σκοπό, διότι η απόσταση Δορύλαιο - Άγκυρα, μέσω Σιβρί Χισάρ είναι 265 χλμ., ενώ μέσω Τσιφτελάρ είναι πάνω από 300 χλμ.
- Δεύτερο, της κακής καταστάσεως του οδικού δικτύου.
- Τρίτο, της αδυναμίας διαβάσεως του Σαγγαρίου ποταμού εκτός των γεφυρών, οι οποίες υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να έχουν καταστραφεί.
- Τέταρτο, των δυσχερειών λόγω της επικείμενης εποχής των βροχών από τον μήνα Σεπτέμβριο και
- Πέμπτο, ότι οι διατιθέμενες δυνάμεις Α΄ γραμμής του Ελληνικού Στρατού των 9 - 10 Μεραρχιών Πεζικού δεν κρίνονταν επαρκείς για μια τέτοιας κλίμακας επιχείρηση.
Οι βασικότερες δυσχέρειες, τα θέματα Διοικητικής Μερίμνης, επισημάνθηκαν κατά τη σύσκεψη από το αρμόδιο επιτελικό γραφείο της Σ.Μ.Α., πλην όμως δεν φαίνεται να λήφθηκαν σοβαρά υπόψη, διότι τελικά απεφασίσθη να διεξαχθεί η προαναφερθείσα επιχείρηση προς Άγκυρα. Η νέα αυτή επιθετική προσπάθεια της Στρατιάς άρχισε την 1η Αυγούστου. Η εξέλιξη των επιχειρήσεων δεν δικαίωσε τις εκτιμήσεις και αποφάσεις της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.
Παρά τις ηρωικές μάχες, οι οποίες έχουν μείνει στην ιστορία για τον ηρωισμό και τις θυσίες του Ελληνικού Στρατού σε περιοχές και υψώματα όπως το Καλέ Γκρότο, η Σαπάντζα, το Πολατλί κ.ά., παρά τις τοπικές σημαντικές επιτυχίες που επιτεύχθηκαν, οι οποίες όμως δεν έγιναν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως, παρά το ότι ο Ελληνικός Στρατός εξανάγκασε τον Τουρκικό να υποχωρήσει σε βάθος ανατολικά του Σαγγαρίου επιφέροντάς του σημαντικές απώλειες, δεν μπόρεσε και πάλι να τον εγκλωβίσει και καταστρέψει. Από την άλλη, το επισημανθέν βασικό πρόβλημα των δυσχερειών Διοικητικής Μερίμνης, άρχισε να εμφανίζεται έντονο στην κρίσιμη καμπή των διεξαγομένων επιχειρήσεων.
Συγκεκριμένα, ο ανεφοδιασμός των μαχομένων δυνάμεων παρέλυε με συνέπεια η πείνα, οι ελλείψεις πυρομαχικών, η αδυναμία επαρκούς υγειονομικής περιθάλψεως να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο ηθικό, στη μαχητική ικανότητα και ισχύ των μαχομένων ανδρών. Συγχρόνως, έδειχνε να έχει απορροφηθεί σημαντικά η επιθετική ισχύς των δυνάμεων της Σ.Μ.Α. Βέβαια και η κατάσταση του Τουρκικού Στρατού δεν ήταν καλύτερη, η διαφορά όμως ήταν ότι το ρεύμα Διοικητικής Μερίμνης του λειτουργούσε κανονικά και οι στρατιώτες και οι μονάδες του διοικούνταν από μια στιβαρή ηγεσία, η οποία δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί και τη βία, όταν έκρινε αναγκαίο, για να διατηρήσει την πειθαρχία.
Το μόνο παρήγορο για τη Σ.Μ.Α. ήταν ότι προχωρούσε κανονικά η επισκευή της σιδηροδρομικής γραμμής και εκτιμάτο ότι μέχρι στις 26 Αυγούστου θα είχε ολοκληρωθεί και επομένως θα αποκαθίστατο σταδιακά το ρεύμα Διοικητικής Μερίμνης. Όμως παρά την επικείμενη ευνοϊκή αυτή εξέλιξη, η Σ.Μ.Α. στις 22 Αυγούστου εκτίμησε ότι η ισορροπία είχε ανατραπεί υπέρ των τουρκικών δυνάμεων και εις βάρος των ελληνικών. Η πίστη της διοικήσεως στη νίκη κλονίστηκε και ο στρατηγός Παπούλας υπέβαλε στον Πρωθυπουργό δύο εκθέσεις περί της πορείας της επιχειρήσεως και ζήτησε οδηγίες για τις παραπέρα ενέργειες.
Το περιεχόμενο της 2ης εκθέσεως εμπεριείχε και την απάντηση της κυβερνήσεως, διότι η διοίκηση της Σ.Μ.Α. ανέφερε ότι: «Παράταση επιχειρήσεων θεωρώ επικίνδυνον. Στρατός απέδωκε ό,τι ηδύνατο». Μετά και από αυτή την αναφορά, η Κυβέρνηση εξουσιοδότησε τη Σ.Μ.Α. να πράξει κατά την κρίση της. Από την άλλη μεριά ο Τουρκικός Στρατός διατηρούσε τις θέσεις του με δυσκολία χάρις στην επιμονή και τα σκληρά μέτρα της ηγεσίας του. Παρόλ’ αυτά, αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα, εκτοξεύοντας στις 28 Αυγούστου γενική αντεπίθεση, η οποία αποκρούσθηκε σε όλο το μέτωπο από τις Ελληνικές δυνάμεις.
Κάτι που μαρτυρεί ότι η κατάσταση δεν ήταν τόσο τραγική όσο περιγράφηκε στην έκθεση και ίσως ήταν η τελευταία ευκαιρία για τη Σ.Μ.Α. να εκμεταλλευθεί τη δυσχερέστατη κατάσταση που είχε περιέλθει πλέον ο εχθρός, μετά την απόκρουση της αντεπιθέσεως και να συνεχίσει προς Άγκυρα. Κάτι όμως που δεν έγινε, με συνέπεια η Στρατιά να υποχωρήσει στις αρχικές της θέσεις. Οι επιχειρήσεις προς Άγκυρα απέτυχαν πλήρως και άφοβα θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι απετέλεσαν την αρχή του τέλους της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Περίοδος Στασιμότητας – Άμυνας (Σεπτέμβριος 1921 - Αύγουστος 1922)
Η περίοδος αυτή είναι πράγματι, για τον Ελληνικό Στρατό, περίοδος στασιμότητας από πάσης απόψεως. Κατά το διάστημα από τα τέλη Σεπτεμβρίου 1921 μέχρι τον Αύγουστο του 1922, δεν είχαμε διεξαγωγή σοβαρών επιχειρήσεων και από τις δύο πλευρές. Τι γινόταν όμως σε κάθε αντίπαλο στρατόπεδο; Η Ελληνική πλευρά μετά την υποχώρησή της από τον Σαγγάριο, εγκαταστάθηκε αμυντικά στο μέτωπο Κίος - Μπιλετζίκ - Μποζ Νταγ - Εσκή Σεχήρ - Αφιόν Καραχισάρ - Ακάρ Νταγ – Τσιβρήλ - Μαίανδρος. Το ανάπτυγμα του μετώπου αυτού ήταν 700 χιλιόμετρα, η δε δύναμη του Ελληνικού Στρατού μόλις 12 Μεραρχίες Πεζικού και 1 Τάγμα Ιππικού, η οποία αναπτύχθηκε σε Μεραρχία.
Ένα άλλο μειονέκτημα της γραμμής αυτής ήταν οι απομακρυσμένες γραμμές συγκοινωνιών και επικοινωνιών λόγω της απόστασης από τα Μικρασιατικά παράλια, η οποία ήταν 300 χλμ., αλλά και το γεγονός ότι υπήρχε το ασθενές σημείο της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ. Να προσθέσουμε επίσης ότι και το Στρατηγείο της Σ.Μ.Α. βρισκόταν στη Σμύρνη στην ίδια απόσταση των 300 χλμ. Η όλη πολιτικο-στρατηγική κατάσταση στην Ελληνική πλευρά περιγράφεται ως εξής σε γενικές γραμμές: Οι προσπάθειες της Κυβερνήσεως να επιτύχει πολιτική λύση με βοήθεια και παρέμβαση μόνο της Αγγλίας, δεν έφερναν αποτέλεσμα.
Η μεν Αγγλία ενθάρρυνε την Ελληνική Κυβέρνηση να διατηρεί τις δυνάμεις της στη Μικρά Ασία, αναμένοντας ευνοϊκή εξέλιξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ των συμμάχων της και της Κεμαλικής Κυβέρνησης, αλλά οι διαπραγματεύσεις χρόνιζαν χωρίς αποτέλεσμα. Ως γνωστό, Ιταλία και Γαλλία είχαν ταχθεί αναφανδόν υπέρ του Κεμάλ, με τον οποίο διενεργούσαν χωριστές διαπραγματεύσεις και τον ενίσχυαν. Εκτός αυτών, ο Κεμάλ είχε εξασφαλίσει και τη συμμαχία και υποστήριξη της κομμουνιστικής, πλέον, Ρωσίας.
Από τακτικής πλευράς, η Διοίκηση της Σ.Μ.Α. εκτίμησε ότι οι μεγάλες απώλειες που είχε υποστεί ο Ελληνικός Στρατός κατά τις επιχειρήσεις προς Άγκυρα, αλλά και η αποτελεσματική αντίδραση που προβλήθηκε από τους Τούρκους, απέκλειαν κάθε ενδεχόμενο αναλήψεως νέων επιθετικών επιχειρήσεων. Επομένως, ο Ελληνικός Στρατός ήταν υποχρεωμένος να αμυνθεί και μάλιστα αποφασίσθηκε να αμυνθεί στο μέτωπο που προαναφέρθηκε των 700 χλμ., επί της αποφάσεως δε αυτής ενημερώθηκε σχετικά και η Κυβέρνηση. Από την όλη αντιμετώπιση της καταστάσεως, φαίνεται ότι τόσο η Κυβέρνηση, όσο και η Σ.Μ.Α. παρέβλεψαν βασικούς παράγοντες, όπως:
- Πρώτο, η Ελλάδα ουσιαστικά είχε μείνει μόνη στον αγώνα της εναντίον του Κεμάλ.
- Δεύτερο, οι διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις ουσιαστικά έδιναν στον Κεμάλ τον χρόνο που χρειαζόταν, ο οποίος όταν θα έκρινε ότι ήταν έτοιμος, θα εξαπέλυε την τελική του επίθεση.
- Τρίτο, το τεράστιο μέτωπο σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να κρατηθεί από τις διατιθέμενες Ελληνικές δυνάμεις.
- Τέταρτο, η Ελλάδα βρισκόταν σε άθλια οικονομική κατάσταση και ήταν άγνωστο πόσο θα μπορούσε να υποστηρίξει ακόμη την εκστρατεία και τέλος, παραβλέφθηκε η κατάσταση του ηθικού του στρατού, η οποία ήταν πολύ κακή, κυρίως από την διαρκώς αυξανόμενη δυσφορία για τη συνεχιζόμενη επιστράτευση και από το γεγονός ότι δεν διαφαινόταν η ελπίδα τερματισμού του πολέμου.
Επισημαίνεται και πάλι ότι η Ελλάδα βρισκόταν ουσιαστικά σε κατάσταση πολέμου για πάνω από 10 χρόνια. Με βάση τα προαναφερθέντα, ήταν σαφές ότι το μέλλον της εκστρατείας εξαρτιόταν από την αντοχή του στρατού. Το χειρότερο από όλα ήταν ότι ο καιρός περνούσε σε αδράνεια. Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι δεν σχεδιάσθηκε και δεν οργανώθηκε δεύτερη γραμμή αμύνης σε βάθος, σε περίπτωση ανατροπής της εμπρός κατεχόμενης. Και τέτοια γραμμή υπήρχε και μάλιστα ισχυρότερη της κατεχόμενης και ήταν η γραμμή του Τουμλού Μπουνάρ για τις νότιες δυνάμεις και η γραμμή Ασκανία Λίμνη - Όλυμπος Προύσας, για τις βόρειες.
Πέραν αυτών, τον Μάιο του 1922 αποχώρησε από τη διοίκηση της Σ.Μ.Α. ο στρατηγός Παπούλας, καταληφθείς από το όριο ηλικίας, αποστρατευθείς τη αιτήσει του και αντικαταστάθηκε από τον αντιστράτηγο Χαντζανέστη Γεώργιο, ενώ τον Ιούλιο 1922 αποσπάσθηκαν από τη Σ.Μ.Α. δυνάμεις μεγέθους περίπου μεραρχίας πεζικού για να σταλούν στην ανατολική Θράκη για να συμμετάσχουν σε σχεδιασθείσα επίθεση κατά της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία τελικά ματαιώθηκε μετά από παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Στο αντίπαλο στρατόπεδο τα πράγματα εξελίσσονταν πέραν του αναμενόμενου ευνοϊκά.
Όπως είπαμε, ο Κεμάλ ενισχυόταν από Ρωσία, Γαλλία και Ιταλία, ο χρόνος περνούσε υπέρ του και το πρόγραμμα οργανώσεως, εξοπλισμού και ενισχύσεως του στρατού του προχωρούσε κανονικά. Το ηθικό του Τουρκικού Στρατού ήταν σε πολύ καλό επίπεδο, η δε Διοικητική Μέριμνα λειτουργούσε πλήρως σχεδόν. Χρησιμοποίησε δε τον μεσολαβήσαντα χρόνο επωφελώς για την άρτια προπαρασκευή του στρατού του για την τελική επίθεση, η οποία τελικά εκτοξεύθηκε στις 13 Αυγούστου 1922.
3η Περίοδος: 13 Αυγούστου 1922 Μέχρι του Τέλους στις 5 Σεπτεμβρίου 1922
Τον Αύγουστο η διάταξη της Σ.Μ.Α. ήταν η ακόλουθη:
1) Τομέας Αφιόν Καραχισάρ
- Β΄ Σώμα Στρατού (στρ. Κίμων Διγενής) VII-IXXIII Mεραρχίες Πεζικού συγκεντρωμένες στην περιοχή Εϋρέτ - Ντουγκέρτ ως εφεδρεία της Στρατιάς
- Α΄ Σώμα Στρατού (στρ. Νικόλαος Τρικούπης) I-IV-V-XII ΜΠ επί του μετώπου Αγιάζ Ιν - Γκιουζελίμ Νταγ - Αγά Τσιφλίκ - Καλεντζίκ - Τιλκί Κιρί Μπελ - Ακάρ Νταγ.
2) Τομέας Εσκή Σεχήρ
- Γ΄ Σώμα Στρατού (στρ. Πέτρος Σουμίλας) με τις III-X-Ανεξάρτητη Μεραρχία Πεζικού, επί του μετώπου Αβγκίν - Μποζ Νταγ - Ακ Μπουνάρ - Σεϊντί Γαζί - Αβγκίν.
3) Βόρειο Πλευρό
- ΙΙ Μεραρχία Πεζικού με μέτωπο Ασκανία λίμνη - Κιοπρού Χισάρ - Μπιλεζίκ (υπαγόμενη στο Γ΄ Σώμα Στρατού)
4) Νότιο πλευρό
- ΙΙ Μεραρχία Πεζικού με μέτωπο Τσιβρίλ – Μπουλαντάν
- Η Μεραρχία Ιππικού στην περιοχή Ουσάκ.
5) Το Γ.Σ ήταν στη Σμύρνη
Η Τουρκική επίθεση άρχισε στις 13 Αυγούστου στην περιοχή του Αφιόν, στο επικίνδυνο σημείο της διατάξεως, την εξέχουσα. Είχε προηγηθεί μεταφορά και συγκέντρωση με κάθε μυστικότητα ισχυρών δυνάμεων 12 Μεραρχιών Πεζικού και 3 Μεραρχιών Ιππικού εναντίον των 2 Ελληνικών (I - IV) που κάλυπταν την περιοχή. Αποτέλεσμα της επιθέσεως αυτής υπήρξε η διάσπαση του μετώπου εντός δύο ημερών στο νότιο τομέα στην περιοχή του Αφιόν και η αποκοπή από το Τουρκικό ιππικό των επικοινωνιών των δυνάμεων του νότιου τομέα (Αφιόν) ( Α' και Β' Σώματος Στρατού) με τη Σμύρνη.
Τα Α' και Β' Σώματα, κατόπιν της Τουρκικής επιτυχίας, αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν και τότε άρχισαν να φανερώνονται όλα όσα ήταν καλυμμένα κάτω από το χαλί, αλλά και τα αποτελέσματα της μακράς και εξαντλητικής, δυσαναλόγου προς τις δυνατότητες μιας μικρής χώρας, με περιορισμένες οικονομικές και πολεμικές δυνατότητες, προσπάθειας, επιδεινούμενης από τη φθοροποιό διάλυση του επάρατου διχασμού. Τάχιστα η υποχώρηση μετεβλήθη σε φυγή. Ο ηρωικός αυτός στρατός που πριν από μήνες είχε επιβεβαιώσει και ανανεώσει με τις γιγαντομαχίες του Κάλε Γκρότο, της Σαπάντζας, του Γιλδίζ και τόσων άλλων θέσεων δυτικά και ανατολικά του Σαγγαρίου ποταμού, την ένδοξη ιστορία των προγόνων του, έφευγε κυριολεκτικά προς τη θάλασσα να βρει τη σωτηρία.
«Δεν υπάρχει εχθρός καταδιώκων, υπάρχουσι μόνο φυγάδες», ανέφερε ο διοικητής της στρατιάς Χατζανέστης, ο οποίος στις 24 Αυγούστου αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Πολυμενάκο. Την 15η Αυγούστου οι μονάδες των Α' και Β' Σωμάτων άρχισαν την υποχώρηση προς δυσμάς καλύπτουσες τη Σμύρνη. Εν μέσω της γενικής συγχύσεως που επικρατούσε, η οποία επιτεινόταν από τη δράση του Τουρκικού ιππικού στα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων, αναγκάσθηκαν να διαιρεθούν σε δύο ομάδες. Η μια υπό τον υποστράτηγο Φράγκο αποτελούμενη από 3 Μεραρχίες Πεζικού κατευθύνθηκε προς την περιοχή Τουμλού Μπουνάρ. Στην ομάδα αυτή προστέθηκε αργότερα η Μεραρχία Ιππικού και η ΙΙ Μεραρχία Πεζικού.
Η άλλη υπό τον υποστράτηγο Τρικούπη αποτελούμενη από 4 Μεραρχίες Πεζικού, κατευθύνθηκε βορειότερα διά των υπωρειών του Μουράτ Νταγ, έχουσα και αυτή την πρόθεση να κατευθυνθεί προς Τουμλού Μπουνάρ. Όταν όμως το πρωί της 16ης Αυγούστου άρχισε να κινείται προς τα εκεί, η οδός υποχωρήσεως είχε ήδη καταληφθεί από το Τουρκικό ιππικό. Έτσι αναγκάσθηκε να κινηθεί ακόμη βορειότερα, με σκοπό να κατευθυνθεί, μέσω Αλι Βεράν προς Μπανάζ. Η κίνηση όμως έγινε με μεγάλη βραδύτητα, η οποία οφειλόταν στην απώλεια κατευθύνσεως και στην αταξία εκ της αναμίξεως των μονάδων.
Με συνέπεια όταν το μεσημέρι της 17ης η ομάδα προσέγγιζε την κοιλάδα που βρισκόταν το Αλί Βεράν περικυκλώθηκε πλήρως από τις Τουρκικές δυνάμεις και μετά από 6ωρο άνισο αγώνα, στην ουσία διαλύθηκε. Τα λείψανα αυτής της ομάδας, καταδιωκόμενα απηνώς από τις Τουρκικές δυνάμεις, κατευθύνθηκαν στους δρυμούς του Μουράτ Νταγ. Μεγάλο μέρος από αυτά αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους, μεταξύ των οποίων και οι στρατηγοί Τρικούπης, Διγενής, Δημαράς. Το υπόλοιπο της ομάδος Τρικούπη ενώθηκε με την ομάδα Φράγκου, η οποία υποχώρησε με τάξη προς δυσμάς και συγκεντρώθηκε στη Χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία διαπεραιώθηκε στη Χίο και Μυτιλήνη μέχρι της 3 Σεπτεμβρίου.
Το Γ' Σώμα Στρατού άρχισε να υποχωρεί κατόπιν διαταγής της Σ.Μ.Α. την. 18 / 19 Αυγούστου. Αφού απέκρουσε περιορισμένης εκτάσεως Τουρκικές επιθέσεις, κατόρθωσε να συγκεντρωθεί ολόκληρο στην περιοχή Αρτάκης από όπου με τη βοήθεια των πυρών του Στόλου μετεφέρθη στην Ελλάδα. Η ΧΙ Μεραρχία Πεζικού όμως αποκόπηκε και αιχμαλωτίσθηκε στα Μουδανιά. Η ανεξάρτητη μεραρχία του Γ' Σώματος Στρατού αφού οδηγήθηκε από αεροπλάνο με ερματισμένο φάκελο κατέληξε ανενόχλητος στο Ντικελί από όπου διαπεραιώθηκε στη Μυτιλήνη. Τέλος, το 13ο Σώμα Πεζικού συμπτύχθηκε στο Τσούρπαλι, όπου συγκρούσθηκε με τουρκικά τμήματα και δεν απέφυγε την αιχμαλωσία πλην ενός τάγματος, που διέφυγε στον Τσεσμέ και από εκεί στη Χίο.
Με αυτό τον τρόπο το όνειρο που όπως είπαμε στην αρχή άρχισε να πραγματοποιείται με την άφιξη των πρώτων Ελληνικών τμημάτων πριν από 40 μήνες περίπου, γινόταν εφιάλτης. Αντί για την απελευθέρωση της Ελληνικής Μικράς Ασίας, φθάσαμε στον ξεριζωμό του Ελληνισμού από αυτή. Εάν θελήσουμε να κωδικοποιήσουμε τα συμπεράσματα για το πώς φθάσαμε στην καταστροφή θα μπορούσαμε αν πούμε:
- Ασαφείς στρατηγικοί στόχοι από πλευράς κυβερνήσεως. Όλοι οι πολιτικοί χειρισμοί δείχνουν ότι πορευόμαστε μάλλον με βάση την αρχή «βλέποντας και κάνοντας», τουλάχιστον κατά τον πρώτο χρόνο. Όταν εν συνεχεία τέθηκε ως σαφής στρατηγικός στόχος η καταστροφή του στρατού του αντιπάλου, ώστε να εξαναγκασθεί να αποδεχθεί τη συνθήκη των Σεβρών, τα διαθέσιμα μέσα ήταν ανεπαρκή για την επίτευξη του στόχου αυτού.
- Η στρατιωτική ηγεσία από την πλευρά της δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε με τις εισηγήσεις της να πείσει την πολιτική για την αναντιστοιχία αυτή μέσων και σκοπών και το έπραξε όταν πλέον ήταν μάλλον αργά.
- Όσον αφορά στο διεθνή παράγοντα: Η Ελλάδα του 1919, καίτοι εντολοδόχος των Συμμάχων, αφέθηκε μόνη από τους Συμμάχους της, ιδιαίτερα από τη Γαλλία και την Ιταλία, μετά το 1920. Η Ιταλία και Γαλλία, αφού βρήκαν λύσεις στα δικά τους εδαφικά ζητήματα, τις οποίες και κατοχύρωσαν με συμφωνίες με τον Κεμάλ (Συμφωνία Ρώμης Μαρτίου 1921 και Συμφωνία Αγκύρας Οκτωβρίου 1921 αντίστοιχα), στη συνέχεια τον βοήθησαν σημαντικά κατά των Ελλήνων, όπως έκαναν και οι Μπολσεβίκοι, οι οποίοι είχαν υπογράψει με τον Κεμάλ τη Συνθήκη της Μόσχας (Μάρτιος 1921).
- Οι εκλογές του 1920 καθυστέρησαν τις επιχειρήσεις και έδωσαν στον Κεμάλ έξι τουλάχιστον πολύτιμους μήνες σταθεροποιήσεως του καθεστώτος και προετοιμασίας του στρατού του.
- Η επάνοδος του βασιλέως Κωνσταντίνου έδωσε πρόσχημα στους Γάλλους και Ιταλούς να απαγκιστρωθούν και να αθετήσουν τις συμμαχικές προς την Ελλάδα υποχρεώσεις τους.
- Τα πολιτικά πάθη και η κομματικοποίηση των στρατιωτικών στελεχών, επέφεραν την απομάκρυνση εμπείρων και ικανών στελεχών και την επαναφορά απείρων μετά από μακρά παραμονή εκτός στρατεύματος.
- Η πολιτική αστάθεια και η ατολμία πολιτικών ηγεσιών είχαν δυσμενή επίδραση επί των επιχειρήσεων. Την πολιτική ηγεσία βαρύνει ακόμη και η εκλογή ως αρχιστρατήγου του αντιστρατήγου Γ. Χατζανέστη, στην πιο κρίσιμη φάση της εκστρατείας.
- Η στρατιωτική Ηγεσία βαρύνεται, πέραν των προαναφερθέντων και με το ότι:
1) Δεν μπόρεσε με τη σχεδίασή της και τη διεύθυνση των επιχειρήσεων να εγκλωβίσει και να καταστρέψει τον αντίπαλο.
2) Κατά τις επιχειρήσεις προς Άγκυρα δεν εφήρμοσε την αρχή του πολέμου «εκλογή του σκοπού και εμμονή σε αυτόν», αντίθετα έχασε την πίστη της για τη νίκη και διέταξε την υποχώρηση της στρατιάς.
3) Διατήρησε το εκτεταμένο μέτωπο και δεν πρόβλεψε την επιλογή και οργάνωση και δεύτερης γραμμής αμύνης, όπως και με την εμμονή της για πάση θυσία διατήρηση της γραμμής του αρχικού μετώπου, τη λεγόμενη ανελαστική άμυνα.
4) Τη διατήρηση του Στρατηγείου της Στρατιάς μακρυά από το μέτωπο, στη Σμύρνη.
5) Τέλος είναι χαρακτηριστική η έλλειψη πρωτοβουλίας από τις διοικήσεις της γραμμής του μετώπου, όταν διαπιστώθηκε η αδυναμία διατηρήσεως της γραμμής, μετά την αρχική διάρρηξη του μετώπου.
Πρέπει όμως, να εξάρουμε την ανδρεία των αξιωματικών και οπλιτών, οι οποίοι υπό λίαν δυσμενείς συνθήκες, πολλές φορές, έγραψαν σελίδες δόξης σε μάχες όπως των Ακ Μπουνάρ - Κοβαλίτσας, Τσαούς Τσιφλίκ, Εσκή Σεχήρ - Κιουτάχειας - Αφιόν Καραχισάρ, Ταμπούρ Ογλού, Αρντίζ Τσαλ Ντάγ κ.ά. Αλλά και μετά τη διάσπαση του μετώπου και την υποχώρηση, πολλά τμήματα υποχωρούσαν μετά από σκληρές, υπό πολύ δυσμενείς συνθήκες αναλογίας δυνάμεων - ηθικού μάχες, όπως Χαμούρκιοϊ, Αλί Βεράν, Σαλιχλή, Ντεράκιοϊ που προκάλεσαν τον θαυμασμό των συμμάχων, αλλά και του αντιπάλου.
Αδιάψευστος μάρτυρας της ανδρείας οι θυσίες, οι τεράστιες απώλειες που ανήλθαν σε 3.104 αξιωματικούς (1.408 νεκροί και 1.696 τραυματίες) και σε 88.111 οπλίτες (40.927 νεκροί και 47.184 τραυματίες).
Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΖΩΝΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Αμέσως μετά την άφιξη της Ελληνικής δύναμης (το πρωινό της 15ης Μαΐου 1919) ξεκίνησε με ταχύ ρυθμό η οργάνωση της διοίκησης. Ύπατος αρμοστής Σμύρνης ορίστηκε ο Αριστείδης Στεργιάδης, μία αινιγματική φυσιογνωμία που ήταν μέχρι τότε διοικητής Hπείρου. H αρχηγία της Στρατιάς της Μικράς Ασίας ανατέθηκε στον αντιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, με αρχηγό του Επιτελείου τον υποστράτηγο Θεόδωρο Πάγκαλο. O συνταγματάρχης Πτολεμαίος Σαρρηγιάννης ανέλαβε υπαρχηγός του Επιτελείου.
H συνολική δύναμη του Ελληνικού στρατού ανερχόταν τότε σε 92.000 περίπου άνδρες και αποτελούνταν από την 1η, τη 2η και τη 13η Μεραρχία, τη Μεραρχία Αρχιπελάγους καθώς και τη Μεραρχία Σμύρνης. Λόγω της έντονης παρουσίας ένοπλων τουρκικών ομάδων στην περιοχή, ήδη από τις 17 Μαΐου αποφασίστηκε η επέκταση της ζώνης κατοχής στη γραμμή Κορδελιού - Μπουτζά, βόρεια και ανατολικά της Σμύρνης. Τις επόμενες ημέρες, ο Ελληνικός στρατός κινήθηκε στα υψώματα νοτιοανατολικά της Σμύρνης, στις περιοχές Μαινεμένης, Περγάμου και Αϊδινίου. Χαρακτηριστική ήταν, όμως, η Ιταλική αντίδραση.
Oι Ιταλοί, οι οποίοι ένιωθαν ότι η επέκταση της Ελληνικής ζώνης κατοχής έθιγε τα εμπορικά συμφέροντά τους στην περιοχή, την υπονόμευαν με κάθε μέσο, εφοδιάζοντας από το νότιο τμήμα της Μικράς Ασίας τις Κεμαλικές δυνάμεις με στρατιωτικό υλικό. Στη συμμαχική Διάσκεψη Ειρήνης, ο Eλ. Βενιζέλος και η Ελληνική αντιπροσωπία πέτυχαν την παραχώρηση της άδειας για επέκταση της ζώνης κατοχής, με σκοπό τη συντριβή του στρατού του Μουσταφά Κεμάλ. Ένθερμη ήταν εξαρχής η υποστήριξη του Βρετανού πρωθυπουργού Λόυδ Τζωρτζ προς τις θέσεις του Βενιζέλου και ο λόγος ήταν απλός:
Οι Άγγλοι επιθυμούσαν την προώθηση του Ελληνικού στρατού ώστε αυτός να παρέχει κάλυψη στη Βρετανική ζώνη ελέγχου της περιοχής της Νικομήδειας και των Στενών των Δαρδανελίων. Στις 25 Ιουνίου καταλήφθηκε η Φιλαδέλφεια, ενώ στις αρχές Ιουλίου η Μεραρχία Ξάνθης αποβιβάστηκε αιφνιδιαστικά στην Πάνορμο και στη συνέχεια, σε συνεργασία με τμήματα που κινούνταν στο βόρειο τμήμα, εισήλθε στην Προύσα.
Η ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Τον Ιούνιο του 1920 αρχίζει η προέλαση του Ελληνικού Στρατού στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας με το Α' Σώμα Στρατού στην ανατολική πλευρά (Φιλαδέλφεια) και το Σώμα του Στρατού Σμύρνης προς τα βόρεια (Αξάριο - Σόμα - Πάνορμος). Υπ’ αυτές τις συνθήκες υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) που είναι λίαν ευνοϊκή για τις Ελληνικές θέσεις και ταπεινωτική για τους Τούρκους με αποτέλεσμα να συσπειρωθούν γύρω από το Κεμαλικό Κίνημα.
Η Συνθήκη –επιστέγασμα των διπλωματικών ενεργειών του Βενιζέλου– προβλέπει την προσάρτηση της Ανατολικής Θράκης στην Ελλάδα (τη Δυτική είχε πάρει με τη Συνθήκη του Νεϊγύ), της Ίμβρου, της Τενέδου, των Δωδεκανήσων (πλην της Ρόδου) και το δικαίωμα κατοχής και διοίκησης του βιλαετίου Σμύρνης για 5 χρόνια με ψιλή, μόνο, άσκηση της Σουλτανικής επικυριαρχίας. Μετά την παρέλευση της πενταετίας θα γινόταν δημοψήφισμα και οι κάτοικοι θα αποφάσιζαν αν επιθυμούσαν ένωση με την Ελλάδα. Η Συνθήκη των Σεβρών αποτελεί μέγα διπλωματικό επίτευγμα, αλλά πέρασε στην Ιστορία ως «Νεκρό Γράμμα», καθόσον κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, πλην της Ελλάδος, δεν προχώρησε στην επικύρωση και, κατ’ επέκταση, στην εφαρμογή της.
Ο Γάλλος Πρόεδρος Πουανκαρέ θα πει: «Η Συνθήκη είναι πιο εύθραυστη και από τις πορσελάνες», που παρασκευάζονται στο ομώνυμο προάστιο. Την επομένη των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920 όπου ηττάται το Κόμμα του Βενιζέλου, η κυβέρνηση Δ. Ράλλη σπεύδει να διαβεβαιώσει τους Συμμάχους ότι δεν θα διαφοροποιηθεί από την προκάτοχό της, τουλάχιστον στην εξωτερική πολιτική. Η βασιλόφρων παράταξη το βλέπει σαν μόνη διέξοδο προκειμένου να αποτινάξει το γερμανόφιλο παρελθόν που της καταλογίζουν και να μπορέσει να επιβιώσει στο μεταπολεμικό κόσμο. Διενεργείται τυπικό δημοψήφισμα στις 5 Δεκεμβρίου και επιστρέφει ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στις 19 Δεκεμβρίου του 1920, παρά τις αντιρρήσεις των Συμμάχων.
Αυτό δίνει μία λαμπρή ευκαιρία σ’ αυτούς που αρνούνται να βοηθήσουν την Ελλάδα να προβάλουν, απαράδεκτη μεν, αλλά εύκολη πρόταση. Οι Σύμμαχοι για λόγους καθαρά ιδίων συμφερόντων, έχουν διαφοροποιήσει τη στάση τους έναντι της Ελλάδος στο Μικρασιατικό. Η Ιταλία θεωρεί ότι αδικείται σε θέματα εδαφικών διεκδικήσεων, ενώ Βρετανοί και Γάλλοι έρχονται σε ρήξη μεταξύ τους. Είναι επομένως τελείως ανεδαφικό και καθαρά Ελληνοκεντρικό να υποστηρίζεται ότι η κυβερνητική μεταβολή του φθινοπώρου του 1920 στην Ελλάδα υπήρξε η γενεσιουργός αιτία της Μικρασιατικής καταστροφής. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη, αλλά και επείγουσα από στρατιωτική άποψη.
Η γραμμή του μετώπου έχει προωθηθεί μέχρι τη Νικομήδεια και το Ουσάκ, με την έγκριση βεβαίως των Συμμάχων, αλλά χωρίς τη συμπαράστασή τους. Ο Βενιζέλος αντιμετώπιζε απαγκίστρωση. Την ίδια άποψη είχε και ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, αλλά και ο υποστράτηγος Ιωάννης Μεταξάς, από τους στενότερους, άλλοτε, συνεργάτες του Κωνσταντίνου. Τώρα είχε πέσει σε δυσμένεια λόγω των ανησυχιών που διατύπωνε, ευθύς εξ αρχής, για την εκστρατεία της Μικράς Ασίας. Μάλιστα το Μάρτιο του 1921 ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης του προσφέρει την αρχιστρατηγία αλλά ο Μεταξάς αρνείται γιατί διαφωνεί με την ακολουθητέα τακτική, λέγοντας:
«Αντί να σπάζωμεν το κεφάλι μας εις τας οχυρώσεις του Κεμάλ, να τον αφήσωμεν να σπάση τα μούτρα του εις τα ειδικάς μας οχυρώσεις».
Την Άνοιξη του 1921 συγκαλείται στο Λονδίνο διεθνής συνδιάσκεψη για λύση του Μικρασιατικού με τη συμμετοχή, για πρώτη φορά, εκπροσώπων του Κεμαλικού Κινήματος με σκοπό να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, η οποία τελικά δεν τελεσφόρησε. Η κυβέρνηση Ν. Καλογερόπουλου αποφασίζει την άμεση επίθεση του Ελληνικού στρατού για κατάληψη του Εσκί - Σεχίρ και του Αφιόν Καραχισάρ, κρίνοντας πως η στρατιωτική ακινησία αποβαίνει σε όφελος του εχθρού, που ενισχύει τις δυνάμεις του. Δυστυχώς η εαρινή επίθεση λήγει στις 31 Μαρτίου με αποτυχία, παρά το σκληρό αγώνα των Ελλήνων στρατιωτών. Στα τέλη Μαρτίου του 1921 ο Γούναρης αναλαμβάνει πρωθυπουργός και αποφασίζει να εκβιάσει δυναμική λύση στη Μικρά Ασία.
Στα μάτια της κοινής γνώμης θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μία παράταση των εχθροπραξιών με στόχο την επιβολή της διεθνούς νομιμότητας, εφόσον το Κεμαλικό Κίνημα είχε απορρίψει στο σύνολό της, ως απαράδεκτη, τη Συνθήκη των Σεβρών. Πρόκειται για μία θεαματική μεταστροφή, ενώ παραμερίζονται συνειδητά ορισμένες προκαταλήψεις έναντι των Συμμάχων. Τα πράγματα όμως είναι διαφορετικά, όχι μόνο από πλευράς εξωτερικών παραγόντων, αλλά και εσωτερικών. Το έθνος δεν μάχεται πλέον ενωμένο, αλλά γίνεται μεγάλη προπαγάνδα, μέσα στο στράτευμα από αντιπολιτευτικούς παράγοντες, ο στρατός είναι κουρασμένος να πολεμά 10 χρόνια, από το 1912, και ο αγώνας είναι κρισιμότερος.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος μαζί με τον Γούναρη και πολλούς επιτελείς στις 29 Μαΐου 1921 πηγαίνουν στη Σμύρνη, για να τονώσουν το ηθικό των στρατιωτών. Σε πολεμικό συμβούλιο της 3ης Ιουνίου στο Κορδελιό λαμβάνονται οι τελικές αποφάσεις για την πορεία των επιχειρήσεων. Τον Ιούνιο, η Αντάντ επανέρχεται με προτάσεις δυσμενέστερες από εκείνες του Λονδίνου. Συγκεκριμένα γινόταν λόγος για αποστρατικοποίηση της Ανατ. Θράκης και αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη Σμύρνη. Αντίθετα στους Κεμαλικούς έδιναν περισσότερα από πριν για να απαγκιστρωθούν από την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Βενιζέλος έβλεπε θετικά τη συμμαχική διαμεσολάβηση, αλλά ο Γούναρης επιλέγει το νέο γύρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Η μεγάλη θερινή επίθεση της Ελληνικής Στρατιάς αρχίζει στις 29 Ιουνίου και η πρώτη φάση της στέφεται από επιτυχία. Καταλαμβάνονται το Εσκί - Σεχίρ (Δορύλαιο), Κιουτάχεια (Κοτύαιο), Αφιόν Καραχισάρ, αλλά ο κύριος όγκος του Τουρκικού στρατού διαφεύγει. Σε πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια (15 - 16 Ιουλίου) αποφασίζεται η περαιτέρω καταδίωξη του Τουρκικού Στρατού με ακραίο όριο την Άγκυρα παρά τα καταφανή προβλήματα ανεφοδιασμού. Έτσι την 1η Αυγούστου αρχίζει η δεύτερη φάση της εαρινής επίθεσης. Η Ελλάς αποξενωμένη από συμμάχους που ερωτοτροπούν και ενισχύουν τον αντίπαλο, χωρίς τα απαιτούμενα οικονομικά μέσα, προχωρεί στη μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση της νεότερης ιστορίας της.
Ο Ελληνικός Στρατός προχωρεί στη δυσχερέστατη πορεία προς την Άγκυρα κάτω από αφόρητες κλιματικές συνθήκες, έλλειψη οδικού δικτύου και τη βλαπτική για το ηθικό των στρατιωτών προπαγάνδα που ασκούσαν αντιπολιτευόμενα στοιχεία. Παρά τις δυσχερέστατες συνθήκες ο Στρατός μας, ξεπερνώντας τον εαυτόν του, κατορθώνει να φθάσει στο Σαγγάριο τον οποίον περνά στις 7 Αυγούστου και μέχρι τις 23 Αυγούστου διασπά τις δύο πρώτες γραμμές άμυνας των Κεμαλικών. Ήδη όμως έχει εξαντλήσει τα όρια της αντοχής του. Οι Τούρκοι αντεπιτίθενται, αλλά αποκρούονται με επιτυχία και το ελληνικό επιτελείο αποφασίζει τη σύμπτυξη.
Άρχισε στις 13 Σεπτεμβρίου 1921, στην ασφαλέστερη γραμμή Αφιόν Καραχισάρ, Εσκί - Σεχήρ, κρίνοντας ως παρακινδυνευμένη την τελική προέλαση προς την Άγκυρα η οποία, κι αν καταλαμβανόταν, θα έπρεπε ο στρατός μας να προχωρήσει μέχρι Ερζερούμ. Εδώ γράφηκαν σελίδες αληθινής εποποιίας, ομαδικής προσπάθειας και ηρωικής προβολής αγωνιστών. Ο Βενιζέλος επικρίνει την κυβέρνηση που είχε απορρίψει τη συμμαχική διαμεσολάβηση. Το 1922 ξεκινά με δυσμενείς οιωνούς καθώς η συνεχιζόμενη καθυστέρηση ανεύρεσης λύσης ευνοεί την ανασυγκρότηση του αντιπάλου. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στους Συμμάχους μεταξύ των οποίων το χάσμα διευρύνεται.
Η Βρετανία εμμένει στην ιδέα της διαμεσολάβησης για λύση του Μικρασιατικού και η Γαλλία τηρεί στάση ολοένα και πιο ενδοτική έναντι του Κεμάλ. Ωστόσο μία νέα πρωτοβουλία εκδηλώνεται το Μάρτιο, δυσμενέστατη για τα ελληνικά πράγματα καθόσον μιλούσαν για σύμπτυξη των συνόρων στην Ανατ. Θράκη, κατάργηση του διεθνούς καθεστώτος της Κωνσταντινούπολης, ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά και πλήρη αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη Μικρά Ασία. Χωρίς περιθώρια επιλογής η Ελληνική κυβέρνηση αποδέχεται το συμμαχικό σχέδιο, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων στην Αθήνα. Στις 12 Αυγούστου 1922 οι αναδιοργανωμένες δυνάμεις του Κεμάλ εξαπολύουν γενική επίθεση επί μετώπου 50 χλμ.
Κατά τις επόμενες ημέρες διασπάται το Ελληνικό μέτωπο και μεγάλα τμήμα του Α' και Β' Σώματος Στρατού με τον διοικητή τους, υποστράτηγο Νικ. Τρικούπη, που είχε διακριθεί στο Αφιόν Καραχισάρ, αναγκάζονται να παραδοθούν. Η ομάδα του στρατηγού Φράγκου κατορθώνει να φθάσει στο Τσεσμέ και να μεταφερθεί με πλοία στη Μυτιλήνη. Το Γ' Σώμα Στρατού φθάνει συντεταγμένο στα λιμάνια της Πανόρμου και της Αρτάκης, απ’ όπου στις 3 Σεπτεμβρίου διαπεραιώνεται με πλοία στη Ραιδεστό, στη Θράκη. Σε διάστημα 20 ημερών ο Ελληνικός Στρατός είχε εγκαταλείψει το Μικρασιατικό έδαφος. Αυτό υπήρξε το άδοξο τέλος μιας ενδόξου Στρατιάς.
Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ 11ης ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ
Στο Βόρειο Συγκρότημα το Γ' Σώμα Στρατού δεν μπόρεσε να επέμβει εγκαίρως στις αποφασιστικές μάχες στο Ουσάκ και το Αφιόν Καραχισάρ. Χαρακτηριστικά, η Ανεξάρτητη Μεραρχία, που υπαγόταν στο Γ' Σώμα, κινήθηκε καθυστερημένα με σκοπό να συνδεθεί με το Νότιο Συγκρότημα μετά τις 29 Αυγούστου, αλλά βρέθηκε εγκλωβισμένη πίσω και από τις Τουρκικές δυνάμεις που προήλαυναν προς τη Σμύρνη.
Στην προσπάθεια των ανδρών της να κινηθούν προς τη θάλασσα, συναντούσαν τα κατάπληκτα βλέμματα των Τούρκων κατοίκων που δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι έβλεπαν Ελληνικές δυνάμεις σε περιοχές που υποτίθεται ότι είχαν εκκενωθεί από τον Ελληνικό στρατό κατά την υποχώρησή του από τη Μικρά Ασία. Oι εναπομείναντες άνδρες του βορείου μετώπου, δηλαδή η 3η, η 10η και η 11η Μεραρχία, επιφορτίστηκαν με την τραγική αποστολή να καλύψουν τη μετακίνηση των Ελληνικών πληθυσμών της περιοχής προς τα λιμάνια της Πανόρμου και των Μουδανιών. Ύστερα από τη σύμπτυξη του νοτίου μετώπου, η διοίκηση του Γ' Σώματος διέταξε την εκκένωση του Εσκί Σεχίρ και τη μεταφορά πολεμικού υλικού προς την Προύσα και τα Μουδανιά.
Την 1η Σεπτεμβρίου άρχισε η αποχώρηση από το Eσκί Σεχίρ κάτω από έντονη συγκινησιακή φόρτιση. H 11η Mεραρχία ανέλαβε να καλύψει τα νώτα της όλης επιχείρησης. Πρωταρχικός στόχος ήταν να καταστρέψουν τη σιδηροδρομική γραμμή στην Προύσα και το πολεμικό υλικό και στη συνέχεια να οδηγήσουν τους 25.000 πρόσφυγες προς τη θάλασσα. Eπιλέχτηκε το λιμάνι της Πανόρμου, αφού αυτό των Mουδανιών ήταν ακατάλληλο. Πολλοί πρόσφυγες δέχτηκαν άγρια επίθεση από Τούρκους και στη βιασύνη τους δεν πρόλαβαν να πάρουν τίποτα μαζί τους. H διοίκηση, εσφαλμένα, διέταξε την πορεία προς Μουδανιά (βόρεια) με τελικό προορισμό των προσφύγων την Πάνορμο.
Ωστόσο οι περιοχές από τις οποίες περνούσε η συγκεκριμένη διαδρομή ήταν ορεινές, και αυτό καθυστέρησε σημαντικά τα Ελληνικά τμήματα. Τελευταία η 11η Μεραρχία κυκλώθηκε στα βουνά από το Τουρκικό ιππικό, ενώ η στάση των Συμμάχων και ιδίως των Γάλλων, που διατηρούσαν στα Μουδανιά πεζοναύτες, μπορεί να χαρακτηριστεί επιεικώς προκλητική. O Γάλλος διοικητής ανακοίνωσε στον Έλληνα συνταγματάρχη Zήρα ότι θα τους παρέδιδε στους Τούρκους. Τελικά, ύστερα από ηρωική αντίσταση, οι εναπομείναντες άνδρες της μεραρχίας παραδόθηκαν στους Τούρκους.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ
Μετά την υποχώρηση από τον Σαγγάρıο, ο Ελληνıκός Στρατός εγκαθίσταταı αμυντıκά στη γραμμή Εσκı Σεχήρ - Αφıόν Καραχıσάρ. Η γραμμή του μετώπου ξεκıνά από την Προποντίδα, φτάνεı στο Αφıόν καı μετά σχηματίζοντας μıά ορθή γωνία καταλήγεı στο Αıγαίο Πέλαγος, ακολουθώντας τον Μαίανδρο ποταμό. Το μήκος του μετώπου είναı 713 χλμ. εκ των οποίων τα 75 είναı κενά δυνάμεων, τα 25 μάλıστα από αυτά ούτε κάν επıτηρούνταı. Ένας μεγάλος ορεıνός όγκος χωρίζεı τıς Ελληνıκές δυνάμεıς στα δύο. Η επıκοıνωνία των δύο συγκροτημάτων γίνεταı από τη σıδηροδρομıκή γραμμή Εσκί Σεχήρ -Αφıόν Καραχıσάρ - Σμύρνη καı δυτıκότερα από τıς οδούς Τουρλού Μπουνάρ - Κıουτάχεıα καı Oυσάκ - Τσεντίζ -Κıουτάχεıα.
Καı οı 12 Ελληνıκές μεραρχίες βρίσκονταı στην πρώτη γραμμή επıτηρώντας τεράστıους τομείς. Μıά ματıά στο χάρτη δείχνεı το πλέον επıκίνδυνο σημείο του Ελληνıκού μετώπου. Είναı η γωνία του Αφıόν. Η δıατήρηση του σıδηροδρομıκού κόμβου της πόλεως επıβάλλεı στο Ελληνıκό επıτελείο τη συγκέντρωση στην περıοχή της πλεıοψηφίας των δυνάμεών του. Τα Α' καı Β' Σώματα Στρατού συγκεντρώνονταı στην περıοχή. Από τıς 8 συνολıκά μεραρχίες των δύο Σωμάτων οı 6 βρίσκονταı στην πρώτη γραμμή, η VΙΙ Μεραρχία, ελάχıστα πıό πίσω, σαν άμεση ενίσχυση καı η ΙΙ Μεραρχία, καλύπτεı σχεδόν όλο το νότıο τμήμα του μετώπου. O τομέας ευθύνης της ΙΙ Μεραρχίας πλησıάζεı τα 170 χλμ.
Αλλά καı στıς υπόλοıπες μεραρχίες των Α' καı Β' Σωμάτων οı τομείς ευθύνης, παρ' όλη την φαıνομενıκή συγκέντρωση, δεν είναı μıκρότεροı. H Ι Μεραρχία καλύπτεı μέτωπο περίπου 50 χλμ. η ΙV Μεραρχία 20 χλμ. η ΧΙΙ Μεραρχία 30 χλμ. καı η V Μεραρχία 80 χλμ. Καı αυτό τη στıγμή που έχεı καθορıσθεί, με τα μέσα πυρός της εποχής, μέτωπο αμύνης ανά τάγμα τα 1.000 μέτρα καı μέτωπο επıθέσεως τα 600 μέτρα. Από τους αρıθμούς φαίνεταı ότı τα 9 τάγματα της κάθε μεραρχίας καλούνταı να καλύψουν τομείς από δıπλάσıους ως οκταπλάσıους από τους επıτρεπόμενους. Επί πλέον στη γραμμή αμύνης της Ι Μεραρχίας υπάρχεı ένα κενό 15 χλμ. καı μεταξύ της Ι καı ΙV Μεραρχίας ένα άλλο 6 χλμ., ασθενώς εππηρούμενα.
Όταν ο νέος Αρχıστράτηγος Χατζανέστης επıστρέφεı από την επıθεώρηση του μετώπου, ο καıνούργıος επıτελάρχης του, Πάσσαρης, του παρουσıάζεı ένα νέο σχέδıο δıαθέσεως των δυνάμεων στο μέτωπο. Με δεδομένα τη μıκρή απόσταση του Αφıόν από το μέτωπο, την εδαφıκή δıαμόρφωση, που επıτρέπεı την κάλυψη μεγάλων δυνάμεων τουρκıκού στρατού από την Ελληνıκή παρατήρηση, αλλά καı την ύπαρξη της σıδηροδρομıκής γραμμής Αφıόν - Ικόνıο -Αγκυρα, που επıτρέπεı τον άνετο ανεφοδıασμό της επıθετıκής δυνάμεως, κρίνεταı ως πıθανότατη μεγάλη τουρκıκή προσπάθεıα σ' αυτόν τον τομέα καı προτείνεταı η δημıουργία ıσχυρών εφεδρεıών.
H ΙΙ Μεραρχία προτείνεταı να συγκεντρωθεί ανάμεσα στο Τουρλού Μπουνάρ καı Αφıόν, η Ανεξάρτητη Μεραρχία του Γ' Σώματος να συγκεντρωθεί στο Ακ IV, έτοıμη καı αυτή γıα μετακίνηση προς Αφıόν. Πίσω ακρıβώς από την πρώτη γραμμή να συγκεντρωθούν οı VII, IΧ καı ΧIII Μεραρχίες σαν άμεση εφεδρεία του μετώπου. Το σχέδıο όμως απορρίπτεταı από τον Αρχıστράτηγο. H δıάταξη των Ελληνıκών δυνάμεων μένεı η ίδıα. Επί πλέον αφαıρούνταı δυνάμεıς από το μέτωπο καı αποστέλλονταı στη Θράκη γıα την σχεδıαζόμενη επıχείρηση καταλήψεως της Κωνσταντıνουπόλεως. Από τον τομέα του Αφıόν οı δυνάμεıς που αφαıρού- νταı δεν είναı μεγάλες, μόνο ένα σύνταγμα.
H δύναμη αυτή δεν Θα ήταν δυνατόν να αλλάξεı τον ρουν της μάχης, αλλά το σύνολο των δυνάμεων που συνολıκά απεστάλησαν στη Θράκη (18.000 περίπου άνδρες) θα μπορούσε να σχηματίσεı μıά ıσχυρή μάζα εφεδρεıών στον απεıλούμενο τομέα. Παρ' όλο που με δıαταγή του Αρχıστράτηγου ετοıμάζονταı δύο σχέδıα υποχωρήσεως από τη γραμμή Αφıόν - Εσκί Σεχήρ σε περıοχές δυτıκότερα, η άμυνα που προκρίνεταı στο υπάρχον μέτωπο είναı η στατıκή, χωρίς ıδέα υποχωρήσεως. Η ελαστıκή άμυνα αποκλείεταı. Μόνο αφηρημένα σχέδıα αντεπıθέσεως στα πλευρά των επıτıθεμένων δυνάμεων υπάρχουν με ομάδες μεραρχıών. H οργάνωση αυτών των δυνάμεων απαıτεί 3 - 4 ημέρες.
Αυτό το χρονıκό δıάστημα δεν Θα το παραχωρήσεı ο Κεμάλ. Οργανωμένες γραμμές αμύνης στα μετόπıσθεν δεν υπάρχουν. H δεύτερη γραμμή αμύνης βρίσκεταı απο 600 - 2.000 μέτρα περίπου πίσω από την πρώτη καı μıά τρίτη λίγα χıλıόμετρα ακόμη πıο πίσω. Είναı φυσıκά γραμμές αμύνης δυνάμεων της πρώτης γραμμής σε περίπτωση υποχωρήσεώς τους. Περίπου 60 χλμ. δυτıκότερα του Αφıόν υπάρχεı η οχυρωμένη από τον προηγούμενο χρόνο γραμμή του Τουρλού Μπουνάρ, με χαρακώματα τύπου «ορθίως βάλλοντος στρατıώτου», παρατηρητήρıα, καταφύγıα, συρματοπλέγματα καı άλλες οργανώσεıς πεδίου μάχης, που μένεı ανεκμετάλλευτη.
H οχυρωμένη αυτή γραμμή θα μπορούσε κάλλıστα να επανδρωθεί από ελληνıκές δυνάμεıς, της ΙΙ Μεραρχίας συγκεκρıμένα, οı οποίες υποδεχόμενες καı άλλες Ελληνıκές δυνάμεıς από το Αφıόν, σε περίπτωση δıασπάσεως, να καλύψουν επαρκώς τıς οδεύσεıς προς Σμύρνη. Oı δυνάμεıς των Α' καı Β' Σωμάτων ήταν δυνατόν, σε περίπτωση δıασπάσεως της αμυντıκής τοποθεσίας, να μετακıνήσουν τους πεδıνούς σχηματıσμούς τους σıδηροδρομıχώς προς το Γ' Σώμα καı τıς υπόλοıπες δυνάμεıς τους είτε με τον ίδıο τρόπο, είτε από τıς ορεıνές οδεύσεıς προς Βορρά. Ενωμένος εκεί ο όγκος των Ελληνıκών δυνάμεων δεν Θα επέτρεπε την Τουρκıκή κίνηση προς τη Σμύρνη, απεıλώντας τα πλευρά του εχθρıκού στρατού.
Μıά αντεπίθεση αργότερα είχε πολλές πıθανότητες να αποκαταστήσεı το παλıό μέτωπο. Καμμία τέτοıα δυνατότητα δεν εξετάστηκε από το Ελληνıκό επıτελείο. Όλες οı ενέργεıες της Ελληνıκής δıοıκήσεως καı στη Σμύρνη, στη Στρατıά καı στα επıτελεία των Σωμάτων, μοıάζουν να υποβοηθούν την Τουρκıκή προσπάθεıα. Είτε από υποτίμηση των Τουρκıκών δυνατοτήτων καı υπερτίμηση των Ελληνıκών, είτε από στρατıωτıκή ανıκανότητα.Oı οργανώσεıς μάχης της πρώτης γραμμής κρίνονταı ıκανοποıητıκές, η δεύτερη όμως σε πολλά σημεία της έχεı θέσεıς όχı «ορθίως βάλλοντος» αλλά «γονυπετώς» καı το συρματόπλεγμα είναı συνήθως μονής γραμμής.
Συμφώνως με τıς εμπεıρίες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οı τηλεφωνıκές γραμμές πρέπεı να είναı πολλαπλές καı Θαμμένες στο χώμα σε βάθος 2 μέτρων, ούτως ώστε η επıκοıνωνία να μην δıακόπτεταı από τıς βολές του εχθρıκού πυροβολıκού. Τίποτα τέτοıο δεν έχεı γίνεı. Oı γραμμές είναı εναέρıες καı με τıς πρώτες βολές του Τουρκıκού πυροβολıκού θα κοπούν αναγκάζοντας την Ελληνıκή δıοίκηση να μεταβıβάζεı τıς δıαταγές της με έφıππους συνδέσμους. Το μηχανıκό καı των δύο Σωμάτων δεν έχεı κατασκευάσεı δρόμους γıα τη μετακίνηση του πεδıνού πυροβολıκού, με αποτέλεσμα η άμυνα, κατά την Τουρκıκή επίθεση, να υποστηρıχθεί κυρίως από το ορεıβατıκό πυροβολıκό μόνο.
Καı αυτό τη στıγμή που το Ελληνıκό πυροβολıκό, αν καı υπερτερεί σε αρıθμό από το Τουρκıκό (σε όλο το μέτωπο, όχı στο λıρών) μεıονεκτεί σε βεληνεκές καı ταχυβολία. Καμμία σχεδόν μέρıμνα δεν έχεı γίνεı καı γıα τους καταυλıσμούς των ανδρών, οı περıσσότεροı των οποίων ζουν στο ύπαıθρο σε καλύβες. Εıναı απορίας άξıο το γıατί δεν οργανώθηκε καλύτερα η αμυντıκή τοποθεσία, παρ' όλο που τα δύο Σώματα κατείχαν την περıοχή σχεδόν έναν χρόνο. Μέσα στην πόλη του Αφıόν, που απέχεı μόνο 6 - 10 χλμ. από την πρώτη γραμμή, βρίσκεταı ο σταθμός δıοıκήσεως του Α' Σώματος υπό τον Υποστράτηγο Τρıκούπη. H πόλη είναı γεμάτη από σχηματıσμούς των μετόπıσθεν καı αποθήκες δıαφόρων υλıκών.
Ο Τρıκούπης με το επıτελείο του, σε περίπτωση κρίσεως, έχεı δıαταγές να αναλάβεı τη δıοίκηση καı του Β' Σώματος, χωρίς όμως να έχεı προβλεφθεί συνένωση των δύο επıτελείων. H δημıουργία ενός επıτελείου, που σε περίπτωση κρίσεως, να αναλάβεı τη δıοίκηση των δύο Σωμάτων δεν έχεı προβλεφθεί.O συγκεντρωτıκός χαραχτήρας του νέου Αρχıστράεηγου απαγορεύεı οποıαδήποτε πρωτοβουλία. H χρήση της εφεδρıκής VΙΙ Μεραρχίας καı της ΙΧ Μεραρχίας η οποία, έχοντας μıκρές δυνάμεıς στην πρώτη γραμμή υπολογίζεταı σαν εφεδρıκή καı αυτή, Θα γίνεı μόνο με δıαταγές από τη Σμύρνη.
Υπολογίζεταı ότı η αποκωδıκοποίηση σήματος των Σωμάτων στη Σμύρνη, η έρευνα στο χάρτη επıχεıρήσεων, η σύνταξη δıαταγής, η κωδıκοποίησή της καı η αποστολή της, σύμφωνα με τον επıκεφαλής του ΙV Γραφείου της Στρατıάς Αντıσυνταγματάρχη Γ. Σπυρίδωνος, απαıτεί 4 περίπου ώρες, ενώ η κατάσταση στο μέτωπο αλλάζεı κάθε τέταρτο της ώρας. Χαρακτηρıστıκή είναı η δıάταξη των δύο Σωμάτων στον τομέα του Αφıόν. Την εξέχουσα καλύπτεı το Α' Σώμα έχοντας στο αρıστερό του το Β' Σώμα. Στο δεξıό του Α' Σώματος βρίσκεταı η ΙΙ Μεραρχία, η οποία ανήκεı οργανıκώς στο Β' Σώμα. H VΙΙ Μεραρχία, η εφεδρεία του επıκίνδυνου τομέα, δεν βρίσκεταı στην εξέχουσα, αλλά βορεıότερα στο χώρο του Β' Σώματος, στο οποίο ανήκεı οργανıκώς.
KΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ
Hδη από τις αρχές του 1922 ήταν φανερό ότι οι Τούρκοι θα έστρεφαν την προσοχή τους στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ, καθώς εκεί μπορούσαν να συγκεντρώσουν πιο εύκολα τα στρατεύματά τους.
H βόρεια πλευρά της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι τον Σαγγάριο ελεγχόταν από τις Ελληνικές δυνάμεις. Δευτερεύουσα επιλογή για τον Κεμάλ ήταν το κέντρο εφοδιασμού του Εσκί Σεχίρ και οι συγκοινωνίες στον άξονα Σμύρνη - Προύσα. Εκτιμώντας την κατάσταση, η Ελληνική διοίκηση της Στρατιάς προσπάθησε να μεταφέρει κάποιες δυνάμεις από το Βόρειο στο Νότιο Συγκρότημα. H έγκαιρη όμως μετακίνηση αποδείχτηκε ιδιαίτερα δυσχερής, λόγω των ορεινών όγκων του Ολύμπου και του Μουράτ Νταγ που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στα δύο συγκροτήματα. Στο πλαίσιο της προσπάθειας για μεταφορά δυνάμεων προς Νότο διετάχθησαν η 9η, η 12η και η Ανεξάρτητη Μεραρχία να μετακινηθούν.
O νέος αρχιστράτηγος Xατζανέστης αντελήφθη την αδυναμία του τομέα Αφιόν, που αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο με το Εσκί Σεχίρ. H Ελληνική διοίκηση όμως, υπέπεσε σε ένα τραγικό λάθος ως προς τον υπολογισμό των τουρκικών δυνάμεων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο Τουρκικός στρατός διέθετε 87.500 τυφέκια και 203 πυροβόλα, έναντι 98.500 και 412 των αντίστοιχων Ελληνικών. Στην πραγματικότητα όμως ο αριθμός των Τουρκικών ανερχόταν σε 110.000 τυφέκια και 350 πυροβόλα. H ενδεχόμενη κατάληψη του Αφιόν θα είχε ως αποτέλεσμα την απομόνωση του ελληνικού μετώπου. H αμυντική τοποθεσία του Αφιόν άφηνε εκτεθειμένες τις Ελληνικές δυνάμεις στο Τουρκικό πυροβολικό.
O τομέας ευθύνης του B' Σώματος Στρατού (2η, 7η, 9η και 13η Μεραρχία) στην Κιουτάχεια και στο Ουσάκ, λόγω της απόστασης των σιδηροδρομικών γραμμών, αποτελούσε για τους Τούρκους το λιγότερο πιθανό σημείο επίθεσης. Χωρίς κάποια σοβαρή εξέλιξη στη διαμόρφωση του μετώπου, στα τέλη Αυγούστου του 1922 η Ελληνική διοίκηση έκανε ένα ακόμη σοβαρό λάθος. Θεώρησε ότι δεν θα εκδηλωνόταν η Τουρκική αντεπίθεση αφού είχε σχεδόν παρέλθει η θερινή περίοδος. Tο πρωί, όμως, της 26ης Αυγούστου ο Κεμάλ διέταξε επίθεση και το Τουρκικό πυροβολικό σφυροκόπησε την περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ και συγκεκριμένα στα νότια του ποταμού Ακάρ.
H 1η και 4η Mεραρχία του A' Σώματος δέχθηκε σφοδρό βομβαρδισμό, καθώς το Ελληνικό πυροβολικό, το οποίο ήταν κατανεμημένο σε όλο το μέτωπο, δεν μπόρεσε να αντιδράσει. O αιφνιδιασμός όμως της διοίκησης του A' Σώματος οφειλόταν στην ταχύτατη διείσδυση του Τουρκικού 5ου Σώματος Ιππικού στα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων στο Αφιόν Καραχισάρ. Tο Τουρκικό ιππικό, υπό τον Φαχρεντίν Αλτάι, είχε καταφέρει να προελάσει, χωρίς να γίνει αντιληπτό, τη νύχτα της 25ης, να αναπτυχθεί 50 χιλιόμετρα ανατολικά του Τουμλού Μπουνάρ και να καταστρέψει τη σιδηροδρομική γραμμή και τις τηλεφωνικές αρτηρίες, αποκόπτοντας εντελώς τα δύο Ελληνικά συγκροτήματα.
H σύγχυση της διοίκησης της Στρατιάς είναι εμφανής από την αδράνεια του B' Σώματος, το οποίο βρισκόταν απέναντι στο ασθενέστερο Τουρκικό σημείο και από την τραγική καθυστέρηση της μετακίνησης της 9ης Μεραρχίας προς ενίσχυση της άμυνας του Αφιόν. Σύμφωνα με μαρτυρίες του ίδιου του Αλτάι, αν είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα η σύμπτυξη των Ελληνικών δυνάμεων στο Τουμλού Μπουνάρ, σύμφωνα με το σχέδιο του Χατζανέστη, οι Τούρκοι θα είχαν βρεθεί σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Μόλις την αυγή της 2ης ημέρας πραγματοποιήθηκε η σύμπτυξη του A' Σώματος, κάτι που πανικόβαλε το Χριστιανικό πληθυσμό (κυρίως Αρμενικός) του Αφιόν Καραχισάρ.
H Τουρκική διείσδυση είχε σκοπό να εμποδίσει την προς Κιουτάχεια βόρεια υποχώρηση και έτσι οι δυνάμεις του A' Σώματος, υπό τον N. Τρικούπη, αποκόπηκαν οριστικά από το B' Σώμα. Λόγω της κυκλωτικής κίνησης των Τούρκων, η υποχώρηση της 4ης, 5ης και 13ης Μεραρχίας ήταν τόσο εσπευσμένη, ώστε υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα βαρέα πυροβόλα. Στις 30 Αυγούστου δόθηκε η τελευταία μάχη του Ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, στο Αλή Βεράν. Σε μια περιοχή λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του Oυσάκ, πάνω στο δρόμο ανάμεσα στους δύο ορεινούς όγκους του Mουράτ Nταγ και του Aκάρ Nταν, τα υπολείμματα των τεσσάρων μεραρχιών του Tρικούπη (4η, 9η, 12η και 13η Mεραρχία) αγωνίστηκαν περικυκλωμένα με απαράμιλλο ηρωισμό.
H Τουρκική 2η Στρατιά, υπό τον στρατηγό Νουρεντίν, επιτέθηκε κατά μέτωπο, ενώ η 1η, υπό τον ίδιο τον Κεμάλ, βρισκόταν στα νώτα του δεξιού Ελληνικού πλευρού, στην περιοχή του Σαλκιόι. Oι οκτώ Τουρκικές μεραρχίες επιτέθηκαν στις Ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες στο σύνολό τους δεν ξεπερνούσαν τη μία μεραρχία. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια, ο Τρικούπης διέταξε τους άνδρες της 12ης Μεραρχίας να κινηθούν βορειοανατολικά ως εμπροσθοφυλακή, αλλά δέχθηκε καταιγισμό πυρών από το Τουρκικό πυροβολικό. Από εκείνη τη στιγμή, η απεμπλοκή του Ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία κατέστη αναπόφευκτη.
O ΕΦΙΑΛΤΗΣ
Tο πρωί της 7η Σεπτεμβρίου 1922 οι δρόμοι και κυρίως η προκυμαία της Σμύρνης είχαν κατακλυστεί από Έλληνες πολίτες και στρατιώτες. Oι κάτοικοι της Σμύρνης αλλά και οι Χριστιανοί που συνέρρεαν από όλες τις περιοχές της Ιωνίας σχημάτιζαν μεγάλες ουρές για να εξασφαλίσουν τα ειδικά σημειώματα επιβίβασης από τις Αρχές. Λόγω του πανικού εκδόθηκαν σχεδόν διπλάσια σημειώματα από τις διαθέσιμες στα επίτακτα ατμόπλοια θέσεις. Αρκετά ήταν τα φορτηγά πλοία ξένων εταιρειών που είχαν ναυλωθεί για να μεταφέρουν τις οικογένειες των προξένων που έδρευαν στη Σμύρνη.
Πολλοί τους παρακαλούσαν να επιβιβάσουν τους κατοίκους της Σμύρνης που δεν είχαν άλλη διέξοδο, αλλά η απάντησή τους ήταν αρνητική. Έτσι, εγκατέλειψαν το Χριστιανικό πληθυσμό στην τύχη του, παρακολουθώντας σχεδόν απαθείς το δράμα των αμάχων. Στους 200.000 Σμυρναίους υπολογίζεται ότι προστέθηκαν άλλοι τόσοι από τις υπόλοιπες περιοχές. Bουρκωμένοι, με πρόσωπα χλωμά, οι Έλληνες στρατιώτες βάδιζαν προς την προκυμαία, το Kοκάργιαλι, την Eρυθραία, την ίδια πορεία που ακολούθησαν περήφανα τον Mάιο του 1919. Σιωπή επικρατούσε παντού, σαν προάγγελος του θανάτου.
Tο επόμενο πρωί της 8ης Σεπτεμβρίου και οι τελευταίοι δημόσιοι λειτουργοί της Σμύρνης επιβιβάστηκαν στο πολεμικό "Nάξος", επιδεικνύοντας έγγραφα που πιστοποιούσαν την ταυτότητά τους. Aπαγορεύτηκε η επιβίβαση τραυματιών (σύμφωνα με διαταγή του Στεργιάδη) και μόνο με την αγανακτισμένη αντίδραση του υπάρχου κατάφεραν να σωθούν. H πίεση ήταν αφόρητη, αφού χιλιάδες άνθρωποι είχαν στριμωχτεί στην προκυμαία, με αποτέλεσμα αρκετοί να πέφτουν στη θάλασσα. Aνάμεσα σε ημιβυθισμένες λέμβους επέπλεαν πνιγμένες γυναίκες και παιδιά. Mέχρι το απόγευμα όλα τα δημόσια κτήρια είχαν εκκενωθεί πριν από την τελευταία υποστολή της Ελληνικής σημαίας.
Oι στρατιώτες πανικόβλητοι πετούσαν τα όπλα τους και έτρεχαν να επιβιβαστούν στο πολεμικό Έλλη, κάτι που ανάγκασε τον κυβερνήτη να διατάξει τους αξιωματικούς του πλοίου να αποβιβαστούν και να συλλέξουν περί τα 2.000 όπλα. Tο Έλλη με τη συνδρομή των αντιτορπιλικών Ασπίδα και Νίκη έπλεε παραλλήλως της χερσονήσου της Ερυθραίας, περίπου μισό μίλι από την ακτή για την κάλυψη της υποχώρησης του στρατού. O κυβερνήτης του Έλλη το βράδυ της ίδιας ημέρας, όταν είδε Τούρκους στρατιώτες στην παραλία του Τσεσμέ, άνοιξε πυρ και αποδεκάτισε τον εχθρό, βοηθώντας τους εναπομείναντες Έλληνες που είχαν βρει καταφύγιο κοντά στην παραλία να επιβιβαστούν.
Eν τω μεταξύ ο Στεργιάδης λίγο έλειψε να λιντσαριστεί από το μανιασμένο πλήθος. Kυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, με άκρα μυστικότητα και συνοδευόμενος από άνδρες της Xωροφυλακής, κατάφερε να επιβιβαστεί στο βρετανικό "Iron Duke", την 8η Σεπτεμβρίου. Περίπου στις 11:00 π.μ. της 9 Σεπτεμβρίου το Τουρκικό ιππικό, χωρισμένο σε δύο ομάδες, μπήκε στα προάστια της Σμύρνης με κατεύθυνση το Κοκάργιαλι. Πίσω του, ακολουθούσε ένας μανιασμένος όχλος κραδαίνοντας όπλα και τουρκικές σημαίες. Πρώτος στόχος η Αρμένικη συνοικία του Mπιτ - Παζάρ, όπου οι Τούρκοι άρχισαν να εισβάλλουν στα σπίτια με το πρόσχημα ότι έψαχναν για όπλα. Πολλοί Aρμένιοι σύρθηκαν σε τουρκικές συνοικίες, απ' όπου δεν έφυγαν ποτέ.
Την επόμενη ημέρα δολοφονήθηκε με αποτρόπαιο τρόπο ο Μητροπολίτης - Εθνομάρτυρας Χρυσόστομος. O Tούρκος διοικητής Nουρεντίν τον παρέδωσε στον μανιασμένο Τουρκικό όχλο στη συνοικία του Τιρκιλίκ. Σαν τα ζώα διαμέλισαν το σώμα του και περιέφεραν τη "λεία" τους στην πόλη. Στις 13 Σεπτεμβρίου ξέσπασε πυρκαγιά στην Αρμένικη συνοικία. Λίγες ώρες πριν οι Tούρκοι είχαν απομακρυνθεί από τις περιοχές που θα παραδίδονταν στις φλόγες. Γυναίκες και ηλικιωμένοι άνδρες, φορτωμένοι με τα παιδιά, προσπαθούσαν απεγνωσμένα να σωθούν καθώς τα κτήρια γκρεμίζονταν πίσω τους. Oι αναφορές του Aμερικανού προξένου Xόρτον περιγράφουν τις Τουρκικές φρικαλεότητες.
''Oι Tούρκοι έχυναν πετρέλαιο σε σπίτια Χριστιανών και τοποθετούσαν εμπρηστικές βόμβες. Kάποιοι ξένοι αξιωματούχοι κατάφεραν να διασώσουν μερικούς Eλληνες, μεταφέροντάς τους με φορτηγά έξω από τα Τουρκικά οδοφράγματα. Kοντά στον "Πανιώνιο Σύλλογο" Τούρκοι στρατιώτες βίαζαν νεαρές κοπέλες και οι γονείς έτρεχαν προς το νεκροταφείο για να κρύψουν τα παιδιά στους τάφους. Oι Tούρκοι όμως δεν σεβάστηκαν ούτε τον ιερό εκείνο χώρο και έσφαζαν τις γυναίκες πάνω στα μνήματα. Στο Aχμετλή, λίγα χιλιόμετρα από τον Kασαμπά, ο δήμαρχος Aμπτούλ Mπάιτ διέπραξε φρικαλεότητες που στιγματίζουν το ανθρώπινο γένος.
Αφού αποκεφάλισε εκατοντάδες Έλληνες, χρησιμοποίησε τα κεφάλια τους για να χτίσει τον τοίχο της αυλής του. Στη συνέχεια συγκέντρωσε στην πλατεία μερικούς επιφανείς Έλληνες της περιοχής και υπό τις επευφημίες του όχλου, τους έκοψε τα κεφάλια με πριόνια. Πέρα από το νεκροταφείο χιλιάδες Χριστιανοί σώθηκαν από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό, που τους περίθαλψε και οργάνωσε συσσίτια μετά από έντονες Αμερικανικές πιέσεις. Hταν όμως πολύ αργά. Oι φρικαλεότητες που διέπραξαν οι Τούρκοι ξεπέρασαν κάθε όριο. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα η Ελληνική Ιωνία είχε αφανιστεί. Tα ολέθρια σφάλματα της Ελληνικής στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας οδήγησαν στην τραγωδία της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
ΤΟ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ 1919-1922
Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Αν το τέλος του 19ου αιώνα η ιστορία της νεότερης Ελλάδας σημαδεύτηκε από τον ατυχή Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, που στάθηκε ο κινητήριος μοχλός για τη μετέπειτα ανασυγκρότηση της χώρας μας και το διπλασιασμό της κατά την περίοδο των νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων 1912 - 1913, τότε η Μικρασιατική Εκστρατεία, που ξεκίνησε στις αρχές Μαΐου του 1919 και ολοκληρώθηκε με την Καταστροφή στα τέλη Αυγούστου του 1922 θεωρείται μάλλον η δυσχερέστερη και ταυτόχρονα η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση, που διεξήγαγε ο Ελληνικός Στρατός κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η οποία δυστυχώς στιγματίστηκε από τον ολέθριο ξεριζωμό.
Στα μέσα του 1918 οι Ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Θράκης κατατρύχονταν από σοβαρές επιδημίες λοιμωδών νοσημάτων, οι οποίες επιτείνονταν ιδιαιτέρως, λόγω της εκτόπισής τους από τις πατρογονικές εστίες. Στις συνεχείς εκκλήσεις τους προς τη μητέρα πατρίδα ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (ΕΕΣ) απέστελλε κλιμάκια ιατρονοσηλευτικού προσωπικού για την ανακούφιση των πασχόντων. Με πρωτοβουλία του ΕΕΣ τον Νοέμβριο του 1918 θα οργανωθούν στην Κωνσταντινούπολη καθώς και σε άλλες πόλεις της Θράκης και του Πόντου ιατρεία και νοσοκομεία.
Την πρώτη αυτή αποστολή θα ακολουθήσει και δεύτερη στη Σμύρνη τον Ιανουάριο του 1919 με το πλωτό νοσοκομείο «Αμφιτρίτη» και το αναγκαίο ιατρικό και βοηθητικό προσωπικό υπό τον αρχίατρο Βασίλειο Τσουνούκα, χάρη στις προσπάθειες του οποίου και παρά τις όποιες αντιδράσεις των Τούρκων, θα οργανωθούν νοσοκομεία και ιατρεία και σε άλλες περιοχές εκτός της Σμύρνης, όπως στη Βρύουλα, στο Αϊδίνιο, στο Μπαχρή - Μπαμπά και στη Μαγνησία, στα οποία παρασχέθηκαν υψηλού επιπέδου ιατρικές φροντίδες ανεξαρτήτως εθνικότητας και θρησκεύματος.
Τον Φεβρουάριο ο επίατρος Νικόλαος Ορφανίδης, επικεφαλής αποστολής, εγκαθιστά νοσοκομείο και ιατρείο στην πόλη του Αϊδινίου, σε μια πόλη στην οποία την εποχή εκείνη επικρατούσαν άθλιες συνθήκες υγιεινής. Στο νοσοκομείο αυτό θα νοσηλευτούν όχι μόνο οι κάτοικοι της πόλης, αλλά και οι στρατιώτες, οι οποίοι είχαν προσβληθεί από διάφορα μεταδοτικά νοσήματα και κυρίως από εξανθηματικό τύφο, γρίπη και πανώλη. Τον Μάρτιο νέα αποστολή του ΕΕΣ στην Αλικαρνασσό και στη Μάκρη υπό τον ανθυπίατρο Νικόλαο Μάνωλα, παρά τις όποιες δυσχέρειες και αντιδράσεις των τουρκικών αρχών, κατορθώνει να εγκαταστήσει ιατρείο και να προσφέρει ιατρική περίθαλψη σε πάσχοντες αδιακρίτως φυλής.
Οι συνεχείς επιδημίες και ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι αποστολές των κλιμακίων του ΕΕΣ και παρά την όποια αρχική απροθυμία των συμμαχικών δυνάμεων, συνέτειναν στην ολοκλήρωση της Μεγάλης Ιδέας. Η συμμετοχή της χώρας μας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο Μακεδονικό Μέτωπο από τον Ιούνιο του 1917 μέχρι την αποφασιστική «μάχη του Σκρα», που χάρισε την ολοκληρωτική νίκη στις Ελληνικές δυνάμεις το Μάιο του 1918 και στη συνέχεια η συμμετοχή στην ατυχή εκστρατεία της Ουκρανίας, που επιχείρησε η Γαλλία -ως μέλος της συμμαχίας της Αντάντ- εναντίον των Μπολσεβίκων από τις αρχές του 1918 μέχρι τη λήξη της, η οποία ολοκληρώθηκε με την εκκένωση της Κριμαίας στα τέλη Απριλίου.
Στάθηκαν οι αποφασιστικοί παράγοντες στο να επιτρέψουν οι Σύμμαχοι στην Ελλάδα να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη καθώς και στην υπόλοιπη ενδοχώρα, όχι βεβαίως ως δύναμη κατοχής, αλλά ως εγγυήτριας των Χριστιανικών πληθυσμών, οι οποίοι απειλούνταν με εκτοπίσεις και σφαγές από τους Τσέτες και Κούρδους. Έτσι με το πρόσχημα αυτό πραγματοποιήθηκε η Μικρασιατική Εκστρατεία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, η οποία ξεκίνησε με την αποβίβαση της 1ης Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919 και τερματίστηκε τον τραγικό Αύγουστο του 1922.
Τερματίστηκε με την αποχώρηση των τελευταίων τμημάτων του Γ΄ Σώματος Στρατού, που εγκατέλειψαν τη Μικρά Ασία από το λιμάνι της Αρτάκης στην περιοχή του Μαρμαρά στις 5 Σεπτεμβρίου. Καθ’ όλη αυτή τη χρονική περίοδο τα Ελληνικά στρατεύματα υποστηρίχτηκαν υγειονομικά από την Υγειονομική Υπηρεσία της Στρατιάς, η οποία, για διοικητικούς λόγους, είχε διαχωριστεί στην Υγειονομική Υπηρεσία των Πρόσω και στην Υγειονομική Υπηρεσία των Μετόπισθεν. Ο συντονισμός των Υπηρεσιών ανατέθηκε στον γενικό αρχίατρο Αλφρέδο Καναβατζόγλου, έχοντας ως έδρα τη Σμύρνη.
Ο διευθυντής της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Στρατιωτικών στην Αθήνα, γενικός αρχίατρος Γεώργιος Γεωργιάδης, εκτός των άλλων καθηκόντων της διεύθυνσης της Υγειονομικής Υπηρεσίας Εσωτερικού, είχε επιφορτιστεί και με την εποπτεία και συντονισμό των υγειονομικών μονάδων όλου του μετώπου. Από το Μάιο του 1919 και μέχρι το Μάιο του 1920 η Υγειονομική Υπηρεσία θα αναλάβει την ίδρυση στρατιωτικών νοσοκομείων καθώς και άλλων υγειονομικών σχηματισμών στην περιοχή της Μικράς Ασίας. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται το Α' Στρατιωτικό Νοσοκομείο Σμύρνης με τα δύο παραρτήματά του, το Β' Στρατιωτικό Νοσοκομείο, αρχικής δυνάμεως 150 κλινών και μετέπειτα 500.
Το Γ' Στρατιωτικό Νοσοκομείο με 400 κρεβάτια νοσηλείας αρχικά και μετέπειτα 750, το Νοσοκομείο Λοιμωδών Νοσημάτων εκτός του Ευλογιοκομείου, η λειτουργία του οποίου είχε ήδη ξεκινήσει ως παράρτημα του Α' Στρατιωτικού Νοσοκομείου, το Κέντρο Αφροδισίων και Δερματικών παθήσεων, το οποίο συνεργαζόταν στενά με τη Διασυμμαχική Υγειονομική Επιτροπή, το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Μαγνησίας δυνάμεως 150 κλινών αρχικά και 300 αργότερα, το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αϊδινίου αρχικής δυνάμεως 200 κλινών, οι οποίες αυξήθηκαν σε 280. Οι Σταθμοί Ελονοσούντων, στους οποίους οι πάσχοντες υποβάλλονταν σε προφυλακτική και θεραπευτική αγωγή.
Η Υγειονομική Αποθήκη Σμύρνης, από την οποία ανεφοδιαζόταν ο στρατός σε φαρμακευτικό και υγειονομικό υλικό, ο Υγειονομικός Συρμός, ο οποίος χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά ασθενών και τραυματιών από τα μέτωπα του πολέμου στα μετόπισθεν και τα Στρατιωτικά Νοσηλευτικά Κέντρα. Τα τελευταία αναπτύχθηκαν αρχικά στις στρατιωτικές περιφέρειες Σμύρνης, Προύσας και Ουσάκ και αργότερα στην περιοχή του Εσκή Σεχήρ, έχοντας ως αποστολή τις διακομιδές τραυματιών και ασθενών από τα μέτωπα του πολέμου προς τα νοσοκομεία των μετόπισθεν καθώς και την επίβλεψη της απρόσκοπτης λειτουργίας των στρατιωτικών νοσοκομείων.
Αποκαλυπτική του μεγέθους της προσφοράς της Υγειονομικής Υπηρεσίας είναι η μαρτυρία του Αμερικανού προξένου στη Σμύρνη την εποχή εκείνη George Horton (1859 - 1936) στο βιβλίο του The blight of Asia (Η κατάρα της Ασίας, όπως μεταφράστηκε στα Ελληνικά):
''Η Ελληνική Διοίκηση κατέβαλλε σοβαρή και επιτυχή προσπάθεια για την οργάνωση υγειονομικής υπηρεσίας, για την κατάρτιση στατιστικών, τη βελτίωση των υγειονομικών συνθηκών και την καταπολέμηση επιδημιών και μεταδοτικών ασθενειών π.χ. της ελονοσίας, της συφιλίδος κ.λπ. Ιδρύθη μικροβιολογικό εργαστήριο για τη διάγνωση μεταδοτικών νόσων που εξοπλίσθηκε και με υγειονομικά αυτοκίνητα, τα οποία μετέφεραν τους ασθενείς από μεγάλες αποστάσεις και με μικρά αμάξια για τη μεταφορά μολυσμένων ειδών και φορητών συσκευών για την επιτόπια απολύμανση.
Μόνο για την περιγραφή του έργου αυτής της υπηρεσίας που είχε οργανωθεί σε μεγάλη κλίμακα και είχε εφοδιαστεί με άφθονα μέσα, σε χρήματα και σε υλικό, θα χρειαζόταν ένα φυλλάδιο αρκετά μεγάλο. Αποτέλεσμα των μέτρων αυτών ήταν ότι ετέθησαν υπό έλεγχο στην κατεχόμενη ζώνη η πανούκλα, ο εξανθηματικός τύφος και η ευλογιά και εξαλείφθηκαν σαν επιδημικές ασθένειες. Περιττό να πούμε ότι συστηματικός πόλεμος είχε διεξαχθεί εναντίον της ψείρας και των αρουραίων. Ένα Ινστιτούτο Παστέρ είχε ιδρυθεί στη Σμύρνη απ’ τους Έλληνες στις 18 Αυγούστου 1919 κάτω απ’ τη διεύθυνση ενός ειδικού, που εργαζόταν με τη συνεργασία ενός επιτελείου εμπειρογνωμόνων.
Στο Ινστιτούτο αυτό βρήκαν περίθαλψη στη διάρκεια των δύο πρώτων μηνών της λειτουργίας του επάνω από δυόμιση χιλιάδες παθόντες που τους είχαν δαγκάσει σκύλοι, τσακάλια ή λύκοι και απ’ αυτούς πέθαναν μόνο τέσσερις. Η περίθαλψη σ’ αυτό το ίδρυμα γινόταν δωρεάν. Προηγουμένως οι παθόντες ήταν αναγκασμένοι να ταξιδέψουν στην Κωνσταντινούπολη ή στην Αθήνα και κείνοι που δεν μπορούσαν να βρουν τα λεφτά που χρειάζονταν για το ταξίδι αυτό, πέθαιναν. Εγώ ο ίδιος είχα βοηθήσει φτωχούς Τούρκους που ήταν τρελοί απ’ τον φόβο να κάνουν το ταξίδι για την Κωνσταντινούπολη για να υποβληθούν σε θεραπεία''.
Κατά την ίδια χρονική περίοδο η Υγειονομική Υπηρεσία του Ναυτικού αποτελούνταν από την «Υγειονομική Υπηρεσία Εσωτερικού» και την «Υγειονομική Υπηρεσία των Πρόσω». Η πρώτη με επικεφαλής τον αρχαιότερο πλοίαρχο και επιτελείο αξιωματικών γιατρών και φαρμακοποιών είχε υπό την επίβλεψη και δικαιοδοσία της τα Ναυτικά Νοσοκομεία της Σαλαμίνας και του Πόρου, το πρόσκαιρο Ναυτικό Νοσοκομείο Φαλήρου, τα Υγειονομεία του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης καθώς και την Ανωτάτη Ναυτική Υγειονομική Επιτροπή, η οποία ήταν αρμόδια για τις αναρρωτικές άδειες και την εκτίμηση του βαθμού ανικανότητας και αναπηρίας των διακομιζομένων τραυματιών και ασθενών από το μέτωπο του πολέμου.
Με την ευθύνη λειτουργίας της Υγειονομικής Υπηρεσίας των Πρόσω είχε επιφορτιστεί ο αρχίατρος του Στόλου, ο οποίος συνεργαζόταν στενά με τους γιατρούς, που επέβαιναν στα μεγάλα πολεμικά πλοία. Στην αρμοδιότητά του είχε την επίβλεψη των προωθημένων πρόσκαιρων Ναυτικών Νοσοκομείων του Μούδρου και της Κίου, την περίθαλψη και νοσηλεία των διακομιζομένων τραυματιών και ασθενών από τα πολεμικά μέτωπα καθώς και την επιβίβασή τους στα πλωτά νοσοκομεία και τη μεταφορά τους στα πρόσκαιρα και μόνιμα στρατιωτικά και ναυτικά νοσοκομεία με τη συνεργασία της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Στρατού.
Οι διακομιδές των απωλειών υγείας προς τα στρατιωτικά νοσοκομεία της Χίου, της Μυτιλήνης, της Θράκης, της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια των πλωτών νοσοκομείων «Έλση», «Αμφιτρίτη» και «Κωνσταντινούπολις», τα οποία ήταν κατάλληλα διασκευασμένα επιβατηγά σκάφη για το σκοπό αυτό. Τον Απρίλιο και τον Ιούνιο του 1921 ο ΕΕΣ εγκατέστησε δύο νοσοκομεία στην Προύσα και στο Κορδελιό 250 κλινών το καθένα για τη νοσηλεία των απωλειών υγείας των πολεμικών επιχειρήσεων της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι ασθενείς και τραυματίες οι οποίοι διακομίζονταν στην Αθήνα, νοσηλεύονταν σε ειδική πτέρυγα του Αρεταίειου Νοσοκομείου δυνάμεως 100 κλινών, που είχε συσταθεί για το σκοπό αυτό.
Ο ΕΕΣ μαζί με το Πατριωτικό Ίδρυμα υπήρξαν οι δύο κύριοι φορείς, που συνέδραμαν το έργο της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Στρατού και του Ναυτικού. Το Πατριωτικό Ίδρυμα ίδρυσε και λειτούργησε με μεγάλη επιτυχία ιατρεία για τη θεραπεία αρρώστων παιδιών κάθε εθνικότητας, περιέθαλψε τα ορφανά του πολέμου και διένειμε είδη πρώτης ανάγκης και ενδύματα σε πτωχούς και αναξιοπαθούντες. Σημαντική ήταν και η συμμετοχή εθελοντριών αδελφών νοσοκόμων από την αριστοκρατία των Αθηνών και άλλων ελλαδικών πόλεων, που συνεργάστηκαν με αυτές των ελληνικών κοινοτήτων, ακολουθώντας τα μαχόμενα τμήματα στους μόνιμους και πρόσκαιρους υγειονομικούς σχηματισμούς μέχρι το Σαγγάριο.
Αξιοσημείωτη υπήρξε, εκτός των άλλων, η αυτοθυσία και αυταπάρνηση, που επέδειξαν κατά την υποχώρηση του 1922, περιθάλποντας, μέχρι τη διακομιδή, και τον τελευταίο στρατιώτη τραυματία και ασθενή του πολέμου. Καθ’ όλη τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων της Μικρασιατικής εκστρατείας και Καταστροφής, η Υγειονομική Υπηρεσία του Στρατού συνεργάστηκε αρμονικά με την αντίστοιχη του Ναυτικού, προσφέροντας ύψιστες υπηρεσίες όχι μόνο στους τραυματίες και ασθενείς στρατιώτες, αλλά και σε όσους είχαν ανάγκη ιατρικής βοήθειας και συμπαράστασης. Αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο βάρος της αποστολής επωμίστηκε η Υγειονομική Υπηρεσία του Στρατού.
Τη στιγμή της κατάρρευσης ο Στόλος κατέπλευσε προκειμένου να συνδράμει στο οδυνηρό έργο της διάσωσης. Όλοι ανεξαιρέτως, από τον πρώτο αξιωματικό μέχρι και τον τελευταίο ναύτη, υπακούοντας στην αίσθηση του υπέρτατου εθνικού καθήκοντος και κινδύνου, έσπευσαν στις ακτές της Μικράς Ασίας, για να περισώσουν τα υποχωρούντα Ελληνικά στρατεύματα και τους προσφυγικούς πληθυσμούς. Το Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιά περιέθαλψε, στέγασε και σίτισε περίπου 112.000 ξεριζωμένους πρόσφυγες από τα πατρογονικά εδάφη της Ιωνίας, πράξη που έτυχε τιμητικής αναγνώρισης από τις κυβερνήσεις των χωρών Αγγλίας, Γαλλίας, Σερβίας, Αμερικής και Ιαπωνίας.
Αν κάποιος προσπαθήσει να αποτιμήσει το έργο της Υγειονομικής Υπηρεσίας στη Μικρά Ασία, δεν μπορεί να μη συμφωνήσει στο γεγονός ότι όπως και οι υπόλοιπες υπηρεσίες της Μικρασιατικής Στρατιάς, έτσι και αυτή αντιμετώπισε πολλές δυσχέρειες. Τρεις υπήρξαν οι άξονες, γύρω από τους οποίους κινήθηκε, οργανώθηκε και εφαρμόστηκε ο βασικός στόχος της Υγειονομικής Υπηρεσίας: Πρώτον, η περίθαλψη των τραυματιών, δεύτερον, η νοσηλεία των ασθενών και τρίτον, η διακομιδή των απωλειών υγείας προς το εσωτερικό, η οποία παρουσίαζε μερικές φορές δυσεπίλυτα προβλήματα· κι αυτό, γιατί τα θέατρα των πολεμικών επιχειρήσεων βρίσκονταν εκατοντάδες, πολλές φορές, χιλιόμετρα μακριά από τις βάσεις των μετόπισθεν.
Οι συγκοινωνίες ήταν ανεπαρκείς και τις περισσότερες φορές επισφαλείς, το σιδηροδρομικό δίκτυο σχεδόν ανύπαρκτο και τα υγειονομικά αυτοκίνητα, που χρησίμευαν για τη μεταφορά των απωλειών υγείας, ελάχιστα. Οι μεγάλες και μερικές φορές μη αναμενόμενες απώλειες καθώς και η λήψη πρόσθετων μέτρων για την αποφυγή ή καταστολή των λοιμωδών νοσημάτων, τα οποία αποτέλεσαν μια από τις κυριότερες αιτίες απωλειών υγείας, καταδεικνύουν το κολοσσιαίο έργο, το οποίο επωμίστηκε και έφερε σε πέρας η Υγειονομική Υπηρεσία στη Μικρά Ασία.
Παρά την ύπαρξη των αντικειμενικών αυτών δυσκολιών, εντούτοις η Υγειονομική Υπηρεσία πέτυχε λαμπρά αποτελέσματα καθ’ όλη τη γραμμή του πολέμου, αφενός μεν λόγω της επαρκούς οργάνωσης των υλικών μέσων και της ικανής τους επάρκειας, αφετέρου δε λόγω του έμψυχου δυναμικού. Η μέχρι αυτοθυσίας εκτέλεση του καθήκοντος των υγειονομικών αξιωματικών, μονίμων και εφέδρων, των αδελφών νοσοκόμων, των απλών νοσοκόμων και τραυματιοφορέων και των πάσης φύσεως βοηθητικών οπλιτών αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα που συνέβαλε στο θετικό αποτέλεσμα.
Σε μια μόνο περίπτωση, κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων προς την Άγκυρα, η Υγειονομική Υπηρεσία δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στην αποστολή της. Αυτό όμως, συνέβη, όχι λόγω υπαιτιότητάς της, αλλά εξαιτίας της μη ορθής εκτίμησης των απωλειών υγείας, όπως έχει καταγραφεί, από το αρμόδιο Γραφείο της Διοικήσεως της Στρατιάς, με συνέπεια οι απώλειες της επιχείρησης αυτής, ενώ αρχικά είχαν υπολογιστεί σε 4.000 περίπου, να ανέλθουν σε πολλαπλάσιο αριθμό νεκρών και τραυματιών μέσα σε χρονικό διάστημα δέκα ημερών.
Παρά το γεγονός της αρχικής επαρκούς διοικητικής μέριμνας, της κατάλληλης διατροφής και ικανοποιητικής ύδρευσης, του ιματισμού, της υπόδησης και της εν γένει ικανοποιητικής διαβίωσης του στρατεύματος, εντούτοις μετά τις επιχειρήσεις του Σαγγάριου τον Αύγουστο του 1921, που σήμανε το τέλος των επιθετικών επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού στην Μικρά Ασία και ανέκοψε την προέλασή του προς την Άγκυρα, το ακμαίο μέχρι τότε ηθικό του Ελλήνων άρχισε σταδιακά να μειώνεται.
Οι βαρύτατες απώλειες, οι δυσχέρειες του ανεφοδιασμού, των διακομιδών των απωλειών υγείας, η υποτίμηση της ισχύος του Τούρκου αντιπάλου, η χρονική παράταση της εκστρατείας που ξεπέρασε τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, το δριμύ ψύχος του μικρασιατικού χειμώνα και η αρρώστια του Εθνικού Διχασμού, από την οποία έπασχε η χώρα, συνέτειναν στην πτώση της μαχητικής ικανότητας του Έλληνα στρατιώτη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Υγειονομική Υπηρεσία θεμελίωσε, ανέπτυξε και επεξέτεινε τους υγειονομικούς σχηματισμούς και κατόρθωσε να διατηρήσει την υγεία των στρατιωτών σε καλό επίπεδο.
Συνοψίζοντας, το Υγειονομικό Σώμα, από την έναρξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας μέχρι την Καταστροφή, συνέβαλε τα μέγιστα στην περισυλλογή, περίθαλψη, διακομιδή, νοσηλεία τραυματιών και ασθενών και καταπολέμηση των λοιμωδών νοσημάτων. Όπως σημείωσαν οι ξένοι ανταποκριτές, κατά την υπερτριετή παραμονή των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία -κοιτίδα των επιδημικών νοσημάτων- δεν παρατηρήθηκε ουσιώδης εξάπλωση κάποιας επιδημίας, εκτός ολίγων σποραδικών κρουσμάτων.
Για το σημαντικό έργο του Υγειονομικού Σώματος, που επιτελέστηκε καθ’ όλη αυτή τη χρονική διάρκεια, αδιάψευστος μάρτυρας υπήρξαν οι απώλειες των ίδιων των υγειονομικών, οι οποίοι βρίσκονταν καθημερινά αντιμέτωποι με τις σκληρές συνθήκες του πολέμου και του εχθρικού πυρός αφενός και αφετέρου με τα λοιμώδη επιδημικά νοσήματα, τα οποία συνεχώς και με επιτυχία αντιμετώπιζαν. Χωρίς καμιά διάθεση υπερβολής, αν ανατρέξει κάποιος στους πίνακες απωλειών, μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι αυτές των Υγειονομικών υπερβαίνουν αυτές των άλλων Όπλων και Σωμάτων, ερχόμενες αμέσως και σχεδόν εφαπτόμενες με αυτές του Πεζικού.
Οι υγειονομικοί αξιωματικοί καθ’ όλη τη διάρκεια της αιματηρής Εκστρατείας τήρησαν πιστά το διπλό όρκο που έδωσαν, του στρατιώτη και του Ιπποκράτη.
ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ (1917 - 1922)
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίον η Ελλάδα εισήλθε μόλις το 1917, το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό δεν είχε ιδιαίτερη στρατηγική συνεισφορά. Μετά την αποτυχία της εκστρατείας των Αγγλογάλλων στην Καλλίπολη το 1915, δεν υπήρχε περίπτωση επανάληψης ανάλογου εγχειρήματος από πλευράς Αντάντ (Entente = Συνεννόηση). Επομένως, το κύριο θέατρο επιχειρήσεων στην περιοχή ήταν το χερσαίο θέατρο των Βαλκανίων, στο οποίο η μοναδική επίδραση της θαλάσσιας ισχύος ήταν η διατήρηση του από θαλάσσης εφοδιασμού των χερσαίων δυνάμεων της Αντάντ – πράγμα δεδομένο λόγω της θαλασσοκρατορίας των Αγγλογάλλων στη Μεσόγειο.
Η εν λόγω θαλασσοκρατορία έκανε τους Τούρκους να εγκαταλείψουν κάθε σκέψη για αλλαγή της κατάστασης που διαμόρφωσε στο Αιγαίο ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος, μολονότι ο Τουρκικός στόλος είχε ενισχυθεί στην αρχή του πολέμου από τα Γερμανικά πλοία «Γκαίμπεν» και «Μπρεσλάου». Στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό μπορεί να πιστωθεί κάποια στρατηγική αποτελεσματικότητα χάρη στην οριακή συνεισφορά του στον οικονομικό αποκλεισμό της Βουλγαρίας και της Τουρκίας. Ο οικονομικός αποκλεισμός εμμέσως μόνο έπληξε τη Βουλγαρία, με το να προκαλέσει δυσαρέσκεια στον πληθυσμό λόγω των μέτρων που έλαβε η Βουλγαρική κυβέρνηση για τη διαχείριση των στερήσεων που προέκυψαν από τον αποκλεισμό.
Εναντίον της Τουρκίας όμως τα αποτελέσματα του αποκλεισμού ήταν συντριπτικά, καθώς οι Τουρκικές αρχές δεν κατόρθωσαν να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισής του. Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία καταφάνηκαν τα όρια της θαλάσσιας ισχύος. Μετά την αρχική φάση των επιχειρήσεων, όταν δηλαδή άρχισε η προέλαση του Ελληνικού Στρατού στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ελάχιστα μπορούσε να κάνει για να επηρεάσει την πορεία και την έκβαση των επιχειρήσεων. Η προσπάθειά του να αποκόψει τον διά θαλάσσης εφοδιασμό των Κεμαλικών δυνάμεων δεν μπορούσε να έχει επιτυχία, εφόσον οι τελευταίες εφοδιάζονταν από τους Ιταλούς και τους Σοβιετικούς και, από το 1921 και μετά, από τους Γάλλους επίσης.
Η υποχώρηση δε του Ελληνικού Στρατού έγινε τόσο άτακτα, ώστε είναι δύσκολο να δει κάποιος τι θα μπορούσε να είχε κάνει το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό για να την ανακόψει. Αυτό που μπορούσε να κάνει και πράγματι έκανε ήταν να καλύψει και να πραγματοποιήσει την αποχώρηση από τη Μικρά Ασία των Ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων που κατόρθωσαν να φτάσουν στα παράλια. Ωστόσο, μολονότι οι συνθήκες της Μικρασιατικής Εκστρατείας περιόριζαν τη στρατηγική αποτελεσματικότητα του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, το τελευταίο έχει να επιδείξει μεγάλη στρατηγική συνεισφορά αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Σε ακόμη μία περίπτωση όπου «ο σκύλος δεν γάβγισε», ο Ελληνικός θαλάσσιος έλεγχος που είχε επιβληθεί στο Αιγαίο από τα τέλη του 1912 εξασφάλισε ότι η Τουρκία δεν θα μπορούσε να έχει βλέψεις στο Αιγαίο και ότι τα νησιά θα περιέρχονταν οριστικά στην Ελλάδα. Εξαίρεση αποτέλεσαν η Ίμβρος και η Τένεδος, αλλά η παραχώρησή των νησιών αυτών από Ελληνικής πλευράς έγινε υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων στα πλαίσια της διευθέτησης του καθεστώτος των Στενών και όχι λόγω της δυνατότητας των Τούρκων να τα καταλάβουν. Χωρίς την Ελληνική θαλάσσια ισχύ, οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης (1923) πιθανόν να ήταν δυσμενέστερες για την Ελλάδα.
ΓΕΝΙΚΑ
Σχεδόν αμέσως μετά τους νικηφόρους για τον Ελληνισμό Βαλκανικούς Αγώνες, ξεκινά για την Ελλάδα η περίοδος της μεγάλης κρίσης. Η διάσταση απόψεων που ήδη υπήρχε μεταξύ βασιλέα Κωνσταντίνου και πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου οξύνθηκε και ολόκληρη η Ελληνική κοινωνία οδηγήθηκε σε πόλωση, η οποία στην κορύφωσή της θα καταλήξει στον λεγόμενο «Εθνικό Διχασμό», τη δημιουργία δηλαδή στον Ελλαδικό χώρο δύο κέντρων εξουσίας, του βασιλικού με κέντρο την Αθήνα και του Βενιζελικού με κέντρο τη Θεσσαλονίκη. Αυτός ο διχασμός θα οδηγήσει τους Αγγλο-Γάλλους σε κατάφωρες παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας και ο Ελληνισμός θα κινδυνεύσει να χάσει ό,τι κέρδισε ενωμένος λίγα χρόνια πριν.
Η διάσταση αυτή είχε φαινομενικά να κάνει με το αν η Ελλάδα θα έμπαινε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων (άποψη του Βενιζέλου) ή θα παρέμενε ουδέτερη (άποψη του Κωνσταντίνου). Εν τούτοις, τα αίτια της πόλωσης στην κοινωνία ήταν βαθύτερα και είχαν να κάνουν με την αφομοίωση των πληθυσμών των λεγομένων «Νέων Χωρών» στον εθνικό κορμό. Με την προσάρτηση της υπόλοιπης Ηπείρου καθώς και της Μακεδονίας, νέες παραγωγικές δυνάμεις εμφανίστηκαν οι οποίες ενίσχυσαν την αστική τάξη της χώρας. Αυτό δημιούργησε αντίδραση στην «Παλαιά Ελλάδα» και στους εκπροσώπους των παλαιών παραγωγικών δομών.
Δέον επίσης να τονισθεί ότι με το «Κόμμα του Κωνσταντίνου» ετάχθησαν και αρκετοί άνθρωποι χαμηλής οικονομικής τάξεως, οι οποίοι θεωρούσαν ότι δεν μπορούσαν ν’ ανταποκριθούν στις ταχύτατες αλλαγές. Αυτός ο διχασμός φάνηκε να κοπάζει όσο η Ελλάδα νικούσε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Μικρά Ασία - παρ’ όλη τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη από Βενιζελικούς και τις απόπειρες δολοφονίας εναντίον του Βενιζέλου και του Παύλου Κουντουριώτη από φιλοβασιλικούς, δείγμα της έντασης που υπέβοσκε. Εν τούτοις, θα επανέλθει μετά το 1922 δριμύτερος και θα ταλανίσει τη χώρα τουλάχιστον μέχρι το 1935.
Με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου, η Αγγλία προέβη σε κατάσχεση των υπό κατασκευή Τουρκικών και Ελληνικών θωρηκτών και ευδρόμων αντιτορπιλικών, που βρίσκονταν στα Αγγλικά ναυπηγεία. Ο Ελληνικός στόλος συμμετείχε στις ναυτικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο, στο πλευρό των συμμάχων, με ελαφρά πλοία στα οποία ανατέθηκαν πυκνές περιπολίες, συνοδείες νηοπομπών και άλλες πολεμικές αποστολές. Μετά την ανακωχή, ο Ελληνικός και συμμαχικός στόλος εισήλθαν στην Προποντίδα, αγκυροβόλησαν στην Κωνσταντινούπολη και Νικομήδεια και συμμετείχαν στις επιχειρήσεις στη Ρωσία.
Αργότερα, αρχικά με τη βοήθεια των συμμάχων και κυρίως των Άγγλων, ενώ στη συνέχεια μόνος ο Ελληνικός στόλος συμμετείχε στις επιχειρήσεις καλύψεως της Θράκης και της Μικρασιατικής εκστρατείας. Η περίοδος αυτή θα κλείσει με την καταστροφή της Σμύρνης και την παύση του Ελληνισμού της Ιωνίας, του οποίου η ύπαρξη μαρτυρείται ήδη από τα Μυκηναϊκά χρόνια. Με αυτόν τον τραγικό τρόπο απενεργοποιείται η «Μεγάλη Ιδέα» και το Ελληνικό κράτος θα αντιμετωπίσει το επιτακτικό πρόβλημα της ένταξης και αφομοίωσης των προσφύγων.
Οι πρόσφυγες με την παρουσία τους θα τονώσουν οικονομικά και κοινωνικά το κράτος, αλλά παράλληλα θα ενταθεί και το διχαστικό πνεύμα στην Ελληνική κοινωνία καθώς πολλοί εξ αυτών θεωρούσαν τον Βενιζέλο ή τον Κωνσταντίνο υπεύθυνους για τα βάσανά τους. Το Πολεμικό Ναυτικό συμμετέχει και επηρεάζεται από αυτήν την περίοδο καθώς βαθύτατα πολιτικοποιημένοι αξιωματικοί πολλές φορές συμμετέχουν στα κινήματα, ενώ παράλληλα λαμβάνουν χώρα κυβερνητικές αποφάσεις αποδυνάμωσης του Πολεμικού Ναυτικού σε θέματα εξοπλισμού και πρόσκτησης νέων ναυτικών μονάδων, οι οποίες δεν συνάδουν με τις γεωπολιτικές επιταγές της περιοχής.
Το Πολεμικό Ναυτικό πολέμησε γενναία και με όλες του τις δυνάμεις στο Μικρασιατικό Πόλεμο. Η πολύτιμη συνεισφορά του όμως συχνά παραβλέπεται διότι αν και η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε εξοπλίσει το ναυτικό της, ο επαναστατικός στρατός του Κεμάλ δεν ήταν σε θέση να τον χρησιμοποιήσει. Αναγκαστικά λοιπόν, το Πολεμικό Ναυτικό είχε ρόλο επικουρικό στις επιχειρήσεις, αφού δεν υπήρχε «τακτικός αντίπαλος».
Η ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και ενώ ήταν ξεκάθαρη η σημασία της ύπαρξης ενός ισχυρού στόλου για την προάσπιση των Ελληνικών συμφερόντων, καθώς και η ένταξη στην «Βαλκανική Συμμαχία» αλλά και η νίκη στους Βαλκανικούς Πολέμους χρωστούσαν πολλά στον Ελληνικό Στόλο, εν τούτοις οι Ελληνικές Κυβερνήσεις ακολούθησαν πολιτική αποδυνάμωσης του Ναυτικού. Ως ένας σημαντικός λόγος για αυτήν την πολιτική θα πρέπει να θεωρηθεί η περικοπή των δαπανών. Ο Βενιζέλος σύναψε δάνειο 25.000.000 λιρών για την ανάπτυξη της διπλασιασμένης χώρας και ο εξοπλισμός του Ναυτικού πέρασε σε δεύτερη μοίρα.
Ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ήδη από το 1911 παραγγείλει ένα υπέρ-ντρέντνωτ (dreadnought) από την Αγγλία το «Ρεσαδιέ», (23.000 τόνων, 21 μιλίων), η Ελληνική Κυβέρνηση με υπουργό τον Νικόλαο Στράτο, έναν από τους καλύτερους υπουργούς των Ναυτικών του Ελληνικού κράτους, προχώρησε το 1912 στην παραγγελία ενός θωρηκτού μάχης στα Γερμανικά ναυπηγεία Vulkan μαζί με τα τορπιλοβόλα τύπου «Αίγλη». Θα ήταν εκτοπίσματος 13.000 τόνων με 8 πυροβόλα των 35 εκ., 6 των 15 εκ. και κόστος 1.050.000. Ήταν το περίφημο «Σαλαμίς», το οποίο έμελλε να εξελιχθεί σε αληθινό εξοπλιστικό «Βατερλώ» για το Πολεμικό Ναυτικό.
Άλλη περίπτωση ήταν και αυτή του «Ρίο ντε Τζανέιρο», ντρέντνωτ το οποίο ναυπηγούταν στην Αγγλία και βρέθηκε απροσδόκητα διαθέσιμο, καθώς η χώρα για την οποία προοριζόταν, η Βραζιλία, άλλαξε γνώμη και το αγόρασε η Οθωμανική Αυτοκρατορία μετονομάζοντάς το σε «Σουλτάν Σελίμ Ι». Δέον είναι να σημειωθεί ότι Έλληνες αξιωματικοί του Ναυτικού είχαν προτείνει στην πολιτική ηγεσία την αγορά του πανίσχυρου πλοίου. Με αυτόν τον τρόπο και λόγω της ολιγωρίας της Ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρόλο που είχε ηττηθεί στους Βαλκανικούς Πολέμους, ευρέθη να έχει και πάλι την ναυτική υπεροπλία.
Ο αντιναύαρχος πλέον Παύλος Κουντουριώτης μην αντέχοντας να βλέπει την αναίρεση των όσων είχε καταφέρει, πρότεινε να αναλάβει ο ίδιος τη διακυβέρνηση του υποβρυχίου «Ξιφίας» ή κάποιου μικρού αντιτορπιλικού και να τορπιλίσει το «Ρίο ντε Τζανέιρο» στα Στενά του Γιβραλτάρ, χωρίς να προηγηθεί κήρυξη πολέμου, ώστε να το αιφνιδιάσει. Εννοείται ότι ο Κουντουριώτης θα εθεωρείτο πως δρούσε αυτοβούλως και αν επιβίωνε της καταδρομικής ενέργειας και επέστρεφε στην Ελλάδα, θα είχε ήδη αποκηρυχθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία θα τον καθαιρούσε, θα τον συνελάμβανε, θα τον δίκαζε και θα τον φυλάκιζε όπως αρμόζει σε έναν πειρατή.
Ο Βενιζέλος όμως αρνήθηκε. Τέλος εξετάστηκε ακόμη και ο αποκλεισμός των Στενών των Δαρδανελλίων με μια ενδεχόμενη κατάληψη της χερσονήσου της Καλλίπολης για να σταματηθεί ο κατάπλους των θωρηκτών. Τελικά δεν πραγματοποιήθηκε κανένα σχέδιο, διότι η έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τα θωρηκτά αυτά στα Αγγλικά ναυπηγεία, τα οποία κατασχέθηκαν από τους Άγγλους για τις δικές τους ανάγκες. Παρόλ’ αυτά, επειδή η ανησυχία στην Ελληνική κοινή γνώμη είχε διογκωθεί λόγω της επικείμενης ενίσχυσης του Οθωμανικού Στόλου.
Η πολιτική ηγεσία της χώρας αγόρασε 6 καινούργια τορπιλοβόλα τύπου «Δωρίδος» (125 τόνων, μέγιστη ταχύτητα 24 knots με τρεις τορπιλοσωλήνες, τύπος απαρχαιωμένος) και ο ίδιος ο Βενιζέλος διαβεβαίωσε την ανήσυχη Ελληνική παροικία στο Παρίσι ότι το Ναυτικό με αυτά τα 6 τορπιλοβόλα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το ενισχυμένο Οθωμανικό Ναυτικό. Στη συνέχεια, το Πολεμικό Ναυτικό προχώρησε σε άστοχες αγορές, όπως τα δύο Αμερικανικά θωρηκτά «Ιντάχο» και «Μισισιπή» (ναυπηγήσεως 1907), τα οποία ονομάστηκαν «Κιλκίς» και «Λήμνος». Κύριο μειονέκτημά τους ήταν η μικρή ταχύτητα και ότι ήταν χαμηλά για ωκεανοπλοΐα. Νεωτερισμός σε αυτά ήταν η ευρεία χρήση ηλεκτροκίνητων μηχανημάτων.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η Ελλάδα κατέβαλε γι’ αυτά 3.130.000 λίρες έναντι των 2.700.000 με τις οποίες προσφερόταν το «Ρίο ντε Τζανέιρο». Σαν να μην έφθαναν αυτά, στη συνέχεια αγοράστηκε πάλι από την Αμερική το εύδρομο «Έλλη», 2.100 τόνων, 20 knots, με πανάρχαιο πυροβολικό, το οποίο το είχαν παραγγείλει οι Κινέζοι και μετά το απέρριψαν. Το «Έλλη» επέπρωτο να βυθιστεί από τους Ιταλούς στην Τήνο την 15η Αυγούστου του 1940. Παράλληλα, η υπόθεση του «Σαλαμίς» πήρε τραγική τροπή. Στα τέλη του 1912 διατυπώθηκαν απόψεις ότι έπρεπε η Ελλάδα να αποκτήσει ένα πραγματικό ντρέντνωτ και οι εργασίες ανεστάλησαν μέχρι να ολοκληρωθούν τα νέα χαρακτηριστικά του πλοίου.
Μέσα στο 1912 ξανάρχισαν για να σταματήσουν και πάλι τον Δεκέμβριο του 1914, λόγω του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Τελικά η Ελληνική Κυβέρνηση απέρριψε το πλοίο και οι οικονομικές διαφορές με το Γερμανικά ναυπηγεία τακτοποιήθηκαν πολύ αργότερα, το 1932, με σοβαρή οικονομική ζημία για το Ελληνικό Δημόσιο, αφού έπρεπε να πληρωθούν άλλες 30.000 λίρες εκτός από την προκαταβολή των 450.000 λιρών που είχε ήδη καταβληθεί. Τέλος, στο πλαίσιο των επεμβάσεων των Συμμάχων στα εσωτερικά της Ελλάδος, τον Σεπτέμβριο του 1916 οι Γάλλοι κατέλαβαν τον ελαφρό Ελληνικό Στόλο, δηλαδή την «Έλλη», 14 αντιτορπιλικά, 5 τορπιλοβόλα, 2 υποβρύχια και 8 βοηθητικά.
Τα θωρηκτά «Κιλκίς» και «Λήμνος» καθώς και το θωρακισμένο καταδρομικό «Αβέρωφ» είχαν παροπλιστεί στον Ναύσταθμο. Διατηρούσαν μόνο το ένα τρίτο των πληρωμάτων τους, ενώ τους είχαν αφαιρεθεί τα κλείστρα των πυροβόλων, οι τορπίλες και τα πυρομαχικά. Ενώ λοιπόν το Ελληνικό Ναυτικό απαρχαιώνεται, το Οθωμανικό ενδυναμώνεται με δύο ακόμη πλοία. Τα δύο Γερμανικά θωρηκτά «Goeben» (τύπου Magdeburg) και «Breslau» (τύπου Moltke) με την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου εισβάλλουν στην ανατολική Μεσόγειο, φθάνουν στην Κωνσταντινούπολη και τον Αύγουστο του 1914 παραδίδονται στο Οθωμανικό Ναυτικό και ονομάζονται το μεν πρώτο «Yavuz Sultan Selim» και το δεύτερο «Midili».
Στις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού ο «Εθνικός Διχασμός» βρήκε πεδίον δόξης λαμπρόν. Το έμψυχο δυναμικό ελαττώθηκε κατά πολύ, αποτέλεσμα διώξεων ή παραιτήσεων, με συνέπεια τη ραγδαία αποδυνάμωσή του. Το Πολεμικό Ναυτικό παρότι βρέθηκε σε μια τέτοια κατάσταση αποδυνάμωσης αναδιοργανώνεται ταχύτατα μετά την επάνοδο του Βενιζέλου στην Αθήνα και συμμετέχει στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως, πολεμά με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του ναυάρχου Ε. Καββαδία, μετέπειτα αρχηγού Στόλου κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου:
«Και εν τούτοις, το Ναυτικόν εις αυτόν τον αχάριστον πόλεμον θα εκτελέση όπως πάντοτε το καθήκον του. Θα βοηθήση αποτελεσματικώς τον Στρατόν εις τας παραθαλασσίους επιχειρήσεις του, θα δυσχεράνη τον από θαλάσσης ανεφοδιασμόν, βομβαρδίζον τας βάσεις του Κεμάλ και εκτελούν περιπολίας εις την Μαύρην Θάλασσαν καθ’ ας τα Αντιτορπιλλικά, λόγω της ελεεινής καταστάσεως των, θα ρυμουλκούνται υπό των Θωρηκτών. Από όλη αυτή τη διετία, ενώ φαινομενικώς δεν εφάνη, υπήρξε το μοναδικό εμπόδιο εις τον Κεμάλ διά να σχηματίση αυτός και όχι ο Πλαστήρας Κυβέρνησιν εις Αθήνας».
ΤΟ ΛΙΜΕΝΙΚΟ ΣΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Το 1919 ιδρύεται το Λιμενικό Σώμα. Ο ιδρυτικός νόμος είναι ο ν. 1753 του 1919 «Περί τροποποιήσεως του νόμου 816 και προσθήκης συναφών διατάξεων». Σημαντικότερη καινοτομία του νόμου αυτού είναι το άρθρο 3, το οποίο προβλέπει την σύσταση ιδίου Σώματος, του Λιμενικού, που αποτελείται από προσωπικό της Διεύθυνσης Εμπορικού Ναυτικού, της επιθεωρήσεως των υπηρεσιών αυτού, του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και των Λιμενικών Αρχών. Το άρθρο 3 του ως άνω νόμου αποτελεί την επίσημη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του Λιμενικού Σώματος. Την είχαν εμπνευστεί οι αείμνηστοι Γεώργιος Σάκαλης και Κωνσταντίνος Μπούκας.Ο νόμος προέβλεπε και τον τρόπο συγκρότησης του νεοσύστατου Σώματος.
Για τον σκοπό αυτό, με διάταγμα, εξουσιοδότησε την μετάταξη από το Πολεμικό Ναυτικό στο Λιμενικό Σώμα 66 Αξιωματικών. Έτσι, το Λιμενικό Σώμα, 5 μήνες περίπου μετά την ίδρυσή του, είχε ήδη συγκροτηθεί και οργανωθεί, καλύπτοντας το σύνολο σχεδόν των θέσεων που είχε προβλέψει ο ν. 1753. Τα μεταταχθέντα στελέχη διέθεταν ικανή μόρφωση και γλωσσομάθεια και ήταν ειδικευμένα στα θέματα εμπορικής ναυτιλίας από την υπηρεσία τους στο τμήμα Εμπορικού Ναυτικού και στις Λιμενικές Αρχές και είχαν μόνοι τους αναλάβει την περιπέτεια της μετάταξης σε ένα νέο Σώμα με τον ζήλο του νέου, τον ενθουσιασμό του πρωτοπόρου και την εκ προϋποθέσεως στοργή για την Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία, η διοίκηση της οποίας θα αποτελούσε στο εξής το αποκλειστικό έργο της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας.
Οι περισσότεροι από αυτούς, όπως έχει καταγράψει η ιστορία, σταδιοδρόμησαν ευδόκιμα, ανήλθαν στις βαθμίδες της ιεραρχίας και προσέφεραν μέχρι τέλος της υπηρεσιακής τους ζωής σημαντικό έργο στην μεγάλη υπόθεση της ναυτιλίας. Ο νόμος 1753 είχε θέση την ενοποιημένη και αυτοτελή Δ.Ε.Ν. υπό τις διαταγές του Υπουργείου Ναυτικών. Η ρύθμιση αυτή αποτελούσε συμβιβασμό και υποχρέωση στην δυσαρέσκεια με την οποία το Πολεμικά Ναυτικό έβλεπε την οριστική απομάκρυνση της εμπορικής ναυτιλίας από την άμεση εποπτεία του. Με νομοθετικό Διάταγμα στις 7 / 5 / 1919 «Περί υπαγωγής του εμπορικού ναυτικού εις το υπουργείο εθνικής οικονομίας» η Δ.Ε.Ν. υπάγεται στο υπουργείο Εθνικής οικονομίας.
Με διάταγμα της 30 / 12 / 1920 ιδρύεται το Γραφείο Γενικής Επιθεωρήσεως Πλοίων. Και έτσι η Δ.Ε.Ν. αρχίζει το έργο της. Η πρώτη απ' ευθείας κατάταξη λιμενικών αξιωματικών έγινε το Νοέμβριο του 1920. Σημαντική επίσης ήταν κατά το έτος 1921 η σύσταση του θεσμού των προξενικών λιμεναρχών αρχικά στο Λονδίνο και αργότερα στο Κάρντιφ και την Αμβέρσα, ιδιαίτερα μάλιστα η καθαρά Ελληνική επινόηση της δημιουργίας στο προξενικό Λιμεναρχείο Λονδίνου γραφείου νηολογίων και υποθηκολογίων συνέβαλε ουσιαστικά στην ανασυγκρότηση του εμπορικού μας στόλου μετά την λήξη του Α' παγκοσμίου πολέμου.
Πράγματι επειδή η απόκτηση πλοίων γινόταν κυρίως στην αγορά του Λονδίνου η ύπαρξη γραφείου διευκόλυνε εξαιρετικά την παραλαβή και αναγνώριση των πλοίων ως Ελληνικών αφού η νηολόγηση και εγγραφή της σχεδόν απαραίτητης υποθήκης γινόταν αυθημερόν έτσι ώστε ο ενυπόθηκος δανειστής (συνήθως Αγγλική τράπεζα) να εξασφαλίζεται πλήρως και ο πλοιοκτήτης να παραλαμβάνει αμέσως το έγγραφο εθνικότητας και να υψώνει την Ελληνική σημαία. Το νεοσύστατο Λιμενικό Σώμα το οποίο είχε επανδρώσει όλες τις Λιμενικές Αρχές της χώρας συμπεριλαμβανομένων και των Ελληνικών νησιών και λιμανιών που απελευθερώθηκαν στους Βαλκανικούς πολέμους έπαιρνε μέρος και στην Μικρασιατική εκστρατεία.
Η οργάνωση των Λιμενικών υπηρεσιών σε Λιμάνια των παράλιων της Μικράς Ασίας με σημαντικότερο αυτό της Σμύρνης για την εξυπηρέτηση του ανεφοδιασμού και των μεταφορών του στρατού κατέστη επιτακτική. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Μ. Ασίας το 1919 άρρηκτα συνδεδεμένες με τις θαλάσσιες μεταφορές στρατού και εφοδίων οδήγησε στην άρτια οργάνωση των Λιμενικών Υπηρεσιών στα κυριότερα Λιμάνια των περιοχών αυτών από το Δεδέαγατς μέχρι το Αϊβαλί. Μάλιστα θα πρέπει να τονιστεί ότι κατά την αναγκαστική έξοδο του Ελληνικού πληθυσμού από την Μικρά Ασία το 1922 η προσφορά των Λιμενικών Αρχών στάθηκε σωτήρια.
Κινητοποιήθηκαν και τέθηκαν σε συναγερμό πρώτα για την αποστολή όλων των διαθέσιμων σκαφών για την παραλαβή του στρατού και του πληθυσμού και στη συνέχεια για την υποδοχή των προσφύγων που κατέφθαναν από τα Μικρασιατικά παράλια. Το Μάιο του 1924 ανακηρύσσεται η Δημοκρατία στην Ελλάδα. Το 1925 ενισχύεται η τάση κηδεμονίας της εμπορικής ναυτιλίας από το Πολεμικό Ναυτικό και με νομοθετικό διάταγμα η Δ.Ε.Ν. μεταφέρεται στο Υπουργείο Ναυτικών. Κατ' ακολουθία της νέας διοικητικής υπαγωγής της Δ.Ε.Ν. ρυθμίζονται ανάλογα και τα διοικητικά θέματα του Λιμενικού Σώματος.
Το πείραμα επανασύνδεσης της εμπορικής ναυτιλίας με τις ένοπλες δυνάμεις που εξέφραζε η επί περίπου ένα χρόνο ανάθεση της Δ.Ε.Ν. σε ανώτατο μάχιμο αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού είχε αποτύχει. Γι αυτό και η περίοδος που ακολούθησε χαρακτηρίζεται από την νομοθετική και διοικητική προσπάθεια ανεξαρτησίας της ναυτιλιακής υπόθεσης και χειραφέτησης του αυτοτελούς Σώματος που τη διοικούσε.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
ΟΙ ΑΕΡΟΠΟΡΙΕΣ ΕΛΛΑΔΑΣ - ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Μετά την ήττα της Τουρκίας στον Α' Π.Π., η ανάγκη διατήρησης των ισορροπιών μεταξύ των Συμμάχων στην Ανατολική Μεσόγειο οδήγησε στην κατάληψη της Σμύρνης από τα Ελληνικά στρατεύματα. Η απόφαση των Συμμάχων κάλυπτε ηθικά και την Ελλάδα, η οποία είχε αγωνιστεί στο πλευρό τους, και έδινε ελπίδες για την απελευθέρωση περίπου 3 εκατομμυρίων Ελλήνων της Μικράς Ασίας, που ζούσαν υπό Τουρκική κατοχή. Η εφαρμογή, όμως, της Συνθήκης των Σεβρών ανάγκασε την Ελλάδα να διαθέσει η ίδια τους αναγκαίους πόρους και τα απαραίτητα στρατεύματα, συνεχίζοντας στην ουσία έναν πόλεμο που η συνθήκη απέτυχε να τερματίσει.
Οι ελληνικές αεροπορικές δυνάμεις εκείνη την εποχή ήταν χωρισμένες σε δύο Κλάδους. Ο ένας ήταν η Στρατιωτική Αεροπορία (Σ.Α), η οποία στο τέλος του Α' Π.Π. διέθετε τέσσερις Μοίρες, τις: 531 Μοίρα Διώξεως, 532 Μοίρα Αναγνωρίσεως & Βομβαρδισμού, 533 Μοίρα Αναγνωρίσεως και 534 Μοίρα Αναγνωρίσεως, και σημαντικότερες βάσεις το Σέδες και το Τατόι. Αντίστοιχα, ο Βρετανοτραφής Κλάδος της Ναυτικής Αεροπορίας (ΝΑ) διέθετε τις Μοίρες Η1, Η2, Η3 και Η4 και βάσεις το Τατόι και το Παλαιό Φάληρο. Το αεροπορικό υλικό στις αρχές της Μικρασιατικής Εκστρατείας περιλάμβανε συνολικά 120 αεροσκάφη, απομεινάρια κυρίως του Α' Π.Π.
Από αυτά περί τα 70 ανήκαν στη Σ.Α και ήταν κυρίως Breguet-14 και Spad. Τα υπόλοιπα ήταν κυρίως τύπου D.H.4, D.H.9 και Sopwith Camel και ανήκαν στη Ν.Α. Αρκετά από τα αεροσκάφη που είχαν αφήσει οι Σύμμαχοι κατά την αποχώρησή τους δε βρίσκονταν σε πλόιμη κατάσταση. Το προσωπικό αξιοποίησε αυτά τα αεροσκάφη διαλύοντάς τα και συναρμολόγησε άλλα τα οποία ήταν αξιοποιήσιμα.
Η κατάσταση της Τουρκικής Αεροπορίας ήταν σαφώς χειρότερη. Διέθετε μόλις 43 αεροσκάφη στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης. Όταν η πόλη καταλήφθηκε από τους Συμμάχους αυτοί δέσμευσαν τα περισσότερα Τουρκικά αεροσκάφη. Ελάχιστα διέφυγαν στην περιοχή της Κόνυα, όπου άρχισε το έργο της ανασυγκρότησης. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1919, η Τουρκία διέθετε 11 Ρωσικής κατασκευής αεροσκάφη, 2 Albatros και ακόμα 17 αεροσκάφη Γερμανικού τύπου
Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ
Το Μάιο του 1919 οι Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις με τη συναίνεση των συμμάχων αποβιβάσθηκαν στη Σμύρνη για την απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών και των ελληνικών εδαφών. Η Ελληνική Αεροπορία -παρά την πενιχρότητα των μέσων- συμμετείχε ενεργά στις επιχειρήσεις με τέσσερις Μοίρες της Στρατιωτικής Αεροπορίας και μία της Ναυτικής. Απο το 1919 μέχρι το τέλος του 1922 ανέπτυξε πολύπλευρη δράση με αναγνωρίσεις, φωτογραφήσεις, πολυβολισμούς και βομβαρδισμούς, ενώ δεν έλειψαν και οι αερομαχίες, καλύπτοντας αποτελεσματικά ένα μέτωπο που το 1921 έφθανε τα 700 χλμ. Από τη δράση των Μοιρών ξεχωριστή θέση κατείχαν οι αποστολές βομβαρδισμού της Κιουτάχειας και του Εσκί Σεχήρ.
Με αμείωτη ένταση η Ελληνική Αεροπορία υποστήριξε τόσο την προέλαση της Ελληνικής Στρατιάς, όσο και την μετέπειτα υποχώρησή της, εξαντλώντας τα όρια της απόδοσης των μέσων που διέθετε.
Αξιομνημόνευτη είναι η αερομαχία 12ης Ιουλίου 1922 κατά την οποία ο αεροπόρος Χριστόφορος Σταυρόπουλος κατέρριψε ένα Τουρκικό Breguet βορειοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ. Η Ελληνική Αεροπορία ύστερα από σκληρούς αγώνες αποχώρησε μεταξύ των τελευταίων από την Ιωνική γη. Για την υλοποίηση της ''Μεγάλης Ιδέας'' 23 αεροπόροι προσέφεραν τη ζωή τους ως τίμημα.
ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ (1919 - 1922)
Μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ανατέθηκε στην Ελλάδα από τους Συμμάχους η κατάληψη της Σμύρνης, δίνοντας ελπίδες για την απελευθέρωση περίπου 3 εκατομμυρίων Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Το Ελληνικό αεροπορικό υλικό της περιόδου περιλάμβανε 120 αεροσκάφη, απομεινάρια του Α΄ Π.Π. Τα 70 ανήκαν στη Στρατιωτική Αεροπορία και τα υπόλοιπα στη Ναυτική Αεροπορία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Νοέμβριο του 1919 διέθετε 11 αεροσκάφη Ρωσικής κατασκευής και 19 Γερμανικά. Ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, την 2α Μαΐου 1919.
Την ίδια μέρα άρχισε η ανάπτυξη της Ναυτικής Αεροπορικής Μοίρας Σμύρνης (ΝΑΜΣ), η οποία αριθμούσε 10 αεροσκάφη Airco De Havilland D.H.9 και 15 καταδιωκτικά Sopwith Camel 1F.1. Η ΝΑΜΣ δημιούργησε Προκεχωρημένα Σμήνη Μετώπου και επιχειρούσε κυρίως από τα αεροδρόμια Καζαμίρ, Μαγνησίας και Ουσάκ. Η πρώτη Μονάδα της Σ.Α, που διατέθηκε στις δυνάμεις της Μικράς Ασίας, ήταν η 533 Μοίρα με αεροσκάφη Breguet 14A2 / B2. Η πρώτη αποστολή βομβαρδισμού έγινε στις 18 Ιουνίου 1919, όταν τρία Airco De Havilland D.H.9 υποστήριξαν την Ελληνική επίθεση στο Αϊδίνιο.
Την 20η Δεκεμβρίου 1919 οργανώθηκε η Διεύθυνση Αεροπορικής Υπηρεσίας Στρατιάς (ΔΑΥΣ), που ενσωμάτωσε όλες τις αεροπορικές δυνάμεις στη Μικρά Ασία. Επιπλέον, οι Μοίρες 532, 533 και 534 μετονομάστηκαν σε Α', Β' (στο Καζαμίρ) και Γ' (στην Πάνορμο) Μοίρες Αεροπλάνων αντίστοιχα, με τυπική δύναμη 8 - 12 αεροσκάφη καθεμιά. Προκειμένου να επιτυγχάνεται άμεση εκμετάλλευση των πληροφοριών, οργανώθηκαν πεδία προσγείωσης στο μέτωπο, από όπου τα πληρώματα έδιναν αναφορά, είτε έριχναν ερματισμένο φάκελο με πληροφορίες στα στρατεύματα στο μέτωπο. Οι αποστολές συνήθως εκτελούνταν μέσα σε άγνωστη περιοχή και μακριά από οργανωμένα αεροδρόμια.
Οι βασικές τακτικές περιλάμβαναν πτήση σε μεσαίο ύψος, ενώ συχνά τα πληρώματα κατέβαιναν πολύ χαμηλά για αναγνώριση και αύξηση της ακρίβειας των βολών, με τίμημα αρκετές απώλειες από τα εχθρικά πυρά. Τις αποστολές αναγνώρισης, πολυβολισμού και βομβαρδισμού αναλάμβανε κυρίως η Σ.Α, ενώ τα πληρώματα της ΝΑΜΣ εκτέλεσαν κυρίως αποστολές βομβαρδισμού, λόγω μικρής εμπειρίας στη συνεργασία με τις επίγειες δυνάμεις. Την περίοδο Ιουνίου - Οκτωβρίου 1920 έγινε η προέλαση του Ελληνικού Στρατού μέχρι την Προύσα. Από τον Αύγουστο είχαν οργανωθεί περιπολίες από Ελληνικά καταδιωκτικά, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις σποραδικές εμφανίσεις της Οθωμανικής Αεροπορίας.
Το Μάρτιο του 1921, αυξήθηκαν οι αποστολές αναγνώρισης και βομβαρδισμού στόχων μέσα στο εχθρικό έδαφος, προκειμένου να βοηθηθούν οι δυνάμεις προέλασης προς το Εσκί Σεχίρ. Ιδιαίτερα επιτυχημένη ήταν η μαζική επιδρομή της 9ης Ιουνίου 1921 από 7 Airco De Havilland D.H.9 της ΝΑΜΣ, στην Κιουτάχεια. Μια βδομάδα αργότερα, δύο ίδια αεροσκάφη βομβάρδισαν το Εσκί Σεχίρ και ανάγκασαν σε προσγείωση εχθρικό καταδιωκτικό, που έσπευσε σε αναχαίτισή τους. Την 21η Ιουνίου 1921, επαναλήφθηκε η επιδρομή στην Κιουτάχεια με 7 Airco De Havilland D.H.9 και συνοδεία ένα Spad VII / XIII, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Σημαιοφόροι Νικόλαος Κατσουλάκος και Στέφανος Φίλιππας με Airco De Havilland D.H.9, κατέρριψαν εχθρικό αεροσκάφος που τους καταδίωξε.
Την 29η Ιουνίου 1921, άρχισε η Ελληνική επίθεση προς το Σαγγάριο και την 28η Αυγούστου 1921, άρχισε η εχθρική αντεπίθεση με αυξημένη παρουσία αεροπλάνων. Η Οθωμανική Αεροπορία, τον Ιανουάριο του 1922, ενισχύθηκε από τη Γαλλία με 20 αεροσκάφη Breguet και Spad και ακόμα 10 Ιταλικής προέλευσης. Στην τελευταία φάση του πολέμου η Τουρκία ενισχύθηκε με ακόμα 50 καταδιωκτικά. Χαρακτηριστικό περιστατικό αποτελεί η κατάρριψη, της 12ης Ιουλίου 1922, εχθρικού Breguet, που κατόπτευε τις Ελληνικές θέσεις από το Λοχία Χριστόφορο Σταυρόπουλο με το Νο 4466 Spad VII / XIII.
Ο Σταυρόπουλος επιτέθηκε και γάζωσε το Breguet από απόσταση 50 μέτρων, που ανεφλέγη και συνετρίβη, σκοτώνοντας τον Υπολοχαγό πιλότο του και τον Ταγματάρχη παρατηρητή, που ήταν Διοικητής του αεροδρομίου Τσάι. Τον Αύγουστο του 1922 ξεκίνησε η Τουρκική επίθεση. Την περίοδο αυτή υπήρχαν διαθέσιμα 10 Airco De Havilland D.H.9 της ΝΑΜΣ, ενώ από πλευράς Σ.Α υπήρχαν 25 - 30 αναγνωριστικά / βομβαρδιστικά και 15 καταδιωκτικά κατανεμημένα στις Β', Γ' και Δ' Μοίρες με έδρες αντίστοιχα το Γκαριμτζέ, το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ. Την 14η Αυγούστου 1922 άρχισε η σύμπτυξη του Ελληνικού Στρατού.
Και παρά τη σύγχυση, οι αεροπόροι καθοδήγησαν αρκετά τμήματα σε ασφαλές δρομολόγιο υποχώρησης, ενώ παρακολουθούσαν στενά το Τουρκικό ιππικό, που εκτελούσε ελιγμούς κύκλωσης των Ελληνικών στρατευμάτων. Μέχρι την 26η Αυγούστου 1922, όσα αεροσκάφη διασώθηκαν πέταξαν σε Ελληνικό έδαφος. Οι ήρωες Αεροπόροι της περιόδου αυτής είναι ελάχιστα γνωστοί. Πιλότοι όπως οι Δημήτρης Μάρακας, Γεώργιος Μαμαλάκης, Μιχάλης Πετροπουλέας κ.α., εκτέλεσαν επικίνδυνες αποστολές, σε όλες τις φάσεις και τα μέτωπα. Από τους παρατηρητές ξεχώρισαν ιδιαίτερα ο Υπολοχαγός Δημήτριος Παπαναστασίου και ο Ανθυπολοχαγός Νικόλαος Δέας.
Από τα πληρώματα της ΝΑΜΣ ξεχώρισε ο παράτολμος αεροπόρος Αθανάσιος Βελούδιος, ο οποίος την 25η Ιουνίου 1920 προσγείωσε το αεροπλάνο του μέσα στον περίβολο της Οθωμανικής Στρατιωτικής Ακαδημίας, στην Προύσα και ύψωσε στον ιστό της την Ελληνική σημαία. Στη Μικρασιατική εκστρατεία έγινε εντατική χρήση του αεροπορικού όπλου. Τα πληρώματα της Αεροπορίας, αποτέλεσαν τα μάτια του Γενικού Στρατηγείου, εξασφαλίζοντας την εικόνα του πεδίου της μάχης. Παράλληλα κατάφεραν την καταστροφή σημαντικών στόχων ενώ κατά την υποχώρηση της Στρατιάς διέσωσαν με τις αναφορές τους, χιλιάδες στρατιώτες από βέβαιο θάνατο.
Η ΝΑΥΤΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ
Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό δεν είχε αντίπαλο και οι θαλάσσιες επικοινωνίες στο Αιγαίο διεξάγονταν ανεμπόδιστες. Αν εξαιρέσει κανείς τη συνοδεία, για κάθε ενδεχόμενο, των μεταφορών του στρατού, την αποβατική επιχείρηση στα παράλια της Ανατολικής Θράκης μέσα στην Προποντίδα, κάποιους βομβαρδισμούς στα παράλια του Πόντου {στα περίχωρα της Σαμψούντας και της Τραπεζούντας} και τέλος την υποστήριξη της τελικής εκκένωσης των στρατευμάτων, δεν φαίνεται να υπήρξε άλλο έργο που να διεκπεραιώθηκε από το Ναυτικό.
Το καλοκαίρι του 1921 η Διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας επρόκειτο να παρακολουθήσει εκ του πλησίον τα μαχόμενα στρατεύματα και επομένως θα απομακρυνόταν από τη Ζώνη των Μετόπισθεν. Για την κάλυψη του κενού συγκρότησε την Ανωτέρα Γενική Στρατιωτική Διοίκηση με έδρα τη Σμύρνη, για την εξασφάλιση της τάξεως και ασφαλείας σε ολόκληρο το έδαφος της Μικράς Ασίας που κατεχόταν από τον Ελληνικό Στρατό. Σ’ αυτή την Ανωτέρα Γενική Στρατιωτική Διοίκηση υπήχθη, εκτός άλλων, και ένα απόσπασμα Πεζοναυτών αποτελούμενο από 930 ναύτες και 36 αξιωματικούς το οποίο κατανεμήθηκε στην Κίο, στα Μουδανιά και στην Προύσα.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την αρχική διαπίστωση ότι το Ναυτικό δεν είχε έργο. Παράλληλα με την έλλειψη αντιπάλου, τα παράλια της Μικράς Ασίας είχαν κατανεμηθεί σε συμμαχικές ζώνες που δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο την ανάληψη επιχειρήσεων από το Ελληνικό Ναυτικό. Έτσι η Προποντίδα και τα Στενά Δαρδανελίων και Βοσπόρου υπάγονταν στη Βρετανική κατοχή. Τα δυτικά παράλια εκατέρωθεν της Σμύρνης στην Ελλάδα. Τα νοτιοδυτικά παράλια της Καρίας και Λυκίας κατέχονταν από τους Ιταλούς και τα νότια παράλια της Κιλικίας από τους Γάλλους.
Είναι επομένως ευεξήγητο ότι οι κατά τεκμήριον πλέον έγκυροι ιστοριογράφοι του Ναυτικού, όπως ο Φωκάς, ο Αλεξανδρής, ο Σακελαρίου, ο Καββαδίας, ο Πετρόπουλος, ο Σίμψας και άλλοι, δεν ασχολήθηκαν καθόλου με το θέμα της Μικρασιατικής εκστρατείας, ή απλώς έχουν παραθέσει, ειρήσθω εν παρόδω, κάποιες ελάχιστες αδιάφορες αναφορές, δεδομένου ό,τι όπως εξελίχθηκε η εκστρατεία, το Ναυτικό δεν συμμετείχε και δεν θα ήταν δυνατόν να συμμετάσχει σε πολεμικές επιχειρήσεις. Κι όμως ένα κομμάτι του Ναυτικού μαχόταν επί 40 μήνες πάνω στ έδαφος της Μικράς Ασίας. Συνόδευσε τα μαχόμενα στρατεύματα στην προέλασή τους προς την Άγκυρα και υποχώρησε με τάξη, όταν η ροή του πολέμου το επέβαλε.
Ήταν η Ναυτική Αεροπορία. Μια χούφτα νέων ανδρών με παράτολμο θάρρος που μέσα από τις τάξεις του Ναυτικού αποφάσισαν να υπηρετήσουν την πατρίδα πετώντας πάνω από τα πέλαγα αντί να ταξιδεύουν μέσα σ’ αυτά. Επρόκειτο για κάποιους νέους που νιώσανε νωρίς την έλξη της ελευθερίας που γεννά η αίσθηση της τρίτης διάστασης, του αέρα. Ήσαν οι απόγονοι του Ίκαρου. Ή πιο ταιριαστά θα λέγαμε οι απόγονοι του ναύτη Οδυσσέα, που βρήκαν άλλο τρόπο να προσεγγίσουν την Ιθάκη τους, πετώντας ۠ κι η Ιθάκη γι αυτούς ήταν το διάστημα. Το γεγονός ότι η παγκόσμια αεροπορική ιστορία έχει κατατάξει την Ελλάδα ως μία από τις πρώτες χώρες του κόσμου που υιοθέτησε την ιδέα του νέου, τότε, αεροπορικού όπλου στις ένοπλες δυνάμεις της.
Η πρώτη πτήση ναυτικής συνεργασίας στον κόσμο έχει εκτελεσθεί επ’ ωφελεία του Ελληνικού στόλου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Επρόκειτο για την πτήση με ένα υδροπλάνο τύπου Henry Farman πάνω από τα στενά των Δαρδανελίων και το αγκυροβόλιο του Ναγαρά, με πιλότο τον Λοχαγό του Μηχανικού Μιχ. Μουτούση και παρατηρητή τον κατοπινό αεροπορικό θρύλο Σημαιοφόρο, τότε, Αριστείδη Μωραϊτίνη. Η άμεση αντίδραση της Ναυτικής Αεροπορίας ευθύς με την συγκρότηση της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 1916.
Έσπευσε, τότε, να ενταχθεί σύσσωμη στις συμμαχικές αγγλικές αεροπορικές δυνάμεις που δρούσαν από τα νησιά Λήμνο και Θάσο και να συμμετάσχει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η επίσημη Ελλάδα των Αθηνών παρέμενε ουδέτερη και τα πλοία του Ελληνικού στόλου κατάσχονταν και χρησιμοποιούνταν σε επιχειρήσεις με Γαλλικά πληρώματα. Η αναγνώριση από τις Αγγλικές αρχές της συμβολής που είχε η ναυτική αεροπορία στις συμμαχικές επιχειρήσεις του Μακεδονικού μετώπου και των στενών του Βοσπόρου και οι ιδιαίτερες διακρίσεις που επιφυλάχθηκαν για τους ναυτικούς αεροπόρους και τον αρχηγό τους, Αριστείδη Μωραϊτίνη.
Ιδιαίτερα ο τελευταίος, αναγνωρισμένος ως ο ''ατρόμητος αεροπόρος'' της ανατολικής Μεσογείου, απέκτησε φήμη κάτι σαν τον Έλληνα Φον Ριχτχόφεν και ο αδόκητος και πρόωρος χαμός του ακριβώς στον κολοφώνα της δόξας του, λειτούργησε σαν μεγεθυντικό και προωθητικό του θρύλου του. Στη συνείδηση του Ελληνικού λαού παρέμεινε σαν ένας Διγενής των αιθέρων, έτοιμος πάντα να γυρίσει ιππεύοντας το αεροπλάνο του να κυνηγήσει τους εχθρούς της πατρίδας. Ένα Σμήνος της Ναυτικής Αεροπορίας ήταν το πρώτο τμήμα των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων που, στις 2 Νοεμβρίου του 1918, προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο του Αγίου Στεφάνου της Κωνσταντινουπόλεως, παρά τη λυσσώδη αντίδραση των Οθωμανών.
Ήταν η αναγνώριση της ηρωικής και αποτελεσματικής συμμετοχής της Ναυτικής Αεροπορίας στις επιχειρήσεις του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα Σμήνος της Ναυτικής Αεροπορίας ήταν το πρώτο τμήμα των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων που στις 2 Μαΐου 1919, συγχρόνως με την αποβίβαση της Ι Μεραρχίας Πεζικού στη Σμύρνη, προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο «Παράδεισος» έξω απ’ το Ελληνικό κοσμοπολίτικο κέντρο της Ανατολής, ξεκινώντας την περιπέτεια, που στη συνείδηση των περισσότερων Ελλήνων φάνταζε σαν η έναρξη υλοποίησης της ''Μεγάλης του Έθνους Ιδέας''
.
Επί τρία και πλέον χρόνια ένα κομμάτι του Ναυτικού μαχόταν στα βάθη της Μικράς Ασίας διασχίζοντας χιλιάδες χιλιόμετρα των Μικρασιατικών αιθέρων υποστηρίζοντας τις επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού. Ήταν της Ναυτικής Αεροπορίας το τελευταίο αεροπλάνο που, στις 26 Αυγούστου 1922, απογειώθηκε από την φλεγόμενη Μικρά Ασία παίρνοντας την κατεύθυνση της επιστροφής και η πτήση του εκείνη συμβόλιζε τη διάψευση των ελπίδων γενεών Ελλήνων που έζησαν με το όραμα της ελεύθερης Ελληνικής Ιωνίας. Είναι άγνωστη στις λεπτομέρειές της, αλλά και απίστευτη η ιστορία μιας ομάδας νέων ανθρώπων του Ναυτικού που έβλεπαν τον πόλεμο σαν παιχνίδι.
Ένα καθημερινό παιχνίδι με το θάνατο, όχι μόνο απ’ τα εχθρικά πυρά που σε κάθε πτήση τους αντιμετώπιζαν, αλλά και λόγω της αναξιοπιστίας των πετομηχανών, όπως ονόμαζαν τα αεροσκάφη με τα οποία πετούσαν. Η αεροπορική δύναμη του Ναυτικού αριθμούσε περίπου 1.000 άτομα και περιλάμβανε τους ιπτάμενους και τα στελέχη εδάφους που παρείχαν υποστήριξη και διοικητική μέριμνα. Μία πλήρης επιχειρησιακή μονάδα που ακολούθησε και υποστήριξε το Α' Σώμα του Ελληνικού Στρατού στην πορεία του στην Μικρά Ασία μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ και βοήθησε με όλες της τις δυνάμεις, με αυταπάρνηση και ηρωισμό, την υποχώρηση μέχρι την οριστική εκκένωση.
Πολεμώντας ακατάπαυστα επί έξι χρόνια, με ελάχιστα διαλείμματα, η Ναυτική Αεροπορία αναδείχθηκε σε ένα πεπειραμένο μάχιμο τμήμα σφυρηλατημένο στη φωτιά του πολέμου, με άνδρες που είχαν συγκεντρώσει όλες τις ηθικές αμοιβές μεταλλίων εξαιρέτων πράξεων και αριστείων ανδρείας, απονεμηθείσες επανειλημμένως σε πολλές περιπτώσεις Μετά το 1922 το Ναυτικό ενίσχυσε την αεροπορία του όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες και οι κρατικές δυνατότητες με δεδομένη πλέον την πλημμυρίδα των εξαθλιωμένων προσφύγων που είχε να αντιμετωπίσει η κρατική μέριμνα.
Το Πολεμικό Ναυτικό σ’ αυτή την τριετία -της εκστρατείας- δεν είχε αντίπαλο και επομένως δεν θα μπορούσε να συμμετάσχει σε κάποιο πολεμικό έργο συνδεδεμένο με την εξέλιξη των χερσαίων επιχειρήσεων και πολύ περισσότερο, να επηρεάσει την έκβαση αυτών των επιχειρήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σημαντικότεροι και εγκυρότεροι ιστοριογράφοι του Ναυτικού δεν ασχολούνται σχεδόν καθόλου με την τριετία της εκστρατείας κι αυτό γιατί δεν υπήρχε αντίπαλο Ναυτικό να διεκδικήσει και να αγωνιστεί για την κυριαρχία των θαλασσών που περιβάλλουν τη Μικρά Ασία.
Το κυριότερο έργο που προσπάθησε να διεκπεραιώσει το Ναυτικό κατά την τριετία της εκστρατείας ήταν ο ναυτικός αποκλεισμός των παραλίων της Μικράς Ασίας, για παρεμπόδιση, κατά το δυνατόν, του ανεφοδιασμού των δυνάμεων του Κεμάλ με οπλισμό, πυρομαχικά και άλλα εφόδια. Η αποστολή αυτή δεν ήταν δυνατόν παρά να έχει σχετικά φτωχά αποτελέσματα και τούτο για τους ακόλουθους λόγους:
- Πρώτο, πολύ περισσότερα εφόδια έπαιρνε ο Κεμάλ από την ξηρά και σε πολλές περιπτώσεις από τους ίδιους τους κατ’ ευφημισμόν συμμάχους Γάλλους και Ιταλούς.
- Δεύτερο, το μήκος των ακτών ήταν τεράστιο για το μέγεθος του Ελληνικού Ναυτικού ακόμα κι αν αφηνόταν ελεύθερο να εκτελέσει ανεμπόδιστα την αποστολή του και
- Τρίτο, οι σύμμαχοι προέβαλλαν προσκόμματα στην εκτέλεση νηοψιών στα εμπορικά πλοία από το Ελληνικό Ναυτικό, είτε διότι αυτά βρίσκονταν στον δικό τους τομέα ευθύνης στη Μικρά Ασία, είτε διότι -απίστευτο επιχείρημα- ισχυρίζονταν ότι η Τουρκία έχοντας συνθηκολογήσει είναι πλέον ουδέτερη χώρα και επομένως δεν θα έπρεπε να ελέγχονται τα πλοία που κατευθύνονταν προς αυτή.
Ενεργούσαν δηλαδή σαν να μην αναγνώριζαν τον πόλεμο που μαινόταν μεταξύ των Ελλήνων και των δυνάμεων του Κεμάλ. Έτσι το Ναυτικό, ακόμα και σ’ αυτόν τον κρίσιμο τομέα, επιχειρούσε με διπλωματικό καθεστώς ενεργειών, προτιμώντας πολλές φορές να αφήνει ασύλληπτα σχεδόν βέβαια φορτία που κατευθύνονταν προς τον Κεμάλ, παρά να δημιουργεί επεισόδια με τους συμμάχους. Για να γίνει αντιληπτή όχι μόνο η φιλοτουρκική στάση των συμμάχων, αλλά και ο απροκάλυπτος ανεφοδιασμός από αυτούς των τουρκικών δυνάμεων, θα αναφερθεί ένα χαρακτηριστικό περιστατικό.
Την 20ή Απριλίου του 1921, ο ανθυποπλοίαρχος αεροπόρος Σταύρος Ψαρουδάκης με παρατηρητή τον σημαιοφόρο επίσης πιλότο Χρήστο Χρηστίδη πετούσε ένα Αγγλικό αεροσκάφος De Havilland 9 σε πτήση αναγνώρισης, προς εξακρίβωση της πληροφορίας ότι εχθρική δύναμη είχε στρατοπεδεύσει στην περιοχή Σαλιχλή, 100 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά της Σμύρνης πολύ κοντά στη ζώνη ευθύνης των Ιταλών. Οι άσχημες καιρικές συνθήκες, χαμηλή νέφωση και βροχή και η εμμονή των ναυτικών αεροπόρων να εκπληρώσουν την αποστολή τους συνετέλεσαν στο να αποπροσανατολισθούν και ύστερα από πτήση τριών περίπου ωρών να αναγκαστούν να προσγειωθούν, λόγω ελλείψεως καυσίμων.
Ο τόπος προσγείωσης ήταν μια αμμώδης παραλία στη θέση Νέα Σκάλα, 12 χλμ. Νοτίως της Εφέσου, μέσα στην Ιταλική ζώνη ευθύνης. Οι Ιταλοί κατάσχεσαν το αεροπλάνο και αιχμαλώτισαν το πλήρωμα. Οι κρατούμενοι οδηγήθηκαν στη Ρόδο, όπου ο μεν Ψαρουδάκης κατάφερε να δραπετεύσει και μέσω Αλεξανδρείας να επιστρέψει στην Αθήνα, ο δε Χρηστίδης παρέμεινε αιχμάλωτος των Ιταλών μέχρι το τέλος του πολέμου. Κατά τη διάρκεια της κράτησής τους, ο Ψαρουδάκης έμαθε από κάποιον Έλληνα ότι με το ιταλικό φορτηγό «Ναυκρατούσα» μεταφέρονταν αεροπλάνα που προορίζονταν για την Τουρκία.
Ο Ψαρουδάκης κατάφερε να μεταδώσει την πληροφορία στο Υπουργείο Ναυτικών στην Αθήνα και το Υπουργείο έστειλε το εύδρομο «Έλλη» να εκτελέσει νηοψία στο ιταλικό φορτηγό. Από την έρευνα βρέθηκαν και κατασχέθηκαν οκτώ καινούργια καταδιωκτικά ιταλικής κατασκευής τύπου Ansaldo A-1 Balilla τα οποία μεταφέρθηκαν στο Τατόι. Φαίνεται λοιπόν καθαρά ότι το Πολεμικό Ναυτικό δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει επιτυχώς την αποστολή του, δηλαδή την αποκοπή των εφοδίων του Κεμάλ, έστω και μόνο από τη θάλασσα, όταν οι σύμμαχοι της Ελλάδας τον εφοδίαζαν παντοιοτρόπως.
Μιλώντας για συμμαχικές ζώνες ευθύνης στη Μικρά Ασία, νομίζω είναι σε όλους γνωστό ότι οι τέσσερις σύμμαχοι νικητές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου με βάση τη Συνθήκη των Σεβρών μοίρασαν τη Μικρά Ασία σε ζώνες ευθύνης. Έτσι η Αγγλία, φύσει ναυτική και θαλασσοκράτειρα χώρα, κατέλαβε τα Στενά των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου διατηρώντας τον έλεγχο σε ένα από τα σημαντικότερα στρατηγικά σημεία της υδρογείου. Η Ιταλία κατέλαβε την περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας, της αρχαίας Καρίας, απέναντι από τα Ιταλοκρατούμενα από το 1911, Δωδεκάνησα.
Τέλος, η Γαλλία έχοντας συμφέροντα στον Λίβανο και τη Συρία, κατέλαβε την περιοχή της αρχαίας Κιλικίας, στο νοτιοανατολικό άκρο της Μικράς Ασίας, όπου και το σημαντικό λιμάνι της Αλεξανδρέττας. Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο παραχωρήθηκε ζώνη ευθύνης και στην Ελλάδα στη Δυτική Μικρά Ασία, η οποία περιελάμβανε τη Σμύρνη και το Αϊβαλί, καθώς και άλλες περιοχές που κατοικούνταν από συμπαγείς μάζες Ελληνικών πληθυσμών. Ήταν η παραχώρηση της Σμύρνης, του εμπορικού και κοσμοπολίτικου κέντρου της Ανατολής, που προκάλεσε το φθόνο των συμμάχων Γάλλων και Ιταλών.
Το γεγονός ότι το Πολεμικό Ναυτικό δεν είχε αντίπαλο δεν σημαίνει ότι έμεινε αδρανές κατά τη διάρκεια της τριετούς εκστρατείας. Προσπάθησε σε πολλές περιπτώσεις να βοηθήσει τις επιχειρήσεις που διεξάγονταν κοντά στα παράλια και όπως ήταν φυσικό, δεν έλαβε χώρα καμία μετακίνηση μονάδων του στρατού ξηράς διά θαλάσσης, χωρίς το Ναυτικό να αναλάβει τη συνοδεία και τη φύλαξη κατά παντός ενδεχομένου. Ως παραδείγματα της τελευταίας αυτής δραστηριότητας θα αναφερθούν τα ακόλουθα:
Η μεταφορά των στρατευμάτων από τις Ελευθερές στη Σμύρνη έγινε με 18 μεταγωγικά τα οποία συνόδευε μικτή μοίρα Ναυτικού από 3 αγγλικά και 4 Ελληνικά αντιτορπιλικά. Διοικητής του προπετάσματος των αντιτορπιλικών ήταν ο Άγγλος αξιωματικός του Ναυτικού Γκόβερ Γκράνβιλ, ενώ διοικητής της νηοπομπής των μεταγωγικών ήταν ο πλωτάρχης Σαχτούρης. Καθήκοντα προκεχωρημένης φυλακίδας όλων των πλοίων εκτελούσε το αντιτορπιλικό «Λέων».
Πρώτος σταθμός της νηοπομπής ήταν η Γέρα της Λέσβου, όπου τα πλοία αγκυροβόλησαν, καθυστερώντας έτσι την είσοδο στο λιμάνι της Σμύρνης για τις 2 Μαΐου το πρωί, όπως είχε καθορίσει ο Άγγλος ναύαρχος Κάλθορπ, ώστε ναυπάρξει ο απαραίτητος χρόνος για προετοιμασία της αποβάσεως. Ο διοικητής της Μεραρχίας και άλλα στελέχη επωφελήθηκαν από την καθυστέρηση και έπλευσαν στη Σμύρνη, όπου από τη γέφυρα του εκεί ναυλοχούντος θωρηκτού «Αβέρωφ» κατόπτευσαν τους χώρους στους οποίους θα πορεύονταν την επαύριον.
Αφού πήραν όσες περισσότερες πληροφορίες μπόρεσαν και χάρτες από τον Κυβερνήτη του «Αβέρωφ», πλοίαρχο Ηλία Μαυρουδή, επέστρεψαν στη Λέσβο για να μελετήσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες. Μία άλλη μετακίνηση που έλαβε χώρα υπό την προστασία μικτής Μοίρας Αγγλικών και Ελληνικών πολεμικών πλοίων ήταν η φόρτωση από τα λιμάνια της Πανόρμου και της Αρτάκης της Μεραρχίας της Σμύρνης και η αποβίβασή της στην Ηράκλεια και τη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης. Ήταν την 7η Ιουλίου 1920. Το Γενικό Στρατηγείο είχε σχεδιάσει την αντιμετώπιση του κινήματος που είχε εκδηλωθεί από τον διοικητή του Τουρκικού Σώματος Στρατού Ανατολικής Θράκης, Τζαφέρ Ταγιάρ, με έδρα την Αδριανούπολη.
Η Μεραρχία της Σμύρνης υπό τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Μαζαράκη Αινιάν από τα λιμάνια της αποβίβασης βάδισε προς Βορράν, ενώ από την κοιλάδα του Έβρου Ελληνικές δυνάμεις προέλασαν προς Ανατολάς. Για την προστασία της νηοπομπής που μετέφερε τη Μεραρχία της Σμύρνης διετέθησαν Αγγλικά πλοία 1 θωρηκτό, 1 καταδρομικό και αριθμός αντιτορπιλικών, ενώ συμμετείχαν δύο Ελληνικά θωρηκτά, 4 αντιτορπιλικά τύπου «Λέων» και μοίρα 4 αεροσκαφών της Ναυτικής Αεροπορικής Μοίρας Σμύρνης (ΝΑΜΣ). Μία άλλη επιχείρηση που αναλήφθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό την 31η Μαΐου 1922 ήταν η εξουδετέρωση του σημείου ανεφοδιασμού του Τουρκικού Στρατού και συγκεκριμένα του βορείου τμήματος Μετώπου που γινόταν από τη Σαμψούντα.
Η πόλη χρησιμοποιείτο ως βάση στρατιωτικού ανεφοδιασμού των Κεμαλιστών από τους Μπολσεβίκους και παράλληλα ως ναυτική βάση βενζινοπλοίων και άλλων ελαφρών πλοιαρίων που οι Μπολσεβίκοι είχαν θέσει στη διάθεση του Κεμάλ για μεταφορές εφοδίων. Συγχρόνως, στη Σαμψούντα υπήρχαν κυβερνητικές (Σουλτανικές) αποθήκες πυρομαχικών τις οποίες επίσης χρησιμοποιούσε ο Κεμάλ. Για την εξουδετέρωση συγκροτήθηκε μοίρα από το θωρηκτό «Αβέρωφ» που ναυλοχούσε τότε στην Κωνσταντινούπολη, τα αντιτορπιλικά «Πάνθηρ» και «Ιέραξ» και τα εξοπλισμένα ατμόπλοια «Αδριατικός» και «Νάξος». Επί του «Αβέρωφ» επέβαινε ο διοικητής της μοίρας, πλοίαρχος Ιωάννης Ηπίτης.
Η μοίρα κατέπλευσε προ του λιμένος της Σαμψούντας και μετά από συνοπτικές διαδικασίες ενημέρωσης των Τουρκικών αρχών, άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός επιλεγμένων σημείων της πόλεως και του λιμένος της Σαμψούντας. Καταστράφηκαν τελείως το διοικητήριο, ένας μιναρές, η κατοικία του διοικητού Φαΐκ Βέη, το Τελωνείο, οι παρακείμενες αποθήκες όπλων και πυρομαχικών, ο στρατώνας επάνω στον λόφο του Τσαρτσαμπά, όλες οι αποβάθρες, τα ελλιμενισμένα πλοία, οι φορτηγίδες και οι μεγάλες δεξαμενές πετρελαίου και βενζίνης. Στην Ελληνική επιδρομή προσπάθησαν να αντιδράσουν εχθρικές πεδινές πυροβολαρχίες οι οποίες άνοιξαν πυρ κατά των Ελληνικών πλοίων.
Ο «Αβέρωφ» και το «Νάξος» ασχολήθηκαν μ’ αυτές και όσες δεν καταστράφηκαν απομακρύνθηκαν εσπευσμένα, από έντρομους Τούρκους στρατιώτες προς την ύπαιθρο περιοχή για να διασωθούν. Η ουσιαστική συνεισφορά του Ναυτικού όμως στην τριετή Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν η παρουσία και η δράση της Ναυτικής Αεροπορικής Μοίρας Σμύρνης. Η αρχή έγινε στις 2 Μαΐου του 1919. Την ίδια μέρα που ο Ελληνικός Στρατός αποβιβαζόταν στη Μικρά. Ασία, το πρώτο αεροσκάφος της Ελληνικής Ναυτικής Αεροπορίας προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο «Παράδεισος» της Σμύρνης, προερχόμενο από την αεροπορική βάση του Μούδρου.
Τρεις μέρες αργότερα, την 5η Μαΐου, προσγειώθηκαν στο ίδιο αεροδρόμιο άλλα πέντε αεροσκάφη της Ναυτικής Αεροπορικής Υπηρεσίας (Ν.Α.Υ.) προερχόμενα από το αεροδρόμιο του Τατοΐου. Ταυτόχρονα, απεστάλη αεροπορικό υλικό με σκοπό να συγκροτηθεί αεροπορική μοίρα για να υποστηρίξει τον αγώνα των πεζικών δυνάμεων. Η μικρή αυτή αεροπορική δύναμη έλαβε μέρος με θετικά και θεαματικά αποτελέσματα στις μάχες γύρω από το Αϊδίνιο, μέχρι την ανακατάληψη της πόλης από τις Ελληνικές δυνάμεις και την απώθηση και συντριβή του εχθρού.
Ανέλαβε αποστολές επιθετικών αναγνωρίσεων, βομβαρδισμών και επιχειρήσεων απαγόρευσης, στο Αϊδίνιo και στο Ομουρλού Αζλή, όπως επίσης και στο Αδραμύττιο, Ιβριντί, Πέργαμο, Σόμα, Αξάριον, Ελλικλή μέχρι και τη Φιλαδέλφεια. Την 18η Ιουνίου υποδέχθηκε τρία ακόμη αεροσκάφη από τη ναυτική αεροπορική βάση του Μούδρου. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η μη υπαγωγή της Μοίρας, σε πρώτο στάδιο, στο Γενικό Στρατηγείο, αλλ’ η διατήρηση του ελέγχου της από τον Αρχηγό του Στόλου, επιβαίνοντος στον «Αβέρωφ», δημιουργούσε προβλήματα διοικητικής φύσεως και έλλειψης συντονισμού των επιχειρήσεων.
Το άτοπο αυτό απαλείφθηκε όταν, αργότερα, αποσπάσθηκε αξιωματικός υπεύθυνος της Ναυτικής Αεροπορίας στο Γενικό Στρατηγείο, στη Σμύρνη, παρά τον αρχιστράτηγο. Την 15η Ιουνίου 1919 έφθασαν στο αεροδρόμιο «Παράδεισος» της Σμύρνης τα τρία πρώτα αεροσκάφη τύπου Breguet-14 της Στρατιωτικής Αεροπορίας προερχόμενα από τη Θεσσαλονίκη, τα οποία επίσης ετέθησαν στη διάθεση των πεζοπόρων τμημάτων. Περί το τέλος Ιουλίου με αρχές Αυγούστου, αποκτήθηκε η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως του αεροδρομίου Καζαμίρ, που μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το χρησιμοποιούσε η Γερμανική Αεροπορία.
Με βάση αυτό το πολύ μεγαλύτερο αεροδρόμιο συγκροτήθηκε η Ναυτική Αεροπορική Μοίρα Σμύρνης. Την 10η Ιουλίου αφίχθησαν ατμοπλοϊκώς από Πειραιά στη Σμύρνη άλλοι 17 αεροπόροι της Ν.Α.Υ. φέρνοντας μαζί τους αεροπλάνα διώξεως τύπου Camel και το ανάλογο γι’ αυτά υλικό και προσωπικό (μηχανικούς και διοικητικούς). Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1919 η Ναυτική Αεροπορία ενισχυόταν συνεχώς με προσωπικό και υλικό και συγκρότησε 4 αεροδρόμια σε Σεβδίκιοϊ, Αϊδίνιο, Πέργαμο και Μαγνησία.
Καθ’ όλο αυτό το διάστημα οι αεροπόροι της Ν.Α.Υ. μεταστάθμευαν συνεχώς και αναλάμβαναν αποστολές επιδεικνύοντας τα χαρακτηριστικά που πάντα τους διέκριναν, δηλαδή ηρωισμό, εφευρετικότητα, απλότητα, σεμνότητα, αντοχή στις κακουχίες, εργατικότητα και πάνω απ’ όλα δυναμική και θεαματική παρουσία στο πεδίο της μάχης. Τον Οκτώβριο του 1919 η δύναμη των αεροσκαφών που είχε στη διάθεσή της η Ν.Α.Μ.Σ. ανερχόταν σε 25, από τα οποία 10 ήταν αναγνωρίσεως βομβαρδισμού De Havilland DH-9 και τα υπόλοιπα 15 διώξεως, τύπου Sopwith Camel.
Το προσωπικό της Αεροπορικής Μοίρας της Σμύρνης έφτασε σταδιακά τα 1.000 άτομα, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών εδάφους και του προσωπικού υποστήριξης των αεροδρομίων. Με τη δύναμη αυτή προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στον Μικρασιατικό Αγώνα, εκτελώντας αναγνωρίσεις, βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς του εχθρού, μετακινούμενη συνεχώς, ακολουθώντας τις μετακινήσεις του Στρατού με τα «Προκεχωρημένα Σμήνη Μετώπου», στα οποία οργανώθηκε με την πρόοδο των επιχειρήσεων. Θα αναφερθούν όμως ορισμένα παραδείγματα για να γίνει αντιληπτή η νοοτροπία που είχαν οι στρατιωτικοί και ναυτικοί ηγέτες της εποχής και ο τρόπος που αντιμετωπίζονταν οι αεροπόροι, στρατιωτικοί και ναυτικοί.
Κατ’ αρχάς, η δημιουργία της αεροπορίας εξελήφθη ως ένα παρεμπίπτον γεγονός μιας γραφικής υπηρεσίας, επανδρωμένης από «ασύντακτους και απείθαρχους νέους», των οποίων η αποστολή ήταν η παροχή υπηρεσιών υποστήριξης προς τις επιχειρούσες μονάδες του Στρατού και του Ναυτικού. Πολύ αργότερα ωρίμασε και χειραφετήθηκε η Αεροπορία ως ανεξάρτητος κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων και ανέπτυξε δική της στρατηγική για τη διεξαγωγή των πολέμων. Στην πρώτη φάση, πολύ λίγοι οραματιστές και παθιασμένοι αεροπόροι μπορούσαν να διαβλέψουν την τεράστια εξέλιξη και ισχύ που προοιωνιζόταν η μελλοντική της πορεία.
Ως παράδειγμα θα αναφερθεί ότι ο Στρατηγός Κοντούλης, Σωματάρχης του Α' Σώματος Στρατού, όντας πολύ ευχαριστημένος από τη δράση της Ναυτικής Αεροπορικής Μοίρας και έχοντας προτείνει την απονομή Χρυσού Αριστείου Ανδρείας για τους πιλότους, έγραφε: «Η Ναυτική Αεροπορία παρέσχε σοβαράν συνδρομήν ιδίως εις τους περί το Τουμλού Μπουνάρ αγώνας, βομβαρδίζουσα και πολυβολούσα τον εχθρόν επιτυχώς επί του πεδίου της μάχης ως και εις τα μετόπισθεν, όπου διέλυσε σειράν αυτοκινήτων βαινόντων προς Τουμλού Μπουνάρ».
Σε άλλο δε σημείο του ιδίου συγγράμματος: «Η Αεροπορία αντικατέστησε πλήρως εις το Α' Σώμα Στρατού, ως προς τας αναγνωρίσεις, το ελλείπον ιππικόν». Βλέπει δηλαδή την αεροπορία με τους όρους που είχε συνηθίσει, ως υποκατάστατο του ιππικού ή με κύριο ρόλο τις αναγνωρίσεις. Υπάρχει δηλαδή έλλειμμα στρατηγικής αντίληψης, όχι βέβαια αδικαιολόγητα, για το ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η αεροπορία. Ένα δεύτερο παράδειγμα που θα μπορούσε να αναφερθεί είναι το ακόλουθο:
Την 3η Ιουλίου 1921 κατά την αεροπορική αναγνώριση προς το Εσκί Σεχήρ που διενεργήθηκε από 6 αεροπλάνα DH-9 της Ναυτικής Αεροπορίας ελήφθησαν φωτογραφίες εξαιρετικής σπουδαιότητας, που φανέρωναν την ύπαρξη 800 βαγονιών συγκεντρωμένων στον σιδηροδρομικό σταθμό του Εσκί Σεχήρ. Ήταν φανερό πως ο εχθρός προετοίμαζε την υποχώρησή του και τη μεταφορά όλου του υλικού του στo εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Δυστυχώς, οι πληροφορίες αυτές που έφθαναν συνεχώς στο επιτελείο της Στρατιάς δεν αξιολογήθηκαν όπως έπρεπε, με αποτέλεσμα να μη δοθεί εντολή στην Αεροπορία, Στρατιωτική και Ναυτική, να καταστρέψει με βομβαρδισμούς τα βαγόνια και τις γέφυρες υποχώρησης.
Έτσι ο εχθρός μπόρεσε ανενόχλητος να μεταφέρει όλο το πολεμικό του υλικό στο εσωτερικό της χώρας και να το χρησιμοποιήσει αργότερα στις επιχειρήσεις του Σαγγάριου που ακολούθησαν. Για τη ναυτική αεροπορική δράση του 1921 θεωρούμε ως πλέον αξιόλογο γεγονός να αναφερθεί, τον ομαδικό αεροπορικό βομβαρδισμό της Κιουτάχειας που έλαβε χώρα την 9η Ιουνίου, όταν εφτά αεροσκάφη DH-9 πραγματοποίησαν ομαδικό αιφνιδιαστικό βομβαρδισμό της πόλης. Ο σιδηροδρομικός σταθμός, το αεροδρόμιο, δημόσια κτήρια, στρατώνες, αποθήκες, γέφυρες και διάφοροι στρατιωτικοί καταυλισμοί της Κιουτάχειας και έξω από αυτήν, απετέλεσαν τους στόχους της ομαδικής αυτής επιδρομής, που για πρώτη φορά επραγματοποιείτο σε τέτοια έκταση.
Κατά την επιστροφή, τα αεροπλάνα δέχθηκαν σφοδρά εχθρικά αντιαεροπορικά πυρά, χωρίς ωστόσο να σημειωθεί καμία απώλεια. Τα αποτελέσματα της αποστολής αυτής εκτιμήθηκαν ως ανώτερα κάθε προσδοκίας. Την 20ή Ιουνίου επαναλήφθηκε ο βομβαρδισμός στους ίδιους στόχους και τα βομβαρδιστικά του Ναυτικού συνόδευε και ένα αεροσκάφος διώξεως Spad της Στρατιωτικής Αεροπορίας. Είναι η αρχή διαμόρφωσης της αεροπορικής τακτικής με συνοδεία της βομβαρδιστικής μοίρας.
Ο Ευρωπαϊκός Τύπος ασχολήθηκε επ’ αρκετόν με τα αποτελέσματα του ομαδικού βομβαρδισμού και η προβολή στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, του ναυτικού τμήματος που πολεμούσε στα βάθη της Μικράς Ασίας προξένησε δυσαρέσκειες στα στελέχη της αεροπορίας στρατού, που επίσης πολεμούσαν με τον ίδιο ηρωισμό. Οι αντιδράσεις έλαβαν τέτοια έκταση, που προκάλεσαν την παρέμβαση του αρχιστρατήγου υπέρ της αεροπορίας στρατού, γεγονός που με τη σειρά του προκάλεσε την παραίτηση και την απομάκρυνση από τη θέση του διοικητή των «Προκεχωρημένων Σμηνών Μετώπου» του πλωτάρχη Περικλή Μπούμπουλη.
Η Ναυτική Αεροπορία δεν έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Σαγγάριου, παρά το γεγονός ότι διέθετε έμπειρο προσωπικό και 15 αεροπλάνα βομβαρδισμού εν ενεργεία, αλλά διατέθηκε για την υποστήριξη των επιχειρήσεων του Νοτίου Συγκροτήματος Μεραρχιών, το οποίο θα κάλυπτε τη δεξιά πλευρά της προελαύνουσας Στρατιάς. Η πικρία των στελεχών της Ναυτικής Αεροπορίας απέδωσε αυτό τον παραγκωνισμό στην προστριβή με τον αρχιστράτηγο. Το γεγονός αναφέρεται μόνο για να κατανοηθεί η αντίληψη που είχε και ο ίδιος ο αρχιστράτηγος για την αξία του αεροπορικού όπλου, αφήνοντας έξω από την κυρία προσπάθεια ένα έμπειρο και αξιόμαχο αεροπορικό τμήμα.
Η αλήθεια είναι ότι μόνο με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου κατάλαβε ο κόσμος και βέβαια και οι στρατιωτικοί, την αξία και τη στρατηγική χρήση του αεροπορικού όπλου. Η παραμονή της Ναυτικής Αεροπορίας σε αποστολή υποστήριξης του νοτίου συγκροτήματος μεραρχιών, που ήταν εγκατεστημένο περί το Αφιόν Καραχισάρ, κατά τη διάρκεια της επίθεσης της ελληνικής Στρατιάς προς τον Σαγγάριο, κάθε άλλο παρά δευτερεύοντα ρόλο έπαιξε, διότι συνέπραξε αποφασιστικά στη διατήρηση του Αφιόν Καραχισάρ, που υπήρξε σωτήρια κατά την επακολουθήσασα υποχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων.
Κατά τον μοιραίο Αύγουστο του 1922 η Ναυτική Αεροπορία, όποτε χρησιμοποιήθηκε, έδειξε τον ίδιο ζήλο και ηρωισμό χωρίς βέβαια να μπορέσει να επηρεάσει τη μοιραία εξέλιξη που είχε προδιαγραφεί. Υποχωρούσε και συμπτυσσόταν διαρκώς, μαζί με το στράτευμα, αλλά συγχρόνως μαχόταν, αναγνωρίζοντας, βομβαρδίζοντας και αιφνιδιάζοντας τον αντίπαλο. Η κακοκαιρία της 17ης Αυγούστου δεν επέτρεψε στους Έλληνες αεροπόρους να παρακολουθήσουν και να παρεμβληθούν στην τραγωδία του Αλή Βεράν. Την τραγική, για τον Στρατό μας, εκείνη ημέρα αιχμαλωτίσθηκε μεγάλο τμήμα του Συγκροτήματος Μεραρχιών υπό τον στρατηγό Τρικούπη.
Την 24η Αυγούστου αεροπορική αναγνώριση με τους ανθυποπλοίαρχο Φίλιππα και υπολοχαγό Κουντάκη διεπίστωσε την έκταση της καταστροφής. Τα πάντα πυρπολούνταν. Η Μικρά Ασία φλεγόταν απ’ άκρου σε άκρο. Ο Στρατός υποχωρούσε πριν καν να έλθει σε επαφή με τον εχθρό. Ήταν η μέρα που ο Χατζανέστης αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Πολυμενάκο, ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση της υποχωρούσης, εν αποσυνθέσει, Στρατιάς. Την 25η Αυγούστου ο ανθυποπλοίαρχος Λίνος και ο λοχαγός Βλάχος εξετέλεσαν την τελευταία αεροπορική επιχείρηση στη Μικρά Ασία. Διετάχθησαν να αναγνωρίσουν μέχρι το Σαλιχλί. Απογειώθηκαν από το Καζαμίρ και πέταξαν σε ύψος 2.000 μ.
Τα πάντα, δάση, σιδηροδρομικοί σταθμοί, χωριά, πόλεις, είχαν παραδοθεί στις φλόγες. Το βράδυ της 25ης Αυγούστου τα εχθρικά τμήματα ευρίσκοντο περί τα 10 χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο του Καζαμίρ κι έτσι δόθηκε διαταγή στα 9 τελευταία αεροπλάνα της Ναυτικής Αεροπορίας να επιστρέψουν στην Αθήνα. Το επόμενο πρωί η Ναυτική Αεροπορία εγκατέλειπε οριστικά το αεροδρόμιο της Σμύρνης και μαζί τη Μικρά Ασία. Τα αεροπλάνα απογειώθηκαν, διέγραψαν δύο κύκλους πάνω από το Καζαμίρ, αποχαιρετώντας τις εγκαταστάσεις που τους φιλοξένησαν για περισσότερο από τρία χρόνια, καθώς και τα γνώριμα τοπία και πήραν δυτική πορεία.
Τελειώνοντας, θ' αναφέρουμε τις ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τα ελληνικά στρατεύματα. Το Πολεμικό Ναυτικό ανέλαβε το ρόλο των οπισθοφυλακών της διαρρέουσας, μέσω της χερσονήσου της Ερυθραίας, Στρατιάς. Ανάλογα περιστατικά διαδραματίσθηκαν και κατά την αποχώρηση της ανεξάρτητης Μεραρχίας από το Δικελί απέναντι από τη Μυτιλήνη, όπου είχε σπεύσει προς βοήθεια το αντιτορπιλικό «Θέτις», με αριθμό εμπορικών πλοίων που φόρτωσαν όχι μόνο τη Μεραρχία, αλλά και τους Έλληνες και του Αρμένιους της περιοχής.
Στις 26 Αυγούστου τα θωρηκτά «Λήμνος» και «Κιλκίς» το εύδρομο «Έλλη» τα αντιτορπιλικά «Ασπίς», «Νίκη» και το εξοπλισμένο εμπορικό «Νάξος» απέπλευσαν από τον κόλπο της Σμύρνης και κατευθύνθηκαν να πάρουν θέσεις για να προστατεύσουν τα στρατιωτικά τμήματα που θα διέρρεαν διά της παραλιακής οδού από τη Σμύρνη προς τα Βουρλά και από εκεί προς Τσεσμέ. Την ίδια μέρα το Γενικό Στρατηγείο είχε αποχωρήσει από τη Σμύρνη και είχε εγκατασταθεί στον Τσεσμέ. Από τις απογευματινές ώρες όλοι οι υπάλληλοι της πολιτικής διοικήσεως είχαν επιβιβασθεί σε επίτακτα εμπορικά πλοία και είχαν αναχωρήσει.
Ο ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης το βράδυ κατά τις 7 επιβιβάστηκε στο Αγγλικό Ντρέντνωτ «IRON DUKE» που ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Σμύρνης. Την επόμενη μέρα αναχώρησε μέσω Κωνσταντινουπόλεως για τη Ρουμανία και από εκεί στη Γαλλία όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του. Ποτέ πλέον δεν ξαναπάτησε σε Ελληνικό έδαφος. Η αναχώρηση του Στεργιάδη σήμανε και τυπικά το τέλος της Ελληνικής κατοχής στη Μικρά Ασία. Τα Ελληνικά πλοία υπό τον υποναύαρχο Καλαμίδα επί του θωρηκτού «Λήμνος» χωρίστηκαν σε δύο ομάδες για την επιτήρηση του λαιμού της χερσονήσου της Ερυθραίας από Βορρά και από Νότο.
Η πρώτη ομάδα υπό τον κυβερνήτη του θωρηκτού «Κιλκίς», πλοίαρχο Θεοφανίδη, περιελάμβανε τα «Έλλη», «Ασπίς» και «Νίκη» και ανέλαβε την επιτήρηση της παραλιακής οδού από Σμύρνη προς Βουρλά και από εκεί προς Τσεσμέ. Ήταν η βορεία οδός η οποία επί της παραλίας είχε ένα μήκος περίπου 20 χιλ. Η δευτέρα ομάδα αποτελούμενη από το «Λήμνος», κάποια ελαφρά σκάφη και το εξοπλισμένο εμπορικό «Νάξος», αφού πρώτα πέρασε από το λιμάνι του Τσεσμέ για να ρυθμίσει την επιβίβαση των τμημάτων του Στρατού που έφθαναν εκεί, αγκυροβόλησε στον όρμο Σιγκατζίκ για να διατηρεί επιτήρηση της νοτίας παραλιακής οδού που έφτανε μέχρι τον Τσεσμέ.
Τη νύχτα της 29 / 30 Αυγούστου η βορεία ομάδα αποσυνέθεσε πλήρως εχθρικό τμήμα που τηρούσε επαφή και εξασκούσε πίεση στις υποχωρούσες Ελληνικές μονάδες. Το εχθρικό τμήμα αποτελείτο από μία μεραρχία ιππικού, μοίρα ορειβατικού πυροβολικού και δύο λόχους μεταγωγικών. Την επομένη το πρωί έγινε νέα απόπειρα διαβάσεως του εχθρού. Επρόκειτο περί 200 περίπου ατάκτων ιππέων Τσετών, οι οποίοι επίσης καταστράφηκαν και διασκορπίσθηκαν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το ζήλο με τον οποίο τα πλοία του στόλου ανέλαβαν το νέο τους ρόλο, της προστασίας της υποχώρησης του Στρατού και των προσφύγων, αποτελεί ο κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Νίκη» πλωτάρχης Δημήτρης Χατζίσκος. Σε μια από τις συνήθεις εγγύτατες προσεγγίσεις του στις εχθρικές θέσεις για να προστατεύσει την απομάκρυνση προσφύγων κοντά στη νησίδα Σαχίμπ του κόλπου της Σμύρνης, προσεβλήθη αιφνιδίως από ομάδα ατάκτων Τούρκων και φονεύθηκε, έχοντας βληθεί από σφαίρα στο κεφάλι, ενώ βρισκόταν στο κατάστρωμα για να διευθύνει την επιχείρηση.
Οι οπισθοφυλακές του Στρατού, έχοντας στα πλευρά τους το Ναυτικό από τη θάλασσα στάθηκαν στο λαιμό της Ερυθραίας με κέντρο στηρίξεως τα Αλάτσατα. Από εκεί προωθούσαν τμηματικά τις πλεονάζουσες δυνάμεις προς τον Τσεσμέ για επιβίβαση. Τη νύχτα της 2 / 3 Σεπτεμβρίου το τελευταίο τμήμα του στρατού επιβιβαζόταν για τη Χίο. Μια καινούργια εποχή ξημέρωνε για την Ελλάδα, μια εποχή που το κύριο πρόβλημά της ήταν η διαχείριση αφ’ ενός της κοινωνικής αντίδρασης που δημιουργούσε η τεράστια καταστροφή και αφ’ ετέρου του ενάμισι εκατομμυρίου προσφύγων που ξεριζώθηκαν από τις προαιώνιες κοιτίδες τους της Ιωνίας.
Θα επιθυμούσα να τελειώσω την παρέμβασή μου με ένα περιστατικό που έλαβε χώρα 18 χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου. Το βράδυ της Πέμπτης 12 Δεκεμβρίου 1940 συνεκλήθη πολεμικό συμβούλιο στο Γενικό Στρατηγείο, υπό την προεδρία του βασιλέως και με την παρουσία του διαδόχου. Παρόντες ήταν επίσης ο πρωθυπουργός, οι υφυπουργοί Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας, ο αρχιστράτηγος, ο αρχηγός ΓΕΝ και ο αρχηγός Στόλου. Στο συμβούλιο εκφράστηκε η άποψη από τον υφυπουργό των Στρατιωτικών, ότι το Ναυτικό θα έπρεπε να παίξει ενεργότερο ρόλο στην αποκοπή του εφοδιασμού των Ιταλών μέσω του πορθμού του Οτράντο.
Απαντώντας ο αρχηγός ΓΕΝ, υποναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου, αφού έκαμε μια μακρά ανάλυση της συνεισφοράς του Ναυτικού στον μέχρι τότε αγώνα, κατέληξε: «Το Ναυτικό, όταν είναι παρόν, δεν καθιστά την παρουσία του απαραίτητη, μόνο όμως όταν λείψει, θα αντιληφθεί όλος ο κόσμος τι του προσέφερε. Κανένας δεν αισθάνθηκε την παρουσία του το 1922. Κανένας, όμως, δεν σκέφθηκε, ότι ο Κεμάλ θα υπέγραφε στην Αθήνα τους όρους της ειρήνης, τους οποίου θα μας επέβαλε μετά την καταστροφή». Μήπως τελικά ήταν αυτή η μεγαλύτερη συνεισφορά του Ναυτικού στην Μικρασιατική Εκστρατεία;
ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 1919 - 1922
Στρατιωτική Αεροπορία
Breguet Bre XIV A2
Ρόλος : Αναγνωριστικό
Διαστάσεις : Εκπέτασμα 14.40 m, μήκος 8.87 m, ύψος 3m
Κινητήρας : 1 x RENAULT των 300 ίππων
Οπλισμός : 2 πολυβόλα
Πλήρωμα : 2
Αριθμός : Τουλάχιστον 12 μαζί με B2
Χώρα Κατασκευής : Γαλλία
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκαν από τις Ελληνογαλλικές Μοίρες Αναγνώρισης - Βομβαρδισμού 532 και 533, ενώ στη συνέχεια αποτέλεσαν το βασικό αεροπλάνο της Στρατιωτικής Αεροπορίας για τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο. Χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα κατά τις επιχειρήσεις στη Μικρασιατική εκστρατεία. Από το 1922 πετούσαν στο αεροδρόμιο του Σέδες, στη Σχολή Οδηγών Αεροπορίας, όπου αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και ως προχωρημένο εκπαιδευτικό από το 2ο Σμήνος Μετεκπαιδέυσεως για την εκπαίδευση παρατηρητών. Αποσύρθηκαν λίγο μετά τον Οκτώβριο του 1931.
Nieuport 24 BIS
Ρόλος : Διώξεως
Διαστάσεις : Εκπέτασμα 8.20 m, μήκος 6.60 m, ύψος 2.40m, ολική επιφάνεια πτερώματος περίπου 14,70m2
Κινητήρας : 1 x LE RHONE των 130 ίππων
Πλήρωμα : 1
Οπλισμός : ένα πολυβόλο Vickers, ένα πολυβόλο Lewis ή και τα δύο μαζί
Αριθμός : Περίπου 20
Χώρα Κατασκευής : Γαλλία
Περίπου είκοσι 24bis προερχόμενα από το 531 Σμήνος Διώξεως το οποίο έδρασε κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο με Ελληνικό προσωπικό, παραχωρήθηκαν από τους Γάλλους στην Ελληνική Στρατιωτική Αεροπορία το Φεβρουάριο του 1919. Χρησιμοποιήθηκαν στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Τα αεροσκάφη ήταν βαμμένα με την πεντάχρωμη Γαλλική παραλλαγή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ή στο χρώμα του αλουμινίου. Εθνόσημα υπήρχαν στο πηδάλιο διεύθυνσης και στις άνω και κάτω επιφάνειες των πτερύγων. Οι εξωτερικές διαφορές με τα 24 ήταν οι διαφορετικές πτέρυγες και το ουραίο πτέρωμα.
Ναυτική Αεροπορία
Airco de Havilland D.H. 4
Ρόλος : Βομβαρδιστικό
Διαστάσεις : Εκπέτασμα 12.95 m, μήκος 9.04 m
Κινητήρας : 1 x BHP PUMA των 200 ίππων
Οπλισμός : 2 πολυβόλα τύπου Lewis
Πλήρωμα : 2
Αριθμός : 5
Χώρα Κατασκευής : Μεγάλη Βρετανία
Μαζί με τα D.H.9 και τα Camel αποτέλεσαν το βασικό υλικό του Ναυτικού Αεροπορικού Σώματος κατά την Μικρασιατική εκστρατεία. Έφθασαν στον Μούδρο κατά τον Οκτώβριο του 1918 και παραδόθηκαν καινούργια σε Ελληνικά χέρια. Μεταστάθμευσαν στο Τατόι, όπου και καταστράφηκε ένα στις 19 Μαΐου 1919, ενώ αργότερα κάποια στάλθηκαν στην Μικρά Ασία για τις εκεί πολεμικές ανάγκες, όπου παρέμειναν τουλάχιστον για ένα χρόνο. Το τελευταίο γνωστό στοιχείο που υπάρχει για τη δράση τους αφορά την πτώση ενός στη θάλλασα και την επιστροφή ενός άλλου για επισκευή, στις 19 Απριλίου 1920, ενώ μετά την εκστρατεία όσα είχαν απομείνει μάλλον παροπλίστηκαν.
Airco de Havilland D.H. 9
Ρόλος : Βομβαρδιστικό
Διαστάσεις : Εκπέτασμα 12.92 m, μήκος 9.30 m
Κινητήρας : 1 x BHP των 230 ίππων
Οπλισμός : 2 πολυβόλα, βόμβες
Πλήρωμα : 2
Αριθμός : 42
Χώρα Κατασκευής : Μεγάλη Βρετανία
Από τα πλέον αξιόλογα αεροπλάνα για το Ναυτικό Αεροπορικό Σώμα (ΝΑΣ) και με μακρόχρονη προσφορά. 42 παραδόθηκαν ολοκαίνουργια κατά το χρονικό διάστημα 1918 - 1920 και αποτέλεσαν τον βασικό κορμό του ΝΑΣ στον τομέα βομβαρδισμού και αναγνώρισης. Είχαν αρκετά μεγάλη δράση κατά την Μικρασιατική εκστρατεία, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν για πολλά χρόνια στα αεροδρόμια του Τατοΐου και του Φαλήρου. Τουλάχιστον 6 αεροπλάνα μετατράπηκαν σε υδροπλάνα το 1926 (πρώτη πτήση υδροπλάνου D.H.9 στις 4 Ιανουαρίου 1927) και συνέχισαν να πετούν τουλάχιστον μέχρι το 1932, χρησιμοποιούμενα για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Avro 504K
Ρόλος : Εκπαιδευτικό
Διαστάσεις : Εκπέτασμα 10.67 m, μήκος 8.81 m
Κινητήρας : 1 x CLERGET των 130 ίππων, GNOME MONOSOUPAPE των 130 ίππων
Πλήρωμα : 2
Αριθμός : 12
Χώρα Κατασκευής : Μεγάλη Βρετανία
Δώδεκα (καινούργια αεροπλάνα βασικής εκπαίδευσης (6 με κινητήρα Clerget και 6 με Gnome Monosoupape) παραχωρήθηκαν από τους Άγγλους, με δική τους πρόταση, για να χρησιμοποιηθούν ως εκπαιδευτικά από το νεοσύστατο Ναυτικό Αεροπορικό Σώμα, με έδρα το αεροδρόμιο του Τατοΐου. Από τα καλύτερα εκπαιδευτικά αεροπλάνα, αποτέλεσαν την καλύτερη σύσταση για την αγορά των AVRO 504 N/O στα μέσα του 1920 και των AVRO 621 και 626 στα μέσα του 1930. Τουλάχιστον ένα αεροπλάνο, το Νο 54, χρησιμοποιήθηκε κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Η ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Η Μικρασιατική Εκστρατεία αποτέλεσε μία μακρόχρονη αλληλουχία διπλωματικών ζυμώσεων, στρατιωτικών επιχειρήσεων και πολιτικών εξελίξεων οι οποίες αλληλεπιδρούσαν δυναμικά. Στο επίπεδο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ο Ελληνικός Στρατός, αν και παρέμεινε κύριος του πεδίου της μάχης μέχρι την τελική μάχη της Εκστρατείας, παρουσίασε σοβαρά λάθη και αδυναμίες. Πίσω όμως από τα επανερχόμενα στρατιωτικά σφάλματα, μπορούν να εντοπιστούν βαθύτερα, συστηματικά γενεσιουργά αίτια της στρατιωτικής ήττας. Οι βασικοί παράγοντες που συνδυαστικά προκάλεσαν τη στρατιωτική ήττα υπήρξαν τρεις:
1. Οι επιπτώσεις του Εθνικού Διχασμού στο Στράτευμα.
2. Η πολιτική διαχείριση του Πολέμου.
3. Η υστέρηση του Ελληνικού στρατιωτικού οργανισμού έναντι του αντίστοιχου Τουρκικού.
Ο Εθνικός Διχασμός στο Στράτευμα
Ο Εθνικός Διχασμός του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είχε βαρύτατες επιπτώσεις στο Σώμα των Ελλήνων αξιωματικών, του οποίου η επαγγελματική ικανότητα αποτελούσε παράμετρο εξαιρετικής σημασίας για τον πόλεμο. Οι Έλληνες αξιωματικοί, άλλοι εκόντες - πολλοί άκοντες, ενεπλάκησαν στη διαμάχη που άγγιξε τα όρια του εμφυλίου πολέμου. Το κλίμα πολιτικού φατριασμού που κυριάρχησε εκατέρωθεν από το 1916, οδήγησε σε ευρείες εκκαθαρίσεις που στέρησαν τον Στρατό από πολλούς ικανούς αξιωματικούς οι οποίοι εξεδιώχθησαν είτε για πολιτικούς είτε, συχνά, απλώς για προσωπικούς λόγους, ενώ στους φανατικούς της κάθε πλευράς παρεισέφρυσαν πολιτικοί καιροσκόποι.
Επιπλέον, το κλίμα αυτό δυσχέρανε την αξιοκρατία μεταξύ των αξιωματικών που είχαν παραμείνει στις τάξεις του Στρατού. Ως αποτέλεσμα, οι εκτεταμένες πολιτικές εκκαθαρίσεις επέφεραν μια υποβάθμιση που ο Ελληνικός Στρατός, που ήταν τότε ακόμη πρόσφατος οργανισμός, δύσκολα θα απορροφούσε. Παρά τις εκκαθαρίσεις στις οποίες προέβη, η Βενιζελική παράταξη κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα στράτευμα οπωσδήποτε πολιτικά έμπιστο, αλλά πάντως ικανό, καθώς η ανάπτυξη στρατιωτικής ισχύος είχε κεντρική σημασία στον πολιτικό της σχεδιασμό. Μέχρι το 1920 είχε συμπήξει ένα πειθαρχημένο Σώμα Αξιωματικών, απαλλαγμένο από εμφανώς επαγγελματικώς ανεπαρκή στελέχη.
Με πρόσθετη επιμόρφωση και πολύτιμες εμπειρίες από την συμμετοχή στον Α΄ Π.Π. Όμως στο περιθώριο παρέμενε η σημαντική μάζα των εκδιωχθέντων από το Βενιζελικό καθεστώς, οι επονομασθέντες "απότακτοι". Η Βενιζελική πλευρά είχε απομακρύνει πάνω από το 30% του συνόλου αξιωματικών του 1917, ενώ αντίστοιχος αριθμός Βενιζελικών προήχθησαν για να καλύψουν το κενό. Όπως είναι φανερό, αν ο Βενιζέλος έχανε την εξουσία, η μάζα αυτή των "αποτάκτων" θα διεκδικούσε πολιτικά την ολική επαναφορά της στον Στρατό και μάλιστα σε καίριες θέσεις, με προφανείς τους κινδύνους εκτροχιασμού μια τέτοιας διαδικασίας.
Αυτό ακριβώς συνέβη μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Με την ήττα του Βενιζέλου, περίπου 1.500 πρώην εκδιωχθέντες αξιωματικοί επανήλθαν στο στράτευμα, άπαντες ως "αδικημένοι", χωρίς καμία επαγγελματική αξιολόγηση. Αμέσως μετά προήχθησαν στους βαθμούς που προηγουμένως είχαν λάβει οι προαχθέντες Βενιζελικοί, χωρίς, όμως, τα τρία και πλέον χρόνια εμπόλεμης υπηρεσίας. Οι πρώην απότακτοι ανέλαβαν μάλιστα διοικήσεις αντίστοιχες των νέων βαθμών τους, χωρίς όμως την πολεμική εμπειρία των παραμενόντων και, κυρίως, χωρίς την απαιτούμενη επανεκπαίδευση.
Επρόκειτο για επικίνδυνης ανευθυνότητας διαχείριση του -όντως μεγάλου- προβλήματος των αποτάκτων που είχαν δημιούργησαν οι Βενιζελικές εκκαθαρίσεις. Επιπλέον, σχεδόν 500 εμπειροπόλεμοι Βενιζελικοί αξιωματικοί απομακρύνθηκαν με διάφορους τρόπους από το στράτευμα, πολλοί μάλιστα παραιτούμενοι οικειοθελώς, μια απαράδεκτη "πολυτέλεια" εν καιρώ πολέμου. Πολλοί από αυτούς είχαν πολύτιμη εμπειρία στο μικρασιατικό θέατρο επιχειρήσεων και η αντικατάστασή τους ήταν πολύ δύσκολη. Η διαδικασία αυτή "αποκατάστασης των αδικιών" υπήρξε καταστροφική.
Ανεξαρτήτως αριθμών, το βασικό πρόβλημα υπήρξε η σοβαρή πτώση της ποιότητας του στρατεύματος, καθώς οι μεταβολές δεν περιορίστηκαν στους ανωτάτους αλλά επεκτάθηκαν και στους ανωτέρους βαθμούς, επηρεάζοντας το στράτευμα ακόμη και μέχρι το επίπεδο των ταγμάτων. Οι περισσότεροι νέοι ηγήτορες δεν θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στις πολύ αυξημένες -από το 1921- επιχειρησιακές απαιτήσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Ακόμα χειρότερα, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου, κλονίζονται τόσο η στοιχειώδης αξιοκρατία όσο και η βασική πειθαρχία, και μάλιστα στα ανώτατα κλιμάκια του στρατού - που τουλάχιστον για τον ομοιογενή Βενιζελικό στρατό ήταν παγιωμένες. Πολλοί επανελθόντες αξιωματικοί, εξ αιτίας της εύνοιας που απολαμβάνουν και της πολιτικής οξύτητας, δεν θεωρούν εαυτούς δεσμευμένους από την αυστηρή στρατιωτική πειθαρχία, με αποτέλεσμα επανειλημμένα κρούσματα απειθαρχίας κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων που δεν πατάσσονται ενώ οδηγούν σε καταστροφικά επιχειρησιακά αποτελέσματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των φαινομένων της πολιτικής διάβρωσης που επέφερε ο Διχασμός, αποτελεί η αλλαγή του ίδιου του Διοικητού της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Ο ανοικτά Βενιζελικός στρατηγός Παρασκευόπουλος αδυνατεί να επιβληθεί μετά την πτώση του Βενιζέλου το 1920 και υποβάλει την παραίτησή του, στερώντας έτσι το στράτευμα από τις πολυτιμότατες γνώσεις και εμπειρίες του στο Μικρασιατικό πρόβλημα. Παρά την ύπαρξη ικανών αντιβενιζελικών αξιωματικών, επικεφαλής της Στρατιάς τίθεται ο στρατηγός Παπούλας, αξιωματικός εμπειρικής στρατιωτικής παιδείας, χωρίς επαρκή στρατιωτική μόρφωση και εμπειρία στη διοίκηση μεγάλων κλιμακίων.
Το αποτέλεσμα είναι ότι στο κρισιμότερο στάδιο της εκστρατείας, στις μεγάλες μάχες του 1921, ο Διοικητής της Σ.Μ.Α ηγείται χωρίς να έχει προσωπική άποψη για τα επιτελικά προβλήματα που ανακύπτουν και εξαρτάται απολύτως από τους επιτελείς του. Αυτοί όμως με την σειρά τους, έχουν μετατραπεί σε "καμαρίλα'' ανεξέλεγκτων και αλληλοϋποβλεπόμενων συμβούλων που αδυνατούν να λειτουργήσουν ως αποτελεσματικός μηχανισμός. Η ηγεσία αυτή αποτυγχάνει κατ΄ εξακολούθησιν αλλά δεν αντικαθίσταται.
Η Πολιτική Διαχείριση του Πολέμου
Λόγω της μακράς χρονικής διάρκειας της Μικρασιατικής Εκστρατείας, που υπερέβη τα τρία έτη, η πολιτική της διαχείριση, δηλαδή η εναρμόνισή των στρατιωτικών σκοπών, των πολεμικών επιχειρήσεων και της συνολικής στρατιωτικής πολιτικής με τις διεθνείς και εσωτερικές πολιτικές, διπλωματικές, οικονομικές εξελίξεις αποδείχτηκε κρίσιμη. Ο στόχος αυτός δεν επετεύχθη, και η αστοχία αυτή υπήρξε πολύ εντονότερη μετά τον Νοέμβριο του 1920. Για να γίνει αυτό κατανοητό, θα πρέπει να επισημανθούν ορισμένα βασικά στοιχεία της Μικρασιατικής Εκστρατείας:
Η Ελλάδα αποβιβάστηκε στη Μικρά Ασία το 1919 ως εντολοδόχος της Συμμαχίας που νίκησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά από συστηματική προσπάθεια του Ελ. Βενιζέλου. Οι Οθωμανοί, που είχαν καμφθεί μόλις πριν από τη λήξη του Α' Π.Π, δεν είχαν παραδοθεί άνευ όρων αλλά υπέγραψαν ανακωχή, εν αναμονή της οριστικής διευθετήσεως της ειρήνης. Τη στιγμή εκείνη η Οθωμανική στρατιωτική ισχύς είχε υποστεί βαρύτατα πλήγματα, όμως δεν είχε εξαλειφθεί, καθώς, ειδικά στον Καύκασο, υπήρχε σημαντικός όγκος αξιόμαχων δυνάμεων, και μάλιστα νικηφόρων κατά την τελευταία φάση του πολέμου.
Παράλληλα, οι όροι της ανακωχής και η εφαρμογή τους δεν έθιγαν τον βασικό οργανισμό του Οθωμανικού στρατού παρά μείωναν μόνον τον αριθμό υπηρετούντων ανδρών και όπλων. Οι Σύμμαχοι δεν είχαν διάθεση να προχωρήσουν στο αχανές εσωτερικό της Ανατολίας για να επιβλέψουν πλήρως την αποστράτευσή του, αλλά αρκούνταν στην αποστολή ολιγομελών τμημάτων για την τήρηση των όρων της ανακωχής και φρούρηση σημείων ιδιαίτερης σημασίας. Ταυτόχρονα, η λήξη του πολέμου σήμανε αφ΄ενός τη ραγδαία αποστράτευση των δυνάμεων της Συμμαχίας, αφ΄ετέρου την εντονότατη απροθυμία τους να εμπλακούν σε νέους αγώνες.
Η αρχική απροθυμία των Συμμάχων -που σταδιακά τρέπεται σε αδυναμία- να επιβάλουν την ειρήνη, συμπίπτει με τη σταδιακή ενίσχυση των τουρκικών εθνικιστικών προσπαθειών, υπό τον Κεμάλ, να ελέγξουν πολιτικά και να ανασυντάξουν τον Οθωμανικό στρατό. Το αποτέλεσμα είναι μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις όπου επιχειρείται από τη μία να συμβιβαστούν οι εντεινόμενοι ενδοσυμμαχικοί ανταγωνισμοί και από την άλλη να επιτευχθεί συμφωνία αποδεκτή από την κυβέρνηση του Σουλτάνου που πιέζεται από τους Κεμαλικούς.
Αυτή η τελευταία απαίτηση (ή ελπίδα) οδηγεί τους Συμμάχους να αποτρέπουν την Ελλάδα, από οποιαδήποτε αποφασιστική ενέργεια εναντίον των τουρκικών δυνάμεων, ενώ το Κεμαλικό κίνημα σταθερά ισχυροποιείται. Η Ελληνική κυβέρνηση υπακούει με δυσφορία στην αναστολή δράσης, αφ΄ενός μεν γιατί βρίσκεται στην Μ. Ασία με έγκριση των Συμμάχων, αφ΄ ετέρου δε γιατί θεωρεί πως τυχόν σύγκρουση με τη Συμμαχία θα τερματίσει καταστροφικά την εκστρατεία. Η υποχρεωτική αυτή αναστολή φτάνει τερματίζεται τον Ιούνιο του 1920 με την Ελληνική προέλαση προς Ουσάκ, Πάνορμο και Προύσα και επίσης με την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης - κατόπιν Βρετανικού αιτήματος.
Τον Ιούλιο του 1920, υπογράφεται η Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών. Ο Βενιζέλος και η Ελληνική στρατιωτική ηγεσία, ήδη από την άνοιξη του 1920, αντιλαμβάνονται ότι η κατάσταση έχει αλλάξει και το αρχικό σχέδιο να επιτευχθεί Ελληνική κυριαρχία σε μία ευρεία περιοχή πέριξ της Σμύρνης ως αποτέλεσμα της Οθωμανικής ήττας, δεν έχει επιτευχθεί. Γνωρίζουν, όπως γνωρίζουν και όλοι οι Σύμμαχοι, ότι απαιτείται μια αποφασιστική εκστρατεία προς Ανατολάς για την καταστροφή των αυξανόμενων Κεμαλικών δυνάμεων. Γνωρίζουν επίσης ότι το εγχείρημα αυτό αποτελεί αγώνα εναντίον του χρόνου, γιατί πρέπει να επιτευχθεί όσο η Ελλάς έχει (ή μπορεί να επιτύχει) στρατιωτική υπεροχή, καθώς η Κεμαλική ισχύς αυξάνεται συνεχώς και ποικιλοτρόπως.
Η αναμονή των εκλογών του Νοεμβρίου παγώνει τις εξελίξεις, αν και ο Βενιζέλος συνεχίζει να κινείται διπλωματικά ώστε στην σχεδιαζόμενη μεγάλη επίθεση προς Ανατολάς, να έχει την Βρετανική υλική υποστήριξη. Πιθανώς μάλιστα η επιθυμία για εσωτερική πολιτική στήριξη στην εκστρατεία αυτή, να τον οδήγησε στην απόφαση να κηρύξει τις εκλογές του Νοεμβρίου, ελπίζοντας φυσικά να τις κερδίσει χάρις και στην επιτυχία της Συνθήκης των Σεβρών. Οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 οδηγούν τη διεύθυνση της Εκστρατείας σε κατάσταση πλήρους συγχύσεως και παλινωδιών.
Η κυβέρνηση παραπαίει ανάμεσα στις προεκλογικές διακηρύξεις για αποστράτευση και απεμπλοκή, τη στασιμότητα λόγω της αρχικής της άγνοιας της κατάστασης, και τον πειρασμό να συμμετάσχει στη δόξα της "Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών". Δεν συμπτύσσεται στην περιοχή της Σμύρνης, ούτε απεμπλέκεται από τη Μικρασία, αλλά και δε θέλει να προχωρήσει ανατολικά. Η αρχική αμηχανία εκδηλώνεται με μια περιορισμένη και άτολμη επιχείρηση τον Δεκέμβριο του 1920 κι όταν αυτή δίνει το σαφές και δυσάρεστο μήνυμά της, ο Γούναρης εξαναγκάζεται στις ευρύτερες επιχειρήσεις του Μαρτίου του 1921.
Αυτές όμως διεξάγονται με ανεπαρκείς δυνάμεις, αφού η κυβέρνηση πείθεται πολύ αργά να προβεί στην επιστράτευση νέων κλάσεων. Η αποτυχία οφείλεται και στην εντυπωσιακή αδυναμία στη σχεδίαση των επιχειρήσεων, σκληρή υπόμνηση της αποτυχίας των αλλαγών στο στράτευμα που έκανε το νέο καθεστώς. Συνέπεια της αποτυχίας είναι η νέα, κρίσιμη απώλεια χρόνου και ενίσχυση του Κεμαλικού στρατού. Νέα μεγαλύτερη προσπάθεια, με τις επιθετικές επιχειρήσεις του Ιουνίου 1921, οδηγεί στην κατάληψη των σημαντικών κέντρων Εσκί Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ, αλλά ο βασικός στόχος, η συντριβή του Τουρκικού στρατού, δεν επιτυγχάνεται.
Η υπεροχή της Τουρκικής ηγεσίας έναντι της Ελληνικής στον σχεδιασμό και την εκτέλεση των επιχειρήσεων γίνεται πάλι καταφανής. Η αποτυχία σημαίνει ότι θα πρέπει να αναληφθεί και νέα προσπάθεια για την κατάληψη της Άγκυρας, αλλιώς η Ελλάς περιέρχεται σε στρατηγικό αδιέξοδο, γιατί αν δεν κατανικήσει τον Κεμάλ, όλοι απαιτούν να αποχωρήσει από τη Μικρασία. Η κυβέρνηση πιέζει να αναληφθεί η νέα, παρακινδυνευμένη προσπάθεια άμεσα, χωρίς την απαραίτητη για επιχειρησιακούς λόγους ενίσχυση του εφοδιασμού, επειδή τον Σεπτέμβριο θέλει να προχωρήσει σε αποστράτευση.
Όμως στις επιχειρήσεις του Αυγούστου στον Σαγγάριο ποταμό, ο Κεμαλικός στρατός έχει ήδη ενισχυθεί και η επιχείρηση τελικά αποτυγχάνει με βαριές απώλειες, ενώ καταφαίνεται και πάλι η ανεπάρκεια της ηγεσίας. Οι διαδοχικές αποτυχίες οδηγούν σε αδιέξοδο και τέλμα. Αντί για την ταχεία αποστράτευση που ευαγγελιζόταν, η κυβέρνηση τηρεί υπό τα όπλα στο βάθος της Ανατολίας 200.000 άντρες, στους οποίους δε μπορεί να προσφέρει ελπίδα απεμπλοκής. Το αδιέξοδο θα οδηγήσει σε εκτός πραγματικότητας σχέδια για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και στην πτώση του ηθικού του στρατού, που επιτείνεται από την ευρεία φυγοστρατεία και λιποταξία, με τη σιωπηρή συνενοχή του καθεστώτος.
Συνοψίζοντας, από τον Νοέμβριο του 1920 η πολιτική διαχείριση της Μικρασιατικής Εκστρατείας ευθύνεται για την αποτυχία να αναπτυχθεί η επαρκής -αλλά εφικτή- στρατιωτική ισχύς που ήταν απαραίτητη για να επιτύχει το στρατιωτικό εγχείρημα προς Ανατολάς και να επιτευχθεί ο δύσκολος -αλλά εφικτός- στόχος που είχε τεθεί: ο σταθερός πολιτικός έλεγχος της Δυτικής Μικράς Ασίας.
Η Υστέρηση του Ελληνικού Στρατιωτικού Οργανισμού Έναντι του Αντίστοιχου Τουρκικού
Το Ελληνικό Κράτος μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα δεν διαθέτει σοβαρό στρατιωτικό οργανισμό, όπως υπενθυμίζει οδυνηρά η επονείδιστη ήττα του 1897. Αφετηρία συγκρότησής του Στρατού σε σύγχρονες βάσεις αποτέλεσε η προσπάθεια της κυβέρνησης Θεοτόκη, από το 1904. Το Κίνημα στο Γουδί και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη του, όμως οι σχετικά εύκολες νίκες που πέτυχε έναντι ασθενεστέρων Τουρκικών δυνάμεων απέκρυψαν τις αδυναμίες και δημιούργησαν ψευδαίσθηση γενικής υπεροχής. Η ανάπτυξη διακόπηκε πολύ γρήγορα εξ αιτίας του Α’ Π.Π και του Εθνικού Διχασμού.
Η ισχυρή δύναμη που συγκροτήθηκε το 1918 στο Μακεδονικό Μέτωπο διοικήθηκε κατά βάση από τους Συμμάχους και έλαβε μέρος περισσότερο σε δευτερεύουσες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα η αποκτηθείσα επιτελική εμπειρία να είναι μικρή, κι επιπλέον, να προέρχονται από ένα στατικό και περιορισμένο μέτωπο, ενώ στη Μικρασία επρόκειτο να διεξαχθεί αγώνας ευρέων κινήσεων σε αναπεπταμένα εδάφη. Το 1919 ο Ε.Σ ήταν ακόμη ένας ανώριμος οργανισμός. Η βασική του αδυναμία ήταν η απουσία αρκετών επιτελών εκπαιδευμένων σε σχολές πολέμου και σχετική εμπειρία, με αποτέλεσμα την αδυναμία των διοικήσεων και επιτελείων να σχεδιάσουν και να διευθύνουν αποτελεσματικά επιχειρήσεις σε επίπεδο στρατιάς - σώματος στρατού - μεραρχίας.
Επίσης προβλήματα δημιουργούσαν η δυσκίνητη σύνθεση των σχηματισμών, η ανεπάρκεια του πυροβολικού, η μικρή δύναμη του ιππικού και η προσκόλληση στο συγκεντρωτικό Γαλλικό δόγμα. Από την άλλη, ο νέος Τουρκικός στρατός που οργάνωσε ο Κεμάλ στηρίχθηκε στον Οθωμανικό στρατό με τη μεγάλη πολεμική του παράδοση. Στις μεγάλες εκσυγχρονιστικές προσπάθειες που κατέβαλαν οι Σουλτάνοι κατά το 19ο αιώνα περιλαμβάνεται η ίδρυση σύγχρονων στρατιωτικών σχολών. Ήδη από το 1843 ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη ανωτέρα ακαδημία πολέμου που το 1882 αναβαθμίζεται σοβαρά κατά το πρότυπο της Βερολινείου Ακαδημίας Πολέμου.
Συγκριτικά, η Ελλάδα θα αποκτήσει σχολή πολέμου μόλις το 1925. Η πολεμική δράση των Οθωμανών στους Βαλκανικούς Πολέμους και κυρίως στον Α' Π.Π, ασύγκριτα μεγαλύτερη από την Ελληνική, παρά τα γενικώς δυσμενή αποτελέσματά της, προσφέρει στον Οθωμανικό στρατό πολύ μεγάλη εμπειρία, που θα αποδειχτεί κρίσιμη. Από το 1,5 εκατομμύριο στρατό του Α' Π.Π με τις 7 στρατιές, οι Τούρκοι επιλέγουν με αυστηρά κριτήρια τους ικανότερους αξιωματικούς για ένα στρατό που στο απόγειο του δεν ξεπερνά τους 200.000 άνδρες. Όλοι τους σχεδόν είναι μικρής ηλικίας, ενώ το Σώμα των Τούρκων αξιωματικών έχει αξιοσημείωτη ιδεολογική και πολιτική ομοιογένεια.
Οι διοικητές των Σωμάτων Στρατού είναι συνταγματάρχες και οι μέραρχοι αντισυνταγματάρχες. Διαθέτουν ξεχωριστό επίλεκτο σώμα επιτελών αξιωματικών, αποφοίτων της ακαδημίας πολέμου της Κωνσταντινούπολης. Υιοθετούν ελαφριά σύνθεση σχηματισμών που τους προσδίδει μεγάλη ευκινησία και τους επιτρέπει να εκτελούν βαθιές εισχωρήσεις, ευρείς ελιγμούς και υποχωρητικές μάχες. Διαθέτουν ισχυρό πυροβολικό και πολυάριθμο ιππικό που χρησιμοποιούν ως ιπποκίνητο πεζικό καθώς και στρατονομικό σώμα που πατάσσει κάθε ανυπακοή.
Τα αποτελέσματα της διαφοράς αυτής φαίνονται στην πράξη: ο Ελληνικός Στρατός, σε αντίθεση με την Τουρκική, υποπίπτει συστηματικά σε κρίσιμα λάθη: υποτίμηση του αντιπάλου, υποτίμηση των απαραίτητων δυνάμεων για δεδομένες αποστολές, κακός συντονισμός, μη τήρηση εφεδρειών, αποτυχία να γίνουν αντιληπτές κρίσιμες ευκαιρίες, άκαμπτα σχέδια, υπερτίμηση της κατοχής εδάφους έναντι της καταστροφής του εχθρού. Η Στρατιά θα αγγίξει επανειλημμένως τη νίκη, αλλά δε θα την επιτύχει.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)