«Όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον. Όποιος
ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν»
Τζώρτζ Όργουελ 1984
Οι περισσότεροι από εσάς θυμάστε την τελευταία σκηνή από την
δημοφιλή ταινία αρχαιολογικής περιπέτειας «Οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού» με
τον Ιντιάνα Τζόουνς, στην οποία ένα σημαντικό ιστορικό εύρημα, η Κιβωτός της
Διαθήκης από το Ναό της Ιερουσαλήμ, κλειδώνεται σ’ ένα κιβώτιο και τοποθετείται
σε μια τεράστια αποθήκη, όπου δεν θα την ξαναδεί ποτέ κανείς, εξασφαλίζοντας μ’
αυτό τον τρόπο ότι τα βιβλία της ιστορίας δεν θα χρειαστεί να ξαναγράφουν και οι
καθηγητές της ιστορίας δεν θα χρειαστεί να αναθεωρήσουν τη διάλεξη που δίνουν
εδώ και σαράντα χρόνια.
Συμφωνα με τη γνώμη πολλών εξερευνητών, παρ’ όλο που η ταινία
είναι φανταστική, η σκηνή κατά την οποία ένα σημαντικό αρχαίο λείψανο θάβεται σε
μια αποθήκη είναι επικίνδυνα κοντά στην πραγματικότητα. Για όσους ερευνούν τις
κατηγορίες για αρχαιολογικές συγκαλύψεις, υπάρχουν ενοχλητικές ενδείξεις ότι το
πιο σημαντικό αρχαιολογικό ινστιτούτο των ΗΠΑ, το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν
(Smithsonian), που αποτελεί ανεξάρτητη ομοσπονδιακή αρχή, έχει σκόπιμα αποκρύψει
κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες και σημαντικές αρχαιολογικές ανακαλύψεις που
έγιναν στην Αμερικανική ήπειρο.
Το Βατικανό εδώ
και πολύ καιρό κατηγορείται ότι κρύβει ευρήματα και αρχαία
βιβλία στα τεράστια υπόγεια του, χωρίς να επιτρέπει στον έξω κόσμο την
πρόσβαση σ’ αυτά. Οι μυστικοί αυτοί θησαυροί, των οποίων η ιστορική ή
θρησκευτική φύση είναι συχνά αμφισβητούμενη, θεωρούνται ότι αποκρύπτονται από
την Καθολική Εκκλησία γιατί μπορούν να τραυματίσουν την αξιοπιστία της, ή ίσως
να θέσουν τα επίσημα κείμενα τους υπό αμφισβήτηση. Δυστυχώς, υπάρχουν ατράνταχτα
στοιχεία ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει στο Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν.
Το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν ιδρύθηκε το 1829, όταν ένας
εκκεντρικός Βρετανός εκατομμυριούχος ονόματι Τζέημς Σμίθσον (James Smithson),
πέθανε αφήνοντας το ποσό των 515.169 δολαρίων για τη δημιουργία ενός ινστιτούτου
«για την αύξηση και τη διάδοση της γνώσης στους ανθρώπους». Δυστυχώς, υπάρχουν
στοιχεία σύμφωνα με τα οποία το Σμιθσόνιαν τα τελευταία εκατό χρόνια ασχολείται
περισσότερο με την απόκρυψη παρά με τη διάδοση της γνώσης.
κάνε κλικ επάνω στην εικόνα
Η συγκάλυψη και απόκρυψη
αρχαιολογικών στοιχείων ξεκίνησε στο τέλος του 1881 όταν ο Τζων Γουέσλυ
Πάουελ (John Wesley Powell), ο γεωλόγος που έγινε διάσημος για την εξερεύνηση
του Γκραν Κάνυον, διόρισε τον Σάϊρους Τόμας (Cyrus Thomas) διευθυντή του
Τμήματος Ανατολικών Τύμβων του Γραφείου Εθνολογίας του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν.
Όταν ο Τόμας έφτασε στο Γραφείο Εθνολογίας «πίστευε ακράδαντα στην ύπαρξη μιας
φυλής Κατασκευαστών Τύμβων, διάφορης από τις φυλές των Ινδιάνων της
Αμερικής».
Ο Τζων Γουέσλυ Πάουελ όμως, ο διευθυντής του Γραφείου
Εθνολογίας, που ήταν πολύ φιλικά διακείμενος προς τους Ινδιάνους της Αμερικής,
όταν ήταν νέος είχε ζήσει για πολλά χρόνια με τους ειρηνικούς Ινδιάνους
Γουινεμπάγκο (Winnebago) του Ουισκόνσιν και πίστευε ότι οι Ινδιάνοι της Αμερικής
άδικα θεωρούνταν πρωτόγονοι και άγριοι.
Το Σμιθσόνιαν άρχισε να προωθεί την ιδέα ότι οι ιθαγενείς
Αμερικανοί, οι οποίοι εκείνη την εποχή εξολοθρεύονταν στους «Ινδιάνικους
Πολέμους», κατάγονταν από προηγμένους πολιτισμούς και ήταν άξιοι σεβασμού και
προστασίας. Ξεκίνησαν επίσης ένα πρόγραμμα συγκάλυψης των αρχαιολογικών
στοιχείων που υποστήριζαν το κίνημα που ήταν γνωστό ως Διαδοτισμός
(Diffusionism), ένα κίνημα που υποστηρίζει ότι κατά τη διάρκεια της ιστορίας
υπήρξε μεγάλη διάδοση κουλτούρας και πολιτισμικών αξιών, η οποία προέκυψε λόγω
των ταξιδιών των πλοίων και των εμπορικών ανταλλαγών.
Το Σμιθσόνιαν ακολούθησε το αντίθετο
κίνημα, που είναι γνωστό ως Απομονωτισμός (Isolationism). Ο Απομονωτισμός
υποστηρίζει ότι οι περισσότεροι πολιτισμοί ήταν απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο
και ότι υπήρξε ελάχιστη επαφή μεταξύ τους, ιδιαίτερα μεταξύ εκείνων που
χωρίζονταν από εκτάσεις νερού.
Σ’ αυτό τον διανοητικό
πόλεμο που ξέσπασε την δεκαετία του 1880, υποστηριζόταν ότι ακόμα και η
επαφή μεταξύ των πολιτισμών των Κοιλάδων του Οχάιο και του Μισισιπή ήταν σπάνια,
και οπωσδήποτε οι πολιτισμοί αυτοί δεν είχαν καμιά επαφή με προηγμένους
πολιτισμούς όπως των Μαγιάς, των Τολτέκων, ή των Αζτέκων στο Μεξικό και την
Κεντρική Αμερική. Με τα δεδομένα του Παλιού Κόσμου η ιδέα αυτή είναι ακραία,
ακόμα και γελοία, αν σκεφτεί κανείς ότι το «δίκτυο» των ποταμών φτάνει μέχρι τον
Κόλπο του Μεξικού και ότι οι πολιτισμοί αυτοί υπήρχαν στην απέναντι πλευρά του
κόλπου. Είναι σαν να ισχυρίζεται κάποιος ότι οι πολιτισμοί της Μαύρης θάλασσας
δεν θα μπορούσαν να έχουν επαφή με τη Μεσόγειο.
Όταν εξετάστηκε το περιεχόμενο πολλών αρχαίων τύμβων και
πυραμίδων στις Μεσοδυτικές πολιτείες, φάνηκε ότι η ιστορία των Κοιλάδων του
Μισισιπή αφορούσε έναν αρχαίο και προηγμένο πολιτισμό που είχε έρθει σε επαφή με
την Ευρώπη και άλλες περιοχές. Εκτός αυτού, σε πολλούς τύμβους ανακαλύφθηκαν
τάφοι πανύψηλων ανδρών, που έφταναν κάποτε τα εφτά ή οχτώ πόδια σε ύψος, στους
οποίους μάλιστα υπήρχαν πλήρεις πανοπλίες και σπαθιά και μερικές φορές θησαυροί
μεγάλης αξίας.
Για παράδειγμα, όταν ανασκάφηκε ο τύμβος Σπίρο (Spiro) στην
Οκλαχόμα στα 1930, βρέθηκε ένας ψηλός άνδρας μαζί με ένα δοχείο με χιλιάδες
μαργαριτάρια και άλλα τεχνουργήματα. Ήταν ο μεγαλύτερος θησαυρός αυτού του
είδους που είχε καταγραφεί μέχρι τότε. Το πού βρίσκεται ο άνδρας με την πανοπλία
είναι άγνωστο και είναι πολύ πιθανό ότι τελικά μεταφέρθηκε στο Ινστιτούτο
Σμιθσόνιαν.
Σε μια ιδιωτική συζήτηση με έναν γνωστό ιστορικό ερευνητή (το
όνομα του οποίου δεν θα αποκαλύψω), έμαθα ότι ένας πρώην υπάλληλος του
Σμιθσόνιαν, που απολύθηκε γιατί υποστήριζε την εκδοχή του Διαδοτισμού στην
Αμερικανική ήπειρο (δηλ. την αιρετική άποψη ότι άλλοι αρχαίοι πολιτισμοί είχαν
ίσως επισκεφθεί τις ακτές της Βορείου και Νοτίου Αμερικής κατά τη διάρκεια των
πολλών χιλιετηρίδων πριν από τον Κολόμβο), υποστήριζε ότι κάποτε το Σμισθόνιαν
έβγαλε στον Ατλαντικό μια φορτηγίδα γεμάτη περίεργα αντικείμενα και
τεχνουργήματα και τα έριξε στον ωκεανό.
Παρ’ όλο που είναι δύσκολο να δεχτεί κανείς την ιδέα ότι το
Σμιθσόνιαν θα μπορούσε να συγκαλύψει ένα σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα, υπάρχουν
δυστυχώς πολλές αποδείξεις ότι το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν συγκάλυψε και «έχασε»
σκόπιμα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Το ενημερωτικό δελτίο «Stonewatch» της
Εταιρείας «Gungywamp» του Κονέκτικατ, η οποία ερευνά μεγαλιθικά μνημεία στη Νέα
Αγγλία, είχε μια περίεργη ιστορία στο τεύχος του χειμώνα του 1992 σχετικά με
ορισμένα πέτρινα φέρετρα που ανακαλύφθηκαν το 1892 στην Αλαμπάμα, στάλθηκαν στο
Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν και μετά «χάθηκαν».
Σύμφωνα με το ενημερωτικό δελτίο, ο ερευνητής Φρέντερικ Τζ.
Πολ (Frederick J. Pohl) έγραψε ένα ενδιαφέρον γράμμα το 1950 στον μακαρίτη Δρα.
Τ. Σ. Λέθμπριτζ (Dr. T.C. Lethbridge), έναν Βρετανό αρχαιολόγο.
Το γράμμα από τον Πολ
ανέφερε: «Ένας καθηγητής της γεωλογίας μου έστειλε ένα αντίγραφο από
την έκθεση του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν, με τίτλο «Το Ταφικό Σπήλαιο Κραμφ, του
Φρανκ Μπέρνς (Frank Burns), της Υπηρεσίας Γεωλογικής Έρευνας των ΗΠΑ» από την
αναφορά του Εθνικού Μουσείου των ΗΠΑ για το 1892, σελ. 451-454, 1984. Στο
Σπήλαιο Κραμφ (Crumf), στο νότιο βραχίονα του ποταμού Γουόριορ, στην Κοιλάδα
Μέρφυ, στην Επαρχία Μπλάουντ της Αλαμπάμα, όπου φτάνει κανείς μέσω ποταμών από
τον Κόλπο Μομπάιλ, υπήρχαν φέρετρα από ξύλο σκαμμένο με φωτιά και με πέτρινα ή
χάλκινα εργαλεία. Οχτώ από αυτά τα φέρετρα μεταφέρθηκαν στο Σμιθσόνιαν. Είχαν
μήκος περί που εφτά πόδια και πέντε ίντσες, πλάτος 14 ως 18 ίντσες και βάθος 6
έως 7 ίντσες. Τα καπάκια ήταν ανοιχτά. Έγραψα πρόσφατα στο Σμιθσόνιαν, και στις
11 Μαρτίου έλαβα την απάντηση από τον Φ. Μ. Σέτζλερ (F.M. Setzler), τον
προϊστάμενο του Τμήματος Ανθρωπολογίας. (Είπε ότι) «Δεν μπορέσαμε να βρούμε τα
δείγματα αυτά στις συλλογές μας, αν και τα αρχεία δείχνουν ότι
παρελήφθησαν».
Ο Ντέηβιντ Μπάρον (David Barron), Πρόεδρος της Εταιρείας
Gungywamp, έμαθε τελικά από το Σμιθσόνιαν ότι τα φέρετρα τελικά ήταν ξύλινες
λεκάνες και ούτως ή άλλως δεν μπορούσε να τα δει κανείς γιατί φυλάσσονταν σε μια
αποθήκη μολυσμένη από αμίαντο. Η αποθήκη αυτή επρόκειτο να κλειστεί για τα
επόμενα δέκα χρόνια και κανείς δεν επιτρεπόταν να μπει εκτός από το προσωπικό
του Σμιθσόνιαν!
Ο Ιβάν Τ. Σάντερσον (Ivan T. Sanderson), γνωστός ζωολόγος και
ένας από τους τακτικούς καλεσμένους στο σώου του Τζόνυ Κάρσον (Johnny Carson)
στη δεκαετία του ’60 (συνήθως με ένα εξωτικό ζώο, όπως έναν μυρμηγκοφάγο –
παγκολίνο ή έναν λεμούριο), διηγήθηκε κάποτε μια περίεργη ιστορία για ένα γράμμα
που έλαβε σχετικά με έναν μηχανικό που δούλευε στο νησί Σεμίγια (Shemya) του
συμπλέγματος των Αλεουτίων Νήσων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά την
κατασκευή ενός αεροδιαδρόμου, η ομάδα του ισοπέδωσε κάποιους λόφους και
ανακάλυψε κάτω από αλλεπάλληλα στρώματα προσχώσεων, απομεινάρια που τους φάνηκαν
ανθρώπινα. Ο τύμβος της Αλάσκα ήταν στην πραγματικότητα ένα νεκροταφείο γεμάτο
τεράστια ανθρώπινα λείψανα, που περιελάμβαναν κρανία και μακριά οστά ποδιών.
Τα κρανία είχαν ύψος από
22 έως 24 ίντσες από τη βάση ως την κορυφή. Δεδομένου ότι το κρανίο
ενός ενήλικα είναι συνήθως οχτώ ίντσες από το εμπρός έως το πίσω μέρος του, ένα
τόσο μεγάλο κρανίο φανερώνει ότι ο άνθρωπος που το είχε πρέπει να ήταν τεραστίων
διαστάσεων. Επιπλέον, αναφέρθηκε ότι κάθε κρανίο είχε υποστεί προσεκτικό
τρυπανισμό (διαδικασία ανοίγματος μιας οπής στο πάνω μέρος του κρανίου).
Στην πραγματικότητα, η συνήθεια να συμπιέζεται το κρανίο ενός
βρέφους και να εξαναγκάζεται να αναπτυχθείτε επίμηκυμένο σχήμα ήταν μια πρακτική
που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Περουβιανοί, οι Μαγιάς και οι Πλατυκέφαλοι
Ινδιάνοι της Μοντάνα.
Ο Σάντερσον προσπάθησε να συγκεντρώσει επιπλέον στοιχεία, και
τελικά έλαβε ένα γράμμα από ένα άλλο μέλος της ομάδας που επιβεβαίωσε το
γεγονός. Και τα δυο γράμματα ανέφεραν ότι το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν είχε
παραλάβει τα λείψανα αλλά έπειτα δεν ξανακούστηκε τίποτα. Ο
Σάντερσον φαινόταν πεπεισμένος ότι το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν είχε παραλάβει τα
περίεργα απομεινάρια, αναρωτιόταν όμως γιατί δεν δημοσιοποιούσαν τα στοιχεία.
Ρωτάει: «… μήπως αυτό συμβαίνει επειδή αυτοί οι άνθρωποι δεν θέλουν να
ξαναγράψουν τα επιστημονικά εγχειρίδια;»
Το 1944 έγινε μια τυχαία ανακάλυψη ακόμα πιο αμφιλεγόμενης
φύσης από τον Βάλντεμαρ Τζάλσραντ (Waldemar Julsrud) στο Ακαμπάρο (Acambaro) του
Μεξικού. Το Ακαμπάρο ανήκει στην Πολιτεία του Γκουανα χουάτο (Guanajuato), 175
μίλια βορειοδυτικά της πόλης του Μεξικού. Στον περίεργο αρχαιολογικό χώρο
βρέθηκαν πάνω από 33.500 αντικείμενα από πηλό, από πέτρα (ακόμη κι από νεφρίτη),
καθώς και μαχαίρια από οψιδιανό (που είναι πιο κοφτερά από τα ατσάλινα και
χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα στην καρδιοχειρουργική).
Ο Τζάλσραντ, επιφανής Γερμανός έμπορος της περιοχής, βρήκε
επίσης αγάλματα με ύψος που κυμαινόταν από λιγότερο από μια ίντσα μέχρι και έξι
πόδια, και τα οποία απεικόνιζαν μεγάλα ερπετά, μερικά από τα οποία ήταν σε
ενεργητική επαφή με ανθρώπους συνήθως τους έτρωγαν, αλλά σε μερικά, περίεργα
αγαλματίδια εμφανιζόταν ερωτική επαφή. Πολλά από τα πλάσματα αυτά θύμιζαν
δεινόσαυρους στους παρατηρητές.
Ο Τζάλσραντ στρίμωξε αυτή τη συλλογή σε δώδεκα δωμάτια του
εκτεταμένου σπιτιού του. Σ’ αυτή συμπεριλαμβάνονταν εκπληκτικές αναπαραστάσεις
Νέγρων, Ανατολιτών και γενειοφόρων Καυκασίων, όπως και μοτίβα από Αιγυπτιακούς,
Σουμεριακούς και άλλους αρχαίους πολιτισμούς του άλλου ημισφαιρίου, καθώς και
πορτραίτα του Μεγαλοπόδαρου και άλλων υδρόβιων τερατόμορφων πλασμάτων, περίεργων
συμπλεγμάτων ανθρώπων και ζώων, και ένα σωρό άλλες ανεξήγητες κατασκευές. Στον
ίδιο χώρο με τα κεραμικά αντικείμενα βρέθηκαν δόντια από ένα εξαφανισμένο είδος
αλόγου της Εποχής των Πάγων, ο σκελετός ενός μαμούθ, και μια σειρά από ανθρώπινα
κρανία.
Στα εργαστήρια του Πανεπιστημίου της Πενσυλαβανίας έγινε
ραδιοχρονολόγηση καθώς και πρόσθετα τεστ, με την χρήση της μεθόδου θερμικής
φωτεινότητας για τη χρονολόγηση αγγείων. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι τα
αντικείμενα κατασκευάστηκαν πριν από 6.500
χρόνια, γύρω στο 4.500 π.κ.ε. Μια ομάδα ειδικών από άλλο πανεπιστήμιο,
οι οποίοι είδαν τα έξι δείγματα του Τζάλσραντ χωρίς όμως να ξέρουν την προέλευση
τους, απέκλεισαν την πιθανότητα να είναι σύγχρονα αντίγραφα. Παρ’ όλα αυτά, δεν
μπόρεσαν να πουν τίποτα όταν πληροφορήθηκαν την αμφισβητούμενη προέλευση
τους.
Το 1952, σε μια προσπάθεια να δυσφημιστεί η περίεργη αυτή
συλλογή η οποία είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή, ο Αμερικανός αρχαιολόγος Τσαρλς
Σ. Ντιπέσο (Charles C. DiPeso) ισχυρίστηκε ότι εξέτασε διεξοδικά τα 32.000
κομμάτια που υπήρχαν τότε. Τα εξέτασε μέσα σε τέσσερις ώρες που πέρασε στο σπίτι
του Τζάλσραντ.
Σε ένα βιβλίο που πρόκειται να εκδοθεί (το οποίο καθυστέρησε
πολύ να κυκλοφορήσει λόγω των συνεχιζόμενων εξελίξεων στην έρευνα του) ο
ερευνητής αρχαιολογίας Τζων X. Τίρνεϋ (John Η. Tierney), ο οποίος δίνει
διαλέξεις πάνω στο θέμα εδώ και δεκαετίες, ισχυρίζεται ότι για να καταφέρει να
το κάνει αυτό ο Ντιπέσο θα έπρεπε να εξετάζει 133 κομμάτια το λεπτό συνέχεια επί
τέσσερις ώρες, ενώ στην πραγματικότητα, θα χρειάζονταν εβδομάδες ολόκληρες απλώς
και μόνο για διαχωρίσει κανείς τον τεράστιο όγκο των εκθεμάτων και να τα
διατάξει κατάλληλα για μια σωστή εκτίμηση.
Ο Τίρνεϋ, που κατά την διάρκεια της έρευνας συνεργάστηκε με
τον μακαρίτη καθηγητή Χάπγκουντ, τον επίσης μακαρίτη Ουίλλιαμ Ν. Ράσελ (William
Ν. Russell) και άλλους, υποστηρίζει ότι το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν και άλλες
αρχαιολογικές αρχές οργάνωσαν μια εκστρατεία πάραπληροφόρησης σχετικά με τα
ευρήματα. Στην αρχή της διαμάχης αυτής, το Σμιθσόνιαν απέρριψε ολόκληρη τη
συλλογή Ακαμπάρο ως μια καλοστημένη απάτη. Επίσης, χρησιμοποιώντας τον Νόμο για
την Ελευθερία της Πληροφόρησης, ο Τίρνεϋ ανακάλυψε ότι όλοι σχεδόν οι φάκελοι
του Σμιθσόνιαν σχετικά με την υπόθεση Τζάλσραντ είχαν χαθεί.
Μετά από δυο αποστολές στην περιοχή το 1955 και το 1968, ο
καθηγητής Τσαρλς Χάπγκουντ, καθηγητής ιστορίας και ανθρωπολογίας στο
Πανεπιστήμιο του Νιου Χαμσάιρ, κατέγραψε τα αποτελέσματα της έρευνας του στο
Ακαμπάρο σε ένα βιβλίο που τυπώθηκε ιδιωτικά με τον τίτλο Μυστήριο στο Ακαμπάρο.
Αρχικά, ο Χάπγκουντ ήταν ένας σκεπτικιστής με ανοιχτό μυαλό σ’ ό,τι αφορούσε στη
συλλογή, όμως μετά την πρώτη του επίσκεψη το 1955, όταν ήταν μάρτυρας της
ανασκαφής κάποιων από τις φιγούρες και μπόρεσε ακόμα να υποδείξει στους
ανασκαφείς το πού ήθελε να σκάψουν, πίστεψε απόλυτα ότι ήταν πραγματική.
Τα πράγματα στην απίστευτη αυτή διαμάχη περιπλέκονται ακόμα
περισσότερο από το γεγονός ότι το Εθνικό Ινστιτούτο Ιστορίας και Ανθρωπολογίας,
μέσω του μακαρίτη διευθυντή Προ-Ισπανικών Μνημείων, Δρα Εντουάρντο Νογκουέρα
(Dr. Eduardo Noguera), (ο οποίος, ως επικεφαλής μιας επίσημης ομάδας ερευνών
στην περιοχή, εξέδωσε μια αναφορά την οποία θα δημοσιεύσει ο Τίρνεϋ),
παραδέχτηκε «τα αντικείμενα βρέθηκαν με προφανώς επιστημονική διαδικασία». Όμως,
παρά το ότι οι αποδείξεις ήταν μπροστά στα μάτια τους, οι επίσημοι δήλωσαν ότι
λόγω της «φανταστικής» φύσης των αντικειμένων, θα πρέπει να αποτελούσαν απάτη
του Τζάλσραντ! Ο απελπισμένος αλλά πάντα αισιόδοξος Τζάλσραντ πέθανε. Το σπίτι
του πουλήθηκε και η συλλογή μπήκε στην αποθήκη. Η συλλογή αυτή τη στιγμή δεν
είναι ανοιχτή για το κοινό.
Ίσως η πιο εντυπωσιακή συγκάλυψη απ’ όλες να είναι η ανασκαφή
ενός αιγυπτιακού τύμβου από το ίδιο το Σμιθσόνιαν στην Αριζόνα. Μια μεγάλη
πρωτοσέλιδη δημοσίευση στην εφημερίδα «Phoenix Gazette» στις 5 Απριλίου του
1909, έδινε μια πολύ λεπτομερειακή αναφορά σχετικά με την ανακάλυψη και ανασκαφή
ενός θαλάμου σκαμμένου στο βράχο από μια αποστολή επικεφαλής της οποίας ήταν
κάποιος καθηγητής Σ.Α. Τζόρνταν (S.A. Jordan) από το Σμιθσόνιαν. Το Σμιθσόνιαν
όμως ισχυρίζεται ότι δεν έχει απολύτως καμία γνώση για την ανακάλυψη ή εκείνους
που την έκαναν.
Η World Explorers Club
(Λέσχη Εξερευνητών του Κόσμου) αποφάσισε να ελέγξει την ιστορία αυτή
επικοινωνώντας με το Σμιθσόνιαν στην Ουάσιγκτον, αν και πιστεύαμε ότι υπήρχαν
λίγες πιθανότητες να βρεθούν πραγματικά αξιόλογες πληροφορίες. Αφού μιλήσαμε
λίγο με τον τηλεφωνητή, μάς συνέδεσαν με μια αρχαιολόγο του Σμιθσόνιαν, και μια
γυναικεία φωνή ήρθε στο τηλέφωνο και μάς συστήθηκε.
Της είπα ότι ερευνούσα μια ιστορία από ένα άρθρο εφημερίδας
του Φοίνιξ του 1909 σχετικά με την ανασκαφή του Σμιθσόνιαν στους θαλάμους που
ήταν σκαμμένοι στους βράχους του Γκραν Κάνυον όπου βρέθηκαν αιγυπτιακά
αντικείμενα, και ρώτησα αν το Σμιθσόνιαν μπορούσα να μου δώσει πληροφορίες πάνω
στο θέμα.
«Λοιπόν, το πρώτο πράγμα που μπορώ να σας πω, πριν
προχωρήσουμε παρακάτω» είπε, «είναι ότι δεν έχουν βρεθεί ποτέ κανενός είδους
αιγυπτιακά αντικείμενα στη Βόρειο ή τη Νότιο Αμερική. Οπότε μπορώ να σας πώ ότι
το Σμιθσόνιαν δεν έχει ποτέ αναμιχθεί σε τέτοιες ανασκαφές». Ήταν πολύ ευγενική
και εξυπηρετική, τελικά όμως, δεν ήξερε τίποτα. Ούτε αυτή ούτε κανένας άλλος με
τον οποίο μίλησα δεν μπόρεσε να βρει κάποια καταγραφή της ανακάλυψης ούτε
σχετικά με τον Γ.Ε. Κινκέιντ (G.E. Kinkaid) ή τον καθηγητή Σ. Α. Τζόρνταν.
Παρ’ όλο που δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ολόκληρη η ιστορία
ίσως ήταν μια περίτεχνη απάτη της εφημερίδας, το γεγονός ότι ήταν στην πρώτη
σελίδα, κατονόμαζε το φημισμένο Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν και έδινε μια πολύ
λεπτομερειακή αναφορά που καταλάμβανε αρκετές σελίδες, υποστηρίζει την
αξιοπιστία της. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι μια τέτοια ιστορία βγήκε από το
πουθενά.
Μήπως το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν συγκαλύπτει μια αρχαιολογική
ανακάλυψη τεράστιας σημασίας; Αν η ιστορία αυτή είναι αληθινή, θα αλλάξει ριζικά
την τρέχουσα επιστημονική άποψη ότι δεν υπήρχε υπερωκεάνια επαφή πριν από τον
Κολόμβο, και ότι όλοι οι Αμερικανοί Ινδιάνοι, και στις δύο ηπείρους, κατάγονται
από τους εξερευνητές της Εποχής των Πάγων που ήρθαν από τον Βερίγγειο Πορθμό.
(Οποιαδήποτε πληροφορία έχουν οι αναγνώστες σχετικά με τον Γ.Ε. Κινκέιντ και τον
καθηγητή Σ.Α. Τζόρνταν, ή τις θρυλούμενες ανακαλύψεις τους, θα την εκτιμούσαμε
πολύ).
Μήπως η ιδέα ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι επισκέφθηκαν την
περιοχή της Αριζόνα είναι τόσο παράλογη και απορριπτέα που πρέπει να
συγκαλυφθεί; Ίσως το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν ενδιαφέρεται περισσότερο να
διατηρήσει την υπάρχουσα κατάσταση παρά να ταράξει τα νερά με εκπληκτικές νέες
ανακαλύψεις που ανατρέπουν την προηγουμένως αποδεκτή ακαδημαϊκή διδασκαλία.
Ο ιστορικός και γλωσσολόγος Καρλ Χαρτ (Carl Hart), εκδότης
του «World Explorer», βρήκε έναν οδοιπορικό χάρτη του Γκραν Κάνυον από ένα
βιβλιοπωλείο στο Σικάγο. Εξετάζοντας το χάρτη, εκπλαγήκαμε από το πόσες περιοχές
στη βόρεια πλευρά του φαραγγιού έχουν αιγυπτιακά ονόματα. Η περιοχή γύρω από το
Χείμαρρο των 94 Μιλίων και το Χείμαρρο Τρίνιτυ έχει σημεία (συμπλέγματα βράχων,
απ’ ό,τι φαίνεται) με ονόματα όπως Πύργος του Σετ, Πύργος του Ρα, Ναός του Ώρου,
Ναός του Όσιρι και Ναός της Ίσιδος. Στην περιοχή του Στοιχειωμένου Φαραγγιού
υπήρχαν ονόματα πυραμίδα του Χέοπα, Ερημητήριο του Βούδα, Ναός του Βούδα, Ναός
του Μανού και Ναός της Σίβα. Υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις περιοχές
και τις υποτιθέμενες αιγυπτιακές ανακαλύψεις στο Γκραν Κάνυον;
Επικοινωνήσαμε με έναν αρχαιολόγο της πολιτείας στο Γκραν
Κάνυον, που μας είπε ότι απλώς στους πρώτους εξερευνητές άρεσαν τα αιγυπτιακά
και ινδουιστικά ονόματα, ήταν αλήθεια όμως ότι η περιοχή αυτή ήταν απαγορευμένη
στους οδοιπόρους και τους άλλους επισκέπτες «λόγω επικίνδυνων σπηλαίων».
Πραγματικά, ολόκληρη αυτή η περιοχή του
Γκραν Κανυον με τα αιγυπτιακά και ινδουιστικά τοπωνύμια είναι απαγορευμένη ζώνη
κανείς δεν επιτρέπεται να μπει σ’ αυτή τη μεγάλη περιοχή.
Το μόνο που μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι αυτή ήταν η
περιοχή στην οποία βρίσκονταν οι θάλαμοι. Κι όμως σήμερα, η περιοχή αυτή, όλως
περιέργως, είναι αποκλεισμένη για όλους τους οδοιπόρους κι ακόμα, κατά μεγάλο
μέρος και στο προσωπικό του πάρκου.
Πιστεύω ότι ο έξυπνος αναγνώστης θα καταλάβει ότι αν έστω και
ένα μικρό μέρος από τις αποδείξεις του «Σμιθσόνιαν-γκέητ» είναι αληθινές, τότε
το πιο φημισμένο αρχαιολογικό μας Ινστιτούτο έχει αναμειχθεί ενεργά στη
συγκάλυψη στοιχείων σχετικά με προηγμένους αμερικανικούς πολιτισμούς, στοιχείων
για αρχαία ταξίδια πολλών πολιτισμών στη Βόρειο Αμερική, στοιχείων για ανώμαλης
μορφής γίγαντες και άλλα περίεργα ευρήματα, και στοιχείων που τείνουν να
ανατρέψουν το επίσημο δόγμα σχετικά με την ιστορία της Βορείου Αμερικής.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Σμιθσόνιαν εξακολουθεί να
αρνείται να ανοίξει τις συνεδριάσεις του στους δημοσιογράφους ή στο κοινό. Αν οι
Αμερικανοί μπορούσαν κάποτε να μπουν στη «σοφίτα του έθνους», όπως έχει
αποκληθεί το Σμιθσόνιαν, ποιος ξέρει τι σκελετούς θα ανακάλυπταν.