Κυριακή 28 Απριλίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

2.4.Β. Λυρική ποίηση

Για να ορίσουμε το έπος χρησιμοποιήσαμε ευδιάκριτα μορφολογικά στοιχεία: τη μεγάλη έκταση, τη σύνθεση κατά στίχο και το δακτυλικό εξάμετρο. Στη λυρική όμως ποίηση ο ορισμός είναι δύσκολος, καθώς και η έκταση και ο τρόπος της σύνθεσης και τα μέτρα ποικίλλουν. Το όνομα λυρική ποίηση δε μας βοηθά. Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι το καθιέρωσαν, γιατί τα περισσότερα λυρικά έργα συνοδεύονταν στην παρουσίασή τους από τη λύρα· παράβλεψαν όμως ότι το ίδιο όργανο συνόδευε και το έπος, και ακόμα ότι ορισμένες κατηγορίες λυρικών τραγουδιών δε συνοδεύονταν από τη λύρα αλλά από τον αυλό. Έτσι, δε μένει άλλο από το να πούμε ότι στη λυρική ποίηση εντάσσουμε όλα τα ποιητικά έργα που δεν ανήκουν στο έπος ή στη δραματική ποίηση, και να επιχειρήσουμε, χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια, να τα κατατάξουμε σε μικρότερες κατηγορίες.

Πρώτο κριτήριο ο λαϊκός ή όχι χαρακτήρας. Από τη μια ξεχωρίζουμε ορισμένα τραγούδια (εθιμικά και εργατικά τα περισσότερα) που είχαν ολοφάνερα λαϊκό χρώμα και κυκλοφορούσαν ανώνυμα· από την άλλη όλα τα ποιητικά έργα που είχαν συνθέσει επώνυμοι ποιητές και κυκλοφορούσαν με το όνομά τους.

Δεύτερο κριτήριο για να διαιρέσουμε τα επώνυμα έργα σε κατηγορίες είναι ο τρόπος της παρουσίασης. Ξεχωρίζουμε:

(α) Χορικά: έργα που παρουσιάζονταν τραγουδισμένα από ένα σύνολο με πολλούς τραγουδιστές, τον Χορό.

(β) Μονωδίες: έργα που παρουσιάζονταν τραγουδισμένα από ένα μόνο τραγουδιστή.

(γ) Ελεγείες: έργα που παρουσιάζονταν τραγουδισμένα από έναν τραγουδιστή πλαισιωμένο από Χορό, που τον υποστήριζε.

Στον πίνακα που ακολουθεί σημειώνονται και άλλες, μικρότερες κατηγορίες, που τα χαρακτηριστικά τους θα καθοριστούν στη συνέχεια.


Κατάταξη των λυρικών έργων

Η κατάταξη των λυρικών έργων όπως τη βλέπουμε στον πίνακα, παρουσιάζει και μιαν ιδιοτυπία. Αν εξαιρέσουμε τα λαϊκά τραγούδια, που προσαρμόζονται στη διάλεκτο και το ιδίωμα του κάθε τόπου, οι υπόλοιπες κατηγορίες χαρακτηρίζονται και από τη γλωσσική τους μορφή: στις ελεγείες οι ποιητές χρησιμοποιούσαν την τεχνητή γλώσσα του έπους και στους ιάμβους την ιωνική διάλεκτο· και ακόμα, κατά κανόνα οι ωδές γράφονταν στην αιολική διάλεκτο και τα χορικά τραγούδια στη δωρική.

Εύκολα διαπιστώνουμε ότι αυτές οι γλωσσικές προτιμήσεις σχετίζονται άμεσα με τη διάλεκτο της περιοχής όπου αναπτύχτηκε το κάθε ποιητικό είδος και έδρασαν οι κυριότεροι εκπρόσωποί του· σημειώνουμε όμως ότι το ιδιαίτερο διαλεκτικό χρώμα κάθε είδους διατηρήθηκε, τουλάχιστον επιφανειακά, σε όλες τις περιόδους της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας, ακόμα και όταν πια το είδος είχε επεκταθεί έξω από τα όρια της αρχικής του κοιτίδας και το καλλιεργούσαν ποιητές που η φυσική τους διάλεκτος ήταν διαφορετική.

Κοινό χαρακτηριστικό σε όλα τα πρώιμα λυρικά έργα είναι η συνύπαρξή τους με το μουσικό μέλος.[1] Δεν υπάρχει στην Αρχαϊκή και στην Κλασική εποχή λυρικό ποίημα που να προορίζεται για σιωπηλή ανάγνωση ή για απλή απαγγελία. Τα λυρικά έργα ήταν όλα γραμμένα για να τραγουδιούνται, πολλά και για να χορεύονται. Ήταν οι ίδιοι οι ποιητές που μαζί με τα λόγια συνθέταν τη μουσική και τη χορογραφία, όπου χρειαζόταν, των έργων τους.[2] Μπορεί κάτι τέτοιο να μας παραξενεύει σήμερα που οι ποιητές σπάνια ταυτίζονται με τους μουσικοσυνθέτες και τους χορογράφους, αλλά πρέπει να το δεχτούμε ως πραγματικότητα - μια πραγματικότητα που θα την καταλαβαίναμε καλύτερα, αν δεν ήταν τόσο φτωχές οι γνώσεις μας για την αρχαιοελληνική μουσική και χορό.

Στο περιεχόμενό της η λυρική ποίηση χαρακτηρίζεται από την έντονη προβολή του ποιητή και τον άμεσο σχολιασμό του σύγχρονού του κόσμου. Βέβαια, καμιά ανθρώπινη δημιουργία δε γίνεται να αποδεσμευτεί από τον τόπο της, την εποχή της και την προσωπικότητα του δημιουργού της· ενώ όμως οι επικοί ποιητές εκφράζονταν έμμεσα, τοποθετώντας τα έργα τους σε μια περασμένη μυθική εποχή, οι λυρικοί ποιητές, ακόμα και όταν χρησιμοποιούσαν μύθους,[3] πρόβαλλαν απροκάλυπτα τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους, παρουσίαζαν και σχολίαζαν απερίφραστα την εποχή και τον γύρω τους κόσμο: πρόσωπα, πράγματα, γεγονότα, καταστάσεις και ό,τι άλλο.
-----------------------
1. Γι᾽ αυτό η λυρική ποίηση ονομάζεται και μελική.

2. Η λέξη μολπή (μέλπω = τραγουδώ) μπορεί στον Όμηρο να σημαίνει και μόνο το τραγούδι και την ενότητα του τραγουδιού με τον χορό. Ο χορός μόνος ονομαζόταν ὀρχηθμός, ὄρχημα και ὄρχησις.

3. Στην αρχαϊκή λυρική ποίηση «ο μύθος, κυρίως ο μύθος που πέρασε από το φίλτρο της επικής ποίησης, παραθέτει πλάι στο γήινο γεγονός μιαν ανάλογη θεϊκή ή ηρωική εικόνα και έτσι προσδίδει στις εφήμερες ανθρώπινες πράξεις νόημα και αξία», Β. Snell, Η ανακάλυψη του πνεύματος, μετάφρ. Δ. Ιακώβ, Αθήνα (Μ.Ι.Ε.Τ.) 1981, σ. 83.

Ο Ξενοφώντας και η περίπτωση του Αλκιβιάδη

Μετά την επιτυχία των Αθηναίων στο «Κυνός Σήμα» (σημείο που σταμάτησε την ιστορία του ο Θουκυδίδης) το μέτωπο της Ιωνίας ξεκαθαρίζεται απόλυτα σε σχέση με το ρόλο των προσώπων και τις συμμαχίες που διαμορφώνονται. Ο Αλκιβιάδης τάσσεται αμετάκλητα με το μέρος της Αθήνας και ο Τισσαφέρνης με τη Σπάρτη. Το πρότερο καθεστώς που ήθελε τον Αλκιβιάδη συμβουλάτορα του Τισσαφέρνη σ’ ένα διπλό παιχνίδι εξυπηρέτησης άλλοτε των αθηναϊκών κι άλλοτε των σπαρτιατικών συμφερόντων – ανάλογα με τις δικές του βλέψεις – ήταν αδύνατο να συνεχιστεί, όπως επίσης και η πολιτική του Τισσαφέρνη, που παρίστανε το σύμμαχο των Σπαρτιατών, αλλά στην ουσία αποσκοπούσε στη διαιώνιση του πολέμου οδηγώντας σε απόλυτη φθορά και τα δύο στρατόπεδα προκειμένου να επωφεληθεί ο ίδιος. Αυτή, βέβαια, ήταν και η συμβουλή που του είχε δώσει ο Αλκιβιάδης, όταν αποδιωγμένος και από την Αθήνα και από τη Σπάρτη είχε ταχθεί με τα περσικά συμφέροντα.

Η διάλυση των σχέσεων Τισσαφέρνη – Αλκιβιάδη ήταν ήδη γεγονός, αλλά ο Αλκιβιάδης εξακολουθούσε να παριστάνει ότι συνεχίζονται με πρόθεση να κερδίσει όσο το δυνατό περισσότερα. Ο Τισσαφέρνης ήταν εκείνος που γκρέμισε και τα τελευταία προσχήματα: «έφτασε ο Τισσαφέρνης στον Ελλήσποντο. Ο Αλκιβιάδης πήγε μ’ ένα πολεμικό να τον επισκεφτεί, φέρνοντάς του προσφορές φιλοξενίας κι άλλα δώρα, μα ο άλλος τον συνέλαβε και τον φυλάκισε στις Σάρδεις, λέγοντας ότι είχε διαταγή από τον Βασιλέα να πολεμάει τους Αθηναίους. Έναν μήνα αργότερα μολοντούτο ο Αλκιβιάδης μαζί με τον Μαντίθεο, που είχε πιαστεί στην Καρία, κατόρθωσαν να βρουν άλογα και να δραπετεύσουν μια νύχτα στις Κλαζομενές». (1, 1, 9 – 10).

Η πρώτη ενέργεια του Αλκιβιάδη μετά την απόδραση ήταν να πάει στην Καρδία και να συνταχτεί με τον αθηναϊκό στόλο, που είχε καταφύγει εκεί από τη Σηστό φοβούμενος επίθεση του Σπαρτιάτη στρατηγού Μίνδαρου. Ήταν πια ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης των Αθηναίων. Συγκέντρωσε τα πλοία, δέχτηκε και τις ενισχύσεις που ήρθαν από τη Θάσο και τη Μακεδονία και οδήγησε σύσσωμο το στόλο στο Πάριο. Από εκεί αναχώρησαν για την Προκόννησο: «Τότε έμαθαν ότι ο Μίνδαρος καθώς και ο Φαρνάβαζος με το πεζικό του βρίσκονταν στην Κύζικο». (1, 1, 14).

Ο Αλκιβιάδης τους παρότρυνε αμέσως να επιτεθούν: «Σαν είδαν οι Πελοποννήσιοι τους Αθηναίους με πολύ περισσότερα πλοία από πριν, και μάλιστα κοντά στο λιμάνι, κατέφυγαν στην παραλία και, αραδιάζοντας όλα μαζί τα καράβια, έστησαν μάχη με τους Αθηναίους που έπλεαν καταπάνω τους. Ο Αλκιβιάδης έκανε κυκλωτική κίνηση με είκοσι πλοία και βγήκε στη στεριά· βλέποντάς το ο Μίνδαρος βγήκε κι αυτός, αλλά σκοτώθηκε πολεμώντας, κι ο στρατός του το ‘βαλε στα πόδια. Οι Αθηναίοι αιχμαλώτισαν όλα τα εχθρικά πλοία – εκτός από τα πλοία των Συρακουσίων, που τα ‘καψαν οι ίδιοι οι Συρακούσιοι – και τα πήγαν στην Προκόννησο, απ’ όπου την άλλη μέρα βάλαν πλώρη για την Κύζικο». (1, 1, 17 – 19).

Οι επιτυχίες που έφερε ο Αλκιβιάδης στους Αθηναίους δεν είχαν μόνο στρατιωτική, αλλά και ψυχολογική σημασία. Φαινόταν ο άνθρωπος που θα μπορέσει να ισορροπήσει εκ νέου την κατάσταση, τη στιγμή που όλα έδειχναν ότι η Σπάρτη ήταν κοντά στην τελική επικράτηση. Η μεγάλη νίκη απέναντι στο Μίνδαρο και τα χρήματα που κατάφερε να συγκεντρώσει από την Κύζικο, χωρίς να πειράξει κανένα από τους ντόπιους, θύμισαν σε όλους το παλιό αθηναϊκό μεγαλείο καθιστώντας σαφές ότι κανείς ποτέ δεν πρέπει να υποτιμά αυτή τη μεγάλη δύναμη. Δεν είναι τυχαίο που αμέσως μετά οι Περίνθιοι άνοιξαν τις πύλες στους Αθηναίους κι ότι οι Σηλύμβριοι, αν και δε δέχτηκαν τον Αλκιβιάδη στην πόλη, έδωσαν χρήματα. Η επιστολή του Ιπποκράτη (υπαρχηγού του Μινδάρου) προς τη Σπάρτη είναι απολύτως χαρακτηριστική: «Χάθηκαν τα πλοία. Μίνδαρος σκοτώθηκε. Πεινούν οι άνδρες. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε». (1, 1, 23).

Ο Φαρνάβαζος δεν είχε άλλη επιλογή απ’ τη γενναιόδωρη χρηματοδότηση (όχι όπως πριν που παρίστανε το χρηματοδότη), προκειμένου να τονώσει το ηθικό του στρατεύματος: «ο Φαρνάβαζος εμψύχωνε το στρατό των Πελοποννησίων και των συμμάχων, λέγοντάς τους να μη χάνουν το θάρρος τους “για λίγα ξύλα”, μια κι είχαν σώσει τις ζωές τους: ξυλεία είχε άφθονη η χώρα του Βασιλέως. Έδωσε στον καθένα από ένα πανωφόρι και μισθό για δυο μήνες, όπλισε τους ναύτες και τους έβαλε να φρουρούν τις ακτές τις σατραπείας του». (1, 1, 24). Κοντά σ’ αυτά, έφτασαν και τα δυσάρεστα νέα στους Συρακουσίους στρατηγούς (οι Συρακούσιοι ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχοι σύμμαχοι των Σπαρτιατών) ότι πλέον θεωρούνταν εξόριστοι από τη δημοκρατική μερίδα της πόλης τους, προκαλώντας την αγανάκτηση των στρατιωτών που δεν ήθελαν να αντικατασταθεί η ηγεσία και ιδιαίτερα ο Ερμοκράτης, ο οποίος ήταν εξαιρετικά δημοφιλής.

Από την άλλη, ο Άγις, που εξακολουθούσε να κατέχει τη Δεκέλεια, όταν πλησίασε τα τείχη της Αθήνας, υποχώρησε μπροστά στις δυνάμεις που συγκέντρωσε ο Θράσυλλος. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι ο αποκλεισμός της Αθήνας από τη στεριά, μέσω της Δεκέλειας, ήταν εντελώς ανώφελος, αν δε συνοδευόταν κι από αντίστοιχο ναυτικό αποκλεισμό, ώστε να εμποδιστεί πλήρως ο ανεφοδιασμός της πόλης: «ο Άγις, βλέποντας από τη Δεκέλεια να ‘ρχονται στον Πειραιά πολλά καράβια με στάρι, δήλωνε πως τίποτα δεν ωφελούσε ο αποκλεισμός που τόσον καιρό έκαναν στην Αθήνα από τη στεριά, όσο δεν κατόρθωναν να καταλάβουν τις περιοχές απ’ όπου ερχόταν το στάρι: το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να στείλουν στην Καρχηδόνα και στο Βυζάντιο τον Κλέαρχο του Ραμφία, που ήταν πρόξενος του Βυζαντίου». (1, 1, 35).

Φτάνουμε πια στο 409 π. Χ. όταν ο Θράσυλλος έρχεται από την Αθήνα με αρκετό στρατό στην Ιωνία. Μετά την επιτυχία του, όμως, στα Πύγελα, τον προσεταιρισμό των κατοίκων του Κολοφώντα και τη λεηλασία της γης στη Λυδία γνώρισε την πανωλεθρία στην Έφεσο. Τελικά κατάφερε να οδηγήσει το στρατό που του είχε απομείνει στη Λάμψακο: «Στη Λάμψακο, όπου ο Αλκιβιάδης προσπαθούσε να συγκροτήσει ενιαίο στράτευμα, οι παλιότεροι στρατιώτες δεν ήθελαν να ενωθούν με τους άνδρες του Θράσυλλου: οι ίδιοι δεν είχαν νικηθεί ποτέ, έλεγαν, ενώ οι άλλοι είχαν έρθει νικημένοι». (1, 2, 15).

Παρόλα αυτά οχύρωναν από κοινού τη Λάμψακο και κατάφεραν να συντρίψουν τις δυνάμεις του Τισσαφέρνη, όταν έκαναν επιδρομή στην Άβυδο: «ο Φαρνάβαζος ήρθε σ’ ενίσχυσή της με πολύ ιππικό, αλλά νικήθηκε και υποχώρησε, κι ο Αλκιβιάδης με το ιππικό κι εκατόν είκοσι οπλίτες που διοικούσε ο Μένανδρος τον κυνήγησε ως την ώρα που τους χώρισε το σκοτάδι. Ύστερα απ’ αυτή τη μάχη οι στρατιώτες συμφώνησαν αναμεταξύ τους να συναδελφωθούν με τους άνδρες του Θρασύλλου». (1, 2, 16 – 17).

Ο Αλκιβιάδης εξελίσσεται σε κυρίαρχη μορφή των γεγονότων. Μετά την Άβυδο σειρά είχε η Καλχηδόνα: «Μαθαίνοντας ότι πλησίαζαν οι Αθηναίοι, οι Καλχηδόνιοι εμπιστεύτηκαν τις κινητές τους περιουσίες στους γείτονές τους, τους Θράκες της Βιθυνίας, να τους τις φυλάξουν. Ο Αλκιβιάδης όμως ξεκίνησε με λιγοστούς οπλίτες και το ιππικό, πρόσταξε και το στόλο ν’ ακολουθήσει γιαλό γιαλό και πήγε να ζητήσει απ’ τους Βιθυνούς τις περιουσίες των Καλχηδονίων, απειλώντας ότι αν δεν του τις δώσουν θα τους κηρύξει πόλεμο· τότε εκείνοι του τις έδωσαν. Κατόπιν απέκλεισε την Καλχηδόνα μ’ όλο του το στράτευμα, κατασκευάζοντας ξύλινο τείχος από τη μια θάλασσα στην άλλη και, όσο γινόταν, κοντά στον ποταμό. Ο Ιπποκράτης, ο Λακεδαιμόνιος αρμοστής, έβγαλε το στρατό του από την πόλη να δώσει μάχη. Οι Αθηναίοι παρατάχτηκαν αντίκρυ του, ενώ ο Φαρνάβαζος, έξω από το τείχος, ερχόταν να τον βοηθήσει με πολύ στρατό και ιππικό. Η μάχη ανάμεσα στους οπλίτες του Ιπποκράτη και του Θρασύλλου κράτησε πολύ, ώσπου ήρθε σ’ ενίσχυση ο Αλκιβιάδης με μερικούς οπλίτες και ιππικό· τότε σκοτώθηκε ο Ιπποκράτης και οι άνδρες του υποχώρησαν άτακτα προς την πόλη». (1, 3, 3 – 6).

Όσο για τον Φαρνάβαζο, δεν μπόρεσε ποτέ να πλησιάσει το πεδίο της μάχης, αφού αποκλείστηκε στα τείχη και το ποτάμι. Θα έλεγε κανείς ότι ο Αλκιβιάδης ήταν ανίκητος. Αυτό που έμενε ήταν η ανακωχή με την Καλχηδόνα, (φυσικά με ευνοϊκούς όρους προς την Αθήνα) για την τήρηση των οποίων δεσμεύτηκε προσωπικά τόσο ο Φαρνάβαζος, όσο κι ο Αλκιβιάδης. Μέσα στους όρους ήταν και η υποχρέωση του Φαρνάβαζου να οδηγήσει Αθηναίους πρέσβεις στον Πέρση βασιλιά.

Επόμενος σταθμός του Αλκιβιάδη ήταν το Βυζάντιο, το οποίο και κατέλαβε αναίμακτα μετά από συνωμοσία, όταν ο Λακεδαιμόνιος αρμοστής Κλέαρχος βγήκε από την πόλη για να συναντήσει το Φαρνάβαζο. Μετά τα γεγονότα του Βυζαντίου ο Πέρσης βασιλιάς έστειλε στα παράλια τον Κύρο: «… είχε διοριστεί διοικητής όλης της παραθαλάσσιας περιοχής μ’ εντολή να πολεμάει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων. Ο Κύρος έφερνε γράμμα με τη σφραγίδα του Βασιλέως, που απευθυνόταν σ’ όλους τους κατοίκους των παραλίων λέγοντας ανάμεσα στ’ άλλα και τούτο: “Στέλνω τον Κύρο κάρανο των δυνάμεων που συνάζονται στον Καστωλό”. (Κάρανος θα πει αρχηγός)». (1, 4, 3 – 4).

Η ζημιά που είχε προκαλέσει ο Αλκιβιάδης στις τάξεις του εχθρού δεν είχε προηγούμενο. Η αλλαγή στην ηγεσία που επέβαλε ο βασιλιάς είναι η αναγνώριση ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν είναι μόνο ότι κυριεύτηκαν πόλεις κι ότι συγκεντρώθηκαν χρήματα που έδωσαν ανάσα στην εξαντλημένη Αθήνα, αλλά και ότι ο Αλκιβιάδης προσωπικά απέκτησε το γόητρο του αήττητου, όπου σε δύο περιπτώσεις η επικράτηση συνοδεύτηκε από το θάνατο του αντίπαλου ηγέτη την ώρα της μάχης (Μίνδαρος – Ιπποκράτης). Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι Αθηναίοι άρχισαν να ελπίζουν και πάλι σε έναν πόλεμο που θεωρούταν χαμένος. Ο Αλκιβιάδης φαίνεται να κατορθώνει το αδύνατο· συσπείρωσε έναν αθηναϊκό στρατό που πραγματικά πελαγοδρομούσε, επέφερε πολύ σοβαρά πλήγματα – σκορπώντας πανικό – στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών, που ως εκείνη τη στιγμή φάνταζε πανίσχυρο, κι έφερε σε αμηχανία ακόμη και τον Πέρση βασιλιά αναγκάζοντάς τον να προβεί σε αλλαγή ηγεσίας προκειμένου να τον περιορίσει. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, το όνειρό του για ένδοξη επιστροφή στην Αθήνα δεν μπορούσε παρά να γίνει πραγματικότητα: «οι Αθηναίοι εκλέξαν στρατηγούς τον εξόριστο Αλκιβιάδη, το Θρασύβουλο που έλειπε και τρίτο – από κείνους που βρίσκονταν στην πόλη – τον Κόνωνα». (1, 4, 10).

Η εκλογή του στο αξίωμα του στρατηγού έκανε την επιστροφή του αναπόφευκτη. Μετά από τόσα χρόνια απουσίας (έφυγε από την Αθήνα ως στρατηγός στη σικελική εκστρατεία το 415 π. Χ. και βρισκόμαστε στο 407 π. Χ.), τη μετάβασή του στη Σπάρτη και το πέρασμα στο Φαρνάβαζο, την επιστροφή του στον αθηναϊκό στόλο στη Σάμο και το ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411 το οποίο, ουσιαστικά, ο ίδιος επέβαλε, μετά από μια σειρά προδοτικών ενεργειών κι εγκλημάτων κατά της πατρίδας του (μην ξεχνάμε ότι και την κατάληψη της Δεκέλειας αυτός την είχε προτείνει στους Σπαρτιάτες, όπως και τη γρήγορη αντίδρασή τους στο ζήτημα της Σικελίας, όπου τελικά έστειλαν το Γύλιππο προξενώντας την καταστροφή του αθηναϊκού στρατού), ο Αλκιβιάδης βρίσκεται ένα βήμα πριν την ηρωική επάνοδό του στην Αθήνα: «Βλέποντας ότι τον είχαν εκλέξει στρατηγό κι ότι οι φίλοι του τού μηνούσαν ιδιωτικά να γυρίσει, μπήκε στον Πειραιά τη μέρα που η πόλη γιόρταζε τα Πλυντήρια και που το άγαλμα της Αθηνάς ήταν ολόκληρο σκεπασμένο». (1, 4, 12). (Πλυντήρια: Θρησκευτική γιορτή της αρχής του καλοκαιριού, όπου έπλεναν το άγαλμα της Αθηνάς στη θάλασσα και άλλαζαν τα ρούχα του).

Κι εδώ, βέβαια, δε γίνεται λόγος για την – έτσι κι αλλιώς – εξαιρετικά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Αλκιβιάδη, αλλά για τη μεταστροφή του πλήθους, που είναι έτοιμο να ξεχάσει τα πάντα και να υποδεχτεί με τις μεγαλύτερες τιμές αυτούς που το οδήγησαν στη μεγαλύτερη απελπισία, αν αλλάξουν οι συνθήκες. Η περίπτωση του Αλκιβιάδη αποδεικνύει ότι η μνήμη, ο ηρωισμός, η πολιτική σκέψη, με δυο λόγια η αντίληψη της πραγματικότητας είναι έννοιες ιδιαιτέρως ευμετάβλητες, ακριβώς επειδή δένονται αξεδιάλυτα με το συμφέρον. Από τη στιγμή που η σωτηρία της πόλης κρέμεται από τον Αλκιβιάδη, το παρελθόν όχι μόνο δεν έχει σημασία, αλλά οφείλει να ωραιοποιηθεί, δηλαδή να ανασκευαστεί σύμφωνα με τις τρέχουσες εξελίξεις. Στην παρούσα φάση η Αθήνα θα ήταν αδύνατο να πράξει διαφορετικά.

Ο Αλκιβιάδης αναδεικνύεται μέσα από την ίδια τη ροή των γεγονότων σε φυσικό ηγέτη της Αθήνας, δηλαδή σε μοναδική ελπίδα· και είναι αδύνατο να στραφεί κάποιος ενάντια στην ελπίδα του. Από αυτή την άποψη, η μνήμη οφείλει να είναι επιλεκτική, επειδή πρέπει να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα. Αφού οι συνθήκες δε δίνουν επιλογές, οφείλει ο κόσμος να διαμορφώσει αυτά που θα θυμάται: «Την ώρα που έμπαινε στο λιμάνι, ο κοσμάκης του Πειραιά και της Αθήνας μαζεύτηκε κοντά στο πλοίο, όλος θαυμασμό και περιέργεια ν’ αντικρίσει τον Αλκιβιάδη. Άλλοι έλεγαν πως ήταν ο καλύτερος πολίτης της Αθήνας κι ο μόνος που είχε εξοριστεί άδικα, εξαιτίας των ραδιουργιών ανθρώπων που δεν είχαν ούτε τη δική του ικανότητα ούτε την ευγλωττία αναγκάστηκε – αιχμάλωτος των περιστάσεων – να κολακεύει τους χειρότερούς του εχθρούς, διακινδυνεύοντας κάθε μέρα τη ζωή του άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν έχουν ανάγκη από επαναστάσεις και πολιτειακές μεταβολές· το δημοκρατικό πολίτευμα του εξασφαλίζει υπεροχή πάνω στους συνομιλήκους του και ισοτιμία με τους γεροντότερους». (1, 4, 13 – 16). Μόνο κάποιοι, σαφώς μειοψηφούντες, έδειχναν τις επιφυλάξεις τους: «Άλλοι πάλι έλεγαν ότι ήταν ο μόνος υπαίτιος για όλα τα κακά που τους είχαν συμβεί στο παρελθόν, κι ήταν πιθανό να προκαλέσει αυτός μονάχος του κι όλες τις μελλοντικές καταστροφές που θα απειλούσαν την πόλη». (1, 4, 17).

Από κει και πέρα, τα πράγματα πήραν το δρόμο τους: «Στη Βουλή και στη Συνέλευση του λαού απολογήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε ασεβήσει κι ότι αδικήθηκε· ειπώθηκαν κι άλλα παρόμοια χωρίς κανένας ν’ αντιμιλήσει, γιατί δεν θα το ανεχόταν η Συνέλευση. Τέλος τον ονόμασαν αρχιστράτηγο μ’ ευρύτατη εξουσία, πιστεύοντας πως ήταν ικανός ν’ αποκαταστήσει την πρωτινή δύναμη της πόλης». (1, 4, 20).

Ξενοφώντος, Ελληνικά, βιβλίο πρώτο

Η Αλήθεια & Το Ψέμα

Η αλήθεια δεν υπάρχει, είναι απολύτως σχετική.

Όλοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι στις διδασκαλίες τους έλεγαν στους μαθητές τους ότι οι άνθρωποι δεν μπορούμε να διακρίνουμε τις αλήθειες, τις άφθαρτες μορφές που συγκροτούν την κοινωνία των ιδεών. Οι αλήθειες αποκαλύπτονται μόνο στους σοφούς, σαν σκιές φευγαλέες. Ο Καντ, ο Νίτσε, ο Βιτγκενστάιν, ο Σπινόζα και ο Χάιντεγκερ προχώρησαν στις δικές τους διασκευές περί αλήθειας, ως μία και μοναδική και επανέλαβαν ότι η κατάκτηση της αλήθειας δεν είναι εφικτή.

Η κριτική θεωρία, που βρίσκεται σε περίοπτη θέση στην μοντέρνα θεωρία της Woke χαβούζας, πρεσβεύει ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα πάντα για τίποτα. Κατά συνέπεια, κάθε γνώση είναι παράγωγο μιας εξουσίας, κάθε ιδέα είναι αποτέλεσμα της επιβολής ενός συστήματος σκέψης και κάθε γεγονός είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα. Η αλήθεια είναι άλλη στην Αθήνα του Περικλή και άλλη στην Μόσχα του Στάλιν.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι όλες οι αλήθειες είναι ισάξιες. Κάθε εποχή κατασκευάζει τις αλήθειες που της ταιριάζουν, για την ακρίβεια, τις αλήθειες που ταιριάζουν στην εξουσία, γι αυτό και σπάνια κάποια αλήθεια ταιριάζει με την λογική. Γιατί είναι άλλη η λογική του ανθρώπου των μαζών κι άλλη η λογική των κυβερνητών τους, άλλη η λογική της αλήθειας των τραπεζιτών-τοκογλύφων και άλλη η λογική των μισθωτών, άλλη των ποδοσφαιριστών και άλλη των παπάδων… και πάει λέγοντας.

Κάπως έτσι φτάσαμε στην εποχή των (αστείων και σαν όνομα) fake news / hoax όπου όλες οι αλήθειες, όλων των κλάδων, επιστημονικών και θρησκευτικών, πολιτικών και οικονομικών, έχουν γίνει σούπα, με τις συστημικές να έχουν ξεπέσει σε ανυποληψία και τις εναλλακτικές να παίρνουν την πρωτοκαθεδρία ανάκατες με ψεύδη και γελοιότητες. Λογικό είναι, εφόσον δεν έχουμε πρόσβαση στην απόλυτη αλήθεια, είναι αναμενόμενο ότι οι σχετικές αλήθειες και ψεύδη του μεταπολεμικού κόσμου κάποτε θα κλονίζονταν από νέες αλήθειες και νέα ψεύδη. Επίσης είναι αναμενόμενο πως θα κλονίζονταν σήμερα, αφού η παραγωγή αλήθειας, πληροφορίας και πραγματικότητας έφυγε από τα κέντρα εξουσίας και κατέβηκε στην μάζα όπου με την έξαρση του ιντερνέτ ο καθένας μπορεί να παράξει την οποιαδήποτε αλήθεια ακόμη και την πιο αντισυστημική, ακόμη και την πλέον εξωπραγματική.

Τι είναι πραγματικότητα;

Ο,τι συμφωνούμε ότι είναι πραγματικό, ότι δεν συμφωνούμε, δεν είναι πραγματικό κι άρα δεν είναι αλήθεια.

Τι είναι εξωπραγματικό;

Ο,τιδήποτε δεν συμφωνεί με την συμφωνημένη αλήθεια – πραγματικότητα.

Ας πούμε, κάποτε οι ερευνητές, επιστήμονες ιατροί, (κι όχι κάποιοι «θεοί με άσπρη μπλούζα») είπαν στους ανθρώπους ότι τα εμβόλια είναι πανάκεια και τα παιδιά τους δεν θα ασθενήσουν από κάποιες παιδικές ασθένειες. Οι άνθρωποι συμφώνησαν κι έκαναν στα παιδιά τους εμβόλια, χωρίς να γνωρίζουν οι ίδιοι τι ήταν ακριβώς αυτά που έβαζαν στο σώμα των παιδιών τους. Απλώς συμφώνησαν με την αλήθεια των ιατρών κι έκαναν ότι τους έλεγαν. Κάθε παρενέργεια αυτών των εμβολιασμών δεν γινόταν γρήγορα γνωστή γιατί δεν υπήρχε η ταχύτητα της διάδοσης της πληροφορίας. Ακόμη κι όταν γινόταν γνωστό κάποιο πρόβλημα είχαν τον τρόπο να ρίξουν την αλήθεια «κάτω απ’ το χαλί».

Με τα χρόνια όμως, η ταχύτητα μετάδοσης την αλήθειας σχεδόν αυτοστιγμή, σε ολόκληρο τον πλανήτη, έδωσε σε πολλούς ιατρούς κι ερευνητές την δυνατότητα να κοινοποιήσουν τις παρενέργειες των εμβολιασμών και ταυτόχρονη πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες στους γονείς. Έτσι δημιουργήθηκαν δύο πόλοι (με δεκάδες ενδιάμεσους) από την μία οι αντιεμβολιστές κι από την άλλη οι εμβολιαζόμενοι με τις ανοησίες και τις υπερβολές και στους δύο πόλους αληθειών. Οι μεν βρίζουν και καταριούνται τους δε και η ανυποληψία που έχει περιέλθει το θέμα «εμβολιασμοί» είναι μνημειώδης.

Σαφώς και δεν λύνεται με νόμους και επιβολές (πρακτικές εποχών προ πολέμων) αλλά με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης από πλευράς των εξουσιών που τα προωθούν, αν θέλουν οι άνθρωποι να κάνουν εμβολιασμούς. Μα, βλέπουμε πως αυτό δεν το κάνουν!!! κάθε άλλο. Οι άνθρωποι αν δεν θέλουν δεν θα κάνουν εμβόλια, κι έχουν τους τρόπους τους να το επικοινωνούν, μυριάδες νόμοι να βγουν για να τους αναγκάσουν να τα κάνουν είναι αναποτελεσματικοί, από την στιγμή που δεν συμφωνούν με αυτά που τους λένε. Δηλαδή δεν είναι αληθινή η αλήθεια που τους πουλάνε οι «θεοί με την άσπρη μπλούζα» γιατί οι ίδιοι έχουν ξεπέσει σε δημόσια ανυποληψία, από την σκανδαλώδη συμπεριφορά τους που κι αυτή γίνεται ταχύτατα γνωστή.

Από την στιγμή που η δική του αλήθεια περί εμβολιασμών, εν προκειμένω, δεν συμφωνεί με την εν γένει συμπεριφορά του (ηθική, λογική, οικονομικά κλπ) σε παρόμοια θέματα καταρρίπτει κάθε έννοια εμπιστοσύνης σε οποιοδήποτε θέμα. Αναρωτήσου αν θα πήγαινες σε κάποιον νευροχειρούργο για επέμβαση αν γνώριζες ότι αυτός είναι καθημερινός θαμώνας χαρτοπαικτικών λεσχών, αν θα εμπιστευόσουν σε δικηγόρο τα νομικά σου αν γνώριζες πως εμπορεύεται κι εκδίδει γυναίκες ή αν θα εμπιστευόσουν σε ιδιωτικό σχολείο τα παιδιά σου αν γνώριζες ότι είναι οι διδάσκαλοι του χρήστες ναρκωτικών ουσιών; Ξέρω είναι ακραία παραδείγματα, αλλά με ακραία παραδείγματα αντιλαμβάνεται ο νους τις αντιθέσεις, που φυσικά έχουν μερικές χιλιάδες αποχρώσεις ενδείξεις και διαβάθμιση.

Κατάλαβες αναγνώστη; Δεν είναι ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να εμβολιάσουν τα παιδιά τους και τους εαυτούς τους αλλά είναι που δεν τους πιστεύουν και δεν τους πιστεύουν, όχι γιατί πιθανόν λένε ψέματα, όχι, μπορεί να λένε αλήθεια, αλλά γιατί πλέον είναι ανυπόληπτοι. Κι όποιος είναι ανυπόληπτος όποια αλήθεια και να πει δεν την πιστεύει κανείς, τουλάχιστον όχι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι.

Τώρα στο θέμα «εμβολιασμοί» βάλε οποιοδήποτε άλλο θέμα θέλεις, δημοσιογραφία, πολιτική, θρησκεία, οικονομολόγοι, φυσικοί και μεταφυσικοί, χαρτορίχτρες, αστρολόγοι κι αστρονόμοι, στρατιωτικοί, οι κυνηγοί των UFO κι αναμένοντες τους Ανδρομέδιους ή τους Πλειάδειους (θα σε γελάσω) τους επιπεδογήινους και τους σφαιρογήινους, την προπαγάνδα και την αντιπροπαγάνδα, τους Ατλάντειους, τους Κρόνιους, τον Χριστό-Γιαχβέ, τον Βούδα, τον Κρίσνα, τους ΕΛΛ και τους Κουνελ κάθε είδους κι απόχρωσης ..κι όσα περισσότερα υποδείγματα φτιάξεις τόσο περισσότερο θα σου γίνει αντιληπτό ότι μεγάλο μέρος της εξουσίας, αλλά και της παραεξουσίας, τους κράτους και του παρακράτους, έχει περιέλθει σε ανυποληψία.

Υπόληψη είναι η πολύ καλή εικόνα, η καλή φήμη του, το ήθος του, η βαθύτατη εκτίμηση και ο σεβασμός που έχουν οι άλλοι για κάποιον και τα πεπραγμένα του.

Ανυποληψία είναι η έλλειψη εκτίμησης για το ήθος, για την εντιμότητα ή για την συνέπεια κάποιου. Η αμφισβήτηση της αξίας και η περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον ή κάτι.

Τόσο απλό. Οι αρχικοί ιατροί έχασαν την υπόληψη τους στον δρόμο κάπου ανάμεσα σε πληρωμένα συνέδρια και την εμφανέστατη πλέον διαπλοκή τους με τις φαρμακοβιομηχανίες που υπηρετούν κι από ιατροί κατάντησαν «θεοί με την άσπρη μπλούζα» που κατέχουν το θέσφατο και την μοναδική αλήθεια, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση κι ενόχληση γι’ αυτές. Λοιπόν είναι κακά τα μαντάτα για τις αυθεντίες κάθε είδους. Οι άνθρωποι πλέον έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες ταχύτατα και διαμορφώνουν τις δικές τους αλήθειες.

Σήμερα λοιπόν οι άνθρωποι δημιουργούν ομάδες και συμφωνούν μεταξύ τους σε αλήθειες και πραγματικότητες που είναι αδιανόητες για τις συστημικές αλήθειες της εξουσίας. Το αποτέλεσμα της συστηματικής αντικατάστασης της εξουσιαστικής «αλήθειας» με άλλες αλήθειες, δεν είναι μόνον ότι οι νέες αλήθειες γίνονται δεκτές ως νέες πραγματικότητες, αλλά ότι καταστρέφεται η αίσθηση με την οποία βρίσκουν οι μάζες τον προσανατολισμό τους εμπιστευόμενες την εξουσία. Αυτό που χάθηκε λοιπόν, είναι η πίστη στην εξουσία, στο κράτος, στην οικογένεια, στον Θεό και (το μεγαλύτερο ανοσιούργημα) στους «θεούς με την άσπρη μπλούζα». Έχασαν οι εξουσίες σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη μεγάλης μάζας από το μαντρί τους.

Διανθρωπισμός – Προσομοιωμένη Πραγματικότητα.

Προσομοιωμένη πραγματικότητα ονομάζεται η υπόθεση ότι η πραγματικότητα μπορεί να είναι προσομοιωμένη -για παράδειγμα, από προσομοίωση υπολογιστή- σε ένα βαθμό που είναι αδύνατο να διαχωριστεί από την “πραγματική” πραγματικότητα. Περιλαμβάνει μυαλά, τα οποία μπορεί να είναι ή και όχι εντελώς συνειδητά ότι ζουν μέσα σε μία προσομοίωση. Αυτή είναι η βασική διαφορά της ιδέας της προσομοιωμένης πραγματικότητας από αυτή της εικονικής πραγματικότητας, καθώς στην δεύτερη είναι εύκολο να διακρίνει ο μετέχων τη διαφορά της από την πραγματικότητα. Στην προσομοιωμένη πραγματικότητα, αντιθέτως, κάτι τέτοιο είναι απίθανο.

Η υπόθεση της προσομοιωμένης πραγματικότητας δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά από τον Hans Moravec. To 2003, ο φιλόσοφος Νικ Μπόστρομ ανέπτυξε έναν εκτενή λόγο για να ερευνήσει την πιθανότητα ότι η πραγματικότητα του ανθρώπου είναι προσομοίωση, θέτοντας συγκεκριμένους όρους. Υποστηρικτής της ύπαρξης προσομοιωμένης πραγματικότητας είναι, επίσης, ο Έλον Μασκ.

Ο διανθρωπισμός, η επιδίωξη της χρήσης της επιστήμης και της τεχνολογίας προκειμένου ο άνθρωπος να ξεπεράσει τους βιολογικούς του περιορισμούς, κερδίζει δυναμική, τόσο ως φιλοσοφία, όσο και ως πολιτικό κίνημα. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε «ευαγγελιστές» υψηλού προφίλ, όπως ο Ray Kurzweil, ο Hans Moravec και η Martine Rothblatt, σε επιχειρηματικές προσπάθειες όπως τα έργα επέκτασης της ζωής της Calico, (θυγατρική της Google), καθώς και σε διάφορες δράσεις λαϊκής βάσης, όπως το κίνημα βιο-χακαρίσματος DIY (Do It Yourself ― «Κάντο μόνος σου»).

Η τάση αυτή μπορεί να φαίνεται πολύ πρόσφατη, στην πραγματικότητα όμως γεννήθηκε πριν από δεκαετίες. Οι ρίζες του σύγχρονου κινήματος ανάγονται σε έναν Ιρανο-Αμερικανό φουτουριστή, πλέι μπόι του διεθνούς τζετ σετ, συγγραφέα, φιλόσοφο, διδάσκαλο, ομιλητή και σύμβουλο επιχειρήσεων, που ονομαζόταν Fereidoun M. Esfandiary, ο οποίος έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο που ο ίδιος επινόησε, ως FM-2030.

Ο Esfandiary στα μέσα της δεκαετίας του 1970 άλλαξε νόμιμα το όνομά του σε FM-2030 για δύο κύριους λόγους: πρώτον, για να αντανακλά την ελπίδα και την πεποίθηση ότι θα ζήσει για να γιορτάσει τα εκατοστά γενέθλιά του το 2030. Δεύτερον, και σημαντικότερο, για να διαρρήξει την ευρέως διαδεδομένη συμβατική πρακτική της ονοματοδοσίας που είδε ως ριζωμένη σε μια συλλογική νοοτροπία που είχε διασωθεί τελικά μόνο ως λείψανο του φυλετικού παρελθόντος της ανθρωπότητας.

Θεωρούσε ότι τα παραδοσιακά ονόματα σχεδόν πάντα σφράγιζαν μια ετικέτα συλλογικής ταυτότητας πάνω στο άτομο ―η οποία ποικίλλει από το φύλο στην εθνικότητα― γεγονός που εκ πρώτης όψεως ήταν απότοκο των διαδικασιών σκέψης στον ανθρώπινο πολιτιστικό ιστό, αλλά η ταυτότητα τελικά τείνει να εκφυλίζεται σε στερεότυπα, φανατισμό και διακρίσεις. Όπως ο ίδιος έλεγε,

«τα συμβατικά ονόματα ορίζουν το παρελθόν ενός ατόμου: την καταγωγή, την εθνότητα, την εθνικότητα, τη θρησκεία. Δεν είμαι αυτός που ήμουν πριν από δέκα χρόνια και σίγουρα δεν θα είμαι ο ίδιος σε είκοσι χρόνια. Ο αριθμός 2030 στο όνομά μου αντικατοπτρίζει την πεποίθησή μου ότι τα χρόνια γύρω στο 2030 θα είναι μια μαγική εποχή. Το 2030 θα είμαστε χωρίς ηλικία και όλοι θα έχουμε μια εξαιρετική ευκαιρία να ζήσουμε για πάντα. Το 2030 είναι ένα όνειρο και ένας στόχος ζωής».

Ο FM-2030 πέθανε το καλοκαίρι του 2000 από καρκίνο του παγκρέατος, σε ηλικία 69 ετών. Καταψύχθηκε από την «Μέκκα» της κρυογονικής, δηλαδή την εταιρεία Alcor Life Extension Foundation στην Αριζόνα των ΗΠΑ, η οποία χρησιμοποίησε μια νέα μέθοδο που ονομάζεται υαλοποίηση (vitrification). Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο εφαρμόστηκε αυτή η μέθοδος κρυογονικής, αντί για την μέχρι τότε συνήθη κατάψυξη.

Ο FM-2030 είχε κάνει πολλές προβλέψεις που ήδη επαληθεύτηκαν όπως η τεχνητή γονιμοποίηση, η γενετική μηχανική, η τηλεδιάσκεψη, οι τηλεαγορές, και η τηλεϊατρική. Επίσης είχε προβλέψει τους τρισδιάστατους εκτυπωτές και πίστευε πως η ελεύθερη ενέργεια από τον ήλιο θα μας παρείχε κάποτε ανεξάντλητους ενεργειακούς πόρους και θα περιόριζε την ανάγκη των ανθρώπων για ανταγωνισμό.

Ερωτήματα για την Νοημοσύνη.

“Είναι δυνατό, να δημιουργηθεί μια μηχανή που να μπορεί να λύνει όλα τα προβλήματα, που οι άνθρωποι λύνουν χρησιμοποιώντας την νοημοσύνη τους;”. Αυτό το ερώτημα εξετάζει την οπτική των ικανοτήτων που θα αποκτήσουν στο μέλλον οι μηχανές και κατευθύνει τις έρευνες της τεχνητής νοημοσύνης. Οι έρευνες αυτές, εξετάζουν μόνο την συμπεριφορά των μηχανών και αγνοούν τους προβληματισμούς που ενδιαφέρουν τους ψυχολόγους, τους γνωστικούς επιστήμονες και τους φιλοσόφους. Συνεπώς, η απάντησή τους δεν σχετίζεται με το αν οι μηχανές σκέφτονται πραγματικά (όπως το άτομο) ή αν πράττουν σαν να σκέφτονται.

Η θεμελιώδης σκέψης των περισσότερων ερευνητών της τεχνητής νοημοσύνης συμπεριλαμβάνεται στην πρόταση του Dartmouth workshop (1956):

“Κάθε πλευρά της μάθησης ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό της νοημοσύνης μπορεί να περιγραφεί με τόση ακρίβεια, που μια μηχανή μπορεί να φτιαχτεί ώστε να το απομιμείται.”

Τα επιχειρήματα που ασκούν κριτική στην υπόθεση αυτή είναι δύο: α) Ο σχεδιασμός ενός συστήματος τεχνητής νοημοσύνης είναι αδύνατος, επειδή υπάρχουν ορισμένοι πρακτικοί περιορισμοί στις ικανότητες των υπολογιστών β) Υπάρχει μια ορισμένη μοναδική ικανότητα του ανθρώπινου νου που είναι απαραίτητη για τη σκέψη και δεν μπορεί να αντιγραφεί από τη μηχανή (ή από μεθόδους των ερευνητών της τεχνητής νοημοσύνης). Τα επιχειρήματα υπέρ της υπόθεσης αυτής, πρέπει να δείξουν ότι ένα τέτοιο σύστημα είναι δυνατό να υπάρξει. Το πρώτο βήμα για να απαντηθεί η ερώτηση είναι να καθοριστεί ο ορισμός της “νοημοσύνης”.

O Άλαν Τούρινγκ περιόρισε το πρόβλημα του ορισμού της νοημοσύνης σε μια απλή ερώτηση σχετική με τη συζήτηση. Πρότεινε ότι:

“Αν μια μηχανή μπορεί να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση της θέσεις, χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις που ένα συνηθισμένο πρόσωπο θα χρησιμοποιούσε, τότε μπορούμε να αποκαλούμε αυτή την μηχανή, έξυπνη.”

Μια μοντέρνα εκδοχή του πειραματικού σχεδιασμού του θα χρησιμοποιούσε ένα online chat room, που ο ένας από τους συνομιλητές είναι άνθρωπος και ο άλλος είναι υπολογιστικό πρόγραμμα. Το πρόγραμμα “περνάει” το τεστ αν δεν μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει από τους συνομιλητές ποιος είναι ο άνθρωπος. Ο Τούρινγκ υπογραμμίζει ότι κανείς (εκτός από τους φιλόσοφους) δεν έχει αναρωτηθεί “μπορούν οι άνθρωποι να σκεφτούν;”. Μάλιστα, γράφει:

“Αντί να διαφωνούμε συνεχώς για το θέμα αυτό, είναι σύνηθες να έχουμε μια ευγενική σύμβαση ότι όλοι μπορούν να σκεφτούν”. Το πείραμα του Τούρινγκ επεκτείνει την “ευγενική σύμβαση” και για τις μηχανές: “Αν μια μηχανή συμπεριφέρεται τόσο έξυπνα όσο ένα ανθρώπινο ον, τότε είναι τόσο νοήμον όσο ένα ανθρώπινο ον.”

Ένα αντεπιχείρημα του πειράματος εκφράζει ότι είναι ανθρωπομορφικό. Αν ο ιδανικός σκοπός είναι να δημιουργήσουμε μηχανές που είναι πιο έξυπνες από τον άνθρωπο, γιατί να επιμένουμε ότι οι μηχανές πρέπει να είναι όσο πιο φαινομενικά, γίνεται, ανθρώπινες; Για παράδειγμα, ο St. Rusell και ο P. Norving γράφουν ότι:

“Τα κείμενα της αεροναυτικής μηχανικής δεν προσδιορίζουν τον σκοπό του κλάδου τους λέγοντας ότι πρέπει να σχεδιάζουν μηχανές που πετάνε ακριβώς όπως τα περιστέρια ώστε να είναι δυνατό να ξεγελάνε τα άλλα περιστέρια.”

Στην σύγχρονη εποχή, οι ερευνητές της τεχνητής νοημοσύνης ορίζουν την νοημοσύνη με κριτήρια του νοητικού παράγοντα. “Ευφυής Πράκτορας” είναι αυτός που αντιλαμβάνεται και πράττει σε ένα περιβάλλον. Το “μέτρο απόδοσης” προσδιορίζει την μετρήσιμη επιτυχία του παράγοντα. Πιο συγκεκριμένα:

“Αν ένας παράγοντας πράττει έτσι ώστε να μεγιστοποιήσει την προσδοκώμενη αξία του μέτρου απόδοσης, που βασίζεται σε παλαιότερη εμπειρία και γνώση, τότε είναι νοήμων.”

Ορισμοί, σαν αυτόν, προσπαθούν να συλλάβουν την ουσία της νοημοσύνης. Έχουν το πλεονέκτημα, σε αντίθεση με το πείραμα Turing, ότι δεν συμπεριλαμβάνουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά που δεν θεωρούμε ότι είναι έξυπνα, όπως η ικανότητα να προσβάλλουμε ή η πρόθεση να ψευδόμαστε. Αντίστοιχα, έχουν το μειονέκτημα να αποτυγχάνουν στα ζητήματα κοινής λογικής όπως στο “καταστάσεις που σκεφτόμαστε” και “καταστάσεις που δεν σκεφτόμαστε”, με αποτέλεσμα να θεωρείται, ότι ακόμη και ένας θερμοστάτης έχει στοιχειώδη νοημοσύνη!!

Επιχειρήματα υπέρ της τεχνητής νοημοσύνης.

Ο Χ. Ντρέιφους περιγράφει το επιχείρημά του λέγοντας ότι:

“Αν το νευρικό σύστημα υπακούει στους νόμους της φυσικής και της χημείας, που έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι το κάνει, τότε… εμείς… θα έπρεπε να είμαστε ικανοί να αναπαραγάγουμε την συμπεριφορά του νευρικού συστήματος με κάποια υλική μηχανή”.

Το επιχείρημα, αυτό, ειπώθηκε για πρώτη φορά το 1943 και έντονα υποστηρίχθηκε το 1988 από τον Χανς Μόραβεκ. Ο Ρέι Κουρτσβάιλ, υπολογίζει ότι η υπολογιστική δύναμη θα είναι επαρκής για να πραγματοποιήσει προσομοίωση εγκεφάλου το 2029. Αντίστοιχα, μια μη-πραγματικού-χρόνου προσομοίωση θαλαμοφλοιωδούς μοντέλου που είχε το μέγεθος ανθρώπινου εγκεφάλου, πραγματοποιήθηκε το 2005 και χρειάστηκαν 50 μέρες για την προσομοίωση 1 δευτερολέπτου εγκεφαλικής δραστηριότητας από σύμπλεγμα 27 επεξεργαστών. Μερικοί διαφωνούν ότι η προσομοίωση εγκεφαλικής δραστηριότητας είναι εφικτή ως θεωρία, ακόμη και κριτικοί της τεχνητής νοημοσύνης όπως ο Χ. Ντρέιφους και ο Τζ. Σέαρλ. Όμως, ο Σέαρλ τονίζει ότι θεωρητικά, τα πάντα μπορούν να προσομοιωθούν σε υπολογιστή, επομένως, σύμφωνα με τον ορισμό υπάρχει ένα σημείο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε διαδικασία μπορεί τεχνικά να θεωρηθεί “υπολογιστική”. Επισημαίνει:

“Αυτό που επιθυμούμε να γνωρίσουμε είναι αυτό που ξεχωρίζει τους θερμοστάτες από το ήπαρ”.

Συμπερασματικά, απλώς το γεγονός να αντιγραφεί η λειτουργία του εγκεφάλου θα μπορούσε από μόνο του, να είναι μια παραδοχή άγνοιας που σχετίζεται με την νοημοσύνη και την φύση του νου.

Η ανθρώπινη σκέψη είναι επεξεργασία συμβόλων.

Το 1963, ο Άλεν Νιούελ και ο Χέρμπετ Σάιμον πρότειναν ότι ένας “συμβολικός χειρισμός” αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης και της μηχανικής νοημοσύνης. Πιο συγκεκριμένα:

“Ένα φυσικό συμβολικό σύστημα έχει τα απαραίτητα και τα επαρκή χαρακτηριστικά της γενικής νοητικής πράξης”.

Η πεποίθηση αυτή είναι πολύ ισχυρή: Υπονοεί ότι και η ανθρώπινη σκέψη είναι είδος συμβολικού χειρισμού (επειδή ένα συμβολικό σύστημα είναι απαραίτητο για την νοημοσύνη) και ότι οι μηχανές μπορούν να είναι έξυπνης (επειδή ένα συμβολικό σύστημα είναι επαρκές για την νοημοσύνη). Μια άλλη εκδοχή της πρότασης αυτής, περιγράφηκε από τον φιλόσοφο Χ. Ντρέιφους, και ονομάζεται “Φιλοσοφική Υπόθεση”:

“Η σκέψη μπορεί να παρατηρηθεί ως μια μηχανή που χειρίζεται στοιχεία πληροφοριών, σύμφωνα με επίσημους κανόνες”.

Γίνεται, συνήθως, διαφοροποίηση μεταξύ του είδους των υψηλών επιπέδων συμβόλων που άμεσα συμφωνούν με αντικείμενα του κόσμου, όπως “σκύλος” και “ουρά”, και των πιο περίπλοκων συμβόλων που υπάρχουν στις μηχανές, όπως ένα νευρικό δίκτυο. Μια πρόσφατη έρευνα της τεχνητής νοημοσύνης, που καλείται “Παλιά καλή παραδοσιακή τεχνητή νοημοσύνη” (GOFAl) του Τζον Χόγκλαντ, εξετάζει αυτού του είδους υψηλού επιπέδου σύμβολα.

Τα αντεπιχειρήματα αυτής της θέσης, υποστηρίζουν ότι η ανθρώπινη σκέψη δεν συγκροτείται από υψηλού επιπέδου συμβολικό χειρισμό. Δεν υποστηρίζουν, όμως, ότι δεν είναι δυνατή η τεχνητή νοημοσύνη αλλά ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο από την διαδικασία των συμβόλων.

Ο Άλαν Τούρινγκ σημείωσε ότι υπάρχουν πολλές διαφωνίες του τύπου “μια μηχανή ποτέ δεν θα κάνει το Χ”, όπου Χ μπορεί να είναι πολλά πράγματα, όπως:

“Να είναι ευγενική, επινοητική, όμορφη, φιλική, να παίρνει πρωτοβουλίες, να έχει αίσθηση του χιούμορ, να διακρίνει το σωστό από το λάθος, να κάνει λάθη, να ερωτεύεται, να απολαμβάνει φράουλες με σαντιγί, να κάνει κάποιον να την ερωτευτεί, να μαθαίνει από τις εμπειρίες, να χρησιμοποιεί της λέξεις σωστά, να είναι το αντικείμενο της σκέψης της, να έχει διάφορες συμπεριφορές όπως ο άνθρωπος, να κάνει κάτι καινούργιο.”

Είναι μια μηχανή φιλική ή εχθρική;

Το ερώτημα έχει δύο μορφές: α) η “εχθρικότητα” μπορεί να οριστεί ως λειτουργία ή συμπεριφορά, που σε αυτήν την περίπτωση, “εχθρικός” είναι το συνώνυμο του “επικίνδυνου” β) η “εχθρικότητα” μπορεί να οριστεί ως πρόθεση, δηλαδή, μπορεί μια μηχανή “εσκεμμένα” να ρυθμιστεί για να κάνει κακό. Το ερώτημα που σχετίζεται με το αν υψηλής νοημοσύνης και εντελώς αυτόνομα μηχανήματα μπορούν να είναι επικίνδυνα εξετάζεται λεπτομερώς από τους φουτουριστές.

Ένα πρόβλημα είναι ότι οι μηχανές μπορεί να αποκτήσουν την αυτονομία και την νοημοσύνη που χρειάζονται για να γίνουν επικίνδυνες, πολύ γρήγορα. Ο Βέρνορ Βινγκ θεωρεί ότι σε λίγα χρόνια, οι υπολογιστές ξαφνικά θα γίνουν χιλιάδες ή μυριάδες φορές πιο έξυπνοι από τους ανθρώπους και υποθέτει ότι αυτό με κάποιο τρόπο ή πιθανώς να γίνει επικίνδυνο για τους ανθρώπους. Αυτό είναι ένα ζήτημα που ερευνάται από την φιλοσοφία που καλείται Σινγκιουλαριταριανισμός ή Μοναδικοτακισμός (Singularitarianism).

To 2009, ακαδημαϊκοί και τεχνολογικά εξειδικευμένοι παρευρέθησαν σε συνέδριο για να συζητήσουν την ενδεχόμενη σύγκρουση των ρομπότ και των υπολογιστών και τη σύγκρουση με την υποθετική πιθανότητα ότι μπορούν να γίνουν αυτόνομα και ικανά να λαμβάνουν τις δικές τους αποφάσεις. Συζήτησαν, ακόμη, την πιθανότητα και την έκταση που οι υπολογιστές και τα ρομπότ θα μπορούν να αποκτήσουν και σε ποιο βαθμό θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις ικανότητες αυτές ώστε να πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε απειλή.

Σημειώθηκε ότι μερικές μηχανές έχουν αποκτήσει διάφορες μορφές αυτονομίας, περιλαμβάνοντας την δυνατότητα αναζήτησης πηγών ενέργειας από μόνες τους και την δυνατότητα να επιλέγουν στόχους επίθεσης με όπλα. Επιπροσθέτως, υπογράμμισαν όταν ορισμένοι ιοί υπολογιστών μπορούν να επιβιώσουν με τις ικανότητες “κατσαρίδας”. Βεβαίως, τόνισαν ότι η αυτονομία στο επίπεδο που παρουσιάζεται στα σενάρια επιστημονικής φαντασίας είναι σχεδόν απίθανη αλλά υπάρχουν ορισμένοι δυνητικοί κίνδυνοι.

Κάποιοι ειδικοί και ακαδημαϊκοί θέτουν τις αμφιβολίες τους για την χρήση ρομπότ από τον στρατό, ειδικά για τα ρομπότ που έχουν αυτόνομες ιδιότητες. Το Ναυτικό των Η.Π.Α. συγκρότησε μια δήλωση που υποστηρίζει ότι τα στρατιωτικά ρομπότ καθώς γίνονται πιο περίπλοκα, χρειάζονται μεγαλύτερη προσοχή στην διαχείρισή τους και στις ικανότητες που έχουν για την λήψη αυτόνομων αποφάσεων.

Κάποιοι άλλοι ειδικοί πρότειναν την ανάγκη σχεδιασμού “Φιλικής τεχνητής νοημοσύνης”, υποστηρίζοντας ότι στα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την τεχνητή νοημοσύνη, πρέπει να συμπεριληφθούν και οι προσπάθειες δημιουργίας μιας τεχνητής νοημοσύνης που είναι φιλική και ανθρώπινη. Κοντολογίς, έχουν χάσει τον μπούσουλα…

ΠΟΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ;

Αλήθεια είναι, γενικά, η υπαρκτότητα μιας κατάστασης ή η πραγματικότητα ενός γεγονότος. Ως αλήθεια δεχόμαστε αυτό που αντιλαμβάνονται ως πραγματικότητα, με σιγουριά και συμφωνία, οι περισσότεροι άνθρωποι. Όταν δύο ή περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν στην αντίληψη ενός φαινομένου, δημιουργούν μια κοινή σύμβαση για το φαινόμενο και την «αίσθηση» που αυτό προκαλεί. Όταν αυτή η κοινή σύμβαση αφορά ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων, όταν δηλαδή «όλοι» αντιλαμβάνονται κάτι με όμοιο τρόπο, τότε η κοινή αυτή σύμβαση γίνεται αποδεκτή ως αλήθεια.

Δύο διαφορετικές ομάδες ανθρώπων μπορούν να έχουν διαφορετικές «αλήθειες»: οι μεν να λένε ότι ο ουρανός είναι γαλάζιος και οι δε ότι ο ουρανός είναι μπλε. Καθώς το χρώμα είναι μόνο μια μορφή που σχηματίζεται στον εγκέφαλο από την επεξεργασία της αλληλουχίας ηλεκτρικών ώσεων που μεταφέρει το οπτικό νεύρο, το μπλε είναι μια σύμβαση, η οποία εξαρτάται από την ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε όλοι με όμοιο τρόπο κάτι όπως το χρώμα. Η αχρωματοψία για παράδειγμα θα μπορούσε να προκαλέσει μια τέτοια ασυμφωνία.

Η αλήθεια ως όρος χρησιμοποιείται από την ευρωπαϊκή φιλοσοφία για να καθορίσει αυτό που αποτελεί μέρος της πραγματικότητας. Γενικά η έννοια και η αξία της αλήθειας αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα της φιλοσοφίας, με πολλές διαφορετικές θεωρίες να έχουν ειπωθεί.

Η έκφραση της μη αλήθειας είναι το ψέμα.

Η λέξη προέρχεται από το στερητικό α- και τη λέξη λήθη (λησμονιά). Σύμφωνα όμως με το λεξικό των Liddell – Scott η λέξη προέρχεται από το λήθω = λανθάνω (= μου διαφεύγει) και το στερητικό “α”.

Το ψέμα δεν είναι το ακριβώς αντίθετο της αλήθειας. Η αλήθεια αντανακλά και παράγει πραγματικότητα, η μη αλήθεια δεν παράγει πραγματικότητα, ενώ το ψέμα, επειδή δεν αντανακλά την πραγματικότητα, παράγει νέα πραγματικότητα, νέα δηλαδή αλήθεια, όταν το πιστεύει κάποιος.

Μισή αλήθεια: Πολλές φορές κάποιος μπορεί να κάνει αληθείς δηλώσεις, να μη λέει δηλαδή ψέματα για όσα τον ρωτούν και παρόλα αυτά να κρύβει μέρος της αλήθειας, ηθελημένα. Αυτού του είδους η πρακτική για πολλούς είναι ομότιμη με ψέμα, με την έννοια ότι έχει την ίδια πρόθεση.

«Προσωπική» αλήθεια: Η αλήθεια για τον καθένα είναι η πραγματικότητα που βιώνει. Η πραγματικότητα αυτή καθορίζεται από όσα αισθάνεται και πιστεύει. Συνήθως, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο αλήθεια, αναφερόμαστε σε πράγματα που αισθανόμαστε και πιστεύουμε από κοινού.

Η σχετικότητα της αλήθειας: Η αλήθεια δεν είναι ίδια για τον καθένα. Για την αλήθεια διαφωνούν ακόμη και ειδικοί επί των θεμάτων. Για παράδειγμα οι επιστήμονες διαφωνούν σε πολλά θέματα για το τι ισχύει πραγματικά και οι θρησκείες αποδέχονται διαφορετική εκδοχή της αλήθειας η μία από την άλλη. Ακόμη και όταν αλήθεια θεωρείται η πραγματικότητα που βιώνουμε, όσοι υποστηρίζουν πως υπάρχουν παράλληλα σύμπαντα, θεωρούν πως ένα σύμπαν σαν το δικό μας είναι επίσης μια εκδοχή της αλήθειας.

Επιστημονική αλήθεια: Για να αποφεύγει το λάθος, η επιστήμη αναζητά την αλήθεια μέσα από αυστηρές διαδικασίες ελέγχου. Η επιστημονική αλήθεια φαίνεται να είναι αρκετά αντικειμενική καθώς ζητά τα όσα ισχυρίζεται κάποιος να επαληθεύονται πειραματικά, όσες φορές κι αν κάποιο πείραμα επαναλαμβάνεται. Για όσο διάστημα μια θεωρία καλύπτει όσα παρατηρούμε, η θεωρία αυτή θεωρείται αληθής. Καθώς η επιστήμη κάνει συνεχώς νέες ανακαλύψεις, η επιστημονική αλήθεια αναπροσαρμόζεται ή επεκτείνεται.

Θρησκευτική αλήθεια: Η αλήθεια των θρησκειών είναι περισσότερο αξιωματική και αδιαπραγμάτευτη από αυτή της επιστήμης. Η θρησκευτική αλήθεια παραμένει σταθερή, ενδεχομένως όμως να αλλάζει η ερμηνεία των πιστεύω της ώστε να ακολουθεί τις σύγχρονες παρατηρήσεις. Στον χριστιανισμό, η θρησκευτική αλήθεια φανερώνει τον ίδιο τον Θεό ως την απαρχή και συνέχεια της αλήθειας: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. γ΄ 21). Μεγάλο μέρος της θρησκευτικής αλήθειας δεν φαίνεται να είναι δυνατό να τεκμηριωθεί με επιστημονική διαδικασία και ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτή μέσω της πίστης. Στην θρησκευτική αλήθεια γίνεται φανερό πως, εννοιολογικά, η αλήθεια δεν είναι το αντίθετο του ψέματος, καθώς οι θρησκευτικές αλήθειες διαφέρουν μεταξύ τους.

Η αλήθεια σύμφωνα με την «Θεωρία των Ιδεών» του Πλάτωνα

Ο Πλάτωνας, θέλοντας να δείξει την δυσκολία του να συλλάβει κανείς την αλήθεια, χρησιμοποίησε μια αλληγορία. Είπε πως οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις αισθήσεις τους για να συλλάβουν την αλήθεια, όμως εξαπατώνται από αυτές. Μοιάζουν σαν να είναι δεμένοι μέσα σε ένα σπήλαιο από το οποίο δεν μπορούν να βγουν ή να κοιτάξουν πίσω, όπου (πίσω τους) βρίσκεται αναμμένη μία φωτιά, καθώς και διάφορα αντικείμενα που περνούν από μπροστά της οι δεσμώτες-θαυματοποιοί. Το μόνο που βλέπουν είναι οι σκιές που σχηματίζονται από τα αντικείμενα στον τοίχο του σπηλαίου καθώς αυτά φωτίζονται από την φωτιά που την χειρίζονται οι δεσμώτες τους.

Η σκιά ενός κύβου θα μπορούσε να εμφανίζεται είτε σαν ακανόνιστο εξάγωνο, σαν παραλληλόγραμμο ή σαν τετράγωνο, αλλάζοντας συνεχώς μορφή καθώς αυτός περιστρέφεται. Οι σκιώδεις αυτές μορφές εμφανίζονται μάλιστα παραμορφωμένες από την φωτιά που κυματίζει και από το ανάγλυφο του τοίχου του σπηλαίου. Οι άνθρωποι τελικά, εμπιστευόμενοι την εικόνα που τους δίνει η περιορισμένη όρασή τους, την οποία και συνηθίζουν, πιστεύουν πως η αλήθεια είναι οι σκιές.

Ακόμη και αν κάποιος δραπετεύσει και βγει από το σπήλαιο στο φως του ήλιου, αν δεν έχει ανοικτό φιλοσοφικό πνεύμα τυφλώνεται από το φως και ξαναμπαίνει στη σιγουριά του σπηλαίου, ανίκανος να ξεφύγει από αυτό που έχει συνηθίσει ως αληθινό. Ο φιλόσοφος, αυτός δηλαδή που συνεχώς θέτει ερωτήματα για το «τι», «πώς» και «γιατί», είναι ο μόνος που μπορεί να δει την αλήθεια και παρόλο που γνωρίζει πως θα χλευαστεί στην προσπάθειά του να την μεταφέρει και στους υπόλοιπους μέσα στο σπήλαιο, ο Πλάτωνας υποστηρίζει πως είναι χρέος του να τους μεταδώσει την γνώση αυτή. Διαφωνώ!

Σύγχρονη Φιλοσοφία: Με το ζήτημα της αλήθειας, ασχολήθηκαν και ανέπτυξαν διάφορες θεωρίες και πολλοί άλλοι φιλόσοφοι, όπως οι Ιμμάνουελ Καντ, Ρενέ Ντεκάρτ, Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, Φρειδερίκος Νίτσε, Πολ Νατόρπ και άλλοι.

Η σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη δίνει στον όρο αλήθεια διάφορες ερμηνείες:

Οντολογική αλήθεια: Είναι η αλήθεια για τα πράγματα όπως υπάρχουν καθ’ εαυτά και όπως είναι η πραγματική τους φύση και όχι όπως ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να τα γνωρίσει.

Τυπική αλήθεια: Στην τυπική αλήθεια προϋπόθεση είναι η έλλειψη αντιφατικότητας και η ταυτόχρονη παρουσία λογικής ακολουθίας. Ωστόσο μία τυπική αλήθεια μπορεί να μην είναι ουσιαστική. Στην φράση «η ψυχή είναι αθάνατη», περιέχεται μία τυπική αλήθεια, δεδομένου ότι δεν είναι ουσιαστικά επιβεβαιωμένη.

Καθ’ ύλην αλήθεια: Είναι η αλήθεια κατά την οποία υπάρχει πλήρης ταύτιση της γνώσης προς το περιεχόμενο και τα πραγματικά δεδομένα. Η φράση «Η γη κινείται γύρω από τον ήλιο» είναι πραγματική αλήθεια και διαθέτει απόλυτο κύρος.

Μεταφυσική αλήθεια: Πρόκειται για την αλήθεια που δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει με βεβαιότητα. Έρχεται σε αντίθεση με την θετική σχολή, που υποστηρίζει ότι γνωρίζουμε την αλήθεια μόνο με τα εμπειρικά δεδομένα.

Δογματική αλήθεια: Είναι η άποψη ότι μπορούμε με βεβαιότητα να γνωρίσουμε την αλήθεια των πραγμάτων, τα οποία είναι όπως ακριβώς μας πλασάρονται.

Αληθές και ψευδές στην λογική και την φιλοσοφία.

Το αληθές είναι μία από τις δύο βασικές αξίες (τιμές) της λογικής. Η δεύτερη είναι το ψευδές.

Ο Αριστοτέλης φαίνεται να ήταν ο πρώτος που έθεσε τυπικό πλαίσιο για την λογική, την προτασιακή λογική, που εξελίχθηκε και συνδέεται άμεσα με την ευρύτερη μαθηματική λογική. Η Άλγεβρα Μπουλ, που έχει προκύψει ως μαθηματική έκφραση της Αριστοτέλειας λογικής (του είναι ή δεν είναι), έχει βρει ευρεία εφαρμογή στην σχεδίαση του λογισμικού και των κυκλωμάτων των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Ψέμα είναι μια πρόταση που λέγεται από κάποιον με σκοπό να πείσει το κοινό του ότι είναι αληθής, ενώ ο ίδιος συνειδητά γνωρίζει ότι η πρόταση είναι αναληθής.

Υποκατηγορίες του ψέματος.

Στην καθημερινή ζωή η έννοια του ψέματος συνδέεται με την πρόθεση της εξαπάτησης. Ωστόσο αυτή είναι μόνο μια κατηγορία ψεμάτων. Δηλαδή, ένας άνθρωπος λέει ένα ψέμα όταν προσπαθεί να πείσει κάποιον ότι αυτό που λέει είναι αλήθεια ενώ ο ίδιος έχει αμφιβολίες προς την αλήθεια της πρότασης ή γνωρίζει όντως ότι είναι αναληθής. Μια πρόταση μπορεί να εξεταστεί ως προς την αλήθεια της και να αποδειχτεί ψευδής ή αληθής. Δεν είναι όμως απαραίτητο να αποδειχτεί κάτι ψευδές ώστε να χαρακτηριστεί ως ψέμα.

Μια αληθινή πρόταση μπορεί τελικά να χαρακτηριστεί ψέμα όταν αυτός που την λέει έχει αμφιβολίες. Παράδειγμα: Όταν κάποιος λέει “Ο ουρανός είναι γαλάζιος”, παρότι γνωρίζουμε τώρα ότι είναι γαλάζιος και μπορούμε να το εξηγήσουμε, όταν αυτός ο άνθρωπος αγνοεί ή έχει αμφιβολία ότι είναι γαλάζιος τότε αυτή η αντικειμενική αλήθεια τελικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως ψέμα. Ακόμα και αν δεν έχει καμία αμφιβολία για κάποια πρόταση, η εξέταση της πρότασης και η αδυναμία να αποδειχτεί αληθής τότε καθιστούν την πρόταση ως ψέμα.

Παράδειγμα: Όταν κάποιος λέει ότι έχει μέσα στο δωμάτιο του έναν αόρατο ροζ ελέφαντα που κανείς δεν μπορεί να αγγίξει, να νιώσει ή να αντιληφθεί με οποιονδήποτε τρόπο και είναι 100% σίγουρος ότι υπάρχει, επειδή αδυνατούμε με τα μέσα που διαθέτουμε να επαληθεύσουμε αυτή την πρόταση τότε χαρακτηρίζεται ως ψέμα.

Μια ακόμα υποκατηγορία ψέματος εμφανίζεται όταν κάποιος εσκεμμένα δεν δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα με σκοπό ή την ελπίδα το κοινό του να πιστέψει αυτό που ο ίδιος θέλει. Παράδειγμα: Όταν ένας δημοσιογράφος ρωτάει έναν πολιτικό να διευκρινίσει κάποιες πτυχές σε ένα θέμα και ο πολιτικός εσκεμμένα αποφεύγει την απάντηση με σκοπό ο δημοσιογράφος να νομίζει ό,τι θέλει τότε η αρχική θέση του πολιτικού στο θέμα μπορεί να χαρακτηριστεί ψέμα.

Τα ‘λευκά’ ψέματα είναι μια υποκατηγορία που φαινομενικά δεν έχουν κανέναν αρνητικό αντίκτυπο. Είναι μικρά ψέματα που κάποιος μπορεί να πει, στη πλειοψηφία για να αποφύγει μια άβολη ή άχαρη κατάσταση. Παράδειγμα: Όταν ένα παιδί δεν έχει φάει για μεσημέρι και η μητέρα του το ρωτάει αν έχει φάει και απαντάει “Ναι, έχω φάει” με σκοπό να βγει να παίξει. Τα λευκά ψέματα στην πραγματικότητα απέχουν πολύ λίγο από τα ψέματα. Η γνώση ότι κάποιος λέει τέτοιου είδους ψέματα τελικά δημιουργεί την ίδια έλλειψη εμπιστοσύνης από το κοινωνικό σύνολο. Για τα ‘λευκά ψέμματα’ που τα επικροτεί και τα θεωρεί επιβεβλημένα, έχει αναφερθεί εκτενώς ο Πλάτωνας.

Στο μικρό δοκίμιο ‘On Bullshit’ o Χάρυ Φράνκφουρτ διαφοροποιεί την έννοια του ψέματος από αυτή του bullshitting, ελληνιστί ‘μαλακίες’. Σύμφωνα με τον Χάρυ Φράνκφουρτ λοιπόν, όποιος λέει ψέματα έχει στο μυαλό του πάντα την έννοια της αλήθειας. Αντιθέτως ο bullshitter δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την αλήθεια και μπορεί να πει κάποια πρόταση μόνο και μόνο για να δώσει μια εντύπωση της πραγματικότητας – μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής βέβαια. Παράδειγμα: Όταν κάποιος, έπειτα από πίεση σε ένα θέμα που δεν τον ενδιαφέρει καθόλου και δεν πρόκειται να ασχοληθεί, λέει μια άποψη για ένα θέμα μόνο για να ευχαριστήσει τον συνομιλητή του ώστε να σταματήσει να τον πιέζει.

Καστοριάδης: Μια κοινωνία που παραπαίει

Σταχυολογήσαμε 10 σημαντικά σημεία μιας συνέντευξης του Κορνηλίου Καστοριάδη στον Marc Weitzmann, που αξίζει να διαβάσετε

Αυτό που συμβαίνει στη σφαίρα της διανόησης είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένο με το συνολικό μετασχηματισμό των δυτικών κοινωνιών. Αυτό που εκπλήσσει περισσότερο, όταν συγκρίνει κανείς την παρούσα φάση με τις προηγούμενες φάσεις της ιστορίας αυτών των κοινωνιών, είναι η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση της σύγκρουσης, είτε πρόκειται για οικονομικο-κοινωνική, είτε για πολιτική ή «ιδεολογική».

Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού φαίνεται να ικανοποιείται με τις ανέσεις και τις μικροσυσκευές, έξω από κάποιες μεμονωμένες και συντεχνιακές αντιδράσεις οι οποίες δεν έχουν συνέπειες. Δεν τρέφει καμιά συλλογική επιθυμία, κανένα πρόταγμα εκτός της προστασίας του status quo.

Η απουσία φραγμών συντελεί ώστε η ενδογενής ανορθολογικότητα του συστήματος να γίνεται εντονότερη. Οι κυβερνώντες νομίζουν ότι όλα, ή σχεδόν όλα, τους είναι επιτρεπτά, με την προϋπόθεση να μην αντιδράσουν πολύ άσχημα οι πολιτικές σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης. Άλλωστε, δεν κυβερνούν πλέον πραγματικά, αλλά η μοναδική τους φροντίδα είναι να παραμείνουν στην εξουσία ή να την αποκτήσουν. Οι παραδοσιακές ιδεολογίες, της «δεξιάς» ή της «αριστεράς» έχουν καταστεί τελείως κενές· τίποτε το ουσιαστικό δεν χωρίζει τα προγράμματα των αντίστοιχων κομμάτων

Όλες αυτές οι αποφάσεις είναι πολιτικές αποφάσεις, στις οποίες η ηθική δεν αποτελεί παρά μια συνιστώσα, ασφαλώς πολύ βαρύνουσα. Η ηθική των Ευαγγελίων είναι μια ηθική α-κοσμική. Εάν δεν εφαρμόσθηκε ποτέ αληθινά στην κοινωνική ζωή, ανεξαρτήτως από την υποκρισία των εκκλησιών, είναι και γιατί δεν θα μπορούσε να έχει εφαρμοσθεί.

Όπως οι φάσεις της δημιουργίας, έτσι και οι φάσεις της αποσύνθεσης μιας κοινωνίας είναι ανεξήγητες… Γιατί ο «δήμος», ο λαός, δεν είναι πλέον ο ίδιος λαός; Γιατί τα άτομα, όπως οι κοινωνίες, χάνουν τη δύναμη της δημιουργίας; Μπορεί κάποιος να διαυγάσει εν μέρει το γεγονός, όχι όμως να το εξηγήσει.

Στην πολιτική και στην ιστορία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει σοβαρή πρόβλεψη… Η ανθρώπινη ιστορία είναι δημιουργία. Η εμφάνιση νέων κοινωνικο-ιστορικών μορφών δεν δύναται να προβλεφθεί γιατί δεν είναι ούτε παραγώγιμη ούτε απαγώγιμη εξ αυτού που προϋπήρχε.

Είναι αληθές ότι οι άνθρωποι σήμερα δεν πιστεύουν στη δυνατότητα μιας αυτοκυβερνώμενης κοινωνίας και αυτό κάνει ώστε μια τέτοια κοινωνία να είναι σήμερα αδύνατη. Δεν πιστεύουν επειδή δεν θέλουν να το πιστεύουν και δεν θέλουν να το πιστεύουν επειδή δεν πιστεύουν. Αλλά εάν κάποτε αρχίσουν να το θέλουν, θα πιστέψουν και θα μπορέσουν.

Δεν θέλουν να γνωρίζουν ότι είναι θνητοί, ότι θα πεθάνουν, ότι «επέκεινα» δεν υπάρχει ούτε πληρωμή ούτε αμοιβή. Ξεχνιούνται, βλέποντας στην τηλεόραση τον Ταπί ή τη Μαντόνα, έπειτα από το μετρό, τη δουλειά κ.λπ. Και αυτό δεν σημαίνει μια «κοινωνία του θεάματος» αλλά μια κοινωνία της λήθης, της λήθης του θανάτου, της διαπίστωσης ότι η ζωή δεν έχει νόημα παρά μόνο εκείνο το οποίο εμείς είμαστε ικανοί να της δώσουμε. Το θέαμα λειτουργεί για να διευκολύνει και να επικαλύπτει αυτή τη λήθη. Δεν έχουμε το θάρρος ούτε την ικανότητα να παραδεχθούμε ότι το νόημα της ζωής μας, ατομικής και συλλογικής, δεν μπορεί πλέον να χορηγηθεί από μια θρησκεία ή από μια ιδεολογία, δεν μπορεί πλέον να μας δοθεί όπως ένα δώρο, ότι οφείλουμε, κατά συνέπεια, να το δημιουργήσουμε εμείς οι ίδιοι.

Το καθήκον ενός ελεύθερου ανθρώπου είναι να γνωρίζει ο ίδιος ότι είναι θνητός και να στέκεται όρθιος στην άκρη αυτής της αβύσσου, μέσα σ’ αυτό το χάος που στερείται νοήματος και μέσα στο οποίο κάνουμε να αναδυθεί η σημασία

Δεν υπάρχει πλέον πραγματικός χρονικός ρυθμός αλλά αυτό το οποίο εσείς αποκαλείτε ένα συνεχές παρόν, το οποίο είναι μάλλον μια μελάσα, ένας πραγματικά ομοιογενής ζωμός, όπου όλα έχουν συνθλίβει και τοποθετηθεί στο ίδιο επίπεδο σημασίας και σπουδαιότητας. Τα πάντα είναι παρμένα μέσα σ’ αυτήν την ομοιόμορφη ροή εικόνων και αυτό είναι αλληλένδετο με την απώλεια του ιστορικού μέλλοντος, την απώλεια του προτάγματος και την απώλεια της παράδοσης· το γεγονός ότι το παρελθόν αποτελεί είτε ένα αντικείμενο πολυμάθειας για τους έξοχους ιστορικούς που έχουμε είτε ένα τουριστικό παρελθόν: επισκέπτεται κανείς την Ακρόπολη όπως τους καταρράκτες του Νιαγάρα, την Ιταλία όπως τις Σεϋχέλλες.

Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού φαίνεται να ικανοποιείται με τις ανέσεις και τις μικροσυσκευές, έξω από κάποιες μεμονωμένες και συντεχνιακές αντιδράσεις οι οποίες δεν έχουν συνέπειες. Δεν τρέφει καμιά συλλογική επιθυμία, κανένα πρόταγμα εκτός της προστασίας του status quo.

Η απουσία φραγμών συντελεί ώστε η ενδογενής ανορθολογικότητα του συστήματος να γίνεται εντονότερη. Οι κυβερνώντες νομίζουν ότι όλα, ή σχεδόν όλα, τους είναι επιτρεπτά, με την προϋπόθεση να μην αντιδράσουν πολύ άσχημα οι πολιτικές σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης. Άλλωστε, δεν κυβερνούν πλέον πραγματικά, αλλά η μοναδική τους φροντίδα είναι να παραμείνουν στην εξουσία ή να την αποκτήσουν. Οι παραδοσιακές ιδεολογίες, της «δεξιάς» ή της «αριστεράς» έχουν καταστεί τελείως κενές· τίποτε το ουσιαστικό δεν χωρίζει τα προγράμματα των αντίστοιχων κομμάτων

Όλες αυτές οι αποφάσεις είναι πολιτικές αποφάσεις, στις οποίες η ηθική δεν αποτελεί παρά μια συνιστώσα, ασφαλώς πολύ βαρύνουσα. Η ηθική των Ευαγγελίων είναι μια ηθική α-κοσμική. Εάν δεν εφαρμόσθηκε ποτέ αληθινά στην κοινωνική ζωή, ανεξαρτήτως από την υποκρισία των εκκλησιών, είναι και γιατί δεν θα μπορούσε να έχει εφαρμοσθεί.

Όπως οι φάσεις της δημιουργίας, έτσι και οι φάσεις της αποσύνθεσης μιας κοινωνίας είναι ανεξήγητες… Γιατί ο «δήμος», ο λαός, δεν είναι πλέον ο ίδιος λαός; Γιατί τα άτομα, όπως οι κοινωνίες, χάνουν τη δύναμη της δημιουργίας; Μπορεί κάποιος να διαυγάσει εν μέρει το γεγονός, όχι όμως να το εξηγήσει.

Στην πολιτική και στην ιστορία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει σοβαρή πρόβλεψη… Η ανθρώπινη ιστορία είναι δημιουργία. Η εμφάνιση νέων κοινωνικο-ιστορικών μορφών δεν δύναται να προβλεφθεί γιατί δεν είναι ούτε παραγώγιμη ούτε απαγώγιμη εξ αυτού που προϋπήρχε.

Είναι αληθές ότι οι άνθρωποι σήμερα δεν πιστεύουν στη δυνατότητα μιας αυτοκυβερνώμενης κοινωνίας και αυτό κάνει ώστε μια τέτοια κοινωνία να είναι σήμερα αδύνατη. Δεν πιστεύουν επειδή δεν θέλουν να το πιστεύουν και δεν θέλουν να το πιστεύουν επειδή δεν πιστεύουν. Αλλά εάν κάποτε αρχίσουν να το θέλουν, θα πιστέψουν και θα μπορέσουν.

Δεν θέλουν να γνωρίζουν ότι είναι θνητοί, ότι θα πεθάνουν, ότι «επέκεινα» δεν υπάρχει ούτε πληρωμή ούτε αμοιβή. Ξεχνιούνται, βλέποντας στην τηλεόραση τον Ταπί ή τη Μαντόνα, έπειτα από το μετρό, τη δουλειά κ.λπ. Και αυτό δεν σημαίνει μια «κοινωνία του θεάματος» αλλά μια κοινωνία της λήθης, της λήθης του θανάτου, της διαπίστωσης ότι η ζωή δεν έχει νόημα παρά μόνο εκείνο το οποίο εμείς είμαστε ικανοί να της δώσουμε. Το θέαμα λειτουργεί για να διευκολύνει και να επικαλύπτει αυτή τη λήθη. Δεν έχουμε το θάρρος ούτε την ικανότητα να παραδεχθούμε ότι το νόημα της ζωής μας, ατομικής και συλλογικής, δεν μπορεί πλέον να χορηγηθεί από μια θρησκεία ή από μια ιδεολογία, δεν μπορεί πλέον να μας δοθεί όπως ένα δώρο, ότι οφείλουμε, κατά συνέπεια, να το δημιουργήσουμε εμείς οι ίδιοι.

Το καθήκον ενός ελεύθερου ανθρώπου είναι να γνωρίζει ο ίδιος ότι είναι θνητός και να στέκεται όρθιος στην άκρη αυτής της αβύσσου, μέσα σ’ αυτό το χάος που στερείται νοήματος και μέσα στο οποίο κάνουμε να αναδυθεί η σημασία

Δεν υπάρχει πλέον πραγματικός χρονικός ρυθμός αλλά αυτό το οποίο εσείς αποκαλείτε ένα συνεχές παρόν, το οποίο είναι μάλλον μια μελάσα, ένας πραγματικά ομοιογενής ζωμός, όπου όλα έχουν συνθλίβει και τοποθετηθεί στο ίδιο επίπεδο σημασίας και σπουδαιότητας. Τα πάντα είναι παρμένα μέσα σ’ αυτήν την ομοιόμορφη ροή εικόνων και αυτό είναι αλληλένδετο με την απώλεια του ιστορικού μέλλοντος, την απώλεια του προτάγματος και την απώλεια της παράδοσης· το γεγονός ότι το παρελθόν αποτελεί είτε ένα αντικείμενο πολυμάθειας για τους έξοχους ιστορικούς που έχουμε είτε ένα τουριστικό παρελθόν: επισκέπτεται κανείς την Ακρόπολη όπως τους καταρράκτες του Νιαγάρα, την Ιταλία όπως τις Σεϋχέλλες.
-----------------------------
Συνέντευξη του Κορνηλίου Καστοριάδη στον Marc Weitzmann. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό L’ Autre Journal Αρ. 2, Μάρτιος Του 1993 (Σελ. 10-17).

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΝΤΕΙΑ

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ

Ο Ομφαλος Της Γης

Σύμφωνα με ένα μύθο των ελληνιστικών χρόνων, οφείλουμε την ανακάλυψη των μαντικών δυνάμεων του δελφικού μαντείου σε μια κατσίκα του βοσκού Κου­ρήτα. Μετά την πτώση της σε χάσμα εδάφους παρουσίασε αμέσως παράξενα συμπτώματα, δηλαδή χοροπηδούσε και έβγαζε μια παράξενη φωνή. Τα συμπτώματα αυτά (στην πραγματικότητα, ενθουσιασμού) είχε επίσης παρουσιάσει και ο βοσκός. Μετά τη διάδοση αυτής της είδησης από άλλους κατοίκους της περιοχής κατέληξαν ότι σε αυτήν την κατάσταση μπορούσαν να προφητεύουν και συμπέραναν ότι αυτό οφειλόταν στη δύναμη που προερχόταν από τη γη (συνεπώς από τη θεά Γαία). Το παραλήρημά τους, όμως, ήταν τόσο βίαιο, που συνέβαινε μάλιστα να γκρεμίζονται στο χάσμα και να χάνονται για πάντα. Τότε αποφάσισαν να επιλέ- ξουν μόνο ένα πρόσωπο για να φέρει σε πέρας τη μαντική αυτή προσπάθεια κατά τρόπο διαρκή. Να γιατί γεννήθηκε ο θεσμός-ρόλος της Πυθίας, για την οποία και κατασκεύασαν μια συσκευή, κάτι που να της επέτρεπε να κάθεται πάνω στο χάσμα: τον τρίποδα.

Αυτός ο θρύλος (με ορθολογική διάθεση) αποτελεί εφεύρεση και αποσκοπεί να εξηγήσει πολλές όψεις του μαντείου των Δελφών, άλλες εντελώς πραγματικές και άλλες που, τουλάχιστον, ήταν αληθινές για τους Έλληνες. Για παράδειγμα, περιλαμβάνει και απλοποιεί μια παλαιά παράδοση που θέλει τους Δελφούς να ανήκουν, αρχικά, στη δικαιοδοσία της θεάς Γαίας, φυλασσόμενους από ένα μεγάλο ερπετό (μάλλον δράκοντα), τον τρομερό Πύθωνα. Οι αναθυμιάσεις του εδαφικού χάσματος που προκαλεί ίο προφητικό παραλήρημα, είναι ένας ορθολογικός μετασχηματισμός ίου θρύλου και κυρίως ένας τρόπος ερμηνείας του πώς ήταν δυνατόν μια γυναίκα, η Πυθία, να έχει την ικανότητα να λέγει χρησμούς. Τέλος, εξηγεί και το λόγο ύπαρξης του τρίποδα, πάνω στον οποίο η Πυθία εκφωνούσε τα προφητικά της μηνύματα.

Ναι, οι Δελφοί υπήρξαν τόπος πλούσιος σε μύθους και θρύλους ικανούς να ερμηνεύσουν ανεξήγητα μερικές φορές πράγματα, αινιγματικά και ωστόσο τυφλά αποδεκτά από όλους. Σήμερα, διαθέτουμε μια υπέροχη πληροφόρηση σχετικά με το ιερό, τους οδηγούς και την εξαιρετική βιβλιογραφία με πλαίσια και ακριβή δεδομένα για την ιστορία του, την τοπογραφία του, τα μνημεία του, τα αντικείμενά του. Και, ουσιαστικά, θα έπρεπε να είμαστε ικανοί να αποκαλύψουμε όλα ία δελφικά μυστήρια. Όταν, όμως, πρόκειται για έναν τόπο σαν κι αυτόν, που η σπινθηροβόλα ορμή του είχε μια τόσο ασυνήθιστη ισχύ, διατρέχουμε τον κίνδυνο να κάνουμε μια ακόμη νέα ορθολογική ανακατασκευή του θέματος, που τελικά ξεφεύγει από σαφή ορισμό. Παρ’ όλ’ αυτά, ας δοκιμάσουμε γτα μια στιγμή να χαράξουμε το προφίλ αυτού του εξαίρετου μαντείου, χρησιμοποιώντας κυρίως αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες σκέπτονταν και αισθάνονταν για τον τρόπο και τη λειτουργία του.

Κατ’ αρχάς, ας ξεχάσουμε κάποιες συνήθεις κατηγοριοποιήσεις της σκέψης μας, όπως ιερό και κοσμικό, μύθος και ιστορία, μυθική και «λογική» σκέψη και, ακόμη, δημόσιο και ιδιωτικό. Αντίθετα, θα πρέπει επίσης να εμβαθύνουμε την απόσταση μεταξύ δύο κατηγοριών. Ο άνθρωπος και οι θεοί, θνητοί και αθάνατοι (παρ’ ότι οι Έλληνες φρόντισαν να καλύψουν το κενό με τους «ενδιάμεσους» ήρωες, δαίμονες...).

Σε κάποιον πολύ μακρινό χρόνο οι θεοί και οι άνθρωποι είχαν συνυπάρξει (τουλάχιστον σύμφωνα με τις αφηγήσεις των μύθων). Αυτό όμως ανήκει σε ένα παρελθόν που δεν θα επανέλθει ποτέ. Ο άνθρωπος είναι μόνος, υποταγμένος σε ανίκητες δυνάμεις και στην τρομερή θεία δίκη, χαμένος μπροστά στη μοίρα, η αγωνία τον καταβάλλει. Πρέπει να βγει από το αδιέξοδο... και το πιο άμεσο αντίδοτο είναι να έρθει σε επικοινωνία με τους θεούς. Δεν γνωρίζουμε πότε, ποιος και πώς, μάθαμε όμως ότι υπήρχαν τα μέσα. Οι θεοί μας ακούν μέσα από τις προσευχές κυρίως, μας δείχνουν σημάδια που πρέπει να ξέρουμε να ερμηνεύουμε. Έτσι γεννήθηκε η μαντεία.

Από την εποχή του Ομήρου διαπιστώνουμε την ύπαρξη πλούσιας ποικιλίας μαντικών διαδικασιών. Επίσης από τον Όμηρο μπορούμε να εξακριβώσουμε ότι στο χώρο αυτό ένας θεός επικράτησε των άλλων: ο Απόλλων.

Ερώτημα πρώτο: Γιατί αυτός; Ερώτημα χωρίς οριστική απάντηση, όμως ποιόν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως πρόσχημα για να εξηγήσουμε απλά κάποιες πλευρές του μαντείου των Δελφών; Από όλες τις θεότητες του ελληνικού πανθέου (με εξαίρεση τον πανίσχυρο Δία) ο Απόλλων συγκεντρώνει, χωρίς αμφιβολία, τον ευρύτερο αριθμό λειτουργιών και εξουσιών (κατ αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες έκαναν αυτόν το θεό - διότι οι άνθρωποι δημιουργούν τους θεούς - τον πιο ευέλικτο αντιπρόσωπο της θεϊκής εξουσίας). Επιπλέον οι ικανότητές του τον καθιστούν άξιο να επωμιστεί όχι μόνο ένα σημαντικό ρόλο σε πνευματικό και μεταφυσικό επίπεδο, αλλά και στην καθημερινή ζωή.

Ερώτημα δεύτερο: Γιατί οι Δελφοί; Σίγουρα όχι επειδή η κατσίκα του Κουρήτα τρελάθηκε. .. Από την Εποχή του Χαλκού (και ακόμη νωρίτερα) όλο το έδαφος του Παρνασσού, αλλά κυρίως η τοποθεσία που θα ιδρυθεί το ιερό, γνώρισε ποικίλες βαθμίδες κατοίκησης. Μάλιστα, κάποια μικρή περίοδο μεταξύ του 11ου κατ του 10ου αιώνα π.Χ. φαίνεται να διακόπτεται η συνέχεια. Όμως, μετά διακρίνουμε μια προοδευτική κατάληψη του χώρου και ιδιαίτερα μια θρησκευτική δραστηριότητα σε φάση ενίσχυσης. Η τοποθεσία που κατέλαβε η πόλη και το ιερό ήταν όχι μόνο στρατηγική, αλλά κατ ένα ιδιαίτερα σημαντικό σημείο-πέραομα προς το Βορρά, στο δρόμο από την Πελοπόννησο και τη Δυτική Ελλάδα (τόσο από τη θάλασσα όσο και από την ξηρά). Άλλωστε - και δεν είναι μια εκτίμηση απλά αισθητική - το τοπίο των Δελφών αλλά και τα γύρω μέρη είχαν κατακτήσει το πνεύμα των Ελλήνων. Το Κωρύκιον άντρο, λίγο βορειότερα, με ίχνη λατρείας (κυρίως των Νυμφών και σίγουρα του Διονύσου) αρκετά παλαιά, λειτουργούσε παράλληλα με το αντίστοιχο του δελφικού Απόλλωνα. Ωστόσο, είναι η επιλεγμένη θέση με φόντο τα βράχια των Φαιδριάδων και την κοιλάδα του Πλειστού, τη θάλασσα από την άλλη μεριά, που προκαλούσε πάντα αυτή την απερίγραπτη με λέξεις εντύπωση που εύκολα βρήκε την πραγμάτωσή της σε θρησκευτικούς όρους. Τίποτε το παράξενο, ούτε το ότι οι Έλληνες έκαναν τους Δελφούς τον ομφαλό (με την έννοια υλικού κέντρου) του γνωστού τότε κόσμου, γεγονός που υλοποιήθηκε μέσα σε ένα θρύλο, με σκοπό τη διάδοσή του με πειστικό τρόπο: δύο πουλιά (είτε αετοί είτε κύκνοι, ανάλογα με την απόδοση) σταλμένα από τον Λία πέταξαν από τις δύο άκρες του κόσμου και η πτήση είχε σημείο συνάντησης τους Δελφούς.

Γιατί και οι δύο ( θεός και τόπος ) μαζί; Στους ήδη εκφρασμένους λόγους θα πρέπει να προστεθεί ακόμη ένας, καθόλου κοινός. Η παλαιά ελληνική θρησκεία δεν ήταν υποταγμένη σε καμιά θρησκευτική αρχή πέρα από την τελετουργική παράδοση και την πίστη που παρέλαβαν από τους προγόνους τους. Στην πραγματικότητα οι πολυάριθμοι θρησκευτικοί νόμοι ασχολούνται μόνο με τις εξωτερικές όψεις της θρησκείας. Κι ωστόσο η ανάγκη ενός κριτηρίου, που να πηγάζει από κάποια αντίστοιχη αρχή, ήταν αισθητή. Κατά κάποιον τρόπο, οι Δελφοί κάλυψαν αυτό το κενό.

Για τους αρχαίους Έλληνες «θρησκευτική αρχή» σήμαινε πολλά περισσότερα· για παράδειγμα, τη διατήρηση ενός δόγματος ή των τελετουργικών οδηγιών. Να γιατί το άθροισμα των δύο παραγόντων (τα χαρακτηριστικά του θεού κατ η ιδιαιτερότητα του ιερού) ήταν αποφασιστικής σημασίας. Η ιερή φωνή ήταν η φωνή των θεών, της θεότητας, κυρίως του πατέρα των θεών και των ανθρώπων, του Δία. Όπως διαπιστώνει ήδη ο Ύμνος στον Απόλλωνα, ο λόγος αυτού του θεού έχει άμεση ισχύ. Γίνεται ταυτόχρονα πράξη δημιουργίας και θεμελίωσης. θεός ταξιδευτής και κτίστης από τη γέννησή του, αποτελεί το πρότυπο κάθε πράξης, διαπίστευση καταγωγής και θεμελίωσης, όπως επίσης και πράξεων που απαιτούν ένα είδος «νέας αφετηρίας». Κατά συνέπεια. οι Δελφοί θα είναι ο τόπος όπου οι πόλεις θα αναζητήσουν την επικύρωση των πολιτικών τους δομών, των σπουδαιότερων πράξεων στην αναπτυξιακή τους πορεία προς όλες τις κατευθύνσεις: θρησκευτική, νομοθετική, αστική, κοινωνική. Όταν ιδρύεται μια αποικία ο θεός των Δελφών δίνει ακόμη και οδηγίες ναυσιπλοΐας. Καμιά λατρεία, καμιά τροποποίηση τελετών, εορτών δεν θα γίνονται χωρίς την άδεια του θεού.

Ο Απόλλωνας δεν ήταν μόνο η επίσημη φωνή του θεϊκού κόσμου. Κατείχε την εξουσία της μεταφοράς στους ανθρώπους μιας ξεχωριστής σοφίας, υπό τη μορφή αυτού που γνωρίζουμε με το όνομα έμπνευση. Από τη μια, μοιραζόταν με τις Μούσες (κόρες του Δία και της Μνήμης) το πεδίο της μουσικής και της ποίησης. Από την άλλη, αυτός παραχωρούσε στους ανθρώπους τη μαντική δύναμη με την ευρύτερη σημασία, τη δύναμη να βλέπουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Ποίηση, έμπνευση, θείος ενθουσιασμός. Ένας συνδυασμός του οποίου το ιερό αποτελούσε το παράδειγμα. Ο λόγος του θεού μεταφερόταν από την σε κατάσταση υπνώσεως Πυθία και συχνά (όχι πάντα) την απάντηση κοσμούσε ένα ποιητικό σχήμα, σε δακτυλικό εξάμετρο (ο επίσημος στίχος της επικής παράδοσης), που είχε επινοήσει - σύμφωνα με τους Δελφούς - η Φημονόη, η θρυλική ιέρεια). Για το λόγο αυτό, μαζί με το κανονικό λειτούργημα της Πυθίας οι θρύλοι μιλούν και για την παρουσία της Σίβυλλας στους Δελφούς, η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, προφήτευε πάνω σε ένα βράχο. Κατά την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ο βράχος αυτός επιδεικνυόταν στους ταξιδιώτες ως αξιοθέατο.

Η γλώσσα των ποιητικών απαντήσεων ήταν συχνά ακατάληπτη και αινιγματική. Ο θεός έθετε σε λειτουργία την ευφυΐα των προσκυνητών. Ο ορισμός του Ηράκλειτου θέτει σωστά το πρόβλημα (DK 22 Β 93): ὁ ἄναξ οὗ τό μαντεῖον ἐστί τό ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει οὔτε σημαί­νει. Να, λοιπόν, που το βάρος της αναζήτησης της ερμηνείας έπεφτε στους ανθρώπους (συχνά ανεπιτυχώς· αλίμονο, περιορισμένα τα ανθρώπινα όρια). Στην πραγμα- τικότητα, καμιά σοφία δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτήν του θεού των Δελφών και γι’ αυτό ο θρύλος των επτά σοφών (και κανόνες συμπεριφοράς τους) είναι στενά μένος με το ιερό.

Όμως, ο Απόλλωνας δεν ήταν ο μοναδικός κάτοικος της πόλης των Δελφών. Αρχικά, σύμφωνα με τους θρύλους τους περισσότερο διαδεδομένους (κυρίως χάρη στους Αθηναίους), κι άλλες θεότητες είχαν δικαιώματα στον τόπο. Όχι μόνον η Γαία αλλά και ο γερο-Ποσειδώνας και η Θέμιδα (Η προσωποποίηση των κανόνων). Από την άποψη αυτή ο Απόλλωνας αντιπροσώπευε το τέλος μιας πρωτόγονης εποχής, μια νέα τάξη πεφωτισμένη και πολιτισμένη... Επιπλέον, τον συνόδευαν και άλλες θεότητες. Από τους Δελφούς δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο κυρίαρχος των ορέων, ο κύριος του παραληρήματος, ο συγκυρίαρχος των χειμωνιάτικων μηνών τους τρεις μήνες που ο Απόλλωνος απομακρυνόταν προς τη μαγική χώρα των Υπερβορείων: ο Διόνυσος. Κάτω από το ναό, στο σημείο που είναι γνωστό ως Μαρμαριά, οι ναοί της Αρτέμιδος και της Αθηνάς σημείωναν την παρουσία των θεών. Και ανάλογα με τις ιστορικές περιόδους, ο Ερμής, ο Ασκληπιός, οι Μούσες, η Ειλείθυια και άλλοι φέρονταν να έχουν κάποια γενικότερη σχέση με το μαντείο. Τέλος, οι Δελφοί ήταν ένας τόπος που αφθονούσαν οι ήρωες. Από m μια πλευρά, μερικοί επικοί ήρωες όπως ο Αγαμέμνων φαίνεται να είχαν επισκεφθεί ίο ιερό (αυτό αναφέρει ο Όμηρος), και ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος (γνωστός επίσης ως Πύρρος), είχε βρει το θάνατο στους Δελφούς, όπου και ο τάφος του. Πρόκειται για ένα θρύλο του οποίου οι πολλές αποδόσεις ρίχνουν κάποιες σκιές πάνω στο θεό και τους ιερείς του ως υπευθύνων για το θάνατο του ήρωα. Από την άλλη πλευρά, έχουμε τους ήρωες που προστάτευαν (πώς αλλιώς!) το ιερό, όπως οι Φύλακος, Αυτόνοος, Λαόδοκος και Υπέροχος, που προκαλούσαν πανικό στους εχθρούς που ήθελαν να λεηλατήσουν ιούς Δελφούς (με τη βοήθεια και του Νεοπτολέμου).

Οι θησαυροί ίου θεού είχαν συνεπώς καλούς φύλακες! Και ήταν αληθινά αναγκαίο, αφού η περιοχή αφθονούσε από θησαυρούς κάθε είδους. Παράλληλα, ο χρυσός και ο χαλκός με τις αντανακλάσεις τους έκαναν τους Δελφούς αστραφτερό τόπο κυριολεκτικά. Επειδή όχι μόνο οι Έλληνες αλλά και οι ξένοι (συμπεριλαμβανομένων των Ρωμαίων) αισθάνονταν έλξη από την απήχηση του προνομιούχου τούτου τόπου και αναζητούσαν την εύνοια του θεού, αποδεικνύοντας γενναιόδωρα την καλή τους διάθεση. Άλλωστε, οι ευκαιρίες προσφοράς δώρων στο θεό δεν περιορίζονταν στις χρησμοδοσίες, πολιτειακές η ιδιωτικές (που γενικά δίνονταν μια φορά το μήνα), αλλά επίσης μπορούσε κανείς να προσφέρει δώρα στη διάρκεια των Πυθίων, κάθε τέσσερα χρόνια. Οι αγώνες από τον 6ο αιώνα π.Χ. μνημόνευαν επίσημα τη νίκη του Απόλλωνα ενάντια στον Πύθωνα και περιείχαν μουσικούς διαγωνισμούς εκτός από τους αθλητικούς (πάντα οε αρμονία με τη φύση και την ιερότητα του τόπου).

Εύκολα καταλαβαίνουμε ότι από τη στιγμή που οι Δελφοί έγιναν ένα τόσο σπουδαίο και προικισμένο σημείο αναφοράς με πανελλήνιο χαρακτήρα, ο έλεγχός τους έγινε επίσης πρωταρχικός στόχος. Για το λόγο αυτό γύρω από το θρησκευτικό κέντρο αναπτύχθηκε ένας τρόπος πολιτικής επιτήρησης, που προανήγγελλε στον αρχαίο κόσμο την σύγχρονη πρωτοβουλία της Κοινωνίας Των Εθνών. Το όνομά της: Αμφικτιονίες. Ωστόσο, ο θεσμός δεν κατάφερε με τη σειρά του να εμποδίσει την πρόκληση εχθροπραξιών και την ύπαρξη πολλών ιερών πολέμων για τον έλεγχό του. Σε ποιό σημείο ο έλεγχος αυτός ήταν αποφασιστικός το αποδεικνύει το ενδιαφέρον του Φίλιππου της Μακεδονίας να καταστεί μέλος αυτής της οργάνωσης. Θα μπορούσε με τον τρόπο αυτό να διεισδύσει στην καρδιά της θρησκευτικής και ηθικής εξουσίας των Ελλήνων.

Μπορούμε σήμερα να πούμε ότι π πνεύμα είναι νεκρό; Δεν θα απαντήσω στην ερώτηση αυτή. Επισκεφθείτε τους Δελφούς, ο θεός θα σας ακούσει (αλλά θα πρέπει να ασκήσετε την αφυΐα σας για να τον καταλάβετε... και κυρίως προσοχή στα χάσματα του εδάφους!).

ΤΑ ΝΕΚΥΟΜΑΝΤΕΙΑ

Τα νεκρομαντεία είναι τα πιο γοητευτικά από τα αρχαία ελληνικά μαντεία, αλλά και τα πιο απόμακρα. Πράγμα ασυνήθιστο για ελληνικά μαντεία, δεν χρηματοδοτούνταν τακτικά ούτε ελέγχονταν από παρακείμενες πόλεις ούτε υποστηρίζονταν από προσοδοφόρα ιερά. Ενώ το μαντείο των Δελφών μάς έχει αφήσει εκατοντάδες επιγραφές από τις οποίες μπορεί να ανασυσταθεί η ιστορία του, είναι αξιοσημείωτο ότι ούτε μια επιγραφή δεν μπορεί να συνδεθεί με οπωσδήποτε νεκυομαντείο. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι οι ακριβείς θέσεις τους είναι δύσκολο να προσδιοριστούν με βεβαιότητα. Συνεπώς εξαρτιόμαστε για την κατανόηση των μαντείων αυτών κυρίως από το πιο ευφάνταστο είδος λογοτεχνίας: την επική και τραγική ποίηση, που πλάθονται παράλληλα με την πορεία του μύθου μέσα στους αιώνες, και την πεζογραφία, που εμποδίζεται συχνά από ια εκφραστικά μέσα της λαϊκής αφήγησης.

Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν διάφορους όρους για τα νεκρομαντεία. Εκτός από τον όρο νεκυομαντείον (και το μεταγενέστερο τύπο νεκρομαντείον), τα μαντεία ήταν επίσης γνωστά ως ψυχαγωγεία, ψυχομαντεία, ψυχοπομπεία ή νεκυώρια. Οι λεπτές διαφορές των όρων αυτών διακρίνονται από τις ετυμολογίες τους, αλλά όλοι χρησιμοποιούνταν ως συνώνυμοι. Πόσα νεκρομαντεία υπήρχαν στον ελληνικό κόσμο; Είναι δύσκολο να πει κανείς. Κάθε πόλη είχε τη δική της είσοδο στον Κάτω Κόσμο, που βρισκόταν σε μια παρακείμενη σπηλιά ή λίμνη, και ήταν πιθανό ότι κάποιο από αυτές θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί ως νεκρομαντείο στο πέρασμα του χρόνου. Παρ’ όλ’ αυτά οι προαναφερθέντες όροι φαίνεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί συγκεκριμένα για τέσσερις τοποθεσίες: τον Αχέροντα στη Θεσπρωτία (που στην αρχαιότητα ήταν μια εκτεταμένη ελώδης λίμνη), τη λίμνη Αορνο στην Καμπανία, την Ηράκλεια Ποντική στη νότια ακτή της Μαύρης θάλασσας και το Ταίναρο στην άκρη της χερσονήσου της Μάνης στην Πελοπόννησο. Έτσι, αυτές είναι οι τοποθεσίες στις οποίες πρέπει να Βασιστούμε για την κατανόηση του φαινομένου. Τα νεκρομαντεία της Ηράκλειας και του Ταίναρου πρέπει να έχουν βασιστεί σε φυσικά σπήλαια που τροποποιήθηκαν με χρήση εργαλείων ή τοιχοποιία, ενώ τα νεκυομαντεία του Αχέροντα και της λίμνης Αορνο βασίστηκαν, πιθανόν, σε απλούς περιβόλους δίπλα σε λίμνες. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τα μαντεία του Αχέροντα και της Ηράκλειας.

Η ίδρυση του σπηλαιομαντείου της Ηράκλειας ακολούθησε τη θεμελίωση της πόλης των Μεγαρέων, περίπου το 560 π.Χ., στην οποία θεωρείται ότι έδωσε το όνομά της. Λέγεται ότι ο Ηρακλής είχε σύρει τον Κέρβερο από την τρύπα όπου βρισκόταν και τότε το άμοιρο θηρίο, τρομαγμένο από το φως της ημέρας με το οποίο δεν ήταν εξοικειωμένο, έκανε εμετό πάνω σε ένα αβλαβές φυτό που το μετέτρεψε στο θανατηφόρο ακόντιο, για το οποίο ήταν φημισμένη η περιοχή. Μόνο μια υποθετικά ιστορική μαρτυρία περί του μαντείου αυτού έχει καταγραφεί κατ βρίσκεται στο γενικότερο πλαίσιο της τραγικής ιστορίας του Σπαρτιάτη Παυσανία, όπως την αναφέρει ο Πλούταρχος, που εκτυλίχθηκε περίπου στα 479-7 π.Χ. Ο νικητής των Περσών εισβολέων στις Πλαταιές άρχισε να φέρεται τυραννικά από τότε που οδηγώντας τον ελληνικό στόλο στο Βυζάντιο - πλούσια σε εφόδια και ισχυρότατη περσική βάση - κατέλαβε εύκολα την απροετοίμαστη πόλη. Αποφάσισε να βιάσει μια παρθένα της περιοχής, την Κλεονίκη, αλλά στην πορεία τη σκότωσε τυχαία. Έτσι το φάντασμά της τον κατεδίωκε στα όνειρα του. «Επειδή το φάντασμα της Κλεονίκης δεν τον άφηνε ήσυχο, όπως φαίνεται, ο Παυσανίας έπλευσε στο ψυχοπομπείο στην Ηράκλεια, όπου έκανε εξευμενιστικές θυσίες και σπονδές. Είδε ένα όραμα που του έλεγε ότι θα απαλλασσόταν από τα βάσανά του όσο βρισκόταν στη Σπάρτη. Με την άφιξή του εκεί πέθανε». (Ηθικά 555 c). Τα φαντάσματα βαρύνουν πολύ στην παράδοση που σχετίζεται με τον Παυσανία, που ήταν – όπως λέγεται - να γίνει και εκείνος φάντασμα, όταν σύντροφοι του τον έχτισαν στο ναό τη Αθηνάς. Δυστυχώς η ιστορία της Κλεονίκης ιστορική ή όχι, δεν μας δίνει ουσιαστικά στοιχεία για το τελετουργικό πληροφόρησης στο μαντείο. Παρ’όλ’ αυτά άλλες λογοτεχνικές αναφορές που αφορούν το μαντείο επέτρεψαν στον Χέφνερ (Hoepfner) να το ταυτίσει με μια σκαμμένη εν μέρει σπηλιά πάνω από τον ποταμό Αχέροντα στη χερσόνησο της Ηράκλειας, που τώρα λέγεται Μπαμπά Μπουρνού. Εκεί πρέπει να κατεβεί κάποιος μια περιστροφική σκάλα που οδηγεί σε μια σχεδόν τετράγωνη κύρια αίθουσα, 45 επί 20 μέτρα, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είναι πλημμυρισμένο. Κολόνες από λειασμένο βράχο στηρίζουν την οροφή.

Η ύπαρξη του νεκυομαντείου του Αχέροντα στη Θεσπρωτία συμπεραίνεται από το ενδέκατο βιβλίο της Οδύσσειας του Ομήρου, Νέκυια, στο οποίο ο Οδυσσέας έρχεται στον Αχέροντα για να συμβουλευτεί το φάντασμα του Τειρεσία. Όπως και με την Ηράκλεια, μόνο μία υποτιθέμενη ιστορική αναφορά παροχής συμβουλών ταυτίζεται με τον Αχέροντα. Αυτή είναι η μνημονευόμενη από τον Ηρόδοτο ιστορία του Περίανδρου, του τύραννου της Κορίνθου κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., και της συζύγου του Μέλισσας. Την είχε σκοτώσει τυχαία (παραλληλίστε την ιστορία του Παυσανία με την Κλεονίκη), και εκείνη είχε πάρει μαζί της στον τάφο το μυστικό κάποιου θαμμένου Θησαυρού. «Έστειλε σε αυτήν, στη Θεσπρωτία, στον Αχέροντα ποταμό, στο νεκυομαντείο, απεσταλμένους για το ζήτημα της περιουσίας ενός φιλοξενούμενου. Η Μέλισσα εμφανίστηκε και είπε ότι ούτε θα υποδείκνυε ούτε θα έλεγε πού βρισκόταν ο θησαυρός, γιατί ήταν κρύα και γυμνή. Τα ρούχα με τα οποία θάφτηκε της ήταν άχρηστα, γιατί δεν είχαν καεί. Η μαρτυρία για την αλήθεια των ισχυρισμών αυτών ήταν το γεγονός ότι ο Περίανδρος είχε ρίξει τα καρβέλια του σε έναν κρύο φούρνο. Το σημάδι ήταν απόδειξη: είχε έρθει σε ερωτική επαφή με το πτώμα της Μέλισσας». Ο Περίανδρος μετά ξεγύμνωσε δημοσίως όλες τις καλές κυρίες της Κορίνθου και θυσίασε τα ρούχα τους στη Μέλισσα, οπότε δεόντως του εκμυστηρεύτηκε πού είχε θάψει το θησαυρό (5.92.) Όμως, η αφήγηση αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό εμπλουτισμένη με πολλά μυθικά στοιχεία. Παρό­μοια θέματα συναντώνται, για παράδειγμα, στις παραδόσεις για το βασιλιά Ηρώδη και τη σύζυγό του Μαριάμ, της οποίας το σώμα συντηρούσε σε μέλι, συνεχίζοντας να κάνει έρωτα με αυτό. Το απογοητευτικό είναι ότι δεν μας λέει τίποτα για το μηχανισμό συμβουλευτικής του Αχέροντα.

Η ιστορία του νεκυομαντείου του Αχέροντα συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με το όνομα του διακεκριμένου αρχαιολόγου Σωτηρίου Δάκαρη, ο οποίος πίστευε ότι βρήκε την τοποθεσία στα ελληνιστικά ερείπια κάτω από το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο Μεσοπόταμο. που δεσπόζει στη συμβολή των ποταμών Αχέροντα και Κωκυτού. Οι ανασκαφές του εκεί αποτέλεσαν το θέμα πολλών δημοσιεύσεων μεταξύ 1958 και 1993. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της τοποθεσίας είναι μια περίπλοκη, υπόγεια, τοξωτή «κρύπτη» -ο ίδιος «ο Κάτω Κόσμος», όπως πίστευε. Πάνω από αυτήν υπάρχει μια τετράγωνη κατασκευή με τοίχους πάνω από 3 μ. πάχος. Εδώ - πίστευε- οι προσφεύγοντες συναντούσαν φαντάσματα ή δυνάμεις του Κάτω Κόσμου που είχαν τη μορφή κουκλών, που τις κινούσαν με βαρούλκα ιερείς από μυστικές κοιλότητες οι οποίες υπήρχαν μέσα στους τοίχους. Η αίσθηση επαφής με φαντάσματα ενισχυόταν περαιτέρω από την κατανάλωση υποτιθέμενων παραισθησιογόνων λούπινων και φασολιών, τα απανθρακωμένα απομεινάρια των οποίων βρέθηκαν στο οικοδόμημα. Παρ’ όλ’ αυτά, το 1981 ο Γερμανός λόγιος Μπατς απέδειξε ότι οι μηχανισμοί αναστολέα (καστάνιες) που υποθετικά ανήκαν στα βαρούλκα του Δάκαρη, ανήκαν μάλλον σε καταπέλτες στρέψεως. Κατέστη σαφές ότι η τετράγωνη κατασκευή ήταν ένα αμυντικό καταφύγιο και η κρύπτη του απλώς ένα κελάρι. Το κτίριο αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν ένα νεκυομαντείο, αλλά μια οχυρωμένη αγροικία κοινού ελληνιστικού τύπου. Με λύπη, πρέπει να εγκαταλείψουμε τη συναρπαστική υπόθεση του Δά­καρη, ενώ από την άλλη πρέπει να του είμαστε ευγνώμονες για την πρόκληση μεγάλου ενδιαφέροντος για τα αρχαία νεκυομαντεία.

Η εργασία του Δάκαρη δεν μας είχε δώσει μόνο την τοποθεσία του νεκυομαντείου του Αχέροντα, αλλά συγχρόνως ένα επιμελημένο σύνολο εικασιών για τον τρόπο που είχε λειτουργήσει το νεκυομαντείο. Κατά τη γνώμη του, το νεκυομαντείο συνδεόταν αναπόσπαστα με κάποιο είδος σπηλιάς, μολονότι ήταν κατασκευασμένη, όπως στην περίπτωση της Ηράκλειας. Επί πλέον, η διαδικασία παροχής συμβουλών ήταν μια περίτεχνα θεατρική υπόθεση και, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, στηριζόταν στην εξαπάτηση των ατόμων που προσέφευγαν στο μαντείο, από δόλιους ιερείς. Με την απώλεια της τοποθεσίας χάνουμε επίσης όλες αυτές τις υποθέσεις. Τί γνωρίζουμε, λοιπόν, στις μέρες μας για την τοποθεσία και τη λειτουργία του νεκυομαντείου του Αχέροντα;

Επιστρέφοντας στις φιλολογικές πηγές για το νε­κυομαντείο του Αχέροντα, μπορεί με έκπληξη να ανακαλύψουμε ότι στην πραγματικότητα δεν γίνεται καμιά αναφορά σπηλιάς σε αυτές. Μάλλον συνεπάγεται από αυτές ότι το νεκυομαντείο τοποθετούνταν στην περιοχή μιας λίμνης. Ο ομηρικός Οδυσσέας πραγματοποιεί την τελετουργία του δίπλα στο ποτάμι, ίσως στο βράχο που βρισκόταν στη συμβολή των ποταμών. Στην τραγωδία του Αισχύλου Ψυχαγωγοί ξαναγράφτηκε η ιστορία της Νέκυιας. Εδώ οι ψυχαγωγοί συμβουλεύουν τον Οδυσσέα: «Έλα τώρα, ξένε, στάσου στο ιερό περίβολο της φοβερής λίμνης. Κόψε το λαρύγγι του σφαγίου και άφησε το αίμα του να κυλήσει μέσα στα ζοφερά βάθη των καλαμιών για να το πιουν οι νεκροί. Κάλεσε την πανάρχαια γη τον χθόνιο Ερμή, το συνοδό των νεκρών, κατ ζήτα από τον χθόνιο Δία να ανεβάσει το πλήθος των νυκτοβατών από την εκβολή του ποταμού, έξω από την κοίτη του οποίου κυλά μελαγχολικά το ακατάλληλο για καθαρμό νερό που ανεβαίνει από τις πηγές της Στύγας». Όπως βλέπουμε, ο Οδυσσέας στην πραγματικότητα στέκεται σε ένα σημείο δίπλα στη λίμνη και χύνει το αίμα από το λαιμό του θυσιαστικού πρόβατου κατ’ ευθείαν μέσα στη λίμνη, από την οποία θα αναδυθούν ία φαντάσματα.

Ο Όμηρος και ο Αισχύλος μάς δίνουν κάποιες ενδείξεις του χθόνιου τελετουργικού που ακολουθούσε κάποιος πριν πάρει τις συμβουλές από τους νεκρούς, αλλά, αλήθεια, πώς γινόταν η συνάντηση με τα φαντάσματα σε ένα νεκυομαντείο; Μόνο ο Κράντωρ από τους Σόλους (σημ. μετ: στην Κύπρο) μας βοηθάει εδώ, με την παραβολή του για τον Ελύσιο της Τερίνας (στη νότια Ιταλία). Ο Ελύσιος υποπτευόταν ότι ο νεκρός γιος του, ο Εύθινος, είχε δολοφονηθεί. Επειδή δεν μπορούσε να βρει άκρη πήγε σε κάποιο ψυχομαντείο. Έκανε τις συνηθισμένες προκαταρκτικές θυσίες, πήγε για ύπνο και είδε το ακόλουθο όραμα. Ο ίδιος ο πατέρας του φαινόταν να στέκεται δίπλα του (κ.λπ.) Του είπαν του Ελύσιου ότι η μοίρα είχε πάρει τον Εύθυνο από αυτόν γτα το καλό όλων. Υποτίθεται ότι θα γινόταν κακός αν συνέχιζε να ζει. (Κράντωρ στα Ηθικά του Πλούταρχου, 109 b-d). Αν ο Κράντωρ είχε κάποιο συγκεκριμένο νεκυομαντείο κατά νου καθώς έγραφε, πιθανόν να ήταν το Αορνο, με δεδομένο το ιταλικό πλαίσιο. Αλλά το σημαντικό στοιχείο εδώ είναι ο υπαινιγμός ότι κάποιος συμβουλευόταν το νεκυομαντείο έπειτα από κατάλληλη προετοιμασία, δηλαδή πηγαίνοντας για ύπνο και συναντώντας τα φαντάσματα σε όνειρα. Και αυτό, στο κάτω κάτω, είναι αυτό που εμείς θα προσδοκούσαμε. Οι αυθόρμητες επισκέψεις από φαντάσματα γίνονταν συνήθως στα όνειρα, όπως στην περίπτωση του Παυσανία κατ της Κλεονίκης. Επί πλέον, ο Ύπνος κατ ο θάνατος ήταν αδέλφια: «Η νύχτα γέννησε τη μισητή Καταδίκη και τη Μαύρη Μοίρα κατ το θάνατο, και γέννησε τον Ύπνο κατ τη φυλή των Ονείρων» (Ησίοδος θεογονία, 211-12). Πολυάριθμα αγγεία απεικονίζουν την περίφημη σκηνή της Ιλιάδας κατά την οποία το ζεύγος των Ύπνων μεταφέρει τον νεκρό Σαρπηδόνα από το πεδίο της μάχης: παρουσιάζονται σαν ταυτόσημοι δίδυμοι. Και έτσι ήταν, καθώς οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι κατά τον ύπνο κάποιος πλησίαζε την κατάσταση του θανάτου κατ έμπαινε σε μια κατάσταση κατά την οποία μπορούσε εύκολα να επικοινωνήσει με τους νεκρούς.

ΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

«Λακεδαιμονίοις μάλιστα Ἑλλήνων (ὡσαύτως δέ καί Ἀθηναίοις) δεῖμα αἱ διοσημεῖαι παρείχοντο»
(Παυσανίας, 3,5,9)

Η προσφυγή σε χρησμικές επερωτήσεις, η αναζήτηση θεϊκών σημείων και η ερμηνεία τους, ήταν από τις βασικές μορφές της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και η σπαρτιατική θρησκεία δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Αντίθετα, μάλιστα, ο ρόλος της μαντικής στη διαδικασία αποφάσεων της σπαρτιατικής πόλης ήταν πολύ σημαντικός, αφού συχνά καθόριζε στρατηγικές και επηρέαζε κρίσιμες αποφάσεις. Ανάμεσα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της θρησκείας αυτής ήταν η συχνότητα των θυσιών και η μαντική τους ανίχνευση, καθώς και η συχνότητα προσφυγής στη χρησμοδοσία, κυρίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Αν και η θρησκοληψία η δεισιδαιμονία ήταν χαρακτηριστικά της θρησκείας άλλων ελληνικών πόλεων, ο τρόπος με τον οποίο το φαινόμενο αυτό επικρατούσε στη σπαρτιατική πολιτεία ήταν μοναδικός, σε ένα συνεχές και συστηματικό επίπεδο, με έναν τρόπο ο οποίος διαπερνούσε όλες τις μορφές του σπαρτιατικού βίου. Στρατιωτικές επιχειρήσεις καθυστερούσαν ή και διακόπτονταν οριστικά, λόγω μη ευνοϊκών θεϊκών σημείων. Ένα φυσικό φαινόμενο χρησιμοποιούνταν συχνά ως πρόσχημα για την καθυστέρησή τους σε ένα σημαντικό γεγονός, όπως για παράδειγμα στη μάχη του Μαραθώνα, επειδή δεν ήταν ακόμη πανσέληνος (οὐ μή πλήρεος ὄντος τοῦ κύκλου: Ηρόδοτος, 6, 106· 120). Ή ακόμη ματαίωναν μια εκστρατεία για να επιστρέψουν στην πόλη τους για τη γιορτή των Υακινθίων ή των Καρνείων. Η θρησκευτική συμπεριφορά είχε ένα συλλογικό χαρακτήρα στην αρχαία Σπάρτη, η δε θρησκευτική πειθαρχία αντικατόπτριζε την κοινωνική πειθαρχία· οι κανόνες των θεών έπρεπε να είναι σε τάξη και να γίνονται σεβαστοί όπως οι κανόνες της πόλης. Η σπαρτιατική κοινωνία διακατεχόταν από έναν δεισιδαιμονικό φόβο, από ενοχές μιάσματος, ένα διαρκή φόβο για εξέγερση των ειλώτων και ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Κατ όλα αυτά αποτυπώνονταν σε συγκεκριμένα τελετουργικά έθιμα, σε αλλεπάλληλες θυσίες στη διάρκεια των εκστρατειών, σε μια διαρκή προσπάθεια κατευνασμού και εξιλέωσης της θεϊκής δύναμης.

Σύμφωνα με τη λυκούργεια νομοθεσία οι Σπαρτιάτες βασιλείς μιμούνταν ως ήρωες, αφού κατάγονταν από τον Ηρακλή και, ως εκ τούτου, από τον ίδιο τον Δία. Είχαν μεγάλη εξουσία οε θέματα θρησκείας και έναν κεντρικό τελετουργικό ρόλο στις δημόσιες γιορτές. Ήταν οι επίσημοι θεματοφύλακες των δελφικών χρησμών και αυτοί επέλεγαν τους Πύθιους, τους εκπροσώπους της πόλης στους Δελφούς, πράγμα που μπορούσε να εξασφαλίσει πολιτικά ευνοϊκές ερμηνείες των χρησμών, συγκάλυψη ασύμφορων χρησμοδοσιών, αλλά και να ενθαρρύνει κάποιο βασιλέα στο να παρέμβει στη δημιουργία μιας χρησμικής απάντησης. Όπως στην περίπτωση του Αγησιπόλιδος, ο οποίος προσπάθησε να εξαπατήσει το δελφικό χρησμό, αφού είχε πρώτα λάβει θετικό χρησμό από τον Δία στην Ολυμπία, ερωτώντας τον Απόλλωνα εάν συμφωνούσε με τον πατέρα του σχετικά με την εκστρατεία του εναντίον του Άργους. Αφού εξασφάλισε με αυτόν τον διπλωματικό τρόπο τη θετική απάντηση από τους δύο θεούς, οδήγησε το στρατό του στην Αργολίδα το 388/387. Οι Αργείοι έστειλαν τότε κήρυκα για τις πατροπαράδοτες σπονδές, τον οποίο, όμως, απέπεμψε ο Αγησίπολις και προχωρώντας με το στρατό του κατέστρεψε τη χώρα. Τότε έγινε ισχυρός σεισμός, ο οποίος αποδόθηκε στην οργή του Ποσειδώνα, αλλά ούτε τότε απέσυρε το στρατό του όπως είχε πράξει σε παρόμοια περίπτωση ο Άγις οδηγώντας το στρατό του έξω από την Ηλεία. Αντίθετα, ο Αγησίπολις επέμενε ισχυριζόμενος ότι εάν ο σεισμός συνέβαινε καθ’ οδόν θα το εκλάμβανε ως θεϊκό σημείο αποτροπής της εκστρατείας, αλλά αφού συνέβη μετά την εισβολή το εξέλαβε ως ενθαρρυντικό σημάδι εκ μέρους του θεού. Και την επομένη, αφού θυσίασε στον Ποσειδώνα, προήλασε με το στρατό του εντός της Αργολίδας (Ξενοφών, Ελληνικά 4, 7, 2-4). Οι σεισμοί εξακολούθησαν και μόνο τότε ο Αγησίπολις αποχώρησε από την Αργολίδα, όταν κάποιοι στρατιώτες του σκοτώθηκαν από τους κεραυνούς και άλλοι παραφρόνησαν από τις βροντές (Παυσ. 3, 5, 8-9). Ο βασιλεύς Πλειστοάναξ, επίσης, κατηγορήθηκε από τους Σπαρτιάτες ότι είχε δωροδοκήσει την ιέρεια των Δελφών για δικούς του πολιτικούς σκοπούς. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και ο Λύσανδρος με τους Δελφούς, τη Δωδώνη κατ τον Άμμωνα, σύμφωνα με τον ιστορικό Έφορο. Ο δε Κλεομένης, το 491 π.Χ., έπεισε την Πυθία να χρησμοδοτήσει ότι ο Δημάρατος δεν ήταν γνήσιος γιός του βασιλέως Αρίστωνος, επιτυγχάνοντας έτσι την εκθρόνισή του.

Οι Σπαρτιάτες βασιλείς θυσίαζαν εκ μέρους της πόλης και τίποτα δεν μπορούσε να τους εμποδίσει από το να οδηγήσουν το στρατό το Σπάρτης, εξόν ένα δυσοίωνο σημείο. Οι προκαταρκτικές θυσίες πριν από κάποια εκστρατεία και εκείνες πριν διαβούν τα όρια της Σπάρτης ήταν δημόσιες και τελούνταν από το βασιλέα ενώπιον των στρατιωτικών και συμμαχικών αρχών, καθώς και δύο εφόρων. Ο βασιλεύς ή ο στρατηγός ήταν εκείνοι οι οποίοι αποφάσιζαν πότε θα έπρεπε να συμβουλευτούν τους θεούς και τι ερωτήματα έπρεπε να τους θέσουν. Εάν τα πρώτα ήταν αποθαρρυντικά, εξαρτούνταν από τη θέληση του βασιλέως εάν θα έπρεπε να επαναληφθεί η θυσία, με την ελπίδα ενός ευνοϊκότερου σημείου ή να εγκαταλειφθεί τελείως η προσπάθεια (Λακεδαιμόνιων Πολιτεία 2, 7). Για έναν αποφασιστικό ηγέτη υπήρχε πάντοτε περιθώριο επανάληψης της μαντικής διαδικασίας, μέχρις ότου το αποτέλεσμα να είναι το επιθυμητό.

Αυτή η προσήλωση των Σπαρτιατών στις και στην ανίχνευση, μέσω της μαντικής, της θεϊκής θέλησης πριν από κάθε στρατιωτική επιχείρηση είναι από τους βασικούς λόγους που ανέδειξαν ους Σπαρτιάτες σε τεχνίτες της πολεμικής τέχνης, σε πραγματικούς επαγγελματίες του πολέμου, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Λακ. Πολ. 13, 2-5). Και παρά το ότι οι πηγές δίνουν έμφαση στη δημόσια μορφή της σπλαγχνοσκοπίας, δεν πρέπει να υπάρξει αμφιβολία ότι η δεσπόζουσα μορφή στην όλη τελετή ήταν ο βασιλεύς, από τη θέληση του οποίου εξαρτούνταν η επίσημη ερμηνεία του μάντη. Μπορεί ο στρατός να ήταν βέβαιος ότι η στρατιωτική mi πολιτική του αρχή ενεργούσε σύμφωνα με τις θεϊκές υποδείξεις και οδηγίες, ωστόσο η όλη τελετουργική διαδικασία μείωνε κατά πολύ την πιθανότητα μιας σοβαρής σύγκρουσης μεταξύ ανθρώπινης και θείας βούλησης. Η βασιλική εξουσία ήταν απεριόριστη, αφού οι έφοροι της Σπάρτης εξουσιοδοτούνταν μόνο μια φορά κάθε οκτώ χρόνια ως παρατηρητές θεϊκών σημείων, διερευνώντας κατά πόσον οι θεοί ήταν δυσαρεστημένοι με τους βασιλείς, οπότε το θέμα έπρεπε να παραπεμφθεί σε κάποιο μαντείο για να αποφασίσει.

Η μαντική στην αρχαία Σπάρτη - όπως και σε άλλες πόλεις - άφηνε περιθώριο ελιγμών ακόμη και για τους πιο ευσεβείς. Όπως στην περίπτωση του βασιλιά Κλεομένη, ο οποίος, όταν το 494 ήταν έτοιμος να εισβάλει στο Άργος και οι οιωνοί στον ποταμό Ερασινό δεν ήταν ευνοϊκοί, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα της διαβατήριας θυσίας, δεν διέσχισε τον ποταμό, αλλά έστειλε το στρατό του γύρω διά θαλάσσης. Και κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αργολίδα εγκαταλείφθηκαν για τους ίδιους λόγους και ο στρατός επέστρεψε στην πόλη, άλλες δε εκστρατείες διακόπηκαν λόγω σεισμικών δονήσεων (426, 414, 413/412). Οιωνοί επίσης καθυστερούσαν τη μέρα έναρξης μιας μάχης ή πολιορκίας και θυσίες τελούνταν επανειλημμένα μέχρι να επιτευχθεί μια ευνοϊκή ένδειξη για προέλαση. Στη μάχη των Πλαταιών, για παράδειγμα, οι Σπαρτιάτες δεν προέβαλαν αντίσταση μέχρι που η ισχυρή επίθεση των Περσών τούς υποχρέωσε να εξασφαλίσουν, μέσω μιας προσευχής προς την Ήρα, ευνοϊκά σημεία για να προχωρήσουν.
Εκεί που η σπαρτιατική πολιτεία βασιζόταν πολύ στη θεϊκή υποστήριξη - και αποδοχή των αποφάσεών της - ήταν σε θέματα θεσμών και εξωτερικής πολιτικής. Γι’ αυτό και υπήρχε υπερβολική εξάρτηση από τους χρησμούς, πολύ μεγάλη ανάγκη για θεϊκή επιβεβαίωση ότι οι πράξεις τους δεν προσέκρουαν στους παραδεδομένους κανόνες, ότι δεν υπερέβαιναν ή προσέβαλλαν τους θεούς. Υπήρχαν δεσμοί της Σπάρτης με τα μαντεία του Δία στη Δωδώνη και την Ολυμπία, αλλά ιδιαίτερα ισχυροί ήταν οι δεσμοί της με το μαντείο των Δελφών, ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. Τέσσερις μόνιμοι ιεροί πρέσβεις στέλνονταν στους Δελφούς, ίσως από το 675 π.Χ., οι ονομαζόμενοι Πύθιοι, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι να συμβουλεύονται και να διατηρούν τους χρησμούς. Η Σπάρτη ήταν η μοναδική πόλη η οποία διατηρούσε μια τέτοια πρεσβεία. Ο πρώτος δελφικός χρησμός δόθηκε από κοινού στους βασιλείς Αρχέλαο και Χάριλλο (βασίλευσαν μεταξύ των ετών 775 και 760). επικυρώνοντας έτσι το θεσμό της διπλής βασιλείας. Ο χρησμός, απόρροια ενός αιτιολογικού μύθου σχετικού με τη γέννηση των δίδυμων γιων του βασιλέως Αριστόδημου, προσπαθούσε να δικαιολογήσει την παράξενη δυαδική μορφή μοναρχίας του σπαρτιατικού πολιτεύματος (Παυσ. 3,1,5-6: «... επειδή οι γιοι του Αριστόδημου ήταν δίδυμοι, δημιουργήθηκαν δύο βασιλικές οικογένειες με την επιδοκιμασία της Πυθίας»).

Η ίδια η πολιτική οργάνωση της Σπάρτης είχε την επιδοκιμασία και την υποστήριξη των Δελφών, αφού από εκεί πιστεύεται ότι παρέλαβε τους νόμους του ο Λυκούργος ή, τουλάχιστον, πήρε την έγκριση του μαντείου πριν από την εφαρμογή τους (Ηροδ. 1, 65, 2-4· Ξένος). Λακ. Πολ. 8. 5). Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, επειδή επρόκειτο για διακηρύξεις του θεού οι οποίες παραδόθηκαν προφορικά, ονομάστηκαν ρήτραι (Πλούταρχος, Λυκούργος 13, 1). Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι δεν κατέγραψε τους νόμους του, ωστόσο παραθέτει το κείμενο ενός από αυτούς, της Μεγάλης Ρήτρας (Λυκ. 6, 1-2· 7-8), το οποίο αφορά τη λήψη απόφασης από τους βασιλείς, τους γεροντότερους και το λαό. Πιστεύει ότι η Ρήτρα ήταν ένας χρησμός δοσμένος από την Πυθία, εισήγαγε δε το κείμενο στη βιογραφία του Λυκούργου για να δείξει ότι η δημιουργία της Γερουσίας ήταν η πρώτη και σπουδαιότερη επινόηση του Λυκούργου και ήταν ένας χρησμός ο οποίος ασχολήθηκε με αυτό το σώμα. Η πολιτική σημασία αυτού του κειμένου είναι πολύ μεγάλη και είναι φανερό ότι οι Σπαρτιάτες επικαλέστηκαν τη βοήθεια και επικύρωση του Απόλλωνα για έναν πολιτικό νεοτερισμό, όπως συχνά την επικαλούντο για ένα ευρύ φάσμα πολιτικών αποφάσεων. Η Σπάρτη επιδίωξε, επίσης, την έγκριση των Δελφών για μια πολιτική εδαφικής επέκτασης η οποία συνδέθηκε με τη μεταφορά των οστών του μυθικού ήρωα Ορέστη, από την Τεγέα στη Σπάρτη. Η πολιτική αυτή πράξη υπέρ της σπαρτιατικής καταγωγής του Ορέστη τής επέτρεπε να εστιάσει και να ισχυροποιήσει τις διεκδικήσεις της για κυριαρχία, όχι μόνο στην Αρκαδία αλλά και σε ολόκληρη την Πελοπόννησο - ίσως και σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο - ως νόμιμη διάδοχος των Aχαιών ηγεμόνων της. Η ανάκτηση των οστών υπό την ευλογία των Δελφών υπηρέτησε τη σπαρτιατική προπαγάνδα για την κατάκτηση της Τεγέας παρατηρεί ο Παυσανίας (3, 3, 7), ένας παρόμοιος χρησμός είχε δοθεί και στους Αθηναίους σχετικά με την επαναφορά των οστών του Θησέα από τη Σκύρο στην Αθήνα. Ακόμη και ο θάνατος του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες θεωρήθηκε ως εκούσια θυσία για να σωθεί η πόλη του, αφού, σύμφωνα με κάποια δελφική προφητεία, ή η Σπάρτη θα κυριευόταν από τους Πέρσες ή ο βασιλεύς της έπρεπε να σκοτωθεί στη μάχη (Ηρόδ. 7, 220).

Ωστόσο, οι πληροφορίες μας για τα τοπικά – σπαρτιατικά - μαντεία είναι περιορισμένες. Ακόμη και ο σπουδαίος μάντης Τισαμενός ήταν Ηλείος, ο οποίος μετά προτροπή των Σπαρτιατών διοίκησε στη Λακεδαίμονα και προσέφερε τις υπηρεσίες του στους Λακεδαιμονίους. Μάλιστα, κέρδισε για χάρη τους πέντε νίκες σε πολεμικούς αγώνες σύμφωνα με το χρησμό της Πυθίας, η μια δε ήταν η νίκη στις Πλαταιές κατά των Πέρσών (Παυσ. 3, 11, 6-9). Γνωρίζουμε και το όνομα του μάντεως Κριού, από τον οποίο, σύμφωνα με τον Παυσανία έμαθαν οι Δωριείς με ποιον τρόπο θα μπορούσε να κυριευθεί η Σπάρτη (Παυσ. 3, 13, 3). Ένα πολύ σημαντικό μαντείο - ή μάλλον ονειρομαντείο – φαίνεται ότι ήταν εκείνο της Ινούς-Πασιφάης, στο δρόμο προς την αρχαία πόλη Θαλάμαι. Σε αυτό χο ιερό υπήρχε κοινή λατρεία Ινούς-Πασιφάης και Ήλιου. Αρχική θεότητα φαίνεται ότι ήταν η Παοιφάη, η παρουσία της οποίας μαρτυρεί, ίσως, τη σχέση των Θαλαμών - και της περιοχής γενικότερα - με τη μινωική Κρήτη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλούταρχου (Κλεομένης 7), το μαντείο αυτό συμβουλεύονταν οι έφοροι κάθε οκτώ χρόνια, σχετικά με το αν οι θεοί ήταν δυσαρεστημένοι με τους βασιλείς, αφού παρέμεναν και κοιμούνταν στο ιερό. Ο Πλούταρχος (Αγις 9) συνδέει τον ιερό χώρο των Θαλαμών μόνο με την Πασιφάη, που ήταν μία από τις Ατλαντίδες, ή - για άλλους Πασιφάα - ήταν προσωνύμιο της Κασσάνδρας, οφειλόμενο στη σχέση της με τη μαντική τέχνη (Κασσάνδραν... διά τό πᾶσιν φαίνειν τά μαντεῖα Πασιφάαν προααγορευεῖσαν).

Ένας ακόμη ιερός χώρος προς τιμήν της Ινούς ήταν το λεγόμενο νερό της Ινούς, στην Επίδαυρο Λιμηρά, στο οποίο έριχναν ζυμαρικά κατά τη γιορτή της θεάς· εάν αυτά βυθίζονταν, ήταν αίσιο σημάδι για εκείνον που τα έριχνε, ενώ εάν επέπλεαν, σήμαινε κάτι κακό. Ήταν ένα είδος υδρομαντείας, αφού η Ινώ ήταν θεότητα του νερού, των λιμνών και της θάλασσας (Παυσ. 3,23, 8-9). Επίσης, στο ακρωτήριο Ταίναρον υπήρχε ιερό του Ποσειδώνα ή, μάλλον, μια σπηλιά που λειτουργούσε ως ψυχοπομπείο ή νεκρομαντείο, όπου οι ζωντανοί επικοινωνούσαν με τις ψυχές των νεκρών, τις οποίες ανακαλούσαν από τον Άδη. Οι αρχαίες μαρτυρίες, κυρίως οι επιγραφές οι οποίες προέρχονται από το ιερό, δείχνουν ότι η λατρεία του Ποσειδώνα εκεί είχε σχέση με τους δούλους και την απελευθέρωσή τους. Το ιερό λειτουργούσε και ως άσυλο, στο οποίο κατέφευγαν κυρίως δούλοι, αλλά και άλλα καταδιωκόμενα πρόσωπα. Εκεί είχαν ζητήσει άσυλο πολλοί είλωτες, αλλά οι Σπαρτιάτες είχαν εισβάλει στο ιερό και, αφού τους απομάκρυναν, τους δολοφόνησαν. Η πράξη αυτή θεωρήθηκε μεγάλη ασέβεια προς το θεό Ποσειδώνα, ο δε μεγάλος σεισμός του 465 π.Χ. θεωρήθηκε από τους ίδιους τους Σπαρτιάτες - οι οποίοι δεν δίσταζαν να αναγνωρίσουν τη συλλογική τους ευθύνη για εθνικές συμφορές - ως τιμωρία και εκδίκηση από το γαιοσείστη θεό για το «άγος του Ταινάρου» (Θουκυδίδης, 1,128, 1).

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΗΣ ΔΩΔΩΝΗΣ

Ο Λυσανίας ερωτά τον Δία Ναϊο και τη Διώνη αν το παιδί που έχει
στα σπλάχνα της η Ανύλλα, η γυναίκα του, είναι δικό του ή όχι

Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η απάντηση των θεών στο παραπάνω καυτό πρόβλημα που απασχολούμε τον Λυσανία κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. και τον οδήγησε στο δυσπρόσιτο ιερό της Δωδώνης. Φαίνεται πάντως ότι δεν ήταν ο μόνος. Το απόμακρο ιερό του Δία επικαλείται ο Αχιλλέας,1 ενώ στην ψηλόκορμη δρυ λέγεται ότι κατέφυγε ο Οδυσσέας για να γνωρίσει τη θέληση του θεού σχετικά με την επιστροφή του στην Ιθάκη.2 Σε αυτές τις δρυς που μιλούν έφτασε ακόμη και η Ιώ, προσπαθώντας να ξεφύγει από την οργή της Ηρας.3

Αν στα μυθολογικά αυτή δεδομένα που αναφέρονται στον κυρίαρχο ρόλο της φηγού προσθέσει κανείς το πέταγμα και τους κρωγμούς των περιστεριών, τον ήχο των λεβήτων που περιέβαλλαν την ιερή βελανιδιά, καθώς και το ρόλο των Πελειάδων και των Σελλών (των ιερειών και των υποφητών του μαντείου), μπορεί να σχηματίσει μια πρώτη εικόνα για τα στοιχεία εκείνα, μέσω των οποίων μεταφέρονταν στους θνητούς τα θεϊκά μηνύματα του Δία. Αρχαίοι και σύγχρονοι ερμηνευτές προσπάθησαν να ορθολογικοποιήσουν το σκοτεινό χαρακτήρα της μαντικής αυτής διαδικασίας. Οι περισσότεροι έστρεψαν το ενδιαφέρον τους οε θέματα που αφορούσαν κυρίως την καταγωγή του μαντείου και της θεότητας που πρωτολατρεύτηκε σ’ αυτό. Για παράδειγμα, ο Ηρόδοτος προσπάθησε να συνδυάσει δύο μύθους, εκείνον που αναφέρεται στις δύο γυναίκες που ίδρυσαν το μαντείο του Δία στη Λιβύη και τη Δωδώνη, και τον άλλο που αποδίδει το ρόλο αυτό σε δύο μαύρα περιστέρια (τις πέλειες) καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες θα πρέπει να ταυτίστηκαν με τα περιστέρια, γιατί μιλούσαν βαρβαρικά και ήταν αιγυπτιακής καταγωγής.4 Πολύ αργότερα, ο Πλούταρχος ανήγαγε την ίδρυση του μαντείου στον Δευκαλίωνα και την Πύρρα.5

Η ίδια τάση εκλογίκευσης της εικόνας του μαντείου παρατηρείται και στους νεότερους ερμηνευτές. Για τον Σωτήριο Δάκαρη, του οποίου η προσφορά είναι ανεκτίμητη στον ανασκαφικό τομέα στον ιερό χώρο της Δωδώνης, δύο διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις συναντώνται στο λατρευτικό ορίζοντα του ιερού: η λατρεία της μητέρας Γης, η οποία προηγήθηκε και έφτασε από τη νότια Ελλάδα, και η λατρεία του Δία που ήρθε από το βόρειο ινδοευρωπαϊκό χώρο. Την ίδια ερμηνευτική πορεία συνεχίζει και η Χρυσηίς Τζουβάρα-Σούλη, που συνδυάζει τη λατρεία της μητέρας Γης, η οποία προηγήθηκε, και τη λατρεία του Δία που ιδρύθηκε με την κάθοδο των πρώτων Ελλήνων στο ιερό της Δωδώνης. Ακόμη, μπορεί κάποιος να αναφερθεί στις θέσεις του Μ.Β. Σακελλαρίου, σύμφωνα με τις οποίες ο Δίας με όλα τα συνοδευτικά του χαρακτηριστικά στοιχεία (αετός, φηγός, κεραυνός κ.ά.) είναι ο Ινδοευρωπαίος θεός, που έχει όμως εγκατασταθεί από πολύ παλτά στον ελλαδικό χώρο. Αντίθετα, για τον Χ.Γ. Παρκ (H.W. Parke) όλα τα στοιχεία του μαντείου μαρτυρούν μια εκτεταμένη διάδοση των λατρειών του μεσογειακού χώρου.

Ωστόσο, η αναζήτηση της πρωταρχικής θεότητας αποδυναμώνει την κατανόηση της φύσης και της λειτουργίας του μαντείου με την πανελλήνια ακτινοβολία. Η μακραίωνη παρουσία του χρηστηρίου του Δία6, στο οποίο μάλιστα οικοδομήθηκε και ένας μικρός ναός κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., και ο σημαντικός του ρόλος σχεδόν σε όλες τις εποχές απαιτούν μια συνολική θεώρηση των μυθολογικών, λογοτεχνικών και αρχαιολογικών δεδομένων.

Παρά την αδυναμία μας να συνοψίσουμε, στο σύντομο αυτό σχεδίασμα, όλο αυτό το υλικό, αξίζει να σημειώσουμε ότι η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ένα πλήθος από αξιόλογα ευρήματα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται τα πασίγνωστα πλέον μολύβδινα χρηστήρια-ελάσματα: τα πρώτα, σε κορινθιακό αλφάβητο, ανάγονται ήδη στον 6ο αιώνα π.Χ. και φέρουν εγχάρακτες ερωτήσεις δημόσιου αλλά κατ ιδιωτικού χαρακτήρα, όπως η αγωνιώδης ερώτηση του Λυσανία. Μπορεί οι σωζόμενες απαντήσεις να είναι σπάνιες, η μυθική παράδοση πάντως φέρει τον Ηρακλή ως αποδέκτη γραπτών χρησμών από την πολύφυλλη δρυ, που όριζαν το τέλος των άθλων του.7

Ο ιδιόμορφος λοιπόν τρόπος χρησμοδοσίας και οι ξεχωριστοί μηχανισμοί επικοινωνίας μεταξύ του κόσμου των θεών και του κόσμου των ανθρώπων καθιστούν αναγκαίες κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με τις αναλογίες, τις συμμετρίες, τους αλληλοσυσχετισμούς και τις αντιθέσεις των στοιχείων, που απαρτίζουν την εικόνα του μαντείου.

Η πρώτη έχει να κάνει με τον εξέχοντα ρόλο του πτερωτού βασιλείου, που διασφαλίζει την επικοινωνία μεταξύ θεών και ανθρώπων. Η παρουσία του στοιχείου αυτού στον ιερό χώρο της Δωδώνης είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μόνιμη εμφάνιση του αετού στο πλευρό του Δία της Δωδώνης (όπως προκύπτει κυρίως από τα αρχαιολογικά δεδομένα) έχει οδηγήσει σε ταύτιση του Δία με το σύμβολό του, σε σημείο που να έχουν λησμονηθεί ή παραμερισθεί τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του βασιλιά των πτηνών. Σύμφωνα με τη θρησκευτική αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων, ο αετός είναι ο αγγελιοφόρος, ο μεσολαβητής της θέλησης του Δία, ενώ στα χαρακτηριστικά του θα πρέπει να προσθέσουμε και εκείνα που έχουν να κάνουν με το ρόλο του στην ανατροφή του Δία, τη σχέση του με τη θεϊκή διατροφή, τον ουρανό. τη φωτιά, με άλλες λειτουργίες στενά δεμένες με τον πολιτισμό.

Στο σύμπλεγμα Ζευς-αετός έρχεται να προστεθεί ο σκοτεινός χαρακτήρας των περιστεριών (η παράδοση θέλει μαύρες τις πέλειες), τα οποία είναι αναπόσπαστα δεμένα με τον ακατανόητο χαρακτήρα των θεϊκών χρησμών. Οι πέλειες, οι οποίες εκφράζουν ανάλογες λειτουργίες μ’ αυτές του αετού, κατοχή δηλαδή της γνώσης κατ των μυστικών της θεϊκής διατροφής, καλύπτουν με τη σειρά τους το διάστημα που βρίσκεται κοντά στο θεϊκό αλλά και στον ανθρώπινο ορίζοντα.

Η δεύτερη παρατήρηση σχετίζεται με χο σταθερά ριζωμένο στη γη κόσμο της φύσης και των ανθρώπων. Απέναντι στη συνεχή κίνηση του χώρου των πτηνών προβάλλει η φηγός, που κυριαρχεί στη μαντική διαδικασία, διερμηνεύοντας με το θρόισμα των φύλλων της τα θεϊκά λόγια. Πρόκειται για ένα δένδρο που καλύπτει πολλαπλές λειτουργίες του γήινου κόσμου. Αναπόσπαστα δεμένη με τη γη. εκφράζει ό, τι έχει σχέση με την αυτοχθονία, ενώ οι καρποί της δίνουν το στίγμα του τρόπου διατροφής που προηγήθηκε από το στάδιο της μαγειρεμένης τροφής και τη χρήση της φωτιάς. Η πρώιμη παρουσία της στον ελληνικό πολιτισμό δηλώνεται και σε μύθους που τη συνδέουν άλλοτε με τον Απόλλωνα, ο οποίος ερωτεύθηκε τη νύμφη Δρυόπη, και άλλοτε με τους Δρύοπες, που θεωρούνταν από τους πρώτους κατοίκους της ελληνικής χερσονήσου.

Φαίνεται, ωστόσο, ότι ο κατ’ εξοχήν μαντικός χαρακτήρας της στη Δωδώνη έφερε σε δεύτερη μοίρα τα υπόλοιπα γνωρίσματα της, πράγμα που συνέβη και με τα υπόλοιπα στοιχεία του μαντείου. Οι λέβητες, για παράδειγμα, έχουν συνδεθεί ήδη από τους αρχαίους σχολιαστές με τη μαντική λειτουργία λόγω του ιδιότυπου ηχητικού τρόπου μετάδοσης της θεϊκής βούλησης. Δεν πρέπει, όμως, να λησμονεί κανείς ότι οι λέβητες είναι ένα όργανο με συγκεκριμένες λειτουργίες στο ανθρώπινο κοινωνικό και θρησκευτικό πεδίο. Το περίεργο δε σε ό, τι αφορά το χώρο της Δωδώνης, είναι ότι ενώ οι μυθικές διηγήσεις δεν αναφέρονται καθόλου στη χρήση λεβήτων σε σχέση με τη διατροφή, παρ’ όλ' αυτά δίνουν κάποιες πληροφορίες για μια περίεργη τιμωρία των προφητών, που τις έριξαν στη φωτιά η το ζεστό νερό των λεβήτων. Διαδικασία που θυμίζει έντονα τελετές αναγέννησης η ξανανιώματος. Η εικόνα αυτή οδηγεί σε παραπέρα σκέψεις πάνω στη χρήση των λεβήτων, οι οποίοι δεν χρησιμοποιούνται μόνο στην προετοιμασία της τροφής, αλλά εξασφαλίζουν την αθανασία, τον υπερκερασμό δηλαδή της ανθρώπινης φύσης, λειτουργία που είναι κατά κάποιον τρόπο αντίστοιχη με τη μαντική.

Τέλος, οι προφήτες του μαντείου, οι Πέλειες, κατέχουν με τη σειρά τους μίαν αμφίσημη θέση στο πλαίσιο του ιερού. Το όνομά τους παραπέμπει άλλοτε στις πέλειες-περιστέρια (με τα οποία ορισμένες φορές ταυτίζονται) κατ άλλοτε στις νεαρές (Πλειάδες) ή γριές (Πέλειες) που διασφαλίζουν την επικοινωνία μεταξύ φύσης και θεών, εφ’ όσον Πελειάδες φέρνουν το νέκταρ και την αμβροσία στον Δία. Ο, τι κι αν συμβαίνει, ο χαρακτήρας τους είναι σκοτεινός, πράγμα που συμβαδίζει και με χαρακτήρα των υποφητών του μαντείου. των Σελών. Οι τελευταίοι έχουν συνδεθεί πότε με αν λήψεις περί αυτοχθονίας (το όνομα Ελλοί συνδέεται με τους πρώτους κατοίκους) και πότε με κοινωνικές, που σχετίζονται με τη μαντική διαδικασία και την επαφή τους με τη γη (ἀνιπτόποδες, χαμαιεῦναι Σελλοί).

Ο σταθερός, ωστόσο, κόσμος της γης και ο αέναα κινούμενος κόσμος των πτηνών τελούν υπό την κυριαρχία του Δία, κατόχου της απόλυτης εξουσίας και γνώσης. Στη βασιλεία του όμως αυτή ο Ζευς συνοδεύεται και από τη Διώνη, η οποία με τις δικές της ιδιότητες (εκπρόσωπος της γνώσης και της γονιμότητας) και τη θεϊκή της υπόσταση ολοκληρώνει το σχήμα του θεϊκού ζευγαριού, που εποπτεύει όλα τα προβλήματα της φυσικής και ανθρώπινης τάξης.

Συμπεραίνοντας, μπορεί κανείς να πει ότι η εικόνα του μαντείου, έτσι όπως εμφανίζεται πίσω από τα μυθολογικά και λατρευτικά σχήματα, γίνεται κατανοητή μόνο όταν όλα τα στοιχεία που την απαρτίζουν πάρουν τη θέση που τους ταιριάζει στο ιδιόμορφο αυτό οικοδόμημα, το οποίο καλύπτει ολόκληρο το σύμπαν (χώρος των θεών, των πτηνών, της φύσης, των ανθρώπων) και αντανακλά τα κυριότερα προβλήματα αυτού του κόσμου (διατροφή, επικοινωνία). Οι πολλαπλές συνδέσεις των στοιχείων του μαντείου (Δίας-Διώνη, Σελλοί-Πέλειαι, Διώνη-Πέλειαι, Διας-αετός-περιστέρια, Δίας-φηγός, φηγός-πτηνά, φηγός-λέβητες, λέβητες-προφήτες κ.ά.) οδηγούν στη διαπίστωση ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα αριστοτεχνικό δημιούργημα του ανθρώπινου πνεύματος, ένα ιερό που εκφράζει κάτω από ένα μυθικό μανδύα ό, τι συνιστά το ανθρώπινο σύμπαν: τη συνειδητοποίηση δηλαδή της ανθρώπινης φύσης σχετικά με τον περιοριστικό χαρακτήρα της ανθρώπινης γνώσης και της ανάγκης για επικοινωνία με το θείο, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εκπροσωπείται από το θεϊκό ζεύγος Δίας- Διώνη.
-------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.Ομήρου Ιλιάς II 231 κ ι.
2.Ομήρου Οδύσσεια ξ 327=τ. 296-299. Βλ. και Σοφοκλή Οδυσσεύς Ακανθοπλήξ απ. 453-461a Radt.
3.Αισχύλου Προμηθεύς 832 κ.ε.
4.Ιστορ. 2, 52 κ.ε.
5.Πλουτάρχου Πύρρος I, 1.
6.Ησίοδος απ. 240 M-W.
7.Σοφοκλή Τραχίνιες 171 κ.ε., 1168 κ.ε.
8.Ιλιάς II 234.

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΡΗΤΗ

Έχοντας επιλέξει την πετρώδη Πυθώ για να κτίσει το ιερό του, ο θεός της μαντικής, ο Απόλλωνας, άρχισε να αναζητεί χους ιερείς που θα τον υπηρετούσαν. Τότε είδε στη θάλασσα ένα πλοίο που είχε ξεκινήσει από την Κνωσό με προορισμό την Πύλο. Ο θεός είχε βρει τους μελλοντικούς ιερείς του! Αφού μεταμορφώθηκε σε δελφίνι, παρέσυρε αρχικά το πλοίο στην Κρίσσα και στη συνέχεια, με τη μορφή ολόλαμπρου νέου, οδήγησε τους Κρήτες στο ναό του, όπου τους ονόμασε ιερείς του. Στο εξής θα διοικούσαν το ναό, θα γνώριζαν τη γνώμη του και θα την έλεγαν στους ανθρώπους. Αυτή είναι η πρώτη σαφής μαρτυρία για τη σχέση Κρητών και μαντείας, με την οποία τελειώνει ο Ομηρικός ύμνος εις Απόλλωνα (στ. 388-544).

Η Κρήτη, με τη μυστική γνώση και το θρησκευτικό κύρος που κουβαλούσε από το μινωικό παρελθόν, αλλά και τις ισχυρές επιδράσεις που θα δεχθεί από την Ανατολή και κυρίως τη Μεσοποταμία, θα αποκτήσει μεγάλη φήμη τόσο στον τομέα της μαντείας όσο και σε εκείνον των μυστηριακών τελειών. Ωστόσο, άμεσες αποδείξεις για την ύπαρξη μαντείων, δηλαδή ιδρυμάτων στα οποία προσέφευγε ο πιστός για να λάβει την πρόρρηση από το θεό, στην Κρήτη δεν υπάρχουν, αν και δεν υπάρχει αμφιβολία πως υπήρξαν. Ο Πλούταρχος στην πραγματεία του Προς Κολώτην ανέφερε πως θα μπορούσε κάποιος να συναντήσει πόλεις ακατοίκητες, χωρίς τείχη και βασιλείς, ή πόλεις χωρίς πολιτισμό, νόμισμα, θέατρα και γυμναστήρια. Πόλεις όμως χωρίς ιερά κατ θεούς, χωρίς προσευχές, όρκους, μαντείες ή θυσίες για την έλευση του καλού και την αποτροπή του κακού, ούτε βλέπει αλλά ούτε και θα δει ποτέ κανείς στο μέλλον (Πλούτ. Ηθικ. 6, 1125 δ). Πηγές για τα πρώιμα χρόνια, όταν θα ήκμαζαν τα κρητικά μαντεία, δεν υπάρχουν και ο Όμηρος, που κάνει μνεία στους Δελφούς και τη Δωδώνη, για την Κρήτη σιωπά. Για τα κλασικά χρονιά η σιγή των γραπτών πηγώνδεν πρέπει να είναι άσχετη με την ευρύτερη απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει το νησί. Τα κρητικά μαντεία πρέπει τότε να είχαν περισσότερο έναν τοπικό χαρακτήρα, χωρίς να φτάσουν την αίγλη κατ τη φήμη των μεγάλων ελληνικών μαντείων. Εξάλλου, πανελλήνια διάσταση δεν απέκτησε κανένα από τα κρητικά ιερά. Και, όπως γνωρίζουμε, τα μαντεία ήταν άρρηκτα δεμένα με θρησκευτικά κέντρα.

Η λατρευτική τοπογραφία της Κρήτης, μια πληθώρα ιερών σπηλαίων να αποτελούν επίκεντρο ποικίλων ιερουργιών ήδη από τα μινωικά χρόνια, ευνοούσε την ανάπτυξη μαντείων ή, αλλιώς, χρηστηρίων. Έχει σημασία να κατανοήσουμε πως οποιοδήποτε χάσμα ή ρήγμα στο έδαφος λειτουργούσε ως δίαυλος επικοινωνίας με τον υπερβατικό κόσμο των θεών και των δαιμόνων. Για το λόγο αυτό τα περισσότερα μαντεία ανιδρύονταν κοντά σε πηγές, χαράδρες και σπήλαια. Ήταν, εξάλλου, οι χθόνιες θεότητες, η μάνα-Γη, οι δυνάμεις εκείνες που λόγω της φύσης τους κατείχαν τα μυστικά και μπορούσαν γνωρίζουν τα γενόμενα και να προλέγουν τα εσόμενα, το μέλλον.

Διάσημο στα αρχαία χρόνια ήταν το περίλαμπρο γενετήσιο σπήλαιο του κρηταγενούς Δία, το Ιδαίον Άντρο. Η ανεύρεση σιο σπήλαιο τριπόδων - γνω­στών συμβόλων της ενθουσιαστικής μαντικής - ο­δήγησαν τον Τζ. ΚαπντεΒίλ (G. Capdeville) να πιθανολογήσει τη μαντική χρηση του σπηλαίου, παραγνωρίζοντας όμως την αναθηματική τους χρή­ση. Υποθετική είναι επίσης και η χρήση του σπη­λαίου ως ονειρομαντείου. Μοιάζει, βέβαια, πιθανό πως το κρητικο σπήλαιο, για το οποίο είχε αναχω­ρήσει ο Επιμενίδης αναζητώντας την οραματικη σοφία, ήταν το Ιδαίον Αντρον. Σε αυτή την περί­πτωση στο σπήλαιο αυτό βίωσε τη μύησή του ο Επιμενίδης, βυθιζόμενος σε έναν ύπνο διάρκειας 57 χρόνων. Συχνά η απομόνωση, η προσευχή, η νηστεία και η εγκοίμηση σε ιερό χώρο χρησιμο­ποιούνταν για να προκαλέσουν θεϊκά όνειρα. Μη λησμονούμε, εξάλλου, πως η ονειρομαντία ήταν α­πό τα παλατότερα και πλέον ευνοημένα είδη της μαντικής. Ακόμη και εκείνη η μυθολογούμενη συνομιλία του εννέωρου Μίνωα με τον Δία, τον οποίο συναντούσε σε πλήρη απομόνωση κάθε εννιά χρόνια σε αυτό το ιερό σπήλαιο για να διδαχθεί τους νέους νόμους, δεν αποκλείεται να παραπέμπει σε ενύπνιες καταστάσεις ονειρομαντείας.

Δεν ήταν φυσικά μόνον ο Κρητικός Δίας, ο θνήσκων και αναγεννώμενος θεός, με τα διονυσιακά στοιχεία, που συνδεόταν με τη μαντική τέχνη. Ο κατ’ εξοχήν θεός της μαντικής εξακολουθούσε να είναι ο Απόλλωνος, που ανάμεσα στους Δωριείς της Κρήτης κατείχε πάντα ιδιαίτερη θέση. Κάποιοι ισχυρίζονται πως η λατρεία του στους Δελφούς είχε φτάσει από την Κρήτη και ένας μύθος αναφέρει ως ιδρυτή του ιερού του τον Κρητικό Εικάδιο (ή Ικάδιο). Εκτός από τους Δελφούς, οι Κρήτες φαίνεται να συμμετέχουν και στην ίδρυση του ιερού του στην Κλάρο της Μ. Ασίας, το οποίο θεωρούνταν ως ένα από τα σπουδαιότερα χρησμοδοτικά κέντρα της Μ. Ασίας (Παυσ. VII 3, 1).

Αλλά και στην Κρήτη υπάρχουν ιερά, όπως στη Δρήρο και τη Γόρτυνα, όπου η λατρευόμενη φύση του Απόλλωνα - ως Δελφίνιου και Πύθιου αντίστοιχα - υπομνηματίζει τη μαντική ιδιότητα του θεού. Ορισμένοι, μάλιστα, πιστεύουν πως το Πύθιο της Γόρτυνας δεν ήταν παρά ένα παράρτημα του δελφικού μαντείου. Στοιχεία γραπτών πηγών που αναφέρονται στην ύπαρξη μαντείων του Απόλλωνα στη Φαιστό, την Τύλισσο και την Κνωσό ακόμη δεν έχει γίνει δυνατόν να ταυτιστούν.

Ο όρος μάντης αλλά και μαντική προέρχονται από το μαίνομαι, που σημαίνει εκστασιάζομαι, παραληρώ. Τα πολυάριθμα είδη μαντικής ταξινομήθηκαν ήδη από την αρχαιότητα σε δύο θεμελιακούς κλάδους: την έντεχνη ή εμπνευσμένη και την έμφυτη μαντική. Η πρώτη βασιζόταν στην ερμηνεία οιωνών κατ παρατήρηση φαινομένων (διοσημείες), όπως όνειρα, σπλάχνα ζώων, ενόδια σημάδια κ.α., ενώ τη δεύτερη ασκούσαν θεόληπτα πρόσωπα, που είχαν αποκτήσει το χάρισμα να ερμηνεύουν τα θεία σημάδια. Στην Κρήτη η άσκηση κυρίως της έντεχνης μαντείας έχει μακρά ιστορία. Ο μύθος με τον Γλαύκο, γιο του Μίνωα που αναστήθηκε με τη βοήθεια του Αργείου μάντη Πολύιδου (αυτού που ξέρει πολλά) και διδάχθηκε την τέχνη από αυτόν, μοιάζει με ανάμνηση από το μινωικό παρελθόν. Ο Γλαύκος, λένε, έγινε φημισμένος μάντης που προέβλεπε τον καιρό. Μια φορά το χρόνο περνούσε από τα λιμάνια των «μινωίδων νήσων» και προέλεγε πράγματα στους ναυτικούς.

Στη διάρκεια όμως των αρχαϊκών χρόνων η Κρήτη θα γίνει η πατρίδα της μαντικής και ιδιαίτερα της καθαρτικής τέχνης. Η φήμη της ήταν τέτοια ώστε να την επισκέπτονται κατ ετερόχθονες, όπως ο Ονομακρίτης από τους Λοκρούς, που φέρεται να επισκέφθηκε το νησί χάριν της μαντικής τέχνης (Αρ. Πολ. 1274, α 25).

Ο πιο γνωστός Κρητικός μάντης και εξαγνιστής ήταν ο Επιμενίδης, ιερέας του Δία και της Ρέας, ο οποίος από ορισμένους συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των επτά σοφών. Σύμφωνα με την παράδοση, εξάγνισε την Αθήνα από το «κυλώνειον ά­γος», που είχε προκαλέσει η οικογένεια των Αλκμαιωνιδών, αλλά και άλλες περιοχές, όπως τη Δήλο. Από το μάντη και εξαγνιστή Καρμάνορα η το γιο του Χρυσόθεμι θα εξαγνιστεί στην Τάρρα της Κρήτης (Α. Ρουμέλη) κατ ο ίδιος ο Απόλλωνος από το μίασμα που είχε προκαλέσει ο φόνος του Πύθωνα, της μυθικής Δράκαινας (Παυσανίας 2.30.3). Η κηλίδα της ενοχής, το μίασμα, που έφερε πάνω του ο μολυσμένος, ήταν δυνατόν να απομακρυνθεί μόνο με εξαγνισμό, τον οποίο αναλάμβαναν επαγγελματίες εξαγνιστές. Καθαρτήριες, αν και εκδηλώνονταν με διαφορετικό τρόπο, ήταν οι ικανότητες και ενός άλλου Κρητικού μάντη, του Θαλήτα από τη Γόρτυνα, ο οποίος τον 7ο αι. π.Χ. - εξαιτίας ενός χρησμού των Δελφών - έπρεπε να ταξιδέψει για τη Σπάρτη, όπου διά της μουσικής του θα απομάκρυνε μια επιδημία πανούκλας (Πλουτ. Περί Μουσικής, 1146 β-1147 α).

Κατά την ύστερη αρχαιότητα η μαντεία στην Κρήτη θα ακολουθήσει την ευρύτερη απαξίωση του θεσμού. Το τελειωτικό χτύπημα θα έρθει, όμως, στα χρονιά του Κωνσταντίνου Β. «Οι Βασιλείς, εχθροί της επίγνωσης του μέλλοντος», θα επιβάλουν τη σιγή των μαντείων. Η λαλέουσα παγά είχε πάψει πλέον να ομιλεί.

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΤΡΟΦΩΝΙΟΥ ΣΤΗ ΛΙΒΑΔΕΙΑ

Λόγω έλλειψης ανασκαφών ο χώρος του μαντείου είναι ελάχιστα γνωστός. Το ιερό, τοποθετημένο στην έξοδο ενός επιβλητικού φαραγγιού, καταλαμβάνει τρία επίπεδα. Το κάτω μέρος, κατά μήκος της Έρκυνας, ένωνε το ιερό δάσος με τα βασικά δημόσια οικοδομήματα, όπως οι ναοί της Έρκυνας, της Δήμητρας και του ιδίου του Τροφωνίου. Το άνω μέρος, το σημερινό όρος Προφήτης Ηλίας, περιείχε βασικά το μεγάλο ναό του Βασιλέα Δία και ένα ιερό όπου ο Κρόνος διαθέτει το μόνο γνωστό άγαλμά του στην Ελλάδα. Το ίδιο το μαντείο, μια απλή πέτρινη κυκλική βάση που οδηγούσε σε ένα υπόγειο διαμέρισμα, βρισκόταν κάπου μεταξύ του άνω επιπέδου και του κάτω. Ωστόσο όλες οι απόπειρες εντοπισμού του έχουν αποτύχει μέχρι σήμερα. Η αρχαία πόλη της Λιβαδειάς, επίσης, είναι λίγο γνωστή, γεγονός που δυσχεραίνει κάθε μελέτη σχετικά με τη διαχείριση του μαντείου και την επίδρασή του στη ζωή της πόλης.

Αντίθετα το μαντείο του Τροφωνίου, ενεργό σε τοπική κλίμακα και με πανελλήνια φήμη, είναι το καλύτερα στοιχειοθετημένο μαντείο του ελληνικού πολιτισμού. Μια πανούργα τύχη έφερε τον Τροφώνιο στη Βοιωτία, στους κοντινούς Δελφούς, που χάρη στην πόλη και τη μεγαλειώδη φήμη της έλκυε την προσοχή όλων.

Πριν αναλύσουμε το τελετουργικό και την επιρροή του, κάποιες διευκρινίσεις για την προσωπικότητα του Τροφωνίου θα μας βοηθήσουν να αντιληφτούμε καλύτερα την ουσία του μαντείου του. Δεν θα μπορούσαμε να δείξουμε καλύτερα τη διφορούμενη οντολογική υπόσταση του Τροφωνίου, από το λόγο του Ωριγένη: «ή δαίμονας ή ήρωας και μάλιστα θεός». Παρουσιάζει ορισμένες ηρωικές πλευρές, κατά πρώτον στο θρύλο του. Είναι γιος του Εργίνου και της Ιοκάστης, δύο μορφών της μυκηναϊκής μυθολογίας. Έφηβος σύγχρονος του νεαρού Απόλλωνα, αναδεικνύεται ικανός για θειικό έργο, όπως η κατασκευή του πέτρινου κατωφλιού της μαντικής αίθουσας του δελφικού ναού, καθώς και για χθόνιο, όπως η κατασκευή των καλά κρυμμένων θησαυρών που κατόπιν λεηλάτησε μαζί με τον αδελφό του Αγαμήδη. Ο Τροφώνιος είναι ριζωμένος στη Λιβαδειά, όπου δεν μαρτυρείται καμιά εμφάνισή του έξω από το ιερό του. Παράλληλα με τα ηρωικά χαρακτηριστικά του, κάποια άλλα δεν είναι καθόλου τέτοια. Και αν σε κάποιες μεταγενέστερες αποδόσεις ο Τροφώνιος πεθαίνει, γενικά απλά εξαφανίζεται κάτω από τη γη και η Λιβαδειά δεν μπορεί να υπερηφανευτεί για κάποιον τάφο του, στοιχείο ουσιώδες της λατρείας «ηρώων». Σε τελευταίο πεδίο εντοπισμού του, ο Τροφώνιος είναι ανίκητος φορέας ευνοϊκά προσκείμενος στους ανθρώπους, ανήκει στους σεληνιακούς δαίμονες του Πλούταρχου και έχει επίσης αληθινό χαρακτήρα οικογένειας όπως οι ησιόδειοι δαίμονες, κληρονόμοι των φυλών χρυσού και ασημιού. Τέλος, ο Τροφώνιος δεν βρισκόταν στο περιθώριο του τοπικού πανθέου αλλά στο θρόνο μιας πλούσιας θεϊκής κοινότητας, αφού μερικές φορές ονομαζόταν Δίας ο Τροφώνιος. Τη θολότητα αυτή τόνισε περισσότερο η γνώση μας ότι ο Τροφώνιος κομιζόταν για βρέφος της Δήμητρας (Δημήτηρ), σύμφωνα με την παράδοση των παιδικών θεοτήτων και ηρώων. Η θεϊκή τροφός, το υπόγειο καταφύγιο, το μέλι τα φίδια, το χθόνιο περιβάλλον, το παιδι-θαύμα, η μυστηριώδης εξαφάνιση και η θεοποίησή του, όλα αυτά τα στοιχειά δίνουν στον Τροφώνιο την όψη ενός νέου θεού, όπως ο Ερμής, ο μικρός αυτός ψυχοπονιάρης κλέφτης, όντας και οι δύο άριστοι στην τέχνη του περάσματος στον άλλο κόσμο. Η πασίδηλη διαφορά τους είναι ο τοπικός χαρακτήρας του Τροφώνιου σε σχέση με τον πανελλήνιο του θεού του όρους Κυλλήνη. Τόσο η μυθολογική όσο και η πολιτιστική ουσία του Τροφωνίου είναι, πράγματι, αρκετά απλή. Κάτοικος του Κάτω Κόσμου, αποτελεί για το ελληνικό πνεύμα ένα χθόνιο πέρασμα-τείχος, έναν άνδρα που διαχειρίζεται μέσα από τον κόσμο του ανοίγματα για το υπερπέραν. Όταν τοποθετεί το κατώφλι του αδύτου των Δελφών, ο θρύλος του είναι ξεκάθαρος πάνω σ’ αυτό, από την εποχή του Ομηρικού ύμνου στον Απόλλωνα (7ος ή 6ος αιώνας). Το γενεαλογικό του δένδρο τον συνδέει με τον Κλύμενο, μια άλλη ονομασία του Άδη. Οι κλειστές και ιερές αίθουσες που κατασκευάζει ξεχωρίζουν για τον πλούτο τους [πραγματικό (αγαθά αξίας) η μεταφορικό (γονιμότητα), είτε πρόκειται για θησαυρούς, γαμήλιες αίθουσες είτε για το μαντείο του] και χαρακτηρίζονται από ένα μυστικό πέρασμα.

Το σημείο επαφής με το χθόνιο κόσμο μοιάζει να ήταν το πρώτο στοιχείο του μύθου, γεγονός που σχετικοποιεί το χαρακτηρισμό του «αρχιτέκτονα», που τόσο συχνά αποδίδεται στον Τροφώνιο. Δεν είναι αντι­ληπτός ούτε ως παραδοσιακός μάντης, όπως ο Αμφιά ραος ή ο Μελάμπους. Κανένας θρύλος δεν του αποδίδει μαντική κλίση όσο ζούσε. Κι αν η χθόνια επαφή επιβλήθηκε στη μυθοποιητική φαντασία, αυτό συνέβη πιθανότατα επειδή το μαντείο - την ύπαρξη του οποίου κατά την πρώιμη αρχαϊκή εποχή μάς βεβαίωνε ο Ομηρικός ύμνος στον Απόλλωνα - υποχρέωνε τον πιστό να διαβεί τα σύνορα του θανάτου. Στη διαδικασία της χρησμοδοσίας του γνωρίζουμε και από τον Ηρόδοτο ότι ο Τροφώνιος ήταν πράγματι ψυχαγωγός, όπως ο Ερμής, με τη διαφορά ότι ο Ερμής οδηγούσε τις ψυχές σ’ ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή.

Ο κύκλος των προσώπων που αναφέρονται γύρω από τον Τροφώνιο κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους προσφέρει πλούσια συγκομιδή διευκρινίσεων. Μαζί με τους ομολόγους του Αμφιάραο και Αμφίλοχο, Ορφέα και Μουσαίο, Ζάμολξι, Πυθαγόρα και τους «Έλληνες σαμάν» Αρισταίο. Εμπεδότιμο κατ Ασκληπιό (μεταξύ άλλων), ο Τροφώνιος μοιράζεται έναν απίστευτο αριθμό εξαίρετων χαρακτήρων. Στο Βάθος του χθόνιου δωματίου τους, όλες αυτές οι θρυλικές μορφές δέχονται τους πιστούς τους ή τούς μυημένους με σκοπό να τους αποκαλύψουν τη θεμελιώδη γνώση, της οποίας είναι θεματοφύλακες. Όλοι τους απέκτησαν αθανασία, ηρωική ή δαιμονική. Χθόνιας φύσης, δηλώνουν ειδικοί μάντεις και γιατροί, άρχοντες της αλήθειας, ψυχαγωγοί και εξίσου σπουδαίοι κάτοχοι μυστικών που βρίσκονται στην καρδιά λατρειών και μυστηρίων.

Η λιβαδειώτικη μαντεία περιγράφεται από τον Παυσανία σε μια υπέροχη σελίδα του. Ωστόσο, η συνήθης κοινή γνώμη θέλει το τελετουργικό να έχει υποστεί σημαντικές τροποποιήσεις, ιδιαίτερα κατά την ελληνιστική εποχή, για να καταλήξει στην κατάσταση που παρουσιάζει ο Πλούταρχος και οι συγγραφείς της ρωμαϊκής και αργότερα της βυζαντινής εποχής. Η μελέτη των αποσπασμάτων της κωμωδίας, κάποιων φιλοσοφικών έργων και η εξέταση των Νεφελών του Αριστοφάνη (παίχτηκαν το 423 π.Χ.) ως παρωδία όχι αποκλειστικά των τροφωνιακών τελετουργιών, αποδεικνύουν, αντίθετα, πόσο η τελετή χρησμοδοσίας ήταν σταθερή.

Το τελετουργικό, με κεντρικό άξονα το φόβο. αναμφίβολα είναι καλύτερα γνωστό από όλα τα ελληνικά μαντικά τελετουργικά. Εξελισσόταν μέσα σε ένα ιερό άλσος, δηλαδή σε τόπο με προνομιούχο επαφή μεταξύ των κόσμων, που από μόνος του συγκεντρώνει όλη τη μεταφορική αξία που αναγνωρίζεται στο πρόσωπο του Τροφωνίου. Ο χρηστηριαζόμενος υποβαλλόταν οε μακρά προετοιμασία. Απομονωμένος, είχε όλο το χρόνο να εμποτιστεί από την ιερότητα του τόπου λατρείας. Οι επαφές του περιορίζονταν στους ιερείς η άλλους συμβούλους και μόνο για να εξετάσει λεπτομερώς τις ομορφιές και τις ανησυχίες του τόπου. Μερικές μέρες αργότερα, και αν όλες οι θυσίες είχαν αποδειχθεί ευνοϊκές, ο προσκυνητής περπατούσε, νύχτα, προς το μαντείο. Άλλαζε ρούχα, φορούσε σανδάλια παράξενα, προσευχόταν στον Τροφώνιο και οδηγούνταν να πιει το νερό που επίσης πίνουν οι νεκροί, νερό της Λήθης και της Μνημοσύνης. Μέσα στο μαντείο πια, έπαιρνε μια μικρή σκάλα και κατέβαινε σε μια τρύπα, χωρίς να βλέπει το βάθος, που η φήμη την ήθελε γεμάτη φίδια. Εκεί ξαπλωμένος στο χώμα και ενώ κρατούσε σε κάθε χέρι ένα γλυκό από μέλι, έβαζε τα πόδια σε ένα στενό άνοιγμα περιμένοντας «να παρασυρθεί όπως κάποιος από τη δίνη ενός δυνατού ποταμού». Η διατύπωση αυτή του Παυσανία βύθισε σε αμηχανία τους σύγχρονους μελετητές. Η πιθανότητα δόλου των ιερέων που τραβούσαν από τα ποδιά τον προσκυνητή είναι σιωπηρά αποδεκτή.

Η ουσιαστική επανεξέταση του ζητήματος αποδεικνύει ότι ο Τροφώνιος παρείχε τους χρησμούς χάρη σε μια κατάσταση ύπνωσης (οράματος) η, αλλιώς, κατά τη διάρκεια συγκοπής, πάντα ευνοϊκής στο όνειρο. Η ανάλυση των τελετουργικών προετοιμασιών που περιγράφονται, μεταξύ άλλων, από τον Παυσανία και αποσπάσματα της αττικής κωμωδίας, συγκρινόμενα με τις «σαμανικές» τελετές σε όλο τον κόσμο, φανερώνει τη σπουδαιότητα μιας αργής αλλά πραγματικής αποσταθεροποίησης, φυσικής και πνευματικής· βλέπε, διαφοροποίηση του τρόπου διατροφής και του ύπνου, φυσική απομόνωση και εισπνοές αναθυμιάσεων, έντονος στοχασμός και βαθιά σιωπή, κρύα μπάνια στον ποταμό Έρκυνα και ρυθμικοί χοροί, προκλητικοί ήχοι αυλών, καταστάσεις ύπνωσης, σεξουαλική αποχή και διάφορες αισθησιακές στερήσεις, όλα μαζί εκτείνονται χρονικά σε πολλές μέρες. Με τον τρόπο αυτό η ψυχική κατάσταση του προσκυνητή, κλονισμένη από το φόβο του χθόνιου, φθείρεται περισσότερο κατά την κάθοδό του στο σκοτεινό λαγούμι όπου τον περίμενε η λάμψη της θεϊκής επαφής. Άλλωστε, ένα κείμενο του Πλουτάρχου διευκρινίζει ότι ο προσκυνητής «ξυπνούσε» ακριβώς στο ίδιο σημείο όπου είχε χάσει τις αισθήσεις του. Ο φόβος και η εσωτερική ανισορροπία πρέπει να αρκούσαν για να προκαλέσουν λιποθυμία, που ποίκιλλε σε ένταση και διάρκεια ανάλογα με τα άτομα.

Η λύση αυτή, που ακολουθεί από κοντά τα κείμενα, είναι ικανή να απομακρύνει υπόθεση ενός κακόβουλου και χειραγωγού ιερατείου. Χωρίς αυτό να σημαίνει ο ιερείς δεν έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της επιλογής. Παρόντες σε κάθε θυσία και επίσης κατά την τελευταία νυκτερινή προσφορά στον Αγαμήδη, πρέπει να είχαν αποκτήσει βαθιά εμπειρία για να διακρίνουν ποιός, μεταξύ των προσκυνητών, είχε ή όχι υποστεί την απαραίτητη ψυχική μεταμόρφωση για την επίτευξη του οράματος γεγονός ότι ο χρηστηριαζόμενος δεν είχε κλονιστεί από το τελετουργικό, που λέγεται ότι ο ίδιος ο Τροφώνιος είχε διδάξει, μπορούσε να επιτρέψει να πιστέψουν σε άρνηση όντως της τοπικής θεότητας συνεπώς η απόρριψή του από τους ιερείς δεν ήταν κακοπροαίρετη.

Με την επιστροφή του ζητούντος το χρησμό στον καθαρό αέρα, ενώ ακόμη βρισκόταν σε κατάσταση κλονισμού, τοποθετούνταν στο θρόνο της Μνημοσύνης, όπου οι ιερείς προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν το περιεχόμενο του χρησμού. Ο θρόνος είναι στην ελληνική σκέψη το κατ’ εξοχήν μέρος όπου λέγεται η αλήθεια, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το θρόνο της ίδιας της θεάς. Ο προσκυνητής. παραδομένος πλέον στους δικούς του ανθρώπους - αναφέρει ο Παυσανίας - επανακτούσε σιγά σιγά την ικανότητα να γελά (όπως έλεγε μια παροιμία, οι κατηφείς άνθρωποι «είχαν συμβουλευτεί το χρησμό του Τροφωνίου), Η διευκρίνιση δεν οφείλεσαι μόνο στο φόβο της καθόδου και τον ψυχικό τραυματισμό λόγω του οράματος. Κατά πρώτον, ο ελληνικός Άδης ήταν η αγέλαστη χώρα. Η απουσία του γέλιου και το λυπητερό ύφος ήταν, στη συνέχεια, δύο από τις βασικές κωμικές καταστάσεις όσον αφορά κάποιες φιλοσοφικές σχολές, όπως για παράδειγμα τους Πυθαγόρειους και τους Πλατωνικούς, των οποίων οι ιδέες περί ψυχής μοιάζουν να συμφωνούν με την αρχή της τροφώνιας αποκάλυψης. Κι αυτό επειδή η απώλεια συνείδησης στη Λιβαδειά θεωρούνταν, τουλάχιστον από την αριστοτέλεια σχολή, σαν μια σύντομη διαφυγή της ψυχής έξω από το σώμα. στον κόσμο της απόλυτης συνείδησης. Το φιλοσοφικό ενδιαφέρον δεν πρέπει να αποκοπεί από ταυτόσημες λαϊκές προλήψεις, διαδεδομένες εξάλλου σε όλο τον κόσμο, που υπάρχουν και στους Προσωκρατικούς. Η ιδέα της ψυχής, με σκοπό την κατάκτηση της γνώσης, στηρίζεται στον αιθέρα και εξηγείται με την ίδια ορολογία στην περιγραφή του οράματος του Τίμαρχου στη Λιβαδειά (στον Πλούταρχο) και στην αντίστοιχη των Νεφελών του Αριστοφάνη. Και στις δύο περιπτώσεις, η υπόθεση στρέφεται γύρω από τους δαίμονες και από τον Σωκράτη, ενώ ο Τροφώνιος εμπλέκεσαι με πολύ στενή οικειότητα. Από αυτό συνάγεται ότι ο Αριστοφάνης δεν είχε τυχαία χρησιμοποιήσει τον Τροφώνιο και ότι αντιλαμβανόταν το μαντείο του ως ένα χώρο όπου, όπως πίστευαν, η ψυχή έφτανε στην αποκάλυψή της μέσω της ένω­σής της με τον αέρα η τον αιθέρα. Το συμπέρασμα αυ­τό μας οδηγεί σε νέα ανάγνωση των Νεφελών υπό το φως του Τροφωνίου και χωρίς να επιζητούμε τη σύγκριση, που άλλωστε αποκάλυψε ο Αριστοφάνης μπορούμε λογικά να δούμε στη σκηνή της μυστηριακής μύησης των Νεφελών μια απόδοση της τροφώνιας χρησμοδοσίας. Η απρόσμενη, αλλά ωστόσο πολύ συμπαγής, προσέγγιση ρίχνει πάνω στον Τροφώνιο φως χαρακτηρισμό των μυστηριακών θρησκειών. Φως που φωτίζει πιο πρόσφατες μαρτυρίες, σύμφωνα με τις οποίες ο Τροφώνιος θεωρούνταν, για παράδειγμα, ομόλογος του Ορφέα και του Μουσαίου, ιδρυτών των Ελευσίνιων Μυστηρίων και ο ίδιος θεματοφύλακας μυστηριακής θρησκείας.

Οι προσκυνητές, βέβαια, έρχονταν με κάποιο ερώτημα ήδη στο μυαλό τους, όμως η επαφή τους με την ιερότητα μπορούσε, σε κάποιες περιπτώσεις, να καταλήγει σε έναν οραματισμό πολύ ευρύτερο, που ξεπερνούσε συνήθως μια αναζήτηση. Οι χρησμοί ήταν συνδεδεμένοι με τη βύθιση στη γνώση, την ποιητική και μαντική αλήθεια. Τα οράματα, που φέρνου ψυχή σε επαφή με τον Τροφώνιο και που άλλα μοιάζουν πολύ με τις αποκαλύψεις των μυστικιστικών λατρειών από την κλασική εποχή, κατανοούνται ως επαφή - «συμπάθεια» - με το θεϊκό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο χρηστηριαζόμενος του Τροφωνίου θεωρούσε τον εαυτό του μύστη. Τείνω να βεβαιώσω ότι τόσο «η ασυνήθιστη εμπειρία» (του οράματος όσο και το ταξίδι στον άλλο κόσμο - στην πραγματικότητα ένας πρόσκαιρος θάνατος - και παράλληλα η επιστροφή από το βασίλειο των νεκρών, έδιναν στην δοκιμασία την πλήρη μυητική έννοια. Αυτό δεν σημαίνει ότι το ιερό του Τροφωνίου στέγασε ποτέ κάποια μυστικιστική λατρεία με την αυστηρή έννοια του όρου, αφού η πρώτη του κλίση ήταν μαντική. Η ομοιότητα, και μάλιστα η ταυτοσημία του τύποι αποκάλυψης, πρέπει να έδωσε μυστηριακή χρειά στο βοιωτικό ιερό σε πρώιμη εποχή, αν όχι από τη γέννησή του. Πολλές αναλογίες θα μπορούσαν εξάλλου να παρατηρηθούν με τα Ελευσίνια Μυστήρια, όπως οι παρόμοιες διατροφικές απαγορεύσεις, οι έννοιες του θάρρους και της καλοτυχίας, η μυστικότητα, η μυσταγωγία, ακόμη και η παρουσία στη Λιβαδειά του Ευβούλου, ενός από τους βασικούς θεούς των μυστηρίων της Ελευσίνας...