Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια - 3. Τέχνη και τεχνική της ομηρικής αφήγησης

3.3. Έντεχνη αφήγηση


Οι όροι «τεχνική» και «τέχνη» ανταποκρίνονται σε διαφορετικού βαθμού και επιπέδου αναγνώριση και εκτίμηση των ομηρικών επών, γενικότερα της ποίησης αλλά και της έντεχνης πεζογραφίας. Η τεχνική αφορά περισσότερο τα μέσα κατασκευής ενός κειμένου, ενώ η τέχνη το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κατόρθωμα. Η τεχνική προσφέρεται περισσότερο στην περιγραφή, η τέχνη στην αξιολόγηση. Προφανώς η τέχνη ενός ποιήματος, των ομηρικών επών στην προκειμένη περίπτωση, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αρτιότητα, την προσαρμογή και την αποτελεσματικότητα της τεχνικής, δεν εξαντλείται εντούτοις μ' αυτήν. Κάτι πάντα περισσεύει, το οποίο μεταδίδεται ως αίσθηση και συγκίνηση στον ακροατή, παραμένοντας λίγο πολύ ανεξήγητο. Με άλλα λόγια: η τεχνική είναι μαστορική, επομένως διδάσκεται· η τέχνη όμως περιέχει και κάτι απρόβλεπτο, που αναγνωρίζεται κάθε φορά εξ υστέρου και ορίζεται ως ταλέντο. Αν η καλή τεχνική γεννά θαυμασμό για τη γνώση και την επιδεξιότητα του τεχνίτη, η καλή τέχνη προκαλεί αυτόματη απόλαυση, ένα είδος ηδονής που συναρπάζει και καθηλώνει.

Τα δύο ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, περιέχουν στο εσωτερικό τους σήματα τόσο της αφηγηματικής τεχνικής όσο και της αφηγηματικής τέχνης. Τα σήματα μάλιστα αυτά (που αφορούν τον μύθο, το μέτρο, τη γλώσσα και τα επαναλαμβανόμενα τυπικά στοιχεία των επών) παραπέμπουν και στην προηγούμενη επική παράδοση. Από την άποψη αυτή μας βοηθούν να γενεαλογήσουμε λίγο πολύ την επική τεχνική. Με βάση εξάλλου τα στοιχεία αυτά της προηγούμενης επικής παράδοσης, μπορούμε να εκτιμήσουμε καλύτερα τη δική τους πρόοδο και πρωτοτυπία. Πρόκειται επομένως για διπλή αναγνώριση: ακούγοντας και διαβάζοντας την Ιλιάδα και την Οδύσσεια με προσοχή, ανακαλύπτουμε, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, τις αρχές της αφηγηματικής τέχνης και τεχνικής, αλλά συγχρόνως διαπιστώνουμε και την εξέλιξή τους, την κορύφωσή τους στα δύο διασημότερα, κατά κοινή ομολογία, επικά ποιήματα.

Εκτός από τα ομηρικά σήματα επικής τεχνικής, η σχετική αναζήτηση υποβοηθείται και από άλλα ξένα έπη: γειτονικά και απόμακρα, παλαιά και νεότερα. Γειτονικά, για παράδειγμα, είναι τα νοτιογιουγκοσλαβικά προφορικά έπη. Εξωτικά και μακρινά είναι το βαβυλωνιακό έπος Γκιλγκαμές (Gilgamesh, η σύνθεσή του χρονολογείται στο 2000 π.Χ.) αλλά και το ινδικό Μαχαμπχαράτα (Mahabharata, συνταγμένο το 400 π.Χ. περίπου). Υπάρχουν εξάλλου και άλλα, μεσαιωνικά και νεότερα, προφορικά έπη από την κεντρική και βόρεια Ευρώπη, την Αμερική, την Ασία και την Αφρική, στα οποία διαπιστώνονται συγγενικά σήματα αφηγηματικής τεχνικής. Η σύγκριση πάντως αρχαιοτέρων ξένων επών με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια εξηγεί ως έναν βαθμό αρχαϊκά στοιχεία μορφής και περιεχομένου, τα οποία διατηρήθηκαν, αυτούσια ή μεταποιημένα, και στα δύο ομηρικά ποιήματα.

Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο σύνθετος μηχανισμός της επικής τεχνικής, της ομηρικής ειδικότερα, αναγνωρίζεται καλύτερα, αν διακριθούν οι βασικοί συντελεστές του, που είναι τέσσερις: ο αφηγητής, το αφήγημα, ο ακροατής και οι συνθήκες εκφοράς και πρόσληψης της επικής αφήγησης. Αυτή η ταξινόμηση εφαρμόζεται στη συνέχεια, με κάποια ευλυγισία όμως, ώστε να αναδεικνύεται η συνάφεια των τεσσάρων όρων μεταξύ τους.

Βίκτωρ Ουγκώ: Ακόμα και η σκοτεινότερη νύχτα θα τελειώσει και ο ήλιος θα ανατείλει ξανά

Γεννημένος στις 26 Φλεβάρη του 1802, ο Βίκτωρ Ουγκώ είναι ένας από τους διασημότερους και σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς, περισσότερο γνωστός για τα μυθιστορήματα «Η Παναγία των Παρισίων» και «Οι Άθλιοι». Ηγετική φιγούρα του Ρομαντικού Κινήματος, ο Ουγκώ ήταν επίσης ποιητής και δραματουργός.

Παρά το γεγονός ότι απέκτησε πτυχίο νομικής, ο Ουγκώ ενδιαφερόταν περισσότερο για τη συγγραφή. Ενθαρρυμένος από τη μητέρα του να ακολουθήσει το πάθος του, ο νεαρός Βίκτωρ ίδρυσε μια επιθεώρηση, το Conservateur Littéraire, στο οποίο εξέδιδε το έργο του και τα έργα των φίλων του.

Ο Ουγκώ ήταν μόνο 20 χρονών όταν η πρώτη του συλλογή ποιημάτων Odes et Poésies Diverses εγκαθίδρυσε τη φήμη του ως ποιητή και του χάρισε μια βασιλική αποζημίωση.

Μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1848, όταν ο Ναπολέων ο 3ος πήρε την εξουσία, του απαγορεύτηκε η παραμονή στη χώρα καθώς δεν μοιραζόταν την ίδια πολιτική ιδεολογία. Παρέμεινε εξόριστος για περίπου 19 χρόνια – αυτή ήταν και η παραγωγικότερη περίοδος της ζωής του, κατά την οποία έγραψε ορισμένα από τα καλύτερά του έργα.

Η γραφή του Ουγκώ περικλείει συναίσθημα, αγάπη, ομορφιά και τις βαθύτερες ανθρωπιστικές του πεποιθήσεις. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικότερες πολιτισμικές φιγούρες της εποχής του και συνεχίζει να επηρεάζει τον σύγχρονο κόσμο.

16 όμορφα αποφθέγματα του Βίκτωρος Ουγκώ

1. «Άλλαξε τις απόψεις σου, κράτα τις αρχές σου: άλλαξε τα φύλλα σου, κράτα ανέπαφες τις ρίζες σου»

2. «Το να θέτουμε τα πάντα σε ισορροπία είναι καλό, το να τα θέτουμε σε αρμονία είναι καλύτερο»

3. «Η μεγαλύτερη ευτυχία της ζωής είναι η πεποίθηση ότι αγαπιόμαστε, ότι αγαπιόμαστε για τον εαυτό μας ή ακόμα καλύτερα αγαπιόμαστε παρά τον εαυτό μας»

4. «Ακόμα και η σκοτεινότερη νύχτα θα τελειώσει και ο ήλιος θα ανατείλει ξανά»

5. «Η ζωή είναι ένα λουλούδι κι ο έρωτας το μέλι του»

6. «Η μουσική εκφράζει αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί και εκείνο που είναι αδύνατο να παραμείνει στη σιωπή»

7. «Υπάρχει κάτι χειρότερο από μια κόλαση πόνου – μια κόλαση βαρεμάρας»

8. «Το διάβασμα είναι όπως η τροφή και το νερό. Το πνεύμα που δεν διαβάζει χάνει βάρος, όπως ένα σώμα που δεν τρώει»

9. «Η ευτυχία είναι καμιά φορά κρυμμένη μέσα στο άγνωστο»

10. «Το μέλλον έχει διάφορα ονόματα. Για τους αδύναμους, είναι αδύνατο• για τους δειλούς είναι άγνωστο• αλλά για τους γενναίους είναι ιδανικό»

11. «Αυτός που ανοίγει μια πόρτα σχολείου, κλείνει μια φυλακή»

12. «Θέλεις ειρήνη; Φτιάξε αγάπη»

13. «Εσύ που υποφέρεις επειδή αγαπάς, αγάπα ακόμα περισσότερο! Το να πεθαίνεις από αγάπη είναι ουσιαστικά το να ζεις από αυτή»

14. «Δεν είναι τίποτα να πεθάνεις. Είναι τρομακτικό να μη ζεις»

15. «Η μελαγχολία είναι η ευτυχία του να είσαι θλιμμένος»

16. «Βλέπεις φλόγα στα μάτια των νέων. Μα στα μάτια των γέρων, βλέπεις φως»

Τα ανεμοδαρμένα ύψη της αγένειας

Ευχαριστώ, παρακαλώ, συγνώμη και πληθυντικός ευγενείας. Γνώσεις αποκτηθείσες από το σχολείο. Σχεδόν παλαιολιθικές. Μουσειακά κομμάτια που τα περιεργάζεται κανείς ξαφνιασμένος.

Θυμάσαι τότε; Γυρίζει και λέει στο διπλανό του.

Τότε...

Πως προσδιορίζεται αυτό το τότε;

Τότε... Παλιά... Όχι και πολύ παλιά τώρα που το λέμε, βέβαια...

Αλλά σε μια άλλη εποχή σίγουρα.

Που οι σχέσεις ήταν αλλιώς. Που οι άνθρωποι ήταν αλλιώς.

Λιγότερο αγενείς, επικριτικοί, προσβλητικοί. Λιγότερο ανυπόμονοι και νευρικοί. Λιγότερο αδιάφοροι. Και περισσότερο άνθρωποι.

Μπορεί όλο αυτό να ακούγεται σαν κλασική ρομαντική λογοτεχνία, αλλά έτσι είναι φίλε μου.

Αλλάξαμε.

Μας πήρε μπάλα η κρίση; Μας πήρε και μας σήκωσε ο αέρας της προόδου;

Μάθαμε να χειριζόμαστε τα πιο εξελιγμένα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής μας και ξεχάσαμε άλλα... Βασικά...

Βρήκαμε την πρόοδο και χάσαμε τον άνθρωπο. Τρομάρα μας.

Προχθές πλακώθηκαν πάλι στο δρόμο. Ολοένα και συχνότερα γίνεται. Κάποιος ανυπόμονος θα κορνάρει, κάποιος θα θιχτεί παίρνοντας την κόρνα προσωπικά, θα ανταλλάξουν δυο κουβέντες, θα πιαστούν και λίγο στα χέρια. Έτσι για να πάει καλά η μέρα.

Στο μετρό, το ίδιο. Πλακώθηκαν για τις θέσεις. Πήγαν από δύο διαφορετικές μεριές να καθίσουν στη μοναδική ελεύθερη κι έπεσε ο ένας πάνω στον άλλο. Κι αντί να γελάσουν, άρχισαν τα κοσμητικά.

Τα οποία κοσμητικά έχουν γνωρίσει τρελή εξέλιξη. Παλιότερα δύο τρεις λεξούλες ήταν αρκετές για να σοκάρουν. Σήμερα, όμως, ολόκληρο λεξικό και δεν φτάνει.

Όσο για την καλημέρα, το ευχαριστώ και το παρακαλώ ή το συγνώμη, τα καταντήσαμε είδη πολυτελείας. Τα αποφεύγουμε λόγω βαριάς φορολογίας. Λες και δεν είμαστε ήδη αρκετά χρεωμένοι και θα μας βαρύνουν αυτά.

Κρίμα.

Να αφήνουμε το μέσα μας να χαλιέται τόσο πολύ που να ξεχνάμε τους τρόπους μας. Να ξεχνάμε πως είμαστε άνθρωποι με ήθος, τρόπους και σεβασμό. Ή οφείλουμε να είμαστε.

Ξεχνάμε πως οι καυγάδες και οι εντάσεις χαλούν πρώτους από όλους εμάς. Μας δηλητηριάζουν. Μας απομονώνουν από τους γύρω μας.

Όχι φίλε, αν είσαι τόσο νευρικός κι ευέξαπτος, αν δε σε νοιάζει ότι τα λόγια σου θα με προσβάλλουν ή θα με πληγώσουν, δε μου κάνεις.

Αν σου λέω καλημέρα κι εσύ γρυλίζεις αντί να μου την «επιστρέψεις», πάλι δε μου κάνεις.

Να τη βράσω την εξέλιξη αν ξεχάσω πως είναι να είμαι άνθρωπος. Αν πάψει να με νοιάζει αν θα μιλήσω με αγένεια σε κάποιο μεγαλύτερο ή αν θα προσφέρω τη θέση μου σε κάποιον με κινητικά προβλήματα.

Αφήστε με στα σπήλαια να ακούω καλημέρα, συγνώμη κι ευχαριστώ. Να νιώθω ευγνωμοσύνη κι όχι θυμό. Να μην είμαι μόνιμα τσατισμένος επειδή ο ήλιος βγήκε από την ανατολή.

Να μη σαρώνει το κεφάλι μου αέρας δυνατός που με παρασέρνει σε κάτι που δε θέλω να είμαι. Σε ένα νευρικό, αποξενωμένο πλάσμα που δε σέβεται τίποτα και χαλιέται με το παραμικρό. Και ξεσπάει όπου βρει. Δε θέλω να με πάρει και να με σηκώσει αυτό το ρεύμα της αγένειας.

Τα ανεμοδαρμένα ύψη της αγένειας...

Τα απλά θέλω. Τα ήσυχα, τα σεβαστικά, όπως θα έλεγε και η γιαγιά μου. Κι ας φαίνεται αναχρονιστικό. Θέλω τον άνθρωπο να αντιμετωπίζεται με σεβασμό και οι εντάσεις με διάλογο. Θέλω την αύρα μου φωτεινή κι όχι μπαρουτοκαπνισμένη από τσατίλες.

Και θα το κάνω. Γιατί μπορώ.

Όλα τα μπορώ αρκεί να το θελήσω.

Κι αν το προσπαθήσεις κι εσύ το μπορείς.

Αναλώσου να φτιάξεις ότι χάλασες κι όχι να βρίσκεις δικαιολογίες γιατί παραμένεις «χαλασμένος».

Μπορείς. Όλοι μας μπορούμε.

Το θέμα είναι να το θελήσουμε. Κι αν σε ζορίζει η αρχή, ξεκίνα από τα απλά, όπως τα πιτσιρίκια της πρώτης δημοτικού. Με γραμματάκια στη σειρά και συλλαβισμό.
ΑΝΘΡΩΠΟΣ.. κι ότι αυτό πρέπει να σημαίνει.

Οι μεγαλύτερες αλλαγές της ζωής, έγιναν αθόρυβα

Τις μεγαλύτερες αλλαγές της ζωής σου, δεν τις συζήτησες με κανέναν. Δεν τις ανακοίνωσες, δεν τις φώναξες, δεν τις παρουσίασες και το κυριότερο δεν τις διαφήμισες.

Έγιναν μέσα από μια έκρηξή σου, την πιο ανύποπτη στιγμή, που ήταν τόσο δυνατή που σε έκανε κομμάτια. Και σου πήρε καιρό να τα μαζέψεις τα κομμάτια. Ήταν πολλά και είχαν σκορπίσει στους πέντε ανέμους. Όμως έκατσες μόνος και τα μάζεψες όλα, με υπομονή.

Τα καθάρισες και τα άπλωσες γύρω σου. Άλλα τα κράτησες, άλλα τα φύλαξες, άλλα τα πέταξες και κάποια από εκείνα που απέμειναν τα έβαλες στην θέση που τους άξιζε να είναι από την αρχή κι εσύ απλά εθελοτυφλούσες.

Θα βρεις και 2-3 το πολύ, που θα μείνουν εκεί που ήταν από την αρχή γιατί είναι εκείνα που ήταν πάντα καθαρά και δεν έσπασαν ποτέ. Είναι εκείνα, που άντεχαν πάντα, τα πάντα..

Και στέκεσαι και πάλι όρθιος. Φαινομενικά ίδιος, φαινομενικά απαράλλαχτος και ουσιαστικά άγνωστος. Τόσο άγνωστος που με κάποιους θα πρέπει να ξανασυστηθείς. Με άλλους πάλι, απλά δεν θα χάσεις το χρόνο σου ξανά όχι για να ξανασυστηθείς αλλά ούτε για να αναπνεύσεις τον ίδιο αέρα..

Θα βρεθούν κι εκείνοι που θα σε ρωτήσουν γεμάτοι περιέργεια “μα τι έπαθες;” κι εσύ το μόνο που θα απαντάς θα είναι η αλήθεια σου.. “τίποτα”. Και είναι όντως η αλήθεια σου αυτό. Βλέπεις δεν έπαθες “κάτι”, απλά άλλαξες. Κι όταν αλλάζεις, ξεβολεύεις.

Ξεβολεύεις εκείνους που στα τεφτέρια τους σε είχαν για δεδομένο.

Ξεβολεύεις εκείνους που νόμιζαν πως σε ήξεραν και πώς ήσουν προβλέψιμος.

Ξεβολεύεις εκείνους που πια δεν χωράνε και θα πρέπει να βρουν καινούριο φυτό για να τραφούν σαν άλλοι κισσοί..

Ξεβολεύεις εκείνους που έμαθαν να τους αγαπάς αδιαπραγμάτευτα, να τους στηρίζεις αδιάκοπα και να τους προστατεύεις βάζοντας τον εαυτό σου δίχτυ ασφαλείας.

Ξεβολεύεις τα ανθρωπάκια που έμαθαν να μην τους χαλάς χατήρι.

Πιο πολύ όμως, ξεβολεύεις τον παλιό σου εαυτό που πια αποχωρεί.
Γιατί πριν βολευτούν οι κισσοί, πριν αράξουν οι κηφήνες, πριν χρησιμοποιηθείς από τους τενεκέδες που ξέρουν να κάνουν μόνο θόρυβο με το κενό τους, τους το είχες επιτρέψει εσύ!

Άρα μην ψάχνεις κανέναν κακό στο παραμύθι.. ο δράκος σου, ήσουν εσύ!

Γι’αυτό και ήξερες ακριβώς πώς να τον σκοτώσεις. Γιατί και το παραμύθι, και ο δράκος, ήταν δικά σου από την αρχή κι ας τα άφησες να γίνουν… δημοσίας χρήσης! Μόνο που αυτό το παραμύθι, ακριβώς επειδή το γράφεις εσύ, μπορείς να το αλλάξεις όποτε θες, όπως θες, επειδή το θες, χωρίς να απολογηθείς σε κανέναν..

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ: Όρισε τώρα τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά για τον εαυτό σου

Όρισε τώρα τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά για τον εαυτό σου, που θα διατηρήσεις όταν είσαι μόνος αλλά και μαζί με άλλους ανθρώπους.

Και ως επί το πλείστον να τηρείς σιωπή ή να λες τα απολύτως αναγκαία και με λίγα λόγια. Σπανίως, μάλιστα, όταν απαιτείται να μιλήσεις, μίλα, αλλά όχι για κάτι τυχαίο, όχι για μονομαχίες ή ιπποδρομίες ή αθλητές ή φαγητά ή ποτά, θέματα που συζητούνται παντού, και κυρίως όχι για ανθρώπους ψέγοντας, επαινώντας ή συγκρίνοντας. Αν το μπορείς, οδήγησε με τα λόγια σου τα λόγια των συντρόφων σου ώστε να είναι πιο αρμόζοντα, αλλά, αν τύχει να βρεθείς μόνος ανάμεσα σε ξένους, να σωπάσεις.

Να μη γελάς πολύ ούτε για πολλά θέματα ούτε ασυγκράτητα.

Να μην ορκίζεσαι, καθόλου αν είναι δυνατόν, διαφορετικά όσο μπορείς.

Απόφευγε τα συμπόσια με ανθρώπους αδαείς. Κι αν κάποτε έρθει ο καιρός που θα χρειαστεί να το κάνεις, να εντείνεις την προσοχή σου μην τυχόν γίνεις κι εσύ αδαής. Γιατί να γνωρίζεις ότι, αν ο φίλος σου είναι βρομερός, κατ’ ανάγκη θα μολύνει και αυτόν τον οποίο συναναστρέφεται, ακόμα κι αν τύχει να είναι καθαρός.

Όσα αφορούν το σώμα να τα λαμβάνεις όσο χρειάζεται, όπως τροφές, ποτά, ενδύματα, σπίτι, υπηρέτες. Ό,τι αφορά τη δόξα ή την πολυτέλεια, να το ξεχάσεις τελείως…

Αν σου πουν ότι κάποιος σε κακολογεί, μην απολογηθείς για όσα λέει αλλά απάντησε ότι «αγνοούσε και τα άλλα μου ελαττώματα, γιατί αλλιώς δεν θα έλεγε μόνο αυτά».

Δεν είναι αναγκαίο να πολυπηγαίνεις στα θέατρα. Και, αν κάποτε είναι καιρός να το κάνεις, να δείξεις ότι υποστηρίζεις μόνο τον εαυτό σου και κανέναν άλλο, δηλαδή ότι θέλεις το αποτέλεσμα να είναι αυτό που πραγματικά είναι και να νικά μόνο ο νικητής. Κι έτσι δεν θα απογοητευτείς. Να απέχεις τελείως από το να φωνάζεις και να γελάς δυνατά εναντίον κάποιου ή να συγκινείσαι υπερβολικά. Και όταν φύγεις, να μη μιλάς πολύ για όσα έγιναν, παρά μόνο για όσα συμβάλλουν στη βελτίωσή σου- γιατί διαφορετικά ο κόσμος θα σκεφτεί ότι εντυπωσιάστηκες από το θέαμα.

Στις διαλέξεις που κάποιοι δίνουν να μην πηγαίνεις τυχαία και εύκολα και, όταν το κάνεις, να τηρείς σεμνότητα και ηρεμία και να μην ενοχλείς.

Όταν πρόκειται να συναντήσεις κάποιον, ειδικά κάποιον που θεωρείται σπουδαίος, αναρωτήσου τι θα έκανε ο Σωκράτης ή ο ‘Ζήνων στη συγκεκριμένη περίπτωση κι έτσι δεν θα δυσκολευτείς να διαχειριστείς την κατάσταση κατά τον αρμόζοντα τρόπο. Όταν επισκέπτεσαι κάποιον πολύ ισχυρό, να φαντάζεσαι ότι δεν θα τον βρεις μέσα στο σπίτι, ότι θα σε κλείσουν απ’ έξω, ότι θα σε αγνοήσει. Και αν παρ’ όλα αυτά πρέπει να πας, όταν βρεθείς εκεί, να αποδεχτείς όσα συμβαίνουν, να μην πεις ποτέ στον εαυτό σου ότι «δεν άξιζε τον κόπο». Γιατί αυτό δείχνει άνθρωπο ανόητο και με στρεβλή αντίληψη για τα εξωτερικά πράγματα.

Στις συνομιλίες απόφευγε να αναφέρεις υπερβολικά δικά σου κατορθώματα ή περιπέτειες. Μπορεί να σου είναι ευχάριστο να θυμάσαι τις περιπέτειες σου, αλλά για τους άλλους δεν είναι τόσο ευχάριστο να ακούν τι σου συνέβη.

Απόφευγε να προξενείς γέλιο, γιατί αυτή η συνήθεια είναι επικίνδυνη και εύκολα μπορείς να ολισθήσεις στη χυδαιότητα και να μειωθεί ο σεβασμός που έχουν οι άλλοι για το πρόσωπό σου. Επίσης, είναι επισφαλής και η αισχρολογία. Όταν λοιπόν συμβεί κάτι τέτοιο, αν έχεις την ευκαιρία, να επιπλήξεις εκείνον που επιδόθηκε σε αισχρολογία, διαφορετικά να δείξεις σιωπώντας και κοκκινίζοντας και με έκφραση σκυθρωπή ότι σε δυσαρέστησε ο λόγος του.

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Το Θέμα Δεν Είναι Ποιος Έχει Δίκιο. Το Θέμα Είναι Να Ζούμε Καλά Μαζί

Καθένας μας έχει ορισμένες πεποιθήσεις, αξίες και σκέψεις που είναι θεμελιώδεις και απαράβατες για τον ίδιο. Πιστεύουμε ότι είναι αδιαμφισβήτητα σωστές και ότι όλοι θα τις εκτιμούσαν εάν μπορούσαν να τις καταλάβουν. Ωστόσο κάποιες φορές θα πρέπει να μοιραζόμαστε τον χρόνο μας και με άτομα που δεν ασπάζονται τις αντιλήψεις μας.Διαφωνούμε πολλές φορές για ζητήματα πολιτικής, θρησκευτικές πεποιθήσεις ή αξίες ζωής. Όταν μία συζήτηση άπτεται αυτών των θεμάτων, δεν αποκλείεται πολύ σύντομα να υπάρξει αντιπαράθεση. Κανείς δεν εισπράττει εκτίμηση ή σεβασμό, κι αυτό που απομένει είναι ο θυμός, η σύγχυση κι ο πόνος.

Πρέπει να διερωτηθούμε εάν πραγματικά αξίζει να δυσαρεστούμε ή να πληγώνουμε ο ένας τον άλλο στον βωμό της προάσπισης των πεποιθήσεών μας. Αντί να ασχολούμαστε με την ιερότητα των αξιών μας, δεν θα έπρεπε να ενδιαφερόμαστε περισσότερο για το άτομο που βρίσκεται μπροστά μας; Δεν είναι προτιμότερο να είμαστε καλά μαζί από το να έχει δίκιο ένας μόνος του;

Η απόπειρα να πείσουμε κάποιον να υιοθετήσει τις απόψεις μας είναι κυρίως έργο του εγώ μας. Ακόμα κι αν αποδειχθεί ότι έχουμε δίκιο, το εγώ μας αναζητά νέα θέματα για να διαφωνήσει.

Η ωριμότητα έρχεται με την εμπειρία. Ένα μάθημα ωριμότητας είναι ότι δεν πρέπει να παίρνουμε τις σκέψεις μας και πολύ στα σοβαρά και ότι πρέπει να χαλιναγωγούμε το εγώ μας για να αποκτήσουμε μια συνολική εικόνα των πραγμάτων.

Το να έχουμε δίκιο δεν συγκρίνεται ούτε στο ελάχιστο με το να ζούμε καλά μαζί με τους άλλους.

Αιτία του σνομπισμού είναι ο φόβος

Στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε το πρόβλημα, το μόνο αίτιο που ανακύπτει διαρκώς είναι ο φόβος. Οι άνθρωποι που έχουν αυτοπεποίθηση δε χάνουν την ώρα τους μειώνοντας τους άλλους. Πίσω από την υπεροψία υπάρχει τρόμος. Θα πρέπει να φέρουμε βαρέως την κατωτερότητά μας για να δημιουργούμε στους άλλους την εντύπωση ότι δεν είναι αντάξιοί μας.

Ο φόβος αυτός μεταδίδεται ωσμωτικά από τη μια γενεά στην άλλη. Όπως είθισται στα πρότυπα βίαιης συμπεριφοράς, οι σνομπ παράγουν σνομπ. Ο πρώτος που βιώνει μειωτικά την ταπεινή κοινωνική του θέση μεταδίδει την αντίληψη αυτή στα παιδιά του, στερώντας τους το ψυχοσυναισθηματικό υπόβαθρο που θα τους παρείχε την εσωτερική ηρεμία, ώστε να διανοηθούν ότι η έλλειψη γοήτρου (η δική τους όσο και των άλλων) δεν ισοδυναμεί με ποταπότητα και ότι η υψηλή κοινωνική θέση δεν ταυτίζεται με την ανωτερότητα.

Σε μια γελοιογραφία που δημοσιεύθηκε το 1892 στο περιοδικό Punch, μια κόρη που ένα ανοιξιάτικο πρωινό κάνει περίπατο με τη μητέρα της στο Χάυντ Παρκ αναφωνεί: «Κοίτα, μαμά, οι Σπάισερ Ουίλκοξ! Έμαθα ότι λαχταρούν να μας γνωρίσουν. Πάμε να τους μιλήσουμε;».

«Ασφαλώς όχι, χρυσό μου» αποκρίνεται η μητέρα. «Αν λαχταρούν να μας γνωρίσουν, δεν αξίζει να τους γνωρίσουμε. Μόνο εκείνους που δε θέλουν να μας γνωρίσουν αξίζει να γνωρίζουμε».

Αν δε βρεθεί κάποιος να συντρέξει τη μαμά και να επουλώσει τα ψυχικά τραύματα που αναφαίνονται από τη συμπεριφορά της, δεν υπάρχει ελπίδα ότι η κυρία θα καταφέρει κάποτε να ενδιαφερθεί για τους Σπάισερ Ουίλκοξ – και ότι θα διακοπεί ο φαύλος κύκλος του σνομπισμού που απορρέει από το φόβο.

Για να σε σέβονται οι ηλίθιοι, πρέπει να συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με τις προσδοκίες

Γιατί θα έπρεπε να σε απασχολεί η αναγνώριση; Η αναγνώριση δεν έχει νόημα μόνο αν δεν αγαπάς αυτό που κάνεις. Μόνο τότε έχει νόημα, επειδή τότε είναι ένα υποκατάστατο. Μισείς αυτό που κάνεις, δεν σου αρέσει, το κάνεις όμως επειδή θα υπάρξει αναγνώριση, θα σε αποδέχονται, θα σε τιμούν. Αντί να σκέφτεσαι την αναγνώριση, ξανασκέψου αυτό που κάνεις. Το αγαπάς; Τότε, τέλειωσε. Αν δεν το αγαπάς, τότε άλλαξέ το!

Οι γονείς όμως και οι δάσκαλοι πάντοτε ενθαρρύνουν την αναγνώριση. Αυτή είναι μια πολύ πονηρή στρατηγική για να κρατιούνται οι άνθρωποι υπό έλεγχο.

Μάθε ένα βασικό πράγμα: Κάνε αυτό που θέλεις εσύ να κάνεις, αγάπα το και ποτέ μη ζητάς αναγνώριση. Γιατί θα έπρεπε να ζητάει κανείς αναγνώριση; Γιατί θα έπρεπε να ζητάει κανείς αποδοχή; Κοίταξε βαθιά μέσα σου. Πιθανόν να μη σου αρέσει αυτό που κάνεις. Πιθανόν να φοβάσαι ότι βρίσκεσαι σε λάθος μονοπάτι, οπότε η αποδοχή θα σε βοηθήσει να νιώσεις πως είσαι σωστός. Η αναγνώριση θα σε κάνει να νιώσεις ότι πηγαίνεις προς το σωστό στόχο.

Το ζήτημα είναι το πώς νιώθεις εσύ μέσα σου. Δεν έχει καμία σχέση με τον εξωτερικό κόσμο. Και γιατί να εξαρτάσαι από τους άλλους; Όλα αυτά τα πράγματα εξαρτώνται από τους άλλους κι εσύ ο ίδιος γίνεσαι εξαρτημένος. Αποδεχόμενος ένα βραβείο, σημαίνει ότι δεν είσαι περήφανος για τον εαυτό σου, αλλά για το βραβείο. Αυτήν εδώ τη στιγμή, μπορείς να είσαι εσύ ο ίδιος περήφανος για τον εαυτό σου.

Μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται κανείς άτομο. Και το είσαι άτομο, το να ζεις μέσα σε πλήρη ελευθερία, το να στέκεσαι στα πόδια σου, το να πίνεις από τις ίδιες σου τις πηγές, είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο κεντραρισμένο και ριζωμένο. Αυτή είναι η αρχή για το υπέρτατο άνθισμά του.

Ο άνθρωπος που έχει αίσθηση της ατομικότητάς του, ζει αγαπώντας τη ζωή του, αγαπώντας αυτό που κάνει και δεν νοιάζεται καθόλου για το τι σκέφτονται οι άλλοι. Όσο μεγαλύτερη αξία έχει η δουλειά σου, τόσο λιγότερη πιθανότητα υπάρχει να κερδίσεις κοινωνική υπόληψη από αυτήν. Και αν η δουλειά σου είναι δουλειά μιας μεγαλοφυΐας, τότε δεν πρόκειται να δεις κανενός είδους σεβασμό όσο ζεις. Θα σε επικρίνουν όλη σου τη ζωή. Ύστερα δυο-τρεις αιώνες όμως, θα σου φτιάξουν αγάλματα – επειδή στην ανθρωπότητα παίρνει δυο-τρεις αιώνες για να φτάσει στην ευφυΐα που έχει σήμερα ένας άνθρωπος μεγαλοφυής. Το χάσμα είναι τεράστιο.

Για να σε σέβονται οι ηλίθιοι, πρέπει να συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με τις προσδοκίες τους. Για να σε σέβεται αυτή η αρρωστημένη ανθρωπότητα, πρέπει εσύ να είσαι πιο άρρωστος απ’ αυτούς. Τότε θα σε σέβονται. Τι θα κερδίσεις όμως; Θα χάσεις την ψυχή σου και δεν πρόκειται να κερδίσεις τίποτα.

Το διήγημα και το φανταστικό

Το διήγημα, κατά τον Ian Reid, είναι πιθανώς το λογοτεχνικό είδος που διαβάζεται περισσότερο. Παρ’ όλο που η θεωρητική συζήτηση γύρω από την μορφή του είχε αρχίσει περίπου έναν αιώνα πριν το καθυστερημένο βάφτισμά του με μερικά δοκίμια του Edgar Allan Poe, το «διήγημα» προσδιορίστηκε ως ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος στο παράρτημα του λεξικού της Οξφόρδης (OED) μόλις το 1933, και συνεχίζει ακόμα και σήμερα να παραγκωνίζεται στα πανεπιστημιακά συγγράμματα από τους ισχυρούς συγγενείς του, το μυθιστόρημα, το θέατρο και την ποίηση. Ο λόγος; Τον συνοψίζει ο Nemerov: τα διηγήματα δεν είναι παρά «καμώματα σαλονιού» ή «διασκεδάσεις με διάφορα τεχνάσματα».

Οι Gogol, Poe, Ο Henry, Maupassant και Hemingway έχουν διαφορετική γνώμη.

Το Παλτό του Gogol έβαλε το διήγημα στο λογοτεχνικό στερέωμα. «Όλοι μας βγήκαμε από το Παλτό του Γκόγκολ», θα πει ο Τουργκένιεφ. Και παρ’ όλο που στην Δύση τα διηγήματα των Poe και Maupassant δημοσιεύονταν σε περιοδικά που δεν είχαν το σεβασμό των αποκαλούμενων σοβαρών κριτικών, ο κόσμος τα αγκάλιασε και τα αγάπησε όσο κανένα άλλο. Κι όσο κι αν οι κριτικοί έβλεπαν αφ’ υψηλού αυτό το «ακρωτηριασμένο μυθιστόρημα», εμφανίστηκαν αίφνης οι Ο. Henry και Bierce κι έκαναν το διήγημα ακόμα συντομότερο, προσθέτοντας το απροσδόκητο τέλος και την απροσδόκητη αρχή, αντίστοιχα. Οι αναγνώστες ξετρελάθηκαν και οι κριτικοί δεν μπορούσαν πλέον να αγνοήσουν το είδος που υπηρέτησαν τόσο μεγάλοι λογοτέχνες όπως οι παραπάνω.

Το διήγημα: Η αναγνώριση

Η βιομηχανική εποχή έφερε τον άνθρωπο αντιμέτωπο με δυνάμεις που δεν είχε τολμήσει να φανταστεί. Ξαφνικά ένιωσε μόνος και ανήμπορος. Ο Gogol δεν εισήγαγε με το Παλτό του μόνο το διήγημα στην λογοτεχνία, αλλά εγκαινίασε και την προσπάθεια του ταπεινού ανθρώπου να αντιμετωπίσει με κάποιο τρόπο αυτό το νέο παρόν και μέλλον: ο υπαλληλάκος της ιστορίας του, που πεθαίνει από το κρύο επειδή κάποιος του έκλεψε το καινούργιο παλτό του που το είχε αγοράσει με αιματηρές οικονομίες, επιστρέφει στην γη ως φάντασμα, στοιχειώνοντας την γέφυρα όπου είχε γίνει η κλοπή και αναζητώντας τον υπαίτιο.

Μπορεί ο κλέφτης να ’ταν άνθρωπος, μπορεί η ιστορία σήμερα να φαίνεται κοινότοπη, το γεγονός όμως πως ο δράστης είναι άγνωστος και η κοινωνική οργάνωση (αστυνομία) ανήμπορη να τον εντοπίσει οδηγεί τον Gogol στην υπέρβαση και την οριοθέτηση του δράστη ως κάποιας μυστικής οντότητας, πέρα απ’ τις επίγειες δυνάμεις, πέρα απ’ αυτό τον κόσμο. Πώς μπορεί, λοιπόν, ο γήινος άνθρωπος να αντιμετωπίσει μια τέτοια δύναμη; Πολύ απλά, σκέφτηκε ο Gogol, με το να γίνει κι ο ίδιος υπερφυσικός, ένα φάντασμα: ο άνθρωπος ξεπερνάει την φύση του, αρνείται να υποταχθεί στις δυνάμεις που ο ίδιος απελευθέρωσε και, το πιο σημαντικό, παλεύει να τις υποτάξει!

Ο Gogol αντιμετώπισε τις απαιτήσεις της εποχής του με την αισιοδοξία που αποτελεί την μια όψη του νομίσματος που λέγεται άνθρωπος. Ο Poe, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, έκανε το ίδιο με την απαισιοδοξία που χαρακτηρίζει την άλλη πλευρά. Έφερε την εξισορρόπηση για την οποία μιλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και έδωσε, σε συνδυασμό με τον Gogol, το μέτρο βάσει του οποίου ο άνθρωπος της νέας εποχής μετράει τον εαυτό του και τα επιτεύγματά του.

Το σύντομο διήγημα

«Ο τελευταίος άνθρωπος στην γη καθόταν σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι του σπιτιού του, όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.»
Fredric Brown

Τρόμος; Κωμωδία; Φρίκη; Τρέλα; Παράνοια; Όνειρο; Κάτι άλλο;

Ναι. Κάτι άλλο. Ένας απέραντος ωκεανός ανατρεπτικών ιδεών, ένας ορίζοντας απροσδόκητων απόψεων, ένας φρέσκος τρόπος σκέψης.

Αυτό είναι το σύντομο διήγημα.

Το σύντομο διήγημα είναι η επιτομή του νοήματος και η πεμπτουσία της τέχνης της γλώσσας. Μέσα σε λίγες γραμμές δίνει ένα νόημα που αποτελεί το έναυσμα μιας χιονοστιβάδας σκέψεων. Ο αναγνώστης δεν μπορεί απλώς να το διαβάσει και να το αφήσει στην άκρη· είναι αναγκασμένος να βάλει το μυαλό του να δουλέψει, να περάσει σε ενεργητικό ρόλο. Το σύντομο διήγημα ανάβει την φωτιά, ο αναγνώστης καίγεται.

Οι δυο γραμμές του Fredric Brown δεν είναι μερικές λέξεις ριγμένες στην τύχη, είναι ένας πίνακας μιας άλλης πραγματικότητας. Οι λέξεις είναι γνωστές, το νόημα της φράσης κατανοητό, αλλά ο κόσμος που ζωγραφίζει είναι ταυτόχρονα απελπιστικά γνώριμος και τρομακτικά ξένος. Η γνώριμη εικόνα της ανάπαυσης στο σπίτι αποκτά διαστάσεις που σοκάρουν. Η νέα πραγματικότητα είναι για μερικούς αναγνώστες φρικιαστική, γι’ άλλους τραγελαφική, για κάποιους τρίτους, ίσως, παρανοϊκή.

Για κανέναν όμως δεν είναι η πραγματικότητα που ήξερε. Είναι ένα σύμπαν που διέπεται από άλλους κανόνες. Η καθημερινότητα δεν είναι πια δεδομένη, η ρουτίνα δεν είναι τόσο κουραστική, ούτε όμως και τόσο ασφαλής. Κανένας αναγνώστης δεν μπορεί να αγνοήσει αυτό το χτύπημα στην πόρτα. Για να ησυχάσει απ’ αυτό πρέπει να το σκεφτεί μέχρι τέλους. Να εξαντλήσει όλες τις πιθανότητες, να σβήσει τη φωτιά που άναψε μέσα του. Δεν έχει να κάνει με το μυθιστόρημα, που του παρέχει τις λύσεις, ούτε με το θεατρικό έργο, που δίνει διεξόδους στην δίωρη διάρκειά του· έχει να κάνει με το σύντομο διήγημα, που το διάβασμά του δεν είναι παρά μια αρχή! Η συνέχεια και το τέλος εναπόκεινται στον αναγνώστη.

Αυτή είναι η ουσία του σύντομου διηγήματος. Και δεν είναι σημείο των καιρών μας. Δεν οφείλει την ύπαρξή του στην ταχύτητα της εποχής μας, δεν είναι γέννημα της έλλειψης χρόνου για διάβασμα του σημερινού αναγνώστη. Παίρνοντας υπ’ όψη και το απροσδόκητο, το απρόσμενο που χαρακτηρίζει το είδος αυτό, μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα πως προήλθε από την ανάγκη του ανθρώπου να κλονίσει ο ίδιος αυτά που τον κάνουν να βολεύεται και να εφησυχάζει.

Απ’ τις κλεμμένες και παραποιημένες παραβολές της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, απ’ τους Μύθους του Αισώπου, απ’ τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ και τις Ιστορίες του κ. Κόινερ του Μπρεχτ, το σύντομο διήγημα δεν έκανε παρά αυτό: με ελάχιστες λέξεις να ταράζει τα λιμνάζοντα νερά και να σπρώχνει τον άνθρωπο σε νέους συλλογισμούς. Οι μύθοι, οι παραβολές και τα παραμύθια εξακολουθούν να δίνουν τις σπίθες. Αλλά τα νέα επιστημονικά επιτεύγματα και η τεχνολογική εξέλιξη πλουτίζουν το σύντομο διήγημα με νέα δεδομένα που έλειπαν από τις παραπάνω παραδοσιακές μορφές του.

Όταν μεταμορφώνεσαι σε λιοντάρι. Και παύεις πλέον να είσαι πρόβατο

Αυτό εννοώ όταν κάνω λόγο για το “εγγενή φως”. Θα πρέπει να ανάψεις αυτό το φως στο εσωτερικό σου, και η ζωή σου θα κατακλυσθεί από ευλογίες και ευεργεσία. Η ζωή σου θα ακτινοβολήσει τόσο πολύ από το αγαθό, από την αίσθηση της παρουσίας του θείου, περισσότερο απ’ όσο είσαι σε θέση να το αντιληφθείς.

Είναι κάτι σαν το φως. Το δωμάτιο σου είναι σκοτεινό, απλά φέρνεις το φως μέσα σε αυτό. Ακόμη και ένα μικρό κερί αρκεί για να διαλύσει τα σκοτάδια. Και από τη στιγμή που έχεις ένα κερί, ξέρεις κατά πού πέφτει η πόρτα. Δεν χρειάζεται να αναρωτηθείς: «Πού είναι η πόρτα;» Μόνο οι τυφλοί άνθρωποι σκέπτονται κάτι τέτοιο. Οι άνθρωποι που έχουν μάτια, και το φως είναι εκεί, δεν σκέπτονται κάτι τέτοιο. Σας πέρασε ποτέ από το μυαλό η σκέψη: «Πού είναι η πόρτα;» Σηκώνεστε απλά και βγαίνετε έξω. Δεν σκέπτεστε καν πού είναι η πόρτα. Δεν αρχίζετε να ψηλαφείτε το δωμάτιο ψάχνοντας για την πόρτα ή χτυπώντας το κεφάλι σας στον τοίχο. Απλά βλέπετε και δεν σας περνά η παραμικρή σκέψη, Απλά βγαίνετε έξω.

Ακριβώς το ίδιο ισχύει όταν έχετε υπερβεί τη σκέψη σας. Όταν δεν υπάρχουν σύννεφα και ο ήλιος λάμπει στον ουρανό, δεν χρειάζεται να σκεφθείτε: «Πού είναι ο ήλιος;» Όταν υπάρχουν σύννεφα που καλύπτουν τον ήλιο τότε θα πρέπει να το σκεφθείτε αυτό.

Η ίδια η ύπαρξή σας καλύπτεται με σκέψεις, με αισθήματα, και όλα εκπορεύονται από τη σκέψη σας. Αφήστε τα απλά κατά μέρος, και τότε ό,τι και αν κάνετε, θα είναι καλό όχι ότι θα ακολουθείτε συγκεκριμένες επιταγές, όχι ότι θα ακολουθείτε συγκε κριμένες εντολές, όχι ότι θα ακολουθείτε συγκεκριμένους πνευματικούς ηγέτες… Είστε ελεύθεροι να καθορίσετε τη ζωή σας. Και εκεί υπάρχει η αξιοπρέπεια του ανθρωπίνου πλάσματος: το να είναι σε θέση να καθορίσει το ίδιο τη ζωή του. Αυτή η δυνατότητα σε μεταμορφώνει σε λιοντάρι, και παύεις πλέον να είσαι πρόβατο που αναζητά πάντοτε κάποιον για να το υπερασπιστεί.

Αυτό, όμως, είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει όλη η ανθρωπότητα. Το τι είναι σωστό και τι λάθος για όλους εμάς έχει προκαθοριστεί από άλλους. Από αυτούς που έχουν την εξουσία στα χέρια τους. Από τους ποιμένες που έχουν χτίσει το μαντρί για να βάζουν μέσα τα πρόβατα.

Η αλήθεια δεν μπορεί να προβάλει παρά μόνο μέσα σου. Κανείς άλλος δεν μπορεί να σου τη δώσει. Και μαζί με την αλήθεια, έρχεται και η ομορφιά που ακολουθείται από το καλό. Αυτή είναι η αυθεντική τριάδα ενός πραγματικά θρησκευόμενου νου: αλήθεια, ομορφιά, αγαθό. Αυτές τις τρεις εμπειρίες βιώνεις, όταν εισέρχεσαι στη δική σου υποκειμενικότητα, όταν ερευνάς το εσωτερικό της ύπαρξής σου.

Τόσον καιρό ζούσες στον εξώστη, έξω από την κατοικία της ύπαρξής σου. Δεν είχες ποτέ μπει μέσα. Μόλις μπεις μέσα θα βρεις τον Βούδα σου, την αντίληψη, τη σταθερή συναίσθηση. Τότε δεν θα χρειάζεται να αποφασίσεις τι είναι λάθος και τι σωστό. Αυτή η σταθερή συνείδηση σε κατευθύνει προς το καλό χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια σου. Είναι κάτι το ξεκούραστο.

Δεν χρειάζεται κάποιος να πει τι είναι σωστό και τι λάθος. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα ξύπνημα μέσα σου.

Νίτσε: Ζαρατούστρα

Όταν ο Ζαρατούστρα έφτασε στην πιο κοντινή πόλη που συνόρευε με το δάσος, βρήκε πολλούς ανθρώπους μαζεμένους στην αγορά, επειδή είχε ανακοινωθεί ότι ένας σχοινοβάτης θα έκανε επίδειξη.

Και ο Ζαρατούστρα μίλησε έτσι στους ανθρώπους: Σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρόκειται να ξεπεραστεί. Τι έχετε κάνει για να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Όλα τα όντα μέχρι τώρα έχουν δημιουργήσει κάτι πέρα από τον εαυτό τους: κι εσείς θέλετε να είστε η άμπωτη αυτής της μεγάλης παλίρροιας, και θα προτιμούσαμε να ξαναγυρίσετε στο κτήνος παρά να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Τι είναι ο πίθηκος προς τον άνθρωπο; Ένα περιγέλασμα, ένα επόνειδο πράμα. Και το ίδιο ακριβώς θα είναι ο άνθρωπος προς τον Υπεράνθρωπο: ένα περιγέλασμα, ένα πράμα της ντροπής.

Έχετε προχωρήσει από το σκουλήκι στον άνθρωπο, και πολύ ακόμα μέσα σας είναι του σκουληκιού. Κάποτε ήσασταν πίθηκοι, κι όμως ακόμα ο άνθρωπος είναι περισσότερο πίθηκος από οποιονδήποτε πίθηκο. Ακόμα κι οι πιο σοφοί ανάμεσά σας είναι μόνο μια δυσαρμονία και μείγμα φυτού και φαντάσματος. Σας ζητάω όμως να γίνετε φυτά και φαντάσματα; Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο! Ο Υπεράνθρωπος είναι το νόημα της γης. Αφήστε τη βούλησή σας να πει: Ο Υπεράνθρωπος θα είναι το νόημα της γης! Σας εξορκίζω, αδελφοί μου, μείνετε αληθινοί στη γη, και μην πιστεύετε αυτούς που σας μιλάνε για υπεργήινες ελπίδες! Δηλητηριαστές είναι, είτε το ξέρουνε είτε όχι. Καταφρονητές της ζωής είναι, παρακμάζοντες και δηλητηριασμένοι οι ίδιοι, τους οποίους έχει βαρεθεί η γη: έτσι αφήστε τους να πάνε! Κάποτε βλασφημία ενάντια στο Θεό ήταν η μεγαλύτερη βλασφημία. Αλλά ο Θεός πέθανε, και μαζί και εκείνοι οι βλάσφημοι. Το να βλασφημήσεις τη γη είναι τώρα η πιο τρομερή αμαρτία, και το να επιτιμήσεις την καρδιά του μη γνωστέου υψηλότερο κι απ’ το νόημα της γης! Κάποτε η ψυχή κοίταζε με περιφρόνηση το σώμα, και τότε αυτή η περιφρόνηση ήταν το ανώτερο πράγμα:- η ψυχή επιθυμούσε το σώμα να είναι αδύναμο, χλωμό, και πεινασμένο. Έτσι σκέφτηκε να ξεφύγει από το σώμα κι απ’ τη γη. Ω, αυτή η ψυχή ήταν η ίδια αδύναμη, χλωμή, και πεινασμένη, και σκληρότητα ήταν η απόλαυση αυτής της ψυχής! Αλλά εσείς, επίσης, αδελφοί μου, μου λέτε: Τι λέει το σώμα σου για την ψυχή σου; Δεν είναι η ψυχή σου φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια; Αληθινά, ένα μολυσμένο ρέμα είναι ο άνθρωπος. Κάποιος πρέπει να είναι θάλασσα, για να δεχτεί ένα μολυσμένο ρέμα χωρίς να μολυνθεί ο ίδιος.

Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο: αυτός είναι εκείνη η θάλασσα, σ’ αυτόν μπορεί η μεγαλύτερη περιφρόνησή σας να βυθιστεί. Ποιό είναι το σπουδαιότερο πράγμα που μπορείτε να ζήσετε; Είναι η ώρα της μεγάλης περιφρόνησης. Η ώρα στην οποία ακόμα και η ευτυχία σας σας γίνεται μισητή, και το ίδιο η λογική και η αρετή. Η ώρα που λέτε: “Τι καλό μου κάνει η ευτυχία! Είναι φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια. Μα η ευτυχία μου έπρεπε να δικαιολογεί την ίδια την ύπαρξη!” Η ώρα που λέτε: “Τι καλό μου κάνει η λογική! Λαχταράει τη γνώση όπως το λιοντάρι την τροφή του; Είναι φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια!” Η ώρα που λέτε: “Τι καλό μου κάνει η αρετή! Ακόμα δεν με έχει κάνει παθιασμένο. Πόσο έχω βαρεθεί το καλό και το κακό μου! Είναι όλα φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια!” Η ώρα που λέτε: “Τι καλό μου κάνει η δικαιοσύνη! Δε βλέπω να είμαι πυρετός και φωτιά! Οι δίκαιοι, όμως, είναι πυρετός και φωτιά!” Η ώρα που λέτε: “Τι καλό μου κάνει η συμπόνια! Δεν είναι η συμπόνια ο σταυρός στον οποίο καρφώθηκε αυτός που αγάπησε τον άνθρωπο; Αλλά η συμπόνια μου δεν είναι σταύρωση.” Έχετε μιλήσει ποτέ έτσι; Έχετε φωνάξει ποτέ έτσι; Α! μακάρι να σας είχα ακούσει να φωνάζετε έτσι! Δεν είναι δικό σας αμάρτημα- είναι η αυτοϊκανοποίησή σας που φώναξε στους ουρανούς, αυτή η ίδια σας η αποφυγή της αμαρτίας φώναξε στους ουρανούς! Πού είναι η αστραπή να σας γλύψει με τη γλώσσα της; Πού είναι η φρενίτιδα με την οποία έπρεπε να είστε εμβολιασμένοι; Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο: αυτός είναι αυτή η αστραπή, αυτός είναι η φρενίτιδα!-

Όταν ο Ζαρατούστρα μίλησε έτσι, ένας από το πλήθος φώναξε: “Έχουμε ως τώρα ακούσει αρκετά για τον σχοινοβάτη, είναι καιρός να τον δούμε!” Και όλος ο κόσμος γέλασε με τον Ζαρατούστρα. Αλλά ο σχοινοβάτης, που νόμισε ότι τα λόγια ίσχυαν γι’ αυτόν, ξεκίνησε την επίδειξή του.

Ο Ζαρατούστρα, όμως, κοίταξε το πλήθος και θαύμασε. Μετά μίλησε έτσι: Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον Υπεράνθρωπο- ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο. Ένα επικίνδυνο πέρασμα, ένα επικίνδυνο ταξίδεμα, μια επικίνδυνη ματιά προς τα πίσω, ένα επικίνδυνο τρεμούλιασμα και σταμάτημα. Το σπουδαίο στον άνθρωπο είναι οτι είναι μια γέφυρα και όχι ένας στόχος: το αξιαγάπητο στον άνθρωπο είναι ότι είναι υπερβατής και καταβάτης.

Αγαπώ αυτούς που δεν ξέρουν να ζουν παρά μόνο σαν καταβάτες, επειδή είναι οι υπερβάτες. Αγαπώ τους μεγάλους καταφρονητές, επειδή είναι οι μεγάλοι λάτρες, και βέλη που λαχταρούν την άλλη ακτή. Αγαπώ εκείνους που δεν ψάχνουν πρώτα ένα λόγο πέρα από τ’ αστέρια για να κατεβούνε και να θυσιαστούνε, αλλά θυσιάζουν τον εαυτό τους στη γη, ώστε η γη του Υπεράνθρωπου στη συνέχεια να έρθει. Αγαπώ αυτόν που ζει για να μαθαίνει, και αναζητεί να μαθαίνει ώστε ο Υπεράνθρωπος στη συνέχεια να ζήσει. Έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που μοχθεί και εφευρίσκει, ώστε να χτίσει το σπίτι για τον Υπεράνθρωπο, και να προετοιμάσει γι’ αυτόν γη, ζώα, και φυτά: γιατί έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που αγαπάει την αρετή του: γιατί η αρετή είναι η βούληση προς κατάβαση, και ένα βέλος λαχτάρας.

Αγαπώ αυτόν που δεν κρατάει μερίδιο πνεύματος για τον εαυτό του, αλλά θέλει να είναι πλήρως το πνεύμα της αρετής του: έτσι περπατάει σαν πνεύμα πάνω απ’ τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που κάνει την αρετή του κλίση και πεπρωμένο του: έτσι, για χάρη της αρετής του, είναι διατεθειμένος να συνεχίσει να ζει, διαφορετικά να μη ζήσει άλλο. Αγαπώ αυτόν που δεν επιθυμεί πολλές αρετές. Μια αρετή είναι περισσότερο αρετή από δύο, επειδή είναι περισσότερο κόμβος για να πιαστεί το πεπρωμένο κάποιου. Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι πλουσιοπάροχη, που δεν θέλει ευχαριστώ και δεν τα επιστρέφει: αφού πάντα παρέχει, και δεν επιθυμεί να κρατήσει για τον εαυτό του. Αγαπώ αυτόν που ντρέπεται όταν τα ζάρια πέφτουν ευνοϊκά γι’ αυτόν, και που στη συνέχεια ρωτάει: “Είμαι ανέντιμος παίχτης;”- επειδή είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει.

Αγαπώ αυτόν που σκορπάει λόγια χρυσά πριν από τα έργα του, και πάντα κάνει περισσότερα απ’ ότι υποσχέθηκε: γιατί αναζητάει τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που δικαιολογεί τους μελλοντικούς, και συγχωρεί τους παρελθόντες: γιατί είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει στους τωρινούς. Αγαπώ αυτόν που δαμάζει το Θεό του, επειδή αγαπάει το Θεό του: γιατί πρέπει να υποχωρήσει δια της οργής του Θεού του. Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι βαθιά ακόμα και στο πλήγωμα, και μπορεί να υποχωρήσει σε κάτι μικρό: έτσι περνάει εθελουσίως πάνω από τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που οποίου η ψυχή είναι τόσο υπερπλήρης που ξεχνάει τον εαυτό του, και όλα τα πράγματα είναι μέσα του: έτσι όλα τα πράγματα γίνονται η κάθοδός του.

Αγαπώ αυτόν που είναι ελεύθερο πνεύμα και ελεύθερη καρδιά: έτσι το κεφάλι του είναι μόνο τα σπλάχνα της καρδιάς του, η καρδιά του, όμως, προκαλεί την κατάβασή του. Αγαπώ όλους όσοι είναι σα βαριές σταγόνες που πέφτουν μια-μια απ’ το μαύρο σύννεφο που χαμήλωσε πάνω απ’ τον άνθρωπο: προμηνύουν τον ερχομό της αστραπής, και υποχωρούν σαν προάγγελοι.

Να, είμαι ένας προάγγελος της αστραπής, και μια βαριά σταγόνα από το μαύρο σύννεφο: η αστραπή, όμως, είναι ο Υπεράνθρωπος.

Αφού ο Ζαρατούστρα είχε πει αυτά τα λόγια, κοίταξε ξανά τον κόσμο, και σιώπησε.

“Νάτοι στέκονται,” είπε στην καρδιά του, “νάτοι γελάνε: δεν με καταλαβαίνουν, δεν είμαι το στόμα γι’ αυτά τα αυτιά. Πρέπει πρώτα κάποιος να κοπανάει στ’ αυτιά τους, ώστε να μάθουν να ακούνε με τα μάτια τους; Πρέπει κάποιος να κλαγγίζει όπως οι κατσαρόλες και οι δάσκαλοι των “μετανοείτε!”; Ή μόνο πιστεύουν τους τραυλούς; Έχουν κάτι για το οποίο είναι περήφανοι. Πώς το αποκαλούν, αυτό που τους κάνει περήφανους; Πολιτισμό, το αποκαλούν, τους ξεχωρίσει από τα γιδοκόπαδα. Δεν τους αρέσει, συνεπώς, ν’ ακούνε για ‘περιφρόνηση’ των εαυτών τους. Άρα θα μιλήσω στην περηφάνια τους. Θα τους μιλήσω για το πιο περιφρονητικό πράμα: αυτό, όμως, είναι ο τελευταίος άνθρωπος!”

ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ. Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ ΖΗΤΗΣΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

 «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ θεός.» (Κατὰ Ματθαίον Εὐαγγέλιον, 1, 23).

Κανένας δεν μας εξήγησε, γιατί αφού ο ίδιος ο άγγελος ζήτησε το όνομά του να είναι Εμμανουήλ, (Ματθ.1.23), τελικώς το παιδί της Μαρίας ονομάσθηκε Ιησούς.

Το όνομα Ιησούς είναι εντελώς διαφορετικό από το όνομα Εμμανουήλ, και το τι σημαίνει μας το ξεκαθαρίζει ο άριστος γνώστης της Ιουδαϊκής γλώσσας (και πιθανότατα Εβραίος πατέρας της εκκλησίας) Ευσέβιος: «το όνομα του Ιησού μεταληφθέν (μεταφραζόμενο) στα ελληνικά σημαίνει σωτήριον θεού. Επειδή Ισουά στα εβραϊκά σωτηρία σημαίνει. Ιησούς δε από τους ίδιους (τους Εβραίους) Ιωσουέ ονομάζεται. Ιω-σουέ δε εστίν Ιαώ σωτηρία» Ευσέβιος «ευαγγελικής αποδείξεως» 4.17.23.3-9. Το πραγματικό όνομα του Ιησού λοιπόν είναι: Ιωσουέ ή Ιω-σουέ ή Ιαώ-σουε ή Γιάχ-σουε ή Γιαχσού (ή Jeh-sus) ή «Γιαχβέ-σωτήρ».

Το όνομα Εμμανουήλ σημαίνει "ο Θεός είναι μαζί μας". Μία άλλη σημασία της εβραϊκής λέξεως Εμμανουήλ (κατά το εβραϊκό μασσοριτικό κείμενο) είναι: «Μαχέρ-σαλάλ-χάσ-βάζ» που σημαίνει "αισχρός πόλεμος". Επί λέξει: «Γρήγορα σκύλευσε, ταχύτατα λαφυραγώγησε». («Σκυλεύω: απογυμνώνω φονευθέντα εχθρό», Λεξικό Σταματάκου). Η συνοπτική εγκυκλοπαίδεια του Halley (σελ. 376) το αποδίδει: «Η φθορά σπεύδει, η λεία επισπεύδεται». Αν η προφητεία του Ησαΐα εφαρμόζεται στον Ιησού, τότε στον ίδιο πρέπει να εφαρμοστεί και το κρυφό πολεμικό νόημα-μήνυμα του ονόματος Εμμανουήλ, που τελικά μόνο... «μεθ’ ημών ο θεός» δεν φαίνεται να σημαίνει.

Μία ἀπορία διατυπώνεται σχετικά μέ τό ὄνομα Ἐμμανουήλ.

Αὐτό τό ὄνομα θά ἔπαιρνε ὁ Μεσσίας ὅπως προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας 800 χρόνια πρό Χριστοῦ καί ὅπως προεῖπε ὁ ἄγγελος στόν Ἰωσήφ τήν νύχτα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός ὅμως κατά τήν ἡμέρα τῆς περιτομῆς του ὀνομάστηκε Ἰησοῦς. Τί συνέβη λοιπόν;

Στήν προφητεία του ὁ Ἠσαΐας ἀπευθυνόμενος στόν «οἶκον Δαυΐδ», στούς ἀπογόνους τοῦ Δαυΐδ, δηλαδή στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, λέει· «Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Ἠσ 7,14). Στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ὅπου ὁ ἄγγελος ἐπαναλαμβάνει στόν Ἰωσήφ τά λόγια τοῦ προφήτη, λέει γιά τόν λαό· «καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Μθ 1,23). Καί στίς δύο περιπτώσεις ὁ ἰσραηλιτικός λαός εἶναι ἐκεῖνος πού θά δώσει στόν Μεσσία τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει «ὁ Θεός μεθ” ἡμῶν».

Κατά τήν ὄγδοη ἡμέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ὁ Κύριος δέχθηκε τήν περιτομή καί ὀνομάστηκε Ἰησοῦς, πού σημαίνει «ὁ Ιεχωβά σώζει». Βέβαια ὑπῆρχαν καί ἄλλοι Ἰσραηλῖτες μέ τό ὄνομα αὐτό. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως ἦταν ὄνομα καί πρᾶγμα Ἰησοῦς, Σωτήρ, ὁ ἴδιος ὁ Ιεχωβά πού ἦρθε γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους. Καί τό ἀπέδειξε αὐτό μέ τή ζωή του. Δέν ἔστειλε ἄγγελο ἤ ἀρχάγγελο γιά νά συναναστραφεῖ μαζί μας, νά μᾶς διδάξει καί νά μᾶς σώσει, ἀλλά ἦρθε αὐτός ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἕνωσε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τή θεότητά του. Αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια τοῦ θείου σχεδίου ἐκφράζει τό ὄνομα Ἐμμανουήλ.

Ὅταν ἄρχισε τή δημόσια δράση του ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δημιούργησε μία κρίση στήν κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ. Πολλοί τόν ἀποδοκίμασαν, τόν πολέμησαν καί ἔφτασαν νά τόν καρφώσουν στόν σταυρό. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὅμως, οἱ «τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον», βλέποντας ἀπό κοντά τή ζωή του, ἀκούγοντας τή διδασκαλία του, παρακολουθώντας τά θαυμάσια σημεῖα πού ἔκανε, ἀναγνώρισαν στό πρόσωπό του ἀρχικά τόν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ καί στή συνέχεια τόν Μεσσία. Ὅταν μάλιστα ἔγινε τό μεγαλύτερο σημεῖο, ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀπό τό στόμα τοῦ Θωμᾶ ἀκούγεται ἡ ὁμολογία «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Αὐτός πού σάν ταπεινός ἄνθρωπος ἔζησε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, αὐτός πού συγκλόνισε μέ τή διδασκαλία του καί εὐεργέτησε μέ τά σημεῖα πού ἔκανε, εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Θεός πού ἔζησε μαζί μέ μᾶς, ὁ Ἐμμανουήλ.

Ἐμμανουήλ εἶναι τό ὄνομα πού διαλαλεῖ αἰώνια στήν ἀνθρωπότητα τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τή μεγάλη του συγκατάβαση. Ἀκόμη, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία πολλῶν πατέρων, πού ἔζησαν στά χρόνια πού ἔσειαν τήν Ἐκκλησία οἱ χριστολογικές ἔριδες, ὁ τίτλος Ἐμμανουήλ περικλείει τή διδασκαλία γιά τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ· τήν ἀνθρώπινη (μεθ” ἡμῶν) καί τή θεϊκή (ὁ Θεός).

Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀπαντώντας στό ἐρώτημα γιατί ὁ Κύριος δέν ὀνομάστηκε Ἐμμανουήλ, ἀλλά Ἰησοῦς, ἐκτός ἀπό τό λόγο πού ἤδη ἀναφέραμε, ὅτι δηλαδή τό ὄνομα αὐτό θά τοῦ ἔδιναν οἱ ὄχλοι, ὁ λαός, ἀναφέρει καί ἕναν ἀκόμη, ὅτι συνηθίζει ἡ ἁγία Γραφή «τά συμβαίνοντα πράγματα ἀντί ὀνομάτων τιθέναι». Στό Ἠσ 8,3 π.χ., δίδεται ὡς ὄνομα παιδιοῦ ἡ φράση «ταχέως σκύλευσον ὀξέως προνόμευσον», γιατί μέ τή γέννηση αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ θά γινόταν λαφυραγώγηση. Ἀκόμη, στό Ἠσ 1,26 λέει ὅτι ἡ Ἰερουσαλήμ «κληθήσεται πόλις δικαιοσύνης», γιατί θά ἐπικρατήσει σ” αὐτήν ἡ δικαιοσύνη. Ἔτσι, τό «καλέσουσι Ἐμμανουήλ» σημαίνει θά δοῦν τόν Θεό μαζί μέ τούς ἀνθρώπους. Καί βέβαια ὁ Θεός πάντοτε ἦταν μαζί μέ τούς ἀνθρώπους, ποτέ ὅμως δέν ἦταν τόσο ὁλοφάνερα. Τώρα πού ἐνηνθρώπησε, πού πῆρε σάρκα ἀνθρώπινη, πού «ἐπί γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βρχ 3,38), οἱ ἄνθρωποι τόν ἀναγνωρίζουν καί ἀναφωνοῦν· «Μεθ” ἡμῶν ὁ Θεός», νά, ὁ «Ἐμμανουήλ»!
Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, λοιπόν, ὡς ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται στήν ἁγία Γραφή μόνο προφητικά. Ἡ ἔννοιά του ὅμως, τό μεγάλο γεγονός νά ἔρθει ὁ Θεός νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ, νά γίνει ἄνθρωπος καί νά μείνει γιά πάντα μαζί μας κι ἐμεῖς μαζί του, τό τονίζει πολλές φορές ὁλόκληρη ἡ Καινή Διαθήκη. Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ ἀποτελεῖ ἕνα γλυκόηχο ἀντίλαλο τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦς, τόν ἀπόηχο τῆς ἐπιγείου δράσεως τοῦ Κυρίου.
http://agios-panteleimon.gr/

Εμμανουήλ σημαίνει "ο Θεός είναι μαζί μας", "μεθ' ημών ο Θεός".

Το όνομα Εμμανουήλ καταγράφει μια πραγματικότητα ότι ο Θεός είναι μαζί μας. Η Ορθόδοξη ερμηνεία του ονόματος Εμμανουήλ είναι Θεάνθρωπος. Στο πρόσωπο, δηλαδή, του Χριστού μας έγινε πραγματική ένωση της θεϊκής φύσεως, δηλαδή του Θεού, με την ανθρώπινη φύση. Αυτό σημαίνει ότι: Τώρα τα Χριστούγεννα δεν γιορτάζουμε τη γέννηση ενός ανθρώπου απλού σαν και μας ούτε γεννήθηκε μόνο Θεός, άσχετος με μας. Γεννάται κάθε χρόνο ο Θεάνθρωπος. Συγγενής μας σαν άνθρωπος και λυτρωτής μας ο Θεός.

ΑΛΛΗ ΑΠΟΨΗ.

Το Ευαγγέλιο λέει καθαρά πως το όνομά του ήταν Ιησούς, κανένα άλλο.

Το όνομα αυτό αναφέρεται εκατοντάδες φορές στα ευαγγέλια, ενώ το προσωνύμιο ‘Χριστός’ πολύ ολίγες, κάτω από 10. Το Χριστός δεν είναι καν όνομα, είναι επίθετο! Σημαίνει αυτόν που έχει λάβει το ‘βασιλικό χρίσμα’, τον εκλεκτό. Κατά λέξη σημαίνει αυτόν που έχει αλειφτεί με λάδι. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα χρίω (από το οποίο βγήκε και η αγγλική λέξη cream, γαλλικά crème, και ξανάρθε στην ελληνική ως κρέμα, αυτήν που αλειφόμαστε...)

Το ό,τι τάχα ο Ιησούς ονομάστηκε Εμμανουήλ οφείλεται σε παρεξήγηση. Υπάρχουν δεκάδες σημεία στα ευαγγέλια όπου οι συντάκτες προσπαθούν εναγωνίως να συνδέσουν εδάφια και ‘προφητείες’ της Παλαιάς Διαθήκης με γεγονότα των ευαγγελίων, με απώτερο σκοπό να αποδείξουν πως ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας, (εβραϊκά: Μεσσιάχ), ο Κύριος, ο σωτήρας. Όμως στην προσπάθειά τους αυτή πέφτουν σε πολλά λάθη.

Στο συγκεκριμένο σημείο βρήκαν μια φράση από τον Ησαΐα, 7:14 , που λέει: η παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει γιό, που θα του δώσουν το όνομα ‘Εμμανουήλ’. (που σημαίνει= ‘ο Θεός μαζί μας’).

Το μόνο που προφήτεψε σωστά ο Ησαΐας ήταν πως μια παρθένα θα γεννήσει παιδί. Αλλά δεν ήταν μόνο μία. Όλες οι γυναίκες που έκαναν παιδί ήταν κάποτε παρθένες...

"Προφήτη" Ησαΐα χόρευε. Απέκτησες εξώγαμο γιο με μία "προφήτισσα".

ΤΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΥΝΕΒΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΣΑΪΑ.
Μια άλλη παράλληλη υπόθεση "παρθενογέννησης".

Την εποχή που βασιλιάς στην Ιερουσαλήμ ήταν ο Άχαζ, συνέβη κάτι αναπάντεχα προδοτικό. Το βόρειο εβραϊκό έθνος του Ισραήλ, με πρωτεύουσα την Σαμάρεια, συμμάχησε με τους Ασσύριους, με προφανή σκοπό την κοινή υποδούλωση του νότιου εβραϊκού έθνους των Ιουδαίων, και της πρωτεύουσάς τους Ιερουσαλήμ! Ο αδελφοκτόνος πόλεμος και η συντριβή της Ιερουσαλήμ, φαινόταν πως ήταν πλέον ζήτημα χρόνου.

Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, κάλεσε τον προφήτη Ησαΐα (που τότε ήταν κάτι σαν υπουργός άμυνας), να τον συμβουλευθεί. Οι μυστικές πληροφορίες που είχε ο προφήτης, αλλά και τα μυστικά όπλα μαζικού θανάτου που διέθετε, καθιστούσαν την γνώμη του πραγματικά "θεϊκή".

Ο Ησαΐας απάντησε καθησυχαστικά στον βασιλιά: «να μένεις ήσυχος. Μη φοβηθείς, μηδέ μικροψυχήσεις, από τον άγριο θυμό της Σαμάρειας και της Συρίας... Τούτο (η συμμαχία Σαμάρειας και Συρίας) δεν θα σταθεί ουδέ θέλει γίνει». Ησαΐας 7.4-7.

Όμως, αμέσως μετά την διαβεβαίωση αυτή και μέσα στην συζήτηση περί του ενδεχόμενου πολέμου... ο Ησαΐας κάνει κάτι πρωτάκουστο, πιέζει τον βασιλιά να ζητήσει απ’ τον θεό, κάποιο σημείο (θαύμα) που να επιβεβαιώνει αυτή την ευνοϊκή προφητεία του!

Ο βασιλιάς Άχαζ τα έχασε! Όχι μόνο δεν καταλάβαινε που το πάει ο προφήτης, αλλά εντελώς φυσιολογικά, απάντησε ότι δεν θα τολμούσε ποτέ του να ζητήσει θαύμα επιβεβαίωσης, στην έτσι κι αλλιώς θετική αυτή προφητεία!
 
Και τότε, χωρίς καν να του το ζητήσει ο βασιλιάς, ολοφάνερα για δικούς του λόγους, ο Ησαΐας κάνει μια επιπρόσθετη προφητεία: «ακούστε τώρα όλοι εσείς απ’ τον οίκο του Δαυίδ... ο Κύριος θα σας δώσει σημείον, (αν και κανένας δεν το ζήτησε!) ιδού η παρθένος (προφανώς τους δείχνει κάποια κοπέλα) θέλει συλλάβει και γεννήσει υιόν, και θέλει καλέσει το όνομα αυτού Εμμανουήλ, βούτυρο και μέλι θα τρώει, και πριν το παιδί (αυτό) μάθει να απορρίπτει το κακό και να εκλέγει το αγαθό (εκπληκτικές αοριστίες που μπορούν να εφαρμοστούν από την βρεφική ηλικία μέχρι και την εφηβεία του παιδιού!) η γη (η συμφωνία) την οποίαν εσύ τρέμεις, θα εγκαταλειφθεί από τους δύο βασιλείς». Ησαΐας 7.13-16.

Η "προφητεία" (ουσιαστικά, εξαιρετικά συμβατική πρόβλεψη) ήταν ξεκάθαρη, οι αναμενόμενες εξελίξεις του πολέμου, αργούν ακόμα! Ο Ησαΐας πρόβλεψε την διάλυση της συμμαχίας μεταξύ Σαμάρειας και Συρίας, κάτι που θα μπορούσε να αποπειραθεί οποιοσδήποτε, έχοντας απλώς περισσότερες πληροφορίες!

Όμως, που κολλάνε στην πρόβλεψη αυτή, όσα ξεκάρφωτα είπε ο Ησαΐας για ένα παιδί, που θαυματουργικά θα γεννηθεί από παρθένο; Ποιά ανάγκη υπήρχε να δώσει ο θεός πρόσθετες εγγυήσεις για την καλή έκβαση των εξελίξεων, καθιστώντας (θαυματουργικά) έγκυο μια άσχετη παρθένο, θέτοντάς την και σε κίνδυνο λιθοβολισμού;

Επειδή όμως γνωρίζουμε, ότι σαφώς κανένας θεός δεν σχετίστηκε ποτέ με οποιουσδήποτε προφήτες, αντιμετωπίζοντας κατάματα την ουσία, πρέπει να ρωτήσουμε... τι ανάγκασε τον προφήτη να εμπλέξει στις πολιτικο-στρατιωτικές συζητήσεις του και πιθανές εξελίξεις της περιοχής του, την παρθενογέννηση κάποιου παιδιού, δίνοντας επιπλέον διαβεβαιώσεις που κανένας δεν του ζήτησε;

Η εξήγηση είναι εξαιρετικά απλή! Απλά ο προφήτης γνώριζε, ότι μια αφιερωμένη στον ναό ανύπαντρη κοπέλα, εξ αιτίας απρόσμενης εγκυμοσύνης, σε λίγους μήνες θα γεννούσε παιδί, και η κατάστασή της ήταν απλά τραγική! Κάτι έπρεπε λοιπόν να γίνει και μάλιστα επειγόντως, για να αποφευχθεί ο προβλεπόμενος από το νόμο υποχρεωτικός θάνατός της!

Έτσι ο προφήτη δεν χάνει την ευκαιρία. Γνωρίζοντας ότι μόνο μια ανάλογη προφητική κίνηση, που θα έδινε άλλη, "θεϊκότερη" διάσταση στο γεγονός της άνομης σύλληψης αυτού του παιδιού, θα μπορούσε να σώσει την κακόμοιρη νεαρή έγκυο και το παιδί της από τον λιθοβολισμό, ή την καύση της στην πυρά που της επέβαλε ο απάνθρωπος μωυσιακός νόμος! Σπεύδει λοιπόν να προβάλει την συγκεκριμένη εγκυμοσύνη ως θεϊκό σημάδι… αν και κανένας δεν το ζήτησε!

Η αναγόρευση της ανθρώπινα φυσιολογικής, αλλά παράνομης εγκυμοσύνης της, σε θεόσταλτη παρθενο-σύλληψη και η μετατροπή της σε θεοσημία, ήταν ο μόνος τρόπος διαφυγής! Εξ αφορμής λοιπόν κάποιων άσχετων και μελλοντικών στρατιωτικών εξελίξεων στην περιοχή, ο Ησαΐας πιθανότατα για προσωπικούς του λόγους, (ενδεχομένως να ήταν ο ίδιος πατέρας του Εμμανουήλ) είχε την ευφυή πρωτοβουλία, να δώσει στην περίπτωση, διαστάσεις θαύματος και παρθενο-σύλληψης, αποτρέποντας τον προβλεπόμενο θάνατο της μητέρας του Εμμανουήλ (μαζί με τον κυοφορούμενο Εμμανουήλ) στην πυρά!
 
Ότι πρόκειται για συγκεκριμένο φυσιολογικό παιδί, παράνομης σχέσης και όχι για αόριστη προφητεία, το βλέπουμε λίγα εδάφια παρακάτω! Το παιδί εκείνο, ο Εμμανουήλ, (δέκα μόλις εδάφια μετά την αναγγελία της γέννησής του) γεννήθηκε πράγματι, και ο προφήτης μαζί με άλλους ιερείς και «πιστούς μάρτυρες» παρευρέθησαν στην γέννηση και την ονοματοδοσία του "παρθενο-γεννημένου" αυτού παιδιού: «Και προσήλθον προς την προφήτισσα ήτις συνέλαβε και γέννησε τον υιόν. Και είπε ο Κύριος, κάλεσον το όνομα αυτού: Εμμανουήλ (που κατά το Μασσοριτικό κείμενο) σημαίνει: Ταχέως σκύλευσον, οξέως προνόμευσον, διότι πριν το παιδί (αυτό) καταφέρει να πει πατέρα και μητέρα, (που σημαίνει ότι το παιδί απέκτησε τελικά και ανάδοχο πατέρα) τα πλούτη της Σαμάρειας θα διαρπαγούν από τον βασιλιά της Ασσυρίας». (Ο΄) Ησαΐας 8.3-4.

Ο Εμμανουήλ, το θεόσταλτο εκείνο παιδί, τελικά γεννήθηκε! Δεν γνωρίζουμε αν ο Ησαΐας ήταν ο ίδιος ο πατέρας αυτού του παιδιού. Το σίγουρο είναι, ότι ο Ησαΐας έσωσε μια νεαρή αφιερωμένη (προφήτισσα) που είχε την ατυχία (ή την τύχη) να την επισκεφθεί "ουρανόσταλτο σπέρμα" και να μείνει έγκυος άγαμη, δηλαδή έξω απ’ τους κανόνες του Μωυσή!

Ο Ησαΐας γνώριζε πως απ’ την στιγμή που η εγκυμοσύνη της θα γινόταν φανερή, η ζωή της θα τελείωνε με λιθοβολισμό, ή ακόμα χειρότερα, επειδή ήταν προφήτισσα, στην πυρά του εξαγνισμού, όπως απαιτούσε ο κατά τα αλλά θεόπνευστος νομοθέτης Μωυσής!

Το περίεργο είναι, ότι αυτήν ακριβώς την περίπτωση της ολοφάνερα κίβδηλης παρθενο-γέννησης, στην εποχή του Ησαΐα, στην οποία κανένας δεν θα έπρεπε να μπορεί να δώσει άλλη απ’ την παραπάνω ερμηνεία, (γιατί το συγκεκριμένο παιδί γεννήθηκε την εποχή εκείνη) επικαλούνται ως την πλέον εντυπωσιακή προφητεία, για την μοναδική όπως λένε, παρθενο-γέννηση του θεοποιημένου Ιησού! Μάλιστα, δεν διστάζουν να συνδέσουν τον Ιησού, με το παιδί του οποίου το όνομα (όπως οι ίδιοι λένε) σημαίνει "αισχρό πόλεμο" και όχι αγάπες και λουλούδια, δηλαδή, Εμμανουήλ, δηλαδή: «Γρήγορα σκύλευσε, ταχύτατα λαφυραγώγησε»!

Η θεόσταλτη εγκυμοσύνη, ήταν στην περίπτωση αυτή, η μοναδική θεολογική δικαιολογία, που μπορούσε να βρει ο προφήτης, για να σώσει το παιδί και την αγαπημένη του άγαμη παρθένα προφήτισσα! Άλλωστε, σε κάτι ανάλογο κατέφευγε ολόκληρη η αρχαιότητα σε παρόμοιες περιπτώσεις. Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει επίσης, και από την λέξη ’almah (νέα κοπέλα) που χρησιμοποίει το εβραϊκό κείμενο και όχι την λέξη bethulah που ορίζει σαφέστερα την μη διακορευμένη παρθένα.

Λέγεται λοιπόν, εσφαλμένα στις αρρωστημένες φαντασιοπληξίες των απατεώνων θεολόγων, πως η συγκεκριμένη περίπτωση του Ησαΐα, προφητεύει την ανάλογη παρθενογέννηση του Ιησού.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ

ΙΣΟΚΡ 4.43–46

Εγκώμιο των εθνικών και κυρίως των αθηναϊκών πανηγύρεων

Ο Ισοκράτης από την αρχή του πρώτου μέρους του λόγου αυτού, του επιδεικτικού, επεσήμανε ότι όποιος ρήτορας θα ήθελε να προσφέρει αληθινό έργο θα έπρεπε να πείσει Αθηναίους και Λακεδαιμονίους να αποβάλουν τις ηγεμονικές τους βλέψεις. Επειδή, όμως, κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο για τους Λακεδαιμονίους, ο ρήτορας αποφάσισε να τους πείσει ότι αυτοί που, λόγω των ευεργεσιών και της προσφοράς τους προς τους υπόλοιπους Έλληνες, άξιζαν την ηγεμονία ήταν οι Αθηναίοι. Ο έπαινός τους ξεκίνησε με την προβολή της αυτοχθονίας τους, την απαρίθμηση των δώρων που πρόσφερε στην πόλη η θεά Δήμητρα, καθώς και την υπενθύμιση της συμβολής της Αθήνας στον αποικισμό και τη δημιουργία οργανωμένων πόλεων.


[43] Τῶν τοίνυν τὰς πανηγύρεις καταστησάντων
δικαίως ἐπαινουμένων ὅτι τοιοῦτον ἔθος ἡμῖν παρέδοσαν,
ὥστε σπεισαμένους πρὸς ἀλλήλους καὶ τὰς ἔχθρας τὰς ἐν-
εστηκυίας διαλυσαμένους συνελθεῖν εἰς ταὐτόν, καὶ μετὰ
ταῦτ’ εὐχὰς καὶ θυσίας κοινὰς ποιησαμένους ἀναμνησθῆναι
μὲν τῆς συγγενείας τῆς πρὸς ἀλλήλους ὑπαρχούσης, εὐμενε-
στέρως δ’ εἰς τὸν λοιπὸν χρόνον διατεθῆναι πρὸς ἡμᾶς αὐτούς,
καὶ τάς τε παλαιὰς ξενίας ἀνανεώσασθαι καὶ καινὰς ἑτέρας
ποιήσασθαι, [44] καὶ μήτε τοῖς ἰδιώταις μήτε τοῖς διενεγκοῦσι
τὴν φύσιν ἀργὸν εἶναι τὴν διατριβήν, ἀλλ’ ἀθροισθέντων τῶν
Ἑλλήνων ἐγγενέσθαι τοῖς μὲν ἐπιδείξασθαι τὰς αὑτῶν
εὐτυχίας, τοῖς δὲ θεάσασθαι τούτους πρὸς ἀλλήλους ἀγωνι-
ζομένους, καὶ μηδετέρους ἀθύμως διάγειν, ἀλλ’ ἑκατέρους
ἔχειν ἐφ’ οἷς φιλοτιμηθῶσιν, οἱ μὲν ὅταν ἴδωσι τοὺς ἀθλη-
τὰς αὑτῶν ἕνεκα πονοῦντας, οἱ δ’ ὅταν ἐνθυμηθῶσιν ὅτι
πάντες ἐπὶ τὴν σφετέραν θεωρίαν ἥκουσιν, —τοσούτων τοί-
νυν ἀγαθῶν διὰ τὰς συνόδους ἡμῖν γιγνομένων, οὐδ’ ἐν τού-
τοις ἡ πόλις ἡμῶν ἀπελείφθη. [45] καὶ γὰρ θεάματα
πλεῖστα καὶ κάλλιστα κέκτηται, τὰ μὲν ταῖς δαπάναις
ὑπερβάλλοντα, τὰ δὲ κατὰ τὰς τέχνας εὐδοκιμοῦντα, τὰ δ’
ἀμφοτέροις τούτοις διαφέροντα, καὶ τὸ πλῆθος τῶν εἰσαφικ-
νουμένων ὡς ἡμᾶς τοσοῦτόν ἐστιν ὥστ’ εἴ τι ἐν τῷ πλησιά-
ζειν ἀλλήλοις ἀγαθόν ἐστιν, καὶ τοῦθ’ ὑπ’ αὐτῆς περιει-
λῆφθαι. πρὸς δὲ τούτοις καὶ φιλίας εὑρεῖν πιστοτάτας καὶ
συνουσίαις ἐντυχεῖν παντοδαπωτάταις μάλιστα παρ’ ἡμῖν
ἔστιν, ἔτι δ’ ἀγῶνας ἰδεῖν, μὴ μόνον τάχους καὶ ῥώμης,
ἀλλὰ καὶ λόγων καὶ γνώμης καὶ τῶν ἄλλων ἔργων ἁπάντων,
καὶ τούτων ἆθλα μέγιστα. [46] πρὸς γὰρ οἷς αὐτὴ τίθησιν,
καὶ τοὺς ἄλλους διδόναι συναναπείθει· τὰ γὰρ ὑφ’ ἡμῶν
κριθέντα τοσαύτην λαμβάνει δόξαν ὥστε παρὰ πᾶσιν ἀνθρώ-
ποις ἀγαπᾶσθαι. χωρὶς δὲ τούτων αἱ μὲν ἄλλαι πανηγύρεις
διὰ πολλοῦ χρόνου συλλεγεῖσαι ταχέως διελύθησαν, ἡ δ’
ἡμετέρα πόλις ἅπαντα τὸν αἰῶνα τοῖς ἀφικνουμένοις
πανήγυρίς ἐστιν.

***
[43] Σ' αυτούς λοιπόν που καθιέρωσαν τις πανελλήνιες γιορτές ταιριάζει δίκαιος έπαινος. Μας κληροδότησαν το θαυμάσιο έθιμο να μαζευόμαστε όλοι μαζί στον ίδιο τόπο ύστερα από σπονδές και από διάλυση της έχθρας που μας χώριζε· να ενώνουμε κατόπιν τις προσευχές και τις θυσίες μας και να θυμόμαστε τους παλιούς συγγενικούς δεσμούς μας, να έχουμε πιο φιλική διάθεση στο μέλλον ο ένας για τον άλλο και τέλος να ανανεώνουμε τις παλιές φιλίες και να δημιουργούμε νέες. [44] Ούτε λοιπόν για τους κοινούς ανθρώπους ούτε και για τις προικισμένες φύσεις είναι άσκοπη η προσέλευση στις πανελλήνιες γιορτές, αφού οι τελευταίοι έχουν την ευκαιρία να επιδείξουν τα προσόντα τους μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος των Ελλήνων και οι άλλοι μπορούν να τους καμαρώσουν που κάνουν μεταξύ τους αγώνα ευγενικό. Και όλοι είναι ευχαριστημένοι, αφού όλοι έχουν με τι να ικανοποιηθούν: Οι θεατές βλέπουν τους αθλητές να αγωνίζονται για χάρη τους και τούτοι πάλι σκέφτονται πως όλοι ήρθαν για να τους καμαρώσουν. Αφού λοιπόν τόσο καλό κάνουν σ' εμάς οι πανελλήνιες συγκεντρώσεις, ήταν φυσικό να μη μείνει πίσω η πόλη μας ούτε και σ' αυτές.

[45] Και πράγματι απόχτησε θεάματα πάρα πολλά και θαυμαστά, άλλα πολυτελή και πολυδάπανα, άλλα ονομαστά για την αξία τους την καλλιτεχνική και άλλα πάλι που συνδυάζουν και τα δυο. Και είναι τόσο το πλήθος των ανθρώπων που καταφθάνουν συνέχεια στην πόλη μας, ώστε, αν κάτι καλό υπάρχει στην επικοινωνία αυτή ανάμεσα στους ανθρώπους, και αυτό το απόλαυσε η πόλη μας. Πέρα από αυτά υπάρχει η δυνατότητα να βρει κανείς εδώ φίλους ειλικρινείς και συντροφιές κάθε λογής, να δει αγώνες δρόμου και σωματικής αλκής, αγώνες λόγου, πνεύματος και όλων των άλλων έργων του ανθρώπου, και για όλα αυτά τα πιο μεγάλα έπαθλα. [46] Γιατί, εκτός από όσα αθλοθετεί η ίδια, τα καταφέρνει να προσφέρουν και οι άλλες πόλεις της Ελλάδας· και αυτό γιατί όσα εμείς κρίνουμε άξια, αμέσως αποχτούν μια τέτοια φήμη, που τα αγαπάει όλος ο κόσμος. Ξέχωρα από αυτά οι άλλες πανελλήνιες συγκεντρώσεις γίνονται σε χρονικά διαστήματα αραιά και διαλύονται γρήγορα, ενώ η πόλη η δικιά μας είναι μια αδιάκοπη γιορτή για όσους φτάνουν σ' αυτόν τον τόπο.