Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια 11. Έννοιες και αρχές

11.14. Το μέσα και το έξω


Τελικά για ποιο λόγο στα ομηρικά έπη η συμπεριφορά των θνητών αποδίδεται σε εξωτερικές δυνάμεις, όπως η μοίρα και η ἄτη, και γιατί η πηγή αυτών των μυστηριωδών δυνάμεων συνδέεται συχνά με τους θεούς; Πρόκειται για ερωτήματα που διατυπώνουν κατά καιρούς οι αναγνώστες των ομηρικών επών, δίνοντας αντίθετες μεταξύ τους απαντήσεις.

Ένας τρόπος απάντησης, ο πιο παραδοσιακός, στηρίζεται στην υπόθεση ότι ο Όμηρος είναι απόμακρος, κάπως πρωτόγονος, σε σχέση με μεταγενέστερους και νεότερους ομοτέχνους του. Συγκεκριμένα, η έννοια της συγκροτημένης προσωπικότητας δεν είναι πλήρως σχηματισμένη στα χρόνια του ποιητή, ο οποίος δεν διαθέτει και τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα, για να αποδώσει την εικόνα ενός ενιαίου και συγκροτημένου εαυτού. Έτσι, η οποιαδήποτε νοητική ή συναισθηματική διεργασία συμβαίνει μέσα στον θνητό μετατοπίζεται προς τα έξω και καταλογίζεται σε δυνάμεις που τον ξεπερνούν και βρίσκονται πάνω από αυτόν. Για παράδειγμα, η εξαναγκαστική ώθηση της Ελένης από τη θεά Αφροδίτη να σμίξει καλά και σώνει με τον Πάρη, είναι ένα είδος προβολής προς τα έξω (προς τη θεά) των αντιφατικών συναισθημάτων της βασίλισσας προς τον εραστή της - τον μισεί, όμως τον βρίσκει και γοητευτικό. Κατά προέκταση, αρκετά συχνά παρορμήσεις και συναισθήματα των θνητών εμφανίζονται στα ομηρικά έπη ως προσωποποιημένες, εξωτερικές δυνάμεις, όπως η Μοίρα, η Άτη, ο Φόβος, ο πόλεμος, που ταυτίζεται στην Ιλιάδα με τον θεό του πολέμου Άρη κ.ο.κ.

Η προηγούμενη θέση αδικεί, εκτός από τον ποιητή, τους θνητούς στα ομηρικά έπη, οι οποίοι, καθώς μεταθέτουν έξω από τον εαυτό τους τις σκέψεις και τις παρορμήσεις τους, απαλλάσσονται από την οποιαδήποτε ευθύνη για τις πράξεις τους και εμφανίζονται ως όργανα των υπερφυσικών δυνάμεων. Οι πρωτοβουλίες ωστόσο των θνητών όχι μόνο στηρίζουν την ανάπτυξη πολλών αφηγηματικών επεισοδίων της Ιλιάδας και της Οδύσσειας αλλά και αποδεικνύονται καθοριστικές στον σχηματισμό του συνολικού σχεδίου των ομηρικών επών. Εξάλλου, συχνότερα στην Ιλιάδα και σπανιότερα στην Οδύσσεια, οι θνητοί υποκινούνται σε κάποια πράξη τους, επειδή τους το υπαγορεύει ή το λέει η ψυχή τους (θυμὸς ἀνώγει). Τέλος, οι παρεμβάσεις των θεών συμβαίνουν μόνον όταν προκαλούνται από τις ενέργειες των θνητών. Προσεύχονται, για παράδειγμα, προκαλώντας τη θετική ή αρνητική ανταπόκριση των θεών. Αν υποτεθεί ότι οι θνητοί δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους, επομένως δεν φέρουν και την ευθύνη για ό,τι τους συμβαίνει, θα ήταν παράλογο να συμπεράνει κάποιος ότι ο ποιητής και το ακροατήριό του προσλάμβανε την προσευχή των θνητών σαν να υποκινήθηκε από τους θεούς.

Ως διόρθωση της προηγούμενης ερμηνευτικής πρότασης προβάλλεται η αρχή της «διπλής υπευθυνότητας». Το κίνητρο δηλαδή μιας πράξης ορίζεται στα ομηρικά έπη διπλά: τόσο από τους θνητούς όσο και από τους θεούς. Θνητοί και αθάνατοι προκαλούν την ίδια στιγμή τις ίδιες πράξεις και υποκινούν τις ίδιες παρορμήσεις· άρα μπορούν να θεωρηθούν και οι δύο εξίσου υπεύθυνοι. Έτσι, λόγου χάρη, μπορεί να δικαιολογηθεί στην Ιλιάδα η απολογητική συμπεριφορά του Αγαμέμνονα απέναντι στον Αχιλλέα. Ο βασιλιάς προσφέρει αποζημίωση στον Αχιλλέα, αποδεχόμενος έμμεσα την προσωπική του ευθύνη στην πράξη της ατίμωσης του συμπολεμιστή του, αποδίδει όμως την ίδια στιγμή την ευθύνη στον Δία, στην Άτη και στην Ερινύα.

Η ερμηνευτική αρχή της «διπλής υπευθυνότητας», ή του «διπλού κινήτρου», είναι ελκυστική, παρακάμπτει ωστόσο τις περιπτώσεις όπου αναφέρεται ότι οι θνητοί: (α) αποδίδουν το κίνητρο μιας πράξης τόσο στους θεούς όσο και στους ίδιους τους εαυτούς τους για λόγους καθαρής ευσέβειας· (β) ενεργούν παρά τη θέληση των θεών· (γ) παίρνουν κρίσιμες αποφάσεις έπειτα από έντονη συλλογιστική περίσκεψη μόνοι τους, δίχως καμιά θεϊκή παρέμβαση· (δ) εναλλάσσουν με διαζευτικό τρόπο, και δεν ταυτίζουν, τη βούληση των θεών με την προσωπική παρόρμηση. Για παράδειγμα, στους Φαίακες ο Οδυσσέας λέει πως η νύμφη Καλυψώ τον άφησε να φύγει, επειδή πήρε ίσως κάποιο μήνυμα από τον Δία· μπορεί όμως να άλλαξε και η ίδια στο τέλος γνώμη (η 263). Όλες αυτές οι αγνοημένες περιπτώσεις κάθε άλλο παρά δείχνουν ότι το στοιχείο της προσωπικής πρωτοβουλίας και ευθύνης απουσιάζει από τα ομηρικά έπη.

Διατυπώνεται έτσι μια τρίτη ερμηνευτική εκδοχή που, δίχως να αγνοεί την ξεχωριστή φυσιογνωμία των ομηρικών επών, αναγνωρίζει ότι ο Όμηρος είναι κατά βάθος ένας αρχαίος σύγχρονός μας. Οι θνητοί στα ομηρικά έπη αποδίδουν σε εξωτερικές αφορμές κρίσιμες όψεις της συμπεριφοράς τους, επειδή οι άνθρωποι συνήθιζαν και συνηθίζουν να το κάνουν αυτό. Επομένως, αν η συμπεριφορά τους δεν κριθεί με βάση συγκροτημένα θεωρητικά πρότυπα, μπορεί να βρεθεί ότι δεν διαφέρει πολύ από την αντίστοιχη των σημερινών. Η έμφυτη τάση των ανθρώπων κάθε εποχής είναι να εξαιρούν τον εαυτό τους από ενέργειες τις οποίες δεν μπορούν οι ίδιοι να εξηγήσουν. Στα ομηρικά έπη ειδικότερα η στάση αυτή των θνητών δικαιολογείται, επειδή, εκτός των άλλων, κανένα εξαιρετικό γεγονός δεν συμβαίνει τυχαία, αλλά πιστεύεται ότι προέρχεται από κάποιον. Όταν κάτι το αναπόφευκτο ή απρόβλεπτο δεν μπορεί να έχει συμβεί από κάποιον θνητό, θα πρέπει να αποδοθεί σε μια ανώτερη δύναμη, τη μοίρα ή την άτη, έναν θεό ή δαίμονα. Πρόκειται για αντιλήψεις που από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα είχαν και έχουν ευρεία απήχηση. Στα ομηρικά έπη βέβαια οι αντιλήψεις αυτές μεταπλάθονται από τον ποιητή σε τέχνη, ώστε να είναι και λογοτεχνικά αποτελεσματικές, αποβλέποντας στο να τέρψουν το ακροατήριο.

Η τελευταία αυτή διάσταση των ομηρικών επών, η λογοτεχνική, επιτρέπει μια διαφορετική ανάγνωσή τους, λιγότερο ορθολογιστική ή αλληγορική, και περισσότερο φυσική, που είναι έτοιμη να αποδεχθεί τις αμφισημίες, ακόμη και τις αντιφάσεις που διέπουν τη σχέση των θνητών με τον εσωτερικό τους και τον εξωτερικό τους κόσμο. Η προσπάθεια να ερμηνεύεται το υπερφυσικό στοιχείο στα ομηρικά έπη με βάση σύγχρονες θεωρίες και πεποιθήσεις (φιλοσοφικές, ηθικές, θεολογικές ή ψυχολογικές) μπορεί και να εμποδίζει την αναγνωστική απόλαυση, επειδή αναζητούνται λύσεις σε καταστάσεις και προβλήματα που ο ίδιος ο δημιουργός τους ως ποιητής δεν επεδίωξε, και δεν τον ενδιέφερε ίσως να προσφέρει. Εξάλλου, τα ερωτήματα που σχετίζονται με το μέσα και το έξω της ζωής των θνητών είναι πάνω απ᾽ όλα των αναγνωστών και όχι του ακροατηρίου του Ομήρου, που υποδεχόταν τον μηχανισμό των υπερφυσικών δυνάμεων προφανώς με φυσικό τρόπο.

Αν ο Όμηρος αποσκοπούσε με την ποίησή του να τέρψει πάνω απ᾽ όλα το ακροατήριό του, ο ρόλος του υπερφυσικού στοιχείου όφειλε να υπηρετεί και αυτόν ακριβώς τον στόχο. Για να επιτευχθεί όμως η απόλαυση ενός αφηγηματικού έργου, είναι απαραίτητο να υπάρχει ίντριγκα, πλοκή. Αυτό στην περίπτωση των ομηρικών επών σημαίνει ότι οι θεοί, οι μυστηριώδεις εξωτερικές δυνάμεις, όπως η μοίρα και η άτη, έπρεπε να συμπλακούν με τις πρωτοβουλίες των θνητών, ώστε, συνυφαίνοντας ένα σύνθετο πλέγμα σχέσεων, να δημιουργούνται δραματικές ή ειρωνικές καταστάσεις και το ακροατήριο να παρακολουθεί συγκινημένο την εξέλιξη των αφηγηματικών δρωμένων. Η αποδοχή λοιπόν του σύνθετου δικτύου σχέσεων ανάμεσα στο μέσα και στο έξω του κόσμου των θνητών είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή του σημερινού αναγνώστη στην απόλαυση των ομηρικών επών.

Είμαι Εγώ

Είμαι εγώ. Σ’ όλο τον κόσμο δεν υπάρχει κανένας άλλος ακριβώς σαν κι εμένα.

Υπάρχουν άνθρωποι, που μου μοιάζουν σε μερικά σημεία, αλλά κανένας δεν είναι ολότελα όμοιος με εμένα. Επομένως ό,τι προέρχεται από εμένα είναι απόλυτα δικό μου γιατί εγώ μόνος μου το διάλεξα.

Μου ανήκει ό,τι έχω: το σώμα μου και όλα όσα κάνει, το μυαλό μου με τις ιδέες του και τις σκέψεις του, τα μάτια μου και οι εικόνες όσων βλέπουν, τα συναισθήματά μου, όποια κι αν είναι αυτά: θυμός, χαρά, αποκάρδιωση, αγάπη, απογοήτευση, ενθουσιασμός, το στόμα μου και τα λόγια που ξεστομίζω: ευγενικά, γλυκά ή σκληρά, σωστά ή λαθεμένα. Η φωνή μου δυνατή ή σιγανή και όλες μου οι πράξεις, άσχετα αν κατευθύνονται προς εμένα ή προς τους άλλους.

Δικές μου είναι όλες μου οι φαντασιώσεις, τα όνειρά μου, οι ελπίδες μου, οι φόβοι μου.

Δικοί μου οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες μου και όλες μου οι αποτυχίες και τα λάθη μου.

Γιατί σε μένα ανήκει όλος ο εαυτός μου, μπορώ να γνωριστώ βαθιά, στενά μαζί του. Έτσι μπορώ να τον αγαπάω και να ‘μαι φίλος μαζί του, με όλες τις πλευρές. Μπορώ λοιπόν να βάλω όλον τον εαυτό μου να δουλέψει για το συμφέρον μου. Μερικές πλευρές του εαυτού μου με βάζουν σε απορία, το ξέρω και άλλες μου είναι τελείως άγνωστες. Όσο όμως διατηρώ φιλικές σχέσεις μαζί του και τον αγαπάω, μπορώ με θάρρος και ελπίδα να αναζητώ λύσεις για τα αινίγματα και τρόπους για να ανακαλύψω πιο πολλά πράγματα για μένα.

Όπως κι αν μοιάζω κι αν φαίνομαι, ό,τι λέω και κάνω, ό,τι σκέφτομαι κι αισθάνομαι σε οποιαδήποτε στιγμή, όλα αυτά είμαι εγώ. Κι αυτό είναι κάτι αυθεντικό και δείχνει πού βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή.

Όταν αργότερα εξετάσω πώς έμοιαζα και πώς φαινόμουν, τι έκανα και τι είπα, τι σκέφτηκα και πώς αισθάνθηκα, κάποια σημεία μπορεί να είναι ακατάλληλα. Μπορώ να τα πετάξω τα ακατάλληλα και να κρατήσω όσα αποδείχθηκαν κατάλληλα και να εφεύρω κάτι καινούριο για να αντικαταστήσω ό,τι πέταξα.

Βλέπω, ακούω, αισθάνομαι, σκέπτομαι, λέγω και πράττω. Έχω τα εργαλεία που χρειάζομαι για να επιζήσω, να ‘μαι κοντά με τους άλλους, να ‘μαι παραγωγικός, να καταλαβαίνω και να βάζω σε τάξη μες το νου μου το πλήθος των ανθρώπων και των πραγμάτων έξω από εμένα.

Είμαι κύριος του εαυτού μου και, επομένως, μπορώ να τον οργανώσω.

Είμαι εγώ και είμαι πολύ εντάξει

Οι συμπονετικοί και ευγενικοί άνθρωποι φέρνουν το Ερεβοκτόνο φως σε αυτόν τον κόσμο επειδή οι ίδιοι έχουν βγει από το σκοτάδι

Η ζωή είναι μια σειρά δοκιμασιών. Κάποιοι τις περνάνε και άλλοι όχι. Ωστόσο, τα μαθήματα παραμένουν.

Όλοι αντιμετωπίζουμε διαφορετικές δοκιμασίες. Κάποιοι παλεύουν με σύνθετους υπολογισμούς και άλλοι με τα βασικά μαθηματικά, αλλά όλοι πρέπει να κάνουμε ό, τι καλύτερο μπορούμε.

Η Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος η συγγραφέας του «Αυτός που πεθαίνει» το έθεσε όμορφα με αυτά τα λόγια:

«Οι πιο όμορφοι άνθρωποι που ξέρουμε είναι αυτοί που έχουν γνωρίσει την ήττα, ξέρουν την ταλαιπωρία, την πάλη, την απώλεια και έχουν βρει τον δρόμο τους από το βάθος. Αυτά τα άτομα έχουν μια εκτίμηση, μια ευαισθησία και μια κατανόηση για την ζωή που τους γεμίζει με συμπόνια, ευγένεια και βαθιά ανησυχία. Οι όμορφοι άνθρωποι δεν τυχαίνουν απλώς.»

Οι συμπονετικοί και ευγενικοί άνθρωποι φέρνουν το Ερεβοκτόνο φως σε αυτόν τον κόσμο επειδή οι ίδιοι έχουν βγει από το σκοτάδι.

Έχοντας αντιμετωπίσει άσχημες καταστάσεις, όπως μια τοξική οικογένεια ή φτώχεια δεν έχουν μάθει μόνο τι χρειάζεται για να πετύχεις στην ζωή, αλλά έχουν επίσης μάθει πώς να ξεπεράσουν όλα τα εμπόδια που θα εμφανιστούν.

Έχουν πετύχει το αδύνατο- έχουν ξεπεράσει τις ατυχίες τους και προχωρούν προς το λαμπρότερο μέλλον.

Παρόλο που σε άλλους δόθηκε μια κασετίνα με πολλά πολύχρωμα μολύβια και σε αυτούς μόνο ένα σπασμένο, με αυτό μπόρεσαν να χρωματίσουν τον κόσμο διαφορετικά και πιο φωτεινά από τους υπόλοιπους.

Οι συμπονετικοί και ευγενικοί άνθρωποι ποτέ δεν πληγώνουν κάποιον εκ προθέσεως επειδή έχουν πληγωθεί πολύ οι ίδιοι στο παρελθόν.

Γι αυτό ποτέ δεν παίζουν με τα συναισθήματα των άλλων. Ξέρουν πώς να αγαπούν και αγαπούν βαθιά. Έχουν βιώσει τον πόνο, ξέρουν πως είναι να σε προδίδει κάποιος που αγαπάς και επομένως ποτέ δεν θα το έκαναν αυτό σε κάποιον άλλον.

Οι συμπονετικοί και ευγενικοί άνθρωποι έχουν μάθει με τον δύσκολο τρόπο ότι τα εμπόδια είναι ευκαιρίες για να αναπτυχθούν και να βελτιωθούν.

Είναι πιθανό πως η πλειονότητα των ευγενικών και συμπονετικών ανθρώπων ήταν απαισιόδοξοι στο παρελθόν. Αλλά με τον καιρό, έμαθαν πως δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν στην ζωή με την απαισιοδοξία. Έχουν συνειδητοποιήσει πως μόνο με το να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες μπορούν να πετύχουν τα όνειρα τους. Και έτσι βλέπουν τα εμπόδια ως τον δρόμο προς την επιτυχία.

Οι συμπονετικοί και ευγενικοί άνθρωποι δεν θέλουν οι άλλοι να υποφέρουν όπως αυτοί. Έτσι τους βοηθούν να επιβιώσουν και να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι.

Είναι πάντα εκεί για να βοηθήσουν όποιον το έχει ανάγκη. Κινητοποιούν τους άλλους να πετύχουν τους στόχους τους και είναι πάντα εκεί γι αυτούς. Θα κάνουν τα πάντα για να σώσουν έναν άλλον άνθρωπο επειδή και οι ίδιοι χρειάστηκαν κάποιον στο παρελθόν και ξέρουν πόσο επώδυνο είναι να μην έχεις κανέναν.

Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν αυτόν τον κόσμο ένα καλό μέρος. Χρειαζόμαστε περισσότερους σαν αυτούς.

Ζω στ’ αλήθεια, σημαίνει ότι είμαι αληθινά αυτός που είμαι

Ζω στ’ αλήθεια, σημαίνει ότι είμαι αληθινά αυτός που είμαι. Ανεξάρτητα και πέρα από το ποιος είσαι εσύ και τι περιμένεις από μένα.

Η παρουσία σου με ολοκληρώνει και με επιβεβαιώνει, ωστόσο, δεν με καθορίζει.

Ζω «στ’ αλήθεια» σημαίνει, επακριβώς, ότι αφήνω πίσω όλες τις ταυτότητες που δημιούργησα για τους άλλους.

Εγκαταλείπω τον ρόλο που επινόησα για να μπω σε μία συγκεκριμένη κοινωνία.

Αφήνω να βγει αυτό που ονομάζω «ο αληθινός εαυτός μου», του οποίου συνώνυμο είναι «ο κρυμμένος ήρωας».

Όμως… πώς θα μάθω αν είμαι αυτός που είμαι πραγματικά, ή αν παίζω τον ρόλο αυτού που μου είπαν πως είμαι;

Πρώτα πρώτα, παίρνοντας σοβαρά υπόψη την τρίτη από τις τρεις αλήθειες μου («πάντα μπορεί κανείς να πει όχι»), και παίρνοντας την (ηρωική, το δίχως άλλο) απόφαση να μην αφήσω ποτέ τον εαυτό μου να πιεστεί να γίνει κάτι που δεν είναι.

Αρκετά μ’ αυτό. Δεν χρειάζεται τίποτ’ άλλο.

Μ’ άλλα λόγια:

Κάνω ό, τι κάνω επειδή το θέλω, ή μήπως προσπαθώ να ευχαριστήσω κάποιον;

Το καλύτερο που διαθέτω, έστω κι αν εσάς δεν σας αρέσει, είναι αυτό που είμαι.

Το καλύτερο που διαθέτει ο καθένας από σας, έστω κι αν δεν αρέσει σε κανέναν, είναι αυτό που είναι ο καθένας σας.

Και μπορεί να είμαστε πολλοί αυτοί που δεν μας αρέσει.

Παρ’ όλα αυτά… αξίζει τον κόπο.

Λέω πάντα, πιο πολύ σαν αστείο και λίγο σοβαρά:

Όταν κανείς προσποιείται, όταν υποδύεται μια προσωπικότητα, κερδίζει ένα σωρό σχέσεις, υποκριτικές, διπλωματικές, με πολύ μικρή αξία και ελάχιστη σημασία. Αντίθετα, όταν είναι κανείς αυτός που είναι… δεν τον πλησιάζει ούτε γάτα!

Μόνο αν ξεκινούν όλοι από το ίδιο σηµείο εκκίνησης μπορούμε να πούμε ότι οι νικητές του αγώνα, αξίζουν τα έπαθλά τους

Ο Τζων Ρωλς παρουσιάζει το επιχείρηµα της ηθικής αυθαιρεσίας συγκρίνοντας διάφορες αντίπαλες θεωρίες δικαιοσύνης, µε πρώτη τη φεουδαρχική αριστοκρατία. Στις µέρες µας κανείς δεν υπερασπίζεται τη δικαιοσύνη των φεουδαρχικών αριστοκρατιών ή του συστήµατος των καστών. Αυτά τα συστήµατα είναι άδικα, όπως παρατηρεί ο Ρωλς, γιατί κατανέµουν το εισόδημα, τον πλούτο, τις ευκαιρίες και την εξουσία µε κριτήριο τα τυχαία χαρακτηριστικά µε τα οποία γεννιόμαστε. Αν γεννηθείς αριστοκράτης, έχεις δικαιώµατα και εξουσίες που δεν διαθέτουν όσοι γεννιούνται δούλοι. Αλλά οι περιστάσεις της γέννησής σου δεν είναι δικό σου επίτευγμα. Είναι άδικο λοιπόν να εξαρτώνται οι προοπτικές της ζωής σου απὀ αυτό το αυθαίρετο γεγονός,

Οι κοινωνίες της αγοράς διορθώνουν αυτή την αυθαιρεσία, ως έναν βαθµό τουλάχιστον. Ανοίγουν ευκαιρίες σταδιοδρομίας σε όσους έχουν τα απαραίτητα ταλέντα, και διασφαλίζουν την ισότητα ενώπιον του νόµου. Κατοχυρώνονται οι ίσες βασικές ελευθερίες των πολιτών, και η κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου καθορίζεται από την ελεύθερη αγορά.

Το σύστημα αυτό -μια ελεύθερη αγορά µε τυπική ισότητα ευκαιριών- εκφράζει την ελευθεριακή θεωρία της δικαιοσύνης. Συνιστά πρόοδο έναντι των φεουδαρχικών κοινωνιών και των κοινωνιών των καστών, καθώς απορρίπτει τις παγιωμένες ιεραρχίες της γένεσης. Νομικά, επιτρέπει σε όλους να προσπαθήσουν και να ανταγωνιστούν τους άλλους. Στην πράξη, ωστόσο, οι ευκαιρίες µπορεί να απέχουν πολύ από την ισότητα.

Όσοι έχουν οικογένειες που τους υποστηρίζουν και µια καλή εκπαίδευση διαθέτουν προφανή πλεονεκτήματα έναντι των υπολοίπων. Το ότι επιτρέπεται σε όλους να λάβουν µέρος στον αγώνα είναι κάτι θετικό. Αλλά, αν οι δρομείς ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, ο αγώνας δεν είναι δίκαιος. Γι’ αυτό, όπως υποστηρίζει ο Ρωλς, η κατανομή του εισοδήµατος και του πλούτου που προκύπτει από µια ελεύθεϱη αγορά µε τυπική ισότητα ευκαιριών δεν µπορεί να θεωρήθεί δίκαια. Η εμφανέστερη αδικία του ελευθεριακού συστήµατος είναι «ότι επιτρέπει σε παράγοντες τόσο αυθαίρετους από ηθική σκοπιά να επηρεάζουν, µε ακατάλληλο τρόπο, τα διανεµητικά μερίδια».

Ένας τρόπος για να διορθώσουμε αυτή την αδικία είναι να διορθώσουμε τα κοινωνικά και οικονομικά µειονεκτήµατα. Μια δίκαιη αξιοκρατία κινείται σε αυτή την κατεύθυνση προχωρώντας πέρα απὀ την απλή τυπική ισότητα ευκαιριών. Απομακρύνει τα εµπόδια που δυσχεραίνουν την επιτυχία προσφέροντας ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες, έτσι ώστε όσοι προέρχονται από φτωχές οικογένειες να μπορούν να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις όσους προέρχονται από πιο προνομιούχα περιβάλλοντα. Θεσπίζει προγράµµατα κοινωνικής πρόνοιας για τα παιδιά χαμηλόμισθων οικογενειών, προγράμματα διατροφής και υγειονομικής περίθαλψης των παιδιών, προγράµµατα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης – ό,τι είναι απαραίτητο ώστε να φτάσουν όλοι, ανεξάρτητα από την ταξική ή την οικογενειακή τους προέλευση, στο ίδιο σηµείο εκκίνησης. Σύμφωνα µε την αξιοκρατική αντίληψη, η κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου που προκύπτει από µια ελεύθερη αγορά είναι δίκαιη, αλλά µόνο αν όλοι έχουν την ίδια ευκαιρία να αναπτύξουν τα ταλέντα τους. Μόνο αν ξεκινούν όλοι από το ίδιο σηµείο εκκίνησης μπορούμε να πούμε ότι οι νικητές του αγώνα, αξίζουν τα έπαθλά τους.

Ο Ρωλς πιστεύει ότι η αξιοκρατική αντίληψη διορθώνει ορισμένα ηθικά αυθαίρετα πλεονεκτήματα, αλλά απέχει και πάλι απὀ το δίκαιο. Γιατί, ακόµη και αν κατορθώσουµε να τους φέρουμε όλους στο ίδιο σηµείο εκκίνησης, είναι λίγο πολύ προβλέψιµο ποιος θα κερδίσει τον αγώνα ταχύτεροι δροµείς. Αλλά όσοι τρέχουν γρήγορα δεν το έχουν κατορθώσει αυτό αποκλειστικά και µόνο µε τη δική τους προσπάθεια. Η ικανότητά τους αυτή είναι ηθικά τυχαία όπως και η γέννηση ενός ατόμου σε µια εύπορη οικογένεια. «Ακόμη και αν καταφέρει να εξαλείψει πλήρως την επίδραση των κοινωνικών τυχαιοτήτων», όπως γράφει ο Ρωλς, το αξιοκρατικό σύστηµα «εξακολουθεί να επιτρέπει τον καθορισμό της διανοµής του πλούτου και του εισοδήµατος από τη φυσική διανοµή ικανοτήτων και ταλέντων».

Αν ο Ρωλς έχει δίκιο, ακόµη και µια ελεύθερη αγορά που λειτουργεί σε µια κοινωνία µε ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες δεν οδηγεί στη δίκαιη κατανομή του εισοδήµατος και του πλούτου. Ο λόγος: «Τα διανεµητικά μερίδια κρίνονται απὀ την κλήρωση ενός Φυσικού λαχείου, δηλαδή από µια έκβαση πιο αυθαίρετη από ηθική σκοπιά. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ο προσδιορισμός της διανομής του εισοδήματος και του πλούτου από τη διανοµή των φυσικών χαρισµάτων να επιτρέπεται περισσότερο σε σχέση με τον προσδιορισμό από την ιστορική και κοινωνική τυχαιότητα».

Ο Ρωλς συμπεραίνει ότι η αξιοκρατική αντίληψη περί δικαιοσύνης πάσχει (αλλά σε μικρότερο βαθμό) για τον ίδιο λόγο που πάσχει και η ελευθεριακή αντίληψη- και οι δύο βασίζουν τα κατανεμόµενα μερίδια σε παράγοντες που είναι ηθικά αυθαίρετοι. «Από τη στιγµή που προβληματιζόμαστε για την επιρροή είτε των κοινωνικών είτε των φυσικών τυχαιοτήτων στον καθορισµό των διανεµητικών µεριδίων, αν το καλοσκεφτούµε, εφόσον µας ενοχλεί το ένα, είµαστε υποχρεωμένοι να µας ενοχλεί και το άλλο. Από ηθική σκοπιά και τα δύο φαίνονται εξίσου αυθαίρετα».

Ο Ρωλς υποστηρίζει ότι, αν παρατηρήσουμε την ηθική αυθαιρεσία που χαρακτηρίζει τόσο την ελευθεριακή όσο και την αξιοκρατική θεωρία της δικαιοσύνης, θα απαιτήσουμε οπωσδήποτε µια πιο εξισωτική αντίληψη. Αλλά ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η αντίληψη; Η διόρθωση των άνισων εκπαιδευτικών ευκαιριών διαφέρει από τη διόρθωση των άνισων έμφυτων ικανοτήτων. Αν µας ενοχλεί το γεγονός ότι ορισμένοι δρομείς είναι ταχύτεροι από άλλους, θα πρέπει να υποχρεώσουµε τους προικισµένους δρομείς να φορούν µολυβένια παπούτσια; Ορισμένοι επικριτές του εξισωτισμού πιστεύουν ότι η µόνη εναλλακτική δυνατότητα πέρα από την αξιοκρατική κοινωνία της αγοράς είναι η ισοπεδωτική ισότητα που βάζει εμπόδια στους ταλαντούχους.

Ένας εξισωτικός εφιάλτης

Ο «Harrison Bergeron», ένα διήγηµα του Kurt Vonnegut, Jr., εκφράζει αυτή την ανησυχία µέσα απὀ µια δυστοπία επιστηµονικής φαντασίας. «Ήταν το έτος 2084». ξεκινά η ιστορία «και όλοι ήταν επιτέλους ίσοι… Κανείς δεν ήταν εξυπνότερος από κανέναν άλλο. Κανείς δεν ήταν ωραιότερος από τους άλλους. Κανείς δεν ήταν δυνατότερος ή γρηγορότερος από κανέναν άλλο». Αυτή η απόλυτη ισότητα επιβλήθηκε από τα ὁργανα του Στρατηγού Εμποδιστή των Ηνωμένων Πολιτειών. Όσοι πολίτες διέθεταν νοημοσύνη άνω του μέσου όρου ήταν υποχρεωμένοι να φορούν ραδιοφωνικές συσκευές νοητικής παρεμπόδισης στα αυτιά τους. Κάθε είκοσι περίπου δευτερόλεπτα, ένας κυβερνητικός πομπός θα τους μετέδιδε έναν οξύ ήχο για να τους εμποδίσει “να εκμεταλλευθούν το άδικο πλεονέκτημα του μυαλού τους”.

Ο Harrison Bergeron, δεκατεσσάρων ετών, είναι ασυνήθιστα όμορφος και προικισμένος, κι έτσι έπρεπε να φέρει ισχυρότερες συσκευές παρεµπόδισης απ’ ό,τι οἱ περισσότεροι άλλοι. Αντί για το µικρό ραδιόφωνο στο αυτί, «φορούσε ένα φοβερό ζευγάρι ακουστικών και γυαλιά µε παχείς κυµατώδεις φακούς». Για να κρύβει την ωραία του εµφάνιση, ο Harrison έπρεπε να φοράει «μια κόκκινη πλαστική µπάλα στη μύτη, να έχει ξυρισμένα τα φρύδια του και να καλύπτει τα ίσια λευκά του δόντια µε μαύρα σηµάδια και κακόσχηµες προσθήκες». Και για να περιοριστεί η φυσική του δύναμη, έπρεπε να κουβαλά πάνω του, όταν βάδιζε, βαριά μέταλλα. «Στον αγώνα της ζωής, ο Harrison κουβαλούσε εκατόν πενήντα κιλά».

Μια µέρα ο Harrison πετάει τα εµπόδιά του προβαίνοντας σε µια πράξη αντίστασης κατά της εξισωτικής τυραννίας. Δεν θέλω να αποκαλύψω το τέλος της ιστορίας. Έχει γίνει σαφές ήδη ότι η ιστορία του Harrison εκφράζει γλαφυρά µια κριτική που προβάλλεται συχνά κατά των εξισωτικών θεωριών της δικαιοσύνης.

Η θεωρία περί δικαιοσύνης του Ρωλς δεν είναι ευάλωτη, ωστόσο, σε αυτή την κριτική. Δείχνει ότι µια ισοπεδωτική ισότητα δεν είναι η µόνη εναλλακτική δυνατότητα πέρα από την αξιοκρατική κοινωνία της αγοράς. Η εναλλακτική πρόταση του Ρωλς, την οποία ονομάζει αρχή της διαφοράς, διορθώνει την άνιση κατανομή των ταλέντων και των προικοδοτήσεων χωρίς να παρεμποδίζει τους ταλαντούχους. Πώς; Ενθαρρύνει τους προικισµένους να αναπτύξου και να ασκήσου τα ταλέντα τους, αλλά µε τον όρο ότι όταν οι ανταμοιβές που εξασφαλίζουν με αυτά τα ταλέντα στην αγορά θα ανήκουν σε όλη την κοινότητα. Μην εµποδίζετε τους καλύτερους δρομείς- αφήστε τους να τρέξουν και να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους. Αναγνωρίστε απλώς εξαρχής ότι τα κέρδη δεν ανήκουν µόνο σε αυτούς, αλλά θα πρέπει να τα μοιράζονται με όσους δεν έχουν παρόμοια χαρίσματα.

Αν και η αρχή της διαφοράς δεν απαιτεί µια ίση κατανοµή του εισοδήματος και του πλούτου, η βαθύτερη ιδέα της εκφράζει ένα ισχυρό εξισωτικό όραμα που μπορεί να εμπνεύσει.

Σημάδι πραγματικής δύναμης είναι η κατανόηση της άποψης των άλλων

Μερικές φορές νομίζουμε ότι θέλουμε να επιλύσουμε διαμάχες, αλλά οι μέθοδοί μας επιδεινώνουν την κατάσταση. Θυμώνουμε και φωνάζουμε, πιστεύοντας ότι έτσι θα αναγκάσουμε τον άλλον να πάει με τα νερά μας. Όμως η επίθεση, η κριτική και οι απειλές τιμωρίας γυρνούν μπούμερανγκ τόσο απέναντι στα παιδιά όσο και στους ενηλίκους. Οι αντιδράσεις θυμού κλιμακώνουν μια διαφωνία.

Γινόμαστε τρομοκράτες οι ίδιοι και δεν καταλαβαίνουμε ότι οι τρομοκράτες, στην ουσία, δεν είναι καθόλου δυνατοί. Αυτοί που συμπεριφέρονται με κακία και θυμό στο προαύλιο, στη δουλειά ή στις πολιτικές καμπάνιες είναι συνήθως οι πιο αδύναμοι και πιο ανασφαλείς.

Σημάδι πραγματικής δύναμης είναι η κατανόηση της άποψης των άλλων και η συγχώρεση. Ξοδεύουμε πολύ χρόνο στο να χτίσουμε γερά και υγιή κορμιά, μα ελάχιστο χρόνο στο χτίσιμο ενός δυνατού και υγιή νου. Όταν δεν μπορούμε να ελέγχουμε τον νου μας, θυμώνουμε και ξεσπάμε και λέμε ή κάνουμε πράγματα για τα οποία έπειτα μετανιώνουμε.

Κάθε μέρα ίσως νιώθουμε δεκάδες φορές να μας κατακλύζει κύμα θυμού ή σύγχυσης και πρέπει να αποφασίζουμε πώς θα αντιδράσουμε. Ένας συνάδελφος στη δουλειά μάς λέει κάτι και απαντάμε κοφτά και απότομα, ή λαμβάνουμε ένα εκνευριστικό μήνυμα και κάνουμε αντεπίθεση χωρίς να σκεφτόμαστε. Αφήνουμε τον θυμό μας να πληγώνει ακόμα και ανθρώπους που αγαπάμε πολύ, τα παιδιά ή τους συντρόφους μας. Μας απογοητεύουν ή λένε κάτι με το οποίο διαφωνούμε, και ξεσπάμε πάνω τους.

Τα λόγια μπορούν να πληγώσουν ανεπανόρθωτα τους ανθρώπους που θα έπρεπε να αντιμετωπίζουμε με τρυφερότητα και αγάπη, και δεν συνειδητοποιούμε ότι ο θυμός πληγώνει ακόμα κι εμάς τους ίδιους. Σκεφτείτε πόσο άσχημα νιώθετε όταν προσβάλλετε ή συμπεριφέρεστε σκληρά σε κάποιον. Το σώμα σας σφίγγεται και το μυαλό σας μοιάζει να φλέγεται. Το ξέσπασμά σας σας απορροφά και δεν μπορείτε να συγκεντρωθείτε σε τίποτε άλλο. Ο θυμός στενεύει τα όρια του κόσμου σας έτσι ώστε το μόνο που βλέπετε είναι η προσβολή της στιγμής. Ίσως αργότερα ηρεμείτε και ζητάτε συγγνώμη, αλλά το κακό έχει ήδη γίνει.

Όταν αντιδρούμε απερίσκεπτα κι επιθετικά, είναι σαν να έχουμε εκτοξεύσει σφαίρες που δεν επιστρέφουν ξανά στο όπλο. Πρέπει να θυμόμαστε ότι έχουμε την επιλογή να αντιδρούμε διαφορετικά.

ΔΙΩΝ: Αν κανείς είναι εκ φύσεως πραγματικά συνετός, δεν θα δίνει καμία σημασία στον έπαινο των πολλών

ΔΙΩΝ – Πες μου, στο όνομα του Δία, έχεις ακούσει για το έργο ενός χαρισματικού ζωγράφου, ο οποίος παρουσίασε στο πλήθος μια θαυμαστή εικόνα ενός αλόγου, η οποία ήταν ακριβής;

Λένε ότι αυτός διέταξε τον υπηρέτη του να παραφυλάει όσους την έβλεπαν, αν την κατηγορούσαν ή την επαινούσαν, και να θυμάται τι έλεγαν και να του τα μεταφέρει.

Καθένας από εκείνους έλεγε κάτι διαφορετικό για την εικόνα και κατηγορούσε άλλος, πιστεύω, το κεφάλι, άλλος τα ισχία, άλλος τα πόδια, ότι, αν είχαν γίνει αλλιώς, θα ήταν πολύ ωραιότερα.

Μόλις ο ζωγράφος άκουσε τον υπηρέτη, έφτιαξε άλλη εικόνα σύμφωνα με την αντίληψη και την αίσθηση των πολλών και πρόσταξε να τη βάλουν δίπλα στην προηγούμενη.

Η διαφορά, λοιπόν, ήταν μεγάλη γιατί η μία ήταν πάρα πολύ ακριβής, ενώ η άλλη ήταν πάρα πολύ άσχημη και γελοία και έμοιαζε περισσότερο με όλα παρά με άλογο.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι, αν κανείς έχει μεγάλη ανάγκη τον έπαινο των πολλών, έτσι θα κάνει το καθετί και θα προθυμοποιηθεί να εμφανίσει τον εαυτό του τέτοιο όπως αξιώνουν οι πολλοί. Και είναι προφανές ότι πολύ γρήγορα θα μοιάζει όχι με εκείνο το πρώτο άλογο, που φτιάχτηκε απλά και σύμφωνα με την τέχνη ενός, αλλά με το θαυμαστό και πολυσύνθετο δημιούργημα, το οποίο δεν αρέσει ούτε σε εκείνους τους ίδιους, τους δημιουργούς του, αλλά έχει συντεθεί από την αίσθηση και τη δημιουργία όλων.

Όπως ακριβώς λέει ο μύθος ότι η Πανδώρα, η οποία δεν είχε πλαστεί από έναν θεό αλλά από όλους μαζί, καθώς καθένας δώριζε και προσέθετε κάτι διαφορετικό, πλάσμα γεννημένο χωρίς καμία σοφία ούτε για καλό, αλλά πολύμορφο και πολυποίκιλο, απέβη κακό για όσους το έλαβαν. Αφού όμως ο όχλος και ο λαός των θεών, όταν δημιουργούσε και εργαζόταν από κοινού, δεν κατέστη ικανός να εργαστεί όμορφα και άμεμπτα, τι θα μπορούσε να πει κανείς για τη ζωή και τον άνθρωπο που πλάθονται και δημιουργούνται από την ανθρώπινη αντίληψη;

Είναι, λοιπόν, φανερό ότι, αν κανείς είναι εκ φύσεως πραγματικά συνετός, δεν θα δίνει καμία σημασία στον λόγο των πολλών ούτε θα υπηρετεί με κάθε τρόπο τον έπαινό τους, ώστε ποτέ δεν θα θεωρήσει τον έπαινο αυτό σπουδαίο, πολύτιμο και, για να το πούμε έτσι, αγαθό.

Και αν δεν τον θεωρεί αγαθό, θα είναι ανίκανος να φθονεί γι’ αυτό όσους τον έχουν.

Για εμάς, λοιπόν, ο αξιόλογος, συνετός και σωφρονισμένος άνθρωπος δεν είναι τέτοιος που κυνηγά πλούτους, επαίνους, ολυμπιακά και πυθικά στεφάνια, επιγραφές σε στήλες και έγγραφες μαρτυρίες λαών και βασιλιάδων, προκειμένου να είναι περίβλεπτος και επιφανής, αλλά πορεύεται στη ζωή ευπρεπής και μετρημένος, όσο είναι δυνατόν, ταπεινός και σωφρονισμένος ο ίδιος από τον εαυτό του και τη σκέψη του, χωρίς να χρειάζεται κανένα στολισμό απέξω και καμία επιπρόσθετη τιμή.

ΔΙΩΝ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Η μεγαλύτερη ευτυχία είναι η προσωπικότητα

Η βασική αλήθεια της Ευδαιμονολογίας παραμένει ακλόνητη: έχει πολύ μικρότερη σημασία το τι έχει ο άνθρωπος ή το ποια εικόνα παρουσιάζει προς τα έξω από το τι είναι. «Η μεγαλύτερη ευτυχία είναι η προσωπικότητα» (Γκαίτε, 7ο ποίημα). 

Σε όλα τα πράγματα και σε όλες τις περιπτώσεις ο άνθρωπος απολαμβάνει στην πραγματικότητα μόνο τον εαυτό του: κι αν ο εαυτός μας δεν κάνει για πολλά, τότε όλες οι απολαύσεις μοιάζουν με ακριβά κρασιά σ’ έναν κόσμο πλημμυρισμένο από χολή. – Κι αφού οι μεγάλοι εχθροί της ανθρώπινης ευτυχίας είναι δύο, ο πόνος και η πλήξη, η φύση της προσωπικότητας έχει προβλέψει εναντίον τους κάποιες άμυνες: κατά του πόνου (ο οποίος πολύ συχνότερα είναι πνευματικός παρά σωματικός) έχει προβλέψει την ευθυμία, και κατά της πλήξης το πνεύμα. – Τα δύο αυτά δεν συγγενεύουν μεταξύ τους, σε ακραίες περιπτώσεις μάλιστα θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ασύμβατα. 

Η διανόηση είναι συγγενής με τη μελαγχολία [κατά τον Αριστοτέλη] οι ευφυείς άνθρωποι είναι μελαγχολικοί και οι πιο εύθυμες διαθέσεις χαρακτηρίζουν επιφανειακές πνευματικές δυνάμεις. Όσο καλύτερα είναι μια φύση εξοπλισμένη απέναντι σε ένα απ’ αυτά τα κακά, τόσο χειρότερα είναι εξοπλισμένη κατά κανόνα απέναντι στο άλλο. – Καμιά ανθρώπινη ζωή δεν είναι απαλλαγμένη από τον πόνο και την πλήξη: και είναι μια ιδιαίτερη εύνοια της μοίρας, όταν εκθέτει τον άνθρωπο κυρίως στο ένα απ’ τα δύο αυτά κακά, για το οποίο είναι ιδιαίτερα καλά εξοπλισμένος, στέλνει δηλαδή πολύ πόνο σ’ αυτόν που είναι ιδιαίτερα εύθυμος και πολύ μεγάλη πλήξη σ’ αυτόν που έχει πολύ πνεύμα- δε συμβαίνει όμως το αντίθετο. Γιατί το πνεύμα πολλαπλασιάζει τον πόνο δυο και τρεις φορές· και για έναν ψυχισμό χωρίς πνεύμα η μοναξιά και ο απόλυτα κενός χρόνος είναι ανυπόφορα πράγματα.

Πώς οι αρχαίοι αντιμετώπιζαν τις προσβολές

Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ήταν πραγματικοί ήρωες, αλλά δεν ήξεραν τίποτα για την ιπποτική τιμή. Η δική τους μονομαχία δεν είχε καμία σχέση με τον τρόπο ζωής των ευγενών, ήταν απλώς ένα θέαμα με μισθοφόρους μονομάχους, σκλάβους καταδικασμένους σε θάνατο και εγκληματίες, που στέλνονταν στην αρένα, μαζί με άγρια θηρία, για να διασκεδάσουν τους Ρωμαίους.

Στον Μεσαίωνα τα θεάματα με τους μονομάχους καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν αργότερα από τη μονομαχία, που ήταν ο τρόπος επίλυσης των διαφορών μέσω της θεοδικίας. Αν η μάχη μεταξύ των μονομάχων ήταν μια βάρβαρη θυσία στον βωμό της επιθυμίας για εντυπωσιακά θεάματα, οι μονομαχίες είναι μια βάρβαρη θυσία στον βωμό των προκαταλήψεων – όπου δεν θυσιάζονται εγκληματίες, δούλοι και αιχμάλωτοι, αλλά οι ευγενείς και οι ελεύθεροι άνθρωποι. Πάμπολλα στοιχεία του χαρακτήρα των αρχαίων δείχνουν ότι ήταν απολύτως απαλλαγμένοι από τέτοιες προκαταλήψεις. Για παράδειγμα, όταν ένας Τεύτονας αρχηγός κάλεσε τον Μάριο σε μονομαχία, εκείνος του πρότεινε, αν είχε βαρεθεί τη ζωή του, να πάει να κρεμαστεί• παράλληλα, του παραχώρησε, αν ήθελε να μονομαχήσει, έναν βετεράνο μονομάχο.

Ο Πλούταρχος αναφέρει στον βίο του Θεμιστοκλή ότι κάποτε ο επικεφαλής του στόλου, ο Ευρυβιάδης, σήκωσε το ραβδί του για να τον χτυπήσει• τότε ο Θεμιστοκλής, αντί να τραβήξει το σπαθί του, είπε απλά: Πάταξον μέν ούν, άκουσον δέ [«Χτύπησέ με, αλλά άκουσέ με»]. Πόσο οικτρά πρέπει να απογοητεύεται ο αναγνώστης, εάν είναι άνθρωπος της τιμής, ανακαλύπτοντας ότι δεν αναφέρεται πουθενά ότι οι Αθηναίοι αξιωματικοί αρνήθηκαν μαζικά να υπηρετούν υπό τον Θεμιστοκλή μετά από αυτή την απάντηση!

Ο Πλάτωνας σε ένα σημείο των Νόμων αναφέρεται εκτενώς στην αικία, την προσβλητική συμπεριφορά, όπου και φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι αρχαίοι δεν συνέδεαν ούτε στο παραμικρό το αίσθημα της τιμής με αυτά τα ζητήματα. Μια φορά, όταν κάποιος κλότσησε το Σωκράτη, η ανεκτικότητά του προκάλεσε την απορία ενός από τους φίλους του. «Αν με κλοτσούσε ένας γάιδαρος» είπε ο Σωκράτης «θα έπρεπε να νιώσω αδικημένος;». Και κάποια άλλη φορά, όταν τον ρώτησαν «Αυτός δεν σε προσέβαλε και σου φέρθηκε άσχημα;» εκείνος απάντησε: «Όχι, τίποτα απ’ όσα λέει δεν με αφορά.

Ο Στοβαίος έχει διασώσει ένα εκτενές χωρίο του Μουσώνιου, στο οποίο φαίνεται πώς οι αρχαίοι αντιμετώπιζαν τις προσβολές. Δεν γνώριζαν καμία άλλη μορφή αποκατάστασης της προσβολής εκτός από εκείνη που όριζε ο νόμος, και οι σοφοί άνθρωποι περιφρονούσαν ακόμη κι αυτή. Αν ένας Έλληνας δεχόταν ένα χαστούκι, μόνο μέσω του νόμου θα δικαιωνόταν, όπως αναφέρεται και στον Γοργία του Πλάτωνα, όπου υπάρχει και η γνώμη του Σωκράτη πάνω στο θέμα αυτό. Το ίδιο βλέπουμε και σε μια αναφορά του Γέλλιου για κάποιον Λούκιο Βεράτιο, ο οποίος είχε το θράσος να χαστουκίζει Ρωμαίους πολίτες στον δρόμο χωρίς καμιά αιτία• για να αποφύγει όμως ενδεχόμενες συνέπειες, είχε μαζί του έναν δούλο με μια τσάντα γεμάτη νομίσματα, ο οποίος πλήρωνε επιτόπου στους έκπληκτους παθόντες το ασήμαντο ποσό που όριζε ο νόμος.

Ο Κράτης, ο περίφημος κυνικός φιλόσοφος, δέχτηκε ένα τόσο δυνατό χαστούκι από τον Νικόδρομο τον μουσικό, που το πρόσωπό του πρήστηκε και μελάνιασε. Τότε έβαλε μια μικρή ταμπέλα στο μέτωπό του με την επιγραφή Νικόδρομος εποίει [‘Εργο του Νικόδρομου], κάτι που επέφερε τον χλευασμό για τον μουσικό, ο οποίος είχε φερθεί με τόση βαρβαρότητα στον άνθρωπο που όλη η Αθήνα τιμούσε σαν εφέστιο θεό. Και σε ένα γράμμα στον Μελήσιππο, ο Διογένης από τη Σινώπη αναφέρει ότι τον ξυλοφόρτωσαν μεθυσμένοι νεαροί Αθηναίοι, αλλά προσθέτει ότι πρόκειται για ασήμαντο ζήτημα.

Και ο Σενέκας, επίσης, αφιερώνει τα πέντε τελευταία κεφάλαια του έργου του De constantίa sapientίs σε μια εκτενή συζήτηση πάνω στο θέμα της προσβολής (contumelia), με στόχο να δείξει ότι ένας σοφός άνθρωπος θα την παραβλέψει. Στο κεφάλαιο 14 διερωτάται: «Τι κάνει ένας σοφός άντρας αν τον χτυπήσουν; Ό,τι έκανε και ο Κάτωνας όταν κάποιος τον χτύπησε στο στόμα. Δεν οργίστηκε, ούτε εκδικήθηκε την προσβολή, ούτε καν ανταπέδωσε το χτύπημα• απλώς το αγνόησε».

«Αυτοί όμως ήταν φιλόσοφοι» λέτε εσείς οι άνθρωποι της τιμής. Και εσείς τι είστε; Ανόητοι; Ακριβώς.

Η εντυπωσιακή διαδρομή του Αλκιβιάδη. Περισσότερο αδικούσε ή αδικούταν;

Αλκιβιάδης: Αθηναίος πολιτικός. Ήταν φύση προικισμένη με πολλές αρετές. Επιζητούσε τα πρωτεία, ήταν θορυβώδης και θρασύς. Πάνω στο μεθύσι του έκοψε τα κεφάλια των αγαλμάτων του Ερμή Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Αλκιβιάδης άλλαξε τις πολιτικές του συμμαχίες αρκετές φορές. Στη πατρική του Αθήνα, στις αρχές της δεκαετίας του 410 π.Χ, υιοθέτησε μια επιθετική ξένη πολιτική, και ήταν εξέχων υποστηρικής της εκστρατείας στη Σικελία.Το καλοκαίρι του 415 π.Χ. και ενώ ο λεγόμενος Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε μπει στο 17ο έτος, οι Αθηναίοι, ύστερα από πολλές συζητήσεις και αντεγκλήσεις στην Εκκλησία του Δήμου, αποφασίζουν να αποσταλεί στη Σικελία μεγάλη στρατιωτική δύναμη με αρχηγούς τούς Αλκιβιάδη, Νικία και Λάμαχο. Με αυτήν θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους Εγεσταίους στη διαμάχη τους με τους Σελινουντίους, να απτής πράξης, οι Ερμοκοπίδες των γραπτών πηγών μας, είχαν περιοριστεί στον ακρωτηριασμό των φαλλών!

Το γεγονός προκάλεσε πανικό στους Αθηναίους. «Κανείς δεν γνώριζε τους ενόχους» μάς λέει ο Θουκυδίδης «αλλά προκηρύχτηκαν δημοσία μεγάλες αμοιβές για να τους ανακαλύψουν και ψήφισαν, επίσης, ότι οποιοσδήποτε, είτε πολίτης είτε ξένος είτε δούλος ήξερε καμιάν άλλη ιεροσυλία, έπρεπε να την καταγγείλει χωρίς φόβο για το άτομό του. Θεωρούσαν το πράγμα εξαιρετικά σοβαρό, γιατί νόμιζαν ότι ήταν κακό σημάδι για την εκστρατεία και ότι ήταν εκδήλωση συνωμοσίας για να γίνη επανάσταση και ν’ ανατραπή η δημοκρατία.

Ο Αλκιβιάδης στο στόχαστρο

Μερικοί μέτοικοι και υπηρέτες, χωρίς ν’ αποκαλύψουν τίποτε για τους Ερμάς, έκαναν μια καταγγελία για προγενέστερους ακρωτηριασμούς άλλων αγαλμάτων, τους οποίους, για διασκέδαση, είχαν κάνει μεθυσμένοι νεαροί και αποκάλυψαν ταυτόχρονα ότι σε μερικά σπίτια γίνονταν παρωδίες των Μυστηρίων της Ελευσίνος. Μεταξύ άλλων, κατηγορούσαν και τον Αλκιβιάδη. Υιοθετούσαν την κατηγορία οι εχθροί του Αλκιβιάδη, επειδή ήταν εμπόδιο για να γίνουν αυτοί ηγέτες των δημοκρατικών. Νομίζοντας ότι αν πετύχαιναν να τον διώξουν από την πολιτεία, θα γίνονταν αυτοί αρχηγοί της… Ελεγαν ότι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχαν γίνει χωρίς την ανάμιξή του και πρόσθεταν για επιχείρημα την εν γένει διαγωγή του, περιφρονητική του νόμου και αντιδημοκρατική».

Παρ’ όλες τις σοβαρές αυτές κατηγορίες ο Αλκιβιάδης συνόδευσε τις στρατιωτικές δυνάμεις στη Σικελία. Ο ίδιος ήθελε να παραμείνει στην Αθήνα προκειμένου να απολογηθεί, αλλά αυτό δεν του το επέτρεψαν οι αντίπαλοί του. Γνωρίζοντας ότι ήταν πολύ δημοφιλής στον λαό, δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι κατά τη χρονική εκείνη στιγμή θα αθωωνόταν πανηγυρικά. Αν έφευγε όμως μαζί με το υπόλοιπο στράτευμα για τη Σικελία, θα είχαν όλο τον χρόνο, και μάλιστα χωρίς σοβαρή αντίσταση, να διαμορφώσουν ένα αρνητικό γι’ αυτόν κλίμα, κάτι που τελικά και πέτυχαν.

Τα αθηναϊκά πλοία είχαν φθάσει ήδη στη Σικελία και ελλιμενίζοντο στην Κατάνη, όταν έφθασε εκεί η «Σαλαμινία», το ιερό πλοίο των Αθηναίων, ζητώντας από τον Αλκιβιάδη και ορισμένους στρατιώτες να επιστρέψουν στην Αθήνα προκειμένου να απολογηθούν για τις κατηγορίες που τους βάραιναν, δηλαδή για τη συμμετοχή τους στον ακρωτηριασμό των ερμαϊκών στηλών και την παρωδία των Μεγάλων Μυστηρίων της Ελευσίνας. Το αθηναϊκό κράτος δεν είχε πάψει ποτέ τις έρευνές τους για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραστών των παραπάνω αδικημάτων, καθώς είχε την υποψία ότι αυτά σχετίζονταν με προσπάθειες σκοτεινών κύκλων να ανατρέψουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Ωστόσο το όλο πολιτικό κλίμα της εποχής ήταν νοσηρό και οδήγησε τις ανακρίσεις σε υπερβολές και ακρότητες. Παντού κυριαρχούσε η τρομοκρατία και πολλοί διακατέχονταν από ένα αίσθημα φόβου και ανασφάλειας.

Κατέφυγε στη Σπάρτη, όταν οι πολιτικοί του εχθροί υπέβαλαν μήνυση για ιεροσυλία. Στη Σπάρτη, υπηρέτησε ως στρατηγικός σύμβουλος, προτείνοντας ή επιβλέποντας μεγάλες εκστρατείες κατά της Αθήνας. Και στη Σπάρτη, ωστόσο, ο Αλκιβιάδης απέκτησε ισχυρούς εχθρούς και αποστάτησε στην Περσία. Εκεί υπηρέτησε ως σύμβουλος του σατράπη Τισσαφέρνη, μέχρι να του ζητήσουν οι Αθηναίοι να επιστρέψει. Τότε, υπηρέτησε ως Αθηναίος Στρατηγός για αρκετά χρόνια, αλλά οι εχθροί του κατάφεραν να τον εξορίσουν για δεύτερη φορά. Η εκστρατεία στη Σικελία ήταν ιδέα του Αλκιβιάδη.

Στα χρόνια που υπηρέτησε τη Σπάρτη, ο Αλκιβιάδης έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην καταστροφή της Αθήνας – η κατάληψη της Δεκέλειας και οι εξεγέρσεις αρκετών κριτικών αθηναϊκών θεμάτων διεξήχθησαν είτε λόγω της γνώμης του είτε υπό τη διοίκηση του. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε μια σειρά αθηναϊκών νικών που ανάγκασαν τη Σπάρτη να ζητήσει ειρήνη. Ευνόησε αντισυμβατικές τακτικές, νικώντας τις μάχες με προδοσία ή διαπραγματεύσεις αντί με πολιορκία. Τα πολιτικά και στρατιωτικά ταλέντα του Αλκιβιάδη αποδείχθηκαν χρήσιμα για όποιο κράτος ήταν υπό την υποταγή του, αλλά η κλίση του να κάνει ισχυρούς εχθρούς ήταν συμβατή με το γεγονός ότι ποτέ δεν έμενε σε ένα μέρος για πολύ καιρό.

Ο Αλκιβιάδης πρότεινε στους Αθηναίους να φύγουν από τους Αιγός ποταμούς που έχουν αγκυροβολήσει και να πάνε στη Σηστό. Η πρότασή του ήταν λογική αλλά κανένας Αθηναίος δεν τον άκουσε..Είχε διαπράξει τόσα πολλά εις βάρος των Αθηναίων που ήταν δικαιολογημένη η στάση τους

Η Πάραλος και η Σαλαμινία ήταν τα ιερά πλοία των Αθηναίων. Εδώ, η Πάραλος πηγαίνει στην Αθήνα να ανακοινώσει τα δυσάρεστα νέα.

Οι Αθηναίοι στρατηγοί απορρίπτουν τις λογικές προτάσεις του Αλκιβιάδη. Ο πανούργος Λύσανδρος επιτίθεται αιφνιδιαστικά κατά των Αθηναίων, όταν αυτοί είχαν βγει στη ξηρά για αναζήτηση τροφίμων. Όλα σχεδόν τα πλοία των Αθηναίων, εκτός από εννέα, περιέρχονται στα χέρια των Πελοποννησίων αμαχητί.

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ, ἙΛΛΗΝΙΚΑ

ELIZA: H εφεύρεση που τρόμαξε τον δημιουργό της – Το πρώτο πρόγραμμα συνομιλίας μέσω υπολογιστή στον κόσμο

Επιστήμονας υπολογιστών του MIT κατάφερε το στα τέλη της δεκαετίας του 1960να ολοκληρώσει την εργασία στο ELIZA, το πρώτο αυτόνομο πρόγραμμα συνομιλίας μέσω υπολογιστή στον κόσμο.

Με 200 γραμμές κώδικα, το ELIZA ήταν ικανό να κρατήσει το ένα άκρο μιας συνομιλίας με έναν άνθρωπο.

Το πρόγραμμα ήταν στοιχειώδες αλλά αποτελεσματικό, ίσως υπερβολικά αποτελεσματικό.

Η ELIZA ήταν ένα απλό πρόγραμμα υπολογιστή. Θα αναζητούσε τη λέξη-κλειδί στη δήλωση ενός χρήστη και στη συνέχεια θα την αντανακλούσε με τη μορφή μιας απλής φράσης ή ερώτησης. Όταν δεν καταλάβαινε τι της έλεγε ο χρήστης, τότε χρησιμοποιούσε ένα σύνολο γενικών προτροπών όπως “παρακαλώ συνεχίστε” ή “πες μου περισσότερα”.

Το πρώτο chatbot, κοινώς.

Ο Weizenbaum γεννήθηκε στο Βερολίνο της Γερμανίας το 1923 και έφυγε από τη χώρα με την οικογένειά του το 1935 για να ξεφύγει από τη ναζιστική κυριαρχία. Κατέληξαν στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Μετά από μια θητεία στο Σώμα Αεροπορίας Στρατού ως μετεωρολόγος, ο Weizenbaum συνέχισε την επίσημη εκπαίδευσή του και εφάρμοσε τις σημαντικές μαθηματικές του δεξιότητες στην αναπτυσσόμενη βιομηχανία των υπολογιστών.

Οι υπολογιστές της εποχής, γίγαντες, μεγάλοι υπολογιστές που εκτείνονταν σε δωμάτια, ήταν στα σπάργανα, αλλά ήδη έδειχναν τις δυνατότητές τους για εμπορική και εκπαιδευτική χρήση. Το 1955, ο Weizenbaum βοήθησε την General Electric στο σχεδιασμό του πρώτου υπολογιστή που χρησιμοποιήθηκε για τραπεζικές εργασίες.

Αργότερα, ως επισκέπτης αναπληρωτής καθηγητής επιστήμης υπολογιστών στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (MIT), ο Weizenbaum άρχισε να διερευνά τις δυνατότητες αυτών των υπολογιστών να έχουν αγγλόφωνες αλληλεπιδράσεις με τον μέσο άνθρωπο, κάτι που δεν ήταν δυνατό εκείνη τη στιγμή.

Το να «μιλάς» σε έναν υπολογιστή σε εκείνο το σημείο συνήθως σήμαινε εκμάθηση μιας γλώσσας προγραμματισμού.

Ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί μια συνομιλία μεταξύ ενός υπολογιστή και ενός ανθρώπου, πίστευε ο Weizenbaum, ήταν να μιμηθεί την επαναλαμβανόμενη δομή μιας συνεδρίας ψυχανάλυσης, με το πρόγραμμα να επαναλαμβάνει λέξεις και να επαναδιατυπώνει δηλώσεις που του δίνονται με τη μορφή ερώτησης.

Η ιδέα, είπε το 1984, ήταν να έχουμε ένα πρόγραμμα που δεν χρειαζόταν μια βαθιά δεξαμενή γνώσης.

Η ιδέα χρειαζόταν «συζητήσεις στις οποίες ένα από τα μέρη δεν χρειάζεται να ξέρει τα πάντα, και μου ήρθε στο μυαλό ένας ψυχίατρος. Ίσως αν το σκεφτόμουν 10 λεπτά παραπάνω, θα είχα βρει έναν μπάρμαν».

Χρησιμοποίησε μια γλώσσα προγραμματισμού που ονόμασε MAD-SLIP για να δημιουργήσει το πρόγραμμα. Το ονόμασε ELIZA από τον χαρακτήρα Eliza Dolittle από το έργο του George Bernard Shaw το 1913, Pygmalion (Μια προσαρμογή του έργου, το μιούζικαλ My Fair Lady, έκανε το ντεμπούτο της το 1956)

Ο Weizenbaum έκανε το ντεμπούτο του στο ELIZA το 1966. Προσκάλεσε φοιτητές του MIT καθώς και συναδέλφους του να αλληλεπιδράσουν με το πρόγραμμα. Τα μηνύματα στάλθηκαν στον κεντρικό υπολογιστή μέσω ενός συστήματος χρονομερισμού [PDF], το οποίο επέτρεπε στο υλικό να φιλοξενεί πολλούς χρήστες ταυτόχρονα.

Οι δηλώσεις στη συνέχεια αναλύθηκαν από την ELIZA και στάλθηκαν πίσω σε ηλεκτρική γραφομηχανή και εκτυπωτή. Λέξεις όπως φίλη, κατάθλιψη, τι, μητέρα και πατέρας θα μπορούσαν να προκαλέσουν απαντήσεις.

Οι χρήστες έπρεπε να προσέχουν να μην χρησιμοποιούν ερωτηματικό, το οποίο θα ερμηνευόταν ως αίτημα διαγραφής γραμμής.

Υπάρχουν πτυχές της ανθρώπινης ζωής που ένας υπολογιστής δεν μπορεί να καταλάβει

Ξανά και ξανά, όσοι δοκίμαζαν το ELIZA αισθάνονταν τόσο άνετα με το μηχάνημα που άρχισαν να χρησιμοποιούν το πρόγραμμα ως ένα είδος εξομολογητή. Προσωπικά προβλήματα κοινοποιήθηκαν για τη συμβουλή της ELIZA – στην πραγματικότητα, η ικανότητα του προγράμματος να ακούει χωρίς κρίση.

Ο Weizenbaum φρόντισε να εξηγήσει ότι ήταν απλώς ένα πρόγραμμα, ότι κανένας άνθρωπος δεν βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής. Δεν είχε σημασία. Ο κόσμος διαπότισε την ELIZA με το ίδιο το ανθρώπινο χαρακτηριστικό της συμπάθειας.

Αυτή η παρατήρηση θα μπορούσε να ευχαρίστησε τον εφευρέτη της ELIZA, εκτός από το γεγονός ότι τον ενοχλούσε η προθυμία ενός ατόμου να συνδυάσει ένα πρόγραμμα με πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις. Έχοντας γλιτώσει από την τυραννική κυριαρχία της ναζιστικής Γερμανίας, ήταν ίσως ειδικά συντονισμένος με τους κινδύνους της μείωσης του ανθρώπινου παράγοντα στην κοινωνία.

Ως αποτέλεσμα, το ELIZA έγινε κάτι σαν επώδυνο σημείο για τον Weizenbaum, ο οποίος έστρεψε την προσοχή του στη συγκέντρωση κριτικών για την εισαγωγή της ανθρώπινης σκέψης πολύ γρήγορα και την παροχή υπερβολικής αξιοπιστίας στην ψευδαίσθηση της ευφυΐας.

«Υπάρχουν πτυχές της ανθρώπινης ζωής που ένας υπολογιστής δεν μπορεί να καταλάβει, δεν μπορεί», είπε ο Weizenbaum στους New York Times το 1977. «Είναι απαραίτητο να είσαι άνθρωπος. Η αγάπη και η μοναξιά έχουν να κάνουν με τις βαθύτερες συνέπειες της βιολογικής μας σύστασης. Αυτό το είδος κατανόησης είναι καταρχήν αδύνατη για τον υπολογιστή».

Στην περίπτωση της ELIZA, αυτό θα μπορούσε μερικές φορές να επιτευχθεί με το χρόνο. Μετά από μια ντουζίνα ανταλλαγές, οι περιορισμοί του προγράμματος άρχισαν να φαίνονται και η συζήτηση έγινε πιο κουραστική. Το ίδιο ισχύει και για το PARRY, ένα chatbot που εισήχθη από τον ψυχίατρο του Στάνφορντ, Κένεθ Κόλμπι το 1971, και ένα που είχε σκοπό να μιμηθεί τη συμπεριφορά ενός ατόμου με παρανοϊκή σχιζοφρένεια.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Weizenbaum ανησυχούσε αρκετά για την τροχιά της τεχνητής νοημοσύνης που έγραψε το βιβλίο του 1976 Computer Power and Human Reason: From Judgment to Calculation, το οποίο υποστήριξε ότι οι υπολογιστές δεν μπορούν ποτέ να είναι παντογνώστες.

Οι άνθρωποι, είπε, χρειάζονται ανθρώπους για να αντιμετωπίσουν τα ανθρώπινα προβλήματα. Αν και αυτή δεν ήταν η μόνη ένσταση που ακούστηκε σχετικά με τους υπολογιστές, ήταν μια από τις σπάνιες φορές που ένας επιστήμονας υπολογιστών κρούει τον κώδωνα του κινδύνου.

Το ELIZA κέρδισε κάποια ανανεωμένη προσοχή το 1980, όταν ο αναπτυσσόμενος κόσμος των προσωπικών υπολογιστών δημιούργησε ένα πρόγραμμα συνομιλίας.

Τη στιγμή του θανάτου του το 2008, ο Weizenbaum εξακολουθούσε να προειδοποιεί για τους κινδύνους της αλόγιστης τεχνολογικής εξέλιξης.

Ο Αριστοτέλης, η φιλία προς τον εαυτό, η ευνοϊκή διάθεση και η σύμπνοια

Το ζήτημα της φιλίας με τον εαυτό θεωρείται ακανθώδες, καθώς οι αντικρουόμενες απόψεις, που υποστηρίζουν τόσο τη δυνατότητα όσο και το αδύνατο αυτού, φαίνονται εξίσου πειστικές: «Το θέμα, τώρα, της ενδεχόμενης φιλίας με τον ίδιο μας τον εαυτό χωράει πολλή συζήτηση. Αρκετοί έχουν την άποψη ότι ο καθένας είναι φίλος με τον εαυτό του. Με γνώμονα, μάλιστα, τη φιλία για τον εαυτό μας, κρίνουν και τη φιλία για τους άλλους» (1240a 10-14).

Ο Αριστοτέλης, όμως, θα επισημάνει και την αναπόφευκτη παραδοξότητα μιας τέτοιας εκδοχής: «Αλλά η φιλία για τον εαυτό μας άλλοτε φαίνεται να διαφοροποιείται απόλυτα εν σχέσει με όσα λέγονται ή πιστεύονται για τους φίλους και άλλοτε να ταυτίζεται με αυτά. Πρόκειται μάλλον για μια φιλία λεγόμενη κατ’ αναλογία όχι όμως και κατ’ ουσία, αφού το να αγαπάς και να αγαπιέσαι προϋποθέτει δύο ξεχωριστές οντότητες» (1240a15-19).

Το δεδομένο ότι η φιλία χρειάζεται (τουλάχιστον) δύο πρόσωπα καθιστά σαφές ότι το ζήτημα της φιλίας προς τον εαυτό είναι αδύνατο να εκληφθεί κυριολεκτικά. Ο Αριστοτέλης το θέτει αναλογικά θυμίζοντας την περίπτωση του ακρατή που δεν έχει μόνο σχέσεις αγάπης με τον εαυτό του αλλά και έχθρας, αφού με τη συμπεριφορά του τον βλάπτει. Στην ουσία η διερεύνηση στρέφεται στο κατά πόσο είναι δυνατό να αδικεί κανείς τον εαυτό του θέτοντας όμως το θέμα αντίστροφα. Το δεδομένο ότι υφίσταται η αδικία του εαυτού καθορίζει ότι με τον ίδιο τρόπο υφίσταται και η φιλία του.

Ο Αριστοτέλης εξηγεί: «Κατά συνέπεια, υπάρχει φιλία για τον εαυτό μας μόνο με τον τρόπο που λέχθηκε για τον εξαρτημένο από το πάθος και τον εγκρατή: ότι με τον ένα τρόπο λειτουργούν εκούσια και με τον άλλο ακούσια, βάσει της σχέσης που έχουν μεταξύ τους τα μέρη της ψυχής τους. Πρόκειται για την ίδια σχέση που παρατηρείται όταν κάποιος είναι φίλος του εαυτού του και μαζί εχθρός του, ή όταν ο ίδιος αδικεί τον εαυτό του. Όλες αυτές οι περιπτώσεις προϋποθέτουν δύο και ξεχωριστές οντότητες. Εάν, λοιπόν, δεχτούμε ότι και η ψυχή χωρίζεται στα δύο, τότε μπορούμε να τις δεχτούμε· αν όχι, τότε δεν μπορούμε» (1240a 20-27).

Το ότι ο άνθρωπος μπορεί να συμπεριφέρεται συγχρόνως σαν δύο ξεχωριστές οντότητες από τη μια αγαπώντας και υποστηρίζοντας τον εαυτό του και από την άλλη υπονομεύοντας και βλάπτοντάς τον σχετίζεται με το δυϊσμό της ψυχής (το λόγον-άλογον του επιθυμητικού) που διαφοροποιεί τις ακούσιες από τις εκούσιες πράξεις. Η συμπεριφορά που υπαγορεύει η λογική (λόγον έχον μέρος της ψυχής) αντιτίθεται στην επιρροή των παθών (άλογον μέρος της ψυχής) υποδεικνύοντας την αιώνια εσωτερική διαπάλη. Αποδεχόμενοι αυτό το δυϊσμό μπορεί να γίνει κατανοητή και η ανθρώπινη αντιφατικότητα που μπορεί να πάρει διαστάσεις αλλοπρόσαλλου σαν να επρόκειτο για ξεχωριστές υπάρξεις.

Το σίγουρο είναι ότι η σχέση με τον εαυτό μπορεί να αποτελέσει κριτήριο για την ποιότητα των σχέσεων με τους άλλους: «με κριτήριο τη σχέση με τον εαυτό μας μπορούμε να κρίνουμε και τις άλλες μορφές αγάπης και φιλίας που συνήθως μελετούμε» (1240a 27-29).

Και θα δοθούν εξηγήσεις: «Επιπλέον, λέγονται και τα εξής περί φιλίας: “ισότης φιλότης” και ότι μία και η αυτή είναι η ψυχή των αληθινών φίλων. Όλα αυτά μπορούν να αναχθούν σε έναν άνθρωπο μόνο του» (1240b 3-4).

Το δεδομένο ότι οι αληθινοί φίλοι λειτουργούν σαν μια ψυχή αποδεικνύεται τόσο από την ένωση των συναισθημάτων (η χαρά και η λύπη του ενός είναι και του άλλου) όσο κι από την απουσία της ευγνωμοσύνης στις πράξεις τους, αφού κανείς δεν κάνει το καλό στο φίλο προσδοκώντας να του είναι ευγνώμων, όπως θα έκανε και στην περίπτωση που θα ευεργετούσε τον εαυτό του: «Κανείς δεν ευεργετεί τον εαυτό του αποβλέποντας σε κάτι έξω από αυτόν, ούτε βέβαια για να του χρωστά κανείς ευγνωμοσύνη. Και ούτε καν αναφέρει πως έκανε ό,τι έκανε για τον εαυτό του· διότι –έτσι πιστεύουμε– όποιος τονίζει ότι αγαπά, το κάνει επειδή θέλει μάλλον να δείξει ότι αγαπά παρά όντως να αγαπά. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες περιπτώσεις: το να συνυπάρχεις με τον άλλο, και το να μοιράζεσαι τη ζωή με αυτόν, και το να χαίρεσαι με τη χαρά του ή να λυπάσαι με τη λύπη του, με ένα λόγο να είσαι μαζί του μια ψυχή, έτσι που να μην μπορεί να ζήσει ο ένας χωρίς τον άλλο αλλά να πεθαίνει μαζί του: όλα αυτά χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο ως ενότητα, έτσι που να μοιάζει ότι συναναστρέφεται ο ίδιος με τον εαυτό του» (1240b 5-14).

Με άλλα λόγια, αν κάποιος είναι σε θέση να βιώσει την αληθινή φιλία με τον εαυτό, μπορεί να μοιραστεί αυτό το συναίσθημα και με άλλους. Για μια ακόμη φορά το ζήτημα καταλήγει στην απόκτηση και την πραγμάτωση της αρετής: «Ειδικά για τον αγαθό όλα τα προηγούμενα εντάσσονται όντως στη σχέση που έχει με τον εαυτό του. Αλλά σε ένα κακό άνθρωπο, όπως τον εξαρτημένο από το πάθος (άνθρωπο με αδύναμο χαρακτήρα), παρουσιάζονται εσωτερικές αντιφάσεις. Γι’ αυτό και μοιάζει πιθανό να είναι εχθρός του εαυτού του» (1240b 14-17).

Σε τελική ανάλυση, οι σχέσεις που συνάπτει κανείς με τους γύρω του δεν είναι παρά ο καθρέφτης των σχέσεων με τον εαυτό του. Οι ανισόρροπες σχέσεις με τον εαυτό θα έχουν βέβαιη αντανάκλαση και στις σχέσεις με τους άλλους.

Υπό αυτή τη συνθήκη, η δυνατότητα δημιουργίας σχέσεων αληθινής φιλίας κρίνεται μάλλον αβέβαιη: «ο άνθρωπος που παρουσιάζει ενότητα και συνοχή, νιώθει και έλξη για τον εαυτό του· μα έτσι ακριβώς είναι ο αγαθός και ο βάσει αρετής φίλος. Ο μοχθηρός, όμως, δεν παρουσιάζει ενότητα αλλά πολλαπλότητα, και μεταμορφώνεται μέσα στην ίδια μέρα αλλοπρόσωπος. Συμπεραίνουμε ότι η φιλία για τον ίδιο μας τον εαυτό ανάγεται στη φιλία για το αγαθό» (1240b 18-22).

Η σταθερότητα της συμπεριφοράς με γνώμονα την αρετή καταδεικνύει το κύρος της προσωπικότητας που έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό της. Στην ουσία πρόκειται για την αντανάκλαση που έχει η ισορροπία της ψυχής στον κοινωνικό περίγυρο: «ένας τέτοιος άνθρωπος δε λοιδορεί τον εαυτό του όπως ο εξαρτημένος από το πάθος· ούτε ο ύστερος εαυτός του τα βάζει με τον πρότερο, όπως εκείνος που όλο και μετανιώνει για τις αποφάσεις του· ούτε ο πρότερος εαυτός του με τον ύστερο, όπως ψεύτης» (1240b 25-29).

Για τον Αριστοτέλη οι σχέσεις με τον εαυτό είναι τόσο σημαντικές που τις ονομάζει εσωτερική ταυτότητα: «Είναι φανερό ότι η εσωτερική ταυτότητα είναι από τα πιο σημαντικά· βλέπουμε τι συμβαίνει με κάποιους που τα βάζουν με τον εαυτό τους: φτάνουν στην αυτοκτονία» (1240b 31-33).

Κι αυτός είναι ακόμη ένας λόγος που ο ενάρετος πριν από όλα είναι φίλος με τον εαυτό του: «Και ένας άνθρωπος γενικά αγαθός επιζητεί να είναι φίλος ειδικά με τον εαυτό του –το έχουμε ήδη αναφέρει–, διότι έχει μέσα του δύο μέρη που εκ φύσεως θέλουν να υπάρχει φιλία μεταξύ τους, μέρη που δεν είναι δυνατό να διασπαστούν. Γι’ αυτό και ειδικά για τον άνθρωπο θεωρείται ότι ο καθένας είναι φίλος ο ίδιος με τον εαυτό του» (1240b 35-39).

Είναι προφανές ότι τα δύο μέρη που εκ φύσεως έχει κάθε άνθρωπος μέσα του και τα οποία πρέπει να συνυπάρχουν με δεσμούς φιλίας, καθώς δεν μπορούν να διασπαστούν, είναι τα μέρη της ψυχής (λόγον-άλογον) που θα καθορίσουν τη σταθερότητα της προσωπικότητας. Η συμφιλίωση αυτών των μερών, δηλαδή η ύψιστη ψυχική ισορροπία, αποτελεί την ουσία της αγάπης προς τον εαυτό καθιστώντας τον ικανό να συναναστραφεί αρμονικά με τους άλλους ανθρώπους.

Η ανάγκη της ψυχικής ισορροπίας δεν αφορά τα ζώα: «Για τα άλλα ζώα, όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει, π.χ. το άλογο δεν έχει την όρεξη για τον εαυτό του, άρα δεν μπορούμε να πούμε κι ότι είναι φίλος με τον εαυτό του. Επίσης, δεν ισχύει και για τα παιδιά, μέχρις ότου αποκτήσουν την προαίρεση (έλλογη προτίμηση). Διότι μόνο με την προαίρεση μπορεί να προκύψει διαφωνία ανάμεσα στο νου και την επιθυμία» (1240b 39-43).

Η σύμπλευση της λογικής με την επιθυμία καταδεικνύει την ενότητα της ψυχής του ενάρετου ανθρώπου, όπου το λόγον και το άλογον μέρος της συνυπάρχουν αρμονικά. Η κυριαρχία των παθών καταπιέζει τη λογική (όπως και η λογική μπορεί να καταπιέσει τις επιθυμίες) επιφέροντας μεταπτώσεις στη συμπεριφορά. Κι όσο πιο έντονες είναι οι μεταπτώσεις, τόσο πιο έντονη και η μάχη ανάμεσα στα μέρη της ψυχής. Στην ουσία ένας τέτοιος άνθρωπος δυσκολεύεται να αγαπήσει τον εαυτό του καθιστώντας δύσκολες και τις σχέσεις του με τους άλλους.

Η βεβαιότητα ότι είναι αδύνατο να απαλλαγεί κανείς από τον εαυτό του καθιστά το θέμα ακόμη σημαντικότερο, αφού πρόκειται για σχέση ισόβια και αμετάκλητη. Ο Αριστοτέλης την παραλληλίζει με τις συγγενικές σχέσεις: «Η φιλία με τον εαυτό μας παρουσιάζει ομοιότητες και με τη φιλία για τους συγγενείς: ούτε η μία ούτε η άλλη καταργείται. Και μπορεί μεν να υπάρξει διένεξη ανάμεσά τους, όμως αυτοί θα παραμείνουν συγγενείς. Έτσι και ο άνθρωπος: σε όλη του τη ζωή ένας και μοναδικός θα είναι» (1240b 43-46).

Κατόπιν αυτών γίνεται αντιληπτή η σημασία της ευνοϊκής διάθεσης και της σύμπνοιας, τόσο σε επίπεδο ατομικό, ως ενότητα της ψυχής, όσο και σε διαπροσωπικό, ως προϋπόθεση όλων των σχέσεων: «η έρευνά μάς επιβάλλει να προχωρήσουμε στα θέματα της σύμπνοιας και της ευνοϊκής διάθεσης (ευμένειας). Μερικοί ταυτίζουν την ευνοϊκή διάθεση με τη φιλία, άλλοι πάλι λένε ότι η μία προϋποθέτει την άλλη» (1241a 1-3).

Ο Αριστοτέλης θα ξεκαθαρίσει: «Στην πραγματικότητα η ευνοϊκή διάθεση δεν είναι κάτι απολύτως διαφορετικό από τη φιλία, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι και ταυτίζονται. Διότι, αν λάβουμε υπόψη την τριμερή διαίρεση της φιλίας, σε φιλία λόγω αρετής, λόγω χρησιμότητας και λόγω ηδονής, η ευνοϊκή διάθεση απουσιάζει από τις δύο τελευταίες» (1241a 4-6).

Για τη φιλία της χρησιμότητας τα πράγματα έχουν ως εξής: «Στην περίπτωση μιας φιλίας λόγω χρησιμότητας, ο ένας θέλει το καλό του άλλου, όχι όμως για χάρη του άλλου αλλά για τον εαυτό του· οπότε και η ευνοϊκή διάθεση –όπως και η φιλία– δεν είναι στην πραγματικότητα ενέργεια αυτού που τη δείχνει αλλά αυτού που τη δέχεται» (1241a 7-11).

Αποδεχόμενοι ότι η ευνοϊκή διάθεση είναι ενέργεια αυτού που τη δείχνει (κι όχι αυτού που τη δέχεται) γίνεται σαφές ότι στην περίπτωση της χρησιμοθηρικής φιλίας αυτό δεν ισχύει. Το δεδομένο ότι η φιλία της χρησιμότητας θέλει επί της ουσίας το καλό όχι του άλλου, αλλά του ίδιου του εαυτού (που δε θέλει να χάσει τη χρησιμότητα του άλλου) καταδεικνύει ότι εν τέλει η εύνοια δεν στρέφεται προς τον άλλο, αλλά προς τον ίδιο τον εαυτό. Μια τέτοια εκδοχή ευνοϊκής διάθεσης ακυρώνεται εξ’ ορισμού, αφού αυτός που την εκδηλώνει και αυτός που την αποδέχεται είναι το ίδιο πρόσωπο και είναι αδύνατο να θεωρηθεί η ευνοϊκή διάθεση σαν πράξη που ενεργοποιείται από τον αποδέκτη.

Όσο για την ευνοϊκή διάθεση στη φιλία της ευχαρίστησης ο Αριστοτέλης εξηγεί: «Στην περίπτωση μιας φιλίας λόγω ηδονής, δεν μπορεί να υπάρχει ευνοϊκή διάθεση, γιατί τότε θα υπήρχε ευνοϊκή διάθεση και στα άψυχα. Έτσι προκύπτει άνετα το συμπέρασμα ότι η ευνοϊκή διάθεση (ευμένεια) αναπτύσσεται στο πλαίσιο μιας ηθικής φιλίας» (1241a 11-13).

Η εκδοχή της ευνοϊκής διάθεσης προς κάτι άψυχο στερείται νοήματος και (ενδεχομένως) να μπορεί να ειπωθεί μόνο περιπαικτικά ή για χάρη αστειότητας. Η έννοια της ευνοϊκής διάθεσης είναι συνυφασμένη με το τρίτο είδος της φιλίας, χωρίς όμως να αποτελεί τεκμήριο για την ύπαρξή της: «Η ευνοϊκή διάθεση (ευμένεια) αποτελεί γνώρισμα ενός ανθρώπου που απλώς θέλει το καλό του άλλου, ενώ η φιλία χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που προχωρά πέρα από τη θέληση του καλού: στην πραγματοποίησή του. Η ευνοϊκή διάθεση, δηλαδή, είναι αρχή φιλίας· διότι ο φίλος έχει οπωσδήποτε και ευνοϊκή διάθεση για το φίλο του, ενώ όποιος έχει ευνοϊκή διάθεση δε σημαίνει και ότι είναι φίλος» (1241a 13-16).

Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Με άλλα λόγια, αυτός που έχει απλώς και μόνο ευνοϊκή διάθεση μοιάζει με έναν αρχάριο στη φιλία· έτσι η ευνοϊκή διάθεση (ευμένεια) είναι μεν απαρχή φιλίας αλλά όχι και φιλία» (1241a 17-18).

Από κει και πέρα, αυτό που μένει είναι ο συσχετισμός της φιλίας με τη σύμπνοια: «Όσον αφορά τη σύμπνοια υπάρχει η άποψη αφενός ότι οι φίλοι έχουν σύμπνοια, αφετέρου ότι όσοι έχουν σύμπνοια είναι και φίλοι. Όμως, η σύμπνοια των φίλων δεν καλύπτει τα πάντα, αλλά επικεντρώνεται αφενός στην κοινή τους δραστηριότητα και αφετέρου σε όσα συμβάλλουν στην κοινή ζωή τους» (1241a 18-21).

Πράγματι, οι φίλοι δε χρειάζεται να έχουν σύμπνοια σε όλα, αφού η φιλία δε σηματοδοτεί την ταύτιση των προσωπικοτήτων: «Αυτό, όμως, που είναι αναγκαίο είναι να έχουν σύμπνοια σε επίπεδο προαίρεσης και επιθυμίας. Σε ανθρώπους αγαθούς εμφανίζεται η σύμπνοια· γιατί και οι κακοί μπορεί να έχουν σύμπνοια σε επίπεδο προαίρεσης και επιθυμίας, αλλά να βλάπτουν ο ένας τον άλλο» (1241a 24-27).

Εν τέλει, και η σύμπνοια θα καταλήξει στο ζήτημα της αρετής: «Φαίνεται πως και με τη σύμπνοια ισχύει ό,τι και με τη φιλία: δεν υπάρχει μόνο μία σημασία της. Η πρωταρχική σύμπνοια συνδέεται εκ φύσεως με την αρετή, γι’ αυτό και δε γίνεται οι κακοί να λειτουργούν με σύμπνοια» (1241a 28-31).

Η σύμπνοια των φίλων αφορά την αντίληψη της αρετής στη σύσφιξη των σχέσεων. Ο ενάρετος, ως άνθρωπος σταθερός που θέλει πάντα το καλό του φίλου, θα διατηρήσει τη φιλία, αφού η σύμπνοιά του είναι διαρκής και ουσιαστική, σε αντίθεση με εκείνη των κακών ανθρώπων που είναι κατά κανόνα περιστασιακή και συμφεροντολογική: «Μια άλλη εκδοχή της» (της σύμπνοιας εννοείται) «επιτρέπει να μιλάμε για σύμπνοια και ανάμεσα σε κακούς ανθρώπους: όταν ταυτίζονται οι επιλογές (προαιρέσεις) και οι επιθυμίες τους. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να επιθυμούν τα ίδια πράγματα αλλά και να είναι αυτά εφικτά και για τους δύο. Διότι, αν επιθυμούν κάτι που ο ένας δεν μπορεί να αποκτήσει, θα συγκρουστούν, γεγονός βέβαια που δε συνάδει με τη σύμπνοια» (1241a 32-37).

Πέραν αυτών υπάρχει και η σύμπνοια στα πολιτικά ζητήματα που μπορεί να επιφέρει τις πολιτικές φιλίες. Οι φιλίες, όμως, αυτές δε σηματοδοτούν κατ’ ανάγκη και αληθινές φιλίες στο πρότυπο της πρωταρχικής. Μπορούν, όμως, να αποτελέσουν αρχή για μια βαθιά φιλία, εφόσον εκπληρώνουν την προϋπόθεση της αρετής.

Ο Αριστοτέλης ολοκληρώνει επί του θέματος: «Στην πραγματικότητα, μιλάμε για σύμπνοια όταν σε θέματα άρχειν και άρχεσθαι έχουν οι άνθρωποι την ίδια προαίρεση: είτε να εναλλάσσονται σε αυτούς τους ρόλους είτε να τους έχουν σταθερούς. Με αυτή την έννοια, η σύμπνοια γίνεται φιλία πολιτική. Φτάνουν, όμως, όσα είπαμε περί σύμπνοιας και ευνοϊκής διάθεσης (ευμένειας)» (1241a 38-40).

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΛΥΣΙΑΣ, ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΙΣ ΚΟΡΙΝΘΙΩΝ ΒΟΗΘΟΙΣ

ΛΥΣ 2.27–43

(ΛΥΣ 2.20–47: Τα πολεμικά κατορθώματα των Αθηναίων κατά τους περσικούς πολέμους) 

Η εκστρατεία του Ξέρξη στην Ελλάδα – Η ναυμαχία στη Σαλαμίνα

[27] Μετὰ ταῦτα δὲ Ξέρξης ὁ τῆς Ἀσίας βασιλεύς, κατα-
φρονήσας μὲν τῆς Ἑλλάδος, ἐψευσμένος δὲ τῆς ἐλπίδος,
ἀτιμαζόμενος δὲ τῷ γεγενημένῳ, ἀχθόμενος δὲ τῇ συμ-
φορᾷ, ὀργιζόμενος δὲ τοῖς αἰτίοις, ἀπαθὴς δ’ ὢν κακῶν
καὶ ἄπειρος ἀνδρῶν ἀγαθῶν, δεκάτῳ ἔτει παρασκευασάμε-
νος διακοσίαις μὲν καὶ χιλίαις ναυσὶν ἀφίκετο, τῆς δὲ πεζῆς
στρατιᾶς οὕτως ἄπειρον τὸ πλῆθος ἦγεν, ὥστε καὶ τὰ
ἔθνη τὰ μετ’ αὐτοῦ ἀκολουθήσαντα πολὺ ἂν ἔργον εἴη κα-
ταλέξαι· ὃ δὲ μέγιστον σημεῖον τοῦ πλήθους· [28] ἐξὸν γὰρ
αὐτῷ χιλίαις ναυσὶ διαβιβάσαι κατὰ τὸ στενότατον τοῦ
Ἑλλησπόντου τὴν πεζὴν στρατιὰν ἐκ τῆς Ἀσίας εἰς τὴν
Εὐρώπην, οὐκ ἠθέλησεν, ἡγούμενος τὴν διατριβὴν αὑτῷ
πολλὴν ἔσεσθαι· [29] ἀλλ’ ὑπεριδὼν καὶ τὰ φύσει πεφυκότα
καὶ τὰ θεῖα πράγματα καὶ τὰς ἀνθρωπίνας διανοίας ὁδὸν
μὲν διὰ τῆς θαλάττης ἐποιήσατο, πλοῦν δὲ διὰ τῆς γῆς
ἠνάγκασε γενέσθαι, ζεύξας μὲν τὸν Ἑλλήσποντον, διορύ-
ξας δὲ τὸν Ἄθω, ὑφισταμένου οὐδενός, ἀλλὰ τῶν μὲν
ἀκόντων ὑπακουόντων, τῶν δὲ ἑκόντων προδιδόντων. οἱ
μὲν γὰρ οὐχ ἱκανοὶ ἦσαν ἀμύνασθαι, οἱ δ’ ὑπὸ χρημάτων
διεφθαρμένοι· ἀμφότερα δ’ ἦν αὐτοὺς τὰ πείθοντα, κέρδος
καὶ δέος. [30] Ἀθηναῖοι δ’ οὕτω διακειμένης τῆς Ἑλλάδος
αὐτοὶ μὲν εἰς τὰς ναῦς ἐμβάντες ἐπ’ Ἀρτεμίσιον ἐβοήθη-
σαν, Λακεδαιμόνιοι δὲ καὶ τῶν συμμάχων ἔνιοι εἰς Θερμο-
πύλας ἀπήντησαν, ἡγούμενοι διὰ τὴν στενότητα τῶν χω-
ρίων τὴν πάροδον οἷοί τ’ ἔσεσθαι διαφυλάξαι. [31] γενομένου
δὲ τοῦ κινδύνου κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον Ἀθηναῖοι μὲν ἐνί-
κων τῇ ναυμαχίᾳ, Λακεδαιμόνιοι δέ, οὐ ταῖς ψυχαῖς ἐνδεεῖς
γενόμενοι, ἀλλὰ τοῦ πλήθους ψευσθέντες καὶ οὓς φυλάξειν
ᾤοντο καὶ πρὸς οὓς κινδυνεύσειν ἔμελλον, <διεφθάρησαν>
οὐχ ἡττηθέντες τῶν ἐναντίων, ἀλλ’ ἀποθανόντες οὗπερ ἐτά-
χθησαν μάχεσθαι· [32] τούτῳ δὲ τῷ τρόπῳ τῶν μὲν δυστυχη-
σάντων, τῶν δὲ τῆς παρόδου κρατησάντων, οἱ μὲν ἐπο-
ρεύοντο ἐπὶ τήνδε τὴν πόλιν, οἱ δ’ ἡμέτεροι πρόγονοι
πυθόμενοι μὲν τὴν γεγενημένην Λακεδαιμονίοις συμφο-
ράν, ἀποροῦντες δὲ τοῖς περιεστηκόσι πράγμασιν, εἰδότες
δ’ ὅτι, εἰ μὲν κατὰ γῆν τοῖς βαρβάροις ἀπαντήσονται,
ἐπιπλεύσαντες χιλίαις ναυσὶν ἐρήμην τὴν πόλιν λήψονται,
εἰ δὲ εἰς τὰς τριήρεις ἐμβήσονται, ὑπὸ τῆς πεζῆς στρα-
τιᾶς ἁλώσονται, ἀμφότερα δὲ οὐ δυνήσονται, ἀμύνασθαί
τε καὶ φυλακὴν ἱκανὴν καταλιπεῖν, [33] δυοῖν δὲ προκειμένοιν,
πότερον χρὴ τὴν πατρίδα ἐκλιπεῖν ἢ μετὰ τῶν βαρβάρων
γενομένους καταδουλώσασθαι τοὺς Ἕλληνας, ἡγησάμενοι
κρεῖττον εἶναι μετ’ ἀρετῆς καὶ πενίας καὶ φυγῆς ἐλευθερίαν
ἢ μετ’ ὀνείδους καὶ πλούτου δουλείαν τῆς πατρίδος, ἐξέλι-
πον ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος τὴν πόλιν, ἵν’ ἐν μέρει πρὸς ἑκα-
τέραν ἀλλὰ μὴ πρὸς ἀμφοτέρας ἅμα τὰς δυνάμεις κινδυ-
νεύσωσιν· [34] ὑπεκθέμενοι δὲ παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ μητέρας
εἰς Σαλαμῖνα, συνήθροιζον καὶ τὸ τῶν ἄλλων συμμάχων
ναυτικόν. οὐ πολλαῖς δ’ ὕστερον ἡμέραις ἦλθε καὶ ἡ πεζὴ
στρατιὰ καὶ τὸ ναυτικὸν τὸ τῶν βαρβάρων, ὃ τίς οὐκ ἂν
ἰδὼν ἐφοβήθη, ὡς μέγας καὶ δεινὸς τῇδε τῇ πόλει κίνδυ-
νος ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας ἠγωνίσθη; [35] ποίαν
δὲ γνώμην εἶχον ἢ οἱ θεώμενοι τοὺς ἐν ταῖς ναυσὶν ἐκεί-
ναις, οὔσης καὶ τῆς αὑτῶν σωτηρίας ἀπίστου καὶ τοῦ προσ-
ιόντος κινδύνου, ἢ οἱ μέλλοντες ναυμαχήσειν ὑπὲρ τῆς
φιλότητος, ὑπὲρ τῶν ἄθλων τῶν ἐν Σαλαμῖνι; [36] οἷς τοσοῦ-
τον πανταχόθεν περιειστήκει πλῆθος πολεμίων, ὥστε ἐλά-
χιστον μὲν αὐτοῖς εἶναι τῶν παρόντων κακῶν τὸ θάνατον
τὸν αὑτῶν προειδέναι, μεγίστην δὲ συμφοράν, <ἃ> ὑπὸ
τῶν βαρβάρων εὐτυχησάντων τοὺς ὑπεκτεθέντας ἤλπιζον
πείσεσθαι. [37] ἦ που διὰ τὴν ὑπάρχουσαν ἀπορίαν πολλάκις
μὲν ἐδεξιώσαντο ἀλλήλους, εἰκότως δὲ σφᾶς αὐτοὺς ὠλο-
φύραντο, εἰδότες μὲν τὰς σφετέρας ναῦς ὀλίγας οὔσας, ὁρῶν-
τες δὲ πολλὰς τὰς τῶν πολεμίων, ἐπιστάμενοι δὲ τὴν μὲν
πόλιν ἠρημωμένην, τὴν δὲ χώραν πορθουμένην καὶ μεστὴν
τῶν βαρβάρων, ἱερῶν δὲ καιομένων, ἁπάντων δ’ ἐγγὺς ὄν-
των τῶν δεινῶν, [38] ἀκούοντες δ’ ἐν ταὐτῷ συμμεμειγμένου
Ἑλληνικοῦ καὶ βαρβαρικοῦ παιῶνος, παρακελευσμοῦ δ’ ἀμ-
φοτέρων καὶ κραυγῆς τῶν διαφθειρομένων, καὶ τῆς θαλάτ-
της μεστῆς τῶν νεκρῶν, καὶ πολλῶν μὲν συμπιπτόντων
καὶ φιλίων καὶ πολεμίων ναυαγίων, ἀντιπάλου δὲ πολὺν
χρόνον οὔσης τῆς ναυμαχίας δοκοῦντες τοτὲ μὲν νενικη-
κέναι καὶ σεσῶσθαι, τοτὲ δ’ ἡττῆσθαι καὶ ἀπολωλέναι.
[39] ἦ που διὰ τὸν παρόντα φόβον πολλὰ μὲν ᾠήθησαν ἰδεῖν
ὧν οὐκ εἶδον, πολλὰ δ’ ἀκοῦσαι ὧν οὐκ ἤκουσαν. ποῖαι
δ’ οὐχ ἱκετεῖαι θεῶν ἐγένοντο ἢ θυσιῶν ἀναμνήσεις, ἔλεός
τε παίδων καὶ γυναικῶν πόθος οἶκτός τε πατέρων καὶ
μητέρων, λογισμὸς δ’, εἰ δυστυχήσειαν, τῶν μελλόντων
ἔσεσθαι κακῶν; [40] τίς οὐκ ἂν θεῶν ἠλέησεν αὐτοὺς ὑπὲρ
τοῦ μεγέθους τοῦ κινδύνου; ἢ τίς ἀνθρώπων οὐκ ἂν ἐδά-
κρυσεν; ἢ τίς τῆς τόλμης αὐτοὺς οὐκ ἂν ἠγάσθη; ἦ πολὺ
πλεῖστον ἐκεῖνοι κατὰ τὴν ἀρετὴν ἁπάντων ἀνθρώπων διή-
νεγκαν καὶ ἐν τοῖς βουλεύμασι καὶ ἐν τοῖς τοῦ πολέμου κιν-
δύνοις, ἐκλιπόντες μὲν τὴν πόλιν, εἰς τὰς ναῦς δ’ ἐμβάν-
τες, τὰς δ’ αὑτῶν ψυχὰς ὀλίγας οὔσας ἀντιτάξαντες τῷ
πλήθει τῷ τῆς Ἀσίας. [41] ἐπέδειξαν δὲ πᾶσιν ἀνθρώποις,
νικήσαντες τῇ ναυμαχίᾳ, ὅτι κρεῖττον μετ’ ὀλίγων ὑπὲρ τῆς
ἐλευθερίας κινδυνεύειν ἢ μετὰ πολλῶν βασιλευομένων ὑπὲρ
τῆς αὑτῶν δουλείας. [42] πλεῖστα δὲ καὶ κάλλιστα ἐκεῖνοι ὑπὲρ
τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας συνεβάλοντο, στρατηγὸν μὲν
Θεμιστοκλέα, ἱκανώτατον εἰπεῖν καὶ γνῶναι καὶ πρᾶξαι,
ναῦς δὲ πλείους τῶν ἄλλων συμμάχων, ἄνδρας δ’ ἐμπει-
ροτάτους. καὶ γὰρ τίνες ἂν τούτοις τῶν ἄλλων Ἑλλήνων
ἤρισαν γνώμῃ καὶ πλήθει καὶ ἀρετῇ; [43] ὥστε δικαίως μὲν
ἀναμφισβήτητα τἀριστεῖα τῆς ναυμαχίας ἔλαβον παρὰ τῆς
Ἑλλάδος, εἰκότως δὲ τὴν εὐτυχίαν ὁμονοοῦσαν τοῖς κιν-
δύνοις ἐκτήσαντο, γνησίαν δὲ καὶ αὐτόχθονα τοῖς ἐκ τῆς
Ἀσίας βαρβάροις τὴν αὑτῶν ἀρετὴν ἐπεδείξαντο.

***
Μετά ταύτα δε ο Ξέρξης ο βασιλεύς της Ασίας, διότι περιεφρόνησε μεν τους Έλληνας, διεψεύσθησαν δε αι ελπίδες του, προσβεβλημένος διά την ήτταν του Μαραθώνος, αγανακτών διά την συμφοράν του στρατού του, οργιζόμενος εναντίον των αιτίων της συμφοράς, επειδή ο ίδιος δεν είχε πάθει συμφοράς και ηγνόει πόσον αξίζουν οι γενναίοι άνδρες, αφού παρεσκευάσθη το δέκατον έτος (μετά την εν Μαραθώνι μάχην) έφθασε με χίλια διακόσια πλοία, τόσον δε άπειρον πλήθος έφερε πεζικού στρατού, ώστε πολύ δύσκολον θα ήτο να απαριθμήση κανείς και μόνον τα ονόματα των εθνών, που τον ηκολούθησαν. Εκείνο δε, που είναι αναμφισβήτητος απόδειξις του πλήθους, είναι το εξής· ενώ δηλαδή ηδύνατο με ολίγα πλοία να διαβιβάση εις το πιο στενό μέρος του Ελλησπόντου το πεζικόν του στράτευμα από την Ασίαν εις την Ευρώπην, δεν ηθέλησε να το πράξη, διότι ενόμιζεν ότι πολύ θα χρονοτριβήση. Αλλά περιφρονήσας τα εκ φύσεως υπάρχοντα, δηλαδή τα θεία πράγματα, και τον τρόπον που σκέπτονται οι άνθρωποι, οδόν μεν κατεσκεύασε διά μέσου της θαλάσσης, ηνάγκασε δε να πλεύσουν τα πλοία διά ξηράς, κατασκευάσας γέφυραν μεν εις τον Ελλήσποντον, διώρυγα δε εις τον Άθω. Ουδείς μεν εκουσίως υπετάσσετο εις αυτόν, αλλ' άλλοι ακουσίως διά της βίας υπήκουον, άλλοι δε εκουσίως επρόδιδον (την ελευθερίαν της Ελλάδος). Διότι άλλοι μεν δεν ήσαν ικανοί να υπερασπίσουν τους εαυτούς των (και υπετάγησαν εις τον Ξέρξην), άλλοι δε διά χρημάτων εξηγοράσθησαν (διά να γίνουν σύμμαχοί του)· εκείνα που τους έπειθον να γίνουν φίλοι του ήσαν δε ή ο φόβος ή το κέρδος. Οι Αθηναίοι όμως, αν και η άλλη Ελλάς ευρίσκετο εις την ανωτέρω εκτεθείσαν κατάστασιν, εισελθόντες εις τα πλοία έπλευσαν προς το Αρτεμίσιον προς απόκρουσιν του εχθρού, οι Λακεδαιμόνιοι δε και μερικοί από τους συμμάχους μετέβησαν εις τας Θερμοπύλας, διά να εμποδίσουν την διάβασιν (των Περσών), νομίζοντες ότι θα δυνηθούν να φυλάξουν την δίοδον ένεκα της στενότητος του μέρους εκείνου. Όταν δε διεξήχθη ο αγών κατά τον ίδιον χρόνον, οι μεν Αθηναίοι ενίκων εις την ναυμαχίαν, οι δε Λακεδαιμόνιοι χωρίς να δειλιάσουν, αλλά απατηθέντες ως προς το πλήθος και εκείνων που εφαντάζοντο ότι θα φυλάξουν την δίοδον και εκείνων εναντίον των οποίων έμελλον να αγωνισθούν, εκυκλώθησαν, δεν ενικήθησαν υπό των εχθρών, αλλ' απέθανον εκεί, όπου ετάχθησαν να πολεμήσουν. Αφού κατ' αυτόν τον τρόπον οι μεν Λακεδαιμόνιοι εφονεύθησαν, οι δε Πέρσαι εγένοντο κύριοι της διόδου, ο περσικός μεν στρατός εβάδιζεν εναντίον ταύτης εδώ της πόλεως, οι πρόγονοί μας δε πληροφορηθέντες μεν την συμφοράν των Λακεδαιμονίων, ευρισκόμενοι δε εις αμηχανίαν διά την δημιουργηθείσαν κατάστασιν, διότι εγνώριζον ότι, αν μεν κατά ξηράν σπεύσουν προς απομάκρυνσιν των εχθρών, πλεύσαντες ούτοι με χίλια πλοία θα εύρουν την πόλιν άνευ υπερασπιστών, εάν δε θα εισέλθουν εις τα πλοία των, ότι θα κυριευθή η πόλις των υπό του πεζικού στρατεύματος των Περσών, και ότι δεν θα δυνηθούν να εκτελέσουν και τα δύο, δηλαδή να αποκρούσουν τον επερχόμενον περσικόν στρατόν και να αφήσουν ικανήν φρουράν εις την πόλιν, ενώ δε (οι πρόγονοί μας) είχον έμπροσθέν των δύο ζητήματα, ή δηλαδή να εγκαταλείψουν την πόλιν των, ή ενωθέντες με τους βαρβάρους να υποδουλώσουν τους Έλληνας, επειδή εθεώρησαν ότι είναι προτιμοτέρα η ελευθερία μετ' αρετής και πενίας και φυγής από την δουλείαν της πατρίδος μετά πλούτου και αίσχους, εγκατέλιπον χάριν της Ελλάδος την πόλιν των, ίνα με την σειράν προς μίαν μίαν περσικήν δύναμιν και όχι προς τας δύο μαζί (πεζικήν και ναυτικήν) αγωνισθούν.

Αφού δε μετέφερον εις Σαλαμίνα τα τέκνα των, τας συζύγους των, τους πατέρας των και τας μητέρας των, συνήθροιζον και τους στόλους των άλλων συμμάχων. Μετ' ολίγας δε ημέρας ήλθε και ο πεζικός στρατός των βαρβάρων (εις την Αττικήν) και ο στόλος κατέπλευσεν (εις τον Σαρωνικόν κόλπον)· τις ιδών τον στρατόν τούτον και στόλον δεν θα εφοβείτο, που τόσον μέγας και φοβερός αγών διεξήχθη υπό ταύτης εδώ της πόλεως χάριν της ελευθερίας των Ελλήνων; Ποίαν δε διάθεσιν είχον οι παρατηρούντες τους επιβαίνοντας εις τα πλοία εκείνα (τα αθηναϊκά), αφού δεν ήλπιζαν να σωθούν, και ο επικρεμάμενος κίνδυνος ήτο μέγιστος, ή εκείνοι που έμελλον να ναυμαχήσουν υπέρ των φιλτάτων των, δηλαδή υπέρ των εν Σαλαμίνι ευρισκομένων τέκνων και συγγενών των, πού θα ήσαν τα βραβεία του αγώνος των; Τούτους δε τόσον μέγα πλήθος εχθρών πανταχόθεν περιέβαλεν, ώστε να θεωρήται υπ' αυτών ελάχιστον μέρος των συμφορών των το ότι προέβλεπον τον θάνατόν τους, μεγίστη δε συμφορά, όσα εφοβούντο πως θα πάθουν υπό των βαρβάρων οι μετακομισθέντες (εις Σαλαμίνα συγγενείς των), εάν νικήσουν οι βάρβαροι· ένεκα βέβαια της υπαρχούσης απελπισίας πολλάς φοράς μεν ησπάζοντο αλλήλους, ευλόγως δε έκλαιον οι μεν τους δε, διότι εγνώριζον ότι τα ιδικά των μεν πλοία ήσαν ολίγα, έβλεπον δε ότι τα εχθρικά ήσαν πολλά, εγνώριζον δε ότι η μεν πόλις των είχεν ερημωθή, ότι η χώρα είχε λεηλατηθή, και ήτο πλήρης βαρβάρων, ότι οι ναοί εκαίοντο, διότι όλαι αι συμφοραί ήσαν πλησίον των, διότι ήκουον εις τον αυτόν τόπον πολεμιστήρια άσματα ελληνικά και βαρβαρικά ανακατωμένα, προτροπάς δε Ελλήνων και βαρβάρων, και τας κραυγάς των φονευομένων, διότι η θάλασσα είχε γεμίσει από τα πτώματα των φονευθέντων, και πολλά κατεστραμμένα πλοία και φιλικά και εχθρικά συνεκρούοντο, επειδή δ' επί πολύν χρόνον οι ναυμαχούντες ήσαν ισόπαλοι ενόμιζον άλλοτε μεν ότι έχουν νικήσει και εσώθησαν, άλλοτε δε ότι ενικήθησαν και έχουν καταστραφή. Ένεκα βέβαια του γενομένου θορύβου ενόμισαν ότι είδον όσα δεν είδον, ότι ήκουσαν πολλά, τα οποία δεν ήκουσαν. Ποίαι δε παρακλήσεις προς τους θεούς δεν έγιναν και ποίας θυσίας των δεν υπενθύμισαν εις τους θεούς, ποία λύπη διά τα παιδιά των, ποίος πόθος διά τας συζύγους και ποία ευσπλαγχνία διά τους πατέρας των και τας μητέρας των, ποία σκέψις δε, αν νικηθούν, διά τας συμφοράς, που έμελλε να συμβούν, έλλειψεν; Ποίος θεός δεν θα ευσπλαγχνίζετο αυτούς διά τον τόσον μέγαν κίνδυνον που διέτρεχον; Ή ποίος άνθρωπος δεν θα εδάκρυζε; (βλέπων αυτούς εις τόσον μέγαν κίνδυνον). Ή ποίος δεν θα εθαύμαζεν αυτούς διά την τόλμην των; Πάρα πολύ βέβαια εκείνοι κατά την ικανότητα υπερέβαλον όλους τους ανθρώπους, και εις την λήψιν ορθών αποφάσεων και εις τους πολεμικούς κινδύνους, με το να εγκαταλείψουν την πόλιν των, με το να επιβιβασθούν εις τα πλοία, και με το να αντιτάξουν, αν και ήσαν τόσον ολίγοι, την ανδρείαν των εις το αναρίθμητον πλήθος της Ασίας. Διά της νίκης των δε εις την ναυμαχίαν φανερόν κατέστησαν εις όλους τους ανθρώπους, ότι καλύτερον είναι να αγωνίζεται κανείς με ολίγους ελευθέρους υπέρ της ελευθερίας παρά να αγωνίζεται με πολλούς υπακούοντας εις απόλυτον άρχοντα και αγωνιζομένους υπέρ της δουλείας των. Πλείστα δε και ωφελιμώτατα προσέφερον εκείνοι (οι πρόγονοι των Αθηναίων) υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων, στρατηγόν μεν τον Θεμιστοκλή, ο οποίος ήτο ικανώτατος να ομιλήση, να σκεφθή και να εκτελέση, πλοία δε περισσότερα από όλα τα πλοία των συμμάχων (ομού λαμβανόμενα), ναύτας δε εμπειροτάτους. Και βέβαια ποίοι από τους άλλους Έλληνας ηδύναντο να συγκριθούν με αυτούς (τους προγόνους) κατά την ορθήν κρίσιν, το πλήθος και την γενναιότητα; Ώστε δικαίως και αναμφισβητήτως τα αριστεία της ναυμαχίας έλαβον με την συγκατάθεσιν όλων των Ελλήνων, ευλόγως δε απέκτησαν την παρακολουθούσαν τους κινδύνους νίκην, αντέταξαν δε αμιγή και αυτόχθονα (καθαρώς αθηναϊκήν) γενναιότητα εναντίον τών εκ της Ασίας ελθόντων βαρβάρων.