Η λέξη και η έννοιά της
Επειδή η λέξη φάλαγγα (άρχ. Φάλαγξ- γεν. φάλαγγος) χρησιμοποιείται σήμερα με πολλές έννοιες, είναι χρήσιμο προοιμιακά να παρατηρήσουμε ότι η ετυμολογική της βάση παραπέμπει σε αυτό που, υπό διάφορες έννοιες, δηλώνεται και σήμερα: κάτι συμπαγές αλλά κυλινδρικό, όπως: κορμός ενός δέντρου ή το κόκκαλο των δακτύλων[1]. Η λέξη για πρώτη φορά απαντάται στον Όμηρο με την έννοια του στρατιωτικού σχηματισμού: τάξη, στρατός παρατεταγμένος για μάχη («φάλαγγες Τρώων» Γ 77, «φάλαγγες ανδρών» Τ 158). Ο Όμηρος πάλι μας δίνει και το επίρρημα «φαλαγγηδόν» (Ο 360) προς υποδήλωση ανδρών παραταγμένων σε σχήμα φάλαγγας. Το ομηρικό κείμενο και συγκεκριμένα το κατ’ εξοχήν πολεμικό έπος η «Ιλιάς», όπως φαίνεται από τα παραπάνω, προσδίδει στη λέξη τη σημασία της οργανικής στρατιωτικής μονάδος, που έχει κάποιο σχηματισμό. Ο σχηματισμός αυτός προϋποθέτει προγύμναση και κάποιον υπεύθυνο αρχηγό. Έτσι η φράση «κοσμείν την φάλαγγα» σήμαινε το «παρατάσσειν την φάλαγγα». Από το «κοσμείν» αυτό προέκυψε ο όρος «κοσμήτωρ» προς υποδήλωση του αρχηγού που βάζει σε τάξη μάχης το πλήθος των ανδρών. Σήμερα ο όρος «κοσμήτωρ» - «κοσμήτορας» χρησιμοποιείται κυρίως στην εκπαίδευση.
Στους μετά τον Όμηρο χρόνους, όταν οι μάχες δίνονταν κατά συμπαγείς όγκους βαριά οπλισμένων ανδρών, η έννοια της φάλαγγας πήρε τη σημασία της παρατάξεως οπλιτών. Έχει μάλιστα σημασία να τονίσουμε ότι η λέξη «όπλον» αρχικά σήμαινε μόνο την ασπίδα και μάλιστα τη βαριά ασπίδα[2]. Η φάλαγγα με αφετηρία την Σπάρτη, είχε κατά πόλεις ειδική συγκρότηση και σχηματισμό (βλ. «Λοξή φάλαγγα» του Επαμεινώνδα). Στο Μακεδονικό στρατό, όπως θα δούμε, πήρε πολλές ονομασίες από τα ονόματα των στρατηγών (φάλαγγα Περδίκκα, φάλαγγα πεζεταίρων). Κάθε πόλη, πέρα από τη δική της συγκρότηση, σε ό,τι αφορά στη φάλαγγα, είχε και τη δική της τακτική ως προς την χρησιμοποίησή της κατά τη μάχη. Δυστυχώς οι ιστορικοί των κλασσικών χρόνων μας δίνουν έμμεσες πληροφορίες ως προς αυτά (σχηματισμό και τακτική). Πρέπει να φτάσουμε στους ελληνιστικούς χρόνους, όταν πια ιστορικά ο ρόλος της ελληνικής φάλαγγας είχε λήξει, για να βρούμε ειδικά στρατιωτικά συγγράμματα, όπως το «Τέχνη τακτική» του Ασκληποιοδώρου (1ος αιώνας π.Χ.), το «Τακτική Θεωρία» του Αιλιανού και το «Τέχνη τακτική» του Αρριανού (πρόκειται για τον συγγραφέα που έγραψε το «Αλεξάνδρου Ανάβασις» και ο οποίος έζησε τον 2ο αιώνα μ.Χ.). Στους χρόνους αυτούς η έννοια της φάλαγγας είχε χάσει την παλιά της σημασία (παράταξη βαριά οπλισμένων μαχητών) και έχει προσλάβει ευρύτερη έννοια: μεγάλη μονάδα ανδρών, αρμάτων, ακόμη και ελεφάντων!
Η Σπαρτιάτικη Φάλαγγα
H πόλη του Λυκούργου, ειδικά μετά τους Μεσσηνιακούς πολέμους, καθόρισε τον τρόπο της επιστημονικής διεξαγωγής του πολέμου. Στην Αθήνα, λόγω ασφάλειας και ειδικών συνθηκών, αναπτύχθηκε ευρέως το πολιτεύεσθαι, ενώ στη Σπάρτη λόγω ανασφάλειας (ολιγαριθμία και συνεχής απειλή από μέρους των πολυπληθέστερων ειλώτων) αναπτύχθηκε εντονότερα το στρατεύεσθαι. Όπως γράφει ένας από τους οξυδερκέστερους συγγραφείς που έφυγε δυστυχώς πολύ νωρίς, ο Κώστας Παπαϊωάννου, «η Σπάρτη ήταν εκείνη που αποκάλυψε στους Έλληνες την τέχνη της εκπαίδευσης των οπλιτών, τη διάταξη της μάχης σε πυκνούς σχηματισμούς, τις κινήσεις συνόλων, την ανάπτυξη εν σειρά και στοιχηδόν που έχει προκαλέσει τον θαυμασμό του Ξενοφώντα»[3]
Η Σπάρτη, όπως γράφουμε στην δική μας δίτομη ιστορία της πόλης αυτής, δημιούργησε τον πρώτο τακτικό στρατό του αρχαίου κόσμου, ένα στρατό επαγγελματικό αλλά χωρίς μισθό, στον οποίο ο πολίτης ήταν διά βίου (μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας του) και για όλο το διάστημα της ημέρας οπλίτης. Έτσι μπορεί η Σπάρτη να μην ανέδειξε πολίτες πολιτικούς, ανέδειξε πάντως πολίτες στρατιωτικούς που ύψωσαν την πολεμική τέχνη σε επίπεδο επιστήμης. Χωρίς να λείπει από τους στρατιωτικούς της ηγήτορες και το στοιχείο της πολιτικότητας.
Γενικά, ο χαρακτήρας της σπαρτιάτικης πολιτείας ήταν καθαρά στρατιωτικός. Η Σπάρτη ήταν μια πόλη-στρατόπεδο και γι’ αυτό είναι λάθος να ζητάμε από αυτή, τουλάχιστον στην κλασσική εποχή, αυστηρή ρυμοτομία. Οι λεγόμενες κώμες που απάρτιζαν τη Σπάρτη δεν πρέπει να εκλαμβάνονται σαν χωριά ή σαν συνοικισμοί αλλά περισσότερο σαν στρατιωτικές βάσεις. Ασφαλώς ήταν οικισμοί, κατά βάση όμως ήταν στρατιωτικοί πυρήνες. Μπορεί ο Ηρόδοτος να ονομάζει τις σπαρτιάτικες κώμες, δήμους, κατά αναλογία προς τα συμβαίνοντα στην Αθήνα, αλλά οι κώμες των Σπαρτιατών δεν είχαν διοικητικό -ή μόνον διοικητικό-, είχαν πρωτίστως στρατιωτικό χαρακτήρα. Διότι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (αποσπ. 498), ο στρατός των Σπαρτιατών απαρτιζόταν από πέντε λόχους, που προέρχονταν από τις κώμες αυτές. Κι επειδή οι λόχοι έπρεπε να έχουν ίσο αριθμό ανδρών, εξυπακούεται ότι οι κώμες αυτές είχαν τοπικό χαρακτήρα μόνον αρχικά. Αφότου μάλιστα σχηματίστηκε ένα πολιτικό κέντρο (Γερουσία, Έφοροι, Βασιλείς) ήταν φυσικό πέριξ του κέντρου αυτού να υπάρχει πολυπληθέστερο ανθρώπινο δυναμικό.
Οι λόχοι των Σπαρτιατών έφεραν τα ακόλουθα ονόματα: Αρίμας ή Σαρίνας, Σίνης, Πλόας, Μεσσοάτης, Εδωλός ή Αιδωλός. Οι αυξανόμενες στρατιωτικές ανάγκες, επέβαλαν κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα και τον σχηματισμό έκτου λόχου. Ταυτόχρονα ή λίγο μετά, αλλάζει και η δομή του σπαρτιάτικου στρατού και εμφανίζεται η γνωστή σπαρτιάτικη ονομασία «μόρα», δηλαδή μοίρα, όχι βέβαια με την έννοια της ειμαρμένης αλλά με την έννοια του μέρους (από το μοιράζω), του τμήματος, δηλαδή της μεγάλης στρατιωτικής μονάδος.
Σε «μόρες» χωρίστηκε και το σπαρτιάτικο ιππικό, υποδιαιρούμενο σε μονάδες 50 ιππέων, τους λεγόμενους «ουλαμούς». Αποστολή του σπαρτιατικού ιππικού, περιορισμένου πάντα αριθμητικά, ήταν να καλύπτει σε ώρα μάχης τα πλευρά της φάλαγγας, το κύριο σώμα μάχης. Κάθε «μόρα» πεζών ήταν χωρισμένη σε λόχους. Δεν γνωρίζουμε επακριβώς τον αριθμό των ανδρών μιας «μόρας». Οι πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων ποικίλλουν. Άλλωστε, όπως γράφει ο Θουκυδίδης, στη Σπάρτη ίσχυε ως στρατιωτικός κανόνας το «της πολιτείας το κρυπτόν». Δηλαδή η απόλυτη μυστικότητα. Μπορούμε πάντως να εικάσουμε ότι μια «μόρα» σε πληρότητα είχε περί τους 1000 άνδρες. Σε περίπτωση μέτριου κινδύνου δεν ξεπερνούσε τους 600. Οι διοικητές των «μορών» (=μοιρών) έφεραν την ονομασία πολέμαρχοι και των λόχων λοχαγοί.
Οι μόρες-μοίρες, όπως και οι λόχοι είχαν μικρότερες υποδιαιρέσεις. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (5, 68, 5), κάθε λόχος χωριζόταν σε τέσσερις «πεντηκοστύες» (μονάδες 50 ανδρών) και κάθε πεντηκοστύς περιλάμβανε τέσσερις «ενωμοτίες». Αξίζει εδώ να τονιστεί ότι η λέξη ενωμοτία παράγεται από το ρήμα όμνυμι = ορκίζομαι, κάτι που μας οδηγεί στη σκέψη ότι η ενωμοτία ήταν ο αρχικός πυρήνας του σπαρτιάτικου στρατού, αποτελούμενου από άνδρες που ήσαν στενά δεμένοι μεταξύ τους με όρκο. Άρα, ο στρατιωτικός όρκος εκπηγάζει από τις στρατιωτικο-θρησκευτικές παραδόσεις της Σπάρτης.
Oι ενωμοτίες καθόριζαν και το σχηματισμό της λακωνικής φάλαγγας κατά τη μάχη. Κάθε ενωμοτία χωριζόταν σε στίχους (γραμμές) που ο αριθμός τους καθοριζόταν από το βάθος της παρατάξεως. «Ο διοικητής της ενωμοτίας, ο ενωματάρχης, στεκόταν στην κεφαλή της ενωμοτίας και γι’ αυτό λεγόταν πρωτοστάτης. Ο τελευταίος οπλίτης της ενωμοτίας λεγόταν ουραγός»[4].
Εξυπακούεται πως, όταν γινόταν αναστροφή, ο ουραγός έπαιρνε θέση πρωτοστάτη. Τόσον οι πρωτοστάτες, όσο και οι ουραγοί χρησίμευαν ως οδηγοί στις πορείες και στις μάχες.
Οι οπλίτες της λακωνικής φάλαγγας, όπως συμβαίνει σε όλους τους στρατούς μεταγενέστερων εποχών, είχαν ένα τύπο ειδικής εμφανίσεως κατά την διεξαγωγή της μάχης. Φορούσαν ερυθρά «φοινικίδα» χλαίνη και δεν έκανε άμεσα ορατό το αίμα τους κατά τον τραυματισμό. Κρατούσαν χάλκινη ασπίδα μεγάλου μεγέθους και πολεμούσαν με δόρυ 3-4 μέτρων. Για τις μάχες σώμα με σώμα, «εκ του συστάδην», χρησιμοποιούσαν τα ειδικής κατασκευής λακωνικά ξίφη τους. Σχετικά, τώρα, με το βάρος του σπαρτιάτικου οπλισμού δεν είναι εύκολο να γίνουν ακριβείς υπολογισμοί. Ξένος μελετητής σχετικά με το θέμα αυτό παρατηρεί: «Οι περισσότεροι σύγχρονοι υπολογισμοί του βάρους του εξοπλισμού κυμαίνονται από είκοσι ως τριάντα κιλά για την πανοπλία, δηλαδή θώρακας, περικνημίδες, κράνος, δόρυ, ξίφος -ένα απίστευτο φορτίο για να το αντέξει ένας αρχαίος πεζός, ο οποίος και ο ίδιος δεν πρέπει να ξεπερνούσε σε βάρος τα εβδομήντα περίπου κιλά»[5] . Όσο για την ασπίδα, το κατ’ εξοχήν όπλο, ο ίδιος συγγραφέας παρατηρεί (σ. 103) ότι αυτή, πλην του μεταλλικού καλύμματος, είχε ξύλινο και δερμάτινο πυρήνα και ειδικά «κρατήματα». Το βάρος της, που καθοριζόταν από τη σωματική διάπλαση και την ηλικία του οπλίτη, κατά διάφορους υπολογισμούς έφθανε στα 30 έως 40 κιλά. Η λακωνική ασπίδα έφερε ως διακριτικό σήμα ένα τεράστιο κεφαλαιώδες Λ.
Η μακρά πολεμική παράδοση θέλει τις Λάκαινες μητέρες να παραδίδουν αυτές την ασπίδα στους γιούς τους, λέγοντάς τους την περιώνυμη φράση «ή ταν ή επί τάς». Δηλαδή, να επανέλθει ζωντανός με αυτή ή σε περίπτωση ήττας να έρθει νεκρός πάνω σε αυτή. Αντίληψη που δύσκολα σήμερα μπορεί να κατανοηθεί. Όπως επίσης ακατανόητος φαίνεται και ο στολισμός της κεφαλής των Σπαρτιατών προ της μάχης, για να είναι ωραίοι, όταν θα αντικρίσουν το θάνατο! Αλίμονο δε σε εκείνους που έδειχναν δειλία προ του εχθρού. Ονομαζόταν χλευαστικά «τρέσαντες» (=τρέμοντες). Τόσο αυτοί οι ριψασπίδες όσο και η οικογένειά τους δεν είχαν καμία υπόληψη στην πόλη. Γενικά, πολεμική αρχή των Σπαρτιατών ήταν το «νικάν ή απόλλυσθαι» (=να νικούν ή να σκοτωθούν). Βραβεία ανδρείας ήσαν στεφάνια (όχι βέβαια χρυσά), δημόσιοι έπαινοι και μια ζώνη σκυτίνη (=δερμάτινη)! Για αυτό, άλλωστε, «στη Σπάρτη αξιοσημείωτο φαινόμενο δεν ήταν να είναι αλλά το να μην είναι κανείς γενναίος»[6].
Πάντως, αυτό που κατέστησε περιώνυμη την Σπάρτη δεν ήταν μόνο η γενναιότητα, η αυτοθυσία και η ρωμαλεότητα των ανδρών της, όσο η οργάνωση της φάλαγγας, η οποία εκινείτο στο πεδίο της μάχης σαν ένας έμψυχος σιδερένιος μηχανισμός. Η σπαρτιάτικη φάλαγγα ήταν μια συμπαγής σιδηροφορεμένη μάζα, σε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου, που βάδιζε με ρυθμικό βήμα στη μάχη υπό τον ήχο αυλών ή άλλων διερεθιστικών οργάνων.
Το βάθος της σπαρτιάτικης φάλαγγας είχε κατά κανόνα πυκνότητα 8 ανδρών (οκτώ γραμμές σε ευθεία παράταξη). Οι οπλίτες, πέραν του οπλισμού που προαναφέραμε, φορούσαν για την προστασία της κεφαλής περικεφαλαία με λοφίο, που τους έκανε πιο φοβερούς. Κρατούσαν το δόρυ με το δεξί χέρι και την ασπίδα με το αριστερό. Πολεμούσαν κατά ζεύγη (κι αυτό εξηγεί και τον περίφημο λακωνικό έρωτα· σύντροφοι στη ζωή και σύντροφοι και στη μάχη)[7].
Σε παλαιότερες εποχές το κύριο όπλο μάχης ήταν το ιππικό ή το άρμα το συρόμενο από άλογα. Οι Σπαρτιάτες με τη φάλαγγα κατέβασαν την εξ ύψου (από το άλογο ή το άρμα) μάχης στο έδαφος. Το πέλμα του οπλίτη απέκτησε υπεροχή έναντι της οπλής του αλόγου, και τούτο σημαίνει υπερκέραση της αριστοκρατίας από μια ευρύτερη πολιτική κοινωνία οπλιτών. Πάντως στη Σπάρτη διατηρήθηκε, σε ανάμνηση των παλαιών πολεμικών ημερών, η ονομασία «ιππείς» για 300 επίλεκτους πολεμιστές που περιστοίχιζαν τον βασιλιά στη διάρκεια της μάχης. «Ιππείς» λέγονταν -έστω κι αν ήσαν πεζοί- και οι 300 που πολέμησαν με τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, «ιππείς» επίσης λέγονταν και οι 300 οπλίτες που ξεπροβόδισαν τον Θεμιστοκλή, όταν, μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, είχε επισκεφθεί τη Σπάρτη.
Θα ήταν παράλειψη, αν στα περί σπαρτιατικής φάλαγγας δεν προσθέταμε ότι ως οπλίτες και με τον ίδιο οπλισμό μετείχαν και οι Περίοικοι, επίσης και οι λεγόμενοι «μόθακες» (κυρίως από μεικτούς γάμους) που μετείχαν από παιδιά της σπαρτιατικής αγωγής. Από τους μόθακες προερχόταν μερικά από τα επιφανέστερα τέκνα της Σπάρτης, όπως οι ναύαρχοι Καλλικρατίδας και Λύσανδρος και ο καταστροφέας των Αθηναίων στη Σικελία, ο Γύλιππος. Τέλος, ένα ειδικό τμήμα της φάλαγγας αποτελούσαν οι Σκιρίτες (το όνομα από την αρκαδική περιοχή της Σκιρίτιδας που αργότερα έγινε λακωνική). Οι Σκιρίτες ήσαν 600 επίλεκτοι πεζοί (κακώς θεωρήθηκαν ιππείς) που κρατούσαν το αριστερό κέρας και μάχονταν κοντά στο βασιλιά. Ήταν μονάδα ειδικών αποστολών. Αυτοί «αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή κατά την πορεία, αυτοί ανελάμβαναν τη νυκτοφυλακή, την ανίχνευση του εδάφους και πρώτοι αυτοί άρχιζαν την επίθεση»[8].
Γενικά περί της ελληνικής φάλαγγας (εκτός Σπάρτης)
Μετά τις καινοτομίες των Σπαρτιατών, που τις «πλήρωσαν» άσχημα Μεσσήνιοι, Αρκάδες, Αργείοι, σταδιακά όλες οι ελληνικές πόλεις άρχισαν ως προς την στρατιωτική τους οργάνωση να έχουν ένα «φαλαγγιτικό» προσανατολισμό. Με βάση τα στρατιωτικά «εγχειρίδια» που αναφέραμε στην εισαγωγή, η ελληνική φάλαγγα στην κλασική της μορφή αποτελείτο από τέσσερα μέρη, για αυτό και λεγόταν τετραφαλαγγία με συνολική δύναμη (υπό ιδανικές συνθήκες) 16.384 ανδρών. Η τετραφαλαγγία χωριζόταν σε δύο διφαλαγγαρχίες[9] (8.192 άνδρες). Η διφαλαγγαρχία, με την σειρά της, χωριζόταν σε δύο φαλαγγαρχίες (δύναμη 4.000 περίπου ανδρών) και περιελάμβανε δύο μεραρχίες. Κάθε μεραρχία σχηματιζόταν από δύο χιλιαρχίες. Ο διοικητής της μεραρχίας λεγόταν μεράρχης και της χιλιαρχίας χιλιάρχης. Υπήρχαν και ακόμη μικρότερες μονάδες που θα πήγαινε σε μάκρος να τις αναφέρουμε.
Σε γενικές γραμμές η ελληνική φάλαγγα (μη εξαιρουμένης και της λακωνικής) είχε σχήμα επιμήκους «πλινθίου». Υπό ιδανικές συνθήκες είχε βάθος 16 γραμμών ή «ζυγών»[10]. Κατά τη μάχη το σύνολο της φάλαγγας χωριζόταν σε δύο μέρη: το δεξιόν κέρας και το ευώνυμον κέρας (αριστερό)[11]. Το μέσον της παρατάξεως λεγόταν ομφαλός ή στόμα ή αραρός (από το ρήμα αραρίσκω = σχηματίζω, συγκροτώ). Τον πρώτο «ζυγόν» αποτελούσαν οι λοχαγοί και τον τελευταίο οι ουραγοί. Υπό κανονικές συνθήκες κάθε οπλίτης βρισκόταν σε απόσταση από τους πλαϊνούςκαιαπό τους έμπροσθεν και όπισθεν οπλίτας περί τα 2 τετραγωνικά μέτρα. Για την ακρίβεια 1,85. Κατά την ώρα της μάχης γινόταν η λεγόμενη πύκνωσις και τα διαστήματα γίνονταν μικρότερα περίπου στο μισό (0,93 μ.). Όταν η φάλαγγα δεχόταν επίθεση τότε η πύκνωσις περιοριζόταν σε έναν πήχυ (περίπου 46 εκατοστά). Γινόταν δηλαδή μια συμπαγής μάζα. Όταν δύο αντίπαλες φάλαγγες έφθαναν στην κατάσταση της μάχης εκ του συστάδην, τότε πλην του ξίφους γινόταν χρήση του ωθισμού, δηλαδή με τη μαζική ώθηση να υποχρεωθεί ο αντίπαλος να ανατραπεί και να υποχωρήσει. Η φάλαγγα τότε λειτουργούσε σαν γροθιά.
Μερικές ακόμη λεπτομέρειες: Πλάγια φάλαγξ λεγόταν αυτή που το μήκος της παρατάξεως ήταν μεγαλύτερο του βάθους. Όταν το βάθος γινόταν μικρότερο από τους 16 ζυγούς, η παράταξη λεγόταν «εν λεπτισμώ». Όταν, όμως, το βάθος ήταν πολλαπλάσιο του μετώπου τότε η φάλαγγα λεγόταν ορθή ή ορθία και αυτό γινόταν συνήθως στην πορεία. Ενδιαφέρον έχει η αμφίστομος φάλαγξ, δηλαδή, σχηματισμός που έπαιρναν τα δύο αυτής τμήματα (αντίνωτα), όταν δεχόταν κατά μέτωπο επίθεση και κατά το δεξιό και το αριστερό κέρας[12]. Τέλος αντίστομος λεγόταν η φάλαγγα που δεχόταν επίθεση και από τα εμπρός και από τα νώτα.
Από τον Μιλτιάδη στον Επαμεινώνδα
Το σχηματισμό της πλινθίας φάλαγγος διατήρησε ο στρατός των ελληνικών πόλεων ως τη μάχη του Μαραθώνος (490 π.Χ.). Τότε έλαμψε το στρατηγικό δαιμόνιο του Μιλτιάδη, που ξέροντας τον τρόπο παρατάξεως των Περσών (είχε ακολουθήσει το Δαρείο Α΄ στη Σκυθική εκστρατεία), πυκνό κέντρο, όπου αρχηγός, και ασθενή άκρα, προέβη σε μια εκπληκτική για τα τότε δεδομένα καινοτομία: έσπασε την ισοπαχή διάταξη. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Ηρόδοτος (6,11), οι Αθηναίοι παρατάχθηκαν στον Μαραθώνα με τέτοιο τρόπο ώστε η φάλαγγά[13] τους να έχει την ίδια έκταση κατά πλάτος με το περσικό στράτευμα, για να αποφύγουν την κύκλωση («υπερκέραση/υπερκέρωση»). Και ενώ το μισό της παρατάξεως ήταν αραιότερο και ασθενέστερο, τα δύο άκρα ήταν πολύ ισχυρά λόγω του εκεί πλήθους των στρατιωτών («το δε κέρας εκάτερον έρρωτο πλήθει»). Έτσι-και μόνο σ’ αυτή την περίσταση- εγκαταλείφθηκε ο σχηματισμός του πλινθίου και εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά οι αρχές τακτικής. «Η Αθηναϊκή παράταξη δεν βασίζεται στην αρχή της πυκνότητας αλλά στην αρχή της ευκαμψίας και της δυνατότητας ελιγμών. Ο μεγαλοφυής στρατιωτικός νους του Μιλτιάδη έφερε την πρώτη επανάσταση στον τομέα της τακτικής»[14]. Έτσι επιτεύχθηκε η νίκη. Τα ελληνικά ά κ ρ α απώθησαν τα περσικά, ενώ το κέντρο υποχωρούσε ελάχιστα, ώστε να σχηματισθεί ένα είδος ηλάγρας (=τανάλιας), που μέσα στις δαγκάνες της έκλεισε τον περσικό στρατό. Μοιραία επήλθε ανατροπή, φυγή προς τα πλοία και άγρια σφαγή. Κατά τον Ηρόδοτο, 6.400 Πέρσες νεκροί, έναντι 192 Αθηναίων και Πλαταιέων.
Στη μάχη αυτή οι Αθηναίοι έδωσαν κι ένα υψηλό δείγμα του λεγόμενου πολιτισμού του πολέμου. Κατά τον περιηγητή Παυσανία (Α΄ 325), έθαψαν τους νεκρούς Πέρσες «ως πάντος όσιον ανθρώπου νεκρόν γη κρύψαι». Δυστυχώς, ούτε στα χρόνια του Περιηγητή (2 μ.Χ. αι.) υπήρχαν ίχνη του τάφου αυτού. Ίσως είχαν χαθεί στο βαλτώδες έδαφος της περιοχής.
Στα μετέπειτα χρόνια οι Αθηναίοι, όπως και οι λοιποί Έλληνες, κράτησαν ως προς τη φάλαγγα τον ίδιο σχηματισμό, μόνο που κατά τη διάρκεια του Κορινθιακού ή Βοιωτικού πολέμου (394/5-385) η Αθήνα ανέδειξε μια άλλη στρατιωτική ιδιοφυΐα, τον Ιφικράτη, τον δημιουργό των πρώτων στην ιστορία λεγόμενων σήμερα Μονάδων Καταδρομών, γνωστών με το πορτογαλικό «κομάντος». Αλλά οι «Ιφικράτειοι στρατιώτες» εκφεύγουν από τα όρια της παρούσας μελέτης. Ο αναγνώστης πάντως μπορεί να προσφύγει για περισσότερες πληροφορίες στα όσα γράφουμε γι’ αυτούς στους δεύτερους τόμους της Ιστορίας των αρχαίων Αθηνών και της αρχαίας Σπάρτης.
Ο Ιφικράτης, όμως με τις τολμηρές καινοτομίες του άνοιξε το δρόμο στον Επαμεινώνδα που εμφανίζεται, μετά την επαίσχυντη Ανταλκίδειο Ειρήνη (386 π.Χ.), όταν άρχισαν οι συγκρούσεις ανάμεσα στη Σπάρτη και στη Θήβα. Ο γράφων, παρότι Λάκων, δεν φείδεται στις συγγραφές του επαίνων για το Θηβαίο στρατηγό που νίκησε τον λακωνικό στρατό. Στην «Ιστορία της αρχαίας Σπάρτης» γράφουμε γι’ αυτόν τα εξής: «Έγινε ο πρώτος φιλόσοφος στρατηγός. Ο Κλαούζεβιτς της αρχαίας Ελλάδος» (τ. Β΄, σ. 426). Μόνο που τη φιλοσοφία του στα πολεμικά ο Επαμεινώνδας δεν την έγραψε στο χαρτί αλλά στα πεδία της μάχης των Λεύκτρων (371 π.Χ.) και της Μαντίνειας (362 π.Χ.).
Ο Επαμεινώνδας, επειδή οι δυνάμεις του υστερούσαν έναντι των Λακωνικών σε αριθμό στρατιωτών, εγκαινίασε την τακτική της Λοξής Φάλαγγας, η οποία συνίσταται στην πύκνωση-ενίσχυση του ενός κέρατος, δεξιού ή αριστερού, με εκλεκτά τμήματα και εξαπόλυση επιθέσεως, εν είδει σφήνας, προς το ασθενέστερο σημείο του αντιπάλου. Όπως γράφει ο σπουδαίος Γερμανός ιστορικός U. Wilken, «η επινόηση της νέας τακτικής από τον Επαμεινώνδα (…) αποτελεί σταθμό στη στρατιωτική τέχνη»[15]. Η «λοξή φάλαγξ» θα εξελιχθεί αργότερα από το Φίλιππο και έπαιξε ακόμη κάποιο ρόλο και στην νεότερη εποχή, όπως π.χ. στη μάχη του Λόυτεν όπου εφαρμόσθηκε από τον Μ. Φρειδερίκο[16]. Αλλά και η τακτική της χρησιμοποιήσεως των τεθωρακισμένων στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είναι παραλλαγή της Επαμεινώνδειας Λοξής Φάλαγγας. Ο μέχρι πρόσφατα θεωρούμενος σαν ο μεγαλύτερος θεωρητικός του πολέμου των νεότερων καιρών, ο Σερ Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ, γράφει για τον Επαμεινώνδα τα εξής: «Ο Επαμεινώνδας όχι μόνο απομακρύνθηκε από τις τακτικές μεθόδους που είχαν καθιερωθεί από πείρα αιώνων, αλλά έβαλε τα θεμέλια νέων μεθόδων στη τακτική, την Στρατηγική και την Υψηλή Στρατηγική τις οποίες εγκολπώθηκαν οι μετέπειτα διδάσκαλοι της Πολεμικής Τέχνης για την περαιτέρω ανέλιξή της. Αυτή καθ’ αυτή η «υφή» των στρατηγικών σχεδίων του επέζησε και αναπλάστηκε. Η τακτική της «λοξής φάλαγγας», η οποία κατέστησε Μεγάλο τον Φρειδερίκο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία ελαφρά βελτίωση της μεθόδου της τακτικής του Επαμεινώνδα»[17].
Ένας άλλος αξιόλογος μελετητής της Επαμεινώνδειας τακτικής -και όχι μόνον-, ο Egon Friedell, παρατηρεί: «Ως τότε (δηλαδή ως την εποχή του Επαμεινώνδα) ήταν το δεξιό κέρας το επιθετικότερο και το ισχυρότερο, γιατί τα δόρατα έκλιναν ακούσια προς τα δεξιά. Επομένως η νίκη εξαρτιόταν πάντα από αυτό το κέρας»[18]. Ο Επαμεινώνδας έπραξε το αντίθετο. Στην μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.), επειδή είχε λιγότερες δυνάμεις από τον Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεόμβροτο, ενίσχυσε το αριστερό κέρας (του έδωσε βάθος 50 ανδρών, ενώ οι Σπαρτιάτες διατήρησαν την ισοπαχή διάταξη των 8 ανδρών σε όλη την έκταση του μετώπου) και του έδωσε κατά την επίθεση τη μορφή σφήνας. Έτσι βέβαια αδυνάτιζε το αριστερό. Για την προστασία του χρησιμοποίησε το εκλεκτό βοιωτικό ιππικό που και σ’ αυτό έδωσε επιθετική αποστολή. Ωστόσο, την κύρια αποστολή είχε το αριστερό κέρας, που όσο προχωρούσε στις γραμμές των Σπαρτιατών, από λοξή η φάλαγγα γινόταν λοξότερη, έτσι που να συντελείται μια πλήρης μετάθεση του κέντρου βάρους της μάχης (Σ. Ι. Καργάκος: «Ιστορία της Αρχαίας Σπάρτης» τ. Β΄, σ. 428).
Αφού δημιουργούσε ρήγμα στο αριστερό, ο Επαμεινώνδας έστρεφε προς το κέντρο τη φάλαγγα και έθετε, όπως έπραξε και στη Μαντίνεια (362 π.Χ.) τους Σπαρτιάτες μεταξύ σφύρας και άκμονος. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο Επαμεινώνδας, και όπως γράφει ο Ξενοφών, «ακρισία και ταραχή έτι πλείων μετά την μάχην εγένετο ή πρόσθεν εν τη Ελλάδι»[19]. Δηλαδή, αβεβαιότητα και ταραχή επικράτησε στην Ελλάδα μεγαλύτερη απ’ ότι πριν. Αλλά η ιστορία δεν ανέχεται το κενό. Οι συγκρούσεις Αθηναίων, Σπαρτιατών και Θηβαίων ενέπλεξαν στο πολιτικό / πολεμικό τους παιχνίδι και τους Μακεδόνες, οι οποίοι είχαν, χάρη σε μια εκστρατεία του Πελοπίδα, προσδεθεί στο άρμα της βοιωτικής πολιτικής. Ως εγγύηση ασφάλειας ο Πελοπίδας έφερε στη Θήβα κι ένα μεγάλο αριθμό Μακεδόνων ευγενών, που φιλοξενήθηκαν στους επιφανέστερους θηβαϊκούς οίκους.
Η Μακεδονική Φάλαγγα
Ο θάνατος του Επαμεινώνδα άνοιξε την αυλαία για να εμφανισθεί στην ιστορική σκηνή ο καλύτερος μαθητής, ο Φίλιππος, που ήταν μεταξύ των νεαρών Μακεδόνων, τους οποίους ο Πελοπίδας είχε μεταφέρει στη Θήβα. Ο 15ετής γιος του Μακεδόνα βασιλιά Αμύντα Β΄ φιλοξενήθηκε στην οικία του στρατηγού και φιλοσόφου Παμμένη, έλαβε πλήρη ελληνική παιδεία, κυρίως, όμως, έμαθε όλους τους κανόνες της Επαμεινώνδειας τακτικής. Αλλ’ οι μεγάλοι στρατηλάτες δεν περιορίζονται στους κανόνες (που τους σπουδάζουν όλοι), προεκτείνονται στις εξαιρέσεις, που μετά από αυτούς γίνονται κανόνες. Ακόμη ο Φίλιππος γνώρισε και τις πολιτικές αδυναμίες των πόλεων της Ν. Ελλάδος. Έτσι, όταν σε ηλικία 19/20 ετών επανήλθε στη Μακεδονία και αφού απέκρουσε την επιδρομή των Ιλλυριών και εκτόπισε από το θρόνο τον ανήλικο ανεψιό του, αφοσιώθηκε στη δημιουργία ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους, στηριζόμενος σ’ έναν νέο τύπο στρατού που κύριος κορμός του ήταν η Μακεδονική φάλαγγα. Όπως γράφει ο Θεόδ. Σαράντης, «χωρίς δύναμη στρατιωτική, ένα κράτος, όσον ισχυρόν οικονομικώς κι αν είναι, όσα αποθέματα πνευματικών αγαθών κι αν διατηρεί, υπόκειται διαρκώς στον κίνδυνο του αφανισμού. Όσο λεπτή και εύστροφη κι αν είναι, όσο ισχυρά τα δίκαια που εκφράζει και διεκδικεί, η γλώσσα της διπλωματίας είναι ανίσχυρη να επιβληθεί, αν δεν έχει συνεπίκουρο τη γλώσσα των όπλων και της δυνάμεως, η οποία πάντοτε πείθει»[20].
Ο Φίλιππος, ως νέος Ηρακλής, αντί της λεοντής, φρόντισε να αποκτήσει ένα ισχυρό ρόπαλο. Για το σκοπό αυτό καθιέρωσε την υποχρεωτική στρατολογία σε όλη την έκταση της Μακεδονίας και δημιούργησε ένα στρατό «εθνικό» και όχι «πολιτικό», δηλαδή όχι στρατό πόλεων, όπως γινόταν στη Ν. Ελλάδα. Προς τούτο χώρισε τη Μακεδονία σε 12 στρατιωτικές περιφέρειες και δημιούργησε μια τάξη επαγγελματιών στρατιωτικών. Βάση του μακεδονικού στρατού ήταν μια άλλου τύπου φάλαγγα, παρότι έδωσε αυξημένο ρόλο στο ιππικό. Οι φαλαγγίτες, εύρωστοι και εύσωμοι Μακεδόνες, έφεραν ειδικό οπλισμό: περικεφαλαία, θώρακα, κυκλική ασπίδα και την περίφημη σάρισα, δόρυ μήκους 6-7 μέτρων. Τούτο σημαίνει ότι η μακεδονική σάρισα είχε μήκος διπλάσιο από το νοτιοελλαδιτικό δόρυ. Συνεπώς, ο Μακεδόνας φαλαγγίτης είχε το πλεονέκτημα του πρώτου κτυπήματος. Η αιχμή της σάρισας είχε μήκος 10 εκατοστά και το βάρος της ήταν 6-7 κιλά. Κατασκευαζόταν από ξύλο κρανιάς. Λόγω του μήκους έπρεπε την ώρα της μάχης να κρατιέται με τα δυο χέρια και να στηρίζεται στον ώμο. Γι αυτό η ασπίδα των φαλαγγιτών ήταν μικρή, προστάτευε μόνο το στήθος και κρατιόταν από το βραχίονα, ώστε να δίνει ευχέρεια στο αριστερό χέρι στην υποβοήθηση του δεξιού.
Οι φαλαγγίτες παρατάσσονταν κατά στοίχους («στοιχηδόν») και η παράταξή τους είχε βάθος 16 ανδρών. Η φάλαγγα ήταν χωρισμένη σε τετράγωνα. Κάθε τετράγωνο, που κατά το μήκος και το πλάτος ήταν παραταγμένοι 16 άνδρες, είχε σύνολο 256 και αποτελούσε ένα λόχο. Δυο λόχοι (512 άνδρες) αποτελούσαν την πεντακοσιαρχία και τρεις πεντακοσιαρχίες την τάξη. Όπως γράφουμε στα βιβλία μας[21], οι άνδρες των πέντε πρώτων γραμμών κρατούσαν τη σάρισα με τα δύο χέρια προτεταμένη, κατά τρόπο που η αιχμή της σάρισας του πέμπτου στην σειρά στρατιώτη να προεξέχει πέντε πόδια από τον πρώτο στρατιώτη. Του δεύτερου 10, του τρίτου 15 κ.ο.κ. Έτσι, οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής ήσαν προστατευμένοι από τις προέχουσες αιχμές πέντε σαρισών. Οι αντίπαλοι στρατιώτες δεν μπορούσαν εύκολα να πλήξουν την πρώτη γραμμή, λόγω βραχύτητας του δικού τους δόρατος. Με τη διάταξη αυτή σχηματιζόταν ένα κινούμενο τοίχος από αιχμές σαρισών, που βάδιζε προς τα εμπρός σαν χιονοστιβάδα. Οι στρατιώτες των υπολοίπων 11 γραμμών κατά την παράταξη μάχης κρατούσαν τη σάρισα όρθια. Όταν σκοτωνόταν ή πληγωνόταν στρατιώτης από τις πρώτες γραμμές, τότε τη θέση του, με προτεταμένη τη σάρισα, έπαιρνε ο όπισθεν αυτού ερχόμενος στρατιώτης. Έτσι στις πέντε πρώτες γραμμές δεν υπήρχε σε ώρα μάχης κανένα κενό[22].
Η φάλαγγα λόγω του γρανιτώδους σχηματισμού της είχε μια ευπάθεια: μπορούσε να προσβληθεί από τα πλάγια. Αλλά και για αυτό είχε μεριμνήσει ο Φίλιππος. Γράφει Έλληνας μελετητής: «Η φάλαγγα αποτελούσε την αμυντική πτέρυγα που μπορούσε να δράσει μόνο ως συμπαγής μάζα με το δάσος από τις σάρισες. Επειδή η φάλαγγα δεν μπορούσε να αλλάξει μέτωπο, ανάλογα με τις περιστάσεις τα πλευρά της τα προστάτευαν από ενδεχόμενες πλευροκοπήσεις των αντιπάλων τα ελαφρά σώματα»[23].
Ο Φίλιππος είχε βέβαια και άλλα ειδικά σώματα, τοξότες, ακοντιστές, βηματιστές (=ανιχνευτές), το τελειότερο μηχανικό, που πέρα από την πλευρική κάλυψη της φάλαγγας, είχαν κι άλλες αποστολές. Ωστόσο, η άλλη μεγάλη καινοτομία του ήταν το ειδικά απαρτισμένο και καταρτισμένο ιππικό που ήταν η κύρια επιθετική του αιχμή. Ήταν η δική του λοξή φάλαγγα. Αλλά η εξέταση των άλλων στρατιωτικών καινοτομιών του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου εκφεύγουν από τα όρια της παρούσας μελέτης.
Χάρη στις τολμηρές αυτές καινοτομίες οι Φίλιππος και Αλέξανδρος συνέτριψαν Θηβαίους και Αθηναίους στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) και ακολούθως ο «αήττητος παις» κατήγαγε τις περιφανείς νίκες στην Ασία, όπου όμως υποχρεώθηκε, λόγω ειδικών εδαφικών και πολεμικών συνθηκών, να επινοήσει νέες τεχνικές μάχης και να δημιουργήσει νέου τύπου μονάδες (ακόμη και «πτηνούς στρατιώτες», δηλ. φτερωτούς), για να μπορέσει να φθάσει πάντα νικητής ως την Ινδία[24]. Οι διάδοχοι του Αλεξάνδρου μπορεί κατά μίμηση των Περσών/Ινδών να έκαναν χρήση και των ελεφάντων ως «θωρηκτών ξηράς» και χάρη σε αυτούς να είχαν αρκετές επιτυχίες στους μεταξύ τους πολέμους, επίσης κατά των Γαλατών και ειδικά ο Πύρρος αρχικά κατά των Ρωμαίων. Ωστόσο η χρήση αυτή δεν συνιστούσε βαθύτερη αλλαγή της στρατιωτικής δομής. Τελικά η ρωμαϊκήλεγεώναφάνηκευπέρτερηστηντελευταία μάχη του Πύρρου στο Βενεβέντο της Ιταλίας. Κυρίως όμως η υπεροχή της ρωμαϊκήςλεγεώναςέναντιτηςΜακεδονικής φάνηκε στις κρίσιμες μάχες που δόθηκαν στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας το 197 π.Χ. και στην Πύδνα το 168 π.Χ. Οι Μακεδόνες βασιλείς Φίλιππος Ε΄ και Περσεύς νικήθηκαν κατά κράτος από τους ύπατους Κόιντο Φλαμινίνο και Αιμίλιο Παύλο.
Η Ρωμαϊκή Λεγεώνα
Oι Ρωμαίοι[25], αντλώντας διδάγματα από τους Έλληνες και τους Καρχηδόνιους, δημιούργησαν τον τελειότερο στρατό της αρχαιότητας. Όλοι οι πολίτες από τα 17 μέχρι τα 60 χρόνια υπόκεινται σε στράτευση (μέχρι τα 45 τακτική και μετά εφεδρική). Απαλλάσσονταν οι προλετάριοι, οι μη έχοντες περιουσία, επειδή λόγω πενίας δεν είχαν τίποτε να υπερασπίσουν ή για το οποίο να αγωνισθούν. Ο ρωμαϊκόςστρατόςδενείναι μόνιμος· αποτελεί ένα είδος εθνοφυλακής, που συγκεντρωνόταν όταν παρουσιαζόταν έκτατη πολεμική κατάσταση (επιδρομή).
Βασικός πυρήνας του Ρωμαϊκούστρατού είναι η λεγεώνα (Λατ. legio από το ρ. lego = συναθροίζω). Η λεγεώνα είναι ένα σύνολο μαχητών κι ένας πολύπλοκος σχηματισμός μάχης που έπαιρνε πολλές μορφές, παρόλο που κατά την παράταξη είχε τετράγωνο σχήμα. Την αποτελούσαν 4.200 βαριά οπλισμένοι στρατιώτες (milites) και 300 ιππείς (equites). Οι οπλίτες κατά ηλικία τοποθετούνται σε τρεις γραμμές[26]. Κάθε γραμμή διαιρείται σε 10 σπείρες και κάθε σπείρα σε 10 λόχους. Οι ιππείς κάθε λεγεώνας χωρίζονται σε 10 ίλες. Μετά την κατάκτηση της Ιταλίας άρχισε απ’ όλη τη χερσόνησο στρατολογία για το σχηματισμό βοηθητικών σωμάτων. Αυτοί λέγονται σύμμαχοι (socii). Οι μισθοφόροι και οι ελαφρά οπλισμένοι ονομάζονται επίκουροι. Αυτό πάντως που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη καινοτομία των Ρωμαίων ως προς το σχηματισμό της λεγεώνας δεν ήταν ότι τα διάφορα τμήματά της σχημάτιζαν ένα τετράγωνο, αλλά το ότι εντός του τετραγώνου αυτού υπήρχαν τετράγωνα κενά ισομεγέθη προς τα παράπλευρα τετράγωνα τα πλήρη ανδρών. Ο αναγνώστης για να έχει μια οπτική εικόνα της λεγεώνας κατά τη μάχη, πρέπει να την φανταστεί σαν ένα τεράστιο σκάκι. Τα μαύρα τετράγωνα να τα φανταστεί πλήρη λεγεωναρίων και τα λευκά εντελώς κενά. Αυτό έδινε στη λεγεώνα οπτικά διπλάσιο όγκο απ’ ό,τι αν είχε πυκνή διάταξη, επιπλέον τα κενά τετράγωνα παρείχαν ευχέρεια κινήσεων και πολλαπλών μετασχηματισμών κατά τη μάχη (τριγώνου, κύκλου, κ.λπ.).
Αρχικά, αρχηγοί της λεγεώνας ήσαν οι ύπατοι. Αλλ’ επειδή αυτοί επωμίσθηκαν σταδιακά πολιτικά καθήκοντα, τη διοίκηση του σώματος αυτού αναλαμβάνουν έξι χιλίαρχοι που είχαν υπό τις διαταγές τους 60 λοχαγούς. Χαμηλότερος βαθμός είναι αυτός του εκατόνταρχου (centurio). Επιθετικά όπλα των λεγεωναρίων είναι το ξίφος, το δόρυ και το ακόντιο· και αμυντικά, η περικεφαλαία, ο θώρακας, η ασπίδα και οι κνημίδες. Επειδή οι Ρωμαίοι υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν κατά οχυρωμένων πόλεων, ανέπτυξαν σπουδαίο μηχανικό με πολλές και πολύπλοκες πολεμικές μηχανές (ξύλινοι πύργοι, όναγρος, καταπέλτης, κριός κ.λπ.). Το ρωμαϊκόστρατόπεδο, ότανβρίσκεταισεανοικτό πεδίο, δίνει εντύπωση φρουρίου. Προστατεύεται με χαντάκι, ανάχωμα, ξύλινο φράγμα, πύργους κ.λπ.
Η δύναμη του ρωμαϊκούστρατού, πέρααπό την άσκηση, τη σκληραγωγία, την ταχύτητα, την ευελιξία (η ρωμαϊκήλεγεώνα είναι πιο ευέλικτη από την ελληνική φάλαγγα), βρίσκεται στην πειθαρχία (disciplina). Σε περίπτωση μάλιστα ομαδικών παραπτωμάτων επιβάλλεται ο λεγόμενος δεκατισμός, δηλαδή επιλέγεται με κλήρο ένας στρατιώτης μεταξύ δέκα και εκτελείται. Ελαφρότερη τιμωρία είναι η μαστίγωση και η αποπομπή από το στράτευμα.
Στα χρόνια του Μάριου (156-86 π.Χ.) ο σχηματισμός της λεγεώνας άλλαξε. Η δύναμη της αυξήθηκε σε 6.000 άνδρες και χωρίστηκε όχι όπως παλιά σε σπείρες (λόχους) αλλά σε 10 κοόρτεις (cohorts), δηλαδή τάγματα. Η εκγύμναση των λεγεωναρίων ακολούθησε τα πρότυπα των μονομάχων. Επίσης ο Μάριος ενέταξε στο στρατό και τους προλετάριους. Κάθε λεγεωνάριος ελάμβανε στρατιωτικό μισθό κι έτσι σχηματίστηκε ένας μόνιμος επαγγελματικός στρατός, άριστη πολεμική μηχανή, που πολεμούσε, όμως, όχι για την πατρίδα αλλά για το μισθό και γι’ αυτό οι λεγεώνες (που αυξήθηκαν σε αριθμό) έγιναν όργανα φιλόδοξων στρατηγών, που θανάτωσαν τη δημοκρατία, επέβαλαν αρχικά την ισόβια δικτατορία, η οποία μετά τον Οκταβιανό μεταβλήθηκε σε αυτοκρατορία.
----------------------------------
Σημειώσεις
[1] Προκειμένου περί οστών, φάλαγγες καλούνται τα τρία επιμήκη οστά των δακτύλων και των ποδιών, πλην του αντίχειρα και του μεγάλου δακτύλου. Από την ονομασία αυτή των οστών, ειδικά των ποδιών, προέκυψε ή ονομασία «φάλαγγα» με την έννοια του βασανιστηρίου (μαστίγωση ή ραβδισμός πελμάτων), που είναι γνωστό ως «μαρτύριο της φάλαγγας».
[2] Οι ελαφρά οπλισμένοι που έφεραν ακόντιο και «πέλτη», δηλαδή ελαφριά ασπίδα, λεγόταν πελταστές. Οι μαχόμενοι με τόξο -έστω και αν έφεραν ελαφριά ασπίδα- λεγόταν τοξότες. Όμοια και οι λοιποί ελαφρά οπλισμένοι (π.χ. σφενδονήτες) που λέγονταν όλοι «ψιλοί» (ψιλός=γυμνός και επί στρατιωτών ελαφρά οπλισμένος).
[3] 3 Κώστας Παπαϊωάννου: «ΤέχνηκαιπολιτισμόςστηνΑρχαία Ελλάδα», Εναλλακτικές εκδόσεις 1998, σ. 131.
[4] 4 Σαράντος Ι. Καργάκος: «Ιστορία της Αρχαίας Σπάρτης» , εκδόσεις Cutenberg 2006, τ. Α΄, σ. 479.
[5] 5 Victor D. Hanson: «Ο Δυτικός τρόπος πολέμου» εκδ. Κ. Τουρίκη, Αθήνα 2003, σ. 92. Ειδικά για τον οπλισμό των Σπαρτιατών ενδιαφέροντα είναι τα βιβλία του Γεωργίου Σταϊνχάουερ: «ΟΠόλεμοςστηνΑρχαίαΕλλάδα»εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 2000 και του S.N. Snodgrass: «Τα επιθετικά και αμυντικά όπλα των αρχαίων Ελλήνων» εκδ. University Studio Press [6] Σ.Ι. Καργάκος, όπ.π. τ. Α΄, σ. 482. [7] Οι ξένοι, αδυνατώντας να κατανοήσουν ότι το «έρως» δεν είναι «love» ούτε η παιδεραστία ομοφυλοφιλία, έχουν δημιουργήσει γύρω από τους Σπαρτιάτες και τους Έλληνες μαχητές ειδικά μια αισχρή επιστημονικοφανή μυθολογία. Ο Ξενοφών που γνώρισε τη Σπάρτη σε χρόνια ακμής παρατηρεί για τα Σπαρτιάτικα ήθη: «Ει δε τις παιδός σώματος ορεγόμενος φανείη, αίσχιστον τούτο θεός εποίησεν εν Λακεδαίμονι μηδέν ήττον εραστάς παιδικών απέχεσθαι ή γονείς παίδων ή και αδελφοί αδελφών εις αφροδίσια απέχονται» (Λακεδαιμονίων Πολιτεία 2,3), [Εάν κάποιος φαινόταν ότι ορεγόταν το παιδικό σώμα, (ο Λυκούργος) επειδή τούτο το θεώρησε αναίσχυντο, ενομοθέτησε να απέχουν οι εραστές από τους παιδικούς έρωτες, όσο αποφεύγουν τις ερωτικές σχέσεις οι γονείς με τα παιδιά τους και οι αδελφοί με τις αδελφές τους]. Αλλά και ο πολύ μεταγενέστερος Αιλιανός, στηριζόμενος σε μαρτυρίες παλιές ή και σε σύγχρονα δεδομένα παρατηρεί: «Σπαρτιάτης δε έρως αισχρόν ούκ οίδεν είτε γάρ μειράκιον ετόλμησεν ύβριν υπομείναι εραστής υβρίσαι, αλλ’ ουδετέρους ελυσιτέλησε την Σπάρτην καταμιάναι· ή γάρ πατρίδος απηλλάγησαν ή και έτι θερμότερον και του βίου αυτών» (Ποικίλη στοά Γ΄ 12), [Ο σπαρτιατικός έρωτας δε γνωρίζει τίποτε αισχρό. Διότι, είτε το παιδάριο που ετόλμησε να υπομείνει την ασέλγεια είτε ο εραστής που τόλμησε να το προσβάλει, σε κανέναν δεν υπήρξε ωφέλιμο να κηλιδώσουν τη Σπάρτη. Διότι, ή εξορίστηκαν ή υπέστησαν κάτι ακόμη σκληρότερο: έχασαν τη ζωή τους. Δηλαδή εκτελέστηκαν].
[8] Σ.Ι. Καργάκος, όπ. π. τ. Α΄.
[9] Η διφαλαγγαρχία λεγόταν ακόμη «αποτομή» και «στρατηγία»
[10] Ακόμη και σήμερα ακούγεται το παράγγελμα: «τους ζυγούς λύσατε…»!
[11] Το «ευώνυμος» προέκυψε κατά ευφημισμό. Στην αρχαιότητα, κατά πρόληψη ή δεισιδαιμονία, η δεξιά πλευρά δήλωνε εύνοια και η αριστερή τη συμφορά. Για την αποτροπή της συμφοράς, και μάλιστα σε ώρα μάχης, γινόταν καταφυγή στον λεγόμενο ευφημισμό: το να ονομάζουμε κάτι δυσάρεστο με όνομα ευάρεστο. Π.χ. Εύξεινος (ενώ είναι άξενος) Πόντος. Και σήμερα μια κακή αρρώστια τη λέμε «ευλογιά», ενώ το ξίδι το λέμε και «γλυκάδι».
[12] Τη διάταξη αυτή προσδιόρισε επιγραμματικά ο Θεοδ. Κολοκοτρώνης στην περίφημη μάχη της Γράνας (10 Αυγούστου 1821) με τη φράση «κώλο με κώλο».
[13] Οφείλουμε εδώ να προσθέσουμε ότι μετά την εγκαθίδρυση δημοκρατίας (508π.χ.) από τον Κλεισθένη, οι Αθηναίοι ως προς τον στρατό τους μιμήθηκαν τους Λακεδαιμόνιους. Όπως γράφουμε στην τρίτομη «Ιστορία των Αρχαίων Αθηνών» (Cutenberg 2004) «έδειξαν περισσότερη εμπιστοσύνη στο δόρυ παρά στην ιππική λόγχη» (τ. Α σ. 635).
[14] Σ. Ι. Καργάκος, όπ. π., τ. Α΄ σ. 477.
[15] U. Wilken: «Αρχαία Ελληνική Ιστορία», εκδ. Παπαζήση, σ. 275.
[16] Αυτό, άλλωστε, ήταν το σχέδιο ανωτάτων Τούρκων αξιωματικών, σχέδιο που εκπονήθηκε το 2003 και αποκαλύφθηκε πρόσφατα. Το σχέδιο, γνωστό ως «Βαριοπούλα» θα έπληττε τις ελληνικές δυνάμεις στο Ν. Έβρου στο λεπτότερο σημείο του νομού, στην περιοχή Διδυμοτείχου με άμεσο αντικειμενικό σκοπό οι προωθούμενες τουρκικές δυνάμεις, κατά μήνα Σεπτέμβριο όπου τα νερά του Έβρου φθάνουν το 1,5 μ., με κάλυψη τον Ερυθροπόταμο / Ξηροπόταμο, θα έφθαναν ως τα βουλγαρικά σύνορα και θα τεμάχιζαν το νομό και τις εκεί ελληνικές δυνάμεις. Εξυπακούεται ότι οι Β. του Διδυμοτείχου ελληνικές δυνάμεις θα απομονώνονταν και ακολούθως, με πολιτική μέτρων «ήπιας προσαρμογής», το ελληνικό στοιχείο θα εξαφανιζόταν από την περιοχή.
[17] Σερ Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ: «Οι Μεγάλοι πόλεμοι της Ιστορίας» σ. 40.
[18] Egon Friedell: «Πολιτιστική πορεία της Αρχαίας Ελλάδος» εκδ. Πορεία, 1994, σ. 302.
[19] Ξενοφών: «Ελληνικά» Ζ΄, 5, 27.
[20] Θεόδωρος Σαράντης: «Ο μέγας Αλέξανδρος από την ιστορία έως τον θρύλο» Αθήνα 1983, σ. 78.
[21] Σ. Ι. Καργάκος: «Φίλιππος και Αλέξανδρος ως στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες» (Cutenberg 1993, σ. 18 κ.έ.) και «Ιστορία του Ελληνικού Κόσμου και του Μείζονος Χώρου» (Cutenberg 1999, τ. Α΄, σ. 263-264 κ.έ.).
[22] Για την Μακεδονική φάλαγγα σπουδαία πραγματεία είχε γράψει ο στρατηγός Νεόκοσμος Γρηγοριάδης (ήταν στρατιωτικός επίτροπος στην «Δίκη των Έξι» και την είχε προτάξει στην εισαγωγή της εκδόσεως του Αρριανού από τη βιβλιοθήκη Ζαχαρόπουλου), σ. 42.
[23] Δημ. Σαμσάρης, όπ. π., σ. 22.
[24] Για τις αλλαγές αυτές το βλ. το ειδικό τεύχος του «Οικονομικού Ταχυδρόμου», φυλ. 22, 3 Ιουνίου 1983 «Κρίσεις και πρόοδος», όπου το ειδικό μελέτημα του γράφοντος «Η κρίση της στρατιωτικής τακτικής» σ.62-74.
[25] Σ. Ι Καργάκος: «Ιστορία του Ελληνικού κόσμου και του Μείζονος Χώρου» τ. Α΄, σ. 401.
[26] Πιο συγκεκριμένα, στις πρώτες γραμμές τοποθετούνται οι λεγόμενοι λογχοφόροι (hastati) περίπου 1200, στο μέσο οι πιο ακμαίοι σε ηλικία, ονομαζόμενοι principes (περίπου 1200), ενώ την τρίτη γραμμή κρατούν οι πρεσβύτεροι και εμπειρότεροι (περίπου 600), οι λεγόμενοι triarii. Πίσω από αυτούς τοποθετούνται περίπου 1200.