Η ισότητα του δικαιώματος συμμετοχής των πολιτών στην εκκλησία του δήμου, να εισακούονται από αυτήν και να κατέχουν δημόσια αξιώματα, παρόλο που ασφαλώς δεν οδηγούσε στην πλήρη εξασφάλιση ίσης εξουσίας για όλους τους πολίτες, ήταν αρκετή για να ανησυχήσει τους πιο γνωστούς επικριτές της αθηναϊκής δημοκρατίας, ένας από τους οποίους ήταν και ο Πλάτωνας.
Η δημοκρατία, κατά τον Πλάτωνα, παρουσιάζει μια σειρά ελλείψεις που συνδέονται η μία με την άλλη. Αυτές αναπτύσσονται σε αρκετά σημεία του πλατωνικού έργου, και ειδικότερα στις δύο περίφημες παραβολές της Πολιτείας για τον κυβερνήτη του πλοίου (408a) και το φύλακα ενός «μεγάλου δυνατού και καλοτρεφούμενου ζώου» (493a). Αξίζει να αρχίσουμε με την παραβολή του καραβοκύρη:
«Φαντάσου λοιπόν ο καραβοκύρης πρώτα να είναι πιο σωματώδης και πιο δυνατός απ’ όλους που είναι μες στο καράβι, μα να είναι μαζί και κάπως κουφός, να μη βλέπει και πολύ καλά και να μην καταλαβαίνει και πάρα πολλά πράματα από τη ναυτική τέχνη· οι ναύτες να μαλώνουν μεταξύ τους για την κυβέρνηση του πλοίου και να έχει ο καθένας την αξίωση να την πάρει αυτός απάνω του, χωρίς ποτέ του να έχει μάθει την τέχνη κι ούτε να μπορεί να μη πει μήτε με ποιον δάσκαλο μήτε ποιον καιρό την έμαθε, αλλά, μάλιστα και να υποστηρίζει πως αυτή δεν είναι πράγμα που διδάσκεται, κι αν κανείς λέει το εναντίον, να είναι έτοιμος να τον κομματιάσουν· φαντάσου τους ακόμα να κρέμονται όλοι τους απάνω στον καραβοκύρη και να τον παρακαλούν και να κάνουν το παν για να τους δώσει στο χέρι το τιμόνι, κι αν δεν το επιτύχουν και προτιμηθούν άλλοι, να τους σκοτώσουν και να τους ρίχνουν στη θάλασσα, έπειτα να μεθύσουν τον καλό τους καραβοκύρη ή να τον ποτίσουν με κανένα ναρκωτικό, ή να τον ξεφορτωθούν με όποιον άλλο τρόπο, και τότε να γίνουν αυτοί κύριοι του καραβιού, να ριχτούν στις προμήθειες και να το στρώσουν στο φαγοπότι και στο γλέντι, ενώ το καράβι θα πηγαίνει όπως φαντάζεται πια κανείς πως θα πηγαίνει· κι εκτός απ’ αυτά, να επαινούν και να ονομάζουν άξιο ναυτικό και κυβερνήτη και έμπειρο σ’ όλα τα ζητήματα της τέχνης εκείνον που τα καταφέρνει μια χαρά να τους βοηθήσει να πάρουν με το καλό ή με το κακό τη διοίκηση από τα χέρια του καραβοκύρη, ενώ κάθε άλλον που δεν είναι τέτοιος, τον κατηγορούν γι’ άχρηστο, χωρίς να είναι σε θέση να καταλαβαίνουν πως ο αληθινός κυβερνήτης πρέπει να το έχει δουλειά του να ξέρει τα γυρίσματα της χρονιάς, τις ώρες και τις εποχές, τον ουρανό, τ’ άστρα, τους ανέμους και ότι άλλο σχετίζεται με την τέχνη, αν πρόκειται να είναι στ’ αλήθεια κυβερνήτης του καραβιού· πως όμως θα το κυβερνήσει, είτε θέλουν είτε δεν θέλουν μερικοί από το πλήρωμα, αυτό νομίζουν πως δεν χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη μάθηση ή τέχνη που να μπορεί να την αποκτήσει κανείς εκτός από την καθαυτό κυβερνητική· σε ένα λοιπόν καράβι που συμβαίνουν όλ’ αυτά, και βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση τα πληρώματα, ποιαν ιδέα νομίζεις πως θα είχαν οι ναύτες για έναν αληθινό κυβερνήτη; Δε θα τον ονόμαζαν πραγματικά μωρολόγο άνθρωπο και μετεωροσκόπο και άχρηστο γι’ αυτούς;» (Πλάτωνα, Πολιτεία, 488a-489a).
Λέγοντας «αληθινός κυβερνήτης», ο Πλάτωνας εννοεί τη μειοψηφία που, με τις ικανότητες και την εμπειρία της, έχει το ισχυρότερο νόμιμο δικαίωμα να κυβερνήσει το σκάφος. Και τούτο επειδή ο λαός (οι ναύτες) χειρίζεται τις υποθέσεις του με βάση τις παρορμήσεις, τα συναισθήματα και τις προκαταλήψεις του. Ο λαός δεν έχει ούτε την εμπειρία ούτε τις γνώσεις γι’ ασφαλή ναυσιπλοΐα, δηλαδή δεν διαθέτει πολιτική κρίση. Επιπλέον, ο μόνος άρχοντας που θαυμάζει ο λαός είναι ο συκοφάντης, «αυτός που διακηρύττει ότι είναι φίλος και προστάτης των συμφερόντων του λαού» (Πολιτεία, 558b, 558c). Όλοι αυτοί που «συναγελάζονται με το πλήθος και θέλουν να είναι αρεστοί απ’ αυτό» μπορούν άμεσα «να συγκριθούν με τους ναύτες» (489c). Σε μια δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει σωστή ηγεσία· οι ηγέτες εξαρτώνται από τη λαϊκή επιδοκιμασία και επομένως συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρούν τη δημοτικότητα τους και το αξίωμά τους. Η πολιτική ηγεσία εξασθενεί εξαιτίας των υποχωρήσεων προς τις λαϊκές απαιτήσεις και επειδή η πολιτική στρατηγική βασίζεται σε ότι μπορεί να «πουληθεί». Η συνετή κρίση, οι δύσκολες αποφάσεις, οι σκληρές επιλογές, οι δυσάρεστες αλήθειες αναγκαστικά θα αποφεύγονται. Η δημοκρατία περιθωριοποιεί τους σώφρονες.
Επιπλέον, το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας είναι ασυμβίβαστο με τη διατήρηση της εξουσίας, της τάξης και της σταθερότητας. Όταν τα άτομα είναι ελεύθερα να κάνουν ότι θέλουν και απαιτούν ίσα δικαιώματα, ανεξάρτητα από τις ικανότητες και τη συνεισφορά τους, βραχυπρόθεσμα το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία μιας φαινομενικά όμορφης κοινωνίας με «κάθε λογής ήθη και χαρακτήρες». Ωστόσο, μακροπρόθεσμα το αποτέλεσμα θα είναι η ενδοτικότητα και η ανοχή απέναντι στις «πονηρές» επιθυμίες, γεγονός που υπονομεύει το σεβασμό στις πολιτικές και ηθικές αρχές. Οι νέοι παύουν να φοβούνται και να σέβονται τους δασκάλους τους· διαρκώς προκαλούν τους μεγαλύτερους και οι τελευταίοι «μιμούνται τους νέους» (Πολιτεία, 563b). Κοντολογίς, «η ψυχή των πολιτών γίνεται τόσο ευπαθής, ώστε και στην ελάχιστη υποψία καταναγκασμού αγανακτούν και εξεγείρονται. Στο τέλος καταντούν να μη λογαριάζουν καθόλου τους νόμους για να μην έχουν κανέναν απολύτως κύριο» (Πολιτεία, 563b). Η «ύβρις» αποκαλείται «καλή ανατροφή, η αναρχία ελευθερία, η ακολασία μεγαλοπρέπεια και η αναίδεια ανδρεία» (560e). Η ψευδής «ισότητα στις ηδονές» οδηγεί «το δημοκρατικό άνθρωπο» να περνάει τη ζωή του «από μέρα σε μέρα». Αντίστοιχα, η κοινωνική συνοχή απειλείται, η πολιτική ζωή γίνεται όλο και πιο αποσπασματική και η πολιτική φορτίζεται με τις έριδες των φατριών. Αναπόφευκτα ξεσπούν σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα στα επιμέρους συμφέροντα, καθώς κάθε φατρία πιέζει για το δικό της συμφέρον και όχι για το συμφέρον του κράτους ως σύνολον. Η συνειδητή αφοσίωση στο καλό της κοινότητας και στην κοινωνική δικαιοσύνη καθίσταται αδύνατη.
Αυτή η κατάσταση αναπόφευκτα οδηγεί σε ατελείωτες μηχανορραφίες, ελιγμούς και πολιτική αστάθεια: πολιτική κυριαρχείται από αχαλίνωτες επιθυμίες και φιλοδοξίες. Όλοι ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τα συμφέροντα της κοινότητας, αλλά στην πραγματικότητα ο καθένας εκπροσωπεί τον εαυτό του και την εγωιστική δίψα για εξουσία. Αυτοί που έχουν κάποιους πόρους, είτε από πλούτο είτε από μια θέση κύρους, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, αναπόφευκτα θα βρεθούν κατηγορούμενοι· και η σύγκρουση ανάμεσα στους πλούσιους και στους πτωχούς θα πάρει οξύτατες διαστάσεις. Στις συνθήκες αυτές, η αποσύνθεση της δημοκρατίας είναι, υποστηρίζει ο Πλάτων, πολύ πιθανή. «Η υπερβολή σε κάθε πράγμα φέρνει τη μετάπτωση στην αντίθετη υπερβολή» και η «υπερβολική ελευθερία οδηγεί στην υποδούλωση» (Πολιτεία, 563a, 564a). Καθώς η δημοκρατία παρασύρεται στη δίνει των διαφωνιών και των συγκρούσεων, φαίνεται ότι οι δημοφιλείς ήρωες προσφέρουν καθαρή άποψη, καθαρή καθοδήγηση και την υπόσχεση να καταπνίξουν την αντιπολίτευση. Έτσι μπαίνει κανείς στον πειρασμό να υποστηρίζει τον τύραννο της επιλογής του. Αλλά φυσικά, από τη στιγμή που θα καταλάβουν την κρατική εξουσία, οι τύραννοι τείνουν να τη χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά προς όφελός τους.
Ο Πλάτωνας δεν πίστευε ότι η τυραννία καθεαυτή αποτελούσε βιώσιμη λύση στο πρόβλημα της δημοκρατίας. Οι τύραννοι σπάνια είναι «αληθινοί καραβοκύρηδες». Στη δεύτερη περίφημη παραβολή με το «μεγάλο και πανίσχυρο ζώο» (τη μάζα του λαού), ο Πλάτωνας καθιστά σαφές ότι δεν αρκεί να ξέρει ο φύλακας πώς να ελέγχει το ζώο μέσω της μελέτης των διαθέσεων, των αναγκών και των συνηθειών του. Για τη σωστή φροντίδα και εκπαίδευση του ζώου απαιτείται να ξέρει κανείς ποιες από τις προτιμήσεις και τις επιθυμίες αυτού του πλάσματος είναι «καλές ή κακές, ωραίες ή άσχημες, δίκαιες ή άδικες» (Πολιτεία, 5933b,c). Με λίγα λόγια, η θέση του Πλάτωνα είναι ότι τα προβλήματα του κόσμου δεν μπορούν να επιλυθούν παρά μόνο αν κυβερνήσουν οι φιλόσοφοι, επειδή μόνο αυτοί, όταν είναι ολόπλευρα μορφωμένοι και εκπαιδευμένοι, έχουν την ικανότητα να εναρμονίσουν όλα τα στοιχεία της ανθρώπινης ζωής υπό «την κυριαρχία της σοφίας». Ακολουθώντας τον Σωκράτη, ο Πλάτωνας πίστευε ότι «η γνώση είναι αρετή», δηλαδή ότι η «καλή ζωή», τόσο για τα άτομα όσο και για τις ομάδες, είναι ένα αντικειμενικό φαινόμενο: υπάρχει ανεξάρτητα από τις παρούσες, άμεσες καταστάσεις και μπορεί να κατακτηθεί μέσα από τη συστηματική σπουδή. Η γνώση του φιλοσόφου, που έχει κατακτηθεί με προσπάθεια είναι αυτό που δικαιώνει την καταλληλότητα του να κυβερνήσει. Η ικανότητά του να ρυθμίζει τα πράγματα με τον πιο πλεονεκτικό τρόπο δείχνει ότι η αρχή του πολιτεύματος πρέπει να είναι η αρχή της πεφωτισμένης δεσποτείας.
Αρχίζοντας από μια αντίληψη ενός φυσικού καταμερισμού της εργασίας, όπου οι τάξεις των ατόμων βρίσκουν τον κατάλληλο ρόλο τους (σε γενικές γραμμές, ως ηγέτες, στρατιώτες ή εργάτες) καθήκον του φιλοσόφου είναι η διερεύνηση αυτού του καταμερισμού, προκειμένου: (α) να ενθαρρύνονται οι ιδιαίτερες αρετές που απαιτούνται για κάθε είδος εργασίας (σοφία, θάρρος, εγκράτεια) και (β) να εξασφαλίζεται ότι τα άτομα εκτελούν τις σωστές λειτουργίες τους. Τα άτομα και τα κράτη αντιμετωπίζονται ως οργανικές ολότητες όπου, όταν το όλον είναι υγιές, οι άνθρωποι μπορούν να επιτελέσουν τις λειτουργίες τους, να ικανοποιούν τις ανάγκες τους, να ολοκληρώνουν τον εαυτό τους και, επομένως, να ζουν σε ένα σωστό, ασφαλές και δυνατό κράτος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μπορεί να θριαμβεύσει η δικαιοσύνη και να επιτευχθεί η καλή ζωή.
Πρέπει να επισημανθεί ότι στην αντίληψη του Πλάτωνα, και γενικότερα στην αρχαία ελληνική σκέψη, η ελευθερία, την οποία διασφαλίζει το κράτος, δεν περιορίζεται τόσο για το άτομο καθεαυτό όσο για την ικανότητα του να εκπληρώσει το ρόλο του στο σύμπαν.
Η θέση που ανέπτυξε ο Πλάτωνας στην Πολιτεία τροποποιήθηκε ως ένα βαθμό στα μετέπειτα έργα του, κυρίως στον Πολιτικό και τους Νόμους. Στα έργα αυτά γίνεται η παραδοχή ότι στο πραγματικό, σε αντιδιαστολή με το ιδεατό, κράτος, η εξουσία δεν μπορεί να διατηρηθεί χωρίς κάποια μορφή λαϊκής συναίνεσης και συμμετοχής. Επίσης εδώ επιβεβαιώνεται η σημασία της κυριαρχίας του νόμου ως τρόπου οριοθέτησης της νόμιμης δράσης αυτών που ασκούν «δημόσια» εξουσία – δηλαδή των φιλόσοφων-βασιλέων. Είναι επίσης σημαντικό ότι εισάγεται η θεωρία ενός «μικτού κράτους», που συνδυάζει στοιχεία μοναρχίας και δημοκρατίας, προαναγγέλλοντας κάποιες θέσεις που αναπτύχθηκαν αργότερα από τον Αριστοτέλη και (με μια χαλαρή έννοια από τον Montesquieu. Ο Πλάτων μάλιστα συνέλαβε και ένα σύστημα πολλαπλής ψήφου, του οποίου κάτι αντίστοιχο εμφανίστηκε αργότερα, στα κείμενα διακεκριμένων θεωρητικών, όπως του John Stuart Mill. Αλλά οι ιδέες αυτές στο σύνολό τους δεν αναπτύχθηκαν συστηματικά και η απόπειρα του Πλάτωνα να εμπλουτίσει την αντίληψή του περί ενός επιθυμητού συστήματος εξουσίας με κάποια δημοκρατικά στοιχεία, δεν κατέληξε σε ένα νέο δημοκρατικό μοντέλο.
Η δημοκρατία, κατά τον Πλάτωνα, παρουσιάζει μια σειρά ελλείψεις που συνδέονται η μία με την άλλη. Αυτές αναπτύσσονται σε αρκετά σημεία του πλατωνικού έργου, και ειδικότερα στις δύο περίφημες παραβολές της Πολιτείας για τον κυβερνήτη του πλοίου (408a) και το φύλακα ενός «μεγάλου δυνατού και καλοτρεφούμενου ζώου» (493a). Αξίζει να αρχίσουμε με την παραβολή του καραβοκύρη:
«Φαντάσου λοιπόν ο καραβοκύρης πρώτα να είναι πιο σωματώδης και πιο δυνατός απ’ όλους που είναι μες στο καράβι, μα να είναι μαζί και κάπως κουφός, να μη βλέπει και πολύ καλά και να μην καταλαβαίνει και πάρα πολλά πράματα από τη ναυτική τέχνη· οι ναύτες να μαλώνουν μεταξύ τους για την κυβέρνηση του πλοίου και να έχει ο καθένας την αξίωση να την πάρει αυτός απάνω του, χωρίς ποτέ του να έχει μάθει την τέχνη κι ούτε να μπορεί να μη πει μήτε με ποιον δάσκαλο μήτε ποιον καιρό την έμαθε, αλλά, μάλιστα και να υποστηρίζει πως αυτή δεν είναι πράγμα που διδάσκεται, κι αν κανείς λέει το εναντίον, να είναι έτοιμος να τον κομματιάσουν· φαντάσου τους ακόμα να κρέμονται όλοι τους απάνω στον καραβοκύρη και να τον παρακαλούν και να κάνουν το παν για να τους δώσει στο χέρι το τιμόνι, κι αν δεν το επιτύχουν και προτιμηθούν άλλοι, να τους σκοτώσουν και να τους ρίχνουν στη θάλασσα, έπειτα να μεθύσουν τον καλό τους καραβοκύρη ή να τον ποτίσουν με κανένα ναρκωτικό, ή να τον ξεφορτωθούν με όποιον άλλο τρόπο, και τότε να γίνουν αυτοί κύριοι του καραβιού, να ριχτούν στις προμήθειες και να το στρώσουν στο φαγοπότι και στο γλέντι, ενώ το καράβι θα πηγαίνει όπως φαντάζεται πια κανείς πως θα πηγαίνει· κι εκτός απ’ αυτά, να επαινούν και να ονομάζουν άξιο ναυτικό και κυβερνήτη και έμπειρο σ’ όλα τα ζητήματα της τέχνης εκείνον που τα καταφέρνει μια χαρά να τους βοηθήσει να πάρουν με το καλό ή με το κακό τη διοίκηση από τα χέρια του καραβοκύρη, ενώ κάθε άλλον που δεν είναι τέτοιος, τον κατηγορούν γι’ άχρηστο, χωρίς να είναι σε θέση να καταλαβαίνουν πως ο αληθινός κυβερνήτης πρέπει να το έχει δουλειά του να ξέρει τα γυρίσματα της χρονιάς, τις ώρες και τις εποχές, τον ουρανό, τ’ άστρα, τους ανέμους και ότι άλλο σχετίζεται με την τέχνη, αν πρόκειται να είναι στ’ αλήθεια κυβερνήτης του καραβιού· πως όμως θα το κυβερνήσει, είτε θέλουν είτε δεν θέλουν μερικοί από το πλήρωμα, αυτό νομίζουν πως δεν χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη μάθηση ή τέχνη που να μπορεί να την αποκτήσει κανείς εκτός από την καθαυτό κυβερνητική· σε ένα λοιπόν καράβι που συμβαίνουν όλ’ αυτά, και βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση τα πληρώματα, ποιαν ιδέα νομίζεις πως θα είχαν οι ναύτες για έναν αληθινό κυβερνήτη; Δε θα τον ονόμαζαν πραγματικά μωρολόγο άνθρωπο και μετεωροσκόπο και άχρηστο γι’ αυτούς;» (Πλάτωνα, Πολιτεία, 488a-489a).
Λέγοντας «αληθινός κυβερνήτης», ο Πλάτωνας εννοεί τη μειοψηφία που, με τις ικανότητες και την εμπειρία της, έχει το ισχυρότερο νόμιμο δικαίωμα να κυβερνήσει το σκάφος. Και τούτο επειδή ο λαός (οι ναύτες) χειρίζεται τις υποθέσεις του με βάση τις παρορμήσεις, τα συναισθήματα και τις προκαταλήψεις του. Ο λαός δεν έχει ούτε την εμπειρία ούτε τις γνώσεις γι’ ασφαλή ναυσιπλοΐα, δηλαδή δεν διαθέτει πολιτική κρίση. Επιπλέον, ο μόνος άρχοντας που θαυμάζει ο λαός είναι ο συκοφάντης, «αυτός που διακηρύττει ότι είναι φίλος και προστάτης των συμφερόντων του λαού» (Πολιτεία, 558b, 558c). Όλοι αυτοί που «συναγελάζονται με το πλήθος και θέλουν να είναι αρεστοί απ’ αυτό» μπορούν άμεσα «να συγκριθούν με τους ναύτες» (489c). Σε μια δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει σωστή ηγεσία· οι ηγέτες εξαρτώνται από τη λαϊκή επιδοκιμασία και επομένως συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρούν τη δημοτικότητα τους και το αξίωμά τους. Η πολιτική ηγεσία εξασθενεί εξαιτίας των υποχωρήσεων προς τις λαϊκές απαιτήσεις και επειδή η πολιτική στρατηγική βασίζεται σε ότι μπορεί να «πουληθεί». Η συνετή κρίση, οι δύσκολες αποφάσεις, οι σκληρές επιλογές, οι δυσάρεστες αλήθειες αναγκαστικά θα αποφεύγονται. Η δημοκρατία περιθωριοποιεί τους σώφρονες.
Επιπλέον, το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας είναι ασυμβίβαστο με τη διατήρηση της εξουσίας, της τάξης και της σταθερότητας. Όταν τα άτομα είναι ελεύθερα να κάνουν ότι θέλουν και απαιτούν ίσα δικαιώματα, ανεξάρτητα από τις ικανότητες και τη συνεισφορά τους, βραχυπρόθεσμα το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία μιας φαινομενικά όμορφης κοινωνίας με «κάθε λογής ήθη και χαρακτήρες». Ωστόσο, μακροπρόθεσμα το αποτέλεσμα θα είναι η ενδοτικότητα και η ανοχή απέναντι στις «πονηρές» επιθυμίες, γεγονός που υπονομεύει το σεβασμό στις πολιτικές και ηθικές αρχές. Οι νέοι παύουν να φοβούνται και να σέβονται τους δασκάλους τους· διαρκώς προκαλούν τους μεγαλύτερους και οι τελευταίοι «μιμούνται τους νέους» (Πολιτεία, 563b). Κοντολογίς, «η ψυχή των πολιτών γίνεται τόσο ευπαθής, ώστε και στην ελάχιστη υποψία καταναγκασμού αγανακτούν και εξεγείρονται. Στο τέλος καταντούν να μη λογαριάζουν καθόλου τους νόμους για να μην έχουν κανέναν απολύτως κύριο» (Πολιτεία, 563b). Η «ύβρις» αποκαλείται «καλή ανατροφή, η αναρχία ελευθερία, η ακολασία μεγαλοπρέπεια και η αναίδεια ανδρεία» (560e). Η ψευδής «ισότητα στις ηδονές» οδηγεί «το δημοκρατικό άνθρωπο» να περνάει τη ζωή του «από μέρα σε μέρα». Αντίστοιχα, η κοινωνική συνοχή απειλείται, η πολιτική ζωή γίνεται όλο και πιο αποσπασματική και η πολιτική φορτίζεται με τις έριδες των φατριών. Αναπόφευκτα ξεσπούν σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα στα επιμέρους συμφέροντα, καθώς κάθε φατρία πιέζει για το δικό της συμφέρον και όχι για το συμφέρον του κράτους ως σύνολον. Η συνειδητή αφοσίωση στο καλό της κοινότητας και στην κοινωνική δικαιοσύνη καθίσταται αδύνατη.
Αυτή η κατάσταση αναπόφευκτα οδηγεί σε ατελείωτες μηχανορραφίες, ελιγμούς και πολιτική αστάθεια: πολιτική κυριαρχείται από αχαλίνωτες επιθυμίες και φιλοδοξίες. Όλοι ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τα συμφέροντα της κοινότητας, αλλά στην πραγματικότητα ο καθένας εκπροσωπεί τον εαυτό του και την εγωιστική δίψα για εξουσία. Αυτοί που έχουν κάποιους πόρους, είτε από πλούτο είτε από μια θέση κύρους, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, αναπόφευκτα θα βρεθούν κατηγορούμενοι· και η σύγκρουση ανάμεσα στους πλούσιους και στους πτωχούς θα πάρει οξύτατες διαστάσεις. Στις συνθήκες αυτές, η αποσύνθεση της δημοκρατίας είναι, υποστηρίζει ο Πλάτων, πολύ πιθανή. «Η υπερβολή σε κάθε πράγμα φέρνει τη μετάπτωση στην αντίθετη υπερβολή» και η «υπερβολική ελευθερία οδηγεί στην υποδούλωση» (Πολιτεία, 563a, 564a). Καθώς η δημοκρατία παρασύρεται στη δίνει των διαφωνιών και των συγκρούσεων, φαίνεται ότι οι δημοφιλείς ήρωες προσφέρουν καθαρή άποψη, καθαρή καθοδήγηση και την υπόσχεση να καταπνίξουν την αντιπολίτευση. Έτσι μπαίνει κανείς στον πειρασμό να υποστηρίζει τον τύραννο της επιλογής του. Αλλά φυσικά, από τη στιγμή που θα καταλάβουν την κρατική εξουσία, οι τύραννοι τείνουν να τη χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά προς όφελός τους.
Ο Πλάτωνας δεν πίστευε ότι η τυραννία καθεαυτή αποτελούσε βιώσιμη λύση στο πρόβλημα της δημοκρατίας. Οι τύραννοι σπάνια είναι «αληθινοί καραβοκύρηδες». Στη δεύτερη περίφημη παραβολή με το «μεγάλο και πανίσχυρο ζώο» (τη μάζα του λαού), ο Πλάτωνας καθιστά σαφές ότι δεν αρκεί να ξέρει ο φύλακας πώς να ελέγχει το ζώο μέσω της μελέτης των διαθέσεων, των αναγκών και των συνηθειών του. Για τη σωστή φροντίδα και εκπαίδευση του ζώου απαιτείται να ξέρει κανείς ποιες από τις προτιμήσεις και τις επιθυμίες αυτού του πλάσματος είναι «καλές ή κακές, ωραίες ή άσχημες, δίκαιες ή άδικες» (Πολιτεία, 5933b,c). Με λίγα λόγια, η θέση του Πλάτωνα είναι ότι τα προβλήματα του κόσμου δεν μπορούν να επιλυθούν παρά μόνο αν κυβερνήσουν οι φιλόσοφοι, επειδή μόνο αυτοί, όταν είναι ολόπλευρα μορφωμένοι και εκπαιδευμένοι, έχουν την ικανότητα να εναρμονίσουν όλα τα στοιχεία της ανθρώπινης ζωής υπό «την κυριαρχία της σοφίας». Ακολουθώντας τον Σωκράτη, ο Πλάτωνας πίστευε ότι «η γνώση είναι αρετή», δηλαδή ότι η «καλή ζωή», τόσο για τα άτομα όσο και για τις ομάδες, είναι ένα αντικειμενικό φαινόμενο: υπάρχει ανεξάρτητα από τις παρούσες, άμεσες καταστάσεις και μπορεί να κατακτηθεί μέσα από τη συστηματική σπουδή. Η γνώση του φιλοσόφου, που έχει κατακτηθεί με προσπάθεια είναι αυτό που δικαιώνει την καταλληλότητα του να κυβερνήσει. Η ικανότητά του να ρυθμίζει τα πράγματα με τον πιο πλεονεκτικό τρόπο δείχνει ότι η αρχή του πολιτεύματος πρέπει να είναι η αρχή της πεφωτισμένης δεσποτείας.
Αρχίζοντας από μια αντίληψη ενός φυσικού καταμερισμού της εργασίας, όπου οι τάξεις των ατόμων βρίσκουν τον κατάλληλο ρόλο τους (σε γενικές γραμμές, ως ηγέτες, στρατιώτες ή εργάτες) καθήκον του φιλοσόφου είναι η διερεύνηση αυτού του καταμερισμού, προκειμένου: (α) να ενθαρρύνονται οι ιδιαίτερες αρετές που απαιτούνται για κάθε είδος εργασίας (σοφία, θάρρος, εγκράτεια) και (β) να εξασφαλίζεται ότι τα άτομα εκτελούν τις σωστές λειτουργίες τους. Τα άτομα και τα κράτη αντιμετωπίζονται ως οργανικές ολότητες όπου, όταν το όλον είναι υγιές, οι άνθρωποι μπορούν να επιτελέσουν τις λειτουργίες τους, να ικανοποιούν τις ανάγκες τους, να ολοκληρώνουν τον εαυτό τους και, επομένως, να ζουν σε ένα σωστό, ασφαλές και δυνατό κράτος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μπορεί να θριαμβεύσει η δικαιοσύνη και να επιτευχθεί η καλή ζωή.
Πρέπει να επισημανθεί ότι στην αντίληψη του Πλάτωνα, και γενικότερα στην αρχαία ελληνική σκέψη, η ελευθερία, την οποία διασφαλίζει το κράτος, δεν περιορίζεται τόσο για το άτομο καθεαυτό όσο για την ικανότητα του να εκπληρώσει το ρόλο του στο σύμπαν.
Η θέση που ανέπτυξε ο Πλάτωνας στην Πολιτεία τροποποιήθηκε ως ένα βαθμό στα μετέπειτα έργα του, κυρίως στον Πολιτικό και τους Νόμους. Στα έργα αυτά γίνεται η παραδοχή ότι στο πραγματικό, σε αντιδιαστολή με το ιδεατό, κράτος, η εξουσία δεν μπορεί να διατηρηθεί χωρίς κάποια μορφή λαϊκής συναίνεσης και συμμετοχής. Επίσης εδώ επιβεβαιώνεται η σημασία της κυριαρχίας του νόμου ως τρόπου οριοθέτησης της νόμιμης δράσης αυτών που ασκούν «δημόσια» εξουσία – δηλαδή των φιλόσοφων-βασιλέων. Είναι επίσης σημαντικό ότι εισάγεται η θεωρία ενός «μικτού κράτους», που συνδυάζει στοιχεία μοναρχίας και δημοκρατίας, προαναγγέλλοντας κάποιες θέσεις που αναπτύχθηκαν αργότερα από τον Αριστοτέλη και (με μια χαλαρή έννοια από τον Montesquieu. Ο Πλάτων μάλιστα συνέλαβε και ένα σύστημα πολλαπλής ψήφου, του οποίου κάτι αντίστοιχο εμφανίστηκε αργότερα, στα κείμενα διακεκριμένων θεωρητικών, όπως του John Stuart Mill. Αλλά οι ιδέες αυτές στο σύνολό τους δεν αναπτύχθηκαν συστηματικά και η απόπειρα του Πλάτωνα να εμπλουτίσει την αντίληψή του περί ενός επιθυμητού συστήματος εξουσίας με κάποια δημοκρατικά στοιχεία, δεν κατέληξε σε ένα νέο δημοκρατικό μοντέλο.