Ἀγαμέμνον᾽ ἡμῖν δεῦρο τόνδ᾽ ὁρμώμενον·
1225 δῆλος δέ μοὐστὶ σκαιὸν ἐκλύσων στόμα.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
σὲ δὴ τὰ δεινὰ ῥήματ᾽ ἀγγέλλουσί μοι
τλῆναι καθ᾽ ἡμῶν ὧδ᾽ ἀνοιμωκτεὶ χανεῖν;
σέ τοι, τὸν ἐκ τῆς αἰχμαλωτίδος λέγω·
ἦ που τραφεὶς ἂν μητρὸς εὐγενοῦς ἄπο
1230 ὑψήλ᾽ ἐκόμπεις κἀπ᾽ ἄκρων ὡδοιπόρεις,
ὅτ᾽ οὐδὲν ὢν τοῦ μηδὲν ἀντέστης ὕπερ,
κοὔτε στρατηγοὺς οὔτε ναυάρχους μολεῖν
ἡμᾶς Ἀχαιῶν οὔτε σοῦ διωμόσω,
ἀλλ᾽ αὐτὸς ἄρχων, ὡς σὺ φής, Αἴας ἔπλει.
1235 ταῦτ᾽ οὐκ ἀκούειν μεγάλα πρὸς δούλων κακά;
ποίου κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ᾽ ὑπέρφρονα,
ποῖ βάντος ἢ ποῦ στάντος οὗπερ οὐκ ἐγώ;
οὐκ ἆρ᾽ Ἀχαιοῖς ἄνδρες εἰσὶ πλὴν ὅδε;
πικροὺς ἔοιγμεν τῶν Ἀχιλλείων ὅπλων
1240 ἀγῶνας Ἀργείοισι κηρῦξαι τότε,
εἰ πανταχοῦ φανούμεθ᾽ ἐκ Τεύκρου κακοί,
κοὐκ ἀρκέσει ποθ᾽ ὑμὶν οὐδ᾽ ἡσσημένοις
εἴκειν ἃ τοῖς πολλοῖσιν ἤρεσκεν κριταῖς,
ἀλλ᾽ αἰὲν ἡμᾶς ἢ κακοῖς βαλεῖτέ που
1245 ἢ σὺν δόλῳ κεντήσεθ᾽ οἱ λελειμμένοι.
ἐκ τῶνδε μέντοι τῶν τρόπων οὐκ ἄν ποτε
κατάστασις γένοιτ᾽ ἂν οὐδενὸς νόμου,
εἰ τοὺς δίκῃ νικῶντας ἐξωθήσομεν
καὶ τοὺς ὄπισθεν ἐς τὸ πρόσθεν ἄξομεν.
1250 ἀλλ᾽ εἰρκτέον τάδ᾽ ἐστίν· οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς
οὐδ᾽ εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι,
ἀλλ᾽ οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι πανταχοῦ.
μέγας δὲ πλευρὰ βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς ὅμως
μάστιγος ὀρθὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται.
1255 καὶ σοὶ προσέρπον τοῦτ᾽ ἐγὼ τὸ φάρμακον
ὁρῶ τάχ᾽, εἰ μὴ νοῦν κατακτήσῃ τινά·
ὃς ἀνδρὸς οὐκέτ᾽ ὄντος, ἀλλ᾽ ἤδη σκιᾶς,
θαρσῶν ὑβρίζεις κἀξελευθεροστομεῖς.
οὐ σωφρονήσεις; οὐ μαθὼν ὃς εἶ φύσιν
1260 ἄλλον τιν᾽ ἄξεις ἄνδρα δεῦρ᾽ ἐλεύθερον,
ὅστις πρὸς ἡμᾶς ἀντὶ σοῦ λέξει τὰ σά;
σοῦ γὰρ λέγοντος οὐκέτ᾽ ἂν μάθοιμ᾽ ἐγώ·
τὴν βάρβαρον γὰρ γλῶσσαν οὐκ ἐπαΐω.
ΧΟ. εἴθ᾽ ὑμὶν ἀμφοῖν νοῦς γένοιτο σωφρονεῖν·
1265 τούτου γὰρ οὐδὲν σφῷν ἔχω λῷον φράσαι.
1225 δῆλος δέ μοὐστὶ σκαιὸν ἐκλύσων στόμα.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
σὲ δὴ τὰ δεινὰ ῥήματ᾽ ἀγγέλλουσί μοι
τλῆναι καθ᾽ ἡμῶν ὧδ᾽ ἀνοιμωκτεὶ χανεῖν;
σέ τοι, τὸν ἐκ τῆς αἰχμαλωτίδος λέγω·
ἦ που τραφεὶς ἂν μητρὸς εὐγενοῦς ἄπο
1230 ὑψήλ᾽ ἐκόμπεις κἀπ᾽ ἄκρων ὡδοιπόρεις,
ὅτ᾽ οὐδὲν ὢν τοῦ μηδὲν ἀντέστης ὕπερ,
κοὔτε στρατηγοὺς οὔτε ναυάρχους μολεῖν
ἡμᾶς Ἀχαιῶν οὔτε σοῦ διωμόσω,
ἀλλ᾽ αὐτὸς ἄρχων, ὡς σὺ φής, Αἴας ἔπλει.
1235 ταῦτ᾽ οὐκ ἀκούειν μεγάλα πρὸς δούλων κακά;
ποίου κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ᾽ ὑπέρφρονα,
ποῖ βάντος ἢ ποῦ στάντος οὗπερ οὐκ ἐγώ;
οὐκ ἆρ᾽ Ἀχαιοῖς ἄνδρες εἰσὶ πλὴν ὅδε;
πικροὺς ἔοιγμεν τῶν Ἀχιλλείων ὅπλων
1240 ἀγῶνας Ἀργείοισι κηρῦξαι τότε,
εἰ πανταχοῦ φανούμεθ᾽ ἐκ Τεύκρου κακοί,
κοὐκ ἀρκέσει ποθ᾽ ὑμὶν οὐδ᾽ ἡσσημένοις
εἴκειν ἃ τοῖς πολλοῖσιν ἤρεσκεν κριταῖς,
ἀλλ᾽ αἰὲν ἡμᾶς ἢ κακοῖς βαλεῖτέ που
1245 ἢ σὺν δόλῳ κεντήσεθ᾽ οἱ λελειμμένοι.
ἐκ τῶνδε μέντοι τῶν τρόπων οὐκ ἄν ποτε
κατάστασις γένοιτ᾽ ἂν οὐδενὸς νόμου,
εἰ τοὺς δίκῃ νικῶντας ἐξωθήσομεν
καὶ τοὺς ὄπισθεν ἐς τὸ πρόσθεν ἄξομεν.
1250 ἀλλ᾽ εἰρκτέον τάδ᾽ ἐστίν· οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς
οὐδ᾽ εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι,
ἀλλ᾽ οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι πανταχοῦ.
μέγας δὲ πλευρὰ βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς ὅμως
μάστιγος ὀρθὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται.
1255 καὶ σοὶ προσέρπον τοῦτ᾽ ἐγὼ τὸ φάρμακον
ὁρῶ τάχ᾽, εἰ μὴ νοῦν κατακτήσῃ τινά·
ὃς ἀνδρὸς οὐκέτ᾽ ὄντος, ἀλλ᾽ ἤδη σκιᾶς,
θαρσῶν ὑβρίζεις κἀξελευθεροστομεῖς.
οὐ σωφρονήσεις; οὐ μαθὼν ὃς εἶ φύσιν
1260 ἄλλον τιν᾽ ἄξεις ἄνδρα δεῦρ᾽ ἐλεύθερον,
ὅστις πρὸς ἡμᾶς ἀντὶ σοῦ λέξει τὰ σά;
σοῦ γὰρ λέγοντος οὐκέτ᾽ ἂν μάθοιμ᾽ ἐγώ·
τὴν βάρβαρον γὰρ γλῶσσαν οὐκ ἐπαΐω.
ΧΟ. εἴθ᾽ ὑμὶν ἀμφοῖν νοῦς γένοιτο σωφρονεῖν·
1265 τούτου γὰρ οὐδὲν σφῷν ἔχω λῷον φράσαι.
***
ΤΕΥ. Άνοιξα βήμα, βλέποντας να φτάνει εδώ φουριόζοςο στρατηλάτης Αγαμέμνων· το δείχνει η όψη του,
θα βγάλει άτσαλη γλώσσα.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Εσύ λοιπόν, όπως μου λεν, είσαι που τόλμησες
να ξαμολήσεις, ατιμώρητος, λόγια μεγάλα
και βαριά εναντίον μας;
Μιλώ σ᾽ εσένα, σπόρε αιχμάλωτης. Σκέψου να είχες
γεννηθεί κι από γυναίκα ευγενικής γενιάς
πόσο θα ψήλωνε ο κομπασμός, θα φούσκωνε
1230 το κόρδωμά σου, όταν εσύ, μηδενικό,
μας σήκωσες κεφάλι για κάποιον που είναι τίποτα·
και πήρες όρκο μάλιστα πως ούτε στρατηγοί
ούτε και ναύαρχοι δεν είμαστε των Αχαιών,
ούτε δικοί σου· πως αυτοκέφαλος, όπως μας λες,
έφτασε εδώ ο Αίας με τα πλοία του.
Δεν είναι ανήκουστο ν᾽ ακούς τέτοιες διαβολές
από το στόμα δούλων;
Ποιός είναι αυτός που τον ανέβασες στα ύψη
με τα λόγια σου; πού στάθηκε, πού πήγε που να μην ήμουνα
εκεί κι εγώ; Άντρες δεν είναι οι άλλοι Αχαιοί;
είναι αυτός ο μόνος άντρας; Φαίνεται τότε πως κηρύξαμε
1240 λάθος αγώνα για του Αχιλλέα τα όπλα, αφού παντού
ο Τεύκρος πάει να μας βγάλει τώρα σκάρτους.
Και δεν σας άρεσε, παρότι νικημένοι, να υποταχτείτε
στην απόφαση των περισσότερων κριτών· έτοιμοι είστε,
όπου τύχει, να μας προσβάλετε με αλαζονικές βρισιές,
ή κάθε τόσο επίβουλα να μας υπονομεύετε
—εσείς οι νικημένοι.
Με τέτοιους όμως τρόπους, ποτέ δεν θα μπορούσε κανένας
νόμος να σταθεί, αν, όσοι δίκαια νικούν,
τους βάζαμε στην άκρη, και φέρναμε μπροστά
αυτούς που πίσω ξέμειναν.
1250 Πρέπει με κάθε τρόπο αυτά να εμποδιστούν. Γιατί
δεν είναι οι μπρατσωμένοι, με μεγάλες πλάτες,
που μένουν πάντα σταθεροί, αλλ᾽ όσοι έχουνε
γερό μυαλό, αυτοί παντού υπερέχουν.
Ακόμη κι ένα βόδι με ράχη στιβαρή, όταν του πέσει, λίγο
έστω, μαστίγιο στη ράχη, μπαίνει ξανά στον ίσιο δρόμο.
Κι εσένα βλέπω τέτοιο φάρμακο σε περιμένει, ανίσως
και δεν βάλεις φρένο στο μυαλό σου· αφού για χάρη ενός
που δεν υπάρχει πια, για μια σκιά, με θράσος εξυβρίζεις,
ξέφρενη αφήνοντας τη γλώσσα σου.
Δεν ήρθε η ώρα πια να βρεις τα λογικά σου; να θυμηθείς
1260 ποιός είσαι πράγματι; Κανέναν άλλο φέρε μας εδώ,
άνδρα ελεύθερο, που να μας πει τί θες να πεις. Όπως μιλάς
εσύ, δεν παίρνω είδηση τί λες, δεν την καταλαβαίνω εγώ
τη βάρβαρή σου γλώσσα.
ΧΟ. Εύχομαι και των δυο ο νους να βρει τα συγκαλά του·
εγώ δεν έχω να σας πω κάτι καλύτερο απ᾽ αυτό.