Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ, ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΓΝΩΣΤΙΚΩΝ, ΕΡΜΗΣ Ο ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΣ - Ποιμάνδρης § 1-7, 12-15

Η επιφάνεια του Ποιμάνδρη

Ο Ποιμάνδρης είναι το πρώτο και σημαντικότερο έργο της συλλογής συγγραμμάτων (σε ελληνική, λατινική και κοπτική γλώσσα) που παραδίδονται με το όνομα του Ἑρμῆ Τρισμεγίστου.Η συλλογή, που άρχισε να δημιουργείται σταδιακά από τον 2ο αι. μ.Χ., συνδέεται με τη λατρεία τον αιγυπτιακού θεού Θωθ (στα ελληνικά ως αντίστοιχος θεός θεωρήθηκε ο Ερμής Τρισμέγιστος) και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του συγκρητισμού των αυτοκρατορικών χρόνων. Περιέχει κείμενα κατά κύριο λόγο αποκαλυπτικά αλλά και κείμενα με αστρολογικό, αλχημιστικό και φιλοσοφικό περιεχόμενο. Αν και ο τίτλος της συλλογής (Ερμής Τρισμέγιστος ~ Θωθ) υπονοεί ότι περιέχει αιγυπτιακή σοφία, αυτή περιορίζεται σε ένα επιφανειακό επίπεδο, ενώ κατ᾽ ουσίαν το περιεχόμενο των έργων στηρίζεται σε ελληνικές αντιλήψεις (ιδιαίτερα εμφανής είναι η επίδραση των νεοπλατωνικών αντιλήψεων, βλ. Κείμενο ΠΛΩΤΙΝΟΣ - Περὶ τοῦ καλοῦ). Ο τίτλος Ποιμάνδρης (= ποιμὴν ἀνδρῶν) του πρώτου έργου της συλλογής οφείλεται στο υπερφυσικό ον που αποκαλύπτεται μέσα σ᾽ αυτό. Στο πρώτο απόσπασμα που ανθολογείται εδώ ο ανώνυμος αφηγητής βλέπει σε ένα όραμα τον Ποιμάνδρη, ο οποίος ταυτίζεται με τον Νου, να του αναπτύσσει τη διδασκαλία του για την δημιουργία του κόσμου. «Οι μορφές και οι αποχρώσεις αυτού του οράματος δίνουν», όπως παρατήρησε κάποιος φιλόλογος, «σχεδόν την εντύπωση ενός αφηρημένου έργου τέχνης». Αξιοπρόσεκτη στην περιγραφή του οράματος είναι η χρήση,-συχνή στα ερμητικά κείμενα- συμβόλων υπό μορφή αντιθετικών ζευγών (π.χ. φως-σκοτάδι, νερό-φωτιά). Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα με την παρουσίαση οραμάτων στη λογοτεχνία, η θέαση του οράματος ακολουθείται από την ερμηνεία του. Στο δεύτερο απόσπασμα περιέχεται η -αινιγματική σε μερικά σημεία- αφήγηση για τη δημιουργία του ανθρώπου.

Ποιμάνδρης § 1-7, 12-15

[1] ἐννοίας μοί ποτε γενομένης περὶ τῶν ὄντων καὶ μετεωρισθείσης μοι τῆς διανοίας σφόδρᾳ, κατασχεθεισῶν μου τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων, καθάπερ οἱ ὕπνῳ βεβαρημένοι ἐκ κόρου τροφῆς ἢ ἐκ κόπου σώματος, ἔδοξά τινα ὑπερμεγέθη μέτρῳ ἀπεριορίστῳ τυγχάνοντα καλεῖν μου τὸ ὄνομα καὶ λέγοντά μοι, Τί βούλει ἀκοῦσαι καὶ θεάσασθαι, καὶ νοήσας μαθεῖν καὶ γνῶναι;
[2] ―φημὶ ἐγώ, Σὺ γὰρ τίς εἶ; ―Ἐγὼ μέν, φησίν, εἰμὶ ὁ Ποιμάνδρης, ὁ τῆς αὐθεντίας νοῦς· οἶδα ὃ βούλει, καὶ σύνειμί σοι πανταχοῦ. [3] ―φημὶ ἐγώ, Μαθεῖν θέλω τὰ ὄντα καὶ νοῆσαι τὴν τούτων φύσιν καὶ γνῶναι τὸν Θεόν· πῶς, ἔφην, ἀκοῦσαι βούλομαι. ―φησὶν ἐμοὶ πάλιν, Ἔχε νῷ σῷ ὅσα θέλεις μαθεῖν, κἀγώ σε διδάξω. [4] τοῦτο εἰπὼν ἠλλάγη τῇ ἰδέᾳ, καὶ εὐθέως πάντα μοι ἤνοικτο ῥοπῇ, καὶ ὁρῶ θέαν ἀόριστον, φῶς δὲ πάντα γεγενημένα, εὔδιόν τε καὶ ἱλαρόν, καὶ ἠράσθην ἰδών. καὶ μετ᾽ ὀλίγον σκότος κατωφερὲς ἦν, ἐν μέρει γεγενημένον, φοβερόν τε καὶ στυγνόν, σκολιῶς ἐσπειραμένον, ὡς ‹ὄφει› εἰκάσαι με· εἶτα μεταβαλλόμενον τὸ σκότος εἰς ὑγράν τινα φύσιν, ἀφάτως τεταραγμένην καὶ καπνὸν ἀποδιδοῦσαν, ὡς ἀπὸ πυρός, καί τινα ἦχον ἀποτελοῦσαν ἀνεκλάλητον γοώδη· εἶτα βοὴ ἐξ αὐτῆς ἀσυνάρθρως ἐξεπέμπετο, ὡς εἰκάσαι φωνῇ πυρός, [5] ἐκ δὲ φωτὸς *** λόγος ἅγιος ἐπέβη τῇ φύσῃ, καὶ πῦρ ἄκρατον ἐξεπήδησεν ἐκ τῆς ὑγρᾶς φύσεως ἄνω εἰς ὕψος· κοῦφον δὲ ἦν καὶ ὀξύ, δραστικὸν δὲ ἅμα, καὶ ὁ ἀὴρ ἐλαφρὸς ὢν ἠκολούθησε τῷ πνεύματι, ἀναβαίνοντος αὐτοῦ μέχρι τοῦ πυρὸς ἀπὸ γῆς καὶ ὕδατος, ὡς δοκεῖν κρέμασθαι αὐτὸν ἀπ᾽ αὐτοῦ· γῆ δὲ καὶ ὕδωρ ἔμενε καθ᾽ ἑαυτὰ συμμεμιγμένα, ὡς μὴ θεωρεῖσθαι ‹τὴν γῆν› ἀπὸ τοῦ ὕδατος· κινούμενα δὲ ἦν διὰ τὸν ἐπιφερόμενον πνευματικὸν λόγον εἰς ἀκοήν. [6] ὁ δὲ Ποιμάνδρης ἐμοί, Ἐνόησας, φησί, τὴν θέαν ταύτην ὅ τι καί βούλεται; καί, Γνώσομαι, ἔφην ἐγώ. ―Τὸ φῶς ἐκεῖνο, ἔφη, ἐγὼ Νοῦς ὁ σὸς θεός, ὁ πρὸ φύσεως ὑγρᾶς τῆς ἐκ σκότους φανείσης· ὁ δὲ ἐκ Νοὸς φωτεινὸς Λόγος υἱὸς θεοῦ. ―Τί οὖν; φημί. ―Οὕτω γνῶθι· τὸ ἐν σοὶ βλέπον καὶ ἀκοῦον, λόγος κυρίου, ὁ δὲ νοῦς πατὴρ θεός. οὐ γὰρ διίστανται ἀπ᾽ ἀλλήλων· ἕνωσις γὰρ τούτων ἐστὶν ἡ ζωή. ―Εὐχαριστῶ σοι, ἔφην ἔγω. ―Ἀλλὰ δὴ νόει τὸ φῶς καὶ γνώριζε τοῦτο. [7] εἰπόντος ταῦτα ἐπὶ πλείονα χρόνον ἀντώπησέ μοι, ὥστε με τρέμειν αὐτοῦ τὴν ἰδέαν· ἀνανεύσαντος δέ, θεωρῶ ἐν τῷ νοΐ μου τὸ φῶς ἐν δυνάμεσιν ἀναριθμήτοις ὄν, καὶ κόσμον ἀπεριόριστον γεγενημένον, καὶ περιίσχεσθαι τὸ πῦρ δυνάμει μεγίστῃ, καὶ στάσιν ἐσχηκέναι κρατούμενον· ταῦτα δὲ ἐγὼ διενοήθην ὁρῶν διὰ τὸν τοῦ Ποιμάνδρου λόγον.
[12] ὁ δὲ πάντων πατὴρ ὁ Νοῦς, ὢν ζωὴ καὶ φῶς, ἀπεκύησεν Ἄνθρωπον αὐτῷ ἴσον, οὗ ἠράσθη ὡς ἰδίου τόκου· περικαλλὴς γάρ, τὴν τοῦ πατρὸς εἰκόνα ἔχων· ὄντως γὰρ καὶ ὁ θεὸς ἠράσθη τῆς ἰδίας μορφῆς, παρέδωκε ‹τε› τὰ ἑαυτοῦ πάντα δημιουργήματα, [13] καὶ κατανοήσας δὲ τὴν τοῦ Δημιουργοῦ κτίσιν ἐν τῷ πυρί, ἠβουλήθη καὶ αὐτὸς δημιουργεῖν, καὶ συνεχωρήθη ἀπὸ τοῦ πατρός· γενόμενος ἐν τῇ δημιουργικῇ σφαίρᾳ, ἕξων τὴν πᾶσαν ἐξουσίαν, κατενόησε τοῦ ἀδελφοῦ τὰ δημιουργήματα, οἱ δὲ ἠράσθησαν αὐτοῦ, ἕκαστος δὲ μετεδίδου τῆς ἰδίας τάξεως· καὶ καταμαθὼν τὴν τούτων οὐσίαν καὶ μεταλαβὼν τῆς αὐτῶν φύσεως ἠβουλήθη ἀναρρῆξαι τὴν περιφέρειαν τῶν κύκλων, καὶ τὸ κράτος τοῦ ἐπικειμένου ἐπὶ τοῦ πυρὸς κατανοῆσαι. [14] καὶ ὁ τοῦ τῶν θνητῶν κόσμου καὶ τῶν ἀλόγων ζῴων ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν διὰ τῆς ἁρμονίας παρέκυψεν, ἀναρρήξας τὸ κύτος, καὶ ἔδειξε τῇ κατωφερεῖ φύσει τὴν καλὴν τοῦ θεοῦ μορφήν, ὃν ἰδοῦσα ἀκόρεστον κάλλος ‹καὶ› πᾶσαν ἐνέργειαν ἐν ἑαυτῷ ἔχοντα τῶν διοικητόρων τήν τε μορφὴν τοῦ θεοῦ ἐμειδίασεν ἔρωτι, ὡς ἅτε τῆς καλλίστης μορφῆς τοῦ Ἀνθρώπου τὸ εἶδος ἐν τῷ ὕδατι ἰδοῦσα καὶ τὸ σκίασμα ἐπὶ τῆς γῆς. ὁ δὲ ἰδὼν τὴν ὁμοίαν αὐτῷ μορφὴν ἐν αὐτῇ οὖσαν ἐν τῷ ὕδατι, ἐφίλησε καὶ ἠβουλήθη αὐτοῦ οἰκεῖν· ἅμα δὲ τῇ βουλῇ ἐγένετο ἐνέργεια, καὶ ᾤκησε τὴν ἄλογον μορφήν· ἡ δὲ φύσις λαβοῦσα τὸν ἐρώμενον περιεπλάκη ὅλη καὶ ἐμίγησαν· ἐρώμενοι γὰρ ἦσαν. [15] καὶ διὰ τοῦτο παρὰ πάντα τὰ ἐπὶ γῆς ζῷα διπλοῦς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος, θνητὸς μὲν διὰ τὸ σῶμα, ἀθάνατος δὲ διὰ τὸν οὐσιώδη ἄνθρωπον· ἀθάνατος γὰρ ὢν καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων, τὰ θνητὰ πάσχει ὑποκείμενος τῇ εἱμαρμένῃ· ὑπεράνω οὖν ὢν τῆς ἁρμονίας ἐναρμόνιος γέγονε δοῦλος ἀρρενόθηλυς δὲ ὤν, ἐξ ἀρρενοθήλεος ὢν πατρὸς καὶ ἄϋπνος ἀπὸ ἀΰπνου κρατεῖται.

***
[1] Κάποτε που άρχισα να σκέφτομαι για τα όντα κι η σκέψη μου περιπλανήθηκε πολύ στα μεγάλα ύψη, ενώ οι σωματικές μου δυνάμεις έπεσαν σε λήθαργο, θαρρείς και βυθίστηκαν σε βαθύ ύπνο, όπως ύστερα από πολύ φαγητό ή από βαριά δουλειά, νόμιζα πως είδα μπροστά μου ένα τεράστιο και πέρα από κάθε μέτρο ον, που με φώναξε με το όνομά μου και μου είπε: Τι θέλεις να ακούσεις, να δεις και με τη νόηση να γνωρίσεις και να κατανοήσεις;
[2] Κι εγώ του είπα: Κι εσύ ποιος είσαι; -Εγώ, είπε, είμαι ο Ποιμάνδρης, ο αυθεντικός νους. Ξέρω τι ζητάς και βρίσκομαι μαζί σου παντού.
[3] Κι εγώ του είπα: Θέλω να μάθω για τα όντα και να κατανοήσω τη φύση τους, θέλω να γνωρίσω το θεό. Κι είπα πάλι: Πόσο θα ᾽θελα να σε ακούσω. - Σκέψου τα όσα θέλεις να μάθεις κι εγώ θα σε διδάξω.
[4] Και λέγοντας αυτά άλλαξε όψη η κατάστασή μου. Και ξαφνικά άνοιξαν μπροστά μου τα πάντα. Και βλέπω ένα όραμα, χωρίς όρια· όλα έγιναν φως, ένα γαλήνιο και χαρούμενο φως. Και έρωτας μεγάλος με κατέλαβε γι᾽ αυτό που είδα. Κι ύστερα από λίγο σκοτάδι κατέβαινε από τη μια μεριά. Κι ήταν φοβερό και τρομερό. Και στριφογύριζε σαν σπείρα. Κι έμοιαζε με (φίδι). Ύστερα το σκοτάδι έγινε κάτι υγρό, ανείπωτα ταραγμένο, που ανάδινε καπνό, σαν να έβγαινε από φωτιά και ακούστηκε ένας απερίγραπτα θρηνητικός ήχος. Σε λίγο βοή ασυνάρτητη ακούστηκε, σαν να ήταν βοή φωτιάς.
[5] Και από το φως *** λόγος άγιος γέμισε τη φύση και ολοκάθαρη φωτιά ξεπήδησε από την υγρά φύση, ψηλά, πάνω στα ύψη. Κι ήταν κάτι ανάλαφρο μαζί και οξύ και δραστικό. Κι ο αέρας, που ακολούθησε το πνεύμα που ανέβαινε από τη γη και το νερό ώς τη φωτιά, ήταν ανάλαφρος· κι έμοιαζε σαν να κρέμεται από τη φωτιά. Η γη και το νερό είχαν μπερδευτεί τόσο πολύ, ώστε να μην ξεχωρίζει η (γη) από το νερό . Και κινούνταν για να κάνουν να ακουστεί ο πνευματικός λόγος.
[6] Και τότε ο Ποιμάνδρης μου είπε: Κατάλαβες τι σημαίνει αυτό το όραμα; Κι εγώ του αποκρίθηκα: Κατάλαβα. - Το φως εκείνο είπε, είμαι εγώ ο Νους, ο θεός σου, εκείνος που υπήρχε πριν από την υγρά φύση και το σκοτάδι και ο φωτεινός Λόγος που εκπορεύεται από το Νου είναι υιός Θεού. Κι είπα: Τι σημαίνει αυτό. -Μάθε το λοιπόν: Αυτό που είδες και άκουσες είναι Λόγος Κυρίου και ο Νους Θεός Πατέρας. Και δεν χωρίζεται το ένα από το άλλο. Η ένωσή τους είναι η ζωή. -Ευχαριστώ, του αποκρίθηκα. - Αλλά τότε κατανόησε το φως και μάθε να το αναγνωρίζεις.
[7] Και με τούτα τα λόγια με κοίταξε κατάματα αρκετή ώρα έτσι που με την ιδέα αυτή έτρεμα. Και όταν κούνησα το κεφάλι μου βλέπω στο νου μου ότι το φως αποτελούνταν από αναρίθμητες δυνάμεις. Κι έγινε ένας άπειρος κόσμος, όπου υπερίσχυε η φωτιά με πολύ μεγάλη δύναμη και έκανα προσπάθεια για να σταθώ στη θέση μου. Και να τι ξεχώρισα με τη σκέψη μου από όσα είδα με το λόγο του Ποιμάνδρη.
...
[12] Και ο πατέρας όλων, ο Νους, που είναι ζωή και φως, γέννησε τον άνθρωπο, ίσον με τον εαυτόν του, τον οποίο και αγάπησε ως γέννημα δικό του. Κι ήταν πανέμορφος ο άνθρωπος γιατί είχε την εικόνα του πατέρα του. Επειδή ο θεός αγάπησε την ίδια του τη μορφή, του παρέδωσε όλα του τα δημιουργήματα.
[13] Και ο άνθρωπος αφού κατενόησε την κτίση του Δημιουργού μέσα στη φωτιά, σκέφτηκε να δημιουργήσει και αυτός. Και ο πατέρας του συγχώρησε αυτό που έκανε στη σφαίρα της δημιουργίας στην οποία είχε κάθε εξουσία. Κατανόησε του αδελφού τα δημιουργήματα και αγάπησαν αυτόν και ο καθένας του μετέδιδε τις γνώσεις της δικής του τάξης. Και αφού κατανόησε την ουσία τους και αφού μετάλαβε της φύσης τους, θέλησε να σπάσει την περιφέρεια των κύκλων, για να κατανοήσει τη δύναμη αυτού που κυριαρχεί μέσα στη φωτιά.
[14] Και τότε ο άνθρωπος που είχε την εξουσία πάνω στον κόσμο των θνητών και των αλόγων ζώων που βγήκε από την αρμονία, σκέφτηκε να διαρρήξει το πλαίσιο που τα περιβάλλει. Και είδε στην κατώτερη φύση την ωραία μορφή του θεού και όταν είδε το απέραντο κάλλος (και) όλη την ενεργητικότητα των διοικητών να ενώνονται στη μορφή του θεού, εκείνος μειδίασε από αγάπη, γιατί είδε την υπέροχη μορφή του ανθρώπου να αντανακλάται στο νερό και στη σκιά του πάνω στη γη. Κι αυτός βλέποντας την όμοια με αυτόν μορφή στο νερό τον αγάπησε και θέλησε να κατοικήσει σ᾽ αυτό. Και αμέσως η βουλή έγινε ενέργεια και κατοίκησε στην άλογο μορφή. Τότε η φύση, αφού πήρε τον αγαπημένο της, μπλέχτηκε μαζί του και ενώθηκαν κανονικά. Γιατί ήταν ερωτευμένοι.
[15] Και για το λόγο αυτό ο άνθρωπος είναι διπλός από όλα τα ζώα της γης: θνητός κατά το σώμα και αθάνατος στην ουσία του ανθρώπου. Παρόλο που στην ουσία είναι αθάνατος και έχει εξουσία σε όλα, πάσχει ως θνητός και υπόκειται στην Ειμαρμένη. Παρόλο που είναι υπεράνω της αρμονίας έγινε δούλος της αρμονίας· και καθώς ήταν σερνικοθήλυκος αφού προερχόταν από σερνικοθήλυκο πατέρα και άυπνος από άυπνο έτσι και μένει.

Ο εσωτερικός φίλος επηρεάζει την ευτυχία μας

Όταν αρχίζουμε να έχουμε αμφιβολίες για τον εαυτό μας και αγωνία για το πώς θα πάνε τα πράγματα, χάνουμε επαφή με την ευτυχία μας.

Δεν υπάρχει φόβος και άγχος ή ανασφάλεια όταν είμαστε συνδεδεμένοι με τον αληθινό μας εαυτό, ο οποίος ξέρει πώς θα βρει τη λύση στο τώρα και στο αύριο.

Εκεί που νιώθουμε καλά και χαλαροί, ασφαλείς και ευτυχισμένοι, έρχεται μια φωνή μέσα μας και μας αρχίζει ένα διάλογο τρόμου. Είναι σαν να ζει στο μυαλό μας ένας φιλοξενούμενος φίλος, όχι ο εαυτός μας, που μας κάνει ράκος με τα αρνητικά του σχόλια. Όταν αναλογιζόμαστε τι έχει πει μέσα στο μυαλό μας, τρομάζουμε. Πώς είναι δυνατόν εμείς να πιστεύουμε τέτοια πράγματα για τον εαυτό μας;

«Σιγά μην ακούσω εσένα», «Πάλι θα τα θαλασσώσεις στη σχέση σου», «Πάντα κάποιος άλλος παίρνει την προαγωγή που αξίζεις», «Ποια θα βρεθεί να σε αγαπήσει;», «Κοίτα μην κάνεις κανένα λάθος την ώρα της παρουσίασης», «Εσύ φταις για όλα».

Αν οι σκέψεις αυτές έβγαιναν από το στόμα ενός «φίλου», θα τον κρατούσαμε σαν φίλο για καιρό ή θα τον απορρίπταμε αμέσως; Κι όμως, στον εαυτό μας επιτρέπουμε να μας κριτικάρει με σχόλια που «κόκαλα τσακίζουν».

Οι σκέψεις μας τρέχουν και δεν μπορούμε να τις σταματήσουμε. Μερικές μπορεί να μας ενθαρρύνουν για θετικές πράξεις και μερικές για αρνητικές. Δε χρειάζεται όμως να πιστεύουμε όλα όσα σκεφτόμαστε ούτε να τα υπακούμε. Αν συνέβαινε αυτό, θα είχε ήδη καταστραφεί η ζωή μας και ο κόσμος όλος από τις χιλιάδες μας σκέψεις καταστροφολογίας.

Αυτός ο διάλογος οφείλεται στο άγχος μας. Στη λάθος ενεργοποίηση συστήματος ασφαλείας ότι κινδυνεύουμε, ενώ δε βρισκόμαστε μπροστά σε αληθινό κίνδυνο, όπως πυρκαγιά, ατύχημα, ένα λιοντάρι στη ζούγκλα ή κάποιον που μας απειλεί με μαχαίρι.

Όσο συχνότερα το σύστημα κινδύνου ενεργοποιείται για όχι και τόσο σημαντικούς λόγους, τόσο περισσότερο οι δυνάμεις μας εξαντλούνται, με αποτέλεσμα να χάνουμε επαφή με τη χαρά της ζωής.

Αυτή την ενεργοποίηση του συστήματος ασφαλείας εμείς τη λαμβάνουμε σαν αληθινό κίνδυνο. Έτσι, αρχίζει να χτυπάει η καρδιά μας, να ιδρώνουν τα χέρια, να παγώνει το αίμα στις φλέβες μας, να παραλύουν τα πόδια, να κομπιάζει η φωνή μας.

Πρέπει να ξέρουμε ότι το δημιουργικό άγχος που αφορά την ολοκλήρωση μιας πολύπλοκης δουλειάς που μας ευχαριστεί είναι φίλος μας.

Αντίθετα, το άγχος που εκδηλώνεται σαν μια αρνητική φωνή που αμφιβάλλει για την αξίας μας, τις ικανότητές μας και δημιουργεί ένταση και καταπιεσμένα συναισθήματα μας φθείρει.

Δε χρειάζεται να υπακούμε σε κάθε αρνητικό σήμα που παίρνουμε από τις σκέψεις μας. Ούτε να είμαστε έτοιμοι για μάχη ή για φυγή, σαν να βρισκόμαστε σε πόλεμο ή στη ζούγκλα, ανησυχώντας διαρκώς. Αφού ξέρουμε από προηγούμενες εμπειρίες μας ότι τα έχουμε καταφέρει με θετικά αποτελέσματα σε πολλές περιπτώσεις, γιατί να δίνουμε σημασία σε κάθε φόβο και αμφιβολία που ξεπηδάει από το μυαλό μας;

Λίγη χαρά παραπάνω δε βλάπτει. Αν μπορούσαμε να παίρνουμε τη ζωή και τον εαυτό μας λίγο πιο χαλαρά – όχι ανεύθυνα – θα ήταν ό,τι καλύτερο.

Μπορεί εμείς να μεγαλοποιούμε τα προβλήματά μας και να επηρεάζουμε τη σωματική και ψυχική μας υγεία με το άγχος μας, όμως το υποσυνείδητό μας επεξεργάζεται τη λύση τους ακόμα κι όταν εμείς κοιμόμαστε.

Την ώρα που εμείς φθείρουμε την υγεία μας, την παραγωγικότητά μας, την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, το υποσυνείδητό μας δουλεύει σιωπηλά. Όσο πιο ήρεμα αντιμετωπίζουμε τα προβλήματά μας, τόσο αφήνουμε τα συστήματά μας να λειτουργήσουν και να μας υποδείξουν τις λύσεις που αναζητάμε.

Εσωτερική δυσαρμονία και ασθένεια

Τί εννοούμε με τη λέξη «υγεία»; Συνήθως, αν ζητήσουμε από ένα γιατρό να μας δώσει τον ορισμό της υγείας, θα πει απλώς ότι υγεία είναι η απουσία της αρρώστιας. Αυτός όμως είναι αρνητικός ορισμός.

Είναι ατυχές το ότι πρέπει να ορίσουμε την υγεία σε σχέση με την αρρώστια. Η υγεία είναι κάτι θετικό, μια θετική κατάσταση. Η αρρώστια είναι κάτι αρνητικό. Η υγεία είναι η φύση μας. Η αρρώστια είναι μια επίθεση στη φύση μας. Έτσι, είναι πολύ παράξενο το ότι πρέπει να ορίσουμε την υγεία σε σχέση με την αρρώστια. Το να ορίζεις τον οικοδεσπότη σε σχέση με τον επισκέπτη είναι πολύ παράξενο.

Η υγεία συνυπάρχει μαζί μας. Η αρρώστια έρχεται περιστασιακά. Η υγεία μας συνοδεύει από τη γέννησή μας. Η αρρώστια είναι ένα επιφανειακό φαινόμενο. Αν όμως ζητήσουμε από ένα γιατρό να ορίσει την υγεία, το μόνο που μπορεί να πει είναι ότι η υγεία είναι παρούσα, όταν η αρρώστια απουσιάζει.

Ο Παράκελσος έλεγε ότι αυτή η ερμηνεία είναι λανθασμένη. Η έννοια της υγείας χρειάζεται να οριστεί θετικά. Πώς όμως μπορούμε να φτάσουμε σε ένα θετικό ορισμό, σε μια δημιουργική αντίληψη της υγείας;

Ο Παράκελσος συνήθιζε να λέει: «Μέχρι να γίνει γνωστή η κατάσταση της εσωτερικής σου αρμονίας, το περισσότερο που μπορείς, είναι να ανακουφιστείς από την αρρώστια, επειδή η εσωτερική σου αρμονία είναι η πηγή της υγείας σου. Όταν όμως ανακουφίζεσαι από μια αρρώστια, αμέσως κολλάς μια άλλη, επειδή δεν έχει γίνει τίποτα σχετικά με την εσωτερική σου αρμονία. Πρέπει να υποστηριχτεί η εσωτερική σου αρμονία».

Πώς θα αντιμετωπίσω την απογοήτευση;

Απογοήτευση. Συναισθηματική κατάσταση αρκετά συχνή σήμερα για έναν σωρό λόγους: συναισθηματικούς, εργασιακούς, προσωπικούς… Η απογοήτευση – και η παραίτηση η οποία συνήθως τη συνοδεύει – είναι ένα φαινόμενο που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουμε κάποια ή κάποιες στιγμές στη ζωή μας.

Τι μπορούμε να κάνουμε σε περιόδους που νοιώθουμε απογοήτευση ή παραίτηση από τα πάντα και τους πάντες; Τι κάνουμε λοιπόν όταν η απογοήτευση και η παραίτηση δίνουν δυναμικό παρόν στη ζωή μας; Πώς αντιμετωπίζουμε την κατάσταση;

Ζητήστε στήριξη
Σε περιόδους απογοήτευσης ή και παραίτησης, η τάση του να «μας πάρει από κάτω» και να «κλειστούμε στο καβούκι μας» είναι πιο έντονη από ποτέ. Και λογική, αν αναλογιστεί κανείς τις αδυναμίες του εκάστοτε χαρακτήρα που το βιώνει. Μολονότι λοιπόν υπάρχουν αυτές οι τάσεις, η λύση δεν είναι να τα βάψουμε μαύρα, αλλά να ζητήσουμε στήριξη από τους γύρω μας. Δεν είναι απαραίτητο να ζητήσουμε λύσεις και βοήθεια από το άμεσο περιβάλλον. Μπορεί απλά να χρειαζόμαστε ένα «καλό αυτί» να μας ακούσει.

Αυτός ο άνθρωπος, ίσως να είναι και ένας άγνωστος. Μας βοηθάει όμως κυρίως να ακούσουμε εμείς τον εαυτό μας να μιλάει. Διαφορετικά, τα ακούμε όλα μέσα στο κεφάλι μας και αυτό μπορεί να μας ρίξει ακόμα περισσότερο.

Κατ’ επέκταση, μπορεί να μας βοηθήσει εξίσου σημαντικά να έρθουμε σε επαφή με άλλους ανθρώπους που βίωσαν παρόμοιες με εμάς καταστάσεις και να δούμε ή να συζητήσουμε με αυτούς το πώς εκείνοι βίωσαν και αντιμετώπισαν παρόμοιες καταστάσεις.

Οι σχέσεις που κρατούν
Στις δύσκολες αυτές περιόδους, εκείνοι που έχουμε ανάγκη είναι οι άνθρωποι και οι σχέσεις που θεωρούμε σημαντικές στη ζωή μας. Φίλοι και οικογένεια, αγαπημένα πρόσωπα, άνθρωποι που νοιώθουμε πως είναι κοντά μας και κατανοούν αυτό που βιώνουμε παίζουν καταλυτική σημασία στο να το ξεπεράσουμε. Η αγάπη που μας δίνουν, είναι η καλύτερη πηγή ενέργειας.

Βάλτε στόχους
Ναι, φαντάζει δύσκολο μετά από μια απογοήτευση. Όμως, όταν οι στόχοι αυτοί είναι επιτεύξιμοι, τότε όλα αλλάζουν. Θέτουμε λοιπόν στόχους χειροπιαστούς, εφικτούς και πραγματικούς. Είναι λογικό όταν νιώθουμε απογοήτευση να βλέπουμε μπροστά μας ένα απροσπέλαστο βουνό. Συγκεντρωνόμαστε όμως στο πως θα ανέβουμε τα επόμενα λίγα μέτρα, όχι πως θα φτάσουμε στην άλλη πλευρά.

Βρείτε ενδιαφέροντα
Μια απογοήτευση, μαζί με την περίοδο που τη συνοδεύει, είναι ιδανική αφορμή για να καταπιαστούμε με εκείνα τα πράγματα που μας κάνουν να νοιώθουμε ικανοί και αποτελεσματικοί. Βρείτε ποιες ασχολίες ταιριάζουν στον χαρακτήρα σας, εντοπίστε προκλήσεις στις οποίες θεωρείτε ότι μπορείτε να τα βγάλετε εύκολα πέρα και «βουτήξτε» σε αυτές. Θα σας βοηθήσουν να ξεπεράσετε σχετικά γρήγορα την γκρίζα αυτή κατάσταση.

Περιποιηθείτε τον εαυτό σας
Ένα από τα πρώτα «συμπτώματα» μετά από μια απογοήτευση είναι η πλήρης παραμέληση του εαυτού μας εμφανισιακά. Φοράμε συνέχεια φόρμες ή πιτζάμες, σπάνια θα φορέσουμε κάτι «καλό» και η όψη μας μοιάζει με αυτό που περιγραφικά αναφέρει ο λαός ως «άδικη κατάρα». Μεγάλο λάθος. Όσο και αν έχουμε αυτή τη τάση, θα πρέπει να περιποιηθούμε τον εαυτό μας – ακόμα και με το ζόρι – και αποφεύγουμε τη φόρμα σπιτιού και την πιτζάμα.

Φάτε σωστά
Ενδεχομένως μετά από μια απογοήτευση η όρεξή μας για κατανάλωση ανθυγιεινών τροφών να αυξηθεί. Είναι αναμενόμενο μιας και το σώμα και το μυαλό «αναζητούν» μια πρόσκαιρη ηδονή, μια γευστική ευχαρίστηση που θα μας κάνει να νοιώσουμε καλύτερα. Όμως αυτές οι επιλογές, σε συνδυασμό με την κατανάλωση αλκοόλ το μόνο που κάνουν είναι μακροπρόθεσμα να «ρίχνουν» τη διάθεσή μας, ακόμα και αν νομίζουμε το αντίθετο. Φροντίστε λοιπόν οι διατροφικές σας συνήθειες να μην αλλάξουν προς το χειρότερο και – προς θεού – μην καταλήξετε στην αφαγεία.

Τέλος, δεν ντρεπόμαστε να ζητήσουμε βοήθεια. Το να ζητήσει κανείς βοήθεια σημαίνει ότι έχει παραδεχτεί το πρόβλημά του, ότι έχει ακόμα δύναμη μέσα του να το αντιμετωπίσει.

Σε ποιόν μπορείς να πεις:
Κοίτα τη γυμνότητά μου, κοίτα εδώ τις πληγές,
την κρυφή οδύνη, την απογοήτευση, την αγωνία,
τον πόνο, την ανέκφραστη δυσαρέσκεια, το φόβο, τη μοναξιά.
Άκουσε με για μια μέρα, μια ώρα μόνο,
μονάχα για ένα λεπτό,
για να μην περάσω στον τρόμο της άγριας απομόνωσης.
Ω! Δεν υπάρχει κανείς να με ακούσει;

Seneca, Ρωμαίος φιλόσοφος

Ο κρυφός λόγος που κάποιοι είναι μονίμως αργοπορημένοι!

Αν και όλοι μας έχει συμβεί να καθυστερήσουμε σε κάποιο ραντεβού, ή υποχρέωση, εντούτοις υπάρχουν άτομα που η αργοπορημένη τους άφιξη σχεδόν σε κάθε τους ραντεβού είναι κάτι που τους χαρακτηρίζει γενικότερα.

Γνωρίζατε ότι η τάση για αργοπορία έχει το δικό της ξεχωριστό νόημα, ειδικά όταν είναι μόνιμη, ή εμφανίζεται με συνέπεια σε μια συγκεκριμένη σχέση/υποχρέωση.

Τι μπορεί να δείχνει, λοιπόν, η μόνιμη τάση για αργοπορία;

Η διαπροσωπική δυναμική στην σχέση δύο ατόμων επηρεάζει βαθιά τη διαχείριση του χρόνου από το κάθε ένα άτομο σε αυτήν τη σχέση. Αυτή η επιρροή πραγματώνεται συχνά ως κυριαρχία, ή υποταγή.

Η δρ Julie Jarett Marcuse, ψυχολόγος/ψυχαναλύτρια στο ινστιτούτο William Alanson White στη Ν. Υόρκη, περιγράφει με ένα παράδειγμα αυτή την περίπτωση:

Μία ασθενής ένιωθε ότι το αφεντικό της στην δουλειά “απολάμβανε” την εξουσία του με τρόπο επιδεικτικό. Η ίδια αδυνατούσε να διακρίνει μεταξύ του “δικαιώματος” του αφεντικού της να ελέγχει την ώρα άφιξής της στη δουλειά και του “αυταρχικού” ελέγχου που αυτή η συμπεριφορά μπορεί να σημάνει επί προσωπικού. Την ενοχλούσε ότι εκείνος ίσως να αισθανόταν ανώτερός της και ανησυχούσε ότι η αδυναμία της να φτάνει στην δουλειά στην ώρα της, επιβεβαίωνε και ενθάρρυνε αυτήν τη συμπεριφορά από εκείνον. Αυτή της η δυσφορία είχε πάρει τη μορφή της χρόνιας καθυστέρησης/αργοπορίας.

Η αργοπορία είναι μέρος του “διαλόγου” ώθησης και έλξης ανάμεσα σε δύο πρόσωπα. Από την μία εκφράζει παθητικά δυσαρέσκεια σχετικά με τις προσδοκίες των άλλων και από την άλλη εκφράζει θυμό για την “υποχρεωτική” συμμόρφωση του να είναι κανείς τυπικός στην ώρα του. Αυτά τα συναισθήματα μεγέθυναν τον θυμό της ασθενούς ως προς το αφεντικό της. Ήθελε να μπορεί να τον αψηφά και να πηγαίνει και να φεύγει από τη δουλειά όποτε εκείνη επιθυμούσε και όχι όποτε της όριζε το αφεντικό της. Την ίδια στιγμή, επειδή παράλληλα λαχταρούσε την έγκρισή του, το γεγονός ότι ήθελε να τον αψηφά, της δημιουργούσε αίσθημα ανασφάλειας και άγχους. Φοβήθηκε, επίσης, μήπως τελικά χάσει τη δουλειά της.

Μετά από προσεκτική προσέγγιση, η ασθενής κατάλαβε ότι ο τρόπος που αντιδρούσε απέναντι στο αφεντικό της, ήταν σαν εκείνος να ήταν ο παράλογος, καταπιεστικός πατέρας της. Κατάλαβε ότι αργοπορία της ήταν ένας “συμβιβασμός” μεταξύ των αντίθετων δυνάμεων στο εσωτερικό της. Το ανεξάρτητο πνεύμα της ερχόταν σε σύγκρουση με την ανάγκη για έγκριση από το αφεντικό της (ή τον... πατέρα της). Η μόνιμη αργοπορία της ήταν μια πράξη δυσαρέσκειας, την οποία προσπαθούσε ταυτοχρόνως να περιορίσει.

Τι μπορεί να δείχνει το αντίθετο της αργοπορίας, δηλαδή το να είναι κάποιος πάντα συνεπής στα ραντεβού του;

Η ακρίβεια δείχνει ενδιαφέρον και σεβασμό για τους άλλους. Είναι ένα σημάδι καλών τρόπων, σεβασμού και, μερικές φορές, δείχνει μια προθυμία για συνεργασία. Προκύπτει από την ευγένεια και είναι μια κοινωνική αναγκαιότητα. Το να καθυστερεί κανείς μόνιμα εκφράζει έλλειψη σεβασμού. Συνεπάγεται ότι το άτομο έχει άλλες προτεραιότητες.

Η μόνιμη αργοπορία είναι σημαντική επειδή αποκαλύπτει μια εσωτερική σύγκρουση: Η ασθενής της δρ Jarett Marcuse ήθελε να τα πηγαίνει καλά στην εργασία, αλλά πίστευε ότι η “υποταγή” στο αφεντικό της, την μείωνε ως άτομο.

Εάν η αργοπορία/καθυστέρηση είναι ένα πρόβλημα στη ζωή σας, δοκιμάστε το εξής πείραμα: Για μια ημέρα πηγαίνετε σε όλα σας τα ραντεβού/υποχρεώσεις πέντε λεπτά νωρίτερα. Δείτε πώς θα σας κάνει να αισθανθείτε. Όσο και όσοι συνηθίζουν να αργοπορούν αρνούνται πεισματικά την σημασία αυτής της συνήθειάς τους, εντούτοις η μόνιμη αργοπορία συνήθως έχει ψυχολογικό υπόβαθρο. Το να είναι κανείς συνεπής μπορεί να αποτελέσει τεράστια ανακούφιση.

Το Μυαλό

«Πως μπορεί το περιορισμένο μυαλό μας να πιάσει το απεριόριστο, που είναι ομορφιά και αλήθεια; Ποιο είναι το υπόβαθρο της συμπόνιας και της νοημοσύνης και μπορεί πραγματικά να την συναντήσει καθένας από μας;»

Πως μπορεί το περιορισμένο μυαλό μας να πιάσει το απεριόριστο; Δεν μπορεί, επειδή είναι περιορισμένο.

Μπορούμε άραγε να πιάσουμε την σημασία, το βάθος του χαρακτήρα του μυαλού και ν' αναγνωρίσουμε το γεγονός - το γεγονός, όχι την ιδέα - ότι το μυαλό μας περιορίζεται από την γνώση, από τις ειδικότητες, από τις διάφορες πειθαρχίες, από το ν' ανήκουμε σε κάποια ομάδα, από τον εθνικισμό και όλα τα παρόμοια, που στη βάση τους υπάρχει η ιδιοτέλεια, καμουφλαρισμένη, κρυμμένη, από κάθε είδους πράγματα - ράσα, κορώνες, ιεροτελεστίες;

Αυτός ο περιορισμός δημιουργείται ουσιαστικά όταν υπάρχει ιδιοτέλεια. Αυτό είναι ολοφάνερο. Όταν νοιάζομαι για την δική μου ευτυχία, για την δική μου ολοκλήρωση, για την δική μου επιτυχία κι όλα τα παρόμοια, αυτή η ίδια η ιδιοτέλεια περιορίζει τις ιδιότητες του μυαλού· την ενέργεια του μυαλού - όχι ότι ο ομιλητής είναι ειδικός του εγκεφάλου, όπως εξηγήσαμε, παρ' όλο που έχει μιλήσει με αρκετούς επαγγελματίες γι' αυτό.

Το μυαλό εδώ κι εκατομμύρια χρόνια, έχει εξελιχθεί μέσα στον χρόνο, στον θάνατο και στη σκέψη. Εξέλιξη σημαίνει - ή όχι; - μια ολόκληρη σειρά από χρονικά γεγονότα. Έχουμε υπάρξει πίθηκος, τώρα είμαστε… αυτό έχει πάρει εκατομμύρια χρόνια. Για να φτιάξεις όλες τις θρησκευτικές τελετές χρειάζεται χρόνος.

Έτσι, το μυαλό έχει διαμορφωθεί, έχει περιοριστεί με την θέληση του, αναζητώντας την δική του ασφάλεια, κλεισμένο στο καβούκι του, λέγοντας: «Πιστεύω», «Δεν πιστεύω», «Συμφωνώ», «Δεν συμφωνώ», «Αυτή είναι η γνώμη μου», «Αυτή είναι η κρίση μου» - ιδιοτέλεια.

Ακόμη κι αν είναι το μυαλό κάποιου που ανήκει στην θρησκευτική ιεραρχία ή κάποιου από τους διάφορους διακεκριμένους πολιτικούς που μιλάνε για καλοσύνη, ειρήνη κι όλα τα παρόμοια ή του ανθρώπου που επιζητά δύναμη μέσω του χρήματος ή του καθηγητή με τις τρομερές γνώσεις, έχει ιδιοτέλεια. Δείτε τα όλ' αυτά.

Έτσι το μυαλό μας έχει γίνει πολύ - πολύ μικρό - όχι στο σχήμα ή στο μέγεθος του. Έχουμε μειώσει την ποιότητα του μυαλού που έχει τεράστιες ικανότητες. Τεράστιες. Τεχνολογικά έχει εξελιχθεί κι έχει ακόμα την τεράστια ικανότητα να προχωρήσει εσωτερικά πολύ-πολύ βαθιά αλλά η ιδιοτέλεια το περιορίζει.

Το να ανακαλύψει κανείς για τον εαυτό του που κρύβεται η ιδιοτέλεια είναι κάτι πολύ λεπτό.

Μπορεί να κρύβεται πίσω από μια ψευδαίσθηση, σε μια νεύρωση, σε μια αυταπάτη, σ' ένα οικογενειακό όνομα. Πρέπει να σηκώσει κανείς κάθε πέτρα, να ψάξει σε κάθε κρυφή γωνιά για να το βρει. Και ή σου παίρνει καιρό για να το βρεις, πράγμα που με την σειρά του γίνεται άλλη μια φυλακή, ή το βλέπεις το πράγμα· το πιάνεις· έχεις μια βαθιά, άμεση αντίληψη μέσα σε μια στιγμή που καλύπτει όλο το χώρο.

Εκείνος, λοιπόν, που έκανε την ερώτηση ρωτάει πως μπορεί το μυαλό που είναι διαμορφωμένο να πιάσει το απεριόριστο που είναι ομορφιά, αγάπη και αλήθεια; Ποιο είναι το υπόβαθρο της συμπόνιας και της νοημοσύνης, κι αν μπορεί να την συναντήσει - να την συναντήσει ο καθένας από μας; Μπορεί κανείς να προσκαλέσει την συμπόνια; Μπορεί κανείς να προσκαλέσει την νοημοσύνης μπορεί να προσκαλέσει την ομορφιά, την αγάπη και την αλήθεια;

Μπορεί να προσπαθήσει να τα πιάσει; Σας ρωτώ. Προσπαθείτε να πιάσετε τι είναι η ποιότητα της νοημοσύνης, της συμπόνιας, την τεράστια αίσθηση της ομορφιάς, το άρωμα της αγάπης κι εκείνη την αλήθεια που δεν έχει δρόμο προς αυτήν; Αυτό είναι που πάτε να πιάσετε όταν θέλετε να βρείτε το μέρος όπου κατοικεί; Μπορεί το περιορισμένο μυαλό να το πιάσει αυτό;

Είναι αδύνατον να το πιάσετε, να το κρατήσετε, παρ' όλο που μπορεί να κάνετε όλα τα είδη του διαλογισμού, νηστείες, να βασανίσετε τον εαυτό σας, να γίνετε τρομερά εγκρατείς, να έχετε ένα ρούχο ή ένα ράσο. Ούτε ο πλούσιος μπορεί να φτάσει στην αλήθεια, ούτε ο φτωχός, ούτε οι άνθρωποι που έχουν πάρει όρκο αγαμίας, σιωπής κι εγκράτειας.

Ούτε αυτοί μπορούν, γιατί όλ' αυτά είναι προσδιορισμένα από την σκέψη, είναι όλα βαλμένα στην σειρά από την σκέψη· όλα έχουν καλλιεργηθεί εσκεμμένα από την σκέψη με προμελετημένο σκοπό. Όπως είπε και κάποιος στον ομιλητή: «Δώσε μου δώδεκα χρόνια και θα σε κάνω να δεις τον θεό».

Έτσι, όσο το μυαλό είναι περιορισμένο, κάντε ότι θέλετε: καθίστε σταυροπόδι, στη στάση του λωτού, πέστε σε έκταση, διαλογιστείτε, σταθείτε ανάποδα στηριγμένοι στο κεφάλι σας ή όρθιοι στο ένα πόδι - οτιδήποτε κι αν κάνετε, δεν πρόκειται ποτέ να την συναντήσετε.

Η συμπόνια δεν… συναντιέται.

Έτσι, πρέπει κανείς να καταλάβει τι είναι αγάπη. Η αγάπη δεν είναι μια αίσθηση. Η αγάπη δεν είναι ευχαρίστηση, επιθυμία, ολοκλήρωση. Η αγάπη δεν είναι ζήλεια, μίσος.

Η αγάπη έχει συμπάθεια, γενναιοδωρία και διακριτικότητα αλλά αυτές οι ιδιότητες δεν είναι αγάπη.

Για να την καταλάβετε, για να την βρείτε, χρειάζεται μεγάλη αίσθηση και ικανότητα εκτίμησης της ομορφιάς. Όχι της ομορφιάς μιας γυναίκας ή ενός άντρα ή ενός σταρ του σινεμά. Η ομορφιά δεν βρίσκεται στο βουνό, στον ουρανό ή στις κοιλάδες ή στο ποτάμι που κυλάει. Ομορφιά υπάρχει μόνο όπου υπάρχει αγάπη. Και η ομορφιά, η αγάπη είναι συμπόνια.

Και η συμπόνια δεν βρίσκεται κάπου· δεν μένει κάπου για ευκολία σας. Αυτή η ομορφιά, η αγάπη, η αλήθεια, είναι η υψηλότερη μορφή νοημοσύνης. Όταν υπάρχει αυτή η νοημοσύνη υπάρχει δράση, διαύγεια, μια τρομερή αίσθηση αξιοπρέπειας. Είναι κάτι αφάνταστο. Κι αυτό που δεν μπορείς να το φανταστείς ή το απεριόριστο, δεν μπορεί να μπει σε λέξεις.

Δεν μπορεί να περιγραφεί· οι φιλόσοφοι το-έχουν περιγράψει, αλλά οι φιλόσοφοι που το έχουν περιγράψει δεν είναι οι ίδιοι εκείνοι που έχουν περιγράψει. Έτσι, για να συναντήσει κανείς αυτή την μεγάλη αίσθηση, θα πρέπει να υπάρχει απουσία του εαυτού, του εγώ, της εγωκεντρικής δραστηριότητας, του «να γίνεις κάτι».

Πρέπει να' χει κανείς μέσα του μεγάλη σιωπή. Σιωπή σημαίνει άδειος από τα πάντα. Σ' αυτό υπάρχει απέραντος χώρος. Όπου υπάρχει απέραντος χώρος, υπάρχει τεράστια ενέργεια - όχι η ενέργεια της ιδιοτέλειας - απεριόριστη ενέργεια

9 υγιείς τρόποι για να αντιμετωπίσετε την ζήλεια

Η ζήλεια είναι ένας συνδυασμός συναισθημάτων που λίγο-πολύ όλοι βιώνουμε. Ένα φυσιολογικό και ανθρώπινο συναίσθημα που δεν είναι πάντα προβληματικό για τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους ή τον εαυτό μας. Εντούτοις, όταν συμπεριφερόμαστε με ένα συγκεκριμένο τρόπο λόγω ζήλειας ή αφήνουμε αυτό το συναίσθημα να μας καταβάλει, τότε μπορεί να μας επηρεάσει αρνητικά.

Ζηλεύουμε την επιτυχία κάποιου άλλου, ζηλεύουμε τον τρόπο ζωής ενός φίλου, τις σχέσεις, τα πλούτη. Ζηλεύουμε, όμως, και τον σύντροφό μας, φοβόμαστε την απιστία και αγχωνόμαστε με το ενδεχόμενο ότι η σχέση μας θα τελειώσει. Πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την ζήλεια με υγιή τρόπο ώστε να μην λειτουργεί καταστροφικά για τη σχέση;

1.Εμπιστοσύνη: Ο καλύτερος τρόπος για να ξεπεράσετε τη ζήλεια είναι να αναρωτηθείτε αν η σχέση σας βασίζεται στην εμπιστοσύνη, τον σεβασμό και την αγάπη. Εάν αισθάνεστε ότι ο σύντροφός σας δεν είναι ειλικρινής τότε ίσως πρέπει να αναρωτηθείτε για το μέλλον της σχέσης. Διαφορετικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να νιώθετε ανασφάλεια
2. Αν έχετε μια σταθερή σχέση που σας παρέχει ασφάλεια αλλά παρ’όλα αυτά νιώθετε ζήλεια, τότε καλό είναι να ανατρέξετε σε παλιότερες εμπειρίες που σας έχουν πληγώσει ή σε προβλήματα αυτοπεποίθησης που μπορεί να έχετε.

3.Αναγνωρίστε το συναίσθημα: Όταν συνειδητοποιείτε ότι ζηλεύετε, η ζήλεια τρόπον τινά χάνει τη δύναμή της, γιατί δεν της επιτρέπεται να σας επηρεάσει ή να σας κάνει να νιώθετε ντροπή ή τύψεις.

4.Μάθετε από τα λάθη σας: Γιατί ζηλεύετε; Αν βρείτε την πραγματική αιτία τότε μπορείτε να εστιάσετε στον εαυτό σας και στο πως θα μπορέσετε να βελτιωθείτε αντί να επηρεάζεστε αρνητικά.

5.Ξεπεράστε το: Πάρτε μια βαθιά ανάσα και αποφασίστε να διώξετε αυτό το συναίσθημα από την καθημερινότητά σας.

6.Διαχειριστείτε τη ζήλεια: Προσπαθήστε να αποστασιοποιηθείτε από την κατάσταση που σας προκαλεί ζήλεια, να σκεφτείτε και να ηρεμήσετε. Μιλήστε με τον σύντροφό σας και βρείτε μαζί λύσεις στα προβλήματα που σας απασχολούν.

7. Εστιάστε στα θετικά: Κάθε φορά που ζηλεύετε κάτι που δεν έχετε, καλό είναι να εστιάζετε στα θετικά και να εκτιμάτε αυτά που έχετε.

8. Αφήστε το χρόνο να περάσει
Ανάμεσα σε όλα εκείνα που γιατρεύει είναι και η ζήλια. Όσο ανίατη κι αν μοιάζει, όσο κι αν δυσκολεύεστε να το πιστέψετε, σε μερικά χρόνια ο ‘γνωστός σας’ θα ξεπεράσει –δυστυχώς γενικά, αλλά ευτυχώς για τη συγκεκριμένη περίπτωση– τον έρωτα των πρώτων ημερών. Το έτερόν του ήμισυ δεν θα είναι πια ο πιο απίστευτος άνθρωπος του κόσμου που κάθε ζωντανό πλάσμα θα ήθελε για σύντροφο. Κι η ζήλια του, αν δεν έχει εξαφανιστεί τελείως, θα έχει στριμωχτεί σε σχεδόν λογικά πλαίσια. Υπάρχει, βέβαια, και το ιδανικό σενάριο στο οποίο ο σύντροφος που βρίσκεται στη θέση του θύματος αποδεικνύει στον ζηλιάρη ότι δεν έχει κανένα λόγο να ζηλεύει. Κι εκείνος με τον καιρό το εμπεδώνει. Σχεδόν πολύ καλό για να είναι αληθινό. Αλλά συμβαίνει.

9. Μέχρι τότε… Δείτε το σαν κομπλιμέντο
Ο/η σύντροφος του ‘γνωστού σας’ είναι άτομο άξιο θαυμασμού. Πείτε του ότι αντί να ανοίγει καυγά κάθε φορά που κάποιος τον/την κοιτάζει μπορεί να σκέφτεται ότι εκείνος/η κοιμάται στο κρεβάτι του και κανενός άλλου. Και να αισθάνεται περήφανος γι’ αυτό. Και για το γεγονός ότι δεν ζηλεύει.

Μαζοχισμός στον έρωτα και τον χαρακτήρα

Η ερωτική επιθυμία, είναι η αναζήτηση ευχαρίστησης προσανατολισμένη πάντα σε ένα αντικείμενο, στο οποίο επιθυμεί να διεισδύσει ή να εισβάλλει κανείς ή από το οποίο θα προέλθει η διείσδυση ή η εισβολή. Είναι η ικανοποίηση από την ταύτιση με την σεξουαλική διέγερση και τον οργασμό του συντρόφου.

Είναι η αίσθηση της παραβίασης, της παράκαμψης των απαγορεύσεων, που ενέχουν όλες οι σεξουαλικές συναντήσεις.

Η σεξουαλική διέγερση συνεπάγεται μια αίσθηση ότι το αντικείμενο προσφέρεται και συγχρόνως συγκρατείται και ότι η σεξουαλική διείσδυση, η περίκλειση του αντικειμένου είναι μια παραβίαση των ορίων του.

Με αυτή την έννοια η παραβίαση συνεπάγεται και επιθετικότητα εναντίον του αντικειμένου, επιθετικότητα που είναι διεγερτική μέσα στην ηδονική της ικανοποίηση και που πάλλεται από την ικανότητα να νιώσει κανείς ηδονή μέσα από τον πόνο και από την προβολή αυτής της ικανότητας πάνω στο αντικείμενο.

Η εκστατική και η επιθετική πλευρά της προσπάθειας να εξαφανιστούν τα όρια του εαυτού αντιπροσωπεύουν μια βαθύτερη και περίπλοκη πλευρά της ερωτικής επιθυμίας. Έχει υποστηριχθεί ότι οι εντονότερες εμπειρίες υπέρβασης, βιώνονται υπό την ένδειξη της αγάπης και υπό την ένδειξη της επιθετικότητας.

Αποτελεί μια από τις πιο δραματικές πλευρές της ανθρώπινης λειτουργίας το γεγονός ότι η διάλυση των ορίων μεταξύ εαυτού και άλλου συντελείται σε στιγμές μεγάλης παλινδρόμησης προς την εκστατική αγάπη και κάτω από συνθήκες ακραίου πόνου. Το να προκαλείς πόνο στον άλλον και να ταυτίζεσαι με την ερωτική ηδονή που νιώθει ο άλλος από τον πόνο, είναι ο αντίποδας του ερωτικού μαζοχισμού και δεν είναι άλλος από τον ερωτικό σαδισμός.

Οι μαζοχιστικές και σαδιστικές πλευρές της ερωτικής επιθυμίας και των σεξουαλικών σχέσεων, ανοίγουν τον δρόμο για το πλήρες φάσμα της σεξουαλικής ευχαρίστησης, αλλά ενέχουν και τον κίνδυνο της άμετρης επιθετικότητας ως μέρος της σεξουαλικής σχέσης.

Στα «Τρία δοκίμια για την σεξουαλικότητα» ο Freud, υπογραμμίζει ότι μαζοχισμός και σαδισμός, είναι δυο εκδοχές μιας και μόνο διαστροφής, της οποίας η ενεργητική και παθητική μορφή ανευρίσκεται στο άτομο κατά ποικίλες αναλογίες. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «΄Ένας σαδιστής, είναι πάντοτε ταυτόχρονα μαζοχιστής, πράγμα που δεν εμποδίζει την υπερίσχυση της ενεργητικής ή της παθητικής πλευρές της διαστροφής, χαρακτηρίζοντας την σεξουαλική δραστηριότητα που προεξάρχει.

Στο «Οικονομικό πρόβλημα του μαζοχισμού»(1924), περιγράφει τον ερωτογενή, τον θηλυκό, και τον ηθικό μαζοχισμό.

Ο θηλυκός, στα πλαίσια τώρα της θεωρίας της αμφισεξουαλικότητας, περιγράφεται ως σαν μια δυνατότητα έμφυτη σε κάθε ανθρώπινο ον η οποία τοποθετεί το άτομο σε μια χαρακτηριστική κατάσταση θηλυκότητας-παθητικότητας, ενώ ο ηθικός, περιγράφεται ως στοιχείο του χαρακτήρα. Συγκεκριμένα για την τρίτη μορφή αναφέρει:

«Στο έκδηλο περιεχόμενο των μαζοχιστικών φαντασιώσεων, εκφράζεται επίσης ένα αίσθημα ενοχής, καθώς υποτίθεται ότι το εν λόγο άτομο έχει υποπέσει σε παράπτωμα ,που αφήνεται απροσδιόριστο, οπότε δέχεται όλες τις επώδυνες και βασανιστικές διαδικασίες για να εξιλεωθεί.
Αυτός ο παράγοντας ενοχής, οδηγεί στον ηθικό μαζοχισμό.

Τα εν λόγο άτομα, τα οποία και φέρουν αυτό το συναίσθημα, αναζητούν την θέση του θύματος δίχως να υπεισέρχεται εκεί κατά κάποιο τρόπο άμεσα μια σεξουαλική ευχαρίστηση.

Στον ηθικό μαζοχισμό δεν έχει καμιά σημασία εάν η ταλαιπωρία η οποία μπορεί να προκαλείται από απρόσωπες δυνάμεις ή συνθήκες… «ο σωστός μαζοχιστής στρέφει την πορεία του πάντοτε προς το σημείο από το οποίο υπάρχει η προοπτική να δεχθεί χτύπημα».

Τα άτομα αυτά δημιουργούν με την συμπεριφορά τους-στην θεραπευτική διαδικασία και στην ζωή-την εντύπωση πως έχουν υπερβολικές ηθικές αναστολές, που διατελούν υπό την κυριαρχία μιας ιδιαίτερης ευαίσθητης συνείδησης, μολονότι μια τέτοια υπέρ-ηθική δεν τους είναι συνειδητή.

Ενώ στον καταθλιπτικό, μελαγχολικό άτομο υπάρχει ένα σαδιστικό Υπερεγώ στο οποίο το Εγώ υποτάσσεται.

Στον ηθικό μαζοχιστή το βάρος πέφτει στον μαζοχισμό του ίδιου του Εγώ, το οποίο επιζητεί την τιμωρία το οποίο επιζητεί την τιμωρία είτε από το Υπερεγώ, είτε από τις γονικές προβολές σε καταστάσεις του έξω-περιβάλλοντος.

Και στις δυο περιπτώσεις η κατάληξη είναι μια ανάγκη ικανοποιούμενη με την τιμωρία και την οδύνη.

Ο σαδισμός του Υπερεγώ συνήθως είναι έντονα συνειδητός ενώ η μαζοχιστική τάση του Εγώ, είναι κατά κανόνα ασυνείδητη και πρέπει να την συμπεράνουμε από την συμπεριφορά του.

Ο μαζοχιστής δημιουργεί τον πειρασμό για αμαρτωλές πράξεις οι οποίες στην συνέχεια πρέπει να εξιλεωθούν με τις μορφές της σαδιστικής συνείδησης ή με τον σωφρονισμό από την γονική εξουσία.

Ο μαζοχιστής, ενεργεί αντιστρατευόενος το ίδιο το συμφέρον του καταστρέφοντας τις προοπτικές που του παρουσιάζονται στον κόσμο της πραγματικότητας και ίσως εκμηδενίζοντας την ίδια του την ύπαρξη.

Εν τέλει, στους σαδομαζοχιστικούς ρόλους, είτε στην σεξουαλική ζωή είτε στην σχέση ,ο στόχος της επιθυμίας είναι η εκμηδένιση της επιθυμίας του άλλου ή η εκμηδένιση της ίδιας της επιθυμίας του ατόμου.

Η εξήγηση επικεντρώνεται στην λογική του Κυρίου και του δούλου.

Πράγματι, ο σαδιστής(Κύριος) και μαζοχιστής(δούλος) εξαντλούνται: ο με πρώτος να καταστήσει τον δεύτερο ένα άψυχο αντικείμενο, ένα εργαλείο χωρίς επιθυμία, ο δε δεύτερος στο να τοποθετήσει τον πρώτο στην θέση ενός ειδώλου.

Όμως στο βαθμό που ο σαδιστής τοποθετείται σε αυτή την θέση, τελικά προσπαθεί να αναγνωρισθεί από ένα σχεδόν άψυχο αντικείμενο.

Φαίνεται, ότι είναι ένας πειρασμός να θυσιάσεις και να θυσιαστείς, να καταστρέψεις και να καταστραφείς!!!

Ο ιδανικός εαυτός

 Η Προέλευση

Ο ιδανικός εαυτός είναι ο όρος που τυράννησε και θα τυραννάει τους ευτυχισμένους επαΐοντες της ζωής. Τους πολυσκεπτόμενους θεωρητικούς που προσπάθησαν να το κλείσουν στα κουτάκια του μυαλού τους, αλλά αυτός όλο το σκάει μπερδεύοντας τα διανοητικά σχήματα που προσπαθούν να τον ακινητοποιήσουν στα θεωρητικά κατάστιχα του μέλλοντος.

Ο ιδανικός εαυτός το έσκασε από τα ψυχιατρικά εκκολαπτήρια της καθημερινότητας. Ατυχές ευτύχημα πειραματικών κρατικών επιδιώξεων με στόχο την σύνεση και την υποταγή. Η μορφή του, αναδύεται από κοινωνικά πιστοποιημένα εργαστήρια αυστηρών προδιαγραφών, με ορίζοντα τον σεσημασμένο ανθρωπάκο με κρυφές ονειρώξεις στα σεντόνια της παιδικότητας του. Γέννημα και θρέμμα βλεμμάτων και εκφράσεων που τον ζωγράφιζαν σε σκοτεινούς θαλάμους του “εγώ”, που ο Φρόιντ είχε ανακαλύψει κάποια στιγμή μεγάλης κοκο-μαστούρας.

Ο ιδανικός εαυτός έχει βοσκήσει στα χωράφια των πιο αυταρχικών συστημάτων. Έχει γίνει ο ονειρικός στόχος κλειστών οικογενειών που κουβαλάνε αλλόφρονα παιδιά σε γραφεία ψυχιάτρων, μάταια προσπαθώντας να τα οδηγήσουν στο μονοπάτι του ιδανικού εαυτού. Αυτά, έχοντας τα δικά τους οράματα, όλο αντιστέκονται συναντώντας την οργανωμένη επίθεση των κοινωνικών στερεοτύπων.

Ο ιδανικός εαυτός είναι ένα κοινωνικό στερεότυπο το οποίο προσπαθεί να ριζώσει μέσα στο ψυχισμό του καθένα μας. Είναι ένα κατασκεύασμα κοινωνιών μέσα από το οποίο το αυθόρμητο θεωρείται μη - φυσιολογικό, ενώ το “τεχνολογικό” προαναγγέλλει την εκπλήρωση ενός μελλοντικού παραδείσου. Έτσι ο ιδανικός εαυτός έχει σχέση τόσο με την θρησκεία, όσο και με την πολιτική. Ήταν και είναι ο πόλος εκείνος των συστημάτων καταπίεσης που προσπαθούσε να απαλύνει τις αντιστάσεις δημιουργώντας την ενοχή και το φόβου του αποκλεισμού.

Ο ιδανικός εαυτός αντιπροσωπεύει το είδος ενός φανταστικού ατόμου που ελπίζει να γίνει κάποιος σε ένα φανταστικό κόσμο που ποτέ δεν θα πραγματωθεί. Στην ουσία είναι ένας μη -εαυτός. Είναι κάποιος ο οποίος δεν υπάρχει παρά μόνο σαν ιδέα. Κατασκευάζεται από κοινωνικές ανομολόγητες θρησκευτικές και πολιτικές προσδοκίες, αλλά ποτέ δεν είναι αυτό που περιμένουμε. Προβάλλεται καθημερινά σαν το ιδανικό πρότυπο μιας επιτυχούς παρουσίας, η οποία θα φέρει την λύτρωση με την οργανωμένη απώλειας της πραγματικότητας που διαφημίζει.

Ο ιδανικός εαυτός δεν είναι ένας εαυτός, αλλά ένα πρότυπο εαυτού. Δεν υφίσταται σαν πραγματικότητα αλλά μόνο σαν φαντασία. Είναι λοιπόν ένας φανταστικός εαυτός που δεν κατασκευάζεται από το άτομο, αλλά αποτελεί μια ιδανική έκδοση εαυτού, η οποία συμπληρώνει την προσδοκία του κοινωνικού συστήματος εσωτερίκευσης της επιβολής - προσταγής σαν προσωπική απόφαση.

Η στέρηση

Έτσι η σκέψη του ιδανικού εαυτού μας απομακρύνει από την πραγματικότητα του εαυτού. Όσο μεγαλώνει η απόσταση από τον εαυτό, τόσο πλησιάζουμε τον ιδανικό εαυτό και το αντίθετο. Ο πραγματικό εαυτός θα είναι πάντα μακριά από τον ιδανικό με τέτοιο τρόπο ώστε, στην απόσταση που τους δημιουργείται, το σύστημα των προτύπων κατασκευάζει και προωθεί κοινωνικές προσδοκίες, οι οποίες απομακρύνουν την επιθυμία του πραγματικού, αντικαθιστώντας την, με αυτή του ιδανικού.

Ποτέ δεν μπορούμε να πλησιάσουμε αυτό που δεν υπάρχει. Η έννοια του ιδανικού είναι μια προσδοκία που πάντα απέχει από την πραγματικότητα. Μέσα από αυτή μπαίνουμε στον προθάλαμο της στέρησης. Η απουσία του δημιουργεί μια στέρηση, η οποία φαίνεται ότι είναι δική του, αλλά στην ουσία είναι του ίδιου μας του εαυτού. Η απουσία του εαυτού μας κάνει να λαχταράμε τον ιδανικό εαυτό. Η απουσία της παρουσία του, αντικαταστεί την στέρηση του εαυτού μας, σαν στέρηση του ιδανικού εαυτού. Μετά από την απέλπιδα προσπάθεια να τον κατακτήσουμε μένουμε χωρίς εαυτό, αλλά και χωρίς ιδανικό.

Έτσι πάντα θα υπάρχει κάτι που θα δηλώνεται σαν ανεπάρκεια ου εαυτού μας, ενώ είναι ανεπάρκεια του ιδανικού εαυτού. Διότι στο βαθμό που ο ιδανικός εαυτός πετύχει να γίνει μια ατομική προσδοκία, ο εαυτός, παραμένει ανεπαρκής στο διηνεκές. Και ενώ ο ιδανικός εαυτός θεωρείται ότι θεραπεύει την ανεπάρκεια του εαυτού, στην ουσία την αναπαράγει.

Ο ιδανικός εαυτός δεν είναι παρά η συστημική εικόνα ενός μελλοντικού εαυτού που κρύβει την ένδεια του, με την επίμονη αναπαράστασή του δήθεν πλούτου του. Έτσι αποτελεί την προσδοκία που ποτέ δεν πραγματοποιείται αναπαράγοντας την έλλειψή του, σαν κινητήρια δύναμη μια καθημερινής στέρησης, η οποία φαντάζει σαν επιδιωκόμενη πληρότητα.

Συμπέρασμα

Άρα ο ιδανικός εαυτός δεν ανήκει σε κανένα, είναι μια κοινωνική ουτοπία προτύπου που αναπαράγεται κοινωνικά στην προσπάθεια να υιοθετηθεί ατομικά. Ατομικά και κοινωνικά, η φανταστική φιγούρα ενός ιδανικού εαυτού, εμποδίζει την ελεύθερη ανάπτυξη του πραγματικού. Διότι πως λέει η Τζούντιθ Μπάτλερ, με τον ίδιο τρόπο που δεν υπάρχει ένα αποκλειστικό πρότυπο του ανθρώπινου και μόνο όταν παραιτηθούμε από την αναζήτηση του, θα συναντήσουμε τον ίδιο τον άνθρωπο, έτσι και δεν υπάρχει ιδανικός εαυτός και μόνο αν αρνηθούμε την ιδέα του, θα συναντήσουμε τον εαυτό μας.

Κανείς δεν θα σου επιστρέψει τα χρόνια σου

Κανείς όμως δεν πρόκειται να σου αποκαταστήσει τα χρόνια σου, κανείς δεν θα σου τα επιστρέψει. Η ζωή θα ακολουθήσει το δρόμο που άρχισε και δεν πρόκειται ούτε να αναστρέψει, αλλ’ ούτε και να περιορίσει την πορεία της. Δεν θα κάνει θόρυβο, δεν θα σου θυμίσει πόσο γρήγορη είναι. Θα γλιστρήσει σιωπηλή` δεν πρόκειται να γίνει μεγαλύτερη με βασιλικές διαταγές ή λαϊκές επιδοκιμασίες. Όπως άρχισε την πρώτη μέρα, έτσι θα εξακολουθήσει` πουθενά δεν θα αλλάξει τη διαδρομή της, πουθενά δεν θα καθυστερήσει. Και τελικά ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Εσύ θα έχεις απορροφηθεί από τις ασχολίες σου και η ζωή θα προχωρεί ακάθεκτη` και κάπου στο μεταξύ θα έρθει ο θάνατος, για τον οποίο, είτε το θέλεις είτε όχι, θα πρέπει να βρεις κάποιον ελεύθερο χρόνο.

ΣΕΝΕΚΑΣ, Περί της συντομίας της ζωής

Μπορεί να διαλυθεί το «εγώ»;

Μπορούμε να βρούμε ένα στοιχείο που θα διαλύσει το «εγώ»; Ή μήπως αυτό είναι ένα λάθος ερώτημα; Βασικά, αυτό θέλουμε. Θέλουμε να βρούμε κάτι που θα διαλύσει το «εγώ». Νομίζουμε ότι υπάρχουν διάφοροι τρόποι να το βρούμε, όπως η ταύτιση, η πίστη και λοιπά· όλα αυτά, όμως, βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο· κανένα δεν υπερέχει του άλλου, γιατί όλα έχουν εξίσου τη δύναμη να ισχυροποιούν τον εαυτό, το «εγώ». Τώρα: αυτό που κάνω είναι να παρατηρώ το «εγώ» όπου κι αν λειτουργεί, και βλέπω την καταστρεπτική του δύναμη και ενέργεια. Ό,τι όνομα κι αν του δώσεις είναι μια δύναμη που απομονώνει, που καταστρέφει, και θέλω να βρω τον τρόπο να το διαλύσω. Πρέπει να έχετε αναρωτηθεί: «Βλέπω το “εγώ” να λειτουργεί συνεχώς και πάντα να προκαλεί άγχος, φόβο, απογοήτευση, απελπισία, δυστυχία, όχι μόνο σε εμένα αλλά και σ’ όλους γύρω μου. Είναι δυνατόν αυτός ο εαυτός να διαλυθεί, όχι εν μέρει αλλά εντελώς;»

Μπορούμε να πάμε στη ρίζα του και να το καταστρέψουμε; Αυτός είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος. Δεν είναι; Δεν θέλω να έχω εν μέρει νοημοσύνη, αλλά συνολικά. Οι περισσότεροι από μας έχουμε νοημοσύνη σε κάποια επίπεδα, εσείς με τον έναν τρόπο κι εγώ με κάποιον άλλο. Μερικοί από σας έχετε επιχειρηματική νοημοσύνη, κάποιοι άλλοι επαγγελματική νοημοσύνη στη δουλειά τους στο γραφείο και ούτω καθεξής. Οι άνθρωποι έχουν νοημοσύνη με διαφορετικούς τρόπους· αλλά δεν έχουμε ολική νοημοσύνη. Για να έχει κανείς ολική νοημοσύνη σημαίνει ότι δεν έχει «εγώ».

Γίνεται να απουσιάζει εντελώς το «εγώ»; Το ξέρετε ότι γίνεται αυτό. Τώρα: πώς γίνεται; Ποιοι είναι οι απαραίτητοι παράγοντες, τι χρειάζεται; Τι θα κάνει το «εγώ» να βγει; Μπορώ να το βρω; Όταν θέτω το ερώτημα «Μπορώ να το βρω;» σίγουρα έχω πειστεί ότι γίνεται, οπότε έχω ήδη δημιουργήσει την αίσθηση μιας εμπειρίας μέσα στην οποία θα δυναμώσει το «εγώ». Η κατανόηση του «εγώ» απαιτεί πολύ μεγάλη νοημοσύνη, παρατηρητικότητα, εγρήγορση και αδιάκοπη παρακολούθησή του, έτσι ώστε να μην ξεγλιστρήσει. «Εγώ είμαι ένας πολύ σοβαρός άνθρωπος και θέλω να διαλύσω τον εαυτό». Όταν το λέω αυτό ξέρω ότι είναι δυνατόν να διαλύσω το «εγώ». Αλλά τη στιγμή που λέω «Θέλω να το διαλύσω» και στη διάρκεια της διαδικασίας που ακολουθώ για να το διαλύσω το «εγώ» βιώνει την εμπειρία της διαδικασίας, κι έτσι αντί να διαλυθεί δυναμώνει. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν το «εγώ» να μην έχει εμπειρίες;

Μπορεί κανείς να δει ότι η δημιουργία δεν είναι καθόλου θέμα εμπειρίας του «εγώ». Δημιουργία, οποιασδήποτε μορφής, υπάρχει όταν δεν υπάρχει το «εγώ»· γιατί η δημιουργία δεν είναι κάτι εγκεφαλικό, δεν ανήκει στο μυαλό, δεν είναι προβολή του «εγώ», είναι κάτι πέρα από εμπειρίες όπως τις ξέρουμε. Η δημιουργία δεν είναι επινόηση. Η επινόηση βασίζεται στη γνώση και η δημιουργία δεν έχει να κάνει με τη γνώση, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.

Δεν είναι η δημιουργία του καλλιτέχνη, του ποιητή, του συγγραφέα, του ζωγράφου· για μένα αυτό είναι απλώς ταλέντο, ικανότητα, μνήμη και γνώση που λειτουργούν μαζί. Νομίζω ότι η δημιουργία για την οποία μιλάω δεν είναι μία μορφή έκφρασης. Είσαι σε ένα σημείο όπου ο νους σου είναι απολύτως σιωπηλός, εντελώς ήσυχος και μέσα από αυτή τη σιωπή υπάρχει η κίνηση της δημιουργίας που είναι αιώνια καινούργια. Λέμε, λοιπόν, ότι μπορεί να υπάρξει δημιουργικότητα μόνο όπου υπάρχει αγάπη και όχι σε έναν άνθρωπο που είναι εγωιστής − που σημαίνει ότι είναι φιλόδοξος, άπληστος, θέλει να έχει αναγνώριση, γόητρο, κοινωνική θέση, χρήματα, αξιώματα. Πότε είσαι δημιουργικός – όχι σαν καλλιτέχνης, σαν ένας απλός άνθρωπος; Όταν ο νους σου είναι εγωιστικός ή μόνο όταν δεν έχει ίχνος εγωισμού; Δηλαδή: ομορφιά υπάρχει μόνο όταν υπάρχει πλήρης εγκατάλειψη του «εγώ», γιατί το «εγώ» είναι προϊόν της σκέψης.

Είναι δυνατόν, λοιπόν, ο νους να είναι απόλυτα ακίνητος, σε μια κατάσταση «μη αναγνώρισης» πραγμάτων που ήδη ξέρει, που είναι μια κατάσταση μέσα στην οποία δεν αποκτά καμιά εμπειρία; Είναι δυνατόν να βρίσκεται σε μια κατάσταση όπου η δημιουργία θα μπορέσει να παρουσιαστεί, πράγμα που συμβαίνει όπου δεν υπάρχει το «εγώ», όταν το «εγώ» είναι απόν; Κάθε κίνηση του νου, θετική ή αρνητική, είναι μια εμπειρία που στην πραγματικότητα ενισχύει το «εγώ». Είναι δυνατόν ο νους να μην αναγνωρίζει με βάση τις εμπειρίες του; Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο όταν υπάρχει απόλυτη σιωπή, όμως όχι εκείνη η σιωπή που και πάλι είναι μία εμπειρία του «εγώ» και δυναμώνει το «εγώ».

Υπάρχει κάποια οντότητα ξεχωριστή από το «εγώ», που παρακολουθεί το «εγώ» και το διαλύει; Υπάρχει κάποια πνευματική οντότητα που εκτοπίζει το «εγώ» και το εξαφανίζει, που το παραμερίζει; Νομίζουμε ότι υπάρχει. Έτσι δεν είναι; Οι περισσότεροι από του ανθρώπους των θρησκειών θεωρούν ότι υπάρχει ένα τέτοιο στοιχείο. Οι υλιστές λένε: «Είναι αδύνατον να εξαφανιστεί το “εγώ”· μπορεί μόνο να διαμορφωθεί πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά και να συγκρατηθεί· μπορούμε να το κρατάμε σταθερά μέσα σε ένα ορισμένο μοντέλο και μπορούμε να το κομματιάσουμε· οπότε θα μπορέσουμε να το κάνουμε να ζήσει μια πλούσια ζωή, μια ηθική ζωή και να μην ανακατεύεται σε οτιδήποτε άλλο έξω από το κοινωνικό πρότυπο και να ενεργεί απλώς σαν μηχανή». Αυτό το ξέρουμε. Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι, οι αποκαλούμενοι θρησκευόμενοι –που δεν είναι πραγματικά θρησκευόμενοι, παρόλο που τους ονομάζουμε έτσι− οι οποίοι λένε: «Βασικά υπάρχει ένα τέτοιο στοιχείο. Αν μπορέσουμε να έρθουμε σε επαφή μαζί του, εκείνο θα διαλύσει το “εγώ”».

Υπάρχει, όμως, κάποιο τέτοιο στοιχείο για να διαλύσει το «εγώ»; Σας παρακαλώ, δείτε τι κάνουμε. Θα θέλαμε να υπήρχε ένα στοιχείο που είναι άχρονο, που δεν ανήκει στο «εγώ», κάτι που ελπίζουμε σ’ αυτό, ελπίζουμε ότι θα έρθει και θα παρέμβει και θα διαλύσει το «εγώ», κάτι που το ονομάζουμε Θεό. Τώρα: υπάρχει κάτι τέτοιο που να μπορεί να το συλλάβει ο νους; Ίσως να υπάρχει, ίσως και όχι· δεν είναι εκεί το ζήτημα. Όταν ο νους αναζητά μια άχρονη πνευματική κατάσταση που θα αναλάβει δράση για να διαλύσει το «εγώ», δεν είναι κι αυτό μια άλλη μορφή εμπειρίας που δυναμώνει το «εγώ»; Όταν είστε δεμένοι με μια πίστη, αυτό δεν συμβαίνει; Όταν πιστεύετε ότι υπάρχει Αλήθεια, Θεός, άχρονη κατάσταση, αθανασία, αυτό δεν είναι μια διαδικασία δυναμώματος του «εγώ»; Το «εγώ» προβάλλει αυτό το πράγμα που νιώθετε και πιστεύετε ότι θα έρθει και θα καταστρέψει το «εγώ».

Έχοντας, λοιπόν, προβάλει την ιδέα της συνέχισής σας σε μια άχρονη κατάσταση σαν πνευματική οντότητα, θα έχετε κάποια εμπειρία· κι όλες αυτού του είδους οι εμπειρίες το μόνο που κάνουν είναι να δυναμώνουν το «εγώ», οπότε τι έχετε καταφέρει; Δεν έχετε διαλύσει πραγματικά το «εγώ», αλλά απλώς του δώσατε ένα διαφορετικό όνομα, μια διαφορετική ιδιότητα· το «εγώ» βρίσκεται ακόμα εκεί, γιατί έχετε βιώσει μια εμπειρία του. Αυτό που κάνουμε, λοιπόν, από την αρχή ως το τέλος είναι το ίδιο· απλώς νομίζουμε ότι αυτό που κάνουμε εξελίσσεται, αναπτύσσεται, γίνεται όλο και πιο ωραίο· αλλά αν το παρατηρήσετε εσωτερικά, μέσα σας, θα δείτε ότι είναι το ίδιο που κάνατε από πάντα και συνεχίζεται, το ίδιο «εγώ» που λειτουργεί σε διαφορετικά επίπεδα, με διαφορετικές ταμπέλες, με διαφορετικά ονόματα.

Κι όταν δεις την όλη λειτουργία, την πανουργία, τις εκπληκτικές επινοήσεις του «εγώ», το πώς καλύπτεται πίσω από τις ταυτίσεις του, πίσω από την αρετή, από την εμπειρία, από την πίστη κι από τις γνώσεις· όταν δεις ότι κινείσαι σε κύκλο, μέσα σ’ ένα κλουβί που το ίδιο το «εγώ» έχει φτιάξει, τότε τι συμβαίνει; Όταν έχεις επίγνωση όλου αυτού, όταν έχεις πλήρη γνώση του, τότε δεν είναι ο νους σου εξαιρετικά ήσυχος − όχι μέσα από πίεση, όχι για κάποια ανταμοιβή, όχι από το φόβο; Όταν αναγνωρίζεις ότι κάθε κίνηση του νου είναι απλώς ένας τρόπος για να δυναμώνεις το «εγώ», όταν το παρατηρήσεις αυτό, το δεις, όταν έχεις απόλυτη επίγνωσή του στην πράξη, όταν φτάσεις στην ουσία −όχι ιδεολογικά ή λεκτικά, όχι μέσα από τη διαδικασία της εμπειρίας, αλλά όταν βρίσκεσαι πραγματικά σ’ αυτό το στάδιο−, τότε θα δεις ότι ο νους επειδή μένει εντελώς ακίνητος δεν έχει καμιά δύναμη να δημιουργήσει οτιδήποτε. Κι ό,τι κι αν δημιουργεί ο νους κινείται πάντα μέσα σε έναν κύκλο, μέσα στο πεδίο του «εγώ».

Οι ικανότητες και το σύστημα γνώσης των αρχαίων Ελλήνων

Ξεφυλλίζοντας τις σύγχρονες ανατυπώσεις κειμένων των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, τα λιγοστά και αποσπασματικά «απομεινάρια» ενός ολόκληρου κόσμου και ενός σώματος γνώσης -που μας πληγώνει να σκεφτόμαστε ότι κάποτε ήταν ενιαίο- δεν είναι λίγες οι φορές που νιώθουμε τη σκέψη μας να «μουδιάζει»…

Αν αποτολμούσαμε να εξετάσουμε συνολικά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, η κυρίαρχη διαπίστωση στην οποία θα καταλήγαμε, θα ήταν ότι πρόκειται για ένα δημιούργημα πνευματικά ανώτερο, την αντανάκλαση της συλλογικής σκέψης πολλών ξεχωριστών διανοιών, οι οποίες για κάποιο «άγνωστο» λόγο, συνυπήρξαν στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.

Τότε, όμως, θα οδηγούμασταν σε ένα άλλο, εξίσου αφοπλιστικό ερώτημα, ποιοι δηλαδή ήταν οι ιδιαίτεροι εκείνοι παράγοντες, οι οποίοι συνέτειναν στη σχεδόν ταυτόχρονη, ενσάρκωση, όλων αυτών των ανώτερων διανοιών στον ελληνικό χώρο; Κάποιοι εικάζουν ότι ήταν η γλώσσα. (Ή και το καθεστώς δημοκρατίας που επικρατούσε) Ίσως πάλι όχι. Ή τουλάχιστον όχι μόνο.

Γιατί υπάρχουν πραγματικά πολλές ενδείξεις ότι οι εκπληκτικές -σχεδόν υπεράνθρωπες- αυτές εγκεφαλικές ικανότητες των δημιουργών του ελληνικού πολιτισμού, καλλιεργούνταν κατά τη μακρινή αρχαιότητα, και μάλιστα σύμφωνα με μία πολύ συγκεκριμένη μέθοδο, η οποία μεταγενέστερα επικράτησε να αναφέρεται ως Μνημονική Τέχνη.

Δεν αποκλείεται, επίσης, και η ίδια η μαθηματικά δομημένη, «μνημονική» ελληνική γλώσσα, να αποτελεί, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, απλή προέκταση των ανώτερων διανοητικών ικανοτήτων που καλλιεργούνταν μέσω της μακροχρόνιας και επίμονης εξάσκησης του νου, στο προαιώνιο αυτό σύστημα γνώσης.

Την Τέχνη της Μνήμης, της οποίας τα ίχνη χάνονται στις «σκοτεινές» εποχές πολύ πριν από τα ομηρικά χρόνια, τη συναντάμε σε συχνές αναφορές σε ολόκληρη την κλασική και ελληνιστική αρχαιότητα, ενώ αργότερα την παρακολουθούμε να διαδίδεται και στο λατινικό χώρο, όπου και προσωρινά ατονεί ιδίως μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού και τη γενικότερη πνευματική «παρακμή» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), για να αναβιώσει αρκετούς αιώνες αργότερα, την εποχή του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.

Η παρατήρηση ότι όλες οι αναφορές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στην Τέχνη της Μνήμης είναι σχετικά σύντομες, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εξάσκηση της στα αρχαία χρόνια ήταν σε τέτοιο βαθμό διαδεδομένη, ώστε να θεωρείται «περιττή» μια πιο λεπτομερειακή αναφορά σε αυτήν (σε αντίθεση π.χ. με τα μαθηματικά).

Το γεγονός δε ότι η εξάσκηση της δεν ανακόπηκε μετά τη διάδοση της γραφής (ούτε καν μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας, κατά τα πρωί μα χρόνια της Αναγέννησης), μας κάνει να «υποψιαζόμαστε» ότι πρόκειται για πολλά παραπάνω από ό,τι η ονομασία «Μνημονική Τέχνη» αφήνει να εννοηθεί…

Πρόκειται για μια μέθοδο «εσωτερικής γραφής» -«αποτύπωσης», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αριστοτέλης «των εννοιών με τη μορφή εικόνων στις κέρινες πλάκες της ψυχής»(!)- η οποία επιτρέπει στον ασκούμενο την ανάκληση κάθε είδους πληροφορίας, σαν να ξεφυλλίζει τις σελίδες ενός βιβλίου.

Αυτή η σχολαστική οργάνωση και ταξινόμηση των ιδεών, των εννοιών και των πληροφοριών στον ανθρώπινο νου με την, μη δεσμευτική για τη σκέψη, μορφή των εικόνων, επιτρέπει την αλληλεπίδραση και το συσχετισμό τους σε ένα επίπεδο κατά πολύ βαθύτερο από αυτό της συνηθισμένης σκέψης.

Με αυτόν τον τρόπο, διευκολύνεται η παραγωγή πρωτότυπων ιδεών, οι οποίες φαίνονται να προέρχονται από «έμπνευση», καθώς το λογικό μέρος του νου (που λειτουργεί με το λόγο), δεν παρεμβάλλεται στη νοητική διαδικασία, επιτρέποντας ενδεχομένως στην ανθρώπινη διάνοια να συντονιστεί σε κάποιες συχνότητες, κατά τις οποίες γίνεται εφικτή η αλληλεπίδραση της με κάποιο είδος «μορφογενετικού πεδίου» συμπαντικής γνώσης!

Η ξεχασμένη τέχνη της Ελληνικής αρχαιότητας

Άρρηκτα δεμένη με κάθε ρητορική μάθηση αλλά και με την (προφορική) διάδοση της Μυθολογίας και της Ιστορίας (πολλές φορές έμμετρα!), μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η καλλιέργεια της μνημοτεχνικής γνώρισε ευρύτατη διάδοση σε ολόκληρο τον ελλαδικό (καθώς και τον αιγυπτιακό) χώρο, πολλούς αιώνες πριν την ανακάλυψη οποιουδήποτε είδους γραφής!

Μνήμες από τις μακρινές εκείνες εποχές της αρχαιότητας μας μεταφέρει ο Πλάτωνας στο διάλογο «Φαιδρός», όπου με έκπληξη παρατηρούμε τον θρυλικό για τη σοφία του βασιλέα των αιγυπτιακών Θηβών, Θαμού – Άμμωνα, να επι-πλήττει το θεό Θεού για την ανακάλυψη της γραφής, λέγοντας του τα εξής: «Και τώρα εσύ, που είσαι ο πατέρας των γραμμάτων, οδηγήθηκες από την συμπάθεια σον (προς τους ανθρώπους) να τους αποδώσεις μια ικανότητα αντίθετη από εκείνη την οποία πραγματικά κατέχουν.

Γιατί αυτή η εφεύρεση (η γραφή) θα προκαλέσει τη λήθη στα μυαλά όσων μάθουν να την εξασκούν, επειδή δεν θα καλλιεργούν πλέον τη μνήμη τους! Η εμπιστοσύνη τους στη γραφή -η οποία θα προέρχεται πλέον από εξωτερικούς χαρακτήρες, που δεν αποτελούν μέρος των εαυτών τους (δεν θα αποτελεί δηλαδή μέρος της ψυχής τους, κατά τον Πλάτωνα)- θα αποθαρρύνει τη χρήση της ίδιας της μνήμης τους μέσα τους. Ανακάλυψες το φάρμακο όχι της μνήμης, αλλά της υπενθύμισης.

Και προσφέρεις στους μαθητές σου την επίφαση της σοφίας, όχι την αληθινή σοφία, γιατί θα διαβάζουν πολλά πράγματα χωρίς στοτέλη στην Τέχνη της Μνήμης, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ μνήμης, υπενθύμισης και ανάμνησης, με την ανάκληση των πληροφοριών να αποτελεί τη συνειδητή προσπάθεια κάποιου να «βρει το δρόμο του ανάμεσα στα περιεχόμενα της μνήμης του».

Αυτό καθίσταται δυνατό με τη βοή θεια δύο βασικών -συμπληρωματικών μεταξύ τους- νοητικών αρχών, του συνειρμού (χτίζουμε τις νέες γνώσεις πάνω στις παλιές) και της ακολουθίας (της αλληλένδετης δηλαδή σειράς κατά την οποία αποτυπώνονται οι εικόνες στη νόηση).

Γενικά, θα λέγαμε ότι οι απόψεις του Αριστοτέλη για τις διαδικασίες μνήμης και ανάμνησης είναι σύμφωνες με τις αρχές μάθη σης, όπως τις εκφράζει στο «περί Ψυχής». Η προερχόμενη από τις αισθήσεις αντίληψη, μετατρέπεται από τη φαντασία σε εικόνες, οι οποίες «τροφοδοτούν» τις νοητικές λειτουργίες.

Η άποψη αυτή, με τη φαντασία να παίζει δηλαδή το ρόλο «διαμεσολαβητή» ανάμεσα στην αντίληψη και τη σκέψη, σε συνδυασμό με το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Αριστοτέλης, ότι δηλαδή «είναι αδύνατο για την ψυχή να σκεφτεί χωρίς την ύπαρξη κάποιας νοητής εικόνας», φαίνεται να είναι απόλυτα σύμφωνη και να αιτιολογεί την επιλογή (μνημονικών) εικόνων και τόπων κατά την εξάσκηση της μνημονικής τέχνης της αρχαιότητας.

«Μπορούμε να σκεφτούμε όποτε επιλέξουμε», παρατηρεί ο σοφός δάσκαλος της αρχαιότητας, «επειδή είναι δυνατό να επαναφέρουμε τα πράγματα στο μυαλό μας, ακριβώς όπως εκείνοι που ασκούν τη μνημοτεχνική, κατασκευάζουν εικόνες»…

Η πλατωνική «ανάμνηση της ψυχής»

Αν η μνήμη αποτελεί για τον Αριστοτέλη φυσική νοητική διαδικασία, για τον Πλάτωνα δεν είναι παρά ανάμνηση της ψυχής από τον Κόσμο των Ιδεών. Ξεπερνώντας, ωστόσο, την «επιφανειακή» αυτή διαφορά, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι οι απόψεις του Πλάτωνα συμπληρώνουν αυτές του Αριστοτέλη, επιτρέποντας μας να ανασυνθέσουμε μια σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα για τη μνημονική τέχνη στην ελληνική αρχαιότητα, της οποίας και οι δύο ήταν μέτοχοι.

Στο Θεαίτητο βρίσκουμε το Σωκράτη να χρησιμοποιεί για την ψυχή την ίδια παρομοίωση, ότι δηλαδή αυτή αποτελείται από ένα υλικό σαν κερί, στο οποίο οι ιδέες αποτυπώνονται με τη μορφή εικόνων και αποτελεί το δώρο της Μνημοσύνης, της μητέρας των Μουσών, στους ανθρώπους.

Στο διάλογο Φαίδων αναπτύσσεται η θεωρία ότι, καθώς είναι αδύνατο να αντιληφθούμε κάτι το οποίο δεν έχει καμία σχέση με εμάς, αναγκαστικά κάθε μάθηση/γνώση είναι έμφυτη στην ψυχή μας. Αντιλαμβανόμαστε π.χ. το δίκαιο ή το άδικο, επειδή η ψυχή μας είναι εξοικειωμένη με την έννοια της δικαιοσύνης από την προηγούμενη ύπαρξη της στον Κόσμο των Ιδεών, πριν ενσαρκωθεί στο σώμα μας.

Στον «Φαίδρο», όπου ο Πλάτων εκθέτει την άποψη ότι η ρητορική τέχνη πρέπει να υπηρετεί μόνο την αλήθεια, επικρίνοντας τους σοφιστές, γίνεται φανερό ότι θεωρεί «βλάσφημη» τη χρήση της μνημοτεχνικής (ως μέρος της διδασκαλίας της ρητορικής τέχνης), για την εξυπηρέτηση των ψευδών συμπερασμάτων των σοφιστών.

Μπορεί στο έργο του Πλάτωνα να μη βρίσκουμε κάποια συγκεκριμένη περιγραφή των αρχών της μνημονικής τέχνης, οι ιδέες του όμως φαίνονται να είναι διαποτισμένες με αυτήν, εκφράζοντας όλη την αισιοδοξία και τη βεβαιότητα ότι η σοφία βρίσκεται ήδη μέσα μας και το μόνο που έχουμε να κάνουμε, είναι να την αφουγκραστούμε προσεκτικά.

Ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι στον Πλάτωνα χρωστάμε και την πολύτιμη διάσωση της ανάμνησης ότι η Τέχνη της Μνήμης, η «εσωτερική» δηλαδή γραφή των πληροφοριών, προϋπήρξε της κανονικής γραφής. Άλλωστε, οι πλατωνικές Ιδέες ήταν που (όπως θα δούμε και στη συνέχεια) ενέπνευσαν την «αναβίωση» της Τέχνης της Μνήμης στις περιόδους του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.

Μία ανεκτίμητη πηγή από τη λατινική γραμματεία: τα «χαμένα» κομμάτια του παζλ

Την περίοδο 86-82 π.Χ., κάποιος άγνωστος καθηγητής της ρητορικής τέχνης στη Ρώμη, ολοκλήρωνε για τους μαθητές του μια πραγματεία, η οποία έμελλε να μείνει στην Ιστορία με το όνομα του προσώπου στο οποίο αφιερωνόταν, κάποιον (επίσης άγνωστο) Ερέννιο (Ad Herennium).

Η αξία του συγκεκριμένου έργου, είναι για τους σύγχρονους ερευνητές της Τέχνης της Μνήμης πραγματικά ανεκτίμητη, καθώς πρόκειται ουσιαστικά για τη μοναδική σχετικά ολοκληρωμένη πηγή, αναφορικά με το προαιώνιο αυτό σύστημα γνώσης, η οποία ευτυχήσαμε να φτάσει ακέραιη ως τις μέρες μας από τον αρχαίο κόσμο.

«Υπάρχουν δύο είδη μνήμης», αναφέρει ο ανώνυμος συγγραφέας σε αυστηρά ακαδημαϊκό ύφος και ύστερα από εκτενή ανάλυση των μερών της ρητορικής τέχνης, «η φυσική και η τεχνητή. Η φυσική μνήμη, είναι εκείνη η οποία χαράσσεται στο νου μας ταυτόχρονα με τη σκέψη. Η τεχνητή μνήμη ενδυναμώνεται και στερεοποιείται με την εκπαίδευση».

Στη συνέχεια, ο ανώνυμος συγγραφέας παραθέτει πλήθος παντελώς άγνωστων στην εποχή μας ελληνικών πηγών για τη διδασκαλία της μνημοτεχνικής, προτού επανέλθει στην περιγραφή της τεχνητής μνήμης, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η τεχνητή μνήμη απαρτίζεται από τόπους και εικόνες. Ως (μνημονικός) τόπος (locus), θεωρείται ένα μέρος (όπως π.χ. ένα κτίριο), το οποίο μπορεί εύκολα να αποτυπωθεί στη μνήμη, ενώ οι (μνημονικές) εικόνες (imagines) απαρτίζονται από μορφές, σύμβολα ή αγάλματα των εννοιών που θέλουμε να απομνημονεύσουμε»!Παρατηρούμε ότι σήμερα θα μπορούσαμε να αντιστοιχίσουμε αυτούς τους τόπους με τους «virtual τόπους» ή τις τοποθεσίες/φακέλους ενός κυβερνοχώρου.

Η Τέχνη της Μνήμης παρουσιάζεται και εδώ ως μια μέθοδος εσωτερικής γραφής, της οποίας οι ασκητές «καταγράφουν» νοητικά ό,τι τους υπαγορεύεται και είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να το «διαβάσουν» από τη μνήμη τους. «Γιατί οι «τόποι» είναι σαν τις κέρινες πλάκες ή τους παπύρους, οι εικόνες είναι σαν τα γράμματα, η οργάνωση και η διάταξη των εικόνων είναι σαν το κείμενο και η παράδοση (του κειμένου) είναι σαν την ανάγνωση» !

Οι μαθητευόμενοι στην Τέχνη της Μνήμης καλούνται να δείξουν ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή των «τόπων». Πρέπει να εφοδιάσουν τη μνήμη τους με μεγάλο αριθμό τέτοιων τόπων, έτσι ώστε να μπορούν να συγκρατούν μεγάλο όγκο πληροφοριών.

Οι τόποι αυτοί (οι οποίοι μπορούν να είναι και φανταστικοί, δηλαδή, να μην είναι αναπαραστάσεις υπαρκτών χώρων) πρέπει να αποτυπωθούν στη σκέψη των ασκούμενων με κάθε λεπτομέρεια, να είναι επαρκώς φωτισμένοι (ώστε όλες οι εικόνες να είναι «ευανάγνωστες»), να είναι ευρύχωροι αλλά σαφώς οριοθετημένοι (ώστε να μπορούν να τοποθετηθούν σε αυτούς πλήθος μνημονικών αντικειμένων) και φυσικά να είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους, αποτελώντας ένα ενιαίο σύνολο (ώστε οι μαθητευόμενοι της μνημονικής τέχνης να μπορούν να μετακινηθούν άνετα σε αυτούς προς όποια κατεύθυνση επιθυμούν).

Πόσο παλαιά είναι η Τέχνη της Μνήμης; Μερικές σκέψεις για τη χρονολόγηση της μεθόδου

Το «πολύτιμο» κείμενο Ad Herennium φαίνεται να βάζει τα πράγματα σε μια σειρά, όσον αφορά την αναζήτηση των αρχών της «χαμένης» Τέχνης της Μνήμης. Όμως οι «εκπλήξεις» από το «Ad Herennium» δεν σταματούν στα όσα ήδη αναφέραμε. Στη συνοπτική του αναφορά στη «μνήμη των λέξεων», ο ανώνυμος ρητοροδιδάσκαλος,προβαίνει στο ακόλουθο σχόλιο:

«Γνωρίζω ότι οι περισσότεροι από τους Έλληνες, οι οποίοι έχουν γράψει αναφορικά με τη Μνήμη, ακολούθησαν την οδό της παράθεσης εικόνων που ανταποκρίνονται σε πολλές λέξεις (έννοιες-verba), έτσι ώστε όσοι θα επιθυμούσαν να απομνημονεύσουν αυτές τις εικόνες, θα τις είχαν έτοιμες χωρίς να κοπιάζουν στην αναζήτηση τους».

Θα ήταν αδύνατο να αφήσουμε την απίστευτη αυτή παρατήρηση ασχολίαστη. Κάπως έτσι, ή μάλλον, ακριβώς έτσι, δεν ήταν και οι πρώτες μορφές γραφής; Συγκεκριμένες εικονομορφικές συμβολικές αναπαραστάσεις (π.χ. ιερογλυφικά), οι οποίες χρησιμοποιούνταν για να αποδώσουν πολλαπλά παρεμφερή νοήματα; Μήπως το συγκεκριμένο απόσπασμα επιβεβαιώνει τον «μύθο» του Πλάτωνα για την προΰπαρξη μιας «εσωτερικής», μνημονικής γραφής στην ψυχή των ανθρώπων, την οποία διαδέχτηκε η γραφή που όλοι γνωρίζουμε;

Ας ξαναδιαβάσουμε το απόσπασμα… Χωρίς αμφιβολία, οι εικόνες στις οποίες αναφέρεται εδώ ο συγγραφέας φαίνονται να είναι οι ίδιες αναπαραστάσεις που βρίσκουμε διάσπαρτες στον αρχαίο κόσμο (π.χ. στον αινιγματικό «δίσκο της Φαιστού» ή στις «ιερογλυφικές γραφές της Αιγύπτου, κ.α.), εξέλιξη των οποίων αποτέλεσαν και τα πρώτα είδη γραφής.

Είναι πολύ πιθανό στο συγκεκριμένο απόσπασμα να βρίσκεται η ατράνταχτη απόδειξη ότι η γραφή προήλθε από παραφθορά των συμβόλων που χρησιμοποιούνταν κατά την εξάσκηση της Τέχνης της Μνήμης, για την οποία, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι διδασκόταν συστηματικά επί χιλιετίες πριν την ύπαρξη γραφής!

Στο τεύχος 130 (Φεβρ. 2005) το ΤΜ δημοσίευσε άρθρο, βασισμένο στις έρευνες των Φλόρενς και Κένεθ Γουντ, το οποίο αποδείκνυε ότι ο Όμηρος περιγράφοντας τα γεγονότα του Τρωικού πολέμου, ουσιαστικά περιέγραφε τις κινήσεις των αστερισμών του ουρανού όπως φαίνεται από την Ελλάδα.

Αυτό που έδειξαν οι έρευνες των Γουντ ήταν ότι οι αστρονομικές πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο ομηρικό έπος αρχίζουν από το 8900 π.Χ., αν όχι πολύ παλαιότερα. Ήταν η εποχή κατά την οποία η εξαιρετικά αργή περιστροφική κίνηση του άξονα της Γης (wobbling), η οποία ευθύνεται για την εναλλαγή των «ζωδιακών εποχών», επανέφερε το άστρο του Σείριου στον ελληνικό ουρανό, μετά από απουσία 7.000 περίπου ετών.

Αν έχουν δίκιο οι Γουντ, αν δηλαδή η επιστροφή του Σείριου αποδίδεται συμβολικά στο έπος με την επιστροφή του «λαμπρότερου άστρου» -δηλαδή του Αχιλλέα- στη μάχη, τότε μια «μετριοπαθής» χρονολόγηση για την Τέχνη της Μνήμης (καθώς και για το ίδιο το ομηρικό έπος, το οποίο άλλωστε διασώθηκε μέσω αυτής), θα μας έδινε ως αφετηρία των ιστορικών πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο έπος, περίπου το έτος 8900 π.Χ.!

Όμως, η Ιλιάδα δεν αρχίζει με την επιστροφή του Αχιλλέα στη μάχη αλλά με τη «μήνιν» αυτού και την «αποχώρηση» του, η οποία, αν ακολουθήσουμε τη λογική, τις αποδείξεις και τα συμπεράσματα των Γουντ, πρέπει να συνέβη περίπου 7.000 χρόνια νωρίτερα, όταν το άστρο του Σείριου «αποχώρησε» και χάθηκε από το ελληνικό στερέωμα.

Είναι, λοιπόν, δυνατό η πρώτη αναφορά στην Τέχνη της Μνήμης, να ανάγεται στο 15900 περίπου π.Χ.; Αυτό δεν θα σήμαινε ότι η εσωτερική γραφή προϋπήρξε της εξωτερικής κατά τουλάχιστον 10.000 έτη; Και η συγκεκριμένη εκτίμηση, γίνεται σύμφωνα με τη χρονολόγηση της πινακίδας του Δισπηλιού της Καστο ριάς (με τη μέθοδο του άνθρακα C14, η οποία ανήγαγε την έναρξη της γραφής στον ελληνικό χώρο στα 5260 π.Χ.), διαφορετικά, στον αριθμό αυτό θα χρειαστεί να προσθέσουμε και μερικές ακόμα χιλιάδες χρόνια…

Γιατί όχι; Εξάλλου, όπως φαίνεται και από το παραπάνω απόσπασμα, η «εσωτερική γραφή» αποτελεί επίσης μορφή γραφής, και μάλιστα πολύ πιο εξελιγμένης, καθώς η καλλιέργεια της απαιτεί από τον ασκούμενο την ανάπτυξη απίστευτων εγκεφαλικών ικανοτήτων διαλογισμού, οραματισμού, και φυσικά, μνήμης. Επίσης, δεν λείπει ούτε η βιβλιογραφία, ούτε οι αποδείξεις για την ύπαρξη της εν λόγω τέχνης…

Σκεφτείτε το λίγο… Σταματήστε για λίγα λεπτά την ανάγνωση αυτού του κειμένου και αναλογιστείτε τις ατέλειωτες ώρες δια λογισμού και συστηματοποιημένης μνημοτεχνικής εξάσκησης που θα απαιτούνταν για να σχηματίσει κάποιος τους μνημονικούς τόπους και τις νοητές εκείνες εικόνες, ώστε να είναι σε θέση να απαγγείλει και τις 24 ραψωδίες της Ιλιάδας…

Μάλιστα, πολύ περισσότερο αν οι Γουντ κάνουν λάθος, οπότε στην προσπάθεια του αυτή ραψωδός δεν χρησιμοποιεί τα άστρα ως μνημονικά βοηθήματα… Αναλογιστείτε τώρα το σύνολο της ελληνικής μυθολογίας, το οποίο διαμορφώθηκε πριν από την ύπαρξη γραφής καθώς και τον πλούτο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, η οποία αναγκαστικά, επίσης προϋπήρξε της γραπτής της αναπαράστασης μέσω συμβόλων…

Αναμφίβολα, οι διάνοιες οι οποίες ανέπτυξαν και διατήρησαν τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, Μυθολογίας και Ιστορίας επί χιλιετίες χωρίς την ύπαρξη γραφής, όφειλαν να είναι εξασκημένες σε ένα μνημονικό σύστημα, αν όχι το ίδιο, τότε πολύ πιο εξελιγμένο, σύνθετο και απαιτητικό (όσον αφορά τη χρήση των διανοητικών τους ικανοτήτων) από αυτά της κλασικής και ρωμαϊκής περιόδου, που παρουσιάσαμε. Μήπως ένα σύστημα, το οποίο θα προϋπέθετε τη χρήση των 45.000 περίπου ορατών από τη Γη άστρων, ως μνημονικούς «τόπους»;

Στο σημείο αυτό, αξίζει να παραθέσουμε μια μικρή λεπτομέρεια, την οποία ελάχιστοι φαίνεται ότι γνωρίζουν: τα 45 (μνημο-τεχνικά;) σύμβολα που «διακοσμούν» το δίσκο της Φαιστού (περ.1600 π.Χ.) δεν είναι εγχάρακτα, αλλά έχουν «αποτυπωθεί» σε πηλό με λίθινες σφραγίδες! Η ίδια αυτή τεχνική σήμερα, δεν αποκαλείται (όχι απλά γραφή, αλλά) «τυπογραφία»;

Γίνεται πλέον ξεκάθαρο, ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο οι μακρινοί μας πρόγονοι δεν ανέπτυξαν νωρίτερα «εξωτερική» γραφή, είναι ότι, απλούστατα, δεν την είχαν ανάγκη… Δεν αποκλείεται μάλιστα, αν ποτέ καταφέρουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τον δίσκο της Φαιστού, να αποκαλυφθεί ότι το «μυστηριώδες» περιεχόμενο του, το οποίο τόσο πολύ έχει προβληματίσει τους επιστήμονες, δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα απλό παιδικό τραγουδάκι ή ποίημα, για τους νεαρούς μαθητευόμενους της μνημονικής, «εσωτερικής» γραφής.

Άλλωστε, οι Έλληνες (και συγκεκριμένα οι Αθηναίοι) δεν ήταν που νίκησαν τους υπερανεπτυγμέ-νους τεχνολογικά, αλλά διεφθαρμένους και αλαζόνες Άτλαντες, σύμφωνα με τον πλατωνικό «μύθο» στον «Κριτία»;

Προσπαθήστε τώρα να θυμηθείτε την -αποδεκτή ως μόνη «ορθή» από την παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα- θεωρία περί ινδοευρωπαϊκής φυλής και γλώσσας, που διδαχθήκαμε όλοι στα σχολεία και τα πανεπιστήμια (και η οποία εξακολουθεί να διδάσκεται, σχεδόν αυθαίρετα), και αποφασίστε ποια σας φαίνεται πιο πειστική…

Ο άγνωστος εκείνος δάσκαλος της ρητορικής και της μνήμης προτείνει επίσης να εφοδιάσουμε νοητά κάθε πέμπτο τόπο με ένα χαρακτηριστικό αντικείμενο (π.χ. ένα χρυσό χέρι) και κάθε δέκατο (decimus) με τη μορφή ενός οικείου μας προσώπου, προκειμένου να μην κάνουμε λάθος στη σειρά σύνδεσης τους. Οι τόποι αυτοί δεν πρέπει να μοιάζουν μεταξύ τους, καθώς ενδέχεται να τους μπερδέψουμε στη σκέψη μας.

Όσον αφορά τις εικόνες, ο συγγραφέας του «Ad Herennium», τις διακρίνει σε δύο κατηγορίες, μία για τα πράγματα (res) και μία άλλη για τις λέξεις-έννοιες (verba). Η απομνημόνευση των πραγμάτων (memoria rerum) είναι σχετικά απλή και ο ασκούμενος μπορεί να την τελειοποιήσει σύντομα και χωρίς μεγάλη δυσκολία.

Αντίθετα, η απομνημόνευση των λέξεων-εννοιών (memoria verborum), η ικανότητα δηλαδή να ανακαλούμε στη μνήμη μας (όπως οι ποιητές της αρχαιότητας) ολόκληρα κείμενα, είναι πολύ πιο σύνθετη και απαιτεί μακροχρόνια εξάσκηση, καθώς και έναν τεράστιο αριθμό μνημονικών τόπων.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σταθούμε, καθώς η τελευταία παρατήρηση πιθανότατα εξηγεί γιατί ο Όμηρος (όπως βέβαια και οι γενιές των προκατόχων του), επέλεξε να «τοποθετήσει» μνημοτεχνικά ολόκληρο το έπος της Ιλιάδας στον τεράστιο αριθμό των αστεριών, των πλανητών και των αστερισμών του στερεώματος… (βλ. ΤΜ, τεύχ. 130)

Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στην ενότητα της μνήμης του «Ad Herennium», o συγγραφέας προτείνει, σε ό,τι αφορά στις εικόνες, να επιλέγονται μορφές υπερφυσικές, αστείες ή γκροτέσκες, καθώς το μυαλό μας έχει την τάση να ξεχνά οτιδήποτε το συνηθισμένο.

Μερικές ακόμα αναφορές (Κικέρων, Πλούταρχος, Στράβων, Κιντιλιανός):

Η «αστρική» Μνήμη του Μητρόδωρου του Σκέψιου

Ένα άλλο, προερχόμενο επίσης από τη λατινική γραμματεία, έργο με αναφορές στη μνημονική τέχνη, είναι και το «De Oratore» του Κικέρωνα, στην εισαγωγή του οποίου βρίσκουμε τη γνωστή ιστορία με την οποία περιγράφεται η ανακάλυψη της Τέχνης της Μνήμης από τον Σιμωνίδη.

Η μικρή αναφορά που γίνεται στο έργο αυτό στις αρχές της μνημονικής τέχνης, φαίνεται να επαληθεύει πλήρως το «Ad Herennium» και γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο Κικέρωνας απευθύνεται (όπως και οι κλασικοί Έλληνες συγγραφείς) σε αναγνώστες, οι οποίοι είναι ήδη αρκετά εξοικειωμένοι με αυτές. Μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι ο ίδιος έχει γνωρίσει δύο Έλληνες με «θεϊκές ικανότητες Μνήμης» και αναφέρει δύο ονόματα: τον Χαρμάδα από την Αθήνα και τον Μητρόδωρο τον Σκέψιο, τον οποίο συνάντησε στη Μ. Ασία και εικάζει ότι τη στιγμή που γράφει το «De Oratore», βρίσκεται ακόμα εν ζωή.

Ειδικά για τον Μητρόδωρο, γνωρίζουμε από αναφορά του Πλουτάρχου, ότι είχε πρωτοστατήσει σε μια αυτονομιστική κίνηση των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας από τη ρωμαϊκή κυριαρχία, ενώ ο Στράβων (στα Γεωγραφικά του, 13ος τόμος), αναφέρει ότι ακολούθησε μια πορεία από τη Φιλοσοφία στην Πολιτική για να καταλήξει στη διδασκαλία της ρητορικής τέχνης.

Ο μεγάλος γεωγράφος αναφέρει επίσης ότι ο Μητρόδωρος είχε συγγράψει και σχετική πραγματεία (ή πραγματείες), η οποία όμως δυστυχώς δεν σώζεται σήμερα, και μας δίνει την πληροφορία ότι η ρητορική του δεινότητα ήταν τέτοια, ώστε άφηνε πάντα το ακροατήριο του άναυδο…

Η πιο «αινιγματική» ωστόσο πληροφορία για αυτόν τον αρχαίο Έλληνα ασκητή της μνημονικής τέχνης, έρχεται από έναν άλλο Λατίνο δάσκαλο της ρητορικής, τον Κιντιλιανό (Quintilianus), ο οποίος πιθανότατα γνώριζε (όπως και ο Κικέρωνας) το έργο του Μητρόδωρου. Αναφέρει λοιπόν, ότι ο Μητρόδωρος στη μνημονική του τέχνη χρησιμοποιούσε «360 μνημονικούς τόπους στα δώδεκα ζώδια, μέσα από τα οποία διέρχεται ο Ήλιος».
Αναμφίβολα, πρόκειται για μία αρχαία μαρτυρία η οποία επιβεβαιώνει ότι η Τέχνη της Μνήμης στην αρχαιότητα συνδεόταν με τη μελέτη των άστρων και τη χρήση τους ως μνημονικούς τόπους.

Μήπως λοιπόν το μνημονικό σύστημα στο οποίο είχε εξασκηθεί ο Μητρόδωρος ήταν το ίδιο (ή έστω παρεμφερές) με αυτό του Ομήρου; Εκτός αυτού, στην αναφορά αυτή ίσως να κρύβεται και η εξήγηση στο ερώτημα γιατί οι περισσότεροι από τους μεταγενέστερους στοχαστές του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης επέλεξαν επίσης να χρησιμοποιήσουν τις 360 μοίρες του ζωδιακού κύκλου, σε μια προσπάθεια αναδημιουργίας των αρχαίων ελληνικών μνημονικών συστημάτων…

Η Τέχνη της Μνήμης στο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση: αναζητώντας την αρχαία γνώση

Τα «σκοτεινά» χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της Ρώμης, η γενικότερη πνευματική παρακμή παρέσυρε κάθε γνώση στη λήθη. Στα πλαίσια αυτά, και η διδασκαλία της μνη-μοτεχνικής φαίνεται να ατονεί σταδιακά (με ελάχιστες εξαιρέσεις) και να χάνεται, εντασσόμενη στο θολό ημίφως της μαγικής, «δαιμονικής» γνώσης, προερχόμενης από την «αναίσχυντη, ειδωλολατρική αρχαιότητα».

Οι μνήμες της ύπαρξης αυτής της τέχνης, ωστόσο, υπήρχαν ακόμα ολοζώντανες, όπως και οι περισσότερες από τις (λατινικές κυρίως) πηγές, οι οποίες στα χέρια των λίγων «εκλεκτών» της γνώσης, αποτέλεσαν τον οδηγό τους στις μεμονωμένες προσπάθειες αναπαραγωγής του εντυπωσιακού αυτού συστήματος γνώσης.

Η αναζήτηση λοιπόν ενός μνημονικού συστήματος ικανού να ανακτήσει ολόκληρο το σώμα της χαμένης αρχαίας σοφίας, τοποθετήθηκε από τα πρώιμα κιόλας μεσαιωνικά χρόνια στην κορυφή των επιδιώξεων της νέας κάστας φιλοσόφων-μάγων που δημιουργήθηκε.

Βασιζόμενοι στην αριστοτελική πεποίθηση ότι είναι αδύνατο να υπάρξει καινούρια γνώση, έστρεψαν από την αρχή τις έρευνες τους στο παρελθόν. Στην αναζήτηση αυτή, καταλυτικό ρόλο έπαιξε και η μελέτη των θεωριών του Πλάτωνα, ότι κάθε γνώση είναι ανάμνηση της ψυχής από τον Κόσμο των Ιδεών, με τη μνήμη να αποτελεί έμφυτη ιδιότητα που ανήκει στις δυνατότητες του ανθρώπινου νου.

Δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι οι ερευνητές του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης αισθάνονταν σαν το παιδί εκείνο που, μεγαλώνοντας, έχασε το θείο δώρο της ψυχικής ανάμνησης. Η «Ars Magna» (Μεγάλη Τέχνη), όπως ονομάστηκε η προσπάθεια αυτή αποκατάστασης της επαφής της ανθρώπινης ψυχής με τη συμπαντική γνώση, αποτέλεσε από νωρίς το «Άγιο Δισκοπότηρο» της φιλοσοφικής έρευνας, στην αναζήτηση του οποί ου αναλώθηκαν πολλά από τα φωτεινότερα πνεύματα της εποχής (π.χ. Julio Camillo, Θωμάς ο Ακινάτης, Albertus Magnus, Raymond Lull κ.α.)·

Σε όλα σχεδόν τα μνημονικά συστήματα της εποχής που κατά καιρούς δημιουργούνταν, η Τέχνη της Μνήμης, εμφανιζόταν να είναι ενδεδυμένη το περίβλημα του μάγου. Απομονώνοντας, ωστόσο, τις επικλήσεις και τις μαγικο-θρησκευτικές δοξασίες, μπορούμε με ασφάλεια να διαπιστώσουμε ότι οι μνημονικές αρχές των μεσαιωνικών και αναγεννησιακών συστημάτων ήταν ουσιαστικά οι ίδιες με αυτές των αρχαίων χρόνων.

Μερικά μνημονικά συστήματα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης

Οι αναφορές από τα διάφορα μνημοτεχνικά συστήματα που κατά καιρούς προτάθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στη μεσαιωνική και αναγεννησιακή περίοδο, είναι πολλές και εντυπωσιακές.

Ενδεικτικά μόνο, αξίζει να αναφέρουμε ότι τέτοιου είδους μνημονικούς τόπους αποτέλεσαν και οι αίθουσες της Κολάσεως του Δάντη(Ι), ενώ πολλοί είναι εκείνοι που υποστήριξαν (εδώ και πολλούς μάλιστα αιώνες) ότι το συγκεκριμένο έργο δεν αποτελεί παρά μια ακόμα μνημοτεχνική-μεταφυσική διατριβή με χριστιανικές αναφορές!

Ωστόσο, ξεχωρίζοντας και αξιολογώντας τις κατά καιρούς μνημονικές μελέτες των «σκοτεινών» αυτών εποχών, μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε εκείνες, οι οποίες, εκτός του ότι άσκησαν τεράστια επίδραση στη διαμόρφωση του φιλοσοφικού στοχασμού των εν λόγω περιόδων, αποτέλεσαν και την αφετηρία των αναζητήσεων του αναμφισβήτητα μεγαλύτερου ασκητή της Τέχνης της Μνήμης της μεταχριστιανικής περιόδου: του μεγάλου Giordano Bruno, αλλά και άλλων σπουδαίων στοχαστών εκείνης της καθοριστικής περιόδου.

Η «Ars Brevis» (Τέχνη των Γενναίων) του Ramon Lull

Γεννημένος στη Μαγιόρκα, το 1235 -δέκα περίπου χρόνια μετά τον Θωμά τον Ακινάτη- ο Ramon Lull, ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να αφομοιώσει το σύνολο της διαθέσιμης κατά την εποχή του γνώσης σε ένα ομοιογενές σύστημα μνημοτεχνικά δομημένο.

Η «Are Brevis» (Τέχνη των Γενναίων ή γενναία τέχνη), όπως επικράτησε να αποκαλούν το σύστημα του τόσο ο ίδιος όσο και οι πολυάριθμοι συνεχιστές του έργου του, έδινε στον ασκούμενο τη δυνατότητα να συνδυάζει παρεμφερείς μεταξύ τους έννοιες κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να προκύπτουν «πρωτότυποι» στοχασμοί.

Το σύστημα «αναζήτησης της αλήθειας» του Lull (του οποίου την επινόηση απέδιδε ο ίδιος σε «θεϊκή φώτιση», αποτέλεσμα μιας υπερβατικής εμπειρίας κατά την επίσκεψη του στο όρος Randa, σε ένα νησί της Μαγιόρ κα!), αφομοίωνε και αστρολογικές δοξασίες και αντιλήψεις.

Μετά από πολλές αναθεωρήσεις και διαδοχικές «βελτιώσεις», ο Lull προχώρησε κατά την περίοδο 1305-8 στην τελευταία εκδοχή της μεθόδου του, την επινόηση της οποίας ο ίδιος φρόντισε να συνοδεύσει με μεγαλεπήβολες διακηρύξεις και σχόλια, από δίδοντας της την «υπεροπτική» ονομασία «Ars Magna» (Μεγάλη Τέχνη).

Στη μέθοδο αυτή, για πρώτη φορά βλέπουμε να χρησιμοποιούνται παρεμφερείς μεταξύ τους έννοιες τοποθετημένες σε κυκλική διάταξη, έτσι ώστε να διευκολύνεται ο συσχετισμός τους με την κεντρική, υπό διερεύνηση ιδέα, η οποία βρίσκεται στο κέντρο της σχηματικής απεικόνισης.

Ο Νεοπλατωνιστής αυτός ως προς τις φιλοσοφικές του αντιλήψεις, άσκησε τεράστια επιρροή στο φιλοσοφικό στοχασμό της εποχής του (σε βαθμό ώστε οι σύγχρονοι μελετητές να κάνουν λόγο για «ρεύμα σκέψης Λαλλιαμού» – Lullism), και με τις επιδράσεις του έργου του να είναι ευδιάκριτες ακόμα και στην Αναγέννηση.

Το φιλοσοφικό μνημοτεχνικό σύστημα του Lull υιοθετήθηκε αργότερα από τους εκπροσώπους των Φραγκισκανών, αντλώντας από τις ιδέες του το ιδεολογικό υπόβαθρο του κινήματος τους. (Και αφού μιλάμε για μέθοδο μνήμης, θυμηθείτε τα όσα γράφαμε στο τεύχος 130 για τις επιδράσεις του ελληνικού Νεοπλατωνισμού σε όλα τα μεταγενέστερα δυτικά εσωτερικά συστήματα…)

Το «Θέατρο της Μνήμης» του Julio Camillo

Πιο πιστός στις αρχαίες αρχές της Τέχνης της Μνήμης, όπως τη βρίσκουμε να διατυπώνεται μέσα από τα αρχαία κείμενα, ο Julio Camillo Delminio έδωσε στους μνημονικούς τόπους του συστήματος που εισηγήθηκε, τη μορφή αρχαίου ελληνικού αμφιθεάτρου.

Ο γεννημένος το 1480 Ιταλός στοχαστής και ερευνητής της Τέχνης της Μνήμης, από νωρίς διαπίστωσε ότι η αρχιτεκτονική διαρρύθμιση ενός αμφιθεάτρου θα παρουσίαζε τεράστια πλεονεκτήματα στην εξάσκηση της μνημονικής τέχνης.

Σύμφωνο προς τις προϋποθέσεις των (μνημονικών) τόπων του «Ad Herennium» και του Αριστοτέλη, το ελληνικό αμφιθέατρο διαθέτει ένα κεντρικό. σημείο αφετηρίας (σκηνή), το οποίο προσφέρει τεράστια ελευθερία κινήσεων, καθώς μέσω των διαδρόμων επικοινωνεί με όλα τα, ευδιάκριτα χωρισμέ να σε επτά διαδοχικά επίπεδα, διαστήματα των κερκίδων.

Όσον αφορά τις (μνημονικές) εικόνες που επέλεξε να χρησιμοποιήσει ως φορείς των εννοιών, ο Camillo προσπάθησε στο θέατρο του να αναπαραστήσει ολόκληρο το σύμπαν όπως προβάλλεται μέσα από την ελληνική μυθολογία, την αστρολογία και την καβαλιστική παράδοση.

Οι κερκίδες χωρίζονταν από 6 διαδρόμους σε 7 τμήματα, τα οποία ο ίδιος ονόμαζε «στήλες του Οίκον της Σοφίας τον Σολόμωντος». Καθένα από αυτά τα τμήματα χρησιμοποιούταν για να αποδώσει και έναν διαφορετικό πλανήτη με τις αστρολογικές του ιδιότητες, έφερε το όνομα ενός θεού της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, ενώ τα επίπεδα «αφιερώνονταν» σε χαρακτήρες και τόπους της ελληνικής μυθολογίας.

Τα «εντυπωσιακά σχέδια ενός νοητικού μνημοτεχνικού θεάτρου στο οποίο θα απεικονιζόταν ολόκληρη η συμπαντική γνώση» του μυστηριώδη σοφού, δεν άργησαν να διαδοθούν σε ολόκληρη την Ιταλία. Το 1530, ο Camillo βρέθηκε στο Παρίσι, προσκεκλημένος ίου Γάλλου βασιλιά, ο οποίος ανέλαβε και τη χρηματοδότηση της υλικής κατασκευής του. Μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν ότι λίγο καιρό αργότερα, ένα μικρό ξύλινο αμφιθέατρο με πολύ παράξενη διακόσμηση είχε ανεγερθεί στη βασιλική αυλή της Γαλλίας…

Όμως φαίνεται ότι το αποτέλεσμα δεν ικανοποίησε τον Camillo, καθώς το 1532 επιστρέφει στην Ιταλία, όπου αρχίζει νέες προσπάθειες για την υλοποίηση της κατασκευής του μνημονικού του θεάτρου, αυτή τη φορά στη Βενετία. Ο Julio Camillo τελικά πέθανε το 1544 και το όνειρο της κατασκευής του «θεάτρου της Μνήμης», στο οποίο είχε αφιερώσει και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ποτέ δεν υλοποιήθηκε όπως θα ήθελε.
Το «μνημονικό παλάτι» του Matteo Ricci. Η διδασκαλία της Τέχνης της Μνήμης στην Κίνα!

Ο Matteo Ricci ήταν ένας Ιησουίτης ιερέας στον οποίο το 1577 ανατέθηκε να μεταβεί στη μακρινή Κίνα για να κηρύξει τη χριστιανική πίστη και τη δυτική σκέψη στους υπηκόους της δυναστείας των Μινγκ. Μετά από μακροχρόνια όμως παραμονή και χωρίς να έχει καταφέρει να κεντρίσει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των Κινέζων, το 1596 ανέφερε σε μια τυχαία συνομιλία του με έναν πρίγκιπα της δυναστείας για ένα σύστημα μνήμης, το οποίο επιτρέπει στον ασκούμενο την από μνημόνευση με τη μορφή εικόνων τεράστιου όγκου πληροφοριών σύμφωνα με μια μέθοδο, την οποία στη μακρινή δύση αποκαλούσαν «εσωτερική γραφή».

Η μέθοδος αυτή είχε ανακαλυφθεί πριν πολλά χρόνια σε μια μακρινή χώρα της Δύσης, την Ελλάδα, από έναν ποιητή ευγενούς καταγωγής, ονόματι Xi-mo-ni-de (Σιμωνίδης)!

Η είδηση για την ύπαρξη μιας τόσο εκπληκτικής τέχνης, ενθουσίασε τους ευγενείς της πόλης Nanchang στην επαρχία Jianxi, όπου διέμενε και τον προσκάλεσαν να τους την διδάξει.

Ο Ricci, ο οποίος γνώριζε τις γενικές αρχές της μνημοτεχνικής (καθώς στα πλαίσια των νομικών σπουδών που είχε παρακολουθήσει στη Ρώμη το 1572, είχε διδαχθεί το έργο του Κικέρωνα), οργάνωσε για το πρωτότυπο αυτό «ποίμνιο» που κατάφερε επιτέλους να συγκεντρώσει μια σειρά μνημονικών τόπων, οι οποίοι συγκροτούσαν ένα παλάτι.
Οι αίθουσες του «μνημονικού παλατιού» του Ricci διακοσμούνται από κινεζικά ιδεογράμματα, τα οποία όμως πρέσβευαν διαφορετικές παραστάσεις της Βίβλου, προσαρμοσμένες στις κινεζικές παραδόσεις.

Βλέποντας τη μαζική ανταπόκριση των Κινέζων ευγενών στη διδασκαλία της τέχνης της Μνήμης, πολύ σύντομα συνέγραψε και μελέτη στα κινεζικά και άρχισε να περιοδεύει, κηρύττοντας μέσα από τη μνημονική τέχνη το λόγο του θεού.

Το ενδιαφέρον των Κινέζων για τον πολιτισμό που ανέπτυξε ένα τόσο εξελιγμένο σύστημα -τον ελληνικό- οδήγησε το 1607 τον Ricci, όταν πλέον είχε εγκατασταθεί στο Πεκίνο, να μεταφράσει στα κινεζικά και να εκδώσει και τα πρώτα έξι βιβλία των «στοιχείων της Γεωμετρίας» του Ευκλείδη.

Τελικά, μετά από μεγάλη προσπάθεια, οι κόποι του δείχνουν να ευοδώνονται όταν, στις 8 Σεπτεμβρίου 1609, παίρνει άδεια από τον αυτοκράτορα της δυναστείας να ιδρύσει στο Πεκίνο την «Αδελφότητα της Μαρίας». Ο Matteo Ricci πέθανε στο Πεκίνο στις 11 Μαΐου 1610. Το βιβλίο του για τη μνημονική τέχνη, φυλάχτηκε με ευλάβεια από τους ευγενείς της δυναστείας των Μινγκ και κληροδοτούμενο από γενιά σε γενιά, σώζεται ως τις μέρες μας.

Το «μαγικό» σύστημα μνήμης του Giordano Bruno

Η αναδημιουργία ενός μνημοτεχνικού συστήματος ικανού να επιτύχει την πλατωνική ανάμνηση, ήταν ένα ζήτημα, το οποίο από νωρίς απασχόλησε την κορυφαία πνευματική μορφή της Αναγέννησης, από την εποχή που ήταν ακόμα δομινικανός μοναχός.

Δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε όχι η «μαγική», όπως την αποκαλούσε, μνήμη αποτελούσε τον «κορμό» του μεγάλου δέντρου των αναζητήσεων του, με τις φιλοσοφικές, θεολογικές και κοσμολογικές του απόψεις να είναι απλά οι καρποί.

Άλλωστε, εκτός από τα αμιγώς «μνημονικά» έργα του, αναφορές στην μνημονική τεχνική που χρησιμοποιούσε βρίσκουμε στο σύνολο σχεδόν των μελετών του, ενώ ολόκληρος ο φιλοσοφικός του στοχασμός φαίνεται να αποτελεί το αποτέλεσμα και την επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητας των τεχνικών μνήμης που χρησιμοποιούσε.

Η ύπαρξη στην ελληνική αρχαιότητα συλλογιστικών συστημάτων ικανών να παράγουν σχεδόν αλάνθαστα αποτελέσματα, ήταν για τον Μπρούνο αυταπόδεικτη. Αφετηρία του μνημονικού συστήματος που εισηγήθηκε, στάθηκε η ανάλυση της συλλογιστικής διαδικασίας παραγωγής ιδεών και εξαγωγής συμπερασμάτων, όπως τη συναντάμε στο έργο του Πλάτωνα.

Παρατήρησε ότι η «εκμαίευση» των αληθειών από τον Σωκράτη επιτυγχανόταν ξεκινώντας από απλούς ορισμούς των εννοιών και διερευνώντας όλες τις γύρω τους. Στο κλείσιμο της αλληγο ρίας αυτής, βρίσκουμε ακόμα μία περιγραφή του μνημονικού συστήματος του Μπρούνο.

Οι ύμνοι τους οποίους χρησιμοποι εί στο έργο αυτό, παρουσιάζουν εξαι ρετική ομοιότητα με τους Ορφικούς ύμνους και αποσκοπούν, σύμφωνα με την κορυφαία ερμηνεύτρια του έργου του, Frances A.Yates, στην ψυχική προετοιμασία και τόνωση των μελετητών της μνημονικής τέχνης και στη διέγερση της φαντασίας τους, ώστε να φτάσουν σε εγκεφαλική και ψυχική κατάσταση ετοιμότητας να «δεχθούν» τη γνώση από το Σύμπαν, με την εξάσκηση της μνημονικής τέχνης. Βλέπουμε λοιπόν ότι η «ανάμνηση» δεν είναι μία απλή μηχανιστική διαδικασία, αλλά απαιτεί κατάλληλο ψυχικό υπόβαθρο…

Σύντομα, ο Μπρούνο εκδίδει και τρίτο «μνημονικό» έργο, την «Τέχνη της Μνήμης» (Are Memoriae). Φαίνεται ότι οι έρευνες του για την απεικόνιση της συμπαντικής και ανθρώπινης διάνοιας τον οδήγησαν στην υιοθέτηση μιας πιο αφαιρετικής φόρμας, με εντονότερο το στοιχείο του συμβολισμού, καθώς τόσο οι ομόκεντροι κύκλοι, όσο και οι πίνακες αναφοράς έχουν λιγοστέψει.

Έχει πλέον εμβαθύνει στη «χαοτική» σκέψη και τα σύμβολα του παραπέμπουν σε αστερισμούς και σε επεισόδια παρμένα από την ελληνική μυθολογία, θεωρώντας ότι αποτελούν γνησιότερους συμβολισμούς μεγαλύτερης δύναμης και μεστότητας νοημάτων και ότι βρίσκονται πιο κοντά στη συμπαντική σκέψη.

To Ars Memoriae έχει χαρακτηριστεί από τους μελετητές του έργου του Μπρούνο ως «μαγικό». Αποτελεί, ωστόσο, την ευθεία προέκταση της πορείας που ακολουθεί η σκέψη του από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, από το υλικό στο πνευματικό και από το ανθρώπινο στο Συμπαντικό.

Αρκετά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία, ο Μπρούνο θα επανέλθει στην προσπάθεια του να δημιουργήσει ένα σύστημα μνήμης εκφρασμένο αυτή τη φορά μέσα από εικόνες και σύμβολα, ικανών να φέρουν την ανθρώπινη ψυχή σε επαφή με την «αληθινή πραγματικότητα», με την έκδοση των «30 αγαλμάτων» (Lampas Triginte Statuarum).

Στο έργο αυτό, το οποίο έχει κυρίως θρησκευτικό χαρακτήρα, οι αστρολογικές παραστάσεις στις οποίες στηριζόταν η διαδικασία της «ανάμνησης», έχουν πλέον αντικατασταθεί από μορφές αγαλμάτων, τις οποίες ο Μπρούνο χαρακτηρίζει ως «εσωτερικές εικόνες».

Θεωρεί τη φαντασία ως τον ισχυρότερο και αμεσότερο τρόπο να επιτύχει κάποιος την επαφή με τον πνευματικό κόσμο και χρησιμοποιεί τις μορφές αυτές ως πιο αποτελεσματικούς ψυχικούς συνδέσμους της φαντασίας (της ανθρώπινης διάνοιας) με το Θείο.

Πρώτη μορφή στις απεικονίσεις του είναι αυτή του Απόλλωνα που συμβολίζει το Εν και το Φως και ακολουθεί ο Κρόνος που αντιπροσωπεύει την Αρχή. Ανάμεσα στα υπόλοιπα αγάλματα βρίσκουμε τις μορφές του Προμηθέα, του Ηφαίστου, της Θέτιδος, του Γανυμήδη ή Τοξότη, του Ουρανού, της Αφροδίτης, του Έρωτα, της Αρτέμιδος και φυσικά της Αθηνάς, η οποία εκπροσωπώντας τη Σοφία, αποτελεί την ιερότερη, σύμφωνα με τον Μπρούνο, από τις Θηλυκές Θεότητες.

Εξαιρετικό, επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει στο έργο αυτό και ο πρωταρχικός δια χωρισμός του Θεϊκού στοιχείου, για το οποίο αναφέρει ότι είναι αδύνατο να αποδοθεί με κάποια μορφή άλλη από τη φυσική του, που είναι το Φως και έχει τριαδική υπόσταση.

Το Θεϊκό αυτό στοιχείο, δύναται να γίνει αντιληπτό από την ανθρώπινη διάνοια με τις έννοιες: του «Πατρός ή Νου ή της Ουσίας των Ουσιών», του «Υιού ή της πρωταρχικής διάνοιας, της ομορφιάς και της αγάπης της δημιουργίας», και του «Φωτός», το οποίο αποτελεί την ψυχή του Κόσμου και όλων των πραγμάτων (anima mundi) και τη Ζωοποιό Ενέργεια του Σύμπαντος.

Η πορεία των αναζητήσεων του Μπρούνο στην αναδημιουργία των μνημοτεχνικών μεθόδων της αρχαιότητας, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς έχοντας ως αφετηρία τις ερμητικές και πλατωνικές θεωρίες και ιδέες, καταλήγει να επαληθεύει πρακτικές αιώνων.

Το μνημονικό σύστημα του Μπρούνο φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι οι αφηρημένες έννοιες και οι συμβολικές εικόνες διευρύνουν την αντίληψη, αμβλύνουν τη λογική-γραμμική σκέψη και προκαλούν την κατάλληλη διανοητική κατάσταση, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο στην ανθρώπινη ψυχή να επικοινωνήσει με το θείο κατά τον αμεσότερο δυνατό τρόπο.

Μερικές «τολμηρές» υποθέσεις…

Ας «ξεχάσουμε» για λίγο όλα όσα γνωρίζουμε για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και ας επιχειρήσουμε να τον ξανα-αντικρίσουμε με την αποκαλυπτική απλότητα της πρώτης ματιάς.

Παρατηρούμε λοιπόν, ότι τα ονόματα και οι ιδιότητες των αρχαίων Θεών συμπίπτουν με τα αντίστοιχα των πλανητών, ενώ η δράση τους αποτυπώνεται σε επεισόδια της Μυθολογίας, με συμμετοχή και κατώτερων θεοτήτων, τα ονόματα των οποίων πάλι, κατά «σύμπτωση», συμπίπτουν με τα ονόματα και τις ιδιότητες των αστερισμών!

Σε κάποια φάση της εξέλιξης του πολιτισμού αυτού, δημιουργείται από πρωτογενείς αποτυπώσεις των εννοιών σε εικόνες, μια αρχική μορφή κωδικοποιημένης επικοινωνίας, η οποία φθείρεται με την πάροδο των αιώνων και απλοποιείται, για να δώσει τη θέση της στους χαρακτήρες που γνωρίζουμε σήμερα ως γραφή!

Η συγκεκριμένη γραφή που αναπτύσσεται, ακριβώς όπως και οι μνημονικές εικόνες, διαβάζεται κανονικά από τα αριστερά προς χα δεξιά, αλλά και αντίστροφα. Την ίδια περίπου εποχή, οι πιο οξυδερκείς παρατηρητές των άστρων διατυπώνουν τις αρχές της Γεωμετρίας (όπως π.χ. ο Θαλής), της Φιλοσοφίας (Ησίοδος), της Ποίησης (Όμηρος) ή των θρησκευτικών αντιλήψεων (Ορφικοί), ενώ άλλοι, οι οποίοι πιθανότητα «μαγεύτηκαν» από την αναλλοίωτη και αιώνια λάμψη των άστρων, μπορούν και «αντιλαμβάνονται» τις δονήσεις τους (Πυθαγόρας) και προσπαθούν να τις αναπαράγουν.

Δημιουργείται έτσι η Μουσική (η πλησιέστερη σύμφωνα με τον Πλάτωνα τέχνη στο θεϊκό στοιχείο, καθώς είναι άυλη), από τη μελέτη των αρχών της οποίας προκύπτουν τα Μαθηματικά.

Η επισταμένη έρευνα καθώς και η πρακτική εφαρμογή των αρχών των μαθηματικών οδηγεί στην ανάπτυξη όλων των υπολοίπων τεχνών και επιστημών (π.χ. Γλυπτική, Αρχιτεκτονική), με αποτέλεσμα μια γενικότερη περίοδο ευημερίας και άνθισης, κατά την οποία χτίζονται πόλεις (πάλι σε αντανάκλαση των αστερισμών. Βλ. Νίκ. Λίτσας,

«Μυστικές Διαδρομές στην Άγνωστη, Ελλάδα και η Αναζήτηση, τον Πραγματικού Ομήρου»).

Όλοι αυτοί οι τομείς γνώσης (π.χ. η Αστρονομία, τα Μαθηματικά, η Φιλοσοφία, η Μουσική, η θρησκεία, οι εικαστικές τέχνες, η Ναυσιπλοΐα, η Αρχιτεκτονική, κ.α.) είναι φυσικά αλληλένδετοι μεταξύ τους, αλληλεπιδρούν και εξελίσσονται ταυτόχρονα και για την αποτύπωση τους χρησιμοποιούν την παραφθαρμένη μορφή των αρχικών «μνημονικών» εικόνων (γραφή). Σημειώστε ότι τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν όχι μόνο τον γραπτό λόγο, αλλά και τους αριθμούς, καθώς και τους μουσικούς τόνους (νότες).

Δηλαδή, ακριβώς όπως και οι μνημονικές εικόνες, χα γράμματα αποτελούν στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό «φορείς» πολλαπλών νοημάτων, αναλόγως του συστήματος σκέψης με το οποίο τα ερμηνεύουμε.

Επίσης, όλες αυτές οι γνώσεις εμφανίζονται να έχουν «θεϊκή» προέλευση. (Μήπως τελικά η «συνωνυμία» άστρων, πλανητών, αστερισμών, Θεών και μυθικών χαρακτήρων ήταν ουσιαστικά «μνημοτεχνική» ταυτοσημία;)

Απομακρυνόμενοι πλέον από τον ελληνικό χώρο, όλες αυτές οι τέχνες, οι επιστήμες και οι γνώσεις μεταναστεύουν στο λατινικό κόσμο, όπου, αποκομμένες από τις ρίζες τους, ατροφούν σε μια «σκοτεινή» περίοδο πνευματικής παρακμής και εξαθλίωσης, για να αναβιώσουν μερικούς αιώνες αργότερα, σε μια προσπάθεια αναδημιουργίας του αρχαίου κόσμου (Αναγέννηση).

Την περίοδο εκείνη μάλιστα, η φωτεινότερη πνευματική μορφή (Giordano Bruno) οδηγείται μέσα από τη μελέτη των αρχαίων πηγών στην επαλήθευση και την επιβεβαίωση όλων των αρχών της ελληνικής σκέψης, με ιδιαίτερη έμφαση (όπως και οι Έλληνες) στην παρατήρηση και την μελέτη των άστρων.

Ολοκληρώνοντας τον μακροσκελή (και αναγκαστικά γενικευτικό) αυτό συλλογισμό, θα αποτολμήσουμε τη διατύπωση ορισμένων «τολμηρών» ερωτημάτων, θεωρώντας ότι το να θέτει κανείς ερωτήματα αποτελεί πολύ πιο ειλικρινή στάση από την «αφοριστική» κατάθεση απαντήσεων:

* Μήπως ολόκληρο το σώμα της αρχαίας και σύγχρονης γνώσης στηρίχθηκε στις αρχές της Τέχνης της Μνήμης, σύμφωνα με τις οποίες η μάθηση οικοδομείται με την ορθή τοποθέτηση κάθε πληροφορίας πάνω στην παλαιά γνώση;

* Μήπως είχε δίκιο ο Πλάτωνας και η γνώση που προέρχεται από το διάβασμα γραπτών πηγών δεν ασκεί καμία απολύτως επί δράση στη διαμόρφωση της ψυχής μας, αλλά λειτουργεί ανασταλτικά στην απόκτηση της σοφίας;

* Μήπως, αντίθετα με τις απόψεις των ιστορικών και των ανθρωπολόγων, η ανάπτυξη της γραφής σήμανε την έναρξη μιας εκτεταμένης περιόδου πνευματικής παρακμής του ελληνισμού, καθώς άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται η μνημονική Τέχνη;

* Μήπως το πραγματικό απόγειο του ελληνικού πολιτισμού θα πρέπει να το αναζητήσουμε όχι στην κλασική εποχή, αλλά στην εκτενή προ-ομηρική περίοδο, κατά την οποία διαμορφώνονταν οι μυθικές αντιλήψεις και η γλώσσα;

* Μήπως η ταύτιση της σκέψης με μη συγκεκριμένες μορφές και εικόνες εννοιών (όπως αυτές της ελληνικής Μυθολογίας), αποδεσμεύει την ανθρώπινη διάνοια από τις από τις «αλυσίδες» της ασφυκτικά λογικής, γραμμικής πραγματικότητας και επιτρέπει την επικοινωνία με τη συμπαντική διάνοια, καθιστώντας δυνατή την πλατωνική ανάμνηση της ψυχής;

* Μήπως θα πρέπει να επιχειρήσουμε να «ξαναδιαβάσουμε» ολόκληρη την ελληνική Μυθολογία, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουμε τις «μνημονικές» της εικόνες;

* Μήπως το ίδιο θα πρέπει να κάνουμε και με την αρχαία ελληνική τέχνη στο σύνολο της, προσέχοντας τόσο την ακριβή θέση της κάθε ανάγλυφης μορφής π.χ. στα αετώματα ή στις εισόδους των αρχαίων ναών όσο και τις επιμέρους της λεπτομέρειες;

* Μήπως, κάτω από το φως των νέων αυτών αποκαλύψεων, η αρχαία ελληνική μυθολογία θα έπρεπε να εισαχθεί στην εκπαίδευση και να διδάσκεται σχολαστικά, προκειμένου να αυξηθούν οι μαθησιακές, αντιληπτικές και συλλογιστικές ικανότητες των μαθητών;

* Μήπως το ίδιο ακριβώς θα πρέπει να γίνει και με τις αρχές της μνημονικής τέχνης;

* Μήπως όλες αυτές οι αλήθειες κρατήθηκαν επίτηδες κρυφές από το ευρύ κοινό, σε μια προσπάθεια γενικότερης πνευματικής υποβάθμισης του συνόλου από ομάδες μυημένων, ώστε να καθίσταται ευκολότερη η χειραγώγηση του; (Είναι γνωστό ότι ειδικά στην περίπτωση του Μπρούνο, οι διδασκαλίες του ποτέ δεν έγιναν ευρύτερα γνωστές, ωστόσο αποτέλεσαν το πνευματικό υπόβαθρο της οργάνωσης των Ροδόσταυρων.)

* Μήπως η επιστροφή στην εξάσκηση της Τέχνης της Μνήμης θα οδηγούσε όχι μόνο τον ελληνισμό, αλλά και ολόκληρη την ανθρωπότητα σε μια νέα πνευματική ανάταση;