βοῦν στεῖραν μνηστῆρσιν ἄγων καὶ πίονας αἶγας.
πορθμῆες δ᾽ ἄρα τούς γε διήγαγον, οἵ τε καὶ ἄλλους
ἀνθρώπους πέμπουσιν, ὅτις σφέας εἰσαφίκηται.
καὶ τὰ μὲν εὖ κατέδησεν ὑπ᾽ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ,
190 αὐτὸς δ᾽ αὖτ᾽ ἐρέεινε συβώτην ἄγχι παραστάς·
«τίς δὴ ὅδε ξεῖνος νέον εἰλήλουθε, συβῶτα,
ἡμέτερον πρὸς δῶμα; τέων δ᾽ ἒξ εὔχεται εἶναι
ἀνδρῶν; ποῦ δέ νύ οἱ γενεὴ καὶ πατρὶς ἄρουρα;
δύσμορος, ἦ τε ἔοικε δέμας βασιλῆϊ ἄνακτι·
195 ἀλλὰ θεοὶ δυόωσι πολυπλάγκτους ἀνθρώπους,
ὁππότε καὶ βασιλεῦσιν ἐπικλώσωνται ὀϊζύν.»
Ἦ καὶ δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρὶ παραστάς,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«χαῖρε, πάτερ ὦ ξεῖνε· γένοιτό τοι ἔς περ ὀπίσσω
200 ὄλβος· ἀτὰρ μὲν νῦν γε κακοῖς ἔχεαι πολέεσσι.
Ζεῦ πάτερ, οὔ τις σεῖο θεῶν ὀλοώτερος ἄλλος·
οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός,
μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν.
ἴδιον, ὡς ἐνόησα, δεδάκρυνται δέ μοι ὄσσε
205 μνησαμένῳ Ὀδυσῆος, ἐπεὶ καὶ κεῖνον ὀΐω
τοιάδε λαίφε᾽ ἔχοντα κατ᾽ ἀνθρώπους ἀλάλησθαι,
εἴ που ἔτι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο.
εἰ δ᾽ ἤδη τέθνηκε καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισιν,
ὤ μοι ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ὅς μ᾽ ἐπὶ βουσὶν
210 εἷσ᾽ ἔτι τυτθὸν ἐόντα Κεφαλλήνων ἐνὶ δήμῳ.
νῦν δ᾽ αἱ μὲν γίγνονται ἀθέσφατοι, οὐδέ κεν ἄλλως
ἀνδρί γ᾽ ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος εὐρυμετώπων·
τὰς δ᾽ ἄλλοι με κέλονται ἀγινέμεναί σφίσιν αὐτοῖς
ἔδμεναι· οὐδέ τι παιδὸς ἐνὶ μεγάροις ἀλέγουσιν,
215 οὐδ᾽ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν· μεμάασι γὰρ ἤδη
κτήματα δάσσασθαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος.
αὐτὰρ ἐμοὶ τόδε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι
πόλλ᾽ ἐπιδινεῖται· μάλα μὲν κακὸν υἷος ἐόντος
ἄλλων δῆμον ἱκέσθαι ἰόντ᾽ αὐτῇσι βόεσσιν,
220 ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς· τὸ δὲ ῥίγιον αὖθι μένοντα
βουσὶν ἐπ᾽ ἀλλοτρίῃσι καθήμενον ἄλγεα πάσχειν.
καί κεν δὴ πάλαι ἄλλον ὑπερμενέων βασιλήων
ἐξικόμην φεύγων, ἐπεὶ οὐκέτ᾽ ἀνεκτὰ πέλονται·
ἀλλ᾽ ἔτι τὸν δύστηνον ὀΐομαι, εἴ ποθεν ἐλθὼν
225 ἀνδρῶν μνηστήρων σκέδασιν κατὰ δώματα θείη.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«βουκόλ᾽, ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ᾽ ἄφρονι φωτὶ ἔοικας,
γιγνώσκω δὲ καὶ αὐτὸς ὅ τοι πινυτὴ φρένας ἵκει,
τοὔνεκά τοι ἐρέω καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι·
230 ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν ξενίη τε τράπεζα,
ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω,
ἦ σέθεν ἐνθάδ᾽ ἐόντος ἐλεύσεται οἴκαδ᾽ Ὀδυσσεύς·
σοῖσιν δ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἐπόψεαι, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα,
κτεινομένους μνηστῆρας, οἳ ἐνθάδε κοιρανέουσι.»
235 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ·
«αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τελέσειε Κρονίων·
γνοίης χ᾽ οἵη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται.»
Ὣς δ᾽ αὔτως Εὔμαιος ἐπεύξατο πᾶσι θεοῖσι
νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε.
240 Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
μνηστῆρες δ᾽ ἄρα Τηλεμάχῳ θάνατόν τε μόρον τε
ἤρτυον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν ὄρνις,
αἰετὸς ὑψιπέτης, ἔχε δὲ τρήρωνα πέλειαν.
τοῖσιν δ᾽ Ἀμφίνομος ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
245 «ὦ φίλοι, οὐχ ἡμῖν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή,
Τηλεμάχοιο φόνος· ἀλλὰ μνησώμεθα δαιτός.»
***
Τρίτος μετά φτάνει ο Φοιλίτιος, από τους δουλευτές ο πρώτος.Μαζί του έσερνε για τους μνηστήρες γελάδι θηλυκό και στείρο,
αλλά και γίδες καλοθρεμμένες και παχιές.
Αυτούς τους είχαν φέρει απ᾽ την αντικρινή στεριά περαματάρηδες,
που κι άλλους μεταφέρουν, όποιος συμπέσει στο πέραμά τους.
Τα ζώα έδεσε ο βουκόλος έξω στο βουερό υπόστεγο,
190 μετά προς τον χοιροβοσκό προχώρησε κι από κοντά τού μίλησε:
«Ποιος είναι αυτός, χοιροβοσκέ, νιόφερτος ξένος που μας ήλθε
στο παλάτι; για ποια φύτρα παινεύεται; ποια η γενιά του;
ποια τα πατρικά του χώματα;
Παρότι δύσμοιρος μ᾽ άρχοντα μοιάζει η βασιλική θωριά του.
Αλλά ρημάζουν οι θεοί όσους στα ξένα παραδέρνουν, ακόμη κι ένα βασιλιά
στη συμφορά τον παγιδεύουν.»
Μιλώντας έτσι στον χοιροβοσκό, πήγε μετά κοντά στον ξένο,
του δίνει το δεξί του χέρι, κι όπως τον προσφωνούσε, τα λόγια του
πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, πατέρα ξένε! Άμποτε πάλι να σου φέξει η τύχη,
200 μα τώρα βάσανα πολλά σ᾽ έχουν δεμένο.
Δία πατέρα, πιο τρομερός θεός άλλος δεν είναι από σένα!
Που δεν σπλαχνίζεσαι καθόλου τους ανθρώπους, κι ας είναι
αναστήματά σου. Μόνο στης συμφοράς το δίχτυ τούς μπερδεύεις,
με πάθη τούς παιδεύεις αλγεινά.
Μ᾽ έκοψε που τον είδα ιδρώτας, έχουν τα μάτια μου βουρκώσει, γιατί
τον Οδυσσέα μού θύμισε· έτσι, φαντάζομαι, κι εκείνος,
ντυμένος στα κουρέλια, θα παραδέρνει εδώ κι εκεί, αν βέβαια
ζει, αν βλέπει ακόμη ηλίου φως.
Αν όμως πεθαμένος κατέβηκε στον Άδη, ω,
τι πόνος για τον άψογο Οδυσσέα· αυτός απ᾽ τα μικράτα μου
210 μ᾽ έβαλε στα γελάδια του επιστάτη, στη γη των Κεφαλλήνων.
Στο μεταξύ αμέτρητα σαν στάχυα βοσκούνε πια τα βόδια του,
κανείς και πουθενά δεν βρίσκεται με τόσα φαρδοκούτελα γελάδια.
Κι όμως άνθρωποι ξένοι μ᾽ αναγκάζουν να τα φέρνω εδώ,
για να τα τρων· κυκλοφορούνε στο παλάτι δίχως καθόλου να τους μέλει
ο γιος εκείνου, καν δεν τρομάζουν την οργή των αθανάτων.
Το ᾽βαλαν πείσμα να μοιράσουν μεταξύ τους τ᾽ αγαθά του βασιλιά μου,
που τόσα χρόνια λείπει άφαντος στα ξένα.
Αλλά κι εμένα μέσα στο μυαλό μου στριφογυρίζει πάντα
η ίδια σκέψη· αν, μαζί με τα γελάδια, σηκωθώ να φύγω,
αλλού πηγαίνοντας, σ᾽ αλλοδαπούς ανθρώπους, μάλλον μου φαίνεται κακό,
220 όσο ο γιος του μένει εδώ· χειρότερο όμως άπρακτος που παραμένω,
αφού με τρώει εμένα ο πόνος, που άλλοι τρων τα βόδια.
Θα είχα φύγει από καιρό, γυρεύοντας την τύχη μου σε κάποιον
βασιλιά περήφανο — το πράγμα αυτό δεν υποφέρεται·
αλλά φαντάζομαι τον δύστυχο Οδυσσέα, αν από κάπου φτάσει
ξαφνικά, και τους μνηστήρες τούς σκορπίσει απ᾽ το παλάτι έξω.»
Ανταποκρίθηκε με τον πολύστροφό του νου ο Οδυσσέας:
«Βουκόλε, δεν μοιάζεις άνθρωπος ασήμαντος κι ανόητος·
αναγνωρίζω μόνος μου τη φρόνησή σου και το φρόνημα.
Γι᾽ αυτό πιο καθαρά θα σου μιλήσω, θα πάρω και μεγάλο όρκο:
230 ας είναι μάρτυς μου ο πρώτος των θεών, ο Δίας, και το φιλόξενο τούτο
τραπέζι, του Οδυσσέα η πατρική εστία, όπου έχω φτάσει·
θα βρίσκεσαι λέω εδώ, που θα γυρίσει ο Οδυσσέας σπίτι του, κι αν θες,
θα δεις και με τα μάτια σου πώς θα σκοτώνονται οι μνηστήρες,
αυτοί που παριστάνουν τώρα τους αφέντες.»
Επάνω εκεί είπε ο βουκόλος, επιστάτης των βοδιών:
«Μακάρι, ξένε, ο γιος του Κρόνου τον λόγο σου να συντελέσει·
τότε θα μάθεις και τη δική μου δύναμη, πόσο κρατούν τα χέρια μου.»
Μαζί του ευχήθηκε κι ο Εύμαιος σ᾽ όλους τους αθανάτους
τον νόστο του πολύφρονα Οδυσσέα, σπίτι του να γυρίσει.
240 Αυτοί μιλούσαν συναλλάσσοντας τα λόγια τους, ενώ οι μνηστήρες
έκλωθαν τον φόνο και τον θάνατο του Τηλεμάχου. Και ξαφνικά,
στ᾽ αριστερά τους, φάνηκε σημαδιακό πουλί· ένας αετός,
ψηλά πετώντας, στα νύχια του κρατώντας τρομαγμένη περιστέρα.
Οπότε ο Αμφίνομος πήρε τον λόγο και τους είπε:
«Φίλοι, δεν βγαίνει βλέπω σε καλό αυτή μας η επιβουλή,
του Τηλεμάχου ο φόνος· καλύτερα στο φαγοπότι να το ρίξουμε.»