Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (20.185-20.246)

185 Τοῖσι δ᾽ ἐπὶ τρίτος ἦλθε Φιλοίτιος, ὄρχαμος ἀνδρῶν,
βοῦν στεῖραν μνηστῆρσιν ἄγων καὶ πίονας αἶγας.
πορθμῆες δ᾽ ἄρα τούς γε διήγαγον, οἵ τε καὶ ἄλλους
ἀνθρώπους πέμπουσιν, ὅτις σφέας εἰσαφίκηται.
καὶ τὰ μὲν εὖ κατέδησεν ὑπ᾽ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ,
190 αὐτὸς δ᾽ αὖτ᾽ ἐρέεινε συβώτην ἄγχι παραστάς·
«τίς δὴ ὅδε ξεῖνος νέον εἰλήλουθε, συβῶτα,
ἡμέτερον πρὸς δῶμα; τέων δ᾽ ἒξ εὔχεται εἶναι
ἀνδρῶν; ποῦ δέ νύ οἱ γενεὴ καὶ πατρὶς ἄρουρα;
δύσμορος, ἦ τε ἔοικε δέμας βασιλῆϊ ἄνακτι·
195 ἀλλὰ θεοὶ δυόωσι πολυπλάγκτους ἀνθρώπους,
ὁππότε καὶ βασιλεῦσιν ἐπικλώσωνται ὀϊζύν.»
Ἦ καὶ δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρὶ παραστάς,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«χαῖρε, πάτερ ὦ ξεῖνε· γένοιτό τοι ἔς περ ὀπίσσω
200 ὄλβος· ἀτὰρ μὲν νῦν γε κακοῖς ἔχεαι πολέεσσι.
Ζεῦ πάτερ, οὔ τις σεῖο θεῶν ὀλοώτερος ἄλλος·
οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός,
μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν.
ἴδιον, ὡς ἐνόησα, δεδάκρυνται δέ μοι ὄσσε
205 μνησαμένῳ Ὀδυσῆος, ἐπεὶ καὶ κεῖνον ὀΐω
τοιάδε λαίφε᾽ ἔχοντα κατ᾽ ἀνθρώπους ἀλάλησθαι,
εἴ που ἔτι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο.
εἰ δ᾽ ἤδη τέθνηκε καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισιν,
ὤ μοι ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ὅς μ᾽ ἐπὶ βουσὶν
210 εἷσ᾽ ἔτι τυτθὸν ἐόντα Κεφαλλήνων ἐνὶ δήμῳ.
νῦν δ᾽ αἱ μὲν γίγνονται ἀθέσφατοι, οὐδέ κεν ἄλλως
ἀνδρί γ᾽ ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος εὐρυμετώπων·
τὰς δ᾽ ἄλλοι με κέλονται ἀγινέμεναί σφίσιν αὐτοῖς
ἔδμεναι· οὐδέ τι παιδὸς ἐνὶ μεγάροις ἀλέγουσιν,
215 οὐδ᾽ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν· μεμάασι γὰρ ἤδη
κτήματα δάσσασθαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος.
αὐτὰρ ἐμοὶ τόδε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι
πόλλ᾽ ἐπιδινεῖται· μάλα μὲν κακὸν υἷος ἐόντος
ἄλλων δῆμον ἱκέσθαι ἰόντ᾽ αὐτῇσι βόεσσιν,
220 ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς· τὸ δὲ ῥίγιον αὖθι μένοντα
βουσὶν ἐπ᾽ ἀλλοτρίῃσι καθήμενον ἄλγεα πάσχειν.
καί κεν δὴ πάλαι ἄλλον ὑπερμενέων βασιλήων
ἐξικόμην φεύγων, ἐπεὶ οὐκέτ᾽ ἀνεκτὰ πέλονται·
ἀλλ᾽ ἔτι τὸν δύστηνον ὀΐομαι, εἴ ποθεν ἐλθὼν
225 ἀνδρῶν μνηστήρων σκέδασιν κατὰ δώματα θείη.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«βουκόλ᾽, ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ᾽ ἄφρονι φωτὶ ἔοικας,
γιγνώσκω δὲ καὶ αὐτὸς ὅ τοι πινυτὴ φρένας ἵκει,
τοὔνεκά τοι ἐρέω καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι·
230 ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν ξενίη τε τράπεζα,
ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω,
ἦ σέθεν ἐνθάδ᾽ ἐόντος ἐλεύσεται οἴκαδ᾽ Ὀδυσσεύς·
σοῖσιν δ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἐπόψεαι, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα,
κτεινομένους μνηστῆρας, οἳ ἐνθάδε κοιρανέουσι.»
235 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ·
«αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τελέσειε Κρονίων·
γνοίης χ᾽ οἵη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται.»
Ὣς δ᾽ αὔτως Εὔμαιος ἐπεύξατο πᾶσι θεοῖσι
νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε.
240 Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
μνηστῆρες δ᾽ ἄρα Τηλεμάχῳ θάνατόν τε μόρον τε
ἤρτυον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν ὄρνις,
αἰετὸς ὑψιπέτης, ἔχε δὲ τρήρωνα πέλειαν.
τοῖσιν δ᾽ Ἀμφίνομος ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
245 «ὦ φίλοι, οὐχ ἡμῖν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή,
Τηλεμάχοιο φόνος· ἀλλὰ μνησώμεθα δαιτός.»

***
Τρίτος μετά φτάνει ο Φοιλίτιος, από τους δουλευτές ο πρώτος.
Μαζί του έσερνε για τους μνηστήρες γελάδι θηλυκό και στείρο,
αλλά και γίδες καλοθρεμμένες και παχιές.
Αυτούς τους είχαν φέρει απ᾽ την αντικρινή στεριά περαματάρηδες,
που κι άλλους μεταφέρουν, όποιος συμπέσει στο πέραμά τους.
Τα ζώα έδεσε ο βουκόλος έξω στο βουερό υπόστεγο,
190 μετά προς τον χοιροβοσκό προχώρησε κι από κοντά τού μίλησε:
«Ποιος είναι αυτός, χοιροβοσκέ, νιόφερτος ξένος που μας ήλθε
στο παλάτι; για ποια φύτρα παινεύεται; ποια η γενιά του;
ποια τα πατρικά του χώματα;
Παρότι δύσμοιρος μ᾽ άρχοντα μοιάζει η βασιλική θωριά του.
Αλλά ρημάζουν οι θεοί όσους στα ξένα παραδέρνουν, ακόμη κι ένα βασιλιά
στη συμφορά τον παγιδεύουν.»
Μιλώντας έτσι στον χοιροβοσκό, πήγε μετά κοντά στον ξένο,
του δίνει το δεξί του χέρι, κι όπως τον προσφωνούσε, τα λόγια του
πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, πατέρα ξένε! Άμποτε πάλι να σου φέξει η τύχη,
200 μα τώρα βάσανα πολλά σ᾽ έχουν δεμένο.
Δία πατέρα, πιο τρομερός θεός άλλος δεν είναι από σένα!
Που δεν σπλαχνίζεσαι καθόλου τους ανθρώπους, κι ας είναι
αναστήματά σου. Μόνο στης συμφοράς το δίχτυ τούς μπερδεύεις,
με πάθη τούς παιδεύεις αλγεινά.
Μ᾽ έκοψε που τον είδα ιδρώτας, έχουν τα μάτια μου βουρκώσει, γιατί
τον Οδυσσέα μού θύμισε· έτσι, φαντάζομαι, κι εκείνος,
ντυμένος στα κουρέλια, θα παραδέρνει εδώ κι εκεί, αν βέβαια
ζει, αν βλέπει ακόμη ηλίου φως.
Αν όμως πεθαμένος κατέβηκε στον Άδη, ω,
τι πόνος για τον άψογο Οδυσσέα· αυτός απ᾽ τα μικράτα μου
210 μ᾽ έβαλε στα γελάδια του επιστάτη, στη γη των Κεφαλλήνων.
Στο μεταξύ αμέτρητα σαν στάχυα βοσκούνε πια τα βόδια του,
κανείς και πουθενά δεν βρίσκεται με τόσα φαρδοκούτελα γελάδια.
Κι όμως άνθρωποι ξένοι μ᾽ αναγκάζουν να τα φέρνω εδώ,
για να τα τρων· κυκλοφορούνε στο παλάτι δίχως καθόλου να τους μέλει
ο γιος εκείνου, καν δεν τρομάζουν την οργή των αθανάτων.
Το ᾽βαλαν πείσμα να μοιράσουν μεταξύ τους τ᾽ αγαθά του βασιλιά μου,
που τόσα χρόνια λείπει άφαντος στα ξένα.
Αλλά κι εμένα μέσα στο μυαλό μου στριφογυρίζει πάντα
η ίδια σκέψη· αν, μαζί με τα γελάδια, σηκωθώ να φύγω,
αλλού πηγαίνοντας, σ᾽ αλλοδαπούς ανθρώπους, μάλλον μου φαίνεται κακό,
220 όσο ο γιος του μένει εδώ· χειρότερο όμως άπρακτος που παραμένω,
αφού με τρώει εμένα ο πόνος, που άλλοι τρων τα βόδια.
Θα είχα φύγει από καιρό, γυρεύοντας την τύχη μου σε κάποιον
βασιλιά περήφανο — το πράγμα αυτό δεν υποφέρεται·
αλλά φαντάζομαι τον δύστυχο Οδυσσέα, αν από κάπου φτάσει
ξαφνικά, και τους μνηστήρες τούς σκορπίσει απ᾽ το παλάτι έξω.»
Ανταποκρίθηκε με τον πολύστροφό του νου ο Οδυσσέας:
«Βουκόλε, δεν μοιάζεις άνθρωπος ασήμαντος κι ανόητος·
αναγνωρίζω μόνος μου τη φρόνησή σου και το φρόνημα.
Γι᾽ αυτό πιο καθαρά θα σου μιλήσω, θα πάρω και μεγάλο όρκο:
230 ας είναι μάρτυς μου ο πρώτος των θεών, ο Δίας, και το φιλόξενο τούτο
τραπέζι, του Οδυσσέα η πατρική εστία, όπου έχω φτάσει·
θα βρίσκεσαι λέω εδώ, που θα γυρίσει ο Οδυσσέας σπίτι του, κι αν θες,
θα δεις και με τα μάτια σου πώς θα σκοτώνονται οι μνηστήρες,
αυτοί που παριστάνουν τώρα τους αφέντες.»
Επάνω εκεί είπε ο βουκόλος, επιστάτης των βοδιών:
«Μακάρι, ξένε, ο γιος του Κρόνου τον λόγο σου να συντελέσει·
τότε θα μάθεις και τη δική μου δύναμη, πόσο κρατούν τα χέρια μου.»
Μαζί του ευχήθηκε κι ο Εύμαιος σ᾽ όλους τους αθανάτους
τον νόστο του πολύφρονα Οδυσσέα, σπίτι του να γυρίσει.
240 Αυτοί μιλούσαν συναλλάσσοντας τα λόγια τους, ενώ οι μνηστήρες
έκλωθαν τον φόνο και τον θάνατο του Τηλεμάχου. Και ξαφνικά,
στ᾽ αριστερά τους, φάνηκε σημαδιακό πουλί· ένας αετός,
ψηλά πετώντας, στα νύχια του κρατώντας τρομαγμένη περιστέρα.
Οπότε ο Αμφίνομος πήρε τον λόγο και τους είπε:
«Φίλοι, δεν βγαίνει βλέπω σε καλό αυτή μας η επιβουλή,
του Τηλεμάχου ο φόνος· καλύτερα στο φαγοπότι να το ρίξουμε.»

Θάνατος είναι ο φόβος για το θάνατο που μου στερεί την αγάπη για τη ζωή

Θάνατος για μένα, είναι ο φόβος που δηλητηριάζει τη ζωή μου που έχω σήμερα, την ανάγκη μου για δημιουργία και επαφή με τους φίλους και τους αγαπημένους μου ανθρώπους.

Θάνατος είναι ο φόβος για το θάνατο να μου στερεί την αγάπη για τη ζωή.

Διότι τώρα ζω, τώρα δημιουργώ, τώρα θα είμαι κοντά στη ζωή που είναι κοντά μου.

Δεν με νοιάζει, ειλικρινά, πότε θα πεθάνω.

Με νοιάζει περισσότερο να έχω ζήσει για εμένα, με τον τρόπο που εγώ ήθελα. Όχι με αυτόν που ήθελαν οι άλλοι.

Με νοιάζει να έχω ζήσει όμορφα, ποιοτικά χρόνια. Όχι μόνο πολλά στην ποσότητα.

Με νοιάζει να σταματήσω να προσπαθώ να νικήσω το θάνατο. Αυτόν δεν τον νίκησε ποτέ κανείς. Με νοιάζει να κερδίσω τη ζωή, να ξεκλειδώνω την ομορφιά της κάθε μέρας από το πρωί που θα ξυπνήσω, μέχρι το βράδυ που θα βάλω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι.

Με ενδιαφέρει να αγαπήσω τον κόσμο, να προσπαθήσω να αποβάλλω από μέσα του το κακό, τη μαυρίλα, να ζωγραφίσω με όμορφα χρώματα επάνω της.

Ο θάνατος για εμένα είναι η παραίτηση από τη ζωή. Η άρνηση να ζήσεις, το βούλιαγμα στην αδράνεια.

Αυτά είναι ο θάνατος για μένα.

Φοβάμαι περισσότερο την ανεπαρκή ζωή, παρά το θάνατο.

Παιχνίδια Ενηλίκων

Οι άνθρωποι παίζουν.

Μίγμα ξεχασμένης παιδικότητας και καθυστερημένης εφηβείας.

Αποτέλεσμα έλλειψης φαντασίας και καταπιεσμένης επαναστατικότητας.

Μεγαλώνουν χωρίς να ωριμάζουν. Ωριμάζουν χωρίς να μαθαίνουν. Μαθαίνουν χωρίς να εκμεταλλεύονται τη μάθηση.

Δεν δίνουν ευκαιρίες, μόνο χάνουν ευκαιρίες.

Θεωρούν ότι ο χρόνος δουλεύει προς όφελός τους ενώ από την πρώτη στιγμή είναι εναντίον τους.

Δοκιμάζουν πράγματα, ανθρώπους, δουλειές, φιλίες, σχέσεις, οικογένειες.

Παίζοντας.

Φέρονται σαν πεντάχρονα που τους παίρνουν το αγαπημένο τους παιχνίδι ακόμα και αν το έχουν πεταμένο και ξεχασμένο στην άκρη.

Αντιδρούν σαν δωδεκάχρονα που μεταμορφώνονται σε άντρες αλλά βρίσκονται ακόμα στο μεταίχμιο.

Σκέφτονται σαν δεκαεξάχρονα που μπαίνουν σε πόλεμο για το νούμερο του παπουτσιού τους.

Οι άνθρωποι παίζουν.

Με αισθήματα, συνειδήσεις, φόβους, μυαλά, ιδιαιτερότητες.

Παιχνίδια επιβολής του δυνατότερου, του εξυπνότερου, του κερδισμένου.

Τι κερδίζουν; Τίποτα απολύτως.

Απλά στο βιογραφικό τους αναγράφονται οι νίκες.

Τους αρκεί να νομίζουν πως κερδίζουν και ας είναι τα χαμένα στην ουσία περισσότερα.

Ένα «Εγώ» πιο μεγάλο και από το μεγαλύτερο «Εμείς».

Τους λείπουν οι μπάλες, αλλά κάνουν τη ζωή των άλλων μπαλάκι.

Τους λείπουν τα ψεύτικα όπλα, αλλά σκοτώνουν χωρίς δεύτερη σκέψη με τις λέξεις ή τη σιωπή τους.

Τους λείπουν οι κούκλες και τα ρούχα τους, αλλά ντύνουν μαύρη την ψυχή των άλλων.

Οι άνθρωποι παίζουν.

Παντιέρα τους η ατάκα για την χαρά του παιχνιδιού, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ένα τσίγκινο μετάλλιο μόνο κρεμασμένο στο λαιμό τους για να τους θυμίζει να σημειώσουν τη «νίκη» τους στο ημερολόγιο.

Άνθρωποι που άλλα σκέφτονται και άλλα λένε. Άλλα λένε και άλλα εννοούν. Άλλα θέλουν και άλλα πράττουν. Άλλα φαντασιώνονται και άλλα πραγματοποιούν.

Παιχνίδι χωρίς συναίνεση των εμπλεκόμενων. Χωρίς σαφής όρους. Χωρίς ευδιάκριτους ρόλους.

Και οι υπόλοιποι που συμμετέχουν εν αγνοία τους , χαμένοι σε μια κατάσταση , προσπαθούν να καταλάβουν, να αποδεχτούν, να συγχωρήσουν, παραμένοντας εκεί και δίνοντας ευκαιρίες.

Σε κάποιες περιπτώσεις παίρνουν πάνω τους και ένα μερίδιο ευθύνης που δεν τους αναλογεί μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούν να εξηγήσουν τι συμβαίνει.

Αναλαμβάνουν το φταίξιμο και προσπαθούν για λύσεις που καρπώνονται οι άλλοι.

Θεωρούν και πιστεύουν ότι απευθύνονται σε ενήλικες ενώ στην πραγματικότητα συνδιαλέγονται με κάτι γερασμένα ανήλικα που βάφουν τα μαλλιά τους νομίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό δεν θα ξαναβγεί άσπρη τρίχα.

Θυμάμαι στη ζωή μου έπαιξα πολύ. Έπαιξα, λερώθηκα, αρρώστησα μέσα στις λάσπες και στα χώματα, έκανα σπίτια με σεντόνια και παλιά μπολάκια από γιαούρτια. Ανέβηκα σε κούνιες, έπεσα από ποδήλατα, απέκτησα σημάδια πέφτοντας σε άσφαλτο και σιδερένιες γωνίες.

Έσβησα το μαύρο μολύβι των ματιών πριν μπω στο σπίτι, καθυστέρησα να γυρίσω, μίλαγα στο τηλέφωνο με τις ώρες, απέκτησα φίλες, έχασα φίλες, κράτησα φίλες.

Φώναξα, έκλαψα, επαναστάτησα, χτύπησα πόρτες, άνοιξα παράθυρα, πήρα αποφάσεις για τη ζωή μου, πάτησα πάνω σε κεκτημένα χρόνων και τα έκανα δική μου ζωή.

Έπαιξα όσο και όπως έπρεπε.

Με παιχνίδια. Όχι με ανθρώπους. Με μένα, όχι με τους άλλους.

Μετά μεγάλωσα.

Και όταν μεγαλώνεις, η σωστή έκφραση που πρέπει να σε ακολουθεί είναι μία.

Δεν παίζομαι.

Οι δοκιμασίες μας υπενθυμίζουν πόση δύναμη έχουμε

Συμβαίνουν ξαφνικά. Εκεί που δεν το περιμένεις. Τόσο τα καλά όσο και τα κακά τρυπώνουν στη ζωή σου αθόρυβα. Χωρίς προειδοποίηση. Φέρνουν τα πάνω κάτω, σου κόβουν το γέλιο, ανατρέπουν ό,τι σχέδια είχες και αυτο-αποκαλούνται απρόοπτα. Και μαζί έρχεται κι άλλη μια πρόκληση να βρεις τη δύναμη που δεν ξέρεις ότι έχεις για να τα αντιμετωπίσεις και να τα ξεπεράσεις.

Όλοι στη ζωή μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάτι που μας ξαφνιάζει. Τα αρνητικά είναι αυτά που μας τρομάζουν περισσότερο. Γιατί κουβαλούν μαζί τους κάτι που μας τρομάζει. Το ότι θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι και χειρότερα. Σε τέτοιες στιγμές θεωρούμε τον εαυτό μας τυχερό που είναι σε αυτή την κατάσταση, γιατί σκεφτόμαστε πόσο χειρότερα θα μπορούσαν να είναι όλα.

Όχι καλύτερα, γιατί πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για κάτι. Για τις ευτυχείς συγκυρίες που μας αποκάλυψαν κάτι που τόσο καιρό αγνοούσαμε και θα μπορούσε να μας είχε αποβεί μοιραίο. Για το ότι ξυπνάμε υγιείς κάθε πρωί, έχουμε δίπλα μας αγαπημένα πρόσωπα και τόσα άλλα βασικά που άλλοι μπορεί να στερούνται. Είμαστε τυχεροί, απλά δεν το αναγνωρίζουμε μέχρι να κοντέψουμε να τα χάσουμε όλα. Μέχρι να έρθει κάτι και να μας ταρακουνήσει.

Περνάμε τον περισσότερο χρόνο μας αγχωμένοι. Όσο κι αν δε θέλουμε να το παραδεχτούμε, σκοτιζόμαστε για μικροπράγματα, αφήνουμε το παραμικρό να ταράξει την ηρεμία μας, κι όλη μέρα είμαστε στην πρίζα για να τα προλάβουμε όλα.

Το σώμα μας είναι έξυπνο όμως. Ίσως περισσότερο κι από μας τους ίδιους. Γιατί όταν βλέπει πως έχουν διαταραχθεί οι ισορροπίες μας και έχουμε ξεφύγει, προσπαθεί να μας στείλει σημάδια για να επανακτήσουμε τον έλεγχο. Τα ονομάζουμε ψυχοσωματικά συμπτώματα και αποδεικνύουν πόσο έντονα διασυνδέεται το σώμα με το πνεύμα μας.

Υπάρχουν πολλά είδη, γιατί το σώμα προσπαθεί με πολλούς τρόπους να μας επιστήσει την προσοχή σε αυτό που μας συμβαίνει. Ειδικά όταν αγχωνόμαστε, όταν παλεύουμε με τους δαίμονες του εσωτερικού μας κόσμου, όταν καταπίνουμε πολλά αντί να εκδηλώνουμε και να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, όταν βιώνουμε μια σύγκρουση για την οποία μόνο εμείς ξέρουμε και μόνο εμάς απασχολεί, εμφανίζονται συμπτώματα όπως οι πονοκέφαλοι και οι ημικρανίες, οι στομαχικές διαταραχές και πολλά άλλα.

Αποτελούν όλα ενδείξεις τις έντασης, του θυμού, της εσωτερικής διαμάχης μας, της στεναχώριας, της υπερβολικής σκέψης, της αγωνίας μας, και του αισθήματος της μοναξιάς και της μη κατανόησης από το περιβάλλον μας. Όλα αυτά μας δηλητηριάζουν μα το αντιλαμβανόμαστε μόνο όταν ο πόνος εξωτερικευτεί και συμβεί κάτι σοβαρό που θα κλονίσει αυτό που περισσότερο απ’ όλα θεωρούμε ως δεδομένο: την υγεία μας.

Αρρωσταίνουμε για να αντιληφθούμε πως κάτι πρέπει να αλλάξει στην ψυχολογία μας, στον τρόπο που ζούμε τη ζωή μας. Για να αναθεωρήσουμε τη συμπεριφορά μας και τις σκέψεις μας. Για να καταλάβουμε πως πρέπει να ηρεμήσουμε και να μην αφήσουμε τίποτα να μας αφαιρέσει την υγεία μας.

Λένε πως όλα στη ζωή για κάποιο λόγο γίνονται. Οι δοκιμασίες που περνάμε εμφανίζονται για να μας υπενθυμίσουν τη δύναμη που έχουμε και τη δυνατότητα που κρύβουμε στο να βρίσκουμε τον τρόπο να επιβιώνουμε. Στην ουσία τον εαυτό μας πολεμάμε, και την ανάγκη να τολμήσουμε να αλλάξουμε κάτι που δε μας ταιριάζει.

Μέσα από αυτές τις δοκιμασίες είναι που ανακαλύπτουμε ποιοι πραγματικά είμαστε και ποιους έχουμε δίπλα μας. Το θέμα είναι να τις αντιμετωπίσουμε σωστά ώστε να μην ξαναγυρίσουν και να έχουμε αναδυθεί από αυτές καλύτεροι άνθρωποι.

Να είμαστε ρεαλιστές να ζητάμε το αδύνατο

Η εποχή ζητά ρεαλισμό. Η εποχή ζητά συμβιβασμούς. Tο μυαλό μέσα στο κεφάλι σου. Και εσύ να ακούς.

Βλέπεις τηλεόραση, καθισμένος στον καναπέ σου, που ΄χει φθαρεί πια αλλά δεν σου περισσεύουν για να πάρεις άλλον και ακούς. Ακούς και μουρμουρίζεις. Γκρινιάζεις. Και τι κάνεις για αυτό; Ακόμα εκεί είσαι και ακούς.

Που είναι τα όνειρά σου; Έχεις ξεχάσει ακόμη και τη σημασία της λέξης. Καταχωνιασμένα σε κάποιο συρτάρι του μυαλού σου, που έχει πιάσει αράχνες. Θυμήσου τον εαυτό σου τότε που ονειρευόταν. Κάπου στα δεκαπέντε σου ας πούμε. Θυμήσου τα τότε όνειρά σου για τη ζωή.

Γλυκό το συναίσθημα. Χαμογελάς. Έχεις ξεχάσει πως είναι να αισθάνεσαι, να νιώθεις.

Κάποτε κάποιος μου είπε ότι όταν τελείωσε το λύκειο, την τελευταία φορά που βγήκε από τη μεγάλη σιδερένια, πράσινη καγκελόπορτα, γύρισε πίσω, κοίταξε το άχαρο κτίριο που ήθελαν να ονομάζουν σχολείο και υποσχέθηκε στον εαυτό του να μη συμβιβάσει ποτέ και για κανέναν τα όνειρά του. Και την κράτησε, μου είπε, την υπόσχεσή του. Με νύχια και με δόντια, αλλά την κράτησε. Γιατί να ξέρεις είναι δύσκολο.

Η κοινωνία ζητά ρεαλισμό, ζητά σύνεση. Γιατί; Οι «τρελοί», οι ασυμβίβαστοι φοβίζουν, ενοχλούν, χαλάνε την αισθητική κάποιων.

Να είμαστε ρεαλιστές να ζητάμε το αδύνατο, είπε κάποτε ο Τσε και ήξερε τι έλεγε. Το πήρες, το έκανες σύνθημα, το έγραψες σε τοίχους. Μάλλον ξέχασες να το εφαρμόσεις.

Ρεαλιστής είναι ο άνθρωπος που είναι επιφυλακτικός, πάντα προσγειωμένος στην πραγματικότητα. Ο ρεαλιστής κρίνει καταστάσεις βάσει λογικής και πραγματικών συνθηκών. Δεν ονειροπολεί και δεν σκέφτεται σενάρια που είναι από δύσκολο έως αδύνατον να πραγματοποιηθούν.

Όμως ο άνθρωπος αυτός δεν ζει πραγματικά. Απλά υπάρχει. Ζει στην πραγματικότητα που του δίνεται. Και αυτό δεν είναι καλό. Δεν είναι καλό για αυτόν. Δεν είναι για την κοινωνία. Για τον κόσμο ολόκληρο.

Κάνε όνειρα. Πολλά όνειρα. Μεγάλα. Μεγαλύτερα απ’ το μπόι σου. Προσπάθησε να τα πραγματοποιήσεις. Με όλη σου τη θέληση. Και αν δεν τα καταφέρεις πάλι κάτι θα έχεις πετύχει. Ξέθαψε ότι υπάρχει καταχωνιασμένο στα βάθη του μυαλού σου. Γίνε πάλι παιδί. Και πάλεψε για τα όνειρά σου. Κυνήγησέ τα.

Μια συμβουλή μόνο. Ονειρέψου. Όσο δεν παίρνει, όσο μπορείς. Πρόσεξε μόνο «μην σε πάρει ο ύπνος».

Όσο για τον ρεαλισμό, θα τον χρειαστείς και αυτόν. Αργότερα. Όταν θελήσεις να κάνεις πράξεις τα όνειρά σου. Μην το παρακάνεις μαζί του όμως. Είναι επικίνδυνος να ξέρεις.

Κάποιοι θέλουν να είσαι καλά- αλλά όχι καλύτερα από αυτούς

Είναι αλήθεια. Κάποιοι άνθρωποι θέλουν να είστε καλά αλλά όχι καλύτερα από αυτούς. Αυτού του είδους άτομα μπορεί να σας εκτιμούν, να σας αγαπούν και μπορεί να χαίρονται για την επιτυχία σας. Φυσικά, όσο η επιτυχία σας δεν υπερβαίνει την δικιά τους.

Αυτό το πολύ συνηθισμένο φαινόμενο συμβαίνει σε όλους τους τομείς της ζωής: με συναδέλφους, με μέλη της οικογένειας, με τους φίλους ακόμα και με τις σχέσεις. Τώρα ίσως σκέφτεστε, πως είναι δυνατόν να συμβεί αυτό ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που υποτίθεται ότι αγαπούν ο ένας τον άλλον;

Θα σας πω. Ο κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπους που χαίρονται όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά για εσάς. Δυστυχώς, πολλοί δεν αντέχουν την επιτυχία των άλλων. Θα προτιμούσαν να υποτιμήσουν ή να αγνοούν τα επιτεύγματα σας αντί να γιορτάζουν μαζί σας.

Η παγίδα της κοινωνικής πίεσης: Η αναζήτηση επιδοκιμασίας

Είναι σαφές πως κανείς μας δεν είναι απρόσβλητος από την κοινωνική πίεση. Εξάλλου είμαστε ανθρώπινα όντα και ζούμε στην κοινωνία. Επίσης, είναι φυσιολογικό να «πιεζόμαστε» από τις απόψεις ή τις προσδοκίες των άλλων.

Ας δούμε μια τυπική κατάσταση. Λέτε σε κάποιον που εμπιστεύεστε απόλυτα για τους στόχους ή τις ιδέες σας, για κάτι που νιώθετε ωραία. Ένα ρεαλιστικό στόχο, μια καλή ιδέα και έχετε ότι χρειάζεται για να το πετύχετε. Αρκετά συχνά, στο άτομο που μιλάτε δε θα δείξει ενδιαφέρον. Πιθανώς δεν θα σας ενθαρρύνει να το κάνετε ή δεν θα μιλήσει καν γι αυτό.

Όταν έχετε τον φόβο της απόρριψης ή την ανάγκη να είστε σύμφωνα με τις προσδοκίες των άλλων, θα στοχεύετε μόνο στο να τους ευχαριστήσετε. Αμέσως μετά θα αρχίσει ένας φαύλος κύκλος που πάει κάπως έτσι:

1. Αναζητώ την αποδοχή των άλλων.

2. Αν δεν μου το δώσουν, δεν κάνω αυτό που αληθινά θέλω επειδή αρχίζω να πιστεύω ότι η επιθυμία μου είναι χαζή.

3. Η αυτοεκτίμηση μου πέφτει και μαζί με αυτή η αγάπη για τον εαυτό μου.

4. Πηγαίνω πίσω στο 1ο Βήμα, επειδή από τη στιγμή που έχω χαμηλή αυτοεκτίμηση θυσιάζω τις απόψεις μου για να υιοθετήσω αυτές των άλλων.
Τοξικοί φίλοι

Ήρθε η ώρα να μάθετε πως να ερμηνεύσετε τέτοιου είδους καταστάσεις, έτσι ώστε να μην πέσετε στην παγίδα. Μπορείτε να είστε σίγουροι πως η ζήλεια ενός αγαπημένου πληγώνει περισσότερο από αυτή ενός εχθρού.

Ένας φίλος που προσπαθεί να σας υπερβεί είναι φίλος που θέλει να σας ελέγχει. Ένας φίλος που θέλει να σας ελέγχει είναι σκλάβος της ζήλειας. Οπότε τι προκαλεί αυτή τη ζήλεια; Λοιπόν υπάρχουν πολλά διαφορετικά κίνητρα: Η σχέση σας με άλλα άτομα, οι ιδέες σας, οι εμπνεύσεις σας κτλ.

Κατά τη γνώμη μου, η λέξη «τοξικός» θα έπρεπε να είναι ασύμβατο επίθετο με την λέξη «φίλος». Το αντίδοτο για την τοξικότητα ανάμεσα στους φίλους είναι να μάθετε να είστε μαζί στην χαρά τους. Μάθετε πως να είστε ευτυχισμένοι γι' αυτούς και να γιορτάσετε μαζί τους.

Μάθετε να λάμπετε χωρίς να νιώθετε άσχημα γι' αυτό

Τώρα, μπορεί να μην σας ξέρω αλλά αφήστε με να σας πω ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι άνθρωποι που φωτίζουν όλο το δωμάτιο μόλις μπουν. Και το κάνουν τόσο απλά επειδή είναι ταπεινά όντα. Πλάσματα που έχουν μάθει πως να θαυμάζουν τους άλλους χωρίς να νιώθουν ότι απειλούνται.

Σταματήστε να περνάτε την ζωή σας κάνοντας κακές αποφάσεις απλώς για να ευχαριστήσετε τους άλλους και για να σας αποδεχτούν. Μάθετε να μην ακούτε τον κόσμο, αλλά λίγο περισσότερο την φωνή μέσα σας. Μην επιτρέψετε σε κανέναν να καταστρέψει την μοναδικότητα και τα όνειρα σας. Ακόμα και αν θέλει να σας πει πως είστε γελοίοι.

Μην επιτρέψετε στον εαυτό σας να κατασταλάξει σε όνειρα που δε θέλετε να πραγματοποιήσετε. Ειδικά επειδή κάποιος που εμπιστεύεστε σας έχει κάνει να αμφισβητήσετε τη δύναμη σας. Μην πληρώσετε το κόστος του να γίνετε ψεύτικοι για να ταιριάξετε. Σας αξίζει να ταιριάξετε έτσι όπως είστε.

ΠΛΑΤΩΝ: Ποιος είναι ο άριστος τρόπος ζωής, ο δίκαιος ή ο άδικος

Η έννοια της δικαιοσύνης πριν τον Πλάτωνα

Στην αρχαϊκή και την κλασική περίοδο η δικαιοσύνη ταυτιζόταν με την ανταπόδοση: να ανταποδίδεις ό,τι σου έκαναν, καλό ή κακό: φίλος με τους φίλους και εχθρός με τους εχθρούς. Οι φιλόσοφοι αποδέχονται αυτή την αντίληψη της δικαιοσύνης ως ανταπόδοσης της αδικίας και τη μετατρέπουν σε νόμο του σύμπαντος. Ο προσωκρατικός φιλόσοφος Αναξίμανδρος μιλά για το δικαστήριο του κόσμου: όλοι τιμωρούνται για τις αδικίες τους για να διορθωθεί το κακό και να επανέλθει η ισορροπία και η τάξη στον κόσμο. Παρόμοια αντίληψη συναντάμε στον Ηράκλειτο: ο πόλεμος είναι δικαιοσύνη γιατί ενώνονται τα αντίθετα και τελικά επικρατεί αρμονία στον κόσμο.

Σωκράτης

Ο Σωκράτης απορρίπτει την παραπάνω θεωρία ότι η δικαιοσύνη είναι ανταπόδοση του κακού. Η δική του ηθική άποψη είναι ότι «δεν πρέπει να ανταποδίδουμε μια αδικία ούτε να βλάπτουμε κανέναν, οτιδήποτε κι αν έχουμε υποστεί από αυτόν» (Κρίτων 49 c-d): το να αδικείς είναι χειρότερο από το να αδικείσαι γιατί προκαλείς κακό στην ψυχή σου. Ο φιλόσοφος θα εφαρμόσει αυτόν τον κανόνα με τη θυσία της ζωής του αφού η απόδρασή του από τη φυλακή θα ήταν ανταπόδοση της αδικίας που του έκαναν οι Αθηναίοι.

Η πλατωνική δικαιοσύνη

Ο Πλάτων αποδέχεται την ηθική άποψη του Σωκράτη και απορρίπτει την έννοια της ανταπόδοσης του κακού. Η δικαιοσύνη αφορά την ψυχή του ανθρώπου. Στον Γοργία ο Πλάτων υποστηρίζει ότι με τη δικαιοσύνη ο άνθρωπος γίνεται ευτυχισμένος. Στη σωκρατική-πλατωνική θεωρία καλύτερα να αδικείσαι παρά να αδικείς, και εάν έχεις αδικήσει, καλύτερα να τιμωρείσαι παρά να τη γλιτώνεις.

Από την άλλη, ο νεαρός Καλλικλής υπερασπίζεται το «φυσικό δίκαιο»: στη φύση κυριαρχεί ο ισχυρότερος, το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και στην κοινωνία, οι ισχυροί να κάνουν ό,τι θέλουν − όπως είπε ο Θρασύμαχος στην Πολιτεία, δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρού! Ο Σωκράτης θα απαντήσει στον Καλλικλή ότι δεν είσαι πάντα ευτυχισμένος όταν κάνεις ό,τι θέλεις, παράδειγμα οι τύραννοι που κάνουν ό,τι θέλουν αλλά καταλήγουν δυστυχισμένοι.

Στην Πολιτεία ή περί δικαίου ο Πλάτων λέει ότι δικαιοσύνη είναι όταν ασχολείσαι με τη δουλειά σου και δεν ανακατεύεσαι στις υποθέσεις των άλλων.

Σε ατομικό επίπεδο η δικαιοσύνη αφορά την ψυχή του ανθρώπου. Η ψυχή έχει τρία μέρη: το λογιστικό (λογική), το επιθυμητικό (επιθυμίες) και το θυμοειδές (συναισθήματα). Αντίστοιχα, η ιδανική πολιτεία έχει τρεις τάξεις: τους δημιουργούς (αγρότες, τεχνίτες, κ.τ.λ.), τους φύλακες και τους φιλοσόφους-βασιλείς. Δικαιοσύνη είναι η ισορροπία και η αρμονία ανάμεσα στα τρία μέρη της ψυχής όταν κυριαρχεί το λογικό και ανάμεσα στις τρεις τάξεις της πόλης όταν κυβερνούν οι φιλόσοφοι-βασιλείς. Οι Φιλόσοφοι-βασιλείς έχουν εκπαιδευτεί πολλά χρόνια για να αποκτήσουν επιστημονική γνώση, δηλαδή να γνωρίσουν τις Ιδέες και κυρίως την ανώτατη Ιδέα, την Ιδέα του Αγαθού . Άρα, στην πλατωνική φιλοσοφία η δικαιοσύνη χρειάζεται γνώση γιατί η γνώση οδηγεί στην αρετή.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Οι ανήθικοι άνθρωποι κατά βάση είναι δυστυχισμένοι

Σε αντίθεση με τις περισσότερες θρησκείες και άλλα ηθικά συστήματα, η αριστοτελική ηθική είναι εκπληκτικά μη επικριτική απέναντι στους ανήθικους ανθρώπους, γιατί ο Αριστοτέλης βλέπει ότι κατά βάση είναι δυστυχισμένοι. Οι ανήθικοι άνθρωποι βιώνουν πάντα εσωτερική σύγκρουση. Κάνουν ό,τι τους ευχαριστεί, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζουν ότι η επιδίωξη της ευχαρίστησης αυτής καθαυτήν δεν οδηγεί στην ευτυχία. Εσωτερικές συγκρούσεις βιώνουν και οι άνθρωποι που γνωρίζουν ποιο είναι το σωστό, αλλά παρεμποδίζονται στην εφαρμογή του «από δειλία ή οκνηρία».

Ο Αριστοτέλης, ο οποίος στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του ζούσε πολύ κοντά στη δεσποτική οικογένεια του Μακεδόνα βασιλιά, του αδίστακτου Φιλίππου Β και των δολοπλόκων συζύγων, των παλλακίδων και των υπασπιστών που τον πλαισίωναν, παλεύοντας όλοι για μια θέση στην αυλή του, φαίνεται ότι είχε παρατηρήσει ενδελεχώς τη δυστυχία των ανήθικων ανθρώπων. Γνώριζε κατά συρροή εγκληματίες που απλώς αυτοκτονούσαν. Παρακολουθούσε κακούς ανθρώπους «που αναζητούν ανθρώπους τους οποίους μπορούν να συναναστραφούν και αποφεύγουν τη συντροφιά του εαυτού τους, επειδή όταν είναι μόνοι τους θυμούνται πολλά και φοβερά πράγματα του παρελθόντος και αναμένουν τα ίδια για το μέλλον, ενώ με τη συντροφιά άλλων ανθρώπων μπορούν να ξεχάσουν». 

Αυτοί οι δυστυχισμένοι διεφθαρμένοι άνθρωποι, που δεν αντέχουν να μείνουν μόνοι, με τον εαυτό τους, δεν μπορούν να βιώσουν απόλυτα «τις χαρές και τις λύπες τους, καθώς η ψυχή τους επαναστατεί». Νιώθουν λες και το σώμα τους είναι κομμένο στα δύο. Απολαμβάνουν να υπερηφανεύονται για τα κατορθώματά τους για λίγα λεπτά, αλλά «αμέσως μετά το μετανιώνουν και εύχονται να μην είχαν δοκιμάσει την ευχαρίστηση. Γιατί οι κακοί άνθρωποι πάντα αλλάζουν γνώμη». Ο Λέων Τολστόι, που είχε μελετήσει την αρχαιοελληνική λογοτεχνία και φιλοσοφία, μάλλον είχε διαβάσει Αριστοτέλη, όπως φαίνεται στην αρχή του έργου του Άννα Καρένινα (1877) από την παρατήρηση: “Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους· αλλά κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο.” Γιατί ο Αριστοτέλης είχε υποστηρίξει ότι το “καλό είναι απλό, ενώ το κακό έχει πολλές μορφές και επίσης ο καλός άνθρωπος είναι πάντα ίδιος και δεν αλλάζει χαρακτήρα, ενώ ο κακός και ο ανόητος είναι αρκετά διαφορετικοί το βράδυ από ό,τι ήταν το πρωί”. Δεν έχει γίνει ποτέ καλύτερη ανατομή της ποικιλόμορφης ψυχολογικής δυστυχίας που οι ανήθικοι προκαλούν στον εαυτό τους λόγω της ασυνέπειας στην ίδια τη συμπεριφορά τους.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

ΚΙΚΕΡΩΝ: Και αφού στοχάστηκα επί αυτού για πολύ

Έχω αναλογιστεί συχνά και εις βάθος το ερώτημα κατά πόσον η ευγλωττία και η εμμονική αφοσίωση στην ευφράδεια έχουν κάνει μεγαλύτερο καλό ή κακό στους ανθρώπους και στις πόλεις τους. Όταν στοχάζομαι τα δεινά που έχει επιφέρει στην πολιτεία μας, και επανεξετάζω στο μυαλό μου τις συμφορές των σημαντικότερων πόλεων της αρχαιότητας, διαπιστώνω ότι ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος των καταστροφών προκλήθηκε από τη δράση ανθρώπων που ήταν ιδιαίτερα έμπειροι στην ομιλία. Από την πλευρά, όταν αναζητώ στα χρονικά της γραμματείας γεγονότα που, λόγω της αρχαιότητάς τους, απέχουν από τη μνήμη της γενιάς μας, διαπιστώνω ότι πολλές πόλεις έχουν ιδρυθεί, οι φλόγες πάρα πολλών πολέμων έχουν σβήσει, οι σταθερότερες συμμαχίες και οι πιο τιμημένες φιλίες έχουν δημιουργηθεί, όχι μόνο από τη δύναμη της λογικής αλλά, επίσης, και με μεγαλύτερη ευκολία, από την ευφράδεια.

Και αφού στοχάστηκα επί αυτού για πολύ, η ίδια τούτη δύναμη της λογικής με οδηγεί να διαμορφώσω πρωτίστως αυτή την άποψη: η σοφία χωρίς την ευγλωττία συμβάλλει ελάχιστα στο καλό των πολιτειών, αλλά η ευγλωττία χωρίς τη σοφία είναι στις περισσότερες περιπτώσεις εξαιρετικά επιζήμια και ποτέ ωφέλιμη. Αν, λοιπόν, κάποιος αφιερώσει όλη του την ενέργεια στην εξάσκηση της ρητορικής, παραμελώντας τις υψηλότερες και τις ευγενέστερες επιδιώξεις της λογικής και της ηθικής διαγωγής, ανατρέφεται ως πολίτης άχρηστος για τον εαυτό του και επιβλαβής για την πατρίδα του- αλλά όποιος οπλίζεται με ευφράδεια με τέτοιον τρόπο που του επιτρέπει να μην πλήξει τα συμφέροντα της πατρίδος του, αλλά για να προαγάγει, αυτός ο άνδρας, θεωρώ, θα είναι ένας πολίτης αφοσιωμένος στην προώθηση των δικών του συμφερόντων όσο και του δήμου. (Περί ευρέσεως 1.1)

ΜΑΡΚΟΣ ΤΥΛΛΙΟΣ ΚΙΚΕΡΩΝ, Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΠΕΙΘΟΥΣ

Γιατί ο Χριστόφορος Κολόμβος δεν κατάλαβε ποτέ ότι ανακάλυψε μια νέα ήπειρo;

Στις 12 Οκτώβρη του 1492 ο Ιταλός θαλασσοπόρος Χριστόφορος Κολόμβος (Cristóbal Colón) φτάνει σ’ ένα από τα νησιά στις νοτιοδυτικές Μπαχάμες, το οποίο ονόμασε Σαν Σαλβαντόρ (Άγιος Σωτήρας).

Ήταν το αποτέλεσμα ενός περιπετειώδους (το πλήρωμα του ήταν έτοιμο να στασιάσει εναντίον του, καθώς ταξίδευαν καιρό πολύ χωρίς να εντοπίζουν στεριά πουθενά στον ορίζοντα) ταξιδιού δυόμισι μηνών με τα τρία πλοία που η βασίλισσα Ισαβέλλα της Ισπανίας του είχε παραχωρήσει. Ο δυναμικός θαλασσοπόρος θέλησε το 1492, πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία να πραγματοποιήσει, ένα ταξίδι προς την Ινδία με διαφορετική πορεία από τις προηγούμενες. Επηρεασμένος από την άποψη του Φλωρεντινού γεωγράφου και χαρτογράφου Πάολο Τοσκανέλλι, ότι θα μπορούσε να φθάσει κανείς στην Κίνα πλέοντας προς τα δυτικά, θέλησε να πραγματοποιήσει πρώτος το ταξίδι αυτό.

Για πολλά χρόνια ο Χριστόφορος Κολόμβος προσπαθούσε να πείσει τους ηγεμόνες της Πορτογαλίας και της Ισπανίας να τον βοηθήσουν, να υλοποιήσει το παράτολμο σχέδιό του για την προσέγγιση των Ανατολικών Ινδιών από τους θαλάσσιους δρόμους της Δύσης. Ο Κολόμβος γεννήθηκε στη Γένοβα το 1451, μια από τις ισχυρότερες ναυτικές δυνάμεις της εποχής και από πολύ μικρός, από 10 ετών, έλεγε ο ίδιος, άρχισε να ταξιδεύει. Το 1474 βρέθηκε στο Αιγαίο, συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τη χαμένη Ατλαντίδα και το 1477 ταξίδεψε στην Ισλανδία, όπου πληροφορήθηκε από Βάσκους φαλαινοθήρες ότι υπήρχε μια στεριά κατά το μέρος που βασίλευε ο ήλιος. Το 1481 πήγε στη Γουινέα, όπου άκουσε την παράδοση των ιθαγενών ότι «πέρα από τη μεγάλη θάλασσα, κατά τα δυτικά, στην άλλη άκρη της Γης, υπάρχει μεγάλη στεριά, όπου κατοικούν άνθρωποι με κόκκινο δέρμα». Η αρχική του υποψία σχετικά με τη σφαιρικότητα της Γης του έγινε σχεδόν έμμονη ιδέα και αποφάσισε να το διαπιστώσει μ’ ένα ταξίδι.

Το 1481 μετά το γάμο του με τη δόνα Φιλίππα Περεστρέλο, χάρη στον πεθερό του που ήταν διοικητής της Μαδέρας, κατόρθωσε να προσληφθεί στην υπηρεσία του βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωάννη Β΄, στον οποίο υπέβαλε υπόμνημα με το οποίο του ζητούσε να ναυλώσει τρία καράβια, για να ανακαλύψει δρόμο από τα δυτικά για την Ινδία. Ο βασιλιάς Ιωάννης, επηρεασμένος πιθανόν από τους συμβούλους του κι ίσως και από το δύσκολο του εγχειρήματος και καθώς η χώρα ήταν ήδη εξαντλημένη από τον πόλεμο με τους Μαυριτανούς, το απέρριψε. Στο τέλος του 1492 οι Ισπανοί κατέλαβαν τη Γρανάδα και μόνο τότε, σε μία ανάπαυλα του πολέμου, ενδιαφέρθηκε η βασίλισσα της Ισπανίας Ισαβέλλα για το σχέδιο του Κολόμβου. Τον εξουσιοδότησε να συγκροτήσει ένα στολίσκο σε συνεργασία με την εφοπλιστική οικογένεια των Πινθόν. Ο στολίσκος του αποτελούνταν από 2 καραβέλες (ΝΙΝΤΑ και ΠΙΝΤΑ) και τη ναυαρχίδα του βασιλικού στόλου (ΣΑΝΤΑ ΜΑΡΙΑ), στην οποία επέβαινε ο ίδιος και συμφωνήθηκε ότι, σε περίπτωση επιτυχίας των σκοπών του, θα ονομαζόταν ναύαρχος του ωκεανού, θα τον διόριζαν αντιβασιλέα των νέων χωρών που θα ανακάλυπτε και θα έπαιρνε το ένα δέκατο από τα εισοδήματα των χωρών αυτών. Ο Κολόμβος ξεκίνησε από το λιμάνι του Πάλος στην Ισπανία στις 3 Αυγούστου 1492 και μετά από ταξίδι δύο μηνών στις 12 Οκτωβρίου τα πλοία του έφτασαν στις νοτιοδυτικές Μπαχάμες. Προχωρώντας δυτικότερα ανακάλυψε την Κούβα και την Αϊτή (την οποία ονόμασε Ισπανιόλα). Αφού εγκατέστησε στα νησιά αυτά 43 άνδρες για φρουρούς, ξεκίνησε στις 4 Ιανουαρίου 1493 για το ταξίδι της επιστροφής και έφτασε στο λιμάνι της Λισσαβόνας στις 4 Μαρτίου 1493. Η υποδοχή που του έγινε ήταν θριαμβευτική. Οι Ισπανοί τον υποδέχτηκαν ενθουσιασμένοι και οι βασιλείς τον τίμησαν, όπως του είχαν υποσχεθεί, με τον τίτλο του ναυάρχου και του αντιβασιλέα των νέων χωρών και συνέχισαν να τον ενισχύουν οικονομικά για τα νέα του ταξίδια.

Το Σεπτέμβριο του 1493 ο Κολόμβος αναχώρησε για το δεύτερο εξερευνητικό ταξίδι του με στόλο 17 πλοίων. Το δεύτερο ταξίδι διήρκεσε τρία χρόνια και κατά τη διάρκειά του ανακάλυψε τα νησιά Δελιβεράδα, Ντομίνικα, Γουαδελούπη, Αντίκρα, Σαν Κριστομπάλ, Πόρτο Ρίκο και Ιαμαϊκή. Στο μεταξύ στην Ισπανιόλα είχαν αρχίσει οι συγκρούσεις μεταξύ ιθαγενών και Ισπανών και η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Η αντιπαλότητα οξύνθηκε περισσότερο στη διάρκεια του τρίτου ταξιδιού του (1498-1500), κατά τη διάρκεια του οποίου ανακάλυψε τα νησιά Τρινιντάντ και Τομπάγκο, για να αποβιβαστεί τελικά στο δέλτα του ποταμού Ορενόκου στη Νότια Αμερική. Όμως δεν πρόλαβε να εξερευνήσει τη νέα αυτή περιοχή. Ενώ προσπαθούσε να υπερασπίσει τους ιθαγενείς από τη σκληρότητα των Ισπανών, ξέσπασε εξέγερση εναντίον του, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να σταλεί αλυσοδεμένος στην Ισπανία. Αντικαταστάθηκε αμέσως από το Φραγκίσκο ντε Μομπαντίλια. Στο τέλος ο Κολόμβος κατόρθωσε να αποφυλακιστεί, πήρε χάρη από τον ίδιο το βασιλιά, χωρίς όμως να μπορέσει να αποκαταστήσει το κύρος που μέχρι τότε είχε. Παρόλα αυτά το 1502 ξεκίνησε για το τέταρτο και τελευταίο ταξίδι του, κατά το οποίο, αφού ολοκλήρωσε την ανακάλυψη των Αντιλών, εξερεύνησε τις ακτές της Κεντρικής Αμερικής από την Ονδούρα μέχρι τον κόλπο του Νταριέν. Όταν γύρισε στην πατρίδα, έγινε δεκτός με ψυχρότητα, χωρίς να εκπληρωθούν οι υποσχέσεις που του είχαν δοθεί. Επέστρεψε στην Ισπανία άρρωστος και λίγες βδομάδες αργότερα πέθανε η βασική και πρώτη χρηματοδότης των ταξιδιών του βασίλισσα Ισαβέλλα. Χωρίς οικονομική στήριξη πλέον ο Κολόμβος πέθανε το Μάιο του 1506 πιστεύοντας μέχρι τέλους ότι είχε ανακαλύψει τις ανατολικές ακτές της Ασίας.

Τη διαπίστωση ύπαρξης μιας νέας, ανεξάρτητης ηπείρου στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ωκεανού έκανε τελικά, ένας άλλος Ιταλός θαλασσοπόρος ο Αμέρικο Βεσπούτσι (1454-1512). Τα διερευνητικά ταξίδια του Βεσπούτσι κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Νότιας Αμερικής τον έπεισαν ότι μια νέα ήπειρος είχε ανακαλυφθεί. Ένας τολμηρός ισχυρισμός στις μέρες του, όταν ο καθένας, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Χριστόφορου Κολόμβου, πίστευαν ότι ταξίδευαν προς την Ανατολική Ασία. Η νέα ήπειρος ονομάστηκε προς τιμήν του Βεσπούτσι Αμερική.

Ο θάνατός του

Ο Χριστόφορος Κολόμβος πέθανε το 1506 και αρχικά ενταφιάστηκε στην ισπανική πόλη Βιγιαδολίδ. Το 1537 τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στην Καραϊβική, στο νησί Ισπανιόλα, τη σημερινή Δομινικανή Δημοκρατία και Αϊτή, όπως και ο ίδιος επιθυμούσε. Όταν οι Ισπανοί έχασαν τη συγκεκριμένη περιοχή από τους Γάλλους, το 1795, τα λείψανα του Κολόμβου μεταφέρθηκαν στην Κούβα, όπου παρέμειναν μέχρι τον Ισπανο-Αμερικανικό πόλεμο το 1898, όταν και επέστρεψαν στη Σεβίλλη. Η Δομινικανή Δημοκρατία, ωστόσο, ισχυρίζεται πως τα λείψανα του Κολόμβου δεν έφυγαν ποτέ από την Ισπανιόλα. Το 1877, σε ένα κουτί στον καθεδρικό ναό του Αγίου Δομίνικου βρέθηκαν οστά, με μία επιγραφή ότι ανήκουν στον «ένδοξο και διαπρεπή Cristobal Colon» (η ισπανική ονομασία του Χριστόφορου Κολόμβου), γεγονός που επέτρεψε στη Δομινικανή Δημοκρατία να υποστηρίζει ότι δεν έφυγαν ποτέ από την Ισπανιόλα.

Αναλύσεις DNA που πραγματοποιήθηκαν στα οστά της Σεβίλλης και σε αυτά του αδερφού του Κολόμβου, Ντιέγκο, που είναι και αυτός θαμμένος στην ίδια πόλη, έδειξαν πως τα δύο δείγματα ταιριάζουν απόλυτα. Όταν οι ερευνητές ανακοίνωσαν τα ευρήματα αυτά το 2006, δήλωσαν πως η διαμάχη γύρω από τον Κολόμβο έλαβε οριστικά τέλος. Ακόμα, όμως, δεν έχει γίνει ανάλυση στο DNA των οστών της Ισπανιόλας, γεγονός που αφήνει ανοιχτό ένα μικρό παράθυρο στην υπόθεση.

Γεωγραφικές εκτιμήσεις

Κάτω από την κυριαρχία της μογγολικής αυτοκρατορίας στην Ασία οι Ευρωπαίοι είχαν πρόσβαση στην Ινδία και την Κίνα μέσω ενός ασφαλούς περάσματος, τον λεγόμενο «Δρόμο του μεταξιού». Έτσι οι Ευρωπαίοι μπορούσαν να προμηθεύονται πολύτιμα και χρήσιμα αγαθά, όπως μετάξι, μπαχαρικά και οπιούχα. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς Τούρκους το 1453 το πέρασμα αυτό έγινε δύσκολα προσβάσιμο και επικίνδυνο. Τότε οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι αναζήτησαν τρόπο να φτάσουν στην Ασία πλέοντας γύρω από την Αφρική. Σημαντικό επίτευγμα θεωρήθηκε, όταν ο Βαρθολομαίος Ντιάζ έφτασε επιτυχώς στο Ακρωτήρι Καλής Θελήσεως ή Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, στη Νότια Αφρική. Παράλληλα τα αδέρφια του Κολόμβου είχαν επινοήσει ένα διαφορετικό σχέδιο για να φτάσουν στις Ινδίες, που τότε σήμαινε όλη η νότια και ανατολική Ασία, μέσω του Ατλαντικού.

Όταν ο Αμερικανός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, βιογράφος και ιστορικός Washington Irving εξέδωσε το 1828 τη βιογραφία του Κολόμβου, διαδόθηκε εύκολα η άποψη πως ο Κολόμβος είχε δυσκολία στο να εξασφαλίσει υποστήριξη για το σχέδιο του λόγω του ότι οι Χριστιανοί θεολόγοι υποστήριζαν πως η Γη είναι επίπεδη. Στην πραγματικότητα οι μορφωμένοι Ευρωπαίοι είχαν καταλάβει από την εποχή του Αριστοτέλη τον 4ο αιώνα π.Χ. ότι η γη είναι σφαιρική, μία άποψη που υποστήριζε κι ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος, το έργο του οποίου είχε μελετηθεί και τύγχανε μεγάλου σεβασμού στην Μεσαιωνική Ευρώπη. Η σφαιρικότητα της Γης εκφράζεται ακόμα στο έργο του Πτολεμαίου στο οποίο βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό η αστρονομία των αρχαίων χρόνων. Στα χρόνια του Κολόμβου, τεχνικές προσανατολισμού με βάση τα ουράνια σώματα, κυρίως του Ήλιου και της Σελήνης, ήταν αυτές που χρησιμοποιούνταν ευρέως από τους θαλασσοπόρους.

Ο Κολόμβος υπολόγισε διαφορετικά από τους άλλους μελετητές της εποχής του την απόσταση της Ευρώπης από την Ασία πλέοντας από τα δυτικά. Αυτό οφειλόταν σε 3 παράγοντες: υπολόγιζε πως η Γη ήταν μικρότερη από ότι πιστευόταν, ότι η Ευρασία ήταν μεγαλύτερη από ότι τότε πίστευαν, αλλά και τη βεβαιότητά του ότι η Ιαπωνία και άλλα ακατοίκητα νησιά απλώνονταν πολύ ανατολικότερα από τις ακτές της Κίνας. Ο Κολόμβος έκανε λάθος και στις τρεις παραπάνω βεβαιότητες, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αποδεκτές θεωρίες της εποχής του.

Ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., ο Κυρηναίος μαθηματικός, γεωγράφος και αστρονόμος Ερατοσθένης είχε υπολογίσει την περιφέρεια της Γης χρησιμοποιώντας απλή γεωμετρία και παρατηρώντας τις σκιές που σχηματίζονταν από τα αντικείμενα σε δύο διαφορετικές περιοχές: στην Αλεξάνδρεια και τη Συήνη (Ασσουάν) της Αιγύπτου. Ο Ποσειδώνιος ο Ρόδιος τον 1ο αιώνα π.Χ. διασταύρωσε τους υπολογισμούς του Ερατοσθένη μέσα από αστρικές παρατηρήσεις που έκανε ο ίδιος στην Ρόδο και στην Αλεξάνδρεια. Αυτές οι μετρήσεις των αρχαίων ερευνητών ήταν ευρέως διαδεδομένες ανάμεσα στους λόγιους στη εποχή του Κολόμβου. Ωστόσο, οι διαφορετικές μονάδες μέτρησης που χρησιμοποιούνταν στην εποχή του Ερατοσθένη και στον Μεσαίωνα οδήγησαν σε διαφωνίες για την ακριβή περιφέρεια της Γης.

Ο Κολόμβος βασίστηκε στην εκτίμηση του Πέρση αστρονόμου Alfraganus ότι το γεωγραφικό μήκος του παράλληλου του Ισημερινού ήταν περίπου 56 ⅔ μίλια χωρίς όμως να έχει λάβει υπ’ όψιν του ότι αυτή η εκτίμηση εκφραζόταν σε αραβικά μίλια (1.830 μ.) και όχι στα μικρότερου μεγέθους ρωμαϊκά μίλια με τα οποία ήταν εξοικειωμένος. Συνεπώς υπολόγισε λανθασμένα πως η περιφέρεια της Γης ήταν περίπου 30.200 χλμ., ενώ η πραγματική περιφέρεια της Γης ήταν 40.000 χλμ. (25.000 μίλια)!

Παρά τα λάθη του Κολόμβου στον υπολογισμό της ακριβούς περιφέρειας της γης και τη συνεχή, μέχρι τέλους, βεβαιότητά του ότι είχε φτάσει στις Ινδίες, το ταξίδι του άνοιξε νέους ορίζοντες για την ανθρωπότητα. Στην ήπειρο που ανακάλυψε εγκαταστάθηκαν καινούριοι λαοί και δημιουργήθηκαν νέα κράτη, που προσέφεραν πολλά στην παγκόσμια οικονομία και στον παγκόσμιο πολιτισμό. Άνοιξαν νέοι εμπορικοί σταθμοί και δρόμοι. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις προκολομβιανής επαφής της Αμερικής με άλλες ηπείρους και είναι θέμα συζήτησης αν μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι «ανακαλύπτει» μια ήπειρο η οποία κατοικείται ήδη από γηγενείς ή μη λαούς, ο Κολόμβος συχνά πιστώνεται με την ανακάλυψη της Αμερικής, καθώς το ταξίδι του σημείωσε την έναρξη ενός βίαιου αποικισμού της Νέας Γης. Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το ότι ο ίδιος ποτέ δεν έφτασε στην ενδοχώρα της ηπείρου, αλλά σε νησιά διάσπαρτα κοντά σε αυτή.

Άρχισε να δοκιμάζεται σε ανθρώπους τεχνητό αίμα που δημιουργήθηκε στο εργαστήριο

Βρετανοί επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι άρχισαν την πρώτη στην ιστορία της Ιατρικής μελέτη, στην οποία μεταγγίζουν σε ανθρώπους τεχνητό αίμα για να δουν πως θα αντιδράσει ο οργανισμός τους.

Αν επιτύχει, θα φέρει επανάσταση στην αντιμετώπιση των αιμοσφαιρινοπαθειών, όπως η μεσογειακή και η δρεπανοκυτταρική αναιμία.

Οι άνθρωποι με τις ανωτέρω παθήσεις πολύ συχνά αντιμετωπίζουν προβλήματα στις μεταγγίσεις τους καθώς υπάρχουν ελλείψεις αίματος.

Οι διαθέσιμες ποσότητες πάντοτε εξαρτώνται από τους διαθέσιμους εθελοντές.

Προς το παρόν οι μεταγγίσεις περιορίζονται σε ελάχιστη ποσότητα αίματος, περίπου δύο κουταλιές της σούπας.

Οι επιστήμονες όμως ελπίζουν πως σύντομα θα έχουν στα χέρια τους όσα στοιχεία χρειάζονται, ώστε να προχωρήσουν και σε μεγαλύτερες.

Το τεχνητό αίμα παρήχθη στο εργαστήριο από βλαστικά κύτταρα εθελοντών. Στόχος της ανάπτυξής του δεν είναι να αντικαταστήσει τις μεταγγίσεις αίματος από εθελοντές αιμοδότες. Οι επιστήμονες θέλουν κατ’ αρχάς να παράγουν σπάνιες ομάδες αίματος, για τις οποίες υπάρχει συνεχώς έλλειψη αιμοδοτών.

Οι συχνές μεταγγίσεις αίματος είναι απαραίτητες σε ορισμένους ασθενείς. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται οι πάσχοντες από αιμοσφαιρινοπάθειες, όπως η μεσογειακή και η δρεπανοκυτταρική αναιμία.

Οι ασθενείς αυτοί χρειάζονται τακτικά αίμα για να επιβιώσουν. Αν το αίμα που θα τους μεταγγιστεί δεν ταιριάζει απολύτως με το δικό τους, ο οργανισμός τους αρχίζει να το απορρίπτει.

«Μερικές ομάδες αίματος είναι πάρα πολύ σπάνιες και δεν μιλάμε για τις τέσσερις βασικές που γνωρίζει ο κόσμος», δήλωσε ο Dr. Ashley Mark Toye, καθηγητής Κυτταρικής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. «Για την ομάδα αίματος της Βομβάης, λ.χ., είναι ζήτημα αν υπάρχουν δέκα εθελοντές αιμοδότες σε ολόκληρη της Βρετανία».

Η ομάδα αυτή είναι επίσης γνωστή ως ομάδα αίματος hh ή Oh. Ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στην Ινδία, στην ομώνυμη πόλη. Αυτή τη στιγμή στη Βρετανία υπάρχουν μόλις τρεις αποθηκευμένες μονάδες αίματος από αυτή την ομάδα.

Νίτσε: Ό,τι ονομάζουμε “αγάπη”

Αγάπη και φιληδονία! Αλήθεια, πόσο διαφορετικά ακούγονται στις καρδιές μας οι δυο αυτές λέξεις. Κι όμως, θα μπορούσαν να εκφράζουν και οι δυο αυτές λέξεις το ίδιο ένστικτο, βαφτισμένο δυο φορές. Η πρώτη εγκωμιαστικά, απ’ την άποψη των ανικανοποίητων και των ακόρεστων που βρίσκουν «καλό» το ένστικτο αυτό· τη δεύτερη με τη χυδαία έννοια, από την άποψη εκείνων που γνωρίζουν καλά πλέον, που έχουν ένα ένστικτο κατοχής κατασιγασμένο κάπως, και που τώρα φοβούνται για τα «αγαθά» τους.

Η «αγάπη για τον συνάνθρωπό» μας δεν είναι τάχα επιτακτική ανάγκη για μια καινούρια ιδιοκτησία; Και αλήθεια, το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την αγάπη μας για τη γνώση, για την αλήθεια; Και γενικότερα για κάθε επιθυμία καινούριου; Κουραζόμαστε με το παλιό, για ό,τι γνωρίζουμε καλά και σίγουρα, έχουμε ανάγκη να τεντώσουμε τα χέρια μας ακόμα πιο μακριά. Και το πιο όμορφο τοπίο, όταν το ζήσουμε, όταν το έχουμε μπροστά στα μάτια μας για τρεις ολόκληρους μήνες, μας κουράζει· δεν είμαστε βέβαιοι για την αγάπη μας γι’ αυτό. Κάποια άλλη μακρινή όχθη, μας τραβάει περισσότερο.

Γενικότερα, μια κατοχή μειώνεται με τη χρήση.

Η ευχαρίστηση που αισθανόμαστε για τον εαυτόν μας προσπαθεί να διατηρηθεί με το να μεταμορφώνει πάντοτε κάποιο καινούριο πράγμα μέσα μας· κι αυτό ακριβώς ονομάζεται «κατοχή». Όταν κουραζόμαστε από ένα απόκτημα, κουραζόμαστε με τον ίδιο μας τον εαυτό. (Μπορούμε και να υποφέρουμε απ’ το παραπανίσιο· επίσης, και η ανάγκη του να πετάμε, να προσφέρουμε, μπορεί και αυτή να πάρει το κολακευτικό όνομα «αγάπη»). Όταν βλέπουμε κάποιον να υποφέρει, με μεγάλη προθυμία αρπάζουμε την ευκαιρία που μας προσφέρεται. Αυτό κάνει ο φιλεύσπλαχνος, ο συμπονετικός άνθρωπος· και αυτός, ονομάζει «αγάπη» την επιθυμία ενός νέου αποκτήματος που έχει ξυπνήσει μέσα στη ζωή του και την χαίρεται, όπως χαίρεται κανείς την πρόσκληση μιας καινούριας κατάστασης.

Αλλά εκείνο που παρουσιάζεται σαν επιθυμία απόκτησης είναι η φυλετική αγάπη. Αυτός που αγαπά θέλει να γνωρίζει αποκλειστικά το πρόσωπο που επιθυμεί, θέλει να εξουσιάζει απόλυτα, τόσο την ψυχή του, όσο και το σώμα του, θέλει να αγαπιέται μονάχα αυτός, να κυριαρχεί και να βασιλεύει μέσα στην άλλη ψυχή, σαν το υψηλότερο και πιο επιθυμητό αγαθό.

Αν καθίσουμε και σκεφτούμε προσεκτικά όλα τα παραπάνω, θα δούμε πως αυτό, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν φανερώνει τίποτ’ άλλο παρά απ’ το να αποκλείουμε ολόκληρο τον κόσμο απ’ την απόλαυση ενός αγαθού και μιας πολυτιμότατης ευτυχίας, αν σκεφτούμε πως αυτός που αγαπά προσπαθεί να κάνει φτωχούς και να στερήσει όλους τους άλλους αντιπάλους, και να γίνει ο δράκουλας του θησαυρού του σαν τον πιο αδιάκριτο «κατακτητή» και τον πιο εγωιστή εκμεταλλευτή· αν, τέλος, υποθέσουμε πως ολόκληρος ο υπόλοιπος κόσμος του είναι τελείως αδιάφορος, χωρίς χρώματα και χωρίς καμιά άξια, και πως είναι έτοιμος να κάνει κάθε θυσία, να διαταράξει κάθε καθιερωμένη τάξη, να βγάλει στο περιθώριο κάθε ενδιαφέρον, θα μείνουμε κατάπληκτοι!…

Ναι! Θα μείνουμε κατάπληκτοι και Θα αναρωτηθούμε: Πως αυτή η άγρια φιληδονία, αυτή η παράφρονη αδικία της σεξουαλικής αγάπης, υμνήθηκε και θεοποιήθηκε τόσο πολύ σε όλες τις εποχές της ιστορίας, και ακόμα, πως έβγαλαν από την αγάπη αυτή την ιδέα της αγάπης σαν αντίθετο του εγωισμού, ενώ ίσως αντιπροσωπεύει την πιο αυθόρμητη έκφρασή του.

Η συνήθεια, σ’ αυτή την περίπτωση, θα δημιουργήθηκε από αυτούς που δεν είχαν τίποτα και που επιθυμούσαν να αποκτήσουν κάτι. Είναι σίγουρο πως πάντα θα υπήρχαν και οι παραπανήσιοι. Όσοι άνθρωποι είχαν την τύχη να γνωρίσουν πολλά, να κορεστούν δηλαδή, πετούσαν κάπου κάπου τη λέξη «μανιασμένος δαίμονας», όπως ο αρχαίος Σοφοκλής, ο πιο αξιαγάπητος στους Αθηναίους. Αλλά ο Έρωτας πάντα κοροϊδεύει κάτι τέτοιους βλάσφημους· είναι οι μεγαλύτεροι ευνοούμενοί του.

Βέβαια, υπάρχει εδώ κι εκεί πάνω σ’ ολόκληρη τη γη κι ένα είδος επέκτασης του έρωτα, όπου η φιλήδονη επιθυμία που αισθάνονται δυο άνθρωποι ο ένας για τον άλλον, παραχωρεί τη θέση της σε μια καινούρια επιθυμία, σ’ έναν καινούριο πόθο, σε μια ύψιστη, κοινή επιθυμία, την επιθυμία ενός ιδανικού που να τους υπερβάλλει και τους δυο τους. Αλλά ποιος γνωρίζει αυτή την αγάπη; Ποιος άνθρωπος την έζησε;

Το όνομά της, το αληθινό της όνομα, είναι ΦΙΛΙΑ.

Φρίντριχ Νίτσε, Η θεωρία του σκοπού της ζωής

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 7.76.1–7.77.7

(ΘΟΥΚ 7.75.1–7.87.6: Η καταστροφή του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος) 

Λόγος του Νικία

[7.76.1] Ὁρῶν δὲ ὁ Νικίας τὸ στράτευμα ἀθυμοῦν καὶ ἐν μεγάλῃ
μεταβολῇ ὄν, ἐπιπαριὼν ὡς ἐκ τῶν ὑπαρχόντων ἐθάρσυνέ
τε καὶ παρεμυθεῖτο, βοῇ τε χρώμενος ἔτι μᾶλλον ἑκάστοις
καθ’ οὓς γίγνοιτο ὑπὸ προθυμίας καὶ βουλόμενος ὡς ἐπὶ
πλεῖστον γεγωνίσκων ὠφελεῖν τι.

[7.77.1] «Καὶ ἐκ τῶν παρόντων, ὦ Ἀθηναῖοι καὶ ξύμμαχοι, ἐλπίδα
χρὴ ἔχειν (ἤδη τινὲς καὶ ἐκ δεινοτέρων ἢ τοιῶνδε ἐσώθησαν),
μηδὲ καταμέμφεσθαι ὑμᾶς ἄγαν αὐτοὺς μήτε ταῖς ξυμφοραῖς
μήτε ταῖς παρὰ τὴν ἀξίαν νῦν κακοπαθίαις. [7.77.2] κἀγώ τοι
οὐδενὸς ὑμῶν οὔτε ῥώμῃ προφέρων (ἀλλ’ ὁρᾶτε δὴ ὡς
διάκειμαι ὑπὸ τῆς νόσου) οὔτ’ εὐτυχίᾳ δοκῶν που ὕστερός
του εἶναι κατά τε τὸν ἴδιον βίον καὶ ἐς τὰ ἄλλα, νῦν ἐν τῷ
αὐτῷ κινδύνῳ τοῖς φαυλοτάτοις αἰωροῦμαι· καίτοι πολλὰ
μὲν ἐς θεοὺς νόμιμα δεδιῄτημαι, πολλὰ δὲ ἐς ἀνθρώπους
δίκαια καὶ ἀνεπίφθονα. [7.77.3] ἀνθ’ ὧν ἡ μὲν ἐλπὶς ὅμως θρασεῖα
τοῦ μέλλοντος, αἱ δὲ ξυμφοραὶ οὐ κατ’ ἀξίαν δὴ φοβοῦσιν.
τάχα δὲ ἂν καὶ λωφήσειαν· ἱκανὰ γὰρ τοῖς τε πολεμίοις
ηὐτύχηται, καὶ εἴ τῳ θεῶν ἐπίφθονοι ἐστρατεύσαμεν, ἀπο-
χρώντως ἤδη τετιμωρήμεθα. [7.77.4] ἦλθον γάρ που καὶ ἄλλοι
τινὲς ἤδη ἐφ’ ἑτέρους, καὶ ἀνθρώπεια δράσαντες ἀνεκτὰ
ἔπαθον. καὶ ἡμᾶς εἰκὸς νῦν τά τε ἀπὸ τοῦ θεοῦ ἐλπίζειν
ἠπιώτερα ἕξειν (οἴκτου γὰρ ἀπ’ αὐτῶν ἀξιώτεροι ἤδη ἐσμὲν
ἢ φθόνου), καὶ ὁρῶντες ὑμᾶς αὐτοὺς οἷοι ὁπλῖται ἅμα καὶ ὅσοι
ξυντεταγμένοι χωρεῖτε μὴ καταπέπληχθε ἄγαν, λογίζεσθε δὲ
ὅτι αὐτοί τε πόλις εὐθύς ἐστε ὅποι ἂν καθέζησθε καὶ ἄλλη
οὐδεμία ὑμᾶς τῶν ἐν Σικελίᾳ οὔτ’ ἂν ἐπιόντας δέξαιτο ῥᾳδίως
οὔτ’ ἂν ἱδρυθέντας που ἐξαναστήσειεν. [7.77.5] τὴν δὲ πορείαν ὥστ’
ἀσφαλῆ καὶ εὔτακτον εἶναι αὐτοὶ φυλάξατε, μὴ ἄλλο τι
ἡγησάμενος ἕκαστος ἢ ἐν ᾧ ἂν ἀναγκασθῇ χωρίῳ μάχεσθαι,
τοῦτο καὶ πατρίδα καὶ τεῖχος κρατήσας ἕξειν. [7.77.6] σπουδὴ δὲ
ὁμοίως καὶ νύκτα καὶ ἡμέραν ἔσται τῆς ὁδοῦ· τὰ γὰρ ἐπιτήδεια
βραχέα ἔχομεν, καὶ ἢν ἀντιλαβώμεθά του φιλίου χωρίου τῶν
Σικελῶν (οὗτοι γὰρ ἡμῖν διὰ τὸ Συρακοσίων δέος ἔτι βέβαιοι
εἰσίν), ἤδη νομίζετε ἐν τῷ ἐχυρῷ εἶναι. προπέπεμπται δ’
ὡς αὐτούς, καὶ ἀπαντᾶν εἰρημένον καὶ σιτία ἄλλα κομίζειν.

[7.77.7] «Τό τε ξύμπαν γνῶτε, ὦ ἄνδρες στρατιῶται, ἀναγκαῖόν τε
ὂν ὑμῖν ἀνδράσιν ἀγαθοῖς γίγνεσθαι ὡς μὴ ὄντος χωρίου
ἐγγὺς ὅποι ἂν μαλακισθέντες σωθείητε καί, ἢν νῦν διαφύγητε
τοὺς πολεμίους, οἵ τε ἄλλοι τευξόμενοι ὧν ἐπιθυμεῖτέ που
ἐπιδεῖν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως
καίπερ πεπτωκυῖαν ἐπανορθώσοντες· ἄνδρες γὰρ πόλις, καὶ
οὐ τείχη οὐδὲ νῆες ἀνδρῶν κεναί».

***
[7.76.1] Βλέποντας ο Νικίας το στρατό κυριευμένο από τέτοια κατάθλιψη να παρουσιάζει τόσο διαφορετική εντύπωση απ' ό,τι ήταν άλλοτε, πήγαινε από το ένα τάγμα στο άλλο και τους εγκάρδιωνε και τους παρηγορούσε όσο γινόταν, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν και υψώνοντας τη φωνή ακόμα περισσότερο σε κάθε τμήμα του στρατού που έφτανε, από τον πολύ του ζήλο και τον πόθο του να τους κάνει όσο πιο καλό μπορούσε με τη δυνατή του ομιλία, και τους μιλούσε πάνω–κάτω έτσι:

[7.77.1] «Ακόμα κι από την τωρινή κατάσταση, Αθηναίοι και σύμμαχοι πρέπει ν' αντλείτε ελπίδες, (κι άλλοι έχουνε σωθεί από χειρότερα) και να μη λέτε μέσα σας πως φταίτε σεις ούτε για τις συμφορές, ούτε για την κακοπάθηση που υποφέρετε τώρα, που δε σας άξιζαν. [7.77.2] Κ' εγώ ο ίδιος δεν είμαι πιο δυνατός ούτε από τον πιο αδύναμο από σας (γιατί βλέπετε πώς έχω καταντήσει από την αρρώστια), κ' ενώ στην καλοτυχιά μου ως τώρα δεν έπεφτα θαρρώ πίσω από κανένα, τόσο στην ιδιωτική μου ζωή, όσο και στη σταδιοδρομία μου γενικά, βρίσκομαι τώρα στον ίδιο κίντυνο όσο κ' οι πιο ταπεινοί στρατιώτες· μ' όλο που πέρασα τη ζωή μου τιμώντας τους θεούς μ' όλες τις συνειθισμένες τελετές και κάνοντας απέναντι στους ανθρώπους πολλές δίκαιες πράξεις, που να μη δίνουν καμιάν αφορμή στους φθονερούς. [7.77.3] Και για ολ' αυτά είναι οι ελπίδες μου για το μέλλον τολμηρά υψηλές, κι αν οι συμφορές με φοβίζουν, είναι γιατί δεν τις αξίζατε. Και μπορεί σύντομα να λουφάξουν· γιατί αρκετές καλοτυχιές είδαν ως τώρα οι εχτροί μας, κι αν όταν ξεκινήσαμε για την εκστρατεία προκαλέσαμε με την υπεροψία μας το φθόνο κανενός θεού, έχομε κι όλας τιμωρηθεί με το παραπάνω. [7.77.4] Κι άλλοι δηλαδή πριν από μας πήγαν να χτυπήσουν ξένους τόπους, κι αφού έκαναν τις αμαρτίες που είναι στη φύση του ανθρώπου, έπαθαν συμφορές, αλλά υποφερτές. Είναι λοιπόν φυσικό κ' εμείς τώρα να ελπίζομε πως θα μας δειχτούν πιο σπλαχνικοί οι θεοί (γιατί αξίζομε από μέρους τους τώρα πιότερο τη λύπηση παρά το φθόνο), και βλέποντας τώρα το δικό σας στρατό, τι γενναίοι αρματωμένοι που είστε και πόσοι πορεύεστε μαζί σε παράταξη μάχης, δεν πρέπει να νιώθετε τόσο μεγάλη απελπισία, παρά να συλλογίζεστε πως εσείς οι ίδιοι θ' αποτελέσετε από την πρώτη στιγμή πολιτεία ολόκληρη όπου κι αν εγκατασταθείτε, κι άλλη καμιά από τις πολιτείες στη Σικελία δεν είναι άξια να σας αντιμετωπίσει εύκολα αν της επιτεθείτε, ούτε αν έχετε κι όλας εγκατασταθεί, μπορεί να σας ξεσηκώσει και να σας διώξει. [7.77.5] Και για να πραγματοποιηθεί η πορεία σας με ασφάλεια και τάξη, έχετε το νου σας και σεις οι ίδιοι, κι ο καθένας ας μη στοχάζεται άλλο τίποτα παρά πως σ' όποιο μέρος αναγκαστεί να πολεμήσει, αυτό, αν νικήσει, θα το 'χει και για πατρίδα και για φρούριο. [7.77.6] Και θα πορευόμαστε με την ίδια βιάση και μέρα και νύχτα· γιατί οι προμήθείες μας είναι λιγοστές, κι αν πιάσομε σε κανένα μέρος των Σικελών φιλικό μας (γιατί αυτοί μας έχουνε μείνει ακόμα σίγουροι φίλοι επειδή φοβούνται τους Συρακούσιους) μόνο τότε να πιστέψετε πως είμαστε κι όλας σε ασφαλισμένο τόπο. Τους έχομε κι όλας μηνύσει, μερικοί από το στρατό, να μας ανταμώσουνε στο δρόμο και να φέρουν τρόφιμα. [7.77.7] Και μ' ένα λόγο, καταλάβετέ το καλά, στρατιώτες μου, πως είναι απόλυτη ανάγκη να φανείτε παλληκάρια, γιατί δεν υπάρχει κοντά τόπος όπου αν δειλιάσετε, μπορεί να καταφύγετε και να σωθείτε· κι αν ξεφύγετε τώρα από τους εχτρούς, τόσο οι άλλοι θα κατορθώσετε ό,τι ποθεί η καρδιά σας, να ξαναϊδείτε· κι όσοι είστε Αθηναίοι, θα ξαναστεριώσετε τη μεγάλη δύναμη της πολιτείας μας, μ' όλο που είναι τώρα πεσμένη τόσο χαμηλά. Γιατί το κράτος είναι οι άνθρωποι, κι όχι τα τειχιά ή τα καράβια».