ΧΟ. ἀλλ᾽ ἴθι χαίρων, καὶ πράξειας
κατὰ νοῦν τὸν ἐμόν, καί σε φυλάττοι
500 Ζεὺς Ἀγοραῖος· καὶ νικήσας
αὖθις ἐκεῖθεν πάλιν ὡς ἡμᾶς
ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος.
ὑμεῖς δ᾽ ἡμῖν προσέχετε τὸν νοῦν
τοῖς ἀναπαίστοις,
505 ὦ παντοίας ἤδη μούσης
πειραθέντες καθ᾽ ἑαυτούς.
εἰ μέν τις ἀνὴρ τῶν ἀρχαίων κωμῳδοδιδάσκαλος ἡμᾶς
ἠνάγκαζεν λέξοντας ἔπη πρὸς τὸ θέατρον παραβῆναι,
οὐκ ἂν φαύλως ἔτυχεν τούτου· νῦν δ᾽ ἄξιός ἐσθ᾽ ὁ ποητής,
510 ὅτι τοὺς αὐτοὺς ἡμῖν μισεῖ τολμᾷ τε λέγειν τὰ δίκαια,
καὶ γενναίως πρὸς τὸν Τυφῶ χωρεῖ καὶ τὴν ἐριώλην.
ἃ δὲ θαυμάζειν ὑμῶν φησιν πολλοὺς αὐτῷ προσιόντας
καὶ βασανίζειν πῶς οὐχὶ πάλαι χορὸν αἰτοίη καθ᾽ ἑαυτόν,
ἡμᾶς ὑμῖν ἐκέλευε φράσαι περὶ τούτου. φησὶ γὰρ ἁνὴρ
515 οὐχ ὑπ᾽ ἀνοίας τοῦτο πεπονθὼς διατρίβειν, ἀλλὰ νομίζων
κωμῳδοδιδασκαλίαν εἶναι χαλεπώτατον ἔργον ἁπάντων·
πολλῶν γὰρ δὴ πειρασάντων αὐτὴν ὀλίγοις χαρίσασθαι·
ὑμᾶς τε πάλαι διαγιγνώσκων ἐπετείους τὴν φύσιν ὄντας
καὶ τοὺς προτέρους τῶν ποιητῶν ἅμα τῷ γήρᾳ προδιδόντας·
520 τοῦτο μὲν εἰδὼς ἅπαθε Μάγνης ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις,
ὃς πλεῖστα χορῶν τῶν ἀντιπάλων νίκης ἔστησε τροπαῖα·
πάσας δ᾽ ὑμῖν φωνὰς ἱεὶς καὶ ψάλλων καὶ πτερυγίζων
καὶ λυδίζων καὶ ψηνίζων καὶ βαπτόμενος βατραχειοῖς
οὐκ ἐξήρκεσεν, ἀλλὰ τελευτῶν ἐπὶ γήρως, οὐ γὰρ ἐφ᾽ ἥβης,
525 ἐξεβλήθη πρεσβύτης ὤν, ὅτι τοῦ σκώπτειν ἀπελείφθη·
εἶτα Κρατίνου μεμνημένος, ὃς πολλῷ ῥεύσας ποτ᾽ ἐπαίνῳ
διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει, καὶ τῆς στάσεως παρασύρων
ἐφόρει τὰς δρῦς καὶ τὰς πλατάνους καὶ τοὺς ἐχθροὺς προθελύμνους·
ᾆσαι δ᾽ οὐκ ἦν ἐν συμποσίῳ πλήν· «Δωροῖ συκοπέδιλε»,
530 καὶ «τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων»· οὕτως ἤνθησεν ἐκεῖνος.
νυνὶ δ᾽ ὑμεῖς αὐτὸν ὁρῶντες παραληροῦντ᾽ οὐκ ἐλεεῖτε,
ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων καὶ τοῦ τόνου οὐκέτ᾽ ἐνόντος
τῶν θ᾽ ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν· ἀλλὰ γέρων ὢν περιέρρει,
ὥσπερ Κοννᾶς, στέφανον μὲν ἔχων αὗον, δίψῃ δ᾽ ἀπολωλώς,
535 ὃν χρῆν διὰ τὰς προτέρας νίκας πίνειν ἐν τῷ πρυτανείῳ,
καὶ μὴ ληρεῖν, ἀλλὰ θεᾶσθαι λιπαρὸν παρὰ τῷ Διονύσῳ.
οἵας δὲ Κράτης ὀργὰς ὑμῶν ἠνέσχετο καὶ στυφελιγμούς,
ὃς ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμπεν,
ἀπὸ κραμβοτάτου στόματος μάττων ἀστειοτάτας ἐπινοίας·
540 χοὖτος μέντοι μόνος ἀντήρκει, τοτὲ μὲν πίπτων, τοτὲ δ᾽ οὐχί.
ταῦτ᾽ ὀρρωδῶν διέτριβεν ἀεί, καὶ πρὸς τούτοισιν ἔφασκεν
ἐρέτην χρῆναι πρῶτα γενέσθαι πρὶν πηδαλίοις ἐπιχειρεῖν,
κᾆτ᾽ ἐντεῦθεν πρῳρατεῦσαι καὶ τοὺς ἀνέμους διαθρῆσαι,
κᾆτα κυβερνᾶν αὐτὸν ἑαυτῷ. τούτων οὖν οὕνεκα πάντων,
545 ὅτι σωφρονικῶς κοὐκ ἀνοήτως εἰσπηδήσας ἐφλυάρει,
αἴρεσθ᾽ αὐτῷ πολὺ τὸ ῥόθιον, παραπέμψατ᾽ ἐφ᾽ ἕνδεκα κώπαις,
θόρυβον χρηστὸν ληναΐτην,
ἵν᾽ ὁ ποιητὴς ἀπίῃ χαίρων
κατὰ νοῦν πράξας,
550 φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ.
***
ΧΟΡ. Στο καλό λοιπόν, προχώρα με το χαμόγελο στα χείλη κι όλα να μας έρθουν δεξιά. Να σε σκέπει
[500] ο Δίας ο Αγοραίος· κι από κει να μας ξανάλθεις νικητής, στο κεφάλι σου σωρός τα στεφάνια.
(Στους θεατές:) Εσείς τώρα ακούστε με προσοχή τους ανάπαιστους, εσείς που δείχνετε τόση ευαισθησία σε κάθε λογής ποίηση.
Αν κανείς από τους παλιούς κωμικούς μας ποιητές μάς ζόριζε ν᾽ απευθυνθούμε με την παράβασή μας στο κοινό για να σας μεταφέρουμε τα λόγια του, έπρεπε να μας χρυσώσει για να δει τέτοια χάρη. Αλλά ο σημερινός ποιητής την αξίζει τούτη τη χάρη,
[510] γιατί μισεί τους ίδιους που μισούμε κι εμείς και τολμά να μολογά τα δίκια, και βαδίζει γενναία ενάντια στον Τυφώνα και τον Κυκλώνα. Και μας είπε πως πολλοί από σας τον βρίσκουν και του εκφράζουν την απορία και τον ψιλορωτούν για ποιό λόγο εδώ και χρόνια δεν ζήτησε από τους άρχοντες να παρουσιάσει κωμωδία στους θεατρικούς αγώνες με τ᾽ όνομά του. Λοιπόν μας παρακάλεσε εμείς να σας εξηγήσουμε αυτό το πράμα. Δηλαδή ο άνθρωπος υποστηρίζει ότι δεν ήταν από ανοησία που άφησε να περάσει ο καιρός, αλλά επειδή πίστευε ότι το ανέβασμα μιας κωμωδίας είναι το πιο δύσκολο πράμα στον κόσμο. Πολλοί τη φλερτάρησαν, αλλά σε λίγους άνοιξε την αγκαλιά της. Κι από την άλλη, διαπίστωσε ότι είστε φτερό στον άνεμο κι απαρνηθήκατε τους παλιότερους ποιητές μόλις τους βρήκαν τα γηρατειά.
[520] Πρώτα-πρώτα ήξερε ποιά τύχη είχε ο Μάγνης, από την ώρα που οι άσπρες τρίχες πλήθυναν στο κεφάλι του — ο Μάγνης που έστησε τρόπαια νίκης σε αγώνες κωμωδίας όσο κανένας άλλος ενάντια στους αντιπάλους του! Και τί δεν έκανε για χάρη σας: να κάνει όλες τις φωνές, να παίζει κιθάρα, να φτεροκοπά σαν πουλί, να παρασταίνει τον Λυδό, να παρασταίνει τον ορνιό, να βάφεται με χρώμα βατράχου! Και μ᾽ όλ᾽ αυτά, δεν τα ᾽βγαλε πέρα, και στα στερνά του, στα γεράματα, όχι βέβαια στα νιάτα του, τον πετάξατε απ᾽ τη σκηνή γέρο άνθρωπο, επειδή στέρεψε η σατιρική του φλέβα. Κατόπιν ο ποιητής μας είχε στον νου του τον Κρατίνο, που άλλοτε μες σ᾽ άφθονα χειροκροτήματα χυνόταν σαν νεροσυρμή στις ολόισες πεδιάδες και ξεριζώνοντας απ᾽ τη θέση τους παρέσερνε τις δρυς και τα πλατάνια και τους εχθρούς του με τις ρίζες τους. Σ᾽ όποιο συμπόσιο κι αν πήγαινες, μόνο τα δικά του κομμάτια τραγουδιότανε, το «Δωροδοκία με τσόκαρα από συκοφαντόξυλο»
[530] και το «Πρωτομάστορες καλοδουλεμένων τραγουδιών». Τέτοια δόξα γνώρισε εκείνος. Και τώρα εσείς τον βλέπετε ν᾽ αραδιάζει κοτσάνες και δεν τον ψυχοπονάτε, τώρα που πέσανε τα σιντεφένια στριφτάρια της κιθάρας του και χαλάρωσαν οι κόρδες και λάσκαραν πέρα-πέρα οι αρμοί της. Κι αυτός στα γηρατειά του πλανιέται αλήτης, δεύτερος Κόνων-νάς, με μαραμένο το στεφάνι στο κεφάλι και διψασμένος του θανατά — αυτός που του ᾽πρεπε για τις νίκες που κέρδισε να ᾽χει εξασφαλίσει δημόσια τιμητική κρασοκατάνυξη, κι αντί να λέει σαχλαμάρες, να τον βλέπαμε θρονιασμένο στην πρώτη σειρά, δίπλα στον θρόνο του Διόνυσου, μ᾽ ολόλαμπρο πρόσωπο. Τέλος ο Κράτης — αυτός κι αν δεν άκουσε γιουχαΐσματα, θυμούς και σφυρίγματα, αυτός που με λίγα έξοδα σας έστελνε στο σπίτι χορτάτους· στο ντελικάτο στόμα του ζύμωνε τα πιο φίνα κωμικά ευρήματα. [540] Και μ᾽ όλ᾽ αυτά, μονάχα αυτός κρατιόταν, άλλοτε πέφτοντας χάμω κι άλλοτε μένοντας όρθιος.
Νά λοιπόν τί φοβόταν ο ποιητής μας και ολοένα τ᾽ ανέβαλε, και προσθέτει ακόμα ότι το σωστό είναι ν᾽ αρχίσεις από κουπολάτης, πριν πιάσεις στο χέρι σου τιμόνι, κατόπι να πιλοτάρεις και να βιγλίσεις τους ανέμους, και μόνο ύστερ᾽ απ᾽ όλ᾽ αυτά να γίνεις καπετάνιος στο καράβι σου. Λοιπόν για όλ᾽ αυτά, επειδή σαν μετρημένος άνθρωπος δεν καβάλησε το καλάμι για να λέει στη σκηνή ό,τι του κατέβει, υψώστε για χάρη του κραυγή θριάμβου, ξεπροβοδίστε τον με παλαμάκια και «ζήτω!» βροντερά, που ταιριάζουν στο θέατρο του Ληναίου, έτσι που ο ποιητής να γυρίσει σπίτι του χαρούμενος αφού όλα θα του έρθουν δεξιά,
[550] αστράφτοντας από χαρά, με μέτωπο αχτινοβόλο.
κατὰ νοῦν τὸν ἐμόν, καί σε φυλάττοι
500 Ζεὺς Ἀγοραῖος· καὶ νικήσας
αὖθις ἐκεῖθεν πάλιν ὡς ἡμᾶς
ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος.
ὑμεῖς δ᾽ ἡμῖν προσέχετε τὸν νοῦν
τοῖς ἀναπαίστοις,
505 ὦ παντοίας ἤδη μούσης
πειραθέντες καθ᾽ ἑαυτούς.
εἰ μέν τις ἀνὴρ τῶν ἀρχαίων κωμῳδοδιδάσκαλος ἡμᾶς
ἠνάγκαζεν λέξοντας ἔπη πρὸς τὸ θέατρον παραβῆναι,
οὐκ ἂν φαύλως ἔτυχεν τούτου· νῦν δ᾽ ἄξιός ἐσθ᾽ ὁ ποητής,
510 ὅτι τοὺς αὐτοὺς ἡμῖν μισεῖ τολμᾷ τε λέγειν τὰ δίκαια,
καὶ γενναίως πρὸς τὸν Τυφῶ χωρεῖ καὶ τὴν ἐριώλην.
ἃ δὲ θαυμάζειν ὑμῶν φησιν πολλοὺς αὐτῷ προσιόντας
καὶ βασανίζειν πῶς οὐχὶ πάλαι χορὸν αἰτοίη καθ᾽ ἑαυτόν,
ἡμᾶς ὑμῖν ἐκέλευε φράσαι περὶ τούτου. φησὶ γὰρ ἁνὴρ
515 οὐχ ὑπ᾽ ἀνοίας τοῦτο πεπονθὼς διατρίβειν, ἀλλὰ νομίζων
κωμῳδοδιδασκαλίαν εἶναι χαλεπώτατον ἔργον ἁπάντων·
πολλῶν γὰρ δὴ πειρασάντων αὐτὴν ὀλίγοις χαρίσασθαι·
ὑμᾶς τε πάλαι διαγιγνώσκων ἐπετείους τὴν φύσιν ὄντας
καὶ τοὺς προτέρους τῶν ποιητῶν ἅμα τῷ γήρᾳ προδιδόντας·
520 τοῦτο μὲν εἰδὼς ἅπαθε Μάγνης ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις,
ὃς πλεῖστα χορῶν τῶν ἀντιπάλων νίκης ἔστησε τροπαῖα·
πάσας δ᾽ ὑμῖν φωνὰς ἱεὶς καὶ ψάλλων καὶ πτερυγίζων
καὶ λυδίζων καὶ ψηνίζων καὶ βαπτόμενος βατραχειοῖς
οὐκ ἐξήρκεσεν, ἀλλὰ τελευτῶν ἐπὶ γήρως, οὐ γὰρ ἐφ᾽ ἥβης,
525 ἐξεβλήθη πρεσβύτης ὤν, ὅτι τοῦ σκώπτειν ἀπελείφθη·
εἶτα Κρατίνου μεμνημένος, ὃς πολλῷ ῥεύσας ποτ᾽ ἐπαίνῳ
διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει, καὶ τῆς στάσεως παρασύρων
ἐφόρει τὰς δρῦς καὶ τὰς πλατάνους καὶ τοὺς ἐχθροὺς προθελύμνους·
ᾆσαι δ᾽ οὐκ ἦν ἐν συμποσίῳ πλήν· «Δωροῖ συκοπέδιλε»,
530 καὶ «τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων»· οὕτως ἤνθησεν ἐκεῖνος.
νυνὶ δ᾽ ὑμεῖς αὐτὸν ὁρῶντες παραληροῦντ᾽ οὐκ ἐλεεῖτε,
ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων καὶ τοῦ τόνου οὐκέτ᾽ ἐνόντος
τῶν θ᾽ ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν· ἀλλὰ γέρων ὢν περιέρρει,
ὥσπερ Κοννᾶς, στέφανον μὲν ἔχων αὗον, δίψῃ δ᾽ ἀπολωλώς,
535 ὃν χρῆν διὰ τὰς προτέρας νίκας πίνειν ἐν τῷ πρυτανείῳ,
καὶ μὴ ληρεῖν, ἀλλὰ θεᾶσθαι λιπαρὸν παρὰ τῷ Διονύσῳ.
οἵας δὲ Κράτης ὀργὰς ὑμῶν ἠνέσχετο καὶ στυφελιγμούς,
ὃς ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμπεν,
ἀπὸ κραμβοτάτου στόματος μάττων ἀστειοτάτας ἐπινοίας·
540 χοὖτος μέντοι μόνος ἀντήρκει, τοτὲ μὲν πίπτων, τοτὲ δ᾽ οὐχί.
ταῦτ᾽ ὀρρωδῶν διέτριβεν ἀεί, καὶ πρὸς τούτοισιν ἔφασκεν
ἐρέτην χρῆναι πρῶτα γενέσθαι πρὶν πηδαλίοις ἐπιχειρεῖν,
κᾆτ᾽ ἐντεῦθεν πρῳρατεῦσαι καὶ τοὺς ἀνέμους διαθρῆσαι,
κᾆτα κυβερνᾶν αὐτὸν ἑαυτῷ. τούτων οὖν οὕνεκα πάντων,
545 ὅτι σωφρονικῶς κοὐκ ἀνοήτως εἰσπηδήσας ἐφλυάρει,
αἴρεσθ᾽ αὐτῷ πολὺ τὸ ῥόθιον, παραπέμψατ᾽ ἐφ᾽ ἕνδεκα κώπαις,
θόρυβον χρηστὸν ληναΐτην,
ἵν᾽ ὁ ποιητὴς ἀπίῃ χαίρων
κατὰ νοῦν πράξας,
550 φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ.
***
ΧΟΡ. Στο καλό λοιπόν, προχώρα με το χαμόγελο στα χείλη κι όλα να μας έρθουν δεξιά. Να σε σκέπει
[500] ο Δίας ο Αγοραίος· κι από κει να μας ξανάλθεις νικητής, στο κεφάλι σου σωρός τα στεφάνια.
(Στους θεατές:) Εσείς τώρα ακούστε με προσοχή τους ανάπαιστους, εσείς που δείχνετε τόση ευαισθησία σε κάθε λογής ποίηση.
Αν κανείς από τους παλιούς κωμικούς μας ποιητές μάς ζόριζε ν᾽ απευθυνθούμε με την παράβασή μας στο κοινό για να σας μεταφέρουμε τα λόγια του, έπρεπε να μας χρυσώσει για να δει τέτοια χάρη. Αλλά ο σημερινός ποιητής την αξίζει τούτη τη χάρη,
[510] γιατί μισεί τους ίδιους που μισούμε κι εμείς και τολμά να μολογά τα δίκια, και βαδίζει γενναία ενάντια στον Τυφώνα και τον Κυκλώνα. Και μας είπε πως πολλοί από σας τον βρίσκουν και του εκφράζουν την απορία και τον ψιλορωτούν για ποιό λόγο εδώ και χρόνια δεν ζήτησε από τους άρχοντες να παρουσιάσει κωμωδία στους θεατρικούς αγώνες με τ᾽ όνομά του. Λοιπόν μας παρακάλεσε εμείς να σας εξηγήσουμε αυτό το πράμα. Δηλαδή ο άνθρωπος υποστηρίζει ότι δεν ήταν από ανοησία που άφησε να περάσει ο καιρός, αλλά επειδή πίστευε ότι το ανέβασμα μιας κωμωδίας είναι το πιο δύσκολο πράμα στον κόσμο. Πολλοί τη φλερτάρησαν, αλλά σε λίγους άνοιξε την αγκαλιά της. Κι από την άλλη, διαπίστωσε ότι είστε φτερό στον άνεμο κι απαρνηθήκατε τους παλιότερους ποιητές μόλις τους βρήκαν τα γηρατειά.
[520] Πρώτα-πρώτα ήξερε ποιά τύχη είχε ο Μάγνης, από την ώρα που οι άσπρες τρίχες πλήθυναν στο κεφάλι του — ο Μάγνης που έστησε τρόπαια νίκης σε αγώνες κωμωδίας όσο κανένας άλλος ενάντια στους αντιπάλους του! Και τί δεν έκανε για χάρη σας: να κάνει όλες τις φωνές, να παίζει κιθάρα, να φτεροκοπά σαν πουλί, να παρασταίνει τον Λυδό, να παρασταίνει τον ορνιό, να βάφεται με χρώμα βατράχου! Και μ᾽ όλ᾽ αυτά, δεν τα ᾽βγαλε πέρα, και στα στερνά του, στα γεράματα, όχι βέβαια στα νιάτα του, τον πετάξατε απ᾽ τη σκηνή γέρο άνθρωπο, επειδή στέρεψε η σατιρική του φλέβα. Κατόπιν ο ποιητής μας είχε στον νου του τον Κρατίνο, που άλλοτε μες σ᾽ άφθονα χειροκροτήματα χυνόταν σαν νεροσυρμή στις ολόισες πεδιάδες και ξεριζώνοντας απ᾽ τη θέση τους παρέσερνε τις δρυς και τα πλατάνια και τους εχθρούς του με τις ρίζες τους. Σ᾽ όποιο συμπόσιο κι αν πήγαινες, μόνο τα δικά του κομμάτια τραγουδιότανε, το «Δωροδοκία με τσόκαρα από συκοφαντόξυλο»
[530] και το «Πρωτομάστορες καλοδουλεμένων τραγουδιών». Τέτοια δόξα γνώρισε εκείνος. Και τώρα εσείς τον βλέπετε ν᾽ αραδιάζει κοτσάνες και δεν τον ψυχοπονάτε, τώρα που πέσανε τα σιντεφένια στριφτάρια της κιθάρας του και χαλάρωσαν οι κόρδες και λάσκαραν πέρα-πέρα οι αρμοί της. Κι αυτός στα γηρατειά του πλανιέται αλήτης, δεύτερος Κόνων-νάς, με μαραμένο το στεφάνι στο κεφάλι και διψασμένος του θανατά — αυτός που του ᾽πρεπε για τις νίκες που κέρδισε να ᾽χει εξασφαλίσει δημόσια τιμητική κρασοκατάνυξη, κι αντί να λέει σαχλαμάρες, να τον βλέπαμε θρονιασμένο στην πρώτη σειρά, δίπλα στον θρόνο του Διόνυσου, μ᾽ ολόλαμπρο πρόσωπο. Τέλος ο Κράτης — αυτός κι αν δεν άκουσε γιουχαΐσματα, θυμούς και σφυρίγματα, αυτός που με λίγα έξοδα σας έστελνε στο σπίτι χορτάτους· στο ντελικάτο στόμα του ζύμωνε τα πιο φίνα κωμικά ευρήματα. [540] Και μ᾽ όλ᾽ αυτά, μονάχα αυτός κρατιόταν, άλλοτε πέφτοντας χάμω κι άλλοτε μένοντας όρθιος.
Νά λοιπόν τί φοβόταν ο ποιητής μας και ολοένα τ᾽ ανέβαλε, και προσθέτει ακόμα ότι το σωστό είναι ν᾽ αρχίσεις από κουπολάτης, πριν πιάσεις στο χέρι σου τιμόνι, κατόπι να πιλοτάρεις και να βιγλίσεις τους ανέμους, και μόνο ύστερ᾽ απ᾽ όλ᾽ αυτά να γίνεις καπετάνιος στο καράβι σου. Λοιπόν για όλ᾽ αυτά, επειδή σαν μετρημένος άνθρωπος δεν καβάλησε το καλάμι για να λέει στη σκηνή ό,τι του κατέβει, υψώστε για χάρη του κραυγή θριάμβου, ξεπροβοδίστε τον με παλαμάκια και «ζήτω!» βροντερά, που ταιριάζουν στο θέατρο του Ληναίου, έτσι που ο ποιητής να γυρίσει σπίτι του χαρούμενος αφού όλα θα του έρθουν δεξιά,
[550] αστράφτοντας από χαρά, με μέτωπο αχτινοβόλο.