725 ΔΗ. οὐκ ἔστιν ἐν τοῖς μὴ καλοῖς βουλεύμασιν
οὐδ᾽ ἐλπίς, ἥτις καὶ θράσος τι προξενεῖ.
ΧΟ. ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ ᾽ξ ἑκουσίας
ὀργὴ πέπειρα, τῆς σε τυγχάνειν πρέπει.
ΔΗ. τοιαῦτα δ᾽ ἂν λέξειεν οὐχ ὁ τοῦ κακοῦ
730 κοινωνός, ἀλλ᾽ ᾧ μηδέν ἐστ᾽ οἴκοι βαρύ.
ΧΟ. σιγᾶν ἂν ἁρμόζοι σε τὸν πλείω λόγον,
εἰ μή τι λέξεις παιδὶ τῷ σαυτῆς· ἐπεὶ
πάρεστι, μαστὴρ πατρὸς ὃς πρὶν ᾤχετο.
ΥΛ. ὦ μῆτερ, ὡς ἂν ἐκ τριῶν σ᾽ ἓν εἱλόμην,
735 ἢ μηκέτ᾽ εἶναι ζῶσαν, ἢ σεσωμένην
ἄλλου κεκλῆσθαι μητέρ᾽, ἢ λῴους φρένας
τῶν νῦν παρουσῶν τῶνδ᾽ ἀμείψασθαί ποθεν.
ΔΗ. τί δ᾽ ἐστίν, ὦ παῖ, πρός γ᾽ ἐμοῦ στυγούμενον;
ΥΛ. τὸν ἄνδρα τὸν σὸν ἴσθι, τὸν δ᾽ ἐμὸν λέγω
740 πατέρα, κατακτείνασα τῇδ᾽ ἐν ἡμέρᾳ.
ΔΗ. οἴμοι, τίν᾽ ἐξήνεγκας, ὦ τέκνον, λόγον;
ΥΛ. ὃν οὐχ οἷόν τε μὴ τελεσθῆναι· τὸ γὰρ
φανθὲν τίς ἂν δύναιτ᾽ ἂν ἀγένητον ποεῖν;
ΔΗ. πῶς εἶπας, ὦ παῖ; τοῦ πάρ᾽ ἀνθρώπων μαθὼν
745 ἄζηλον οὕτως ἔργον εἰργάσθαι με φής;
ΥΛ. αὐτὸς βαρεῖαν ξυμφορὰν ἐν ὄμμασιν
πατρὸς δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων.
ΔΗ. ποῦ δ᾽ ἐμπελάζεις τἀνδρὶ καὶ παρίστασαι;
ΥΛ. εἰ χρὴ μαθεῖν σε, πάντα δὴ φωνεῖν χρεών.
750 ὅθ᾽ εἷρπε κλεινὴν Εὐρύτου πέρσας πόλιν,
νίκης ἄγων τροπαῖα κἀκροθίνια,
ἀκτή τις ἀμφίκλυστος Εὐβοίας ἄκρον
Κήναιόν ἐστιν, ἔνθα πατρῴῳ Διὶ
βωμοὺς ὁρίζει τεμενίαν τε φυλλάδα·
755 οὗ νιν τὰ πρῶτ᾽ ἐσεῖδον ἄσμενος πόθῳ.
μέλλοντι δ᾽ αὐτῷ πολυθύτους τεύχειν σφαγὰς
κῆρυξ ἀπ᾽ οἴκων ἵκετ᾽ οἰκεῖος Λίχας,
τὸ σὸν φέρων δώρημα, θανάσιμον πέπλον·
ὃν κεῖνος ἐνδύς, ὡς σὺ προυξεφίεσο,
760 ταυροκτονεῖ μὲν δώδεκ᾽ ἐντελεῖς ἔχων
λείας ἀπαρχὴν βοῦς· ἀτὰρ τὰ πάνθ᾽ ὁμοῦ
ἑκατὸν προσῆγε συμμιγῆ βοσκήματα.
καὶ πρῶτα μὲν δείλαιος ἵλεῳ φρενὶ
κόσμῳ τε χαίρων καὶ στολῇ κατηύχετο·
765 ὅπως δὲ σεμνῶν ὀργίων ἐδαίετο
φλὸξ αἱματηρὰ κἀπὸ πιείρας δρυός,
ἱδρὼς ἀνῄει χρωτί, καὶ προσπτύσσεται
πλευραῖσιν ἀρτίκολλος, ὥστε τέκτονος,
χιτὼν ἅπαν κατ᾽ ἄρθρον· ἦλθε δ᾽ ὀστέων
770 ἀδαγμὸς ἀντίσπαστος· εἶτα φοινίας
ἐχθρᾶς ἐχίδνης ἰὸς ὣς ἐδαίνυτο.
***
ΧΟΡ. Βέβαια και δεν μπορεί παρά να νιώθει
φόβο κανείς μπρος σ᾽ επικίνδυνα έργα·
μα και πριν απ᾽ την έκβαση δεν πρέπει
να εξοφλά την ελπίδα. ΔΗΙ. Δεν υπάρχει
μες στα όχι καλά σχέδια ουδ᾽ ελπίδα,
που να μπορεί να δώσει κάποιο θάρρος.
ΧΟΡ. Μα για έναν που λαθέψει αθέλητά του
στομώνει η οργή, κι έτσι με σένα πρέπει.
ΔΗΙ. Τέτοια μπορεί να λέει όποιος δεν είναι
ο ένοχος του κακού, μα όχι και κείνος
730 που απάνω του σηκώνει όλο το βάρος.
ΧΟΡ. Μα ίσως ταίριαζε τώρα να ᾽παυες
να μιλάς πιότερα γι᾽ αυτά, αν δεν έχεις
σκοπό να μάθει τίποτα κι ο γιος σου.
γιατί γύρισε, νά τον, που είχε πάει
για να τον βρει τον πατέρα του στα ξένα.
ΥΛΛ. Ω μητέρα, πώς θα ᾽θελα για σένα
έν᾽ απ᾽ τα τρί᾽ αυτά: ή να μη ζούσες
ή, αν ζούσες, άλλου να λεγόσουν μάνα
ή, αντίς αυτό το νου σου πὄχεις τώρα,
ν᾽ άλλαζες άλλον πιο καλό από κάπου.
ΔΗΙ. Τί ᾽ναι, γιε μου, που μὄχεις τέτοια φρίκη;
ΥΛΛ. Τον άντρα σου, τον πατέρα μου εμένα,
740 μάθε πως έχεις σήμερα σκοτώσει.
ΔΗΙ. Ω Θεέ μου, τί ᾽ν᾽ αυτό που λες, παιδί μου;
ΥΛΛ. Πράμα, που δεν μπορεί να μη έχει γίνει·
γιατί ποιός θα μπορούσε κάτι πὄχει
τελειώσει πια, αγέννητο να κάμει;
ΔΗΙ. Τί είπες, παιδί; κι από ποιόν το ᾽χεις μάθει
πως τέτοιο φριχτό πράμα εγώ έχω κάμει;
ΥΛΛ. Ο ίδιος μ᾽ αυτά τα μάτια μου την είδα
τη φριχτή του πατέρα μου τη μοίρα
κι όχι που να την άκουσα από κάποιον.
ΔΗΙ. Και πού τον βρήκες; πού είχετε ανταμώσει;
ΥΛΛ. Μα αν πρέπει να τα μάθεις, όλα πρέπει
κι εγώ να δηγηθώ. Αφού είχε πάρει
750 την ξακουσμένη του Εύρυτου την πόλη,
έφυγε με τα τρόπαια της νίκης
και με τα λάφυρά του· λοιπόν είναι
στην Εύβοια μια κυματόζωστη ξέρα,
ο Κήναιος κάβος, όπου αφιερώνει
βωμούς κι άλσος ιερό στο Δία πατέρα,
κι όπου τον πρωταντάμωσα γιομάτος
χαρά από τη λαχτάρα μου που τού ειχα.
Εκεί, ενώ ήταν έτοιμος ν᾽ αρχίσει
τ᾽ αμέτρητά του θύματα να σφάζει,
έρχετ᾽ εδώ απ᾽ το σπίτι ο κήρυκάς του
ο σπιτικός, ο Λίχας, φέρνοντάς του
το δώρο σου — το θανάσιμο πέπλο·
που αφού το φόρεσε, όπως του μηνούσες,
760 σφάζει δώδεκα, πρώτα, τέλεια βόδια
της λείας τα προφαντά· μα είχε αραδιάσει
μπρος στους βωμούς κι άλλα λογής-λογής
σφαχτάρια, όλα μαζί μια εκατοντάδα.
Και στην αρχή με την ψυχή γαλήνια
κι όλος χαρά μες στη λαμπρή στολή του
προσεύχονταν, ο δόλιος· μα ότι πήρε
ν᾽ ανάφτει της ιερής θυσίας η φλόγα
θρεμμένη από αίμα κι απ᾽ της δρύας την πίσσα,
άρχισ᾽ απ᾽ το κορμί να τρέχει ο ιδρώτας
και του κολλά ο χιτώνας στα πλευρά του
σφιχτά, καθώς σ᾽ έν᾽ άγαλμα, και σ᾽ όλα
τα μέλη του· μα ευτύς στα κόκαλά του
770 μια σουβλιά τον περνά που τον τραντάζει·
κι έπειτ᾽ αρχίζει να τον τρώει, σα να ᾽ταν
άγριας, αιμοβόρας οχιάς φαρμάκι.