ΞΑ. νὴ τὸν Διόνυσον, ἄπορά γ᾽ ἡμῖν πράγματα
1475 δαίμων τις εἰσκεκύλικεν εἰς τὴν οἰκίαν.
ὁ γὰρ γέρων ὡς ἔπιε διὰ πολλοῦ χρόνου
ἤκουσέ τ᾽ αὐλοῦ, περιχαρὴς τῷ πράγματι
ὀρχούμενος τῆς νυκτὸς οὐδὲν παύεται
τἀρχαῖ᾽ ἐκεῖν᾽ οἷς Θέσπις ἠγωνίζετο·
1480 καὶ τοὺς τραγῳδούς φησιν ἀποδείξειν κρόνους
τοὺς νῦν διορχησάμενος ὀλίγον ὕστερον.
ΦΙ. τίς ἐπ᾽ αὐλείοισι θύραις θάσσει;
ΞΑ. τουτὶ καὶ δὴ χωρεῖ τὸ κακόν.
ΦΙ. κλῇθρα χαλάσθω τάδε. καὶ δὴ γὰρ
1485 σχήματος ἀρχὴ—
ΞΑ. μᾶλλον δέ γ᾽ ἴσως μανίας ἀρχή.
ΦΙ. πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥύμης.
οἷον μυκτὴρ μυκᾶται καὶ
σφόνδυλος ἀχεῖ. ΞΑ. πῖθ᾽ ἑλλέβορον.
1490 ΦΙ. πτήσσει Φρύνιχος ὥς τις ἀλέκτωρ—
ΞΑ. τάχα βαλλήσει.
ΦΙ. σκέλος οὐράνιόν ‹γ᾽› ἐκλακτίζων.
ΞΑ. πρωκτὸς χάσκει. ΦΙ. κατὰ σαυτὸν ὅρα.
νῦν γὰρ ἐν ἄρθροις τοῖς ἡμετέροις
1495 στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών.
οὐκ εὖ; ΞΑ. μὰ Δί᾽ οὐ δῆτ᾽, ἀλλὰ μανικὰ πράγματα.
ΦΙ. φέρε νυν ἀνείπω κἀνταγωνιστὰς καλῶ.
εἴ τις τραγῳδός φησιν ὀρχεῖσθαι καλῶς,
ἐμοὶ διορχησόμενος ἐνθάδ᾽ εἰσίτω.
1500 φησίν τις ἢ οὐδείς; ΞΑ. εἷς γ᾽ ἐκεινοσὶ μόνος.
ΦΙ. τίς ὁ κακοδαίμων ἐστίν; ΞΑ. υἱὸς Καρκίνου
ὁ μέσατος. ΦΙ. ἀλλ᾽ οὗτός γε καταποθήσεται·
ἀπολῶ γὰρ αὐτὸν ἐμμελείᾳ κονδύλου.
ἐν τῷ ῥυθμῷ γὰρ οὐδέν ἐστ᾽. ΞΑ. ἀλλ᾽, ᾠζυρέ,
1505 ἕτερος τραγῳδὸς Καρκινίτης ἔρχεται,
ἀδελφὸς αὐτοῦ. ΦΙ. νὴ Δί᾽, ὠψώνηκ᾽ ἄρα.
ΞΑ. μὰ τὸν Δί᾽ οὐδέν γ᾽ ἄλλο πλήν τρεῖς καρκίνους·
προσέρχεται γὰρ ἕτερος αὖ τῶν Καρκίνου.
ΦΙ. τουτὶ τί ἦν τὸ προσέρπον; ὀξὶς ἢ φάλαγξ;
1510 ΞΑ. ὁ πιννοτήρης οὗτός ἐστι τοῦ γένους,
ὁ σμικρότατος, ὃς τὴν τραγῳδίαν ποεῖ.
ΦΙ. ὦ Καρκίν᾽, ὦ μακάριε τῆς εὐπαιδίας,
ὅσον τὸ πλῆθος κατέπεσεν τῶν ὀρχίλων.
ἀτὰρ καταβατέον γ᾽ ἐπ᾽ αὐτούς μοι· σὺ δὲ
1515 ἅλμην κύκα τούτοισιν, ἢν ἐγὼ κρατῶ.
***
Βγαίνει από το σπίτι ο Ξανθίας.
ΞΑΝ. Μεγάλους, μά το Διόνυσο, μπελάδες
κάποιος θεός μάς έφερε στο σπίτι.
Ήπιε, ήπιε ο γέρος, τού ᾽παιξαν κι αυλό,
και, από χαρά τρελός, όλη τη νύχτα
χορεύει και δε λέει να σταματήσει,
παλιούς χορούς από του Θέσπη τα έργα·
1480 οι χορευτές, λέει, τώρα είν᾽ όλοι μπούφοι·
θα παραβγεί μαζί τους να το δούνε.
Ακούγεται η φωνή του Φιλοκλέωνα από μέσα.
ΦΙΛ. Στην αυλόπορτα ποιός;
ΞΑΝ. Κατά δω προχωρεί η συμφορά.
ΦΙΛ. Μπρος! Το μάνταλο ανοίχτε μου.
Ανοίγει η πόρτα και ο Φιλοκλέωνας βγαίνει χορεύοντας.
Νά,
ο χορός αρχινά…
ΞΑΝ. Βρε δε λες πως η τρέλα αρχινά;
ΦΙΛ. στην ορμή του λυγούν τα πλευρά,
δυνατά τα ρουθούνια φυσούν,
τα σφοντύλια σφυρίζουν, βροντούν.
ΞΑΝ. Τρελοβότανο τρέχα να πιεις.
1490 ΦΙΛ. Σαν κοκόρι μαζεύεται ο Φρύνιχος, να…
ΞΑΝ. Θα σ᾽ αρχίσουν στις πέτρες σε λίγο θαρρώ.
ΦΙΛ. και κλοτσά και το πόδι τινάζει ψηλά.
ΞΑΝ. Από πίσω σου βλέπω ανοιχτή μια σπηλιά.
ΦΙΛ. Τη δική σου εσύ κοίτα δουλειά.
Απ᾽ την τόση μου ορμή
ξεκλειδώθηκαν πια των γοφών μου οι αρμοί.
Σταματά.
Ωραία δεν είναι; ΞΑΝ. Ωραία παλαβομάρα.
ΦΙΛ. Και τώρα εγώ θα βγω ν᾽ αντροκαλέσω.
Στους θεατές.
Ποιός σας καυχιέται πως καλά χορεύει
σε τραγωδίες; Εμπρός, να παραβγούμε!
1500 Είναι κανένας; ΞΑΝ. Ένας! Εκεί κάτω.
Έρχεται ένας μικρόσωμος χορευτής μεταμφιεσμένος σε κάβουρα.
ΦΙΛ. Ποιός είν᾽ ο δόλιος; ΞΑΝ. Είναι ο μεσιανός
γιος του Καβούρη. ΦΙΛ. Μια χαψιά θα γίνει·
μια γροθοπατινάδα και θα λιώσει·
δε νιώθει από ρυθμό. ΞΑΝ. Μα, κακομοίρη,
έρχεται κι άλλος, νά, απ᾽ τους Καβουραίους·
αδερφός του.
Έρχεται δεύτερος χορευτής, με την ίδια μεταμφίεση.
ΦΙΛ. Όπως βλέπω, έχω…ψωνίσει.
ΞΑΝ., βλέποντας να έρχεται και τρίτος χορευτής, καβουρόμορφος κι αυτός.
Ε, πόσα ψώνια; τρία καβούρια· ορίστε,
κι ο τρίτος γιος σιμώνει του Καβούρη.
ΦΙΛ. Βρε τί ᾽ν᾽ αυτό; Σφαλάγγι ή ρωγαλίδα;
1510 ΞΑΝ. Το πιννοκάβουρο είναι της γενιάς·
ο πιο μικρός· αυτός που γράφει τα έργα.
ΦΙΛ. Ω Καβούρη, καλότυχε πατέρα!
Τα τρυποκάρυδα έπεσαν μπουλούκι.
Μα κατεβαίνω, να πιαστώ μαζί τους.
Στον Ξανθία.
Πιάσ᾽ εσύ κι ανακάτευε τη σάλτσα,
για να τους ρίξω μέσα, αν τους νικήσω.
Προχωρεί ως το κέντρο της ορχήστρας.
1475 δαίμων τις εἰσκεκύλικεν εἰς τὴν οἰκίαν.
ὁ γὰρ γέρων ὡς ἔπιε διὰ πολλοῦ χρόνου
ἤκουσέ τ᾽ αὐλοῦ, περιχαρὴς τῷ πράγματι
ὀρχούμενος τῆς νυκτὸς οὐδὲν παύεται
τἀρχαῖ᾽ ἐκεῖν᾽ οἷς Θέσπις ἠγωνίζετο·
1480 καὶ τοὺς τραγῳδούς φησιν ἀποδείξειν κρόνους
τοὺς νῦν διορχησάμενος ὀλίγον ὕστερον.
ΦΙ. τίς ἐπ᾽ αὐλείοισι θύραις θάσσει;
ΞΑ. τουτὶ καὶ δὴ χωρεῖ τὸ κακόν.
ΦΙ. κλῇθρα χαλάσθω τάδε. καὶ δὴ γὰρ
1485 σχήματος ἀρχὴ—
ΞΑ. μᾶλλον δέ γ᾽ ἴσως μανίας ἀρχή.
ΦΙ. πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥύμης.
οἷον μυκτὴρ μυκᾶται καὶ
σφόνδυλος ἀχεῖ. ΞΑ. πῖθ᾽ ἑλλέβορον.
1490 ΦΙ. πτήσσει Φρύνιχος ὥς τις ἀλέκτωρ—
ΞΑ. τάχα βαλλήσει.
ΦΙ. σκέλος οὐράνιόν ‹γ᾽› ἐκλακτίζων.
ΞΑ. πρωκτὸς χάσκει. ΦΙ. κατὰ σαυτὸν ὅρα.
νῦν γὰρ ἐν ἄρθροις τοῖς ἡμετέροις
1495 στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών.
οὐκ εὖ; ΞΑ. μὰ Δί᾽ οὐ δῆτ᾽, ἀλλὰ μανικὰ πράγματα.
ΦΙ. φέρε νυν ἀνείπω κἀνταγωνιστὰς καλῶ.
εἴ τις τραγῳδός φησιν ὀρχεῖσθαι καλῶς,
ἐμοὶ διορχησόμενος ἐνθάδ᾽ εἰσίτω.
1500 φησίν τις ἢ οὐδείς; ΞΑ. εἷς γ᾽ ἐκεινοσὶ μόνος.
ΦΙ. τίς ὁ κακοδαίμων ἐστίν; ΞΑ. υἱὸς Καρκίνου
ὁ μέσατος. ΦΙ. ἀλλ᾽ οὗτός γε καταποθήσεται·
ἀπολῶ γὰρ αὐτὸν ἐμμελείᾳ κονδύλου.
ἐν τῷ ῥυθμῷ γὰρ οὐδέν ἐστ᾽. ΞΑ. ἀλλ᾽, ᾠζυρέ,
1505 ἕτερος τραγῳδὸς Καρκινίτης ἔρχεται,
ἀδελφὸς αὐτοῦ. ΦΙ. νὴ Δί᾽, ὠψώνηκ᾽ ἄρα.
ΞΑ. μὰ τὸν Δί᾽ οὐδέν γ᾽ ἄλλο πλήν τρεῖς καρκίνους·
προσέρχεται γὰρ ἕτερος αὖ τῶν Καρκίνου.
ΦΙ. τουτὶ τί ἦν τὸ προσέρπον; ὀξὶς ἢ φάλαγξ;
1510 ΞΑ. ὁ πιννοτήρης οὗτός ἐστι τοῦ γένους,
ὁ σμικρότατος, ὃς τὴν τραγῳδίαν ποεῖ.
ΦΙ. ὦ Καρκίν᾽, ὦ μακάριε τῆς εὐπαιδίας,
ὅσον τὸ πλῆθος κατέπεσεν τῶν ὀρχίλων.
ἀτὰρ καταβατέον γ᾽ ἐπ᾽ αὐτούς μοι· σὺ δὲ
1515 ἅλμην κύκα τούτοισιν, ἢν ἐγὼ κρατῶ.
***
Βγαίνει από το σπίτι ο Ξανθίας.
ΞΑΝ. Μεγάλους, μά το Διόνυσο, μπελάδες
κάποιος θεός μάς έφερε στο σπίτι.
Ήπιε, ήπιε ο γέρος, τού ᾽παιξαν κι αυλό,
και, από χαρά τρελός, όλη τη νύχτα
χορεύει και δε λέει να σταματήσει,
παλιούς χορούς από του Θέσπη τα έργα·
1480 οι χορευτές, λέει, τώρα είν᾽ όλοι μπούφοι·
θα παραβγεί μαζί τους να το δούνε.
Ακούγεται η φωνή του Φιλοκλέωνα από μέσα.
ΦΙΛ. Στην αυλόπορτα ποιός;
ΞΑΝ. Κατά δω προχωρεί η συμφορά.
ΦΙΛ. Μπρος! Το μάνταλο ανοίχτε μου.
Ανοίγει η πόρτα και ο Φιλοκλέωνας βγαίνει χορεύοντας.
Νά,
ο χορός αρχινά…
ΞΑΝ. Βρε δε λες πως η τρέλα αρχινά;
ΦΙΛ. στην ορμή του λυγούν τα πλευρά,
δυνατά τα ρουθούνια φυσούν,
τα σφοντύλια σφυρίζουν, βροντούν.
ΞΑΝ. Τρελοβότανο τρέχα να πιεις.
1490 ΦΙΛ. Σαν κοκόρι μαζεύεται ο Φρύνιχος, να…
ΞΑΝ. Θα σ᾽ αρχίσουν στις πέτρες σε λίγο θαρρώ.
ΦΙΛ. και κλοτσά και το πόδι τινάζει ψηλά.
ΞΑΝ. Από πίσω σου βλέπω ανοιχτή μια σπηλιά.
ΦΙΛ. Τη δική σου εσύ κοίτα δουλειά.
Απ᾽ την τόση μου ορμή
ξεκλειδώθηκαν πια των γοφών μου οι αρμοί.
Σταματά.
Ωραία δεν είναι; ΞΑΝ. Ωραία παλαβομάρα.
ΦΙΛ. Και τώρα εγώ θα βγω ν᾽ αντροκαλέσω.
Στους θεατές.
Ποιός σας καυχιέται πως καλά χορεύει
σε τραγωδίες; Εμπρός, να παραβγούμε!
1500 Είναι κανένας; ΞΑΝ. Ένας! Εκεί κάτω.
Έρχεται ένας μικρόσωμος χορευτής μεταμφιεσμένος σε κάβουρα.
ΦΙΛ. Ποιός είν᾽ ο δόλιος; ΞΑΝ. Είναι ο μεσιανός
γιος του Καβούρη. ΦΙΛ. Μια χαψιά θα γίνει·
μια γροθοπατινάδα και θα λιώσει·
δε νιώθει από ρυθμό. ΞΑΝ. Μα, κακομοίρη,
έρχεται κι άλλος, νά, απ᾽ τους Καβουραίους·
αδερφός του.
Έρχεται δεύτερος χορευτής, με την ίδια μεταμφίεση.
ΦΙΛ. Όπως βλέπω, έχω…ψωνίσει.
ΞΑΝ., βλέποντας να έρχεται και τρίτος χορευτής, καβουρόμορφος κι αυτός.
Ε, πόσα ψώνια; τρία καβούρια· ορίστε,
κι ο τρίτος γιος σιμώνει του Καβούρη.
ΦΙΛ. Βρε τί ᾽ν᾽ αυτό; Σφαλάγγι ή ρωγαλίδα;
1510 ΞΑΝ. Το πιννοκάβουρο είναι της γενιάς·
ο πιο μικρός· αυτός που γράφει τα έργα.
ΦΙΛ. Ω Καβούρη, καλότυχε πατέρα!
Τα τρυποκάρυδα έπεσαν μπουλούκι.
Μα κατεβαίνω, να πιαστώ μαζί τους.
Στον Ξανθία.
Πιάσ᾽ εσύ κι ανακάτευε τη σάλτσα,
για να τους ρίξω μέσα, αν τους νικήσω.
Προχωρεί ως το κέντρο της ορχήστρας.