Παρασκευή 13 Μαΐου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (23.740-23.810)

740 Πηλεΐδης δ᾽ αἶψ᾽ ἄλλα τίθει ταχυτῆτος ἄεθλα,
ἀργύρεον κρητῆρα, τετυγμένον· ἓξ δ᾽ ἄρα μέτρα
χάνδανεν, αὐτὰρ κάλλει ἐνίκα πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν
πολλόν, ἐπεὶ Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν,
Φοίνικες δ᾽ ἄγον ἄνδρες ἐπ᾽ ἠεροειδέα πόντον,
745 στῆσαν δ᾽ ἐν λιμένεσσι, Θόαντι δὲ δῶρον ἔδωκαν·
υἷος δὲ Πριάμοιο Λυκάονος ὦνον ἔδωκε
Πατρόκλῳ ἥρωϊ Ἰησονίδης Εὔνηος.
καὶ τὸν Ἀχιλλεὺς θῆκεν ἀέθλιον οὗ ἑτάροιο,
ὅς τις ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο·
750 δευτέρῳ αὖ βοῦν θῆκε μέγαν καὶ πίονα δημῷ,
ἡμιτάλαντον δὲ χρυσοῦ λοισθήϊ᾽ ἔθηκε.
στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν·
«ὄρνυσθ᾽ οἳ καὶ τούτου ἀέθλου πειρήσεσθε.»
ὣς ἔφατ᾽, ὄρνυτο δ᾽ αὐτίκ᾽ Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας,
755 ἂν δ᾽ Ὀδυσεὺς πολύμητις, ἔπειτα δὲ Νέστορος υἱὸς
Ἀντίλοχος· ὁ γὰρ αὖτε νέους ποσὶ πάντας ἐνίκα.
στὰν δὲ μεταστοιχί· σήμηνε δὲ τέρματ᾽ Ἀχιλλεύς.
τοῖσι δ᾽ ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος· ὦκα δ᾽ ἔπειτα
ἔκφερ᾽ Ὀϊλιάδης· ἐπὶ δ᾽ ὄρνυτο δῖος Ὀδυσσεὺς
760 ἄγχι μάλ᾽, ὡς ὅτε τίς τε γυναικὸς ἐϋζώνοιο
στήθεός ἐστι κανών, ὅν τ᾽ εὖ μάλα χερσὶ τανύσσῃ
πηνίον ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον, ἀγχόθι δ᾽ ἴσχει
στήθεος· ὣς Ὀδυσεὺς θέεν ἐγγύθεν, αὐτὰρ ὄπισθεν
ἴχνια τύπτε πόδεσσι πάρος κόνιν ἀμφιχυθῆναι·
765 κὰδ δ᾽ ἄρα οἱ κεφαλῆς χέ᾽ ἀϋτμένα δῖος Ὀδυσσεὺς
αἰεὶ ῥίμφα θέων· ἴαχον δ᾽ ἐπὶ πάντες Ἀχαιοὶ
νίκης ἱεμένῳ, μάλα δὲ σπεύδοντι κέλευον.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πύματον τέλεον δρόμον, αὐτίκ᾽ Ὀδυσσεὺς
εὔχετ᾽ Ἀθηναίῃ γλαυκώπιδι ὃν κατὰ θυμόν·
770 «κλῦθι, θεά, ἀγαθή μοι ἐπίρροθος ἐλθὲ ποδοῖιν.»
ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος· τοῦ δ᾽ ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη,
γυῖα δ᾽ ἔθηκεν ἐλαφρά, πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τάχ᾽ ἔμελλον ἐπαΐξασθαι ἄεθλον,
ἔνθ᾽ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων —βλάψεν γὰρ Ἀθήνη—
775 τῇ ῥα βοῶν κέχυτ᾽ ὄνθος ἀποκταμένων ἐριμύκων,
οὓς ἐπὶ Πατρόκλῳ πέφνεν πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
ἐν δ᾽ ὄνθου βοέου πλῆτο στόμα τε ῥῖνάς τε·
κρητῆρ᾽ αὖτ᾽ ἀνάειρε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
ὡς ἦλθε φθάμενος· ὁ δὲ βοῦν ἕλε φαίδιμος Αἴας.
780 στῆ δὲ κέρας μετὰ χερσὶν ἔχων βοὸς ἀγραύλοιο,
ὄνθον ἀποπτύων, μετὰ δ᾽ Ἀργείοισιν ἔειπεν·
«ὢ πόποι, ἦ μ᾽ ἔβλαψε θεὰ πόδας, ἣ τὸ πάρος περ
μήτηρ ὣς Ὀδυσῆϊ παρίσταται ἠδ᾽ ἐπαρήγει.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπ᾽ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν.
785 Ἀντίλοχος δ᾽ ἄρα δὴ λοισθήϊον ἔκφερ᾽ ἄεθλον
μειδιόων, καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν·
«εἰδόσιν ὔμμ᾽ ἐρέω πᾶσιν, φίλοι, ὡς ἔτι καὶ νῦν
ἀθάνατοι τιμῶσι παλαιοτέρους ἀνθρώπους.
Αἴας μὲν γὰρ ἐμεῖ᾽ ὀλίγον προγενέστερός ἐστιν,
790 οὗτος δὲ προτέρης γενεῆς προτέρων τ᾽ ἀνθρώπων·
ὠμογέροντα δέ μίν φασ᾽ ἔμμεναι· ἀργαλέον δὲ
ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, εἰ μὴ Ἀχιλλεῖ.»
Ὣς φάτο, κύδηνεν δὲ ποδώκεα Πηλεΐωνα.
τὸν δ᾽ Ἀχιλεὺς μύθοισιν ἀμειβόμενος προσέειπεν·
795 «Ἀντίλοχ᾽, οὐ μέν τοι μέλεος εἰρήσεται αἶνος,
ἀλλά τοι ἡμιτάλαντον ἐγὼ χρυσοῦ ἐπιθήσω.»
Ὣς εἰπὼν ἐν χερσὶ τίθει, ὁ δ᾽ ἐδέξατο χαίρων.
αὐτὰρ Πηλεΐδης κατὰ μὲν δολιχόσκιον ἔγχος
θῆκ᾽ ἐς ἀγῶνα φέρων, κατὰ δ᾽ ἀσπίδα καὶ τρυφάλειαν,
800 τεύχεα Σαρπήδοντος, ἅ μιν Πάτροκλος ἀπηύρα.
στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν·
«ἄνδρε δύω περὶ τῶνδε κελεύομεν, ὥ περ ἀρίστω,
τεύχεα ἑσσαμένω, ταμεσίχροα χαλκὸν ἑλόντε,
ἀλλήλων προπάροιθεν ὁμίλου πειρηθῆναι.
805 ὁππότερός κε φθῇσιν ὀρεξάμενος χρόα καλόν,
ψαύσῃ δ᾽ ἐνδίνων διά τ᾽ ἔντεα καὶ μέλαν αἷμα,
τῷ μὲν ἐγὼ δώσω τόδε φάσγανον ἀργυρόηλον
καλὸν Θρηΐκιον, τὸ μὲν Ἀστεροπαῖον ἀπηύρων·
τεύχεα δ᾽ ἀμφότεροι ξυνήϊα ταῦτα φερέσθων·
810 καί σφιν δαῖτ᾽ ἀγαθὴν παραθήσομεν ἐν κλισίῃσιν.»

***
740 Βραβεία στην γοργότητα τότ᾽ έθεσε ο Πηλείδης,
καλόν κρατήρα ολάργυρο κι έξι εχωρούσε μέτρα
και ταίρι του στην ομορφιά δεν είχε ο κόσμος όλος,
τι εύμορφα τον σκάλισαν καλότεχνοι Σιδόνες
και Φοίνικες τα πέλαγα διαβαίνοντας τον φέραν
745 και χάρισμα του Θόαντος τον δώσαν για να αράξουν.
Κι έπειτα, τον Λυκάονα Πριαμίδην να λυτρώσει,
ο Ιασονίδης Εύνηος τον δίδει του Πατρόκλου.
Τώρα στου φίλου την ταφήν, το έθεσε ο Πηλείδης
βραβείον σ᾽ όποιον θα ᾽βγαινε γοργότερος απ᾽ όλους·
750 έθεσε βόδι ολόπαχο, μεγάλο του δευτέρου
και μισό τάλαντο χρυσό για ύστερο βραβείον.
Και ορθός στην μέσην έλεγε: «Ας έλθουν τώρα εκείνοι
που θέλουν να δοκιμασθούν και εις τούτον τον αγώνα».
Ο Αίας τότε, ο γρήγορος Οιλείδης εσηκώθη,
755 ο θείος έπειτα Οδυσσεύς, κατόπι ο Νεστορίδης
Αντίλοχος, στο τρέξιμο των ομηλίκων πρώτος.
Τα τέρματ᾽ έθεσ᾽ ο Αχιλλεύς κι εκείνοι αραδιασθήκαν·
απ᾽ την βαλβίδα όρμησαν κι έβγαιν᾽ εμπρός των άλλων
ο Αίας και πολύ σιμά κατόπιν ο Οδυσσέας·
760 όσον η πήχ᾽ είναι σιμά στης γυναικός το στήθος
που την τεντώνει τεχνικά τα γνέματα τραβώντας
απ᾽ το κουβάρι και κρατεί την πήχη προς το στήθος·
σιμά του τόσον ο Οδυσσεύς στου Αίαντος πατούσε
τα χνάρια, πριν επάνω του του πρώτου φθάσει η σκόνη.
765 Κι έτρεχε τόσο ακράτητα που έσμιγε η πνοή του
την κεφαλήν του Αίαντος· και ολόγυρα τα πλήθη
με αλαλαγμούς εγκάρδιωναν τον ζήλον του της νίκης.
Αλλά στον γύρον ύστερον μες στην καρδιά του ευχήθη
της Αθηνάς ο Οδυσσεύς: «Θεά, συνάκουσέ με,
770 και των ποδιών μου δύναμιν ευδόκησε να δώσεις».
Αυτά δεήθη και η θεά την δέησίν του εδέχθη·
τα μέλη του ᾽καμ᾽ ελαφρά, τα πόδια και τα χέρια.
Και ότ᾽ έμελλαν να πεταχθούν αμέσως στο βραβείον,
τον Αίαντ᾽ έκαμ᾽ η Αθηνά στην κόπρον να γλιστρήσει
775 που είχε απομείνει ακόμα εκεί σωρός από τα βόδια,
όσα ο Πηλείδης έσφαξε στον τάφον του Πατρόκλου,
κι εκείνου εγέμισαν βουνιές η μύτη και το στόμα.
Και τον κρατήρα εσήκωσεν ο Οδυσσεύς, που πρώτος
έφθασε, και κατόπιν του το βόδι επήρ᾽ ο Αίας.
780 Εστάθη ορθός και πιάνοντας τα κέρατα του ταύρου
και φτυώντας πέρα την βουνιά, τους είπε: «Συμφορά μου
τα πόδια μου άμπωσε η θεά που πάντοτε βοηθός του
ωσάν μητέρα στέκεται στο πλάγι του Οδυσσέως».
Είπε και όλοι εγέλασαν να βλέπουν τον καημόν του.
785 Κι εσήκωσεν ο Αντίλοχος το ύστερο βραβείον
γλυκογελώντας κι έλεγε των Αχαιών στην μέσην:
«Ω φίλοι, αν το ξεύρετε, θενά το ειπώ, που ακόμα
δίδουν οι αθάνατοι τιμήν εις τους παλαιοτέρους.
Κι ιδού στα χρόνια πρώτος μου ο Αίας είναι ολίγο·
790 τούτος της άλλης γενεάς και χρόνων είναι αρχαίων,
γέροντας αλλ᾽ αδάμαστος· και μόνος ο Πηλείδης
μπορεί μ᾽ αυτόν να μετρηθεί στου δρόμου τον αγώνα».
Ο λόγος του τον γρήγορον εδόξαζε Αχιλλέα.
Και προς αυτόν απάντησεν και του ᾽πεν ο Πηλείδης:
795 «Τον έπαινόν μου ανώφελα δεν είπες, Νεστορίδη·
δεύτερο μισό τάλαντο χρυσάφι θα σου δώσω».
Και το ᾽βαλε στα χέρια του και αυτός φαιδρός το επήρε.
Τότε ο Πηλείδης έθεσε μακρόσκιο κοντάρι
κράνος και ασπίδ᾽ ακόμη αυτού, και τ᾽ άρματα ήσαν κείνα
800 που ᾽χε αφαιρέσει ο Πάτροκλος από τον Σαρπηδόνα.
Ορθός εστάθη κι έλεγε στην μέσην των Αργείων:
«Για τούτα δύο δυνατοί να έλθουν πολεμάρχοι
με τ᾽ άρματα με κοφτερό κοντάρι στην παλάμην
εμπρός μας την ανδρείαν τους εδώ να δείξουν όλην·
805 και όποιος του άλλου το καλό κορμί λογχίσει πρώτος
ως εις τα σπλάχνα μέσα του και βγάλει μαύρον αίμα,
το ξίφος το ασημόκομπο το θρακικό θα λάβει
τούτο που επήρα λάφυρον εγώ του Αστεροπαίου·
και αυτά θα πάρουν τ᾽ άρματα κοινά και οι δυο να τα ᾽χουν
810 και εις την σκηνήν θα βάλουμε σ᾽ αυτούς καλό τραπέζι».

Κλείσε μερικές πόρτες σήμερα, γιατί απλά δεν οδηγούν πουθενά

«Κλείσε μερικές πόρτες σήμερα. Όχι εξαιτίας της περηφάνιας σου, της ανικανότητάς σου ή της αλαζονείας σου, αλλά γιατί δεν οδηγούν πουθενά» –Paulo Coelho

Η λήψη μιας απόφασης συχνά μπορεί να είναι πολύ στρεσογόνα, συχνά μπορεί να μας δυσκολεύει και να νιώθουμε ότι δεν μπορούμε να στηρίξουμε μία αλλαγή. Συχνά μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε ανίκανοι ή να μας βυθίζει στο άγχος και στην κατάθλιψη.

Μπορεί να είμαστε πάνω από ένα τηλέφωνο που ξέρουμε ότι δεν θα έπρεπε να χτυπήσει, αλλά να μην μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά και να απαντάμε. Μπορεί να επιχειρηματολογούμε και να εκλογικεύουμε και να γνωρίζουμε ότι η λήψη της απόφασης είναι απαραίτητη, αλλά εμείς να μην μπορούμε να το στηρίξουμε ψυχολογικά.

Και ακόμα κι αν γνωρίζουμε ότι μία σχέση δεν οδηγεί πουθενά, εμείς μπορεί να είμαστε ακόμα εκεί, παρόντες, με όποιον τρόπο μπορούμε, να προσπαθούμε να την σώσουμε ή να πείσουμε τον άλλον. Μπορεί ακόμα και να προσπαθούμε να πείσουμε τον εαυτό μας, άλλες φορές να πάρει την απόφαση και άλλες φορές να αντέξει.

Και όχι γιατί δεν ξέρουμε την αλήθεια, μάλλον γιατί δεν μπορούμε να την στηρίξουμε. Ίσως γιατί νιώθουμε ανέτοιμοι. Να κλείσεις τις πόρτες λοιπόν. Να κλείσεις τις πόρτες που μπορεί να αποφεύγει να κλείσει ο άλλος, η άλλη.

Να κλείσεις τις πόρτες όχι από περηφάνια ή από ανικανότητα. Να τις κλείσεις γιατί θα θελήσεις να δώσεις στον εαυτό σου μια ευκαιρία. Να διεκδικήσεις την αξία που θέλεις να σου δίνουν οι άλλοι, γιατί μέσα σου ξέρεις την αξία σου, ακόμα και να δεν την βλέπεις ή αν δεν μπορείς να την δεις.

Να διεκδικήσεις την αλλαγή, ακόμα κι αν την φοβάσαι, γιατί η χρόνια παραμονή σου μπροστά σε πόρτες που θα έπρεπε να είχες κλείσει, θα σε φέρνουν αντιμέτωπο, αντιμέτωπη με την σκοτεινή σου πλευρά. Να κλείσεις τις πόρτες λοιπόν, και αν δεν μπορείς μόνος, αν δεν μπορείς μόνη, να έχεις συμμάχους στη ζωή σου, ανθρώπους που θα σε εξελίσσουν, ανθρώπους που θα είναι κοντά σου, θα σε ακούνε και θα σε στηρίζουν. Γιατί οι σύμμαχοι είναι πολύτιμοι στη ζωή μας.

Αρσενικό και θηλυκό είναι δύο άκρα διαφοροποιημένα, αλλά συνδεδεμένα μεταξύ τους

Ο καθένας έχει τη δική του «προσωπική αντίληψη για τη ζωή», αλλά υπάρχουν κοινοί παρανομαστές που διαμορφώνουν ομοιότητες στις ανάγκες και στις απαιτήσεις.

Δεν χωρά αμφιβολία πως η ζωή είναι γεμάτη από σχέσεις, από μια σταθερή αναμέτρηση με τον Άλλο΄ αποτελεί μια διαλεκτική με τον ψυχικό κόσμο της γυναίκας και του άνδρα.

Ένας από τους πολλούς τρόπους για να αντιμετωπιστεί ο ανθρώπινος πόνος είναι ακριβώς η διαπροσωπική σχέση που εννοείται ως δυνατότητα επαφής με τον άλλο, με το διαφορετικό από μας, αλλά ταυτοχρόνως απολύτως απαραίτητο.

Αρσενικό και θηλυκό είναι δύο άκρα διαφοροποιημένα, αλλά συνδεδεμένα μεταξύ τους, που οριοθετούν τη δυνατότητα να υπάρξουμε, ενώ το γεγονός ότι ο ένας αποτελεί βασικό στοιχείο για τον άλλο προσδίδει νόημα στη ζωή.

Παρότι σήμερα παρατηρείται κατάχρηση και βιασμός του όρου «σχέση», στην πραγματικότητα δεν επιτεύχθηκε βαθιά και ολοκληρωμένη γνώση του νοήματός του.

Άνδρας και γυναίκα συναντιούνται, αναπτύσσουν δεσμούς και σχέσεις, παντρεύονται κι αποκτούν παιδιά, συγκροτούν αυτό που ονομάζεται ζεύγος, αλλά στην ουσία δεν είναι παρά μια δυάδα.

Η διαφορά που κάνει αυτούς του όρους μη παράλληλους είναι αξιοσημείωτη, αφού για τη δυάδα δεν απαιτούνται αυθεντικά και πηγαία αισθήματα, έντονη συναισθηματική συμμετοχή και επιθυμία για δόσιμο χωρίς την προσδοκία ανταλλάγματος.

Το ζεύγος είναι όλα τα παραπάνω και πολύ περισσότερα, είναι μοίρασμα ζωής, ιδεών και αξιών, επιθυμία για κοινή πορεία στον δρόμο της ζωής.

Η διάσπαση της σχέσης είναι μια δυνατότητα που προσφέρεται σε όλους, αλλά εμφανίζεται ως εξαιρετικά δύσκολη κατάκτηση, ως το φιλοδοξότερο εγχείρημα για έναν άντρα και μία γυναίκα.

Ωστόσο είναι έργο πολύ πιο κοπιαστικό και δύσκολο απ’ όσο φαντάζεται κανείς, στο οποίο καλούνται όλοι, αλλά λίγοι το ολοκληρώνουν.

Οι αποτυχίες στη σφαίρα της σχέσης είναι οι πιο συχνές και επώδυνες που μπορεί να βιωθούν.

Όταν μια σχέση αποτυγχάνει και οδηγείται στην καταστροφή, ο άνθρωπος δύσκολα αποδέχεται τα σφάλματά του, αναγνωρίζει τα λάθη του, αναλαμβάνει το βάρος της ευθύνης του.

Λέγοντας ψέματα, πρώτα στον εαυτό του και έπειτα στους άλλους, επιμένει χωρίς δεύτερη σκέψη να αποκαλεί «ζεύγος» ή «σχέση» αυτό που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια τυπική συμβίωση με ένα άλλο άτομο.

Γιατί όμως η σχέση, αν και θεωρείται πολύ σημαντική και επιθυμητή, εμφανίζει μια τόσο τυραννική διάσταση;

Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να κατανοήσουμε τη σημασία της λέξης «σχέση», και αυτή η ύπουλη μορφή αναλφαβητισμού σε θέματα σχέσεων είναι το στοιχείο που τροφοδοτεί το μεγαλύτερο ποσοστό αποτυχίας στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Θα μπορούσε να προβληθεί ως αντεπιχείρημα το γεγονός ότι, εάν το ανθρώπινο είδος υπάρχει ακόμη και δεν έχει αφανιστεί, αλλά αντίθετα απειλείται με υπερπληθυσμό, οφείλεται ακριβώς στη συνάντηση και στη σχέση αρσενικού-θηλυκού.

Όμως, η άποψη αυτή θα χαρακτηριζόταν εντελώς αφελής, αφού η διαιώνιση του είδους δεν απαιτεί σχέση αρσενικού-θηλυκού, αλλά απλή συνάντησή τους.

Η σχέση του άνδρα και της γυναίκας παρουσιάζει σοβαρά κενά και ο δρόμος που πρέπει να διανυθεί ώστε να καλυφτούν είναι μακρύς και δύσβατος.

Η συνάντηση και η αλληλεπίδραση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού χαρακτηρίζεται μέχρι σήμερα όχι τόσο από την προοπτική και την επιθυμία για τη δημιουργία μιας σχέσης, όσο από την κατάσταση υποταγής στην οποία προ πολλού έχει περιέλθει η γυναίκα.

Υποταγή που προκλήθηκε από την κατάχρηση εξουσίας του αρσενικού απέναντι στο θηλυκό, κατάχρηση αιώνων, την οποία δεν κατάφερε ως τώρα να αποτινάξει η γυναίκα.

Από τη στιγμή που επικράτησε ο πατριαρχικός πολιτισμός το αρσενικό έγινε, παρά τη θέλησή του, υπηρέτης της εξουσίας και κυριεύτηκε από την ανάγκη να την κατακτήσει.

Από τη μία η επιθετική και αθέμιτη συμπεριφορά του αρσενικού και από την άλλη η παραίτηση και η υποταγή του θηλυκού δημιούργησαν διαφορετικούς και τυποποιημένους ρόλους για τον άνδρα και τη γυναίκα.

Στη συλλογική φαντασία το αρσενικό και το θηλυκό έχουν διαφορετικά πεπρωμένα, επιτελούν συγκεκριμένα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τη φύση και η μοίρα της γυναίκας ταυτίζεται με την υποχώρηση και την εξάρτηση από τον άντρα.

Όπως παρατηρεί η Esher Harding:

"Η γυναίκα που με τα φυσικά της προσόντα, αποτελεί την κατάλληλη σύντροφο του άντρα, είναι η γυναίκα στη φυσική της κατάσταση. Πρόκειται για το θηλυκό γένος του ανθρώπινου είδους και η προσοχή της είναι, από ένστικτο, προσηλωμένη ολοκληρωτικά στον σύντροφο. Υποτάσσεται στις επιθυμίες του, γίνεται όμορφη και θελκτική για εκείνον.

Προφανώς αυτό συνιστά τις φυσικές εκδηλώσεις της βιολογικής σχέσης μεταξύ των δύο φύλων. Αλλά, όταν οι ενστικτώδεις αντιδράσεις εκδηλώνονται στη σύγχρονη γυναίκα, ο σκοπός της Μητέρας Φύσης, συγκαλύπτεται από έναν κώδικα συμβάσεων και συνήθως ούτε η ίδια η γυναίκα δεν αντιλαμβάνεται το τελικό νόημα των ενεργειών της.

Η αλήθεια είναι μυστική

Ο κόσμος που ζούμε είναι γεμάτος μυστικά. Εσύ είσαι γεμάτος μυστικά. Μυστικά που ούτε εσύ ο ίδιος δεν τα γνωρίζεις. Ονειρεύεσαι τα βράδια και όταν ξυπνάς έχεις ξεχάσει το όνειρο για να διαφυλάξεις το μυστικό. Μιλάς και δεν λες την αλήθεια για να μην αποκαλυφθεί το μυστικό σου.

Κρύβεις το σημάδι που έχεις στο σώμα σου για να το κρατήσεις μυστικό.

Και έχεις την αφέλεια να πιστεύεις ότι η άποψη που σου πλασάρουν είναι η αλήθεια.

Όχι, φίλε μου. Την αλήθεια την κρύβουν, όπως ακριβώς την κρύβεις κι εσύ. Την αλήθεια την φοβούνται. Γιατί αν μάθεις την αλήθεια, τότε ο κόσμος δεν θα είναι πια ο ίδιος. ‘Άλλωστε αλήθεια ετυμολογικά είναι (α – στερητικό και λήθη) αυτό που δεν ξεχνιέται, κι αν τυχόν μάθεις την αλήθεια δεν πρόκειται να την ξεχάσεις ποτέ.

Νομίζεις ότι ο κόσμος είναι αυτό που βλέπουν τα μάτια σου, μα τα μάτια σου βλέπουν μόνο ότι βρίσκεται σε ορισμένο φάσμα φωτός. Την υπεριώδη ακτινοβολία, τις ακτίνες γ, τις ακτίνες Χ, δεν τις βλέπεις κι όμως υπάρχουν. Εκτός όμως της δεδομένης επιστημονικής ανικανότητας των ματιών σου σε ορισμένα φάσματα, μην ξεχνάς ότι η επεξεργασία της οπτικής εικόνας γίνεται στον εγκέφαλο. Άρα ο εγκέφαλος σου αποφασίζει τι είναι αυτό που βλέπεις. Δηλαδή, βλέπεις το αποτέλεσμα της επεξεργασίας του εγκεφάλου σου και νομίζεις ότι βλέπεις την αλήθεια. Και εκτός αυτού, ο εγκέφαλος εξηγεί τα πάντα σύμφωνα με αυτά που ταιριάζουν στη λογική σου. Ότι δεν ταιριάζει στην λογική σου, το απορρίπτει ως παράλογο και στο εξηγεί ως οφθαλμαπάτη ή φαντασία. Και αυτή τη λογική που απωθεί ως παράλογο ότι δεν της ταιριάζει στην έχουν διδάξει άλλοι, δεν είναι καν δική σου. Οι άλλοι, λοιπόν, σου έχουν μάθει τι να βλέπεις και επομένως αυτό που βλέπεις είναι αυτό που οι άλλοι θέλουν να δεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες τέσσερις αισθήσεις σου. Ακούς, μυρίζεις, γεύεσαι και πιάνεις ότι σου έχουν μάθει να ακούς, να μυρίζεις, να γεύεσαι και να πιάνεις.

Υπάρχουν στιγμές όμως, που κάποιες αστραπές αλήθειας σκίζουν τον μαύρο ουρανό της λογικής σου και τότε αισθάνεσαι ότι κάτι είδες με το πλάι του ματιού σου. Γυρνάς να το αντικρίσεις κατάματα, αλλά δεν το βλέπεις. Κι όμως είχες αισθανθεί ότι κάτι ήταν εκεί. Αλλά η αστραπή της αλήθειας είναι ορατή μόνο με το πλάι του ματιού, ποτέ κατάματα. Γιατί κατάματα ο φράχτης της λογικής γίνεται πανύψηλος και δεν μπορεί τίποτα να τον διαπεράσει.

Δεν λέω ότι είναι εύκολο να αντικρίσεις την αλήθεια. Λέω όμως, ότι αξίζει να προσπαθήσεις. Και το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνεις είναι να αμφισβητήσεις ότι νομίζεις πως είναι αλήθεια.

Σε έχουν εξαπατήσει οι άρχοντες της καθημερινότητας και σε έχουν κάνει υπηρέτη της “κοινής” λογικής. Μα εσύ δεν είσαι κοινός, είσαι μοναδικός. Και το ξέρεις, το αισθάνεσαι, βλέπεις τα σημάδια, αλλά φοβάσαι να ξεκινήσεις . Φοβάσαι γιατί ξέρεις ότι τον δρόμο της αλήθειας τον διασχίζεις μόνος σου . ΨΕΜΑΤΑ. Οι άλλοι έχουν ήδη ξεκινήσει. Σε περιμένουν.

Υ.Γ. Αν κάποια στιγμή νοιώσεις ένα φιλικό άγγιγμα στην πλάτη και γυρίσεις πίσω σου και δεν δεις κανέναν, μην ανησυχήσεις. Θα είμαι εγώ που θα σου υπενθυμίζω ότι ήρθε η ώρα να ξεκινήσεις.

“Διάβαζε όχι για ν’ αντιλέγεις,
να αμφισβητείς, ν’ αναιρείς, να διαψεύδεις και
ανασκευάζεις, όχι για να πιστεύεις,
και να τα παίρνεις όλα για αλήθεια,
άλλα για να κρίνεις και να εκτιμάς σωστά την
κατάσταση και να σκέφτεσαι
σαν λογικός άνθρωπος”.

Η σημασία της Εμπιστοσύνης

Εμπιστοσύνη, αυτός που έχει πίστη στις δυνάμεις του, σε κάποιο άλλο πρόσωπο, κατάσταση αλλά και στην ίδια την διαδικασία της ζωής.

Η εμπιστοσύνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ασφάλεια, όταν την αισθανόμαστε βιώνουμε ηρεμία δεν έχουμε τάση για έλεγχο γιατί μέσα μας πιστεύουμε ότι θα γίνει αυτό που πραγματικά χρειάζεται για την εξέλιξη μας ή και ακόμα ότι έχουμε όλα τα απαραίτητα στοιχεία ότι δεν θα κινδυνέψουμε.

Η εμπιστοσύνη δομείται από την παιδική ηλικία στο οικογενειακό περιβάλλον και όσο μεγαλώνουμε επεκτείνεται και σε άλλους τομείς της ζωής μας όπως το κοινωνικό, ερωτικό, επαγγελματικό κ.α

Πολλές φορές όμως μπορεί να χαθεί ή ακόμα και να μην έχει δομηθεί σωστά, ανάλογα με τα παιδικά μας βιώματα και εμπειρίες. Για αυτό το λόγο χρειάζεται μια πάρα πάνω προσπάθεια στην συνέχεια ώστε να ξανά έρθουμε σε επαφή με αυτό το κομμάτι μας που εν υπάρχει απ’ την αρχή της δημιουργίας.

Η εμπιστοσύνη εκτός της ηρεμίας μας προσφέρει και αισιοδοξία μια καλύτερη οπτική για το μέλλον αλλά και το παρόν. Μας μαθαίνει ότι αν αφεθούμε στην ροή μπορούμε να προσελκύσουμε ό,τι χρειαζόμαστε γιατί η ασφάλεια ξεκινάει πρώτα από εμάς και ότι δεν είναι μόνο μια αίσθηση ή ένα συναίσθημα αλλά και ένας τρόπος ζωής.

Κάνοντας θετικές σκέψεις εκπέμπουμε σε αυτή τη συχνότητα ανεξάρτητα του τι συμβαίνει γύρο μας, θέλει εκπαίδευση και πειθαρχεία αλλά όσο προχωράμε τόσο θα αρχίσουν να μας παρουσιάζονται τα δώρα που φέρει.

Εμπιστοσύνη σημαίνει ότι είμαι ασφαλής, ελεύθερος και μέσα από αυτή βιώνουμε την αυθεντικότητα, εκπαιδευόμαστε στην υπομονή, είμαστε ανοιχτοί στην συγχώρεση όπως και σε κάθε τι θετικό στη ζωή μας.

Επιλέξτε την και δείτε μόνη σας τα αποτελέσματα, η ευτυχία άλλωστε είναι επιλογή. Μην ξεχνάτε ότι όλα ξεκινάνε και τελειώνουν σε εμάς, οι άλλοι δεν είναι το πραγματικό πρόβλημα αλλά το ερέθισμα, το ερέθισμα που μας δίνετε ως ευκαιρία για εξέλιξη, ώστε να απελευθερώσουμε ότι μας κρατάει δέσμιους απ’ την αληθινή μας φύση.

Κρατήστε κριτική στάση απέναντι στις προβλέψεις

Καθημερινά οι ειδικοί μάς βομβαρδίζουν με τις προβλέψεις τους. Σε ποιο βαθμό είναι αξιόπιστες; Μέχρι πρόσφατα κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ελέγξει αν λένε την αλήθεια. Κι έπειτα ήρθε ο Φίλιπ Τέτλοκ.

Ο εν λόγω καθηγητής του Μπέρκλεϋ εξέτασε 82.361 προβλέψεις που έγιναν από 284 ειδήμονες σε διάστημα δέκα ετών. Αποτέλεσμα: όσα έλεγαν δεν ήταν πιο ακριβή από τα νούμερα που θα έδινε ένα μηχάνημα που βγάζει τυχαίους αριθμούς. Οι ειδήμονες με τη μεγαλύτερη προβολή από τα ΜΜΕ βγήκαν οι πιο γελασμένοι, κυρίως οι μάντεις κακών και, ανάμεσά τους, οι υπέρμαχοι των σεναρίων του τέλους του κόσμου… Περιμένουμε ακόμα τον “προαναγγελθέντα θάνατο” του Καναδά, της Νιγηρίας, της Κίνας, της Ινδίας, της Ινδονησίας, της Νότιας Αφρικής, του Βελγίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Και η Λιβύη; Περίεργο που κανένας μάντης άξιος του ονόματός του δεν τη σκέφτηκε.)

“Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων που προβλέπουν το μέλλον: αυτοί που δεν ξέρουν τίποτα και αυτοί που αγνοούν ότι δεν ξέρουν τίποτα” έγραφε ο Τζον Κέννεθ Γκάλμπρεϊθ, οικονομολόγος στο Χάρβαρντ. Με αποτέλεσμα να κάνει εχθρούς πολλούς από τους συναδέλφους του. Ο διαχειριστής κεφαλαίων Πίτερ Λιντς το πήγε ακόμα πιο μακριά λέγοντας: “Οι ΗΠΑ αριθμούν 60.000 οικονομολόγους. Πολλοί έχουν προσληφθεί για να προβλέπουν τις οικονομικές κρίσεις και την εξέλιξη των επιτοκίων. Αν οι προβλέψεις τους ήταν σωστές έστω και δύο συνεχόμενες φορές, θα γίνονταν εκατομμυριούχοι. Απ’ όσο ξέρω, οι περισσότεροι είναι ακόμα απλοί υπάλληλοι”. Αυτά πριν από δέκα χρόνια. Σήμερα πρέπει να υπάρχουν τριπλάσιοι οικονομολόγοι πέραν του Ατλαντικού κι όμως η ποιότητα των προβλέψεων παραμένει αξιοθρήνητη.

Γιατί τέτοιο πλήθος προβλέψεων; Είναι απλό. Οι ειδήμονες δεν χάνουν ούτε χρήματα ούτε τη φήμη τους όταν πέφτουν έξω στις προβλέψεις τους. Αντίθετα, αν δουν σωστά, τραβούν την προσοχή, είναι περιζήτητοι ως σύμβουλοι και αποκτούν περισσότερες δυνατότητες για δημοσιεύσεις. Αφού το κόστος αυτής της επιλογής είναι μηδενικό, παρακολουθούμε έναν πληθωρισμό προβλέψεων. Και η αύξηση των προβλέψεων σημαίνει αυξημένη πιθανότητα να βλέπουμε όλο και περισσότερους μάντεις να επαληθεύονται από καθαρή τύχη. Το ιδεώδες θα ήταν να υποχρεώσουμε αυτούς τους μάντεις να συνεισφέρουν σ’ ένα “Ταμείο Προβλέψεων” – ας πούμε, να καταβάλλουν 1.000 ευρώ για κάθε πρόβλεψη. Αν η πρόβλεψη βγει σωστή, ο ειδικός παίρνει πίσω τα χρήματα που κατέβαλε. Αλλιώς, τα χρήματα δίδονται για φιλανθρωπικά έργα.

Τι είναι προβλέψιμο και τι όχι; Δεν κινδυνεύω να πέσω τόσο έξω προβλέποντας ποιο θα είναι το βάρος μου σ’ έναν χρόνο. Όσο πιο πολύπλοκο είναι το σύστημα και ο ορίζοντας μακρινός, τόσο πιο αβέβαιη είναι η θέα του μέλλοντος. Η υπερθέρμανση του κλίματος, η τιμή του πετρελαίου ή μη τιμή του συναλλάγματος είναι σχεδόν αδύνατον να προβλεφθούν. Φυσικά, είναι ακόμα πιο αδύνατον να προβλέψεις τις εφευρέσεις. Αν γνωρίζαμε τις τεχνολογίες που θα μας έκαναν μια μέρα ευτυχισμένους, θα είχαν ήδη εφευρεθεί τη στιγμή που γράφω αυτές τις λέξεις.

Συμπέρασμα: Κρατήστε κριτική στάση απέναντι στις προβλέψεις. Προσωπικά η στάση που ακολουθώ είναι να χαμογελάω μπροστά σε κάθε πρόβλεψη, όσο σκοτεινή κι αν είναι. Πράγμα που μου επιτρέπει να την ελαχιστοποιήσω. Στη συνέχεια θέτω στον εαυτό μου δύο ερωτήσεις. Πρώτον, μέσα από ποιο περιβάλλον προβαίνει σε αυτές τις προβλέψεις ο εξπέρ; Αν είναι υπάλληλος, θα μπορούσε να χάσει τη δουλειά του αν έπεφτε μονίμως έξω; Ή πρόκειται για κάποιον νέο γκουρού της μόδας που κερδίζει από τα βιβλία που πουλάει και τις διαλέξεις που δίνει; Σ’ αυτή την περίπτωση εξαρτάται από την προσοχή των ΜΜΕ. Και οι προβλέψεις του πρέπει να σοκάρουν. Δεύτερον, ποιο είναι το ποσοστό επιτυχίας του εξπέρ ή του γκουρού της μόδας; Πόσες προβλέψεις πραγματοποίησε στη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών; Πόσες απ’ αυτές αποδείχτηκαν σωστές; Πόσες ήταν λανθασμένες; Αγαπητά ΜΜΕ, σας παρακαλώ, μη δημοσιεύετε προβλέψεις χωρίς να επισυνάπτετε έναν λεπτομερή απολογισμό των προφητειών του συγγραφέα τους!

Τέλος, μια πολύ εύστοχη φράση του Τόνυ Μπλαιρ: “Δεν κάνω προβλέψεις. Δεν έκανα ποτέ και δε θα κάνω ποτέ”.

Ο νόμος των ακούσιων συνεπειών

Η μεγάλη «σφαγή» των αρουραίων στο Ανόι το 1902

Ο Paul Doumer (Νταμέρ) προσγειώθηκε στο Βιετνάμ, ελπίζοντας να «ξαναζωντανέψει» την καριέρα του. Η θητεία του ως υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας ήταν αποτυχημένη. Η θητεία του διήρκησε μόνο ένα χρόνο. Αυτή ήταν η δεύτερη ευκαιρία του. Έφτασε το 1897. Το Βιετνάμ ήταν ακόμη γαλλική αποικία.

Η κύρια αποστολή του Doumer ήταν να μετατρέψει το Βιετνάμ σε ένα κράτος το οποίο θα δημιουργούσε κέρδη. Θα το έκανε κυρίως μέσω της φορολογικής πολιτικής και της αύξησης των εξαγωγών. Η άλλη του αποστολή ήταν να βιομηχανοποιήσει το Ανόι, τόσο για να προβάλλει τη γαλλική επιτυχία σε αυτήν την περιοχή, όσο και για να κάνει την περιοχή πιο ελκυστική για επιχειρηματίες και τουρίστες. Το Ανόι επρόκειτο να γίνει σύμβολο της γαλλικής αρετής.

Μια πόλη χωρίς σωστή διαχείριση απορριμμάτων και αποβλήτων δεν θα μπορούσε ληφθεί ποτέ σοβαρά υπόψη. Ο Ντάμερ ξόδεψε τεράστια χρηματικά ποσά για να εγκαταστήσει δέκα μίλια αποχετεύσεων σε όλο το Ανόι. Αυτό ήταν αρχικά μια επιτυχία και ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Ωστόσο, δημιούργησε άθελα του ένα μοναδικό «οικοσύστημα» για αρουραίους. Δημιούργησε, ακούσια, δέκα μίλια δροσερού, σκοτεινού παραδείσου, όπου τα τρωκτικά θα μπορούσαν να αναπαράγονται χωρίς το φόβο των αρπακτικών.

Τα απωθητικά ανθρώπινα απόβλητα τα οποία απομακρύνονταν από αυτούς τους αγωγούς, ήταν μια όαση για τα τρωκτικά. Μπορούσαν να κινηθούν ελεύθερα, να τραφούν και να αναπαραχθούν εκθετικά.

Εγκυκλοπαιδικά αναφέρουμε ότι οι αρουραίοι φτάνουν στη σεξουαλική ωριμότητα σε ένα μήνα. Ένα θηλυκός αρουραίος μπορεί να έχει γέννες 10-12 αρουραίων έξι φορές σε ένα έτος.

Οι ντόπιοι και οι αξιωματούχοι άρχισαν να παρατηρούν αρουραίους οι οποίοι έβγαιναν από τους υπονόμους. Το πρόβλημα έγινε πολύ σοβαρό. Το αποτέλεσμα ήταν οι αρουραίοι να πολλαπλασιαστούν εκθετικά – και στη συνέχεια φυσικά να εμφανιστούν στην επιφάνεια.

Η γαλλική διοίκηση είχε αποτύχει. Η αναποτελεσματικότητα έγινε σοβαρό πρόβλημα «εικόνας» για τη Γαλλία. Αντί να προβληθεί η ικανότητα των Γάλλων να εκσυγχρονίζουν ένα έθνος του τρίτου κόσμου, τελικά έχτισαν μια περιοχή «διακοπών και αναπαραγωγής» για αρουραίους. Το δίκτυο αποχέτευσης έπρεπε να μειώσει τις ασθένειες και όχι να τις εξαπλώσει.

Ο Ντάμερ ανέλαβε άμεση δράση. Επινοήθηκε μια λύση. Οι κυνηγοί αρουραίων του Βιετνάμ, που προσλήφθηκαν από την αποικιακή κυβέρνηση, θα κατέβαιναν στους υπονόμους για να κυνηγήσουν τους αρουραίους και θα πληρώνονταν για τον καθένα που θα εξόντωναν. Και έτσι ξεκίνησε η σφαγή των μεγάλων αρουραίων του Ανόι.

Οι ομάδες σκότωσαν αρχικά μερικές εκατοντάδες τρωκτικά την ημέρα. Μέσα σε λίγους μήνες, σκότωναν περισσότερα από 10.000 τρωκτικά την ημέρα. Ωστόσο ακόμη και με αυτή την επιτυχία τους, ο πληθυσμός των τρωκτικών δεν φάνηκε να αναχαιτίζεται.

Το κυνήγι αρουραίων δεν ήταν εύκολο. Ακολουθεί μια αναφορά από το έγγραφο του ιστορικού Vann σχετικά με την εξόντωση των αρουραίων «Κάποιος έπρεπε να εισέλθει στο σκοτεινό και σφιχτό σύστημα αποχέτευσης, να περάσει από τα ανθρώπινα απόβλητα σε διάφορες μορφές αποσύνθεσης και να κυνηγήσει ένα σχετικά άγριο ζώο που θα μπορούσε να μεταφέρει ψύλλους με τη βουβωνική πανούκλα ή άλλες μεταδοτικές ασθένειες. Τελικά, οι άποικοι συνειδητοποίησαν ότι, ακόμη και με αυτόν τον μικρό στρατό αμειβόμενων εξολοθρευτών αρουραίων, δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.

Ο Νταμέρ προχώρησε στο σχέδιο Β, προσφέροντας σε κάθε ιδιώτη την ευκαιρία να μπει στο κυνήγι. Ορίστηκε μια αμοιβή – ένα Σεντ ανά αρουραίο – και το μόνο που έπρεπε να κάνει κάποιος ήταν να παραδώσει την ουρά αρουραίου στα δημοτικά γραφεία. Με αυτόν τον τρόπο, οι αρχές δεν κατακλύστηκαν από τα ογκώδη πτώματα αρουραίων.

Οι Γάλλοι ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένοι με αυτή τη λύση, επειδή πίστευαν ότι ενθάρρυναν την επιχειρηματικότητα στο Βιετνάμ. Και στην αρχή η δράση, φαινόταν να λειτουργεί. Ουρές «κυνηγών» σχηματίστηκαν. Η γαλλική εφευρετικότητα είχε κερδίσει ξανά!!

Αλλά τότε άρχισαν να εμφανίζονται αλλοπρόσαλλες εικόνες, σε όλη την πόλη: Αρουραίοι, ζωντανοί και υγιείς, να τρέχουν χωρίς τις ουρές τους.

Αποδείχθηκε ότι οι κυνηγοί προτιμούσαν να ακρωτηριάσουν την ουρά ενός ζωντανού τρωκτικού παρά να εξοντώσουν έναν υγιή αρουραίο, ικανό να αναπαραγάγει και να δημιουργήσει περισσότερους αρουραίους. Υπήρξαν επίσης αναφορές για λαθρεμπόριο αρουραίων στην πόλη. Οι επιθεωρητές υγείας ανακάλυψαν, στην ύπαιθρο, στα περίχωρα του Ανόι, αναδυόμενες αγροτικές επιχειρήσεις οργανωμένες στην αναπαραγωγή αρουραίων.

Ο Ντάμερ γνώριζε ότι η ακολουθούμενη πολιτική ήταν μια αποτυχία. Η επιχειρηματική νοοτροπία που ήλπιζε να ενσταλάξει, είχε δουλέψει αντίστροφα…

Η σφαγή του Hanoi Rat και τα επακόλουθά της αναφέρονται συχνά ως The Cobra Effect, όπου μια λύση επιδεινώνει ένα πρόβλημα. Ο όρος προήλθε από την Ινδία υπό πολύ παρόμοιες συνθήκες, όπου εκπονήθηκε μια πολιτική για να απαλλαγούν από τις κόμπρα και, με τη σειρά της , δημιούργησε περισσότερες κόμπρες.

Και στις δύο περιπτώσεις, η διακοπή της πολιτικής είχε ως αποτέλεσμα τη μαζική απελευθέρωση των αρουραίων και των φιδιών οδηγώντας σε δραματική αύξηση του προβλήματος.

H παραπάνω ιστορία έχει γίνει το παράδειγμα όπου, όταν μια προσπάθεια επίλυσης ενός προβλήματος επιδεινώνει το ίδιο το πρόβλημα που σκόπευαν να επιλύσουν οι υπεύθυνοι.

Το «φαινόμενο της κόμπρας» εμφανίζεται όταν τα κίνητρα που έχουν σχεδιαστεί για την επίλυση ενός προβλήματος καταλήγουν να επιβραβεύουν τους ανθρώπους οι οποίοι με τις δράσεις τους το επιδεινώνουν. Ο όρος χρησιμοποιείται για να δείξει πώς η εσφαλμένη διέγερση στα οικονομικά και την πολιτική μπορεί να προκαλέσει δυσάρεστες, ακούσιες συνέπειες. Είναι επίσης γνωστό ως το διεστραμμένο κίνητρο*

Επιστημονικές προσεγγίσεις

Τα οικοσυστήματα είναι εξαιρετικά περίπλοκα. Ο Alex Tabarrok γράφει, «Ο νόμος των ακούσιων συνεπειών είναι αυτό που συμβαίνει όταν ένα απλό σύστημα προσπαθεί να ρυθμίσει ένα πολύπλοκο σύστημα». Αυτό συμβαίνει συχνά σε κάθε είδους κυβερνητικό πρόγραμμα, κανονισμό, νόμο ή προσπάθεια να ελεγχθεί κάτι μέσα σε ένα περίπλοκο σύστημα με μια σχετικά απλή ενέργεια.

Το 1936, ο Ρόμπερτ Μέρτον σε ερευνά του να ερμηνεύσει το φαινόμενο, απαρίθμησε ορισμένες πιθανές αιτίες στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και πρόκλησης απρόβλεπτων συνεπειών:

Άγνοια. Έλλειψη γνώσης, εμπειρίας, εξειδίκευσης και συνετής διερεύνησης ενός προβλήματος. Αυτό δεν είναι πάντα αρνητικό, απλά οικονομικά σημαίνει ότι η καλύτερη δυνατή απόφαση πρέπει συχνά να λαμβάνεται με τις διαθέσιμες πληροφορίες υπό τους περιορισμούς χρόνου και δεδομένων.

Λάθος. Λανθασμένος συλλογισμός, λανθασμένες τεχνικές ανάλυσης και ερμηνεία ενός προβλήματος.

Βραχυπρόθεσμη στόχευση. Επικέντρωση σε βραχυπρόθεσμους στόχους αντί για μακροπρόθεσμα, βιώσιμα ή πιο σημαντικά οφέλη.

Δογματισμός. Εμμονή σε αξίες, αξιώματα και πολιτικές που είναι απαρχαιωμένες, ανεπαρκείς, αναποτελεσματικές. Οι συνέπειες εδώ δεν εξετάζονται καθόλου (ούτε καν οι επιθυμητές), καθώς το μόνο υποστηρικτικό επιχείρημα είναι η συνέπεια με την προηγούμενη πεποίθηση.

Οι παραπάνω αιτίες είναι απλώς αφετηρίες. Οι ανεπιθύμητες συνέπειες είναι το αποτέλεσμα. Ο πραγματικός μηχανισμός είναι οι ορθολογικοί παράγοντες που επιτρέπουν τυφλά στους παραπάνω παράγοντες να διαστρεβλώνουν την ακριβή λήψη αποφάσεων, κάτι που με τη σειρά του οδηγεί σε δυσμενείς επιπτώσεις οι οποίες δεν έχουν ληφθεί υπόψη και δεν είναι επιθυμητές.

Για την ιστορία ο Ντάμερ, επέστρεψε στη Γαλλία, όπου ανακηρύχτηκε ως ο πιο αποτελεσματικός Γενικός Κυβερνήτης της Ινδοκίνας μέχρι σήμερα. Ολοκλήρωσε την σταδιοδρομία του ως Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας.
-------------------
*Ένα διεστραμμένο κίνητρο είναι ένα κίνητρο που έχει ένα ακούσιο και ανεπιθύμητο αποτέλεσμα που έρχεται σε αντίθεση με τις προθέσεις των σχεδιαστών του. Το φαινόμενο κόμπρα είναι το πιο άμεσο είδος διεστραμμένου κινήτρου, συνήθως επειδή το κίνητρο επιβραβεύει ακούσια τους ανθρώπους για την επιδείνωση του προβλήματος. Ο όρος χρησιμοποιείται για να δείξει πώς η εσφαλμένη διέγερση στα οικονομικά και την πολιτική μπορεί να προκαλέσει ακούσιες συνέπειες.

Για πρώτη φορά φωτογραφήθηκε η τεράστια «Μαύρη Τρύπα» στο κέντρο του Γαλαξία

Έχει μάζα 6.500.000 ήλιων

Τη «φωτογράφηση» για πρώτη φορά της τεράστιας μαύρης τρύπας που βρίσκεται στο κέντρο του δικού μας γαλαξία ανακοίνωσαν οι αστρονόμοι.

Το επίτευγμα-ορόσημο κατέστη εφικτό από το Τηλεσκόπιο Ορίζοντα Γεγονότων (Event Horizon Telescope-EHT) και η ανακοίνωση έγινε με συνεντεύξεις Τύπου ταυτόχρονα σε πολλές χώρες (ΗΠΑ, Γερμανία, Χιλή, Ιαπωνία, Μεξικό, Ν. Κορέα, Κίνα κα) από τις ερευνητικές ομάδες της μεγάλης κοινοπραξίας του ΕΗΤ, σε συνεργασία με επιστημονικούς φορείς.

Η μαύρη τρύπα στο κέντρο του σπειροειδούς γαλαξία μας, γνωστή με το όνομα Τοξότης Α*, απέχει περίπου 26.000 έτη φωτός από τη Γη, έχει μάζα περίπου 4 εκατομμύρια φορές μεγαλύτερη από τον Ήλιο και καταναλώνει μια τεράστια ποσότητα υλικών (σκόνης, αερίων και ολόκληρων άστρων) που έλκονται από την πανίσχυρη βαρυτική έλξη της.

Το ΕΗΤ, που ξεκίνησε το 2012, είναι ένα «εικονικό» τηλεσκόπιο, αποτελούμενο από ένα παγκόσμιο δίκτυο συνεργαζομένων παρατηρητηρίων που από κοινού έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες, όντας έτσι ικανό να παρατηρήσει άμεσα μια μαύρη τρύπα ή πιο σωστά το κοντινό περιβάλλον της.

Το 2019 οι επιστήμονες του ΕΗΤ είχαν αποκαλύψει την πρώτη «φωτογραφία» μαύρης τρύπας (ουσιαστικά ενός καυτού φωτεινού δακτυλίου πέριξ του σκοτεινού κέντρου της από όπου δεν μπορεί να «δραπετεύσει» το φως), στο κέντρο ενός άλλου γαλαξία, του Messier 87 (M87), σε απόσταση 54 εκατομμυρίων ετών φωτός. Η εν λόγω μαύρη τρύπα εκτιμάται ότι έχει πολύ μεγαλύτερη μάζα, περίπου 6,5 δισεκατομμύρια φορές μεγαλύτερη του Ήλιου.

H πρώτη εικόνα της μαύρης τρύπας στην καρδιά του γαλαξία μας αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας, όπως τόνισαν οι επιστήμονες, ότι πρόκειται πράγματι για μαύρη τρύπα.

Οι αστρονόμοι είχαν προηγουμένως δει άστρα να κινούνται γύρω από κάτι αόρατο με μεγάλη μάζα στο κέντρο του γαλαξία μας και ονόμασαν αυτή την περιοχή Τοξότη Α* (Sagittarius A* ή εν συντομία Sgr A*), θεωρώντας ότι είναι μια μαύρη τρύπα, όπως συμβαίνει και σε άλλα κέντρα γαλαξιών.

Τώρα η «φωτογράφηση» του αντικειμένου παρέχει την πρώτη άμεση οπτική απόδειξη ότι όντως είναι μαύρη τρύπα. Μολονότι η ίδια η μαύρη τρύπα δεν φαίνεται, καθώς είναι τελείως σκοτεινή, γύρω της λάμπει ένα δακτύλιος αερίων και άλλων υλικών.

Παράλληλα, η εικόνα επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά τη θεωρία Γενικής Σχετικότητας του Αϊνστάιν. Οι ερευνητές έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό αστροφυσικής «The Astrophysical Journal Letters».

Χαλίλ Γκιμπράν – Tα λουλούδια χαμογελούν μόνο όταν έρθει η αυγή

Τον ήξερα σα νέο πού είχε χαθεί στο μονοπάτι της ζωής, που τον κέντριζαν οι άγριες παρορμήσεις του και που ακολουθούσε το θάνατο κυνηγώντας τις επιθυμίες του. Τον ήξερα σαν ένα τρυφερό λουλούδι που οι άνεμοι της απερισκεψίας το είχαν παρασύρει στη θάλασσα της άσεμνης ηδονής.

Τον ήξερα από κείνο το χωριό, σαν ένα κακότροπο αγόρι πού κατέστρεφε με τα σκληρά του χέρια τις φωλιές των πουλιών και σκότωνε τα μικρά πουλιά στις φωλιές τους και ποδοπατούσε τα όμορφα άνθη των ευωδιαστών λουλουδιών.

Τον ήξερα στο σχολείο σαν έναν έφηβο που αποστρεφόταν τη μάθηση, αλαζονικό, κι εχθρό της ειρήνης και της φιλίας.

Τον ήξερα στην πόλη σαν ένα νέο που εμπορευόταν την τιμή του πατέρα του σ’ άτιμες αγορές, και ξόδευε τα χρήματα του πατέρα του σε κακόφημα σπίτια και παράδινε το νου του στο χυμό του σταφυλιού.

Ωστόσο, τον αγαπούσα. Κι η αγάπη μου γι’ αυτόν ήταν ένα μείγμα λύπης και συμπάθειας. Τον αγαπούσα γιατί οι αμαρτίες του δεν είχαν γεννηθεί από κάποιο μικρό μυαλό, αλλά ήταν πιο πολύ καμώματα μιας ψυχής χαμένης και απελπισμένης.

Το πνεύμα, αγαπητοί μου, ξεστρατίζει από το μονοπάτι της σοφίας απρόθυμα, αλλά ξαναγυρίζει σ’ αυτό πρόθυμα’ όταν οι ανεμοστρόβιλοι της νιότης σηκώνουν χώμα και άμμο, τα μάτια τυφλώνονται για κάμποσο καιρό.

Αγαπούσα αυτόν το νέο γιατί έβλεπα το περιστέρι της συνείδησής του να παλεύει με το γεράκι της κακίας του. Κι έβλεπα ότι το περιστέρι υπέκυπτε όχι από δειλία άλλα από τη δύναμη του εχθρού του.Η συνείδηση είναι ένας δίκαιος άλλα αδύναμος δικαστής. Η αδυναμία του στερεί τη δύναμη να εκτελέσει την κρίση του.

Είπα ότι τον αγαπούσα. Κι η αγάπη έρχεται με διαφορετικές μορφές. Μερικές φορές έρχεται με τη σοφία και τη φρόνηση· άλλες φορές, με τη δικαιοσύνη και πολλές φορές με την ελπίδα. Η αγάπη μου γι’ αυτόν συντηρούσε την ελπίδα μου ότι κάποια μέρα θα έβλεπα το φως να θριαμβεύει μέσα του πάνω στο σκοτάδι. Αλλά δεν ήξερα πότε και που η διαφθορά του θα μετατρεπόταν σε αγνότητα, ή κτηνωδία του σε καλοσύνη παραλυσία του σε σοφία. Ο άνθρωπος δεν ξέρει με ποιο τρόπο η ψυχή απελευθερώνεται από τη σκλαβιά της ύλης, παρά μόνο όταν απελευθερωθεί. Ούτε γνωρίζει ο άνθρωπος πως τα λουλούδια χαμογελούν μόνο όταν έρθει η αυγή.

Οι μέρες περνούσαν, ακολουθώντας τις νύχτες, κι εγώ θυμόμουν το νέο με πόνο κι αναστεναγμό επαναλάμβανα τ’ όνομά του με στοργή που έκανε την καρδιά μου να ματώνει. Και να, χθες, έλαβα ένα γράμμα απ’ αυτόν που έλεγε:

«Έλα να με δεις, φίλε μου, γιατί θέλω να σε γνωρίσω μ’ ένα νέο που η καρδιά σου θα χαρεί να τον συναντήσει, κι η ψυχή σου θα νιώσει αγαλλίαση».

Εγώ είπα, «Αλίμονο μου! Θέλει ίσως να ανακατέψει τη θλιβερή φιλία του με κάποια άλλη παρόμοια; Δεν είναι μόνος του αρκετό παράδειγμα στον κόσμο της πλάνης και της αμαρτίας; Θέλει τώρα να δυναμώσει τις κακίες του με τις κακίες του συντρόφου του έτσι που εγώ να τις δω δυο φορές πιο σκοτεινές;»

Ύστερα είπα στον εαυτό μου, «Πρέπει να πω ίσως η σοφή ψυχή να μαζέψει καρπούς από τ’ αγκάθια, κι η γεμάτη αγάπη καρδιά να βγάλει φως απ’ το σκοτάδι».

Όταν βράδιασε, πήγα και τον βρήκα μόνο στο δωμάτιό του να διαβάζει ένα βιβλίο με στίχους. «Που είναι ο καινούργιος φίλος σου;» είπα, κι εκείνος απάντησε, «Εγώ είμαι, φίλε μου». Και φανέρωνε μια ηρεμία πού ποτέ πριν δεν είχα δει σ’ αυτόν. Στα μάτια του μπόρεσα τώρα να δω ένα παράξενο φως που φώτιζε την καρδιά του. Αυτά τα μάτια όπου είχα δει πριν τη σκληρότητα, φεγγοβολούσαν τώρα με το φως της καλοσύνης. “Υστέρα, με μια φωνή που νόμισα ότι ερχόταν από κάποιον άλλο, εκείνος είπε, «Ο νέος πού γνώρισες στα παιδικά σου χρόνια και πού μαζί του πήγαινες στο σχολείο, έχει πεθάνει πια. Με το θάνατο εκείνου, γεννήθηκα εγώ. Εγώ είμαι ο καινούργιος σου φίλος πάρε το χέρι μου».

Καθώς έσφιγγα το χέρι του ένιωσα την ύπαρξη ενός ευγενικού πνεύματος που κυκλοφορούσε μέσα στο είναι του. Το σιδερένιο πριν χέρι του είχε γίνει απαλό κι ευγενικό. Τα δάχτυλά του πού χθες ξέσκιζαν σαν τα νύχια της τίγρης, σήμερα χάιδευαν την καρδιά.

Τότε, μίλησα πάλι. «Ποιος είσαι συ, και τι έγινε; Πώς έγινες αυτός ο καινούργιος άνθρωπος; Μήπως το άγιο πνεύμα μπήκε στην καρδιά σου και αγίασε την ψυχή σου; Ή μήπως παίζεις κάποιο ρόλο, εφεύρημα κάποιου ποιητή;

Κι εκείνος είπε, «Ά, φίλε μου, το πνεύμα κατέβηκε σε μένα και μ’ ευλόγησε. Μια μεγάλη αγάπη έκανε την καρδιά μου αγνό, ιερό βωμό. Είναι μια γυναίκα, φίλε μου η γυναίκα πού ως χθες εγώ νόμιζα παιχνίδι στα χέρια τού άντρα που μ’ απελευθέρωσε απ’ το σκοτάδι της κόλασης κι άνοιξε μπροστά μου τις πύλες του παραδείσου όπου και μπήκα. Μια αληθινή γυναίκα με πήρε στον Ιορδάνη ποταμό της αγάπης της και με βάφτισε. Η γυναίκα που την αδερφή της περιφρονούσα από την άγνοιά μου με ανύψωσε στο θρόνο της δόξας. Η γυναίκα που τη συντροφιά της μόλυνα με την κακία μου, εξάγνισε την καρδιά μου με την αγάπη της. Η γυναίκα που τις αδερφές της αγόραζα σα σκλάβες με το χρυσάφι του πατέρα μου, μ’ ελευθέρωσε με την ομορφιά της. Η γυναίκα που οδήγησε τον Αδάμ έξω από τον παράδεισο με τη δύναμη της θέλησής της, με ξανάμπασε στον παράδεισο με την τρυφερότητά της και την υπακοή μου».

Χαλίλ Γκιμπράν, Σκέψεις και διαλογισμοί

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

12.4. Κλασικισμός - Ελληνική αναβίωση

Η έννοια του κλασικού στο λεξικό The Oxford English Dictionary διατυπώνεται ως εξής: «Κλασικός είναι ο όρος για υψηλά επιτεύγματα, αναγνωρισμένη υπεροχή, το μέτρο για την τέλεια ομορφιά. Η κλασική μουσική έχει καθαρότητα, κανονικότητα και καθορισμένες φόρμες. Οι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς είναι κλασικοί και όλη η Ελληνική και ρωμαϊκή τέχνη της Αρχαιότητας ονομάζεται κλασική. Κλασικό γλυπτό είναι αυτό που έχει τέλειο νατουραλισμό και τέλεια εκτέλεση, όπως ο Απόλλων του Belvedere.» Στην Αγγλία ο όρος classics σήμαινε καταρχήν τα αριστουργήματα της ελληνικής και λατινικής φιλολογίας. Στην τέχνη ο κλασικισμός σημαίνει κλασικές αξίες που ίσχυαν και θα ισχύουν και στις επόμενες γενιές. Οι ιδέες των Βίνκελμαν, Λέσιγκ, Σλέγκελ είναι μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας. Επηρεάζουν το θέατρο, την όπερα, τη μουσική. Ο Μπετόβεν θαυμάζει τον Όμηρο, τους ήρωες και ως ένα σημείο τον Ναπολέοντα. Στις εισαγωγές του Προμηθέας και Κοριολανός προσπαθεί να μεταδώσει το ηρωικό πνεύμα της Αρχαιότητας, καθώς και τη βαθιά αίσθηση της κλασικής ισορροπίας και φόρμας που μοιράζεται με τους Γκέτε και Σίλερ. Ο Κερουμπίνι το 1797 θα αξιοποιήσει στην όπερα Μήδεια το δραματικό χρώμα της αρχαίας τραγωδίας.

Ο κλασικισμός στις εικαστικές τέχνες, όπως και στην αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα, στηρίζεται στη μίμηση της Αρχαιότητας και στην παραδοχή ενός συστήματος αξιών που αποδίδονται στους αρχαίους. Είναι η προγραμματική αναφορά σε έργα και μορφές της ελληνορωμαϊκής Αρχαιότητας, η δημιουργική σύνθεση με εργαλείο αρχετυπικές μορφές του παρελθόντος. Χαρακτηριστικά αυτής της τέχνης είναι η ακρίβεια στον σχεδιασμό, η καθαρότητα της σύνθεσης, των περιγραμμάτων, η συμμετρία, η χρωματική λιτότητα (η Αρχαιότητα είναι ακόμη για την Ευρώπη ένας κόσμος λευκών, μαρμάρινων γλυπτών), η εξιδανίκευση των μορφών. Κλασικά θέματα, αλλά και χρήση αρχαίων προτύπων στη γλυπτική και στη ζωγραφική διατηρούν ανοιχτή την επικοινωνία με τον αρχαίο κλασικό κόσμο. Η ευρωπαϊκή πλαστική καθορίζεται από τα ελγίνεια —τα βρίσκουν ορθολογικά (rational). Στις αρχές του 19ου αιώνα παραληρούν για τον Παρθενώνα· κατά τον Φούσλι μάλιστα: «The Greeks were gods!» "Όι Έλληνες ήταν θεοί".

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΑΡΙΣΤ Πολ 1283a23–1284b34

(ΑΡΙΣΤ Πολ 1281a11–1284b34: Ποιοι πρέπει να ασκούν εξουσία στην πόλη) 

Πόσο δικαιολογημένες είναι οι αξιώσεις διάφορων πληθυσμιακών ομάδων για κατάληψη της εξουσίας; – Διερεύνηση της σκοπιμότητας του οστρακισμού

Πρὸς μὲν οὖν τὸ πόλιν εἶναι δόξειεν ἂν ἢ πάντα ἢ
ἔνιά γε τούτων ὀρθῶς ἀμφισβητεῖν, πρὸς μέντοι ζωὴν ἀγα-
(25) θὴν ἡ παιδεία καὶ ἡ ἀρετὴ μάλιστα δικαίως ἂν ἀμφισ-
βητοίησαν, καθάπερ εἴρηται καὶ πρότερον. ἐπεὶ δ’ οὔτε
πάντων ἴσον ἔχειν δεῖ τοὺς ἴσους ἕν τι μόνον ὄντας, οὔτε
ἄνισον τοὺς ἀνίσους καθ’ ἕν, ἀνάγκη πάσας εἶναι τὰς
τοιαύτας πολιτείας παρεκβάσεις. εἴρηται μὲν οὖν καὶ πρό-
(30) τερον ὅτι διαμφισβητοῦσι τρόπον τινὰ δικαίως πάντες,
ἁπλῶς δ’ οὐ πάντες δικαίως· οἱ πλούσιοι μὲν ὅτι πλεῖον
μέτεστι τῆς χώρας αὐτοῖς, ἡ δὲ χώρα κοινόν, ἔτι πρὸς τὰ
συμβόλαια πιστοὶ μᾶλλον ὡς ἐπὶ τὸ πλέον· οἱ δὲ ἐλεύ-
θεροι καὶ εὐγενεῖς ὡς ἐγγὺς ἀλλήλων (πολῖται γὰρ μᾶλ-
(35) λον οἱ γενναιότεροι τῶν ἀγεννῶν, ἡ δ’ εὐγένεια παρ’ ἑκάστοις
οἴκοι τίμιος)· ἔτι διότι βελτίους εἰκὸς τοὺς ἐκ βελτιόνων,
εὐγένεια γάρ ἐστιν ἀρετὴ γένους· ὁμοίως δὴ φήσομεν δι-
καίως καὶ τὴν ἀρετὴν ἀμφισβητεῖν, κοινωνικὴν γὰρ ἀρετὴν
εἶναί φαμεν τὴν δικαιοσύνην, ᾗ πάσας ἀναγκαῖον ἀκολου-
(40) θεῖν τὰς ἄλλας· ἀλλὰ μὴν καὶ οἱ πλείους πρὸς τοὺς ἐλάτ-
τους, καὶ γὰρ κρείττους καὶ πλουσιώτεροι καὶ βελτίους εἰσίν,
ὡς λαμβανομένων τῶν πλειόνων πρὸς τοὺς ἐλάττους. ἆρ’ οὖν
[1283b] εἰ πάντες εἶεν ἐν μιᾷ πόλει, λέγω δ’ οἷον οἵ τ’ ἀγαθοὶ
καὶ οἱ πλούσιοι καὶ <οἱ> εὐγενεῖς, ἔτι δὲ πλῆθος ἄλλο τι πολι-
τικόν, πότερον ἀμφισβήτησις ἔσται τίνας ἄρχειν δεῖ, ἢ οὐκ
ἔσται; καθ’ ἑκάστην μὲν οὖν πολιτείαν τῶν εἰρημένων ἀν-
(5) αμφισβήτητος ἡ κρίσις τίνας ἄρχειν δεῖ (τοῖς γὰρ κυρίοις δια-
φέρουσιν ἀλλήλων, οἷον ἡ μὲν τῷ διὰ πλουσίων ἡ δὲ τῷ
διὰ τῶν σπουδαίων ἀνδρῶν εἶναι, καὶ τῶν ἄλλων ἑκάστη
τὸν αὐτὸν τρόπον)· ἀλλ’ ὅμως σκοπῶμεν, ὅταν περὶ τὸν
αὐτὸν ταῦθ’ ὑπάρχῃ χρόνον, πῶς διοριστέον. εἰ δὴ τὸν
(10) ἀριθμὸν εἶεν ὀλίγοι πάμπαν οἱ τὴν ἀρετὴν ἔχοντες, τίνα
δεῖ διελεῖν τρόπον; ἢ τὸ «ὀλίγοι» πρὸς τὸ ἔργον δεῖ σκο-
πεῖν, εἰ δυνατοὶ διοικεῖν τὴν πόλιν ἢ τοσοῦτοι τὸ πλῆθος
ὥστ’ εἶναι πόλιν ἐξ αὐτῶν; ἔστι δὲ ἀπορία τις πρὸς ἅπαν-
τας τοὺς διαμφισβητοῦντας περὶ τῶν πολιτικῶν τιμῶν. δό-
(15) ξαιεν γὰρ <ἂν> οὐδὲν λέγειν δίκαιον οἱ διὰ τὸν πλοῦτον ἀξι-
οῦντες ἄρχειν, ὁμοίως δὲ καὶ οἱ κατὰ γένος· δῆλον γὰρ ὡς εἴ
τις πάλιν εἷς πλουσιώτερος ἁπάντων ἐστί, δηλονότι κατὰ
τὸ αὐτὸ δίκαιον τοῦτον ἄρχειν τὸν ἕνα ἁπάντων δεήσει,
ὁμοίως δὲ καὶ τὸν εὐγενείᾳ διαφέροντα τῶν ἀμφισβητούν-
(20) των δι’ ἐλευθερίαν. ταὐτὸ δὲ τοῦτο ἴσως συμβήσεται καὶ
περὶ τὰς ἀριστοκρατίας ἐπὶ τῆς ἀρετῆς· εἰ γάρ τις εἷς ἀμεί-
νων ἀνὴρ εἴη τῶν ἄλλων τῶν ἐν τῷ πολιτεύματι σπουδαίων
ὄντων, τοῦτον εἶναι δεῖ κύριον κατὰ ταὐτὸ δίκαιον. οὐκοῦν εἰ
καὶ τὸ πλῆθος εἶναί γε δεῖ κύριον διότι κρείττους εἰσὶ τῶν
(25) ὀλίγων, κἂν εἷς ἢ πλείους μὲν τοῦ ἑνὸς ἐλάττους δὲ τῶν
πολλῶν κρείττους ὦσι τῶν ἄλλων, τούτους ἂν δέοι κυρίους
εἶναι μᾶλλον ἢ τὸ πλῆθος. πάντα δὴ ταῦτ’ ἔοικε φανε-
ρὸν ποιεῖν ὅτι τούτων τῶν ὅρων οὐδεὶς ὀρθός ἐστι, καθ’ ὃν
ἀξιοῦσιν αὐτοὶ μὲν ἄρχειν τοὺς δ’ ἄλλους ὑπὸ σφῶν ἄρχε-
(30) σθαι πάντας. καὶ γὰρ δὴ καὶ πρὸς τοὺς κατ’ ἀρετὴν
ἀξιοῦντας κυρίους εἶναι τοῦ πολιτεύματος, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς
κατὰ πλοῦτον, ἔχοιεν ἂν λέγειν τὰ πλήθη λόγον τινὰ δί-
καιον· οὐδὲν γὰρ κωλύει ποτὲ τὸ πλῆθος εἶναι βέλτιον τῶν
ὀλίγων καὶ πλουσιώτερον, οὐχ ὡς καθ’ ἕκαστον ἀλλ’ ὡς
(35) ἀθρόους. διὸ καὶ πρὸς τὴν ἀπορίαν ἣν ζητοῦσι καὶ προβάλ-
λουσί τινες ἐνδέχεται τοῦτον τὸν τρόπον ἀπαντᾶν. ἀποροῦσι
γάρ τινες πότερον τῷ νομοθέτῃ νομοθετητέον, βουλομένῳ
τίθεσθαι τοὺς ὀρθοτάτους νόμους, πρὸς τὸ τῶν βελτιόνων συμ-
φέρον ἢ πρὸς τὸ τῶν πλειόνων, ὅταν συμβαίνῃ τὸ λεχθέν·
(40) τὸ δ’ ὀρθὸν ληπτέον ἴσως· τὸ δ’ ἴσως ὀρθὸν πρὸς τὸ τῆς
πόλεως ὅλης συμφέρον καὶ πρὸς τὸ κοινὸν τὸ τῶν πολι-
τῶν· πολίτης δὲ κοινῇ μὲν ὁ μετέχων τοῦ ἄρχειν καὶ ἄρ-
[1284a] χεσθαί ἐστι, καθ’ ἑκάστην δὲ πολιτείαν ἕτερος, πρὸς δὲ τὴν
ἀρίστην ὁ δυνάμενος καὶ προαιρούμενος ἄρχεσθαι καὶ ἄρχειν
πρὸς τὸν βίον τὸν κατ’ ἀρετήν. εἰ δέ τις ἔστιν εἷς τοσοῦτον
διαφέρων κατ’ ἀρετῆς ὑπερβολήν, ἢ πλείους μὲν ἑνὸς μὴ
(5) μέντοι δυνατοὶ πλήρωμα παρασχέσθαι πόλεως, ὥστε μὴ
συμβλητὴν εἶναι τὴν τῶν ἄλλων ἀρετὴν πάντων μηδὲ τὴν
δύναμιν αὐτῶν τὴν πολιτικὴν πρὸς τὴν ἐκείνων, εἰ πλείους,
εἰ δ’ εἷς, τὴν ἐκείνου μόνον, οὐκέτι θετέον τούτους μέρος πόλεως·
ἀδικήσονται γὰρ ἀξιούμενοι τῶν ἴσων, ἄνισοι τοσοῦτον κατ’
(10) ἀρετὴν ὄντες καὶ τὴν πολιτικὴν δύναμιν· ὥσπερ γὰρ θεὸν
ἐν ἀνθρώποις εἰκὸς εἶναι τὸν τοιοῦτον. ὅθεν δῆλον ὅτι καὶ
τὴν νομοθεσίαν ἀναγκαῖον εἶναι περὶ τοὺς ἴσους καὶ τῷ γένει
καὶ τῇ δυνάμει, κατὰ δὲ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος· αὐτοὶ
γάρ εἰσι νόμος. καὶ γὰρ γελοῖος ἂν εἴη νομοθετεῖν τις
(15) πειρώμενος κατ’ αὐτῶν. λέγοιεν γὰρ ἂν ἴσως ἅπερ Ἀντι-
σθένης ἔφη τοὺς λέοντας δημηγορούντων τῶν δασυπόδων καὶ
τὸ ἴσον ἀξιούντων πάντας ἔχειν. διὸ καὶ τίθενται τὸν ὀστρα-
κισμὸν αἱ δημοκρατούμεναι πόλεις, διὰ τὴν τοιαύτην αἰτίαν·
αὗται γὰρ δὴ δοκοῦσι διώκειν τὴν ἰσότητα μάλιστα πάντων,
(20) ὥστε τοὺς δοκοῦντας ὑπερέχειν δυνάμει διὰ πλοῦτον ἢ πολυ-
φιλίαν ἤ τινα ἄλλην πολιτικὴν ἰσχὺν ὠστράκιζον καὶ μεθ-
ίστασαν ἐκ τῆς πόλεως χρόνους ὡρισμένους. μυθολογεῖται
δὲ καὶ τοὺς Ἀργοναύτας τὸν Ἡρακλέα καταλιπεῖν διὰ
τοιαύτην αἰτίαν· οὐ γὰρ ἐθέλειν αὐτὸν ἄγειν τὴν Ἀργὼ
(25) μετὰ τῶν ἄλλων, ὡς ὑπερβάλλοντα πολὺ τῶν πλωτήρων.
διὸ καὶ τοὺς ψέγοντας τὴν τυραννίδα καὶ τὴν Περιάνδρου
Θρασυβούλῳ συμβουλίαν οὐχ ἁπλῶς οἰητέον ὀρθῶς ἐπιτιμᾶν
(φασὶ γὰρ τὸν Περίανδρον εἰπεῖν μὲν οὐδὲν πρὸς τὸν πεμ-
φθέντα κήρυκα περὶ τῆς συμβουλίας, ἀφαιροῦντα δὲ τοὺς
(30) ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῦναι τὴν ἄρουραν· ὅθεν
ἀγνοοῦντος μὲν τοῦ κήρυκος τοῦ γιγνομένου τὴν αἰτίαν, ἀπαγ-
γείλαντος δὲ τὸ συμπεσόν, συννοῆσαι τὸν Θρασύβουλον ὅτι
δεῖ τοὺς ὑπερέχοντας ἄνδρας ἀναιρεῖν). τοῦτο γὰρ οὐ μόνον
συμφέρει τοῖς τυράννοις, οὐδὲ μόνον οἱ τύραννοι ποιοῦσιν,
(35) ἀλλ’ ὁμοίως ἔχει καὶ περὶ τὰς ὀλιγαρχίας καὶ τὰς δημο-
κρατίας· ὁ γὰρ ὀστρακισμὸς τὴν αὐτὴν ἔχει δύναμιν
τρόπον τινὰ τῷ κολούειν τοὺς ὑπερέχοντας καὶ φυγαδεύειν.
τὸ δ’ αὐτὸ καὶ περὶ τὰς πόλεις καὶ τὰ ἔθνη ποιοῦσιν οἱ
κύριοι τῆς δυνάμεως, οἷον Ἀθηναῖοι μὲν περὶ Σαμίους καὶ
(40) Χίους καὶ Λεσβίους (ἐπεὶ γὰρ θᾶττον ἐγκρατῶς ἔσχον τὴν
ἀρχήν, ἐταπείνωσαν αὐτοὺς παρὰ τὰς συνθήκας), ὁ δὲ Περ-
[1284b] σῶν βασιλεὺς Μήδους καὶ Βαβυλωνίους καὶ τῶν ἄλλων τοὺς
πεφρονηματισμένους διὰ τὸ γενέσθαι ποτ’ ἐπ’ ἀρχῆς ἐπ-
έκοπτε πολλάκις. τὸ δὲ πρόβλημα καθόλου περὶ πάσας
ἐστὶ τὰς πολιτείας, καὶ τὰς ὀρθάς· αἱ μὲν γὰρ παρεκ-
(5) βεβηκυῖαι πρὸς τὸ ἴδιον ἀποσκοποῦσαι τοῦτο δρῶσιν, οὐ μὴν
ἀλλὰ περὶ τὰς τὸ κοινὸν ἀγαθὸν ἐπισκοπούσας τὸν αὐτὸν
ἔχει τρόπον. δῆλον δὲ τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν
καὶ ἐπιστημῶν· οὔτε γὰρ γραφεὺς ἐάσειεν ἂν τὸν ὑπερ-
βάλλοντα πόδα τῆς συμμετρίας ἔχειν τὸ ζῷον, οὐδ’ εἰ
(10) διαφέροι τὸ κάλλος, οὔτε ναυπηγὸς πρύμναν ἢ τῶν ἄλλων
τι μορίων τῶν τῆς νεώς, οὐδὲ δὴ χοροδιδάσκαλος τὸν μεῖ-
ζον καὶ κάλλιον τοῦ παντὸς χοροῦ φθεγγόμενον ἐάσει συγ-
χορεύειν. ὥστε διὰ τοῦτο μὲν οὐδὲν κωλύει τοὺς μονάρχους
συμφωνεῖν ταῖς πόλεσιν, εἰ τῆς οἰκείας ἀρχῆς ὠφελίμου
(15) ταῖς πόλεσιν οὔσης τοῦτο δρῶσιν. διὸ κατὰ τὰς ὁμολογουμέ-
νας ὑπεροχὰς ἔχει τι δίκαιον πολιτικὸν ὁ λόγος ὁ περὶ
τὸν ὀστρακισμόν. βέλτιον μὲν οὖν τὸν νομοθέτην ἐξ ἀρχῆς
οὕτω συστῆσαι τὴν πολιτείαν ὥστε μὴ δεῖσθαι τοιαύτης
ἰατρείας· δεύτερος δὲ πλοῦς, ἂν συμβῇ, πειρᾶσθαι τοιούτῳ
(20) τινὶ διορθώματι διορθοῦν. ὅπερ οὐκ ἐγίγνετο περὶ τὰς πόλεις·
οὐ γὰρ ἔβλεπον πρὸς τὸ τῆς πολιτείας τῆς οἰκείας συμ-
φέρον, ἀλλὰ στασιαστικῶς ἐχρῶντο τοῖς ὀστρακισμοῖς. ἐν
μὲν οὖν ταῖς παρεκβεβηκυίαις πολιτείαις ὅτι μὲν ἰδίᾳ συμ-
φέρει καὶ δίκαιόν ἐστι, φανερόν, ἴσως δὲ καὶ ὅτι οὐχ ἁπλῶς
(25) δίκαιον, καὶ τοῦτο φανερόν· ἀλλ’ ἐπὶ τῆς ἀρίστης πολιτείας
ἔχει πολλὴν ἀπορίαν, οὐ κατὰ τῶν ἄλλων ἀγαθῶν τὴν
ὑπεροχήν, οἷον ἰσχύος καὶ πλούτου καὶ πολυφιλίας, ἀλλὰ
ἄν τις γένηται διαφέρων κατ’ ἀρετήν, τί χρὴ ποιεῖν; οὐ
γὰρ δὴ φαῖεν ἂν δεῖν ἐκβάλλειν καὶ μεθιστάναι τὸν τοι-
(30) οῦτον· ἀλλὰ μὴν οὐδ’ ἄρχειν γε τοῦ τοιούτου· παραπλήσιον
γὰρ κἂν εἰ τοῦ Διὸς ἄρχειν ἀξιοῖεν, μερίζοντες τὰς ἀρχάς.
λείπεται τοίνυν, ὅπερ ἔοικε πεφυκέναι, πείθεσθαι τῷ τοιούτῳ
πάντας ἀσμένως, ὥστε βασιλέας εἶναι τοὺς τοιούτους ἀιδίους
ἐν ταῖς πόλεσιν.

***
Ούτω, ως προς την ύπαρξιν μεν της πόλεως ή πάντα ή μερικά τουλάχιστον εκ των στοιχείων τούτων δύνανται ορθώς να διεκδικήσουν την αναγνώρισίν των ως συντελεστικών στοιχείων, (25) ως προς την αγαθήν όμως και ευδαίμονα ζωήν η παιδεία και η αρετή τα μάλιστα δικαίως θα ηδύναντο να διεκδικήσουν τα δικαιώματά των, καθώς και πρότερον ελέχθη. Επειδή δε, ούτε οι ίσοι μεν προς αλλήλους αλλ' ενιαίον σύνολον αποτελούντες πρέπει να μετέχουν εξ ίσου πάντων ανεξαιρέτως των πολιτικών αξιωμάτων, ούτε πάλιν ανίσως οι άνισοι καθ' έν μόνον αγαθόν, κατ' ανάγκην όπου τοιούτον τι συμβαίνει, το πολίτευμα είναι παρεκβατικόν. Ως δε και ελέχθη, (30) πάντες οι διεκδικούντες τα αξιώματα της πόλεως, από μιας μεν απόψεως δικαίως διεκδικούν ταύτα, απολύτως όμως ουχί δικαίως· ούτω οι μεν πλούσιοι θεωρούν τας αυτών αξιώσεις δικαίας, επειδή εις αυτούς ανήκει το περισσότερον μέρος της χώρας· η δε χώρα είναι κοινόν αγαθόν· επί πλέον δε και διότι αυτοί εις τας δοσοληψίας των είναι ως επί το πλείστον αξιοπιστότεροι των άλλων. Επί αναλόγων αφ' ετέρου επιχειρημάτων οι ελεύθεροι και ευγενείς στηριζόμενοι διεκδικούν εν τη πόλει κυριαρχίαν· (35) διότι οι εξ επιφανεστέρων γενών καταγόμενοι είναι πολίται ανώτεροι από τους εξ αφανών γενών καταγομένους, και παρ' εκάστη πόλει εξαιρετική τιμή απονέμεται εις τους οίκους των ευγενών· στηρίζουν δε ούτοι τας διεκδικήσεις των και επί της ευλόγου πίστεως ότι καλύτεροι είναι οι εκ των καλυτέρων γονέων γεννηθέντες· διότι «ευγένεια» είναι αρετή γένους. Καθ' όμοιον λοιπόν τρόπον σκεπτόμενοι θα είπωμεν, ότι και η αρετή δικαίως διεκδικεί δικαιώματα εν τη πόλει· διότι παραδεχόμεθα ότι η δικαιοσύνη είναι κοινωνική αρετή, την οποίαν πάσαι αι άλλαι οφείλουν να ακολουθούν. (40) Αφ' ετέρου όμως και οι πλείονες δικαίως δύνανται να διεκδικούν έναντι των ολιγωτέρων την κυρίαρχον εξουσίαν· διότι και ούτοι εν συνόλω και ισχυρότεροι και πλουσιώτεροι και καλύτεροι των ολιγωτέρων είναι. Αλλ' επί τη υποθέσει ότι [1283b] πάσαι αι ανωτέρω τάξεις υπάρχουν εν μια πόλει, έγκριτοι, πλούσιοι, ευγενείς και άλλο πλήθος πολιτών, άρα γε θα διαμφισβητήται και πάλιν τίνες πρέπει να κατέχουν την κυρίαρχον εξουσίαν, ή ουδεμία επί τούτου διαφωνία θα υπάρχη πλέον; Αναντίρρητος θα ήτο κατ' αρχήν η κρίσις (5) εάν ελέγομεν ότι άρχοντες πρέπει να είναι εν εκάστω πολιτεύματι εκείνοι των οποίων το κύριον πλεονέκτημα επικρατεί· διότι τα πολιτεύματα διαφέρουσιν αλλήλων· ούτω εις τούτο μεν άρχουν οι πλούσιοι, εις εκείνο οι σπουδαίοι άνδρες και ομοίως άλλοι εις έκαστον άλλο. Αλλ' εάν αι ανωτέρω τάξεις υπάρχουν ταυτοχρόνως εν τινι πόλει, οποία πολιτική δύναμις ανήκει εις εκάστην εξ αυτών; Ούτω, (10) εάν οι έχοντες την αρετήν σπουδαίοι πολίται είναι κατ' αριθμόν πάρα πολύ ολίγοι, κατά τίνα τρόπον θα μοιρασθή καλώς μεταξύ τούτων των τόσον ολίγων η κυρίαρχος εξουσία; Ή το «ολίγοι» δέον να κριθή εν σχέσει προς το πολιτικόν έργον, εάν δηλαδή καίτοι ολίγοι έχουν την ικανότητα να διοικώσι καλώς; Ή υπό το «ολίγοι» δέον να εννοήσωμεν τόσοι κατ' αριθμόν, ώστε να εξαρκούν εις πάσας τας ανάγκας ευνομουμένης πόλεως; Επί πλέον όμως εγείρεται και μία άλλη απορία κατά πάντων εκείνων, οίτινες επί της οικείας έκαστοι υπεροχής στηριζόμενοι διεκδικούν τα πολιτικά αξιώματα· (15) ότι τουτέστιν ουδέν κατ' ουσίαν δίκαιον επικαλούνται οι ένεκα του πλούτου των αξιούντες να είναι διαρκώς άρχοντες· και ομοία κατόπιν κατά των ευγενών. Διότι εάν είς εκ των πρώτων είναι πλουσιώτερος όλων ομού των άλλων, ο είς αυτός προφανώς κατά το αυτό δίκαιον θα δικαιούται να κυβερνά όλους ομού τους άλλους. Ομοίως και ο κατά την ευγένειαν υπερέχων θα δικαιούται να κυβερνά πάντας τους (20) επί τη βάσει των δικαιωμάτων του ελευθέρου πολίτου διεκδικούντας τα πολιτικά αξιώματα.

Εις το αυτό καταλήγομεν ομοίως συλλογιζόμενοι και επί των αριστοκρατικών πολιτευμάτων των βασιζομένων επί της αρετής των πολιτών· διότι εάν είς οιοσδήποτε υπερέχη κατά την αρετήν των άλλων, όσοι εν τω πολιτεύματι τούτω είναι σπουδαίοι, κατά το αυτό δίκαιον ούτος πρέπει να κυβερνά πάντας. Αλλά το αυτό δίκαιον εφαρμόζεται και προκειμένου περί του πλήθους, εάν δεχθώμεν ότι αυτό έχει δικαίωμα εις την κυρίαρχον εξουσίαν, διότι, (25) καθ' α ελέχθη, οι πολλοί είναι καλύτεροι των ολίγων. Ούτω, εάν είς ή πλείονες μεν του ενός, ολιγώτεροι όμως των πολλών είναι καλύτεροι των άλλων, αυτοί περισσότερον παρά το πλήθος των πολιτών έχουν δικαίωμα εις την κυρίαρχον εξουσίαν της πόλεως. Εκ τούτων λοιπόν συνάγεται, ότι ουδείς εκ των ανωτέρω όρων του δικαίου είναι ορθός, εφ' εκάστου των οποίων στηρίζοντες έκαστοι τα δικαιώματά των αξιούν αυτοί μεν να άρχουν, (30) πάντες δε οι άλλοι να άρχωνται. Η τοιαύτη όμως αξίωσις είναι ήκιστα ορθή· διότι τόσον προς τους διεκοικούντας την αρχήν της πόλεως ένεκα της αρετής των, όσον και προς τους ένεκα του πλούτου των τα αυτά αξιούντας, δύνανται αι πλειονότητες να αντιτάσσουν το εξής: ότι ουδέν αποκλείει το να είναι οι πολυαριθμότεροι πολίται καλύτεροι των ολίγων, ουχί κατ' άτομον, αλλ' ως σύνολον.

(35) Συνεπώς ομοίως δέον να απαντήσωμεν και προς την ανωτέρω ερώτησιν, την παρά τίνων απορούντων προβαλλομένην, οίτινες ερωτούν εάν ο προτιθέμενος να θεσπίση τους ορθοτάτους των συντακτικών νόμων νομοθέτης πρέπει να αποβλέπη προς το συμφέρον των καλυτέρων πολιτών ή προς το των πλειόνων, όταν ούτοι ως σύνολον λαμβανόμενοι είναι καλύτεροι των άλλων. (40) Υπό το «ορθόν» όμως δέον να εξυπακούηται και το «κατά το ίσον»· το δε «κατά το ορθόν» ίσον πολίτευμα αποβλέπει προς το συμφέρον και ολοκλήρου της πόλεως και προς το κοινόν των πολιτών. Πολίτης δε γενικώς μεν καλείται ο έχων και ασκών το δικαίωμα του άρχειν και άρχεσθαι, [1284a] καθ' έκαστον όμως πολίτευμα δεν λαμβάνεται υπό την αυτήν, αλλ' υπό διάφορον έννοιαν· κατά δε το άριστον εν τέλει πολίτευμα πολίτης είναι ο δυνάμει έχων την ικανότητα και εξ οικείας διαθέσεως προτιθέμενος να άρχηται και να άρχη αποβλέπων προς τον κατ' αρετήν βίον.

Ας υποθέσωμεν όμως ότι υπάρχει εν τινι πόλει πολίτης τις υπερέχων υπερβολικά κατ' αρετήν ή πλείονες μεν του ενός (5) ανεπαρκείς όμως κατ' αριθμόν όπως καταλάβουν πάσας τας διά του πολιτεύματος καθιερωμένας θέσεις αρχόντων, επί πλέον δε ότι η διαφορά της αρετής των τοιούτων είναι τόση, ώστε, είτε πλείονες του ενός είναι αυτοί, είτε είς μόνος, να υπερέχη ασυγκρίτως όλων ομού των άλλων κατά την αρετήν και κατά την πολιτικήν επιστήμην και ικανότητα· εάν λοιπόν υπάρχουν τοιούτοι, ουδόλως οφείλομεν να θεωρήσωμεν αυτούς ως αποτελούντας μέρος πόλεως ίσα δικαιώματα έχοντες με τα άλλα αυτής μέρη, επειδή τότε αυτοί θα είναι οι αδικούμενοι, εάν κρίνωνται ως άξιοι των ίσων με τους άλλους, ενώ τόσον πολύ άνισοι εν συγκρίσει προς αυτούς είναι κατά την (10) αρετήν και την πολιτικήν μεγαλοφυίαν διότι πας τοιούτος προφανές είναι ότι είναι ανάλογος προς θεόν απέναντι των ανθρώπων. Συνεπώς προφανές είναι ότι και η νομοθεσία πρέπει κατ' ανάγκην να αποβλέπη μόνον εις τους κατά το γένος και την πολιτικήν δύναμιν ίσους, επειδή κατά των τοιούτων των καθ' υπερβολήν υπερεχόντων ανδρών δεν ισχύει νόμος· διότι αυτοί είναι νόμος. Και πράγματι γελοίος θα ήτο εκείνος όστις θα (15) απεπειράτο να νομοθετή κατ' αυτών· διότι εις τον τοιούτον νομοθέτην θα έδιδον ούτοι την απάντησιν την οποίαν, ως είπεν ο Αντισθένης, έδωσαν οι λέοντες προς τους λαγωούς δημηγορούντας και αξιούντας ίσα να έχουν πάντες δικαιώματα. Διά την αυτήν δε αιτίαν και τον οστρακισμόν θεσπίζουν αι δημοκρατούμεναι πόλεις, επειδή αυταί υπέρ πάσας τας άλλας θεωρούνται ως κατ' εξοχήν επιδιώκουσαι την ισότητα. (20) Ούτω εξωστράκιζον εκ της πόλεως επί ωρισμένον χρόνον όσους έβλεπον υπερέχοντας των άλλων κατά την πολιτικήν δύναμιν, είτε διότι ήσαν πλούσιοι, είτε διότι είχον πολλούς κομματικούς φίλους, είτε διότι εξ άλλου τινος λόγου ήσαν πολιτικώς ισχυροί. Διά τοιαύτην δε αιτίαν μυθολογείται ότι και οι Αργοναύται εγκατέλειψαν τον Ηρακλέα, διότι ως κατά πολύ υπερέχοντα των άλλων συμπλωτήρων ηρνείτο η Αργώ να τον μεταφέρει (25) μετά των άλλων. Συνεπώς οφείλομεν να δεχθώμεν ότι δεν είναι ορθή η επίκρισις των επί τη τοιαύτη ενεργεία κατακρινόντων το τυραννικόν πολίτευμα και μάλιστα την δοθείσαν συμβουλήν υπό του Περιάνδρου εις τον Θρασύβουλον. Λέγεται δηλαδή ότι προς τον αποσταλέντα, παρά του Θρασυβούλου πρεσβευτήν όπως ζητήση συμβουλήν περί του τρόπου της διοικήσεως των πολιτών προς διατήρησιν του τυραννικού αξιώματος, ο Περίανδρος ρητήν μεν απάντησιν ουδεμίαν έδωσε, οδηγήσας όμως αυτόν εις εσπαρμένον αγρόν (30) ισοπέδωνε την επιφάνειαν του σπαρτού αποκόπτων τας κορυφάς των υπερεχόντων σταχύων. Όθεν, αγνοούντος μεν του πρεσβευτού τον λόγον του γενομένου, αναγγείλαντος όμως το συμβάν, συνεπέρανεν ο Θρασύβουλος ότι διά της τοιαύτης πράξεως ο Περίανδρος υπεδείκνυεν εις αυτόν ότι πρέπει να φονεύη τους υπερέχοντας υπηκόους του. Τούτο λοιπόν το μέτρον όχι μόνον εις τους τυράννους συμφέρει, ουδέ μόνον οι τύραννοι μεταχειρίζονται τούτο, (35) αλλά και εις τα ολιγαρχικά και δημοκρατικά πολιτεύματα επικρατεί ως μέσον αμύνης· διότι ο οστρακισμός την αυτήν δύναμιν έχει, περικόπτων τρόπον τινα και φυγαδεύων τους υπερέχοντας. Το αυτό δε μέσον μετέρχονται και κατά των πόλεων και των εθνών οι καθιστάμενοι κυρίαρχοι της πολεμικής δυνάμεως τούτων· οίον οι μεν Αθηναίοι κατά των Σαμίων και (40) Χίων και των Λεσβίων, τους οποίους, ευθύς ως ισχυροποιηθέντες εξησφάλισαν την ηγεμονίαν, εταπείνωσαν παρά τας συνθήκας· δι' ομοίας δε και ο [1284b] βασιλεύς των Περσών μεθόδου εκωλόβωσε την δύναμιν των Μήδων και των Βαβυλωνίων και πάντων των άλλων, όσοι ήσαν έμπλεοι γενναίου φρονήματος, επειδή υπήρξαν ποτέ και αυτοί ηγεμόνες. Το μέτρον τούτο της αμύνης εις πάντα, και εις αυτά ακόμη τα ορθά πολιτεύματα, είναι εν χρήσει· και τα μεν (5) παρεκβατικά χρησιμοποιούν τούτο προς το ίδιον των κρατούντων συμφέρον, το αυτό όμως συμβαίνει και εις τα πολιτεύματα, των οποίων σκοπός είναι το κοινόν αγαθόν. Σαφή δε απόδειξιν τούτου παρέχει εκτός άλλων και το παράδειγμα των άλλων τεχνών και επιστημών· διότι ούτε ζωγράφος παρά τους κανόνας της συμμετρίας πειράται να ζωγραφίση εικόνα ζώντος ανθρώπου έχοντος μέλος τι του σώματος καθ' υπερβολήν μέγα, έστω και (10) αν τούτο είναι εξαιρετικώς ωραίον, ούτε ναυπηγός να ναυπηγή ασύμμετρον την πρύμναν ή άλλο τι μέρος του πλοίου, ούτε τέλος ο μουσικοδιδάσκαλος νομίζει ορθόν να επιτρέψη να μετέχη του χορού ο καθ' υπερβολήν μεγαλοφωνότερος, και καλλιφωνότερος των άλλων χορευτών. Συνεπώς διά τούτον μεν τον λόγον ουδέν εμποδίζει τους μονάρχας να είναι σύμφωνοι προς τας μη μοναρχουμένας πόλεις, εάν μεταχειρίζωνται το αμυντικόν τούτο μέσον, (15) επειδή ειλικρινώς πιστεύουν ότι το μοναρχικόν πολίτευμα είναι ωφέλιμον εις τας πόλεις των. Διό και το προβαλλόμενον υπέρ του οστρακισμού επιχείρημα περιέχει πολιτικόν τι δίκαιον κατά των ομολογουμένως υπερεχόντων ανδρών. Πάντως όμως θα ήτο προτιμότερον εάν ο νομοθέτης συνέτασσεν ευθύς εξ αρχής κατά τοιούτον τρόπον το πολίτευμα, ώστε να μη παρίσταται ανάγκη χρήσεως τοιούτου θεραπευτικού μέσου·εάν δε παρά παν μέτρον προνοίας συμβή να αναφυή τοιούτος ανήρ, (20) τότε πλέον επιτρέπεται η χρήσις τοιούτου τινός διορθωτικού μέσου, όπως επιτευχθή η διόρθωσις της ασυμμετρίας. Του μέσου όμως τούτου δεν εγίνετο η προσήκουσα ορθή παρά των πόλεων χρήσις· διότι μετεχειρίζοντο τους οστρακισμούς ουχί προς το συμφέρον του οικείου πολιτεύματος, αλλά προς ίδιον κομματικόν όφελος. Ούτω φανερόν καθίσταται ότι εις τα παρεκβατικά ειδικώς πολιτεύματα το μέτρον τούτο είναι ωφέλιμον και δίκαιον, δεν είναι όμως και γενικώς αυτό εξ ίσου δίκαιον. (25) Πολλήν όμως απορίαν παρέχει και τούτο: τι πρέπει να γίνη, αν εν τω αρίστω πολιτεύματι αναφανή ανήρ τις υπερέχων ουχί κατά τα άλλα αγαθά, κατά την ισχύν τουτέστιν ή κατά τον πλούτον ή κατά την πολυφιλίαν, αλλά κατά την αρετήν; Διότι ουδείς βεβαίως θα ισχυρισθή ότι πρέπει τον τοιούτον να εξορίσουν και να απομακρύνουν της πόλεως, (30) αλλ' ούδ' ότι αρμόζει οι άλλοι οι κατώτεροί του να άρχωσι του τοιούτου· διότι μία τοιαύτη αξίωσις δεν θα παρήλλασσεν εκείνης καθ' ην μερίζοντες τα πολιτικά αξιώματα θα απήτουν να άρχωσι του Διός. Υπολείπεται λοιπόν, όπερ και προς το φυσικόν άλλωστε δίκαιον συμβιβάζεται, να πείθωνται πάντοτε προθύμως εις τον τοιούτον, ώστε ισόβιοι βασιλείς θα είναι αυτοί εις τας πόλεις.