ΧΟΡΟΣ
τί ποθ᾽ ἡσυχία πρόσθεν μελάθρων;
τί σεσίγηται δόμος Ἀδμήτου;
ἀλλ᾽ οὐδὲ φίλων πέλας οὐδείς,
80 ὅστις ἂν εἴποι πότερον φθιμένην
βασίλεαν πενθεῖν χρή ‹μ᾽›, ἢ ζῶσ᾽ ἔτι
φῶς τόδε λεύσσει Πελίου παῖς
Ἄλκηστις, ἐμοὶ πᾶσί τ᾽ ἀρίστη
δόξασα γυνὴ
85 πόσιν εἰς αὑτῆς γεγενῆσθαι.
κλύει τις ἢ στεναγμὸν ἢ [στρ. α]
χειρῶν κτύπον κατὰ στέγας
ἢ γόον ὡς πεπραγμένων;
οὐ μὰν οὐδέ τις ἀμφιπόλων στα-
90 τίζεται ἀμφὶ πύλας. εἰ
γὰρ μετακύμιος ἄτας,
ὦ Παιάν, φανείης.
ΗΜΙΧ. οὔ τἂν φθιμένης γ᾽ ἐσιώπων.
ΗΜΙΧ. νέκυς ἤδη.
ΗΜΙΧ. οὐ δὴ φροῦδός γ᾽ ἐξ οἴκων.
95 ΗΜΙΧ. πόθεν; οὐκ αὐχῶ. τί σε θαρσύνει;
ΗΜΙΧ. πῶς ἂν ἔρημον τάφον Ἄδμητος
κεδνῆς ἂν ἔπραξε γυναικός;
ΧΟ. πυλῶν πάροιθε δ᾽ οὐχ ὁρῶ [ἀντ. α]
πηγαῖον ὡς νομίζεται
100 χέρνιβ᾽ ἐπὶ φθιτῶν πύλαις.
χαίτα τ᾽ οὔτις ἐπὶ προθύροις το-
μαῖος, ἃ δὴ νεκύων πέν-
θει πίτνει· οὐ νεολαία
δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν.
105 ΗΜΙΧ. καὶ μὴν τόδε κύριον ἦμαρ …
ΗΜΙΧ. τί τόδ᾽ αὐδᾷς;
ΗΜΙΧ. ᾧ χρή σφε μολεῖν κατὰ γαίας.
ΗΜΙΧ. ἔθιγες ψυχᾶς, ἔθιγες δὲ φρενῶν.
ΗΜΙΧ. χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων
110πενθεῖν ὅστις
χρηστὸς ἀπ᾽ ἀρχῆς νενόμισται.
ΧΟ. ἀλλ᾽ οὐδὲ ναυκληρίαν [στρ. β]
ἔσθ᾽ ὅποι τις αἴας
στείλας, ἢ Λυκίαν
115 εἴτ᾽ ἐπὶ τὰς ἀνύδρους
Ἀμμωνιάδας [ἕδρας],
δυστάνου παραλύσαι
ψυχάν· μόρος γὰρ ἀπότομος
πλάθει· θεῶν δ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάραις
120 οὐκ ἔχω ἐπὶ τίνα
μηλοθύταν πορευθῶ.
μόνος δ᾽ ἄν, εἰ φῶς τόδ᾽ ἦν [ἀντ. β]
ὄμμασιν δεδορκὼς
Φοίβου παῖς, προλιποῦσ᾽
125 ἦλθεν ἕδρας σκοτίους
Ἅιδα τε πύλας·
δμαθέντας γὰρ ἀνίστη,
πρὶν αὐτὸν εἷλε διόβολον
πλῆκτρον πυρὸς κεραυνίου.
130 νῦν δὲ τίν᾽ ἔτι βίου
ἐλπίδα προσδέχωμαι;
***
Έρχονται οι Φεραίοι πολίτες που αποτελούν το Χορό.
Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
Πώς μια τέτοια ησυχία στο παλάτι μπροστά;
Γιατί του Άδμητου τάχα σωπαίνει το σπίτι;
Κι ένας φίλος δεν είν᾽ εδώ γύρω, να πει:
80 να την κλαίω για νεκρή
ή της μέρας ακόμα αντικρίζει το φως
η βασίλισσα, η Άλκηστη,
που, όσο τίμησε κείνη τον άντρα της, άλλη καμιά
το δικό της δεν τίμησε ως τώρα;
Το πιστεύω, μα κι όλος ο κόσμος το ξέρει.
Ο ΧΟΡΟΣ
Μέσα στο σπίτι ακούει κανείς
στηθοδαρσίματα χεριών
ή θρήνους κι αναστεναγμούς,
σα να ᾽χει γίνει το κακό;
Βάγια καμιά, δούλος κανείς
90 δε στέκεται στη θύρα εμπρός.
Να ερχόσουν, αχ, ω Φοίβε εσύ,
να σταματήσεις, λυτρωτή,
το κύμ᾽ αυτό των συμφορών.
Η συνέχεια σε λυρικό διάλογο των ημιχορίων.
― Δε θα σώπαιναν, αν είχε ξεψυχήσει.
― Είναι, λέω, νεκρή.
― Απ᾽ το σπίτι δεν την έβγαλαν ωστόσο.
― Πώς το λες αυτό; Φοβούμαι.
Τί σου δίνει εσένα θάρρος;
― Ο Άδμητος δε θα μπορούσε
τέτοιο ξόδι βουβό κι έρμο
της γυναίκας του να κάμει,
μιας γυναίκας τιμημένης.
Δε βλέπω στην εξώθυρα
νερό αναβρυστικό, αγιασμό,
έτσι όπως συνηθίζεται
100 έξω απ᾽ τα σπίτια των νεκρών·
δε βλέπω εκεί στο πρόθυρο
μαλλιά κομμένα, προσφορά
για τους νεκρούς που τους πενθούν·
μοιρολογήτρες δε χτυπούν
τα χέρια τους λυπητερά.
Η συνέχεια κατά ημιχόρια.
― Η ορισμένη μέρα σήμερα είναι ωστόσο…
― Που θα γίνει τί;
― που θα φύγει για να πάει στον κάτω κόσμο.
― Αχ πληγώνεις την ψυχή μου
και τη σκέψη μου ταράζεις.
― Όταν χάνεται, όταν σβήνει
ένας άνθρωπος με αξία,
110 χρέος το πένθος για όλους που έχουν
μια καλή για πάντα φήμη.
Χώρα δε βρίσκεται στη γη,
Λυκία να πεις ή το άνυδρο
μαντείο του Άμμωνα του θεού,
που θα μπορούσε πλεούμενο
κανείς να στείλει, τη ζωή
να σώσει αυτής της άμοιρης·
κοντά ᾽ναι του χαμού ο γκρεμός
κι άλλον δεν ξέρω εγώ βωμό
για προσφορές, θυσίες αρνιών,
120 να πάω και να προσευχηθώ.
Του Φοίβου μόνο αν ζούσε ο γιος
και του ήλιου αν έβλεπε το φως,
μπορούσε κι η βασίλισσα
ν᾽ αφήσει του Άδη τη νυχτιά
και νά ᾽ρθει πάλι εδώ στη γη·
κείνος ανάσταινε νεκρούς,
ώσπου η φωτιά του κεραυνού,
ριχτή απ᾽ το Δία, τον χτύπησε.
130 Ζωής ελπίδα τώρα εγώ
δεν καρτερώ από πουθενά.
ΚΟΡ. Τελετή δεν αφήκε καμιά ο βασιλιάς
ανεκτέλεστη, κι όλοι οι βωμοί
των θεών ραντιστήκανε με αίμα θυσιών·
μα γιατρειά δεν υπάρχει.
τί ποθ᾽ ἡσυχία πρόσθεν μελάθρων;
τί σεσίγηται δόμος Ἀδμήτου;
ἀλλ᾽ οὐδὲ φίλων πέλας οὐδείς,
80 ὅστις ἂν εἴποι πότερον φθιμένην
βασίλεαν πενθεῖν χρή ‹μ᾽›, ἢ ζῶσ᾽ ἔτι
φῶς τόδε λεύσσει Πελίου παῖς
Ἄλκηστις, ἐμοὶ πᾶσί τ᾽ ἀρίστη
δόξασα γυνὴ
85 πόσιν εἰς αὑτῆς γεγενῆσθαι.
κλύει τις ἢ στεναγμὸν ἢ [στρ. α]
χειρῶν κτύπον κατὰ στέγας
ἢ γόον ὡς πεπραγμένων;
οὐ μὰν οὐδέ τις ἀμφιπόλων στα-
90 τίζεται ἀμφὶ πύλας. εἰ
γὰρ μετακύμιος ἄτας,
ὦ Παιάν, φανείης.
ΗΜΙΧ. οὔ τἂν φθιμένης γ᾽ ἐσιώπων.
ΗΜΙΧ. νέκυς ἤδη.
ΗΜΙΧ. οὐ δὴ φροῦδός γ᾽ ἐξ οἴκων.
95 ΗΜΙΧ. πόθεν; οὐκ αὐχῶ. τί σε θαρσύνει;
ΗΜΙΧ. πῶς ἂν ἔρημον τάφον Ἄδμητος
κεδνῆς ἂν ἔπραξε γυναικός;
ΧΟ. πυλῶν πάροιθε δ᾽ οὐχ ὁρῶ [ἀντ. α]
πηγαῖον ὡς νομίζεται
100 χέρνιβ᾽ ἐπὶ φθιτῶν πύλαις.
χαίτα τ᾽ οὔτις ἐπὶ προθύροις το-
μαῖος, ἃ δὴ νεκύων πέν-
θει πίτνει· οὐ νεολαία
δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν.
105 ΗΜΙΧ. καὶ μὴν τόδε κύριον ἦμαρ …
ΗΜΙΧ. τί τόδ᾽ αὐδᾷς;
ΗΜΙΧ. ᾧ χρή σφε μολεῖν κατὰ γαίας.
ΗΜΙΧ. ἔθιγες ψυχᾶς, ἔθιγες δὲ φρενῶν.
ΗΜΙΧ. χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων
110πενθεῖν ὅστις
χρηστὸς ἀπ᾽ ἀρχῆς νενόμισται.
ΧΟ. ἀλλ᾽ οὐδὲ ναυκληρίαν [στρ. β]
ἔσθ᾽ ὅποι τις αἴας
στείλας, ἢ Λυκίαν
115 εἴτ᾽ ἐπὶ τὰς ἀνύδρους
Ἀμμωνιάδας [ἕδρας],
δυστάνου παραλύσαι
ψυχάν· μόρος γὰρ ἀπότομος
πλάθει· θεῶν δ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάραις
120 οὐκ ἔχω ἐπὶ τίνα
μηλοθύταν πορευθῶ.
μόνος δ᾽ ἄν, εἰ φῶς τόδ᾽ ἦν [ἀντ. β]
ὄμμασιν δεδορκὼς
Φοίβου παῖς, προλιποῦσ᾽
125 ἦλθεν ἕδρας σκοτίους
Ἅιδα τε πύλας·
δμαθέντας γὰρ ἀνίστη,
πρὶν αὐτὸν εἷλε διόβολον
πλῆκτρον πυρὸς κεραυνίου.
130 νῦν δὲ τίν᾽ ἔτι βίου
ἐλπίδα προσδέχωμαι;
***
Έρχονται οι Φεραίοι πολίτες που αποτελούν το Χορό.
Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
Πώς μια τέτοια ησυχία στο παλάτι μπροστά;
Γιατί του Άδμητου τάχα σωπαίνει το σπίτι;
Κι ένας φίλος δεν είν᾽ εδώ γύρω, να πει:
80 να την κλαίω για νεκρή
ή της μέρας ακόμα αντικρίζει το φως
η βασίλισσα, η Άλκηστη,
που, όσο τίμησε κείνη τον άντρα της, άλλη καμιά
το δικό της δεν τίμησε ως τώρα;
Το πιστεύω, μα κι όλος ο κόσμος το ξέρει.
Ο ΧΟΡΟΣ
Μέσα στο σπίτι ακούει κανείς
στηθοδαρσίματα χεριών
ή θρήνους κι αναστεναγμούς,
σα να ᾽χει γίνει το κακό;
Βάγια καμιά, δούλος κανείς
90 δε στέκεται στη θύρα εμπρός.
Να ερχόσουν, αχ, ω Φοίβε εσύ,
να σταματήσεις, λυτρωτή,
το κύμ᾽ αυτό των συμφορών.
Η συνέχεια σε λυρικό διάλογο των ημιχορίων.
― Δε θα σώπαιναν, αν είχε ξεψυχήσει.
― Είναι, λέω, νεκρή.
― Απ᾽ το σπίτι δεν την έβγαλαν ωστόσο.
― Πώς το λες αυτό; Φοβούμαι.
Τί σου δίνει εσένα θάρρος;
― Ο Άδμητος δε θα μπορούσε
τέτοιο ξόδι βουβό κι έρμο
της γυναίκας του να κάμει,
μιας γυναίκας τιμημένης.
Δε βλέπω στην εξώθυρα
νερό αναβρυστικό, αγιασμό,
έτσι όπως συνηθίζεται
100 έξω απ᾽ τα σπίτια των νεκρών·
δε βλέπω εκεί στο πρόθυρο
μαλλιά κομμένα, προσφορά
για τους νεκρούς που τους πενθούν·
μοιρολογήτρες δε χτυπούν
τα χέρια τους λυπητερά.
Η συνέχεια κατά ημιχόρια.
― Η ορισμένη μέρα σήμερα είναι ωστόσο…
― Που θα γίνει τί;
― που θα φύγει για να πάει στον κάτω κόσμο.
― Αχ πληγώνεις την ψυχή μου
και τη σκέψη μου ταράζεις.
― Όταν χάνεται, όταν σβήνει
ένας άνθρωπος με αξία,
110 χρέος το πένθος για όλους που έχουν
μια καλή για πάντα φήμη.
Χώρα δε βρίσκεται στη γη,
Λυκία να πεις ή το άνυδρο
μαντείο του Άμμωνα του θεού,
που θα μπορούσε πλεούμενο
κανείς να στείλει, τη ζωή
να σώσει αυτής της άμοιρης·
κοντά ᾽ναι του χαμού ο γκρεμός
κι άλλον δεν ξέρω εγώ βωμό
για προσφορές, θυσίες αρνιών,
120 να πάω και να προσευχηθώ.
Του Φοίβου μόνο αν ζούσε ο γιος
και του ήλιου αν έβλεπε το φως,
μπορούσε κι η βασίλισσα
ν᾽ αφήσει του Άδη τη νυχτιά
και νά ᾽ρθει πάλι εδώ στη γη·
κείνος ανάσταινε νεκρούς,
ώσπου η φωτιά του κεραυνού,
ριχτή απ᾽ το Δία, τον χτύπησε.
130 Ζωής ελπίδα τώρα εγώ
δεν καρτερώ από πουθενά.
ΚΟΡ. Τελετή δεν αφήκε καμιά ο βασιλιάς
ανεκτέλεστη, κι όλοι οι βωμοί
των θεών ραντιστήκανε με αίμα θυσιών·
μα γιατρειά δεν υπάρχει.