Πού οφείλονταν τα κατορθώματα των Αθηναίων στους Περσικούς πολέμους: η αιδώς απέναντι στο νόμο περιόριζε την απόλυτη ελευθερία.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Και λοιπόν το θέμα των Περσών, ότι δηλαδή σήμερα δεν κυβερνούνται σωστά, ένεκα της υπερβολικής δουλείας και της απολυταρχίας, ας θεωρηθεί τελειωμένο.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ: Μάλιστα.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Σχετικά τώρα με το αττικό πολίτευμα, είναι ανάγκη να το εξετάσουμε με όμοιο τρόπο, για να δούμε ότι η απόλυτη και χωρίς κανένα περιορισμό ελευθερία είναι πολύ χειρότερη από μια μετριοπαθή εξουσία, που ασκούν αιρετοί άρχοντες. Είναι αλήθεια πως σ’ εμάς την εποχή που έγινε η επίθεση των Περσών εναντίον των Ελλήνων, και ίσως εναντίον όλων σχεδόν των κατοίκων της Ευρώπης, υπήρχε ένα παλαιό πολίτευμα και την εξουσία ασκούσαν τέσσερις φορολογούμενες τάξεις. Βασίλευε ακόμη και η αιδώς προς τους τότε νόμους, που για χάρη της ήμασταν πρόθυμοι να ζούμε σαν υπηρέτες των νόμων. Μαζί με τα παραπάνω ο κολοσσιαίος όγκος του στρατεύματος που μας επιτέθηκε και από τη ξηρά και από τη θάλασσα επειδή μας προκάλεσε απέραντο φόβο, μας έκαμε να πειθαρχούμε ακόμη περισσότερο στους άρχοντες και τους νόμους σαν πιστοί υπηρέτες, και να αναπτυχθεί εξ αιτίας όλων αυτών απόλυτη φιλία ανάμεσά μας. Όπως είναι γνωστό, δέκα σχεδόν χρόνια πριν από τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα είχε έρθει ο Δάτις επικεφαλής Περσικού στρατού, εναντίον των Αθηναίων και των Ερετριέων με την ρητή εντολή να τους υποδουλώσει και να τους φέρει πίσω σιδεροδέσμιους, με την απειλή θανατώσεως αν δε το κατόρθωνε. Και ο Δάτις μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ενίκησε κατά κράτος τους Ερετριείς με πολλές μυριάδες στρατού και άφησε να διαδοθεί στην πόλη μας η φοβερή φήμη ότι δε μπόρεσε να γλυτώσει κανένας από τους Ερετριείς. Ένωσαν τάχα οι στρατιώτες του Δάτιδος τα χέρια κι έπιασαν σαν μέσα σε δίχτυ όλη τη περιοχή. Η διάδοση, λοιπόν, αυτή είτε αληθινή είτε πλασμένη από κάποιους, και τους άλλους Έλληνες, περισσότερο όμως τους Αθηναίους, ετρομοκράτησε. Όταν όμως αυτοί έστελναν παντού πρεσβευτές για να ζητήσουν βοήθεια κανένας δεν έδειξε προθυμία εκτός από τους Σπαρτιάτες. Αλλά κι αυτοί απασχολημένοι με τον πόλεμο που είχαν τότε εναντίον των Μεσσηνίων ή για κάποιον άλλον λόγο, δεν ξέρουμε ποιον ακριβώς, έφτασαν μια μέρα αργότερα μετά τη μάχη στο Μαραθώνα. Κατόπιν όμως άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για μεγάλες προετοιμασίες κι έφθαναν συχνές απειλές από μέρος του βασιλιά των Περσών.
Όταν πέρασαν μερικά χρόνια, έγινε γνωστό πως πέθανε ο Δαρείος και πως ο γυιός του που είχε καταλάβει την εξουσία, νέος και ορμητικός, δεν είχε καθόλου την πρόθεση να παρατήσει τα σχέδια του πατέρα του. Οι Αθηναίοι, φυσικά, καταλάβαιναν ότι όλες αυτές οι προετοιμασίες είχαν για στόχο την πόλη τους γι’ αυτό που είχε γίνει στο Μαραθώνα και, επειδή πληροφορήθηκαν ότι ο Άθως διανοίγεται για να σχηματισθεί πέρασμα κι ο Ελλήσποντος ενώθηκε με γέφυρα, καθώς και πόσο μεγάλος ήταν ο στόλος, ενόμισαν πως δεν υπάρχει γι’ αυτούς σωτηρία, ούτε από την ξηρά, ούτε από τη θάλασσα. Γιατί δεν επρόκειτο να τους βοηθήσει κανείς ― επειδή δεν είχαν ξεχάσει, ότι, όταν είχαν έρθει οι Πέρσες για πρώτη φορά και κατάστρεψαν την Ερέτρια, αυτούς τουλάχιστον κανένας δεν τους είχε βοηθήσει τότε, ούτε θέλησε να διατρέξει κινδύνους πολεμώντας πλάι τους. Επομένως το ίδιο περίμεναν ότι θα συνέβαινε πάλι από τη ξηρά σίγουρα αλλά κι από τη θάλασσα δεν έβλεπαν ούτε αποκεί καμιά ελπίδα σωτηρίας αφού ερχόνταν εναντίον τους χίλια και περισσότερα πλοία. Σκέφτηκαν, λοιπόν, ότι τους απέμεινε μια ελπίδα σωτηρίας, απίθανη και απελπιστική, αλλά και μοναδική, αφού έλαβαν υπ’ όψη τους το προηγούμενο γεγονός, ότι δηλαδή και τότε ενίκησαν, καθώς φαίνεται, πολεμώντας χωρίς καμιά ελπίδα. Στηριζόμενοι σ’ αυτή την ελπίδα εύρισκαν ότι καταφύγιο για τον εαυτό τους ήταν οι ίδιοι και οι θεοί. Όλ’ αυτά ήταν φυσικό να τους εμπνεύσουν φιλία μεταξύ τους, δηλαδή ο φόβος που προκάλεσε ο Ξέρξης και ο φόβος εκείνος που πολλές φορές στη συζήτησή μας ονομάσαμε αιδώ. Στην αιδώ είπαμε ότι πρέπει να πειθαρχούν τυφλά εκείνοι που επιθυμούν να γίνουν ενάρετοι άνθρωποι και όποιος την φοβάται είναι ελεύθερος και άφοβος. Γιατί εκείνος που δεν ένιωσε τότε αυτόν τον φόβο, δε θα ήταν δυνατό να συνασπισθεί με τους άλλους και να αμυνθεί, ούτε να υπερασπίσει τα ιερά και τους τάφους και την πατρίδα και συγχρόνως όλους τους άλλους δικούς του και φίλους, όπως τους εβοήθησε τότε, αλλά θα χωριζόμασταν τότε όλοι μας σε μικρά τμήματα και θα σκορπιζόμασταν άλλος εδώ κι άλλος εκεί.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ: Πολύ σωστά μίλησες, φίλε μου, και όπως ταιριάζει σε σένα και την πατρίδα σου.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Αυτή είναι η πραγματικότητα, Μέγιλλε. Κι είναι, βέβαια, δίκαιο να πω σε σένα όσα έγιναν εκείνο τον καιρό, γιατί αισθάνεσαι εξ αιτίας φυσικά των προγόνων σου φιλία για την Αθήνα. Πρόσεξε όμως τώρα και συ κι ο Κλεινίας αν λέμε πράγματα που έχουν σχέση με τη νομοθεσία. Γιατί βέβαια δεν μιλώ για να εξιστορώ μύθους αλλά για το ζήτημα που σας είπα. Και προσέξτε για να δείτε. Επειδή το ίδιο πάθημα κατά κάποιον τρόπο συνέβη και σε μας και στους Πέρσες ― σ’ εκείνους επειδή επιβάλανε στο λαό τους απόλυτη δουλεία, σ’ εμάς πάλι επειδή αφήσαμε απόλυτη ελευθερία στα πλήθη ― αν κατορθώσουμε να πούμε πως έγινε αυτό και αν μπορέσουμε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, τότε η προηγούμενη συζήτησή μας έχει κάποια αξία.
Πλάτωνος Νόμοι 698a–699e
ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Και λοιπόν το θέμα των Περσών, ότι δηλαδή σήμερα δεν κυβερνούνται σωστά, ένεκα της υπερβολικής δουλείας και της απολυταρχίας, ας θεωρηθεί τελειωμένο.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ: Μάλιστα.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Σχετικά τώρα με το αττικό πολίτευμα, είναι ανάγκη να το εξετάσουμε με όμοιο τρόπο, για να δούμε ότι η απόλυτη και χωρίς κανένα περιορισμό ελευθερία είναι πολύ χειρότερη από μια μετριοπαθή εξουσία, που ασκούν αιρετοί άρχοντες. Είναι αλήθεια πως σ’ εμάς την εποχή που έγινε η επίθεση των Περσών εναντίον των Ελλήνων, και ίσως εναντίον όλων σχεδόν των κατοίκων της Ευρώπης, υπήρχε ένα παλαιό πολίτευμα και την εξουσία ασκούσαν τέσσερις φορολογούμενες τάξεις. Βασίλευε ακόμη και η αιδώς προς τους τότε νόμους, που για χάρη της ήμασταν πρόθυμοι να ζούμε σαν υπηρέτες των νόμων. Μαζί με τα παραπάνω ο κολοσσιαίος όγκος του στρατεύματος που μας επιτέθηκε και από τη ξηρά και από τη θάλασσα επειδή μας προκάλεσε απέραντο φόβο, μας έκαμε να πειθαρχούμε ακόμη περισσότερο στους άρχοντες και τους νόμους σαν πιστοί υπηρέτες, και να αναπτυχθεί εξ αιτίας όλων αυτών απόλυτη φιλία ανάμεσά μας. Όπως είναι γνωστό, δέκα σχεδόν χρόνια πριν από τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα είχε έρθει ο Δάτις επικεφαλής Περσικού στρατού, εναντίον των Αθηναίων και των Ερετριέων με την ρητή εντολή να τους υποδουλώσει και να τους φέρει πίσω σιδεροδέσμιους, με την απειλή θανατώσεως αν δε το κατόρθωνε. Και ο Δάτις μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ενίκησε κατά κράτος τους Ερετριείς με πολλές μυριάδες στρατού και άφησε να διαδοθεί στην πόλη μας η φοβερή φήμη ότι δε μπόρεσε να γλυτώσει κανένας από τους Ερετριείς. Ένωσαν τάχα οι στρατιώτες του Δάτιδος τα χέρια κι έπιασαν σαν μέσα σε δίχτυ όλη τη περιοχή. Η διάδοση, λοιπόν, αυτή είτε αληθινή είτε πλασμένη από κάποιους, και τους άλλους Έλληνες, περισσότερο όμως τους Αθηναίους, ετρομοκράτησε. Όταν όμως αυτοί έστελναν παντού πρεσβευτές για να ζητήσουν βοήθεια κανένας δεν έδειξε προθυμία εκτός από τους Σπαρτιάτες. Αλλά κι αυτοί απασχολημένοι με τον πόλεμο που είχαν τότε εναντίον των Μεσσηνίων ή για κάποιον άλλον λόγο, δεν ξέρουμε ποιον ακριβώς, έφτασαν μια μέρα αργότερα μετά τη μάχη στο Μαραθώνα. Κατόπιν όμως άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για μεγάλες προετοιμασίες κι έφθαναν συχνές απειλές από μέρος του βασιλιά των Περσών.
Όταν πέρασαν μερικά χρόνια, έγινε γνωστό πως πέθανε ο Δαρείος και πως ο γυιός του που είχε καταλάβει την εξουσία, νέος και ορμητικός, δεν είχε καθόλου την πρόθεση να παρατήσει τα σχέδια του πατέρα του. Οι Αθηναίοι, φυσικά, καταλάβαιναν ότι όλες αυτές οι προετοιμασίες είχαν για στόχο την πόλη τους γι’ αυτό που είχε γίνει στο Μαραθώνα και, επειδή πληροφορήθηκαν ότι ο Άθως διανοίγεται για να σχηματισθεί πέρασμα κι ο Ελλήσποντος ενώθηκε με γέφυρα, καθώς και πόσο μεγάλος ήταν ο στόλος, ενόμισαν πως δεν υπάρχει γι’ αυτούς σωτηρία, ούτε από την ξηρά, ούτε από τη θάλασσα. Γιατί δεν επρόκειτο να τους βοηθήσει κανείς ― επειδή δεν είχαν ξεχάσει, ότι, όταν είχαν έρθει οι Πέρσες για πρώτη φορά και κατάστρεψαν την Ερέτρια, αυτούς τουλάχιστον κανένας δεν τους είχε βοηθήσει τότε, ούτε θέλησε να διατρέξει κινδύνους πολεμώντας πλάι τους. Επομένως το ίδιο περίμεναν ότι θα συνέβαινε πάλι από τη ξηρά σίγουρα αλλά κι από τη θάλασσα δεν έβλεπαν ούτε αποκεί καμιά ελπίδα σωτηρίας αφού ερχόνταν εναντίον τους χίλια και περισσότερα πλοία. Σκέφτηκαν, λοιπόν, ότι τους απέμεινε μια ελπίδα σωτηρίας, απίθανη και απελπιστική, αλλά και μοναδική, αφού έλαβαν υπ’ όψη τους το προηγούμενο γεγονός, ότι δηλαδή και τότε ενίκησαν, καθώς φαίνεται, πολεμώντας χωρίς καμιά ελπίδα. Στηριζόμενοι σ’ αυτή την ελπίδα εύρισκαν ότι καταφύγιο για τον εαυτό τους ήταν οι ίδιοι και οι θεοί. Όλ’ αυτά ήταν φυσικό να τους εμπνεύσουν φιλία μεταξύ τους, δηλαδή ο φόβος που προκάλεσε ο Ξέρξης και ο φόβος εκείνος που πολλές φορές στη συζήτησή μας ονομάσαμε αιδώ. Στην αιδώ είπαμε ότι πρέπει να πειθαρχούν τυφλά εκείνοι που επιθυμούν να γίνουν ενάρετοι άνθρωποι και όποιος την φοβάται είναι ελεύθερος και άφοβος. Γιατί εκείνος που δεν ένιωσε τότε αυτόν τον φόβο, δε θα ήταν δυνατό να συνασπισθεί με τους άλλους και να αμυνθεί, ούτε να υπερασπίσει τα ιερά και τους τάφους και την πατρίδα και συγχρόνως όλους τους άλλους δικούς του και φίλους, όπως τους εβοήθησε τότε, αλλά θα χωριζόμασταν τότε όλοι μας σε μικρά τμήματα και θα σκορπιζόμασταν άλλος εδώ κι άλλος εκεί.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ: Πολύ σωστά μίλησες, φίλε μου, και όπως ταιριάζει σε σένα και την πατρίδα σου.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Αυτή είναι η πραγματικότητα, Μέγιλλε. Κι είναι, βέβαια, δίκαιο να πω σε σένα όσα έγιναν εκείνο τον καιρό, γιατί αισθάνεσαι εξ αιτίας φυσικά των προγόνων σου φιλία για την Αθήνα. Πρόσεξε όμως τώρα και συ κι ο Κλεινίας αν λέμε πράγματα που έχουν σχέση με τη νομοθεσία. Γιατί βέβαια δεν μιλώ για να εξιστορώ μύθους αλλά για το ζήτημα που σας είπα. Και προσέξτε για να δείτε. Επειδή το ίδιο πάθημα κατά κάποιον τρόπο συνέβη και σε μας και στους Πέρσες ― σ’ εκείνους επειδή επιβάλανε στο λαό τους απόλυτη δουλεία, σ’ εμάς πάλι επειδή αφήσαμε απόλυτη ελευθερία στα πλήθη ― αν κατορθώσουμε να πούμε πως έγινε αυτό και αν μπορέσουμε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, τότε η προηγούμενη συζήτησή μας έχει κάποια αξία.
Πλάτωνος Νόμοι 698a–699e