Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἀνδρομάχη (56-116)

ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
δέσποιν᾽, — ἐγώ τοι τοὔνομ᾽ οὐ φεύγω τόδε
καλεῖν σ᾽, ἐπείπερ καὶ κατ᾽ οἶκον ἠξίουν
τὸν σόν, τὸ Τροίας ἡνίκ᾽ ᾠκοῦμεν πέδον,
εὔνους δ᾽ ἐκεῖ σοι ζῶντί τ᾽ ἦ τῷ σῷ πόσει·
60 καὶ νῦν φέρουσά σοι νέους ἥκω λόγους,
φόβῳ μέν, εἴ τις δεσποτῶν αἰσθήσεται,
οἴκτῳ δὲ τῷ σῷ· δεινὰ γὰρ βουλεύεται
Μενέλαος ἐς σὲ παῖς θ᾽, ἅ σοι φυλακτέα.
ΑΝ. ὦ φιλτάτη σύνδουλε —σύνδουλος γὰρ εἶ
65 τῇ πρόσθ᾽ ἀνάσσῃ τῇδε, νῦν δὲ δυστυχεῖ—,
τί δρῶσι; ποίας μηχανὰς πλέκουσιν αὖ,
κτεῖναι θέλοντες τὴν παναθλίαν ἐμέ;
ΘΕ. τὸν παῖδά σου μέλλουσιν, ὦ δύστηνε σύ,
κτείνειν, ὃν ἔξω δωμάτων ὑπεξέθου.
70 ΑΝ. οἴμοι· πέπυσται τὸν ἐμὸν ἔκθετον γόνον;
πόθεν ποτ᾽; ὦ δύστηνος, ὡς ἀπωλόμην.
ΘΕ. οὐκ οἶδ᾽, ἐκείνων δ᾽ ᾐσθόμην ἐγὼ τάδε·
φροῦδος δ᾽ ἐπ᾽ αὐτὸν Μενέλεως δόμων ἄπο.
ΑΝ. ἀπωλόμην ἄρ᾽. ὦ τέκνον, κτενοῦσί σε
75 δισσοὶ λαβόντες γῦπες· ὁ δὲ κεκλημένος
πατὴρ ἔτ᾽ ἐν Δελφοῖσι τυγχάνει μένων.
ΘΕ. δοκῶ γὰρ οὐκ ἂν ὧδέ σ᾽ ἂν πράσσειν κακῶς
κείνου παρόντος· νῦν δ᾽ ἔρημος εἶ φίλων.
ΑΝ. οὐδ᾽ ἀμφὶ Πηλέως ἦλθεν ὡς ἥξοι φάτις;
80 ΘΕ. γέρων ἐκεῖνος ὥστε σ᾽ ὠφελεῖν παρών.
ΑΝ. καὶ μὴν ἔπεμψ᾽ ἐπ᾽ αὐτὸν οὐχ ἅπαξ μόνον.
ΘΕ. μῶν οὖν δοκεῖς σου φροντίσαι τιν᾽ ἀγγέλων;
ΑΝ. πόθεν; θέλεις οὖν ἄγγελος σύ μοι μολεῖν;
ΘΕ. τί δῆτα φήσω χρόνιος οὖσ᾽ ἐκ δωμάτων;
85 ΑΝ. πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ.
ΘΕ. κίνδυνος· Ἑρμιόνη γὰρ οὐ σμικρὸν φύλαξ.
ΑΝ. ὁρᾷς; ἀπαυδᾷς ἐν κακοῖς φίλοισι σοῖς.
ΘΕ. οὐ δῆτα· μηδὲν τοῦτ᾽ ὀνειδίσῃς ἐμοί.
ἀλλ᾽ εἶμ᾽, ἐπεί τοι κοὐ περίβλεπτος βίος
δούλης γυναικός, ἤν τι καὶ πάθω κακόν.
90 ΑΝ. χώρει νυν· ἡμεῖς δ᾽ οἷσπερ ἐγκείμεσθ᾽ ἀεὶ
θρήνοισι καὶ γόοισι καὶ δακρύμασιν
πρὸς αἰθέρ᾽ ἐκτενοῦμεν· ἐμπέφυκε γὰρ
γυναιξὶ τέρψις τῶν παρεστώτων κακῶν
95ἀνὰ στόμ᾽ αἰεὶ καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν.
πάρεστι δ᾽ οὐχ ἓν ἀλλὰ πολλά μοι στένειν,
πόλιν πατρῴαν τὸν θανόντα θ᾽ Ἕκτορα
στερρόν τε τὸν ἐμὸν δαίμον᾽ ᾧ συνεζύγην
δούλειον ἦμαρ ἐσπεσοῦσ᾽ ἀναξίως.
100 χρὴ δ᾽ οὔποτ᾽ εἰπεῖν οὐδέν᾽ ὄλβιον βροτῶν,
πρὶν ἂν θανόντος τὴν τελευταίαν ἴδῃς
ὅπως περάσας ἡμέραν ἥξει κάτω.

Ἰλίῳ αἰπεινᾷ Πάρις οὐ γάμον ἀλλά τιν᾽ ἄταν
ἠγάγετ᾽ εὐναίαν ἐς θαλάμους Ἑλέναν.
105 ἇς ἕνεκ᾽, ὦ Τροία, δορὶ καὶ πυρὶ δηϊάλωτον
εἷλέ σ᾽ ὁ χιλιόναυς Ἑλλάδος ὠκὺς Ἄρης
καὶ τὸν ἐμὸν μελέας πόσιν Ἕκτορα, τὸν περὶ τείχη
εἵλκυσε διφρεύων παῖς ἁλίας Θέτιδος·
αὐτὰ δ᾽ ἐκ θαλάμων ἀγόμαν ἐπὶ θῖνα θαλάσσας,
110 δουλοσύναν στυγερὰν ἀμφιβαλοῦσα κάρᾳ.
πολλὰ δὲ δάκρυά μοι κατέβα χροός, ἁνίκ᾽ ἔλειπον
ἄστυ τε καὶ θαλάμους καὶ πόσιν ἐν κονίαις.
ὤμοι ἐγὼ μελέα, τί μ᾽ ἐχρῆν ἔτι φέγγος ὁρᾶσθαι
Ἑρμιόνας δούλαν; ἆς ὕπο τειρομένα
115 πρὸς τόδ᾽ ἄγαλμα θεᾶς ἱκέτις περὶ χεῖρε βαλοῦσα
τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα λιβάς.

***
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Κυρά μου, — έτσι εγώ θα σε φωνάζω πάντα,
γιατί και τότε που ήμαστε στην Τροία,
το σπίτι σου τιμούσα, κι ήσουν στην καρδιά μου
κι εσύ, όπως κι ο άντρας σου όταν ζούσε.
60 Κι έρχομαι, τώρα, να σου φέρω νέα,
με φόβο, μήπως κάποιος από τους αφέντες
με καταλάβει, αλλά και με συμπόνια.
Μάθε, λοιπόν, πως ο Μενέλαος κι η κόρη του
το κακό σου γυρεύουνε και πρέπει
όσο μπορείς να φυλαχτείς.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Καλή μου εσύ,
συντρόφισσά μου στη σκλαβιά —γιατί
με συντροφεύεις στη σκλαβιά κι ας ήμουν
κάποτε εγώ η βασίλισσα, μια δύσμοιρη τώρα—
τί γυρεύουν να κάνουν; Τί μηχανεύονται πάλι,
θέλοντας να σκοτώσουν εμέ, την τρισάθλια;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Άμοιρη, το παιδί σου θέλουν να σκοτώσουν,
που το φυγάδεψες μακριά από το παλάτι.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
70 Έμαθε εκείνη, λοιπόν, πως το παιδί μου
φυγάδεψα; Ποιός το μαρτύρησε;
Αλίμονο, χάθηκα η δύστυχη.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Δεν ξέρω. Τ᾽ άκουσα από κείνους· κι ο Μενέλαος
άφαντος έγινε, θα πήγε να το βρει.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Είμαι χαμένη. Θα σε σκοτώσουν, παιδί μου,
τα δυο θηρία, αν θα σε πιάσουν… κι ο πατέρας σου
ακόμα τριγυρίζει στους Δελφούς.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Θαρρώ, δεν θα ᾽πεφτες σε τέτοια συμφορά
αν εκείνος βρισκόταν εδώ. Μα τώρα,
κανείς δεν στέκεται κοντά σου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Και για τον Πηλέα,
τίποτα δεν ακούστηκε, πως έρχεται;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
80 Κι αν έρθει, τί ωφελεί; Γέροντας είναι.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Κι όμως, του μήνυσα, του ξαναμήνυσα.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Άραγε, σε νοιαστήκανε οι μαντατοφόροι;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πού θες να ξέρω; Πας εσύ μαντατοφόρισσα;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Και τί θα πω, σαν λείψω τόσο από το σπίτι;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πολλά μπορείς να σκαρφιστείς, είσαι γυναίκα.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Θα κιντυνέψω.
Η Ερμιόνη έχει τα μάτια της απάνω μου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Βλέπεις, τους φίλους παρατάς στη συμφορά τους.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Όχι, μη με προσβάλλεις έτσι, εγώ θα πάω.
Γιατί, στο τέλος τέλος, κι αν θα πάθω τίποτα,
90 μιας σκλάβας η ζωή δεν έχει αξία.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Τρέξε λοιπόν.
Κι εμένα οι θρήνοι κι οι αναστεναγμοί
θα φτάνουν ως τα ουράνια· γιατί, από τη φύση τους,
νιώθουν απόλαυση οι γυναίκες όταν ιστορούνε
ξανά και ξανά τις συμφορές τους.
Κι εγώ δεν έχω μια, έχω πολλές αφορμές
για να στενάζω: την πατρίδα μου,
τον Έκτορά μου, που χάθηκε, τη σκληρή μοίρα
που δέθηκα μαζί της όταν ξέπεσα,
ανάξια, στη σκλαβιά. Ποτέ μην πεις
100 καλότυχο τον άνθρωπο, αν δεν ιδείς
τη στερνή μέρα της ζωής του και με ποιόν
τρόπο στον Κάτω Κόσμο θα κατέβει.

Δεν ήτανε νύφη, ήταν σωστή συμφορά
η Ελένη που έφερε στην τετράψηλη Τροία ο Πάρις.
Για χάρη της το Ίλιο με φωτιά και κοντάρι αφανίστηκε
από των Ελλήνων το στράτευμα
με τα χίλια γοργά του καράβια.
Και τον άντρα μου, εμένα της δύστυχης, τον Έκτορα,
τον έσυρε γύρω απ᾽ τα τείχη, αρματηλάτης,
ο γιος της θαλάσσιας Θέτιδας.
Κι εμένα την ίδια, τραβώντας με
από τις κάμαρές μου, με φέρνανε κάτω
110 στην αμμουδιά, για να πέσω σε σκλαβιά φοβερή.
Ποτάμι κυλούσαν στο πρόσωπό μου τα δάκρυα
όταν άφηνα πατρίδα και σπίτι
και τον άντρα μου να κυλιέται στη σκόνη.
Αλίμονό μου της άμοιρης,
τί το θέλω που βλέπω ακόμα το φως
όταν σκλάβα λογίζομαι της Ερμιόνης;
Κι επειδή με παιδεύει,
ικέτισσα το άγαλμα τούτο της θεάς αγκαλιάζω
και λιώνω στο δάκρυ που πέφτει
καθώς απ᾽ τον βράχο της κρήνης το στάλαγμα.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΠΕΡΙΜΗΛΗ

ΠΕΡΙΜΗΛΗ
(νησί)
 
Όταν τέσσερις Νύμφες θυσίαζαν στις όχθες του ποταμού Αχελώου, λησμόνησαν να επικαλεστούν τον θεό-ποταμό.
 
Οργισμένος ο θεός ανέβασε τα νερά του και τις παρέσυρε στη θάλασσα, όπου έγιναν νησιά -οι Εχινάδες Νήσοι. Επειδή όμως τα νησιά είναι πέντε, ο μύθος συμπληρώνει ότι το πέμπτο νησί ήταν μια κοπέλα, η Περιμήλη, την οποία διέφθειρε ο Αχελώος.
 
Όταν ο πατέρος της Ιπποδάμας, θυμωμένος, την έριξε στον ποταμό τη στιγμή που επρόκειτο να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, ο Αχελώος ικέτεψε τον Ποσειδώνα να σώσει τη νέα γυναίκα, και εκείνος τη μεταμόρφωσε σε νησί.

Ο Αριστοτέλης, η προαίρεση και το αδύνατο της αδικίας του εαυτού

Το ζήτημα της πραγμάτωσης του δικαίου νοηματοδοτείται μονάχα στο πλαίσιο του συνειδητού, ως πράξη που λαμβάνει χώρα αποκλειστικά κατόπιν επιλογής και προτίμησης. Με άλλα λόγια, το δίκαιο και το άδικο δε σχετίζονται με το τυχαίο, αλλά έχουν να κάνουν με το εκούσιο, δηλαδή την ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου, που δεν αισθάνεται κανενός είδους επιβολή: «Σε γενικές γραμμές, όταν ενεργεί κανείς με συνειδητή επιλογή (προαίρεσις) και εκουσίως και επιπλέον, όταν έχει συνείδηση και για το πρόσωπο στο οποίο αφορούν οι πράξεις του, και για τον τρόπο και για το σκοπό των ενεργειών του, τότε μπορούμε να πούμε ότι ενεργεί δίκαια» (1195a 33.23).
 
Όσο για το τι σημαίνει εκούσια πράξη, ο Αριστοτέλης έχει ήδη ξεκαθαρίσει: «Για να το πούμε απλά, εκούσιον είναι οτιδήποτε πράττουμε χωρίς να είμαστε εξαναγκασμένοι» (1188b 12.1). Κατόπιν αυτών, είναι απολύτως προφανής και ο τρόπος που θα οριστεί η άδικη πράξη: «Ομοίως, κατά τον ίδιο τρόπο άδικος είναι αυτός που έχει συνείδηση και για το πρόσωπο στο οποίο αφορούν οι πράξεις του, και για τον τρόπο και για το σκοπό των ενεργειών του» (1195a 33.23).
 
Μια πράξη που δεν εκπληρώνει αυτές τις προϋποθέσεις δεν μπορεί να χαρακτηριστεί άδικη – και κατ’ επέκταση ούτε δίκαιη: «Σε περίπτωση που διαπράξει (κάποιος) κάτι το άδικο χωρίς να έχει συνείδηση τούτων των παραγόντων, δεν πρόκειται για έναν άδικο αλλά για έναν άτυχο άνθρωπο» (1195a 33.23).
 
Για να γίνει σαφέστερος ο Αριστοτέλης θα φέρει και παράδειγμα: «Έστω ότι κάποιος σκότωσε τον πατέρα του ενώ νόμιζε ότι σκοτώνει έναν εχθρό· οπωσδήποτε διέπραξε κάτι το άδικο, αλλά όμως δεν διαπράττει κανένα αδίκημα εναντίον κάποιου, πλην ατυχεί ο ίδιος» (1195a 33.23).
 
Η έμμεση αναφορά στην ατυχία του Οιδίποδα είναι σαφής. Σκοπός εδώ δεν είναι η αναζήτηση του δικαίου σε σχέση με την πράξη που περιγράφεται αλλά με το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται. Ο Αριστοτέλης δε θέλει να υποστηρίξει ότι είναι δίκαιο να σκοτώνει κανείς τους εχθρούς του. Αυτό που τονίζεται είναι το ηθικό βάρος που πέφτει πάνω στο δράστη, το οποίο θα τον συντρίψει και για το οποίο δεν ευθύνεται. Σε τελική ανάλυση ένας τέτοιος δράστης είναι άτυχος, είναι δηλαδή θύμα της μοίρας, αφού ενήργησε εν αγνοία διαπράττοντας κάτι που εν γνώσει δε θα έκανε ποτέ.
 
Σε τελική ανάλυση, η καθαυτό άδικη πράξη είναι δευτερευούσης σημασίας μπροστά στο ζήτημα της συνείδησης: «Η περίπτωση του να μην διαπράττει κανείς αδίκημα, μολονότι πράττει κάτι το άδικο, ανάγεται στο ότι ο δράστης έχει άγνοια της πράξεώς του, όπως προ ολίγου είπαμε, όταν δηλαδή δεν έχει συνείδηση ούτε ποιον βλάπτει ούτε με ποιον τρόπο τον βλάπτει ούτε που αποβαίνουν οι πράξεις του» (1195a 33.24).

Ένα μωρό δεν έχει ευθύνη οτιδήποτε κι αν πράξει, αφού αδυνατεί να έχει συνείδηση. Αυτός είναι και ο λόγος που την ευθύνη για ό,τι κάνει την έχει ο γονιός του. Με τον ίδιο τρόπο αθωώνονται από τις ευθύνες τους άνθρωποι με σοβαρά νοητικά ή ψυχολογικά προβλήματα, που καθιστούν τις πράξεις τους ασυνείδητες, δηλαδή ακούσιες. Η άγνοια της πράξης ακυρώνει κάθε έννοια προαίρεσης μετατρέποντας το αδίκημα σε ατύχημα: «Όταν η άγνοια είναι η αιτία μιας πράξης, τότε η πράξη αυτή δεν είναι εκούσια, και δεν υπάρχει αδίκημα» (1195a 33.25).
 
Αρκεί βέβαια, να μην έχει ο αγνοών την ευθύνη για την άγνοιά του: «Όταν, όμως, ο άνθρωπος είναι υπαίτιος της άγνοιάς του και πράττει κάτι το άδικο μέσα στην άγνοιά του (για την οποία είναι ο ίδιος υπεύθυνος), αυτός ήδη διαπράττει αδίκημα, και σωστά ένας άνθρωπος σαν και τούτον θα αποκληθεί άδικος» (1195a 33.25).
 
Ο Αριστοτέλης θα φέρει ως παράδειγμα τους μεθυσμένους: «Όταν αυτοί πράττουν κάτι κακό, διαπράττουν οπωσδήποτε αδίκημα, διότι είναι οι ίδιοι υπαίτιοι της άγνοιάς τους· ήταν στο χέρι τους να μην πιουν τόσο που να μην έχουν συνείδηση ότι χτυπούν τον πατέρα τους. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες περιπτώσεις άγνοιας η οποία οφείλεται στους ίδιους τους δράστες: όσοι αδικούν λόγω αυτής της άγνοιας, διαπράττουν αδίκημα» (1195a 33.25-26).
 
Ο άνθρωπος, ως κοινωνός της πόλης οφείλει να γνωρίζει τόσο τα όρια της επιτρεπτής συμπεριφοράς, όσο και το πλαίσιο της νομοθεσίας, ώστε να έχει την πρέπουσα συμπεριφορά. Αν αποφασίσει να ασχοληθεί με ζητήματα που η νομοθεσία εξειδικεύεται και απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις, οφείλει να απευθυνθεί σε ειδικούς και να τους συμβουλευτεί, ώστε να ενεργήσει με το σωστό τρόπο. Η επίκληση της άγνοιας σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αδύνατο να τον αθωώσει, καθώς η ευθύνη βαραίνει τον ίδιο που δεν ενδιαφέρθηκε όσο έπρεπε.
 
Η προαίρεση του πολίτη πρέπει να ωθεί τις ενέργειές του προς την κατεύθυνση του νόμου και της αρμονικότητας στη συνύπαρξη. Όταν αυτό γίνει συνείδηση, τότε και η συμπεριφορά προσαρμόζεται αναλόγως. Ο πολίτης που ενεργεί χωρίς πρώτα να ενημερωθεί για το νομικό πλαίσιο των ενεργειών του στην ουσία είναι αδιάφορος προς αυτό. Ασφαλώς η ευθύνη είναι δική του.

Η πολιτική αρετή εκδηλώνεται πριν από όλα ως ενδιαφέρον προς τους κανόνες της συνύπαρξης. Γι’ αυτό αποτελεί πολιτική πράξη. Γιατί είναι ζήτημα πράξης κι όχι θεωρίας η στάση του πολίτη μέσα στην πόλη. Κι αυτό που ονομάζεται στάση του πολίτη δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνολική του παρουσία, δηλαδή το σύνολο των ενεργειών του που άλλοτε μπορεί να ευνοούν και άλλοτε να υπονομεύουν τη συνύπαρξη.
 
Ο αδιάφορος στην ουσία είναι εγωιστής, αφού ο εαυτός του τίθεται υπεράνω κανόνων. Σημασία δεν έχει τι ορίζει η πόλη ως σωστό αλλά τι επιθυμεί εκείνος. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να πραγματώσει την πολιτική αρετή, καθώς δεν αισθάνεται ότι εντάσσεται στην πόλη. Γι’ αυτό και δε νιώθει την ανάγκη να μάθει τους κανόνες της. Προφανώς η πόλη πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτόν. Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις δεν υπάρχει άγνοια. Υπάρχει προαίρεση. Είναι η προαίρεση του ανθρώπου που αισθάνεται ότι είναι το κέντρο του κόσμου.
 
Από την άλλη, και η πόλη οφείλει να είναι σαφής και υποστηρικτική στις προσπάθειες των πολιτών. Η πόλη που στέκεται εμπόδιο στις ανθρώπινες δραστηριότητες προτάσσοντας νόμους αντιφατικούς και επώδυνα χρονοβόρες διαδικασίες ή εξωφρενικές-απαγορευτικές απαιτήσεις για απλά θέματα στην ουσία δεν προασπίζει την τάξη και την ευνομία αλλά την καταπίεση. Οι πολίτες δεν την αισθάνονται ως σύμμαχο, αλλά ως εμπόδιο στον τρόπο που θέλουν να εξελιχθούν.
 
Σε αυτές τις περιπτώσεις ο νομοθέτης έχει πλήρως αποτύχει, καθώς η πολιτική συνείδηση (προαίρεση) που διαμορφώνεται στρέφεται εχθρικά προς την πόλη. Αυτομάτως, το ζήτημα δεν είναι η γνώση και η εφαρμογή του νόμου, αλλά ο τρόπος αποφυγής του. Μια τέτοια πόλη δεν μπορεί να είναι λειτουργική. Ούτε μπορεί να ισχυριστεί ότι προασπίζει τη συνύπαρξη. Η ευημερία της θα αφορά τους λίγους. Εκείνους που ξέρουν τα κατατόπια.
 
Σε ένα τέτοιο νομικό-πολιτειακό πλαίσιο ο νομοταγής μετατρέπεται σε θύμα, αφού αυτού του είδους οι νομοθεσίες δεν προασπίζουν το δίκιο αλλά το άδικο. Ο πολίτης που θέλει να μείνει πιστός σε μια τέτοια νομοθετική εκδοχή είτε δεν έχει επίγνωση της αδικίας που υποθάλπεται είτε είναι πρόθυμος να αδικεί τον εαυτό του. Ο Αριστοτέλης διερωτάται: «Άραγε αδικείται (κανείς) με τη θέλησή του; Ή μήπως όχι;» (1195b 33.27).
 
Την απάντηση θα τη δώσει αμέσως: «Το δίκαιο και το άδικο τα πράττουμε ασφαλώς με τη θέλησή μας, αλλά το να αδικηθούμε δεν το υφιστάμεθα με τη θέλησή μας· την τιμωρία την αποφεύγουμε, άρα είναι φανερό ότι το να αδικηθούμε δεν μπορούμε να το υποστούμε με τη θέλησή μας. Διότι κανείς δεν κάθεται με τη θέλησή του να υποστεί κάτι το βλαβερό, και το να υποστούμε αδικία είναι μια μορφή βλάβης» (1195b 33.27).

Η διαπίστωση ότι κανείς δε θα δεχτεί με τη θέλησή του να υποστεί αδικία είναι η συνείδηση ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο υπονομευτικό για τη συνοχή της πόλης από τον άδικο νόμο. Από κει και πέρα, κάτω από ειδικές περιστάσεις και σε σχέση με συγκεκριμένα πρόσωπα είναι δυνατό να δεχτεί κάποιος να αδικήσει τον εαυτό του, για να ενισχύσει ανθρώπους που αγαπά ή για να νιώσει το συναίσθημα της μεγαλοψυχίας ως τόνωση του εαυτού: «υπάρχουν κάποιοι που, ενώ πρέπει να έχουν τα ίσα, παραχωρούν ένα μέρος σε κάποιους τρίτους· αν το να έχουν τα ίσα ήταν το δίκαιο, τότε το να έχουν λιγότερα σημαίνει ότι υφίστανται αδικία· και επειδή με τη θέλησή τους έχουν λιγότερα, άρα λέει αυτό το επιχείρημα – υφίστανται την αδικία με τη θέλησή τους» (1195b 33.28).
 
Ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει: «και σε τούτη την περίπτωση είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για κάτι το εκούσιο. Όλοι όσοι παίρνουν λιγότερα, δέχονται για τούτα ως αντάλλαγμα είτε τιμές είτε έπαινο είτε δόξα είτε φιλία είτε κάτι άλλο παρόμοιο. Αλλά αυτός που δίνει κάτι παίρνοντας ως αντάλλαγμα κάτι άλλο το οποίο επιθυμεί, αυτός δεν υφίσταται πλέον αδικία· κι αν δεν υφίσταται αδικία, τότε δεν υφίσταται ούτε εκούσια αδικία» (1195b 33.28).
 
Κι όχι μόνο αυτό: «Ύστερα, πάλι, όσοι παίρνουν λιγότερα υφιστάμενοι αδικία που δεν παίρνουν τα ίσα, αυτοί το παίζουν ωραίοι και περηφανεύονται γι’ αυτό και λένε: “ενώ μπορούσα να πάρω τα ίσα, δεν τα πήρα, αλλά τα άφησα σε έναν μεγαλύτερό μου ή έναν φίλο μου”. Αλλά βέβαια δεν υπάρχει άνθρωπος που να υφίσταται αδικία και να περηφανεύεται γι’ αυτό. Και αν οι άνθρωποι δεν περηφανεύονται για τα αδικήματα που υφίστανται ενώ στην προκειμένη περίπτωση περηφανεύονται, βγαίνει το συμπέρασμα ότι καθόλου δεν αδικούνται εκείνοι που παίρνουν τα λιγότερα. Κι αν δεν αδικούνται, τότε ούτε εκουσίως αδικούνται» (1195b 33.29).
 
Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο ακρατής που αδυνατεί να χαλιναγωγήσει τα πάθη του: «Για όλα αυτά, και για παρόμοιους λόγους, υπάρχει μια ένσταση: όσα λέγονται σχετικά με τον ακρατή· διότι ο ακρατής, ενεργώντας άσχημα, βλάπτει τον εαυτό του – ενεργεί βέβαια με τη θέλησή του· άρα, ο ακρατής βλάπτει τον εαυτό του ενσυνειδήτως, και κατά προέκταση υφίσταται με τη θέλησή του αδικία, ως δράστης ο ίδιος και θύμα» (1195b 33.30).
 
Ο ακρατής, ως δέσμιος των παθών του, υποκύπτει σε αυτά παραβιάζοντας κάθε έννοια μέτρου και λογικής. Η αδυναμία διατήρησης της  ισορροπίας μετατρέπει την υπερβολή σε συνθήκη ζωής οδηγώντας τη συμπεριφορά στο ανεξέλεγκτο. Γι’ αυτό και ο ακρατής δεν είναι περήφανος για τα πάθη του. Γιατί ξέρει ότι τον βλάπτουν, ότι δηλαδή τον αδικούν. Το δεδομένο ότι κανείς δε θέλει να αδικείται (και κατά συνέπεια κανείς δεν περηφανεύεται όταν πέφτει θύμα αδικίας) καθιστά τον ακρατή ανίσχυρο να προστατευτεί από τον ίδιο του τον εαυτό.
 
Κανείς βουλιμικός δεν καυχιέται για τη βουλιμία του. Στην ουσία πρόκειται για παθολογία που εξουσιάζει τη συμπεριφορά. Από αυτή την άποψη ούτε ο ακρατής ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που βλάπτουν εκούσια τον εαυτό τους, αφού το πάθος του ξεπερνά τη θέλησή του. Σε τελική ανάλυση, ο δέσμιος των παθών δεν έχει βούληση. Αν είχε, δε θα ήταν δέσμιος. Οι άνθρωποι αυτοί πρωτίστως χρειάζονται βοήθεια. Ο ακρατής που τελικά συμβιβάζεται και αφήνεται πλήρως στο πάθος του ουσιαστικά έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του.

Ο Αριστοτέλης στο έβδομο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» σχετικά με τους ακρατείς που έχουν τη γνώση ότι οι πράξεις τους βλάπτουν τον εαυτό τους, αλλά εξακολουθούν να τις κάνουν αναφέρει: «Υπάρχει, επίσης, στους ανθρώπους άλλος ένας τρόπος να έχουν γνώση· γιατί στην περίπτωση που κάποιος έχει γνώση χωρίς να τη χρησιμοποιεί βλέπουμε ότι αυτό το “έχω” έχει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα: να έχει, κατά κάποιον τρόπο και συγχρόνως να μην έχει γνώση· τέτοια είναι, επιπαραδείγματι, η περίπτωση του ανθρώπου που κοιμάται, ή η περίπτωση του τρελού ανθρώπου, ή η περίπτωση του μεθυσμένου ανθρώπου. Ακριβώς όμως σε μια τέτοια κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι που βρίσκονται κάτω από την επήρεια των παθών: είναι ολοφάνερο ότι οι θυμοί, οι γενετήσιες επιθυμίες και κάποια άλλα τέτοια πάθη επιφέρουν αλλαγές και στη σωματική μας κατάσταση – σε ορισμένες περιπτώσεις προκαλούν ακόμη και κρίσεις τρέλας. Είναι λοιπόν φανερό ότι πρέπει να πούμε ότι οι ακρατείς άνθρωποι βρίσκονται σε μια παρόμοια κατάσταση» (1147a 11-20).
 
Αποδεχόμενοι ότι η ακράτεια αποτελεί μορφή τρέλας που ακυρώνει τη γνώση υπονομεύοντας τον εαυτό, είναι φανερό ότι η αυτοκτονία, ως ύψιστη μορφή αυτοεγκατάλειψης, σηματοδοτεί την πιο ακραία ανισορροπία της ψυχής που αδυνατεί να βρει ευχαρίστηση σε οτιδήποτε. Κι εδώ δεν αναφέρεται η αυτοκτονία για να ταυτιστεί με την ακράτεια (σαν να επρόκειτο κάθε ακρατής να αυτοκτονήσει), αλλά για να καταστεί σαφές ότι κάθε μορφή εγκατάλειψης του εαυτού υποκρύπτει την παθολογία είτε σε μικρό είτε σε μεγάλο βαθμό, ανάλογα με το πάθος που την υποκινεί και τα αποτελέσματα που θα επέλθουν.
 
Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να γίνει λόγος για βούληση, δηλαδή για το εκούσιο της πράξης με την πλήρη έννοιά του. Το εκούσιο, με την έννοια της προαίρεσης, δηλαδή της συνειδητής συμπεριφοράς ταυτίζεται με τη γνώση και η κατάσταση της γνώσης που (όπως περιγράφει ο Αριστοτέλης) κάποιος έχει και δεν έχει τη στιγμή του πάθους είναι πιο κοντά στην τρέλα παρά στη λογική.
 
Η αριστοτελική αρετή έχει ακριβώς το νόημα της αγάπης του εαυτού και της επιδίωξης του αρίστου για την κατάκτηση της ευτυχίας προβάλλοντας τη μεσότητα και τον ορθό λόγο. Ο άνθρωπος που απομακρύνεται από αυτά υπονομεύει την ευτυχία του. Κι όσο πιο πολύ απομακρύνεται, τόσο περισσότερο νιώθει δυστυχής. Οι ακραίες περιπτώσεις της εγκατάλειψης του εαυτού υποδηλώνουν την παθολογία που λειτουργεί υπονομευτικά.
 
Επί της ουσίας, οι άνθρωποι αυτοί δεν αγαπούν τον εαυτό τους. Όλες οι υπερβολές κρύβουν κάτι το παθολογικό μέσα τους. Η υπερβολή στο ποτό, το φαγητό, τις ερωτικές απολαύσεις κρύβουν το κενό της ύπαρξης που πρέπει με κάποιο τρόπο να διοχετευτεί. Κι όσο πιο ακραίες είναι, τόσο πιο μεγάλο κενό προσπαθούν να συγκαλύψουν.
 
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα

Ο ζηλιάρης άνθρωπος είναι πάντα ένας θυμωμένος άνθρωπος

Το σημαντικότερο ερώτημα δεν είναι το «από πού αλλά το «προς τα πού». Όταν ξέρουμε τον ενεργό στόχο ενός ανθρώπου μπορούμε τότε να καταλάβουμε τι κρύβεται πίσω από τις κινήσεις του.

Ο τρόπος που κινείται ο άνθρωπος στη ζωή του είναι η απόδειξη του ποιος είναι. Πιστεύω ακράδαντα ενστερνιζόμενη την άποψη του Άντλερ πως ο άνθρωπος ξέρει περισσότερα από όσα καταλαβαίνει.

Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το να αντιλαμβάνεται κάποιος ένα λάθος του καθώς και τις αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από αυτό, και να μην προσπαθεί να το διορθώσει αυτό είναι αντιφατικό με την ανθρώπινη φύση και την αρχή της αυτοσυντήρησης.

Συχνά γνωρίζω ενήλικες που λειτουργούν σαν παραχαϊδεμένα παιδιά.

Αυτοί οι ενήλικες εξαρτώνται μονίμως από τρίτα άτομα, χρησιμοποιούν τους άλλους σαν πατερίτσες. Κι ύστερα αρχίζουν να κάνουν ζηλότυπες συγκρίσεις.

Αυτό με τη σειρά του, τους οδηγεί σε πολλαπλά αισθήματα κατωτερότητας.

Αν δεν αντιληφθούν την επαφή με αυτά τα αισθήματα κατωτερότητας τότε αυτά θα πάρουν μια μόνιμη ροπή και θα οδηγήσουν τον άνθρωπο στο να θέλει να ρουφάει την δύναμη των άλλων.

Να θέλει δηλαδή να ελέγχει και να κυριαρχεί στους άλλους.

Η δύναμη των συσσωρευμένων αισθημάτων κατωτερότητας θα οδηγήσουν τον άνθρωπο στο να κάνει αντισταθμιστικές κινήσεις προς τα αισθήματα ψευδο-ανωτερότητας.

Αυτά τα αισθήματα ψευδο-ανωτερότητας θα δηλητηριάζουν τις συνεργασίες, καθότι ο άνθρωπος με ψευδο-ανωτερότητα υπερηφανεύεται, καυχιέται, καταφρονεί τους άλλους και θέλει να κυριαρχεί.

Αυτός ο τρόπος επικοινωνίας που έχει τον κάνει να έρχεται σε σύγκρουση με τους άλλους και τον φέρνει σε επαφή με την αρνητική πλευρά της ζωής.

Ο ψευδο-ανώτερος άνθρωπος δεν μπορεί να νιώσει ευτυχισμένος, αδυνατεί να αισθανθεί χαρά.

Είναι καταδικασμένοι να παραμείνουν εγκλωβισμένοι στην ψευδο-ανωτερότητα τους αυτοί οι άνθρωποι;

Ο ζηλιάρης άνθρωπος είναι πάντα ένας θυμωμένος άνθρωπος.

Ένας άνθρωπος που αισθάνεται υποβιβασμένος στη ζωή.

Όταν βρίσκεται σε παροξυσμό ζήλιας νιώθει αποστερημένος και μεμψιμοιρεί.

Δεν θυμάται καμιά του επιτυχία. Γι’ αυτό το λόγο συγκρίνει μονίμως τον εαυτό του με άλλους και αυτό που κάνει τον φθείρει.

Στην ουσία αυτοπαγιδεύεται στις κακόβουλες του σκέψεις.

Ένας τέτοιος άνθρωπος έχει την τάση να κηρύσσει τον πόλεμο στους άλλους ώστε να φανεί σπουδαιότερος από αυτούς.

Δεν καταλαβαίνει γιατί συμπεριφέρεται έτσι καθότι δεν έχει επίγνωση της ζήλιας του αλλά και της στάσης που δείχνει στη ζωή.

Ένας ζηλόφθονος άνθρωπος μπορεί να μετατρέψει το πιο αθώο πράγμα σε μέσο κήρυξης πολέμου.

Η έντονη ζήλια μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτή.

Για να μπορέσει κανείς να αναγνωρίσει πως ασθενεί χρειάζεται να μπορεί να αναγνωρίζει πως είναι το υγιές.

Ο υγιής άνθρωπος συμπεριφέρεται σαν να έχει το κέντρο βάρους μέσα του γι’ αυτό το λόγο δεν χρειάζεται να στηρίζεται σε άλλους.

Η ζήλια καταστρέφει τον άνθρωπο, τον αποδυναμώνει και τον κάνει να χάνει την πρωτοβουλία, τη δημιουργικότητα και την παρόρμηση του!

Κατάθλιψη: Ο λόγος που εμφανίζετε στη ζωή

Όταν κάποια ασθένεια ή δυσλειτουργία εκδηλώνεται, το σώμα μας επικοινωνεί μαζί μας για να μας πει ότι ο τρόπος σκέψης μας(υποσυνείδητος) δεν βρίσκεται σε αρμονία με ότι είναι ωφέλιμο για την ύπαρξη μας. Η ασθένεια αποτελεί οδηγό για την αλλαγή στο σύστημα των πεποιθήσεών μας, αποτελεί επίσης και προειδοποίηση ότι έχουμε αγγίξει τα όρια των ψυχολογικών και σωματικών μας ορίων.

Στα γνωστά συμπτώματα της κατάθλιψης συμπεριλαμβάνεται η απώλεια ενδιαφέροντος και η έλλειψη αίσθησης ευχαρίστησης από τις καθημερινές δραστηριότητες, αίσθημα απελπισίας, έλλειψη γενικότερης αντίδρασης, που συνδέονται με εξάντληση, απώλεια ενέργειας, ικανότητας συγκέντρωσης, αισθήματα αδιαφορίας, απογοήτευσης, παραίτησης και αφηρημάδας, οι καταθλιπτικοί απορροφώνται τελείως από τα προβλήματα τους και δεν αισθάνονται την ανάγκη να ζητήσουν βοήθεια από τους άλλους. Νομίζουν πως οι άλλοι πρέπει να αλλάξουν και όχι ο εαυτός τους. Σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε τάσεις αυτοκτονίας.

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ

Αν βιώνετε μια περίοδο κατάθλιψης, θα πρέπει να μάθετε ότι πρόκειται για κατάσταση του μυαλού σας, κατά την οποία οπισθοχωρείτε με σκοπό να αποφύγετε το αίσθημα της πίεσης, ιδιαίτερα της αισθηματικής. Έπειτα από πολλά χρόνια προσεκτικής παρατήρησης, έχει  βγεί το συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι καταθλιπτικοί κουβαλούν μέσα τους άλυτα ζητήματα με τους γονείς του αντίθετου φύλου. Αυτό εξηγεί γιατί συχνά κατηγορούν τους/τις συζύγους τους, για την κατάθλιψή τους, και είναι σαφές ότι η επακόλουθη βάναυση συμπεριφορά που υφίσταται ο/η σύζυγος προοριζόταν για το γονέα. Επειδή όμως δεν δέχονται βοήθεια, συνεχίζουν να τροφοδοτούν την τερατώδη άποψή τους με σταθερές δόσεις πικρίας και μίσους, οι οποίες παγιώνουν και αυξάνουν τη σοβαρότατης κατάθλιψης. Αυτός ο όγκος των συσσωρευμένων καταστροφικών σκέψεων και συναισθημάτων διαρκώς διογκώνεται.

Το βάθος των συναισθηματικών τραυμάτων καθορίζει και τη σοβαρότητα της κατάθλιψης. Τραύματα απόρριψης, εγκατάλειψης, ταπείνωσης, προδοσίας ή αδικίας αποτελούν τη βάση για πολύ μεγάλη νοητική αναστάτωση, ιδιαιτέρα αν  βιώνονταν σε κατάσταση μοναξιάς. Όταν ήταν μικρά παιδιά, οι καταθλιπτικοί δεν είχαν κανέναν να συζητήσουν, να ακούσει τις ερωτήσεις τους και να μοιραστεί τις αγωνίες τους. Αν δεν μάθουν να εμπιστεύονται τους άλλους, θα συνεχίσουν να αποτραβιούνται και να αρνούνται τις επιθυμίες τους. Αν αυτές οι ανάγκες παραβιαστούν με την απόρριψη ή την εγκατάλειψη, φυσικό επακόλουθο είναι να πικραθούμε, αφού θα νιώσουμε έντονη μοναξιά και φόβο. Μακάρι να μπορούσατε να καταλάβετε ότι ο γονέας ή το αγαπημένο πρόσωπο που νομίζετε ότι σας απορρίπτει, ενεργούν έτσι εξαιτίας του δικού σας πόνου και απόρριψης. Αν μπορούσατε να τους δείτε ως συνοδοιπόρους ανθρώπινες υπάρξεις και τους δείχνατε συμπόνια, θα κάνατε το πρώτο βήμα προς τη δική σας θεραπεία. Δεν ήταν η έλλειψη αγάπης που τους έκανε να σας απορρίψουν, αλλά το πληγωμένο παιδί μέσα τους που δεν τους άφησε να εκφράσουν την αγάπη τους.

ΝΟΗΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ

Επειδή ένα καταθλιπτικό άτομο δεν επιθυμεί καμία βοήθεια, αυτοί που θέλουν να τον βοηθήσουν είναι συνήθως οι άνθρωποι του περιβάλλοντος του. Αν είστε ένας από αυτούς και έχετε κάποιο κοντινό σας πρόσωπο καταθλιπτικό, θα σας πρότεινα να είστε απόλυτα σταθεροί απέναντι του, να του πείτε ότι είναι το μόνο πρόσωπο που μπορεί να βγει από το λάκκο που έσκαψε για τον εαυτό του.

Σημείωση για τον καταθλιπτικό: Το σημαντικότερο για εσάς είναι να καταλάβετε πως η κατάθλιψη είναι το αποτέλεσμα τεράστιων  συναισθηματικών τραυμάτων σας στην παιδική ηλικία, στο  βαθύτερο επίπεδο, το επίπεδο του είναι. Αρνείστε αυτό που είστε. Απορρίπτετε τον εαυτό σας και πιστεύετε ότι δεν αξίζετε να αγαπηθείτε λόγω της έντονης απόρριψης από κάποιον που αγαπούσατε και εμπιστευόσασταν. Όλοι μας έχουμε την ανάγκη να μας φροντίζουν και να εμπιστευόμαστε κάποιον απολύτως, μα πρώτα, Αγάπησε τον εαυτό σου!

Όταν οι καταστάσεις φτάνουν στα άκρα ό,τι κι αν πεις δεν έχει νόημα

Έχουν όρια λένε οι άνθρωποι.

Υπάρχει ένα συγκεκριμένο σημείο μέχρι το οποίο μπορείς να αντέξεις. Κι όμως, κατά έναν τρόπο, ανέχονται πάντα περισσότερα απ’ όσα μπορούν πραγματικά να αντέξουν. Ίσως εκεί να δημιουργείται η φθορά.

Τα μεγαλύτερα δείγματα ανοχής κι αντοχής βρίσκονται στις σχέσεις.  Όλες, ανεξαιρέτως της φύσης τους. Πιθανότατα επειδή μαζί τους έρχεται πακετάκι κι η υπομονή. Τη μαθαίνεις κι ύστερα την προσαρμόζεις στα μέτρα σου.

Μαζί με αυτήν όμως, έρχονται ο συμβιβασμός κι οι υποχωρήσεις. Λίγο συναίσθημα να κουβαλάς πάνω σου και το έχασες το παιχνίδι. Πόσες φορές κατάπιαμε τσακωμούς, αδικίες, προσβολές κι απογοητεύσεις, που όλα μαζί κάθονταν σαν κόμπος στο λαιμό, μόνο και μόνο επειδή ήμασταν υπερβολικά συναισθηματικά δεμένοι ώστε να πούμε αντίο;

Μένεις κι επιμένεις. Παλεύεις είτε για ‘σένα, είτε για το συναίσθημά σου είτε για τον άνθρωπο. Δε σε πειράζει η αδικία γιατί πιστεύεις ότι μπορείς να την πολεμήσεις. Με τα πολλά, σκέφτεσαι, θα βαρεθεί και θα φύγει από μόνη της. Θα βαρεθεί να σε αντιμετωπίζει.

Προσπαθείς και πέφτεις και χαμηλά αν χρειαστεί. Δεν παίζουν με τους ανθρώπους, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύεις εσύ. Και κάπως έτσι, ακροβατείς ανάμεσα σε σωστό και λάθος, λογική και τρέλα. Πάντα να κοιτάς τα άκρα.

Βρίσκεις ό,τι είναι μισό, να το ταιριάξεις. Ό,τι έσπασε, να το ενώσεις. Μπορεί να μην τα καταφέρνεις με την πρώτη, όμως λες πως θέλει χρόνο για να γίνει η αλλαγή. Όπως και να ‘χει, εσύ δε θα κουραστείς ποτέ σου.

Έτσι, ακούς κι υπομένεις. Συμφωνείς, ενώ στην πραγματικότητα σε τρώει η αντίρρηση. Κάνεις υποχωρήσεις κι άλλες φορές απλά αποχωρείς. Κι ας έχεις την απάντηση κι ας σε πνίγει το δίκιο σου, εσύ παραμένεις σιωπηλός, όχι από φόβο αλλά από γνώση.

Γιατί μέσα σου το ξέρεις. Είναι αυτή η υπομονή κι ο συμβιβασμός σου που κρατάνε το σχοινί. Το γεγονός ότι δεν ύψωσες ποτέ φωνή απέναντι σε εκείνο που σε πνίγει. Έτσι κι αλλιώς, και τις φορές που μίλησες, ποτέ τίποτα δεν άλλαξε.

Παλεύεις για κάτι ήδη νεκρό και τοξικό. Για κάτι που δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει, απλά επειδή δεν έχει αρχικά καμιά διάθεση να ακούσει και λίγο νοιάζεται για την καλή σου θέληση. Βέβαια αυτό, είναι περισσότερο άγνοια παρά κακία.

Το έχεις δει το έργο και την ξέρεις την κατάληξη. Λόγια, πάλι λόγια και στο τέλος τίποτα. Θα συμφωνείτε, θα παραδέχεται ότι κάνει λάθος, θα γεμίζει το μέσα σου ελπίδες, μέχρι να παγώσει η συνείδηση και φτου ξανά κι απ’ την αρχή. Σαν να μην είπατε τίποτα ποτέ σας.

Κουράζεσαι για λίγο και βιάζεσαι να πεις πως ποτέ ξανά δεν πρόκειται να εξηγηθείς ή να εξηγήσεις. Άλλωστε τι να πεις; Στον άνθρωπο που δε βλέπει σφάλμα στις πράξεις του τι να εξηγήσεις; Χάνουν το νόημα οι λέξεις, το ίδιο κι εσύ.

Όμως δε γίνεται να χαλάσει. Ίσως είσαι εσύ το λάθος, πιθανό να αναρωτιέσαι. Μα όση ευθύνη και να μαζέψεις πάνω σου, γνωρίζεις πολύ καλά πως μόνος του δεν έφταιξε κανένας.

Και κουράζεσαι, ρε γαμώτο. Κουράζεται η ψυχή σου στα χιλιόμετρα. Ένα βήμα μπρός και δέκα πίσω. Κουράζεται κι αρχίζει να εγκαταλείπει. Φταις κι εσύ όμως και μαζί και η φιλοδοξία σου πως τάχα μου μπορούσες να κρατήσεις τον έλεγχο, λες κι είσαι το κέντρο του κόσμου.

Δε θα σου κουνήσω επιδεικτικά το δάχτυλο, προστάζοντάς σου σωστές και πρέπουσες συμπεριφορές. Κι αν οι άλλοι σου μιλάνε για ψευτοανωτερότητες κι εγωισμούς, εγώ σου μιλάω για αξιοπρέπεια και σε αυτή, τίποτα από τα δύο δε χωράει.

Τα ξέρεις. Στα έχουν ξαναπεί. Ό,τι δε χωράει στη ζωή σου, διαγράφεται. Η θεωρία, βλέπεις, είχε πάντα έναν τρόπο να κάνει τα πράγματα να φαίνονται καλύτερα. Πιο εύκολα. Κανείς δεν έριξε μαύρη πέτρα πίσω του χωρίς να κοιτάξει τη ζημιά του. Κανείς δεν εγκατέλειψε, χωρίς να έχει έστω και λίγο προσπαθήσει.

Κράτα τα λόγια σου για κάποιον άλλον. Για κάποιον που μπορεί να τα ακούσει κι ίσως, αν σταθείς πιο τυχερός εκείνη τη φορά, να είναι ικανός να τα καταλάβει. Δεν κρατάνε έτσι οι σχέσεις. Να τις κρατάει μονάχα ένας με το ένα χέρι και με το άλλο να παλεύει.

Οι σχέσεις θέλουν δύο. Ένα εσύ κι ένα εγώ. Ένας να βλέπει το πρόβλημα και δυο να τρέχουν να το φτιάξουν.

ΤΟΜΑΣ ΧΟΜΠΣ: Απαίσια, κτηνώδης και σύντομη

Ο Τόμας Χομπς (1588-1679) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Άγγλους πολιτικούς στοχαστές. Λιγότερο γνωστό είναι ότι ήταν φανατικός με τη σωματική άσκηση. Κάθε πρωί έκανε έναν μακρύ περίπατο, δρασκελίζοντας λόφους μέχρις εξάντλησης. Σε περίπτωση που του ερχόταν καμιά καλή ιδέα ενόσω ήταν έξω, είχε ένα ειδικό ραβδί με ένα σκαφτό μελανοδοχείο στη λαβή. Αυτός ο ψηλός, ερυθροπρόσωπος, εύθυμος άνδρας με το μουστάκι και το κοντό μουσάκι υπήρξε φιλάσθενο παιδί. Όμως ως ενήλικας ήταν εξαιρετικά υγιής, και σε μεγάλη ηλικία έπαιζε μάλιστα και τένις. Έτρωγε πολλά ψάρια, έπινε ελάχιστο κρασί, και τραγούδαγε – σε κλειστά δωμάτια, χωρίς να ακούγεται- για να εξασκεί τους πνεύμονές του. Και, φυσικά, όπως πολλοί φιλόσοφοι, το μυαλό του ήταν άκρως δραστήριο. Ίο αποτέλεσμα ήταν να ζήσει 91 χρόνια, ένα εκπληκτικό νούμερο για τον 17ο αιώνα, όταν το μέσο προσδόκιμο ζωής ήταν 35 χρόνια.

Παρά τον προσηνή χαρακτήρα του, ο Χομπς, όπως και ο Μακιαβέλλι, δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τους ανθρώπους. Πίστευε πως είμαστε όλοι εγωιστές και πως μας παρακινούν ο φόβος του θανάτου και η ελπίδα του προσωπικού κέρδους. Όλοι μας πασχίζουμε να εξουσιάζουμε τους άλλους, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι. Αν δεν αποδέχεστε την εικόνα που έχει ο Χομπς για την ανθρωπότητα, γιατί κλειδώνετε την πόρτα όταν φεύγετε από το σπίτι; Μήπως επειδή ξέρετε ότι υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που ευχαρίστως θα έκλεβαν όλα σας τα υπάρχοντα; Ωστόσο, θα υποστηρίζατε πως μόνο κάποιοι άνθρωποι είναι εγωιστές. Ο Χομπς διαφωνούσε. Πίστευε πως κατά βάθος όλοι είμαστε εγωιστές, και ότι αυτό που πραγματικά μας αναχαιτίζει είναι η ισχύς του νόμου και η απειλή της τιμωρίας.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών, όπως πίστευε, ήταν ότι αν η κοινωνία διαλυόταν και έπρεπε να ζήσετε σε αυτό που ονόμαζε «φυσική κατάσταση», δίχως νόμους ή κανέναν με την εξουσία να τους φτιάξει, εσείς, όπως όλοι, θα κλέβατε και θα σκοτώνατε αν ήταν απαραίτητο. Τουλάχιστον, θα έπρεπε να το κάνετε προκειμένου να συνεχίζατε να ζείτε. Σε έναν κόσμο ανεπαρκών φυσικών πόρων, ιδίως αν παλεύατε να βρείτε τροφή και νερό για να επιβιώσετε, θα ήταν λογικό να σκοτώσετε άλλους ανθρώπους προτού σας σκότωναν εκείνοι. Στην αξιομνημόνευτη περιγραφή του Χομπς, η ζωή εκτός κοινωνίας θα ήταν «μοναχική, φτωχή, απαίσια, κτηνώδης και σύντομη».

Αφαιρέστε την εξουσία του κράτους να εμποδίζει τους ανθρώπους από το να καταπατούν τη γη των άλλων και να σκοτώνουν όποιον θέλουν, και το αποτέλεσμα είναι ένας ατέλειωτος πόλεμος όλων εναντίον όλων. Δύσκολα φανταζόμαστε χειρότερη κατάσταση. Σε αυτό τον κόσμο της ανομίας ακόμα και οι ισχυροί δε θα ήταν ασφαλείς για πολύ. Όλοι μας πρέπει να κοιμόμαστε, και όταν πέφτουμε για ύπνο είμαστε ευάλωτοι στην επίθεση. Ακόμα και οι ανίσχυροι, αν είναι αρκούντως πανούργοι, θα μπορούσαν να καταστρέψουν τους ισχυρούς.

Θα φανταζόσασταν πως ένας τρόπος να αποφύγουμε τον θάνατο θα ήταν να συμπράξουμε με φίλους. Το πρόβλημα είναι ότι δε θα ήσασταν σίγουροι ποιος είναι αξιόπιστος. Αν οι άλλοι σας υπόσχονταν βοήθεια, τότε μπορεί κάποια στιγμή να τους συνέφερε να αθετήσουν την υπόσχεσή τους. Κάθε δραστηριότητα που θα απαιτούσε συνεργασία, όπως η παραγωγή τροφής σε μεγάλη κλίμακα ή το χτίσιμο σπιτιών, θα ήταν αδύνατη δίχως ένα στοιχειώδες επίπεδο εμπιστοσύνης. Δε θα ξέρατε ότι σας έχουν ξεγελάσει παρά όταν θα ήταν πια αργά, και ίσως μέχρι εκείνη τη στιγμή θα σας την είχαν φέρει κυριολεκτικά πισώπλατα. Κανείς δε θα βρισκόταν εκεί για να τιμωρήσει τον άνθρωπο που θα σας μαχαίρωνε πισώπλατα. Οι εχθροί σας θα μπορούσαν να είναι παντού. Θα ζούσατε όλη σας τη ζωή μόνοι σας, με τον φόβο της επίθεσης. Αυτή η προοπτική δεν είναι καθόλου ελκυστική.

Η λύση, υποστήριξε ο Χομπς, είναι να θέσουμε επικεφαλής ένα ισχυρό άτομο ή κοινοβούλιο. Τα άτομα στη φυσική κατάσταση θα πρέπει να συστήσουν ένα «κοινωνικό συμβόλαιο», τη συμφωνία να εγκαταλείψουν μερικές από τις επικίνδυνες ελευθερίες τους για χάρη της ασφάλειας. Δίχως αυτό που αποκαλούσε «κυρίαρχος», η ζωή θα ήταν μια κόλαση. Αυτός ο κυρίαρχος θα είχε λάβει το δικαίωμα να τιμωρεί αυστηρά όποιον υπερέβαινε τα όρια. Ο Χομπς πίστευε πως υπάρχουν ορισμένοι φυσικοί νόμοι τους οποίους θα αναγνωρίζαμε ως σημαντικούς, όπως ότι οφείλουμε να μεταχειριζόμαστε τους άλλους όπως θα περιμέναμε να μας μεταχειρίζονται αυτοί. Οι νόμοι δεν έχουν αξία αν δεν υπάρχουν κάποια άτομα ή πράγματα αρκούντως ισχυρά ώστε να κάνουν τους πάντες να τους τηρούν. Δίχως νόμους και δίχως έναν ισχυρό κυρίαρχο, οι άνθρωποι στη φυσική κατάσταση πρέπει να αναμένουν τον βίαιο θάνατο. Η μόνη παρηγοριά είναι ότι μια τέτοια ζωή θα ήταν συντομότατη.

Ο Λεβιάθαν (1651), το σημαντικότερο βιβλίο του Χομπς, εξηγεί λεπτομερώς τα αναγκαία βήματα για να κινηθούμε από την εφιαλτική συνθήκη της φυσικής κατάστασης σε μια ασφαλή κοινωνία όπου η ζωή είναι ανεκτή. Ο «Λεβιάθαν» ήταν ένα γιγάντιο θαλάσσιο τέρας που περιγράφεται στη Βίβλο. Για τον Χομπς, είναι μια αναφορά στη μεγάλη ισχύ του κράτους. Ο Λεβιάθαν αρχίζει με την εικόνα ενός γίγαντα πάνω σε έναν λόφο, ο οποίος κρατά ένα σπαθί και ένα σκήπτρο. Αυτή η μορφή τελείται από πολλούς μικρότερους ανθρώπους που αναγνωρίζονται ως μεμονωμένα άτομα. Ο γίγαντας αντιπροσωπεύει το ισχυρό κράτος με τον κυρίαρχο επικεφαλής. Δίχως έναν κυρίαρχο, πίστευε ο Χομπς, όλα θα κατέρρεαν και η κοινωνία θα αποσυντίθετο σε ξεχωριστούς ανθρώπους έτοιμους να αλληλοσπαραχτούν για να επιβιώσουν.

Τα άτομα στη φυσική κατάσταση έχουν συνεπώς πολύ καλούς λόγους να θέλουν να συνεργαστούν και να αναζητήσουν την ειρήνη. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να προστατευτούν. Ειδάλλως, η ζωή τους θα ήταν φοβερή. Η ασφάλεια είναι σημαντικότερη από την ελευθερία. Ο φόβος του θανάτου ωθεί τους ανθρώπους στον σχηματισμό μιας κοινωνίας. Ο Χομπς πίστευε ότι οι άνθρωποι θα συναινούσαν στην παραχώρηση αρκετής ελευθερίας προκειμένου να συστήσουν ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ τους, μια υπόσχεση να αφήσουν τον κυρίαρχο να τους επιβάλλει νόμους. Μια ισχυρή εξουσία είναι προτιμότερη από έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων.

Όπως πολλοί στοχαστές της εποχής του, ο Χομπς δεν ήταν μόνο φιλόσοφος – ήταν αυτό που αποκαλούμε αναγεννησιακός άνθρωπος. Ενδιαφερόταν βαθιά για τη γεωμετρία και την επιστήμη, καθώς και για την αρχαία ιστορία. Αγαπούσε τη λογοτεχνία και όταν ήταν νεαρός έγραφε και μετέφραζε λογοτεχνία. Στη φιλοσοφία, με την οποία ασχολήθηκε όταν έγινε μεσήλικας, ήταν υλιστής, δηλαδή πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι απλώς σωματικά όντα. Δεν υπάρχει ψυχή: είμαστε απλώς σώματα, δηλαδή πολύπλοκες μηχανές.

Οι επικριτές του Χομπς πιστεύουν πως το παρατράβηξε κατά το ότι επέτρεψε στον κυρίαρχο, είτε ήταν βασιλιάς είτε βασίλισσα είτε κοινοβούλιο, να έχει μες στην κοινωνία τόση εξουσία πάνω στο άτομο. Το κράτος που περιγράφει είναι αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε αυταρχικό: ένα κράτος όπου ο κυρίαρχος έχει σχεδόν απεριόριστη εξουσία πάνω στους πολίτες. H ειρήνη μπορεί να είναι επιθυμητή, και ο φόβος του βίαιου θανάτου ένα ισχυρό κίνητρο για να υποκύπτουμε σε δυνάμεις που αποβλέπουν στη διατήρηση της ειρήνης. Αλλά το να παραχωρούμε τόση εξουσία σε ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων είναι ίσως επικίνδυνο. Ο Χομπς δεν πίστευε στη δημοκρατία, δεν πίστευε στην ικανότητα των ανθρώπων να λαμβάνουν αποφάσεις για τον εαυτό τους. Αν όμως γνώριζε τα τρομερά εγκλήματα των τυράννων στον 20ό αιώνα, μπορεί να άλλαζε γνώμη.

Η “φύση” του κόσμου πριν από την Οικονομική Επανάσταση

Η Οικονομική Επανάσταση ήταν η πιο σημαντική επανάσταση που έγινε ποτέ, από την άποψη της διαμόρφωσης της σύγχρονης κοινωνίας – μια επανάσταση κατ’ ουσίαν πολύ πιο ανατρεπτική από τη Γαλλική, την Αμερικανική ή ακόμα και τη Ρωσική. Για να εκτιμήσουμε τις διαστάσεις της, για να αντιληφθούμε το ταρακούνημα που προκάλεσε στην κοινωνία, πρέπει να μεταφερθούμε σ’ εκείνο τον αρχικό, εν πολλοίς λησμονημένο, κόσμο από τον οποίο αναδύθηκε η κοινωνία μας. Μόνο τότε θα καταλάβουμε γιατί οι οικονομολόγοι άργησαν τόσο πολύ να εμφανιστούν.

Πρώτη στάση: η Γαλλία. Το έτος: 1305.

Βρισκόμαστε σε μια εμποροπανήγυρη. Οι περιοδεύοντες έμποροι έχουν φτάσει απ’ το πρωί με την ένοπλη φρουρά τους, έχουν στήσει τις φανταχτερές τέντες τους κι έχουν αρχίσει τις συναλλαγές, είτε μεταξύ τους είτε με τους ντόπιους. Μια ποικιλία από εξωτικά προϊόντα διατίθενται προς πώληση: μεταξωτά και ταφτάδες, μπαχαρικά κι αρώματα, προβιές και γούνες. Κάποια απ’ αυτά έχουν έρθει από την Ανατολική Μεσόγειο, άλλα από τη Σκανδιναβία, κι άλλα από μέρη γειτονικά. Μαζί με τον απλό κοσμάκη, οι άρχοντες και οι αρχόντισσες της περιοχής επισκέπτονται τους πάγκους, ανυπόμονοι να διασκεδάσουν την ανία της άνετης αρχοντικής ζωής τους. Μαζί με τα αξιοπερίεργα είδη απ’ την Αραβία εμπλουτίζουν το λεξιλόγιό τους και με λέξεις απ’ αυτή την πολύ μακρινή χώρα: ντιβάνι, σιρόπι, ταρίφα, ταλκ, σπανάκι, ζαφορά.

Αλλά μέσα στις τέντες, αντικρίζουμε ένα παράξενο θέαμα. Τα λογιστικά βιβλία που είναι ανοιχτά πάνω στο τραπέζι, μερικές φορές δεν είναι παρά απλά τεφτέρια όπου γράφονται οι συναλλαγές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα απ’ το τεφτέρι ενός εμπόρου λέει: «Άνδρας χρωστάει δέκα χρυσά φλορίνια από την Πεντηκοστή. Το όνομά του μου διαφεύγει». Οι υπολογισμοί γίνονται κυρίως με ρωμαϊκούς αριθμούς, και συχνά τα αθροίσματα είναι λάθος. Οι διαιρέσεις με διψήφιο διαιρέτη αποτελούν σκοτεινό μυστήριο, και η χρήση του μηδενικού δεν είναι απόλυτα κατανοητή. Όμως, παρ’ όλα τα φανταχτερά εκθέματα και τον ενθουσιασμό του κόσμου, το μέγεθος της εμποροπανήγυρης είναι κάτι το ασήμαντο. Ολόκληρη η ποσότητα των εμπορευμάτων που φθάνουν στη Γαλλία. στη διάρκεια ενός έτους, μέσα από το πέρασμα του Saint Gothard, δεν είναι αρκετά για να γεμίσουν ένα σύγχρονο φορτηγό τρένο. Το σύνολο των εμπορευμάτων που μεταφέρονται απ’ το μεγάλο ενετικό στόλο δεν θα έφταναν να γεμίσουν ένα σύγχρονο εμπορικό πλοίο.

Επόμενη στάση: η Γερμανία. Το έτος: 1550 περίπου.

Ο Αντρέας Ριφ, ένας γενειοφόρος έμπορος, ντυμένος τη γούνα του, γυρίζει στο σπίτι του στο Μπάντεν. Σ’ ένα γράμμα στη γυναίκα του, γράφει ότι επισκέφτηκε τριάντα αγορές και ότι έχει κάνει πληγή απ’ τη σέλα. Επίσης δείχνει να ενοχλείται από τα μικροπροβλήματα των καιρών. Καθώς ταξιδεύει τον σταματάνε κάθε δέκα μίλια για να πληρώσει διόδια. Στη διαδρομή μεταξύ Βασιλείας και Κολονίας πληρώνει τριάντα μία φορές.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Κάθε κοινότητα που επισκέπτεται έχει το δικό της νόμισμα, τους δικούς της κανονισμούς και τη δική της έννομη τάξη. Μόνο στην περιοχή γύρω απ’ το Μπάντεν, υπάρχουν περίπου 112 διαφορετικά μέτρα μήκους, 92 διαφορετικά μέτρα μετρήσεως επιφάνειας, 65 διαφορετικά μέτρα όγκου στερεών, 163 μέτρα δημητριακών και 123 μέτρα υγρών, 63 ειδικά μέτρα για οινοπνευματώδη και 80 διαφορετικά ζύγια της μιας λίβρας.

Προχωράμε: βρισκόμαστε στη Βοστόνη το έτος 1639.

Μια δίκη βρίσκεται σε εξέλιξη. Κάποιος Ρόμπερτ Κιν, «ένας υπερήλικας διδάσκαλος του Ευαγγελίου, άνθρωπος επιφανής, πλούσιος και πατέρας ενός παιδιού, παραβαίνοντας τη συνείδησή του και το λόγο του Ευαγγελίου», κατηγορείται για ένα αποτρόπαιο έγκλημα: έβγαλε κέρδος πάνω από έξι πένες ανά σελίνι, κέρδος εξωφρενικό. Το δικαστήριο συνεδριάζει για ν’ αποφασίσει αν θα τον τιμωρήσει για το έγκλημά του με αφορισμό αλλά, λόγω του προτέρου εντίμου βίου του, οι δικαστές έδειξαν επιείκεια και τον απήλλαξαν βάζοντάς του πρόστιμο διακοσίων λιρών. Όμως ο κακομοίρης ο κύριος Κιν είναι τόσο αναστατωμένος ώστε ενώπιον των γερόντων της Εκκλησίας «με δάκρυα στα μάτια ομολογεί ότι έχει μια άπληστη και διεφθαρμένη ψυχή». Ο πάστορας της Βοστόνης δεν μπορεί να αντισταθεί σ’ αυτή τη μοναδική ευκαιρία να εκμεταλλευτεί το ζωντανό παράδειγμα ενός αμετανόητου αμαρτωλού, και χρησιμοποιεί την πλεονεξία του Κέιν ως παράδειγμα για να αστράψει και να βροντήξει από τον άμβωνα στο κήρυγμα που βγάζει την επόμενη Κυριακή σχετικά με κάποιες δόλιες αρχές που διέπουν το εμπόριο. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και οι ακόλουθες.

ί. Ότι ένας έμπορος μπορεί να πουλάει όσο πιο ακριβά μπορεί, και να αγοράζει όσο πιο φτηνά μπορεί.
ii. Ότι αν κάποιος έμπορος υποστεί ζημιά σε κάποια εμπορεύματα λόγω θαλασσίων μεταφορών κλπ., μπορεί να αυξήσει την τιμή των υπόλοιπων εμπορευμάτων του.
iii. Ότι μπορεί να πουλάει όσο αγόρασε, παρ’ όλο που πλήρωσε πολύ ακριβά…
Όλα αυτά είναι δόλια, δόλια, κραυγάζει ο πάστορας. Το να επιδιώκεις τα πλούτη για τα πλούτη και μόνο, σε κάνει δούλο της πλεονεξίας.

Επιστρέφουμε τώρα στην Αγγλία και τη Γαλλία.

Στην Αγγλία ένας μεγάλος εμπορικός οργανισμός, η «Εταιρία Ριψοκίνδυνων Εμπόρων», συνέταξε το καταστατικό της. Ανάμεσα στα άρθρα του περιλαμβάνονται και τα εξής που αφορούν εμπόρους μέλη της εταιρίας: Απαγορεύονται η μη κόσμια γλώσσα, οι καβγάδες μεταξύ των μελών, η χαρτοπαιξία, και οι κυνηγετικοί σκύλοι. Κανένας δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί μεταφέροντας ασουλούπωτους μπόγους. Πραγματικά, πρόκειται για μια περίεργη εταιρία, που μάλλον θυμίζει τεκτονική στοά.

Στη Γαλλία επιδεικνύεται έντονη νεοτεριστική δραστηριότητα στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, κι ο Κολμπέρ αναγκάζεται το 1666 να εκδώσει μια διάταξη για να εμποδίσει αυτή την επικίνδυνη και διαλυτική τάση. Στο εξής λοιπόν τα υφάσματα της Ντιζόν και της Σελανζί θα διαθέτουν ακριβώς 1.408 κλωστές συμπεριλαμβανομένης και της ούγιας, ούτε περισσότερες ούτε λιγότερες. Στην Ωξέρρη (Auxerre) της Βουργουνδίας και σε άλλες δύο βιομηχανικές πόλεις, οι κλωστές πρέπει να είναι 1.376. Στη Σατιγιόν (Chatillon), 1.216. Οποιοδήποτε ύφασμα βρεθεί ακατάλληλο, θα δυσφημείται. Αν αυτό επαναληφθεί τρεις φορές, τότε θα διαπομπεύεται ο έμπορος.

Υπάρχει κάτι το κοινό σ’ όλα αυτά τα σκόρπια στιγμιότυπα αλλοτινών κόσμων. Και είναι το εξής: Πρώτον, η ιδέα της ευπρέπειας (για να μην πούμε της αναγκαιότητας) ενός συστήματος οργανωμένου στη βάση του προσωπικού κέρδους δεν έχει ακόμα παγιωθεί. Δεύτερον, ένας ξεχωριστός, ανεξάρτητος οικονομικός κόσμος δεν έχει ακόμα απαγκιστρωθεί απ’ το κοινωνικό του πλαίσιο. Ο κόσμος των πρακτικών υποθέσεων είναι αναπόσπαστα δεμένος με τον κόσμο της πολιτικής, κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής. Μέχρι να χωριστούν αυτοί οι δύο κόσμοι, τίποτα δεν θα θυμίζει το ρυθμό και την ατμόσφαιρα της σύγχρονης ζωής. Και για να χωριστούν αυτοί οι κόσμοι, πρέπει να μεσολαβήσει ένας μακροχρόνιος και σκληρός αγώνας.

Μπορεί να μας φαίνεται περίεργο ότι η ιδέα του κέρδους είναι σχετικά πρόσφατη. Διδασκόμαστε στο σχολείο ότι ο άνθρωπος είναι, κατά βάση, ον κτητικό κι ότι αν τον αφήναμε ελεύθερο, θα φερόταν όπως κάθε επιχειρηματίας που σέβεται τον εαυτό του. Μας λένε ότι το κίνητρο του κέρδους είναι τόσο παλιό όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος.

Αλλά δεν είναι έτσι. Το κίνητρο του κέρδους, όπως το γνωρίζουμε, είναι μόνο τόσο παλιό όσο και ο «σύγχρονος άνθρωπος». Ακόμα και σήμερα, το κέρδος για το κέρδος είναι μια έννοια ξένη σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της γης και η απουσία της είναι εμφανέστατη στο μεγαλύτερο κομμάτι της καταγεγραμμένης ιστορίας. Ο σερ Ουίλιαμ Πέττυ, ένας εκπληκτικός τύπος που έζησε το δέκατο έβδομο αιώνα (ο οποίος υπήρξε βοηθός καμαρότου, γυρολόγος, υφασματέμπορος, γιατρός, καθηγητής μουσικής και ιδρυτής μιας σχολής με την επωνυμία «Πολιτική Αριθμητική»), υποστήριζε ότι, όταν οι μισθοί ήταν ικανοποιητικοί, «ήταν δύσκολο να βρεις εργάτες, γιατί είναι τόσο ακόλαστοι, που δουλεύουν μόνο για να τρώνε ή μάλλον για να πίνουν». Και ο σερ Ουίλιαμ δεν εξέφραζε απλώς τις προκαταλήψεις των αστών των ημερών του. Επισήμαινε ένα γεγονός που μπορεί ακόμα να παρατηρηθεί ανάμεσα στους μη εκβιομηχανισμένους λαούς του κόσμου: μια αμάθητη εργατική δύναμη, ασυνήθιστη στη μισθωτή εργασία, άβολη στα πλαίσια της βιομηχανικής ζωής, ανεξοικείωτη με την ιδέα της συνεχούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, δεν πρόκειται να δουλέψει σκληρότερα αν αυξηθούν οι αμοιβές: απλούστατα θα αυξήσει τη σχόλη της. Η έννοια του κέρδους, η ιδέα ότι κάθε εργαζόμενος όχι μόνο μπορεί αλλά και πρέπει να παλεύει διαρκώς για να βελτιώνει την υλική του κατάσταση, ήταν μια ιδέα άγνωστη στα πλατιά κατώτερα και μεσαία στρώματα της αιγυπτιακής, ελληνικής, ρωμαϊκής και μεσαιωνικής κουλτούρας και άρχισε να εμφανίζεται σποραδικά κατά την εποχή της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης, ενώ ήταν λίγο πολύ άγνωστη στους περισσότερους πολιτισμούς της Ανατολής. Ως μόνιμο και πανταχού παρόν χαρακτηριστικό της κοινωνίας, είναι τόσο πρόσφατο όσο και η ανακάλυψη της τυπογραφίας.

Όχι μόνο δεν είναι η έννοια του κέρδους τόσο διαδεδομένη όσο πιστεύουμε, αλλά και η κοινωνική αποδοχή του κέρδους είναι μια εξέλιξη ακόμα πιο περιορισμένη και πρόσφατη. Στο Μεσαίωνα η Εκκλησία δίδασκε ότι ο Χριστιανός δεν μπορεί να είναι έμπορος, και πίσω απ’ αυτή τη διδασκαλία κρυβόταν η σκέψη ότι οι έμποροι είναι τα ζιζάνια στο φυτώριο της κοινωνίας. Την εποχή του Σαίξπηρ ο σκοπός στη ζωή του μέσου πολίτη -για την ακρίβεια, όλων εκτός από τους ευγενείς δεν ήταν η βελτίωση της θέσης του στη ζωή αλλά η διατήρησή της. Ακόμα και για τους πρώτους άποικους της Αμερικής, η σκέψη και μόνο ότι το κέρδος θα μπορούσε να είναι ένας αποδεκτός -ακόμα και χρήσιμος- σκοπός στη ζωή, ελάχιστα απείχε απ’ το να θεωρείται ως δίδαγμα του Σατανά.

Ο πλούτος, φυσικά, υπήρχε πάντα, και η απληστία υπάρχει καταγεγραμμένη από τους βιβλικούς χρόνους. Αλλά είναι τεράστια η διαφορά ανάμεσα στο φθόνο για τον πλούτο ολίγων ισχυρών και το γενικευμένο αγώνα για πλουτισμό που διακρίνει ολόκληρη την κοινωνία. Ριψοκίνδυνοι έμποροι υπήρχαν από την εποχή των Φοινίκων ναυτικών, και θα τους βρούμε σε ολόκληρο το φάσμα της ιστορίας: στους κερδοσκόπους της Ρώμης, στους εμπορευόμενους Ενετούς, στη Χανσεατική Ένωση και στους μεγάλους Πορτογάλους και Ισπανούς θαλασσοπόρους που αναζητούσαν νέους δρόμους προς την Ινδία και προς την προσωπική τους ευμάρεια. Όμως οι περιπέτειες των λίγων είναι πράγμα πολύ διαφορετικό απ’ το να εμφορείται ολόκληρη η κοινωνία από το πνεύμα του επιχειρηματικού κινδύνου.

Πάρτε, για παράδειγμα, την εκπληκτική οικογένεια των Φούγγερ (Fugger). των Γερμανών τραπεζιτών του δέκατου έκτου αιώνα. Στην εποχή της ακμής τους οι Φούγγερ είχαν στην κατοχή τους ορυχεία χρυσού και αργύρου, δικαιώματα εμπορικής εκμετάλλευσης, ακόμα και το δικαίωμα να εκδίδουν δικό τους νόμισμα. Το ενεργητικό τους ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο απ’ τα πλούτη βασιλέων και αυτοκρατόρων των οποίων τους πολέμους (καθώς και τα έξοδα διαβίωσης) χρηματοδοτούσαν. Όταν, όμως, πέθανε ο Αντόν Φούγγερ, ο μεγαλύτερος ανιψιός του Χανς-Τζακόμπ αρνήθηκε να αναλάβει την τραπεζική αυτοκρατορία, με τη δικαιολογία ότι οι εργασίες της πόλης και οι προσωπικές του υποθέσεις τον επιβάρυναν ήδη πολύ. Ο αδελφός του Χανς-Τζακόμπ, Τζορτζ, δήλωσε ότι προτιμά να έχει την ησυχία του. Ένας τρίτος ανιψιός, ο Κρίστοφερ. στάθηκε εξίσου αρνητικός. Κανένας απ’ τους πιθανούς κληρονόμους μιας αυτοκρατορίας του πλούτου δεν θεώρησε, προφανώς, ότι άξιζε τον κόπο. Εκτός απ’ τους βασιλείς (τους οικονομικά φερέγγυους) και μερικές διάσπαρτες οικογένειες, όπως οι Φούγγερ, οι πρώτοι καπιταλιστές δεν αποτελούσαν τους στυλοβάτες της κοινωνίας, αντίθετος ήταν συνήθως απόβλητοι και ανεπιθύμητοι. Πού και πού κάποιος δραστήριος νέος όπως ο Άγιος Γοδερίγος (Goderic) του Φίνκελ (Finchale) ξεκινούσε μαζεύοντας κομμάτια από ναυάγια που ξεβράζονταν στις ακτές, συγκέντρωνε αρκετά αντικείμενα για να κάνει τον έμπορο και, όταν πια είχε πλουτίσει, εγκατέλειπε τα εγκόσμια για να γίνει ερημίτης. Αλλά τέτοιοι άνθρωποι υπήρξαν ελάχιστοι. Εφόσον η επικρατούσα αντίληψη ήταν’ ότι η ζωή στη γη είναι το εξαγνιστικό προοίμιο της Αιώνιας Ζωής, το εμπορικό πνεύμα ούτε ενθαρρυνόταν ούτε κι έβρισκε αυθόρμητη υποστήριξη. Οι βασιλιάδες αποζητούσαν’ θησαυρούς κι έκαναν πολέμους γι’ αυτό το λόγο. Οι ευγενείς ήθελαν γη, κι επειδή κανένας ευγενής που σεβόταν τον εαυτό του δεν πουλούσε οικειοθελώς τα πατρογονικά του κτήματα, αυτό και πάλι σήμαινε πόλεμο. Ο περισσότερος κόσμος, όμως -δουλοπάροικοι, τεχνίτες, ακόμα και οι αρχιμάστορες των κατασκευαστικών συντεχνιών- ήθελαν να ζήσουν με τον τρόπο που έζησαν οι πατεράδες τους κι όπως θα ζούσαν οι γιοι τους μετά απ’ αυτούς.

Η απουσία της έννοιας του κέρδους ως κατευθυντήριας δύναμης της καθημερινής ζωής -στην πραγματικότητα η απόλυτη ανυποληψία που της απέδιδε η Εκκλησία- συνιστούσε την τεράστια διαφορά μεταξύ της κοινωνίας του δέκατου έως δέκατου έκτου αιώνα και της κοινωνίας που άρχιζε να μοιάζει με τη δική μας, ένα με δύο αιώνες πριν απ’ τον Άνταμ Σμιθ. Αλλά, υπήρχε και μια ουσιωδέστερη διαφορά. Η έννοια του «κερδίζω τα προς το ζην» δεν’ είχε ακόμα γεννηθεί. Οικονομική και κοινωνική ζωή ήταν ένα και το αυτό. Η εργασία δεν αποτελούσε ακόμα το μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού- του σκοπού της απόκτησης χρημάτων και των πραγμάτων που αγοράζουν. Η εργασία ήταν αυτοσκοπός, ο οποίος φυσικά περιλάμβανε χρήματα και εμπορεύματα, αλλά ήταν κάτι που έκανε κανείς ως μέρος της παράδοσης, του φυσιολογικού τρόπου ζωής. Κοντολογίς, η μεγάλη κοινωνική ανακάλυψη της “αγοράς” δεν είχε γίνει ακόμα.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: “Σε κοροϊδεύουν, Διογένη”, εκείνος απάντησε: “Εγώ όμως δεν κοροϊδεύομαι”

Όταν όμως εξέτασα τη γένεση της ίδιας της οργής, παρατήρησα πως οι άνθρωποι ρέπουν προς την οργή ο καθένας από διαφορετικές αιτίες, όλοι σχεδόν όμως έχουν την πεποίθηση ότι περιφρονούνται ή παραμελούνται. Γι’ αυτό πρέπει να βοηθήσουμε όσους πασχίζουν ν’ αποφύγουν την οργή, απομακρύνοντας όσο γίνεται την πράξη που ξυπνάει την οργή απ’ οποιαδήποτε υποψία περιφρόνησης ή θρασύτητας και αποδίδοντας τη στην άγνοια ή στην ανάγκη ή στο συναίσθημα ή σε ατύχημα. Όπως λέει ο Σοφοκλής:

ούτε της λογικής το χάρισμα, βασιλιά, μένει
στους δυστυχισμένους, αλλά μακριά τους φεύγει·
έτσι ο Αγαμέμνων αποδίδει την αρπαγή της Βρισηίδας σε θεϊκή τρέλα,

καιθέλει να επανορθώσει, λύτρα αμέτρητα δίνοντας
(ΟΜΗΡΟΣ).

Πραγματικά, η ικεσία είναι πράξη ανθρώπου που δεν περιφρονεί· και όταν εκείνος που έχει αδικήσει φανεί να ταπεινώνεται, διαλύει κάθε εντύπωση περιφρόνησης. Όμως ο οργισμένος δεν πρέπει να περιμένει τέτοια ταπεινότητα, αλλά ν’ ακολουθεί το παράδειγμα του Διογένη, που, όταν κάποιος του είπε: “Σε κοροϊδεύουν, Διογένη”, εκείνος απάντησε: “Εγώ όμως δεν κοροϊδεύομαι”, και δεν πρέπει να νιώθει καταφρονημένος, αλλά να καταφρονεί μάλλον τον άνθρωπο που τον προσβάλλει σαν να ενεργεί από αδυναμία [ή σφάλμα], από προπέτεια ή απερισκεψία ή έλλειψη ελεύθερου φρονήματος, από έλλειψη επίγνωσης επειδή είναι πολύ γέρος ή πολύ νέος. Με κανένα τρόπο, όμως, δεν πρέπει να εκδηλώνεται τέτοια στάση απέναντι στους δούλους ή τους φίλους· και τούτο γιατί οι δούλοι παίρνουν μεγάλο θάρρος από τον ακέραιο χαρακτήρα μας και οι φίλοι από την αγάπη μας, και μας αψηφούν και οι δύο, όχι επειδή είμαστε ανίσχυροι ή αποτυχημένοι αλλά εξαιτίας της επιείκειας ή της φιλικής διάθεσής μας.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ

Πρωτοποριακή μέθοδος αποθήκευσης πληροφοριών σχεδόν σε κάθε αντικείμενο ώστε να μπορεί να αναπαραχθεί πολλές φορές

Ξεκίνησε η αποθήκευση πληροφοριών σε καθημερινά αντικείμενα που έχουν συνθετική μνήμη DNA από ερευνητές στην Ελβετία και το Ισραήλ. Ο τρόπος αποθήκευσης της πληροφορίας είναι ίδιος όπως στα έμβια όντα: στα μόρια του DNA. Δημιουργούνται έτσι πράγματα που έχουν τη δική τους μνήμη συνθετικού DNA.
 
Μέχρι σήμερα είχε καταστεί εφικτό να αποθηκεύονται τεράστιοι όγκοι δεδομένων όχι σε σκληρούς δίσκους ή σε άλλα μαγνητικά μέσα που έχουν ημερομηνία λήξης, αλλά στο βιολογικό μόριο του DNA, το οποίο έχει προταθεί ως η λύση για την μακρόχρονη αποθήκευση πολύτιμων δεδομένων. Η νέα τεχνική αποθήκευσης σε συνθετικό DNA ανοίγει νέες δυνατότητες, που μπορούν μελλοντικά να επεκτείνουν το Διαδίκτυο των Πραγμάτων στο DNA των Πραγμάτων.
 
Τα ζωντανά όντα περιέχουν στο DNA τους τις πληροφορίες για τη δημιουργία και τη λειτουργία τους. Αυτό δεν συμβαίνει στα υλικά αντικείμενα, συνεπώς οποιοσδήποτε θέλει π.χ. να εκτυπώσει τρισδιάστατα ένα πράγμα, πρέπει επίσης να διαθέτει ξεχωριστά σε ψηφιακή μορφή και τις κατάλληλες οδηγίες. Αν κανείς χρειαστεί να τυπώσει το ίδιο αντικείμενο μετά από χρόνια, θα πρέπει να έχει πρόσβαση στις αρχικές ψηφιακές πληροφορίες, καθώς το ίδιο το αντικείμενο δεν αποθηκεύει τις οδηγίες για την εκτύπωση του.
 
Τώρα, για πρώτη φορά στον κόσμο, οι ερευνητές του Τμήματος Χημείας και Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών του Ινστιτούτου Τεχνολογίας (ΕΤΗ) της Ζυρίχης, κατάφεραν να αποθηκεύουν τις πληροφορίες μέσα στο ίδιο το αντικείμενο.
 
«Με αυτή τη μέθοδο, μπορούμε να ενσωματώσουμε οδηγίες τρισδιάστατης εκτύπωσης μέσα σε ένα αντικείμενο, έτσι ώστε μετά από δεκαετίες ή ακόμη και αιώνες να είναι δυνατό να ανακτηθούν αυτές οι πληροφορίες άμεσα από το ίδιο το αντικείμενο», δήλωσαν.
 
Ενδεικτικά, οι ερευνητές παρήγαν από τρισδιάστατο εκτυπωτή ένα πλαστικό κουνέλι, το οποίο περιέχει μέσα του τις οδηγίες για την εκτύπωση του ((περίπου 100 kilobytes δεδομένων). Το πέτυχαν αυτό, προσθέτοντας στο πλαστικό μικροσκοπικά γυάλινα σφαιρίδια που περιείχαν συνθετικό DNA.
 
«Έτσι, όπως τα πραγματικά κουνέλια, το δικό μας πλαστικό κουνέλι περιέχει επίσης τις δικές του οδηγίες για την αναπαραγωγή του», δήλωσε ο Γκρας. Και όπως στα έμβια όντα, η νέα τεχνολογία διατηρεί αυτές τις πληροφορίες για αρκετές γενιές, οπότε αρκεί να ανακτηθούν οι πληροφορίες από το πλαστικό κουνέλι, ώστε να παραχθεί ένα καινούριο. Οι ερευνητές επανέλαβαν τη διαδικασία για πέντε διαδοχικές γενιές πλαστικών κουνελιών, χωρίς την παραμικρή απώλεια ή σφάλμα των δεδομένων, ακόμη και όταν είχαν περάσει εννέα μήνες από την προηγούμενη «αναπαραγωγή».
 
«Το DNA είναι σήμερα το μόνο αποθηκευτικό μέσο που μπορεί να υπάρξει και σε υγρή μορφή, πράγμα που μας επιτρέπει να το εισάγουμε σε αντικείμενα οποιουδήποτε σχήματος», ανέφερε ο Ισραηλινός επιστήμονας της πληροφορικής Γιανίβ Έρλιχ.
 
Μια πρόσθετη εφαρμογή της νέας τεχνολογίας είναι όχι η αποθήκευση, αλλά η απόκρυψη πληροφοριών μέσα σε αντικείμενα (στεγανογραφία). Οι ερευνητές έδειξαν ότι είναι δυνατή, εφαρμόζοντας την σε ένα μυστικό αρχείο που είχε διασώσει από το γκέτο της Βαρσοβίας ένας Εβραίος ιστορικός για μην πέσει στα χέρια των Ναζί. Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε και αποθηκεύτηκε (1,4 megabytes) σε γυάλινα σφαιρίδια, τα οποία μετά ενσωματώθηκαν στους φακούς κοινών γυαλιών μυωπίας. Στη συνέχεια ήταν δυνατή η ανάκτηση αυτών των κρυμμένων πληροφοριών.
 
«Δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα να περάσεις ένα τέτοιο ζευγάρι γυαλιά από τους ελέγχους ασφαλείας των αεροδρομίων και έτσι να μεταφέρεις πληροφορίες από το μέρος στο άλλο χωρίς να γίνεις αντιληπτός», ανέφερε ο Έρλιχ, που έχει δημιουργήσει την εταιρεία Yaniv Erlich Lab LLC. Οι πληροφορίες μπορούν να κρυφτούν θεωρητικά σε οποιοδήποτε πλαστικό αντικείμενο.
 
Ακόμη, με τη νέα τεχνολογία είναι δυνατό να ενσωματωθούν πληροφορίες σχετικά με την ποιότητα τους μέσα σε κατασκευαστικά υλικά, χρώματα και άλλα προϊόντα, έτσι ώστε να ανακτώνται άμεσα από τις αρμόδιες αρχές ή κάθε άλλο ενδιαφερόμενο κατά τον έλεγχο του αντικειμένου.
 
Προς το παρόν, η μέθοδος είναι σχετικά ακριβή, καθώς η «μετάφραση» ενός ψηφιακού αρχείου (π.χ. οδηγιών για 3D-εκτύπωση) και η αποθήκευση του σε συνθετικά μόρια DNA μέσα στο αντικείμενο κοστίζει περίπου 2.000 ελβετικά φράγκα.
 
Οι επιστήμονες έκαναν έγχυση ενός 3D τυπωμένου κουνελιού με γενετικό υλικό, το πρώτο βήμα προς ένα πιθανό “DNA των πραγμάτων” όπου η βιολογία κάνει τα gadgets πιο έξυπνα.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1179b-1181b)

Γίνεσθαι δ᾽ ἀγαθοὺς οἴονται οἳ μὲν φύσει οἳ δ᾽ ἔθει οἳ δὲ διδαχῇ. τὸ μὲν οὖν τῆς φύσεως δῆλον ὡς οὐκ ἐφ᾽ ἡμῖν ὑπάρχει, ἀλλὰ διά τινας θείας αἰτίας τοῖς ὡς ἀληθῶς εὐτυχέσιν ὑπάρχει· ὁ δὲ λόγος καὶ ἡ διδαχὴ μή ποτ᾽ οὐκ ἐν ἅπασιν ἰσχύει, ἀλλὰ δεῖ προδιειργάσθαι τοῖς ἔθεσι τὴν τοῦ ἀκροατοῦ ψυχὴν πρὸς τὸ καλῶς χαίρειν καὶ μισεῖν, ὥσπερ γῆν τὴν θρέψουσαν τὸ σπέρμα. οὐ γὰρ ἂν ἀκούσειε λόγου ἀποτρέποντος οὐδ᾽ αὖ συνείη ὁ κατὰ πάθος ζῶν· τὸν δ᾽ οὕτως ἔχοντα πῶς οἷόν τε μεταπεῖσαι; ὅλως τ᾽ οὐ δοκεῖ λόγῳ ὑπείκειν τὸ πάθος ἀλλὰ βίᾳ. δεῖ δὴ τὸ ἦθος προϋπάρχειν πως οἰκεῖον τῆς ἀρετῆς, στέργον τὸ καλὸν καὶ δυσχεραῖνον τὸ αἰσχρόν. ἐκ νέου δ᾽ ἀγωγῆς ὀρθῆς τυχεῖν πρὸς ἀρετὴν χαλεπὸν μὴ ὑπὸ τοιούτοις τραφέντα νόμοις· τὸ γὰρ σωφρόνως καὶ καρτερικῶς ζῆν οὐχ ἡδὺ τοῖς πολλοῖς, ἄλλως τε καὶ νέοις. διὸ νόμοις δεῖ τετάχθαι τὴν τροφὴν καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα· οὐκ ἔσται γὰρ λυπηρὰ συνήθη γενόμενα.

[1180a] οὐχ ἱκανὸν δ᾽ ἴσως νέους ὄντας τροφῆς καὶ ἐπιμελείας τυχεῖν ὀρθῆς, ἀλλ᾽ ἐπιεδὴ καὶ ἀνδρωθέντας δεῖ ἐπιτηδεύειν αὐτὰ καὶ ἐθίζεσθαι, καὶ περὶ ταῦτα δεοίμεθ᾽ ἂν νόμων, καὶ ὅλως δὴ περὶ πάντα τὸν βίον· οἱ γὰρ πολλοὶ ἀνάγκῃ μᾶλλον ἢ λόγῳ πειθαρχοῦσι καὶ ζημίαις ἢ τῷ καλῷ. διόπερ οἴονταί τινες τοὺς νομοθετοῦντας δεῖν μὲν παρακαλεῖν ἐπὶ τὴν ἀρετὴν καὶ προτρέπεσθαι τοῦ καλοῦ χάριν, ὡς ἐπακουσομένων τῶν ἐπιεικῶς τοῖς ἔθεσι προηγμένων, ἀπειθοῦσι δὲ καὶ ἀφυεστέροις οὖσι κολάσεις τε καὶ τιμωρίας ἐπιτιθέναι, τοὺς δ᾽ ἀνιάτους ὅλως ἐξορίζειν· τὸν μὲν γὰρ ἐπιεικῆ πρὸς τὸ καλὸν ζῶντα τῷ λόγῳ πειθαρχήσειν, τὸν δὲ φαῦλον ἡδονῆς ὀρεγόμενον λύπῃ κολάζεσθαι ὥσπερ ὑποζύγιον. διὸ καί φασι δεῖν τοιαύτας γίνεσθαι τὰς λύπας αἳ μάλιστ᾽ ἐναντιοῦνται ταῖς ἀγαπωμέναις ἡδοναῖς. εἰ δ᾽ οὖν, καθάπερ εἴρηται, τὸν ἐσόμενον ἀγαθὸν τραφῆναι καλῶς δεῖ καὶ ἐθισθῆναι, εἶθ᾽ οὕτως ἐν ἐπιτηδεύμασιν ἐπιεικέσι ζῆν καὶ μήτ᾽ ἄκοντα μήθ᾽ ἑκόντα πράττειν τὰ φαῦλα, ταῦτα δὲ γίνοιτ᾽ ἂν βιουμένοις κατά τινα νοῦν καὶ τάξιν ὀρθήν, ἔχουσαν ἰσχύν· ἡ μὲν οὖν πατρικὴ πρόσταξις οὐκ ἔχει τὸ ἰσχυρὸν οὐδὲ [δὴ] τὸ ἀναγκαῖον, οὐδὲ δὴ ὅλως ἡ ἑνὸς ἀνδρός, μὴ βασιλέως ὄντος ἤ τινος τοιούτου· ὁ δὲ νόμος ἀναγκαστικὴν ἔχει δύναμιν, λόγος ὢν ἀπό τινος φρονήσεως καὶ νοῦ. καὶ τῶν μὲν ἀνθρώπων ἐχθαίρουσι τοὺς ἐναντιουμένους ταῖς ὁρμαῖς, κἂν ὀρθῶς αὐτὸ δρῶσιν· ὁ δὲ νόμος οὐκ ἔστιν ἐπαχθὴς τάττων τὸ ἐπιεικές. ἐν μόνῃ δὲ τῇ Λακεδαιμονίων πόλει μετ᾽ ὀλίγων ὁ νομοθέτης ἐπιμέλειαν δοκεῖ πεποιῆσθαι τροφῆς τε καὶ ἐπιτηδευμάτων· ἐν δὲ ταῖς πλείσταις τῶν πόλεων ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων, καὶ ζῇ ἕκαστος ὡς βούλεται, κυκλωπικῶς θεμιστεύων παίδων ἠδ᾽ ἀλόχου. κράτιστον μὲν οὖν τὸ γίνεσθαι κοινὴν ἐπιμέλειαν καὶ ὀρθήν· κοινῇ δ᾽ ἐξαμελουμένων ἑκάστῳ δόξειεν ἂν προσήκειν τοῖς σφετέροις τέκνοις καὶ φίλοις εἰς ἀρετὴν συμβάλλεσθαι, ἢ προαιρεῖσθαί γε. μᾶλλον δ᾽ ἂν τοῦτο δύνασθαι δόξειεν ἐκ τῶν εἰρημένων νομοθετικὸς γενόμενος. αἱ μὲν γὰρ κοιναὶ ἐπιμέλειαι δῆλον ὅτι διὰ νόμων γίνονται, ἐπιεικεῖς δ᾽ αἱ διὰ τῶν σπουδαίων· γεγραμμένων

[1180b] δ᾽ ἢ ἀγράφων, οὐδὲν ἂν δόξειε διαφέρειν, οὐδὲ δι᾽ ὧν εἷς ἢ πολλοὶ παιδευθήσονται, ὥσπερ οὐδ᾽ ἐπὶ μουσικῆς ἢ γυμναστικῆς καὶ τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων. ὥσπερ γὰρ ἐν ταῖς πόλεσιν ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη, οὕτω καὶ ἐν οἰκίαις οἱ πατρικοὶ λόγοι καὶ τὰ ἔθη, καὶ ἔτι μᾶλλον διὰ τὴν συγγένειαν καὶ τὰς εὐεργεσίας· προϋπάρχουσι γὰρ στέργοντες καὶ εὐπειθεῖς τῇ φύσει. ἔτι δὲ καὶ διαφέρουσιν αἱ καθ᾽ ἕκαστον παιδεῖαι τῶν κοινῶν, ὥσπερ ἐπ᾽ ἰατρικῆς· καθόλου μὲν γὰρ τῷ πυρέττοντι συμφέρει ἡσυχία καὶ ἀσιτία, τινὶ δ᾽ ἴσως οὔ, ὅ τε πυκτικὸς ἴσως οὐ πᾶσι τὴν αὐτὴν μάχην περιτίθησιν. ἐξακριβοῦσθαι δὴ δόξειεν ἂν μᾶλλον τὸ καθ᾽ ἕκαστον ἰδίας τῆς ἐπιμελείας γινομένης· μᾶλλον γὰρ τοῦ προσφόρου τυγχάνει ἕκαστος. ἀλλ᾽ ἐπιμεληθείη μὲν ‹ἂν› ἄριστα καθ᾽ ἓν καὶ ἰατρὸς καὶ γυμναστὴς καὶ πᾶς ἄλλος ὁ καθόλου εἰδώς, τί πᾶσιν ἢ τοῖς τοιοισδί (τοῦ κοινοῦ γὰρ αἱ ἐπιστῆμαι λέγονταί τε καὶ εἰσίν)· οὐ μὴν ἀλλ᾽ ἑνός τινος οὐδὲν ἴσως κωλύει καλῶς ἐπιμεληθῆναι καὶ ἀνεπιστήμονα ὄντα, τεθεαμένον δ᾽ ἀκριβῶς τὰ συμβαίνοντα ἐφ᾽ ἑκάστῳ δι᾽ ἐμπειρίαν, καθάπερ καὶ ἰατροὶ ἔνιοι δοκοῦσιν ἑαυτῶν ἄριστοι εἶναι, ἑτέρῳ οὐδὲν ἂν δυνάμενοι ἐπαρκέσαι. οὐδὲν δ᾽ ἧττον ἴσως τῷ γε βουλομένῳ τεχνικῷ γενέσθαι καὶ θεωρητικῷ ἐπὶ τὸ καθόλου βαδιστέον εἶναι δόξειεν ἄν, κἀκεῖνο γνωριστέον ὡς ἐνδέχεται· εἴρηται γὰρ ὅτι περὶ τοῦθ᾽ αἱ ἐπιστῆμαι. τάχα δὲ καὶ τῷ βουλομένῳ δι᾽ ἐπιμελείας βελτίους ποιεῖν, εἴτε πολλοὺς εἴτ᾽ ὀλίγους, νομοθετικῷ πειρατέον γενέσθαι, εἰ διὰ νόμων ἀγαθοὶ γενοίμεθ᾽ ἄν. ὅντινα γὰρ οὖν καὶ τὸν προτεθέντα διαθεῖναι καλῶς οὐκ ἔστι τοῦ τυχόντος, ἀλλ᾽ εἴπερ τινός, τοῦ εἰδότος, ὥσπερ ἐπ᾽ ἰατρικῆς καὶ τῶν λοιπῶν ὧν ἔστιν ἐπιμέλειά τις καὶ φρόνησις. ἆρ᾽ οὖν μετὰ τοῦτο ἐπισκεπτέον πόθεν ἢ πῶς νομοθετικὸς γένοιτ᾽ ἄν τις; ἢ καθάπερ ἐπὶ τῶν ἄλλων, παρὰ τῶν πολιτικῶν; μόριον γὰρ ἐδόκει τῆς πολιτικῆς εἶναι. ἢ οὐχ ὅμοιον φαίνεται ἐπὶ τῆς πολιτικῆς καὶ τῶν λοιπῶν ἐπιστημῶν τε καὶ δυνάμεων; ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἄλλαις οἱ αὐτοὶ φαίνονται τάς τε δυνάμεις παραδιδόντες καὶ ἐνεργοῦντες ἀπ᾽ αὐτῶν, οἷον ἰατροὶ γραφεῖς· τὰ δὲ πολιτικὰ ἐπαγγέλλονται μὲν διδάσκειν οἱ σοφισταί,

[1181a] πράττει δ᾽ αὐτῶν οὐδείς, ἀλλ᾽ οἱ πολιτευόμενοι, οἳ δόξαιεν ἂν δυνάμει τινὶ τοῦτο πράττειν καὶ ἐμπειρίᾳ μᾶλλον ἢ διανοίᾳ· οὔτε γὰρ γράφοντες οὔτε λέγοντες περὶ τῶν τοιούτων φαίνονται (καίτοι κάλλιον ἦν ἴσως ἢ λόγους δικανικούς τε καὶ δημηγορικούς), οὐδ᾽ αὖ πολιτικοὺς πεποιηκότες τοὺς σφετέρους υἱεῖς ἤ τινας ἄλλους τῶν φίλων. εὔλογον δ᾽ ἦν, εἴπερ ἐδύναντο· οὔτε γὰρ ταῖς πόλεσιν ἄμεινον οὐδὲν κατέλιπον ἄν, οὔθ᾽ αὑτοῖς ὑπάρξαι προέλοιντ᾽ ἂν μᾶλλον τῆς τοιαύτης δυνάμεως, οὐδὲ δὴ τοῖς φιλτάτοις. οὐ μὴν μικρόν γε ἔοικεν ἡ ἐμπειρία συμβάλλεσθαι· οὐδὲ γὰρ ἐγίνοντ᾽ ἂν διὰ τῆς πολιτικῆς συνηθείας πολιτικοί· διὸ τοῖς ἐφιεμένοις περὶ πολιτικῆς εἰδέναι προσδεῖν ἔοικεν ἐμπειρίας. τῶν δὲ σοφιστῶν οἱ ἐπαγγελλόμενοι λίαν φαίνονται πόρρω εἶναι τοῦ διδάξαι. ὅλως γὰρ οὐδὲ ποῖόν τι ἐστὶν ἢ περὶ ποῖα ἴσασιν· οὐ γὰρ ἂν τὴν αὐτὴν τῇ ῥητορικῇ οὐδὲ χείρω ἐτίθεσαν, οὐδ᾽ ἂν ᾤοντο ῥᾴδιον εἶναι τὸ νομοθετῆσαι συναγαγόντι τοὺς εὐδοκιμοῦντας τῶν νόμων· ἐκλέξασθαι γὰρ εἶναι τοὺς ἀρίστους, ὥσπερ οὐδὲ τὴν ἐκλογὴν οὖσαν συνέσεως καὶ τὸ κρῖναι ὀρθῶς μέγιστον, ὥσπερ ἐν τοῖς κατὰ μουσικήν. οἱ γὰρ ἔμπειροι περὶ ἕκαστα κρίνουσιν ὀρθῶς τὰ ἔργα, καὶ δι᾽ ὧν ἢ πῶς ἐπιτελεῖται συνιᾶσιν, καὶ ποῖα ποίοις συνᾴδει· τοῖς δ᾽ ἀπείροις ἀγαπητὸν τὸ μὴ διαλανθάνειν εἰ εὖ ἢ κακῶς πεποίηται τὸ ἔργον, ὥσπερ ἐπὶ γραφικῆς. οἱ δὲ νόμοι τῆς πολιτικῆς ἔργοις ἐοίκασιν·

[1181b] πῶς οὖν ἐκ τούτων νομοθετικὸς γένοιτ᾽ ἄν τις, ἢ τοὺς ἀρίστους κρίναι; οὐ γὰρ φαίνονται οὐδ᾽ ἰατρικοὶ ἐκ τῶν συγγραμμάτων γίνεσθαι. καίτοι πειρῶνταί γε λέγειν οὐ μόνον τὰ θεραπεύματα, ἀλλὰ καὶ ὡς ἰαθεῖεν ἂν καὶ ὡς δεῖ θεραπεύειν ἑκάστους, διελόμενοι τὰς ἕξεις· ταῦτα δὲ τοῖς μὲν ἐμπείροις ὠφέλιμα εἶναι δοκεῖ, τοῖς δ᾽ ἀνεπιστήμοσιν ἀχρεῖα. ἴσως οὖν καὶ τῶν νόμων καὶ τῶν πολιτειῶν αἱ συναγωγαὶ τοῖς μὲν δυναμένοις θεωρῆσαι καὶ κρῖναι τί καλῶς ἢ τοὐναντίον καὶ ποῖα ποίοις ἁρμόττει εὔχρηστ᾽ ἂν εἴη· τοῖς δ᾽ ἄνευ ἕξεως τὰ τοιαῦτα διεξιοῦσι τὸ μὲν κρίνειν καλῶς οὐκ ἂν ὑπάρχοι, εἰ μὴ ἄρα αὐτόματον, εὐσυνετώτεροι δ᾽ εἰς ταῦτα τάχ᾽ ἂν γένοιντο.

Παραλιπόντων οὖν τῶν προτέρων ἀνερεύνητον τὸ περὶ τῆς νομοθεσίας, αὐτοὺς ἐπισκέψασθαι μᾶλλον βέλτιον ἴσως, καὶ ὅλως δὴ περὶ πολιτείας, ὅπως εἰς δύναμιν ἡ περὶ τὰ ἀνθρώπεια φιλοσοφία τελειωθῇ. πρῶτον μὲν οὖν εἴ τι κατὰ μέρος εἴρηται καλῶς ὑπὸ τῶν προγενεστέρων πειραθῶμεν ἐπελθεῖν, εἶτα ἐκ τῶν συνηγμένων πολιτειῶν θεωρῆσαι τὰ ποῖα σῴζει καὶ φθείρει τὰς πόλεις καὶ τὰ ποῖα ἑκάστας τῶν πολιτειῶν, καὶ διὰ τίνας αἰτίας αἳ μὲν καλῶς αἳ δὲ τοὐναντίον πολιτεύονται. θεωρηθέντων γὰρ τούτων τάχ᾽ ἂν μᾶλλον συνίδοιμεν καὶ ποία πολιτεία ἀρίστη, καὶ πῶς ἑκάστη ταχθεῖσα, καὶ τίσι νόμοις καὶ ἔθεσι χρωμένη. λέγωμεν οὖν ἀρξάμενοι.

***
Αυτό που μας κάνει να γίνουμε ενάρετοι άνθρωποι κάποιοι νομίζουν ότι είναι η φύση, κάποιοι άλλοι ότι είναι ο εθισμός και κάποιοι τρίτοι ότι είναι η διδαχή. Το στοιχείο «φύση» είναι φανερό ότι είναι κάτι που δεν εξαρτάται από μας, αλλά υπάρχει στους αληθινά ευνοημένους από την τύχη ανθρώπους. Ο θεωρητικός, πάλι, διδακτικός λόγος φοβούμαι ότι δεν έχει τη δύναμη να επιδρά σε όλους, αλλ᾽ ότι η ψυχή του «μαθητή» πρέπει πρώτα να καλλιεργηθεί μέσω του εθισμού ώστε να αισθάνεται τη χαρά και τη λύπη με τον τρόπο που πρέπει — ακριβώς όπως το χωράφι που θα θρέψει τον σπόρο. Γιατί δεν πρόκειται, θαρρώ, να ακούσει τον αποτρεπτικό λόγο, ούτε και να τον καταλάβει, ο άνθρωπος που ζει κατά τις επιταγές του πάθους. Τον άνθρωπο που βρίσκεται σ᾽ αυτή την κατάσταση πώς να τον πείσεις να αλλάξει; Και γενικά το πάθος δεν φαίνεται να υπακούει στον λόγο αλλά στη βία. Είναι, επομένως, ανάγκη ο χαρακτήρας να έχει, κατά κάποιον τρόπο, από πριν κάποια συγγενική σχέση με την αρετή: να αγαπάει το ωραίο και να μη μπορεί να υποφέρει την ασχήμια.

Από την άλλη, είναι δύσκολο να πάρει κανείς από τα πρώτα νεανικά του χρόνια σωστή αγωγή προς την κατεύθυνση της αρετής, αν δεν ανατραφεί κάτω από ανάλογους νόμους· γιατί για τους περισσότερους ανθρώπους, ιδίως όταν είναι νέοι, δεν είναι ευχάριστο να ζουν τη ζωή τους με σωφροσύνη και καρτερία. Γι᾽ αυτό και πρέπει να ορίζονται με νόμους η ανατροφή και οι ασχολίες των νέων: στην πραγματικότητα, τα πράγματα αυτά δεν θα τους είναι πια δυσάρεστα, όταν θα τους έχουν γίνει μια καθημερινή συνήθεια. [1180a] Όμως δεν είναι ασφαλώς αρκετό να έχουν μια σωστή ανατροφή και φροντίδα μόνο όταν είναι νέοι· τα πράγματα αυτά πρέπει να τα κάνουν —και να αποκτούν τις σχετικές συνήθειες— και όταν ανδρωθούν· χρειαζόμαστε γι᾽ αυτό νόμους και γι᾽ αυτά, και γενικά για ολόκληρη τη ζωή. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι υποτάσσονται πιο πολύ στην πίεση και στον εξαναγκασμό παρά στον λόγο, πιο πολύ στις τιμωρίες παρά στο ωραίο και στο καλό. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που κάποιοι πιστεύουν ότι οι νομοθέτες πρέπει να παρακινούν και να προτρέπουν τους ανθρώπους στην αρετή στο όνομα του ωραίου και του καλού, με τη βεβαιότητα ότι όσοι ανατράφηκαν σωστά με καλές συνήθειες θα ακούσουν τις προτροπές τους, την ίδια όμως στιγμή πρέπει επίσης να ορίζουν ποινές και τιμωρίες για τους ανυπάκουους και για τους κατώτερης φύσης ανθρώπους· γι᾽ αυτούς, τέλος, που δεν διορθώνονται με τίποτε πρέπει να προβλέπουν παντοτινή εξορία· γιατί ο σωστός και ενάρετος άνθρωπος, αυτός που ζει προσηλωμένος στο ωραίο και στο καλό, θα πειθαρχήσει στον λόγο, ενώ το κατώτερης ποιότητας άτομο, αυτός που κυνηγάει μόνο την ηδονή, διορθώνεται με τιμωρία που προκαλεί λύπη — όπως ακριβώς τα υποζύγια. Γι᾽ αυτό και λένε ότι οι λύπες που προκαλούνται στα άτομα αυτά από τις τιμωρίες που τους επιβάλλονται πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να είναι οι κατεξοχήν αντίθετες προς τις αγαπημένες τους ηδονές. Αν λοιπόν, όπως το είπαμε μόλις πιο πάνω, αυτός που πρόκειται να γίνει ενάρετος άνθρωπος πρέπει να ανατραφεί σωστά και να αποκτήσει σωστές συνήθειες· αν στη συνέχεια πρέπει —με ανάλογο τρόπο— να γεμίζει τη ζωή του με σημαντικές ασχολίες και να μην κάνει —με ή χωρίς τη θέλησή του— τίποτε το μικρό και τιποτένιο· αν όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν παρά μόνο στους ανθρώπους που ζουν σύμφωνα με κάποιον καθοδηγητικό νου και κάποια σωστή τάξη, που είναι εφοδιασμένη με δύναμη, τότε: η μεν πατρική προσταγή δεν έχει την απαιτούμενη ισχύ ή δύναμη εξαναγκασμού (όπως δεν την έχει και η προσταγή ενός κάποιου ανθρώπου, εκτός και αν είναι βασιλιάς ή κάτι παρόμοιο), ο νόμος όμως την έχει αυτή τη δύναμη εξαναγκασμού, καθώς είναι ένας κανόνας που έχει την αρχή του σε κάποια πρακτική σοφία και σε κάποιον νου. Και ενώ οι άνθρωποι μισούν αυτούς που αντιτίθενται στις επιθυμίες τους, έστω και αν αντιτίθενται δικαιολογημένα, ο νόμος δεν προκαλεί το μίσος ορίζοντας το σωστό.

Φαίνεται, ωστόσο, ότι μόνο στην πόλη των Λακεδαιμονίων και σε κάτι λίγες ακόμη πόλεις ο νομοθέτης έλαβε πρόνοια για τα θέματα της ανατροφής και των ασχολιών των ανθρώπων· στις περισσότερες πόλεις τα θέματα αυτά είναι τελείως παραμελημένα, και ο καθένας ζει όπως του αρέσει — κατά τον τρόπο των Κυκλώπων «επιβάλλοντας τους δικούς του νόμους στα παιδιά και στη γυναίκα του». Το καλύτερο λοιπόν είναι να υπάρχει μια δημόσια και ορθολογική για τα θέματα αυτά φροντίδα· αφού όμως η δημόσια φροντίδα έχει τελείως παραμεληθεί, θα φαινόταν σωστό να βοηθήσει ξεχωριστά ο καθένας τα παιδιά του και τους φίλους του να αποκτήσουν την αρετή: να έχει τη δύναμη, ή τουλάχιστο τη θέληση, να το κάνει. Από όσα όμως έχουμε πει προηγουμένως φαίνεται ότι αυτό θα μπορούσε να το κάνει, αν αποκτούσε τη γνώση και την ικανότητα να νομοθετεί. Γιατί είναι φανερό ότι οι δημόσιες πρόνοιες γίνονται μέσω των νόμων, και, βέβαια, είναι καλές, αν γίνονται μέσω καλών νόμων — αν είναι γραπτοί

[1180b] ή άγραφοι οι νόμοι, φαίνεται πως δεν έχει σημασία, όπως δεν φαίνεται επίσης να έχει σημασία αν πρόκειται για νόμους μέσω των οποίων θα γίνει η εκπαίδευση ενός μόνο ατόμου ή ομάδας ατόμων — όπως ακριβώς το πράγμα δεν έχει σημασία στην περίπτωση της μουσικής, της γυμναστικής ή των άλλων αντικειμένων της παιδείας. Γιατί όπως στην πόλη έχουν κυρίαρχη δύναμη οι νόμοι και οι εθιμικές συνήθειες, έτσι και στα σπιτικά έχουν κυρίαρχη δύναμη οι εντολές του πατέρα και οι οικογενειακές συνήθειες — εδώ μάλιστα ακόμη περισσότερο, λόγω των δεσμών αίματος και των ευεργεσιών· γιατί τα παιδιά έχουν από μιας αρχής μια φυσική αγάπη και μια διάθεση υπακοής στον πατέρα τους.

Έπειτα, η παιδεία που προσφέρεται σε ένα μόνο άτομο φαίνεται να διαφέρει από την παιδεία που προσφέρεται σε ομάδα ατόμων — ακριβώς όπως στην περίπτωση της ιατρικής· γιατί, ενώ η ανάπαυση και η αποχή από το φαγητό κάνουν γενικά καλό στους ανθρώπους που έχουν πυρετό, στον συγκεκριμένο άρρωστο μπορεί αυτά να μην κάνουν καλό· το ίδιο και ο έμπειρος δάσκαλος της πυγμαχίας δεν συστήνει ασφαλώς σε όλους τους μαθητές του τον ίδιο τρόπο μάχης. Φαίνεται λοιπόν ότι η ωφέλεια για το επιμέρους άτομο θα είναι μεγαλύτερη και ακριβέστερη, αν η πρόνοια πάρει καθαρά ατομικό χαρακτήρα· γιατί τότε το κάθε επιμέρους άτομο πετυχαίνει σε μεγαλύτερο βαθμό αυτό που του είναι πρόσφορο. Τη φροντίδα όμως της επιμέρους περίπτωσης θα την κάνει με τον καλύτερο τρόπο ο γιατρός, ο δάσκαλος της γυμναστικής ή οποιοσδήποτε άλλος κάτοχος της καθολικής γνώσης για το τί είναι καλό για όλους τους ανθρώπους ή για τους ανθρώπους αυτής και αυτής της περίπτωσης (γιατί οι επιστήμες και λέμε ότι ασχολούνται, και πράγματι ασχολούνται με το γενικό και το καθολικό). Φυσικά, τίποτε ασφαλώς δεν εμποδίζει να επιδείξει σωστή φροντίδα σε μια δεδομένη περίπτωση και ένας άνθρωπος που δεν έχει επιστημονικές γνώσεις, που έχει όμως εμπειρικά παρατηρήσει με πολλή προσοχή τί ακριβώς συμβαίνει σε μια τέτοια περίπτωση — ακριβώς όπως κάποιοι φαίνεται ότι μπορούν να κάνουν άριστα τον γιατρό του εαυτού τους, δεν είναι όμως σε θέση να προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια σε κάποιον άλλον. Πρέπει, ωστόσο, να μείνουμε εξίσου σύμφωνοι ότι ο άνθρωπος που θέλει να γίνει ειδικός στην πράξη ή στη θεωρία πρέπει να προχωρήσει προς το γενικό και το καθολικό, και να επιτύχει να το γνωρίσει όσο γίνεται καλύτερα· γιατί, όπως το είπαμε ήδη, με αυτό, στην πραγματικότητα, ασχολούνται οι επιστήμες.

Ασφαλώς όμως και αυτός, επίσης, που με κατάλληλη φροντίδα θέλει να κάνει καλύτερους τους ανθρώπους, είτε αυτοί είναι πολλοί είτε είναι λίγοι, πρέπει να προσπαθήσει να αποκτήσει τις ικανότητες του νομοθέτη, αν είναι αλήθεια ότι καλοί άνθρωποι γινόμαστε μέσω των νόμων. Δεν είναι λοιπόν δουλειά του πρώτου τυχόντα να οδηγήσει στη σωστή κατάσταση τον οποιονδήποτε — αυτόν που έχει βρεθεί μπροστά του· αν κάποιος μπορεί να το κάνει αυτό, αυτός είναι ο κάτοχος της ειδικής γνώσης, ακριβώς όπως συμβαίνει στα ιατρικά θέματα, καθώς και σε όλα τα άλλα θέματα με τα οποία σχετίζεται μια συστηματική φροντίδα και μια πρακτική σοφία.

Μήπως λοιπόν ύστερα από αυτά πρέπει να εξετάσουμε από πού και με ποιόν τρόπο μπορεί κανείς να αποκτήσει την ικανότητα να νομοθετεί; Ό,τι συμβαίνει σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το ίδιο ακριβώς και εδώ: ασφαλώς από τους πολιτικούς — παραπάνω είχαμε, πράγματι, θεωρήσει ότι η νομοθετική είναι μέρος της πολιτικής. Ή μήπως είναι φανερό ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην πολιτική και στις άλλες επιστήμες και τέχνες; Στις άλλες, πράγματι, επιστήμες και τέχνες είναι φανερό ότι είναι τα ίδια πρόσωπα αυτοί που τις διδάσκουν και αυτοί που τις ασκούν (παράδειγμα οι γιατροί και οι ζωγράφοι)· στην περίπτωση όμως της πολιτικής αυτοί που υπόσχονται ότι μπορούν να τη διδάξουν είναι οι σοφιστές,

[1181a] κανένας τους όμως δεν την ασκεί. Αυτοί που την ασκούν είναι οι πολιτικοί. Αυτοί όμως θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι το κάνουν αυτό το πράγμα πιο πολύ χάρη σε κάποια φυσική επιτηδειότητα και εμπειρία που έχουν παρά επί τη βάσει μιας διανοητικής διαδικασίας· γιατί δεν τους βλέπουμε ούτε να γράφουν ούτε να μιλούν πάνω σ᾽ αυτά τα θέματα (και όμως αυτό θα ήταν ασφαλώς ωραιότερο από το να γράφουν λόγους για τα δικαστήρια και για τις συνελεύσεις του λαού)· όπως δεν τους βλέπουμε, επίσης, να έχουν κάνει πολιτικούς τους γιους τους ή κάποιους άλλους φίλους τους. Αυτό όμως θα ήταν αναμενόμενο να το κάνουν, αν μπορούσαν· γιατί ούτε θα είχαν τίποτε άλλο πιο πολύτιμο από αυτό να κληροδοτήσουν στις πόλεις τους ούτε και θα ήθελαν για τον εαυτό τους και για τα πιο αγαπημένα τους πρόσωπα κάποιαν άλλη δεξιότητα μάλλον παρά αυτήν. Εν πάση περιπτώσει, η συμβολή της εμπειρίας δεν φαίνεται να είναι μικρή· γιατί αλλιώς δεν θα γίνονταν, βέβαια, πολιτικοί μόνο με την καθημερινή εξοικείωση με τα πολιτικά πράγματα· γι᾽ αυτό και αυτοί που θέλουν να μάθουν καλά την πολιτική τέχνη φαίνεται ότι χρειάζονται επιπλέον και την εμπειρία.

Όσο για τους σοφιστές, αυτούς που επαγγέλλονται τη διδασκαλία αυτής της τέχνης, είναι φανερό ότι πάρα πολύ απέχουν από το να μπορούν να τη διδάξουν: αυτοί δεν ξέρουν ούτε καν τί είναι και ποιό είναι το αντικείμενό της· γιατί, αν το ήξεραν, δεν θα την όριζαν ως κάτι ίδιο με τη ρητορική ή και ως κάτι κατώτερο, και ούτε θα θεωρούσαν ότι το να νομοθετείς είναι εύκολο πράγμα, φτάνει να συγκεντρώσεις τους καλούς —κατά την κοινή αναγνώριση— νόμους· λένε δηλαδή ότι είναι δυνατό να εκλέξει κανείς τους καλύτερους νόμους, λες και η εκλογή δεν απαιτεί δεξιότητα μυαλού, λες και η ικανότητα να κρίνεις σωστά δεν είναι κάτι το πολύ μεγάλο — ακριβώς όπως συμβαίνει με τα θέματα της μουσικής. Γιατί οι έμπειροι σε κάθε επιμέρους τέχνη είναι σε θέση να κρίνουν σωστά τα έργα της συγκεκριμένης τέχνης και να αντιλαμβάνονται με ποιά μέσα ή με ποιους τρόπους εκτελείται ένα έργο, όπως επίσης και τί είναι σε αρμονία με τί· αντίθετα, οι άπειροι αισθάνονται ευχαριστημένοι αν μπορούν να διαπιστώνουν ότι το έργο πέτυχε ή απέτυχε — όπως ακριβώς στην περίπτωση της ζωγραφικής.

Οι νόμοι, τώρα, μοιάζουν να είναι τα «έργα» της πολιτικής τέχνης.

[1181b] Πώς λοιπόν θα μπορούσε κανείς να γίνει από αυτούς ικανός να νομοθετεί, ή πώς θα έκρινε ποιοί από αυτούς είναι οι καλύτεροι; Εδώ, ούτε γιατρός δεν μπορεί να γίνει κανείς —είναι ολοφάνερο— μόνο διαβάζοντας ιατρικά εγχειρίδια! Και όμως οι άνθρωποι που έγραψαν τα εγχειρίδια αυτά προσπαθούν και τις θεραπείες να περιγράψουν και πώς θα μπορούσαν οι άρρωστοι να γίνουν καλά και πώς πρέπει να γίνεται η θεραπεία της κάθε επιμέρους περίπτωσης — και αυτά, βέβαια, με ξεκάθαρο διαχωρισμό των ποικίλων ανθρώπινων ιδιοσυγκρασιών· ενώ όμως όλα αυτά μοιάζουν χρήσιμα για τους έμπειρους, δεν έχουν καμιά χρησιμότητα για τους άπειρους. Και οι συλλογές λοιπόν νόμων και πολιτευμάτων μπορούν ασφαλώς να είναι χρήσιμες σ᾽ αυτούς που είναι σε θέση να τις μελετήσουν και να κρίνουν τί είναι καλό και τί κακό και ποιά από αυτά ταιριάζουν με ποιές περιστασιακές καταστάσεις· αυτοί όμως που τις «ξεφυλλίζουν» χωρίς να διαθέτουν αυτά τα προσόντα, την ικανότητα να κρίνουν σωστά δεν μπορεί να την έχουν (παρά μόνο στην τύχη), τίποτε, ωστόσο, δεν αποκλείει να φτάσουν να αποκτήσουν μια μεγαλύτερη κατανόηση γι᾽ αυτά τα πράγματα.

Αφού λοιπόν οι παλαιότεροι άφησαν ανερεύνητο το θέμα τη νομοθεσίας, το καλύτερο είναι ίσως να το εξετάσουμε και αυτό εμείς (γενικότερα μάλιστα το θέμα των πολιτευμάτων), ώστε να ολοκληρωθεί, κατά το δυνατόν, η σχετική με τα ανθρώπινα πράγματα φιλοσοφία μας. Πρώτη μας προσπάθεια θα είναι να εκθέσουμε ό,τι σωστό είπαν για το θέμα αυτό οι παλαιότεροι· ύστερα, με τη βοήθεια των πολιτευμάτων που έχουμε συγκεντρώσει, θα ερευνήσουμε να δούμε τί είναι αυτό που σώζει και τί αυτό που φθείρει τις πόλεις και τί είναι αυτό που σώζει και φθείρει τα επιμέρους πολιτεύματα· ακόμη θα ψάξουμε να βρούμε γιατί άλλες πόλεις κυβερνιούνται σωστά και άλλες το αντίθετο. Όταν θα τα έχουμε εξετάσει όλα αυτά, τότε, φαντάζομαι, θα κατανοήσουμε καλύτερα ποιό είναι το καλύτερο πολίτευμα, πώς είναι οργανωμένο το καθένα από αυτά, και ακόμη ποιούς νόμους και ποιά έθη εφαρμόζει στην πράξη το καθένα τους. Εμπρός λοιπόν, ας ξεκινήσουμε τον λόγο μας.