(παραλλαγή G)
Το αρχικό κείμενο του Βίου του Αισώπου πρέπει να γράφτηκε στην Αίγυπτο τον 1ο αι. μ.Χ., στη μορφή ωστόσο στην οποία σώζεται σήμερα φέρει ίχνη μεταγενεστέρων επεξεργασιών. Σε προφορική μορφή ίσως κυκλοφορούσε ήδη τον 6ο αιώνα π.Χ., την εποχή δηλ. που σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες έδρασε και έγινε διάσημος ως αφηγητής πλαστών ιστοριών με πρωταγωνιστές ζώα ο ιστορικός Αίσωπος. Το έργο ειδολογικά δεν μπορεί να ενταχθεί ούτε στην βιογραφία ούτε στο μυθιστόρημα, παρά τις ομοιότητες που έχει και με τα δύο αυτά δημοφιλή είδη. Από τη βιογραφία διαφοροποιείται, αφού ο ήρωας εμφανίζεται ως μορφή μυθοποιημένη που ελάχιστη σχέση διατηρεί με τον ιστορικό Αίσωπο. Από το μυθιστόρημα αποκλίνει επίσης στο βαθμό που η διήγηση αρθρώνεται σε σειρά επεισοδίων με χαλαρή παρατακτική σύνδεση χωρίς σαφή χρονολογική και αιτιακή αλληλουχία. Στην πραγματικότητα η μορφή του δύσμορφου αλλά σοφού δούλου, που βρίσκεται στους αντίποδες του ιδεώδους του καλοῦ κἀγαθοῦ ήρωα, η γλώσσα του κειμένου -μία εύχυμη δημώδης Κοινή- και το κωμικό στοιχείο μας οδηγούν σ᾽ ένα είδος λαϊκότροπης μυθιστορίας που πλησιάζει τη μυθιστορία του Αλεξάνδρου. Όσον αφορά στο περιεχόμενο, τρία χαρακτηριστικά του Αισώπου έχουν ιδιαίτερη σημασία: η κοινωνική του θέση (ο ήρωας είναι δούλος), η τερατώδης ασχήμια του και, προπάντων, η ιδιαίτερη ευφυΐα του που παραπέμπει στη σοφία του λαού. Χάρις σ᾽ αυτή κατορθώνει και επικρατεί αντιπαρατιθέμενος με ανθρώπους που ανήκουν στις ανώτερες κοινωνικές ομάδες: με τον φιλόσοφο Ξάνθο, ο οποίος εκπροσωπεί τη "λόγια", σχολαστική σοφία, αλλά και με τους βασιλιάδες του δεύτερου μέρους της μυθιστορίας. Στο έργο διακρίνονται τρεις αφηγηματικές ενότητες: Στην πρώτη κυριαρχούν τα επεισόδια από τη ζωή τον Αισώπου ως δούλου του Ξάνθου και η αναμέτρησή του με τους φιλοσόφους. Η ενότητα τελειώνει με την απελευθέρωση του Αισώπου και τη μετάβασή του στην αυλή τον Κροίσου. Στη δεύτερη ενότητα, που περιλαμβάνει την επίσκεψη του Αισώπου στον βασιλιά Νεκταναβώ, η αφήγηση ακολουθεί πιστά ένα άλλο έργο, την ιστορία του σοφού Αχικάρ (ανατολική διήγηση γνωστή από πολλές διασκευές παλαιότερη των οποίων είναι η αραμαϊκή, που βρέθηκε σε παπυρικά αποσπάσματα και χρονολογείται βάσει της γραφής γύρω στο 425 π.Χ.). Στο τρίτο μέρος, που διαδραματίζεται στους Δελφούς και θυμίζει τα Πάθη του Χριστού, ο Αίσωπος κατηγορεί τους κατοίκους των Δελφών για φιλαργυρία, ενώ αυτοί, βοηθούμενοι από τον Απόλλωνα, τον κατηγορούν για ιεροσυλία και τον θανατώνουν.
Στο απόσπασμα που παρατίθεται ο Ξάνθος ευρισκόμενος σε συμπόσιο και ενώ έχει μεθύσει καυχιέται ότι μπορεί να πιει τη θάλασσα· σε αντίθετη περίπτωση συμφωνεί να εκχωρήσει την περιουσία του στον σχολαστικό που τον προκάλεσε. Την επόμενη μέρα, όταν αντιλαμβάνεται τι έχει πράξει, προσφεύγει στον Αίσωπο. Τη λύση θα την δώσει ο σοφός δούλος με ένα τέχνασμα που θυμίζει τον Καραγκιόζη.
Βίος Αἰσώπου § 68-73 (παραλλαγή G)
[68] εἰσβαλὼν δὲ πάλιν ὁ Ξάνθος ἀνέπεσεν. τοῦ δὲ πότου διιππεύοντος καὶ ἤδη τοῦ Ξάνθου παρεμβρόχου γεναμένου, ὡς ἐν ἀνδράσι φιλοσόφοις ἐτίθεντο προβλήματα καὶ ζητήματα. γενομένης δὲ μάχης ἀπὸ τῆς τῶν προβλημάτων προθέσεως ἤρξατο ὁ Ξάνθος συζητεῖν, καὶ οὐχ ὡς ἐν πότῳ ἀλλ᾽ ὡς ἐν ἀκροατηρίῳ διεγένετο. ὁ δὲ Αἴσωπος ἐπιγνοὺς ὅτι μέλλει μάχην ποιεῖν λέγει «ὁ Διόνυσος εὑρὼν τὸν οἶνον, τρεῖς σκύφους κεράσας, τοῖς ἀνθρώποις ὑπέδειξεν πῶς δεῖ τῷ πότῳ χρᾶσθαι· τὸν μὲν πρῶτον εἶναι τῆς ἡδονῆς, τὸν δὲ δεύτερον τῆς εὐφροσύνης, τὸν δὲ τρίτον τῆς ἀκηδίας. {δι᾽ ὅ, δέσποτα, πινόμενον καταρχάς, τὸ διδόμενον πόμα τῆς ἡδονῆς· ὅταν ἀπὸ ἐκλύσεως, ἐλθὼν ἐκ βαλανείου ἢ ἀπό τινος πόμα· τὸν δὲ τῆς εὐφροσύνης σκύφον, ἀπληστευόμενος δέ, τῆς ἀκηδίας.} δι᾽ ὅ, δέσποτα, πίνων τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς εὐφροσύνης σκύφον, παραχώρει τὸν τῆς ἀκηδίας τοῖς νέοις, ἔχεις γὰρ ἀκροατήρια ἐν οἷς ἔδωκας ἀπόδειξιν.» ὁ δὲ Ξάνθος ἤδη μεθύων φησίν «οὐ σιωπᾷς, μάνδραξ; σύμβουλος εἶ Ἅιδου.» Αἴσωπος· «ἐκδέχου, καὶ εἰς Ἅιδου ἀπελεύσῃ.» [69] καὶ εἷς τῶν σχολαστικῶν, ἰδὼν τὸν Ξάνθον ἐπιφερόμενον, λέγει «καθηγητά, πάντα ἀνθρώπῳ δυνατά;» ὁ Ξάνθος· «τίς ἤρξατο τὸν ὑπὲρ ἀνθρώπου ποιεῖσθαι λόγον; ὡς πανοῦργον καὶ δυνατὸν ἐν πᾶσιν.» ὁ δὲ σχολαστικὸς δραμὼν εἰς τὰ ἀπόρρητα λέγει «εἰ δύναταί τις τῶν ἀνθρώπων τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν;» ὁ Ξάνθος λέγει «τοῦτο εὔκολον· ἐγὼ αὐτὴν ἐκπίομαι.» ὁ σχολαστικὸς εἶπεν «ἐὰν οὖν μὴ ἐκπίῃς, τί ἐστιν;» ὁ Ξάνθος προνενικημένος ὑπὸ τοῦ πολλοῦ ἀκράτου φησίν «τίθημι περὶ τοῦ βίου μου τὰς συνθήκας· ἐὰν μὴ ἐκπίωμαι αὐτὴν ἔσομαι ἄβιος.» προβαλόντες δὲ τοὺς δακτυλίους ἐκύρωσαν τὰς συνθήκας. Αἴσωπος παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ξάνθου ἑστηκὼς κόνδυλον αὐτῷ ἔδωκεν εἰς τὸν στράγαλον καί φησι «τί ποιεῖς, δέσποτα; οὐ φρονεῖς; πῶς δύνασαι τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν;» ὁ Ξάνθος εἶπεν «σιώπησον σύ, κάθαρμα,» οὐκ εἰδὼς ποταπὴν ἔθηκεν τὴν συνθήκην.
[70] πρωίας δὲ ἀναστὰς ὁ Ξάνθος καὶ θέλων ἀπονίψασθαι τὴν ὄψιν φησίν «Αἴσωπε.» ὁ δέ· «τί ἐστιν, δέσποτα;» ὁ Ξάνθος· «κατὰ χειρῶν ὕδωρ ἐπίδος.» Αἴσωπος λαβὼν τὸν ξέστην ἐπέχεεν. ὁ δὲ τὴν ὄψιν ἀπονιψάμενος, τὸ δακτύλιον οὐκ ἰδών φησιν «Αἴσωπε, τί μου γέγονεν ὁ δακτύλιος;» Αἴσωπος· «οὐκ οἶδα.» Ξάνθος· «οὐᾶ.» Αἴσωπος· «τοιγαροῦν ὅσα δύνασαι τοῦ βίου σου λαθὼν αἶρε καὶ ἀπόθου εἰς δευτέρας τύχας· οὐκέτι γὰρ ὁ βίος σός ἐστιν.» ὁ δὲ Ξάνθος· «τί λέγεις;» Αἴσωπος· «παρὰ τὸν χθὲς πότον συνθήκας τέθεικας τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν, ὑπὲρ τοῦ βίου σου τὸν δακτυλίσιον προβαλών.» ὁ Ξάνθος· «καὶ πῶς δυνήσομαι ἐγὼ τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν;» Αἴσωπος εἶπεν «ἐγὼ ἑστώς σου πρὸς τοὺς πόδας ἔλεγον “παῦσαι, δέσποτα. τί ποιεῖς; ἀδύνατόν ἐστι.” καὶ οὐκ ἐπίστευσάς μοι.» Ξάνθος πεσὼν πρὸς τοὺς πόδας τοῦ Αἰσώπου φησίν «δέομαί σου, Αἴσωπε, εἰ δυνατόν σοι ‹διὰ› τῆς σεαυτοῦ ἀγχινοίας, εὑρεῖν τινα πρόφασιν, δι᾽ ἧς νικήσω ἢ τὰς συνθήκας διαλύσομαι.» Αἴσωπος· «νικῆσαι μὲν οὐ δύναμαι, λυθῆναι δὲ ‹τὸ› ἐρωτώμενον ἐγὼ ποιήσω.» Ξάνθος· «τίνα τρόπον; δὸς γνώμην.» [71] Αἴσωπος· «ὅταν ἔλθῃ ὁ συνθηκοφύλαξ σὺν τῷ ἀντιδίκῳ λέγων σοι τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν, μηδὲν ἀπαρνοῦ, ἀλλ᾽ ἅπερ παροινῶν ἔθου ‹ταῦτα καὶ νήφων λέγε›. ἇρον τράπεζαν, κέλευσον παρατεθῆναι καὶ παιδία παριστάναι. τοῦτο ποιήσει τινὰ φαντασίαν· συνδραμεῖται γὰρ πᾶς ὁ ὄχλος ἐπὶ τὴν θέαν, ὡς μέλλοντός σου τὴν θάλασσαν ἐκπίνειν. ὅταν δὲ ἴδῃς ὅτι πάντα πεπλήρωνται {τοῦ ὄχλου ‹ἐπὶ τὴν θέαν συνδραμόντος›}, πλήσας σκύφον ἐκ τῆς θαλάσσης καὶ προσκαλεσάμενος τὸν συνθηκοφύλακα λέγε “πῶς ἔθηκα τὴν συνθήκην;” καὶ ἐρεῖ σοι “ἵνα τὴν θάλασσαν ἐκπίῃς.” σὺ δὲ εἰπέ “μή τι ἕτερον;” καὶ ἐρεῖ σοι “οὔ.” σὺ δὲ τοῦτο μαρτυρούμενος λέγε “ἄνδρες πολῖται, πολλοί εἰσιν ποταμοὶ χείμαρροί τε ἀένναοι, οἵτινες εἰς τὴν θάλασσαν ἀπορρέονται {τὸ πολὺν τοῦ ῥεύματος}. τέθεικα δὲ συνθήκην μόνην τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν, οὐχὶ δὲ καὶ πρὸς τοὺς ἐπιρρέοντας ποταμούς· κλεισάτω οὖν ὁ ἀντίδικος τὰ στόματα τῶν ποταμῶν, ἵνα τὴν θάλασσαν μόνην ἐκπίω. ἀδύνατον δέ ἐστιν τῶν καθόλου ὄντων εἰς τὸν κόσμον ποταμῶν τὰ στόματα κλεῖσαι· ἀδύνατον δέ ἐστιν καὶ ἐμὲ τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν.” οὕτως τὸ ἀδύνατον τῷ ἀδυνάτῳ συμβληθὲν διάλυσιν τῶν συνθηκῶν ποιήσει.» [72] Ξάνθος ἐκπλαγεὶς αὐτοῦ τὸ{ν νοῦν ἔσχεν} εὐεπινόητον καὶ περιχαρὴς γενάμενος περιέμενεν. ὁ δὲ τὴν συνθήκην θεὶς παρεγένετο μετὰ τῶν τῆς πόλεως πρωτευόντων πρὸ τοῦ πυλῶνος καὶ καλέσας τὸν Ξάνθον ἔφη «τὴν συνθήκην ἐκβίβασον ἢ τὸν βίον σου παράδος.» Αἴσωπος εἶπεν «σὺ τοῦ σοῦ βίου εἰσδίδου λόγους· ἤδη γὰρ ἡμῖν ἡμίκενός ἐστιν ἡ θάλασσα.» ὁ σχολαστικὸς εἶπεν «Αἴσωπε, ἐμὸς ἔσῃ δοῦλος. οὐκέτι Ξάνθου.» Αἴσωπος· «παράδος μᾶλλον τὸν βίον σου τῷ δεσπότῃ μου, καὶ μὴ φλυάρει.» καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐκέλευσεν προσφέρεσθαι κλίνην καὶ παρὰ τὸν αἰγιαλὸν στρωννύεσθαι, καὶ παρέθηκε τράπεζαν καὶ ἐκπόματά τινα. συνέδραμέν τε τὸ πλῆθος ἅπαν καὶ κατῆλθεν ὁ Ξάνθος καὶ ἀνέπεσεν. καὶ ὁ Αἴσωπος παρειστήκει αὐτῷ καὶ τῶν σκύφων πληρώσας ἐκ τῆς θαλάσσης ἐπέδωκε τῷ δεσπότῃ. ὁ σχολαστικός· «πολλά μοι κακά, ἀληθῶς ἐκπίνει τὴν θάλασσαν;» {ἄλλος προσομόλογον}. [73] μέλλων δὲ προστιθέναι ὁ Ξάνθος τὸ πόμα πρὸς τὸ στόμα λέγει «ὁ συνθηκοφύλαξ ἐλθέ.» ἥοκεν. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ξάνθος «πῶς ἔθηκα τὴν συνθήκην;» ὁ σχολαστικός· «τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν σε.» ὁ Ξάνθος· «μή τι ἕτερον;» ὁ συνθηκοφύλαξ· «οὔ.» Ξάνθος τῷ δήμῳ λέγει «ἄνδρες πολῖται, οἴδατε ὅτι πολλοί εἰσιν ποταμοὶ χείμαρροί τε ‹καὶ› ἀένναοι {καὶ ἄλλοι}, οἵτινες εἰς τὴν θάλασσαν ἀπορρέονται. ἐγὼ δὲ μόνον τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν ἔθηκα τὴν συνθήκην, οὐχὶ δὲ καὶ τοὺς ποταμούς· κλεισάτω οὖν ὁ ἀντίδικός μου τὰ στόματα τῶν ποταμῶν, ἵνα μὴ σὺν τῇ θαλάσσῃ καὶ τοὺς ποταμοὺς ἐκπίω.» καὶ νενίκηκεν ὁ φιλόσοφος. ἐγένετο δὲ κραυγὴ τῶν ὄχλων τιμώντων τὸν Ξάνθον ὁ δὲ σχολαστικὸς πεσὼν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ξάνθου λέγει «καθηγητά, μέγας εἶ, νενίκηκας, ὁμολογῶ. παρακαλῶ δὲ συλλυθῆναι τὰς συνθήκας.» καὶ διέλυσαν τὰς συνθήκας.
***
[68] Ο Ξάνθος μπήκε πάλι μέσα κι έγειρε· και καθώς το πιοτό προχωρούσε καλπάζοντας και ο Ξάνθος είχε πλέον μεθύσει αρκετά, άρχισαν να βάζουν προβλήματα κι αινίγματα, όπως συνηθίζεται στις συντροφιές των διανοουμένων. Κι όταν απ᾽ τα προβλήματα που έβαζαν άναψε η μάχη, ο Ξάνθος άρχισε να συζητά και να φέρεται λες και δε βρισκόταν σε συμπόσιο, αλλά σε αίθουσα με ακροατές. Ο Αίσωπος κατάλαβε ότι έμελλε να κάνει καυγά και λέει: «Όταν ο Διόνυσος εφεύρε το κρασί, ετοίμασε τρία ποτήρια κι έδειξε στους ανθρώπους πώς πρέπει να το πίνουν· το πρώτο ποτήρι είναι για τέρψη, το δεύτερο για ευθυμία και το τρίτο γι᾽ απερισκεψίες.1 Γι᾽ αυτό, κύριε, πίνε το ποτήρι της τέρψης και της ευθυμίας, κι άφησε το ποτήρι της απερισκεψίας για τους νέους. Έχεις αίθουσες με ακροατές, όπου έδωσες απόδειξη των ικανοτήτων σου.» Ο Ξάνθος, ήδη μεθυσμένος, λέει: «Δε σωπαίνεις, κάθαρμα; Εσύ είσαι του Άδη σύμβουλος.» Ο Αίσωπος: «Περίμενε, και στον Άδη θα καταλήξεις.» [69] Κι ένας μαθητής βλέποντας τον Ξάνθο να παραπαίει, λέει: «Δάσκαλε, είναι για τον άνθρωπο όλα δυνατά;» Ο Ξάνθος: «Ποιος ξεκίνησε την κουβέντα για τον άνθρωπο; Είναι ο πλέον επιτήδειος και ικανός για όλα.» Ο μαθητής τότε έφερε τη συζήτηση στα αδύνατα2 και λέει: «Μπορεί ένας άνθρωπος να πιει τη θάλασσα ώς τον πάτο;» Ο Ξάνθος λέει: «Αυτό είναι εύκολο· εγώ θα την πιω ώς τον πάτο.» Ο μαθητής είπε: «Κι αν δεν την πιεις ώς τον πάτο, τότε τι χάνεις;» Ο Ξάνθος νικημένος ήδη απ᾽ το πολύ κρασί λέει: «Βάζω στοίχημα το βιος μου. Αν δεν την πιω ώς τον πάτο, χάνω όλο μου το βιος.» Έδωσαν για εχέγγυα τα δαχτυλίδια κι επικύρωσαν τη συμφωνία. Ο Αίσωπος που καθόταν στα πόδια του Ξάνθου, του δίνει μια γροθιά στον αστράγαλο και λέει: «Κύριε, τι κάνεις; Είσαι στα καλά σου; Πώς μπορείς να πιεις ώς τον πάτο τη θάλασσα;» Ο Ξάνθος είπε «σιωπή εσύ, άχρηστε» χωρίς να αντιλαμβάνεται τι συμφωνία έκαμε. [70] Το πρωί σηκώθηκε ο Ξάνθος, θέλησε να νίψει το πρόσωπό του και λέει: «Αίσωπε.» Κι ο Αίσωπος: «Τι είναι κύριε;» Ο Ξάνθος: «Ρίξε μου νερό στα χέρια.» Ο Αίσωπος πήρε τη στάμνα και του ᾽ριχνε στα χέρια. Κι όταν απόνιψε το πρόσωπό του, δεν είδε το δαχτυλίδι του και λέει: «Αίσωπε, τι έγινε το δαχτυλίδι μου;» Ο Αίσωπος: «Δεν ξέρω.» Ο Ξάνθος: «Α!» Ο Αίσωπος: «Λοιπόν πάρε κρυφά όσο βιος σου μπορείς και παραμέρισέ το για τις δύσκολες ώρες· δεν είναι πια δικό σου το βιος.» Κι ο Ξάνθος: «Τι λες;» Ο Αίσωπος: «Χτες, την ώρα του πιοτού, έκανες συμφωνίες να πιεις τη θάλασσα ώς τον πάτο κι έβαλες το δαχτυλίδι σου εχέγγυο για το βιος σου.» Ο Ξάνθος: «Και πώς θα μπορέσω εγώ να πιω τη θάλασσα ώς τον πάτο;» Ο Αίσωπος είπε: «Εγώ καθόμουν στα πόδια σου και σου ᾽λεγα: "Κύριε, πάψε, τι κάνεις; Αυτό είναι αδύνατο"· και δε μου ᾽δωσες σημασία.» Ο Ξάνθος έπεσε στα πόδια του Αισώπου και λέει: «Σε παρακαλώ, Αίσωπε, αν μπορείς με την ευστροφία σου, βρες μου κάποια πρόφαση ή να νικήσω ή να διαλύσω τη συμφωνία.» Ο Αίσωπος: «Για να νικήσεις δεν μπορώ να βρω, όμως θα βρω τρόπο να λυθεί το ζήτημα.» Ο Ξάνθος: «Με ποιον τρόπο; Δώσ᾽ μου καμιά γνώμη.» [71] Ο Αίσωπος: «Όταν έρθει ο διαιτητής της συμφωνίας με τον αντίδικο και σου πει να πιεις όλη τη θάλασσα, μην αρνηθείς, αλλά όσα συμφώνησες μεθυσμένος, τα ίδια και νηφάλιος λέγε. Φέρε ένα τραπέζι, δώσε εντολή να τοποθετηθεί μπροστά σου και να παρίστανται δούλοι. Αυτό θα προκαλέσει κάποια εντύπωση· θα τρέξει όλος ο κόσμος για το θέαμα, νομίζοντας πως εσύ θα πιεις όλη τη θάλασσα. Κι όταν δεις ότι μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσμος, γέμισε ένα κύπελλο από τη θάλασσα, κάλεσε το διαιτητή και λέγε του: "Τι συμφωνία έκαμα;" Και θα σου απαντήσει: "Να πιεις όλη τη θάλασσα." Και συ πες του: "Μήπως και κάτι άλλο;" Και θα σου απαντήσει: "Όχι." Κι εσύ επικαλούμενος τη μαρτυρία του λέγε: "Συμπολίτες, υπάρχουν πολλοί ποταμοί, χείμαρροι κι αστέρευτοι, που χύνονται στη θάλασσα. Έκαμα συμφωνία να πιω τη θάλασσα μόνο, όχι όμως και τα ποτάμια που χύνονται σ᾽ αυτή. Λοιπόν ας κλείσει ο αντίδικός μου τα στόμια των ποταμών, για να πιω τη θάλασσα μόνο. Είναι όμως αδύνατο να κλείσουν τα στόμια όλων των ποταμών που υπάρχουν στον κόσμο· αδύνατο επομένως κι εγώ να πιω ολόκληρη τη θάλασσα."3 Έτσι, αν το αδύνατο αντιπαρατεθεί στο αδύνατο, θα οδηγήσει στη διάλυση των συμφωνιών.» [72] Ο Ξάνθος έκπληκτος απ᾽ την επινοητικότητά του, όλο χαρά, περίμενε. Κατέφτασε αυτός με τον οποίο είχε κάμει τη συμφωνία μαζί με τους πρώτους της πόλης μπροστά στον πυλώνα, κάλεσε τον Ξάνθο και είπε: «Τέλειωνε με το στοίχημα, ειδάλλως παράδωσέ μου το βιος σου.» Ο Αίσωπος είπε: «Εσύ να δώσεις λογαριασμό για το βιος σου, γιατί εμείς την έχουμε κιόλας αδειάσει ώς τη μέση τη θάλασσα.» Ο μαθητής είπε: «Αίσωπε, θα είσαι πλέον δικός μου δούλος κι όχι του Ξάνθου.» Ο Αίσωπος: «Παράδωσε καλύτερα το βιος σου στο αφεντικό μου και μη φλυαρείς.» Αυτά είπε και πρόσταξε να φέρουν μια κλίνη και να τη στρώσουν κοντά στο γιαλό· τοποθέτησε ένα τραπέζι και μερικά ποτήρια. Ο Αίσωπος είχε σταθεί δίπλα του· γέμισε ένα ποτήρι απ᾽ τη θάλασσα και το ᾽δωσε στον κύριό του. Ο μαθητής: «Κακό που το ᾽παθα, στ᾽ αλήθεια πίνει τη θάλασσα;» [73] Και καθώς ετοιμαζόταν να βάλει το ποτήρι στο στόμα ο Ξάνθος, λέει: «Να έλθει ο διαιτητής της συμφωνίας.» Πήγε. Και του λέει ο Ξάνθος: «Τι συμφωνία έκαμα;» Κι ο μαθητής: «Να πιεις όλη τη θάλασσα.» Ο Ξάνθος: «Μήπως και τίποτε άλλο;» Ο διαιτητής: «Όχι.» Ο Ξάνθος λέει προς το πλήθος: «Συμπολίτες, γνωρίζετε ότι υπάρχουν πολλοί ποταμοί, χείμαρροι κι αστέρευτοι, που χύνονται στη θάλασσα. Εγώ βέβαια έβαλα στοίχημα να πιω μόνο τη θάλασσα όλη, όχι όμως και τους ποταμούς. Ας κλείσει λοιπόν ο αντίδικός μου τα στόμια των ποταμών, για να μην πιω μαζί με τη θάλασσα και τους ποταμούς.» Και νίκησε ο φιλόσοφος. Ανακραύγασε το πλήθος για να τιμήσει τον Ξάνθο. Κι ο μαθητής έπεσε στα πόδια του Ξάνθου και λέει: «Δάσκαλε, είσαι μεγάλος, νίκησες, το ομολογώ. Παρακαλώ να ακυρώσουμε από κοινού τη συμφωνία.» Και διέλυσαν τη συμφωνία.
------------------
Στο απόσπασμα που παρατίθεται ο Ξάνθος ευρισκόμενος σε συμπόσιο και ενώ έχει μεθύσει καυχιέται ότι μπορεί να πιει τη θάλασσα· σε αντίθετη περίπτωση συμφωνεί να εκχωρήσει την περιουσία του στον σχολαστικό που τον προκάλεσε. Την επόμενη μέρα, όταν αντιλαμβάνεται τι έχει πράξει, προσφεύγει στον Αίσωπο. Τη λύση θα την δώσει ο σοφός δούλος με ένα τέχνασμα που θυμίζει τον Καραγκιόζη.
Βίος Αἰσώπου § 68-73 (παραλλαγή G)
[68] εἰσβαλὼν δὲ πάλιν ὁ Ξάνθος ἀνέπεσεν. τοῦ δὲ πότου διιππεύοντος καὶ ἤδη τοῦ Ξάνθου παρεμβρόχου γεναμένου, ὡς ἐν ἀνδράσι φιλοσόφοις ἐτίθεντο προβλήματα καὶ ζητήματα. γενομένης δὲ μάχης ἀπὸ τῆς τῶν προβλημάτων προθέσεως ἤρξατο ὁ Ξάνθος συζητεῖν, καὶ οὐχ ὡς ἐν πότῳ ἀλλ᾽ ὡς ἐν ἀκροατηρίῳ διεγένετο. ὁ δὲ Αἴσωπος ἐπιγνοὺς ὅτι μέλλει μάχην ποιεῖν λέγει «ὁ Διόνυσος εὑρὼν τὸν οἶνον, τρεῖς σκύφους κεράσας, τοῖς ἀνθρώποις ὑπέδειξεν πῶς δεῖ τῷ πότῳ χρᾶσθαι· τὸν μὲν πρῶτον εἶναι τῆς ἡδονῆς, τὸν δὲ δεύτερον τῆς εὐφροσύνης, τὸν δὲ τρίτον τῆς ἀκηδίας. {δι᾽ ὅ, δέσποτα, πινόμενον καταρχάς, τὸ διδόμενον πόμα τῆς ἡδονῆς· ὅταν ἀπὸ ἐκλύσεως, ἐλθὼν ἐκ βαλανείου ἢ ἀπό τινος πόμα· τὸν δὲ τῆς εὐφροσύνης σκύφον, ἀπληστευόμενος δέ, τῆς ἀκηδίας.} δι᾽ ὅ, δέσποτα, πίνων τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς εὐφροσύνης σκύφον, παραχώρει τὸν τῆς ἀκηδίας τοῖς νέοις, ἔχεις γὰρ ἀκροατήρια ἐν οἷς ἔδωκας ἀπόδειξιν.» ὁ δὲ Ξάνθος ἤδη μεθύων φησίν «οὐ σιωπᾷς, μάνδραξ; σύμβουλος εἶ Ἅιδου.» Αἴσωπος· «ἐκδέχου, καὶ εἰς Ἅιδου ἀπελεύσῃ.» [69] καὶ εἷς τῶν σχολαστικῶν, ἰδὼν τὸν Ξάνθον ἐπιφερόμενον, λέγει «καθηγητά, πάντα ἀνθρώπῳ δυνατά;» ὁ Ξάνθος· «τίς ἤρξατο τὸν ὑπὲρ ἀνθρώπου ποιεῖσθαι λόγον; ὡς πανοῦργον καὶ δυνατὸν ἐν πᾶσιν.» ὁ δὲ σχολαστικὸς δραμὼν εἰς τὰ ἀπόρρητα λέγει «εἰ δύναταί τις τῶν ἀνθρώπων τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν;» ὁ Ξάνθος λέγει «τοῦτο εὔκολον· ἐγὼ αὐτὴν ἐκπίομαι.» ὁ σχολαστικὸς εἶπεν «ἐὰν οὖν μὴ ἐκπίῃς, τί ἐστιν;» ὁ Ξάνθος προνενικημένος ὑπὸ τοῦ πολλοῦ ἀκράτου φησίν «τίθημι περὶ τοῦ βίου μου τὰς συνθήκας· ἐὰν μὴ ἐκπίωμαι αὐτὴν ἔσομαι ἄβιος.» προβαλόντες δὲ τοὺς δακτυλίους ἐκύρωσαν τὰς συνθήκας. Αἴσωπος παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ξάνθου ἑστηκὼς κόνδυλον αὐτῷ ἔδωκεν εἰς τὸν στράγαλον καί φησι «τί ποιεῖς, δέσποτα; οὐ φρονεῖς; πῶς δύνασαι τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν;» ὁ Ξάνθος εἶπεν «σιώπησον σύ, κάθαρμα,» οὐκ εἰδὼς ποταπὴν ἔθηκεν τὴν συνθήκην.
[70] πρωίας δὲ ἀναστὰς ὁ Ξάνθος καὶ θέλων ἀπονίψασθαι τὴν ὄψιν φησίν «Αἴσωπε.» ὁ δέ· «τί ἐστιν, δέσποτα;» ὁ Ξάνθος· «κατὰ χειρῶν ὕδωρ ἐπίδος.» Αἴσωπος λαβὼν τὸν ξέστην ἐπέχεεν. ὁ δὲ τὴν ὄψιν ἀπονιψάμενος, τὸ δακτύλιον οὐκ ἰδών φησιν «Αἴσωπε, τί μου γέγονεν ὁ δακτύλιος;» Αἴσωπος· «οὐκ οἶδα.» Ξάνθος· «οὐᾶ.» Αἴσωπος· «τοιγαροῦν ὅσα δύνασαι τοῦ βίου σου λαθὼν αἶρε καὶ ἀπόθου εἰς δευτέρας τύχας· οὐκέτι γὰρ ὁ βίος σός ἐστιν.» ὁ δὲ Ξάνθος· «τί λέγεις;» Αἴσωπος· «παρὰ τὸν χθὲς πότον συνθήκας τέθεικας τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν, ὑπὲρ τοῦ βίου σου τὸν δακτυλίσιον προβαλών.» ὁ Ξάνθος· «καὶ πῶς δυνήσομαι ἐγὼ τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν;» Αἴσωπος εἶπεν «ἐγὼ ἑστώς σου πρὸς τοὺς πόδας ἔλεγον “παῦσαι, δέσποτα. τί ποιεῖς; ἀδύνατόν ἐστι.” καὶ οὐκ ἐπίστευσάς μοι.» Ξάνθος πεσὼν πρὸς τοὺς πόδας τοῦ Αἰσώπου φησίν «δέομαί σου, Αἴσωπε, εἰ δυνατόν σοι ‹διὰ› τῆς σεαυτοῦ ἀγχινοίας, εὑρεῖν τινα πρόφασιν, δι᾽ ἧς νικήσω ἢ τὰς συνθήκας διαλύσομαι.» Αἴσωπος· «νικῆσαι μὲν οὐ δύναμαι, λυθῆναι δὲ ‹τὸ› ἐρωτώμενον ἐγὼ ποιήσω.» Ξάνθος· «τίνα τρόπον; δὸς γνώμην.» [71] Αἴσωπος· «ὅταν ἔλθῃ ὁ συνθηκοφύλαξ σὺν τῷ ἀντιδίκῳ λέγων σοι τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν, μηδὲν ἀπαρνοῦ, ἀλλ᾽ ἅπερ παροινῶν ἔθου ‹ταῦτα καὶ νήφων λέγε›. ἇρον τράπεζαν, κέλευσον παρατεθῆναι καὶ παιδία παριστάναι. τοῦτο ποιήσει τινὰ φαντασίαν· συνδραμεῖται γὰρ πᾶς ὁ ὄχλος ἐπὶ τὴν θέαν, ὡς μέλλοντός σου τὴν θάλασσαν ἐκπίνειν. ὅταν δὲ ἴδῃς ὅτι πάντα πεπλήρωνται {τοῦ ὄχλου ‹ἐπὶ τὴν θέαν συνδραμόντος›}, πλήσας σκύφον ἐκ τῆς θαλάσσης καὶ προσκαλεσάμενος τὸν συνθηκοφύλακα λέγε “πῶς ἔθηκα τὴν συνθήκην;” καὶ ἐρεῖ σοι “ἵνα τὴν θάλασσαν ἐκπίῃς.” σὺ δὲ εἰπέ “μή τι ἕτερον;” καὶ ἐρεῖ σοι “οὔ.” σὺ δὲ τοῦτο μαρτυρούμενος λέγε “ἄνδρες πολῖται, πολλοί εἰσιν ποταμοὶ χείμαρροί τε ἀένναοι, οἵτινες εἰς τὴν θάλασσαν ἀπορρέονται {τὸ πολὺν τοῦ ῥεύματος}. τέθεικα δὲ συνθήκην μόνην τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν, οὐχὶ δὲ καὶ πρὸς τοὺς ἐπιρρέοντας ποταμούς· κλεισάτω οὖν ὁ ἀντίδικος τὰ στόματα τῶν ποταμῶν, ἵνα τὴν θάλασσαν μόνην ἐκπίω. ἀδύνατον δέ ἐστιν τῶν καθόλου ὄντων εἰς τὸν κόσμον ποταμῶν τὰ στόματα κλεῖσαι· ἀδύνατον δέ ἐστιν καὶ ἐμὲ τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν.” οὕτως τὸ ἀδύνατον τῷ ἀδυνάτῳ συμβληθὲν διάλυσιν τῶν συνθηκῶν ποιήσει.» [72] Ξάνθος ἐκπλαγεὶς αὐτοῦ τὸ{ν νοῦν ἔσχεν} εὐεπινόητον καὶ περιχαρὴς γενάμενος περιέμενεν. ὁ δὲ τὴν συνθήκην θεὶς παρεγένετο μετὰ τῶν τῆς πόλεως πρωτευόντων πρὸ τοῦ πυλῶνος καὶ καλέσας τὸν Ξάνθον ἔφη «τὴν συνθήκην ἐκβίβασον ἢ τὸν βίον σου παράδος.» Αἴσωπος εἶπεν «σὺ τοῦ σοῦ βίου εἰσδίδου λόγους· ἤδη γὰρ ἡμῖν ἡμίκενός ἐστιν ἡ θάλασσα.» ὁ σχολαστικὸς εἶπεν «Αἴσωπε, ἐμὸς ἔσῃ δοῦλος. οὐκέτι Ξάνθου.» Αἴσωπος· «παράδος μᾶλλον τὸν βίον σου τῷ δεσπότῃ μου, καὶ μὴ φλυάρει.» καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐκέλευσεν προσφέρεσθαι κλίνην καὶ παρὰ τὸν αἰγιαλὸν στρωννύεσθαι, καὶ παρέθηκε τράπεζαν καὶ ἐκπόματά τινα. συνέδραμέν τε τὸ πλῆθος ἅπαν καὶ κατῆλθεν ὁ Ξάνθος καὶ ἀνέπεσεν. καὶ ὁ Αἴσωπος παρειστήκει αὐτῷ καὶ τῶν σκύφων πληρώσας ἐκ τῆς θαλάσσης ἐπέδωκε τῷ δεσπότῃ. ὁ σχολαστικός· «πολλά μοι κακά, ἀληθῶς ἐκπίνει τὴν θάλασσαν;» {ἄλλος προσομόλογον}. [73] μέλλων δὲ προστιθέναι ὁ Ξάνθος τὸ πόμα πρὸς τὸ στόμα λέγει «ὁ συνθηκοφύλαξ ἐλθέ.» ἥοκεν. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ξάνθος «πῶς ἔθηκα τὴν συνθήκην;» ὁ σχολαστικός· «τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν σε.» ὁ Ξάνθος· «μή τι ἕτερον;» ὁ συνθηκοφύλαξ· «οὔ.» Ξάνθος τῷ δήμῳ λέγει «ἄνδρες πολῖται, οἴδατε ὅτι πολλοί εἰσιν ποταμοὶ χείμαρροί τε ‹καὶ› ἀένναοι {καὶ ἄλλοι}, οἵτινες εἰς τὴν θάλασσαν ἀπορρέονται. ἐγὼ δὲ μόνον τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν ἔθηκα τὴν συνθήκην, οὐχὶ δὲ καὶ τοὺς ποταμούς· κλεισάτω οὖν ὁ ἀντίδικός μου τὰ στόματα τῶν ποταμῶν, ἵνα μὴ σὺν τῇ θαλάσσῃ καὶ τοὺς ποταμοὺς ἐκπίω.» καὶ νενίκηκεν ὁ φιλόσοφος. ἐγένετο δὲ κραυγὴ τῶν ὄχλων τιμώντων τὸν Ξάνθον ὁ δὲ σχολαστικὸς πεσὼν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ξάνθου λέγει «καθηγητά, μέγας εἶ, νενίκηκας, ὁμολογῶ. παρακαλῶ δὲ συλλυθῆναι τὰς συνθήκας.» καὶ διέλυσαν τὰς συνθήκας.
***
[68] Ο Ξάνθος μπήκε πάλι μέσα κι έγειρε· και καθώς το πιοτό προχωρούσε καλπάζοντας και ο Ξάνθος είχε πλέον μεθύσει αρκετά, άρχισαν να βάζουν προβλήματα κι αινίγματα, όπως συνηθίζεται στις συντροφιές των διανοουμένων. Κι όταν απ᾽ τα προβλήματα που έβαζαν άναψε η μάχη, ο Ξάνθος άρχισε να συζητά και να φέρεται λες και δε βρισκόταν σε συμπόσιο, αλλά σε αίθουσα με ακροατές. Ο Αίσωπος κατάλαβε ότι έμελλε να κάνει καυγά και λέει: «Όταν ο Διόνυσος εφεύρε το κρασί, ετοίμασε τρία ποτήρια κι έδειξε στους ανθρώπους πώς πρέπει να το πίνουν· το πρώτο ποτήρι είναι για τέρψη, το δεύτερο για ευθυμία και το τρίτο γι᾽ απερισκεψίες.1 Γι᾽ αυτό, κύριε, πίνε το ποτήρι της τέρψης και της ευθυμίας, κι άφησε το ποτήρι της απερισκεψίας για τους νέους. Έχεις αίθουσες με ακροατές, όπου έδωσες απόδειξη των ικανοτήτων σου.» Ο Ξάνθος, ήδη μεθυσμένος, λέει: «Δε σωπαίνεις, κάθαρμα; Εσύ είσαι του Άδη σύμβουλος.» Ο Αίσωπος: «Περίμενε, και στον Άδη θα καταλήξεις.» [69] Κι ένας μαθητής βλέποντας τον Ξάνθο να παραπαίει, λέει: «Δάσκαλε, είναι για τον άνθρωπο όλα δυνατά;» Ο Ξάνθος: «Ποιος ξεκίνησε την κουβέντα για τον άνθρωπο; Είναι ο πλέον επιτήδειος και ικανός για όλα.» Ο μαθητής τότε έφερε τη συζήτηση στα αδύνατα2 και λέει: «Μπορεί ένας άνθρωπος να πιει τη θάλασσα ώς τον πάτο;» Ο Ξάνθος λέει: «Αυτό είναι εύκολο· εγώ θα την πιω ώς τον πάτο.» Ο μαθητής είπε: «Κι αν δεν την πιεις ώς τον πάτο, τότε τι χάνεις;» Ο Ξάνθος νικημένος ήδη απ᾽ το πολύ κρασί λέει: «Βάζω στοίχημα το βιος μου. Αν δεν την πιω ώς τον πάτο, χάνω όλο μου το βιος.» Έδωσαν για εχέγγυα τα δαχτυλίδια κι επικύρωσαν τη συμφωνία. Ο Αίσωπος που καθόταν στα πόδια του Ξάνθου, του δίνει μια γροθιά στον αστράγαλο και λέει: «Κύριε, τι κάνεις; Είσαι στα καλά σου; Πώς μπορείς να πιεις ώς τον πάτο τη θάλασσα;» Ο Ξάνθος είπε «σιωπή εσύ, άχρηστε» χωρίς να αντιλαμβάνεται τι συμφωνία έκαμε. [70] Το πρωί σηκώθηκε ο Ξάνθος, θέλησε να νίψει το πρόσωπό του και λέει: «Αίσωπε.» Κι ο Αίσωπος: «Τι είναι κύριε;» Ο Ξάνθος: «Ρίξε μου νερό στα χέρια.» Ο Αίσωπος πήρε τη στάμνα και του ᾽ριχνε στα χέρια. Κι όταν απόνιψε το πρόσωπό του, δεν είδε το δαχτυλίδι του και λέει: «Αίσωπε, τι έγινε το δαχτυλίδι μου;» Ο Αίσωπος: «Δεν ξέρω.» Ο Ξάνθος: «Α!» Ο Αίσωπος: «Λοιπόν πάρε κρυφά όσο βιος σου μπορείς και παραμέρισέ το για τις δύσκολες ώρες· δεν είναι πια δικό σου το βιος.» Κι ο Ξάνθος: «Τι λες;» Ο Αίσωπος: «Χτες, την ώρα του πιοτού, έκανες συμφωνίες να πιεις τη θάλασσα ώς τον πάτο κι έβαλες το δαχτυλίδι σου εχέγγυο για το βιος σου.» Ο Ξάνθος: «Και πώς θα μπορέσω εγώ να πιω τη θάλασσα ώς τον πάτο;» Ο Αίσωπος είπε: «Εγώ καθόμουν στα πόδια σου και σου ᾽λεγα: "Κύριε, πάψε, τι κάνεις; Αυτό είναι αδύνατο"· και δε μου ᾽δωσες σημασία.» Ο Ξάνθος έπεσε στα πόδια του Αισώπου και λέει: «Σε παρακαλώ, Αίσωπε, αν μπορείς με την ευστροφία σου, βρες μου κάποια πρόφαση ή να νικήσω ή να διαλύσω τη συμφωνία.» Ο Αίσωπος: «Για να νικήσεις δεν μπορώ να βρω, όμως θα βρω τρόπο να λυθεί το ζήτημα.» Ο Ξάνθος: «Με ποιον τρόπο; Δώσ᾽ μου καμιά γνώμη.» [71] Ο Αίσωπος: «Όταν έρθει ο διαιτητής της συμφωνίας με τον αντίδικο και σου πει να πιεις όλη τη θάλασσα, μην αρνηθείς, αλλά όσα συμφώνησες μεθυσμένος, τα ίδια και νηφάλιος λέγε. Φέρε ένα τραπέζι, δώσε εντολή να τοποθετηθεί μπροστά σου και να παρίστανται δούλοι. Αυτό θα προκαλέσει κάποια εντύπωση· θα τρέξει όλος ο κόσμος για το θέαμα, νομίζοντας πως εσύ θα πιεις όλη τη θάλασσα. Κι όταν δεις ότι μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσμος, γέμισε ένα κύπελλο από τη θάλασσα, κάλεσε το διαιτητή και λέγε του: "Τι συμφωνία έκαμα;" Και θα σου απαντήσει: "Να πιεις όλη τη θάλασσα." Και συ πες του: "Μήπως και κάτι άλλο;" Και θα σου απαντήσει: "Όχι." Κι εσύ επικαλούμενος τη μαρτυρία του λέγε: "Συμπολίτες, υπάρχουν πολλοί ποταμοί, χείμαρροι κι αστέρευτοι, που χύνονται στη θάλασσα. Έκαμα συμφωνία να πιω τη θάλασσα μόνο, όχι όμως και τα ποτάμια που χύνονται σ᾽ αυτή. Λοιπόν ας κλείσει ο αντίδικός μου τα στόμια των ποταμών, για να πιω τη θάλασσα μόνο. Είναι όμως αδύνατο να κλείσουν τα στόμια όλων των ποταμών που υπάρχουν στον κόσμο· αδύνατο επομένως κι εγώ να πιω ολόκληρη τη θάλασσα."3 Έτσι, αν το αδύνατο αντιπαρατεθεί στο αδύνατο, θα οδηγήσει στη διάλυση των συμφωνιών.» [72] Ο Ξάνθος έκπληκτος απ᾽ την επινοητικότητά του, όλο χαρά, περίμενε. Κατέφτασε αυτός με τον οποίο είχε κάμει τη συμφωνία μαζί με τους πρώτους της πόλης μπροστά στον πυλώνα, κάλεσε τον Ξάνθο και είπε: «Τέλειωνε με το στοίχημα, ειδάλλως παράδωσέ μου το βιος σου.» Ο Αίσωπος είπε: «Εσύ να δώσεις λογαριασμό για το βιος σου, γιατί εμείς την έχουμε κιόλας αδειάσει ώς τη μέση τη θάλασσα.» Ο μαθητής είπε: «Αίσωπε, θα είσαι πλέον δικός μου δούλος κι όχι του Ξάνθου.» Ο Αίσωπος: «Παράδωσε καλύτερα το βιος σου στο αφεντικό μου και μη φλυαρείς.» Αυτά είπε και πρόσταξε να φέρουν μια κλίνη και να τη στρώσουν κοντά στο γιαλό· τοποθέτησε ένα τραπέζι και μερικά ποτήρια. Ο Αίσωπος είχε σταθεί δίπλα του· γέμισε ένα ποτήρι απ᾽ τη θάλασσα και το ᾽δωσε στον κύριό του. Ο μαθητής: «Κακό που το ᾽παθα, στ᾽ αλήθεια πίνει τη θάλασσα;» [73] Και καθώς ετοιμαζόταν να βάλει το ποτήρι στο στόμα ο Ξάνθος, λέει: «Να έλθει ο διαιτητής της συμφωνίας.» Πήγε. Και του λέει ο Ξάνθος: «Τι συμφωνία έκαμα;» Κι ο μαθητής: «Να πιεις όλη τη θάλασσα.» Ο Ξάνθος: «Μήπως και τίποτε άλλο;» Ο διαιτητής: «Όχι.» Ο Ξάνθος λέει προς το πλήθος: «Συμπολίτες, γνωρίζετε ότι υπάρχουν πολλοί ποταμοί, χείμαρροι κι αστέρευτοι, που χύνονται στη θάλασσα. Εγώ βέβαια έβαλα στοίχημα να πιω μόνο τη θάλασσα όλη, όχι όμως και τους ποταμούς. Ας κλείσει λοιπόν ο αντίδικός μου τα στόμια των ποταμών, για να μην πιω μαζί με τη θάλασσα και τους ποταμούς.» Και νίκησε ο φιλόσοφος. Ανακραύγασε το πλήθος για να τιμήσει τον Ξάνθο. Κι ο μαθητής έπεσε στα πόδια του Ξάνθου και λέει: «Δάσκαλε, είσαι μεγάλος, νίκησες, το ομολογώ. Παρακαλώ να ακυρώσουμε από κοινού τη συμφωνία.» Και διέλυσαν τη συμφωνία.
------------------
1 Το κείμενο που περικλείεται από άγκιστρα θεωρείται από τον εκδότη παρέμβλητο και δεν μεταφράζεται.
2 Πρόκειται για το προσφιλές στην αρχαία ελληνική γραμματεία θέμα του "αδυνάτου". Ο μόνος τρόπος για να επιτελέσει κανείς το "αδύνατον" -να πραγματοποιήσει δηλαδή κάποιο έργο που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί γιατί αντίκειται στους νόμους της φύσης- είναι να επινοήσει ένα άλλο "αδύνατον", του οποίου η εκτέλεση να προηγείται λογικά και χρονικά από την εκτέλεση του πρώτου "αδυνάτου". (Εδώ ο Αίσωπος συμβουλεύει τον Ξάνθο να πει ότι θα πιει τη θάλασσα αν προηγουμένως ο σχολαστικός σταματήσει τα ποτάμια που εκβάλλουν σ᾽ αυτήν).
3 Το ίδιο θέμα, όπως έχει επισημανθεί (Ι.-Θ. Παπαδημητρίου), απαντά και στο Θέατρο Σκιών. Πιο συγκεκριμένα στον Καραγκιόζη Πλοίαρχο, ο Καραγκιόζης λέει τα εξής: «Θα πιω τη θάλασσα τη δική μου που έφερα· εσύ όμως θα κρατήσεις τα ποτάμια της πατρίδος σου να μην πέφτουν στη θάλασσα και τότε θα την πιω.» Γενικότερα όσον αφορά τη σχέση Αισώπου-Καραγκιόζη, ανιχνεύονται ομοιότητες σε επιμέρους θέματα και αστεία. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτες όμως είναι οι γενικότερες ομοιότητες: οι δύο ήρωες είναι ιδιαίτερα άσχημοι και έχουν χαρακτηριστική καμπούρα. Και οι δύο ανήκουν στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις (ο Αίσωπος είναι δούλος), υπερέχουν όμως των ανώτερων τάξεων (σοφών, βασιλιάδων, ισχυρών) χάρη στην φυσική ευφυΐα τους, την οποία μάλιστα συχνά χρησιμοποιούν για να γελοιοποιούν τους πάσης φύσεως ισχυρούς.