ΧΟ. εἰ καὶ τὰ λοιπὰ τῆς τύχης εὐδαίμονος
τύχοιτε, πρὸς τὰ πρόσθεν ἀρκέσειεν ἄν.
700 ΑΓ. Μενέλαε, κἀμοὶ πρόσδοτον τῆς ἡδονῆς,
ἣν μανθάνω μὲν καὐτός, οὐ σαφῶς δ᾽ ἔχω.
ΜΕ. ἀλλ᾽, ὦ γεραιέ, καὶ σὺ κοινώνει λόγων.
ΑΓ. οὐχ ἥδε μόχθων τῶν ἐν Ἰλίωι βραβεύς;
ΜΕ. οὐχ ἥδε· πρὸς θεῶν δ᾽ ἦμεν ἠπατημένοι
705 νεφέλης ἄγαλμ᾽ ἔχοντες ἐν χεροῖν λυγρόν.
ΑΓ. τί φήις;
νεφέλης ἄρ᾽ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
ΜΕ. Ἥρας τάδ᾽ ἔργα καὶ θεῶν τρισσῶν ἔρις.
ΑΓ. τί δ᾽; ὡς ἀληθῶς ἐστιν ἥδε σὴ δάμαρ;
710 ΜΕ. αὕτη· λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε.
ΑΓ. ὦ θύγατερ, ὁ θεὸς ὡς ἔφυ τι ποικίλον
καὶ δυστέκμαρτον, εὖ δέ πως πάντα στρέφει
ἐκεῖσε κἀκεῖσ᾽ ἀναφέρων· ὁ μὲν πονεῖ,
ὁ δ᾽ οὐ πονήσας αὖθις ὄλλυται κακῶς,
715 βέβαιον οὐδὲν τῆς ἀεὶ τύχης ἔχων.
σὺ γὰρ πόσις τε σὸς πόνων μετέσχετε,
σὺ μὲν λόγοισιν, ὁ δὲ δορὸς προθυμίαι.
σπεύδων δ᾽ ὅτ᾽ ἔσπευδ᾽ οὐδὲν εἶχε· νῦν δ᾽ ἔχει
αὐτόματα πράξας τἀγάθ᾽ εὐτυχέστατα.
720 οὐκ ἄρα γέροντα πατέρα καὶ Διοσκόρω
ἤισχυνας οὐδ᾽ ἔδρασας οἷα κλήιζεται.
νῦν ἀνανεοῦμαι τὸν σὸν ὑμέναιον πάλιν
καὶ λαμπάδων μεμνήμεθ᾽ ἃς τετραόροις
ἵπποις τροχάζων παρέφερον· σὺ δ᾽ ἐν δίφροις
725 σὺν τῶιδε νύμφη δῶμ᾽ ἔλειπες ὄλβιον.
κακὸς γὰρ ὅστις μὴ σέβει τὰ δεσποτῶν
καὶ ξυγγέγηθε καὶ συνωδίνει κακοῖς.
ἐγὼ μὲν εἴην, κεἰ πέφυχ᾽ ὅμως λάτρις,
ἐν τοῖσι γενναίοισιν ἠριθμημένος
730 δούλοισι, τοὔνομ᾽ οὐκ ἔχων ἐλεύθερον,
τὸν νοῦν δέ· κρεῖσσον γὰρ τόδ᾽ ἢ δυοῖν κακοῖν
ἕν᾽ ὄντα χρῆσθαι, τὰς φρένας τ᾽ ἔχειν κακὰς
ἄλλων τ᾽ ἀκούειν δοῦλον ὄντα τῶν πέλας.
***
ΧΟΡ. Αν όλα παν καλά από δω και πέρα,
οι συμφορές σας οι παλιές θα σβήσουν.
700 ΑΓΓ. Άσε, Μενέλαε, τη χαρά μαζί σας
να γευτώ· δεν την ξέρω, μα τη βλέπω.
ΜΕΝ. Ζύγωσε, γέροντα, κι εσύ να κουβεντιάσεις.
ΑΓΓ. Γι᾽ αυτήνε δεν μοχθήσαμε στην Τροία;
ΜΕΝ. Δεν είναι αυτή, οι θεοί μάς ξεγελάσαν·
κρατούσαμε μια ολέθρια νεφέλη.
ΑΓΓ. Τί λες;
Τόσος μόχθος κι αγώνας για έναν ίσκιο;
ΜΕΝ. Έργα της Ήρας και τριών θεών αμάχη.
ΑΓΓ. Η αληθινή γυναίκα σου είναι τούτη;
710 ΜΕΝ. Αυτή· και να πιστέψεις όσα λέω.
ΑΓΓ. Δυσκολονόητος ο θεός, παιδί μου·
ολοένα αλλάζει. Εδώθε κείθε σέρνει,
πότε ψηλά, πότε βαθιά τα πάντα·
ο ένας δυστυχάει, ο άλλος όχι,
όμως κι αυτός κακό θάνατο βρίσκει·
δεν έχει πάντα η τύχη σιγουριά. Κι οι δυο σας
βάσανα δοκιμάσατε, απ᾽ του κόσμου
τα λόγια εσύ, και αυτός απ᾽ τους πολέμους.
Σαν πολεμούσε, τίποτε δικό του·
και τώρα δίχως κόπο η ευτυχία.
720 Δεν ντρόπιασες τον γέροντα γονιό σου
και τους Διόσκουρους, δεν έχεις κάνει
όσα δεινά σού φόρτωσαν. Θυμάμαι
τον γάμο σου, στον νου μου ξαναφέρνω
πως έτρεχα βαστώντας τις λαμπάδες
πλάι στο αμάξι σου κι εσύ νυφούλα
μαζί μ᾽ αυτόν το πατρικό σου σπίτι
το ευτυχισμένο χαιρετούσες. Όποιος
δεν νιώθει σέβας για τ᾽ αφεντικά του
και δεν συμπάσχει σε χαρές και λύπες,
δούλος κακός. Εγώ κι αν είμαι σκλάβος,
θέλω μες στους καλούς να με λογιάζουν·
730 λεύτερος αν δεν είμαι, λεύτερη έχω
ψυχή· το ᾽να κακό κάλλιο απ᾽ τα δύο: φαύλη
να ᾽χω καρδιά και δούλο να με λένε.
τύχοιτε, πρὸς τὰ πρόσθεν ἀρκέσειεν ἄν.
700 ΑΓ. Μενέλαε, κἀμοὶ πρόσδοτον τῆς ἡδονῆς,
ἣν μανθάνω μὲν καὐτός, οὐ σαφῶς δ᾽ ἔχω.
ΜΕ. ἀλλ᾽, ὦ γεραιέ, καὶ σὺ κοινώνει λόγων.
ΑΓ. οὐχ ἥδε μόχθων τῶν ἐν Ἰλίωι βραβεύς;
ΜΕ. οὐχ ἥδε· πρὸς θεῶν δ᾽ ἦμεν ἠπατημένοι
705 νεφέλης ἄγαλμ᾽ ἔχοντες ἐν χεροῖν λυγρόν.
ΑΓ. τί φήις;
νεφέλης ἄρ᾽ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
ΜΕ. Ἥρας τάδ᾽ ἔργα καὶ θεῶν τρισσῶν ἔρις.
ΑΓ. τί δ᾽; ὡς ἀληθῶς ἐστιν ἥδε σὴ δάμαρ;
710 ΜΕ. αὕτη· λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε.
ΑΓ. ὦ θύγατερ, ὁ θεὸς ὡς ἔφυ τι ποικίλον
καὶ δυστέκμαρτον, εὖ δέ πως πάντα στρέφει
ἐκεῖσε κἀκεῖσ᾽ ἀναφέρων· ὁ μὲν πονεῖ,
ὁ δ᾽ οὐ πονήσας αὖθις ὄλλυται κακῶς,
715 βέβαιον οὐδὲν τῆς ἀεὶ τύχης ἔχων.
σὺ γὰρ πόσις τε σὸς πόνων μετέσχετε,
σὺ μὲν λόγοισιν, ὁ δὲ δορὸς προθυμίαι.
σπεύδων δ᾽ ὅτ᾽ ἔσπευδ᾽ οὐδὲν εἶχε· νῦν δ᾽ ἔχει
αὐτόματα πράξας τἀγάθ᾽ εὐτυχέστατα.
720 οὐκ ἄρα γέροντα πατέρα καὶ Διοσκόρω
ἤισχυνας οὐδ᾽ ἔδρασας οἷα κλήιζεται.
νῦν ἀνανεοῦμαι τὸν σὸν ὑμέναιον πάλιν
καὶ λαμπάδων μεμνήμεθ᾽ ἃς τετραόροις
ἵπποις τροχάζων παρέφερον· σὺ δ᾽ ἐν δίφροις
725 σὺν τῶιδε νύμφη δῶμ᾽ ἔλειπες ὄλβιον.
κακὸς γὰρ ὅστις μὴ σέβει τὰ δεσποτῶν
καὶ ξυγγέγηθε καὶ συνωδίνει κακοῖς.
ἐγὼ μὲν εἴην, κεἰ πέφυχ᾽ ὅμως λάτρις,
ἐν τοῖσι γενναίοισιν ἠριθμημένος
730 δούλοισι, τοὔνομ᾽ οὐκ ἔχων ἐλεύθερον,
τὸν νοῦν δέ· κρεῖσσον γὰρ τόδ᾽ ἢ δυοῖν κακοῖν
ἕν᾽ ὄντα χρῆσθαι, τὰς φρένας τ᾽ ἔχειν κακὰς
ἄλλων τ᾽ ἀκούειν δοῦλον ὄντα τῶν πέλας.
***
ΧΟΡ. Αν όλα παν καλά από δω και πέρα,
οι συμφορές σας οι παλιές θα σβήσουν.
700 ΑΓΓ. Άσε, Μενέλαε, τη χαρά μαζί σας
να γευτώ· δεν την ξέρω, μα τη βλέπω.
ΜΕΝ. Ζύγωσε, γέροντα, κι εσύ να κουβεντιάσεις.
ΑΓΓ. Γι᾽ αυτήνε δεν μοχθήσαμε στην Τροία;
ΜΕΝ. Δεν είναι αυτή, οι θεοί μάς ξεγελάσαν·
κρατούσαμε μια ολέθρια νεφέλη.
ΑΓΓ. Τί λες;
Τόσος μόχθος κι αγώνας για έναν ίσκιο;
ΜΕΝ. Έργα της Ήρας και τριών θεών αμάχη.
ΑΓΓ. Η αληθινή γυναίκα σου είναι τούτη;
710 ΜΕΝ. Αυτή· και να πιστέψεις όσα λέω.
ΑΓΓ. Δυσκολονόητος ο θεός, παιδί μου·
ολοένα αλλάζει. Εδώθε κείθε σέρνει,
πότε ψηλά, πότε βαθιά τα πάντα·
ο ένας δυστυχάει, ο άλλος όχι,
όμως κι αυτός κακό θάνατο βρίσκει·
δεν έχει πάντα η τύχη σιγουριά. Κι οι δυο σας
βάσανα δοκιμάσατε, απ᾽ του κόσμου
τα λόγια εσύ, και αυτός απ᾽ τους πολέμους.
Σαν πολεμούσε, τίποτε δικό του·
και τώρα δίχως κόπο η ευτυχία.
720 Δεν ντρόπιασες τον γέροντα γονιό σου
και τους Διόσκουρους, δεν έχεις κάνει
όσα δεινά σού φόρτωσαν. Θυμάμαι
τον γάμο σου, στον νου μου ξαναφέρνω
πως έτρεχα βαστώντας τις λαμπάδες
πλάι στο αμάξι σου κι εσύ νυφούλα
μαζί μ᾽ αυτόν το πατρικό σου σπίτι
το ευτυχισμένο χαιρετούσες. Όποιος
δεν νιώθει σέβας για τ᾽ αφεντικά του
και δεν συμπάσχει σε χαρές και λύπες,
δούλος κακός. Εγώ κι αν είμαι σκλάβος,
θέλω μες στους καλούς να με λογιάζουν·
730 λεύτερος αν δεν είμαι, λεύτερη έχω
ψυχή· το ᾽να κακό κάλλιο απ᾽ τα δύο: φαύλη
να ᾽χω καρδιά και δούλο να με λένε.