1. Η Βουλή των 500: ενεργός συμμετοχή ή χειραγώγηση;
Η αθηναϊκή δημοκρατία βασιζόταν στην εξουσία ή κυριαρχία (κράτος) του Δήμου. Αυτή η κυριαρχία ασκείτο, όπως είδαμε, με τη λήψη πολιτικών και διοικητικών αποφάσεων στην Εκκλησία στην οποία είχαν δικαίωμα συμμετοχής όλοι οι πολίτες, ενώ, τουλάχιστον κατά τον 4ο αιώνα, τα τρέχοντα ή γενικά ζητήματα συζητούνταν στην Εκκλησία αλλά οι αποφάσεις παίρνονταν τελικά με τη διαδικασία της νομοθεσίας. Κατά την απονομή της δικαιοσύνης οι αποφάσεις λαμβάνονταν από ορκωτά δικαστήρια πολιτών τα οποία λόγω του μεγέθους τους και της χρήσης του κλήρου στις επιλογές, θα μπορούσε να αναμένεται ότι αποτελούσαν αντιπροσωπευτικό τμήμα του κυρίαρχου λαού. Επίσης, το πλήθος των μελών, η χρήση του κλήρου και η στρατολόγηση από όλους τους δήμους αποτελούσαν πρόσφορο έδαφος για να περιγράφεται ως «μικρογραφία της πόλης» η Βουλή – το συμβούλιο που έπαιζε ζωτικό ρόλο όχι μόνο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, αλλά και στην επίβλεψη της εφαρμογής των αποφάσεων της Εκκλησίας. Τέλος, εκτός από τους ελάχιστους αξιωματούχους που εκλέγονταν (από το Δήμο), η χρήση του κλήρου, η εναλλαγή στα αξιώματα και η περιορισμένη θητεία έδιναν στους πολίτες αυξημένες ευκαιρίες γα να υπηρετούν ως αξιωματούχοι και να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση της πόλης.
Η ίδια η δομή και τα κύρια χαρακτηριστικά των αθηναϊκών θεσμών ευνοούσαν τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού πολιτών. Εκμεταλλεύονταν, όμως, οι πολίτες τις ευκαιρίες τους; Σε ποιο βαθμό λειτουργούσαν οι διάφοροι θεσμοί με τη συμμετοχή ολόκληρου του δήμου ή τουλάχιστον ενός αντιπροσωπευτικού τμήματος του σώματος των πολιτών;
Ας αρχίσουμε από τη Βουλή. Εάν εξετάσουμε τη σύνθεση αυτού του σώματος, μπορεί να περιγράφει ως «μικρογραφία της πόλης», με τη (σημαντική) έννοια ότι τα 500 μέλη της εκλέγονταν κάθε χρόνο με κλήρο από τους δήμους ολόκληρης της Αττικής. Αλλά από κοινωνικοοικονομική άποψη η περιγραφή δεν είναι σωστή εάν, όπως είναι πολύ πιθανό, τον 5ο αιώνα το βουλευτικό αξίωμα, όπως και τα άλλα κρατικά αξιώματα, δεν ήταν ανοιχτά στα μέλη της τάξης των θητών. Είναι πολύ πιθανό κατά τη δεκαετία του 320 να αγνοείτο το θέμα απογραφής των τάξεων, όπως συνέβαινε και στην περίπτωση της εκλογής των αρχόντων, και οι θήτες να ήταν μέλη της Βουλής[1]. Μ’ αυτή την επίφαση δικαίου οι θήτες ήταν φαινομενικά ικανοποιημένοι, πράγμα που μπορεί να υπονοεί ότι ελάχιστοι από αυτούς απέβλεπαν σ’ αυτές τις θέσεις. Και πάλι, οι περιορισμένες μαρτυρίες που έχουμε δείχνουν ότι οι άνθρωποι με περιουσία είχαν μεγαλύτερη εκπροσώπηση στη Βουλή από ό,τι θα δικαιολογούσε ο αριθμός των μελών τους στο σώμα των πολιτών. Ένας μερικός κατάλογος των μελών της Βουλής, πιθανόν από το 336/5, φαίνεται να περιλαμβάνει μεταξύ των 248 ονομάτων μια υπερβολικά μεγάλη αναλογία ανδρών που ήταν τριήραρχοι ή που οι οικογένειες τους είχαν δώσει τριηράρχους[2]. Οι συντηρητικότερες τάσεις της δεκαετίας του 330 μπορεί να επέτειναν αυτή τη μεροληψία, αλλά μια Βουλή που συνεπαγόταν τη συνεχή παρουσία των μελών της κατά τις 35 ή 36 ημέρες πρυτανείας της φυλής τους και παράσταση στις συνεδριάσεις της Βουλής 260 περίπου ημέρες το χρόνο πρέπει να ευνοούσε τους ανθρώπους που είχαν αρκετούς πόρους για να έχουν την ευκαιρία κάποιου ελεύθερου χρόνου. Επιπλέον, αυτοί οι πολίτες θα ήταν πιθανότερο να εξετάζουν το ενδεχόμενο μιας δεύτερης θητείας[3].
Οι απαιτήσεις που απέρρεαν από το βουλευτικό αξίωμα πρέπει να βάραιναν περισσότερο τους πολίτες των αγροτικών δήμων, αν και η παράσταση δεν πρέπει να ήταν αναγκαστικά καθήκον για όλα τα μέλη, ακόμη και των μακρινών δήμων. Η εγγραφή σε ένα δήμο δεν αποτελεί βέβαιο οδηγό για τον συνήθη τόπο διαμονής ούτε το 431 και πολύ περισσότερο το 355. Ένας πολίτης ανήκε στο δήμο στον οποίο ήταν εγγεγραμμένος ο πρόγονός του κατά το χρόνο των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη στα τέλη του 6ου αιώνα. Ο ηγέτης του 4ου αιώνα Τιμόθεος, για παράδειγμα, το όνομα του οποίου ήταν εγγεγραμμένο στα μητρώα του παράκτιου δήμου της Αναφλύστου, είχε σπίτι στον Πειραιά, που πιθανόν να ήταν ο συνήθης τόπος διαμονής του όταν δεν βρισκόταν στο εξωτερικό[4]. Επίσης, αν και υπήρχε πολύ μικρότερη κινητικότητα στην Αττική απ’ όσο σε πολλές σύγχρονες κοινότητες, υπήρχε αναμφισβήτητα κάποια μετανάστευση, περισσότερο από τους αγροτικούς δήμους προς την πόλη της Αθήνας. Πολλοί από τους πλούσιους που είχαν πολιτικούς ή άλλους λόγους να βρίσκονται συχνά στην πόλη είχαν πιθανόν ένα σπίτι στην Αθήνα ή κοντά στην Αθήνα ή στον Πειραιά όπου ίσως περνούσαν σημαντικό μέρος του χρόνου[5]. Γι’ αυτούς η βουλευτική θητεία ήταν σαφώς εφικτή.
Και τί συνέβαινε μ’ εκείνους που εξακολουθούσαν να διαμένουν στους δήμους των προγόνων τους; Είναι αλήθεια ότι οι Αθηναίοι ήταν συνηθισμένοι να βαδίζουν σημαντικές αποστάσεις. Μια απόσταση 12-15 χλμ. (2-3 ώρες) ή ακόμη και μεγαλύτερη θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί από έναν πολίτη που ήθελε να παρευρεθεί σε μια σημαντική συνεδρίαση της Εκκλησίας, αλλά οι απαιτήσεις του βουλευτικού αξιώματος ήταν βαριές και συνεχείς[6]. Η άσκηση του βουλευτικού λειτουργήματος συνεπαγόταν διαμονή στην Αθήνα, εκτός εάν κάποιος ζούσε σ’ έναν από τους πλησιέστερους αγροτικούς δήμους. Οι πλούσιοι πολίτες που ζούσαν συνήθως σε άλλα μέρη της Αττικής – π.χ. στο Σούνιο στα νοτιοανατολικά – θα έβρισκαν πολύ δύσκολο να περνούν μεγάλα διαστήματα στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της θητείας τους στη Βουλή. Και οι άνθρωποι με μέτριο πλούτο μπορούσαν να μείνουν κάποιο χρόνο μακριά από τις συνηθισμένες ασχολίες τους. Οι περισσότεροι από τους άλλους άνδρες θα εξαρτώνταν από την ύπαρξη μισθωτής βοήθειας (που την καθιστούσαν οικονομικώς δυνατή, εάν υπήρχε, η πληρωμή που έπαιρναν ως βουλευτές ή οι προσωπικοί τους πόροι) και κυρίως από την προθυμία συγγενών και γειτόνων να βοηθήσουν με την εργασία τους κατά τη διάρκεια κρίσιμων περιόδων της θητείας ενός βουλευτή, έστω και αν αυτή η βοήθεια ήταν περιορισμένη την εποχή του θερισμού. Είναι αξιοσημείωτο ότι υπήρχαν αναγνωρισμένες περιοχές της πόλης όπου είχαν την τάση να μένουν ή να συγκεντρώνονται οι δημότες ενός συγκεκριμένου δήμου[7]. Ένα παρόμοιο φαινόμενο είναι γνωστό και στη σύγχρονη Αθήνα. Η διαμονή στα σπίτια συγγενών και φίλων δεν θα συνεπαγόταν μεγάλη δαπάνη, αλλά ακόμη και αυτή μπορεί να ξεπερνούσε τα μέσα ενός φτωχού, που τα έβγαζε πέρα με δυσκολία σε κάποια απόσταση από την πόλη και που δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μεγάλα διαστήματα απουσίας από τη δουλειά του, ιδίως τις χρονικές περιόδους που συνεπαγόταν η ιδιότητα του μέλους της Βουλής. Μόνο η μεγάλη πολιτική φιλοδοξία θα τον έκανε να αγνοήσει τα προβλήματα που συνδέονταν με την έλλειψη επίβλεψης των μισθωμένων εργατών ή τη βοήθεια συγγενών και φίλων. Εν συντομία, ιδίως στην περίπτωση των απομακρυσμένων δήμων, μπορεί κάλλιστα οι περισσότεροι βουλευτές, που εξακολουθούσαν να μένουν στους δήμους των προγόνων τους, να διέμεναν στην Αθήνα μόνο κατά τη διάρκεια της πρυτανείας της φυλής τους (οπότε ζούσαν και έτρωγαν στη Θόλο με έξοδα της πόλης) και τον υπόλοιπο χρόνο να μην παρίσταντο τόσο τακτικά στις συνεδριάσεις ή να παρίσταντο σπάνια[8].
Επομένως, όσον αφορά τη βουλευτική θητεία, κάποια προκατάληψη υπέρ των ευπόρων δεν είναι παράδοξη και ο πλούτος συνδυαζόταν με άλλες μεταβλητές για να επηρεάσει το εφικτό μιας θητείας, έτσι ώστε η διαμονή στην πόλη να κατεβάζει ακόμη περισσότερο το σημείο της κοινωνικοοικονομικής κλίμακας βάσει της οποίας γινόταν δυνατή η εκλογή ως μέλους της Βουλής και η πλήρης συμμετοχή στις υποθέσεις της. Επίσης οι αμοιβές των βουλευτών ή των αξιωματούχων ήταν κανονικές (αντίθετα προς το τυχαίο στοιχείο που συνεπαγόταν η δικαστική θητεία με την αμοιβή των 3 οβολών την ημέρα) και στο σύνολο του έτους υπερέβαιναν κατά πολύ την αμοιβή για παράσταση στις 40 συνεδριάσεις της Εκκλησίας (1 δραχμή για καθεμία από τις 30 τακτικές συνεδριάσεις και 1,5 δραχμή για καθεμία από τις 10 κύριες συνεδριάσεις στη δεκαετία του 320). Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι για τους φτωχότερους πολίτες η είσπραξη 5 οβολών την ημέρα για περίπου 260 ημέρες (με έναν επιπλέον οβολό για τις 35 ή 36 ημέρες της πρυτανείας) θα ήταν ελκυστική[9]. Όμως, αν και ο Δημοσθένης παραπονιόταν για τους αδρανείς βουλευτές, δεν ήταν τόσο εύκολο να είναι κανείς αδρανής στη Βουλή όσο στην Εκκλησία, ενώ στα δικαστήρια ο ένορκος ως άτομο μπορούσε να αποφύγει να δείξει την απειρία του. Ένας άνδρας από μια οικογένεια με περιορισμένη πείρα στα ζητήματα της πόλης και χωρίς τα μέσα για κάποια ρητορική εκπαίδευση θα έπρεπε να έχει μεγάλη φιλοδοξία ή ισχυρό πολιτικό ένστικτο ώστε να διακινδυνεύσει να εκθέσει την απειρία του στις συζητήσεις της Βουλής, τις δραστηριότητες των πρυτάνεων ή ως προεδρεύων άρχοντας σε συνεδριάσεις. Η τελευταία αυτή προοπτική ίσως να ήταν κάπως αποθαρρυντική. Κατά τον 4ο αιώνα, στη διάρκεια κάθε πρυτανείας που διαρκούσε περίπου 36 ημέρες συντασσόταν ένας πίνακας 9 προέδρων εκλεγμένων με κλήρο κάθε ημέρα συνεδρίασης της Βουλής (περίπου 260 ημέρες το χρόνο) ή της Εκκλησίας. Ένας από τους 9 εκλεγόταν με κλήρο επιστάτης (πρόεδρος) αλλά κανένας δεν μπορούσε να ασκεί καθήκοντα επιστάτη περισσότερο από μία ημέρα το χρόνο. Έτσι, σε κάθε πρυτανεία συμμετείχαν κατά μέσο όρο 234 βουλευτές και αποκτούσαν κάποια εμπειρία στην προεδρία σε συνεδριάσεις της Βουλής και της Εκκλησίας και, κατά τη διάρκεια του έτους, ένας βουλευτής είχε πολλές πιθανότητες να εκλεγεί με κλήρο για να προεδρεύσει σε κάποια από τις περίπου 260 συνεδριάσεις της Βουλής. Κατά τη διάρκεια του έτους χρειάζονταν περίπου 40 ή περισσότεροι βουλευτές για να προεδρεύσουν σε συνεδρίαση της Εκκλησίας. Τον 5ο αιώνα, τα προεδρικά καθήκοντα στην Εκκλησία και τη Βουλή ασκούνταν από τους 50 πρυτάνεις (προέδρους) – τους 50 βουλευτές από κάθε φυλή που υπηρετούσαν κατά σειρά ένα δέκατο του έτους ως επιτροπή της Βουλής. Κάθε βουλευτής προέδρευε σε συνεδριάσεις της Εκκλησίας στη διάρκεια της πρυτανείας της φυλής του, ενώ ένας από τους πρυτάνεις ήταν επιστάτης στις συνεδριάσεις της Βουλής ή της Εκκλησίας. Οι προεδρεύοντες βουλευτές ήταν εκτεθειμένοι συνεχώς σε χλευασμούς και πίεση στις συνεδριάσεις αλλά και σε πρόστιμα εάν καταδικάζονταν για παραπτώματα που αφορούσαν τις προεδρικές λειτουργίες τους[10].
Για παρόμοιους λόγους ένας άπειρος άνδρας μπορεί να ήταν απρόθυμος να καταλάβει ένα από τα άλλα κρατικά αξιώματα, αν και μπορεί να υπήρχαν διαφορές ανάλογα με τον χαρακτήρα και τις απαιτήσεις του αξιώματος. Ως ανειδίκευτος εργάτης οικοδομής θα μπορούσε άνετα να κερδίζει μέχρι 1,5 δραχμή την ημέρα τουλάχιστον κατά τις περιόδους που υπήρχε δουλειά[11]. Για μερικούς, όμως, 4-6 οβολοί θα μπορούσαν να είναι επαρκής αμοιβή για να συμμετέχουν. Ακόμη, οι 4 οβολοί που καταβάλλονταν στους άρχοντες στη δεκαετία του 320 για τη συντήρησή τους έπρεπε να καλύπτουν τη δαπάνη της συντήρησης ενός κήρυκα και ενός αυλητή[12]. Επομένως, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η είδηση ότι ένας Αθηναίος πολίτης από αξιοσέβαστη αλλά φτωχή οικογένεια φαίνεται ότι ανέλαβε κατά τη δεκαετία του 350 καθήκοντα βασιλέως (άρχοντα που ασχολείτο κυρίως με τα θρησκευτικά ζητήματα) υποκινούμενος από την προσφορά οικονομικής βοήθειας εκ μέρους ενός φίλου του[13]. Όμως οι παλαιές αρχοντιές ήταν ίσως πιο απαιτητικές από όλα τα αξιώματα ως προς το χαρακτήρα των καθηκόντων και τη δαπάνη που συνεπάγονταν. Γενικά, θα φαινόταν ότι οι απλοί πολίτες μπορεί να αισθάνονταν μεγαλύτερη έλξη για τα αξιώματα στα οποία η εκλογή γινόταν με κλήρο παρά για τα αιρετά αξιώματα. Αλλά η εντύπωση ότι αυτά τα αξιώματα επιδιώκονταν από τους «φτωχούς» επιδέχεται αμφιβολία: η πενία (δηλαδή η έλλειψη επαρκών πόρων) και οι συνέπειες της πενίας αποτελούσαν για πολλούς Αθηναίους εμπόδιο για την κατοχή αξιωμάτων στην πόλη[14].
Αυτό δεν σημαίνει άρνηση της ευρέως υποστηριζόμενης άποψης ότι κατά τα τέλη του 4ου αιώνα οι θήτες ήταν μέλη της Βουλής. Έχει υποστηριχθεί ότι οι θήτες – και οι πολίτες των άλλων τριών τάξεων απογραφής – θεωρούνταν αυτομάτως υποψήφιοι για τη Βουλή, εκτός εάν είχαν ήδη υπηρετήσει δύο φορές ή υπηρετούσαν εκείνο το χρόνο. Το επιχείρημα στηρίζεται εν μέρει σε εκτιμήσεις του πληθυσμού των πολιτών, σχετικά με τις οποίες υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για διαφορετικές γνώμες, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι οι θήτες έπρεπε να περιληφθούν για να υπάρξει επαρκής αριθμός υποψηφίων[15]. Οποιαδήποτε εκτίμηση και αν υιοθετηθεί σχετικά με τον πληθυσμό, πρέπει να προσθέσουμε ότι αν και ο αριθμός των πολιτών που συμπλήρωναν το 30ό έτος της ηλικίας αποτελεί ένδειξη του αριθμού νέων πιθανών υποψηφίων, πρέπει να ληφθεί υπόψιν και μια σημαντική «εφεδρεία». Γιατί, όταν εξελέγη η πρώτη Βουλή προς το τέλος του 6ου αιώνα, θα υπήρχαν τουλάχιστον 20.000 (και μάλλον 25.000) πολίτες, από τους οποίους περίπου οι 10.000 ανήκαν στις τρεις ανώτερες τάξεις[16]. Οι πολίτες ηλικίας κάτω των 30 ετών θα έπρεπε να αποκλειστούν, αλλά ακόμη και αν περιορίσουμε τον αριθμό των «σοβαρών» υποψηφίων για βουλευτική θητεία σε πολύ μικρότερο αριθμό (π.χ. 5.000), ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει μια συνεχή εφεδρεία που θα ήταν δυνατό να σχηματισθεί καθώς αυξανόταν ο αριθμός των πολιτών που ανήκαν στις τάξεις των οπλιτών και άνω (όπως συνέβη στα μέσα του 5ου αιώνα ως αποτέλεσμα της γενικής ευημερίας). Τα τελευταία τριάντα χρόνια του 5ου αιώνα, ο αριθμός των πολιτών μειώθηκε δραματικά αλλά ακόμη και στο σημείο που γενικά θεωρείται ως κατώτερο (περ. 400 π.Χ.) υπήρχαν ίσως περίπου 11.000 άνδρες που ανήκαν στην τάξη των ζευγιτών και άνω και σ’ αυτή την ομάδα μπορούμε να θεωρήσουμε, βάσει των δημογραφικών προτύπων, ότι τουλάχιστον 250 θα συμπλήρωναν το 30ό έτος της ηλικίας τους κάθε χρόνο. Αυτός ο αριθμός από μόνος του θα αρκούσε για να εξασφαλίσει υποψηφίους για τη Βουλή, ανεξάρτητα από το κατά πόσον ο κανόνας των δύο θητειών ήταν γνήσιος ή σημείωσε κάποια αλλαγή σε κάποια στιγμή από την οποία και μετά δεν υπήρχε περιορισμός επανεκλογής (ή ήταν λιγότερο αυστηρός) ή από τον περιορισμό της μιας περιόδου θητείας[17]. Και διατηρείτο η «εφεδρεία». Φυσικά, χρειάζονταν πολίτες για να υπηρετήσουν ως άρχοντες και δικαστές, αλλά το συνολικό απόθεμα των υποψηφίων για τα κρατικά αξιώματα και τη Βουλή ήταν δυνητικά επαρκές στη διάρκεια όλης της περιόδου που εξετάζουμε.
Είχε γίνει όμως απαραίτητο, ή ήταν προ πολλού απαραίτητο, να αντιμετωπίζονται όλοι οι εκλόγιμοι πολίτες ως υποψήφιοι για τη Βουλή; Η λογική των αριθμών δεν οδηγεί αναγκαστικά σ’ αυτό το συμπέρασμα και, αφού δεν υπάρχουν μαρτυρίες για το αντίθετο, φαίνεται καλύτερο να θεωρήσουμε ότι οι πολίτες «προσφέρονταν εθελοντικά» για να εκλεγούν με κλήρο βουλευτές. Δηλαδή μερικοί ήθελαν να υπηρετήσουν, άλλοι μπορεί να είχαν πειστεί από τον δήμαρχο ή τους συνδημότες τους ότι ήταν καιρός να δεχθούν αυτή την ευθύνη, ενώ άλλοι μπορεί να είχαν προτείνει τα ονόματά τους και να μην είχαν επιμείνει στην ένστασή τους[18]. Ωστόσο, κάποιοι δήμοι μπορεί να αντιμετώπιζαν δυσκολία στο να παρέχουν βουλευτές. Ο δήμος του Αλιμούντα, για παράδειγμα, φαίνεται ότι είχε πολύ μικρό πληθυσμό για δήμο που παρείχε τρεις βουλευτές. Ίσως οι κάτοικοι του Αλιμούντα να είχαν υποστεί υπερβολικά μεγάλες απώλειες σε κάποια εκστρατεία στο παρελθόν, αλλά κάθε χρόνο μόνο δύο από τους δημότες του (κατά μέσο όρο) θα ήταν ηλικίας τριάντα ενός έτους – από όλες τις τάξεις της απογραφής – εάν ερμηνεύσουμε κυριολεκτικά τη δήλωση ενός διαδίκου σε μιαν υπόθεση γύρω στο 346/5. Επειδή αυτός δήλωσε ότι σε μια συνεδρίαση του δήμου που είχε ψηφίσει για αιτήσεις δικαιώματος στην ιδιότητα του πολίτη εκείνων που ήταν εγγεγραμμένοι στον κατάλογο του δήμου, «περισσότερες από είκοσι» περιπτώσεις θα κρίνονταν μετά από τη δική του που ήταν «περίπου η εξηκοστή υπόθεση». Αν ληφθεί στην κυριολεξία η δήλωση αυτή θα σήμαινε συνολικά 80-90 δημότες, αλλά οι εκθέσεις ήταν αρκετά ελαστικές ώστε να μην προκαλούν δυσπιστία ή αμφισβήτηση εάν υπήρχαν, για παράδειγμα, 110 δημότες (συμπεριλαμβανομένων πιθανώς και μερικών που ζούσαν στο εξωτερικό). Εάν υπήρχαν 110 δημότες θα υπήρχαν τρεις πιθανοί υποψήφιοι για τη Βουλή κάθε χρόνο[19]. Εν πάση περιπτώσει, η «εφεδρεία» θα μειωνόταν σημαντικά στην περίπτωση του Αλιμούντα εάν ο αριθμός των βουλευτών ήταν ασυνήθιστα υψηλός αναλογικά. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση αυτή, αφού αφήσουμε ένα περιθώριο για την πολιτική απάθεια μερικών από τους πολίτες των τριών ανώτερων τάξεων απογραφής και την απροθυμία, για οικονομικούς και άλλους λόγους, ιδίως μεταξύ των θητών, ο δήμος θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση, αν και ίσως ασκώντας κάποια πίεση σε ορισμένους «εθελοντές».
Εκτός από τα προβλήματα της απροθυμίας και της πιθανότητας να μην είναι οι βουλευτές απόλυτα αντιπροσωπευτικοί του φάσματος των Αθηναίων πολιτών, η λειτουργία της Βουλής χειραγωγείτο από μια «ελίτ» ή από ορισμένα στοιχεία μεταξύ των βουλευτών; Οι απλοί βουλευτές (ιδιώται) ήταν απαθείς και εξουσιάζονταν από πολιτικούς υποκινητές ή «ρήτορες» ή «λέγοντες» όπως ισχυριζόταν ο Δημοσθένης κατά της Βουλής του 356/5;[20] Πράγματι, ο Δημοσθένης παρότρυνε τους ενόρκους να αρνηθούν να απονείμουν στη Βουλή στέφανο ως ένδειξη αναγνώρισης των υπηρεσιών της και προέβαλε το επιχείρημα ότι αυτό δεν θα επηρέαζε τη Βουλή στο σύνολό της αλλά μόνο τον Ανδροτίωνα και μερικούς άλλους, που είχαν προσπαθήσει να επιβάλουν τις επιθυμίες τους στη Βουλή. «Γιατί», ρωτούσε ο Δημοσθένης, «ποιος ατιμάζεται εάν, ενώ δεν κάνει καμία αγόρευση και δεν προτείνει καμία απόφαση και ίσως δεν παρευρίσκεται στις περισσότερες συνεδριάσεις, δεν απονέμεται στέφανος στη Βουλή;»[21] Η σημασία της ρητορικής ερώτησης και τα συμφραζόμενα φαίνεται να υποδηλώνουν ότι η παθητικότητα και οι απουσίες ήταν τυπικά των «απλών μελών» της Βουλής, και επίσης ότι δεν ήταν τυπικά γνωρίσματα μόνο για τη Βουλή του 356/5.
Οι περιστάσεις μέσα στις οποίες έγιναν αυτές οι δηλώσεις πρέπει να εξεταστούν από πιο κοντά κατά την αξιολόγηση των δηλώσεων και είναι επιπλέον δια- φωτιστικές για το χαρακτήρα των πολιτικών διώξεων. Γιατί οι δηλώσεις γίνονταν από τον Δημοσθένη ή τον Διόδωρο, τον πελάτη για λογαριασμό του οποίου συνέθεσε το λόγο Κατά Ανδροτίωνος, ο οποίος δήλωνε ότι ζητούσε εκδίκηση για άδικες δικαστικές επιθέσεις από τον Ανδροτίωνα και τους υποστηρικτές του κατά του ίδιου και του θείου του. Η δίωξη κατά του Ανδροτίωνα προήλθε από το γεγονός ότι στο τέλος του 356/5 ο Ανδροτίων είχε προτείνει και θέσει σε ψηφοφορία πρόταση στην Εκκλησία για την απονομή στεφάνου στην απερχόμενη Βουλή (της οποίας ήταν μέλος). Για να απονεμηθεί μια τέτοια τιμητική διάκριση εκείνη την εποχή, η απερχόμενη Βουλή έπρεπε να είχε ναυπηγήσει έναν ορισμένο αριθμό τριήρων. Κατά τον Δημοσθένη, η Βουλή του 356/5 δεν το είχε κάνει. Επιπλέον, ο Ανδροτίων είχε υποβάλει την πρότασή του στην Εκκλησία χωρίς σύσταση της Βουλής (προβούλευμα), όπως είδαμε ότι απαιτούσε ο νόμος. Ο Διόδωρος και ο Ευκτήμων, που είχε απομακρυνθεί με ενέργειες του Ανδροτίωνα από το αξίωμα του εισπράκτορα των καθυστερημένων οφειλών προς το κράτος, εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία για να επιτεθούν στον Ανδροτίωνα κινώντας τη διαδικασία της δίωξης για παράνομη πρόταση (γραφή παρανόμων).[22]
Ο Δημοσθένης στην επίθεσή του κατά του Ανδροτίωνα επεδίωξε, όπως έκαναν συχνά οι ομιλητές, αφού δεν υπήρχε εξέταση κατ’ αντιπαράσταση στα αθηναϊκά δικαστήρια, να αντικρούσει τα επιχειρήματα που ήταν πιθανόν να προβάλει ο κατηγορούμενος. Μεταξύ αυτών ήταν το επιχείρημα ότι η καταδίκη του Ανδροτίωνα μ’ αυτή την κατηγορία θα σήμαινε ότι ολόκληρη η Βουλή θα στερείτο άδικα την τιμή του στεφάνου. Ο Δημοσθένης αντέτεινε ότι η απώλεια του στεφάνου θα αφορούσε μόνο τους λίγους που είχαν κυριαρχήσει στη Βουλή (και όχι την πλειοψηφία που ήταν παθητικά μέλη και είχαν δείξει ελάχιστο ενδιαφέρον), αλλά ότι εάν επηρέαζε ολόκληρη τη Βουλή, το κράτος θα είχε μεγάλο όφελος από την καταδίκη του Ανδροτίωνα, γιατί αυτή θα έδειχνε στους πολίτες τη σημασία του να βρίσκονται οι υποθέσεις της Βουλής στα χέρια των κοινών μελών και όχι των «λεγόντων»[23]. Γι’ αυτό ο Δημοσθένης προσπαθούσε να υπερβάλει την αντίθεση ανάμεσα στους πολιτικά επιτήδειους και τους υπόλοιπους των 500.
Δεν είναι όμως απαραίτητο να αρνηθούμε το κεντρικό σημείο ότι λίγοι άνδρες σαν τον Ανδροτίωνα μπορούσαν να επηρεάσουν πάρα πολύ τις δραστηριότητες της Βουλής. Ο Ανδροτίων, για παράδειγμα, προερχόταν από μια οικογένεια με αρκετό πλούτο, ώστε ο πατέρας του Άνδρων να συναναστρέφεται τους σοφιστές και ο ίδιος ο Ανδροτίων να έχει πάρει μαθήματα ρητορικής από τον Ισοκράτη. Ο Ανδροτίων, όταν ήταν κυβερνήτης της Αρκεσίνης στην Αμοργό (κάποιο διάστημα μεταξύ 362/1 και 357/6), είχε δανείσει χρήματα στην πολιτεία χωρίς τόκο και είχε βοηθήσει με άλλους τρόπους την Αρκεσίνη από δικούς του πόρους. Το συνολικό ποσό που είχε καταβάλει ανερχόταν πιθανόν σε ένα τάλαντο. Ο Δημοσθένης αναφέρει το 356/5 ότι ο Ανδροτίων δραστηριοποιείτο στο δημόσιο βίο επί πάνω από τριάντα χρόνια και η πρώτη του θητεία ως μέλους της Βουλής ίσως να χρονολογείτο ήδη από το 387/6. Η περιγραφή του Ανδροτίωνα από τον Δημοσθένη ως ικανού ομιλητή πρέπει να γίνει αποδεκτή, αν και σκόπευε κυρίως να προειδοποιήσει τους δικαστές για να μην παραπλανηθούν. Στα μέσα της δεκαετίας του 360 ο Ανδροτίων έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναδιοργάνωση των θησαυρών του ναού και ίσως κατά τη δεύτερη θητεία του ως βουλευτής το 356/5 ο Ανδροτίων φρόντισε να απομακρύνει τον Ευκτήμονα από το αξίωμά του και να διορίσει μια δεκαμελή ειδική επιτροπή (στην οποία περιλαμβανόταν και ο ίδιος) για την είσπραξη των καθυστερούμενων φόρων περιουσίας[24]. Πάντως δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι ο Ανδροτίων έπαιξε προέχοντα ρόλο στις δραστηριότητες της Βουλής του 356/5[25]. Τα «απλά μέλη» με ελάχιστη ή καθόλου πείρα και χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες θα μπορούσαν κάλλιστα να διαδραματίζουν λιγότερο ενεργό ρόλο στη Βουλή και είναι δυνατόν να περιγραφούν δικαιολογημένα ως απαθή και απρόθυμα για συμμετοχή σε βάθος. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι δεν μαθαίνουμε τίποτε για τους κανόνες εκλογής ή διοίκησης της Βουλής που να ευνοούσαν ανθρώπους σαν τον Ανδροτίωνα. Πράγματι, όπως είδαμε, δίνονταν ή ακόμη και επιβάλλονταν στα «απλά μέλη» ευκαιρίες για να προεδρεύουν σε συνεδριάσεις και να αποκτούν πείρα.
Και πόσο πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά τους ισχυρισμούς περί πενιχρής προσέλευσης; Σε κάθε συνεδρία κάποια μέλη μπορεί να απουσίαζαν για υποθέσεις που ανέκυπταν από την ιδιότητα του μέλους της Βουλής ή για κρατικές υποθέσεις. Για παράδειγμα, ο Δημοσθένης το 347/6 συμμετείχε σε δύο πρεσβείες προς τον Φίλιππο[26]. Μερικοί αρρώσταιναν περιστασιακά ή είχαν επείγοντες ιδιωτικούς λόγους που θα μπορούσαν να θεωρηθούν νόμιμοι, ενώ ασφαλώς άλλοι δεν παρίσταντο τακτικά, ανεξάρτητα από το κατά πόσον αυτό οφειλόταν στις απαιτήσεις του τρόπου ζωής τους, τον τόπο διαμονής τους ή την έλλειψη ενδιαφέροντος. Έχει ήδη διατυπωθεί η υπόθεση ότι οι βουλευτές από απομακρυσμένους δήμους μπορεί να είχαν την τάση να μην παρίστανται τακτικά, εκτός από τον χρόνο της πρυτανείας της φυλής τους. Η ίδια τάση μπορεί να λειτουργούσε κάλλιστα σε διαφορετικo βαθμό στην περίπτωση των βουλευτών που ζούσαν στους πλησιέστερους αγροτικούς δήμους και σε δήμους του άστεως. Η πρόθεση των Τετρακοσίων (το 411), να επιβάλουν πρόστιμα στους βουλευτές που δεν παρίσταντο και δεν είχαν πάρει άδεια απουσίας, ήταν συμβατή με την ολιγαρχική νοοτροπία αλλά και με το ενδεχόμενο να είχαν υπάρξει προβλήματα επί δημοκρατίας[27]. Η πληρωμή 5 οβολών την ημέρα για τους βουλευτές και μιας δραχμής για τους πρυτάνεις δεν θα αποτελούσε από μόνη της κίνητρο για παράσταση σε όλες τις συνεδριάσεις αλλά θα ήταν κά- ποια βοήθεια, όπως και η πίεση των βουλευτών από την ίδια φυλή και το γεγονός ότι οι βουλευτές υποχρεούνταν να λογοδοτήσουν στο τέλος της θητείας τους[28]. Προς το τέλος του 5ου αιώνα άρχισε η κατασκευή ενός νέου Βουλευτηρίου, και αν και υπήρξε μια πολύ μικρή μείωση του μεγέθους της αίθουσας, το νέο Βουλευτή- ριο, με βάση υπολογισμού μισό μέτρο πάγκου κατ’ άτομο, εξασφάλιζε καθίσματα για 500 άτομα ή λίγο περισσότερα. Το παλαιό κτίριο (που είχε ανεγερθεί πιθανόν στις αρχές του 5ου αιώνα) προέβλεπε περίπου τον ίδιο αριθμό[29]. Δεν έχουμε κανένα στοιχείο για να πούμε πόσο συχνά η αίθουσα του παλαιού ή του νέου Βουλευτηρίου ήταν πλήρης ούτε ποιος ήταν ο «μέσος όρος» παρουσίας. Οι ισχυρισμοί του Δημοσθένη για πενιχρή παρουσία εκ μέρους των «απλών μελών», παρά τη ρητορική τους απόχρωση, δεν πρέπει να απορριφθούν εξ ολοκλήρου, αλλά ίσως αντικατοπτρίζουν ένα μέρος της πραγματικότητας της συμμετοχής στη Βουλή.
Επίπεδα παρουσίας στην Εκκλησία
Όσο σημαντική και αν ήταν η Βουλή, η ουσία της αθηναϊκής δημοκρατίας στηριζόταν στον κυρίαρχο Δήμο και μεταξύ άλλων στο μέγεθος και στη σύνθεση της Εκκλησίας. Κατά την περίοδο που εξετάζουμε ο αριθμός των πολιτών κυμαινόταν πιθανόν μεταξύ 20.000 και 40.000. Όμως, σε πολλά στάδια υπήρχε σημαντικός αριθμός Αθηναίων πολιτών που ζούσαν στο εξωτερικό και έτσι ο αριθμός των πολιτών που ζούσαν στην Αττική δεν έφτανε ίσως ποτέ τις 40.000 και πιθανόν σε κάποια στάδια να ήταν της τάξης των 30.000 και κάτω[30]. Οι Αθηναίοι θεωρούσαν τις 6.000 κατάλληλο επίπεδο απαρτίας για την άσκηση ορισμένων εξουσιών του κυρίαρχου Δήμου. Απαιτείτο απαρτία 6.000 για συζητήσεις που αφορούσαν ατομικά προνόμια, όπως η επιβεβαίωση της απονομής της ιδιότητας του πολίτη (τουλάχιστον κατά τον 4ο αιώνα), οι απαλλαγές (π.χ. σε πολίτη που πρότεινε επιβολή φόρου περιουσίας) ή για οστρακισμό. Εκτός από αυτές τις συγκεκριμένες περιπτώσεις, δεν υπάρχει σαφής ένδειξη απαιτήσεων απαρτίας στην Εκκλησία, δηλαδή στις συνεδριάσεις του Δήμου όπου πραγματοποιούνταν συζητήσεις, θεσπίζονταν νόμοι και γίνονταν εκλογές[31]. 6.000 ήταν επίσης, όπως είδαμε, ο αριθμός των δικαστών που εκλέγονταν με κλήρο κάθε χρόνο για την άσκηση των δικαστικών λειτουργιών (και η χρήση του κλήρου έκανε αποδεκτή την περαιτέρω εκχώρηση εξουσίας σε επιτροπές 500 ή πολλαπλασίων των 500 δικαστών), αλλά αυτό αντιπροσώπευε μεγαλύτερη αναλογία των εκλόγιμων πολιτών, επειδή, τουλάχιστον κατά τον 4ο αιώνα και ίσως και κατά τον 5ο, οι δικαστές έπρεπε να είναι ηλικίας 30 ετών και άνω[32].
Πόσοι πολίτες παρίσταντο πραγματικά στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας; Η Αθήνα ήταν, από την άποψη αυτή, συμμετοχική δημοκρατία στο βαθμό που πιστεύουν μερικοί σύγχρονοι συγγραφείς; Οι απεσταλμένοι που έστειλαν οι Τετρακόσιοι το 411 για να καθησυχάσουν τις αθηναϊκές δυνάμεις στη Σάμο είχαν πάρει, κατά τον Θουκυδίδη, οδηγίες να τονίσουν ότι «με τις εκστρατείες τους και τις ασχολίες τους στο εξωτερικό, οι Αθηναίοι δεν είχαν συγκεντρωθεί ακόμη για να συζητήσουν ένα ζήτημα που ήταν αρκετά σημαντικό ώστε να συγκεντρώσει 5 .000 από αυτούς»[33]. Μερικοί έχουν περιφρονήσει αυτή τη δήλωση ως ψευδή ισχυρισμό των ολιγαρχικών συνωμοτών. Η δήλωση υποδηλώνει τουλάχιστον ότι σε καιρό ειρήνης (όχι και πολύ συνηθισμένη περίπτωση) το επίπεδο παρουσίας μπορεί συχνά να ήταν πάνω από 5.000. Όσον αφορά την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου, κατά τη διάρκεια πολλών ετών οι αθηναϊκές δυνάμεις απουσίαζαν από την Αθήνα πέραν της «εκστρατευτικής περιόδου» μεταξύ Μαρτίου και Οκτωβρίου-Νοεμβρίου, αν και μπορεί να θεωρηθεί ότι οι επιπτώσεις των εκστρατειών στο εξωτερικό αντισταθμίζονταν σε κάποιο βαθμό από τη συγκέντρωση του πληθυσμού στην πόλη ως αποτέλεσμα των επιχειρήσεων των Πελοποννησίων στην Αττική, ιδίως μετά την κατάληψη της Δεκέλειας το 413. Υπήρχε ωστόσο, πολύ μεγάλος αριθμός Αθηναίων σε ενεργό υπηρεσία στο εξωτερικό, όπως για παράδειγμα στη Σικελία το 415-413, και αργότερα σε ναυτικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο. Οι επιπτώσεις των δραστηριοτήτων στο εξωτερικό θα μπορούσαν να εξεταστούν σε σχέση με τον οστρακισμό. Ο θεσμός φαίνεται ότι εξακολουθούσε να υπάρχει κατά τον 4ο αιώνα, αλλά ως «νεκρό γράμμα». Φαίνεται ότι κάθε χρόνο η Εκκλησία ψήφιζε να μη γίνει οστρακισμός. Κατά τον Πλούταρχο, κανείς δεν οστρακίστηκε αφότου ο Αλκιβιάδης και ο Νικίας ένωσαν τις δυνάμεις τους, πιθανόν το 417, για να επιτύχουν την απομάκρυνση του Υπερβόλου[34]. Δηλαδή, δεν υπήρξε πλέον προσφυγή ή «επιτυχής» προσφυγή στον οστρακισμό. Η έκλειψη του θεσμού μπορεί ίσως να αποδοθεί οι δυσκολίες που ίσως να είχαν ανακύψει στην επίτευξη απαρτίας τα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου (και κατά την άμεση μεταπολεμική περίοδο), εν μέρει λόγω δραστηριότητας στο εξωτερικό και εν μέρει λόγω της σοβαρής μείωσης του αριθμού των πολιτών κατά τη διάρκεια του πολέμου. Γιατί η Αθήνα είχε υποστεί βαριές απώλειες στον πόλεμο στον οποίο είχε εμπλακεί (με μερικές διακοπές) από το 431, και ιδίως κατά την καταστροφική ήττα στις Συρακούσες το 413, ενώ ο λοιμός είχε εξοντώσει σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού κατά τα πρώτα χρόνια της σύγκρουσης. Οι επιπτώσεις του πολέμου και του λοιμού ήταν καταστροφικές, σωρευτικά και μακροπρόθεσμα. Ο αριθμός των ενήλικων ανδρών (η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων ζούσε τότε στην Αττική) ίσως να είχε μειωθεί στις 22.000-25.000 γύρω στα τέλη τον 5ου αιώνα[35]. Για την κατάργηση του οστρακισμού, όμως, φαίνεται ότι η καταστρατήγηση και η μείωση της αξιοπιστίας του οστρακισμού με τη συμμαχία κατά του Υπερβόλου αποτέλεσαν κρίσιμους παράγοντες, που αποκορυφώθηκαν με την καταστροφή της Σικελίας η οποία υπήρξε εν μέρει απόρροια του χειραγωγημένου οστρακισμού και της αποτυχίας να λυθούν ή να διευθετηθούν οι διαφορές μεταξύ Αλκιβιάδη και Νικία.
Κάποια ένδειξη για τη στάση των Αθηναίων σχετικά με την παρουσία τους στην Εκκλησία είναι δυνατόν να αντλήσουμε από την καθιέρωση κατά τη δεκαετία του 390 της αμοιβής για παράσταση. Κατά τον συγγραφέα της Αθηναίων Πολιτείας, ο λόγος της καθιέρωσης αμοιβής για την παράσταση στη συνέλευση ήταν ότι «οι άνδρες δεν προσέρχονταν και πολλές επιδέξιες προσπάθειες των πρυτάνεων να φέρουν τις μάζες [ή το σώμα των πολιτών] (πλήθος) για να επικυρωθούν οι ψηφοφορίες» αποτύγχαναν[36]. Αυτό θα μπορούσε να συνεπαγόταν ότι, σε διάφορες περιόδους, τα μέτρα που απαιτούσαν απαρτία ματαιώνονταν περισσότερο λόγω μειωμένης παρουσίας παρά εξαιτίας του γεγονότος ότι οι εργασίες της Εκκλησίας είχαν διακοπεί. Δεν είναι γνωστό τί τεχνάσματα δοκίμασαν οι πρυτάνεις, αλλά ίσως να είχαν δοκιμάσει να συγκεντρώσουν όλα τα μέτρα που απαιτούσαν απαρτία σε μια συνεδρίαση σε κάθε πρυτανεία ή, όπως συνέβαινε στα μέσα του 4ου αιώνα στην περίπτωση της ψηφοφορίας για την επιβεβαίωση της απονομής της ιδιότητας του πολίτη, τα τοποθετούσαν πρώτα στην ημερήσια διάταξη[37].
Δεν πρέπει όμως να υποθέσουμε ότι το πρόβλημα της παρουσίας ήταν σοβαρό και χαρακτηριστικό κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα. Είναι αλήθεια ότι έχουμε αναφορές στην κωμωδία του Αριστοφάνη Αχαρνής που παίχθηκε το 425, για ένα σχοινί βαμμένο με κόκκινο χρώμα που φαίνεται ότι χρησιμοποιείτο για να «οδηγεί» τους πολίτες που χρονοτριβούσαν στην Αγορά προς την Πνύκα. Όπως φαίνεται όμως από τα συμφραζόμενα, αυτό δείχνει μάλλον προβλήματα στην ώρα έναρξης παρά προβλήματα παρουσίας: οι πολίτες που δεν επιθυμούσαν να παραστούν θα μπορούσαν να αποφεύγουν να βρίσκονται στην Αγορά[38]. Εάν υπήρχε και πρόβλημα παρουσίας, αυτό θα μπορούσε να αναχθεί στις εκτεταμένες υπερπόντιες επιχειρήσεις κατά τα πρώτα χρόνια του Αρχιδάμειου Πολέμου. Εάν το πρόβλημα ήταν παλιό, είναι δύσκολο να εξηγηθεί το χάσμα των εξήντα περίπου ετών μεταξύ της καθιέρωσης κρατικής πληρωμής για τη δικαστική υπηρεσία και της πληρωμής για την παράσταση στην Εκκλησία. Και το χάσμα αυτό είναι περίεργο, εκτός εάν υποθέσουμε ότι οι Αθηναίοι τον 5ο αιώνα δεν ενδιαφέρονταν τόσο για την ευρεία συμμετοχή στην Εκκλησία όσο στα δικαστήρια ή εκτός εάν το πρόβλημα της παρουσίας που επισημαίνεται στην Αθηναίων Πολιτεία ήταν σχετικά πρόσφατο πρόβλημα, τουλάχιστον σε οξεία μορφή. Μετά τις ολιγαρχικές επαναστάσεις ίσως να είχε αναπτυχτεί μεγαλύτερη ανησυχία για τη συμμετοχή στην Εκκλησία, αλλά ιδιαίτερα οι απόλυτοι αριθμοί των συμμετεχόντων είναι πολύ πιθανό να αποτελούσαν πρόβλημα. Με τη φτώχεια που επικρατούσε στην Αθήνα κατά την περίοδο μετά την παράδοσή της το 404, είναι ελάχιστα πιθανό ότι πολλά άτομα από τις εξαιρετικά αποδεκατισμένες τάξεις των πολιτών μπορούσαν να διαθέτουν χρόνο από τις καθημερινές ασχολίες τους. Μια απαρτία 6.000 ατόμων θα πρέπει να αντιπροσώπευε (το πολύ) 24-27% των 22.000-25.000 πολιτών που υπολογίζεται ότι υπήρχαν κατά το τέλος του 5ου αιώνα. Με λίγα λόγια, έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι η υποστήριξη των πολιτών είχε αναδυθεί πρόσφατα ως οξύ πρόβλημα.
Μετά από κάποια βελτίωση της τύχης της Αθήνας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 390, έγινε δυνατή η πληρωμή αμοιβής στα μέλη της Εκκλησίας. Για μερικούς, η πληρωμή μπορεί να ήταν κάποια ανακούφιση. Το συμβολικό ποσό του 1 οβολού αυξήθηκε σε 2 και εν συνεχεία σε 3 οβολούς σε διάστημα λίγων ετών. Η γρήγορη αύξηση φαίνεται να δείχνει ανταγωνισμό για πολιτική υποστήριξη μεταξύ Αγυρρίου και Ηρακλείδη (που καταγόταν από τις Κλαζομενές) καθώς και ανεπάρκεια της αμοιβής. Όπως είδαμε, κατά τη δεκαετία του 320 η αμοιβή είχε αυξηθεί σε 6 οβολούς για τρεις τακτικές συνεδριάσεις σε κάθε πρυτανεία και σε 9 οβολούς για την κύρια συνεδρίαση. Εν τω μεταξύ, η αμοιβή των ενόρκων παρέμενε σταθερή στους 3 οβολούς[39].
Μια άλλη ένδειξη σχετικά με την παρουσία θα μπορούσε να αναζητηθεί στο μέγεθος της Πνύκας, του λόφου (περίπου 400 μέτρα νοτιοδυτικά της Αγοράς) όπου συνερχόταν συνήθως η Εκκλησία[40]. Έχει υπολογιστεί ότι κατά τον 5ο αιώνα περίπου 6.000 πολίτες μπορούσαν να χωρέσουν καθιστοί στην Πνύκα. Ο χώρος της συνεδρίασης αναμορφώθηκε γύρω στο 400, αν και η ακριβής περίοδος δεν έχει εξακριβωθεί. Η αναμόρφωση δεν αύξησε πιθανόν αισθητά τη χωρητικότητα[41]. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν υπήρχαν πολιτικοί λόγοι που να απαιτούσαν πολύ μεγαλύτερο χώρο, εκτός εάν υπερίσχυαν οι οικονομικές συνθήκες και ότι, όταν οι ολιγαρχικοί το 411 υποστήριζαν ότι καμία συνεδρίαση δεν είχε υπερβεί τα 5.000 άτομα, δεν διαστρέβλωναν πάρα πολύ τα πράγματα, αν και ασφαλώς μεταχειρίζονταν την παρουσία για να υποστηρίξουν τα επιχειρήματά τους. Όταν όμως εξετάζουμε τη χωρητικότητα της Πνύκας, πρέπει να λάβουμε υπόψιν το ενδεχόμενο ότι σε συγκεκριμένες συνεδριάσεις, ή κατά τη διάρκεια μέρους των συνεδριάσεων, οι πολίτες μπορεί να συνωστίζονταν στο χώρο της συνέλευσης και να υπήρχε μόνο χώρος για ορθίους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, πολύ περισσότεροι από 6.000 θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν. Για τις περισσότερες συνεδριάσεις οι φυσικοί περιορισμοί του χώρου στην Πνύκα θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι το ανώτατο όριο παρουσίας ήταν 6.000, εάν όλοι οι πολίτες κάθονταν.
Ο Hansen έχει υποστηρίξει ότι κατά τον 4ο αιώνα η συμμετοχή ήταν μεγαλύτερη από όσο τον 5ο και ειδικότερα ότι οι 6.000 ήταν ένας συνηθισμένος αριθμός. Η άποψή του βασίζεται εν μέρει στην εκτίμηση για τη χωρητικότητα της αναδομημένης Πνύκας και εν μέρει στις διαδικασίες για την απονομή της ιδιότητας του πολίτη[42]. Τουλάχιστον από το 369/8 περίπου, αλλά πιθανόν ήδη από τη δεκαετία του 380, απαιτείτο δεύτερη ψηφοφορία για την επιβεβαίωση της απονομής, ενώ σε μια αγόρευση οε δικαστήριο στις αρχές της δεκαετίας του 340 ένας ομιλητής δήλωσε ότι η επιβεβαίωση απαιτούσε απαρτία 6.000 κατά την επόμενη συνεδρίαση μετά την ψήφιση της απονομής. Δύο ψηφίσματα που σώζονται σε λίθινη στήλη αναφέρουν απονομές που εγκρίθηκαν κατά την κυρίως συνέλευση μιας πρυτανείας. Δηλαδή σ’ αυτές τις περιπτώσεις η ψηφοφορία επιβεβαίωσης έγινε σε μία από τις τακτικές συνεδριάσεις[43]. Ο Hansen υποστηρίζει ότι οι Αθηναίοι τηρούσαν ευσυνείδητα τις απαιτήσεις απαρτίας στην περίπτωση της απονομής της ιδιότητας του πολίτη και σε άλλες περιπτώσεις και από αυτό συμπεραίνει ότι υπήρχε μια γενική προσδοκία ότι ο αριθμός των παρευρισκομένων σε όλες τις συνεδριάσεις κατά τον 4ο αιώνα ήταν 6.000 άτομα[44]. Εντούτοις, η ίδια η απαίτηση για δεύτερη ψηφοφορία και απαρτία υποδηλώνει ότι οι Αθηναίοι επιχειρούσαν εσκεμμένα να περιορίσουν την απονομή της ιδιότητας του πολίτη και να εξασφαλίσουν ότι θα προτείνονταν μόνο άξια άτομα, που ήταν πιθανό να κερδίσουν τη γενική υποστήριξη στην Αθήνα. Ο πιθανός χρόνος αυτών των αλλαγών είναι τα τέλη της δεκαετίας του 380. Οι απαιτήσεις του νόμου του Περικλή περί της ιδιότητας του πολίτη είχαν επανέλθει σε ισχύ το 403/2 και, κατά το 385/4, παιδιά που είχαν γεννηθεί στην περίοδο που είχαν χαλαρώσει οι προϋποθέσεις πολιτογράφησης κατά τα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου θα έφταναν στην ηλικία των 18 ετών και θα γίνονταν δεκτοί ως πολίτες. Επομένως, δεν χρειάζονταν εξαιρέσεις από το νόμο. Αυτό συνεπάγεται, κατά τη γνώμη μου, ότι κατά τα τέλη της δεκαετίας του 380 (ή όποτε έγιναν οι αλλαγές) η παρουσία για τις τακτικές συνεδριάσεις ήταν κάτω από 6.000 είτε συνήθως είτε όχι σπάνια. Σε τελευταία ανάλυση ο αριθμός των 6.000 πρέπει να θεωρηθεί ως ο παραδοσιακός αριθμός για μια απαρτία – χωρίς να πρέπει να συμπεράνουμε αναγκαστικά υψηλότερα επίπεδα στις κανονικές συνεδριάσεις της Εκκλησίας κατά τον 4ο αιώνα. Επομένως, είναι πιθανόν, μετά τη θέσπιση των αλλαγών, μια πρόταση απονομής της ιδιότητας του πολίτη να ενείχε τον κίνδυνο έλλειψης απαρτίας και οι χορηγοί να προσπαθούσαν συνήθως να κανονίσουν να γίνει η απονομή κατά τη συνεδρίαση που προηγείτο της κυρίως συνεδρίασης (αν και ίσως θα υπήρχε κάποια δυσκολία στην εξακρίβωση των ακριβών ημερομηνιών των συνεδριάσεων)[45]. Διαφορετικά θα απαιτούνταν πολύ αποφασιστικές προσπάθειες εκ μέρους των χορηγών και των υποστηρικτών τους για να πείσουν τους άλλους να παρευρεθούν στην επόμενη συνεδρίαση της Εκκλησίας.
Το επίπεδο παρουσίας γενικά μπορεί να ενισχύθηκε από την πρόβλεψη αμοιβής για τη συνέλευση, όπως υποθέτει ο Hansen, αλλά η αύξηση των αμοιβών δείχνει μάλλον συνεχιζόμενες δυσκολίες στην εξασφάλιση της υποστήριξης της συνέλευσης[46]. Αν και μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Αθηναίοι κατέγραφαν τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονταν για κάθε συνεδρίαση της Εκκλησίας, δεν έχουν σωθεί στοιχεία από τα οποία θα μπορούσαμε να υπολογίσουμε τον αριθμό των πολιτών που είχαν εισπράξει αμοιβή για τη συμμετοχή σε μια συγκεκριμένη συνεδρίασή της. Οι δικαστές στα δικαστήρια ψήφιζαν με σφαιρίδια (ψήφους) και έχουμε, από την υπό εξέταση περίοδο, μερικές επιγραφές που καταγράφουν αριθμούς ψήφων και εκθέσεις στις φιλολογικές πηγές για το περιθώριο αθώωσης (ή καταδίκης) σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι πολίτες στην Εκκλησία, όμως, χρησιμοποιούσαν σφαιρίδια μόνο σε ειδικές περιπτώσεις (όπως η επιβεβαίωση της απονομής της ιδιότητας του πολίτη). Οι συνήθεις προτάσεις εγκρίνονταν ή απορρίπτονταν δι’ ανατάσεως των χειρών και δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η κανονική καταμέτρηση αποτελούσε μέρος της διαδικασίας. Δεν είναι βέβαιο με πόση ακρίβεια οι προεδρεύοντες αξιωματούχοι «έκριναν» το αποτέλεσμα όταν τελείωνε η ψηφοφορία[47]. Επομένως δεν έχουμε ασφαλή βάση υπολογισμού του επιπέδου παρουσίας στην Εκκλησία. Αν δεχθούμε ότι το επίπεδο παρουσίας εμφάνιζε διακυμάνσεις από περίοδο σε περίοδο, από εποχή σε εποχή και από συνεδρίαση σε συνεδρίαση, ίσως η κύρια συνεδρίαση κάθε πρυτανείας να προσείλκυε περίπου 6.000 πολίτες και οι άλλες συνεδριάσεις να προσείλκυαν αισθητά λιγότερους[48].
Η Εκκλησία και τα δικαστήρια
3.1. Ο Αριστοτέλης και ο ελεύθερος χρόνος
Υπάρχει ένα ακόμη ερώτημα. Προσέλκυαν οι συνεδριάσεις ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του σώματος των πολιτών; Μια σπουδαία συνεδρίαση είναι βέβαιο ότι κυριαρχείτο από οπλίτες και ιδιώτες. Τέτοια ήταν η συνέλευση που συγκλήθηκε το 411 στον Κολωνό, έξω από τα τείχη της Αθήνας. Οι επιχειρήσεις των πελοποννησιακών δυνάμεων που στάθμευαν στη Δεκέλεια κατέστησαν επικίνδυνη τη συμμετοχή εκείνων που δεν ήταν οπλισμένοι και η επικράτηση των πολιτών που ανήκαν στην τάξη των οπλιτών έγινε δυνατή εξαιτίας της απουσίας μεγάλου αριθμού θητών που υπηρετούσαν με το στόλο στη Σάμο. Αλλά εκείνες οι στιγμές ήταν ταραγμένες και οι αδιάλλακτοι ολιγαρχικοί εκμεταλλεύθηκαν εσκεμμένα την κατάσταση και προώθησαν τα μέτρα για την ανατροπή της δημοκρατίας[49].
Πιθανότατα ο Σωκράτης να περιέγραφε τον χαρακτήρα μιας «χαρακτηριστικής» συνεδρίασης της Εκκλησίας όταν μιλούσε για τη συνέλευση που αποτελείτο από γναφείς, υποδηματοποιούς, ξυλουργούς, σιδηρουργούς, αγρότες, εμπόρους και καταστηματάρχες. Βέβαια, υπήρχε έντονη αντίθεση ανάμεσα στην Αθήνα και στις ολιγαρχικές πολιτείες. Οι άνθρωποι που αναφέρθηκαν από τον Σωκράτη φαίνεται ότι αντιπροσώπευαν ένα ευρύτερο φάσμα από οικονομική άποψη: οι καταστηματάρχες, για παράδειγμα, ήταν υποδεέστεροι από τους εμπόρους και από οικονομική και από κοινωνική άποψη. Αλλά ενώ οι έμποροι πιθανόν να βρισκόταν μακριά από την Αθήνα για μεγάλα διαστήματα, οι καταστηματάρχες και οι τεχνίτες, που ήταν κύριοι του εαυτού τους ή είχαν την κυριότητα των αγαθών που παρήγαν, πιθανόν να ένιωθαν κατά καιρούς την ανάγκη να εγκαταλείψουν την επιχείρησή τους για μία ημέρα ή ένα μεγάλο μέρος της ημέρας – συχνά στα χέρια ενός μέλους της οικογένειας ή ενός δούλου – και να παρευρεθούν στην Εκκλησία[50]. Αλλά τα χαρακτηριστικά των γναφέων και των άλλων, που ο Σωκράτης είχε συγκεκριμένα υπόψιν του, ήταν η έλλειψη σοφίας ή γνώσεων καθώς και η ασημαντότητά τους από την άποψη της ατομικής ισχύος (αν και φυσικά το τελευταίο ήταν στενά συνδεδεμένο με τα πλούτη). Και για εκείνους που πίστευαν ότι η πόλη έπρεπε να κυβερνάται μάλλον από έμπειρους παρά από ερασιτέχνες, η παρουσία των τεχνιτών και των άλλων που δεν ανήκαν στους «συνετούς» ή στους «δυνατούς» θα φαινόταν πολυπληθής και θα προσλάμβανε υπερβολική αναλογία. Ένας άλλος μάρτυρας, που ήταν ακόμη πιο έντονα μεροληπτικός, ήταν ο συγγραφέας μιας κριτικής ανάλυσης για την αθηναϊκή δημοκρατία την εποχή περίπου της λήξης του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αυτός ο συγγραφέας, γνωστός στη σύγχρονη εποχή ως Γηραιός Ολιγαρχικός, ανίχνευσε την επίδραση των κατώτερων τάξεων στη σύναψη συμμαχιών και όχι μόνο στις αποφάσεις των Δικαστηρίων[51]. Με μεγαλύτερη σοβαρότητα, ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι ο οικονομικός χαρακτήρας μιας πόλης διαδραμάτισε ρόλο στον καθορισμό του χαρακτήρα των πολιτικών θεσμών: αυτό το απέδειξε τονίζοντας την εξέχουσα θέση του πληρώματος των τριήρων στην Αθήνα. Η επισήμανση όμως του Αριστοτέλη ήταν συγκριτική – για παράδειγμα, ένας λεμβούχος στην Τένεδο αποτελούσε ενδεικτικό στοιχείο – ενώ σε κάθε περίπτωση η περιγραφή του για την Αθήνα δεν συνεπάγεται απαραίτητα την αριθμητική επικράτηση των θητών στην Εκκλησία, οι οποίοι κάλυπταν σε μεγάλο ποσοστό το αθηναϊκό στοιχείο των πληρωμάτων των τριήρων[52].
Σ’ ένα άλλο κεφάλαιο των Πολιτικών ο Αριστοτέλης αναγνώρισε την σπουδαιότητα του επαρκούς ελεύθερου χρόνου ή της ελευθερίας από τις οικονομικές ενασχολήσεις, ώστε να δίνεται η ευκαιρία συμμετοχής στην Εκκλησία ή σε υπηρεσία στα δικαστήρια. Υποστήριξε ότι σε πολλά κράτη αυτό το είδος του ελεύθερου χρόνου περιοριζόταν στους πλουσίους, οι οικονομικοί πόροι των οποίων τους άφηναν χρόνο για να συμμετάσχουν, ενώ στις δημοκρατίες που αναπτύσσονταν στις μεγάλες πόλεις, με μεγάλη οικονομική ευφορία, η κρατική μισθοδότηση έδινε την ευκαιρία για ελεύθερο χρόνο και για συμμετοχή. Πράγματι, σε τέτοιες δημοκρατίες – κι ανάμεσα σ’ αυτές φαίνεται λογικό ο Αριστοτέλης να είχε συμπεριλάβει την Αθήνα – το πλήθος είχε αρκετό ελεύθερο χρόνο και δεν το εμπόδιζε η προσήλωσή του στις ιδιωτικές του υποθέσεις, ενώ οι εύποροι που δεν διέθεταν αρκετό ελεύθερο χρόνο δεν έπαιρναν μέρος στην Εκκλησία ή στα δικαστήρια. Έτσι οι άποροι, συμπεραίνει ο Αριστοτέλης, εκτόπιζαν τους νόμους σαν να ήταν αυτοί οι κυρίαρχοι του κράτους[53].
Τί εννοούσαν οι Αθηναίοι με τους όρους «εύποροι» (οι πλούσιοι) και «άποροι» (οι πένητες); Γενικά οι όροι ήταν ασαφείς και υποκειμενικοί καθώς και συχνά συναισθηματικοί. Μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε δημόσιες ομιλίες για να προ- καλέσουν προκατάληψη με το να αποκαλούν κάποιον «πλούσιο» ή να προκαλούν οίκτο περιγράφοντας κάποιον ως «άπορο», αν και μερικές φορές η παρουσίαση ενός «φτωχού» μάρτυρα προκαλούσε κάποια ανησυχία. Αυτή η ανησυχία συνδεόταν με την αντίληψη ότι οι άποροι ήταν ευαίσθητοι στη δωροδοκία και με τον φόβο ότι η αξιοπιστία των απόρων μαρτύρων μπορεί να ήταν μειωμένη. Ακόμη, πρέπει να προστεθεί ότι η πενία που είχε οικογενειακή προέλευση θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο ενός ρήτορα για να βλάψει ή ακόμη να δυσφημίσει κάποιον[54]. Μερικές φορές γινόταν διάκριση της μέσης κοινωνικής τάξης (οι μέσοι), αλλά η πιο συχνή κατάταξη γινόταν με βάση τους πλούσιους και τους φτωχούς[55]. Οι όροι πλούσιοι και πένητες δεν κάλυπταν ολόκληρο το φάσμα των πολιτών, διότι οι Αθηναίοι ανέφεραν επίσης και τους «επαίτες» (πτωχοί), ούτε ήταν αλληλοαποκλειόμενοι. Συχνά χρησιμοποιούνταν με σχετική έννοια, που πρέπει να ερμηνευθεί σε συσχέτιση με τον συγγραφέα και το ακροατήριο. Για παράδειγμα, όταν ο Δημοσθένης μιλούσε για τους 1.200 πλουσιότερους πολίτες οι οποίοι μεταξύ του 357 και του 340 ήταν υπεύθυνοι για την ανάληψη της τριηραρχίας, αισθάνθηκε ότι μπορούσε να τους αναφέρει όλους, εκτός από τους 300 πλουσιότερους, ως πένητες ή απόρους και πιεζόμενους από τις τριηραρχικές τους υποχρεώσεις[56].
Αρκετή από τη συζήτηση για την κοινωνικοοικονομική σύνθεση της Εκκλησίας και των δικαστηρίων έχει χρησιμοποιήσει τις έννοιες «πλούτος» και «πενία». Και για διαφόρους λόγους, μεταξύ των οποίων η χρήση αυτών των όρων από τους Αθηναίους κατά την περίοδο που εξετάζουμε και οι ελάχιστες μαρτυρίες που υπάρχουν γενικά, οι έννοιες αυτές πρέπει να χρησιμοποιηθούν παρά την παράξενη ασάφειά τους. Ακόμη, παρά την ελαστικότητά τους, οι διάφοροι ελληνικοί όροι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με κάποια ακρίβεια. Υπήρχε, για παράδειγμα, μια καθολικά αποδεκτή ιδέα ότι οι πένητες ήταν εκείνοι που έπρεπε να εργάζονται για τα προς το ζην, ιδίως σε χειρωνακτικές εργασίες, και είχαν ελάχιστη ή καμία πιθανότητα για ελεύθερο χρόνο[57]. Πιθανόν με αυτό τον τρόπο να γίνεται φανερό ότι γενικά οι Αθηναίοι πολίτες είχαν αφομοιώσει τις αριστοκρατικές στάσεις έναντι της χειρωνακτικής εργασίας, αν και ένα τέτοιο συμπέρασμα θα μπορούσε να αντικρουστεί από τον μεγάλο αριθμό πολιτών που απασχολούνταν σε τέτοια εργασία[58]. Επίσης, οι άποροι, κυρίως όταν αντιπαραβάλλονταν με τους ευπόρους, υπονοούσαν μάλλον εκείνους που δεν είχαν αρκετούς πόρους παρά τους ανθρώπους χωρίς καθόλου περιουσία. Και κάποιο μέτρο ακρίβειας υποδηλώνεται από τον όρο οι εύποροι («εκείνοι που είναι καλά προικισμένοι με πόρους», «εκείνοι που έχουν πόρους») όταν προσδιορίζονται από τον Αριστοτέλη ως «εκείνοι που υπηρετούν την πόλη με την περιουσία τους». Στην φράση «εκείνοι που υπηρετούν την πόλη με την περιουσία τους», ο Αριστοτέλης βέβαια συμπεριλάμβανε εκείνους που ήταν υποχρεωμένοι, με βάση την περιουσία τους, να αναλάβουν τη χορηγία, την τριηραρχία και άλλες λειτουργίες ή υπηρεσίες κοινής ωφελείας, αλλά είναι πιθανόν ότι αυτός είχε επίσης υπόψιν του εκείνους που πλήρωναν φόρο περιουσίας (εισφορά)[59].
Στη σύγχρονη τους αθηναϊκή χρήση (όπως είναι φανερό από τους Αττικούς Ρήτορες) «οι πλούσιοι», «εκείνοι που είχαν πόρους», «οι άνθρωποι με περιουσία», ταυτίζονταν ειδικότερα με εκείνους που ήταν υπεύθυνοι για την εκτέλεση λειτουργιών. Οι λειτουργοί φαίνεται ότι διέθεταν περιουσία όχι μικρότερη των 3 ή 4 ταλάντων[60]. Το μέσο εισόδημα των 4 ταλάντων θα πρέπει να ήταν της τάξης των 3.000 δραχμών το χρόνο. Με πιθανώς 1 1/4 του οβολού ή λιγότερο ως το κατά προσέγγιση απαιτούμενο καθημερινά ποσό για τη συντήρηση ενός δούλου (περίπου 75 δραχμές το χρόνο), «εκείνοι που είχαν πόρους» προφανώς είχαν αρκετή περιουσία για να απασχολούν άλλους και να βασίζονται στην εργασία των άλλων και να «υπηρετούν το κράτος με την περιουσία τους»[61].
Εκείνοι που προσφέρονταν εθελοντικά για τις λειτουργίες ή εμπλέκονταν στο δίκτυο των λειτουργιών πιθανόν να ανέρχονταν σε 1.000-1.200 από τη δεκαετία του 380 μέχρι τη δεκαετία του 360[62]. Μεταξύ 357 και 340 οι 1.200 πλουσιότεροι πολίτες ήταν εγγεγραμμένοι στις τριηραρχικές συμμορίες ή εταιρείες. Ο αριθμός εκείνων που πλήρωναν την εισφορά ήταν πιθανώς μάλλον της τάξης των 2.000 παρά των 6.000, αν και το θέμα των προτύπων κατανομής της ιδιοκτησίας και η έλλειψη πληροφοριών για την οργάνωση της εισφοράς, ακόμη και μετά την μείζονα μεταρρύθμιση του 378/7, καθιστά αδύνατη τη βεβαιότητα[63]. Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση, εκείνοι που πλήρωναν εισφορά κατείχαν τουλάχιστον μια μέτρια περιουσία στην Αθήνα και οι πλουσιότεροι από αυτούς ήταν επίσης υπεύθυνοι για την εκτέλεση λειτουργιών, ενώ ο όρος «φτωχοί» πιθανόν να χρησιμοποιόταν γενικότερα για τους υπόλοιπους πολίτες.
Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς, λαμβάνοντας υπόψιν τον αριθμό «εκείνων που διέθεταν πόρους», ότι θα ήταν δύσκολο γι’ αυτούς να ασκούν επιρροή στην ψηφοφορία που γινόταν στην Εκκλησία ή στα δικαστήρια, και γι’ αυτό θα αποθαρρύνονταν από το να συμμετάσχουν. Ο Αριστοτέλης άφησε σαφώς να εννοηθεί κάτι ανάλογο και, αν είχε κατά νου (στην περίπτωση της Αθήνας) τους πλουσιότερους 1.200-2.000, θα φαινόταν να υπάρχει ένα στοιχείο αλήθειας στην άποψή του[64]. Επιπλέον «εκείνοι που δεν είχαν πόρους» πιθανόν να είχαν περισσότερο ελεύθερο χρόνο στην Αθήνα από όσο αλλού. Αλλά δεν θα πρέπει να δεχθούμε τόσο εύκολα την παραδοξολογία ότι οι άποροι εκτόπισαν τους πλούσιους στην Αθήνα εξαιτίας του χρόνου που διέθεταν για συμμετοχή στην Εκκλησία και στα Δικαστήρια. Για προσωπικούς και άλλους λόγους, οι εύποροι θα μπορούσαν να αφιερώνουν το χρόνο τους στις ιδιωτικές υποθέσεις τους ή, όπως ο Πλάτων, στην φιλοσοφία. Παρ’ όλα αυτά, αυτοί πιθανόν να εκπροσωπούνταν επαρκώς στη Βουλή των 500, ενώ οι περισσότερες ηγετικές πολιτικές μορφές είχαν κάποια περιουσία, κληρονομική ή αποκτημένη[65]. Όσον αφορά τον πιο παθητικό ρόλο στην Εκκλησία και στα δικαστήρια, δεν θα έπρεπε απαραίτητα να συμπεράνουμε από τον Αριστοτέλη ότι υπήρχε εκτεταμένη αποχή των ανθρώπων με περιουσία στην Αθήνα. Εάν ο Αριστοτέλης είχε υπόψιν του εκείνους που κατέβαλλαν φόρο πολέμου και αν εκείνοι ανέρχονταν σε 6.000, «εκείνοι που διέθεταν πόρους» αντιπροσώπευαν το 20-25% των αρρένων ενηλίκων πολιτών και έτσι η παραδοξολογία του Αριστοτέλη θα ήταν ακόμη λιγότερο πειστική.
3.2. Η σημασία των σωζόμενων λόγων
Πράγματι, αν εξετάσουμε τους σωζόμενους λόγους που εκφωνήθηκαν ή λέγεται ότι εκφωνήθηκαν στην Εκκλησία, είναι φανερό ότι οι ρήτορες λάμβαναν ιδιαιτέρως υπόψιν τους την παρουσία στην Εκκλησία εκείνων που πλήρωναν φόρο περιουσίας (εισφορά) ή, όπως χαρακτηριζόταν λόγω της συχνότερης χρήσης του, φόρο πολέμου. Ο Δημοσθένης, για παράδειγμα, σε πολλούς από τους λόγους του, κατά τους οποίους συνιστούσε στους Αθηναίους να πάρουν αποφασιστικά μέτρα κατά του Φιλίππου, τους επέκρινε επειδή ήταν απρόθυμοι να συμμετάσχουν σε πολεμικές εκστρατείες και να πληρώνουν τον φόρο πολέμου και τους έκανε συστάσεις να πληρώνουν τον φόρο τους και να υπηρετούν τη θητεία τους. Συχνά ο Δημοσθένης ξεχώριζε τον εαυτό του από τους ακροατές του ως άνθρωπο που αναγνώριζε την ανάγκη άμεσης δράσης και γι’ αυτό χρησιμοποιούσε το δεύτερο πρόσωπο «εσείς», αλλά άλλες φορές, προκειμένου να μη δυσαρεστήσει το ακροατήριό του, δήλωνε ότι «εμείς αρνούμαστε να πληρώσουμε τον φόρο πολέμου ή να υπηρετήσουμε προσωπικά»[66]. Η ικανότητα του Δημοσθένη να χρησιμοποιεί εναλλάξ το πρώτο και το δεύτερο πρόσωπο δείχνει την προσοχή που έπρεπε να δίνεται κατά την εφαρμογή αυτής της γραμμής επιχειρηματολογίας.
Πολλοί από τους σωζόμενους λόγους δεν περιέχουν τέτοια επιχειρήματα επειδή το συγκεκριμένο υπό συζήτηση ζήτημα δεν συνεπαγόταν την πιθανότητα επιβολής εισφοράς ή δεν προσφερόταν για έκκληση προς τους φορολογούμενους. Αυτή η σαφής αναγνώριση της παρουσίας των φορολογούμενων στην Εκκλησία συναντάται περισσότερο σε λόγους που εκφωνήθηκαν σε συνεδριάσεις στις οποίες φαίνεται πως έγιναν μεγάλες συζητήσεις, αλλά ο αριθμός των σωζόμενων λόγων που έγιναν σε συνελεύσεις αντιπροσωπεύει ένα μικρό δείγμα ακόμη και από σπουδαίες περιπτώσεις και είναι πιθανόν οι φορολογούμενοι να διακρίνονταν λιγότερο στις συνεδριάσεις ρουτίνας. Αλλά καθώς οι σωζόμενοι λόγοι δίνουν μια γενική ένδειξη της σύνθεσης των συνελεύσεων, φαίνεται πως ίσως ήταν σημαντικό να κερδίσει κανείς την υποστήριξη των φορολογουμένων στην Εκκλησία. Ως εκ τούτου, ο Jones κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτοί αποτελούσαν, αν όχι την πλειοψηφία, ένα σημαντικό μέρος του ακροατηρίου και ότι μόνο σε στιγμές κρίσης οι φτωχότερες τάξεις συμμετείχαν μαζικά και μπορεί να υπερείχαν αριθμητικά των φορολογουμένων[67]. Μια τέτοια κρίση ήταν αυτή που ξέσπασε το 354, όταν στην Αθήνα κυκλοφόρησαν έντονες φήμες, που προκάλεσαν πανικό, για επίθεση των Περσών[68].
Εντούτοις, τα επιχειρήματα που απευθύνονταν σ’ εκείνους που κατέβαλλαν φόρο πολέμου πιθανόν να μην μαρτυρούν τίποτα περισσότερο από το γεγονός ότι αυτοί αντιπροσώπευαν σημαντικό μέρος της Εκκλησίας. Σημαντικό, όχι τόσο από καθαρά αριθμητική άποψη, αλλά κυρίως γιατί αυτοί έπρεπε να πεισθούν από την οπτική γωνία του αγορητή με επιχειρήματα ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος καθώς και με γενικά επιχειρήματα, ή επειδή, χωρίς την περισσότερο ή λιγότερο πρόθυμη υποστήριξή τους, πιθανόν η πρόταση να κλονιζόταν ή να αποτύγχανε λόγω άρνησης ή καθυστέρησης καταβολής της εισφοράς[69]. Αυτή η ερμηνεία θα μπορούσε να αντικρουστεί με το επιχείρημα πως υπονοεί ότι αν οι φτωχότεροι πολίτες ήταν η πλειοψηφία της συνέλευσης δεν χρησιμοποιούσαν συνήθως την αριθμητική υπεροχή τους για οικονομική αφαίμαξη των πλουσίων. Γενικά όμως οι άποροι δεν φαίνεται να εκμεταλλεύονταν πλήρως την πλειοψηφία τους ή την πιθανή πλειοψηφία στην Εκκλησία, παρά τις διαμαρτυρίες εκείνων που κατέβαλλαν εισφορά και οι οποίοι αισθάνονταν ότι γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους απόρους[70]. Οι διαμαρτυρίες φαίνονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους υπερβολικές και παρόμοιες με τις σύγχρονες διαμαρτυρίες εκείνων που θα προτιμούσαν να μην πληρώνουν καθόλου φόρο εισοδήματος.
Όσον αφορά την Εκκλησία, οι δηλώσεις του Αριστοτέλη (και των άλλων συγγραφέων) για την επικράτηση των απόρων δεν θα έπρεπε να ερμηνευθούν πολύ στενά, ούτε θα έπρεπε να αγνοηθούν τόσο όσο θα απαιτούσε η άποψη του Jones. Εκείνοι που πλήρωναν φόρο περιουσίας φαίνεται ότι αποτελούσαν σημαντικό στοιχείο στην Εκκλησία: την υποστήριξή τους σε συγκεκριμένα θέματα θα μπορούσε και θα έπρεπε να επικαλείται κανείς και άξιζε να την επικαλείται. Εάν αυτοί ανέρχονταν σε 6.000 όπως πίστευε ο Jones, είναι πιθανό να αντιπροσώπευαν περιστασιακά την πλειοψηφία της Εκκλησίας, αλλά εάν ανέρχονταν σε 2.000, η πιθανότητα να αποτελούσαν μια δραστική πλειοψηφία ήταν μικρή.
Αν και η αναλογία των φορολογουμένων στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας πρέπει να παραμείνει ανοιχτή για αμφισβήτηση, φαίνεται να υπάρχει μια σαφής και εντυπωσιακή αντίθεση με τη σημασία τους στα δικαστήρια. Αυτό φαίνεται καθαρά σε ορισμένους λόγους του Λυσία, κυρίως τον Κατά Εργοκλέους (αρ. 28) και τον Κατά Φιλοκράτους (αρ. 29). Αυτοί οι δύο λόγοι ανήκουν στο ίδιο έτος (388) και αφορούσαν κυρίως τον σφετερισμό του δημοσίου χρήματος από τους συνεργάτες του Θρασύβουλου. Σε μια συνεδρίαση της Εκκλησίας ο Εργοκλής κρίθηκε ένοχος προδοσίας, κατάχρησης και δωροληψίας. Η Εκκλησία συνεκλήθη εκ νέου για να καθορίσει την ποινή: ο λόγος Κατά Εργοκλέους γράφτηκε γι’ αυτή την περίπτωση. Ο Εργοκλής καταδικάσθηκε σε θάνατο και η περιουσία του δημεύθηκε[71]. Με τον ίδιο τρόπο, όταν δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί κανένα ίχνος της περιουσίας του, που ξεπερνούσε τα 30 τάλαντα, ο Φιλοκράτης (ο οποίος είχε υπηρετήσει ως ταμίας του Εργοκλή στην εκστρατεία) διώχθηκε ποινικά στο Δικαστήριο με την κατηγορία της παρακράτησης 30 ταλάντων από το δημόσιο. Ο λόγος Κατά Φιλοκράτους γράφτηκε για την υποστήριξη αυτής της κατηγορίας.
Οι κατηγορίες εναντίον του Εργοκλή ήταν πιο σοβαρές από εκείνες εναντίον του Φιλοκράτη, και αυτή η διαφορά δεν θα έπρεπε να παραβλεφθεί. Ο Λυσίας, για παράδειγμα, τόνισε τη συμπεριφορά του Εργοκλή στην Αλικαρνασσό, αλλά έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην κατάχρηση και τις σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις της. Επίσης, στο λόγο Κατά Φιλοκράτους ο Λυσίας τόνισε τη συνεργασία του κατηγορουμένου με τον Εργοκλή και απαίτησε την ποινή του θανάτου, ούτως ώστε ο Φιλοκράτης να μην μπορεί να ζήσει για να απολαμβάνει τα κέρδη από την κατάχρηση και την δωροδοκία[72]. Κάθε διαφορά, λοιπόν, στην κοινωνικοοικονομική σύνθεση της Εκκλησίας, η οποία έκρινε τον Εργοκλή και το δικαστήριο το οποίο έκρινε την κατηγορία κατά του Φιλοκράτη, θα έπρεπε να συσχετιστεί όχι τόσο με το χαρακτήρα και τη σπουδαιότητα των θεμάτων όσο με τις αντιλήψεις των Αθηναίων για τους δύο θεσμούς και τη στάση τους σχετικά με τη συμμετοχή στις διαδικασίες τους.
Ο λόγος Κατά Εργοκλέους άσκησε ιδιαίτερη έλξη σε εκείνους που πλήρωναν φόρο περιουσίας. Οι Αθηναίοι χαρακτηρίζονταν «καταπιεσμένοι από τους επιβληθέντες φόρους περιουσίας» και ο αγορητής άφησε να εννοηθεί ότι η συμπεριφορά του Θρασύβουλου και των συνεργατών του «σας έχει κάνει φτωχότερους εξαιτίας του βάρους του φόρου περιουσίας και έκανε τον Εργοκλή και τους άλλους στενούς φίλους του Θρασύβουλου τους πλουσιότερους πολίτες». Είναι φανερό από άλλα τμήματα του λόγου ότι ο πλούτος που είχαν ιδιοποιηθεί αυτοί οι άνδρες προερχόταν από κεφάλαια ξένων κρατών τα οποία έπρεπε να περιέλθουν στο δημόσιο θησαυροφυλάκιο[73]. Η απώλεια ενός τέτοιου εσόδου, βέβαια, θα μεγάλωνε την πιθανότητα να κληθούν οι πλουσιότεροι Αθηναίοι πολίτες να πληρώσουν φόρο περιουσίας, αν τα ταμεία του κράτους δεν επαρκούσαν για στρατιωτικές και ναυτικές δραστηριότητες, όπως εκείνες των οποίων ηγήθηκε ο Θρασύβουλος και οι συνεργάτες του.
Το κύριο θέμα της παρακράτησης «των δικών σου χρημάτων» επαναλήφθηκε στον λόγο Κατά Φιλοκράτους αλλά σ’ αυτόν ο αγορητής δεν ταύτιζε το ακροατήριο με εκείνους που πλήρωναν φόρους. Στην πραγματικότητα αναφέρθηκε στους τελευταίους χρησιμοποιώντας τρίτο πρόσωπο.
Θα ήταν παράξενο, άνδρες δικαστές, εάν οργίζεστε με εκείνους που δεν μπορούν να πληρώσουν φόρο για την περιουσία τους και δημεύετε την περιουσία τους για λόγους αθέτησης, αλλά δεν τιμωρείτε εκείνους που κατακρατούν τη δική σας περιουσία[74].
Δεν πρέπει, φυσικά, να συμπεράνουμε ότι μεταξύ των ενόρκων δεν περιλαμβάνονταν φορολογούμενοι, αλλά είναι φανερό ότι οι φορολογούμενοι δεν αποτελούσαν σημαντικό στοιχείο στο δικαστήριο.
Ο λόγος Κατά Φιλοκράτους γράφτηκε για να εκφωνηθεί στο Δικαστήριο, ο λόγος Κατά Εργοκλέους για μια συνεδρίαση της Εκκλησίας. Το γεγονός φαίνεται να είναι εξαιρετικά σημαντικό, γιατί, αν και δεν γνωρίζουμε αρκετά για τις λεπτομερείς συνθήκες σύνταξης των δύο λόγων, φαίνεται ότι δεν υπάρχει έδαφος για να επικαλεσθούμε άλλους παράγοντες, όπως οι διαφορές στο χαρακτήρα των θεμάτων, για να εξηγήσουμε τη διαφορά στην επιχειρηματολογία που χρησιμοποιήθηκε από έναν από τους ικανότερους λογογράφους της Αθήνας. Πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Λυσίας έκρινε σκόπιμο να κάνει έκκληση στους φορολογουμένους στην Εκκλησία αλλά όχι στα δικαστήρια. Κατά τη συνέλευση επεδίωκε να πάρει με το μέρος του τους φορολογουμένους γιατί, διαφορετικά, αυτοί πιθανόν να έδειχναν μεγαλύτερη συμπάθεια για τον Εργοκλή από ό,τι οι λιγότερο εύποροι πολίτες. Δεν ήταν δυνατό να αγνοήσει, και πολύ περισσότερο να δυσαρεστήσει, άλλες ομάδες στη συνέλευση, αλλά πιθανόν να υπέθετε ότι αυτοί θα μπορούσαν να πεισθούν από την κατάχρηση των χρημάτων και από τη συμπεριφορά του Εργοκλή στην εκστρατεία[75]. Έγινε λοιπόν ειδική έκκληση στους φορολογουμένους υπενθυμίζοντάς τους την πιθανότητα αυξημένων απαιτήσεων για κεφάλαια λόγω της κατάχρησης του Εργοκλή και των δυσκολιών που προκαλούσε η επιβολή εισφοράς. Στο Δικαστήριο που έκρινε τις κατηγορίες κατά του Φιλοκράτη δεν κρίθηκαν απαραίτητες τέτοιες ειδικές εκκλήσεις στους φορολογουμένους.
Το γεγονός ότι οι φορολογούμενοι αποτελούσαν σημαντικό στοιχείο στην Εκκλησία αλλά όχι στα Δικαστήρια ενισχύεται από δύο άλλους λόγους του Λυσία – Περί της περιουσίας του Αριστοφάνη: κατά του Θησαυροφυλακίου (αρ. 19 – που χρονολογείται στο 388 ή 387) και Κατά Επικράτους (αρ. 27 – πιθανόν να χρονολογείται στο 390). Αυτοί οι δύο λόγοι – που και οι δύο συντάχθηκαν για τα δικαστήρια – επιβεβαιώνουν με τη διαφορετική τακτική τους την αντίθεση μεταξύ των λόγων Κατά Εργοκλέους και Κατά Φιλοκράτους[76]. Όπου οι περιστάσεις επέτρεπαν τη δυνατότητα να γίνει έκκληση στους φορολογούμενους, ο Λυσίας το έκρινε χρήσιμο επιχείρημα για την Εκκλησία αλλά όχι για τα δικαστήρια. Δηλαδή, κατά την περίοδο γύρω στο 388, εκείνοι που πλήρωναν εισφορά φαίνεται να αποτελούσαν σημαντικό στοιχείο στην Εκκλησία αλλά είχαν ελάχιστη σημασία στα Δικαστήρια.
Αυτή η διαφορά φαίνεται ότι ίσχυε και την εποχή του Δημοσθένη. Ειδικότερα, τέσσερις λόγοι, που έχουν ερμηνευθεί ως ένδειξη της αριθμητικής υπεροχής των φορολογουμένων στα δικαστήρια, φαίνεται, αντιθέτως, να αποκαλύπτουν αυτό που αναγνώριζε ο Λυσίας[77]. Στο λόγο Κατά Λεπτίνου, ο Δημοσθένης δεν μπορούσε να αγνοήσει τις επιπτώσεις του νόμου του Λεπτίνη στους λειτουργούς, αλλά το επιχείρημά του ήταν παρατραβηγμένο, και ήταν υποχρεωμένος να παραβλέψει τους φτωχότερους λειτουργούς οι οποίοι για άλλη μια φορά θα ήταν υποχρεωμένοι σε λειτουργίες εάν ο νόμος του Λεπτίνη ακυρωνόταν. Μίλησε ελάχιστα για την επίδραση του νόμου στις μάζες[78]. Αυτό δεν οφειλόταν, όπως υποστήριξε ο Jones, στο γεγονός ότι οι μη λειτουργοί δεν ήταν στην πλειοψηφία, αλλά μάλλον στο γεγονός ότι οι συνέπειες της ακύρωσης του νόμου του Λεπτίνη και του περιορισμού ως εκ τούτου του αριθμού των λειτουργιών πιθανόν να ήταν δυσμενέστερες για την ευρύτερη πλειοψηφία των πολιτών. Στους λόγους του Κατά Ανδροτίωνος και Κατά Τιμοκράτους, ο Δημοσθένης επιθυμούσε να προκαλέσει την οργή των δικαστών κατά των ανορθόδοξων μεθόδων που χρησιμοποιούσαν οι αντίπαλοί του για την είσπραξη των καθυστερούμενων φόρων πολέμου: παραβίαση του ασύλου της κατοικίας και προσβολή κατά του προσώπου των πολιτών – σαν να ήταν δούλοι – και όχι μόνο κατά της περιουσίας τους[79]. Γι’ αυτό προσπάθησε να κερδίσει τη συμπάθεια των ενόρκων για τους φορολογουμένους που καθυστερούσαν την πληρωμή εμφανιζόμενος να ταυτίζει τους παραβάτες με τους ενόρκους αορίστως, ταυτόχρονα όμως φρόντισε να τηρήσει τις αποστάσεις ανάμεσα στους παραβάτες και τους ενόρκους. Πρόσθεσε: «εκείνοι (οι φορολογούμενοι) πληρώνουν διπλά»[80]. Στο λόγο Κατά Μειδίου (που δεν εκφωνήθηκε και πιθανότατα δημοσιεύθηκε από άλλο πρόσωπο και όχι από τον ρήτορα) ο Δημοσθένης εκμεταλλεύτηκε την αντιπάθεια για τους πολύ πλούσιους, αλαζόνες άνδρες, όπως ο Μειδιάς, αλλά αναγνώρισε τα προβλήματα της εμφάνισης ενός «φτωχού» ως μάρτυρα[81]. Αυτές οι ενδείξεις και το γενικό ύφος του λόγου φαίνεται να μη στοχεύουν ούτε σ’ ένα δικαστήριο που συγκροτείτο κυρίως από εύπορους πολίτες ούτε σ’ ένα πολύ φτωχό ακροατήριο, αλλά μάλλον σε μια ομάδα πολιτών, που είτε απείχαν πολύ από την πραγματική φτώχεια είτε δεν είχαν αντίρρηση να τους θεωρεί ο ρήτορας ξένους προς αυτή την κατάσταση[82].
4. Ο χαρακτήρας και η έλξη των δικαστηρίων
Με λίγα λόγια, φαίνεται ότι, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους του 4ου αιώνα, εκείνοι που ήταν υπόχρεοι σε καταβολή εισφοράς παρευρίσκονταν συνήθως σε μεγάλους αριθμούς στην Εκκλησία και έδειχναν πολύ μικρότερο ενδιαφέρον για τα δικαστήρια. Υπάρχουν και άλλες ενδείξεις για την επικράτηση των φτωχότερων πολιτών στα δικαστήρια. Ο Αριστοφάνης στη δεκαετία του 420 και ο Ισοκράτης στη δεκαετία του 350 περιέγραψαν τους δικαστές ως φτωχούς και εξαρτημένους από την αμοιβή των τριών οβολών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους[83]. Φυσικά, πρέπει να ληφθεί υπόψιν το στοιχείο της κωμικής υπερβολής στον θεατρικό συγγραφέα, ενώ στη δεκαετία του 350 οι οικονομικές δυσκολίες φαίνεται να είχαν χτυπήσει πολλούς Αθηναίους και την ίδια την πόλη. Εντούτοις, υπάρχουν ελάχιστοι λόγοι για να πιστέψουμε ότι οι φτωχότεροι πολίτες επικρατούσαν γενικά στα δικαστήρια, όπως φαίνεται καθαρά από ένα λόγο που γράφτηκε λίγο μετά το 403 και ζητούσε αποζημίωση από έναν πλούσιο νεαρό άνδρα εξαιτίας μιας επίθεσης. Ο Ισοκράτης, στο λόγο του Κατά Αρχίτου, εκμεταλλεύθηκε τη δυσαρέσκεια κατά των πλουσίων και των αλαζόνων, ζήτησε τη συμπάθεια για ένα φτωχό, αλλά φρόντισε να περιγράφει τους ενόρκους ως λιγότερο φτωχούς από το θύμα και ως μέλη της πλειοψηφίας των πολιτών[84].
Σχετικός με τον παράγοντα της «πενίας» και ίσως σημαντικότερος από την πενία ήταν ο παράγων της ηλικίας. Οι «σφήκες» ή οι δικαστές που περιγράφει ο Αριστοφάνης στο έργο του Σφήκες (που παίχθηκε το 422) δεν ήταν μόνο φτωχοί αλλά και γέροντες: ο Αριστοφάνης τόνιζε περισσότερο την ηλικία τους παρά τη φτώχεια τους[85]. Είναι αλήθεια ότι σε περιόδους μεγάλης στρατιωτικής δραστηριότητας θα υπήρχαν λιγότεροι νέοι διαθέσιμοι από ό,τι σε άλλες περιόδους και έτσι η διαστρέβλωση της αναλογίας της ηλικίας μπορεί να ήταν μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια του Αρχιδάμειου Πολέμου και να αντικατοπτρίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο στις Σφήκες. Την ίδια εικόνα βρίσκουμε στον Χρεμύλο του Πλούτου (που παίχθηκε το 388) – ένα φτωχό γέρο που χρειάζεται την αμοιβή του ενόρκου για να ζήσει[86]. Φυσικά ο ηλικιωμένος δικαστής μπορεί να είναι αριστοφανικός τύπος αλλά μπορεί κάλλιστα να αντιστοιχούσε σε μια συνεχιζόμενη, γενική πραγματικότητα. Οι γεροντότεροι πολίτες, που είχαν μεταβιβάσει τη διαχείριση του οίκου στους γιους τους και δεν ήταν πια τόσο ανεξάρτητοι όσο άλλοτε, μπορεί κάλλιστα να ένιωθαν (ή να αρέσκονται να εκφράζουν το συναίσθημα) ότι ήταν φτωχοί και εξαρτημένοι από την αμοιβή των τριών οβολών. Πέρα από τη σκηνή της κωμωδίας, δύσκολα θα περίμενε να βρει κανείς κάποια ένδειξη για την ηλικία των ενόρκων – για παράδειγμα, στους λόγους των ρητόρων. Η σιωπή τους, λοιπόν, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποκλειστεί η πιθανότητα ένα σημαντικό ποσοστό των δικαστών, ίσως και η πλειοψηφία τους, να ήταν γέροντες.
Η επικράτηση των ηλικιωμένων πολιτών στα δικαστήρια δεν θα ήταν παράδοξη, εφόσον οι ικανοί σωματικώς άνδρες μπορούσαν να απασχοληθούν επικερδώς σε άλλα επαγγέλματα. Φυσικά, υπήρχαν άλλοι σημαντικοί παράγοντες που επηρέαζαν την απόφαση των πολιτών όλων των ηλικιών για το κατά πόσον και πότε έπρεπε να συμμεθέξουν στα δικαστήρια (ή σε άλλες δραστηριότητες της πολιτείας) αλλά, ακόμη και από οικονομική άποψη, η απόφασή τους θα περιείχε κάποιο υποκειμενικό στοιχείο. Πάντως, έπρεπε να καλύψουν τις βιοτικές ανάγκες. Οι πολίτες προτιμούσαν να εργάζονται για τον εαυτό τους, αλλά αν δεν είχαν γη ή πλούτο, δούλους ή άλλους πόρους για εκμετάλλευση ή αν δεν ήταν αυτοαπασχολούμενοι, θα έπρεπε να αναζητήσουν έμμισθη εργασία στην υπηρεσία άλλων ατόμων ή στην υπηρεσία της πολιτείας. Πιθανόν οι ικανοί άνδρες να μπορούσαν να κερδίσουν μέχρι περίπου μία δραχμή την ημέρα στα τέλη του 5ου αιώνα: οι πολίτες (και οι μέτοικοι και οι δούλοι) που ολοκλήρωσαν την οικοδόμηση του Ερεχθείου μεταξύ 409 και 406 αναφέρεται ότι εισέπρατταν μέχρι μία δραχμή. Αν και μόνο περιορισμένος αριθμός πολιτών φαίνεται να απασχολήθηκαν σ’ αυτό το έργο, η αμοιβή τους μπορεί να δώσει μια ευρεία ένδειξη των γενικών προτιμήσεων της εποχής[87]. Κατά την ίδια περίοδο μεγάλος αριθμός θητών πρέπει να υπηρετούσε κατά την εποχή των θαλάσσιων πλόων στον αθηναϊκό στόλο και θα εισέπραττε 3 οβολούς την ημέρα, με την πιθανότητα λαφύρων από μια επιτυχή εκστρατεία. Και, παρά την απελπιστική οικονομική κατάσταση της Αθήνας τα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, καθιερώθηκε μια πληρωμή 2 οβολών το 410, πιθανότατα ως μέτρο ανακούφισης για κείνους που βρίσκονταν σε απελπιστική οικονομική θέση λόγω του πολέμου και που δεν εισέπρατταν άλλη πληρωμή από την πολιτεία, και συνεχίστηκε μέχρι το 405/4, αν και είναι πιθανό η αμοιβή να μειώθηκε προσωρινά σε 1 οβολό το 406. Ακόμη και η αμοιβή για υπηρεσία ενόρκων μπορεί να είχε επηρεαστεί κατά τα τελευταία στάδια του Πελοποννησιακού Πολέμου[88].
Στην περίπτωση όλων των εναλλακτικών λύσεων που συνεπάγονταν καθημερινή πληρωμή πρέπει να προβλεφθεί και το γεγονός ότι η αμοιβή έπρεπε να καλύψει και τις μη εργάσιμες ημέρες, αν και σε ορισμένες ημέρες εορτών εκείνοι που μπορούσαν να συμμεθέξουν και συμμετείχαν στις εορτές έπαιρναν κάποιο μερίδιο από τη διανομή μετά τις θυσίες. Στις αρχές της δεκαετίας του 380 ένας συνηθισμένος ένορκος θα μπορούσε να εισπράττει επιπλέον 20 δραχμές εάν παρευρισκόταν σε 40 τουλάχιστον συνελεύσεις της Εκκλησίας. Και έτσι όμως, ένας πολίτης θα έπρεπε να είναι πολύ τυχερός ή πολύ έξυπνος για να εισπράττει κρατική αμοιβή δύο οβολών για κάθε ημέρα του χρόνου. Γιατί ο αριθμός των δικασίμων ήταν πιθανόν μεταξύ 150 και 200 και θα έπρεπε να καταφέρει με κάποιο τρόπο να εκλέγεται ένορκος 200 ημέρες το χρόνο[89]. Ας εξετάσουμε, από την άλλη πλευρά, τον πολίτη που δεν είχε γη ή άλλους πόρους και απέφευγε να υπηρετήσει ως ένορκος ή δεν είχε εκλεγεί με κλήρο μεταξύ των 6.000 δικαστών για το συγκεκριμένο έτος. Δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να υποθέσει ότι θα μπορούσε πάντα να βρίσκει μια έμμισθη εργασία, αλλά θα χρειαζόταν έμμισθη εργασία μόνο 144 ημέρες (προς 5 οβολούς την ημέρα) ή 120 ημέρες (προς μία δραχμή) για να συγκεντρώσει το ίδιο ποσό με τον τυχερό ένορκο. Φυσικά θα μπορούσε να εργάζεται με αμοιβή μέχρι 260-300 ημέρες το χρόνο. Για όλους, εκτός από τους ηλικιωμένους ή τους αναπήρους, κάποιος συνδυασμός δραστηριοτήτων θα ήταν φυσικά πιθανός και συνηθισμένος, υπό την προϋπόθεση ότι η κλίση του, η εκλογή ως δικαστή, ο τόπος διαμονής και άλλοι παράγοντες ευνοούσαν τις διάφορες δραστηριότητες.
Για τον πολίτη που είχε οικογένεια φαίνεται ότι ένας μέσος όρος 2 οβολών την ημέρα, όλο το χρόνο, δεν θα ήταν αρκετός. Όμως, εκτός από το γεγονός ότι κάθε Αθηναίος είχε διαφορετική ιδέα σχετικά με το τί αποτελούσε το ελάχιστο ποσό που χρειαζόταν για να ζήσει, οι αποσπασματικές μαρτυρίες σχετικά με τις τιμές και το κόστος διαβίωσης δυσκολεύουν τους ειδικούς στο να καταλήξουν σε ομοφωνία σχετικά με το κόστος συντήρησης μιας οικογένειας[90]. Οι περισσότεροι Αθηναίοι ζούσαν λιτά και θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι μια οικογένεια τεσσάρων ατόμων θα μπορούσε να ζήσει με περίπου 2,5 οβολούς την ημέρα για φαγητό και κάτι λιγότερο από 3 1/3 οβολούς για όλες τις βασικές ανάγκες της[91]. Ίσως οι φτωχότεροι Αθηναίοι να ζούσαν πιο λιτά από ό,τι μας επιτρέπουν να υπολογίσουμε αυτές οι εκτιμήσεις. Εν πάση περιπτώσει, είναι λογικό να πιστέψουμε ότι για τους φτωχούς οποιοσδήποτε ηλικίας ο μισθός του ενόρκου είχε κάποια έλξη. Για τον νεότερο πολίτη με οικογένεια, όμως, η αμοιβή του ενόρκου θα ήταν ένα χρήσιμο μέσο υποστήριξης αλλά όχι επαρκές μέσο διαβίωσης. Επιπλέον, ήταν πιθανό να εισπράξει μέχρι το διπλάσιο ποσό (ή μεγαλύτερο) από αμειβόμενη εργασία, αν αυτή υπήρχε. Για τον μεγαλύτερης ηλικίας πολίτη, που είχε λιγότερες πιθανότητες επικερδούς απασχόλησης, ο μισθός του ενόρκου ήταν πολύ πιο ελκυστικός: 120 ημέρες στο δικαστήριο θα του απέφεραν έναν οβολό για κάθε ημέρα του χρόνου. Αν χρειαζόταν, θα μπορούσε να ζήσει με περίπου έναν οβολό την ημέρα, αλλά οι περισσότεροι ηλικιωμένοι πολίτες μάλλον συντηρούνταν σε διαφορετικό βαθμό από τις οικογένειές τους. Ο Βδελυκλέων δεν πρέπει να ήταν ο μόνος που ()α επιθυμούσε να ζήσει ο πατέρας του με κάποια άνεση, με την υποστήριξη του γιου του, χωρίς να ασκεί καθήκοντα δικαστή. Αλλά ο Φιλοκλέων σαφώς απολάμβανε αυτή τη δραστηριότητα και την ανεξαρτησία που του εξασφάλιζε η υπηρεσία και η αμοιβή του ως ενόρκου[92].
Στον αιώνα που μεσολάβησε από την εποχή του Κλέωνα μέχρι τη δεκαετία του 320 η αμοιβή των ενόρκων δεν αυξήθηκε. Αλλά η αμοιβή για παράσταση στην Εκκλησία αυξήθηκε από 3 οβολούς στο τέλος της δεκαετίας του 390 σε 6-9 οβολούς στη δεκαετία του 320, συμβαδίζοντας έτσι περίπου με την αύξηση των ημερομισθίων για τους οικοδόμους, αν μπορούμε να θεωρήσουμε τις τιμές των λογαριασμών του Ερεχθείου και των λογαριασμών της Ελευσίνας ενδεικτικές για το επίπεδο των ημερομισθίων στο τέλος του 5ου αιώνα και στη δεκαετία του 320[93]. Η ευκολότερη εξήγηση – ότι η υπηρεσία των ενόρκων εξακολουθούσε να είναι γενικά δημοφιλής, ενώ η Εκκλησία αντιμετώπιζε προβλήματα – υποστηρίζεται κάπως από μια πρόσφατη μελέτη των χάλκινων πινακίων που χρησιμοποιούνταν από τους δικαστές για τα συσσίτια. Τα χάλκινα πινάκια, που άρχισαν να χρησιμοποιούνται περίπου το 378 και αντικαταστάθηκαν από ξύλινα πινάκια για τους ενόρκους γύρω στο 350, φαίνεται πως άλλαζαν συχνά χέρια, πράγμα που δείχνει ότι υπήρχε ανταγωνισμός για την υπηρεσία των ενόρκων, με ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σώμα δικαστών και όχι ένα σχετικά σταθερό, ισόβιο σώμα ενόρκων[94].
Υπάρχουν, όμως, μερικές ενδείξεις για έλλειψη πολιτών που να ήταν διαθέσιμοι ή να ενδιαφέρονταν για την υπηρεσία των ενόρκων. Ο Αριστοφάνης στον Πλούτο αναφέρεται στην πρακτική της συμμετοχής σε περισσότερους από έναν δικαστικούς καταλόγους[95]. Αυτή η πρακτική μπορεί να δείχνει μια έλλειψη πολιτών, ως αποτέλεσμα των συνδυασμένων επιπτώσεων του πολέμου και του λοιμού κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Μπορεί, όμως, να ήταν επίσης αποτέλεσμα της μειωμένης δραστηριότητας των δικαστηρίων μετά την κατάρρευση της αθηναϊκής ηγεμονίας και των μειωμένων πιθανοτήτων είσπραξης των 3 οβολών. Η πολλαπλή εγγραφή θα αύξαινε τις πιθανότητες επιλογής. Δεύτερον, ίσως πίσω από τις αλλαγές της οργάνωσης των Δικαστηρίων να κρύβονται προβλήματα ύπαρξης πολιτών διαθέσιμων για υπηρεσία στα δικαστήρια και στον στρατό, ειδικότερα πίσω από την αλλαγή που προέβλεπε, αντί τον διορισμό των πολιτών στην αρχή της διετίας τους σ’ έναν κατάλογο ενόρκων (που διορίζονταν κάθε μέρα σ’ ένα δικαστήριο), τον διορισμό ατόμων κάθε μέρα μεταξύ εκείνων των δικαστών που παρουσιάζονταν. Σ’ αυτές τις αλλαγές πρέπει να αναγνωριστούν και άλλοι παράγοντες, όπως τα προβλήματα της δωροδοκίας των ενόρκων[96]. Τόσο η πολλαπλή εγγραφή όσο και το πιο εύκαμπτο σύστημα του ατομικού διορισμού μπορεί να δείχνουν μια έλλειψη δικαστών. Ίσως αυτή η έλλειψη να περιοριζόταν στη γενεά που ακολούθησε την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403 και τα δημογραφικά προβλήματα ίσως να ήταν λιγότερο σοβαρά κατά τη δεκαετία του 370, όταν καθιερώθηκε το σύστημα του ατομικού διορισμού. Γενικά, όμως, τα προβλήματα φαίνεται ότι ήταν μάλλον δημογραφικά και προβλήματα εργατικού δυναμικού παρά προβλήματα απάθειας.
Κατά τις επόμενες δεκαετίες, υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες οι δραστηριότητες των δικαστηρίων περικόπτονταν ή αναστέλλονταν. Σε κάποιο σημείο μεταξύ 370 και 362 τα δικαστήρια δίκαζαν μόνο δημόσιες αγωγές και όχι ιδιωτικές. Ο Απολλόδωρος κατέφυγε στην απαγγελία (δημόσιας) κατηγορίας κατά του Φορμίωνα για ύβρι (αλαζονική ή εξοργιστική συμπεριφορά), ενώ άλλοι πολίτες που είχαν διαφορές οι οποίες δεν επέτρεπαν τέτοιες εναλλακτικές λύσεις ήταν υποχρεωμένοι να αρκεστούν στις αποφάσεις των δημόσιων διαιτητών. Αυτή η περικοπή αποδόθηκε στον «πόλεμο» (δηλαδή, τον πόλεμο κατά των Θηβαίων)[97]. Αργότερα, ένας ταξίαρχος ισχυριζόταν ότι το 348 δεν μπόρεσε να απαγγείλει αμέσως μια κατηγορία για λιποταξία επειδή δεν πληρώνονταν οι αμοιβές των Δικαστηρίων[98]. Οι οικονομικές δυσκολίες (το 348, μετά την Ευβοϊκή εκστρατεία) και η απουσία των Αθηναίων που υπηρετούσαν στο εξωτερικό μπορεί να ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες γι’ αυτή τη διακοπή των δραστηριοτήτων των δικαστηρίων.
Πρέπει να σημειωθεί ότι εάν, όπως φαίνεται πιθανό, το σύστημα του ατομικού διορισμού καθιερώθηκε στη δεκαετία του 370 και ένας από τους κύριους στόχους του ήταν η αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούσαν οι ανάγκες του πολέμου σε ανθρώπινο δυναμικό, το σύστημα δεν επιτύγχανε πάντοτε το σκοπό του. Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι το νέο σύστημα πρέπει να είχε καταργήσει σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη να εμφανίζεται πολύ μεγάλος αριθμός πολιτών μία ή δύο φορές το χρόνο, κάτι που ήταν σύμφυτο στα προηγούμενα συστήματα. Αν και δεν ξέρουμε πώς λειτουργούσε οποιοδήποτε από αυτά τα συστήματα σε καθημερινή βάση και δεν έχουμε καμία ένδειξη για τον αριθμό των δικαστηρίων ή των ενόρκων που συνεδρίαζαν σε συγκεκριμένες ημέρες, είναι απίθανο να χρειάζονταν 6.000 δικαστές για μία ημέρα, και μάλιστα με το νέο σύστημα[99]. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψιν ότι πολλά ζητήματα, για τα οποία είχαν διαφορές οι κοινοί Αθηναίοι πολίτες, μπορεί να ήταν ασήμαντα και να ρυθμίζονταν κατά τον 4ο αιώνα από τους Τεσσαράκοντα και τους διαιτητές και όχι από τα Δικαστήρια[100]. Με λίγα λόγια, τα Δικαστήρια είναι απίθανο να χρειάζονταν τις μεγάλες συγκεντρώσεις πολιτών, που συνεπάγονταν οι διατάξεις περί απαρτίας για την επιτυχή συζήτηση ορισμένων υποθέσεων στην Εκκλησία.
Εάν, όπως πιστεύεται γενικά, η υπηρεσία του ενόρκου ασκούσε ισχυρή έλξη στους Αθηναίους πολίτες, ποια ήταν η βάση αυτής της έλξης; Η αναγνώριση της φήμης τους ως φιλόδικων δεν εξηγεί αυτή την έλξη[101]. Φυσικά είναι φανερό ότι το πεπρωμένο και οι τύχες των ατόμων βρίσκονταν στα χέρια των πολιτών-ενόρκων. Οι ένορκοι ένιωθαν μια αίσθηση ισχύος και κύρους, που περιγράφεται με μεγάλη ζωντάνια από τον Αριστοφάνη στο πρόσωπο του Φιλοκλέωνα και του χορού των σφηκών, που απολάμβαναν τη δύναμή τους και την προσοχή που τους έδιναν οι ισχυροί και οι πλούσιοι. Για τον Βδελυκλέωνα, οι δικαστές έπασχαν από την ψευδαίσθηση ότι ήταν οι κύριοι του κράτους, αλλά στα δικά τους μάτια είχαν την ισχύ βασιλέων[102]. Όλοι οι κρατικοί αξιωματούχοι έπρεπε να λογοδοτήσουν για τις δραστηριότητες τους, αλλά μόνο για τους δικαστές δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση και οι αποφάσεις τους δεν ήταν εφέσιμες[103]. Ως μέλος της Εκκλησίας, ο πολίτης μπορούσε να βρίσκει ανιαρή ή μη ελκυστική την καθημερινότητα πολλών από τις υποθέσεις και τις περιπλοκές άλλων υποθέσεων, και επιπλέον θα μπορούσε να ψηφίσει μια πρόταση για να διαπιστώσει ότι είχε εμποδιστεί εξαιτίας μιας κατηγορίας για αντισυνταγματικότητα. Αυτή η κατηγορία ασκείτο στα δικαστήρια, όπου οι δικαστές μπορούσαν να αποφασίσουν εναντίον της απόφασης της Εκκλησίας. Κατά τον 4ο αιώνα η κατηγορία κατά μιας παράνομης πρότασης χρησιμοποιόταν όλο και συχνότερα, εν μέρει επειδή οι πολιτικοί ηγέτες προσπαθούσαν να παρακάμψουν την επίπονη διαδικασία της τροποποίησης της νομοθεσίας και εν μέρει ως όπλο πολιτικού πολέμου[104]. Επειδή οι αποφάσεις της Εκκλησίας μπορούσαν να ανασταλούν ή να ανατραπούν, οι δικαστές αποκτούσαν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της λήψης αποφάσεων. Επίσης, ο ρόλος τους στη νομοθετική διαδικασία είχε ενισχυθεί από την καθιέρωση γύρω στο 403 συγκεκριμένων διαδικασιών για την αναθεώρηση των νόμων, επειδή οι νομοθέτες, οι οποίοι μετά από συζήτηση στην Εκκλησία αφήνονταν να εξετάσουν και να εγκρίνουν τους νέους νόμους ή τις τροποποιήσεις υφιστάμενων νόμων, εκλέγονταν με κλήρο μεταξύ των δικαστών. Σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τον 4ο αιώνα φαίνεται ότι αγνοήθηκε η στρατολόγηση των νομοθετών μόνο από τους δικαστές[105].
Επιφορτισμένοι με αυτές τις εξουσίες και με τα γενικά δικαστικά καθήκοντά τους, οι δικαστές ένιωθαν ότι οι ενέργειές τους ήταν αποφασιστικές και ότι η εξουσία τους ήταν οριστική. Ή, όπως παρατήρησε αναδρομικά ο συγγραφέας της Αθηναίων Πολιτείας, που έγραφε κατά τη δεκαετία του 320 αξιολογώντας το θεσμό του Σάλωνα για το δικαίωμα άσκησης έφεσης ενώπιον της Ηλιαίας, «όταν ο Δήμος είναι κύριος της ψήφου (στα δικαστήρια) γίνεται κύριος του κράτους». Στο τέλος του 5ου αιώνα η δύναμη των δικαστών γινόταν όλο και πιο φανερή και κατά τον 4ο αιώνα ίσως να υπήρξε μια σημαντική μετατόπιση στην ισορροπία δυνάμεων στα Δικαστήρια[106].
Ίσως σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό απ’ όσο στην Εκκλησία, όπου υπήρχε τουλάχιστον η τακτική πρόσκληση προς οποιονδήποτε να μιλήσει στη συγκέντρωση των πολιτών, ο πολίτης στο δικαστήριο μπορούσε να παίζει παθητικό ρόλο και να μην εκθέτει την απειρία του ή την έλλειψη λεπτομερούς γνώσης και κατανόησης. Επιπλέον, στο Δικαστήριο είχε το όπλο της μυστικής ψήφου. Όπως δήλωνε ο Φιλοκλέων, ο δικαστής, αν και συγκινείτο από τις ικεσίες του κατηγορουμένου, ήταν ελεύθερος να μην κάνει τίποτα από τα πράγματα που είχε πει ότι θα κάνει[107]. Στα μέσα του 4ου αιώνα ο Ισοκράτης περιέγραφε έναν από τους συνεργάτες του να τον προειδοποιεί για τις επιπτώσεις του φθόνου και της φτώχειας, που οδηγούσαν μερικούς ανθρώπους να καταστρέφουν, αν μπορούσαν, εκείνους που φθονούσαν κι αυτό όχι από άγνοια αλλά από πρόθεση και επειδή δεν περίμεναν να τους ανακαλύψουν[108]. Με παρόμοιο τρόπο, ο Αριστοτέλης υπαινισσόταν ότι οι δημαγωγοί της εποχής του χρησιμοποιούσαν τα Δικαστήρια για να αποσπάσουν την εύνοια του Δήμου και προέτρεπε να αναχαιτιστεί η κατάχρηση με τη μεταφορά της δημευόμενης περιουσίας στο ιερό ταμείο και όχι στο δημόσιο ταμείο[109]. Νωρίτερα, κατά τη δεκαετία του 390 ή του 380, ο Επικράτης και οι συνεργάτες του, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Λυσία, είχαν προσπαθήσει να επιτύχουν άδικες αποφάσεις, προειδοποιώντας τους ενόρκους ότι δεν θα πληρώνονταν αν δεν καταδίκαζαν τους κατηγορουμένους. Στον ίδιο λόγο, όμως, ο Λυσίας ισχυριζόταν επίσης ότι ήταν συνηθισμένο για τους ενόρκους να καταδικάζουν αλλά εν συνεχεία να μην επιβάλλουν ποινές[110]. Γενικά, πάντως, μπορούμε να δεχθούμε ότι οι πλούσιοι είχαν το φόβο ότι η περιουσία τους μπορούσε να κατασχεθεί από τα δικαστήρια.
5. Εκκλησία ή δικαστήρια;
Παρά την ισχύ των δικαστηρίων, είναι φανερό ότι οι φορολογούμενοι προτιμούσαν να συμμετέχουν στην Εκκλησία παρά να υπηρετούν στα δικαστήρια. Γιατί; Γι’ αυτούς η ιδέα του Αριστοτέλη για την ενασχόληση με τις ιδιωτικές υποθέσεις μπορεί να ήταν κρίσιμος παράγοντας. Συζητώντας τη σημασία της διεξαγωγής μερικών συνεδριάσεων της Εκκλησίας και μερικών συνεδριάσεων των μεγάλων δικαστηρίων, ο Αριστοτέλης παρατηρούσε ότι οι εύποροι άνθρωποι δεν είναι πρόθυμοι να απομακρυνθούν από τις ιδιωτικές υποθέσεις τους για πολλές ημέρες, αλλά είναι πρόθυμοι να απομακρυνθούν για ένα σύντομο διάστημα[111]. Επομένως, από την άποψη του αριθμού των ημερών, οι εύποροι θα είχαν την τάση να δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την Εκκλησία παρά για τα δικαστήρια. Σχετικό ήταν και το απρόβλεπτο της εκλογής με κλήρο. Οι ένορκοι έπρεπε να παρουσιάζονται στα δικαστήρια για να λάβουν μέρος στις διαδικασίες του διορισμού, που ήταν από μόνες τους χρονοβόρες και εκνευριστικές[112]. Οι ηλικιωμένοι ή οι φτωχοί, οι άνθρωποι με ελάχιστες ή καθόλου εναλλακτικές μορφές απασχόλησης, είχαν χρόνο για να δοκιμάσουν την τύχη τους. Εκτός εάν μια συγκεκριμένη ημέρα παρουσιάζονταν πολύ λίγοι δικαστές, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι σαφώς απρόβλεπτο, ιδίως μετά την καθιέρωση του ατομικού διορισμού κάθε μέρα, αν και ίσως η καθημερινή οργάνωση των δικαστηρίων περιόριζε στο ελάχιστο αυτό το φαινόμενο. Και στους ευπόρους δεν θα άρεσε η προοπτική να μην κληρωθούν και να δουν να εκλέγεται ένας φτωχός. Επίσης, οι περισσότεροι από τους πλουσιότερους πολίτες μπορεί να αρκούνταν να διάγουν μια συγκριτικά ιδιωτική ζωή και να δείχνουν κάποιον ενθουσιασμό για την εκτέλεση λειτουργιών. Άλλοι μπορούσαν να δεχθούν τους κινδύνους και τα οφέλη ενός πρωταγωνιστικού ρόλου στο δημόσιο βίο της Αθήνας. Όμως στην Εκκλησία παίρνονταν ζωτικές αποφάσεις που επηρέαζαν όλους τους ευπόρους – ιδίως ψηφοφορίες για πόλεμο (ή για την απόρριψη των προτάσεων ειρήνης) οι οποίες αν και παρείχαν πρόσθετες ευκαιρίες σε μερικούς από αυτούς, θα μπορούσαν να τους επιβάλουν φόρο περιουσίας ή την εκτέλεση τριηραρχιών[113].
Αυτοί οι πρακτικοί λόγοι προτίμησης προς την Εκκλησία ενισχύονταν ίσως ή συνδέονταν στενά με λόγους παράδοσης και ιστορίας. Τα Δικαστήρια δεν ήταν μόνο λαϊκά στη λειτουργία και τη σύνθεσή τους (αντίθετα από την κατάσταση που επικρατούσε στα περισσότερα άλλα κράτη) αλλά, κατά τη γνώμη των συντηρητικών πολιτών, είχαν διαφθαρεί και στιγματιστεί από την καθιέρωση της κρατικής αμοιβής (μισθού) στα μέσα του 5ου αιώνα[114]. Η συμμετοχή στην Εκκλησία ήταν ίσως πιο «αξιοσέβαστη» από τη συμμετοχή στα δικαστήρια. Τα σχόλια που αποδίδονται στους «νέους με τα χτυπημένα αυτιά» για τη φθοροποιό επίδραση της καθιέρωσης της αμοιβής των ενόρκων από τον Περικλή μπορεί να θεωρηθούν τυπικά των απόψεων των ανθρώπων με κάποια περιουσία γενικά[115]. Ο χορός στις Εκκλησιάζουσες θρηνολογούσε ότι την εποχή του «ευγενούς Μυρωνίδη» κατά το πρώτο μισό του 5ου αιώνα κανείς δεν θα καταδεχόταν να πάρει χρήματα για να συμμετέχει στην Εκκλησία και να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της πόλης[116]. Αυτά τα αισθήματα, αν και δοσμένα με κάποια υπερβολή, αντικατόπτριζαν τις απόψεις των ευπορών όχι μόνο κατά την εποχή του Μυρωνίδη αλλά, ουσιαστικά, και κατά τη δεκαετία του 390. Ακόμη και μετά την καθιέρωση της αμοιβής για συμμετοχή στην Εκκλησία, αυτή η στάση απέναντι σ’ ένα θεσμό που ήταν παλαιότερος και πιο παραδοσιακός (αν και όχι ανεπίδεκτος μεταβολής) από τα δικαστήρια με τον φανερά μεταβαλλόμενο χαρακτήρα τους και τις εκτεταμένες υποθέσεις τους παρέμενε ισχυρή. Φαίνεται ότι οι φορολογούμενοι εξακολουθούσαν να αναγνωρίζουν ότι η συμμετοχή στην Εκκλησία ήταν σημαντική για την προστασία των συμφερόντων τους.
Αυτές οι σκέψεις και το ποσό της αμοιβής υποδηλώνουν έντονα ότι ο κύριος στόχος των οικονομικών κινήτρων για παράσταση στην Εκκλησία ήταν οι φτωχότεροι πολίτες[117]. Η πληρωμή 1,2 ή 3 οβολών ή ακόμη και οι αυξήσεις στο διάστημα μεταξύ των δεκαετιών του 390 και του 320 δεν θα ήταν ελκυστικό δόλωμα για τους ευπόρους. Ίσως κατά τη δεκαετία του 390 να υπήρχε το αίσθημα ότι έπρεπε να συμμεθέξει στην Εκκλησία μεγαλύτερη ποικιλία πολιτών για να περιοριστούν στο ελάχιστο οι κίνδυνοι μιας επανάληψης της πολιτικής αναταραχής του τέλους του 5 ου αιώνα.
Συνοψίζοντας, ο ελεύθερος χρόνος (που οφειλόταν στην κατοχή κάποιου πλούτου ή στην πρόβλεψη δημόσιας πληρωμής) και τα οικονομικά ζητήματα ήταν κρίσιμοι παράγοντες για να ενεργοποιήσουν το ενδιαφέρον ενός Αθηναίου για τις υποθέσεις της πόλης και να τον οδηγήσουν, για παράδειγμα, να παρίσταται στην Εκκλησία ή να υπηρετεί ως ένορκος. Η οικογενειακή παράδοση και το ατομικό συμφέρον και η φιλοδοξία ήταν επίσης σημαντικά. Μεταξύ των άλλων μεταβλητών, ο τόπος διαμονής θα ήταν πιο καθοριστικός παράγων για τους φτωχούς παρά για τους πλουσίους, ενώ θεωρείται ότι η επίδραση των φτωχών αστών ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των αγροτών «συγγενών» τους με ανάλογους οικονομικούς πόρους[118]. Πολλοί από τους φτωχούς, και ίσως ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι, μπορεί να προσελκύονταν στα δικαστήρια κατά τον 5ο αιώνα από την αμοιβή που προσφερόταν. Κατά τον 4ο αιώνα, η αίσθηση της δύναμης και της σημασίας του ενόρκου ίσως να αποτελούσε ολοένα και πιο καθοριστικό παράγοντα στις αντιλήψεις των φτωχών. Οποιαδήποτε μετατόπιση της ισορροπίας από την Εκκλησία προς τα δικαστήρια ίσως να βοηθά για να εξηγηθεί η συνεχιζόμενη έλξη του λειτουργήματος των ενόρκων.
--------------------------
[1] Βλ.5.
[2] SEG 19.149 (=Meritt και Traill αρ. 42)· Rhodes 4-6- πρβλ. Sundwall (1906) 1-18- Larsen (1955) 11.
[3] Βλ.6
[4] [Δημ.] 49.22. Πρβλ. Λυσ. 20.11-12 και Gomme 38-9 για μια τάση (περισσότερο εμφανή τον 4ο αιώνα) μεγαλύτερης αναλογίας ανδρών στη δημόσια ζωή που προέρχονται από παράκτιους δήμους ή από δήμους της ενδοχώρας, παρά από την πόλη – μια τάση που υποδηλώνει κάποια κίνηση για διαμονή από την εξοχή στην πόλη· βλ. σημ. 118 και R. Osborne 60-3.
[5] Ο Gomme 37-48 μεγαλοποιεί την κίνηση από τις αγροτικές περιοχές τον 5ο και 4ο αιώνα. Η αναμφίβολη κίνηση πολλών ευκατάστατων πολιτών ή επιχειρηματιών (βλ. σημ. 4) δεν μπορεί να υποτεθεί ότι έχει εφαρμογή σε ένα μεγάλο αριθμό Αθηναίων οι οποίοι ήταν πολύ προσκολλημένοι στην προγονική τους γη (βλ. Θουκ. 2.14-17). Επιπλέον, η ανάλυσή του για τις απελευθερωτικές επιγραφές (οι οποίες δείχνουν ότι σχεδόν όλοι οι πρώην δούλοι ζούσαν στην Αθήνα ή στον Πειραιά) παραβλέπει την πιθανότητα ότι πολλοί πρώην δούλοι μετακινήθηκαν μακριά από την περιοχή στην οποία ήταν γνωστοί ως δούλοι. Αυτό επίσης υποθέτει ότι τα τεχνικά επαγγέλματα υποδηλώνουν αστική διαμονή· ακόμη και οι υφάντρες, όπως σημειώνει ο Gomme 42 σημ. 9, κυρίως, θα έχουν εργαστεί στο σπίτι, ενώ δραστηριότητες κατασκευής, διανομής και άλλες τις οποίες αυτός περιγράφει ως αστικές, ακολουθήθηκαν όχι μόνο στην Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά επίσης και στους αγροτικούς δήμους: «βιομηχανικές» δραστηριότητες μεταφέρθηκαν, για παράδειγμα, στο Θορικό στη νοτιοανατολική Αττική. Βλ. Randall (1953) 204-6 για μια ανάλυση της εγγραφής στο δήμο πολιτών και μετοίκων και της διαμονής των μετοίκων που εργάζονταν στο Ερεχθείο μεταξύ 409 και 405 (IG Ρ.474-9). Για τη μετανάστευση στην πόλη, βλ. επίσης Whitehead 353-7, και για την κατοχή σπιτιού μέσα ή κοντά στην Αθήνα ή τον Πειραιά, βλ. R. Osborne 50.
[6] Βλ. Hansen (1983C) 233-6, R. Osborne 69.
[7] Λυσ. 23.3 (και 6).
[8] Hansen (1983C) 235-7.
[9]ΑΠ 762.2
[10] ΑΠ 44.2,59.2 (και CAAP)· IG Ρ. 105, Θουκ. 6.14, Ξεν. Ελλ. 1.7.12-15, Δημ. 24-50, Υπ. 2.4- 6· Rhodes 16-28,194-6
[11] Βλ. κεφ. 2.2 και σημ. 32 και Παράρτημα 2Β.
[12] ΑΠ 62.2· Hansen (1979Α) 5-22 και (1971-80Β) 105-25, Gabrielsen (1961) 57-87 και D.M. Lewis (1982) 269.
[13] [Δημ.] 59.73: για τον φίλο έγινε υπαινιγμός ότι έφτασε έρποντας στον βασιλέα, ο οποίος περιγράφεται ως άπειρος στις υποθέσεις.
[14] [Ξεν.] ΑΠ 1.3 (ισχυριζόμενος ότι ο Δήμος επιζητεί αξιώματα για την πληρωμή, αλλά αποφεύγει τα (αιρετά) στρατιωτικά αξιώματα), Δημ. 24.112 (φτωχοί αξιωματούχοι που εκλέγονταν με κλήρο αντιπαραβάλλονται προς πλούσιους, εκλεγμένους πρέσβεις), πρβλ. ΑΓ747.1· πρβλ. Θουκ. 2.37.1· Jones 104
[15] Ruschenbusch(1979C) 177-80και(198ΙΑ) 103-5,Rhodes(1980Β) 191-201· R. Osborne43- 5. Για βουλευτικές εναλλαγές ή αντιπροσώπους, βλ. Meritt και Traill αρ. 492, Rhodes 7-8, Traill (1981) 161-9, Whitehead 267-9
[16] Οι 30.000 του Ηροδ. 5.97.2 (και 8.65.1) πρέπει να θεωρηθούν ως συμβατικός αριθμός: Gomme 3, Patterson (1981) 51-6- βλ. Παράρτημα ΙΑ. Ένα σημαντικό απόθεμα πιθανών βουλευτών είναι επίσης συμβατό με την ελκυστική υπόθεση του Hansen (1986) 55-6,80-2 ότι ο μέσος όρος ηλικίας 62 βουλευτών την περίοδο 403-322 ήταν τουλάχιστον τα 40 χρόνια, γεγονός που θα μπορούσε να δηλώσει ότι δεν ήταν επιτακτικό για πολίτες να προσφερθούν εθελοντικά αφού είχαν φθάσει στην ελάχιστη ηλικία των 30 ετών ή αμέσως μετά.
[17] Βλ. 3.2
[18] Λυσ. 31.33, πρβλ. Ισοκρ. 15.145,150, Αρ. Γεωργοί απ. 1 για έναν αγρότη, που επιθυμούσε να πληρώσει για να μην τον πιέσουν να αναλάβει αξίωμα, και τον Αλαζόνα (Θεοφρ. Χαρ. 24.5) ο οποίος, όταν εκλέχτηκε (με ψήφο) στο αξίωμα, απάλλαξε τον εαυτό του από τον όρκο, λέγοντας ότι δεν έχει χρόνο. Για τη διαδικασία της εκλογής βουλευτών, βλ. Staveley 52- 4, Whitehead 320-1.
[19] Δημ. 57.9-13,15 (πιθανόν 346/5 π.Χ.). Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ένα ακόμα συμπέρασμα από τους αριθμούς του Ευξίθεου – την πολύ υψηλή αναλογία των ανδρών του δήμου που παρουσιάζεται: 73 από 80-90 άνδρες του δήμου – εάν δεχθούμε τους αριθμούς κατά γράμμα. Ομολογουμένως, η εργασία αυτής της συγκεκριμένης συνεδρίασης ήταν ζωτικής σημασίας – ψηφοφορία για τις διεκδικήσεις για πολιτικά δικαιώματα σε όλους τους δημότες – και είναι πολύ πιθανό ότι αυτή η ψηφοφορία ήταν μέρος της γενικής αναθεώρησης ή ελέγχου των καταλόγων του δήμου που ψηφίστηκε από την Εκκλησία το 346/5. Αλλά οι αριθμοί που δόθηκαν από τον Ευξίθεο, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι κρυβόταν συνωμοσία πίσω από την απόρριψη στη συνεδρίαση του αιτήματος του για απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη, πρέπει να ερμηνευθούν ευρέως και, βεβαίως, να εξεταστούν με προσοχή· βλ. Hansen (1986) 10-12 (που υποθέτει ότι άνδρες 30 ετών αντιπροσώπευαν το 2,7% όλων των ανδρών άνω των 18 ετών βάσει ενός πίνακα προτύπου ζωής με επίπεδο θνησιμότητας 4 (προσδόκιμο επιβίωσης κατά τη γέννηση 25,26 χρόνια) και ετήσια αύξηση 0,5%), 62-4·
[20] Δημ. 22.35-7- για τον όρο ρήτωρ, βλ. Hansen (1983Α) 33-55, κυρίως 43-9.
[21] Δημ. 22.35-7. Για την ημερομηνία, βλ. Sealey (1955) 89-92, Cawkwell (1962Β) 40-5- πρβλ. D.M. Lewis (1954)43-4.
[22] Δημ. 22, ιδίως 1-11, 16,47-8.
[23] Δημ. 22.35-7.
[24] Δημ. 22, κυρίως 4, 35,42-8,66, 69-73, και 24, ιδίως 160-2, Tod 152 (βλ. Cawkwell (1981) 51), JG ΙΙ2.61.6-7· ΡΑ 915, APF33-4, D.M. Lewis (1954) 34,43-7, Harding (1976) 186-200. Βλ. Δημ. 24.12 -16 για το διορισμό του Ανδροτίωνα, to 355, ως ενός από τους τρεις απεσταλμένους «τον Μαύσωλο, Tod 167 για το ψήφισμά του προς τιμήν των κυριάρχων του Βοσπόρου, και Jacoby FGrH 324 για την Ατθίδα (Ιστορία της Αθήνας) την οποία έχει λεχθεί ότι την έγραψε στην εξορία στα Μέγαρα και δημοσιεύθηκε περίπου το 340.
[25] Βλ. R. Osborne 68-9, και σύγκρινε τη Βουλή του 405/4 στην οποία λέγεται ότι ο Σάτυρος και ο Χρέμων (Λυσ. 30. 14) είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή.
[26] Δημ. 19.13, 154-5.
[27] ΑΠ 30.6 (πρόστιμο 1 δραχμής την ημέρα)· πρβλ. Λυσ. 20.14 -16- Αριστ. Πολ. 1297al7-24.
[28] Δημ. 22.39.
[29] Βλ. Η.Α. Thompson (1937) 115-224, ιδίως 132-5, 153-60, McDonald (1943) 171-9, Rhodes 30-5, ιδίως 31 σημ. 1, και Thompson και Wycherley 29-36. Για αποκαταστάσεις των εσωτερικών διευθετήσεων, βλ. Rhodes, σχέδια Ε και F.
[30] Βλ. 5
[31] Ανδοκ. 1.87· [Δημ.] 59.89-90, Δημ. 24.45-6- IG Ι3.52 (ML 58Β). 15-19- Πλουτ. Αριστ. 7.6- Rhodes 196-8, W.E. Thompson (1979) 149, Hansen 7-8,25-6,212-13.
[32] Βλ. κεφ. 3.5. Οι αρχές της αντίληψης μιας απαρτίας 6.000 είναι αφανείς και η συνηθισμένη υπόθεση ότι η απαίτηση για οστρακισμό θεσπίστηκε, στην αρχή, από τον Κλεισθένη, δεν είναι βέβαιη. Ο Patterson (1981) 51-5, ο οποίος συζητά ότι ο πληθυσμός των πολιτών δεν έφθανε τις 30.000 μέχρι τη δεκαετία του 460, έχει εισηγηθεί ότι στα τέλη της δεκαετίας του 460 και τις αρχές εκείνης του 450 ίσως είχε δημιουργηθεί ενδιαφέρον για αντιπροσωπευτική συνέλευση και δικαστήρια και τότε υιοθετήθηκε η απαρτία (ή ορίστηκε στο επίπεδο των 6.000). Βλ. Meiggs (1964) 2-3 για απαρτία του ενός πέμπτου του συνόλου.
[33] Θουκ. 8.72 (μτφρ. Crawley).
[34] ΑΠ 43.5· Πλουτ. Αλκ. 13, Nw, 11
[35] Connor και Keaney (1969) 313-19. Για τις δημογραφικές συνέπειες του Πελοποννησιακού Πολέμου (συμπεριλαμβανομένων των απωλειών που οφείλονται στις μάχες και στο λοιμό), βλ. Strauss 73-91, 92 σημ. 4, 94 σημ. 11.0 αριθμός των Αθηναίων πολιτών που κατοικούσαν στην Αττική ίσως είχε πέσει περίπου στις 20.000 τους τελευταίους μήνες του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά έκτοτε αυξήθηκε από τους κληρούχους και άλλους Αθηναίους, τους οποίους ο Λύσανδρος εξανάγκασε να γυρίσουν στην Αθήνα· η πολιορκία της Αθήνας και ο εμφύλιος πόλεμος του 404-3 είχαν τα θύματά τους, ενώ στην περίοδο μετά το 403 κάποιοι Αθηναίοι εγκατέλειψαν την Αθήνα – για παράδειγμα για στρατιωτική απασχόληση (Ξεν. Ελλ. 3.1.4). Βλ. Gomme 26, Ehrenberg (1969) 33, Strauss (1979) 81-2,89, Hansen (1986) 68.
[36] AΠ 41.3.
[37] [Δημ.] 59.89-90· πρβλ. Hansen 11-13,21-2.
[38] Αρ. Αχαρνής 19-24, αλλά αν κρίνουμε από τις Εκκλ. 376-88 το σχοινί χρησιμοποιήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 390 για να κρατήσουν τους αργοπορημένους μακριά από εκείνους οι οποίοι έφτασαν νωρίς και θα έπαιρναν πληρωμή (πρβλ. Εκκλ. 282-4,289-92, Θεσμ. 277-8)· πρβλ. Hansen 27-8, 34, 131-8- βλ. RIG 466 για ένα ψήφισμα του 3ου αιώνα από την Ιασό που περιόριζε την πληρωμή σε εκείνους που έφθασαν μέσα σε έναν ορισμένο χρόνο μετά την ανατολή (όπως καθορίστηκε από τη χρήση της κλεψύδρας).
[39]Buchanan (1962)26-7.
[40] Για άλλες τοποθεσίες, στις οποίες συνερχόταν η Εκκλησία κατά την περίοδο που εξετάζουμε (το θέατρο του Διονύσου και ο Πειραιάς, αλλά πιθανόν όχι η Αγορά), βλ. McDonald (1943)44-59, Staveley 79-80, Hansen 3-7,21.
[41] Κουρουνιώτης και Η.A. Thompson (1932) 90-217, Dinsmoor (1933) 180-2, McDonald (1943) 70-6, Τραυλός (1971) 466-75, Hansen 16-18, 23,27-8, Moysey (1981) 31-7, H.A. Thompson (1982) 133-47.
[42] Hansen 10-20,22.
[43] MJ. Osborne (1972) 138-40και Naturalization2.56-T, [Δημ.] 59.89-90, IGU2. 336,448.
[44] Hansen 12-16, αλλά o Hansen (1986) 18 δέχεται την πιθανότητα της χαλάρωσης των απαιτήσεων για απαρτία σε καιρό πολέμου.
[45] Οι απαιτήσεις του εορταστικού ημερολογίου, εντούτοις, θα έχουν περιορίσει αυστηρά
τον αριθμό των ημερών που ήταν διαθέσιμες για τις συνεδριάσεις της Εκκλησίας· βλ. Mikalson (1975Β) 186-93· πρβλ. Hansen 13-16,23,89-90.
[46] Hansen, 18-19· πρβλ. Kluwe (1976)295-333
[47] ΑΠ44.3, Hansen 103-21, ιδίως 110-13· πρβλ. Staveley 81-7, Boegehold (1963) 327-4. Για τους αριθμούς των ψηφοφοριών στις υποθέσεις των δικαστηρίων, βλ. IGII2.1641 Β.30-3 (100 ψήφοι για καταδίκη, 399 για αθώωση: μέσα του 4ου αιώνα), Πλ. Απ. 36a (μια μεταφορά 30 ψήφων θα είχε καταλήξει στην αθώωση του Σωκράτη), Αισχίν. 3.252 (ο Λεωκράτης αθωώθηκε με ισοψηφία), και άλλα παραδείγματα αναφέρονται από τον Hansen 110, 118. Για την αθηναϊκή Εκκλησία στη ρωμαϊκή περίοδο, βλ. IG II2.1035.3 (3.461 ψήφοι υπέρ, 155 κατά), 1051Β.26-7,1053.11-13. Για άλλες πόλεις, βλ. τη μαρτυρία που παρατίθεται από τον Hansen 112, 118: οι τρεις αριθμοί για τη Μαγνησία στο Μαίανδρο (2.113, 3.580 και 4.678), ο μικρός αριθμός των 600 (584 ψήφοι υπέρ, 16 κατά) στη Μίλητο και η αντιπαράθεση μεταξύ (πιθανόν στρογγυλευμένα νούμερα) 1.200 και 4.000 στην Αλικαρνασσό υπογραμμίζει τις μεταβλητές (συμπεριλαμβανομένων ημερομηνιών και περιστάσεων) που επηρεάζουν την παρουσία κα τις δυσκολίες στην εκτίμηση του «μέσου όρου» των παρουσιών σε κάθε πόλη.
[48]Πρβλ. Jones 109 (κανονικά, σε καιρό ειρήνης, η παρουσία ίσως ήταν πάνω από 5.000 πολίτες) και Staveley 78 (2.000-3.000 ήταν, πιθανόν, φυσιολογικός αριθμός σε συνηθισμένες συνεδριάσεις).
[49] Βλ. 3.5.
[50] Ξεν. Απομν. 3.7.6· Πλ. Πρωτ. 319c-d· βλ. Kluwe (1976) 314-21.
[51] [Ξεν.] ΑΠ 1.14, 16-18,2.17- πρβλ. Ισοκρ. 5.116.
[52] Αριστ. Πολ. 1291Μ4-30-cf. 1303bl0-12 και 1327a40- 1327b 13.
[53] Αριστ. Πολ. I292b23-1293al 1.
[54] Λυσ. 6.48, 27.9-10, Δημ. 21.98, 213, 20.18, Υπ. 4.32· Δημ. 21.83, 95· 57.30-6, 45· πρβλ.
18.127-31, 258-65, 19.199-200· πρβλ. Θουκ. 2.40.1-πρβλ. Dover 109-12.
[55] Αριστ. Πολ. 1295b26-1296b2, 1296b35 -1297a8, Ευρ. Ικέτ. 238-45· πρβλ. de Ste Croix 71-6.
[56] Δημ. 18.104, 108.
[57]Αρ. Πλούτος 552-4, Ισοκρ. 8.128- Davies 10-11, Markle (1985) 268-71.
[58] Βλ. 2.
[59] Αριστ. Πολ. 1279bl8-19, 132a33-b4. Ίσως στη σελίδα που παρατίθεται (1291a33-8) ο Αριστοτέλης δεν χρησιμοποιούσε το «το να υπηρετεί κάποιος (την πόλη)» (λειτουργείν) με την τεχνική έννοια των αγωνιστικών και στρατιωτικών λειτουργιών που εξασκούνταν στην Αθήνα, αλλά και με μια ευρύτερη ή γενική έννοια. Γιατί, έχοντας ορίσει την έβδομη τάξη ή στοιχείο στην πόλη ως «εκείνους, οι οποίοι υπηρετούν την πόλη με την περιουσία τους – εμείς τους αποκαλούμε ευπόρους»(βλ. Λυσ. 31.12), όρισε την όγδοη τάξη ως «την τάξη των δημοσίων αξιωματούχων, δηλαδή, εκείνων οι οποίοι υπηρετούν στα δημόσια αξιώματα». Εάν ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε το λειτουργείν με μια πλατιά ή πιο γενική έννοια, ίσως θα εννοούσε ότι έχει συμπεριληφθεί μεταξύ των ανδρών «εκείνων με πόρους» (των ευπορών) άτομα που πλήρωναν εισφορά.
[60] Δημ. 21.208· Davies 11-28.
[61] Ο Markle (1985) 296 προτείνει 1,5 οβολό την ημέρα· πρβλ. 3 οβολούς που δίνονταν στους δημόσιους δούλους για συντήρηση τη δεκαετία του 320 (1GII2.1672-3)
[62] Davies, 122-30, Rhodes (1962) 11-13.
[63] Βλ. 3.2.
[64] Αριστ. Πολ. 1292b23 – 1293a 11.
[65] Βλ. 2..
[66] Δημ. 1.6,2-24 (πρβλ. 2.23,27), 8.23 (πρβλ. 8.21).
[67] Jones 35-6,109-10· πρβλ. Harrison (1959) 60-1.
[68] Δημ. 14.24-8-πρβλ. 19.291.
[69] Βλ. Δημ. 14.25-6.
[70] Λυσ. 19.29, Δημ. 24.198, [Δημ.] 47.54, Jones 55-8, Davies 82-4· βλ. κεφ. 8.3.2.
[71] Λυσ. 29.2· πρβλ. Roberts (1980) 108-11 και Roberts 96-102.
[72] Λυσ. 29.11-14· Cohen (1983) 31-3.
[73] Λυσ. 28.3,4,5,6, 10, 13.
[74] Λυσ. 29.8,13,14 και 9.
[75] Πρβλ. [Δημ.] 60.14.
[76] Βλ. Sinclair, «Lysias’ Speeches and the Debate about Participation in Athenian Public Life», Antichthon (1988) 54-66· βλ. επίσης Markle 281-92.
[77] Jones 35-7· πρβλ. Perlman (1967) 163-5.
[78] Δημ. 20.18-23,28.
[79] Δημ. 22.53-5,24· 197 (πρβλ. 24.193).
[80] Δημ. 24.198 και βλ. 24.193 για την ταύτιση του σώματος των ενόρκων με την πλειοψηφία (οι πολλοί).
[81] Δημ. 21.83,95.
[82] Dover 34-5, Adkins 119-26,140, Rhodes (1980Α) 317, Markle (1985) 286-7.
[83] Αρ. Σφήκες 300-13, Ισοκρ. 7.54,8.130, 15.152.
[84] Ισοκρ. 20, ιδίως 15-21· πρβλ. ΑΠ21.4, Δημ. 21.182,24.123.
[85] Αρ. Σφήκες 548-51, και 1091 -1101: οι παλαιοί δικαστές αναπολούν τα κατορθώματα τους ως κωπηλάτες, πράγμα που συνεπάγεται ότι προέρχονταν κυρίως από την τάξη των θητών, αλλά ο Φιλοκλέων φαίνεται ότι αναφέρεται επίσης στη μάχη του Μαραθώνα ως οπλίτης με το σπαθί στο χέρι (711-14- πρβλ. Αχαρνής 677-8 και 692-701· Ιππής 781, 1334). Ενώ δύσκολα μπορεί να ειπωθεί ότι η οικογένεια ήταν τόσο φτωχή ώστε ο Φιλοκλέων ήταν εντελώς εξαρτημένος από τους 3 οβολούς για τις ανάγκες της ζωής (βλ. Dover 35), τώρα εξαρτάτο από την καλή θέληση του γιου του, και για ο,τιδήποτε πέρα από τα απαραίτητα ίσως χρειαζόταν την πληρωμή των ενόρκων. Βλ. επίσης Αισχίν. 1.88. Πρβλ. Ομ. II. Σ 503-6.
[86] Αρ. Πλούτος 28-9,972,1164-7.
[87] Βλ. 2.
[88]Δημ. 57.40-2 για την πιθανότητα σοβαρών οικονομικών συνεπειών για την οικογένεια ενός πολίτη που απουσίαζε σε στρατιωτική υπηρεσία· AJ7 28.3 (και CAAP), Αρ. Βάτραχοί 138-141 (και σχολιαστής), IG II2.1686Β.59-60, Buchanan (1962) 35-48.
[89] Αρ. Πλούτος 1164-7.
[90]Λυσ. 32.20,28 (λίγο λιγότερο από 3 δρχ. την ημέρα για δύο αγόρια και ένα κορίτσι, μαζί με έναν ακόλουθο και μία υπηρέτρια, την τελευταία δεκαετία του 5ου αιώνα), Δημ. 27.36 (περίπου 2 δρχ. την ημέρα για το νεαρό Δημοσθένη και την αδελφή και τη μητέρα του, ή 4 οβολούς ο καθένας την ημέρα στις δεκαετίες του 370 και του 360)· πρβλ. [Δημ.] 42.22- πρβλ. δημόσιες πληρωμές σε αναπήρους (1 οβολός την ημέρα στις αρχές του 4ου αιώνα (Λυσ. 24.13), 2 οβολοί στη δεκαετία του 320 (ΑΠ 49.4)) και σε εφήβους (4 οβολοί την ημέρα στη δεκαετία του 320 για συντήρηση (ΑΠ42.3))· βλ. Ehrenberg (1951) 230-1.
[91] Βλ., πιο πρόσφατα, Markle (1985) 271 -81,293-7, ο οποίος συζητά για μη αύξηση στις τιμές των δημητριακών, εκτός από προσωρινές διακυμάνσεις, από τον ύστερο 5ο αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 320 και, από την άλλη πλευρά, τείνει να υποτιμήσει το κόστος άλλων προϊόντων, εκτός από τα δημητριακά· βλ. επίσης Glotz (1926) 285-7, Tod (1927) 20- 2, Jones 135 σημ. 1 Kluwe (1976) 329.
[92] Αρ. Σφήκες 340-64,503-631 (ιδίως 503-18,605-15).
[93] Βλ. 2.
[94] Kroll 71-83. Εφόσον το δείγμα του πινακίου είναι ελάχιστο και έχει πιθανότητες επιβίωσης και ανακάλυψης (πρβλ. Phoenix 28 (1974) 274), συμπεράσματα για τους δικαστές πρέπει να θεωρηθούν ως υπό κρίσιν. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των δικαστών – βλ. Kroll 261-3, όπου σημειώνει ότι πάνω από τους μισούς κατάγονταν από άγνωστες οικογένειες και συζητά ότι οι πιο φτωχοί πολίτες επικρατούσαν ανάμεσα στους ενόρκους.
[95] Αρ. Πλούτος 1166-7 (338 π.Χ.)· πρβλ. Λυσ. 19.11 για οικονομικές δυσκολίες στη δεκαετία του 380.
[96] Kroll 5-7,81-3 και MacDowell 35-40.
[97] [Δημ.] 45.4- πρβλ. Δημ. 21.45-6, MacDowell 129-32, Buchanan (1962) 20 σημ. 2. Βλ. Λυσ. 17.3, όπου περιγράφεται ότι σταματούν οι ιδιωτικές αγωγές κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών του Πελοποννησιακού Πολέμου· πρβλ. Θουκ. 6.91.7 (και HCT).
[98] [Δημ.] 39.17.
[99] Πρβλ. MacDowell 35-40.
[100] Έφεση στα Δικαστήρια εναντίον της απόφασης ενός διαιτητή θα έτεινε να είναι περιορισμένη σε δυσαρεστημένους πολίτες, οι οποίοι είχαν κάποια εμπιστοσύνη στην ικανότητά τους να πείθουν τους δικαστές ή είχαν επαρκή πλούτο ώστε να προσλάβουν έναν επαγγελματία λογογράφο να σχεδιάσει ένα λόγο γι’ αυτούς και να τον εκφωνήσουν.
[101] Αρ. Νεφέλαι 206-8, Σφήκες 87-124, Όρνιθες 40-1, Ξεν. Απομν. 3.5, 16· πρβλ. Θουκ. 1.77.1, Meiggs 228-33, πρβλ. Winton (1981) 89-97.
[102] Αρ. Σφήκες 515-631,1102-13.
[103] Αρ. Σφήκες587· πρβλ. Δημ. 24.73, 152.
[104] Hansen (1974)22-65.
[105] Βλ. 4,
[106] ΑΠ 9.1,41.2· Hansen (1974) 61-Rhodes (1980Α) 320-3.
[107] Aρ. Σφήκες 560-1.
[108] Iσοκρ. 15.142-3.
[109] Αριστ. Πολ. 1320a5-17.
[110] Λυσ. 27.1 (αλλά πρβλ. 27.16)· βλ. 19.11, 61-2,21.13-14- Aρ. Ιππής 1358-61, Δημ. 10.44-5, Αριστ. Πολ. 1320al7-22· πρβλ. Υπ. 4.33-7.
[111] Αριστ. Πολ. 1320a 17-29.
[112] Βλ. Dow (1939) 32-3.
[113] Πρβλ. Πλ. Πολιτ. 565b.
[114] Πρβλ. ΑΠ 727.4.
[115] Δηλαδή εκείνοι με τις φιλοσπαρτιακές συμπάθειες: Πλ. Γοργ. 515e.
[116] Αρ. Εκκλ. 303-5.
[117] Πρβλ. τα τυπικά σχόλια του Πλάτωνα στο Πολιτ. 565a.
[118] Πρβλ. Αριστ. Πολ. 1319a24-38’Hansen 136-7, Kluwe (1976)295-333και(1977)45-81-για την ταύτιση και ανάλυση των μεταβλητών, Βλ. Hansen (1983Β) 151-80 και (1983C) 227-38 για μια πολύτιμη συλλογή υλικού που αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα στην εγγραφή στο δήμο και (1) στην ενεργητική συμμετοχή ως ρήτορα ή στρατηγού στην υπηρεσία των ενόρκων. Η ανάλυση του Hansen (228-9) αποκαλύπτει μια αξιοσημείωτη αντιστοιχία ανάμεσα στη βουλευτική αναλογία για τις τρεις περιοχές (Άστυ, Παραλία, Μεσογαία) και γνωστών δικαστών και γνωστών ρητόρων/στρατηγών. Υποστηρίζει ότι έχει δοθεί πολύ μικρή βαρύτητα στην καθημερινή κινητικότητα και εισηγείται μεγαλύτερη προθυμία, από τη μεριά των Αθηναίων, να συμμετέχουν στη δημόσια ζωή, ακόμη και όταν κατοικούσαν εκεί, όπου τώρα μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο από μια λογική απόσταση για περπάτημα από την πόλη, από ό,τι συνήθως είναι παραδεκτό. Ενώ, επίσης, αναγνωρίζει μια αξιοσημείωτη μετανάστευση από την ύπαιθρο στην πόλη, δεν δίνει αυτή την επαρκή βαρύτητα στην ανάλυσή του. Εάν, για παράδειγμα, εξετάσουμε τους 63 ρήτορες και στρατηγούς που είναι γνωστό ότι έχουν καταγραφεί στους δήμους της πόλης, τους 4 που δεν καταγράφηκαν σε δήμους της πόλης αλλά είναι γνωστό, κυρίως μέσα από την κρισιμότητα των πολιτικών ομιλιών, ότι κατείχαν σπίτια στην Αθήνα ή τον Πειραιά, και τους 9 για τους οποίους η προέλευση των επιτύμβιων στηλών υποδηλώνει ότι κατοικούσαν μέσα ή κοντά στην Αθήνα, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν εγγράφει σε δήμους της πόλης, η αξιοσημείωτη αντιστοιχία εύκολα ανατρέπεται αλλά, πιο σημαντικά, η στενότητα του δείγματος και η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων (και τα δύο αποδεκτά από τον Hansen) και η περιορισμένη αξία των συμπερασμάτων έχουν υπογραμμισθεί. Παρομοίως το μικρό δείγμα των δικαστικών πινακίων και οι περιορισμένες ανασκαφές που έγιναν στην ύπαιθρο της Αττικής πρέπει να ληφθούν υπόψιν όταν μελετάμε την άποψη του Kroll 9 σημ. 2 και 83 σημ. 21 ότι οι περισσότεροι ένορκοι ήταν κάτοικοι της πόλης