Επειδή στα ιστορικά χρονικά, ουδείς στρατός μετακινήθηκε για αναψυχή και διασκέδαση, πρέπει να αναζητήσουμε τον συγκεκριμένο λόγο, που οδήγησε
τον Αλέξανδρο στα Εκβάτανα και ουδείς άλλος λόγος προκύπτει από τις αρχαίες πηγές και την λογική εξέταση των γεγονότων, εκτός από την υποταγή των Κοσσαίων.
Οι αγώνες και οι θεατρικές παραστάσεις στα Εκβάτανα ασφαλώς καθυστέρησαν τις επιχειρήσεις, αλλά δεν δημιούργησαν κάποιο πρόβλημα, διότι δεν υπήρχε άλλο μέτωπο. Όταν λοιπόν συνήλθε από το πένθος, ο
Αλέξανδρος πραγματοποίησε την εκκαθαριστική επιχείρηση, για την οποία είχε βρεθεί εκεί.
Οι
Κοσσαίοι ήταν ορεσίβιος λαός, όπως και οι Ούξιοι, δεν είχαν υποταχθεί ποτέ στους Πέρσες και ζούσαν από τις ληστείες. Όποτε τους επετίθετο τακτικός στρατός, χωρίζονταν σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες και υποχωρούσαν στα πιο απροσπέλαστα σημεία, απ’ όπου έβαλλαν κατά των επιδρομέων. Όταν ο εχθρικός στρατός αναγκαζόταν να αποσυρθεί χωρίς επιτυχία, κατέβαιναν πάλι χαμηλότερα και ξανάρχιζαν τις ληστείες.
Η επιχείρηση, στην οποία πήρε μέρος και ο Πτολεμαίος του Λάγου, ήταν εξαιρετικά δύσκολη και έγινε μάλλον στις αρχές του 323 π.Χ. Τελικά ο Αλέξανδρος υπέταξε τους Κοσσαίους μετά από επιχειρήσεις 40 ημερών και αστικοποίησε τη χώρα τους, για να την ελέγχει ευκολότερα.
Το χειμώνα η οροσειρά του Ζάγκρου καλύπτεται από πυκνά χιόνια, είναι εξαιρετικά δύσβατη και 7 χρόνια νωρίτερα οι αποκλεισμένες διαβάσεις της κράτησαν τον Αλέξανδρο καθηλωμένο επί 4 μήνες μακρυά απ’ τα Εκβάτανα, όπου στάθμευε ο Δαρείος.
Τώρα όμως, «
ούτε η βαρυχειμωνιά ούτε οι κακοτοπιές της περιοχής τον εμπόδισαν καμία πολεμική επιχείρηση δεν ήταν πια ανέφικτη για τον Αλέξανδρο» όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αρριανός. Ακριβώς λόγω των μεγάλων δυσκολιών αυτής της χειμερινής επιχείρησης και επειδή έγινε λίγο μετά το θάνατο του Ηφαιστίωνα, ο Πλούταρχος θεώρησε αυτήν την επιχείρηση ως ἐναγισμόν δηλαδή προσφορά του βαρυπενθούντος Αλεξάνδρου στη σκιά του νεκρού Ηφαιστίωνα, αντίθετα ο Πολύαινος λέει ότι ο Ηφαιστίων πέθανε, ενώ ο Αλέξανδρος ήδη επιχειρούσε κατά των Κοσσαίων, ενώ οι υπόλοιποι συγγραφείς δεν κάνουν κανένα συσχετισμό. Ο Πλούταρχος λέει ακόμη ότι ο Αλέξανδρος έσφαξε όλους τους Κοσσαίους από την εφηβεία και πάνω.
Όπως θα φανεί καθαρά πιο κάτω, όσο κι αν του στοίχισε ο θάνατος του Ηφαιστίωνα, ο Βασιλεύς της Ασίας απείχε πολύ από τον παραλογισμό και ο πραγματικός λόγος, για τον οποίο είχε προαποφασίσει αυτήν την επιχείρηση, ήταν άλλος.
Ο
Αλέξανδρος είχε παραχωρήσει αυτονομία σε κάποιους λαούς, που δήλωσαν υποταγή, όπως οι Αριάσπες και οι Νυσαίοι, αλλά δεν ήταν αμείλικτος με όσους αντιστάθηκαν. Συνεπώς η μοίρα των Κοσσαίων δεν μπορούσε να είναι διαφορετική από εκείνη των Ούξιων, των Σογδιανών ή των Ινδών και για έναν ακόμη λόγο. Ο Αλέξανδρος προσέβλεπε πολύ στην ανάπτυξη του εμπορίου, από το οποίο εξαρτάτο η ευημερία των υπηκόων και τα κρατικά του έσοδα.
Άλλωστε, προκειμένου να εξασφαλίσει εμπορικούς δρόμους, ταλαιπωρήθηκε στη Γεδρωσία και έστειλε τον Νέαρχο και όλους τους άλλους να εξερευνήσουν θάλασσες και ποταμούς. Αφού λοιπόν οι Κοσσαίοι επέμεναν να εμποδίζουν τη διακίνηση προσώπων και αγαθών, έπρεπε να τους υποτάξει. Και αυτό ακριβώς έκανε, τους υπέταξε και τους φέρθηκε, όπως είχε φερθεί τόσες φορές νωρίτερα και όπως προβλεπόταν από τα πολεμικά ήθη της εποχής.
Το βαρύ πένθος του Αλεξάνδρου για το θάνατο του Ηφαιστίωνα και οι προετοιμασίες της κηδείας δεν τον εμπόδισαν να ασχοληθεί με τα σημαντικά κρατικά ζητήματα. Αφού εξάλειψε τον κίνδυνο, που αποτελούσαν για τις συγκοινωνίες και το εμπόριο οι Κοσσαίοι, ασχολήθηκε με άλλα σχετικά θέματα.
Στη διάρκεια της εκστρατείας είχε διαπιστώσει ότι στην Κασπία Θάλασσα εκβάλλουν πολλοί πλωτοί ποταμοί, όπως ο Ώξος κι ο Ιαξάρτης και πίστευε (σωστά αυτή τη φορά) ότι εκεί χυνόταν κι ο Αράξης (εκείνος που πηγάζει από την Αρμενία, όχι ο άλλος που λέγεται και Κύρος).
Συμπέρανε ακόμη ότι και κάποιοι άλλοι ποταμοί, των οποίων οι εκβολές ήταν άγνωστες, εκβάλλουν στην Κασπία, αφού διασχίσουν «τη γη των Νομάδων Σκυθών, η οποία ήταν παντελώς άγνωστη». Ανέθεσε λοιπόν στον Ηρακλείδη του Αργαίου αποστολή παραπλήσια με εκείνη, που είχε υλοποιήσει κι ο ίδιος στην Ινδία.
Έπρεπε να εξασφαλίσει τις ποτάμιες οδούς και να εξερευνήσει τα άγνωστα εδάφη του βορρά. Ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να πιστεύει ότι η Κασπία Θάλασσα ήταν κόλπος, είτε της άγνωστης Ανατολικής Θάλασσας είτε του Εύξεινου Πόντου και ο Ηρακλείδης έπρεπε να βρει την άκρη της, να διαπιστώσει με ποιά θάλασσα ενώνεται και να συλλέξει πληροφορίες για τους Νομάδες Σκύθες και τους άλλους λαούς στα βόρειά της.
Γι’ αυτό τον έστειλε στην Υρκανία μαζί με ναυπηγούς και διαταγές να υλοτομήσει τα Υρκανικά δάση και να ναυπηγήσει πλοία, άλλα με κατάστρωμα, άλλα χωρίς κατάστρωμα, όλα όμως σύμφωνα με την ελληνική τεχνική, που ήταν κατάλληλη για ναυσιπλοΐα σε ανοιχτές θάλασσες και όχι σε λίμνες και ποτάμια.
Προς το τέλος του χειμώνα ή την αρχή της άνοιξης ο Ηρακλείδης κατευθυνόταν προς την Υρκανία και ο Αλέξανδρος είχε περάσει τον Τίγρη κατευθυνόμενος προς τη Βαβυλώνα, όπου ήδη βρισκόταν ο Περδίκκας με τη σορό του Ηφαιστίωνα.
«Περνώντας αρκετό χρόνο σε κάθε στρατοπέδευση και ξεκουράζοντας τις δυνάμεις του, προχωρούσε με την ησυχία του» λέει ο Διόδωρος και μας θυμίζει τις περιγραφές του Πλούταρχου και του Κούρτιου ότι έπινε ἄκρατον οἶνον και κοιμόταν μέχρι το επόμενο μεσημέρι, ενώ μερικές φορές κοιμόταν ολόκληρη την επόμενη μέρα.
Εφόσον λοιπόν διασκέδαζε κατά τη διάρκεια των πιο αιματηρών και δύσκολων φάσεων της εκστρατείας…τώρα που δεν είχε πλέον εχθρούς να υποτάξει και επιπλέον πενθούσε για το θάνατο του καλύτερου φίλου του, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η χαρακτηριστικά αργή πορεία δεν σκόπευε στην ανάπαυση του στρατεύματος, αλλά οφειλόταν στις συνεχόμενες ημέρες θλίψης του Μεγάλου Βασιλέως. Η ψυχολογική του κατάσταση δεν ήταν καλή και επρόκειτο να χειροτερέψει κι άλλο στη συνέχεια.
Καθ’ οδόν προς τη Βαβυλώνα τον συνάντησαν πρέσβεις από τη Λιβύη, τη Βρεττία, τη Λευκανία και την Τυρρηνία, για να τον στεφανώσουν και να τον συγχαρούν, που έγινε Βασιλιάς της Ασίας. Έφτασαν πρέσβεις και από τους Καρχηδόνιους, τους Αιθίοπες, τους Σκύθες της (πραγματικής) Ευρώπης, τους Κέλτες και τους Ίβηρες, που ζητούσαν να γίνουν φίλοι και σύμμαχοί του.
Στον παραπάνω κατάλογο του Αρριανού ο Διόδωρος προσθέτει πρέσβεις από λαούς και πόλεις της Ασίας, από την Καρχηδόνα και άλλους Φοίνικες της Λιβύης (Αφρικής) καθώς και από όλα τα παράλια της Μεσογείου ως τις Ηράκλειες στήλες (Γιβραλτάρ).
Από την Ευρώπη έστειλαν πρέσβεις τα ελληνικά κράτη, οι Μακεδόνες, οι Ιλλυριοί, οι περισσότεροι λαοί γύρω από την Αδριατική θάλασσα, τα έθνη των Θρακών και των γειτόνων τους Γαλατών, «τους οποίους μόλις τότε γνώρισαν για πρώτη φορά οι Έλληνες». Φυσικά, την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν υπήρχαν Γαλάτες στη Θράκη.
Τόσο ο Διόδωρος εδώ όσο και ο Αρριανός νωρίτερα, που τοποθετεί την Άγκυρα στη Γαλατία αντί στη Μεγάλη Φρυγία, συγχέουν τη γεωγραφία των κλασσικών χρόνων με τη μεταγενέστερη των ρωμαϊκών, οπότε οι Γαλάτες πράγματι εγκαταστάθηκαν στα εδάφη εκείνα.
Οι Έλληνες λοιπόν των κλασσικών χρόνων δεν γειτόνευαν με τους Γαλάτες. Τέλος, κάποιοι άλλοι συγγραφείς των ρωμαϊκών χρόνων περιέλαβαν στον κατάλογο των πρέσβεων και τους Ρωμαίους, τους οποίους ο Αρριανός τονίζει ότι δεν αναφέρουν ούτε ο Αριστόβουλος ούτε ο Πτολεμαίος.
Στα τέλη του χειμώνα-αρχές της άνοιξης του 323 π.Χ ο Ηρακλείδης προχωράει προς την Υρκανία κι ο Αλέξανδρος περνάει τον Τίγρη επιστρέφοντας στη Βαβυλώνα, όπου συναντάται με το Νέαρχο.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους λαούς ήσαν εντελώς άγνωστοι στους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες, ενώ γράφτηκε ότι μερικοί του ζήτησαν να διαιτητεύσει στις μεταξύ τους διαφορές. Έτσι ο Αλέξανδρος ένοιωσε και ασφαλώς φάνηκε στον περίγυρό του, ως ο υπέρτατος κυρίαρχος, συνειδητοποιώντας ότι η εξουσία του εκτεινόταν πολύ μακρύτερα από τα σύνορα του κράτους του.
Κατά τον Διόδωρο, όταν βρισκόταν σε απόσταση 300 σταδίων (περί τα 55,5 χμ) από τη Βαβυλώνα, οι Χαλδαίοι του έστειλαν αντιπροσωπεία, για να τον ενημερώσει σχετικά με το χρησμό, που είχαν λάβει από τον Βήλο (Βάαλ), πως αν έμπαινε στην πόλη, θα πάθαινε μεγάλο κακό.
Όμως η αντιπροσωπεία δεν τόλμησε να παρουσιαστεί στον Αλέξανδρο και ο Βελεφάντης, ο επί κεφαλής της, προτίμησε να ενημερώσει τον Νέαρχο, που πήγαινε στον Αλέξανδρο, για να του αναφέρει την εκτέλεση της αποστολής του.
Ο Νέαρχος ενημέρωσε σχετικά τον Αλέξανδρο, ο οποίος θορυβήθηκε πάρα πολύ, διότι γνώριζε την ικανότητα των Χαλδαίων στην αστρονομία και αστρολογία. Έστειλε λοιπόν τη στρατιά του στη Βαβυλώνα, αλλά ο ίδιος με την ακολουθία του, πήρε άλλο δρόμο και στρατοπέδευσε σε απόσταση 200 σταδίων (περίπου 37 χμ) από τη Βαβυλώνα.
Όλοι, και ειδικά οι Έλληνες, απόρησαν που δεν έμπαινε στην πόλη και πήγαν να δουν τι συνέβαινε. Ο γνωστός Ανάξαρχος τον έπεισε να μη δίνει σημασία στις μαντείες και ειδικά σ’ εκείνες των Χαλδαίων κι έτσι ο Αλέξανδρος πείστηκε να μπει στη Βαβυλώνα.
Κατά τον Πλούταρχο οι Χαλδαίοι είχαν ενημερώσει για το χρησμό τον Νέαρχο, ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε τον Αλέξανδρο, όταν συναντήθηκαν έξω από τη Βαβυλώνα. Ο Αλέξανδρος αγνόησε την προειδοποίηση, συνέχισε την πορεία του και έξω από τα τείχη της Βαβυλώνας είδε με τα μάτια έναν κακό οιωνό: πολλά κοράκια χτυπιόντουσαν μεταξύ τους και κάποια απ’ αυτά έπεσαν πάνω του.
Σύμφωνα με τον Ιουστίνο καθ’ οδόν προς τη Βαβυλώνα, ένας από τους Μάγους της ακολουθίας του, προέτρεψε τον Αλέξανδρο να μην μπει στη Βαβυλώνα, διότι η πόλη θα ήταν μοιραία γι’ αυτόν.
Όλοι οι σωζόμενοι ιστορικοί της λαϊκής παράδοσης αποδίδουν τον επικείμενο θάνατο του Αλεξάνδρου σε θέλημα θεού και μερικοί εμφανίζουν τους Χαλδαίους να μην τολμούν να τον ενημερώσουν οι ίδιοι για τη μακάβρια ανακάλυψή τους.
Αντίθετα, ο Αρριανός, του οποίου όλο το έργο διαπνέεται από κριτικό πνεύμα προς το θείο, όχι μόνο δεν πιστεύει ότι ο θάνατός του συνδεόταν με την είσοδό του στην Βαβυλώνα, αλλά καταγράφει και τα κάθε άλλο παρά μεταφυσικά κίνητρα των Χαλδαίων να τον κρατήσουν μακριά. Κατά τον Αρριανό λοιπόν οι Χαλδαίοι λόγιοι πλησίασαν τον Αλέξανδρο έξω από τη Βαβυλώνα, τον πήραν παράμερα, μακριά από τους εταίρους και του είπαν εμπιστευτικά για τον χρησμό.
Όμως ο Αλέξανδρος δεν είχε κατακτήσει τόσους λαούς πιστεύοντας τον κάθε μάντη και τον κάθε χρησμό. Αντίθετα, ποτέ δεν άφησε τους οιωνούς να αναστείλουν τις πολεμικές επιχειρήσεις και πάνω απ’ όλα, αγωνιζόταν να γίνει αποδεκτός ως θεός, για να τον υπακούουν καλύτερα οι υποτελείς του, όχι για να εμφανίζονται οι υποτελείς του με ένα χρησμό και να του υποδεικνύουν τι να κάνει!
Ειδικά δε σ’ αυτήν την περίπτωση είχε σοβαρότατο λόγο να πιστεύει ότι ο χρησμός ήταν εφεύρημα, διότι γνώριζε ότι οι Χαλδαίοι είχαν ιδιοτελείς λόγους να τον κρατήσουν μακριά από τη Βαβυλώνα.
Οι
Ασσύριοι βασιλείς είχαν αφιερώσει στον ανώτατο θεό του πανθέου τους, τον Βάαλ, τεράστιες εκτάσεις γης και μεγάλα αποθέματα χρυσού, τα οποία παρέμειναν στην ιδιοκτησία του ναού και μετά την υποταγή των Βαβυλωνίων στους Πέρσες.
Τα εισοδήματα αυτά χρηματοδοτούσαν όλες τις ανάγκες του ναού, μέχρι την αποτυχία της εκστρατείας του Ξέρξη στην Ελλάδα, οπότε με διαταγή του ισοπεδώθηκαν τα ιερά των Βαβυλωνίων. Έτσι τα εισοδήματα, που είχαν κληροδοτήσει οι παλιοί βασιλιάδες, ελλείψει αντικειμένου χρηματοδότησης τα νεμόταν πλέον το ιερατείο.
Είδαμε ότι ο Αλέξανδρος είχε δώσει διαταγές να ανασκάψουν τα θαμμένα ερείπια του γκρεμισμένου ναού και στη θέση του να ανεγείρουν καινούργιο και μεγαλύτερο ναό, αλλά είχαν περάσει ήδη οκτώ χρόνια από τότε και δεν είχαν κάνει απολύτως τίποτα.
Επιπλέον η στρατιά του, η οποία όποτε χρειάστηκε μετατράπηκε σε μία αποτελεσματικότατη δύναμη εργατών, απειλούσε να ανοικοδομήσει τον ναό σε ελάχιστο χρόνο, προκαλώντας τεράστια βλάβη στα συμφέροντα του ιερατείου. Απάντησε λοιπόν στους Χαλδαίους με ένα στίχο του Ευριπίδη: «
καλός μάντης είναι εκείνος, που μαντεύει τα καλά» και εκείνοι βλέποντας ότι δεν πείθεται, έκαναν μία τελευταία προσπάθεια. Τον προέτρεψαν να εγκαταλείψει την προς δυσμάς πορεία και να κατευθυνθεί προς ανατολάς.
Ο Αλέξανδρος τότε, είτε επειδή ο ισχυρισμός του ότι είναι θεός τον υποχρέωνε να σέβεται τους άλλους θεούς και τους λειτουργούς τους, είτε επειδή πράγματι ανησύχησε από τον χρησμό, αποφάσισε να βρει μία συμβιβαστική διέξοδο. Για την ακρίβεια, πιστεύοντας ότι θα αποδεικνυόταν πιο πονηρός από το ιερατείο, απλώς άλλαξε την κατεύθυνση της πορείας, όχι όμως και τον προορισμό της.
Σκόπευε να μην μπει στη Βαβυλώνα από την ανατολική της πλευρά, αλλά από τη δυτική, ώστε κατά την είσοδό του να έχει κατεύθυνση από τη δύση προς την ανατολή, όπως τον είχαν προτρέψει οι Χαλδαίοι.
Εκείνη την ημέρα στρατοπέδευσε κοντά στον Ευφράτη και την επόμενη κινήθηκε νότια με τον ποταμό στα δεξιά του, αλλά οι βάλτοι που περιέβαλλαν τη Βαβυλώνα σε όλη την έκταση από τα ανατολικά της όπου βρισκόταν, ως τα δυτικά, όπου ήθελε να φτάσει, τον εμπόδισαν να υλοποιήσει το τέχνασμα, που είχε σκεφτεί.
Έτσι, ο Αλέξανδρος εισήλθε στη Βαβυλώνα από τα ανατολικά, υποχρεωμένος θέλοντας και μη να αγνοήσει τις προειδοποιήσεις των Χαλδαίων.
Πηγές – βιβλιογραφία
Αρριανός Β.4, Ζ.15-17
Διόδωρος ΙΖ.111.4-113.2
Πλούταρχος «Αλέξανδρος» 72.4-73.1
Ιουστίνος 12.13.1-3
Πολύαινος Δ.3.31