Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (23.310-23.372)

310 Ἄρξατο δ᾽ ὡς πρῶτον Κίκονας δάμασ᾽, αὐτὰρ ἔπειτα
ἦλθεν Λωτοφάγων ἀνδρῶν πίειραν ἄρουραν·
ἠδ᾽ ὅσα Κύκλωψ ἔρξε, καὶ ὡς ἀπετίσατο ποινὴν
ἰφθίμων ἑτάρων, οὓς ἤσθιεν οὐδ᾽ ἐλέαιρεν·
ἠδ᾽ ὡς Αἴολον ἵκεθ᾽, ὅ μιν πρόφρων ὑπέδεκτο
315 καὶ πέμπ᾽, οὐδέ πω αἶσα φίλην ἐς πατρίδ᾽ ἱκέσθαι
ἤην, ἀλλά μιν αὖτις ἀναρπάξασα θύελλα
πόντον ἐπ᾽ ἰχθυόεντα φέρεν βαρέα στενάχοντα·
ἠδ᾽ ὡς Τηλέπυλον Λαιστρυγονίην ἀφίκανεν,
οἳ νῆάς τ᾽ ὄλεσαν καὶ ἐϋκνήμιδας ἑταίρους
320 πάντας· Ὀδυσσεὺς δ᾽ οἶος ὑπέκφυγε νηῒ μελαίνῃ.
καὶ Κίρκης κατέλεξε δόλον πολυμηχανίην τε,
ἠδ᾽ ὡς εἰς Ἀΐδεω δόμον ἤλυθεν εὐρώεντα,
ψυχῇ χρησόμενος Θηβαίου Τειρεσίαο,
νηῒ πολυκλήϊδι, καὶ ἔσιδε πάντας ἑταίρους
325 μητέρα θ᾽, ἥ μιν ἔτικτε καὶ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα·
ἠδ᾽ ὡς Σειρήνων ἁδινάων φθόγγον ἄκουσεν,
ὥς θ᾽ ἵκετο Πλαγκτὰς πέτρας δεινήν τε Χάρυβδιν
Σκύλλην θ᾽, ἣν οὔ πώ ποτ᾽ ἀκήριοι ἄνδρες ἄλυξαν·
ἠδ᾽ ὡς Ἠελίοιο βόας κατέπεφνον ἑταῖροι·
330 ἠδ᾽ ὡς νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, ἀπὸ δ᾽ ἔφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι
πάντες ὁμῶς, αὐτὸς δὲ κακὰς ὑπὸ κῆρας ἄλυξεν·
ὥς θ᾽ ἵκετ᾽ Ὠγυγίην νῆσον νύμφην τε Καλυψώ,
ἣ δή μιν κατέρυκε λιλαιομένη πόσιν εἶναι
335 ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, καὶ ἔτρεφεν ἠδὲ ἔφασκε
θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγήρων ἤματα πάντα·
ἀλλὰ τοῦ οὔ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθεν·
ἠδ᾽ ὡς ἐς Φαίηκας ἀφίκετο πολλὰ μογήσας,
οἳ δή μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο
340 καὶ πέμψαν σὺν νηῒ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν,
χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες.
τοῦτ᾽ ἄρα δεύτατον εἶπεν ἔπος, ὅτε οἱ γλυκὺς ὕπνος
λυσιμελὴς ἐπόρουσε, λύων μελεδήματα θυμοῦ.
Ἡ δ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
345 ὁππότε δή ῥ᾽ Ὀδυσῆα ἐέλπετο ὃν κατὰ θυμὸν
εὐνῆς ἧς ἀλόχου ταρπήμεναι ἠδὲ καὶ ὕπνου,
αὐτίκ᾽ ἀπ᾽ Ὠκεανοῦ χρυσόθρονον ἠριγένειαν
ὦρσεν, ἵν᾽ ἀνθρώποισι φόως φέροι· ὦρτο δ᾽ Ὀδυσσεὺς
εὐνῆς ἐκ μαλακῆς, ἀλόχῳ δ᾽ ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν·
350 «ὦ γύναι, ἤδη μὲν πολέων κεκορήμεθ᾽ ἀέθλων
ἀμφοτέρω, σὺ μὲν ἐνθάδ᾽ ἐμὸν πολυκηδέα νόστον
κλαίουσ᾽· αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς ἄλγεσι καὶ θεοὶ ἄλλοι
ἱέμενον πεδάασκον ἐμῆς ἀπὸ πατρίδος αἴης.
νῦν δ᾽ ἐπεὶ ἀμφοτέρω πολυήρατον ἱκόμεθ᾽ εὐνήν,
355 κτήματα μὲν τά μοί ἐστι κομιζέμεν ἐν μεγάροισι,
μῆλα δ᾽ ἅ μοι μνηστῆρες ὑπερφίαλοι κατέκειραν,
πολλὰ μὲν αὐτὸς ἐγὼ ληΐσσομαι, ἄλλα δ᾽ Ἀχαιοὶ
δώσουσ᾽, εἰς ὅ κε πάντας ἐνιπλήσωσιν ἐπαύλους.
ἀλλ᾽ ἦ τοι μὲν ἐγὼ πολυδένδρεον ἀγρὸν ἔπειμι,
360 ὀψόμενος πατέρ᾽ ἐσθλόν, ὅ μοι πυκινῶς ἀκάχηται·
σοὶ δέ, γύναι, τάδ᾽ ἐπιτέλλω πινυτῇ περ ἐούσῃ·
αὐτίκα γὰρ φάτις εἶσιν ἅμ᾽ ἠελίῳ ἀνιόντι
ἀνδρῶν μνηστήρων, οὓς ἔκτανον ἐν μεγάροισιν·
εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν
365 ἧσθαι, μηδέ τινα προτιόσσεο μηδ᾽ ἐρέεινε.»
Ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἐδύσετο τεύχεα καλά,
ὦρσε δὲ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην,
πάντας δ᾽ ἔντε᾽ ἄνωγεν ἀρήϊα χερσὶν ἑλέσθαι.
οἱ δέ οἱ οὐκ ἀπίθησαν, ἐθωρήσσοντο δὲ χαλκῷ,
370 ὤϊξαν δὲ θύρας, ἐκ δ᾽ ἤϊον· ἄρχε δ᾽ Ὀδυσσεύς.
ἤδη μὲν φάος ἦεν ἐπὶ χθόνα, τοὺς δ᾽ ἄρ᾽ Ἀθήνη
νυκτὶ κατακρύψασα θοῶς ἐξῆγε πόληος.

***
310 Άρχισε με τους Κίκονες και πώς τους δάμασε, μετά
πώς βρέθηκε στα εύφορα χώματα των Λωτοφάγων, όσα του κόστισε
ο Κύκλωπας, ότι τον εκδικήθηκε για τους γενναίους συντρόφους
που αλύπητα τους έφαγε, πώς άραξε και στο νησί
του Αιόλου κι εκείνος φιλικά τον δέχτηκε, καλά τον ξεπροβόδισε,
αλλά δεν ήτανε της μοίρας του να φτάσει ακόμη
στη γλυκιά πατρίδα — τον βρήκε και τον άρπαξε άγρια θύελλα,
που τον παρέσυρε ξανά στην ανοιχτή ψαρίσια θάλασσα·
μετά πώς έφτασε στους Λαιστρυγόνες, σ᾽ αυτούς που αφάνισαν
όλα του τα καράβια και τους γενναίους συντρόφους —
320 μόνος ο Οδυσσέας γλίτωσε στο μελανό καράβι του·
της είπε και τον πολυμήχανο δόλο της Κίρκης, το πώς κατέβηκε
μ᾽ ένα γερό σκαρί στ᾽ αραχνιασμένα δώματα του Άδη, χρησμό να πάρει
απ᾽ του θηβαίου Τειρεσία την ψυχή, και πώς εκεί είδαν τα μάτια του
όλους τους συμπολεμιστές της Τροίας, κι ακόμη
τη μάνα που τον γέννησε κι από μωρό τον έκανε άντρα·
πώς άκουσε και των οξύφωνων Σειρήνων το τραγούδι, κι ύστερα πέρασε
τις Πέτρες τις Πλαγκτές, φτάνοντας και στις φοβερές Σκύλλα και Χάρυβδη,
όπου κανείς ποτέ δεν γλίτωσε· μετά πώς οι εταίροι
έσφαξαν του Ήλιου τα γελάδια, και τότε
330 ο Δίας, που ψηλά βροντά, σύντριψε με το φλογερό του αστροπελέκι
το γρήγορο καράβι, και τότε πια όλοι οι λαμπροί του σύντροφοι
βούλιαξαν στον χαμό — ο ίδιος μόνο ξέφυγε τη μοίρα του θανάτου·
πώς έτσι βρέθηκε στης Ωγυγίας το νησί, στης νύμφης Καλυψώς,
που τον κατακρατούσε, θέλοντας να τον έχει ταίρι της,
σε θολωτές σπηλιές, τον έτρεφε κι έδινε την υπόσχεση
πως θα τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πάντα,
όμως δεν μπόρεσε ποτέ να πείσει και ν᾽ αλλάξει
της ψυχής το φρόνημα·
τέλος πώς έφτασε στους Φαίακες, μετά από πάθη αμέτρητα,
που εγκάρδια σαν θεό τον τίμησαν, κι αυτοί τον έστειλαν
340 μ᾽ ένα καράβι τους στην πατρική του γη, αφού πρώτα τον γέμισαν
με δώρα — χαλκό, μαλάματα και ρούχα.
Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, καθώς ύπνος γλυκύς,
λυσιμελής τον έπιασε, κι έλυσε τις φροντίδες της ψυχής του.
Τότε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, άλλα λογάριασε·
όταν φαντάστηκε πως χάρηκε ο Οδυσσέας και χόρτασε
ύπνο και έρωτα με τη γυναίκα του,
σήκωσε αμέσως τη χρυσόθρονη εωθινή Αυγή απ᾽ τα νερά του Ωκεανού,
το φως να φέρει στους ανθρώπους. Κι ευθύς ανασηκώθηκε
από τη μαλακή του κλίνη ο Οδυσσέας και μίλησε στην Πηνελόπη:
350 «Γυναίκα, κορεστήκαμε κι οι δυο συνομιλώντας για πολλούς
αγώνες· εσύ εδώ, θρηνώντας τον πολύπαθό μου νόστο, κι εγώ
το πώς ο Δίας κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί, με πόνο και με βάσανα,
μακριά με κράτησαν από το χώμα της πατρίδας μου
που τόσο επιθυμούσα.
Τώρα που πια στην πολυπόθητή μας κλίνη σμίξαμε,
φρόντισε εσύ το βιος που απόμεινε μες στο παλάτι.
Κι όσα κοπάδια ρήμαξαν οι αλαζονικοί μνηστήρες,
τα πιο πολλά μόνος εγώ και με τη βία τ᾽ αρπάζω, τα υπόλοιπα
οι Αχαιοί θα τ᾽ αποδώσουν, ώσπου ξανά όλες οι μάντρες να γεμίσουν.
Στο μεταξύ πρέπει να βγω πηγαίνοντας στο χτήμα το πολύδεντρο,
να δω τον τιμημένο μου πατέρα, που τόσο τον εμάρανε
360 ο πόνος του για μένα.
Σ᾽ εσένα τούτο ακόμη παραγγέλλω, γυναίκα λογική και φρόνιμη·
μόλις ο ήλιος ανατείλει και τότε η φήμη θα απλωθεί για τους μνηστήρες,
που τους θανάτωσα εγώ σ᾽ αυτά τα δώματα,
ανέβα αμέσως στον γυναικωνίτη, μόνη με τις γυναίκες που σε παραστέκουν,
και μείνε εκεί — μη δεις κανέναν και κανένα μη ρωτήσεις.»
Έτσι μιλώντας, πέρασε στους ώμους τη λαμπρή του αρματωσιά,
ξεσήκωσε και τον Τηλέμαχο, με τον χοιροβοσκό μαζί και τον βουκόλο,
δίνοντας εντολή στα χέρια τους να πιάσουν σύνεργα της μάχης —
εκείνοι υπάκουσαν κι οπλίστηκαν με τον χαλκό.
370 Μετά τις πόρτες άνοιξαν και βγήκαν —ο Οδυσσέας πρώτος.
Άπλωνε πια το φως του ο ήλιος πάνω στη γη, όταν η Αθηνά
τους έκρυψε στο τελευταίο σκοτάδι, κι έτσι γοργά τους πέρασε
από την πόλη έξω.

Γιατί αγαπάνε οι άνθρωποι;

Ζούμε σε μία εποχή που έχουμε εκλογικέψει τα πάντα. Καλούμαστε να δώσουμε απαντήσεις και εξηγήσεις για όλα. Για τις επιλογές μας, για τις συναναστροφές μας. Ζούμε σε μια κοινωνία που έχει τους καλύτερους κριτές και σχολιαστές. Είναι σαν να είσαι σε έναν διαγωνισμό που έχει την καλύτερη κριτική επιτροπή αλλά οι διαγωνιζόμενοι… δεν.

Βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα και κρίνουμε τους διαγωνιζόμενους με βάση τα δικά μας βιώματα. Λείπει η ενσυναίσθηση. Σκεφτόμαστε πάντα τι θα κάναμε εμείς και κρίνουμε τους άλλους με άξονα αυτά που έχουμε ζήσει εμείς και όχι εκείνοι.

Δεν φοράμε πια τα παπούτσια του άλλου. Δεν έχουμε αναλογιστεί πως θα ήταν να κάναμε τα δικά τους βήματα, να έχουμε βαδίσει στα δικά τους μονοπάτια. Γι αυτό και δεν καταλαβαίνουμε πια τους γύρω μας. Όλη μας η ζωή περιστρέφεται γύρω από το τι έχουμε ζήσει εμείς. Γύρω από το τι σκεφτόμαστε εμείς. Ποτέ μα ποτέ δεν γυρνάμε το κεφάλι να κοιτάξουμε δίπλα μας.

Και έτσι δεν καταλαβαίνουμε. Δεν καταλαβαίνουμε γιατί κάποιοι άνθρωποι μπορεί να αντιδρούν διαφορετικά από εμάς. Δεν καταλαβαίνουμε πότε τους πληγώνουμε, πότε τους προδίδουμε. Το βλέμμα μας κοιτάει μόνο μπροστά και τραβάει έναν μοναχικό δρόμο ευθεία. Καθηλωμένοι, κοιτάμε μόνο ευθεία.

Ίσως όμως το πιο ατυχές στην εποχή μας είναι το ότι δεν καταλαβαίνουμε πότε και γιατί κάποιοι άνθρωποι αγαπούν. Έχει εκλείψει η έννοια της αγάπης χωρίς hidden agenda. Πρέπει πάντα κάτι να τρέχει. Δεν μπορούμε πια ούτε να την δώσουμε ούτε να την δεχτούμε ακριβώς γι αυτό γιατί δεν καταλαβαίνουμε τους γύρω μας και δεν τους αποδεχόμαστε για αυτά που έχουν ζήσει και έχουν διαμορφώσει τη ψυχή τους. Μιλάμε όλοι τόσες ξένες γλώσσες αλλά δεν καταλαβαίνουμε και δεν μπορούμε να μιλήσουμε στη γλώσσα της αγάπης. Αυτό τον κώδικα επικοινωνίας που όντως θα φέρει τους ανθρώπους κοντά.

Μέσα στην καχυποψία και την κακία που χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας συχνά δεν μπορούμε να δεχτούμε την αγάπη μέσα στη ζωή μας. Ίσως γιατί λόγω δικών μας φορτίων και ανασφαλειών πιστεύουμε ότι δεν την αξίζουμε στην πιο αγνή μορφή της. Πρέπει κάτι να τρέχει, κάποιος λόγος να υπάρχει. Νομίζουμε ότι όλοι θέλουν να κερδίσουν κάτι από εμάς, κι όμως υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν για να δώσουν και όχι να πάρουν.

Το θεωρούμε απίθανο μέσα στη ζούγκλα που ζούμε να μας αγαπήσει κάποιος για αυτό που είμαστε και συχνά τον κοιτάμε με καχυποψία.

Και κάπου εδώ έρχεται και η απάντηση στην αρχική ερώτηση του άρθρου: Οι άνθρωποι μας αγαπάνε για το χαμόγελο μας, για τις όμορφες στιγμές που μπορούμε να ζήσουμε και ζούμε μαζί τους, οι άνθρωποι μας αγαπάνε για αυτό που είμαστε, οι άνθρωποι μας αγαπάνε για όλα αυτά που κάνουμε αυθόρμητα στην καθημερινότητά μας και εμείς μπορεί να μην τα έχουμε παρατηρήσει καν. Οι άνθρωποι μας αγαπάνε για το πως γελάμε, για το πως μπορεί ξαφνικά να μουτρώνουμε, για τα νεύρα που μπορεί να έχουμε επειδή ξυπνήσαμε νωρίς. Γι αυτό αγαπάνε πραγματικά οι άνθρωποι. Για τις καθημερινές μικρές στιγμές και για την αλήθεια. Γιατί βλέπουν αυτό που πραγματικά είμαστε και δεν τους τρομάζει, δεν τους φοβίζει αλλά το χαίρονται.

Γιατί η αγάπη δεν είναι καρδούλες, δεν είναι λέξεις, δεν είναι κουβέντες, δεν είναι δώρα, δεν είναι χρήματα, δεν είναι υλικά. Η αγάπη για να υπάρξει πρέπει να είναι σε πλήρη επαφή με την αλήθεια. Η αγάπη είναι η ζωή μας, η καθημερινότητα μας. Και γι αυτό αγαπάνε πραγματικά οι άνθρωποι. Γι αυτό συμβιβάζονται και τσαλακώνουν τον εγωισμό τους. Γιατί κάπως κάπου έχουν δει την αλήθεια και πιστεύουν σε αυτήν. Και είναι δύσκολο όταν έχεις δει την αλήθεια να σου επιβληθεί να ζεις στο ψέμα. Οι άνθρωποι δεν αγαπάνε για ένα μήνα, για ένα χρόνο, για δυο χρόνια, οι άνθρωποι δεν αγαπάνε με στόχο κάποια στιγμή να σταματήσουν να αγαπήσουν.

Τώρα πόσοι άνθρωποι αγαπάνε πραγματικά στην σημερινή κοινωνία, για αυτό αφήστε με να έχω τις αμφιβολίες μου. Λίγοι πολύ λίγοι. Γιατί δυστυχώς έχουμε συνδέσει την αγάπη με κάτι χρησιμοθηρικό. Νομίζουμε ότι οι άνθρωποι αγαπάνε για να κερδίσουν κάτι και έτσι μένουμε καθηλωμένοι και δεν μπορούμε ούτε να δώσουμε αγάπη ούτε να την δεχτούμε. Αλαζονεία. Νομίζουμε ότι είναι περιττή. Φοβόμαστε να αφεθούμε ελεύθεροι και να επενδύσουμε. Φοβόμαστε να εκφραστούμε. Νομίζουμε ότι μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα μόνοι μας και ότι δεν μας χρειάζεται. Είναι πολύ σκληρός ο κόσμος εκεί έξω για να νομίζουμε ότι θα καταφέρουμε όλα μόνοι μας.

Και κάπου εκεί το χάνουμε, δεν έχουμε καταλάβει την αξία της αγάπης και τον λόγο ύπαρξης της. Αμφιβάλλουμε. Αρνούμαστε να δεχτούμε ότι κάποιοι άνθρωποι έτσι είναι. Ότι έχουν ιδανικά και ηθική και το κάνουν απλά γιατί το αισθάνονται και έχουν μέσα τους έκδηλο το συναίσθημα της αλήθειας.

Και όπως μου αρέσει να κάνω θα κλείσω με αναφορά σε ένα τραγούδι που χαρακτηρίζει τον κόσμο μας. Οι άνθρωποι αγαπάνε γιατί… “Oh, baby, baby, it's a wild world…”

Γι αυτό αγαπάνε οι λίγοι άνθρωποι που αγαπάνε στην εποχή μας. Γιατί εκεί έξω είναι μια ζούγκλα , μια μάχη, μία αρένα, ένα ρινκ και θέλουν να τον κάνουν ομορφότερο. Και αν δεν μπορούν να αλλάξουν όλον τον κόσμο, τους αρκεί να αλλάζουν τον κόσμο αυτών που αγαπούν. Because baby it’s a wild world. Just remember there’s a lot of bad and beware. (Wild world, Cat Stevens)

Η φιλία κατά τον Αριστοτέλη: Τρία τα είδη της, μόνο το ένα αξίζει πραγματικά

Σε ηλικία 17 ετών, ο Αριστοτέλης γράφτηκε στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στην οποία θα έμενε για 20 χρόνια. Ο νεαρός Αριστοτέλης θα γινόταν ο καλύτερος μαθητής της Ακαδημίας που ιδρύθηκε από τον άνθρωπο που έμεινε στην ιστορία ως ο πατέρας της φιλοσοφίας. Είχε, βλέπετε, την τάση να κάνει πολλές ερωτήσεις και να απαντά σε ακόμα περισσότερες.

Η ακριβής χρονολογία της αναχώρησής του από την Ακαδημία είναι αμφιλεγόμενη, αλλά εικάζεται πως έφυγε λίγο μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, καθώς δεν του άρεσε η νέα τάξη των πραγμάτων στη σχολή, μετά τη «φυγή» του δασκάλου του. Ωστόσο, στα χρόνια που ακολούθησαν, θα διαφωνούσε με πολλές από τις βασικές ιδέες του.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσα ακριβώς έγραψε ο Αριστοτέλης, αλλά ακόμα και από αυτό το μέρος της δουλειάς του που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα, είναι ασφαλές να συμπεράνουμε πως το εύρος των θεμάτων που ασχολήθηκε, είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Όλα τα πεδία, επιστημονικά και μη, από την αστρονομία και τη φυσική, μέχρι την ηθική και τα οικονομικά, έχουν επηρεαστεί από τον Αριστοτέλη. Για παραπάνω από 2.000 χρόνια μετά τον θάνατό του, έχει κατορθώσει να παραμείνει ένας από τους πιο γνωστούς στοχαστές της ιστορίας.

Ενώ, λοιπόν, η επιρροή του είναι φανερή σε πολλά θέματα της σημερινής εποχής, κάποιες από τις πιο εύστοχες παρατηρήσεις του σχετίζονται με τη φιλία. Έβλεπε τη φιλία ως μία από τις πραγματικές χαρές της ζωής και θεωρούσε πως για να ζήσει κάποιος μια ευτυχισμένη ζωή, χρειάζεται μια πραγματική φιλία. Με δικά του λόγια:

«Η φιλία είναι ένα είδος αρετής ή τουλάχιστον συνυφασμένη με την αρετή. Εκτός όμως απ΄ αυτό, η φιλία είναι και πράγμα πάρα πολύ αναγκαίο στη ζωή του ανθρώπου, γιατί κανείς δεν θα προτιμούσε να ζει χωρίς φίλους, έστω κι αν έχει στην κατοχή του όλα τα άλλα αγαθά. Γι΄αυτό ακόμα και οι πλούσιοι και εκείνοι που κατέχουν αξιώματα και πολιτική εξουσία, πιστεύουν ότι η παρουσία φίλων είναι πολύ μεγάλη ανάγκη. Εξάλλου οι άνθρωποι στη φτώχεια και στις άλλες δυστυχίες τους, πιστεύουν ότι το μόνο καταφύγιο είναι οι φίλοι. Επιπλέον, οι φίλοι συνδράμουν τους νέους, ώστε να τους αποτρέψουν από τα λάθη, και, προκειμένου, για τους μεγάλους στην ηλικία, τους φροντίζουν και αναπληρώνουν τις δυνάμεις που τους λείπουν. Δύο πηγαίνουν μαζί, διότι και οι δυο είναι πιο ικανοί να κατανοήσουν από κοινού και να ενεργήσουν».

Οι συμπτωματικές φιλίες

Ο Αριστοτέλης υπογράμμισε δύο συνηθισμένα είδη φιλίας που βασίζονται περισσότερο στη σύμπτωση, παρά στην πρόθεση.

1) Φιλία ωφελιμότητας

Η πρώτη είναι η φιλία που βασίζεται στην ωφελιμότητα. Σε αυτό το είδος φιλίας, τα δύο μέρη δεν τρέφουν αληθινά φιλικά συναισθήματα, αλλά διατηρούν τη σχέση τους γιατί αποκομίζουν οφέλη.

Αυτή η φιλία, δεν είναι μόνιμη. Όταν τελειώνουν τα οφέλη, συνήθως τελειώνει και η φιλία. Ο Αριστοτέλης παρατήρησε πως αυτή η σχέση είναι πιο συνηθισμένα ανάμεσα σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.

Ένα σωστό παράδειγμα τέτοιας φιλίας, είναι οι σχέσεις που φτιάχνουμε με συνάδελφους στη δουλειά. Μπορεί όντως να περνάμε καλά μαζί, αλλά μόλις η κατάσταση αλλάξει, συνήθως αλλάζει και η φύση της σχέσης μας.

2) Φιλία απόλαυσης

Αντίστοιχα, το δεύτερο είδος συμπτωματικής φιλίας βασίζεται στην απόλαυση. Αυτό, όμως, είναι πιο συνηθισμένο σε νεαρούς ανθρώπους. Είναι το είδος φιλίας που παρατηρείται ανάμεσα σε συμμαθητές, συμφοιτητές και άτομα που ανήκουν στην ίδια αθλητική ομάδα.

Η πηγή της φιλίας είναι πιο συναισθηματική, αλλά ταυτόχρονα, είναι το είδος της φιλίας που συνήθως κρατάει λιγότερο. Μόλις τα ενδιαφέροντα των φίλων πάψουν να είναι κοινά, σταματάει και η απόλαυση και κατά επέκταση, η φιλία. Συνήθως, αυτό συμβαίνει, επειδή μεγαλώνουμε, ωριμάζουμε και αλλάζουμε.

Οι περισσότερες φιλίες, ανήκουν σε αυτές τις δύο κατηγορίες και ενώ ο Αριστοτέλης ποτέ δεν τις χαρακτήρισε με αρνητικό τρόπο, πίστευε πως το μικρό βάθος τους περιόριζε την ποιότητά τους.

Είναι καλό, για την ακρίβεια, είναι απαραίτητο, να έχουμε συμπτωματικές φιλίες, αλλά μπορούμε να τα πάμε ακόμα καλύτερα.

Η φιλία της αρετής και του αγαθού

Η τελευταία μορφή φιλίας που κατέγραψε ο Αριστοτέλης είναι η καλύτερη από όλες. Αντί να βασίζεται στο συμφέρον ή στην απόλαυση, το τρίτο είδος φιλίας βασίζεται στην κοινή εκτίμηση των αρετών και των ιδανικών, ανάμεσα στα δύο μέρη. Είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι και οι αξίες, τις οποίες αντιπροσωπεύουν που αποτελούν το κίνητρο διατήρησης των φιλικών δεσμών.

Συνήθως, αυτή η φιλία κρατάει μέχρι τέλους, αλλά για τη δημιουργία της απαιτείται η ύπαρξη ενός βασικού επίπεδου καλοσύνης στο καθένα από τα δύο άτομα. Σαν να μην έφτανε αυτό, απαιτούν χρόνο και εμπιστοσύνη για να σφυρηλατηθούν σωστά.

Οι άνθρωποι που δεν έχουν ενσυναίσθηση και δεν νοιάζονται για τον συνάνθρωπό τους συχνά αποτυγχάνουν να αναπτύξουν τέτοιες σχέσεις και καταλήγουν στα πρώτα δύο είδη φιλιών. Ο κάθε άνθρωπος έχει περισσότερες πιθανότητες να πετύχει αυτό το επίπεδο φιλίας με κάποιον που ξέρει πολύ καλά, τον έχει δει στη χειρότερη φάση της ζωής του και έπειτα τον είδε να την ξεπερνάει. Το ίδιο πράγμα ισχύει και για φίλους που αντιμετώπισαν και ξεπέρασαν μαζί τις ίδιες δυσκολίες.

Πέρα από το βάθος και την οικειότητα που προκύπτει σε αυτές τις σχέσεις, η ομορφιά τους κρύβεται και στο γεγονός πως συμπεριλαμβάνουν τα πλεονεκτήματα και από τα δύο προηγούμενα είδη φιλίας. Είναι ωφέλιμες και απολαυστικές.

Όταν σέβεσαι τον άλλον και νοιάζεσαι για το καλό του, χαίρεσαι και μόνο που είσαι μαζί του, μπορείτε να βρείτε πράγματα που θα διασκεδάσουν και τους δύο σας, αλλά και να βοηθήσετε ο ένας τον άλλον.

Αυτές οι σχέσεις απαιτούν χρόνο και προσπάθεια, αλλά όταν ανθίσουν, οι καρποί τους είναι η εμπιστοσύνη, ο θαυμασμός και το δέος, δηλαδή οι πιο γλυκοί καρποί που έχει να μας προσφέρει η ζωή.

Δείξε μου τον φίλο σου…

Αν σε διαβάζουν για πάνω από 2.000 χρόνια, τότε κάτι πρέπει να έχεις κάνει σωστά.

Ο Αριστοτέλης μάς έμαθε να εξετάζουμε τον κόσμο εμπειρικά και ενέπνευσε γενιές στοχαστών και φιλοσόφων να αναθεωρήσουν τον ρόλο και την αξία της ηθικής στην καθημερινότητά μας.

Για τον μέσο άνθρωπο, όμως, τα πιο χρήσιμα διδάγματα του Αριστοτελή, με αξία και στη σημερινή εποχή, είναι αυτά που σχετίζονται με τις καλές σχέσεις. Ο Αριστοτέλης είδε την αξία των συμπτωματικών φιλιών, αλλά η προσωρινή τους φύση, τον έσπρωξε να να τις απορρίψει. Στα μάτια του, δεν είχαν γερά θεμέλια.

Για αυτό τον λόγο, επιχειρηματολόγησε υπέρ της καλλιέργειας ενάρετων σχέσεων, οικοδομημένες σε καλές προθέσεις, προσπάθεια και αμοιβαία εκτίμηση του χαρακτήρα και της καλοσύνης που έχει η κάθε πλευρά. Ήξερε πως το πέρασμα του χρόνου δεν θα μπορούσε να φθείρει μια τέτοια φιλία. Αντίθετα, πιθανώς θα την ενίσχυε. Για τον Αριστοτέλη, λίγα πράγματα πλησίαζαν την αξία μιας τέτοιας φιλίας.

Και η σκέψη του έχει βάση. Σε τελική ανάλυση, οι δεσμοί που δημιουργούμε με τους άλλους, διαμορφώνουν την ποιότητα ζωής μας. Είμαστε και γινόμαστε, τα άτομα με τα οποία συναναστρεφόμαστε.

Όσο αφήνεις το παρελθόν να σε στοιχειώνει, τόσο λιγότερο θα απολαμβάνεις τη ζωή σου

Όταν σκεφτόμαστε συνεχώς πράγματα από το παρελθόν μας, είτε αναπολώντας τα, είτε αναθεωρώντας τα, εγκλωβιζόμαστε σε μία παγίδα που μας κρατάει πίσω. Δεν δίνουμε αξία στο παρόν μας και έτσι δεν μπορούμε να χαρούμε τις εμπειρίες που βιώνουμε καθημερινά.

Η ζωή δεν είναι ένα ημερολόγιο γεγονότων που χρειάζεται ξεφύλλισμα από έναν παθητικό αναγνώστη, αλλά μία αρένα δραστηριοτήτων που πάντα έχει κάτι να μας τραβήξει το ενδιαφέρον. Το βέλος της ζωής δεν δείχνει ποτέ προς τα πίσω, δείχνει πάντα μπροστά.Έτσι, είναι ανώφελο κάποιος να κολλάει τη σκέψη του στο παρελθόν ή στο μέλλον σα να μην υπάρχει το “εδώ” και το “τώρα”.

Φυσικά, οι αναμνήσεις είναι εγγενές μέρος της ζωής και συχνά αναπόφευκτες. Είναι ένας τρόπος να μένουμε κοντά στα πρόσωπα που αγαπάμε και σε όσα είμαστε παθιασμένοι. Είναι το συστατικό της προσωπικής μας ταυτότητας και του χαρακτήρα μας. Είναι οι ρίζες βαθιά μέσα στον πυρήνα του εαυτού μας.

“Τό χθες δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ανάμνηση του σήμερα, και τo αύριο, τo όνειρο του σήμερα” -Kahlil Gibran

Οι μνήμες είναι συχνά κάτι το απατηλό μιας και είναι φτιατσιδωμένες από τα γεγονότα του παρόντος και έτσι πέφτουν στη φάκα του νου. Η διαφορά ανάμεσα στις ψεύτικες και τις γνήσιες αναμνήσεις μοιάζει με τον τρόπο που ξεχωρίζουν τα φο-μπιζού από τα πραγματικά κοσμήματα, τα φο-μπιζού μοιάζουν αληθινά επειδή αστράφτουν πιο έντονα.

Η μνήμη μοιάζει με ένα όχι τόσο έξυπνο σκύλο που όταν του πετάξεις ένα ραβδί θα σου φέρει ένα διαφορετικό που βρίσκεται πιο δίπλα.

“Να ζείτε την κάθε μέρα της ζωής σας”

Η ζωή θα ήταν αδύνατη αν θυμόμασταν όλα όσα μας έχουν συμβεί

Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν σε μία συνέντευξή του στο παρελθόν είχε ερωτηθεί τι κάνει όταν του έρχεται μία νέα ιδέα. Αν για παράδειγμα την καταγράφει σε ένα χαρτί ή σε κάποιο συγκεκριμένο σημειωματάριο. Απάντησε αποφασιστικά πως «Όταν έχω μια νέα καταπληκτική ιδέα, δεν τη ξεχνώ εύκολα». Και αυτή είναι η αλήθεια. Όταν κάτι μας συγκινεί σχεδόν αδύνατο να το ξεχάσουμε.

Έτσι, θυμόμαστε όσα είναι πραγματικά σημαντικά για μας και μας συναρπάζουν, γιατί ενεργοποιούνται οι περιοχές και οι νευρωνικές συνδέσεις του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για τη διατήρηση αυτής της μνήμης.

Το πρόβλημα ανακύπτει όταν ο εγκέφαλος διατηρεί έντονα αναμνήσεις που θα πρέπει να ξεχάσουμε, γιατί δεν μας κάνουν καλό. Και ακριβώς αυτή η σήμανση συγκεκριμένων αναμνήσεων που επιθυμούμε να σβήσουμε είναι ο μηχανισμός που τις κρατά ζωντανές στο μυαλό μας.

Όπως πρεσβεύει και η μέθοδος της αντίστροφης ψυχολογίας, η διαδικασία της λήθης ξεκινά όταν αντίστοιχες καινούργιες μνήμες αντικαθιστούν τις παλιές μη επιθυμητές. Έτσι στο τέλος, όταν το μυαλό ανακτά μνήμες του παρελθόντος, έχει κάτι πιο φρέσκο να φέρει μπροστά μας!

“Πρέπει να ζουμε στο παρόν, να αναβαθμίζουμε τον εαυτό μας σε κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται μπροστά μας, να κερδίζουμε την αιωνιότητα κάθε στιγμή. Μόνο οι ανόητοι κάθονται στο νησί που κρύβει το θησαυρό κοιτώντας από μακριά άλλες παραλίες. Όπως δεν υπάρχουν άλλα νησιά για μας, έτσι υπάρχει μόνο μία ζωή που καλούμαστε να ζήσουμε.”

Η ανάμνηση μοιάζει με άρωμα που κρατά για πολύ

Οι απολαύσεις είναι λουλούδια που ανθίζουν όταν ζούμε τη ζωή μας, την παίρνουμε στα χέρια μας και τη γευόμαστε. Οι ευχάριστες αναμνήσεις είναι εκείνες που συνέβησαν τις στιγμές που έπρεπε και που δεν ξεχείλωσαν πέρα από τα όριά τους μη αφήνοντας να γευτούμε καινούργιες στιγμές.

Δεν θυμόμαστε γεγονότα στην ολότητά τους παρά μόνο συγκεκριμένες στιγμές, γι’ αυτό λοιπόν θα πρέπει να έχουμε βιώματα και εμπειρίες ξανά και ξανά. Ο πλούτος της ζωής βρίσκεται στις αναμνήσεις που συνεχίζουμε να κάνουμε και επιλέγουμε να κρατάμε. Μερικές φορές είναι δύσκολο να τολμήσουμε νέες εμπειρίες, ειδικά αν είμαστε κολλημένοι και περιχαρακωμένοι στη ζώνη άνεσης μας. Ωστόσο, αν θέλουμε να έχουμε ευχάριστες αναμνήσεις θα πρέπει να ζούμε μία έντονη ζωή.

Μολονότι, έχουμε ένα απτό και ικανό φυσικό σώμα και με τις αισθήσεις μας μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με το εξωτερικό κόσμο και να τον καθορίσουμε όπως θέλουμε, εγκλωβιζόμαστε σε όσα μας λέει το μυαλό μας και η εσωτερική μας φωνή. Παρ’ όλο αυτό, θα πρέπει να πάρουμε μια απόφαση. Είτε Θα περάσουμε τη ζωή μας αναμασώντας όσα μας συνέβησαν στο παρελθόν και ενθυμούμενοι τις άσχημες εμπειρίες που είχαμε, είτε θα πάρουμε τον έλεγχο της ζωής μας, θα ζήσουμε νέες εμπειρίες και φυσικά θα ελέγξουμε τα συναισθήματά μας. Μόνο αν τολμήσουμε κάτι τέτοιο, θα μπορέσουμε να απολαύσουμε την ύπαρξή μας.

Το κλειδί για να βιώνουμε περισσότερο είναι να σκεφτόμαστε και να αναπολούμε το παρελθόν λιγότερο και να περιορίζουμε τις προσδοκίες που περιμένουμε να υλοποιηθούν στο μέλλον. Να αποδεχτούμε αυτά που έχουμε στο εδώ και στο τώρα και τίποτα περισσότερο. Να ζούμε τις στιγμές μας εμποδίζοντας τους εαυτούς μας να αποπροσανατολιστούν από τις παγίδες που βάζει το μυαλό.

Εν τέλει, ο προορισμός μας είναι να ζήσουμε, όμως καταλήγουμε να ζούμε ελάχιστα. Είναι η ώρα να αντιστρέψουμε αυτόν τον κανόνα. Η ευτυχία δεν βρίσκεται σε άλλο τόπο και χρόνο, αλλά στο παρόν στο εδώ και στο τώρα. θυμάστε πάντα.

Με ποιον τρόπο αντιμετωπίζουν οι έξυπνοι άνθρωποι τους αγενείς ανθρώπους;

Από την φύση τους οι αγενείς άνθρωποι, έχουν την τάση σε κάθε περίπτωση που τείνει να κλιμακωθεί σε αντιπαράθεση, να παριστάνουν, και πιθανώς και να το πιστεύουν, ότι είναι οι “καλύτεροι”. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που συμβαίνει είναι συνήθως το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή ο έξυπνος άνθρωπος που συμμετέχει από την άλλη μεριά και είναι ο δέκτης της αγένειας να είναι ο πραγματικός “καλύτερος” ή “ο κύριος της κατάστασης΄΄.

Οι έξυπνοι άνθρωποι έχουν την απαραίτητη συναισθηματική νοημοσύνη που τους επιτρέπει να έχουν “τον έλεγχο” του εαυτού τους ώστε να αντιδρούν αντίστοιχα, εκτονώνοντας την κατάσταση, οι αγενείς αντίθετα την κάνουν χειρότερη.

Οι αγενείς είναι πολλοί και βρίσκονται παντού, έτσι οι έξυπνοι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να τους αντιμετωπίζουν συχνότατα στην καθημερινότητα τους, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα και τον κίνδυνο να συμπεριφερθούν “άσχημα” και να «βγάλουν» τον κακό χαρακτήρα που όλοι κρύβουν μέσα τους. Πώς σώζονται, πως προστατεύονται στις περιπτώσεις αυτές;

Καμία φορά η ανυπομονησία που δείχνουν και οι δύο πλευρές ή η έλλειψη χρόνου για αντιπαράθεση καθώς ένα ραντεβού – ο επόμενος προορισμός – είναι σύντομο, μπορεί να γίνουν οι παράγοντες εκείνοι που μετριάζουν την ένταση και που προστατεύουν από «μη καθωσπρέπει» απρόοπτα. Αυτό όμως δεν φτάνει!!!

Το να έχει ο έξυπνος άνθρωπος την συνείδηση του εαυτού του είναι το πρώτο βήμα στην αντιμετώπιση ανθρώπων αγροίκων χωρίς να εκνευρισθεί. Αυτό όμως εξαρτάται και από τις ακόλουθες προϋποθέσεις που έχει να αντιμετωπίσει και από τις απαντήσεις που έχει δώσει σε αυτές. Και οι προϋποθέσεις αυτές είναι:

Θα Πρέπει να Εμπλακώ…

Οι έξυπνοι άνθρωποι έχουν γεννηθεί για να ηγούνται και δεν τους ενοχλεί να νιώθουν και άβολα κάποιες στιγμές. Το να βάζουν τον εαυτό τους σε άβολες καταστάσεις τους προκαλεί, τους σκληραίνει, τους χαλυβδώνει εσωτερικά και βέβαια μπορεί να τους οδηγήσει, τελικά, στην επιτυχία. Το να ξεκινήσουν μια συζήτηση, αντί να κάνουν έναν καυγά, με έναν αγενή συνομιλητή τους μπορεί να οδηγήσει σε μια σωστή και θεμιτή διαχείριση ενός γεγονότος έντασης, αν βέβαια γίνει σωστά αυτή η συζήτηση.

Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να δείξουν ότι την κατάσταση που έχουν να αντιμετωπίσουν την καταλαβαίνουν στις σωστές της βάσεις, δηλαδή σε αυτές της λογικής, της πραγματικής λογικής και όχι του συναισθηματισμού δηλαδή της φόρτισης που προκαλεί η κατάσταση και το ενδεχόμενο αποτέλεσμα της. Έτσι βάζοντας «κάτω» τα πραγματικά γεγονότα και αποφεύγοντας άστοχους χαρακτηρισμούς που μπορεί να αυξήσουν την συναισθηματική φόρτιση και κατ’ επέκταση την αύξηση της έντασης του προβλήματος, μπορούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση από κει και πέρα ως υπαρκτό πρόβλημα που πρέπει να λυθεί.

Έχω βρεθεί στην θέση του…;

Οι έξυπνοι άνθρωποι αναρωτιόνται: Τι και αν είμαι στην άλλη πλευρά μιας άσχημης συμπεριφοράς; Όλοι μας έχουμε βρεθεί στην κατάσταση που κάποιος μας “έχει λερωθεί”, χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος, απλά επειδή συνέβη… όλοι μας έχουμε τις «κακές» μέρες μας και στην πραγματικότητα όσο έξυπνοι και να είμαστε, τόσο αγενείς μπορούμε να γίνουμε και μάλιστα χωρίς καλά-καλά να το συνειδητοποιήσουμε…Όμως φυσικά υπάρχει πάντα λόγος για να κάνουμε το πρώτο βήμα ώστε να μειώσουμε την ένταση σαν έξυπνοι άνθρωποι.

Έτσι λοιπόν ας μην ξεχνά ο έξυπνος άνθρωπος, ότι μερικές φορές οι άνθρωποι γίνονται αγενείς λόγω της κατάστασης που έχει συμβεί και όχι γιατί οι ίδιοι αυτοί είναι πάντα αγενείς λόγω της προσωπικότητας τους.

Απλά αφήστε το να περάσει…

Κάποιες φορές δεν υπάρχει ο κατάλληλος τόπος και χρόνος για να αντιμετωπίσει ο έξυπνος άνθρωπος τον αγενή.

Ο χώρος εργασίας, είναι συχνά ένας τέτοιος χώρος, που με πολύ σκέψη θα αποφασίσει, ο έξυπνος άνθρωπος πότε θα δώσει και πότε όχι, τις μάχες του. Έτσι το να έχει μια διαφωνία με έναν αγενή συνάδελφο σε δημόσιο και πάντως «ανοιχτό» χώρο, όπως είναι ο εργασιακός, δεν είναι σε καμιά περίπτωση ΕΞΥΠΝΟ. Κάτι τέτοιο πολύ πιθανόν, να τον κάνει να δείχνει, και ίδιο, αγενή.

Στην περίπτωση αυτή, ο έξυπνος άνθρωπος θα αποφασίσει πότε είναι ο κατάλληλος τόπος και η κατάλληλη στιγμή, αυτή που εξυπηρετεί, τόσο τον ίδιο αλλά και την λύση του προβλήματος. Έτσι ο έξυπνος άνθρωπος, θα πάρει σε μια άκρη τον αγενή συνάδελφο, και θα συζητήσει παρατηρώντας την συμπεριφορά του. Μάλιστα κάποιες φορές θα επιλέξει έξυπνα να ρίξει και μέρος του βάρους της ευθύνης , στον ίδιο τον εαυτό του παρά να το ρίξει όλο στον αγενή συνάδελφο και συνομιλητή του. Έτσι επιλέγει να του πει “Νιώθω ότι αδικήθηκα όταν λαθεμένα κατηγορήθηκα για..”. Είναι πολλές οι φορές που μια φράση όπως αυτή μετριάζει μια κατάσταση έντασης, και βέβαια πάντα με σκοπό, να μπει για λίγο, ό άλλος, ο αγενής , στην θέση αυτού που υφίσταται την αγένεια, ή και αντίστροφα.

Ο έξυπνος άνθρωπος, είναι και ευέλικτος, έτσι αν δεν μπορεί να κάνει το παραπάνω, έστω και για μια στιγμή, επιλέγει ως καλύτερη επιλογή, να φύγει άμεσα από μια τέτοια συζήτηση, γιατί καλά γνωρίζει ότι μια εικόνα, η εικόνα της άμεσης αποχώρησης από μια συζήτηση, αντιστοιχεί με χιλιάδες λέξεις, και πολλές φορές η σιωπή του μιλά από μόνη της και ακούγεται πολύ ηχηρά.

Τέλος, η σιγή είναι ίσως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να αντιμετωπιστούν οι αγενείς άνθρωποι. Στην πραγματικότητα, αγνοώντας έναν αγενή, μπορεί και να είναι πιο υγιεινό από το να εμπλακεί κανείς, και μάλιστα ένας έξυπνος άνθρωπος, μαζί του. Η συνεχή εμπλοκή με τέτοια άτομα μπορεί να κάνουν κακό στον τρόπο σκέψης του και στην πνευματική και ψυχική του υγεία ενός έξυπνου ανθρώπου!!!

‘Ώστε, την επόμενη φορά που θα αντιμετωπίσουμε αγενείς ανθρώπους, καλύτερα να πάρουμε μια επιπλέον ανάσα, να σκεφτούμε, να βάλουμε ένα κενό, μια απόσταση ανάμεσα σε εμάς και αυτούς και γιατί όχι, να γυρίσουμε την πλάτη και να απομακρυνθούμε από την ένταση. Αυτή μπορεί να είναι ίσως η εξυπνότερη αντίδραση, από όλες τις πιθανές λύσεις , που θα μπορούσαμε να δώσουμε σε μια “εμπλοκή μας”, με έναν αγενή άνθρωπο.

Πίσω από κάθε συνειδητή επιθυμία ικανοποιούνται άλλοι πιο βασικοί στόχοι του ατόμου

Το άτομο είναι ένα ενιαίο, οργανωμένο όλον. Στη θεωρία της παρώθησης, αυτή η εισήγηση σημαίνει πολλά συγκεκριμένα πράγματα. Για παράδειγμα, σημαίνει ότι μία επιθυμία κινητοποιεί ολόκληρο το άτομο και όχι απλώς ένα μέρος του. Δεν υφίστανται αυτοτελείς οντότητες όπως ανάγκη του στομάχου ή του στόματος ή των γεννητικών οργάνων. Υπάρχει μόνο μια ανάγκη του ατόμου. Ο Τζον Σμιθ είναι που θέλει τροφή, όχι το στομάχι του Τζον Σμιθ. Επιπλέον, η ικανοποίηση έρχεται σε ολόκληρο το άτομο και όχι μόνο σ’ ένα μέρος του. Η τροφή ικανοποιεί την πείνα του Τζον Σμιθ και όχι την πείνα του στομάχου του.

Η ενασχόληση των πειραματιστών με την πείνα ως απλώς μια λειτουργία της γαστρεντερικής οδού τούς έχει κάνει να παραβλέπουν το γεγονός ότι όταν οι άνθρωποι πεινούν, αλλάζουν όχι μόνον ως προς τις γαστρεντερικές τους λειτουργίες, αλλά και ως προς πολλές άλλες, ίσως ακόμη και ως προς τις περισσότερες άλλες λειτουργίες τους, Η αντίληψη αλλάζει (η τροφή γίνεται αντιληπτή πιο εύκολα απ’ ό,τι σε άλλες στιγμές). Οι αναμνήσεις αλλάζουν (είναι πιο πιθανό να θυμηθεί κάποιος ένα καλό γεύμα εκείνη τη στιγμή, παρά κάποια άλλη). Τα συναισθήματα αλλάζουν (υπάρχει περισσότερη ένταση και νευρικότητα απ’ ό,τι σε άλλες στιγμές) . Το περιεχόμενο της σκέψης αλλάζει (είναι πιο πιθανό να σκέφτεται το άτομο την εξασφάλιση τροφής, παρά τη λύση ενός αλγεβρικού προβλήματος). Κι αυτός ο κατάλογος μπορεί να επεκταθεί σχεδόν σε κάθε άλλη φυσική δυνατότητα, ικανότητα ή λειτουργία, τόσο σωματική όσο και ψυχική. Με άλλα λόγια, όταν οι άνθρωποι πεινούν, πεινούν ολόκληροι – είναι διαφορετικοί ως άτομα από αυτό που είναι σε άλλες στιγμές.

Ποιες είναι οι πιο κοινές άμεσες παρωθήσεις; Μπορούμε να τις βρούμε αρκετά εύκολα, παρατηρώντας τον εαυτό μας μια συνηθισμένη μέρα. Οι επιθυμίες που περνούν σαν αστραπή από τη συνείδησή μας είναι, πολύ συχνά, επιθυμίες για ρούχα, αυτοκίνητα, φιλικότητα, συντροφιά, έπαινο, γόητρο και τα παρόμοια. Συνήθως , οι ενορμήσεις αυτές διατυπώνονται ως δευτερεύουσες ή πολιτισμικές και θεωρείται ότι ανήκουν σε διαφορετική τάξη από αληθινά «αξιοσέβαστες» ή πρωταρχικές ενορμήσεις, δηλαδή τις βιολογικές ανάγκες. Στην πραγματικότητα όμως, είναι πολύ πιο σημαντικές για μας και πολύ πιο κοινές.

Εξετάζοντας προσεκτικά τις συνηθισμένες επιθυμίες που έχουμε στην καθημερινή ζωή, διαπιστώνουμε ότι οι επιθυμίες αυτές έχουν ένα τουλάχιστον σημαντικό χαρακτηριστικό: συνήθως, δεν είναι οι ίδιες σκοποί, αλλά μέσα για την επίτευξη ενός σκοπού. Θέλουμε χρήματα για να μπορέσουμε να αγοράσουμε αυτοκίνητο. Και θέλουμε αυτοκίνητο επειδή έχουν οι γείτονες και δεν θέλουμε να νιώθουμε κατώτεροί τους, έτσι ώστε να μπορέσουμε να διατηρήσουμε τον αυτοσεβασμό μας, κι έτσι οι άλλοι να μας αγαπούν και να μας σέβονται. Συνήθως, όταν αναλύουμε μια συνειδητή επιθυμία, διαπιστώνουμε ότι μπορούμε να πάμε πίσω απ’ αυτήν, σε άλλους, πιο βασικούς στόχους του ατόμου.

A. Schopenhauer: Ποιους επιλέγει να συναναστρέφεται ένας Φιλισταίος

Στο μεταξύ, όμως, δεν θέλω να παραλείψω να κάνω μνεία του γεγονότος ότι ο άνθρωπος που δεν έχει καθόλου πνευματικές ανάγκες επειδή οι δυνάμεις του πνεύματός του είναι λιτές και αυστηρά περιορισμένες στο μέτρο του φυσιολογικού είναι ακριβώς αυτός που χαρακτηρίζει η λέξη «Φιλισταίος».

Ο άνθρωπος αυτός, καθώς δεν έχει πνευματικές αλλά μόνο σωματικές ανάγκες, θα επιλέξει όσους ανθρώπους είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τούτες τις τελευταίες και όχι όσους μπορούν να ικανοποιήσουν τις πρωταναφερθείσες ανάγκες. Αυτό που απαιτεί από τους άλλους λιγότερο από κάθε τι είναι το να χαρακτηρίζονται από οποιεσδήποτε υπέρτερες πνευματικές ικανότητες αντίθετα, όταν κάποιες τέτοιες υποπέσουν στην αντίληψή του, του προκαλούν αποστροφή, ακόμη δε και μίσος, καθώς ενώπιόν τους δεν έχει παρά ένα οχληρό αίσθημα κατωτερότητας κι επιπλέον ένα υπολανθάνον και κρυφό αίσθημα φθόνου, το οποίο αυτό φροντίζει να το συγ- καλύπτει με κάθε επιμέλεια, αποκρύπτοντάς το και από τον ίδιο του τον εαυτό, κάτι που όμως το κάνει να διογκώνεται καθιστάμενο εντέλει σιωπηρή μήνις,

Ποτέ, συνεπώς, δεν του περνά από το μυαλό να λάβει τέτοιες ιδιότητες ως γνώμονα για την εκτίμηση ή τον σεβασμό που τρέφει γι’ άλλους ανθρώπους απεναντίας, τα αισθήματά του αυτά εξαρτώνται αποκλειστικά από τον πλούτο και τον βαθμό ιεραρχίας, την εξουσία και την επιρροή, καθώς τούτα αποτελούν στα μάτια του τα μοναδικά αυθεντικά προτερήματα, ως προς τα οποία και ο ίδιος επιθυμεί να διαπρέψει. Όλα δε αυτά έπονται του ότι ο Φιλισταίος είναι ένας άνθρωπος χωρίς πνευματικές ανάγκες.

Σ’ όλη αυτή την θεώρηση των προσωπικών χαρακτηριστικών που συμβάλλουν στην ευτυχία μας, έλαβα υπόψη τα σωματικά, κυρίως, όμως, τα πνευματικά χαρακτηριστικά. Το κατά ποιόν τρόπο και τα ηθικά επίσης προτερήματα μας καθιστούν άμεσα ευτυχείς, το ανέλυσα στην § 22 της πραγματείας μου Περί ηθικής στην οποία και παραπέμπω.

Arthur SCHOPENHAUER, ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Οι Προκαταλήψεις Τυφλώνουν

Η κάθε προκατάληψη είναι απλώς ένα ΜΙΜΙΔΙ και οι άνθρωποι ζουν ΜΙΜΙΔΙΖΟΝΤΑΣ

Προκαταλήψεις με τους οποίους ο εγκέφαλός μας διαστρεβλώνει την πραγματικότητα

Από πού προέρχεται η πίστη στον Θεό; Γιατί υπάρχουν ηθικές αξίες; Γιατί κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν και άλλοι όχι; Γεφυρώνοντας την επιστήμη, την ψυχολογία και τη θρησκεία οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου αποκαλύπτουν, για πρώτη φορά, πώς τα πιστεύω, αναδύονται μέσα από τις νευρωνικές δραστηριότητες του εγκεφάλου μας. Με απλά λόγια, εξηγούν πώς ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και την μεταμορφώνει σε ένα φάσμα από προσωπικούς, ηθικούς και δημιουργικούς συλλογισμούς που τους χρησιμοποιούμε για να προσδώσουμε νόημα, αξία, πνευματικότητα και αλήθεια στη ζωή.

Στηριγμένοι σε νέες, επαναστατικές έρευνες της επιστήμης του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένων εγκεφαλικών απεικονίσεων ανθρώπων που προσεύχονται και διαλογίζονται, οι Νιούμπεργκ και Γουόλντμαν προτείνουν ένα νέο μοντέλο για το πώς προκύπτουν τα πιο βαθιά πιστεύω και πώς αυτά επηρεάζουν τη ζωή. Μέσα από προσωπικές ιστορίες, ηθικά παράδοξα και οπτικές ψευδαισθήσεις, οι συγγραφείς δείχνουν πώς ο εγκέφαλός κατασκευάζει τις υποθέσεις που κάνουμε για την πραγματικότητα και προσφέρουν τρόπους για να αναπτύξουμε μια θετικότερη και περισσότερο ανεκτική στάση ζωής. Ένα βιβλίο που θα αλλάξει για πάντα τον τρόπο που βλέπετε τον κόσμο και τον εαυτό σας.

Η κατανόηση της ΜΗ ύπαρξης αντικειμενικής αλήθειας και πραγματικότητας.

Η κάθε “αλήθεια” ΣΑΣ έχει χτιστεί με ερμηνείες που επηρεάζονται και περιορίζονται από τις προκαταλήψεις ΣΑΣ (κι ας αγαπάτε να πιστεύετε ότι εσείς είσαστε πιο ανοιχτά μυαλά ή πιο δίκαια ή πιο σωστά ή πιο λογικά ή ότι άλλο). Όσο κι αν θεωρείτε ότι αφού πιστεύετε στο “λογικό” και στο “σωστό” είναι αντικειμενική η γνώμη μας ή η άποψη που σχηματίζουμε.

Δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, όσο και αν είναι (ελαφρώς έως πολύ) οδυνηρό να το αποδεχτείτε. Όσο πιο τετραγωνισμένα βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε ανθρώπους και καταστάσεις τόσο πιο εύκολα και γρήγορα οδηγούμαστε σε αδιέξοδα. Χρειάζεται να “λειανθεί” η οπτική, να επιτρέψουμε να γίνει πιο “στρογγυλή”, είναι αναγκαία η διεύρυνση και η ανοιχτότητα αυτής της οπτικής για να συνυπάρξουμε. Το αυτονόητο το δικό μας, δεν είναι το δεδομένο και για τον άλλον και όσο κι αν είναι ανάγκη μας να το υποστηρίζουμε, τίποτα δεν μας επιβεβαιώνει ότι το δικό μας είναι το “σωστό”. [Διαβάστε και τον μάστερ της μεταφυσικής τον Τσαρλς Φορτ]

Το πιο πιθανό είναι ότι πολλές από τις παρακάτω προκαταλήψεις αφορούν πολλούς από εσάς, δεν πιστεύω ότι υπάρχει ανθρώπινο ον που δεν τον αφορά, είναι ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο, να βλέπει με “προσωπικά κριτήρια” για να επιλέγει το καταλληλότερο για τον εαυτό του. Επιβεβαιώστε, πιθανά, κάποιες από τις δικές σας, γιατί φυσικά υπάρχουν και άλλες (πολλές) προκαταλήψεις, αλλά τουλάχιστον να γνωρίζουμε ότι τις έχουμε, σαν ένα μικρό βήμα προς την αυτογνωσία. Η γνώση που συγκεντρώνουμε από τις επιστημονικές μελέτες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πως ερμηνεύουμε τα στοιχεία. Οι ερμηνείες, όμως, υπακούν στους ίδιους κανόνες που διέπουν τις αντιλήψεις για την πραγματικότητα. Είναι γεμάτες παραδοχές, γενικεύσεις, παραλείψεις και λάθη.

Στις κοινωνικές επιστήμες, αυτά τα λάθη αποκαλούνται γνωστικές προκαταλήψεις. Αυτές οι προκαταλήψεις είναι ενσωματωμένες τόσο στους αντιληπτικούς και τους συναισθηματικούς μηχανισμούς του εγκεφάλου όσο και στους γνωστικούς. Μέχρι να φτάσει η αντιληπτική πληροφορία στη συνείδηση, το άτομο έχει προλάβει να την μετατρέψει σε κάτι καινούργιο και μοναδικό. Αυτή η ανακατασκευή της πραγματικότητας αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζουμε τα πιστεύω μας για τον κόσμο.

Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των πιστεύω μας παίζει επίσης η λογική, η ορθή σκέψη και η κοινωνική συναίνεση. Οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν και τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον κόσμο. Αν εντοπίσουμε αυτές τις προκαταλήψεις, μπορούμε να γίνουμε πιο πιστοί. Τα τελευταία 50 χρόνια, ερευνητές, επιστήμονες, ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι τυποποίησαν εκατοντάδες γνωστικές, κοινωνικές και συμπεριφορικές διαδικασίες, αλλά και διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Παρακάτω, συγκέντρωσα 27 προκαταλήψεις τις οποίες θεωρώ απαραίτητες για την αξιολόγηση των αντιλήψεών μας και των πιστεύω μας για τον κόσμο.

Η προκατάληψη της οικογένειας. Όλοι έχουμε την προδιάθεση να πιστεύουμε αυτόματα τις πληροφορίες που μας παρέχουν μέλη της οικογένειάς μας και στενοί φίλοι. Από τότε που γεννιόμαστε, ο εγκέφαλός μας βασίζεται σε αυτά τα άτομα, γι’ αυτό και τείνουμε να αποδεχόμαστε τον κόσμο που μας περιγράφουν, χωρίς να ελέγχουμε τα γεγονότα.

Η προκατάληψη της εξουσίας. Τείνουμε να πιστεύουμε ανθρώπους που κατέχουν θέσεις ισχύος και γοήτρου. Τους θεωρούμε πιο αξιόπιστους, χωρίς να ελέγχουμε τις πηγές τους.

Η προκατάληψη της γοητείας. Θεωρούμε πιο αξιόπιστους τους πιο ψηλούς και γοητευτικούς ανθρώπους, επειδή ο εγκέφαλός μας έλκεται από αυτό που τον ευχαριστεί αισθητικά. Οι πιο ευπαρουσίαστοι άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες να μας πείσουν.

Η προκατάληψη της επιβεβαίωσης. Έχουμε την τάση να δίνουμε έμφαση σε πληροφορίες που στηρίζουν τα πιστεύω μας, ενώ υποσυνείδητα αγνοούμε ή απορρίπτουμε πληροφορίες που τα αντικρούουν. Από τη στιγμή που τα πιστεύω μας έχουν ενσωματωθεί στο νευρικό μας κύκλωμα, στοιχεία που αντιτίθεται σε αυτά δεν μπορούν πολλές φορές να εισβάλλουν στις υπάρχουσες διαδικασίες του εγκεφάλου.

Η προκατάληψη της αυτοεξυπηρέτησης. Σε συνδυασμό με την προκατάληψη της επιβεβαίωσης, εμφανίζουμε επίσης την τάση να συντηρούμε πεποιθήσεις που ευνοούν τα προσωπικά μας συμφέροντα και τους προσωπικούς μας στόχους.

Η προκατάληψη της ομάδας. Υποσυνείδητα, υιοθετούμε ευνοϊκή μεταχείριση για τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας μας και σπάνια αμφισβητούμε τα πιστεύω τους, επειδή ο εγκέφαλός μας είναι έτσι κατασκευασμένος, ώστε να αναζητά τη συμφωνία με τους γύρω του.

Η προκατάληψη για άτομα εκτός ομάδας. Γενικά, απορρίπτουμε ή υποτιμούμε τα πιστεύω ανθρώπων που δεν ανήκουν στην ομάδα μας, κυρίως όταν οι πεποιθήσεις τους διαφέρουν αισθητά από τις δικές μας. Επιπλέον, έχουμε τη βιολογική προδιάθεση να αναστατωνόμαστε όταν ερχόμαστε σε επαφή με ανθρώπους διαφορετικού εθνοτικού και πολιτιστικού υποβάθρου – έστω κι αν είναι μέλη της ομάδας μας.

Η προκατάληψη της κοινωνικής συναίνεσης. Όσο περισσότερο οι άλλοι συμφωνούν μαζί μας, τόσο περισσότερο πιστεύουμε ότι οι πεποιθήσεις μας είναι αληθινές. Αντίθετα, όσο περισσότερο διαφωνούν οι άλλοι μαζί μας, τόσο πιθανότερο είναι να καταπιέσουμε και να αμφισβητήσουμε τα ίδια μας τα πιστεύω – ακόμα κι όταν είναι σωστά.

Η προκατάληψη του πλήθους. Αυτή η προκατάληψη αντικατοπτρίζει την τάση μας να υιοθετούμε το σύστημα πεποιθήσεων της ομάδας στην οποία ανήκουμε. Όσο περισσότεροι άνθρωποι μας περιβάλλουν, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να τροποποιήσουμε τα πιστεύω μας για να ταιριάζουν με τα δικά τους.

Η προκατάληψη της προβολής. Συχνά υποθέτουμε, χωρίς να το επαληθεύουμε, ότι τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας μας έχουν παρόμοια πιστεύω, παρόμοιες ηθικές αξίες και βλέπουν τον κόσμο μέσα από τα μάτια μας. Η CIA περιγράφει αυτή την προκατάληψη ως τη νοοτροπία “όλοι σκέφτονται όπως εμείς” και τη θεωρεί μια από τις πιο επικίνδυνες – επειδή οι διαφορετικοί πολιτισμοί και οι διαφορετικοί τύποι ανθρώπων (όπως οι τρομοκράτες) δεν σκέφτονται όπως εμείς.

Η προκατάληψη της προσμονής. Όταν ψάχνουμε για πληροφορίες, ή όταν κάνουμε κάποια έρευνα, έχουμε την τάση να “ανακαλύπτουμε” αυτό ακριβώς που ψάχνουμε. Στην ιατρική, οι διπλά τυφλές μελέτες έχουν σκοπό να εξαλείψουν αυτή τη διαβρωτική προκατάληψη.

Η προκατάληψη των “μαγικών αριθμών”. Οι αριθμοί επηρεάζουν τα πιστεύω εξαιτίας των ισχυρών ποσοτικών λειτουργιών του εγκεφάλου. Όσο πιο μεγάλος και υποβλητικός είναι ένας αριθμός, τόσο μεγαλύτερη είναι και η συναισθηματική του αντίδραση κι αυτή με τη σειρά της ενδυναμώνει την εμπιστοσύνη στην πληροφορία που προσδιορίζεται ποσοτικά. [δηλ. 2 δις άνθρωποι είναι χριστιανοί, ή αυτή η ομάδα, ιδέα, ιστοσελίδα, έχει την υποστήριξη 100.000 ανθρώπων, κλπ]

Η προκατάληψη της πιθανότητας. Μας αρέσει να πιστεύουμε ότι είμαστε πιο τυχεροί από τους άλλους και ότι μπορούμε να καταπολεμήσουμε τις ανισότητες (άτομα με κατάθλιψη τείνουν να πιστεύουν το αντίθετο). Αυτή η αισιοδοξία είναι επίσης γνωστή ως η προκατάληψη του τζογαδόρου. Αν στρίψεις ένα νόμισμα, και φέρεις κορώνα 9 φορές στη σειρά, οι περισσότεροι άνθρωποι θα στοιχηματίσουν πολλά λεφτά ότι την επόμενη φορά θα είναι γράμματα. Φυσικά, οι πιθανότητες παραμένουν ίδιες κάθε φορά που στρίβεις ένα νόμισμα: πάντα υπάρχουν 50 τοις εκατό πιθανότητες να φέρεις γράμματα. Επίσης, όλοι κουβαλάμε «μαγικές» προκαταλήψεις από την παιδική ηλικία. Έτσι, πολλοί ενήλικες, κυρίως οι τζογαδόροι, έχουν πάνω τους διάφορα φυλαχτά (ένα τετράφυλλο τριφύλλι, ένα λαγοπόδαρο, ένα νόμισμα) που υποτίθεται ότι τους φέρνουν τύχη.

Η προκατάληψη της αιτίας-αποτελέσματος. Ο εγκέφαλός μας έχει την προδιάθεση να κάνει συνειρμούς ανάμεσα σε δύο γεγονότα, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους. Αν πιεις κάποιο βότανο και σου περάσει το κρυολόγημα, τότε αποδίδεις την ανάρρωσή σου στο βότανο αυτό, έστω κι αν σε αυτό συνέβαλαν στην πραγματικότητα δεκάδες άλλοι άσχετοι παράγοντες.

Η προκατάληψη της ευχαρίστησης. Τείνουμε να πιστεύουμε ότι οι ευχάριστες εμπειρίες αντικατοπτρίζουν μεγαλύτερες αλήθειες απ’ ό,τι οι δυσάρεστες εμπειρίες. Εν μέρει επειδή τα κέντρα ευχαρίστησης του εγκεφάλου βοηθούν στον έλεγχο της δύναμης των αντιλήψεων, των αναμνήσεων και των σκέψεων.

Η προκατάληψη της προσωποποίησης. Δείχνουμε ιδιαίτερη προτίμηση στο να δίνουμε αρετές έμψυχων όντων σε άψυχα αντικείμενα. Επίσης, συνηθίζουμε να δίνουμε ανθρώπινη μορφή ή μορφή ζώου σε αφηρημένα ερεθίσματα (σκιές, συγκεχυμένους θορύβους, κ.λπ.). Αυτή η αντιληπτική και γνωστική λειτουργία πυροδοτεί διάφορες δεισιδαιμονίες.

Η προκατάληψη της αντίληψης. Ο εγκέφαλός υποθέτει αυτόματα ότι οι αντιλήψεις και τα πιστεύω αντιπροσωπεύουν αντικειμενικές αλήθειες για τον εαυτό μας και τον κόσμο. Εξ ου και η έκφραση “Αν δεν το δω, δεν το πιστεύω”.

Η προκατάληψη της επιμονής. Όταν πιστεύουμε σε κάτι, επιμένουμε ότι είναι αληθινό, ακόμη κι όταν έχουμε στη διάθεσή μας στοιχεία που λένε το αντίθετο. Και όσο περισσότερο συντηρούμε ορισμένες πεποιθήσεις, τόσο πιο βαθιά εντυπώνονται στο νευρικό μας κύκλωμα.

Η προκατάληψη της ψευδούς μνήμης. Ο εγκέφαλός μας τείνει να συγκρατεί για περισσότερο χρονικό διάστημα ψευδείς απ’ ότι αληθείς μνήμες. Επίσης, είναι εύκολο να εμφυτεύσεις ψευδείς μνήμες σε άλλους όταν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες και οι πληροφορίες είναι αληθοφανείς.

Η προκατάληψη της θετικής μνήμης. Όταν αναπολούμε το παρελθόν, τείνουμε να ωραιοποιούμε τα γεγονότα και να τους δίνουμε μια πιο θετική δύναμη από την πραγματική.

Η προκατάληψη της λογικής. Έχουμε την τάση να πιστεύουμε επιχειρήματα που μας φαίνονται πιο λογικά. Επίσης, συνηθίζουμε να αγνοούμε πληροφορίες που δεν μας φαίνεται ότι βγάζουν νόημα. Όπως έχει πει ο Γουίλιαμ Τζέημς: “Κατά κανόνα, δεν πιστεύουμε τα γεγονότα και τις θεωρίες που φαίνονται άχρηστες”. [όπως η θεωρία του Θεού- Δημιουργού φαίνεται και είναι χρήσιμη και βολική]

Η προκατάληψη της πειθούς. Όταν διαφωνούμε για κάποιο θέμα, πιστεύουμε συνήθως εκείνον που έχει πιο δραματικά και συναισθηματικά επιχειρήματα για μια άποψη. Ο εγκέφαλός μας τείνει να συντονίζεται με τους καλούς ομιλητές, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε να πιαστούμε αιχμάλωτοι των συναισθημάτων και των πεποιθήσεών τους.

Η προκατάληψη του πρώτου. Δίνουμε περισσότερο βάρος και θυμόμαστε πιο εύκολα ονόματα και πληροφορίες που αναγράφονται πρώτα σε μια λίστα.

Η προκατάληψη της αβεβαιότητας. Ο εγκέφαλός μας δεν συμπαθεί την αβεβαιότητα και την αοριστία. Γι’ αυτό, από το να μην είμαστε σίγουροι, προτιμάμε είτε να πιστεύουμε, είτε να μην πιστεύουμε. [δηλ. είτε ένθεος είτε άθεος, είτε πιστός, είτε άπιστος, λες και δεν υπάρχουν μύριες άλλες επιλογές]

Η προκατάληψη των συναισθημάτων. Τα δυνατά συναισθήματα συνήθως παρεμποδίζουν τη λογική και την ορθή κρίση. Ο θυμός έχει την τάση να δημιουργεί την πεποίθηση ότι έχουμε δίκιο και το σωστό με το μέρος μας. Η αγωνία υπονομεύει αυτήν ακριβώς την πεποίθηση, ενώ η κατάθλιψη επισκιάζει τις αισιόδοξες πεποιθήσεις.

Η προκατάληψη της δημοσιότητας. Οι εκδότες βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών προτιμούν να εκδίδουν έργα με αίσιο τέλος, ενώ απορρίπτουν έργα με αρνητική έκβαση. Έτσι, μια έρευνα που δεν έχει επίδραση στον κόσμο έχει λιγότερες πιθανότητες να δημοσιευθεί σε σχέση με ένα εύρημα με θετικά αποτελέσματα. Μια άλλη διάσταση αυτής της προκατάληψης είναι η τάση των αναγνωστών να θεωρούν αυτόματα αλήθεια ό,τι δημοσιεύεται, ακόμη κι αν αποτελεί δημοσίευμα του κίτρινου τύπου. [Το αυτό κάνουν και ο κινηματογράφος αλλά και κάθε μορφή τέχνης. Μόνον έργα με αίσιο τέλος έχουν πιθανότητες επιτυχίας κι αποδοχής]

Η προκατάληψη του τυφλού σημείου. Τελευταία, αλλά πολύ σημαντική, είναι η προκατάληψη που οι επιστήμονες αποκαλούν “προκατάληψη του τυφλού σημείου”. Οι περισσότεροι άνθρωποι αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν πόσες γνωστικές προκαταλήψεις έχουν στην πραγματικότητα ή πόσο συχνά πέφτουν θύμα αυτών τους των προκαταλήψεων. Οι διαφημιστές και οι πολιτικοί έχουν πλήρη επίγνωση αυτών των τυφλών σημείων και στοχεύουν επίτηδες στις δικές σας προκαταλήψεις για να πουλήσουν τα προϊόντα και τις ιδέες τους. Ως ένα βαθμό, όλοι μας χειραγωγούμε τους άλλους προκειμένου να τους πείσουμε να ενστερνιστούν τα δικά μας πιστεύω. Το κάνουν οι γονείς με τα παιδιά τους, οι δάσκαλοι με τους μαθητές τους, οι ερευνητές με τους συναδέλφους τους, οι εραστές μεταξύ τους. Δυστυχώς, συχνά το κάνουμε χωρίς να συνειδητοποιούμε τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες του άλλου.

Τελικά, υπάρχει λύση στα προβλήματά μας!

«Για να διατηρήσετε το πνεύμα σας ανοιχτό και να νιώσετε απόλυτα εναρμονισμένοι με τους γύρω σας», γράφει ο διακεκριμένος νευροεπιστήμονας Αντριου Νιούμπεργκ, «το μόνο που απαιτείται σε νευρολογικό επίπεδο είναι η συνειδητή μείωση της δραστηριότητας στους δύο μετωπιαίους και στους δύο βρεγματικούς λοβούς, καθώς και η αναστολή της στεφανιαίας δραστηριότητας του εγκεφάλου, η οποία σχετίζεται με τον θυμό και τον φόβο». Το πράγμα, δηλαδή, ακούγεται σχετικά απλό!

Ο Αντριου Νιούμπεργκ είναι αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Ραδιολογίας και Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια και λέκτορας στο τμήμα Θεολογίας, έγραψε δε –σε συνεργασία με τον Μαρκ Ρόμπερτ Γουόλντμαν, θεραπευτή και επιστημονικό συνεργάτη στο Κέντρο Πνευματικότητας και Νου του ίδιου πανεπιστημίου– το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Γιατί πιστεύουμε: Πώς η επιστήμη του εγκεφάλου εξηγεί την ανάγκη μας για τον Θεό», το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αβγό. Και αντικείμενό του δεν είναι μόνον η θρησκευτική πίστη, αλλά το πώς συγκροτούνται οι πεποιθήσεις μας μέσα από τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Φυσικά, κάπου εδώ εγείρεται η πρώτη απορία μας, την οποία απευθύναμε στον διακεκριμένο ερευνητή:

– Μήπως η «μέτρηση» της θρησκευτικότητας και η ερμηνεία της, από την οπτική της νευρολογίας, οδηγήσει σε εκ νέου αποδόμηση της θρησκείας, η οποία θα συμπαρασύρει και το ηθικό αξιολογικό μας σύστημα; Ή για να το θέσουμε αλλιώς: είναι η επιστήμη σε θέση να κατασκευάσει μια νέα ηθική στη θέση εκείνης που θα καταβαραθρωθεί, αν αποδειχθεί ότι η θρησκευτική πίστη είναι ένα παιχνίδι που απλώς συμβαίνει στον εγκέφαλό μας;

«Η επιστήμη συνέβαλε στην αποδυνάμωση κάθε ηθικού συστήματος που βασιζόταν στη θρησκεία. Πολλοί στρέφονται στην επιστήμη επειδή νομίζουν ότι παρέχει μια πιο αντικειμενική και λογική προσέγγιση του κόσμου, επομένως και ένα πιο λογικό και αντικειμενικό σύστημα ηθικών αξιών. Παρ’ όλα αυτά, διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις για το αν η επιστήμη παρέχει όντως κάποιο ηθικό σύστημα αξιών. Στην ουσία, αποτελεί ένα εργαλείο μελέτης του κόσμου και ο ρόλος της δεν είναι να κρίνει τι είναι σωστό και τι λάθος. Στην ιδανική της μορφή, η επιστήμη θα έπρεπε να αξιολογεί, αν μια ιδέα λειτουργεί σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η εν λόγω ιδέα είναι και ηθικά σωστή». απαντά ο καθηγητής – ερευνητής.

Στο βιβλίο του ο καθηγητής Νιούμπεργκ υποστηρίζει, χρησιμοποιώντας εκλαϊκευμένη γλώσσα, ότι η αρχιτεκτονική του μυαλού μας είναι τέτοια που «εκ φύσεως» κατασκευάζουμε και πρεσβεύουμε πνευματικές αντιλήψεις. Και η κάθε λογής θρησκευτικότητα είναι η παλαιότερη και πιο κοινή έκφανσή τους. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να πιστεύουμε» και η πίστη μας συνδέεται πρακτικά με την ηθικότητα, οι λειτουργίες της οποίας εδράζονται στους μετωπιαίους λοβούς του εγκεφάλου. Ομως, παραδέχεται ότι τελικά αυτό που βιώνουμε ως ηθικό σύστημα αποτελεί συνδυασμό διδαγμένων πιστεύω, νευρολογικής ανάπτυξης και ομαδικής συναίνεσης.

Η λειτουργία της πίστης δηλαδή, μπορεί μόνο εν μέρει να αποκρυπτογραφηθεί από τη νευροεπιστήμη. Αλλωστε, όπως αναφέρει στη συνομιλία που είχαμε μαζί του: «Ενα άλλο ζήτημα είναι ότι οι επιστήμονες συνήθως αντιμετωπίζουν κι αυτοί τα ηθικά διλήμματα που στοιχειώνουν κάθε απλό άνθρωπο. Συχνά είναι μικροπρεπείς, ανταγωνιστικοί κι εκδικητικοί. Η καλύτερη προσέγγιση είναι να βρούμε τρόπους να συνδυάσουμε ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει η επιστήμη με ό, τι καλύτερο προσφέρουν οι θρησκευτικές και πνευματικές παραδόσεις».

Η προσευχή του άθεου

Πως όμως του ήρθε να αναζητήσει το Θεό; «Δεν θα έλεγα ότι προσπαθώ να προσεγγίσω τον Θεό! Παρ’ όλα αυτά, η έννοια του θείου, της θρησκείας και της πνευματικότητας αγγίζει βαθιά όλα τα ανθρώπινα όντα. Κάθε πολιτισμός, από την εποχή του Νεάντερταλ έως τους Ελληνες φιλοσόφους και τον σύγχρονο άνθρωπο, έχει αναρωτηθεί, Γιατί είμαστε εδώ; Ποιο είναι το νόημα της ζωής μας; Είναι φυσικό να καταφεύγουμε σε όλες τις δυνατές προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένης και της επιστημονικής».

Ο καθηγητής Νιούμπεργκ, λοιπόν, απεικόνισε, χρησιμοποιώντας τομογραφία απλού φωτονίου (SPECT), την εγκεφαλική λειτουργία βουδιστών μοναχών πριν και μετά τον διαλογισμό, την προσευχή μιας ομάδας Φραγκισκανών μοναχών, Πεντηκοστιανές γυναίκες σε φάση «πολυγλωσσίας», ακόμα κι έναν δηλωμένο άθεο (ο οποίος πίστευε στις δυνατότητες του εγκεφάλου) που συνήθιζε να αυτοσυγκεντρώνεται χρησιμοποιώντας ασκήσεις αναπνοής. Σε όλους κατέγραψε αυξημένη δραστηριότητα στον προμετωπιαίο φλοιό και μείωση στους βρεγματικούς λοβούς, όπου βρίσκεται το «κέντρο προσανατολισμού» του εγκεφάλου.

Συνέβαινε δηλαδή κάτι παρόμοιο με αυτό που στη νευροεπιστήμη ονομάζουν «απώλεια προσαγωγών αισθητικών ερεθισμάτων». Είτε την κατάσταση αυτή την ονομάσουμε σύνδεση με το θείο είτε νευρική παραίσθηση, το σίγουρο είναι πως η πολύχρονη «προπόνηση» του εγκεφάλου μας σε ένα τέτοιο φαινόμενο δημιουργεί μια νέα δομή ενώ, γενικά, συνοδεύεται από αύξηση του επιπέδου σεροτονίνης, η οποία δρα σαν φυσικό αγχολυτικό. Ο εγκέφαλος έχει την προδιάθεση να απορρίπτει κάθε πιστεύω που έρχεται σε αντίθεση με την ήδη δομημένη κοσμοθεωρία του, γράφει στο βιβλίο του ο δρ Νιούμπεργκ.

– Ομως, ο άνθρωπος έχει τη βιολογική δύναμη να επιβάλλεται στα καταστροφικά πιστεύω του και να παράγει νέες ιδέες, οι οποίες άλλωστε είναι σε θέση να αλλοιώνουν το νευρικό δίκτυο. Τελικά, είναι οι νευροεπιστήμονες οι φιλόσοφοι της μεταμοντέρνας εποχής;

«Είναι δύσκολο να μελετήσεις τον εγκέφαλο, χωρίς να επηρεάζεσαι από το ποιος είσαι, πώς βλέπεις τον κόσμο και το πώς αντιλαμβάνεσαι τη φύση της πραγματικότητας. Γι’ αυτό πολλοί νευροεπιστήμονες επηρεάζονται από τις φιλοσοφικές ιδέες. Στην ουσία όμως, όλες οι επιστήμες έχουν κάτι να προσφέρουν στα μεγάλα ερωτήματα».

– Τα μεγάλα ερωτήματα! Ποιο είναι το δικό σας υπέρτατο ερώτημα, κύριε καθηγητά;

«Για μένα το υπέρτατο ερώτημα είναι το εξής: Πώς ξέρουμε τι είναι αλήθεια; Από εκεί πηγάζουν όλα τα υπόλοιπα»! Και φυσικά, δεν θα μπορούσε να μην τεθεί και το ερώτημα των ορίων της ερμηνείας της ανθρώπινης συμπεριφοράς από μια τέτοια οπτική. Ποια είναι δηλαδή η επόμενη πρόκληση για τον δρα Νιούμπεργκ; «Θα συνεχίσω να εξερευνώ τις διαφορετικές μορφές θρησκευτικών και πνευματικών πρακτικών και εμπειριών. Σκοπός μου είναι να δημιουργήσω έναν πλήρη χάρτη του γονιδιώματος της θρησκείας (religionomes), ανάλογο με το σύνολο των χρωμοσωμάτων του ανθρώπου. Ετσι θα είχα την ευκαιρία να κατηγοριοποιήσω και να αξιολογήσω τις θρησκευτικές παραδόσεις με βάση τα δεδομένα του τομέα μου, χωρίς να εξαιρέσω, βέβαια, τις φιλοσοφικές απόψεις που υπάρχουν».

Ο ζωντανός τρισδιάστατος κόσμος που αντιλαμβανόμαστε (μέσω των αισθήσεων) είναι στην πραγματικότητα φτιαγμένος από νευροχημικές και νευροηλεκτρικές διεγέρσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν τον «έξω κόσμο» για να κατασκευάσουν μια εικόνα μέσα στο ανθρώπινο μυαλό. Αυτή είναι η βασική αρχή της επιστήμης του εγκεφάλου και αντικείμενό της το πως εφάπτονται όλα αυτά στον εγκέφαλο. Εκεί όπου όλα είναι έννοιες – κάτι τέτοιο είναι και ο Θεός.

– Τελικά, δρ Νιούμπεργκ, είστε πιστός – κι αν ναι, σε τι;

«Πιστεύω ότι το σύμπαν (άσχετα με το αν περιλαμβάνει τον Θεό ή όχι) θα μας αποκαλυφθεί αν είμαστε προσεκτικοί και επίμονοι όταν το εξερευνούμε. Η παρατήρησή μας, όμως, θα πρέπει είναι πολύμορφη: επιστημονική, φιλοσοφική, πνευματική»!

Μισέλ Ονφρέ: Η δύναμη της ύπαρξης – Ηδονιστικό μανιφέστο

Μια προοπτική σοφίας.

Ο Πλάτωνας εφαρμόζει μια σχιζοφρενική παιδαγωγική, με μια ερμητική προφορική διδασκαλία που απευθύνεται σε μια ομάδα εκλεκτών και μια άλλη, εξωτερική, που προσφέρεται στους πολλούς. Αριστοκρατική άσκηση της φιλοσοφίας. Η Ακαδημία διακηρύττει λοιπόν μια εκπαίδευση που φαινομενικά είναι ανοιχτή σε όλους: τίποτα δεν φανερώνει την ύπαρξη περιορισμών σχετικά με την πρόσβαση στις διδασκαλίες του Πλάτωνα. Ολόκληρο το γραπτό του έργο, το μόνο που έχουμε, προέρχεται αποκλειστικά απ’ αυτήν τη φανερή, εξωτερική μεταβίβαση.

Όμως υπήρχε και μια μυστική διδασκαλία που προσφερόταν σε μαθητές επιλεγμένους από τους καλύτερους μαθητές των δημόσιων μαθημάτων. Πιθανότατα τους δίδασκε, μετά από προπαρασκευαστικά έτη μαθηματικών υψηλού επιπέδου, τις πρώτες αρχές, τις έσχατες αιτίες, τα γενεαλογικά στοιχεία. Έκτοτε το χάσμα ανάμεσα στην φιλοσοφία χαμηλής ποιότητας για τους πολλούς και την φιλοσοφία για την ελίτ φαίνεται ξεκάθαρα στην ιστορία των ιδεών.

Ως αντίδοτο, και σ’ αυτό το σημείο, της πλατωνικής φιλοσοφικής πρακτικής, ο Επίκουρος και οι οπαδοί του ενεργούν διαφορετικά: ο Κήπος είναι ανοιχτός για όλους και όλες, αδιακρίτως ηλικίας, φύλου, κοινωνικής θέσης, πνευματικής καλλιέργειας, καταγωγής, χωρίς την επιδίωξη δημιουργίας μιας αριστοκρατίας προορισμένης να καταλάβει υψηλές θέσεις στην κοινωνία – ουσιαστικά με στόχο την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος…

Η πλατωνική θεώρηση είναι θεωρητική και ελιτίστικη· η επικούρεια πρόταση πρακτική και υπαρξιακή. Η ιστορία της φιλοσοφίας διαρθρώνεται συνολικά γύρω από τους δύο αυτούς τροπισμούς: μια μυστική θεωρητική πρακτική, μια υπαρξιακή δέσμευση στην καθημερινή ζωή.

Εξ ου και οι σχετικοί χώροι: ο Πλάτων διδάσκει σ’ ένα απομονωμένο μέρος, μυστικό, κλειστό, περιφραγμένο, ανάμεσα σε ομοίους που διακρίνονται από τους πολλούς και προορίζονται να κυβερνήσουν πιο πολύ τους άλλους παρά τον εαυτό τους.

Πώς λοιπόν να μην αναλογιστούμε τον θεσμό των ελιτίστικων σχολών, η κοινωνική λειτουργία των οποίων συνίσταται στην παροχή προς την κοινωνία των καλύτερων στοιχείων για την εξασφάλιση της συνέχειας του συστήματος που τους στρατολογεί και τους συντηρεί; Από την μυστική Ακαδημία ως τις Grandes Ecoles της Γαλλικής Δημοκρατίας η συγγένεια είναι ξεκάθαρη. Στα οποία πρέπει επιπλέον να προσθέσουμε το Πανεπιστήμιο, που γίνεται όλο και πιο ανεκτικό ιδεολογικά όσο μειώνεται η εξουσία του – το είδαμε στην πράξη όταν η δύναμή του ήταν απεριόριστη…

Ο Πιερ Αντό δηλώνει ότι ολόκληρη η αρχαία φιλοσοφία λειτουργεί βάσει της ίδιας αρχής: έχει ως στόχο την φιλοσοφική ζωή. Φοβάμαι ότι θα πρέπει να τροποποιήσουμε αυτήν την ελκυστική αλλά εύθραυστη υπόθεση στην περίπτωση του τάδε ή του δείνα προσωκρατικού -για παράδειγμα, του Ηράκλειτου, του Εμπεδοκλή…- του Πλάτωνα και των μαθητών του -τι να πούμε για τον Τίμαιο;- και κυρίως τον Αριστοτέλη των Φυσικών ή του Μετά τα φυσικά… Προφανώς ο στωικισμός, ο επικουρισμός, ο κυνισμός ή ο κυρηναϊσμός προϋποθέτουν υπαρξιακές πρακτικές, εκεί οδηγούν εξάλλου οι θεωρίες τους. Απεναντίας, η θεωρητική φιλοσοφία δεν καταλήγει απαραίτητα στον ευδαιμονισμό για όλους τους αρχαίους φιλοσόφους.

Το αρχαίο χάσμα που είναι ορατό στον διαχωρισμό ανοικτή αγορά / μυστική σχολή συνεχίζεται με το επίσημο γίγνεσθαι του χριστιανισμού, που δυσφημίζει στο σύνολό της την υπαρξιακή φιλοσοφία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας διεκδικούν την “αληθινή φιλοσοφία” – η έκφραση απαντάται σχεδόν στο σύνολο των ομιλιών τους… Βάσει της αρχής του διανοούμενου αυλικού, του φιλοσόφου της εξουσίας, ο Ευσέβιος της Καισαρείας, φίλος και εγκωμιαστής του Κωνσταντίνου, δίνει τον τόνο: ο φιλόσοφος θέτει την ικανότητά του ως προς την σύλληψη εννοιών, την συλλογιστική του δύναμη, το ταλέντο του στον στοχασμό, στην υπηρεσία ενός σκοπού που δικαιολογεί και νομιμοποιεί συμβιβασμούς με την ιστορία, τα αρχεία, την αλήθεια.

Μια ατελείωτη σειρά στοχαστών παρατάσσεται έκτοτε, με λιγότερο ή περισσότερο ζήλο, πίσω από την εξουσία και εκμηδενίζει κάθε δυνατότητα ελεύθερης σκέψης και συγγραφής. Η φιλοσοφική ζωή; Ανύπαρκτη πλέον. Αρκεί ν’ ακολουθείς τις διδασκαλίες του Αποστόλου Παύλου για να γίνεις φιλόσοφος. Κάθε αρχαία σοφία, καθόσον ειδωλολατρική, είναι σφαλερή, κάθε εναλλακτικός χριστιανισμός, κυρίως ο γνωστικισμός, είναι αιρετικός, κάθε αυτόνομος ή ανεξάρτητος στοχασμός απαγορεύεται. Η Αγορά; Το Φόρουμ; Ο Κήπος; Δεν υπάρχουν πια… Η Εκκλησία κυριαρχεί παντού και επιβάλλει τις επισκοπικές, και συνεπώς αυτοκρατορικές, προτροπές.

Η υπαρξιακή πρακτική επιμένει.

Περιέργως, η επικούρεια κοινότητα θα μπορούσε κάλλιστα, με κάποιες θεωρητικές διασαφηνίσεις -βάσει της αρχής των χριστιανών επικούρειων, όπως ο Βάλα, ο Έρασμος, ο Γκασαντί και άλλοι…- να είναι η απόδειξη της συνέχειας μιας φιλοσοφικής υπαρξιακής πρακτικής: η θεωρία έχει ως στόχο την εφαρμογή, οι ιδέες παίρνουν σάρκα και οστά. Το να είσαι χριστιανός δεν σημαίνει ότι περιορίζεσαι σε μια επιφανειακή επίδειξη, αλλά ότι ζεις χριστιανικά, μιμούμενος την ζωή και τα καθημερινά έργα του Ιησού. Βάσει αυτής της αρχής, η κοινοβιακή κοινότητα του Βενέδικτου, για παράδειγμα, δεν θα είχε ξαφνιάσει τους Αθηναίους οπαδούς του επικούρειου Κήπου.

Ο χριστιανισμός εξοντώνει λοιπόν, την υπαρξιακή πλευρά της φιλοσοφίας προκειμένου να την παρασύρει προς την πλευρά της επιχειρηματολογίας, της συζήτησης, της διαμάχης περί ασήμαντων λεπτομερειών του δόγματος: έκτοτε η θεολογία σκοτώνει την φιλοσοφία, ή τουλάχιστον προτίθεται να διαπράξει το έγκλημα. Από τον Ειρηναίο της Λυόν, με το Κατά των αιρέσεων, έως τον Θωμά Ακινάτη και την Θεολογική σύνοψη, η φιλοσοφία τίθεται στην υπηρεσία ασήμαντων έργων. Ο θεός: αυτός είναι στο εξής το μοναδικό δυνατό αντικείμενο οιουδήποτε στοχασμού. Ιδού η αιτία τουλάχιστον δέκα αιώνιων σκοταδισμού στην Δύση…

Το αρχαίο πνεύμα σήμερα προσφέρει ακόμα μια ευκαιρία να βγούμε από το αδιέξοδο στο οποίο συχνότατα βυθίζεται η θεωρητική φιλοσοφία – η κυρίαρχη στο Πανεπιστήμιο και στους επίσημους χώρους της φιλοσοφίας. Τάσσομαι υπέρ της επανενεργοποίησης αυτού του πνεύματος της αρχαίας υπαρξιακής φιλοσοφίας. Η απόδειξη του φιλοσόφου; Η ίδια του η ζωή. Ένα γραπτό έργο που δεν συνοδεύεται από μια φιλοσοφική ζωή δεν αξίζει ούτε δευτερόλεπτο προσοχής. Η σοφία κρίνεται στις λεπτομέρειες: σε όσα λέει κάποιος ή δεν λέει, κάνει ή δεν κάνει, σκέπτεται ή δεν σκέπτεται.

Ο φιλόσοφος είναι φιλόσοφος είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, ακόμα και στα σημειώματά του για το καθαριστήριο, για να επαναλάβουμε το συνηθισμένο επιχείρημα… Ο Πλάτων είναι φιλόσοφος όταν γράφει κατά του ηδονισμού στον Φίληβο, αλλά και όταν ο έμπορος του ασκητικού ιδεώδους πεθαίνει κατά την διάρκεια ενός συμποσίου· όταν συντάσσει τον Παρμενίδη, όπως και όταν επιθυμεί να κάψει τα έργα του Δημόκριτου· όταν ιδρύει την Ακαδημία, αλλά και με το παρελθόν του ως δραματικού ποιητή και παλαιστή· όταν δημοσιεύει την Πολιτεία και τους Νόμους, όπως και ως αυλικός στο παλάτι του Διονυσίου των Συρακουσών κ.ο.κ. Και ο ένας και ο άλλος, ο ένας είναι ο άλλος.

Εξ ου και η ανάγκη για μια στενή σχέση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής, στοχασμού και ζωής, σκέψης και δράσης. Η βιογραφία ενός φιλοσόφου δεν συνοψίζεται μόνο στον σχολιασμό των εκδομένων έργων του, αλλά στην φύση της σχέσης μεταξύ των γραπτών του και της συμπεριφοράς του. Μόνο το σύνολο μπορεί να ονομαστεί έργο. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, ο φιλόσοφος οφείλει να συνδέει αυτούς τους δύο χρόνους που τόσο συχνά αντιπαρατίθενται.

Ένας πραγματιστικός ωφελιμισμός.

Ποιο είναι το φιλοσοφικό σκηνικό; Δεν είναι η σχολή, ούτε το Πανεπιστήμιο ή ο μυστικός χώρος, αλλά το ανοιχτό θέατρο του κόσμου και της καθημερινής ζωής. Σ’ αυτήν την δεύτερη ομάδα, η έννοια, η ιδέα, η θεωρία δεν έχουν την ίδια υπόσταση μ’ εκείνη της ιδεαλιστικής πλευράς. Στην υπαρξιακή λογική δεν υπάρχει η λατρεία του λόγου: η λέξη χρησιμεύει στην ανταλλαγή, στην επικοινωνία, στην διατύπωση, και όχι στον διαχωρισμό. Η θεωρία προτείνει μια εφαρμογή, έχει ως στόχο μια πρακτική. Πέραν αυτής δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης. Σε μια νομιναλιστική λογική οι λέξεις χρησιμεύουν ωφελιμιστικά και δεν είναι τίποτε άλλο από πρακτικά όργανα. Δεν υπάρχει λατρεία του λόγου…

Υποστηρίζω μια ωφελιμιστική και πραγματιστική φιλοσοφία και όχι την αντίπαλο αδελφή της: την ιδεαλιστική και εννοιολογική. Μόνο η πρώτη επιτρέπει το υπαρξιακό σχέδιο. Προτού όμως συνεχίσουμε, πρέπει να εξαγνίσουμε αυτές τις δύο έννοιες, καθώς στην κλασική παράδοση ο ωφελιμισμός και ο πραγματισμός επιδέχονται δύο σημασίες, όπως συμβαίνει συχνά με τις έννοιες της φιλοσοφικής παρόδου: έτσι, οι όροι υλιστής, αισθησιοκράτης, κυνικός, επικούρειος, σοφιστής, σκεπτικός διαθέτουν στο λεξικό ένα φιλοσοφικό λήμμα, αλλά και μια κοινή σημασία. Περιέργως, η δεύτερη αντικρούει την πρώτη, σε σημείο που η μία μοιάζει να αναιρεί την άλλη.

Αυτό συμβαίνει με τον υλιστή: σύμφωνα με τον φιλόσοφο, είναι ο στοχαστής που ισχυρίζεται ότι ο κόσμος ανάγεται σε μια απλή και ξεκάθαρη διάταξη της ύλης· όμως, για τους κοινούς θνητούς, είναι το άτομο που έχει εμμονή με την συσσώρευση υλικών αγαθών και πλούτου· το ίδιο ισχύει και για τον κυνικό: μαθητής του Διογένη εκ Σινώπης, άρα και οπαδός του ασκητισμού και μιας άκαμπτης ηθικής ευθύτητας, αλλά και χυδαίο άτομο χωρίς πίστη ούτε νόμο· αλλά και με τον επικούρειο, που χαρακτηρίζει τον μαθητή του Επίκουρου, τον οπαδό μιας λιτής ζωής και του ασκητισμού, και ταυτόχρονα ένα πρόστυχο, χυδαίο και φιλήδονο άτομο· ο σοφιστής διακηρύσσει έναν μεθοδολογικό προοπτικισμό, εκφράζει όμως ταυτόχρονα, για την πλειοψηφία του κόσμου, το άτομο που αρέσκεται σε δόλιους συλλογισμούς έχοντας στόχο την επιτυχία με κάθε μέσο· και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με πολλά ακόμα παραδείγματα.

Ένα ηδονιστικό σύστημα.

Συνοψίζοντας: υποστηρίζω λοιπόν μια αντι-ιστορία της φιλοσοφίας ως εναλλακτική λύση αντί της κυρίαρχης ιδεαλιστικής ιστοριογραφίας· μια σωματική λογική και το αντίστοιχο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με μια καθαρά ενδοκοσμική οπτική· μια φιλοσοφία που νοείται ως εγωδικία προς δημιουργία και αποκωδικοποίηση· μια φιλοσοφική ζωή ως αποκάλυψη του λόγου· μια υπαρξιακή οπτική με έναν ωφελιμιστικό και πραγματιστικό στόχο.

Όλα αυτά συγκλίνουν σε ένα εστιακό σημείο: τον ηδονισμό. Συχνά προβάλλω αυτό το απόφθεγμα του Σαμφόρ, καθώς λειτουργεί ως ηδονιστική κατηγορική προσταγή: να απολαμβάνεις και να προσφέρεις απόλαυση, χωρίς να κάνεις κακό ούτε στον εαυτό σου, ούτε σε οποιονδήποτε άλλον, αυτό είναι ηθική.

Αυτή η φράση τα λέει όλα: προσωπική απόλαυση, οπωσδήποτε, αλλά κυρίως απόλαυση του άλλου, καθώς χωρίς αυτή δεν νοείται καμία ηθική, αφού μόνο η υπόσταση του άλλου της δίνει αυτές τις ιδιότητες. Αν δεν υπάρχει ο άλλος -όπως στο έργο του Μαρκήσιου ντε Σαντ– δεν υπάρχει ηθική… Το ειδικό βάρος αυτού του αποφθέγματος του Σαμφόρ στον χώρο της συνεπειοκρατίας επιδέχεται άπειρες προεκτάσεις.

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να προσδώσω σ’ αυτόν τον όρο μια αξιοπρέπεια που δεν διαθέτει. Προβλήματα αντιμετώπισαν και οι υποστηρικτές του αρχαίου ηδονισμού: την άρνηση να μελετηθούν νηφάλια οι λεπτομέρειες των λεγομένων στο όνομα της υστερικής ταραχής που προκαλεί το άκουσμα και μόνο της λέξης ηδονή. Έκτοτε ο καθένας τα βγάζει πέρα με τον εαυτό του και την απόλαυσή του κι έπειτα πολύ συχνά αποδίδει στον άλλον, με την απλούστατη μέθοδο της μεταβίβασης, την εντύπωση που έχει σχηματίσει ο ίδιος για την ηδονή.

“Να απολαμβάνεις χωρίς να προσφέρεις απόλαυση στους άλλους”, μ’ αυτήν την φράση πρέπει πραγματικά να εξομοιωθεί αυτή η φιλοσοφική θεωρία και η χειρότερη απάρνηση κάθε φιλοσοφίας· αλλά να απολαμβάνεις “και” να προσφέρεις απόλαυση στους άλλους: τι έχουν να πουν για το “και” οι υποστηρικτές αυτού του σκανδαλώδους, αλλά τόσο συχνού ολισθήματος;

Φυσικά, υπάρχει και η πιο εύκολη εκδοχή: η εξομοίωση του ηδονισμού με την πρόστυχη, συνήθη και σύγχρονη απόλαυση του φιλελεύθερου καταναλωτισμού.

Η ηδονή παραλύει: η λέξη, τα γεγονότα, η πραγματικότητα, οι ομιλίες που γίνονται επ’ αυτής. Παραλύει ή προκαλεί υστερία. Υπάρχουν πάρα πολλά προσωπικά στοιχήματα που χάθηκαν, πολλοί δεσμοί αλλοτριωμένοι, πάσχοντες, δυστυχισμένοι και αξιολύπητοι, πολλές κρυφές, κρυμμένες αποτυχίες, πολλές δυσκολίες για την ύπαρξη, τη ζωή – την χαρά. Εξ ου και η απόρριψη της λέξης: κακόβουλη, επιθετική, κακόπιστη κριτική· ή απλώς ξεκάθαρη αποφυγή. Ανυποληψία, δυσφήμιση, υποτίμηση, περιφρόνηση, όλα τα μέσα είναι χρήσιμα αρκεί ν’ αποφύγουμε το θέμα.

Επιμένω στην θεωρητική και υπαρξιακή μου θέση: ο ηδονισμός παρά τις παρεξηγήσεις, προσδιορίζει αυτήν την θεώρηση του κόσμου που προτείνω στα βιβλία μου. Υπερασπίζομαι, δηλαδή, μια σκέψη δυνατή, στέρεα, δομημένη, συνεπή, και προσπαθώ να εξετάσω το σύνολο των δυνατών γνώσεων.

Michel Onfray – “Η δύναμη της ύπαρξης – Ηδονιστικό μανιφέστο”

Ο Μισέλ Ονφρέ είναι Γάλλος υπαρξιστής φιλόσοφος, υποστηρικτής του ελευθεριακού ηδονισμού. Γεννήθηκε το 1959 και είναι διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Έχει γράψει τριάντα περίπου βιβλία όπου διατυπώνει την δική του φιλοσοφία περί αθεΐας, υλισμού, ηδονισμού, ηθικής και αισθητικής, τα οποία έχουν βρει τεράστια απήχηση στο γαλλικό αναγνωστικό κοινό και έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκατρείς γλώσσες.

Τον Οκτώβριο του 2002 ίδρυσε με ομοϊδεάτες του το «Λαϊκό Πανεπιστήμιο της Καέν» («Université Ρopulaire de Caen»), φιλοδοξώντας να κάνει την Φιλοσοφία οικονομικά ευκολοπρόσιτη και κυρίως κατανοητή σε όσο γίνεται περισσότερους ανθρώπους. Το «Λαϊκό Πανεπιστήμιο» απέκτησε το 2004 και μανιφέστο, το «La communauté philosophique» που συνέγραψε ο ίδιος ο Ονφρέ.

Το βιβλίο του “Η Δύναμη της Ύπαρξης, Ηδονιστικό Μανιφέστο” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εξάντας από το 2009. Στην δύναμη της ύπαρξης ο Ονφρέ προσπαθεί να κάνει μια συνολική παρουσίαση των φιλοσοφικών του θέσεων και ασχολείται μεταξύ άλλων με την ηθική, την τέχνη, την πολιτική, την φιλοσοφία, το σώμα, την επιστήμη, την καταστροφική επίδραση του μονοθεϊσμού στην ανθρωπότητα και τον ηδονισμό, προτείνοντας μεταξύ άλλων ως αντίδοτο στα προβλήματα του καιρού μας την καλλιτεχνική υποκειμενικότητα, την ενδοκοσμική ηθική, την ελευθεριακή πολιτική και τον νιτσεϊσμό, τον αισθησιοκρατικό υλισμό, τον ηλιακό ερωτισμό κ.α.

Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις απόψεις που εκφράζει στο βιβλίο του είναι ένα από τα βιβλία που αξίζει να διαβάσει κανείς.

Αφού ξεπέρασα το όριο των τριάντα βιβλίων, αισθάνομαι την ανάγκη να ξεκαθαρίσω το θέμα του ηδονισμού. Αν έπρεπε να το περιορίσω σε μια ερώτηση, αυτή θα ήταν προφανώς η ερώτηση του Σπινόζα: Τι μπορεί να κάνει το σώμα; Στην οποία θα πρέπει να προσθέσω την εξής: Πως έγινε το αγαπημένο φιλοσοφικό αντικείμενο; Και στην συνέχεια απανωτά ερωτήματα: Πώς να σκεφτεί κανείς ως καλλιτέχνης; Με ποιον τρόπο μπορεί να τοποθετηθεί η ηθική στο αισθητικό επίπεδο; Πόσος χώρος μένει για τον Διόνυσο σ’ έναν πολιτισμό απόλυτα υποταγμένο στον Απόλλωνα; Ποια είναι η φύση της σχέσης μεταξύ ηδονισμού και αναρχισμού; Με ποιους τρόπους μπορεί να εφαρμοστεί μια φιλοσοφία; Σε τι μπορεί να ελπίζει το σώμα των μεταμοντέρνων βιοτεχνολογιών; Ποια είναι η σχέση μεταξύ βιογραφίας και συγγραφής ως προς την φιλοσοφία; Βάσει ποιων αρχών έχουν κατασκευαστεί οι φιλοσοφικές μυθολογίες; Πώς θα αποχριστιανοποιηθεί η δυτική επιστήμη; Είναι δυνατό να υπάρξουν νέες κοινότητες;

Οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα απαιτούν μια σειρά αναπτύξεις που συνιστούν μια ριζοσπαστική υπαρξιακή σκέψη. Εξ ου και η καλλιτεχνική υποκειμενικότητα, η ενδοκοσμική ηθική, η ελευθεριακή πολιτική, ο νιτσεϊσμός της αριστεράς, ο αισθησιοκρατικός υλισμός, ο χαροποιός ωφελιμισμός, ο ηλιακός ερωτισμός η προμηθεϊκή βιοηθική, το φαουστικό σώμα, το υπαρξιακό άπαξ, η φιλοσοφική ζωή, η εναλλακτική ιστοριογραφία, η μεταχριστιανική αθεολογία, τα ηδονιστικά συμβόλαια, που προσφέρουν ισάριθμες ευκαιρίες για να αναζωογονήσουμε τους μελαγχολικούς καιρούς μας με την πρόταση μιας σκέψης για ζωή. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Παραθέτουμε άλλο ένα απόσπασμα από το βιβλίο που αφορά την πολυσυντροφικότητα:

Ένας τέτοιος ερωτικός πλούτος προϋποθέτει πολλά πρόσωπα, αυτό είναι και το βασικό δίδαγμα. Κανένα ον δεν μπορεί μόνο του να εκπληρώσει όλες αυτές τις λειτουργίες στην καθορισμένη στιγμή με την τελειότητα μιας ιδανικής ενσάρκωσης. Το κλασσικό ζευγάρι πιστεύει ότι ο άλλος συγκεντρώνει όλες τις ιδιότητες: παιδί και αφέντης ταυτόχρονα, πατέρας και γιος, δυνατός και ευαίσθητος, προστατευτικός και εύθραυστος, εραστής και σύντροφος, παιδαγωγός και αδελφός, σύζυγος και έμπιστος φίλος-τα ίδια και στο θηλυκό. Πως θα μπορούσε ένα μόνο άτομο να παίξει το ρόλο που πρέπει, τον σωστό ρόλο την κατάλληλη στιγμή; Ανοησίες… Η πραγματοποίηση αυτών των παιγνιωδών συνδυασμών προϋποθέτει ποικιλία συντρόφων. Κανείς δεν μπορεί μόνος του να ενεργήσει βάσει της αρχής του θεού: πανταχού παρουσία, πολλαπλή αποτελεσματικότητα, πλαστικότητα των παθών, συναισθηματικός πολυμορφισμός. Ο καθένας δίνει ό,τι μπορεί: γλυκύτητα, ομορφιά, ευφυΐα, διαθεσιμότητα, τρυφερότητα, αφοσίωση, υπομονή, συνενοχή, ερωτισμό, σεξουαλικότητα, λίγο απ’ όλα, μερικά από αυτά, οι συνδυασμοί, απρόβλεπτοι, αντιστοιχούν σε ισάριθμα νομιναλιστικά λεκτικά σχήματα.

Νίτσε: Κάντε τόπο για τις μεγάλες ψυχές

«Μόνο εκεί όπου το κράτος παύει να υπάρχει, μπορεί ν’ αρχίσει το τραγούδι του απαραίτητου ανθρώπου»

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ; ΤΙ ΕΙΝ’ ΑΥΤΟ; Ε, λοιπόν, τώρα ανοίξτε τ’ αυτιά σας, γιατί θα σας μιλήσω για τον θάνατο των λαών.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΨΥΧΡΟ απ’ όλα τα ψυχρά κτήνη. Ακόμη και το ψέμα του είναι ψυχρό, κι αυτό το ψέμα σταλάζει από τα χείλη του: «Εγώ το κράτος, είμαι ο λαός».

ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΨΕΜΑ! Ήταν οι δημιουργοί που έφτιαξαν τους λαούς και κρέμασαν πάνω τους την πίστη και την αγάπη: έτσι υπηρέτησαν τη ζωή.

ΑΥΤΟΙ ΟΜΩΣ ΠΟΥ ΣΤΗΝΟΥΝ παγίδες στους πολλούς και τις λένε κράτος είναι οι χαλαστές: κρεμούν ένα σπαθί κι εκατοντάδες πόθους πάνω τους.

ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΚΟΜΗ λαός, υπάρχουν οι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν το κράτος, και το μισούν σαν το κακό μάτι και την αμαρτία ενάντια στα έθιμα και στον νόμο.

ΣΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ: ο κάθε λαός μιλά τη δική του γλώσσα του Καλού και του Κακού: ο γείτονάς του δεν καταλαβαίνει αυτή τη γλώσσα. Επινόησε τη γλώσσα αυτή για τον εαυτό του μέσ’ από τα έθιμα και τους νόμους.

ΑΛΛΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΛΕΕΙ ΨΕΜΑΤΑ σ’ όλες τις γλώσσες του Καλού και του Κακού· και με το κάθε τι που λέει, λέει ψέματα -και με το κάθε τι που κάνει, κλέβει.

ΤΟ ΚΑΘΕ ΤΙ ΠΑΝΩ ΤΟΥ είναι επίπλαστο· δαγκώνει με κλεμμένα δόντια. Ακόμη κι η κοιλιά του είναι ψεύτικια.

ΤΟ ΜΠΕΡΔΕΜΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ του Καλού και του Κακού -αυτό το γνώρισμα σας προσφέρω, σαν το σημάδι του κράτους.

ΑΠΟΚΑΛΩ ΚΡΑΤΟΣ ΕΚΕΙ όπου όλοι, καλοί και κακοί, πίνουν δηλητήριο: το κράτος εκεί όπου όλοι αργά αυτοκτονούν κι αυτό το λένε ζωή.

ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΜΟΝΑΧΑ ΑΥΤΟΥΣ τους παραπανίσιους ανθρώπους! Κλέβουν για λογαριασμό τους τα έργα των εφευρετών και τους θησαυρούς της σοφίας: αποκαλούν την κλοπή τους πολιτισμό -κι όλα γίνονται αρρώστια και κακομοιριά.

ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΜΟΝΑΧΑ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ τους περισσευούμενους ανθρώπους! Είναι όλοι τους άρρωστοι, ξερνούν τη χολή τους κι αυτό το λένε εφημερίδα. Καταβροχθίζουν ο ένας τον άλλο και δεν μπορούν να χωνέψουν ούτε τον ίδιο τον εαυτό τους.

ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΜΟΝΑΧΑ ΑΥΤΟΥΣ τους περισσευούμενους ανθρώπους! Αποκτούν πλούτη και γίνονται φτωχότεροι μ’ αυτά! Ποθούν εξουσία κι ιδιαίτερα τον μοχλό της εξουσίας, που είναι το πολύ χρήμα -αυτοί οι ανίκανοι άνθρωποι!

ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΠΩΣ ΣΚΑΡΦΑΛΩΝΟΥΝ αυτοί οι ευλύγιστοι πίθηκοι! Σκαρφαλώνουν ο ένας πάνω στον άλλο, κι έτσι βουλιάζουν στη λάσπη και στην άβυσσο.

ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΠΑΛΕΥΟΥΝ να φτάσουν τον θρόνο: είναι μια τρέλα που τους κατέχει, λες κι η ευτυχία κάθεται ποτέ πάνω σε θρόνο! Συχνά βρωμιάρηδες καθίζουν στον θρόνο, και συχνά ο θρόνος καθίζει πάνω στις βρωμιές το ίδιο!

Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΑΚΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΟΠΟ για τις μεγάλες ψυχές. Πολλά μέρη -όπου η μυρωδιά της ήρεμης θάλασσας απλώνεται πάνωθέ τους- είν’ ακόμη ελεύθερα για τους μοναχικούς και τα μοναχικά ζευγάρια.

ΜΙΑ ΛΕΥΤΕΡΗ ΖΩΗ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ακόμη να υπάρχει για τις μεγάλες ψυχές. Στ’ αλήθεια, αυτός που κατέχει λίγα, πολύ λιγότερο κατέχεται, ας είναι ευλογημένη έτσι τούτη η σεμνή μας φτώχεια!

ΜΟΝΟ ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ παύει να υπάρχει, μπορεί ν’ αρχίσει ο άνθρωπος που δεν είναι περισσευούμενος: μπορεί ν’ αρχίσει το τραγούδι του απαραίτητου ανθρώπου, η μοναδική κι αναντικατάστατη μελωδία.

ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΠΑΥΕΙ, κοιτάξτε εκεί, αδελφοί μου. Δεν τα βλέπετε: το ουράνιο τόξο και τις γέφυρες του Υπεράνθρωπου;

Φρίντριχ Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΡΧΙΔΑΜΟΣ

ΙΣΟΚΡ 6.40–48

Παραδείγματα πόλεων που ανέκαμψαν από τις συμφορές τους

Στην πίστιν του λόγου του ξεκινώντας από τον μύθο της επιστροφής των Ηρακλειδών στην Πελοπόννησο, ο ομιλητής ανέτρεξε σε όλα τα μυθικά και ιστορικά γεγονότα, για να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του ότι η Σπάρτη κατείχε δικαιωματικά τη Μεσσήνη, ενώ στη συνέχεια υποστήριξε ότι η κατοχή αυτή ήταν επιπλέον συμφέρουσα για την πόλη. Και συνεχίζει:


[40] Ἵνα δὲ μὴ δοκῶ περὶ ταῦτα πολὺν χρόνον διατρί-
βειν, ἁπάντων τῶν τοιούτων ἀφέμενος ἐπὶ τὸν ἁπλούστα-
τον ἤδη τρέψομαι τῶν λόγων. εἰ μὲν γὰρ μηδένες πώποτε
τῶν δυστυχησάντων ἀνέλαβον αὑτοὺς μηδ’ ἐπεκράτησαν
τῶν ἐχθρῶν, οὐδ’ ἡμᾶς εἰκὸς ἐλπίζειν περιγενήσεσθαι
πολεμοῦντας· εἰ δὲ πολλάκις γέγονεν ὥστε καὶ τοὺς μείζω
δύναμιν ἔχοντας ὑπὸ τῶν ἀσθενεστέρων κρατηθῆναι καὶ
τοὺς πολιορκοῦντας ὑπὸ τῶν κατακεκλειμένων διαφθα-
ρῆναι, τί θαυμαστὸν εἰ καὶ τὰ νῦν καθεστῶτα λήψεταί
τινα μετάστασιν;

[41] Ἐπὶ μὲν οὖν τῆς ἡμετέρας πόλεως οὐδὲν ἔχω τοιοῦ-
τον εἰπεῖν· ἐν γὰρ τοῖς ἐπέκεινα χρόνοις οὐδένες πώποτε
κρείττους ἡμῶν εἰς ταύτην τὴν χώραν εἰσέβαλον· ἐπὶ δὲ
τῶν ἄλλων πολλοῖς ἄν τις παραδείγμασι χρήσαιτο, καὶ
μάλιστ’ ἐπὶ τῆς πόλεως τῆς Ἀθηναίων. [42] τούτους γὰρ
εὑρήσομεν, ἐξ ὧν μὲν τοῖς ἄλλοις προσέταττον, πρὸς τοὺς
Ἕλληνας διαβληθέντας, ἐξ ὧν δὲ τοὺς ὑβρίζοντας ἠμύ-
ναντο, παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις εὐδοκιμήσαντας. τοὺς μὲν
οὖν παλαιοὺς κινδύνους εἰ διεξιοίην, οὓς ἐποιήσαντο πρὸς
Ἀμαζόνας ἢ Θρᾷκας ἢ Πελοποννησίους τοὺς μετ’ Εὐρυ-
σθέως εἰς τὴν χώραν αὐτῶν εἰσβαλόντας, ἴσως ἀρχαῖα καὶ
πόρρω τῶν νῦν παρόντων λέγειν ἂν δοκοίην· ἐν δὲ τῷ
Περσικῷ πολέμῳ τίς οὐκ οἶδεν ἐξ οἵων συμφορῶν εἰς
ὅσην εὐδαιμονίαν κατέστησαν; [43] μόνοι γὰρ τῶν ἔξω
Πελοποννήσου κατοικούντων, ὁρῶντες τὴν τῶν βαρβάρων
δύναμιν ἀνυπόστατον οὖσαν, οὐκ ἠξίωσαν βουλεύσασθαι
περὶ τῶν προσταττομένων αὐτοῖς, ἀλλ’ εὐθὺς εἵλοντο
περιιδεῖν ἀνάστατον τὴν πόλιν γεγενημένην μᾶλλον ἢ
δουλεύουσαν. ἐκλιπόντες δὲ τὴν χώραν, καὶ πατρίδα μὲν
τὴν ἐλευθερίαν νομίσαντες, κοινωνήσαντες δὲ τῶν κινδύ-
νων ἡμῖν, τοσαύτης μεταβολῆς ἔτυχον ὥστ’ ὀλίγας ἡμέρας
στερηθέντες τῆς αὑτῶν πολὺν χρόνον τῶν ἄλλων δεσπόται
κατέστησαν.

[44] Οὐ μόνον δ’ ἐπὶ ταύτης ἄν τις τῆς πόλεως ἐπιδεί-
ξειε τὸ τολμᾶν ἀμύνεσθαι τοὺς ἐχθρούς, ὡς πολλῶν ἀγα-
θῶν αἴτιόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ Διονύσιος ὁ τύραννος καταστὰς
εἰς πολιορκίαν ὑπὸ Καρχηδονίων, οὐδεμιᾶς αὐτῷ σωτηρίας
ὑποφαινομένης, ἀλλὰ καὶ τῷ πολέμῳ κατεχόμενος καὶ τῶν
πολιτῶν δυσκόλως πρὸς αὐτὸν διακειμένων, αὐτὸς μὲν
ἐμέλλησεν ἐκπλεῖν, τῶν δὲ χρωμένων τινὸς τολμήσαντος
εἰπεῖν [45] ὡς καλόν ἐστιν ἐντάφιον ἡ τυραννίς, αἰσχυν-
θεὶς ἐφ’ οἷς διενοήθη καὶ πάλιν ἐπιχειρήσας πολεμεῖν
πολλὰς μὲν μυριάδας Καρχηδονίων διέφθειρεν, ἐγκρατεστέ-
ραν δὲ τὴν ἀρχὴν τὴν τῶν πολιτῶν κατεστήσατο, πολὺ δὲ
μείζω τὴν δύναμιν τὴν αὑτοῦ τῆς πρότερον ὑπαρχούσης
ἐκτήσατο, τυραννῶν δὲ τὸν βίον διετέλεσε, καὶ τὸν υἱὸν
ἐν ταῖς αὐταῖς τιμαῖς καὶ δυναστείαις, ἐν αἷσπερ αὐτὸς
ἦν, κατέλιπεν.

[46] Παραπλήσια δὲ τούτοις Ἀμύντας ὁ Μακεδόνων
βασιλεὺς ἔπραξεν. ἡττηθεὶς γὰρ ὑπὸ τῶν βαρβάρων τῶν
προσοικούντων μάχῃ καὶ πάσης Μακεδονίας ἀποστερηθεὶς
τὸ μὲν πρῶτον ἐκλιπεῖν τὴν χώραν διενοήθη καὶ τὸ σῶμα
διασῴζειν, ἀκούσας δέ τινος ἐπαινοῦντος τὸ πρὸς Διονύ-
σιον ῥηθέν, καὶ μεταγνοὺς ὥσπερ ἐκεῖνος, χωρίον μικρὸν
καταλαβὼν καὶ βοήθειαν ἐνθένδε μεταπεμψάμενος ἐντὸς
μὲν τριῶν μηνῶν κατέσχεν ἅπασαν Μακεδονίαν, τὸν δ’ ἐπί-
λοιπον χρόνον βασιλεύων γήρᾳ τὸν βίον ἐτελεύτησεν.

[47] Ἀπείποιμεν δ’ ἂν ἀκούοντές τε καὶ λέγοντες, εἰ
πάσας τὰς τοιαύτας πράξεις ἐξετάζοιμεν, ἐπεὶ καὶ τῶν
περὶ Θήβας πραχθέντων εἰ μνησθείημεν, ἐπὶ μὲν τοῖς γεγε-
νημένοις ἂν λυπηθεῖμεν, περὶ δὲ τῶν μελλόντων βελτίους
ἐλπίδας ἂν λάβοιμεν. τολμησάντων γὰρ αὐτῶν ὑπομεῖναι
τὰς εἰσβολὰς καὶ τὰς ἀπειλὰς τὰς ἡμετέρας, εἰς τοῦθ’ ἡ
τύχη τὰ πράγματ’ αὐτῶν περιέστησεν ὥστε τὸν ἄλλον χρό-
νον ὑφ’ ἡμῖν ὄντες νῦν ἡμῖν προστάττειν ἀξιοῦσιν.

[48] Ὅστις οὖν ὁρῶν τοσαύτας μεταβολὰς γεγενημένας
ἐφ’ ἡμῶν οἴεται παύσεσθαι, λίαν ἀνόητός ἐστιν· ἀλλὰ δεῖ
καρτερεῖν ἐπὶ τοῖς παροῦσι καὶ θαρρεῖν περὶ τῶν μελλόν-
των, ἐπισταμένους ὅτι τὰς τοιαύτας συμφορὰς αἱ πόλεις
ἐπανορθοῦνται πολιτείᾳ χρηστῇ καὶ ταῖς περὶ τὸν πόλεμον
ἐμπειρίαις. περὶ ὧν οὐδεὶς ἂν τολμήσειεν ἀντειπεῖν, ὡς
οὐ τὴν μὲν ἐμπειρίαν μᾶλλον τῶν ἄλλων ἔχομεν, πολιτείαν
δ’ οἵαν εἶναι χρή, παρὰ μόνοις ἡμῖν ἐστιν. ὧν ὑπαρχόν-
των οὐκ ἔστιν ὅπως οὐκ ἄμεινον πράξομεν τῶν μηδετέρου
τούτων πολλὴν ἐπιμέλειαν πεποιημένων.

***
Διά να μη φαίνωμαι δε ότι χρονοτριβώ πολύ ασχολούμενος με τα ζητήματα ταύτα, αφού αφήσω κατά μέρος όλα τα τοιαύτα ζητήματα, θα στραφώ πλέον προς τον απλούστατον λόγον. Δηλαδή, αν κανείς εκ των δυστυχησάντων ποτέ έως τώρα δεν ανέλαβεν εκ των ατυχημάτων, ούτε επεκράτησε των εχθρών, είναι φυσικόν ούτε ημείς να ελπίζωμεν ότι θα υπερισχύσωμεν των αντιπάλων μας πολεμούντες. Εάν δε πολλάκις συνέβη ώστε και οι έχοντες μεγαλυτέραν δύναμιν να νικηθούν υπό των ασθενεστέρων και οι πολιορκούντες να καταστραφούν υπό των πολιορκουμένων, ουδόλως παράδοξον, ότι και η τωρινή κατάστασις θα λάβη κάποιαν μεταβολήν.

Διά την ιδικήν μας λοιπόν πόλιν δεν έχω να είπω τίποτε παρόμοιον, διότι εις τους περασμένους χρόνους ποτέ έως τώρα κανείς ισχυρότερος από ημάς δεν εισέβαλεν εις την χώραν ταύτην· διά δε τας άλλας πόλεις ήθελε κανείς μεταχειρισθή πολλά παραδείγματα και μάλιστα διά την πόλιν των Αθηνών. Διότι θα εύρωμεν ότι οι Αθηναίοι από όσα μεν διέτασσαν τους άλλους να κάμουν, διεβλήθησαν απέναντι των Ελλήνων, από όσα δε έπραξαν αποκρούοντες τους υβρίζοντας απέκτησαν καλήν φήμην ενώπιον όλων των ανθρώπων. Διότι εάν μεν ήθελον διεξέλθει εν λεπτομερεία τους παλαιούς κινδύνους τους οποίους διέτρεξαν πολεμούντες κατά των Αμαζόνων ή των Θρακών ή των Πελοποννησίων, οι οποίοι μετά του Ευρυσθέως εισέβαλον εις την χώραν των, ίσως ήθελον φανή ότι λέγω πολύ παλαιά και ευρισκόμενα μακράν της παρούσης περιστάσεως· κατά δε τον πόλεμον κατά τον Περσών όλοι γνωρίζομεν, ότι έφθασαν εις τον ύψιστον βαθμόν ευδαιμονίας εκ των μεγάλων συμφορών, εις τας οποίας είχον περιπέσει. Διότι μόνοι από τους κατοικούντας έξω της Πελοποννήσου, αν και έβλεπον την δύναμιν των βαρβάρων να είναι ακαταμάχητος, δεν έκριναν άξιον να σκεφθούν δι' όσα τους διέτασσεν ο βασιλεύς των Περσών, αλλά εβάσταξεν η ψυχή των να ιδούν την πόλιν των κατεστραμμένην παρά δούλην. Αφού δε εγκατέλειψαν την χώραν των και ενόμισαν ως πατρίδα των μεν την ελευθερίαν, μετέσχον δε μαζί μας των κινδύνων, τόσον μεγάλην μεταβολήν επέτυχον ώστε, ενώ ολίγας μόνον ημέρας εστερήθησαν της χώρας των, επί πολύν χρόνον έγιναν κυρίαρχοι των άλλων.

Όχι δε μόνον εις ταύτην την πόλιν ήθελε τις επιδείξει ότι το να τολμά κανείς να αποκρούη τους εχθρούς γίνεται αιτία πολλών αγαθών, αλλά και ο Διονύσιος ο τύραννος, πολιορκηθείς υπό των Καρχηδονίων, ενώ καμμία σωτηρία δεν διεφαίνετο δι' αυτόν, αλλ' υπό του πολέμου επιέζετο και οι συμπολίται του διέκειντο δυσμενώς προς αυτόν, αυτός μεν εσκέφθη να αποπλεύση, αφού δε κάποιος εκ των φίλων του ετόλμησε να του είπη ότι είναι καλόν σάβανον η βασιλεία, εντραπείς δι' όσα εσκέφθη να κάμη και επιχειρήσας πάλιν να πολεμή, πολλάς μεν μυριάδας των Καρχηδονίων κατέστρεψε, ισχυροτέραν δε έκαμε την τυραννίαν του επί των συμπολιτών του, και απέκτησε πολύ μεγαλυτέραν δύναμιν από όσην είχε προηγουμένως, επέρασε δε όλον τον βίον του ως τύραννος και άφησε τον υιόν του εις τας αυτάς τιμάς και εξουσίας, τας οποίας αυτός είχεν.

Παρόμοια δε με αυτά έπραξεν ο Αμύντας ο βασιλεύς της Μακεδονίας. Ότε δηλαδή ηττήθη υπό των γειτόνων του βαρβάρων εις μάχην και εστερήθη ολοκλήρου της Μακεδονίας, κατ' αρχάς μεν εσκέφθη να εγκαταλείψη την χώραν του και να διασώση το σώμα του, αφού δε ήκουσε κάποιον να επαινή το λεχθέν προς τον Διονύσιον και μετέβαλε γνώμην όπως εκείνος, και κατέλαβε μικράν οχυράν θέσιν και έστειλε και εκάλεσεν από εδώ βοήθειαν, εντός τριών μηνών κατέλαβεν όλην την Μακεδονίαν, και κατά τον υπόλοιπον χρόνον βασιλεύων απέθανεν εις βαθύ γήρας.

Ηθέλομεν δε κουρασθή να λέγωμεν και να ακούωμεν, εάν ηθέλομεν εξετάζει τας τοιαύτας πράξεις, διότι και τα σχετικά με τας Θήβας εάν ηθέλομεν ενθυμηθή, δι' όσα μεν έχουν γίνει ηθέλομεν στενοχωρηθή, διά τα μέλλοντα δε ηθέλομεν λάβει καλυτέρας ελπίδας. Διότι αφού ετόλμησαν αυτοί να υποστούν τας εισβολάς και απειλάς μας, εις τούτο το σημείον η τύχη έφθασε τα πράγματά των, ώστε, ενώ κατά τον άλλον χρόνον ήσαν υπό την εξουσίαν μας, τώρα κρίνουν άξιον να προστάσσουν ημάς.

Όποιος λοιπόν, ενώ βλέπει ότι έχουν γίνει τόσαι μεταβολαί, νομίζει, ότι θα σταματήσουν αύται εις ημάς, είναι πολύ ανόητος· αλλά πρέπει να έχωμεν υπομονήν διά την παρούσαν κατάστασιν και θάρρος διά τα μέλλοντα, γνωρίζοντες καλώς ότι αι πόλεις επανορθώνουν τας τοιαύτας συμφοράς με χρηστήν πολιτείαν και με την πολεμικήν εμπειρίαν. Δι' αυτά δε κανείς δεν ήθελε τολμήσει να έχη αντίρρησιν, ότι δηλαδή δεν είμεθα ανώτεροι των άλλων κατά την πολεμικήν εμπειρίαν και ότι μόνον ημείς έχομεν πολιτείαν τοιαύτην οποίαν πρέπει να έχουν οι άνθρωποι. Αφού δε υπάρχουν εις ημάς ταύτα, είναι βέβαιον ότι θα υπερισχύσωμεν εκείνων οι οποίοι διά κανέν από τα δύο ταύτα πράγματα δεν καταβάλλουν πολλήν φροντίδα.