Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (7.78-7.152)

Ὣς ἄρα φωνήσασ᾽ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη
πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον, λίπε δὲ Σχερίην ἐρατεινήν,
80 ἵκετο δ᾽ ἐς Μαραθῶνα καὶ εὐρυάγυιαν Ἀθήνην,
δῦνε δ᾽ Ἐρεχθῆος πυκινὸν δόμον. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
Ἀλκινόου πρὸς δώματ᾽ ἴε κλυτά· πολλὰ δέ οἱ κῆρ
ὅρμαιν᾽ ἱσταμένῳ, πρὶν χάλκεον οὐδὸν ἱκέσθαι.
ὥς τε γὰρ ἠελίου αἴγλη πέλεν ἠὲ σελήνης
85 δῶμα καθ᾽ ὑψερεφὲς μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο.
χάλκεοι μὲν γὰρ τοῖχοι ἐληλέατ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ, περὶ δὲ θριγκὸς κυάνοιο·
χρύσειαι δὲ θύραι πυκινὸν δόμον ἐντὸς ἔεργον·
ἀργύρεοι δὲ σταθμοὶ δ᾽ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ,
90 ἀργύρεον δ᾽ ἐφ᾽ ὑπερθύριον, χρυσέη δὲ κορώνη.
χρύσειοι δ᾽ ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν,
οὓς Ἥφαιστος τεῦξεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι
δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,
ἀθανάτους ὄντας καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα.
95 ἐν δὲ θρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο διαμπερές, ἔνθ᾽ ἐνὶ πέπλοι
λεπτοὶ ἐΰννητοι βεβλήατο, ἔργα γυναικῶν.
ἔνθα δὲ Φαιήκων ἡγήτορες ἑδριόωντο
πίνοντες καὶ ἔδοντες· ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον.
100 χρύσειοι δ᾽ ἄρα κοῦροι ἐϋδμήτων ἐπὶ βωμῶν
ἕστασαν αἰθομένας δαΐδας μετὰ χερσὶν ἔχοντες,
φαίνοντες νύκτας κατὰ δώματα δαιτυμόνεσσι.
πεντήκοντα δέ οἱ δμῳαὶ κατὰ δῶμα γυναῖκες
αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπόν,
105 αἱ δ᾽ ἱστοὺς ὑφόωσι καὶ ἠλάκατα στρωφῶσιν
ἥμεναι, οἱά τε φύλλα μακεδνῆς αἰγείροιο·
καιροσέων δ᾽ ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον.
ὅσσον Φαίηκες περὶ πάντων ἴδριες ἀνδρῶν
νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν, ὣς δὲ γυναῖκες
110 ἱστὸν τεχνῆσσαι· πέρι γάρ σφισι δῶκεν Ἀθήνη
ἔργα τ᾽ ἐπίστασθαι περικαλλέα καὶ φρένας ἐσθλάς.
ἔκτοσθεν δ᾽ αὐλῆς μέγας ὄρχατος ἄγχι θυράων
τετράγυος· περὶ δ᾽ ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν.
ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθόωντα,
115 ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι
συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι.
τάων οὔ ποτε καρπὸς ἀπόλλυται οὐδ᾽ ἀπολείπει
χείματος οὐδὲ θέρευς, ἐπετήσιος· ἀλλὰ μάλ᾽ αἰεὶ
Ζεφυρίη πνείουσα τὰ μὲν φύει, ἄλλα δὲ πέσσει.
120 ὄγχνη ἐπ᾽ ὄγχνῃ γηράσκει, μῆλον δ᾽ ἐπὶ μήλῳ,
αὐτὰρ ἐπὶ σταφυλῇ σταφυλή, σῦκον δ᾽ ἐπὶ σύκῳ.
ἔνθα δέ οἱ πολύκαρπος ἀλῳὴ ἐρρίζωται,
τῆς ἕτερον μέν θειλόπεδον λευρῷ ἐνὶ χώρῳ
τέρσεται ἠελίῳ, ἑτέρας δ᾽ ἄρα τε τρυγόωσιν,
125 ἄλλας δὲ τραπέουσι· πάροιθε δέ τ᾽ ὄμφακές εἰσιν
ἄνθος ἀφιεῖσαι, ἕτεραι δ᾽ ὑποπερκάζουσιν.
ἔνθα δὲ κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον
παντοῖαι πεφύασιν, ἐπηετανὸν γανόωσαι·
ἐν δὲ δύω κρῆναι ἡ μέν τ᾽ ἀνὰ κῆπον ἅπαντα
130 σκίδναται, ἡ δ᾽ ἑτέρωθεν ὑπ᾽ αὐλῆς οὐδὸν ἵησι
πρὸς δόμον ὑψηλόν, ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται.
τοῖ᾽ ἄρ᾽ ἐν Ἀλκινόοιο θεῶν ἔσαν ἀγλαὰ δῶρα.
Ἔνθα στὰς θηεῖτο πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ,
135 καρπαλίμως ὑπὲρ οὐδὸν ἐβήσετο δώματος εἴσω.
εὗρε δὲ Φαιήκων ἡγήτορας ἠδὲ μέδοντας
σπένδοντας δεπάεσσιν ἐϋσκόπῳ ἀργειφόντῃ,
ᾧ πυμάτῳ σπένδεσκον, ὅτε μνησαίατο κοίτου.
αὐτὰρ ὁ βῆ διὰ δῶμα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
140 πολλὴν ἠέρ᾽ ἔχων, ἥν οἱ περίχευεν Ἀθήνη,
ὄφρ᾽ ἵκετ᾽ Ἀρήτην τε καὶ Ἀλκίνοον βασιλῆα.
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς,
καὶ τότε δή ῥ᾽ αὐτοῖο πάλιν χύτο θέσφατος ἀήρ.
οἱ δ᾽ ἄνεῳ ἐγένοντο δόμον κάτα φῶτα ἰδόντες,
145 θαύμαζον δ᾽ ὁρόωντες· ὁ δὲ λιτάνευεν Ὀδυσσεύς·
«Ἀρήτη, θύγατερ Ῥηξήνορος ἀντιθέοιο,
σόν τε πόσιν σά τε γούναθ᾽ ἱκάνω πολλὰ μογήσας,
τούσδε τε δαιτυμόνας, τοῖσιν θεοὶ ὄλβια δοῖεν
ζωέμεναι, καὶ παισὶν ἐπιτρέψειεν ἕκαστος
150 κτήματ᾽ ἐνὶ μεγάροισι γέρας θ᾽ ὅ τι δῆμος ἔδωκεν.
αὐτὰρ ἐμοὶ πομπὴν ὀτρύνετε πατρίδ᾽ ἱκέσθαι
θᾶσσον, ἐπεὶ δὴ δηθὰ φίλων ἄπο πήματα πάσχω.»

***
Μιλώντας όπως μίλησε, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά εχάθη
στο πέλαγος το ατρύγητο, αφήνοντας την όμορφη Σχερία·
80 στον Μαραθώνα φτάνοντας και στην πλατύδρομη μεγάλη Αθήνα,
όπου κατέφυγε στο ασφαλισμένο Ερεχθείο. Τότε κι ο Οδυσσέας
προχώρησε να μπει στου Αλκινόου το σπίτι, όμως σταμάτησε
μπροστά στο χάλκινο κατώφλι, θάμπωσε ο νους του αναλογίζοντας:
λες κι ήταν ήλιος ή σελήνη το φως κι η λάμψη
που ανακλούσε το ψηλόστεγο παλάτι του μεγαλόψυχου Αλκινόου.
Χάλκινοι οι τοίχοι πέρα ως πέρα, αριστερά δεξιά,
από την είσοδο ως πίσω στον μυχό, και το διάζωμα ολόγυρα από σμάλτο·
χρυσές οι θύρες του σπιτιού, να το ασφαλίζουν· οι παραστάτες από ασήμι,
που πατούσαν πάνω στο χάλκινο κατώφλι·
90 το υπέρθυρο κι αυτό ασημένιο, της πόρτας η λαβή μάλαμα καθαρό·
στο κάθε πλάι δίδυμοι δυο σκύλοι, μαλαματένιοι κι αργυροί,
έργα του Ηφαίστου, κατόρθωμα μεγάλο της σοφής του τέχνης,
να στέκουν φύλακες μπροστά στο αρχοντικό του μεγαλόψυχου Αλκινόου,
αγέραστοι κι αθάνατοι εις τον αιώνα.
Στην αίθουσα υποδοχής τριγύρω οι θρόνοι, στις δυο μεριές του τοίχου
ακουμπισμένοι, ένας κατόπιν του αλλουνού, από την είσοδο ως το βάθος·
και πάνω τους καλύμματα λεπτά κι ωραία, από το χέρι υφασμένα
γυναικών που ξέρουν. Εκεί οι πρώτοι των Φαιάκων πίνουν, τρων,
και δεν τους λείπει τίποτε μέσα στον χρόνο.
100 Κούροι χρυσοί, σε στέρεους στυλοβάτες, ορθοί κρατούσαν
αναμμένες δάδες, να φέγγουνε τη νύχτα, να φωτίζουν
συνδαιτυμόνες και παλάτι.
Μέσα στο αρχοντικό πενήντα δούλες, στη διάθεσή του·
άλλες αλέθουν στον χερόμυλο ξανθό σιτάρι, κάποιες υφαίνουν
μπρος στον αργαλειό ή και τη ρόκα στρέφουν, καθισμένες στη σειρά,
πυκνές σαν φύλλα άγριας λεύκας —
απ᾽ τα λινά τους υφαντά περνά το λάδι κι αποστάζει.
Όπως οι άντρες Φαίακες καλύτερα απ᾽ τους άλλους ξέρουν την τέχνη
πώς να κυβερνούν στο πέλαγος καράβια γρήγορα,
παρόμοια κι οι γυναίκες τους
110 γνωρίζουν την τέχνη του αργαλειού· η Αθηνά τις δίδαξε
να φτιάχνουν υφαντά πανέμορφα, κι ο νους τους να προκόβει.
Έξω από την αυλή, πλάι στην εξώθυρα, ένα μεγάλο περιβόλι
τέσσερα στρέμματα, κι ο φράχτης γύρω να το προστατεύει.
Εκεί ήσαν φυτεμένα δέντρα ψηλά και φουντωμένα·
ροδιές κι οι απιδιές, μηλιές με μήλα χρυσοκόκκινα,
συκιές με σύκα μέλι, κι οι καρπερές ελιές.
Ποτέ τους ο καρπός δεν τους απόλειψε μήτε και πάει χαμένος·
χειμώνα καλοκαίρι, αδιάκοπα, με τις πυκνές πνοές του ο ζέφυρος
άλλα τα κάνει να καρπίζουν, άλλα να ωριμάζουν·
120 το απίδι γίνεται πάνω στο γινομένο απίδι, μήλο στο μήλο,
σταφύλι στο σταφύλι και στο σύκο σύκο.
Εκεί ριζώνει, δικό του και πολύκαρπο, το αμπέλι:
σ᾽ ένα του ίσιωμα το αλώνι, όπου στεγνώνει ο ήλιος τα σταφύλια·
όσα στην ώρα τους είναι για τρύγο, τα τρυγούν· άλλα στο πατητήρι
τα πατούν πιο πέρα, οι αγουρίδες τώρα ανθίζουν, αλλού μόλις
που πήραν τα σταφύλια να μαυρίζουν.
Κι όπου τα κλήματα τελειώνουν, οι βραγιές αρχίζουν
κάθε λογής, πράσινες και με τάξη, όλον τον χρόνο λάμποντας.
Υπάρχουν και δυο κρήνες: ποτίζει η μια απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη
130 το μεγάλο περιβόλι· κάτω από το κατώφλι της αυλής η άλλη,
φέρνει νερό στο αρχοντικό, δροσίζει τους πολίτες που περνούν.
Τέτοιος παράδεισος τα δώρα των θεών στον βασιλιά Αλκίνοο·
εκεί, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, θαύμαζε.
Κι όταν όλο το θαύμα αυτό κατέβηκε στα βάθη της ψυχής του,
απότομα κινήθηκε πατώντας το κατώφλι και μπήκε στο παλάτι.
Βρήκε τους Φαίακες, άρχοντες και συμβούλους, που με τα κύπελλά τους
έκαναν σπονδή στον άγρυπνον Αργοφονιά,
θεό που τον θυμούνται στις σπονδές τους τελευταίον,
προτού τους συνεπάρει η ιδέα του ύπνου.
Τότε προχώρησε στο σπίτι, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
140 αόρατος μες στην πυκνή νεφέλη, περιβολή της Αθηνάς.
Και μόνο όταν βρέθηκε αντίκρυ στην Αρήτη και στον Αλκίνοο μπροστά,
τυλίγοντας τα χέρια του στα γόνατά της,
έπεσε τότε το θεσπέσιο σύννεφο από πάνω του, και τον φανέρωσε.
Έμειναν άφωνοι εκείνοι να κοιτούν μπροστά τους ξένον άνθρωπο,
απορημένοι, ο Οδυσσέας όμως τώρα ικέτευε:
«Αρήτη, κόρη του λαμπρού Ρηξήνορα, στον άντρα σου προσβλέπω,
προσπέφτω στα δικά σου γόνατα, εξαντλημένος απ᾽ τον μόχθο και τα βάσανα, επικαλούμαι και τους ομοτράπεζούς σας·
άμποτε οι θεοί να δίνουν και στο μέλλον ευτυχία και πλούτη,
όσο θα ζείτε να τα χαίρεστε, κι ύστερα καθένας στα παιδιά του
να τα κληροδοτεί, όσα αγαθά το σπίτι σας τιμούν και την τιμή
150 που ο λαός σάς δείχνει.
Μόνο και το δικό μου κατευόδιο σκεφτείτε, να φτάσω στην πατρίδα
δίχως καθυστέρηση, αφού, απ᾽ τους δικούς μου χωρισμένος τόσα χρόνια,
πάσχω και βασανίζομαι.»

Δάγκωμα: η τρυφερή επιθετικότητα

Είτε βρίσκεσαι σ’ ένα μπαρ και μια παρουσία στο απέναντι τραπέζι σου κλείνει το μάτι και σου ανοίγει την όρεξη για παιχνίδι, είτε πηγαίνεις και βλέπεις στο καναπέ το αντικείμενο του πόθου σου να χαζεύει τηλεόραση, είτε ξύπνησες με μια όρεξη και σκεφτείς να τηλεφωνήσεις στον συνοδοιπόρο του κρεβατιού σου, ένα είναι σχεδόν σίγουρο. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκες δεν ήταν «αχ έλα εδώ εσύ να σε δαγκώσω».

Το δάγκωμα πρόκειται για μια αφιλτράριστη αντίδραση που προκύπτει κατά τη διάρκεια της πράξης, άνευ σχεδιασμού. Σαν να μην τον χορταίνεις, σα να μη σου φτάνει και να προσπαθείς να διεκδικήσεις ακόμα ένα κομμάτι του κορμιού του άλλου ατόμου. Και πριν αρχίσεις να βάζεις με το νου σου σενάρια περί μη φυσιολογικού ή ένδειξης βιαιότητας, οι έρευνες και τα συμπεράσματα που απορρέουν, σύμφωνα με την κλινική ψυχολόγο Dr. Nazanin Moali, έρχονται να σε καθησυχάσουν και να σου εξηγήσουν την τάση σου αυτή, η οποία ορίζεται ως «τρυφερή επιθετικότητα».

Πιο συγκεκριμένα, η ίδια αναφέρει πως η ανάγκη να δαγκώσεις κάποιον προκύπτει από το γεγονός ότι τον βρίσκεις όμορφο ή χαριτωμένο σε σημείο που θες να τον «φας». Ομοίως όπως όταν βλέπεις ένα χαριτωμένο μωρό και θες να του δαγκώσεις τα μάγουλα, τα χεράκια, τα μπουτάκια. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν αποτελεί συναίσθημα που σχετίζεται αυτό καθαυτό με το κρεβάτι αλλά αντιθέτως με το αίσθημα της αγάπης το οποίο μας οδηγεί σε διαφορετικούς τρόπους έκφρασης, βγάζοντας από μέσα μας έναν τρυφερά επιθετικό εαυτό.

Το φαινόμενο αυτό ορίζεται ως δίμορφη έκφραση. Κάθε φορά λοιπόν που τα συναισθήματά μας υπερέχουν, έχουμε δυο αντίθετες συμπεριφορές που εκφράζονται με μια πράξη. Το δάγκωμα είναι μέσο εκτόνωσης συναισθημάτων, τα οποία την επίμαχη στιγμή είναι τόσο έντονα και ανεξέλεγκτα που δεν ξέρουμε πώς ακριβώς να τα διαχειριστούμε. Η επαφή μας με το γυμνό σώμα του άλλου εκείνη τη στιγμή μας φέρνει σε μια κατάσταση που η αγκαλιά φαντάζει να μην είναι αρκετή και το φιλί τελικά να μην αρκεί. Ψάχνουμε κάτι πιο βαθύ, κάτι πιο έντονο, που θα μας φέρει πιο κοντά στον άλλον πριν ολοκληρώσουμε την επαφή μας. Και να που έρχεται μια δαγκωνιά.

Πάντως είτε είναι μία, είτε πολλές, είτε είναι τρυφερή ή πιο παθιασμένη, αποτελεί εκδήλωση αγάπης και ταυτόχρονα μια δήλωση κτήσης για «το αντικείμενο του πόθου», όπως συμβαίνει ακόμα και στο ζωικό βασίλειο. Όπως αναφέρει η Dr. Moali, αποτελεί σημάδι κυριαρχίας ή και παιχνιδιάρικης ιδιοκτησίας, ειδικά όταν το δάγκωμα συνοδεύεται με προσωρινά σημάδια στο σώμα του συντρόφου. Θέλοντας αυτός που δαγκώνει να δείξει ποιος έχει το «πάνω χέρι» και σε ποιον ανήκει «το θύμα» εκείνη τη στιγμή.

Μάλιστα λέγεται πως είναι βαθιά ριζωμένο στο DNA μας, τόσο που δεν αρκούμαστε μόνο στο να ασκούμε αυτή την τρυφερή επιθετικότητα αλλά απολαμβάνουμε εξίσου και το να τη δεχόμαστε. Τα δαγκώματα καταφέρνουν να μας διεγείρουν στον ίδιο βαθμό με τα χάδια κάνοντάς μας να αισθανόμαστε πιο αγαπητοί και πιο ποθητοί την ώρα της πράξης. Οι νευρικές μας απολήξεις βρίσκονται σε πλήρη εγρήγορση όταν βρισκόμαστε σε κατάσταση διέγερσης όπου το αίσθημα του πόνου συγχέεται με την ευχαρίστηση, πράγμα που απελευθερώνει ακόμα περισσότερες ενδορφίνες.

Και για σένα που ίσως αναρωτήθηκες τι είναι οι ενδορφίνες, είναι αλυσίδες πρωτεϊνών που όταν απελευθερώνονται στο σώμα μας, μας ηρεμούν, μας προκαλούν ευδαιμονία και μειώνουν το στρες, αφού ρίχνουν τα επίπεδα της αδρεναλίνης. Αποτελούν αλλιώς φυσικά παυσίπονα του οργανισμού που όχι μόνο συμβάλλουν στη σωστή λειτουργία του αλλά και στην καθυστέρηση του γήρατος. Είδες τι σου συμβαίνει άμα περνάς καλά; Για ξεκίνα να δαγκώνεις -με το μαλακό πάντα.

Μια ακόμη έρευνα επί του θέματος ορίζει την ανάγκη του δαγκώματος με τον όρο «Οδαξελαγνεία». Όρος όχι και τόσο ευρέως διαδεδομένος, τον οποίο μελέτησε ο βιολόγος Alfred Kinsey. Ο ίδιος την απομονώνει από τον κλασσικό και πατροπαράδοτο τρόπο ερωτικής συνύπαρξης και την κατατάσσει στην κατηγορία των φετίχ, δικαιολογώντας και με αυτόν τον τρόπο ανθρώπους που δεν το προτιμούν ως κομμάτι της ερωτικής τους δραστηριότητας καθώς δεν το απολαμβάνουν το ίδιο συγκριτικά με άλλους, όπως συμβαίνει και με άλλα φετίχ.

Σε κάθε περίπτωση, το κομμάτι της «πράξης», αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο πειραματισμού. Όπως και με κάθε τι άλλο που μας αρέσει έτσι και με το δάγκωμα, οφείλουμε να το συζητήσουμε με το μας ταίρι για να βεβαιωθούμε ότι το απολαμβάνουμε και οι δύο το ίδιο. Κι έπειτα, αν η απόλαυση είναι αμοιβαία, μέσω του πειραματισμού και της τύχης θα ανακαλύψουμε τις κατάλληλα σημεία του άλλου, για να έχει επιτυχία το δάγκωμα.

Ανακαλύπτουμε τα κενά μας όταν τα γεμίζουμε

«Αν σε ανησυχούν οι εξωτερικές συνθήκες, δεν είναι αυτές που θα έπρεπε σε ανησυχούν, αλλά η δική σου αντίληψη των εξωτερικών συνθηκών... και είναι εντός των δυνατοτήτων σου, η ικανότητα να αλλάξεις την αντίληψη αυτή οποιαδήποτε στιγμή». – Μάρκος Αυρήλιος

Είναι πολλοί οι άνθρωποι στην καθημερινότητα που όταν ερωτηθούν «πώς είσαι σήμερα;» απαντούν συχνά με ένα τυπικό «ε...καλά».

Δεν πρόκειται για μία τυπική απάντηση... πραγματικά νιώθουν καλά, διότι έχουν συνηθίσει το «μέτρια» ως καλά.

Αν έπρεπε να αποδώσουμε ένα χρώμα στη διάθεση που νιώθουν συχνότερα, ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, αυτό θα ήταν προφανώς το γκρι χρώμα...

Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι πολλοί άνθρωποι έχουν συνηθίσει να θεωρούν το γκρι χρώμα της συναισθηματικής τους διάθεσης ως φυσικό, σαν το «άσπρο» της χαράς που πιστεύουν ότι βιώνει ο κάθε άνθρωπος. Μπορούμε να φανταστούμε συνήθως μόνο αυτά που έχουμε ζήσει, όχι αυτά που δεν έχουμε βιώσει.

Λέγεται ότι τα πουλιά που έχουν μεγαλώσει μέσα σε ένα κλουβί, μπορεί να μάθουν να θεωρούν το πέταγμα ως κάτι μη φυσικό... Κι αν κάποιος αφήσει την πόρτα του κλουβιού ανοιχτή, είναι πιθανό να μη θέλουν να βγουν από αυτό και να πετάξουν... Το κλουβί δίνει μια κάποια ασφάλεια... και το καινούριο εμπεριέχει ένα ρίσκο.

Αν πετάξεις... πρέπει να ξέρεις που να πας... αυτό τουλάχιστον πιστεύει ένας άνθρωπος με «γκρι» διάθεση... Δεν έχει συνηθίσει να έχει πολλές επιλογές οι οποίες σημαίνουν πραγματική ελευθερία... Αντίθετα μπορεί να έχει μάθει να υπακούει σε πολλά πρέπει, τα οποία νιώθει ότι αν τα επιτυγχάνει συνεχώς, κάποτε ίσως... το γκρι της διάθεσης θα γίνει άσπρο.

Δεν πρέπει να μας παραξενεύει σαν γεγονός αν σκεφτούμε ότι για πολλά χρόνια μεγάλωναν γενιές ανθρώπων με την πεποίθηση στο μυαλό τους ότι η γη είναι επίπεδη... Μόνο τότε μπορούμε να αντιληφθούμε τον φόβο των πληρωμάτων του Χριστόφορου Κολόμβου ότι θα έπεφταν στο κενό όταν έφταναν στην άκρη της γης.

Πραγματικότητα είναι για το μυαλό μας, ό,τι διδασκόμαστε από τους γονείς μας και το πιθανότερο είναι ότι δε θα προσπαθήσουμε ή και θα αντισταθούμε να το εξετάσουμε ή να το αμφισβητήσουμε.

Πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν να φύγουν από τα πρέπει ή τις συμπεριφορές που υιοθετούν κάθε μέρα, διότι είναι πολύ πιθανό ότι θα νιώσουν ενοχές αν αλλάξουν κάτι σε αυτές, και αυτό επιβαρύνει άμεσα τη διάθεσή τους. Έτσι οι άνθρωποι αυτοί, δικαιολογημένα, όσο και να ακούνε άλλους να τους λένε το αντίθετο, θα λένε ότι η δική τους κατάστασή είναι διαφορετική.

Τα κάγκελα του δικού τους κλουβιού είναι πραγματικά και οι άλλοι απλά... δεν μπορούν να το κατανοήσουν αυτό! Πρόκειται για μία κατάσταση που άλλοτε την ονομάζουμε δυσθυμία, άλλοτε απλώς μελαγχολία ή μία συνεχή κακή συναισθηματική διάθεση. Αν ερωτηθούν αυτοί οι άνθρωποι γιατί δεν κάνουν ταξίδια, χόμπι, βόλτες με φίλους, συνήθως λένε «μα φταίνε τα κάγκελα του κλουβιού, αλλά δεν μπορείς να τα δεις εσύ».

Είναι πιθανό να νιώθουν κάποια συναισθήματα ευχαρίστησης ή ικανοποίησης, πολύ λίγα όμως συγκριτικά με τα όσα θα μπορούσαν να ζήσουν... Αυτά τα λίγα όμως είναι η δική τους απεικόνιση της Ευτυχίας.

«Ανακαλύπτουμε τα κενά μας μόνο όταν τα γεμίζουμε» έλεγε ένας σπουδαίος ποιητής. Όταν τέτοιοι άνθρωποι ακούσουν ότι η καθημερινή χαρούμενη διάθεση είναι εφικτή και ότι αυτό το επιτυγχάνουν πολλοί, εκπλήσσονται. Εκπλήσσονται και όταν ακούν ότι η χαρούμενη διάθεση έχει επίπεδα. Ίσως εκπλήσσονται διότι νομίζουν ότι πολλοί ευτυχισμένοι άνθρωποι δε μεγάλωσαν ποτέ μέσα σε ένα κλουβί... αλλά ότι οι εξωτερικοί παράγοντες ήρθαν όλοι ευνοϊκοί σε εκείνους.

Στην πραγματικότητα οι ευτυχισμένοι άνθρωποι ξεκινούν από την αναγνώριση ότι το κλουβί είναι φτιαγμένο από κάποιον, όπως και τα πρέπει και οι συμπεριφορές που μαθαίνουμε... Το μυστικό είναι να μπορούμε να αμφισβητούμε και να αναρωτιόμαστε πάνω στα πρέπει, τις συμπεριφορές μας, τις ικανότητες που μας αναγνώρισε κάποιος. Είναι πολύ σημαντικό ότι πουλιά μεγαλωμένα σε κλουβί δεν εξασκούν το πέταγμα διότι πείστηκαν ότι δε διαθέτουν αυτή την ικανότητα.

Όταν κάποια πουλιά μεγαλώσουν σε κλουβί, το φόβο τους για το πέταγμα μπορούν να τον αντιμετωπίσουν και με άλλους τρόπους. Μπορούν να αρχίσουν να μαζεύουν σπόρους για πολύ καιρό, λέγοντας ότι όταν έχουν πολλούς σπόρους, θα είναι αρκετά δυνατά ώστε να πετάξουν με σιγουριά... Σιγά σιγά όμως η συγκέντρωση των σπόρων γίνεται αυτοσκοπός και μία ιδανική άμυνα ώστε να αναβάλλεται το πέταγμα.

Τα φοβισμένα πουλιά δε νιώθουν ποτέ ότι οι σπόροι είναι αρκετοί, το πέταγμα πάντοτε αναβάλλεται...Ύστερα μπορεί να σκεφτούν ότι αν δυναμώσουν αρκετά τα φτερά τους, δοκιμάζοντας το πέταγμα μέσα στο κλουβί, κάποτε θα πετάξουν έξω από το κλουβί με σιγουριά. Και η άσκηση όμως, όπως και οι σπόροι, μπορεί να γίνει αυτοσκοπός χωρίς τελικά να νικηθούν οι φόβοι. Διότι πάλι, το πουλί αποφεύγει να σκεφτεί το πέταγμα και στρέφει την προσοχή του σε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό.

Αυτό που συμβαίνει στο πουλί είναι ότι αποτυγχάνει να εντοπίσει τον πραγματικό λόγο που δεν πετάει. Οι μηχανισμοί άμυνας θέλουν να εμποδίσουν την αποκάλυψη της αληθινής επώδυνης αιτίας ή οποία δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι μέσα του έχει επιλέξει την ασφάλεια. Και έτσι, το μάζεμα των σπόρων, η άσκηση κ.λ.π. είναι οι τρόποι που βρίσκει το μυαλό για να μην ανακαλύψει ότι αυτό που φοβάται είναι να μην χάσει την αίσθηση της ασφάλειας.

Γνωρίζουμε ότι η λογική μας μπορεί να διατηρεί τη διάθεση σταθερά ακμαία... Να την επαναφέρει όταν επηρεάζεται αρνητικά από εξωτερικά ερεθίσματα. Αυτό όμως μπορεί να συμβεί μόνο όταν έχει εκπαιδευθεί να κατανοεί και να ερμηνεύει το υποσυνείδητό μας. Όταν κάτι εξωτερικό μας αγγίζει, αυτό συμβαίνει διότι θίγει κάποια βαθύτερη κρυμμένη ανησυχία μας, αξία πεποίθηση κ.λ.π.

Η διάθεση μπορεί να είναι και πρέπει να είναι κάθε μέρα καλή, το χαμόγελο να υπάρχει κάθε μέρα. Αρκεί να κατανοήσουμε τα πρέπει, τους φόβους ή της ελλείψεις που έχουμε μάθει να πιστεύουμε ότι έχουμε. Τα πουλιά πείστηκαν ότι δεν μπορούν να πετάξουν. Έτσι κι εμείς οι ίδιοι επιτρέπουμε ασυνείδητα να μην μπορούμε να πετάξουμε.

«Η ευτυχία δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τη σταθερά καλή διάθεση, αυτή που βιώνεις μόνιμα και όχι παροδικά. Διότι το μεγάλο πρόβλημα είναι η διάρκεια, το θέμα είναι (και είναι εφικτό) να διατηρείς τη διάθεσή σου ακμαία κάθε μέρα» – Επίκουρος

Hans Christian Andersen: Ένα τριαντάφυλλο από τον τάφο του Ομήρου

Στ’ Ανατολίτικα τραγούδια αντηχεί η αγάπη του αηδονιού για το τριαντάφυλλο· μέσα στη σιωπή της έναστρης νύχτας, ο φτερωτός τραγουδιστής λέει μια σερενάτα στο μυρωμένο του λουλούδι.

Όχι μακριά από τη Σμύρνη, κάτω απ’ τα πανύψηλα πλατάνια όπου ο πραματευτής πάει τις φορτωμένες καμήλες του που σηκώνουν περήφανα το κεφάλι και πατούν αδέξια ένα χώμα ιερό, είδα ένα θάμνο από ανθισμένες τριανταφυλλιές. Αγριοπερίστερα πετούσαν ανάμεσα στα κλαδιά των ψηλών δέντρων, και τα φτερά τους έλαμπαν σα μαργαριτάρια σαν τ’ άγγιζε μια ηλιαχτίδα.

Ένα λουλούδι από το θάμνο με τις τριανταφυλλιές ήταν το πιο ωραίο απ’ όλα, και γι’ αυτό το λουλούδι το αηδόνι τραγουδούσε τους ερωτικούς του καημούς, αλλά το τριαντάφυλλο απόμενε βουβό, καμιά σταγόνα δροσιάς δεν έβλεπες στα πέταλά του, σα συμπονετικό δάκρυ, και το λουλούδι έσκυβε με το κοτσάνι του πάνω σε μεγάλες πέτρες.

«Εδώ αναπαύεται ο πιο μεγάλος ραψωδός της γης, έλεγε το τριαντάφυλλο, θέλω ν’ αρωματίσω τον τάφο του, και να σκορπίσω πάνω του τα πέταλά μου όταν η καταιγίδα θα μου τα ρίξει. Ο ραψωδός της Ιλιάδας κατάντησε σκόνη σε τούτη τη γη όπου φυτρώνω. Εγώ, τριαντάφυλλο του τάφου του Ομήρου, είμαι ιερό, δεν ανθίζω για το φτωχό αηδόνι».

Και το αηδόνι κελάδησε, κελάδησε, ώσπου άφησε την τελευταία του πνοή.

Ο καμηλιέρης ήρθε με τις φορτωμένες καμήλες του και τους μαύρους του σκλάβους. Το αγοράκι του βρήκε το νεκρό πουλάκι, κι έθαψε το μικρό φτερωτό τραγουδιστή στον τάφο του Ομήρου, και το τριαντάφυλλο αναρρίγησε μες στον άνεμο. Η νύχτα απλώθηκε, το τριαντάφυλλο έκλεισε πιο πολύ τα πέταλά του κι ονειρεύτηκε πως ήταν μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα και πως μια ομάδα από «Φράγκους» είχαν έρθει να προσκυνήσουν τον τάφο του Ομήρου, και πως ανάμεσα σ’ αυτούς τους ξένους, ήταν ένας ραψωδός απ’ το βορρά, από τη χώρα της ομίχλης και της πολικής αυγής, πως πήρε το τριαντάφυλλο και το φύλαξε μέσα σ’ ένα βιβλίο, κι έτσι το πήγε σ’ έν’ άλλο μέρος του κόσμου, στη μακρινή του πατρίδα. Κι από τη θλίψη του, το τριαντάφυλλο μαράθηκε, κι απόμεινε πλακωμένο μες στο βιβλίο, που ο ξένος το άνοιξε στο σπίτι του, λέγοντας: «Νά ένα τριαντάφυλλο από τον τάφο του Ομήρου».

Αυτό ήταν τ’ όνειρο του λουλουδιού, που ξύπνησε κι αναρρίγησε απ’ τον άνεμο.

Μια σταγόνα δροσιάς έπεσε απ’ τα πέταλά του στον τάφο του ραψωδού, κι ο ήλιος ανάτειλε, και το τριαντάφυλλο άνοιξε κι έγινε ακόμα πιο ωραίο από πρώτα. Η μέρα ήταν ζεστή, και το τριαντάφυλλο βρισκόταν στη φλογερήν Ασία. Τότε βήματα ακούστηκαν, «Φράγκοι» ξένοι έφτασαν, όμοιοι σαν εκείνους που το λουλούδι είχε δει στ’ όνειρό του, κι ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ένας ποιητής απ’ το βορρά, που έκοψε το τριαντάφυλλο και το φίλησε, και το πήρε μαζί του, μακριά, στη χώρα της ομίχλης και της πολικής αυγής.

Έτσι σα μια μούμια, το ξεραμένο πια λουλούδι αναπαύεται τώρα στην Ιλιάδα του, και σα μέσα σ’ όνειρο, ακούει τον ποιητή να λέει, σαν ανοίγει το βιβλίο του:

«Νά ένα τριαντάφυλλο απ’ τον τάφο του Ομήρου».

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Ένα τριαντάφυλλο από τον τάφο του Ομήρου

Carl Jung: Αυτός που δεν γνωρίζει τη σκιά του, συναντά τη μοίρα του

Ο φόβος του ίσκιου

Στην ταινία Η Πεντάμορφη και το Τέρας του Jean Cocteau, η πεντάμορφη έχει τρομάξει από το θηρίο. Τελικά φτάνει να το βλέπει πέρα από το παρουσιαστικό του. Το κοιτάζει, το εξημερώνει και το αγαπά γι’ αυτό που είναι κατά βάθος. Η αγάπη της το μεταμορφώνει. Γίνεται ένας όμορφος άντρας.
Το τερατώδες πλάσμα είναι ένα σύμβολο του ίσκιου. Ο ίσκιος είναι ό,τι δεν φωτίζεται. Είναι αυτό που το άτομο δεν γνωρίζει και το οποίο ακούραστο τον ακολουθεί. Ο ίσκιος είναι η αποθήκη των πτυχών της προσωπικότητας που έχουν απορριφθεί.

Οτιδήποτε συμβατικό, είναι καταδικασμένο να λιμνάζει κρυφά στον ίσκιο του ψυχισμού. Αποφεύγουμε να αντιπαρατεθούμε με τον ίσκιο μας επειδή κρίνουμε πολύ αυστηρά αυτά που σκεπάζει. Στην πραγματικότητα, φοβόμαστε τις δικές μας ευαισθησίες και αδυναμίες. Αποφεύγουν τη σκιά μας για να μη βρεθούμε αντιμέτωποι με αυτό που δεν αγαπάμε στον εαυτό μας.

Όταν αγνοούμε τη σκιά μας, προσπαθούμε να μην τη βλέπουμε για τον εαυτό μας, αλλά επίσης να μη βλέπουμε τον ίσκιο και των άλλων, κάτι που οδηγεί σε λανθασμένες κρίσεις και αντιλήψεις γιατί αφήνουμε τον εαυτό μας να ξεγελιέται από αυτό που φαίνεται. Τελικά, όλα αυτά, που αγνοούμε και αρνούμαστε να δούμε στον εαυτό μας και στον άλλον, κινδυνεύουν να κάνουν βίαια την εμφάνισή τους στη ζωή μας και να πάρουν το πάνω χέρι.

Ανακαλύπτω τη σκιά μου

Όλα τα παιδιά φοβούνται τους μπαμπούλες. Τρομαγμένα κρύβονται κάτω από τις κουβέρτες. Μαθαίνουν να τους παρατηρούν και αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει κάτι οικείο και τρυφερό πίσω από αυτά τα τερατώδη σώματα. Έτσι, το παιδί εξημερώνεται το ίδιο ξεπερνώντας τους φόβους του. Ο ενήλικος έχει να διανύσει το ίδιο μονοπάτι της ανακάλυψης με τα τέρατα που ζουν στη σκιά του. Συνθέτουν ένα ολόκληρο εικονογραφημένο φανταστικό βιβλίο.

Ποιος κρύβεται στη σκιά;

«Δεν φωτιζόμαστε κοιτάζοντας το φως, αλλά βυθιζόμενοι στο σκοτάδι μας. Όμως, αυτό συχνά είναι δυσάρεστο, άρα ανεπιθύμητο» – Carl Gustav Jung

Το εικονογραφημένο βιβλίο των πλασμάτων του ίσκιου

Η συμβολική γλώσσα είναι, για τον καθένα, μια αστείρευτη πηγή πληροφοριών. Ο ενήλικος έχει ανάγκη από εικόνες για να φέρνει στο νου του και να αγγίξει τις τολμηρές και ευρηματικές δυνάμεις που αδρανούν μέσα του. Η επιτυχία που έχουν τα περιπετειώδη μυθιστορήματα όπως Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών ή ο Χάρι Πότερ αποδεικνύει την ανάγκη για αλληγορίες και σύμβολα.

Οι σύγχρονοι μύθοι είναι γεμάτοι από τερατώδη πλάσματα που φωτίζουν την ψυχική ζωή, όπως ακριβώς και οι ήρωες. Τα πλάσματα του ίσκιου στοιχειώνουν μερικές φορές το όνειρο. Επιμένουν να καταγγέλλουν το στραβό του προσαρμοσμένου Εαυτού και της κοινωνίας.

Φέρνουν σε πρώτο πλάνο τους φόβους, τις επιθυμίες και τις ενορμήσεις που πρέπει να εξημερωθούν. Το τερατώδες πλάσμα, όπως και ο άγγελος, είναι ένας μεσολαβητής με ό,τι παραμένει κρυμμένο. Το τερατώδες παρουσιαστικό του δεν αντανακλά την αληθινή του φύση, αλλά την εξορία του μέσα στο σκοτάδι. Με την τρομακτική του όψη, το τέρας θέλει να τραβήξει την προσοχή. Αμφισβητεί την ομαλότητα, όπως αυτή έχει οριστεί από το οικογενειακό και κοινωνικό πλαίσιο. Το πλάσμα του ίσκιου είναι ο κληρονόμος του παιδικού μπαμπούλα. Αντιμετωπίζοντάς το, γινόμαστε ολοκληρωμένοι άνθρωποι.

Η σκιά της προσκόλλησης

Οι άνθρωποι συνήθως περνάμε ένα μεγάλο μέρος του χρόνου μας προσπαθώντας να συσσωρεύσουμε χρήματα, αγαθά, επαίνους, εξουσία… και, μερικές φορές, ακόμη και ανθρώπους. Τρέχουμε εδώ κι εκεί, κάνουμε αλχημείες ή ταχυδακτυλουργίες και φαινόμαστε ικανοί να πληρώσουμε οποιοδήποτε τίμημα αρκεί να κερδίσουμε: επιτυχία, χρήματα, κάποιον ή κάποια. Το ν’ αποκτήσουμε κάτι μας γίνεται έμμονη ιδέα, μας απασχολεί διαρκώς και μας αγχώνει: «Τι να κάνω για ν’ αποκτήσω αυτό το πράγμα;», «είναι αρκετά αυτά που έχω;», «πρέπει ν’ αποκτήσω κι άλλα», «κι αν χάσω κι όσα έχω;»… Όχι μόνο θέλουμε να έχουμε πράγματα, αλλά θεωρούμε ότι όσο περισσότερα, τόσο το καλύτερο.

Όλη αυτή η αναζήτηση οδηγεί σε δύο ολέθριες καταστάσεις. Καταρχάς, ο τόσος χρόνος που σπαταλάμε τρέχοντας πίσω τους δεν μας αφήνει περιθώρια να ζήσουμε (ούτε καν για να τα χαρούμε) και δεύτερον, ακόμη κι αν τους αφιερώναμε λίγο χρόνο, θα τον περνούσαμε ανήσυχοι και φοβισμένοι μήπως χάσουμε κάτι απ’ όλα αυτά που πετύχαμε.

Μερικές φορές ασχολούμαστε τόσο πολύ με τα πράγματα που μας ανήκουν, που θα ‘λεγε κανείς πως είμαστε εμείς που ανήκουμε σ’ αυτά. Ο Αργεντινός συγγραφέας Χούλιο Κορτάσαρ γράφει στο διήγημά του: «Προοίμιο στις οδηγίες για το κούρδισμα του ρολογιού» ότι, όταν σου χαρίζουν ένα ρολόι δεν σου δίνουν μόνο το ρολόι: σου δίνουν μαζί και την ανάγκη να το κουρδίζεις κάθε μέρα, την ανησυχία μήπως το χάσεις και την τάση να το συγκρίνεις με άλλα ρολόγια. Ο Κορτάσαρ καταλήγει λέγοντας ότι, τελικά, το δώρο είσαι εσύ. Εσένα χάρισαν στο ρολόι για τα γενέθλιά του. Ζούμε με την ιδέα ότι όσο περισσότερα έχουμε τόσο περισσότερες δυνατότητες μας δίνονται, αλλά αν δεν προσέξουμε μπορεί να καταλήξουμε δέσμιοι των πραγμάτων που έχουμε αποκτήσει.

Όταν ποθούμε να αποκτήσουμε κάτι που δεν έχουμε, -είτε υλικό, είτε πνευματικό είτε συναισθηματικό-, διακατεχόμαστε από ένα λίγο-πολύ συγκεκριμένο συναίσθημα δυσαρέσκειας και στέρησης. Ξυπνά μέσα μας μια φυσική τάση να προμηθευτούμε αυτό που μας λείπει και οδηγούμε τα πράγματα προς αυτήν την κατεύθυνση χωρίς να συνειδητοποιούμε πως υπάρχει καλύτερος τρόπος για να ελέγξουμε το ανικανοποίητο: προσπαθώντας να προσαρμόσουμε την επιθυμία μας στην πραγματικότητα (αντί για το αντίθετο).

Μήπως αυτό σημαίνει, άραγε, ότι θα πρέπει να πάψουμε να έχουμε επιθυμίες; Πολλοί ανατολικοί φιλόσοφοι θα έλεγαν πως «ναι», ενώ κάποιοι ψυχαναλυτές θα υποστήριζαν πως αυτό είναι σκέτη καταστροφή. Λαμβάνοντας υπόψη μας και τις δύο απόψεις, θα μπορούσαμε να πούμε πως δεν είναι κακό να επιθυμούμε αν ξέρουμε να μην τα ζητάμε όλα εδώ και τώρα, κι αν μπορούμε να ελέγχουμε την απαίτησή μας να είναι όπως ακριβώς τα φανταζόμαστε. Η επιθυμία μας κινητοποιεί και μας βάζει σ’ έναν δρόμο, αλλά αν τα ζητάμε όλα αμέσως, τότε μάλλον το άγχος υπερισχύει της υγιούς επιθυμίας.

Υπάρχουν φορές που προσπαθούμε να «κατέχουμε», επειδή η ιδέα και μόνο μας προσφέρει κάποια ασφάλεια. Μπροστά στο τρωτό της ζωής και στο απροσδόκητο των γεγονότων, η σκέψη πως η περιουσία μας μπορεί να ανακόψει οποιοδήποτε απρόοπτο μας προσφέρει ηρεμία. Το σίγουρο είναι, όμως, ότι τίποτα δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει πως δεν θα προκύψουν προβλήματα. Όταν αυτά παρουσιάζονται, σπανίως είναι τόσο απλά ώστε να επιλυθούν «αντλώντας από τα αποθέματα» (χρημάτων, αγάπης ή υπερηφάνειας).

Ποια αναγέννηση;

ΕΓΩ ΜΙΛΩ ΔΙΑ ΤΟ ΠΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΓΥΡΕΒΟΥΜΕ. Δε ζητούμε την αναγέννησή μας: Και τι η αναγέννηση μιας κοινωνίας, αν δεν είναι η ριζική ηθική καλητέρεψη των ατόμων οπού την συστένουνε;

Αν λοιπόν επιθυμούμε την αναγέννηση της κοινωνίας μας, τέστι την ηθικήν μας καλητέρεψη, δεν είναι τάχα στο χέρι μας ναν την κάμωμ’ εμείς εις τον εαυτό μας, χωρίς να ζητούμε από την Κυβέρνηση να μας κάμη καλήτερους; Αλλέως, αν δεν είναι τούτο που γυρέβουμε, τι λοιπόν εννοούμε με την λέξην Αναγέννηση;

Μήπως ζητούμε της Κυβέρνησής μας να μας στείλη ένα σακκί τάλαρα καθενός εις το σπίτι μας, και να εξακολουθάη να μας τα στέλνη πάντα κάθε φορά που μας χρειάζεται v’ αναγεννηθούμε;

Όχι, όχι˙ δεν ημπορούμε βέβαια να γεληόμαστε τόσο˙ η παιδιαροσύνη μας δεν ημπορεί δα να φτάνη έως εκεί. Άλλο πράμμα εννοούμε και μόνον δεν εκφρασθήκαμε ποτέ παστρικά.

Εμείς βασανίζουμάστε από την διαφθοράν των ηθών μας˙ το αίσθημα του πάθους μας είναι πραγματικό˙ η αιτία είναι ολοφάνερη στα μάτια μας, εμάς των ίδιωνε, όντις καθένας μας εξαιρόντας μόνον τον εαυτόν του, κατηγορεί όλους τους άλλους. Ενστιγματικώς επιθυμούμε την ιατρεία μας, συμφωνούμε διά τη χρεία τού να ηθικευθή η κοινωνία, αλλά καθένας μας αρνείται ηθικέψη τον εαυτό του!…

Εκείνο που εννοούμε με την λέξην Αναγέννηση, αν εξετάσωμε βαθιά μέσα το αίσθημά μας, δεν είναι μήτε τα σακιά με τα τάλαρα, μήτε κανένα τέτοιο˙ είναι η ηθίκεψη της κοινωνίας, και τούτη είναι η ιατρεία εκείνη την οποία ενστιγματικώς γυρέβουμε, μα καθενός μας ζητάει να ηθικεύθούν όλοι οι άλλοι έξω από τον εαυτό του!….

Ιδού εκείνο που καταστένειο αδύνατην την ιατρεία, αδύνατη την αναγέννησην επειδή, «Δεν είναι δυνατόν να γένη καμμία κονωνική καλητέρεψη, εκεί όπου ο καθένας δεν την αρχίζει στον εαυτό του».

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ (1811-1901), ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΛΑΟΠΛΑΝΟΙ

Στην “ΕΛΕΝΗ” του Ευριπίδη αποδεικνύεται πως ό,τι φαίνεται αλήθεια συχνά είναι ψέμα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩ∆ΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙ∆Η «ΕΛΕΝΗ»

Μια από τις τραγωδίες του Ευριπίδη που έχει διασωθεί στο ακέραιο είναι η “Ελένη”.

Η υπόθεσή της εκτυλίσσεται στην Αίγυπτο και συγκεκριµένα στο νησί Φάρος.

Εκεί η ηρωίδα έχει µεταφερθεί από τον Ερµή και διαµένει στο ανάκτορο του βασιλιά Πρωτέα ενώ το είδωλό της ακολουθεί τον Πάρη στην Τροία. Ο Πρωτέας πεθαίνει και ο διάδοχός του Θεοκλύµενος τη ζητά σε γάµο. Η Ελένη όµως παραμένει πιστή στο Μενέλαο, τον άντρα της, και αρνείται να τον παντρευτεί. Ο Τεύκρος την πληροφορεί για την καταστροφή της Τροίας και της λέει πως ο Μενέλαος πιθανόν να έχει σκοτωθεί. Η Ελένη τον συµβουλεύει να κρυφτεί, γιατί ο βασιλιάς σκοτώνει όλους τους Έλληνες που φτάνουν στη χώρα του, ενώ εκείνη (συµβουλευόµενη το χορό) επισκέπτεται τη µάντισσα Θεονόη για να εξακριβώσει την αλήθεια.

Ο Μενέλαος εµφανίζεται και διηγείται πώς περιπλανήθηκε πολύ στη θάλασσα και πώς έφτασε σ΄ αυτό τον άγνωστο τόπο µε την – όπως πιστεύει- γυναίκα του. Όµως, η γερόντισσα που είναι υπηρέτρια στο παλάτι, τον πληροφορεί πως η πραγματική του γυναίκα βρίσκεται εκεί.

Επακολουθεί η αναγνώριση των δύο συζύγων και η χαρά τους είναι µεγάλη αλλά δεν κρατάει πολύ δυστυχώς.

Ο Μενέλαος κινδυνεύει από τον Θεοκλύµενο και πρέπει να κρυφτεί. Αυτός αρνείται να το κάνει και η µάντισσα που τον αναγνωρίζει, πείθεται να µην τον προδώσει.

Η Ελένη ξεγελά τον Θεοκλύµενο και παίρνει πλοίο µε ναύτες τάχα για να σκορπίσει την τέφρα του Μενέλαου ενώ στην πραγµατικότητα φεύγει µαζί του. Ο Θεοκλύµενος το µαθαίνει όταν αυτοί έχουν φύγει και θέλει να σκοτώσει την Θεονόη που τους κάλυψε, όµως οι ∆ιόσκουροι που εµφανίζονται τον αποτρέπουν.

Είναι – φαίνεσθαι

Στην τραγωδία αυτή παρατηρούμε πως οτιδήποτε νομίζουμε αληθινό, αποδεικνύεται ψέμα, και ό,τι είναι ψέμα μπορεί να είναι η μεγαλύτερη αλήθεια. Ο υπαινιγμός είναι σαφής. Δεν είναι πάντα τα φαινόμενα αυτά που πρέπει να καθορίζουν τη δράση μας, μα η εξέταση τους σε βάθος μέχρι να φανεί η αλήθεια. Αυτό φαίνεται στους στίχους 80-82 με την αντίθεση «όνομα», «σώμα». Συνεπώς, ο άνθρωπος δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο στις αισθήσεις του αλλά και στη νόηση του και πως πρέπει να αναζητάμε την αλήθεια στην ουσία και όχι στην εικόνα των καταστάσεων. Η πλάνη, που ζουν οι άνθρωποι, φαίνεται στην εμφάνιση του Τεύκρου όπου ενισχύεται η βασική ιδέα του Ευριπίδη πως οι Έλληνες πιστεύουν ότι πολεμούν εξαιτίας της άπιστης Ελένης, ενώ στην πραγματικότητα η Ελένη δεν πήγε ποτέ στην Τροία και ο πόλεμος ήταν μάταιος. Μέσα από τα λόγια της Ελένης εξελίσσεται η ιδέα της βασικής αντίθεσης του έργου ανάμεσα στη φαινομενικότητα και την πραγματικότητα. Δύο φορές η Ελένη αναφέρεται στο όνομα της που είναι ντροπιασμένο σε όλη την Ελλάδα και αποτελεί την αιτία συμφορών, σε αντίθεση με την ίδια που παραμένει αγνή, αμόλυντη και πληρώνει χωρίς να φταίει.

Ειδικότερα, στην τραγωδία βρίσκονται αντιμέτωποι ο κόσμος της πραγματικότητας και ο κόσμος της ψευδαίσθησης. Παρατηρούμε όμως ότι ο Μενέλαος μένει προσκολλημένος πεισματικά στο «φαίνεσθαι», παρότι βρίσκεται σε βαθιά σύγχυση από τα λόγια της γερόντισσας. Ο Ευριπίδης οδηγεί τους θεατές να προχωρήσουν σε δικούς τους προβληματισμούς γύρω από αυτή την αντίθεση με τις ρητορικές ερωτήσεις που βάζει στο στόμα του Μενέλαου: «υπάρχει Σπάρτη αλλού…;¨», «Δεύτερη υπάρχει στον κόσμο Λακεδαίμονα;». Άρα υπάρχει το ερώτημα αν τελικά αυτός ο πόλεμος γίνεται για αληθινούς λόγους.

Αριστοτέλης: Πως διατηρούνται οι μοναρχίες

Σε γενικές γραμμές οι μοναρχίες διατηρούνται για λόγους αντίθετους από εκείνους που τις ανατρέπουν, και ανάλογα με τη μορφή της, η βασιλεία επιβιώνει μετριάζοντας την εξουσία της. Γιατί τόσο περισσότερο θα παραμείνει στην εξουσία αμετάβλητη, όσο λιγότερες είναι οι εξουσίες της.

Τότε και οι βασιλείς είναι λιγότερο απολυταρχικοί και πλησιάζουν περισσότερο τους υπηκόους τους, με συνέπεια αυτοί να τους ζηλεύουν λιγότερο. Έτσι διατηρήθηκε για μεγάλο διάστημα η βασιλεία των Μολοσσών, όπως και των Σπαρτιατών, όχι μόνο γιατί η εξουσία μοιράστηκε από την αρχή σε δυο, αλλά και γιατί ο Θεόπομπος μείωσε αργότερα κι άλλο την εξουσία της και με άλλους νόμους και με τη θέσπιση του θεσμού των εφόρων.

Αφαιρώντας λοιπόν δύναμη από τη βασιλεία, παρέτεινε τη διάρκεια της, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι μεγάλωσε τη δύναμή της. Έτσι ακριβώς απάντησε στη γυναίκα του, όταν τον ρώτησε αν ντρέπεται που παραδίνει στους γιους του βασιλεία με λιγότερες εξουσίες απ’ όσες είχε όταν την παρέλαβε απο τον πατέρα του: «ασφαλώς Οι τυραννίδες επιβιώνουν με δυο τελείως αντίθετους τρόπους– ο ένας είναι γνωστός από την παράδοση και μ’ αυτόν κυβερνούν οι περισσότεροι τύραννοι’ λέγεται ότι τα περισσότερα μέτρα τα θεσμοθέτησε ο Περίανδρος ο Κορίνθιος. Πολλά παρόμοια στοιχεία όμως υπάρχουν και στη βασιλεία των Περσών.

Μερικά από εκείνα που χρησιμοποιεί η τυραννίδα για να διατηρηθεί όσο θέλει, τα έχουμε αναφέρει παλιότερα’ δηλαδή τον περιορισμό των πολιτών που υπερέχουν , τον αφανισμό των γενναίων και μεγαλοφρόνων, την κατάργηση των συσσιτίων, των εταιριών, της παιδείας και όλων των σχετικών. Πρέπει ιδιαίτερα να προφυλάγονται από τη γενεσιουργό αιτία δυο παραγόντων” του αδέσμευτου φρονήματος και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Πρέπει ακόμα να μην τους αφήνουν να ιδρύουν φιλοσοφικές σχολές και κάθε άλλο είδος πνευματικού ομίλου. Γενικά οι τύραννοι πρέπει να κάνουν το παν ώστε ο ένας πολίτης να μην ξέρει τον άλλο (γιατί η γνωριμία μεταξύ των ανθρώπων καλλιεργεί την εμπιστοσύνη) οι ξένοι επίσης που ζουν στην πόλη πρέπει να είναι πάντα ορατοί και να μένουν κοντά στις πύλες του παλατιού (επειδή μόνο έτσι δεν μπορούν να κρύβουν τι κάνουν και λίγο-λίγο μαθαίνουν να είναι φρόνιμοι με το να δουλεύουν συνεχώς).

Εκτός από τα παραπάνω μπορούμε να αναφέρουμε και άλλα περσικά και βαρβαρικά μέτρα της τυραννίδας (όλα στοχεύουν σ’ ένα σκοπό) να μην τους διαφεύγει τι λένε και τι κάνουν οι αρχόμενοι και να υπάρχουν κατάσκοποι’ όπως στις Συρακούσες έχουν τις γυναίκες που λέγονται «ποταγωγίδες» και τους ωτακουστές, που έστελνε ο Ιέρων σε όλες τις φιλικές και πολιτικές συγκεντρώσεις (από φόβο για τους ανθρώπους εκείνους οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να εκφραστούν ελεύθερα’ κι αν εκφραστούν ελεύθερα, περνούν λιγότερο απαρατήρητοι).

Άλλη μέθοδος των τυράννων είναι να συκοφαντούν και να προκαλούν φιλονικία μεταξύ φίλων, μεταξύ του λαού και των επιφανών, και μεταξύ των πλουσίων. Μια μέθοδος των τυράννων είναι να φτωχαίνουν τους αρχόμενους επιβάλλοντας φόρους, ώστε οι φρουροί τους να συντηρούνται με δικά τους έξοδα, και για να μη διαθέτουν χρόνο για συνωμοσίες εναντίον τους, αφού για να συντηρήσουν την οικογένεια πρέπει να δουλέψουν. Παράδειγμα οι Πυραμίδες της Αιγύπτου, τα αφιερώματα των Κυψελιδών, ο ναός του Ολύμπιου Δία από τον Πεισίστρατο και τους γιους του στην Αθήνα και τα έργα του Πολυκράτη στη Σάμο (όλα στον ίδιο σκοπό αποβλέπουν, στην απασχόληση και τη φτώχεια των αρχομένων). Άλλο παράδειγμα είναι οι υψηλοί φόροι στις Συρακούσες (την εποχή του Διονυσίου οι πολίτες πλήρωναν σε πέντε χρόνια όλη την περιουσία τους για φόρο).

Ο τύραννος είναι και φιλοπόλεμος, για δυο λόγους· κρατά τους πολίτες απασχολημένους και χρειάζονται κι αρχηγό. Τη βασιλεία τη σώζουν οι πιστοί οπαδοί, ενώ χαρακτηριστικό της τυραννίδας είναι ότι δεν εμπιστεύεται τους φίλους, γιατί ενώ όλοι οι πολίτες επιθυμούν την κατάλυση μόνο αυτοί μπορούν να την πετύχουν. Χαρακτηριστικά της τυραννίας είναι και όσα υπάρχουν στην ακραία-δημοκρατία, όπως η γυναικοκρατία στην οικία, ώστε οι γυναίκες να καταγγέλλουν προς τα έξω τις πράξεις των ανδρών, και η χαλάρωση της πειθαρχίας των δούλων για τον ίδιο λόγο. Γιατί τόσο οι δούλοι όσο και οι γυναίκες ζουν καλά και στα τυραννικά και στα δημοκρατικά πολιτεύματα όπου είναι μονάρχης ο λαός, οπότε όχι μόνο δεν θέλουν την κατάλυση των τυράννων, αλλά και τους υποστηρίζουν. Γι’ αυτό και τα δυο πολιτεύματα ευνοούν τους κόλακες, η δημοκρατία τους δημαγωγούς (αφού είναι κόλακες του λαού) και η τυραννίδα τους δουλοπρεπείς, αφού η δουλοπρέπεια είναι της κολακείας χαρακτηριστικό. Άλλωστε, η τυραννία αγαπά τους πονηρούς, αφού στους τυράννους αρέσει η κολακεία. Τούτο όμως κανένας ελεύθερος στο φρόνημα πολίτης δεν θα το έκανε, αφού οι έντιμοι άνθρωποι γίνονται μόνο φίλοι και ποτέ κόλακες. Και οι πονηροί είναι χρήσιμοι μόνο για τα πονηρά πράγματα, όπως λέει και η παροιμία «το καρφί με το καρφί».

Ένα από τα χαρακτηριστικά του τυράννου είναι ότι δεν χαίρεται ούτε με τη σεμνότητα ούτε με την ελευθερία (γιατί έχει την απαίτηση μόνο ο ίδιος να έχει αυτά τα προσόντα, κι εκείνος που τα διεκδικεί με τη σεμνότητα και την ελευθερία μειώνει την υπεροχή και τη εξουσία του τυράννου” οι τύραννοι λοιπόν μισούν αυτούς τους ανθρώπους, γιατί τους εκμηδενίζουν).

Άλλο χαρακτηριστικό τού τυράννου είναι να τρώει και να βρίσκεται μαζί με ξένους κι όχι με συμπατριώτες του, γιατί νομίζει ότι οι συμπατριώτες είναι εχθροί, ενώ οι ξένοι δεν εποφθαλμιούν την εξουσία του. Τούτα και άλλα παρόμοια είναι τα μέσα των τυράννων για να διατηρήσουν την εξουσία, όλα όμως περιέχουν το στοιχείο της μοχθηρίας. Όλα τούτα μπορούν να συμπεριληφθούν με λίγα λόγια σε τρεις κατηγορίες, αφού η τυραννίδα τρεις στόχους έχει: να εξουδετερώσει το φρόνημα των πολιτών (γιατί οι μικρόψυχοι δεν μπορούν να της αντισταθούν), οι πολίτες να μην εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο (γιατί η τυραννίδα δεν ανατρέπεται πριν δείξουν εμπιστοσύνη οι πολίτες μεταξύ τους, γι’ αυτό οι τύραννοι καταδιώκουν τους ευπρεπείς ως επικίνδυνους για την εξουσία τους, όχι μόνο γιατί δεν ανέχονται τη δεσποτική εξουσία, αλλά και γιατί εμπνέουν εμπιστοσύνη και στους ομοίους τους και στους άλλους και τελικά ούτε τους πρώτους καταγγέλλουν ούτε τους δεύτερους), τρίτος σκοπός είναι η εξασθένηση των πολιτών (γιατί κανείς δεν επιχειρεί άρα ούτε την κατάλυση της τυραννίδας, αφού δεν έχει την απαιτούμενη δύναμη). Αυτοί λοιπόν είναι οι στόχοι των τυράννων και μπορούν να συνοψιστούν σε τρεις κατηγορίες: να καλλιεργούν τη δυσπιστία ανάμεσα στους πολίτες, να τους εξασθενούν και να τους κάνουν μικρόψυχους.

Και τούτη είναι η πρώτη μέθοδος διατήρησης της τυραννίας. Η δεύτερη μέθοδος είναι να εφαρμοστούν προσεκτικά τα αντίθετα μέτρα, μπορούμε δε να τη βρούμε απ’ όσα είπαμε για την κατάλυση των ειδών της βασιλείας.

Όπως υπάρχει τρόπος να φθαρεί η βασιλεία, δηλαδή να γίνει πιο τυραννική, έτσι και η επιβίωση της τυραννίας εξαρτάται από το πώς θα φτάσει στα μέτρα της βασιλείας, διατηρώντας μόνο ένα στοιχείο, δηλαδή το να μπορούν να ασκούν εξουσία όχι μόνο όσοι θέλουν, αλλά κι όσοι δεν θέλουν. Αν το παραμελήσει, τότε παραμελεί και την τυραννία. Βάση και θεμέλιο πρέπει να είναι η δύναμη, ενώ από τα άλλα βασικά καθήκοντα, άλλα πρέπει ο τύραννος να τα εκτελεί κι άλλα να φαίνεται μόνο πως τα εκτελεί, κάνοντας τον βασιλιά. Και πριν απ’ όλα να δείχνει πως ενδιαφέρεται για τα κοινά, και να μην δαπανά σε δωρεές ποσά που να προκαλούν αγανάκτηση στον λαό, όταν βλέπει πως πληρώνει φόρους και αμείβεται με τσιγγουνιά, κι ενώ κοπιάζει σκληρά, δίνουν άφθονα στις εταίρες, στους ξένους και στους καλλιτέχνες. Πρέπει επίσης να λογοδοτεί για τα έσοδα και τα έξοδα, όπως έχουν κάνει ορισμένοι τύραννοι (αφού όταν γίνεται έτσι η διαχείριση του δημόσιου χρήματος ο διαχειριστής είναι περισσότερο οικονόμος και όχι τύραννος- και δεν πρέπει να φοβηθεί ότι κάποτε δεν θα έχει χρήματα, αφού είναι άρχοντας της πόλης. Συμφέρει περισσότερο να στέλνουν οι τύραννοι τα χρήματά τους έξω από την πόλη, παρά να τα κρατούν στην πατρίδα τους.

Γιατί αν τα χρήματα φύγουν από την πόλη, οι σωματοφύλακες θα τους επιτίθενται σπανιότερα, αφού, όταν ταξιδεύουν οι τύραννοι, πιο επίφοβοι είναι οι φρουροί παρά οι πολίτες, γιατί οι πρώτοι, πηγαίνουν μαζί, ενώ οι δεύτεροι μένουν πίσω). Ο τύραννος πρέπει εξάλλου να φαίνεται ότι εισπράττει τους φόρους και τις εισφορές για δημοσιονομικούς λόγους κι αν χρειασθεί να τους χρησιμοποιήσει για πόλεμο, αν προκύψει, και να ενεργεί γενικά ως φύλακας και ταμίας των χρημάτων που ανήκουν στον λαό και όχι στον ίδιο. Η όψη του πρέπει να προκαλεί όχι φόβο, αλλά σεβασμό, έτσι αυτοί που τον βλέπουν να μην τον φοβούνται, αλλά να τον σέβονται. Πάντως δεν είναι εύκολο να το πετύχει, γιατί αξίζει την καταφρόνια. Κι αν ακόμα δεν ενδιαφέρεται για τις άλλες αρετές, πρέπει να φροντίζει για την πολεμική αρετή, ώστε οι αρχόμενοι να νομίζουν ότι την έχει. Και όχι μόνο ο ίδιος να μη συμπεριφέρεται προσβλητικά σε αρχόμενους, νεαρό ή νεαρή, αλλά ούτε κανένας δικός του. Και οι γυναίκες όμως των τυράννων πρέπει να φέρονται καλά στις άλλες γυναίκες, γιατί από την αλαζονεία των γυναικών έχουν καταλυθεί πολλές τυραννίδες.

Αναφορικά με τις σωματικές απολαύσεις, πρέπει να κάνουν το αντίθετο από τους σημερινούς τυράννους (αυτοί όχι μόνο αρχίζουν τα όργια από το ξημέρωμα και τα συνεχίζουν πολλές μέρες, αλλά επιδεικνύονται στους άλλους για να τους θαυμάσουν για την ευδαιμονία και την ευτυχία τους). Αρα πρέπει να ακολουθούν το μέτρο, αλλιώς να φροντίζουν ώστε να μη γίνονται αντιληπτοί (αφού ο νηφάλιος ούτε επιθέσεις δέχεται εύκολα, ούτε εύκολα νικιέται ως εχθρός, ενώ ο μεθυσμένος δεν μπορεί να μείνει ξύπνιος και τον παίρνει ο ύπνος εύκολα). Ο τύραννος λοιπόν πρέπει να κάνει όλα τα αντίθετα απ’ όσα είπαμε ότι συνέβαιναν τα χρόνια τα παλιά (δηλαδή να φροντίζει για την κατασκευή δημόσιων κτιρίων και τη διακόσμηση της πόλης, επιστατώντας στην εργασία όχι ως τύραννος, αλλά σαν επίτροπος). Πρέπει επίσης να δείχνει ότι εκτελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα (γιατί οι πολίτες νομίζουν ότι οι φιλόθρησκοι τείνουν λιγότερο προς την παρανομία, αφού πιστεύουν πως φοβούνται και σέβονται τους θεούς· άρα επιδιώκουν λιγότερο το κακό του τυράννου, όταν πιστεύουν πως έχει τους θεούς στο πλευρό του). Η ευλάβεια όμως δεν πρέπει να καταντά θρησκοληψία.

Ο τύραννος πρέπει να τιμά όσους διακρίνονται, με τρόπο που να τους κάνει να πιστέψουν ότι δεν γίνεται να τιμηθούν περισσότερο από τους συμπατριώτες τους, αν είχαν αυτόνομο πολίτευμα. Παρόμοιες τιμές πρέπει να τις δίνει ο ίδιος, τις ποινές όμως να τις επιβάλλουν οι άλλοι άρχοντες και τα δικαστήρια. Η μοναρχία έχει μια μόνο προφύλαξη, να μη δίνει δηλαδή σ’ ένα άτομο μεγάλη εξουσία, αλλά να είναι περισσότεροι όσοι τυχόν αποκτήσουν μεγάλη εξουσία (γιατί ο ένας θα επιβλέπει τον άλλο). Αν όμως χρειαστεί να δώσει σε κάποιον μεγάλη δύναμη, τότε να προσέξει ώστε να μην είναι από χαρακτήρα θρασύς (επειδή όσοι έχουν τέτοιο χαρακτήρα είναι πολύ επιθετικοί στις ενέργειές τους). Όταν όμως αποφασίσει να εξουδετερώσει κάποιον με τόσο μεγάλη δύναμη, πρέπει να προχωρήσει σταδιακά και να μην του αφαιρέσει μονομιάς όλη την εξουσία. Ακόμα πρέπει να αποφεύγει οποιαδήποτε προσβολή εναντίον υπηκόων και να αποφεύγει ιδιαίτερα δυο πράγματα: να μην επιβάλλει ο ίδιος σοβαρή σωματική ποινή και να μην ασκεί ερωτική βία στους νέους. Και τούτο τον σεβασμό στη συμπεριφορά πρέπει να τον τηρεί απέναντι στους φιλότιμους πολίτες, γιατί μόνο οι πλεονέκτες δυσανασχετούν για την αδιαφορία του γύρω από τη δημόσια οικονομία, ενώ για την προσβολή της τιμής τους δυσανασχετούν μόνο οι φιλότιμοι και οι αξιοπρεπείς. Έτσι είτε δεν πρέπει να μετέρχεται παρόμοιες μεθόδους είτε να φαίνεται ότι επιβάλλει τις σωματικές ποινές από πατρική φροντίδα και όχι αδιάφορα. Και να δείχνει πως δημιουργεί ερωτικούς δεσμούς με τους νέους από αγάπη και όχι από κατάχρηση εξουσίας.

Νέα ανακάλυψη: Μια αδρανή μαύρη τρύπα – Έννέα φορές πιο μεγάλη από τον Ήλιο

Μια αδρανής μαύρη τρύπα, τουλάχιστον εννέα φορές πιο μεγάλη από τη μάζα του Ήλιου, ανακαλύφθηκε μόλις 160.000 έτη φωτός μακριά από τη Γη, σε τροχιά γύρω από ένα αστέρι.

Μια ομάδα ερευνητών – γνωστή ως «αστυνομία της μαύρης τρύπας» έχοντας απομυθοποιήσει το πόσο συχνά ακούμε για ανακαλύψεις γύρω από αυτές – έψαξε σχεδόν 1.000 αστέρια του νεφελώματος Ταράντουλα στον αστερισμό Ντοράντο πριν το εντοπίσει.

Ισχυρίζονται ότι αυτή είναι η πρώτη αδρανής μαύρη τρύπα «αστρικής μάζας» που έχει εντοπιστεί έξω από τον Γαλαξία μας.

Οι μαύρες τρύπες αστρικής μάζας σχηματίζονται όταν τα τεράστια αστέρια φτάνουν στο τέλος της ζωής τους και καταρρέουν υπό τη δική τους βαρύτητα.

Η μαύρη τρύπα θεωρείται «αδρανής» εάν δεν καταβροχθίζει ενεργά την ύλη και, ως αποτέλεσμα, δεν εκπέμπει φως ή άλλη ακτινοβολία.

Η ανακάλυψη έχει παρομοιαστεί με την εύρεση «βελόνας σε άχυρα», καθώς οι αδρανείς μαύρες τρύπες είναι γνωστό ότι είναι δύσκολο να εντοπιστούν επειδή δεν αλληλοεπιδρούν με το περιβάλλον τους.

Στον εφιαλτικό κόσμο του homo δήθεν-sapiens

«Ουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει…» -Αριστοτέλης

«Η Ιστορία είναι ένας εφιάλτης από τον οποίο προσπαθώ να ξυπνήσω…» -Τζέημς Τζόυς

Κι ενώ από όλους τους διάφορους κλάδους της Κοινωνιολογίας ο πλέον αξιόλογος είναι η Κοινωνιοβιολογία, γρήγορα την εξαφάνισε από το προσκήνιο ο χριστιανογενής διαφωτιστικός ανθρωπισμός που έχει επικρατήσει τα τελευταία τριακόσια χρόνια: «όχι, ο άνθρωπος δεν είναι άλλο ένα ζώο» (και μάλιστα το χειρότερο)! Ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη: λευκοί, μαύροι, κίτρινοι, κόκκινοι, είμαστε όλοι υποείδη του homo sapiens. Μέσα σε χρονικό διάστημα μόλις 70.000 χρόνων το ελάχιστα ανεκτικό και άκρως φονικό, όπως αποδείχτηκε, αυτό είδος homo εξαφάνισε όλους τους άλλους, μεγάλο μέρος της χλωρίδας και της πανίδας, έχει ως κύρια ασχολία του τον πόλεμο και την καταστροφή, είναι το μόνο είδος που βασανίζει και σκοτώνει ενδοοικογενειακά (τον/την σύντροφο, τα παιδιά του), που έχει εξαπλάσιο ποσοστό βίαιων θανάτων (εκτός πολέμων) από τα άλλα θηλαστικά, που διασκεδάζει με θεάματα βίας και θανάτου, με ανταγωνιστικά και συγκρουσιακά, «σπορ», που επιδίδεται σε φρικτές γενοκτονίες κι αποτρόπαια εγκλήματα. Αν έπρεπε να τον περιγράψουμε με μια μόνο λέξη, αυτή θα ήταν σίγουρα η «βία»…

Και κάποιοι αφελείς συνεχίζουν να πιστεύουν στην κατά βάθος καλή του φύση, να αποδίδουν τα αρνητικά είτε στην κοινωνία που διαφθείρει (ποιος διέφθειρε άραγε τους πρώτους διαφθορείς, Ζαν-Ζακ Ρουσσώ;), είτε στα διάφορα οικονομικο-κοινωνικά συστήματα (φταίει πάντα ο άνθρωπος και χτυπάμε τον καπιταλισμό, Καρλ Μαρξ;).

Τα σοβαρότερα προβλήματα του homo sapiens πηγάζουν από την αυτοϋπερεκτίμησή του, από την αδυναμία του να δεχτεί ότι, παρά τα θαυμαστά τεχνολογικά και πολιτιστικά του επιτεύγματα έχει εξελιχτεί ελάχιστα πνευματικά, ότι κατά βάθος παραμένει ένας αιμοσταγής βάρβαρος, ότι τα βασικά φονικά και καταστροφικά του ένστικτα διατηρούνται ανέπαφα και απλώς περιμένουν την κατάλληλη αφορμή για να εκδηλωθούν αιματηρά…

Να η κοινή βιολογική βάση των ανθρώπων, με τα υπόλοιπα έμβια όντα, η οποία όμως στην περίπτωσή του εκδηλώνεται συχνά με απείρως μεγαλύτερη ένταση.

1) Ο φόβος για το ξένο, το διαφορετικό. Αυτός ο φόβος υπάρχει σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο. Το ξένο, το διαφορετικό εκλαμβάνεται ως πιθανή απειλή κι αντιμετωπίζεται ανάλογα, με επιφύλαξη, επιθετικότητα, συχνά και θανάτωση. Αυτή η αντιμετώπιση υπάρχει και προς τα διαφορετικά άτομα στο εσωτερικό του κάθε είδους που ζει σε ομάδες (αναπηρίες, δυσμορφίες, διαφορετικός χρωματισμός, κλπ.). Σε αυτή την περίπτωση οι βιολόγοι το αποδίδουν στην ενστικτώδη και ασυνείδητη αντίδραση των υγιών και φυσιολογικών εκπροσώπων του είδους, έτσι ώστε αυτό να διατηρήσει τη γονιδιακή καθαρότητα του. Εδώ έχουν τη βάση τους φαινόμενα όπως η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, η μισαλλοδοξία.

2) Η εδαφική κυριαρχία. Όλα τα έμβια όντα, μονήρη και αγελαία, έχουν την αίσθηση του ζωτικού χώρου, της εδαφικής κυριαρχίας, και μάχονται γι’ αυτήν ενάντια σε κάθε εισβολέα. Όποτε όταν το απαιτήσει η επιβίωσή τους, θα επιχειρήσουν επέκταση του χώρου αυτού εις βάρος άλλων αγελών και ειδών. Αυτή η μορφή «ιμπεριαλισμού» είναι διάχυτη στη Φύση, οτιδήποτε μπορεί να επεκταθεί, επεκτείνεται – συνήθως εις βάρος άλλων. Επομένως, όταν καταγγέλλουμε τον ανθρώπινο ιμπεριαλισμό ξεχνάμε ότι αυτό το φαινόμενο είναι πανταχού παρόν στη Φύση. Παράλληλα, είναι εξ ίσου φυσιολογικό το κάθε ζώο, η κάθε αγέλη να υπερασπίζονται τον ζωτικό τους χώρο εναντίον ξένων μεμονωμένων ατόμων ή αγελών που επιχειρούν να εισβάλλουν εντός του – π.χ. η αυξανόμενη αντίδραση των λαών των χωρών της Δύσης στην πλημμυρίδα προσφύγων και μεταναστών και η μοιραία άνοδος της ακροδεξιάς.

3) Η ιεραρχία της αγέλης. Σε κάθε είδος που ζει σε ομάδες δημιουργείται μια ιεραρχία με το κυρίαρχο αρσενικό ή τα κυρίαρχα αρσενικά (με κάποιες εξαιρέσεις – π.χ. μητριαρχία των υαινών) να επιβάλλονται στα υπόλοιπα, με σκοπό την εξασφάλιση πρόσβασης στα θηλυκά και τη διαιώνιση των γονιδίων τους. Η μόνη διαφορά στην ανθρώπινη αγέλη είναι ότι ο πανάρχαιος θεσμός του γάμου εξασφαλίζει τη διαιώνιση των γονιδίων σχεδόν όλων των αρσενικών και η επιβολή των κυρίαρχων αρσενικών είναι οικονομικό-κοινωνικό-πολιτικής φύσεως, με όλα τα αρνητικά που αυτό συνεπάγεται.

4) Λεηλασία πόρων-υποδούλωση-εκμετάλλευση. Στη Φύση το τρίπτυχο «λεηλασία πόρων-υποδούλωση-εκμετάλλευση» περιορίζεται σε ένα απειροελάχιστο ποσοστό των έμβιων όντων, συγκεκριμένα σε κάποια είδη εντόμων που ζουν σε οργανωμένες κοινωνίες (μυρμήγκια, σφήκες, κ.ά). Στον sapiens αποτελεί πάγια οικουμενική και διαχρονική πρακτική από τότε που υπάρχει η καταγραμμένη ιστορία του: η πιο εύκολη μέθοδος επιβίωσης ήταν ο σφαγιασμός ξένων φυλών/λαών και η λεηλασία των αγαθών τους. Στη δήθεν πολιτισμένη πρόσφατη περίοδο της ιστορίας μας έχει πάρει απλώς άλλες μορφές, πιο εκλεπτυσμένες και συγκαλυμμένες.

Η πεποίθηση, λοιπόν, ότι ο δήθεν «πολιτισμός» (στη κορύφωσή του, στον 20ο αιώνα, είχαμε δύο φρικτούς πολύνεκρους παγκόσμιους πολέμους, τα βιομηχανικά στρατόπεδα θανάτου των ναζί, τις κομμουνιστικές εκατόμβες και τα γκούλαγκ στο όνομα «μιας καλύτερης κοινωνίας»), οι διάφορες χριστιανογενείς θεωρίες και τα ευχολόγια του τύπου «όλοι αδέρφια είμαστε», «όλοι είμαστε ίσοι» (απέναντι στον Θεό), «αγάπα τον πλησίον σου ως σ’ εαυτόν», «αν έχεις δύο χιτώνες να δίνεις τον έναν», κλπ., (Διαφωτισμός και μετέπειτα ποικίλοι αναρχοαριστεροί «ανθρωπισμοί») μπορούν να αποτελέσουν αποτελεσματικό ανάχωμα απέναντι σε όλα αυτά τα πανάρχαια και πανίσχυρα ένστικτα, αποτελεί καθαρή ανθρώπινη παράνοια – αυτό που η Ψυχολογία ονομάζει «σύνδρομο αποφυγής της πραγματικότητας».

Τρανή απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι όλες οι προσπάθειες καλυτέρευσης της ανθρώπινης κοινωνίας (διάφορες «προοδευτικές» επαναστάσεις, κομμουνιστικά πειράματα, κλπ.) κατέληξαν σε περαιτέρω χειροτέρευση της. Αυτό που είπε, πολύ σωστά, ο Αλέξις ντε Τοκβίλ για τους Γάλλους, ότι «κάνουν επαναστάσεις επειδή δεν μπορούν να κάνουν μεταρρυθμίσεις», ισχύει για όλους τους λαούς (προφανώς επειδή οι επαναστάσεις είναι πολύ πιο κοντά στη βίαιη φύση του sapiens). Ας περιοριστούμε λοιπόν στο εφικτό, σε συνεχείς διορθωτικές μεταρρυθμίσεις των κοινωνιών, αντί των συνολικών δήθεν προοδευτικών επαναστατικών κατεδαφίσεων στο όνομα του ανέφικτου. Ούτως ή άλλως, δυστυχώς, «η μεγάλη παγκόσμια οικογένεια των ανθρώπων αποτελεί μια ουτοπία αντάξια και της πιο μέτριας λογικής». (Λωτρεαμόν)…

Επίλογος.

Είναι τουλάχιστον ακατανόητη, αν όχι αστεία, η εμμονή ορισμένων να κάνουν μάταιες και ευχολογικές ασκήσεις επί χάρτου για «ιδανικές κοινωνίες» χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν την αληθινή φύση του ανθρώπου, χωρίς να έχουν ιδέες και προτάσεις σε κάποια βασικά καθημερινά πράγματα που πρέπει να αλλάξουν, πρώτα απ’ όλα…

– Να διδάσκεται στα παιδιά ότι ο homo sapiens είναι το πιο παράλογο και φονικό είδος που πέρασε από τον πλανήτη: αφού πρώτα εξαφάνισε τα 4-5 άλλα είδη homo που συνυπήρχαν μαζί του, στη συνέχεια ολόκληρη η ιστορία ήταν (και παραμένει) μια σειρά φονικών πολέμων, γενοκτονιών, και πάσης φύσεως φρικαλεοτήτων και καταστροφών…

– Να διδάσκεται επίσης ότι αγαπημένη διασκέδαση του sapiens (δυστυχώς) ήταν και είναι η βία. Το μνημείο της ανθρώπινης βαρβαρότητας που λέγεται Κολοσσιαίο υπήρξε, επί τρεις αιώνες, μια τεράστια σκηνή βασανιστηρίων ανθρώπων και ζώων τα οποία απόλαυσαν σαδιστικά εκατομμύρια Ρωμαίοι πολίτες. Να σταματήσει η ηρωοποίηση και ο θαυμασμός των σφαγέων που έχει ως πρότυπο κάθε λαός, επειδή απλώς κατέσφαξαν και καθυπόταξαν άλλους λαούς…

– Ακόμη και σήμερα γίνονται αποδεκτά πράγματα που δεν βοηθάνε καθόλου τον sapiens να αποκοπεί από τη βάρβαρη φύση του και το εγκληματικό παρελθόν του, αντιθέτως, του την υπενθυμίζουν συνεχώς. Σε κοινωνίες αφθονίας όπου δεν υπάρχει θέμα επιβίωσης, επιτρέπεται η βάρβαρη δραστηριότητα που λέγεται «κυνήγι», η οποία μάλιστα χαρακτηρίζεται «σπορ».

Γίνονται αποδεκτά βίαια θεάματα, με τα οποία συνεχίζει να διασκεδάζει ο sapiens, παρά τον δήθεν «εκπολιτισμό» του: μονομαχίες ζώων και ανθρώπων-ζώων (ταυρομαχίες, κυνομαχίες, κοκορομαχίες, φιδομανγκουστομαχίες), βασανισμοί ζώων (ροντέο, τσίρκο, βίαια έθιμα), βίαια σπορ (μποξ, πάλη, κατς, κικ-μπόξινγκ, ράγκμπυ, αμερικανικό ποδόσφαιρο), ανταγωνιστικά ατομικά σπορ που προάγουν τη λατρεία του πρώτου (αγωνίσματα στίβου) και ήπια ομαδικά που κατευθύνουν στον οπαδισμό και στο μίσος των αντίπαλων ομάδων (ποδόσφαιρο, μπάσκετ), βίαιες και αρρωστημένες κινηματογραφικές ταινίες (πολεμικές, καταστροφής, θρίλερ, σπλάτερ), βιντεοπαιχνίδια στα οποία ο παίκτης σκοτώνει τους αντιπάλους του σαν τις μύγες…

Για όσον καιρό δεν θα γίνεται κάποια προσπάθεια προς αυτή την ουσιαστική κατεύθυνση συνειδητοποίησης της αληθινής μας φύσης (και πάλι φυσικά χωρίς καμία εγγύηση αποτελεσμάτων) δεν πρόκειται να δούμε απολύτως καμία αλλαγή στον εφιαλτικό κόσμο του homo δήθεν-sapiens…

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΡΕΣΒΕΙΑΣ

ΔΗΜ 19.337–340

Το ακροατήριο δεν πρέπει να παρασυρθεί από την όποια υποκριτική ή ρητορική ικανότητα του Αισχίνη

Στο υπόλοιπο τμήμα του λόγου ο ρήτορας επέμεινε στην επιχειρηματολογία που είχε ήδη αναπτύξει (βλ. σχετικά και ΔΗΜ 19.64–66), δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Αισχίνη. Πριν από τον ἐπίλογον (19.341–343) απευθύνεται στο ακροατήριο.

[337] Καίτοι καὶ περὶ τῆς φωνῆς ἴσως εἰπεῖν ἀνάγκη· πάνυ γὰρ
μέγα καὶ ἐπὶ ταύτῃ φρονεῖν αὐτὸν ἀκούω, ὡς καθυποκρινού-
μενον ὑμᾶς. ἐμοὶ δὲ δοκεῖτ’ ἀτοπώτατον ἁπάντων ἂν ποιῆσαι,
εἰ, ὅτε μὲν τὰ Θυέστου καὶ τῶν ἐπὶ Τροίᾳ κάκ’ ἠγωνίζετο,
ἐξεβάλλετ’ αὐτὸν καὶ ἐξεσυρίττετ’ ἐκ τῶν θεάτρων καὶ μόνον
οὐ κατελεύεθ’ οὕτως ὥστε τελευτῶντα τοῦ τριταγωνιστεῖν
ἀποστῆναι, ἐπειδὴ δ’ οὐκ ἐπὶ τῆς σκηνῆς, ἀλλ’ ἐν τοῖς κοινοῖς
καὶ μεγίστοις τῆς πόλεως πράγμασι μυρί’ εἴργασται κακά,
τηνικαῦθ’ ὡς καλὸν φθεγγομένῳ προσέχοιτε. [338] μηδαμῶς·
μηδὲν ὑμεῖς ἀβέλτερον πάθητε, ἀλλὰ λογίζεσθ’ ὅτι δεῖ
κήρυκα μὲν ἂν δοκιμάζητε, εὔφωνον σκοπεῖν, πρεσβευτὴν δὲ
καὶ τῶν κοινῶν ἀξιοῦντά τι πράττειν δίκαιον καὶ φρόνημ’
ἔχονθ’ ὑπὲρ μὲν ὑμῶν μέγα, πρὸς δ’ ὑμᾶς ἴσον, ὥσπερ ἐγὼ
Φίλιππον μὲν οὐκ ἐθαύμασα, τοὺς δ’ αἰχμαλώτους ἐθαύμασα,
ἔσωσα, οὐδὲν ὑπεστειλάμην. οὗτος δ’ ἐκείνου μὲν προὐ-
καλινδεῖτο, τοὺς παιᾶνας ᾖδεν, ὑμῶν δ’ ὑπερορᾷ. [339] ἔτι τοίνυν
ὅταν μὲν ἴδητε δεινότητ’ ἢ εὐφωνίαν ἤ τι τῶν ἄλλων τῶν
τοιούτων ἀγαθῶν ἐπὶ χρηστοῦ καὶ φιλοτίμου γεγενημένον
ἀνθρώπου, συγχαίρειν καὶ συνασκεῖν πάντας δεῖ· κοινὸν γὰρ
ὑμῖν πᾶσι τοῖς ἄλλοις τοῦτ’ ἀγαθὸν γίγνεται· ὅταν δ’ ἐπὶ
δωροδόκου καὶ πονηροῦ καὶ παντὸς ἥττονος λήμματος, ἀπο-
κλείειν καὶ πικρῶς καὶ ἐναντίως ἀκούειν, ὡς πονηρία δυνά-
μεως δόξαν εὑρομένη παρ’ ὑμῶν ἐπὶ τὴν πόλιν ἐστίν. [340] ὁρᾶτε
δ’, ἀφ’ ὧν οὗτος εὐδοκιμεῖ πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε
πράγματα. αἱ μὲν τοίνυν ἄλλαι δυνάμεις ἐπιεικῶς εἰσιν
αὐτάρκεις, ἡ δὲ τοῦ λέγειν, ἂν τὰ παρ’ ὑμῶν τῶν ἀκουόντων
ἀντιστῇ, διακόπτεται. οὕτως οὖν ἀκούετε τούτου ὡς πονηροῦ
καὶ δωροδόκου καὶ οὐδ’ ὁτιοῦν ἐροῦντος ἀληθές.

***
[337] Και όμως και περί της φωνής του είναι ανάγκη να ομιλήσωμεν· διότι μανθάνω, ότι υπερηφανεύεται πολύ δι' αυτήν και νομίζει, ότι θα σας κερδίση με την υποκριτικήν του τέχνην. Εγώ δε νομίζω, ότι θα εκάμνατε το πλέον άτοπον πράγμα, εάν, ότε μεν ως υποκριτής παρίστανε τας δυστυχίας του Θυέστου και τας συμφοράς της Τροίας, τον εδιώχνατε από τα θέατρα με τα σφυρίγματά σας και μόνον που δεν τον ελιθοβολούσατε, ώστε τελευταίον κατήντησε να παραιτηθή του ρόλου του τριταγωνιστού, τώρα δε που κατά την διαχείρισιν των μεγίστων συμφερόντων της πόλεως μεγίστας συμφοράς επροξένησεν εις αυτήν, τον προσέχετε, διότι ομιλεί ωραία. [338] Μη τον προσέξετε διόλου. Μακράν από σας τόσον ανόητοι εντυπώσεις· αλλά σκέπτεσθε, ότι, όταν δοκιμάζετε ένα κήρυκα, πρέπει να προσέχετε, αν έχη καλήν φωνήν, όταν δε δοκιμάζετε ένα πρεσβευτήν, ή ένα που φιλοδοξεί να διοικήση την πόλιν, αν είναι δίκαιος, αν έχη υπερηφάνειαν ψυχής, όταν ενεργή διά λογαριασμόν σας, και αν εμπνέεται από αγάπην προς την ισότητα αναμεταξύ σας· εγώ παραδείγματος χάριν τον Φίλιππον μεν δεν εθαύμασα, ετίμησα όμως τους αιχμαλώτους, τους έσωσα, δεν εφοβήθην διόλου. Ούτος δε έπιπτε μεν εις τους πόδας εκείνου και ύμνει τας νίκας του, σας δε σας επεριφρονούσε. [339] Προσέτι δε, όταν μεν ιδήτε ρητορικήν δεινότητα ή καλήν φωνήν ή κάποιο άλλο από τα παρόμοια αγαθά να υπάρχη εις άνθρωπον χρηστόν και φιλόδοξον, πρέπει όλοι να ευχαριστήσθε δι' αυτό και να του δίδετε θάρρος να εκδηλωθή· διότι το αγαθόν τούτο γίνεται κοινόν αγαθόν δι' όλους τους άλλους· όταν δε ιδήτε να υπάρχη αυτό εις άνθρωπον δεχόμενον δώρα και πονηρόν και κατώτερον παντός κέρδους, μη δίδετε αφορμήν εις αυτό να εκδηλωθή και ακούετε με μίσος και οργήν εκείνον που έχει αυτό, διότι, όταν η πονηρία αποκτήση φήμην διά την δύναμίν της, είναι επιζήμιος εις την πόλιν. [340] Προσέξτε δε πόσον μεγάλαι συμφοραί έχουν περικυκλώσει την πόλιν εξ αιτίας εκείνων, διά τα οποία ο Αισχύνης αποκτά υπόληψιν. Αι μεν άλλαι δυνάμεις δεν έχουν καθόλου ανάγκην ξένης βοηθείας, η ρητορική όμως δεινότης, αν σεις οι ακούοντες αντισταθήτε εις τον ρήτορα, χάνει αμέσως την δύναμιν αυτής. Ακούετε λοιπόν τον κατηγορούμενον ως άνθρωπον πονηρόν και δεχόμενον δώρα και μέλλοντα να μη είπη καμμίαν αλήθειαν.