Ας ξαναθυμηθούμε την κοινή
Στα προηγούμενα κεφάλαια παρακολουθήσαμε την ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας μέχρι τη δημιουργία της κοινής. Η κοινή ήταν, όπως δηλώνει και η ίδια η λέξη, το κοινό γλωσσικό εργαλείο που δημιουργείται ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ. με βάση τη διάλεκτο της ισχυρότερης πόλης-κράτους, της Αθήνας, και κυριαρχεί σε όλο τον ελληνικό κόσμο και στη συνέχεια, με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, σε όλο το τεράστιο γεωγραφικό εύρος της ελληνικής κυριαρχίας και επιρροής που άνοιξαν οι κατακτήσεις αυτές. Στην κοινή γράφτηκαν τα Ευαγγέλια, όπως τα ακούμε και σήμερα στην εκκλησία, και αυτή τη μορφή γλώσσας μίλησαν αλλόγλωσσοι που είτε έγιναν δίγλωσσοι είτε εγκατέλειψαν τη μητρική τους γλώσσα για να γίνουν ελληνόφωνοι. Η κυριαρχία της κοινής οδήγησε σιγά σιγά τις αρχαίες διαλέκτους σε εξαφάνιση με τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους, βασικά, λόγους που αργότερα, τον 19ο αιώνα, η δημιουργία μιας νέας κοινής, της κοινής νέας ελληνικής που μιλάμε σήμερα, θα αρχίσει να οδηγεί προς την εξαφάνισή τους τις νεότερες διαλέκτους που γεννήθηκαν από τη διάσπαση της παλιάς κοινής της ελληνιστικής εποχής.
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (βυζαντινή περίοδος)
Στην περίοδο που ακολουθεί οι τύχες της ελληνικής γλώσσας συνδέονται με τη δημιουργία της Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορίας. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Βυζαντινή) γεννιέται με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (στη θέση μιας αρχαίας αποικίας των Μεγαρέων που ονομαζόταν Βυζάντιο) γύρω στα 330 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο, αυτοκράτορα του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Γι' αυτό και η Κωνσταντινούπολη παίρνει το όνομα «Νέα Ρώμη». Μέχρι σήμερα ολόκληρος ο τίτλος του Πατριάρχη που έχει την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη είναι «Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης». Ο Κωνσταντίνος θα αναγνωρίσει τη χριστιανική θρησκεία, που έως τότε καταδιωκόταν, και γι' αυτό θα πάρει τον τίτλο του «Μεγάλου»: "Μέγας Κωνσταντίνος".
Παλιά και Νέα Ρώμη: ελληνική και λατινική
Η διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Ανατολική (με έδρα την Κωνσταντινούπολη, τη «νέα» Ρώμη) και σε Δυτική (με έδρα την «παλιά» Ρώμη) είχε σημαντικές συνέπειες τόσο για την αρχαία ελληνική γλώσσα όσο και για τη λατινική, τη γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Καθώς η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (αυτή που θα εξελιχθεί σε Βυζαντινή Αυτοκρατορία) απλώνεται σε μια γεωγραφική έκταση όπου κυριαρχεί η ελληνική γλώσσα, σύντομα θα εγκαταλείψει ως επίσημο εργαλείο της διοίκησης τη λατινική γλώσσα και θα χρησιμοποιήσει την ελληνική. Η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα παραμείνει λατινόφωνη, και λατινόφωνη θα είναι και η Δυτική (καθολική) Εκκλησία με αρχηγό της τον Πάπα, που εδρεύει στη Ρώμη. Αλλά η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, σε αντίθεση με την Ανατολική (τη Βυζαντινή), δεν θα «κρατήσει» πολύ. Τον 5ο αιώνα μ.Χ. επιδρομές από τον βορρά διαλύουν τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε αντίθεση με την Ανατολική Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, που θα επιζήσει μέχρι το 1453, χρονιά της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Γλώσσα και ιστορία: οι τύχες της ελληνικής και της λατινικής· γλώσσα και διάλεκτος
Ποιες ήταν οι γλωσσικές συνέπειες αυτών των διαφορετικών ιστορικών εξελίξεων;
Η διάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που εκτεινόταν σε όλη τη δυτική Μεσόγειο αλλά και στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, σημαίνει ότι η λατινική γλώσσα παύει πλέον να είναι το όργανο μιας κεντρικής αυτοκρατορικής διοίκησης. Θα εξακολουθήσει να είναι η εκκλησιαστική γλώσσα και για πολλούς αιώνες, όπως είδαμε, η γλώσσα της επιστήμης στη Δυτική Ευρώπη. Καθώς τη θέση της ενιαίας Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παίρνουν πολλά μικρά και μεγάλα βασίλεια στη νότια, δυτική και κεντρική Ευρώπη, η λατινική γλώσσα, που δεν είναι πια η γλώσσα της κεντρικής αυτοκρατορικής εξουσίας, «αφήνεται στην τύχη της»: η «μείξη» της με γλώσσες των νέων αυτών κρατών, που παίρνουν τη θέση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, θα δημιουργήσει μια σειρά νέων γλωσσών που «κατάγονται» από τη λατινική: ιταλικά, ισπανικά, γαλλικά, πορτογαλικά, ρουμανικά. Αυτές οι γλώσσες λέγονται νεολατινικές ή λατινογενείς. Μια τέτοια λατινογενής γλώσσα είναι και τα βλάχικα, που μιλιούνται στην Ελλάδα.
Αλλά γιατί μιλάμε για γλώσσες (νεολατινικές/λατινογενείς) και όχι για διαλέκτους της λατινικής; Επειδή η δημιουργία νέων βασιλείων και κρατών στη θέση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δημιούργησε μια νέα γλωσσική συνείδηση: οι ομιλητές δεν θεωρούσαν ότι η λατινογενής γλώσσα που μιλούσαν ήταν η λατινική της αυτοκρατορίας ή, καλύτερα, μια διάλεκτος αυτής της λατινικής. Θεωρούσαν ότι ήταν η γλώσσα του βασιλείου τους: ιταλική, ισπανική, γαλλική, πορτογαλική.
Δυο σύγχρονα παραδείγματα: Νορβηγοί, Δανοί - Κύπριοι
Για να γίνει κατανοητό αυτό το ζήτημα, ας δούμε κάποια σύγχρονα παραδείγματα. Οι Νορβηγοί και οι Δανοί μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους αλλά δεν αισθάνονται ότι μιλούν διαλέκτους της ίδιας γλώσσας - αισθάνονται ότι μιλούν διαφορετικές γλώσσες. Γιατί συμβαίνει αυτό; Απλά γιατί η γλωσσική τους συνείδηση καθορίζεται από το γεγονός ότι «ανήκουν» σε διαφορετικά κράτη που το καθένα έχει ή, καλύτερα, πρέπει να έχει τη δική τους γλώσσα.
Το αντίθετο παράδειγμα είναι η περίπτωση της Κύπρου. Η Κύπρος είναι ένα ανεξάρτητο κράτος. Αλλά, σε αντίθεση με τους Νορβηγούς και τους Δανούς, οι Κύπριοι θεωρούν ότι μιλούν μια διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας και όχι μια ξεχωριστή γλώσσα, την κυπριακή. Η γλωσσική συνείδηση των Κυπρίων δεν καθορίζεται, όπως στην περίπτωση των Νορβηγών και των Δανών, από την ξεχωριστή κρατική τους υπόσταση αλλά από την αίσθηση ότι αποτελούν μέρος του ελληνικού έθνους. Αυτή η αίσθηση, σε αντίθεση με τους Νορβηγούς και τους Δανούς, που δεν «αισθάνονται» να ανήκουν σε ένα σκανδιναβικό έθνος, είναι που κάνει τους Κυπρίους να θεωρούν τη γλωσσική μορφή που χρησιμοποιούν διάλεκτο της ελληνικής και όχι ελληνογενή (ελληνικής καταγωγής) γλώσσα. Και γι' αυτό χρησιμοποιούν στη διοίκηση και στην εκπαίδευση την κοινή νέα ελληνική και όχι την κυπριακή διάλεκτο.
Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι η διάκριση γλώσσας και διαλέκτου καθορίζεται από τις περιπέτειες της ιστορίας και από τα αισθήματα για τη γλώσσα που δημιουργούν αυτές οι περιπέτειες.
Βυζάντιο: η συνέχεια με το παρελθόν
Μπορούμε να ξαναγυρίσουμε στο Βυζάντιο, την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση με τη λατινική, συνεχίζει την πορεία της ως γλωσσικό όργανο μιας μεγάλης ελληνόφωνης αυτοκρατορίας. Γι' αυτό δεν υπάρχουν οι ιστορικοί όροι της διάσπασης που χαρακτηρίζουν την ιστορία της λατινικής μετά την πρώιμη διάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, ο ρόλος της ελληνικής γλώσσας ως γλωσσικού οργάνου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υποστηρίχτηκε από ισχυρά αισθήματα συνέχειας με το παρελθόν. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σε ολόκληρη την ιστορική της διαδρομή, θα ακολουθήσει στις επίσημες μορφές λόγου (διοίκηση, εκπαίδευση, γραμματεία - δηλαδή συγγράμματα φιλοσοφικά, ιστορικά, επιστημονικά αλλά και λογοτεχνία) την παράδοση του αττικισμού, για την οποία μιλήσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Θα χρησιμοποιήσει δηλαδή ένα είδος αρχαΐζουσας γλώσσας, που «κοιτά» πίσω στην ένδοξη αττική διάλεκτο του 5ου αιώνα π.Χ. Επειδή η ελληνόφωνη κεντρική εξουσία και η Εκκλησία υιοθέτησαν αυτή την αρχαΐζουσα ως επίσημο όργανο έκφρασης, δημιούργησαν μια «γλωσσική πολιτική» συνέχειας με το παρελθόν, την αίσθηση ότι η γλώσσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν μία και η ίδια με τη γλώσσα του παρελθόντος, δηλαδή δεν είχε αλλάξει. Η πολιτική αυτή δεν ευνόησε την ανάπτυξη αισθημάτων γλωσσικής διαφορετικότητας που θα οδηγούσαν, όπως έγινε στη Δύση με τη διάλυση και τον κατακερματισμό της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στη δημιουργία ελληνογενών (θυμηθείτε τις λατινογενείς) γλωσσών. Για τους ομιλητές οι μορφές γλώσσας που μιλούσαν (και αυτές δεν ήταν, βέβαια, η αρχαΐζουσα γραπτή γλώσσα των αρχόντων, της Εκκλησίας, των μορφωμένων) ήταν «ποικιλίες» (διάλεκτοι) της ελληνικής και όχι ξεχωριστές «ελληνογενείς» γλώσσες.
Αρχαΐζουσα και ομιλούμενη γλώσσα
Η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία της αρχαΐζουσας γλώσσας στα γραπτά κείμενα που διαθέτουμε από τη χιλιόχρονη ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μάς δυσκολεύει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της ομιλούμενης, καθημερινής γλώσσας και των ποικιλιών της. Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το 1100 περίπου για να συναντήσουμε κείμενα γραμμένα στην καθημερινή, ομιλούμενη γλώσσα. Τέτοια είναι τα ποιήματα του Θεόδωρου Προδρόμου και του Μιχαήλ Γλυκά. Από το 1300 περίπου χρονολογείται μια μεγάλη αφήγηση σε ποιητική μορφή, γνωστή με το όνομα Χρονικόν του Μορέως.
Γλωσσικές αλλαγές, νέες επαφές
Παρά τα μεγάλα κενά που υπάρχουν στις πληροφορίες που διαθέτουμε για τις ομιλούμενες μορφές γλώσσας μέχρι τον 12ο αιώνα, το πιθανότερο είναι ότι στην περίοδο αυτή διαμορφώνεται η νέα ελληνική γλώσσα. Στην περίοδο αυτή λ.χ. εμφανίζεται ο περιφραστικός μέλλοντας με βάση το ρήμα θέλω. Στην περίοδο αυτή επίσης «χάνονται» τα φωνήεντα πριν από την τονισμένη συλλαβή: το ημέρα γίνεται μέρα, το ωσάν σαν, το ερωτώ ρωτώ, το οσπίτιον σπίτι.
Στην περίοδο αυτή, αλλά και στην επόμενη (μέχρι το 1453), ιστορικά γεγονότα θα φέρουν την ελληνική γλώσσα σε επαφή με την αραβική (οι Άραβες ήδη τον 7ο αιώνα καταλαμβάνουν σημαντικά τμήματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), τις σλαβικές γλώσσες, τις νεολατινικές γλώσσες (Γάλλοι, Ιταλοί, Ισπανοί καταλαμβάνουν σημαντικά τμήματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας· το 1204 καταλαμβάνεται η ίδια η Κωνσταντινούπολη για 60 χρόνια), την τουρκική (καθώς οι Τούρκοι απειλούν συνεχώς, ήδη από τον 11ο αιώνα μ.Χ., τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, για να την διαλύσουν το 1453 με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης) .
Η επαφή, βέβαια, με την τουρκική θα γίνει εντονότερη την εποχή της Τουρκοκρατίας (που λήγει με την κατάκτηση της ανεξαρτησίας το 1830). Πληθώρα λέξεων τουρκικής προέλευσης θα μπουν στην ελληνική γλώσσα: σεντούκι, γιακάς, πιλάφι, χαλβάς, μπόι, τουφέκι, γλέντι, μεράκι, κέφι κλπ.
Η ελληνική γλώσσα στην Τουρκοκρατία
Από την περίοδο της Τουρκοκρατίας διαθέτουμε σημαντικό αριθμό κειμένων στην ομιλούμενη γλώσσα και στις ποικιλίες της (τις διαλέκτους): από την Κύπρο, τα Δωδεκάνησα, την Κρήτη, τα Ιόνια νησιά. Ήδη από τον 16ο αιώνα εμφανίζονται οι πρώτες γραμματικές της ομιλούμενης γλώσσας: του Κερκυραίου Ν. Σοφιανού στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα, του G. Germano στα 1622, του S. Portius στα 1632. Στην Κρήτη, που θα παραμείνει κτήση των Βενετών μέχρι την κατάκτησή της από τους Τούρκους το 1669, θα ανθήσει μια λογοτεχνική παραγωγή που συνδέεται, κυρίως, με τα ονόματα του Γεώργιου Χορτάτση και του Βιτσέντζου Κορνάρου. Το πιο γνωστό έργο είναι το ρομαντικό ποίημα Ερωτόκριτος του Κορνάρου. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στα έργα αυτά είναι ένα μείγμα της κοινής ομιλούμενης γλώσσας, όπως είχε διαμορφωθεί από παλιότερα στα μεγάλα κέντρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της αρχαΐζουσας και στοιχείων της κρητικής διαλέκτου (π.χ. ίντα αντί για τί).
Η δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους
Η περίοδος της Τουρκοκρατίας θα κλείσει με την επανάσταση του 1821, που θα οδηγήσει, το 1830, στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Το όραμα για ένα ανεξάρτητο κράτος καλλιεργείται εντατικά από τον προηγούμενο αιώνα, τον 18ο, και συζητιέται με πάθος το ζήτημα της γλώσσας: ποια θα είναι η γλώσσα, η εθνική γλώσσα, σε μια ανεξάρτητη Ελλάδα; Οι λύσεις που προτείνονται είναι τρεις: η αρχαΐζουσα γλώσσα, που κυριαρχούσε εδώ και χίλια πεντακόσια χρόνια· η «διορθωμένη» ομιλούμενη γλώσσα· η ομιλούμενη γλώσσα, η δημοτική.
Παρένθεση: θα μπορούσε να «αναστηθεί» η αρχαία ελληνική γλώσσα, όπως «αναστήθηκε» η αρχαία εβραϊκή;
Οι Εβραίοι, όπως ξέρετε, εγκατέλειψαν ήδη από την αρχαιότητα την ιστορική τους κοιτίδα, τη γη του Ισραήλ, για να γλιτώσουν καταδιώξεις, και εγκαταστάθηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτή είναι η λεγόμενη εβραϊκή Διασπορά. Πολύ σύντομα έχασαν τη μητρική τους γλώσσα και αφομοιώθηκαν γλωσσικά, υιοθέτησαν δηλαδή τη γλώσσα της χώρας όπου ζούσαν. Έτσι, πολλοί Εβραίοι υιοθέτησαν, ήδη από την αρχαιότητα, τα ελληνικά. Όσοι εγκαταστάθηκαν αργότερα στην Ισπανία υιοθέτησαν τα ισπανικά. Άλλοι, πάλι, έγιναν γερμανόφωνοι ή ρωσόφωνοι. Την παλιά τους γλώσσα την κράτησαν μόνο στη λειτουργία, όπως γίνεται σε μας με την εκκλησιαστική γλώσσα (όπως έχουμε ήδη πει, πρόκειται για την κοινή ελληνιστική). Και φυσικά αυτή τη γλώσσα την καταλάβαιναν μόνο οι ραβίνοι (οι ιερείς) και όχι ο πολύς κόσμος.
Όταν, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιουργήθηκε το 1948 το κράτος του Ισραήλ και πάρα πολλοί Εβραίοι άρχισαν να επιστρέφουν για να ζήσουν εκεί, τέθηκε το ζήτημα της εθνικής γλώσσας του νέου κράτους, της γλώσσας που θα μιλούσαν όλοι οι πολίτες. Αποφασίστηκε να είναι η παλιά εβραϊκή (η βιβλική εβραϊκή, όπως ονομάζεται), που είχε επιζήσει, όπως είπαμε, ως γλώσσα της λειτουργίας και μόνο. Αυτή η παλιά εβραϊκή εμπλουτίστηκε με νέες λέξεις που ήταν απαραίτητες για τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής και έγινε η γλώσσα του νέου κράτους, της διοίκησης, της εκπαίδευσης, της καθημερινής ζωής.
Η σχετική ευκολία με την οποία έγινε η «ανάσταση» των αρχαίων εβραϊκών στο νέο κράτος του Ισραήλ οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπήρχαν «νέα εβραϊκά». Οι Εβραίοι της Διασποράς μιλούσαν πολλές και διαφορετικές γλώσσες και όχι μία, «απόγονο»της εβραϊκής. Και εδώ φαίνεται καθαρά η διαφορά με τη δική μας περίπτωση. Η αρχαΐζουσα γλώσσα, που κυριάρχησε στις επίσημες, γραπτές κυρίως, μορφές λόγου ήδη από τα τέλη της αρχαιότητας με το κίνημα του αττικισμού, δεν μπορούσε να γίνει το κοινό γλωσσικό εργαλείο όλων των Ελλήνων, γιατί υπήρχε ένας σοβαρός ανταγωνιστής: τα νέα ελληνικά. Ένας τέτοιος ανταγωνιστής δεν υπήρχε στην περίπτωση της εβραϊκής. Δεν υπήρχαν νέα εβραϊκά!
Γιατί αυτή η επιμονή στην αρχαΐζουσα γλώσσα;
Το ερώτημα αυτό το απαντήσαμε σε ένα προηγούμενο κεφάλαιο, όπου συζητήσαμε τη γέννηση του κινήματος του αττικισμού. Η υπερτίμηση της γλώσσας της ένδοξης κλασικής εποχής (της αττικής διαλέκτου και της ένδοξης Αθήνας) και η υποτίμηση της ομιλούμενης γλώσσας (της κοινής) γεννήθηκε από τις ιστορικές περιπέτειες της εποχής: τη ρωμαϊκή κατάκτηση του ελληνικού κόσμου, την εξάπλωση της ελληνικής, με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, σε ένα τεράστιο γεωγραφικό εύρος, τις επαφές της με άλλες γλώσσες, την υιοθέτησή της από αλλόγλωσσους που θεωρούνταν συχνά «βάρβαροι», και τις μεγάλες αλλαγές που αυτό το καινούργιο ιστορικό σκηνικό έφερε στη γλώσσα. Έτσι γεννήθηκε η νοσταλγία για έναν χαμένο γλωσσικό, και όχι μόνο, «παράδεισο». Και αυτή τη γλωσσική νοσταλγία τη συνέχισε, όπως είδαμε, η ελληνόφωνη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Η κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η κατάκτησή της από τους Οθωμανούς Τούρκους ενίσχυσε αυτή τη γλωσσική νοσταλγία, που ξεκίνησε με τον αττικισμό, αλλά με ένα νέο περιεχόμενο που οφειλόταν στις νέες ιστορικές συνθήκες. Τα τουρκικά δάνεια της ελληνικής (αλλά και δάνεια από άλλες γλώσσες - σλαβικές, ιταλική κ.ά.), γλωσσικά αποτυπώματα του κατακτητή, θεωρήθηκαν από πολλούς μορφωμένους της εποχής, Έλληνες αλλά και ξένους, ότι «χάλασαν» την ομιλούμενη γλώσσα - την έκαναν «γραικοβάρβαρη» όπως έλεγαν Επομένως, η μόνη μορφή γλώσσας που «άξιζε» το όνομα της ελληνικής γλώσσας ήταν η αρχαΐζουσα γλώσσα, που «κρατούσε» τη συνέχεια με την ένδοξη αρχαιότητα.
Για τους μορφωμένους Έλληνες, που ζούσαν τώρα ως υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η αρχαΐζουσα γλώσσα ήταν ένα σημαντικό επιχείρημα στον διάλογο τους με τους ισχυρούς Ευρωπαίους, από τους οποίους περίμεναν πολλά για να πραγματοποιηθεί το όραμα μιας ανεξάρτητης Ελλάδας. Στους ισχυρούς λοιπόν Ευρωπαίους, θαυμαστές της ένδοξης ελληνικής αρχαιότητας και του πολιτισμού της, πρότειναν, σαν λάβαρο, την αρχαΐζουσα γλώσσα ως απόδειξη ότι οι ταπεινοί υπόδουλοι ελληνόφωνοι «ραγιάδες» διέθεταν, πέρα από τη «χαλασμένη» γλώσσα που μιλούσαν, μια άλλη γλώσσα, που τόσο τιμούσαν οι Ευρωπαίοι. Άξιζαν, λοιπόν, την προσοχή των Ευρωπαίων, γιατί ήταν και οι ίδιοι Ευρωπαίοι, και μάλιστα οι πρώτοι Ευρωπαίοι, καθώς η αρχαΐζουσα γλώσσα τους συνέχιζε την αρχαία ελληνική γλώσσα, στην οποία γράφτηκαν τα μεγάλα έργα, φιλοσοφικά, ιστορικά, λογοτεχνικά, στα οποία βασίστηκε ολόκληρος ο νεότερος ευρωπαϊκός πολιτισμός.
Άλλη μια παρένθεση: οι γλώσσες αλλάζουν, δεν χαλάνε
Ήδη στην αρχή του βιβλίου αυτού είπαμε ότι οι γλώσσες αλλάζουν, δεν χαλάνε. Ο δανεισμός ούτε «χαλάει» ούτε «βρωμίζει» τις γλώσσες. Όλες οι γλώσσες δανείζονται η μία από την άλλη (γιατί το χρειάζονται για να μιλήσουν για νέα πράγματα) και είναι όλες, σε σημαντικό ποσοστό, γεννήματα των επαφών με άλλες γλώσσες και άλλους πολιτισμούς. Η ίδια η αρχαία ελληνική γλώσσα, που τόσο τη θαύμαζε το κίνημα της γλωσσικής νοσταλγίας που συζητάμε, δανείστηκε δραστικά, όπως είδαμε, από άλλες γλώσσες. Το 40% περίπου του λεξιλογίου της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι προϊόν δανεισμού. «Καθαρές» γλώσσες δεν υπάρχουν, γιατί οι λαοί και οι πολιτισμοί δεν ζουν, όπως λέγαμε, σε γυάλες αλλά σε συνεχή επαφή, εχθρική ή φιλική, μεταξύ τους. Επομένως, οι απόψεις που συζητάμε δεν έχουν επιστημονικό αντίκρισμα. Βασίζονται δηλαδή στην άγνοια των μηχανισμών που ορίζουν τη φύση της γλώσσας. Εκφράζουν, ωστόσο, στάσεις απέναντι στη γλώσσα και αυτές οι στάσεις, που συνδέονται με τα «γυρίσματα» της ιστορικής μοίρας των λαών, μπορούν, όπως θα δούμε αμέσως, να επηρεάσουν την ιστορική πορεία των γλωσσών.
Η «διόρθωση» της ομιλούμενης γλώσσας και η καθαρεύουσα
Ας δούμε τώρα τη δεύτερη λύση, τη λύση της «διορθωμένης» ομιλούμενης γλώσσας. Η λύση αυτή, που συνδέεται με το όνομα του Αδαμάντιου Κοραή (1743-1833), δεν «ξεγράφει» την ομιλούμενη γλώσσα, όπως έκαναν οι οπαδοί της αρχαΐζουσας, αλλά προτείνει τη «διόρθωση» της: τον «καθαρισμό» της (καθαρεύουσα) από τα τουρκικά, κυρίως, δάνεια, που θυμίζουν τη μακρόχρονη οθωμανική κυριαρχία, και την επανεισαγωγή εν μέρει της αρχαίας γραμματικής και εν μέρει του αρχαίου λεξιλογίου. Έτσι το χτυπώ πρέπει να γίνει κτυπώ, ο φτωχός πτωχός, το στον εις τον, το -όμαστε -όμεθα, ο μεγάλος μέγας, ο ζεστός θερμός, το μυρίζομαι οσφραίνομαι, το λουλούδι (αλβανικής προέλευσης δάνειο) άνθος, το σπρώχνω ωθώ, το μάτι οφθαλμός, το γιατί διότι.
Ήδη θα έχετε παρατηρήσει ότι πολλές από αυτές τις προτάσεις «διόρθωσης» είναι μέρος της καθημερινής μας γλώσσας (π.χ. θερμός, οσφραίνομαι, ωθώ, διότι, άνθος), χωρίς πια να αισθανόμαστε ότι είναι αποτέλεσμα «διόρθωσης». Εδώ φαίνεται καθαρά αυτό που λέγαμε νωρίτερα: ότι οι στάσεις απέναντι στη γλώσσα (και η «διόρθωση», όπως την προτείνει ο Κοραής, είναι μια τέτοια στάση) μπορούν να αλλάξουν τη γλώσσα.
Από την πρόταση του Κοραή θα γεννηθεί η καθαρεύουσα, που θα κυριαρχήσει ως επίσημη μορφή γλώσσας μέχρι το 1976, οπότε αναγνωρίζεται η δημοτική ως η γλώσσα του κράτους. Η καθαρεύουσα θα συμπεριλάβει, όπως είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, πλήθος δανείων από άλλες γλώσσες, κυρίως τα γαλλικά, για να εκφράσει έννοιες της σύγχρονης εποχής (θυμηθείτε τη λέξη διαμέρισμα που είναι μετάφραση από τα γαλλικά). Θα χρησιμοποιηθούν επίσης λέξεις αρχαιοελληνικής προέλευσης για τον ίδιο λόγο (π.χ. η λέξη εξουσία στη θέση της τουρκικής λέξης ντοβλέτι ή της ιταλικής προέλευσης λέξης γκουβέρνο).
Η δημοτική
Η τρίτη λύση που υποστηρίχτηκε αρκετά πριν τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ήταν η υιοθέτηση της ομιλούμενης γλώσσας, αυτής που θα ονομαστεί δημοτική, ως κοινού γλωσσικού οργάνου. Λόγιοι όπως ο Ιώσηπος Μοισιόδακας (1730-1800), ο ΔημήτριοςΚαταρτζής (1720-1807), ο Ιωάννης Βηλαράς (1721-1823) υποστήριξαν με πάθος αυτή τη λύση. Θεωρούσαν ότι μόνο η υιοθέτηση της ομιλούμενης γλώσσας ως εθνικής γλώσσας, όπως έγινε στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη της εποχής, θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα επιτυχημένο εκπαιδευτικό σύστημα. Η ομιλούμενη γλώσσα δεν ήταν για τους λόγιους αυτούς ένα «χαλασμένο» γλωσσικό εργαλείο αλλά, αντίθετα, το μόνο ζωντανό όργανο που θα μπορούσε να υπηρετήσει τις ανάγκες του κράτους που θα γεννιόταν.
Στο νεοελληνικό κράτος, που γεννήθηκε από την επανάσταση του 1821, επικράτησε η καθαρεύουσα ως επίσημη εθνική γλώσσα. Μέχρι το 1917 η καθαρεύουσα χρησιμοποιούνταν ακόμη και στο δημοτικό. Θα χρειαστούν οι μακρόχρονοι αγώνες του δημοτικιστικού κινήματος για να κερδίσει έδαφος η δημοτική, πρώτα στη λογοτεχνία, και να αναγνωριστεί επίσημα μόνο το 1976. Η μεγάλη μορφή του δημοτικιστικού κινήματος στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ο γλωσσολόγος Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929), ο οποίος αγωνίστηκε για την επικράτηση της δημοτικής. Αναγνώριζε ότι η δημοτική χρειαζόταν, για να εκφράσει τις σύγχρονες ανάγκες, εμπλουτισμό με νέους όρους, πολλοί από τους οποίους θα προέρχονταν από την αρχαιότερη γλώσσα. Αλλά πίστευε ότι αυτοί οι νέοι όροι θα πρέπει να «διορθώνονται» με βάση τη γραμματική της δημοτικής. Αντέτεινε, δηλαδή, στη «διόρθωση» προς την κατεύθυνση της αρχαίας (θυμηθείτε τον Κοραή) τη «διόρθωση» προς την κατεύθυνση της δημοτικής. Έτσι, η αρχαία λέξη περικεφαλαία έπρεπε να μπει στη δημοτική ως περκεφαλιά, να πάρει δηλαδή τη μορφή που ταιριάζει στη δημοτική. Η λύση αυτή ονομάστηκε, από τους αντιπάλους της, «μαλλιαρή» δημοτική. Και τελικά δεν επικράτησε.
Στις αρχές του 20ού αιώνα θα κινηθεί δραστήρια για την επικράτηση της δημοτικής το κίνημα του εκπαιδευτικού δημοτικισμού (Δημήτρης Γληνός, Αλέξανδρος Δελμούζος, Μανόλης Τριανταφυλλίδης) Έργο του Τριανταφυλλίδη είναι η Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής) του 1941, που είναι και σήμερα ένα βασικό εργαλείο.
Η κατάληξη της μακρόχρονης αυτής γλωσσικής περιπέτειας που άρχισε πριν από 2.000 χρόνια και συνδέθηκε με σημαντικά ιστορικά γεγονότα ήταν η σημερινή κοινή νέα ελληνική. Για έναν ομιλητή του 18ου αλλά και του πρώτου μισού του 19ου αιώνα αυτή η μορφή γλώσσας θα ακουγόταν παράξενα και σε πολλές περιπτώσεις θα του ήταν ακατανόητη. Εκεί που αυτός ήξερε τη λέξη λαβωματιά, θα άκουγε τη λέξη τραύμα, μια λέξη που «μπήκε» στην ομιλούμενη γλώσσα από τα αρχαιότερα ελληνικά. Εκεί που αυτός ήξερε μόνο τη λέξη στοιχειό, θα άκουγε τη λέξη στοιχείο, και αυτή από τα αρχαιότερα ελληνικά, με διαφορετική σημασία από τη λέξη στοιχειό. Εκεί που αυτός ήξερε μόνο τη λέξη δουλειά, θα άκουγε και τη λέξη δουλεία, πάλι από τα αρχαιότερα ελληνικά, που έχει και αυτή διαφορετικό νόημα από τη λέξη δουλειά. Στη θέση πολλών τουρκικών λέξεων που του ήταν γνωστές και αναγκαίες, π.χ. ντοβλέτι, φιρμάνι, ασκέρι, θα άκουγε καινούργιες λέξεις όπως κράτος, νόμος, στρατός.
Οι περισσότερες από αυτές τις νέες λέξεις, οι οποίες «έδιωξαν» τις τουρκικές λέξεις που θύμιζαν την Τουρκοκρατία, μπήκαν στην ομιλούμενη γλώσσα μέσω της καθαρεύουσας. Τί έμεινε από την καθαρεύουσα στην ομιλούμενη, κοινή νέα ελληνική; Ορισμένες «παγωμένες» εκφράσεις όπως π.χ. εν τω μεταξύ, εν πάση περιπτώσει, δούναι και λαβείν. Στις εκφράσεις αυτές, και μόνο σε αυτές, εμφανίζονται (χωρίς να το συνειδητοποιεί συχνά ο μη μορφωμένος ομιλητής) η προ πολλού χαμένη δοτική και το προ πολλού χαμένο απαρέμφατο. Αλλά εμφανίζονται ως «απολιθώματα» και όχι ως ζωντανές γλωσσικές λειτουργίες. Το όνειρο της καθαρεύουσας να «ντύσει» την ομιλούμενη γλώσσα με αρχαιότροπη ενδυμασία δεν άντεξε στον χρόνο και, για όσο χρόνο άντεξε, δεν έγινε ποτέ το ζωντανό γλωσσικό εργαλείο της καθημερινής ζωής. Επικράτησε τελικά η δημοτική.
Και επικράτησε η δημοτική, γιατί μια μορφή γλώσσας που δεν είναι ζωντανή και δεν μιλιέται (όπως η καθαρεύουσα και οι πρόγονοί της ως τα χρόνια του αττικισμού), γίνεται κάποια ιστορική στιγμή εμπόδιο στην κοινωνία και στις ανάγκες της. Και η ιστορική αυτή στιγμή ήρθε με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους το οποίο, ως σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, είχε ανάγκη από μια αποτελεσματική εκπαίδευση - για όλους, και όχι μόνο για τους λίγους. Και η ανάγκη αυτή δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί με ένα γλωσσικό εργαλείο που δεν ήταν η μητρική γλώσσα ούτε των μαθητών ούτε των δασκάλων. Θα ερχόταν κάποτε η ώρα (όπως και ήρθε, έστω και με καθυστέρηση) που η καθαρεύουσα θα έδινε τη θέση της στη δημοτική.
Οι γλώσσες είναι φτιαγμένες για να υπηρετούν τις κοινωνίες. Μπορεί κάποτε, και για ιστορικούς λόγους (όπως έγινε με την αρχαΐζουσα γλώσσα στην ελληνική ιστορία), η κοινωνία, ή ένα ισχυρό κομμάτι της, να φτάσει να υπηρετεί τη γλώσσα, ή κάποια μορφή γλώσσας. Αλλά αυτό δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει κάποτε σοβαρά προβλήματα. Εδώ ίσως βοηθήσει ένα παράδειγμα. Όπως ξέρετε, μέχρι το 1922 στη Μικρά Ασία ζούσαν πολλοί Έλληνες. Η Μικρασιατική καταστροφή τούς ανάγκασε να γίνουν πρόσφυγες και να έρθουν στην Ελλάδα. Κάποιοι από αυτούς μιλούσαν μόνο τουρκικά - είχαν χάσει τη μητρική τους γλώσσα. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα έγιναν προσπάθειες να ξαναγίνουν ελληνόφωνοι. Γι' αυτό πήγαν στα χωριά τους δάσκαλοι, για να διδάξουν στα παιδιά τους ελληνικά. Αλλά οι εντολές που είχαν ήταν να τους διδάξουν την καθαρεύουσα. Η προσπάθεια απέτυχε, γιατί η καθαρεύουσα δεν ήταν η μητρική γλώσσα των δασκάλων, και έτσι δεν μπόρεσαν να πετύχουν στο διδακτικό τους έργο.
Οι διάλεκτοι της νέας ελληνικής
Μιλήσαμε αρκετές φορές στα προηγούμενα κεφάλαια για τις διαλέκτους της νέας ελληνικής. Λέγαμε λοιπόν ότι η δημιουργία της κοινής θα οδηγήσει τις αρχαίες διαλέκτους στην εξαφάνιση. Αλλά και η ίδια η κοινή θα αρχίσει σιγά σιγά να διασπάται σε ξεχωριστές διαλέκτους. Οι διάλεκτοι της νέας ελληνικής γεννήθηκαν λοιπόν από τη διάσπαση της κοινής. Ένας βασικός διαχωρισμός των νεοελληνικών διαλέκτων είναι σε βόρειες και νότιες. Στις βόρειες διαλέκτους τα [ί] και τα [u] που δεν τονίζονται, χάνονται:
μύτη μυτ
πουλί πλι
Τα [e] και [ο] που δεν τονίζονται, γίνονται [ί] και [u]:
άνθρωπος άνθρουπους
παιδί πιδί
Από τις άλλες διαλέκτους αξίζει να σημειωθούν τα ποντιακά, που μιλιούνταν στη βορειανατολική Μικρά Ασία μέχρι το 1922 και μιλιούνται ακόμη στην Ελλάδα, τα κυπριακά, τα κρητικά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τσακωνική διάλεκτος, που μιλιέται ακόμη στα ορεινά της ανατολικής ακτής της Πελοποννήσου. Η τσακωνική φαίνεται να συνεχίζει κάποια εκδοχή της αρχαίας δωρικής διαλέκτου της Λακωνίας: ταν αμέρα (με α, όπως στις δωρικές διαλέκτους της αρχαιότητας, αντί για η), α μάτη (= η μήτηρ). Φαίνεται επίσης να διατηρεί το δίγαμμα Ƒ (θυμηθείτε τί λέγαμε γι' αυτό τον φθόγγο) και την αρχαία προφορά [u] του υ: γουναίκα (= γυναίκα), κούνε (= κύων 'σκυλί').
Στην Κάτω Ιταλία μιλιούνταν (και μιλιούνται ακόμη) ελληνικές διάλεκτοι. Πρόσφατα χάθηκαν και οι τελευταίοι ελληνόφωνοι ομιλητές στην Κορσική. Σε περιοχές της Συρίας μιλιέται η κρητική διάλεκτος από ελληνόφωνους Τούρκους που εγκατέλειψαν την Κρήτη μετά την αυτονόμησή της και την ένωση της με την Ελλάδα.
Οι διάλεκτοι της νέας ελληνικής είναι σε πορεία εξαφάνισης. Πολλές έχουν ήδη χαθεί. Ο λόγος, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, είναι η επιρροή της κοινής νέας ελληνικής. Καθώς είναι η ισχυρή, κοινωνικά, μορφή γλώσσας, οδηγεί (ή, καλύτερα, οδήγησε) τους ομιλητές των διαλέκτων στην εγκατάλειψη των γλωσσικών αυτών μορφών υπέρ της κοινής νέας ελληνικής.
Για να συγκεφαλαιώσουμε
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, σύντομα υιοθετεί την ελληνική γλώσσα ως γλώσσα διοίκησης. Και υιοθετεί την αρχαΐζουσα μορφή γλώσσας, που κυριαρχεί ήδη τρεις αιώνες με το κίνημα του αττικισμού.
Η λατινόφωνη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαλύεται τον 5ο αιώνα μ.Χ. από επιδρομές γερμανικών φύλων από τα βόρεια. Αποτέλεσμα της διάλυσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν η δημιουργία ξεχωριστών λατινογενών γλωσσών. Η συνοχή της ελληνικής γλώσσας διατηρήθηκε από την επιβίωση της ελληνόφωνης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για χίλια χρόνια και από τα ισχυρά αισθήματα συνοχής και συνέχειας που συντηρούσε η κυριαρχία της αρχαΐζουσας γλώσσας. Έτσι, οι ομιλητές αισθάνονταν ότι οι ποικιλίες της ελληνικής που μιλούσαν ήταν διάλεκτοί της και όχι ξεχωριστές γλώσσες. Η διάκριση διάλεκτος - γλώσσα είναι γέννημα της ιστορίας και των στάσεων και αισθημάτων που γεννά απέναντι στις γλωσσικές μορφές.
Η κυριαρχία της αρχαΐζουσας γλώσσας στα γραπτά κείμενα που έχουμε από το Βυζάντιο δεν επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της ομιλούμενης γλώσσας. Μόνο γύρω στα 1100 μ.Χ. θα αρχίσουμε να έχουμε κείμενα στην ομιλούμενη γλώσσα. Το πιθανότερο είναι, ωστόσο, ότι η νέα ελληνική έχει διαμορφωθεί γύρω στο 1000 μ.Χ.
Από την περίοδο της Τουρκοκρατίας διαθέτουμε πλέον πολλά κείμενα στην ομιλούμενη γλώσσα και στις ποικιλίες της. Ξεχωρίζει η περίπτωση της Κρήτης (που βρίσκεται στην κατοχή της Βενετίας μέχρι το 1669) με σημαντική λογοτεχνική παραγωγή στην ομιλούμενη γλώσσα.
Από τον 18ο αιώνα και μέχρι τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1830 κυριαρχούν οι συζητήσεις για τη δημιουργία εθνικής γλώσσας. Από τις τρεις μορφές γλώσσας που συζητιούνται (αρχαΐζουσα, «διορθωμένη» ομιλούμενη, ομιλούμενη [δημοτική]) θα κυριαρχήσει η δεύτερη, η καθαρεύουσα, ως επίσημη μορφή γλώσσας μέχρι το 1976. Ήδη όμως από τον 19ο αιώνα το κίνημα του δημοτικισμού θα οδηγήσει στην αυξανόμενη κυριαρχία της δημοτικής στη λογοτεχνία αλλά και σε άλλες μορφές λόγου. Το 1976 η δημοτική αναγνωρίζεται ως γλωσσικό εργαλείο του κράτους.