ΚΑ. παπαῖ, οἷον τὸ πῦρ· ἐπέρχεται δέ μοι.
ὀτοτοῖ, Λύκει᾽ Ἄπολλον, οἲ ἐγὼ ἐγώ.
αὕτη δίπους λέαινα συγκοιμωμένη
λύκῳ, λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσίᾳ,
1260 κτενεῖ με τὴν τάλαιναν· ὡς δὲ φάρμακον
τεύχουσα κἀμοῦ μισθὸν ἐνθήσει ποτῷ·
ἐπεύχεται, θήγουσα φωτὶ φάσγανον,
ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτείσεσθαι φόνον.
τί δῆτ᾽ ἐμαυτῆς καταγέλωτ᾽ ἔχω τάδε,
1265 καὶ σκῆπτρα καὶ μαντεῖα περὶ δέρῃ στέφη;
σὲ μὲν πρὸ μοίρας τῆς ἐμῆς διαφθερῶ.
ἴτ᾽ ἐς φθόρον· πεσόντα γ᾽ ὧδ᾽ ἀμείβομαι.
ἄλλην τιν᾽ Ἄτην ἀντ᾽ ἐμοῦ πλουτίζετε.
ἰδοὺ δ᾽, Ἀπόλλων αὐτὸς ἐκδύων ἐμὲ
1270 χρηστηρίαν ἐσθῆτ᾽, ἐποπτεύσας δέ με
κἀν τοῖσδε κόσμοις καταγελωμένην † μετὰ
φίλων ὑπ᾽ ἐχθρῶν οὐ διχορρόπως μάτην.
κακουμένη δέ, φοιτὰς ὡς ἀγύρτρια,
πτωχὸς τάλαινα λιμοθνὴς ἠνεσχόμην·
1275 καὶ νῦν ὁ μάντις μάντιν ἐκπράξας ἐμὲ
ἀπήγαγ᾽ ἐς τοιάσδε θανασίμους τύχας.
βωμοῦ πατρῴου δ᾽ ἀντ᾽ ἐπίξηνον μένει,
θερμῷ κοπείσης φοίνιον προσφάγματι.
οὐ μὴν ἄτιμοί γ᾽ ἐκ θεῶν τεθνήξομεν.
1280 ἥξει γὰρ ἡμῶν ἄλλος αὖ τιμάορος,
μητροκτόνον φίτυμα, ποινάτωρ πατρός·
φυγὰς δ᾽ ἀλήτης τῆσδε γῆς ἀπόξενος
κάτεισιν, ἄτας τάσδε θριγκώσων φίλοις·
1290 ὀμώμοται γὰρ ὅρκος ἐκ θεῶν μέγας,
ἄξειν νιν ὑπτίασμα κειμένου πατρός.
1285τί δῆτ᾽ ἐγὼ κάτοικτος ὧδ᾽ ἀναστένω;
ἐπεὶ τὸ πρῶτον εἶδον Ἰλίου πόλιν
πράξασαν ὡς ἔπραξεν, οἳ δ᾽ εἷλον πόλιν
οὕτως ἀπαλλάσσουσιν ἐν θεῶν κρίσει.
1289 ἰοῦσα πράξω· τλήσομαι τὸ κατθανεῖν.
1291 Ἅιδου πύλας δὲ τάσδ᾽ ἐγὼ προσεννέπω·
ἐπεύχομαι δὲ καιρίας πληγῆς τυχεῖν,
ὡς ἀσφάδᾳστος, αἱμάτων εὐθνησίμων
ἀπορρυέντων, ὄμμα συμβάλω τόδε.
1295 ΧΟ. ὦ πολλὰ μὲν τάλαινα, πολλὰ δ᾽ αὖ σοφὴ
γύναι, μακρὰν ἔτεινας. εἰ δ᾽ ἐτητύμως
μόρον τὸν αὑτῆς οἶσθα, πῶς θεηλάτου
βοὸς δίκην πρὸς βωμὸν εὐτόλμως πατεῖς;
***
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Αλί μου! ω ποιά φωτιά χυμίζει και μ᾽ αδράχνει!
Ω πω, πω, πω! λύκειε Απόλλωνα, οϊμένα!
Αυτή, λιόντισσα με δυο πόδια, που κοιμάται
με λύκο, ενώ το αρχοντικό λιοντάρι λείπει,
1260 θα με σκοτώσει τη φτωχιά κι ως να ετοιμάζει
φάρμακο, θενα χύσει, μέσα στην οργή της,
και τη δικιά μου πληρωμή κι ενώ ακονίζει
το σπαθί για τον άντρα της, θενα εγκωμιάζει
πως γιατί μ᾽ έφερε μαζί τον εκδικιέται.
Και τί λοιπόν τα θέλω αυτά σα να μ᾽ εμπαίζουν
τα σκήπτρα και τα μαντικά στεφάνια εμπρός μου;
Εσένα πριν του τέλους μου θα σε χαλάσω.
Στην κατάρα! έτσι καταγής νά! πώς πληρώνω·
στολίστε άλλη συμφοράν αντίς για μένα·
Νά! με τα χέρια του ο Απόλλωνας μου βγάζει
1270 το μαντικό το φόρεμα κι αφού είδε πρώτα
και μ᾽ όλη αυτή μου τη στολή τα περιγέλια
που φίλοι εχθροί μου κάνανε, βέβαια του κάκου,
κι υπόφερα σα μια ζητιάνα γυρολόγα
να με λεν λιμασμένη, στρίγγλα, ψωμοζήτα—
και τώρα ο μάντης μάντισσα που μ᾽ έχει κάμει
μ᾽ οδήγησε σ᾽ αυτές τις θανάσιμες τύχες!
Κι αντί ο βωμός στο πατρικό παλάτι μέσα,
το κρεατοσάνιδο προσμένει, να το βάψει
κόκκινο το θερμό το γαίμα της σφαγής μου.
Μ᾽ απλέρωτο οι θεοί το αίμα μου δε θ᾽ αφήσουν,
1280 γιατ᾽ άλλος πάλι εκδικητής θα ᾽ρθει δικός μας
να πάρει πίσω από τη μάνα που τον γέννα
του πατέρα το γαίμα· κι έρχεται διωγμένος
πλανημένος κι απόξενος αυτής της χώρας,
κορώνα στου σπιτιού τις συφορές να βάλει.
Γιατ᾽ έχει από τους θεούς στεριώσει μέγας όρκος
να εκδικηθεί το πέσιμο νεκρού πατέρα.
Μα γιατί τάχα εδώ παντοτινά να κλαίω,
μια που είδα με τα μάτια μου του Ιλίου την πόλη
να πάθει ό,τι έπαθε, και κείνοι που την πήραν
έτσι με των θεών την κρίση βγαίνουν πέρα;
Πηγαίνω στο γραφτό μου και στο θάνατό μου
1291 και χαιρετάω αυτές εδώ του Άδου τις πύλες.
Μόνο άμποτε μια και καλή πληγή να λάβω
που να μπορέσω ασφάδαστη και με χυμένο
το γαίμα ευκολοθάνατη να ξεψυχήσω.
ΧΟΡΟΣ
Ω συ πολύ ταλαίπωρη και πολύ πάλι
σοφή γυναίκα, είπες πολλά κι αν απ᾽ αλήθεια
το θάνατό σου ξέρεις, πώς με τέτοια τόλμη
τραβάς σα βόδι στο βωμό, που θεός το σπρώχτει;
ὀτοτοῖ, Λύκει᾽ Ἄπολλον, οἲ ἐγὼ ἐγώ.
αὕτη δίπους λέαινα συγκοιμωμένη
λύκῳ, λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσίᾳ,
1260 κτενεῖ με τὴν τάλαιναν· ὡς δὲ φάρμακον
τεύχουσα κἀμοῦ μισθὸν ἐνθήσει ποτῷ·
ἐπεύχεται, θήγουσα φωτὶ φάσγανον,
ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτείσεσθαι φόνον.
τί δῆτ᾽ ἐμαυτῆς καταγέλωτ᾽ ἔχω τάδε,
1265 καὶ σκῆπτρα καὶ μαντεῖα περὶ δέρῃ στέφη;
σὲ μὲν πρὸ μοίρας τῆς ἐμῆς διαφθερῶ.
ἴτ᾽ ἐς φθόρον· πεσόντα γ᾽ ὧδ᾽ ἀμείβομαι.
ἄλλην τιν᾽ Ἄτην ἀντ᾽ ἐμοῦ πλουτίζετε.
ἰδοὺ δ᾽, Ἀπόλλων αὐτὸς ἐκδύων ἐμὲ
1270 χρηστηρίαν ἐσθῆτ᾽, ἐποπτεύσας δέ με
κἀν τοῖσδε κόσμοις καταγελωμένην † μετὰ
φίλων ὑπ᾽ ἐχθρῶν οὐ διχορρόπως μάτην.
κακουμένη δέ, φοιτὰς ὡς ἀγύρτρια,
πτωχὸς τάλαινα λιμοθνὴς ἠνεσχόμην·
1275 καὶ νῦν ὁ μάντις μάντιν ἐκπράξας ἐμὲ
ἀπήγαγ᾽ ἐς τοιάσδε θανασίμους τύχας.
βωμοῦ πατρῴου δ᾽ ἀντ᾽ ἐπίξηνον μένει,
θερμῷ κοπείσης φοίνιον προσφάγματι.
οὐ μὴν ἄτιμοί γ᾽ ἐκ θεῶν τεθνήξομεν.
1280 ἥξει γὰρ ἡμῶν ἄλλος αὖ τιμάορος,
μητροκτόνον φίτυμα, ποινάτωρ πατρός·
φυγὰς δ᾽ ἀλήτης τῆσδε γῆς ἀπόξενος
κάτεισιν, ἄτας τάσδε θριγκώσων φίλοις·
1290 ὀμώμοται γὰρ ὅρκος ἐκ θεῶν μέγας,
ἄξειν νιν ὑπτίασμα κειμένου πατρός.
1285τί δῆτ᾽ ἐγὼ κάτοικτος ὧδ᾽ ἀναστένω;
ἐπεὶ τὸ πρῶτον εἶδον Ἰλίου πόλιν
πράξασαν ὡς ἔπραξεν, οἳ δ᾽ εἷλον πόλιν
οὕτως ἀπαλλάσσουσιν ἐν θεῶν κρίσει.
1289 ἰοῦσα πράξω· τλήσομαι τὸ κατθανεῖν.
1291 Ἅιδου πύλας δὲ τάσδ᾽ ἐγὼ προσεννέπω·
ἐπεύχομαι δὲ καιρίας πληγῆς τυχεῖν,
ὡς ἀσφάδᾳστος, αἱμάτων εὐθνησίμων
ἀπορρυέντων, ὄμμα συμβάλω τόδε.
1295 ΧΟ. ὦ πολλὰ μὲν τάλαινα, πολλὰ δ᾽ αὖ σοφὴ
γύναι, μακρὰν ἔτεινας. εἰ δ᾽ ἐτητύμως
μόρον τὸν αὑτῆς οἶσθα, πῶς θεηλάτου
βοὸς δίκην πρὸς βωμὸν εὐτόλμως πατεῖς;
***
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Αλί μου! ω ποιά φωτιά χυμίζει και μ᾽ αδράχνει!
Ω πω, πω, πω! λύκειε Απόλλωνα, οϊμένα!
Αυτή, λιόντισσα με δυο πόδια, που κοιμάται
με λύκο, ενώ το αρχοντικό λιοντάρι λείπει,
1260 θα με σκοτώσει τη φτωχιά κι ως να ετοιμάζει
φάρμακο, θενα χύσει, μέσα στην οργή της,
και τη δικιά μου πληρωμή κι ενώ ακονίζει
το σπαθί για τον άντρα της, θενα εγκωμιάζει
πως γιατί μ᾽ έφερε μαζί τον εκδικιέται.
Και τί λοιπόν τα θέλω αυτά σα να μ᾽ εμπαίζουν
τα σκήπτρα και τα μαντικά στεφάνια εμπρός μου;
Εσένα πριν του τέλους μου θα σε χαλάσω.
Στην κατάρα! έτσι καταγής νά! πώς πληρώνω·
στολίστε άλλη συμφοράν αντίς για μένα·
Νά! με τα χέρια του ο Απόλλωνας μου βγάζει
1270 το μαντικό το φόρεμα κι αφού είδε πρώτα
και μ᾽ όλη αυτή μου τη στολή τα περιγέλια
που φίλοι εχθροί μου κάνανε, βέβαια του κάκου,
κι υπόφερα σα μια ζητιάνα γυρολόγα
να με λεν λιμασμένη, στρίγγλα, ψωμοζήτα—
και τώρα ο μάντης μάντισσα που μ᾽ έχει κάμει
μ᾽ οδήγησε σ᾽ αυτές τις θανάσιμες τύχες!
Κι αντί ο βωμός στο πατρικό παλάτι μέσα,
το κρεατοσάνιδο προσμένει, να το βάψει
κόκκινο το θερμό το γαίμα της σφαγής μου.
Μ᾽ απλέρωτο οι θεοί το αίμα μου δε θ᾽ αφήσουν,
1280 γιατ᾽ άλλος πάλι εκδικητής θα ᾽ρθει δικός μας
να πάρει πίσω από τη μάνα που τον γέννα
του πατέρα το γαίμα· κι έρχεται διωγμένος
πλανημένος κι απόξενος αυτής της χώρας,
κορώνα στου σπιτιού τις συφορές να βάλει.
Γιατ᾽ έχει από τους θεούς στεριώσει μέγας όρκος
να εκδικηθεί το πέσιμο νεκρού πατέρα.
Μα γιατί τάχα εδώ παντοτινά να κλαίω,
μια που είδα με τα μάτια μου του Ιλίου την πόλη
να πάθει ό,τι έπαθε, και κείνοι που την πήραν
έτσι με των θεών την κρίση βγαίνουν πέρα;
Πηγαίνω στο γραφτό μου και στο θάνατό μου
1291 και χαιρετάω αυτές εδώ του Άδου τις πύλες.
Μόνο άμποτε μια και καλή πληγή να λάβω
που να μπορέσω ασφάδαστη και με χυμένο
το γαίμα ευκολοθάνατη να ξεψυχήσω.
ΧΟΡΟΣ
Ω συ πολύ ταλαίπωρη και πολύ πάλι
σοφή γυναίκα, είπες πολλά κι αν απ᾽ αλήθεια
το θάνατό σου ξέρεις, πώς με τέτοια τόλμη
τραβάς σα βόδι στο βωμό, που θεός το σπρώχτει;