ΧΟΡΟΣ
ἔα ἔα· τίς ἡ βοὴ βωμοῦ πέλας [στρ.]
ἕστηκε; ποίαν συμφορὰν δείξει τάχα;
75 ΙΟ. ἴδετε τὸν γέροντ᾽ ἀμαλὸν ἐπὶ πέδωι
χύμενον· ὦ τάλας
ΧΟ. πρὸς τοῦ ποτ᾽ ἐν γῆι πτῶμα δύστηνον πίτνεις;
‹ . . . ›
ΙΟ. ὅδ᾽ ὦ ξένοι με σοὺς ἀτιμάζων θεοὺς
ἕλκει βιαίως Ζηνὸς ἐκ προβωμίων.
80 ΧΟ. σὺ δ᾽ ἐκ τίνος γῆς, ὦ γέρον, τετράπτολιν
ξύνοικον ἦλθες λαόν; ἢ
πέραθεν ἁλίωι πλάται
κατέχετ᾽ ἐκλιπόντες Εὐβοῖδ᾽ ἀκτάν;
ΙΟ. οὐ νησιώτην, ὦ ξένοι, τρίβω βίον,
85 ἀλλ᾽ ἐκ Μυκηνῶν σὴν ἀφίγμεθα χθόνα.
ΧΟ. ὄνομα τί σε, γέρον, Μυκηναῖος ὠ-
νόμαζεν λεώς;
ΙΟ. τὸν Ἡράκλειον ἴστε που παραστάτην
Ἰόλαον· οὐ γὰρ σῶμ᾽ ἀκήρυκτον τόδε.
90 ΧΟ. οἶδ᾽ εἰσακούσας καὶ πρίν· ἀλλὰ τοῦ ποτε
ἐν χειρὶ σᾶι κομίζεις κόρους
νεοτρεφεῖς; φράσον.
ΙΟ. Ἡρακλέους οἵδ᾽ εἰσὶ παῖδες, ὦ ξένοι, [ἀντ.]
ἱκέται σέθεν τε καὶ πόλεως ἀφιγμένοι.
95 ΧΟ. τί χρέος; ἦ λόγων πόλεος, ἔνεπέ μοι,
μελόμενοι τυχεῖν;
ΙΟ. μήτ᾽ ἐκδοθῆναι μήτε πρὸς βίαν θεῶν
τῶν σῶν ἀποσπασθέντες εἰς Ἄργος μολεῖν.
ΚΟ. ἀλλ᾽ οὔτι τοῖς σοῖς δεσπόταις τάδ᾽ ἀρκέσει,
100 οἳ σοῦ κρατοῦντες ἐνθάδ᾽ εὑρίσκουσί σε.
ΧΟ. εἰκὸς θεῶν ἱκτῆρας αἰδεῖσθαι, ξένε,
καὶ μὴ βιαίωι χειρὶ δαι-
μόνων ἀπολιπεῖν σφ᾽ ἕδη·
πότνια γὰρ Δίκα τάδ᾽ οὐ πείσεται.
105 ΚΟ. ἔκπεμπέ νυν γῆς τούσδε τοὺς Εὐρυσθέως,
κοὐδὲν βιαίωι τῆιδε χρήσομαι χερί.
ΧΟ. ἄθεον ἱκεσίαν μεθεῖναι πόλει
ξένων προστροπάν.
ΚΟ. καλὸν δέ γ᾽ ἔξω πραγμάτων ἔχειν πόδα,
110 εὐβουλίας τυχόντα τῆς ἀμείνονος.
‹ . . . ›
***
ΧΟΡΟΣ
Ε, στον βωμό σιμά τί βουή
σηκώθηκε; τί συφορά σημαίνει;
ΙΟΛ. Γιά ιδέτε με έν᾽ αδύναμον γέρο στο χώμα
χυμένον· ω τον δύσμοιρο!
ΧΟΡ. Και ποιός στη γη σκληρά έτσι σ᾽ έχει σωριασμένον;
ΙΟΛ. Ω ξένοι, ετούτος ατιμάζοντας τους θεούς σας
με βία με τράβηξεν απ᾽ τον βωμό του Δία!
80 ΧΟΡ. Μα εσύ από ποιόνε τόπο, ω γέροντα, ήρθες
στον λαό τούτον, τον συνοικισμένον
από τέσσερες πολιτείες;
Ή πέραθ᾽ έφτασες με το καράβι,
αφήνοντας της Εύβοιας τ᾽ ακρογιάλια;
ΙΟΛ. Δεν είμαι, ω ξένοι, εγώ νησιώτης· έχω φτάσει
στη χώρα τη δική σας από τες Μυκήνες.
ΧΟΡ. Και με τί όνομα σε ονόμαζε
ο Μυκηναίος λαός, ω γέροντα;
ΙΟΛ. Θα ξέρετε τον Ιόλαο, τον παραστάτη
του Ηρακλή· είναι τ᾽ όνομ᾽ αυτό πολυακουσμένο.
90 ΧΟΡ. Το ξέρω κι από πριν· αλλά ποιανού ᾽ναι
τ᾽ ανήλικά τ᾽ αγόρια, που τα σφίγγεις
στην αγκαλιά σου; Πε μου το!
ΙΟΛ. Αχ! είναι του Ηρακλή τα τέκνα ετούτα, ω ξένοι,
που ᾽ρθαν ικέτες εδικοί σου και της πόλης.
ΧΟΡ. Τί δούλεψη ζητώντας; ή τί να μιλήσουν
στους άρχοντες; γιά πε μου.
ΙΟΛ. Να μην παραδοθούν μήτε με τη βία
ξεκολλημένοι απ᾽ τον βωμό στο Άργος να πάνε.
ΚΟΠ. Αυτό τους αφεντάδες σου δεν τους πειράζει,
100 που ορίζοντάς σε εδώ σε βρίσκουνε φευγάτο.
ΧΟΡ. Πρέπει να σέβεσαι των θέων, ω ξένε,
τους ικέτες· και με άνομο χέρι
να μην τους διώχνεις από τους ιερούς
βωμούς· η θεία Δίκη δεν στέργει το!
ΚΟΠ. Ε, λοιπόν διώχτε τους απ᾽ τη δική σας χώρα
και δεν θα μεταχειριστώ άνομο χέρι.
ΧΟΡ. Αυτό ᾽ναι αντίθετο παρακάλεσμα, να διώξει
η πολιτεία τους ξένους όπου της προσπέφτουν!
ΚΟΠ. Είναι καλό κανένας έξω απ᾽ τους κινδύνους
110 να μένει κάμνοντας την πιο ωφέλιμη σκέψη.
ἔα ἔα· τίς ἡ βοὴ βωμοῦ πέλας [στρ.]
ἕστηκε; ποίαν συμφορὰν δείξει τάχα;
75 ΙΟ. ἴδετε τὸν γέροντ᾽ ἀμαλὸν ἐπὶ πέδωι
χύμενον· ὦ τάλας
ΧΟ. πρὸς τοῦ ποτ᾽ ἐν γῆι πτῶμα δύστηνον πίτνεις;
‹ . . . ›
ΙΟ. ὅδ᾽ ὦ ξένοι με σοὺς ἀτιμάζων θεοὺς
ἕλκει βιαίως Ζηνὸς ἐκ προβωμίων.
80 ΧΟ. σὺ δ᾽ ἐκ τίνος γῆς, ὦ γέρον, τετράπτολιν
ξύνοικον ἦλθες λαόν; ἢ
πέραθεν ἁλίωι πλάται
κατέχετ᾽ ἐκλιπόντες Εὐβοῖδ᾽ ἀκτάν;
ΙΟ. οὐ νησιώτην, ὦ ξένοι, τρίβω βίον,
85 ἀλλ᾽ ἐκ Μυκηνῶν σὴν ἀφίγμεθα χθόνα.
ΧΟ. ὄνομα τί σε, γέρον, Μυκηναῖος ὠ-
νόμαζεν λεώς;
ΙΟ. τὸν Ἡράκλειον ἴστε που παραστάτην
Ἰόλαον· οὐ γὰρ σῶμ᾽ ἀκήρυκτον τόδε.
90 ΧΟ. οἶδ᾽ εἰσακούσας καὶ πρίν· ἀλλὰ τοῦ ποτε
ἐν χειρὶ σᾶι κομίζεις κόρους
νεοτρεφεῖς; φράσον.
ΙΟ. Ἡρακλέους οἵδ᾽ εἰσὶ παῖδες, ὦ ξένοι, [ἀντ.]
ἱκέται σέθεν τε καὶ πόλεως ἀφιγμένοι.
95 ΧΟ. τί χρέος; ἦ λόγων πόλεος, ἔνεπέ μοι,
μελόμενοι τυχεῖν;
ΙΟ. μήτ᾽ ἐκδοθῆναι μήτε πρὸς βίαν θεῶν
τῶν σῶν ἀποσπασθέντες εἰς Ἄργος μολεῖν.
ΚΟ. ἀλλ᾽ οὔτι τοῖς σοῖς δεσπόταις τάδ᾽ ἀρκέσει,
100 οἳ σοῦ κρατοῦντες ἐνθάδ᾽ εὑρίσκουσί σε.
ΧΟ. εἰκὸς θεῶν ἱκτῆρας αἰδεῖσθαι, ξένε,
καὶ μὴ βιαίωι χειρὶ δαι-
μόνων ἀπολιπεῖν σφ᾽ ἕδη·
πότνια γὰρ Δίκα τάδ᾽ οὐ πείσεται.
105 ΚΟ. ἔκπεμπέ νυν γῆς τούσδε τοὺς Εὐρυσθέως,
κοὐδὲν βιαίωι τῆιδε χρήσομαι χερί.
ΧΟ. ἄθεον ἱκεσίαν μεθεῖναι πόλει
ξένων προστροπάν.
ΚΟ. καλὸν δέ γ᾽ ἔξω πραγμάτων ἔχειν πόδα,
110 εὐβουλίας τυχόντα τῆς ἀμείνονος.
‹ . . . ›
***
ΧΟΡΟΣ
Ε, στον βωμό σιμά τί βουή
σηκώθηκε; τί συφορά σημαίνει;
ΙΟΛ. Γιά ιδέτε με έν᾽ αδύναμον γέρο στο χώμα
χυμένον· ω τον δύσμοιρο!
ΧΟΡ. Και ποιός στη γη σκληρά έτσι σ᾽ έχει σωριασμένον;
ΙΟΛ. Ω ξένοι, ετούτος ατιμάζοντας τους θεούς σας
με βία με τράβηξεν απ᾽ τον βωμό του Δία!
80 ΧΟΡ. Μα εσύ από ποιόνε τόπο, ω γέροντα, ήρθες
στον λαό τούτον, τον συνοικισμένον
από τέσσερες πολιτείες;
Ή πέραθ᾽ έφτασες με το καράβι,
αφήνοντας της Εύβοιας τ᾽ ακρογιάλια;
ΙΟΛ. Δεν είμαι, ω ξένοι, εγώ νησιώτης· έχω φτάσει
στη χώρα τη δική σας από τες Μυκήνες.
ΧΟΡ. Και με τί όνομα σε ονόμαζε
ο Μυκηναίος λαός, ω γέροντα;
ΙΟΛ. Θα ξέρετε τον Ιόλαο, τον παραστάτη
του Ηρακλή· είναι τ᾽ όνομ᾽ αυτό πολυακουσμένο.
90 ΧΟΡ. Το ξέρω κι από πριν· αλλά ποιανού ᾽ναι
τ᾽ ανήλικά τ᾽ αγόρια, που τα σφίγγεις
στην αγκαλιά σου; Πε μου το!
ΙΟΛ. Αχ! είναι του Ηρακλή τα τέκνα ετούτα, ω ξένοι,
που ᾽ρθαν ικέτες εδικοί σου και της πόλης.
ΧΟΡ. Τί δούλεψη ζητώντας; ή τί να μιλήσουν
στους άρχοντες; γιά πε μου.
ΙΟΛ. Να μην παραδοθούν μήτε με τη βία
ξεκολλημένοι απ᾽ τον βωμό στο Άργος να πάνε.
ΚΟΠ. Αυτό τους αφεντάδες σου δεν τους πειράζει,
100 που ορίζοντάς σε εδώ σε βρίσκουνε φευγάτο.
ΧΟΡ. Πρέπει να σέβεσαι των θέων, ω ξένε,
τους ικέτες· και με άνομο χέρι
να μην τους διώχνεις από τους ιερούς
βωμούς· η θεία Δίκη δεν στέργει το!
ΚΟΠ. Ε, λοιπόν διώχτε τους απ᾽ τη δική σας χώρα
και δεν θα μεταχειριστώ άνομο χέρι.
ΧΟΡ. Αυτό ᾽ναι αντίθετο παρακάλεσμα, να διώξει
η πολιτεία τους ξένους όπου της προσπέφτουν!
ΚΟΠ. Είναι καλό κανένας έξω απ᾽ τους κινδύνους
110 να μένει κάμνοντας την πιο ωφέλιμη σκέψη.