525 ΧΟ. Ἔρως Ἔρως, ὁ κατ᾽ ὀμμάτων [στρ. α]
στάζων πόθον, εἰσάγων γλυκεῖαν
ψυχᾶι χάριν οὓς ἐπιστρατεύσηι,
μή μοί ποτε σὺν κακῶι φανείης
μηδ᾽ ἄρρυθμος ἔλθοις.
530 οὔτε γὰρ πυρὸς οὔτ᾽ ἄστρων ὑπέρτερον βέλος
οἷον τὸ τᾶς Ἀφροδίτας ἵησιν ἐκ χερῶν
Ἔρως ὁ Διὸς παῖς.
535 ἄλλως ἄλλως παρά τ᾽ Ἀλφεῶι [ἀντ. α]
Φοίβου τ᾽ ἐπὶ Πυθίοις τεράμνοις
βούταν φόνον Ἑλλὰς ‹αἶ᾽› ἀέξει,
Ἔρωτα δέ, τὸν τύραννον ἀνδρῶν,
τὸν τᾶς Ἀφροδίτας
540 φιλτάτων θαλάμων κληιδοῦχον, οὐ σεβίζομεν,
πέρθοντα καὶ διὰ πάσας ἱέντα συμφορᾶς
θνατοὺς ὅταν ἔλθηι.
545 τὰν μὲν Οἰχαλίαι [στρ. β]
πῶλον ἄζυγα λέκτρων,
ἄνανδρον τὸ πρὶν καὶ ἄνυμφον, οἴκων
ζεύξασ᾽ ἀπ᾽ Εὐρυτίων
550 δρομάδα ναΐδ᾽ ὅπως τε βάκ-
χαν σὺν αἵματι, σὺν καπνῶι,
φονίοισι νυμφείοις
Ἀλκμήνας τόκωι Κύπρις ἐξέδωκεν· ὦ
τλάμων ὑμεναίων.
555 ὦ Θήβας ἱερὸν [ἀντ. β]
τεῖχος, ὦ στόμα Δίρκας,
συνείποιτ᾽ ἂν ἁ Κύπρις οἷον ἕρπει·
βροντᾶι γὰρ ἀμφιπύρωι
560 τοκάδα τὰν διγόνοιο Βάκ-
χου νυμφευσαμένα πότμωι
φονίωι κατηύνασεν.
δεινὰ γὰρ τὰ πάντ᾽ ἐπιπνεῖ, μέλισσα δ᾽ οἵ-
α τις πεπόταται.
***
Έρωτα, έρωτα, απ᾽ τα μάτια [στρ. 1]
τον καημό σταλάζεις κι όταν
την καρδιά λαβώνεις, γλύκα
τη γεμίζεις. Ω μην πέσεις,
καταπάνω μου κακός!
Μάιδε της φωτιάς η φλόγα
530 μάιδε τ᾽ αστροπελεκιού
καίνε σαν της Αφροδίτης
την σαγίτα, που τη ρίχνει
με το χέρι σου, παιδί.
Μάταια, μάταια στο ποτάμι [αντ. 1]
τ᾽ Αλφειού και στα τεμένη
των Δελφών η Ελλάδα σφάζει
βόδια, μα τον πρωταφέντην
έρωτα, τον πιο γλυκόν
κλειδοκράτη των θαλάμων
της αγάπης, οι θνητοί
540 δεν τονε τιμούν. Και κείνος
συφορά, χαημό σκορπίζει
όπου πάει κι όπου χτυπά!
Την Ιόλη την παρθένα [στρ. 2]
την ανέγγιχτην από άντρα
την ξεσήκωσε τη δόλια
550 απ᾽ το πατρικό της σπίτι
κι όλην αίμα και φωτιά
την παρέδωκε στο γιο
της Αλκμήνης η Αφροδίτη.
Ώχου γάμος με τραγούδια
του θανάτου θλιβερά!
Ω! ιερά τειχιά της Θήβας, [αντ. 2]
ω! της Δίρκης στόμα, πείτε
πως γδικιέται η Αφροδίτη!
560 Πώς του Βάκχου τη μητέρα
τηνε πάντρεψε η φωτιά
τ᾽ αστροπελεκιού και στάχτη
την αφήκε! Φοβερή ᾽ναι
κι από δω κι εκεί πετιέται
μέλισσα φαρμακερή!
στάζων πόθον, εἰσάγων γλυκεῖαν
ψυχᾶι χάριν οὓς ἐπιστρατεύσηι,
μή μοί ποτε σὺν κακῶι φανείης
μηδ᾽ ἄρρυθμος ἔλθοις.
530 οὔτε γὰρ πυρὸς οὔτ᾽ ἄστρων ὑπέρτερον βέλος
οἷον τὸ τᾶς Ἀφροδίτας ἵησιν ἐκ χερῶν
Ἔρως ὁ Διὸς παῖς.
535 ἄλλως ἄλλως παρά τ᾽ Ἀλφεῶι [ἀντ. α]
Φοίβου τ᾽ ἐπὶ Πυθίοις τεράμνοις
βούταν φόνον Ἑλλὰς ‹αἶ᾽› ἀέξει,
Ἔρωτα δέ, τὸν τύραννον ἀνδρῶν,
τὸν τᾶς Ἀφροδίτας
540 φιλτάτων θαλάμων κληιδοῦχον, οὐ σεβίζομεν,
πέρθοντα καὶ διὰ πάσας ἱέντα συμφορᾶς
θνατοὺς ὅταν ἔλθηι.
545 τὰν μὲν Οἰχαλίαι [στρ. β]
πῶλον ἄζυγα λέκτρων,
ἄνανδρον τὸ πρὶν καὶ ἄνυμφον, οἴκων
ζεύξασ᾽ ἀπ᾽ Εὐρυτίων
550 δρομάδα ναΐδ᾽ ὅπως τε βάκ-
χαν σὺν αἵματι, σὺν καπνῶι,
φονίοισι νυμφείοις
Ἀλκμήνας τόκωι Κύπρις ἐξέδωκεν· ὦ
τλάμων ὑμεναίων.
555 ὦ Θήβας ἱερὸν [ἀντ. β]
τεῖχος, ὦ στόμα Δίρκας,
συνείποιτ᾽ ἂν ἁ Κύπρις οἷον ἕρπει·
βροντᾶι γὰρ ἀμφιπύρωι
560 τοκάδα τὰν διγόνοιο Βάκ-
χου νυμφευσαμένα πότμωι
φονίωι κατηύνασεν.
δεινὰ γὰρ τὰ πάντ᾽ ἐπιπνεῖ, μέλισσα δ᾽ οἵ-
α τις πεπόταται.
***
Έρωτα, έρωτα, απ᾽ τα μάτια [στρ. 1]
τον καημό σταλάζεις κι όταν
την καρδιά λαβώνεις, γλύκα
τη γεμίζεις. Ω μην πέσεις,
καταπάνω μου κακός!
Μάιδε της φωτιάς η φλόγα
530 μάιδε τ᾽ αστροπελεκιού
καίνε σαν της Αφροδίτης
την σαγίτα, που τη ρίχνει
με το χέρι σου, παιδί.
Μάταια, μάταια στο ποτάμι [αντ. 1]
τ᾽ Αλφειού και στα τεμένη
των Δελφών η Ελλάδα σφάζει
βόδια, μα τον πρωταφέντην
έρωτα, τον πιο γλυκόν
κλειδοκράτη των θαλάμων
της αγάπης, οι θνητοί
540 δεν τονε τιμούν. Και κείνος
συφορά, χαημό σκορπίζει
όπου πάει κι όπου χτυπά!
Την Ιόλη την παρθένα [στρ. 2]
την ανέγγιχτην από άντρα
την ξεσήκωσε τη δόλια
550 απ᾽ το πατρικό της σπίτι
κι όλην αίμα και φωτιά
την παρέδωκε στο γιο
της Αλκμήνης η Αφροδίτη.
Ώχου γάμος με τραγούδια
του θανάτου θλιβερά!
Ω! ιερά τειχιά της Θήβας, [αντ. 2]
ω! της Δίρκης στόμα, πείτε
πως γδικιέται η Αφροδίτη!
560 Πώς του Βάκχου τη μητέρα
τηνε πάντρεψε η φωτιά
τ᾽ αστροπελεκιού και στάχτη
την αφήκε! Φοβερή ᾽ναι
κι από δω κι εκεί πετιέται
μέλισσα φαρμακερή!