Ο Αριστοτέλης παρακολουθώντας την πολλές φορές εσφαλμένη αντίληψη των ανθρώπων σχετικά με τις πράξεις που πραγματώνουν την ανδρεία νιώθει την ανάγκη να κατονομάσει πέντε περιπτώσεις, ώστε να διαχωριστεί η αυθεντική απόδοση της έννοιας από τις παρανοήσεις: «Πρώτη στη σειρά η πολιτική ανδρεία. Σύμφωνα, πράγματι, με την κοινή αντίληψη οι πολίτες έρχονται αντιμέτωποι με τους κινδύνους πρώτον εξαιτίας των ποινών που επιβάλλουν οι νόμοι, αλλά και λόγω του ψόγου που θα αντιμετωπίσουν, δεύτερον λόγω των τιμών που με τις πράξεις τους αυτές κερδίζουν». (1116a 8, 19-22).
Η πολιτική ανδρεία τοποθετείται πρώτη στη σειρά, γιατί κατά τον Αριστοτέλη είναι η πιο υγιής έκφανση της ανδρείας, είναι δηλαδή πιο κοντά στα πρότυπα που ο ίδιος όρισε: «πρώτη στη σειρά, γιατί αυτή είναι που μοιάζει πιο πολύ με την ανδρεία για την οποία ήταν ο λόγος μας». (1116a 8, 20).
Και συμπληρώνει: «Το είδος αυτό της ανδρείας μοιάζει πολύ περισσότερο από ό,τι όλα τα άλλα είδη με την ανδρεία για την οποία ήταν ο λόγος μας προηγουμένως, και αυτό γιατί έχει την αρχή της σε μια αρετή· πραγματικά η αρχή της βρίσκεται στην αιδώ, στην επιθυμία και επιδίωξη ενός ωραίου πράγματος (πρόκειται για την τιμή) και στην αποφυγή του ονείδους, που είναι κάτι άσχημο». (1116a 8, 30-32).
Είναι πράγματι ανδρείο να θέλει κάποιος να κερδίζει τιμές ασκώντας την αρετή που ορίζουν τα πρότυπα της πόλης ή να αποφύγει τις οδυνηρές επικρίσεις που θα προκύψουν αν δε συμμορφωθεί σ’ αυτά. Φυσικά, θεωρείται δεδομένο ότι πρόκειται για ευνομούμενη πόλη με ορθά πρότυπα αρετής, αφού σε αντίθετη περίπτωση όλα ματαιώνονται. Μια πόλη ανομίας κι ατιμωρησίας, που απαξιώνει το νόμο αναδεικνύοντας τον κυνισμό και το θράσος σε πηγή ισχύος, δεν μπορεί παρά να αναπαράγει τη στρεβλότητα υιοθετώντας τα πρότυπα της πιο επαίσχυντης υποκρισίας.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η τήρηση της αρετής μετατρέπεται σε κοινωνική προσποίηση, αφού επί της ουσίας έχει απαξιωθεί. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν ανταμείβεται ο ενάρετος. Γι’ αυτό και οι τιμές που αποδίδονται (τουλάχιστον από την άποψη της αρετής) δεν έχουν καμιά αξία. Κι όταν απαξιώνεται η αρετή, απαξιώνεται και η ανδρεία, καθώς μετατρέπεται σε θρασύτητα.
Όμως, ακόμη και σε μια άμεμπτη πόλη, που η επιδίωξη της τιμής συμβαδίζει αδιαπραγμάτευτα με τις επιταγές της αρετής, ο ενάρετος δεν είναι κατ’ ανάγκη ανδρείος, ακόμη κι αν δείχνει γενναιότητα τη στιγμή που πρέπει: «Εδώ θα μπορούσε κανείς να κατατάξει και όλους εκείνους που αναγκάζονται από τους άρχοντές τους να κάνουν τα έργα των ανδρείων· μόνο που αυτοί είναι κατώτεροι από τους προηγούμενους, δεδομένου ότι κάνουν τα έργα των ανδρείων όχι από αιδώ, αλλά από φόβο, και εκείνο που θέλουν να αποφύγουν δεν είναι το άσχημο, αλλά το δυσάρεστο· γιατί τους αναγκάζουν τα αφεντικά τους». (1116a 8, 33-36).
Με άλλα λόγια, κάθε έννοια ανδρείας ματαιώνεται, όταν προέρχεται από καταναγκασμό. Η ελεύθερη βούληση αναδεικνύεται σε παράγοντα απολύτως καθοριστικό για την πραγμάτωση όλων των εκφάνσεων της αρετής. Δεν πρέπει να αναγκάζεται κανείς να συμπεριφερθεί γενναία προκειμένου να αποφύγει κάτι χειρότερο. Πρέπει να το επιθυμεί και να το επιλέγει ως ανάγκη εσωτερική, ως πάγια θεώρηση του εαυτού μέσα στον κόσμο, δηλαδή ως προσωπική αντίληψη για την επίτευξη του ωραίου.
Κι αυτό ακριβώς ισχύει και στο πεδίο των μαχών: «Το ίδιο κάνουν και όλοι εκείνοι που βάζουν τους στρατιώτες στην πρώτη γραμμή και, όταν εκείνοι φεύγουν από τη θέση τους και πάνε πιο πίσω, τους χτυπούν· όπως και εκείνοι που τους παρατάσσουν μπροστά από τις τάφρους και τα παρόμοια· όλοι, πράγματι, αυτοί κάνουν χρήση εξαναγκασμών. Ανδρείος όμως πρέπει να είναι κανείς όχι από εξαναγκασμό, αλλά γιατί είναι ωραίο». (1116a 8, 40 και 1116b 8, 1-3).
Κι επειδή η ανδρεία έχει να κάνει με το μεγαλείο της ψυχής που δρα ελεύθερα για την προάσπιση της αρετής, δεν πρέπει να συγχέεται με τη γνώση και την εμπειρία, όπως εσφαλμένα υποστήριζε ο Σωκράτης: «Και η εμπειρία όμως σε επιμέρους τομείς θεωρείται και αυτή, ανδρεία· αυτό ήταν που έκανε και τον Σωκράτη να θεωρήσει ότι η ανδρεία είναι γνώση». (1116b 8, 4-5).
Ο Αριστοτέλης αντιτίθεται σ’ αυτή την άποψη επικαλούμενος το παράδειγμα των μισθοφόρων στρατιωτών: «Αυτού του είδους την ανδρεία ο ένας τη δείχνει σ’ αυτό, ο άλλος σε κάποιο άλλο είδος κινδύνου – οι μισθοφόροι στρατιώτες στους κινδύνους του πολέμου: φαίνεται πως στον πόλεμο υπάρχουν πολλοί φαινομενικοί κίνδυνοι, και οι στρατιώτες αυτοί είναι περισσότερο από κάθε άλλον σε θέση να τους ξέρουν· εμφανίζονται λοιπόν στα μάτια των άλλων ως ανδρείοι, γιατί αυτοί οι άλλοι δεν ξέρουν περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Έπειτα λόγω της εμπειρίας τους είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ικανοί να “κάνουν χωρίς να πάθουν”, γιατί μπορούν να κάνουν την καλύτερη χρήση των όπλων τους, αλλά και γιατί έχουν τέτοιου είδους όπλα που είναι τα καλύτερα για το “να κάνουν και να μην πάθουν”· μάχονται λοιπόν σαν οπλισμένοι με άοπλους, σαν επαγγελματίες αθλητές με ερασιτέχνες». (1116b 8, 6-14).
Από αυτή την άποψη, το θάρρος τους δε σχετίζεται με την ψυχική δύναμη της αντιμετώπισης του φόβου, αλλά με την επίγνωση της άκρατης υπεροχής που θα εξασφαλίσει τη σωτηρία. Αν δεχτούμε ότι οι μισθοφόροι είναι πιο ανδρείοι, επειδή γνωρίζουν την τέχνη του πολέμου κι αισθάνονται άτρωτοι, είναι σαν να υποστηρίζουμε ότι «δεν είναι οι πιο ανδρείοι αυτοί που μάχονται με τον καλύτερο τρόπο, αλλά οι πιο δυνατοί και αυτοί που τα σώματά τους βρίσκονται στην καλύτερη φόρμα». (1116b 8, 15-17). Θα είναι δηλαδή, σαν να μεταθέτουμε την ανδρεία από ψυχική σε σωματική αρετή.
Εξάλλου, η ίδια η πραγματικότητα καταδεικνύει τη συνήθη ανεπάρκεια θάρρους στις τάξεις των μισθοφόρων: «Οι επαγγελματίες όμως αυτοί στρατιώτες γίνονται δειλοί, όταν ο κίνδυνος ξεπερνά τα κανονικά όρια κι αυτοί μειονεκτούν από πλευράς αριθμού και πολεμικού εξοπλισμού: οι ίδιοι τρέπονται, τότε, πρώτοι σε φυγή, ενώ οι πολίτες μένουν στις θέσεις τους και σκοτώνονται. Για τους πολίτες η φυγή είναι άσχημο πράγμα, και ο θάνατος είναι προτιμότερος από μιαν άσχημη σωτηρία· οι μισθοφόροι όμως στρατιώτες στην αρχή αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο, επειδή πίστευαν πως αυτοί ήταν πιο δυνατοί, μόλις όμως αντιλήφθηκαν την πραγματικότητα, τότε πια το βάζουν στα πόδια, γιατί το θάνατο τον φοβούνται πιο πολύ από την άσχημη ενέργεια. Ο ανδρείος, φυσικά, δεν είναι τέτοιος άνθρωπος». (1116b 8, 17-26).
Σε τελική ανάλυση, οι μισθοφόροι εκπροσωπούν περισσότερο τη θρασύτητα της εκ του ασφαλούς σύγκρουσης, που μετατρέπεται αμέσως σε δειλία, αν τα δεδομένα αλλάξουν. Κι ο θρασύδειλος είναι το ακριβώς αντίθετο του ανδρείου.
Με τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ανδρείος αυτός που πράττει ανεξέλεγκτα, παρασυρμένος από συναισθηματική έξαρση: «Με την ανδρεία, όμως, συσχετίζουν και το βρασμό της ψυχής. Αυτοί δηλαδή που ενεργούν παθιασμένα, θεωρούνται ανδρείοι, ακριβώς όπως τα ζώα που ορμούν πάνω σ’ αυτούς που τα πλήγωσαν». (1116b 8, 26-28).
Το παράφορο θάρρος της στιγμιαίας έξαψης είναι αδύνατο να ταυτιστεί με την ανδρεία, καθώς τείνει περισσότερο στο ζωώδες: «Τα ζώα ενεργούν κάτω από την επίδραση του πόνου: γιατί πληγώθηκαν ή γιατί φοβούνται· ιδού και η απόδειξη: αν βρίσκονται στο δάσος [ή σε κάποιο έλος], δεν πλησιάζουν τους ανθρώπους. Δεν είναι λοιπόν ζώα ανδρεία μόνο και μόνο γιατί, παρακινημένα από τον πόνο και από το θυμό, ορμούν προς τον κίνδυνο δίχως να παραβλέπουν κανέναν από τους κινδύνους που τα περιμένει. Γιατί με αυτούς τους όρους ανδρεία θα ήταν, φυσικά, και τα γαϊδούρια όταν πεινούν, δεδομένου ότι και με το ξύλο που τρώνε, αυτά δεν εννοούν να παρατήσουν την τροφή τους». (1116b 8, 35-40 και 1117a 8, 1-2).
Η παρανόηση ανάμεσα στο παθιασμένο-ζωώδες θάρρος και στην ανδρεία οφείλεται στο ότι και ο ανδρείος συγκαταλέγεται στους ανθρώπους που ζουν με πάθος: «και οι ανδρείοι είναι παθιασμένα άτομα: η παθιασμένη ψυχή είναι που κυρίως εξωθεί τον άνθρωπο στους κινδύνους. Εξού και οι ομηρικές εκφράσεις: “έβαλε δύναμη μες στην ψυχής του”, “ξεσήκωσε μένος και ορμή”, “μένος δριμύ στα ρουθούνια του ανέβηκε”, “έβρασε το αίμα του”. Όλες, πράγματι, οι εκφράσεις αυτές μοιάζουν να δηλώνουν το ξεσήκωμα και την ορμή της ψυχής». (1116b 8, 29-34).
Όμως, η παθιασμένη ζωή δεν επιφέρει την ανδρεία αν δε συνδυαστεί με την επιθυμία της εκπλήρωσης του ωραίου, όπως αρμόζει στις απαιτήσεις της αρετής. Θα έλεγε κανείς ότι το πάθος είναι το πρώτο σκέλος της ανδρείας (το έχουν και τα ζώα), το οποίο όμως μένει μετέωρο χωρίς τη συμπλήρωση του δεύτερου σκέλους, δηλαδή του τελικού σκοπού της πράξης, που στην περίπτωση της ανδρείας – όπως και κάθε αρετής – πρέπει να είναι κάτι υψηλό.
Πολλοί άνθρωποι παρασυρμένοι από την επίτευξη του πρώτου σκέλους (πάθος) δεν εξετάζουν την επιτέλεση του δεύτερου (τελικός σκοπός σύμφωνα με τις αρχές της αρετής) ταυτίζοντας την ανδρεία με τη συναισθηματική έκρηξη που οδηγεί στο ανεξέλεγκτο, δηλαδή στο ζωώδες. Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Οι ανδρείοι λοιπόν ό,τι κάνουν το κάνουν για χάρη του ωραίου, και το ξεσήκωμα της ψυχής τούς βοηθάει σ’ αυτό». (1116b 8, 34-35).
Και θα γίνει σαφέστερος: «Δεν είναι λοιπόν ανδρεία τα ζώα που, παρακινημένα από τον πόνο και από το θυμό, ορμούν προς τον κίνδυνο. Η ανδρεία που έχει την αρχή της στο πάθος μοιάζει να είναι απολύτως φυσική, και αν της προστεθεί η προαίρεση και το επιθυμητό τέλος» («ου ένεκα» στο πρωτότυπο, οπότε η φράση «επιθυμητό τέλος» θα μπορούσε να αποδοθεί ως «επιθυμητός λόγος» ή «επιθυμητή αιτία»), «μπορεί να θεωρηθεί πραγματική ανδρεία». (1117a 8, 3-7).
Για τον Αριστοτέλη η αντίληψη που ταυτίζει τις εν βρασμώ ψυχής πράξεις με την ανδρεία, δεν είναι παρά η σύγχυση ανάμεσα στην ανδρεία και τη μαχητικότητα. Τα ζώα μπορεί να δείχνουν μαχητικότητα, όταν νιώθουν ότι κινδυνεύουν, όμως αυτό δεν έχει καμία σχέση με την ανδρεία.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους: «Και οι άνθρωποι, ως γνωστόν, υποφέρουν και αισθάνονται πόνο, όταν κατέχονται από οργή, και ευχαριστιούνται, όταν παίρνουν την εκδίκησή τους· μόνο που οι άνθρωποι που μάχονται γι’ αυτούς τους λόγους είναι, βέβαια, μαχητικοί, ανδρείοι όμως δεν είναι, γιατί δεν μάχονται για χάρη του ωραίου, ούτε όπως ορίζει ο λόγος, αλλά από πάθος – εν πάση περιπτώσει, έχουν μέσα τους κάτι που βρίσκεται πολύ κοντά» («παραπλήσιον» στο πρωτότυπο) «στην ανδρεία». (1117a 8, 7-11).
Είναι φανερό ότι, όταν μια πράξη δεν εκπληρώνει τις αξίες της λογικής (λόγος) και του υψηλού τελικού σκοπού, είναι αδύνατο να συγκαταλέγεται σ’ αυτό που ο Αριστοτέλης εννοεί εκπλήρωση της αρετής. Κι αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορεί να εκληφθεί η άκρατη αισιοδοξία ως ανδρεία: «Ούτε όμως οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τη ζωή με αισιοδοξία είναι ανδρείοι· γιατί ο λόγος που δείχνουν θάρρος στους κινδύνους είναι ότι νίκησαν πολλές φορές και πολλούς αντιπάλους». (1117a 8, 11-13).
Η αισιοδοξία αυτού του είδους έρχεται και πάλι σε αντίθεση με τη λογική, καθώς βασίζεται στην υπέρμετρη αυτοπεποίθηση λόγω προηγούμενων επιτυχιών. Σε τελική ανάλυση, η ανδρεία ενός τέτοιου αισιόδοξου δεν έχει να κάνει με την ψυχική δύναμη και τη συνειδητή επιθυμία για την επίτευξη του ωραίου, αλλά με το ασυλλόγιστο θάρρος μιας αβέβαιης υπεροχής, που οφείλεται περισσότερο στη συναισθηματική έξαρση παρά στα πραγματικά δεδομένα.
Γι’ αυτό και είναι πολύ πιθανό αυτοί οι άνθρωποι να τραπούν εν τέλει σε φυγή, αν διαπιστωθεί ότι ο κίνδυνος είναι πολύ πιο σοβαρός απ’ ότι περίμεναν: «οι ανδρείοι είναι θαρραλέοι για τους λόγους που είπαμε, ενώ οι αισιόδοξοι γιατί θαρρούν πως είναι πολύ δυνατοί και ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πάθουν οτιδήποτε (το ίδιο δεν κάνουν και οι μεθυσμένοι; Ο λόγος είναι ότι το μεθύσι τους κάνει αισιόδοξους). Όταν, πάντως, τα πράγματα δεν τους έρχονται όπως τα περίμεναν, τότε το βάζουν στα πόδια». (1117a 8, 14-18).
Η παρανόηση ανάμεσα στην άλογη αισιοδοξία και την ανδρεία έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ανδρεία ταιριάζει πράγματι περισσότερο στους αισιόδοξους, άποψη που έχει ήδη διατυπώσει ο Αριστοτέλης νωρίτερα: «… το θάρρος είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου που αντιμετωπίζει τη ζωή με αισιοδοξία». (1116a 8, 4). Γι’ αυτό και τώρα συμπληρώνει: «Εν πάση περιπτώσει, έχουν αρκετή ομοιότητα» (οι αισιόδοξοι εννοείται) «με τους ανδρείους, αφού και οι δυο τους είναι θαρραλέοι». (1117a 8, 13-14).
Όμως, άλλο η αισιόδοξη φύση που κινείται στο πλαίσιο της λογικής εκφράζοντας ψυχικό σθένος κι άλλο η υπέρμετρη αισιοδοξία που τείνει στην αφροσύνη. Η πρώτη εμπεριέχει το συνειδητό και αφορά την υπευθυνότητα στην ανάληψη ενός κινδύνου, ενώ η δεύτερη σχετίζεται με την άγνοια που γεννά η απερισκεψία. Κι αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι της δεύτερης κατηγορίας δεν αποκλείεται να το βάλουν και στα πόδια, πράξη εκ διαμέτρου αντίθετη με την έννοια της ανδρείας.
Ο Αριστοτέλης θα επαναλάβει για τελευταία φορά: «Του ανδρείου όμως γνώρισμα λέγαμε πως είναι το να αντιμετωπίζει όλα τα πράγματα που είναι, ή φαίνονται, φοβερά για τον άνθρωπο, και αυτό να το κάνει γιατί είναι κάτι το ωραίο και γιατί είναι άσχημο το να μην το κάνει». (1117a 8, 19-20).
Θα έλεγε κανείς ότι οι αισιόδοξοι που δε βασίζονται στις υποδείξεις της λογικής μοιάζουν πολύ με τους ανθρώπους που μπαίνουν σε περιπέτειες έχοντας άγνοια του κινδύνου. Όμως, κι εδώ πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός: «Ανδρείοι φαίνονται και οι άνθρωποι που έχουν άγνοια του κινδύνου. Οι άνθρωποι αυτοί δεν απέχουν πολύ από τους αισιόδοξους, είναι όμως κατώτεροι από εκείνους, καθώς δεν έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, ενώ εκείνοι έχουν. Γι’ αυτό και οι αισιόδοξοι μένουν για κάποιο διάστημα στη θέση τους, ενώ αυτοί, ξεγελασμένοι για την πραγματική κατάσταση, μόλις αντιληφθούν ή υποψιαστούν ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά, το βάζουν στα πόδια». (1117a 8, 26-30).
Το να καταδείξει κάποιος ανδρεία δεν είναι εύκολο πράγμα, αφού μπορεί να επιφέρει πόνους και οδύνες, ακόμη και θάνατο: «Οι άνθρωποι λοιπόν λέγονται ανδρείοι όταν – όπως το είπαμε ήδη – αντιμετωπίζουν τα δυσάρεστα και οδυνηρά πράγματα. Αυτός είναι ο λόγος που και η ανδρεία συνεπάγεται, επίσης, πόνο και λύπη, και είναι δικαιολογημένος ο έπαινος που της απονέμεται». (1117a 9, 37-39).
Σε τελική ανάλυση, η συνείδηση της επωμιζόμενης λύπης είναι που διαχωρίζει τον πραγματικά ανδρείο από τον κατ’ επίφαση ή κατά συνθήκη ανδρείο. Γι’ αυτό πρόκειται για θάρρος ψυχής που αξίζει τον έπαινο. Και γι’ αυτό δεν είναι ανδρείος ούτε αυτός που εξαναγκάζεται ούτε αυτός που νιώθει ασφάλεια έχοντας επίγνωση της υπεροχής του ούτε ο παράφορος που ενεργεί εν βρασμώ ψυχής ούτε ο υπεραισιόδοξος ούτε εκείνος που αγνοεί το μέγεθος του κινδύνου.
Όλοι αυτοί, επί της ουσίας, δε λειτουργούν συνειδητά. Η συνειδητή ενέργεια απαιτεί ελεύθερη βούληση, λογική, επίγνωση του κινδύνου και επιθυμία για την τέλεση ωραίου, που τίθεται ως πρώτη προτεραιότητα, δηλαδή ως μοναδικό επιδιωκόμενο τέλος. Και στη συνειδητή εκπλήρωση αυτών μόνο με τον εθισμό (έξη) μπορεί να φτάσει κανείς.
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο τίθεται ακόμη ένα κριτήριο για την ανδρεία, που πρέπει να λειτουργεί με τρόπο αυθόρμητο ακόμη και στα πιο αιφνίδια γεγονότα: «Γι’ αυτό και θεωρούμε ότι δείχνει μεγαλύτερη ανδρεία το να μείνει κανείς άφοβος και ατάραχος μπροστά στα φοβερά πράγματα που κάνουν ξαφνικά την εμφάνισή τους παρά σ’ εκείνα που τα είχε προβλέψει από πριν· ο λόγος είναι ότι η αρχή βρίσκεται πιο πολύ στην έξη· γιατί βρίσκεται, βέβαια, λιγότερο στην προπαρασκευή: στα πράγματα που είναι δυνατό να προβλεφθούν, μπορεί κανείς να κάνει την επιλογή και την προτίμησή του με τη βοήθεια υπολογισμών και σκέψης, τα ξαφνικά όμως πράγματα αντιμετωπίζονται κατά την έξη». (1117a 8, 21-26).
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια