Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ: Βίοι Φιλοσόφων - Θαλῆς (1.42-1.44)

Φέρονται δὲ καὶ τοῦ Θαλοῦ ἐπιστολαὶ αἵδε·

[1.43] Θαλῆς Φερεκύδει
Πυνθάνομαί σε πρῶτον Ἰώνων μέλλειν λόγους ἀμφὶ τῶν θείων χρημάτων ἐς τοὺς Ἕλληνας φαίνειν. καὶ τάχα μὲν ἡ γνώμη τοι δικαίη ἐς τὸ ξυνὸν καταθέσθαι γραφὴν ἢ ἐφ᾽ ὁποιοισοῦν ἐπιτρέπειν χρῆμα ἐς οὐδὲν ὄφελος. εἰ δή τοι ἥδιον, ἐθέλω γενέσθαι λεσχηνώτης περὶ ὁτέων γράφεις· καὶ ἢν κελεύῃς, παρὰ σὲ ἀφίξομαι ἐς Σῦρον. ἦ γὰρ ἂν φρενήρεες εἴημεν ἐγώ τε καὶ Σόλων ὁ Ἀθηναῖος, εἰ πλώσαντες μὲν ἐς Κρήτην κατὰ τὴν τῶν κεῖθι ἱστορίην, πλώσαντες δὲ ἐς Αἴγυπτον ὁμιλήσοντες τοῖς ἐκείνῃ ὅσοι ἱερέες τε καὶ ἀστρολόγοι, παρὰ σὲ δὲ μὴ πλώσαιμεν. ἥξει γὰρ καὶ ὁ Σόλων, ἢν ἐπιτρέπῃς.

[1.44] σὺ μέντοι χωροφιλέων ὀλίγα φοιτέεις ἐς Ἰωνίην, οὐδέ σε ποθὴ ἴσχει ἀνδρῶν ξείνων· ἀλλά, ὡς ἔλπομαι, ἑνὶ μούνῳ χρήματι πρόσκεαι τῇ γραφῇ. ἡμέες δὲ οἱ μηδὲν γράφοντες περιχωρέομεν τήν τε Ἑλλάδα καὶ Ἀσίην.

Θαλῆς Σόλωνι
Ὑπαποστὰς ἐξ Ἀθηνέων δοκέεις ἄν μοι ἁρμοδιώτατα ἐν Μιλήτῳ οἶκον ποιέεσθαι παρὰ τοῖς ἀποίκοις ὑμέων· καὶ γὰρ ἐνθαῦτά τοι δεινὸν οὐδέν. εἰ δὲ ἀσχαλήσεις ὅτι καὶ Μιλήσιοι τυραννεόμεθα—ἐχθαίρεις γὰρ πάντας αἰσυμνήτας—ἀλλὰ τέρποι᾽ ἂν σὺν τοῖς ἑτάροις ἡμῖν καταβιούς. ἐπέστειλε δέ τοι καὶ Βίης ἥκειν ἐς Πριήνην· σὺ δὲ εἰ προσηνέστερόν τοι τὸ Πριηνέων ἄστυ, κεῖθι οἰκέειν, καὶ αὐτοὶ παρὰ σὲ οἰκήσομεν.

***
Με το όνομα του Θαλή φέρονται και οι ακόλουθες επιστολές:

[1.43] Ο Θαλής στον Φερεκύδη
Μαθαίνω ότι πρώτος εσύ από τους Ίωνες σκοπεύεις να παρουσιάσεις θεολογική πραγματεία στους Έλληνες. Ίσως είναι σωστή η σκέψη σου να παρουσιάσεις το βιβλίο σου στο μεγάλο κοινό παρά να το εμπιστευθείς σε κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα, κάτι που θα ήταν δίχως κανένα όφελος. Αν θα σου ήταν ευχάριστο, είμαι πρόθυμος να συζητήσω μαζί σου τα όσα γράφεις· και αν μου το ζητήσεις, θα έρθω να σε συναντήσω στη Σύρο. Πραγματικά δεν θα ήμασταν μυαλωμένοι άνθρωποι ο Αθηναίος Σόλωνας κι εγώ, που πλεύσαμε ώς την Κρήτη για να ερευνήσουμε όλα τα εκεί και, επίσης, ώς την Αίγυπτο για να συναντήσουμε εκεί τους ιερείς και τους αστρονόμους, αν δεν αποφασίζαμε να πλεύσουμε ώς εσένα — γιατί θα ᾽ρθει και ο Σόλωνας, αν δώσεις εσύ την άδεια.

[1.44] Εσύ, πάντως, με την αγάπη που έχεις για τον τόπο σου, σπάνια έρχεσαι στην Ιωνία, και ούτε έχεις λαχτάρα να βλέπεις ξένους ανθρώπους· θαρρώ πως έχεις αφοσιωθεί σε ένα μόνο πράγμα, στο γράψιμο· ενώ εμείς, που δεν γράφουμε τίποτε, τριγυρνούμε σε Ελλάδα και Ασία.

Ο Θαλής στον Σόλωνα
Αν φύγεις από την Αθήνα, νομίζω ότι το καλύτερο θα ήταν να ᾽ρθεις να εγκατασταθείς στη Μίλητο, εδώ, κοντά στους αποίκους σας. Εδώ δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε. Και αν σ᾽ ενοχλήσει που κι εμείς οι Μιλήσιοι κυβερνιόμαστε από τύραννο —το ξέρω ότι μισείς όλους τους δικτάτορες—, τουλάχιστο θα χαίρεσαι ζώντας με μας τους φίλους σου. Σου έγραψε και ο Βίαντας να πας στην Πριήνη. Αν η πόλη της Πριήνης σ᾽ ευχαριστεί περισσότερο, πήγαινε να εγκατασταθείς εκεί. Στην περίπτωση αυτή θα ᾽ρθω να ζήσω κι εγώ μαζί σου.

ΟΙ ΣΟΦΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ (II)

Πλησιάσαμε τώρα το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Ο Σω­κράτης είναι μεσήλικας, ο Πλάτων γεννιέται ή κοντεύει να γεννηθεί (Γεννήθηκε το 427). Είναι η εποχή που αρχίζει η αν­τίδραση κατά της φυσικής έρευνας και οι φιλόσοφοι άρχισαν να κατευθύνουν τις σκέψεις τους προς την ανθρώπινη ζωή, κι έτσι φτάνουμε στον δεύτερο από τους δύο κλάδους της φιλο­σοφίας που ανέφερα στην αρχή. Ένας λόγος για την αλλαγή αυτή δεν είναι δυσπρόσιτος. Ήταν η επανάσταση του κοινού νου κατά του απόμακρου και ακατανόητου κόσμου που πα­ρουσίαζαν οι φυσικοί φιλόσοφοι. Ο κοινός άνθρωπος αντιμε­τώπιζε το πρόβλημα: να πιστέψει μαζί με τον Παρμενίδη ότι κάθε κίνηση ήταν αυταπάτη και η πραγματικότητα ένα ακίνη­το και πλήρες ον ή αλλιώς «να σώσει τα φαινόμενα» (όπως οι άλλοι είχαν το θράσος να πουν)*1 με το να παραδεχτεί ως μό­νες πραγματικότητες τα άτομα -αόρατα, άχρωμα, άοσμα, άη­χα άτομα- και το κενό. Καμιά από τις δύο εικόνες δεν ήταν ούτε ενθαρρυντική, ούτε ιδιαίτερα πιστευτή. Όπως και να 'ναι, αν θα έπρεπε να πιστέψουμε τους φυσικούς φιλοσόφους, τότε ό,τι ονόμαζαν «φύσιν» ή πραγματική ουσία των πραγμά­των ήταν κάτι το απολύτως μακριά από τον κόσμο στον οποίο φαίνεται να ζούμε. Αν είχαν δίκιο, τότε η φύση του πραγματι­κού κόσμου αποδεικνυόταν να έχει πολύ λίγες συνέπειες για τον άνθρωπο, που έπρεπε να έχει δοσοληψίες καθημερινές με έναν κόσμο τελείως διαφορετικό.
   
        Για να κατανοήσουμε αυτή τη στάση, θα πρέπει βέβαια να θυμίσουμε στον εαυτό μας ότι εντελώς απουσίαζε οποιαδήποτε πειραματική απόδειξη για τους ισχυρισμός τους, και επίσης κάθε μορφή εφαρμοσμένης επιστήμης.
      
Ο σημερινός φυσικός μου λέει εξίσου ότι το γραφείο το οποίο μοιάζει στερεό κάτω από τη γραφομηχανή μου είναι μια στροβιλιζόμενη λαίλαπα που περιλαμβάνει περισσότερο κενό παρά στερεά σώματα. Μπορώ να ανταπαντήσω πως η πείρα μου δεν συμφωνεί με αυτό, όμως δεν μπορώ να τον αγνοήσω ή να συμπεράνω ότι η άποψη που έχει για την πραγματικότητα δεν έχει συνέπειες για μένα. Όλοι μας έχουμε γνώση (δυστυ­χώς πολύ ζοφερή) του ποιες πρακτικές συνέπειες μπορεί να έχει η πυρηνική επιστήμη πάνω στη ζωή μας. Ο Έλληνας ήταν πιο τυχερός. Μπορούσε να γυρίσει την πλάτη και αυτό έκανε, και - εν μέρει τουλάχιστον - σε αυτή την περίσταση οφείλουμε μερικές από τις πιο βαθειές σκέψεις πάνω στη φύση και το σκοπό της ανθρώπινης ζωής.
      
        Οι λόγοι αυτής της μεταβολής ήταν κατ’ ανάγκην σύνθετοι. Η Αθήνα είχε γίνει στον πνευματικό τομέα και σε άλλους ο αδιαμφισβήτητο; ηγέτης του ελληνικού κόσμου, έτσι που και οι διανοητέ; από άλλες περιοχές του ελληνισμού, όπως ο Ανα­ξαγόρας και ο Πρωταγόρας, έτειναν vex προσελκυστούν στην τροχιά της Αθήνας και να ζήσουν εκεί. Αλλ' η Αθήνα, από το 431 και μετά, είχε εμπλακεί στον μακρό και φοβερό πόλεμο που θα οδηγούσε στην πτώση της τριάντα χρόνια αργότερα, και αμέσως μετά την έκρηξη του δοκίμασε όλη τη φρίκη του λοιμού. Αν η αμερόληπτη επιστημονική έρευνα απαιτεί, όπως σωστά λέει ο Αριστοτέλης, τουλάχιστον ένα ελάχιστο άνεσης και άνετων υλικών συνθηκών, τότε η Αθήνα δεν ήταν πια τό­πος άνετη; διαβίωσης, αλλά μάλλον μια πόλη στην οποία οι προβληματισμοί για την ανθρώπινη ζωή και πράξη όλο και επεκτείνονταν. Επιπλέον η Αθήνα ήταν δημοκρατία, δημο­κρατία αρκετά μικρή ώστε να εξασφαλίζει πραγματικά τη συμμετοχή όλων των ελεύθερων πολιτών στην πολιτική ζωή και όχι απλώς την εκλογή πολιτικών αντιπροσώπων κάθε τό­σα χρόνια. Ορισμένα αξιώματα δίνονταν με κλήρο και ο κάθε πολίτης μπορούσε να νιώθει ότι είχε αρκετή πιθανότητα να παίξει ενεργό ρόλο στην πορεία των κρατικών υποθέσεων. Τούτο με τη σειρά του τροφοδοτούσε τη φιλοδοξία τους να μάθουν περισσότερα για τις αρχές που πάνω τους στηρίζεται η πολιτική ζωή και για τις τέχνες που θα τους εξασφάλιζαν την επιτυχία στην πολιτική.
      
        Εδώ όμως δεν υπάρχει δυνατότητα άλλη παρά να φανούμε αυστηρά εκλεκτικοί, γι' αυτό -μετά από αυτή τη σύντομη μνεία του ότι και σπουδαίοι κοινωνικοί και πολιτικοί παρά­γοντες επιδρούσαν σχετικά - προτείνω να συγκεντρωθούμε στους κυρίως φιλοσοφικούς λόγους αυτής της μεταβολής, εξα­σφαλίζοντας έτσι τουλάχιστον το πλεονέκτημα του να ακολου­θήσουμε ένα συνεπέστερο ειρμό επιχειρημάτων. Η αντίδραση και απομάκρυνση από την έρευνα της "φύσεως" αποδίδεται πότε πότε (μεταξύ άλλων) σε ό,τι χαρακτηρίστηκε χρεωκοπία της φυσικής επιστήμης και πήραμε κιόλας μια ιδέα του τι ση­μαίνει η φράση αυτή. Η βάση της φυσικής επιστήμης στην Ελ­λάδα, όπως είπαμε στην αρχή, ήταν η έρευνα για μια μονιμό­τητα ή σταθερότητα και για μια υποκρυπτόμενη ενότητα σε έναν κόσμο επιφανειακά μεταβλητό και ασταθή, συναποτελούμενο απλώς από μια πολλαπλότητα που πολύ μας μπερ­δεύει. Ο κοινός άνθρωπος θα πρέπει να πίστευε ότι οι φυσι­κοί φιλόσοφοι είχαν σαφώς αποτύχει. Του πρόσφεραν τη δυ­νατότητα της εκλογής ανάμεσα στον Παρμενίδη και τους ατο­μικούς. Ή θα δεχόταν την ενότητα του κόσμου, με τίμημα να αρνηθεί να πιστεύει σε ό,τι του φαινόταν πραγματικό και να παραδεχτεί ότι όλες του οι αισθήσεις ήταν απατηλές· ή θα ακολουθούσε όσους είχαν εγκαταλείψει κάθε άποψη για το ενιαίο του κόσμου πίσω από την πολλότητα, και δημιουργού­σαν έναν κόσμο συνιστάμενο από άπειρη και μόνο πολλότητα· και ούτε καν δέχονταν το χαρακτηρισμό της πραγματικότητας για τις δευτερεύουσες ιδιότητες που συνιστούσαν μέγα μέρος του κόσμου της εμπειρίας του, του κόσμου τον οποίο θα μπο­ρούσαν να δουν και ακροαστούν και οσφρανθούν και γευ­θούν.
     
        Η αντίδραση και η στροφή προς τον ανθρωποκεντρισμό συνδυάζεται με την άνοδο μιας νέας τάξης, των Σοφιστών. Συχνά τονίζεται ότι οι Σοφιστές δεν αποτελούσαν χωριστή φι­λοσοφική σχολή, αλλά μάλλον επαγγελματική τάξη. Ήταν πε­ριφερόμενοι δάσκαλοι που κέρδιζαν το ψωμί τους χάρη στην πείνα για καθοδήγηση σε πρακτικά θέματα, πείνα που παρου­σιάστηκε εκείνη την εποχή από τις αιτίες που ανέφερα: τις αυξανόμενες ευκαιρίες να πάρει κάποιος μέρος στην πολιτική δράση, την αναπτυσσόμενη δυσαρέσκεια προς τους φυσικούς φιλοσόφους και (θα μπορούσε να προσθέσει κανείς) έναν αυ­ξανόμενο σκεπτικισμό απέναντι στο κύρος της παραδοσιακής θρησκευτικής διδασκαλίας με τις ωμά ανθρωπομορφικές πα­ραστάσεις των θεών. Η λέξη «σοφιστής» (= «πρακτικός δά­σκαλος της σοφίας») δεν είχε ως τότε καθόλου προσβλητική σημασία. Ήταν πράγματι η λέξη που χρησιμοποιούσαν για τους επτά σοφούς της παράδοσης. Η αντιδημοτικότητα των Σοφιστών του 5ου αι. έδωσε στη λέξη την απόχρωση που έχει έκτοτε.
      
Αν και δεν μπορεί κανείς να θεωρήσει τους Σοφιστές χωρι­στή φιλοσοφική σχολή, είχαν κάποια συγκεκριμένα κοινά ση­μεία. Ένα ήταν η ουσιαστικά πρακτική φύση της διδασκαλίας τους· ως τέτοια παρουσίαζαν την εναποτύπωση στο νου των νέων της "αρετής". Συζητήσαμε κιόλας για το νόημα αυτής της λέξης, που η πρακτική της σημασία φαίνεται καθαρά στην ιστορία του Σοφιστή Ιππία που, για να διαφημίσει κατά κά­ποιο τρόπο ζωντανό τις δυνατότητες του, παρουσιάστηκε στους Ολυμπιακούς αγώνες να φορεί μόνο ό,τι είχε ο ίδιος κατασκευάσει, μέχρι και το δαχτυλίδι του.
     
        Κατά δεύτερο λόγο, οι Σοφιστές συμμερίζονταν κάτι που μπορεί επιτυχέστερα να ονομαστεί φιλοσοφική στάση, συγκε­κριμένα έναν κοινό σκεπτικισμό, μια έλλειψη εμπιστοσύνης στη δυνατότητα της απόλυτης γνώσης. Αυτό ήταν φυσική συ­νέπεια του αδιεξόδου στο οποίο, ως φαίνεται, είχε φτάσει η φυσική φιλοσοφία. Η γνώση εξαρτάται από δύο πράγματα: την κατοχή ικανοτήτων, που μπορούν να μας φέρουν σε επα­φή με την πραγματικότητα, και την ύπαρξη μιας σταθερής πραγματικότητας που θέλουμε να γνωρίσουμε. Ως όργανα της γνώσης οι αισθήσεις είχαν αντιμετωπίσει τώρα πια αυστηρή μεταχείριση, και τίποτε άλλο δεν είχε ως τώρα μπει στη θέση τους. Και η πίστη στην ενότητα και τη σταθερότητα του Σύμπαντος είχε υπονομευτεί, χωρίς ακόμα να έχει αναδυθεί η άποψη ότι μπορεί να υφίσταται μια μόνιμη και προσιτή στη γνώση πραγματικότητα έξω και πέρα από τον φυσικό κόσμο.
      
        Αίμα της φιλοσοφίας είναι η αμφισβήτηση. Άπαξ και τα πρώτα της ξεκινήματα έγιναν παρελθόν, κάθε καινούρια εξέ­λιξη αντιπροσωπεύει συνήθως μια αντίδραση στην προηγού­μενη διανόηση. Αυτό αληθεύει για τους μεγαλύτερους Έλλη­νες - τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Γι' αυ­τό αξίζει τον κόπο να ξοδέψουμε κάποιο χρόνο, όπως και ξο­δέψαμε, για τους άμεσους προδρόμους των, για να εννοήσου­με τις πηγές και της δικής τους σκέψης· και για τον ίδιο λόγο έχει ιδιαίτερη σημασία να συλλάβουμε το σημείο, στο οποίο φτάσαμε τώρα, ότι δηλ. η ηθική και πολιτική φιλοσοφία πρω­τοπαρουσιάστηκαν στην Ελλάδα (και αυτό σημαίνει: πρωτο­παρουσιάστηκαν στην Ευρώπη) μέσα σε μια ατμόσφαιρα σκε­πτικισμού. Αυτόν τον σκεπτικισμό έκαμαν έργο της ζωής τους να καταπολεμήσουν ο Σωκράτης και οι διάδοχοι του. Στο φυ­σικό πεδίο ο Δημόκριτος είχε πει ότι τα αισθήματα του γλυ­κού και του πικρού, του θερμού και του ψυχρού δεν ήταν πα­ρά συμβατικοί όροι. Δεν ανταποκρίνονταν σε κάτι πραγματι­κό. Γι’ αυτόν το λόγο ό,τι σ' εμένα φαινόταν γλυκό, ίσως φαι­νόταν σ' εσένα πικρό, ή και σ’ εμένα, αν δεν ήμουν καλά, και το ίδιο νερό ίσως το νιώσω θερμό στο ένα μου χέρι και ψυχρό στο άλλο. Το κάθε τι εξαρτάται από το πώς συμβαίνει να είναι τακτοποιημένα τα άτομα στο σώμα μας και από το πώς αυτά αντιδρούν στον εξίσου πρόσκαιρο συνδυασμό των ατόμων στο λεγόμενο αισθητό αντικείμενο. Η μεταφορά της αντίληψης αυ­τής στο πεδίο της ηθικής ήταν πολύ εύκολη και την πραγματο­ποίησε τότε περίπου, αληθινά, αν πρέπει να πιστέψουμε τη μεταγενέστερη παράδοση, ένας Αθηναίος με το όνομα Αρχέ­λαος, μαθητής του Αναξαγόρα. Αν το θερμό και το ψυχρό, το γλυκό και το πικρό, δεν υπάρχουν στη φύση, αλλ’ είναι απλώς θέμα του πώς τα αισθανόμαστε κατά περίπτωση, τότε - υπο­στήριξε - δεν θα πρέπει να υποθέσουμε ότι το δίκαιο και το άδικο, το σωστό και το λάθος έχουν ύπαρξη εξίσου υποκειμε­νική και μη-πραγματική; Δεν μπορεί να υπάρχουν στη φύση απόλυτες αρχές που να κυβερνούν τις σχέσεις μεταξύ ανθρώ­πων. Το παν εξαρτάται από το πώς βλέπει κανείς κάτι.
      
        Μπορούμε να διασαφηνίσουμε τη σκεπτικιστική άποψη των Σοφιστών, αν μνημονεύσουμε χωρία δύο από τους πιο γνω­στούς Σοφιστές, που άσκησαν και τη μεγαλύτερη επιρροή, το Γοργία και τον Πρωταγόρα. Ο τίτλος που προτιμούσε να δώ­σει ένας φυσικός φιλόσοφος στο έργο του ήταν «Περί φύσεως ή περί του όντος». Συνειδητά παρωδώντας τα πολλά έργα με τον ίδιο τίτλο ο Γοργίας έγραψε ένα έργο στο οποίο έδωσε τον τίτλο «Περί φύσεως είτε περί του μη οντος», και σε αυτό προσπάθησε να αποδείξει τρία πράγματα: α) ότι τίποτε δεν υπάρχει· β) ότι κι αν υπήρχε κάτι, δεν θα μπορούσαμε να το γνωρίσουμε· γ) κι αν ακόμη μπορούσαμε να γνωρίσουμε κάτι, δε θα μπορούσαμε να το μεταδώσουμε στο γείτονα μας.
      
        Ο Πρωταγόρας εξέφρασε ως εξής τις απόψεις του για τη θρησκεία: «Για τους θεούς, δεν μπορώ να ξέρω αν υπάρχουν ή όχι ούτε πώς είναι· γιατί πολλά με εμποδίζουν να το μάθω. μεταξύ των οποίων και το σκοτεινό του πράγματος και η συν­τομία της ανθρώπινης ζωής»*2 Ο ίδιος ήταν που είπε το περί­φημο απόφθεγμα «Ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων»*3, που σήμαινε - αν πρέπει να εμπιστευθούμε την ερμηνεία του Πλάτωνα - ότι ο τρόπος με τον οποίο βλέπει ο α΄ τα πράγματα, αποτελεί γι' αυτόν την αλήθεια, και ο τρό­πος που τα βλέπει ο β΄, αποτελεί γι’ αυτόν την αλήθεια. Δεν μπορεί ο ένας να πείσει τον άλλο ότι έχει λάθος, γιατί αν ο ένας βλέπει τα πράγματα με τον α΄ τρόπο, τότε αυτά υπάρ­χουν γι’ αυτόν όπως τα αντιλαμβάνεται, κι ας τα βλέπει δια­φορετικά ο γείτονας του. Η αλήθεια είναι απολύτως σχετική. Ο Πρωταγόρας όμως άφηνε χώρο για τις παραδοσιακές από­ψεις περί αλήθειας και ηθικής προσθέτοντας ότι, μολονότι κα­μιά γνώμη δεν είναι αληθέστερη από τις άλλες, μπορεί η μια γνώμη να είναι καλύτερη από την άλλη. Αν στα μάτια ενός που υποφέρει από ίκτερο όλα τα πράγματα φαίνονται κίτρι­να, είναι γι' αυτόν πράγματι κίτρινα και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να του πει πως δεν είναι. Αξίζει όμως τον κόπο ένας γιατρός να μεταβάλει τον κόσμο αυτού του ανθρώπου βελτιώνοντας τη σωματική του κατάσταση, ώστε τα πράγματα να πάψουν να είναι γι’ αυτόν κίτρινα. Παρόμοια αν ένας άν­θρωπος ειλικρινά πιστεύει ότι είναι σωστό να κλέβει, τότε η γνώμη του αυτή είναι γι' αυτόν σωστή όσο την πιστεύει. Αλλ' η μεγάλη πλειονότητα, για την οποία η κλοπή και φαίνεται και είναι κακό, θα πρέπει να προσπαθήσει να αλλάξει την κα­τάσταση του πνεύματος του και να το οδηγήσει να δεχτεί από­ψεις που δεν είναι αληθινά ορθότερες, αλλά καλύτερες. Εγκα­ταλείπεται ο έλεγχος της αλήθειας ή του ψεύδους για ένα πράγμα, και αντικαθίσταται από τον έλεγχο της χρησιμότητας του.
      
        Ο ανευλαβής σκεπτικισμός των Σοφιστών επηρέασε το ως τώρα αναμφισβήτητο κύρος του νόμου, που βασιζόταν στην πίστη ότι ο νόμος είχε θεία καταγωγή. Τους πρωιμότερους νο­μοθέτες, όπως ο Λυκούργος, ο παραδοσιακός θεμελιωτής της Σπάρτης, θεωρούσαν ότι τους είχε φωτίσει ο Απόλλων και αποτελούσε ακόμα έθιμο οι νομοθέτες να προσφεύγουν στα μαντείο του στους Δελφούς και να εξασφαλίζουν αν όχι τη συμβουλή του, τουλάχιστον την επικύρωση εκ μέρους του των σχεδίων τους. Αυτή τη θρησκευτική θεμελίωση του νόμου υπονόμευε τώρα όχι μόνο η αθεϊστική ροπή της φυσικής φιλο­σοφίας - την οποία ροπή οι Σοφιστές ανέλαβαν να συνεχίσουν με τόσο πολύ ζήλο - αλλά και οι εξωτερικές περιστάσεις, όπως ήταν η αυξανόμενη επαφή των Ελλήνων με τις ξένες χώ­ρες και το μέγα σώμα της σύγχρονης νομοθεσίας της συνδεό­μενης με την ίδρυση των αποικιών. Οι Σοφιστές ήταν τέκνα της εποχής τους. Η επαφή τους δίδαξε τις θεμελιώδεις διαφο­ρές που μπορούσαν να υπάρχουν μεταξύ νομοθεσιών και λαών που ζούσαν σε διαφορετικά κλίματα. Όσο για τις νέες νομοθεσίες, ήταν δύσκολο να πιστέψουν ότι κατέβαιναν από τον ουρανό, όταν οι φίλοι κάποιου (ή, ακόμη χειρότερα, οι εχθροί του) είχαν λάβει εντολή να νομοθετήσουν. Ο ίδιος ο Πρωταγόρας είχε λάβει εντολή το 443 π.Χ. να συντάξει νό­μους για τη νέα αθηναϊκή αποικία, τους Θούριους στην Κάτω Ιταλία. Δεν είναι εκπληκτικό ότι ήταν ο πρώτος που διέδωσε τη θεωρία της καταγωγής του δικαίου, την οποία σήμερα γνω­ρίζουμε με τον τίτλο «κοινωνικό συμβόλαιο». Είτε ότι οι άν­θρωποι, για να προστατευτούν από τα άγρια ζώα και να βελ­τιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο, αναγκάστηκαν σε ένα πρώι­μο στάδιο να ενωθούν σε κοινότητες. Ως τότε δεν είχαν ούτε ηθικούς κανόνες ούτε νόμους, αλλ' η ζωή στις κοινωνίες απο­δείχτηκε πως θα ήταν αδύνατη, αν ίσχυαν οι νόμοι της ζούγ­κλας και έτσι, με αργά και κοπιαστικά βήματα, έμαθαν την αναγκαιότητα των νόμων και των συμβάσεων με τα οποία οι ισχυρότεροι δεσμεύτηκαν να μην επιτίθενται και ληστεύουν τους αδύνατους για μόνο το λόγο ότι αυτοί είναι οι ισχυρότε­ροι.
      
          Με δεδομένη αυτή την αρχική υπόθεση, ότι οι νόμοι και οι ηθικοί κώδικες δεν είχαν θεία καταγωγή αλλά ανθρώπινη και ατελή, ήταν δυνατόν να καταλήξει κάποιος σε πρακτικά συμ­περάσματα πολύ διαφορετικά. Ο ίδιος ο Πρωταγόρας είπε ότι οι νόμοι δημιουργήθηκαν, γιατί ήταν απαραίτητοι. Προασπίσθηκε λοιπόν το κοινωνικό συμβόλαιο και ζήτησε υποταγή στους νόμους. Άλλοι ριζοσπαστικότεροι Σοφιστές απέκρου­σαν τη θεωρία και υποστήριξαν το φυσικό δικαίωμα του ισχυρότερου να επικρατήσει. Ποικίλα συμπεράσματα θα μπο­ρούσαν να αντληθούν σχετικά, αλλά η μείζων πρόταση ήταν η ίδια για όλα. Όλα παρόμοια ξεκινούσαν από την πλήρη απουσία απόλυτων αξιών και προτύπων, είτε στηρίζονταν σε θεολογικές ιδέες είτε όχι. Κάθε ανθρώπινη ενέργεια την αντι­μετώπιζαν οι Σοφιστές ως στηριζόμενη στην πείρα και μόνο, και επιβαλλόμενη μόνο και μόνο από το κοινό συμφέρον. Ορ­θό και λάθος, σοφία, δικαιοσύνη και καλοσύνη δεν ήταν παρά λέξεις, έστω και αν θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν φρόνιμο να συμπεριφερθούμε σαν να ήταν κάτι περισσότερο από λέξεις.
      
        Σε έναν τέτοιο κόσμο ιδεών εμφανίστηκε ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Αυτή η σοφιστική άποψη του φάνηκε ταυτόχρονα και λανθα­σμένη και ηθικά επικίνδυνη και θεώρησε έργο ζωής γι' αυτόν να την πολεμήσει2
   
        Ο Σωκράτης πιθανόν είναι κυρίως γνωστός από το περίφη­μο ρητό του ότι «η αρετή είναι γνώση»*5, και το να ανακαλύ­ψουμε τι σημαίνει αυτό αποτελεί προσέγγιση στον πυρήνα της φιλοσοφίας του εξ ίσου καλή όσο και οποιαδήποτε άλλη. Κα­τανοούμε το ρητό τοποθετώντας το ιστορικά, δηλαδή συσχετί­ζοντας το με τα προβλήματα, με τα οποία η προγενέστερη και σύγχρονη σκέψη και οι περιστάσεις του καιρού του τον ανάγκασαν να ασχοληθεί, και τα οποία προσπαθούσε, όσο μπορούσε, να λύσει.
      
Ξέρουμε τώρα ότι η αγγλική λέξη «virtue» δεν ανταποκρίνε­ται απόλυτα στην ελληνική «αρετή», που σήμαινε αρχικά επάρκεια σε κάποιο ειδικό έργο. Είδαμε επίσης ότι οι αντίπα­λοι εναντίον των οποίων στρεφόταν η σωκρατική διδασκαλία υποστήριζαν δύο πράγματα: α) ότι οι ίδιοι μπορούσαν να δι­δάξουν ή μεταδώσουν την «αρετή», β) ότι η γνώση, τουλάχι­στον αυτή που μπορούσε να διδαχτεί, ήταν μια χίμαιρα. Δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα. Εξισώνοντας λοιπόν «αρετή» και γνώ­ση ο Σωκράτης με το ρητό του εμφανίζεται να τους προκαλεί σκόπιμα, και την πρόκληση αυτή μπορούμε να συλλάβουμε μόνο, αν μεταφερθούμε με τη σκέψη μας στους καιρούς στους οποίους έζησε.
      
        Ένα από τα πράγματα τα σχετικά με τον Σωκράτη που ερέ­θιζε τον ευαίσθητο, πρακτικό Αθηναίο ήταν ότι επέμενε να στρέφει τη συζήτηση σε τέτοιους ταπεινούς και φαινομενικά άσχετους ανθρώπους, όπως οι τσαγγάρηδες και οι ξυλουργοί, τη στιγμή που ό,τι ζητούσαν εκείνοι να μάθουν ήταν τι σήμαι­νε πολιτική ικανότητα ή αν υπήρχε ένα τέτοιο πράγμα σαν την ηθική υποχρέωση. Αν θέλεις να γίνεις καλός τσαγγάρης, έλεγε ο Σωκράτης, το πρώτο πράγμα που είναι απαραίτητο να μά­θεις είναι τι είναι παπούτσι και ποιος ο σκοπός του. Δεν έχει αξία να προσπαθείς να αποφασίσεις για το καλύτερο είδος εργαλείων ή υλικού και για την καλύτερη μέθοδο χρησιμο­ποιήσεως τους, αν δεν έχεις σχηματίσει πριν στο νου σου μια σαφή και λεπτομερειακή έννοια για το τι ξεκίνησες να παρα­γάγεις και ποια λειτουργία θα έχει να εκτελέσει. Για να χρησι­μοποιήσουμε την ελληνική λέξη, η «αρετή» του υποδηματοποι­ού εξαρτάται πρώτα και πρώτιστα από την κατοχή αυτής της γνώσης. Έπρεπε να μπορεί να περιγράψει με καθαρούς όρους τη φύση του πράγματος που σκόπευε να κατασκευάσει και ο ορισμός αυτός θα όφειλε να περικλείει καθορισμό της χρησι­μότητας που θα είχε το προϊόν. Ήταν πολύ φυσικό να μιλού­με για την «αρετή» ενός υποδηματοποιού, όπως ακριβώς θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την «αρετή» ενός στρατηγού ή πολιτικού. Σε τέτοια περίπτωση η λέξη αυτή δεν είχε αναγκαία οποιαδήποτε σχέση με την ηθική πλευρά των δρα­στηριοτήτων τους, όπως θα υπονοούσε η αντίστοιχη αγγλική λέξη «virtue». Η λέξη «αρετή» σήμαινε αυτό που τους καθι στούσε καλούς στο συγκεκριμένο τους επάγγελμα και, ξεκι­νώντας από τα ταπεινά παραδείγματα των πρακτικών τεχνών, μπορούσε εύκολα ο Σωκράτης να δείξει ότι σε κάθε περίπτω­ση η απόκτηση αυτής της ικανότητας είχε να κάμει με τη γνώ­ση, και πως η πρώτη και αναγκαιότερη γνώση ήταν η γνώση σε κάθε περίπτωση του σκοπού - τι ξεκινούσε να δημιουργή­σει ο άνθρωπος. Αν μας δοθεί να κατανοήσουμε σωστά το σκοπό, μπορεί στη συνέχεια να κατανοήσουμε τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν, αλλ' όχι αντίστροφα. Επομένως, σε οποιαδήποτε περίπτωση, η «αρετή» εξαρτάται πρώτα από το να έχουμε ένα συγκεκριμένο έργο να εκτελέσουμε, και κατά δεύτερο λόγο από το να ξέρουμε απόλυτα ποιο είναι το έργο και σε τι στοχεύει. Αν λοιπόν (συνέχιζε ο Σωκράτης) υπάρχει αποδεκτή σημασία βάσει της οποίας μπορούμε να μιλούμε για «αρετή» απόλυτη, όπως επαγγέλλονταν ότι διδάσκουν οι Σοφιστές - εννοώντας ότι με την «αρετή» μπορούσε ο κάθε άν­θρωπος να τα βγάλει πέρα ικανοποιητικά στη ζωή - έπεται ότι πρέπει να υπάρχει σκοπός ή λειτούργημα που όλοι μας, ως ανθρώπινα όντα, πρέπει να επιτελέσουμε. Η πρώτη λοιπόν προσπάθεια, αν είναι να αποκτήσουμε αυτή τη γενική ανθρώ­πινη αρετή, είναι να ανακαλύψουμε ποιος είναι ο σκοπός του ανθρώπου.
 
Δεν θα υποστήριζα τώρα ότι στις καταγραφές της σωκρατι­κής διδασκαλίας, που έχουμε στα γραπτά κείμενα των μαθη­τών του (γιατί ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα, πιστεύοντας ότι το μόνο που αξίζει είναι η ζωντανή ανταλλαγή ιδεών με ερωταποκρίσεις μεταξύ δύο προσώπων που βρίσκονται σε προσωπι­κή επαφή), βρίσκουμε την απάντηση σε αυτό το πρωταρχικό ερώτημα για τον γενικό σκοπό ή στόχο της ανθρώπινης ζωής. Η έλλειψη αυτή στη σωκρατική διδασκαλία ήταν, θα έλεγα, ένας λόγος που έκανε τον θετικότερο Πλάτωνα να θεωρήσει καθήκον του όχι μόνο να παρουσιάσει τη διδασκαλία του δα­σκάλου του, αλλά και να την μεταφέρει ένα στάδιο πιο εκεί. Είναι σύμφωνο με το χαρακτήρα του Σωκράτη να μην έχει δώσει την απάντηση. Είχε συνηθίσει να λέει πως ο ίδιος δεν εγνώριζε τίποτα, και πως το μόνο στο οποίο ήταν σοφότερος από τους άλλους ήταν πως είχε συνείδηση της άγνοιας του, ενώ αυτοί δεν είχαν της δικής τους. Η ουσία της σωκρατικής μεθόδου ήταν να πείθει το συνομιλητή του ότι, ενώ πίστευε πως ήξερε κάτι, στην πραγματικότητα δεν ήξερε. Η πεποίθηση της άγνοιας είναι το απαραίτητο πρώτο βήμα για την απόκτη­ση της γνώσης, γιατί κανείς δεν αναζητεί τη γνώση σχετικά με οτιδήποτε, αν κατέχεται από την αυταπάτη ότι την κατέχει ήδη. Ο κόσμος παραπονιόταν ότι η συζήτηση με το Σωκράτη τους νάρκωνε, όπως μια ηλεκτρική εκκένωση3. Εφ όσον ο Σωκράτης θεωρούσε αποστολή του στη ζωή να περιφέρεται και να πείθει τους ανθρώπους για την άγνοια τους, δεν είναι εκ­πληκτικό το πως έγινε αντιδημοκρατικός, ούτε μπορούμε να κατηγορήσουμε εξ ολοκλήρου τους Αθηναίους - όσο κι αν ήταν τραγικό το σφάλμα τους - γιατί τον μπέρδεψαν με τους Σοφιστές και ξέχυσαν πάνω του το μίσος που οι Σοφιστές τους προκαλούσαν. Αυτοί πίστευαν πως η γνώση δεν ήταν δυ­νατή· αυτός έδειχνε στον καθένα ότι δεν ξέρει τίποτε. Η δια­φορά πραγματικά ήταν βαθειά γιατί η δράση του Σωκράτη βασιζόταν στην παθιασμένη πίστη ότι η γνώση ήταν δυνατή, αλλ' ότι τα ερείπια των μισομαθημένων και παραπλανηνητικών ιδεών, που γέμιζαν τα κεφάλια των περισσότερων ανθρώ­πων, πρέπει να παραμεριστούν, πριν καταστεί δυνατό να αρ­χίσει οποιαδήποτε έρευνα για τη γνώση. Αυτό που πρόβαλλε εμπρός στους ανθρώπους, σε γερή αντίθεση προς τον σοφιστι­κό σκεπτικισμό, ήταν «ένα ιδεώδες για γνώση που δεν έχει ακόμη κατακτηθεί».4 Άπαξ και αντιλαμβάνονταν ποιος ήταν ο δρόμος για το στόχο, ήταν πρόθυμος να τον αναζητήσει μαζί τους και η όλη φιλοσοφία για τον Σωκράτη συνίστατο σε αυτή την ιδέα της «κοινής έρευνας». Ούτε ο συνομιλητής του ούτε ο ίδιος ήξερε ακόμα την αλήθεια, αλλά αρκεί να πειθόταν ο άλ­λος ότι αυτό ήταν έτσι, θα μπορούσαν και οι δύο να ξεκινή­σουν μαζί, με την ελπίδα πάντοτε να βρουν την αλήθεια. Ο γνήσιος σωκρατισμός αντιπροσωπεύει πρώτα και πρώτιστα μια στάση του πνεύματος, μια πνευματική ταπεινοφροσύνη που εύκολα την συγχέει κανείς με την αλαζονία, εφ όσον ο αληθινά σωκρατικός φιλόσοφος είναι πεπεισμένος για την άγνοια όχι μόνο του εαυτού του, αλλά και όλης της ανθρωπό­τητας. Αυτή περισσότερο απ' οποιοδήποτε σώμα θετικής φι­λοσοφικής θεωρίας είναι η συμβολή του Σωκράτη.
      
        Επιστρέφουμε τώρα στην επιμονή του ότι, αν επιθυμούμε να αποκτήσουμε την «αρετή», ουσιώδη προϋπόθεση αποτελεί το να ανακαλύψουμε και να καθορίσουμε το σκοπό ή τη λει­τουργία του ανθρώπου: δεν θα περιμένουμε βέβαια να βρούμε αυτόν το σκοπό να ορίζεται σαφώς και ξεκάθαρα από τον ίδιο τον Σωκράτη. Αποστολή του ήταν να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι την ανάγκη αυτή, και να προτείνει μια μέθοδο με την οποία να αναζητήσουν τον απαιτούμενο ορισμό, ώστε και ο ίδιος και οι συν-ερευνητές του να μπορούν να ξεκινήσουν για να τον βρουν.
      
        Στη σύγχυση της ηθικής διανόησης που χαρακτήριζε την εποχή του, ένα γεγονός ξεχώριζε ως κατ' εξοχήν επιζήμιο. Η συζήτηση των ανθρώπων είχε αναμειχθεί με μια μεγάλη ποικι­λία γενικών όρων, ιδιαίτερα αυτών που χρησίμευαν να πει-γράψουν ηθικές έννοιες - δικαιοσύνη, σωφροσύνη, ανδρεία, κ.ο.κ. Ξεκίνησα, λέει ο Σωκράτης, πιστεύοντας μες στην αθωότητα μου πως ήξεραν τι σήμαιναν αυτοί οι όροι, εφ όσον τους χρησιμοποιούσαν τόσο άνετα, και ήμουν γεμάτος ελπίδες ότι θα το έλεγαν και σ' εμένα, που δεν ήξερα. Όταν τους ρω­τούσε όμως, ανακάλυπτε ότι κανείς τους δεν μπορούσε να του δώσει μια σωστή ερμηνεία. Ίσως υπό το φως της σοφιστικής διδασκαλίας θα έπρεπε να υποτεθεί ότι αυτοί οι όροι δεν εί­χαν πράγματι σημασία· αλλ' εάν έτσι έχει το πράγμα, οι άν­θρωποι θα έπρεπε να σταματήσουν να τους χρησιμοποιούν. Εάν εξ άλλου είχαν κάποια σταθερή σημασία, τότε όσοι τις χρησιμοποιούν θα έπρεπε να είναι σε θέση να πουν τι σημαί­νουν. Δεν μπορείς να συζητάς για ενέργειες σοφές, δίκαιες ή χρηστές, παρά μόνο αν ξέρεις τι είναι σοφία, δικαιοσύνη ή χρηστότητα. Αν, όπως υποψιαζόταν ο Σωκράτης, οι διάφοροι άνθρωποι χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις εννοούν διαφορε­τικά πράγματα, συζητούν χωρίς να συνενοούνται και το μόνο αποτέλεσμα θα είναι η σύγχυση. Η σύγχυση θα είναι ταυτό­χρονα και εννοιολογική (γνωστική) και ηθική. Από γνωστική άποψη το να συζητάς με κάποιον που χρησιμοποιεί τους όρους του με σημασία διαφορετική από τη δική σου δεν μπο­ρεί να οδηγήσει πουθενά - εκτός ίσως από τη φιλονικία· και από ηθική άποψη, όταν οι αμφισβητούμενοι όροι παίρνουν τη θέση ηθικών εννοιών, μόνο αναρχία μπορεί να προκύψει. Αυ­τή τη διπλή όψη του προβλήματος, γνωστική (= intellectual) και ηθική, ήθελε να εκφράσει ο Σωκράτης με το ρητό του ότι η αρετή είναι γνώση. Τόσο καθαρό εξ άλλου ήταν το μυαλό του και σταθερός ο χαρακτήρας του, ώστε του φαινόταν αυταπό­δεικτο ότι, αν οι άνθρωποι μπορούσαν να φτάσουν στο σημείο να δουν αυτή την αλήθεια, θα διάλεγαν αυτόματα το σωστό. Ό,τι χρειαζόταν ήταν να τους καταφέρει κάποιος να κάνουν τον κόπο να βρουν ποιο είναι το σωστό. Από εδώ προκύπτει το δεύτερο περίφημο του ρητό, ότι κανείς δεν κάνει με τη θέ­ληση του το κακό. Αν η αρετή είναι γνώση, η κακία οφείλεται στην άγνοια και μόνο*7.
      
        Πώς λοιπόν θα ξεκινήσουμε για να κατακτήσουμε τη γνώση του τι είναι αρετή, δικαιοσύνη, κλπ; Ο Σωκράτης, όπως είπα, ήταν έτοιμος να προτείνει μια μέθοδο, και για τους άλλους και για τον εαυτό του. Η γνώση κατακτάται σε δύο στάδια, στα οποία αναφέρεται ο Αριστοτέλης, όταν λέει ότι ο Σωκρά­της μπορεί δικαιολογημένα να προβάλει ως δικά του δύο πράγματα, την επαγωγή και τον γενικό ορισμό*8. Αυτοί οι κάπως ξηροί λογικοί όροι, που ασφαλώς θα εξέπλητταν τον ίδιο το Σωκράτη, δεν φαίνονται να έχουν και πολλή σχέση με την ηθική, αλλά για το Σωκράτη η σχέση ήταν ζωτική. Το πρώτο στάδιο ήταν να συγκεντρωθούν παραδείγματα, για τα οποία - συμφωνούν και οι δύο συζητητές - μπορεί να ισχύσει ο όρος «δικαιοσύνη» (αν η δικαιοσύνη είναι το ζητούμενο). Τότε τα συγκεντρωμένα παραδείγματα των δίκαιων πράξεων εξετάζονται για να ανακαλυφτεί σε αυτά κάποια κοινή ιδιότη­τα, χάρη στην οποία οι πράξεις φέρουν αυτόν το χαρακτηρι­σμό. Η κοινή ιδιότητα,ή - το πιθανότερο - μια ομάδα ή μια δέσμη από κοινές ιδιότητες, συνιστά την ουσία τους ως δί­καιων πράξεων. Συνιστά πράγματι αυτή (αν αφαιρεθούν οι τυχαίες ιδιότητες, που οφείλονται στο χρονικό σημείο ή στην περίσταση και που ανήκουν σε κάθε μια από τις δίκαιες πρά­ξεις μεμονωμένα) τον ορισμό της δικαιοσύνης. Έτσι η επαγω­γή αποτελεί, όπως το λέει και η ελληνική λέξη (επί + άγω) μια «πορεία» του νου από τις ειδικές περιπτώσεις, αν τις συγκεντρώσουμε και τις δούμε συνολικά, προς την κατανόηση του κοινού των όρου.
      
        Το σφάλμα που εύρισκε ο Σωκράτης στα θύματα αυτού του ακούραστου ερωτηματολογίου ήταν ότι θεωρούσαν επαρκές να επιτελούν το πρώτο στάδιο μόνο, δηλ. να αναφέρουν μερι­κά σκόρπια παραδείγματα και να λένε «Αυτό κι εκείνο είναι δικαιοσύνη». Τον τύπο αυτόν αντιπροσωπεύει ο Ευθύφρων, ο οποίος στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο παρουσιάζεται να συζητεί με το Σωκράτη για το νόημα της ευσέβειας· το θέμα προέκυψε σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Ευθύφρων είχε παρακινηθεί απ’ ό,τι θεώρησε καθήκον του, να διώξει δηλ. δικαστικά τον πατέρα του για «ανθρωποκτονία εξ αμελείας». Ερωτώμενος ο Ευθύφρων ποιο νόημα δίνει στη λέξη «ευσέ­βεια» απαντά «ευσέβεια είναι αυτό που κάνω τώρα εγώ»*9. Σε έναν άλλο διάλογο ο Σωκράτης λέει στο συνομιλητή του «Σε ρώτησα για ένα μόνο πράγμα, την αρετή, κι εσύ μου έδωσες ένα ολόκληρο σμήνος αρετών»*10. Προσπαθούσε να τους κά­νει να δουν ότι, έστω και αν υπάρχουν πολλά και ποικίλα παραδείγματα ορθής ενέργειας, πρέπει όμως όλα αυτά να έχουν μια κοινή ιδιότητα ή έναν χαρακτήρα κοινό, βάσει του οποίου και χαρακτηρίζονται ορθά. Διαφορετικά, η λέξη «ορ­θός» δεν έχει νόημα.
      
        Αυτός ήταν ο στόχος των ενοχλητικών ερωτήσεων που κατέ­στησαν το Σωκράτη τόσο αντιδημοτικό - να φτάσει από το σμήνος των αρετών στον ορισμό του ενός, της αρετής. Μοιάζει με άσκηση λογικής, αλλ' ήταν στην πράξη ο μόνος τρόπος με τον οποίο πίστευε ο Σωκράτης ότι θα καταπολεμούσε τις ανα­τρεπτικές ηθικές συνέπειες της σοφιστικής διδασκαλίας. Αυ­τοί οι άνθρωποι, που σε απάντηση σε παρόμοια ερωτήματα, όπως «τι είναι ευσέβεια;»*11 απαντούσαν «Αυτό που κάνω τώ­ρα» είναι ακριβώς οι άνθρωποι που θα υποστήριζαν ότι ο μό­νος κανόνας για την πράξη είναι να αποφασίζεις αυθόρμητα ποιο είναι το πλεονεκτικότερο. Κανόνες με την παραδεγμένη έννοια δεν υπάρχουν. Το λογικό σόφισμα οδηγούσε κατ' ευ­θείαν σε ηθική αναρχία.
      
        Ο Σωκράτης πλήρωσε το τίμημα του να προπορεύεται της εποχής του. Η σαφής και ευθεία σκέψη του ταξινομήθηκε μαζί με τη σκέψη των ίδιων των Σοφιστών, εναντίον των οποίων έστρεψε την ειρωνεία του, και δυο αντιδραστικοί πολίτες τον κατηγόρησαν ότι διαφθείρει τους νέους και δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι διασημότε­ροι από τους μαθητές και εταίρους του δεν βοήθησαν την υπό­ληψη του. Ο ένας ήταν ο Αλκιβιάδης, για τον οποίο δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα. Ο άλλος ήταν ο Κριτίας, ο οξύς και εκδικητικός ολιγαρχικός, που γύρισε από την εξορία μετά την ήττα των Αθηνών το 404 και υπήρξε κατά μέγα μέρος υπεύθυνος για τις αιματηρές εκκαθαρίσεις που συνέβησαν υπό την εξουσία των λεγόμενων «Τριάκοντα Τυράννων», από τους οποίους υπήρξε ο βιαιότερος και πιο ακραίος. Κατά την αθηναϊκή συνήθεια είχε τη δυνατότητα ο Σωκράτης να προτεί­νει για τον εαυτό του μια ηπιότερη ποινή και οι δικαστές απέ­μενε να αποφασίσουν μια από τις δυο. Η πρόταση του όμως ήταν να τον ελευθερώσει η πόλη ως δημόσιο ευεργέτη. Όπως και να 'ναι, είπε, δεν είχε χρήματα για να πληρώσει ένα επαρ­κές πρόστιμο. Με την ένθερμη προτροπή του Πλάτωνα και άλ­λων φίλων του πρότεινε ένα πρόστιμο που αυτοί θα πλήρω­ναν, αλλά δεν ανελάμβανε την υποχρέωση να σταματήσει να «διαφθείρει» τους νέους, με βάση το ότι γι' αυτόν οι δραστη­ριότητες αυτές ήταν σπουδαιότερες από την ίδια τη ζωή. Το τελευταίο δεν άφηνε πολλά περιθώρια εκλογής στους δικαστές και τον έστειλαν στη φυλακή, να περιμένει την εκτέλεση. Άλ­λη μια φορά ακόμα εμφανίζονται οι φίλοι του, αυτή τη φορά με ένα σχέδιο που θα διευκόλυνε την απόδραση του. Είναι πιθανό πολλοί, αν όχι οι πλείστοι, από όσους τον αποδοκίμα­ζαν να μην επιθυμούσαν να τον δουν να πεθαίνει και θα ήταν κάτι πάρα πάνω από ευχαριστημένοι, αν ο Σωκράτης πειθό­ταν να εγκαταλείψει την Αθήνα και να ζήσει ήρεμα κάπου αλλού. Εκείνος όμως απάντησε ότι σε όλη του τη ζωή είχε καρπωθεί τα ευεργετήματα που οι νόμοι της Αθήνας πρόσφε­ραν στους πολίτες της και τώρα, που οι ίδιοι αυτοί νόμοι θεώ­ρησαν σωστό να πεθάνει, θα ήταν και άδικο και αχάριστο εκ μέρους του να ξεφύγει από την εκτέλεση της αποφάσεως τους. Και εκτός αυτού, ποιος μπορούσε να πει αν δεν θα περνούσε έτσι σε μια πολύ καλύτερη ύπαρξη από αυτή που είχε γνωρί­σει ως τότε; Μέσα σε αυτή την ήρεμη πνευματική κατάσταση ήπιε το κώνειο το 399 π.Χ., σε ηλικία 70 ετών.
 
        Το τέλος του Σωκράτη προκάλεσε τόσο βαθειά εντύπωση σε έναν από τους νεαρούς φίλους του, ώστε επεσφράγισε την απροθυμία του να ασχοληθεί με την πολιτική ζωή, για την οποία φαίνονταν να τον προορίζουν η καταγωγή του και η ιδιοφυΐα του. Απογοητευμένος - όπως και να 'χει το πράγμα -από την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η πόλη του και τις υπερβολές των τελευταίων τους αρχόντων, έκρινε ο Πλά­των ότι το κράτος που μπορούσε να καταδικάσει έναν τέτοιο άνθρωπο σε θάνατο δεν ήταν τέτοιο στο οποίο να μπορέσει ο ίδιος να παίζει ρόλο ενεργό. Αντί γι' αυτό αφοσιώθηκε στη συγγραφή αυτών των εκπληκτικών διαλόγων του και ανα­πτύσσει, επιβεβαιώνει και διευρύνει τη διδασκαλία του Σω­κράτη με λόγια που θέτει στο ίδιο το στόμα του μεγάλου αν­θρώπου. Πολύ περισσότερα θα μπορούσε να πει κανείς για το Σωκράτη, αλλ' η σκέψη του συνδέεται τόσο στενά με τον Πλά­τωνα και η διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους είναι τόσο δυ­σδιάκριτη, που θα σταματήσω σε αυτό το σημείο να μιλώ για μόνον το Σωκράτη και για λογαριασμό του. Καθώς θα προχω­ρούμε στη συζήτηση για τον Πλάτωνα, είναι αναπόφευκτο από καιρό σε καιρό να ξαναγυρίζουμε πίσω σε διάφορες πλευρές του σωκρατικού μηνύματος· και πιστεύω ότι έτσι, σε συνδυασμό με τους κατοπινούς καρπούς της πλατωνικής σκέ­ψης, της σχετικής με τα σωκρατικά διδάγματα, μπορούμε να γνωριστούμε με τις πλευρές αυτές.
--------------------      
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
*1 Βλ. Αριστ. Μεταφ. 1073b 36 και, Θεόφραστο, Diels Vorsokr. II43  
*2 "Περί μεν θεών ουκ έχω είδέναι οϋθ' ως εϊσίν, οϋθ ως ουκ είσίν, οΰθ' όποϊοί τίνες ιδέαν πολλά γαρ τα κωλύοντα είδέναι, ή τ' άδηλότης του πράγ­ματος καί βραχύς ων ό βίος του άνθρωπου" (απ. Β4). Η "άδηλότης του πράγ­ματος" μεταφράζεται από τον A. Lesky "το γεγονός ότι είναι αόρατοι" (Ιστ. Αρχ. Ελλ. Λογοτ., μετφρ. Α. Τσοπανάκη, σελ. 491)  
*3 "Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος" (απ. Β1).  
1. Δέχομαι ότι ο μύθος που λέει ο Πρωταγόρας στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο είναι πράγματι μυθικός με την έννοια ότι το θρησκευτικό ένδυμα μπορούμε να το αποβάλουμε, χωρίς το σοβαρό μήνυμα, που ο μύθος σκοπεύει να μας μεταφέρει, να πάθει τίποτα. Καμιά σημασία δεν πρέπει να δώσουμε στο γεγονός ότι εκεί λέγεται ότι με τη διαταγή του Δία εμφυτεύτηκε στους ανθρώπους η συνείδηση και ένα αίσθημα δικαιοσύνης. Ίσως αυτό δεν είναι γενικά αποδεκτό, αλλ’ ο Πρωταγόρας όχι μόνο επιμένει στη μυθική φύση της διηγήσεώς του (και αυτό φαίνεται από την παραμυθιακή αρχή: "Μια φορά κι έναν καιρό"*4), αλλά και κάθε άλλη ερμηνεία θα διαφωνούσε με τις περί θρη­σκείας απόψεις του, όπως τις βλέπουμε αλλού.  
*4 "Ην γαρ ποτέ χρόνος...".  
2. Συνιστούμε ειδικά το εξαίρετο άρθρο του καθηγητή R. Hackforth στο Phi­losophy, τομ. VIII (1933), για μια κατανόηση του Σωκράτη.  
*5 Ξενοφ. Απομν. Γ, IX, 5: «εφη δε καί την δικαιοσύνην καί την αλλην, πα-σαν άρετήν σοφίαν είναι».  
3.  Για να μην εκπλαγεί οποιοσδήποτε αναγνώστης από την παρομοίωση, με το επιχείρημα ότι οι Έλληνες δεν είχαν ιδέα από ηλεκτρισμό, προτιμώ να εξηγήσω ότι ο Σωκράτης παρομοιάζεται* προς τη «μουδιάστρα» (αρχ. ελλ. «νάρκη»), ένα ψάρι (σελάχι) που παραλύει τα θύματα του με μια ηλεκτρική εκκένωση. Η γνωστή πλακουτσομύτα μορφή του φιλοσόφου βοηθούσε την πα­ρομοίωση.  
* Πλάτ. Μεν. 80α.  
4.  Hackforth, o.π.  
*7 Βλ. Πλάτ. Πρωταγ. 351h. 358c.  
*8 «τους τ' έπακτικούς λόγους καί το όρίζεσθοα καθόλου» (Μεταφ. 1078 b28).  
*9 «οσιον εστίν όπερ εγώ νυν ποιώ» (Πλάτ. Εϋθύφρ. 5d).  
**10 «μίαν ζητών άρετήν σμήνος τι άνηΰρηκα αρετών παρά σοί κείμενον» (Πλάτ. Μεν. 72α). 
*11 Πλάτ. Εύθύφ.: «τί φης είναι το οσιον» (5d).

ΟΙ ΣΟΦΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ (I)

Τα δεινά του πολέμου

Για ποιο ακριβώς λόγο αυτός ο μάλλον σκοτεινός αρχαίος πόλεμος ανάμεσα σε δυο μικροσκοπικές πόλεις-κράτη, τη Σπάρτη και την Αθήνα, εξακολουθεί να είναι τόσο ζωντανός, για ποιο λόγο αναφέρονται καταχρηστικά σε αυτόν σήμερα με τρόπους που δεν ισχύουν για άλλες συρράξεις της αρχαιότητας, όπως οι Περσικοί Πόλεμοι (490,480-479) ή οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου (334-323); Μπορώ να παραθέσω πολλούς ενδιαφέροντες λόγους.
 
Πρώτον, ήταν μια βίαιη και μακροχρόνια σύγκρουση. Ο βασιλιάς Ξέρξης και ο τεράστιος περσικός στρατός εκδιώχθηκαν από την Ελλάδα μέσα σε ένα διάστημα δύο περίπου ετών. Ο Αλέξανδρος κατέστρεψε την ύστερη Περσική Αυτοκρατορία στο ένα τρίτο του χρόνου που χρειάστηκε η Σπάρτη για να νικήσει την Αθήνα. Καθώς κράτησε είκοσι εφτά χρόνια, ή σχεδόν το ένα τρίτο του διάσημου 5ου αιώνα της κλασικής Ελλάδας, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, όπως ο Δεύτερος Καρχηδονιακός Πόλεμος, ο Τριακονταετής Πόλεμος ή ο Εκατονταετής Πόλεμος, ήταν τόσο περίπλοκος και φριχτός, που διήρκεσε για περισσότερο από μια γενιές. Όσοι γεννήθηκαν ύστερα από τα πρώτα χρόνια του πολέμου συχνά πολέμησαν και σκοτώθηκαν πριν από το τέλος του.
 
Άρα, αφανίστηκαν ολόκληρες οικογένειες και πολλές γενιές. Η Αθήνα μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου μάς θυμίζει την παραπαίουσα αυτοκρατορική Βρετανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το τέλος της αυτοκρατορίας και της αριστοκρατίας της, αλλά και τον αναμφισβήτητο πατριωτισμό που επέδειξαν οι Βρετανοί, όλα αξεδιάλυτα συνδεδεμένα με τα χαρακώματα που κατάπιαν τη βρετανική ελίτ. Ανεξάρτητα από τον πλούτο ή τις οικογενειακές διασυνδέσεις τους, ελάχιστοι Έλληνες γλίτωσαν από τη λαίλαπα του Πελοποννησιακού Πολέμου. Οι «μεγάλες οικογένειες» της Αθήνας, ή τουλάχιστον αυτή είναι η μεταπολεμική ελεγεία, σχεδόν εξολοθρεύτηκαν[1].
 
Ας πάρουμε, ως παράδειγμα, το πιο διάσημο παρακλάδι του ένδοξου γένους των Αλκμεωνιδών. Ο Περικλής, ο πνευματικός και πολιτικός ηγέτης της Αθήνας, πέθανε από το λοιμό το 429, στο τρίτο έτος του πολέμου. Η αδερφή του, που ήταν πάνω από εξήντα χρονών, είχε χαθεί το προηγούμενο έτος από την ίδια επιδημία, καθώς επίσης και οι γιοι του Περικλή, ο Πάραλος και ο Ξάνθιππος, από τους οποίους κανείς δεν ήταν πάνω από τριάντα.
 
Αργότερα ένας νόθος γιος του, ο Περικλής ο Νεότερος, εκλέχθηκε στρατηγός και υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες για τη μεγάλη νίκη στη ναυμαχία στις Αργινούσες, είκοσι τρία χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του. Ωστόσο, ο νεότερος Περικλής καταδικάστηκε σε θάνατο από ένα αθηναϊκό δικαστήριο και εκτελέστηκε, καθώς μετά τη ναυμαχία αναζητήθηκαν αποδιοπομπαίοι τράγοι μέσα σε ένα κλίμα ασυγκράτητης παραφοράς. Αλλά και ο ανιψιός του Περικλή, ο ηλικίας τριάντα δυο ετών λαμπρός και ανερχόμενος Ιπποκράτης, έπεσε στην πρώτη γραμμή στη μάχη του Δηλίου (424). Μέσε σε τριάντα έτη ο λοιμός, οι πολιτικές συνωμοσίες, η γενική υστερία και τα δόρατα του εχθρού εξολόθρευσαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την οικογένεια του πιο ισχυρού άντρα της Αθήνας.
 
Ο πόλεμος ξεκίνησε στο αποκορύφωμα του Χρυσού Αιώνα (479-404). Ωστόσο, η καταστροφή που επακολούθησε έβαλε οριστικό τέλος στις μεγάλες προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί ύστερα από την ήττα των Περσών (479). Η συνθηκολόγηση της Αθήνας (404) και το τέλος του Χρυσού Αιώνα (του 5ου αιώνα) εξακολουθούν έως σήμερα να συνδέονται συμβολικά μεταξύ τους. Και μπορούμε, σε ένα βαθμό, να συνδέσουμε αυτά τα γεγονότα με τη δίκη και την εκτέλεση του Σωκράτη (399), του τελευταίου και μεγαλύτερου θύματος ενός κάποτε θαυμαστού κόσμου που φάνηκε να διολίσθησε στην τρέλα μέσα σε μερικές δεκαετίες. Οι σύγχρονοί του, ανάμεσά τους και ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης, πίστευαν ότι με το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου η αττική τραγωδία, όπως την εκπροσωπούσαν εμβληματικά ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, έχασε τη μεγαλοπρέπειά της.
 
Πράγματι, οι ενεργά συμμετέχοντες αλλά και οι παρατηρητές του πολέμου ήταν οι μεγαλύτερες προσωπικότητες του ελληνικού πολιτισμού -ο Αλκιβιάδης, ο Αριστοφάνης, ο Ευριπίδης, ο Περικλής, ο Σωκράτης, ο Σοφοκλής, ο Θουκυδίδης, και άλλοι-, πολλοί από τους οποίους αναδείχθηκαν, δυσφημίστηκαν ή χάθηκαν εξαιτίας της ανάμειξής τους στη σύγκρουση. Πολλά έργα της κλασικής γραμματείας, όπως οι Αχαρνής του Αριστοφάνη, οι Τρωάδες του Ευριπίδη, το Συμπόσιο του Πλάτωνα ή ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, είτε πραγματεύονται ζητήματα που σχετίζονται με τον πόλεμο είτε χρησιμοποιούν τον πόλεμο ως δραματικό τους υπόβαθρο, γεγονός που μας φέρνει αντιμέτωπους με το θλιβερό ενδεχόμενο ο πόλεμος, και όχι η ειρήνη, να προκάλεσε την έκρηξη της ελληνικής δημιουργικής ιδιοφυίας – ένα φρενήρες ξέσπασμα πριν από την καταστροφή. Οι περισσότεροι Έλληνες είδαν την αιματηρή σύρραξη μέσα από την οπτική γωνία της Αθήνας, της οποίας οι συγγραφείς απολάμβαναν ένα σχεδόν απόλυτο μονοπώλιο ως προς την περιγραφή, την εξύμνηση ή την καταδίκη του πολέμου – συγκλονισμένοι από το γεγονός ότι μέσα σε τρεις δεκαετίες το όνειρο μιας πολιτισμικής αναγέννησης έσβησε. Άρα, βόρεια του Ισθμού της Κορίνθου η σύρραξη ήταν καθολικά γνωστή ως «Πελοποννησιακός Πόλεμος», ως η σύγκρουση ενάντια σε αυτούς τους αποτρόπαιους υπεράνθρωπους που κατοικούσαν στη νότια χερσόνησο της Ελλάδας – και όχι όπως την είδαν οι διαπνεόμενοι από έντονο τοπικιστικό πνεύμα Πελοποννήσιοι, δηλαδή ως τον «Αθηναϊκό Πόλεμο» τον οποίο διεξήγαν υπό την ηγεσία της Σπάρτης εναντίον της επεκτατικής Αθήνας.
 
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος οδήγησε στην αντιπαράθεση δύο ελληνικές πόλεις-κράτη που ήταν αντίθετες μεταξύ τους από κάθε σχεδόν άποψη. Η Αθήνα είχε 300 πολεμικά πλοία, έναν πληθυσμό που υπερέβαινε τους 300.000 κατοίκους, ένα οχυρωμένο λιμάνι, μια μεγάλη ύπαιθρο και μεγάλα οικονομικά αποθέματα, ενώ σχεδόν 200 πόλεις-κράτη κατέβαλλαν σε αυτήν φόρο υποτελείας. Η Σπάρτη ήταν γεωπολιτικά περίκλειστη. Βρισκόταν περίπου 250 χιλιόμετρα νότια της Αθήνας και βασιζόταν σε ένα στρατό 10.000 οπλιτών -από τους οποίους οι λιγότεροι από τους μισούς είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα- για να επιβάλλει την εξουσία της σε περισσότερους από 250.000 είλωτες και την ηγεμονία της στις γειτονικές κοινότητες, χωρίς να έχει καμία παράδοση ναυτικής ισχύος ή κοσμοπολίτικης κουλτούρας.
 
Ορθά ή λανθασμένα, η σύγκρουση θεωρήθηκε ως η τελική αναμέτρηση ανάμεσα στις αντικρουόμενες αξίες των δυο εμπλεκόμενων μερών. Ποια θα αποδεικνυόταν η πιο βιώσιμη ιδεολογία: ο πολιτισμικός και πολιτικός φιλελευθερισμός ή ο σκληρός και απομονωτικός συντηρητισμός; Μπορεί μια ανοιχτή κοινωνία να αποκομίσει στρατιωτικά πλεονεκτήματα από το φιλελευθερισμό της ή θα υποκύψει εξαιτίας της ανεκτικότητάς της, που είναι άγνωστη σε ένα πειθαρχημένο και ολιγαρχικό κράτος-στρατόπεδο; Και ποιο είναι το πιο κατάλληλο μέσο σε έναν ασύμμετρο πόλεμο, όταν και τα δυο μέρη δεν μπορούν ή δε θέλουν να αντιμετωπίσουν το ένα το άλλο σε μια συμβατική μάχη: τα πλοία μιας «φάλαινας», όπως της επεκτατικής Αθήνας, ή το βαρύ πεζικό ενός «ελέφαντα», όπως της Σπάρτης;
----------------------
[1] Ο Ισοκράτης, Περί Ειρήνης, 4.88, οικτίρει την απώλεια των διακεκριμένων Αθηναίων κατά την τριακονταετή διάρκεια του πολέμου, δηλαδή των αριστοκρατών που θα ήταν πολύ καλύτερο να είχαν χρησιμοποιήσει τα χαρίσματά τους εναντίον του κοινού εχθρού όλων των Ελλήνων, της αυτοκρατορικής Περσίας. Το επιχείρημα του Ισοκράτη είναι παρόμοιο με εκείνο όσων σήμερα οικτίρουν τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, θεωρώντας τον ως μία τραγική ευρωπαϊκή αυτοχειρία, που κατέστρεψε την αυτοκρατορική εκπολιτιστική αποστολή της Βρετανίας.

Κάθε μέρα να γίνεστε όλο και πιο ανθρώπινοι, λιγότερο τέλειοι και πιο ευτυχισμένοι

Επειδή η ευτυχία αποτελείται από στιγμές, είναι σημαντικό να μάθετε να τις εκτιμάτε, με το να αποδέχεστε και να αγαπάτε τον εαυτό σας όπως είναι, με τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες του.

Το να μάθετε να αποδέχεστε αυτό που είστε είναι μια περιπέτεια που διαρκεί μια ζωή. Όταν φτάνετε στο σημείο να είστε ευχαριστημένοι με τον εαυτό σας, με αυτό που έχετε και με όσα έχετε πετύχει, βρίσκετε αυτή την εσωτερική ισορροπία που είναι τόσο σημαντική.

Υπάρχουν άνθρωποι που περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους προσποιούμενοι ότι είναι κάποιοι που δεν είναι. Και δεν είναι μόνο αυτό. Απέχοντας πολύ από το να αποδεχτούν αυτό που είναι, προσπαθούν να αλλάξουν το ένα ή το άλλο, εξαντλώντας τον εαυτό τους σε ένα μαραθώνιο για να φτάσουν το ιδανικό που έχουν στο μυαλό τους.

Η ζωή δεν είναι τέλεια. Μάλιστα η απόλυτη τελειότητα δεν υπάρχει. Η ζωή αποτελείται από στιγμές, στιγμές που μπορούν να σας προσφέρουν τη μεγαλύτερη ευτυχία, όμως η αποδοχή του εαυτού σας όπως είναι αποτελεί το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνετε για να τη φτάσετε.

Όσοι γνωρίζουν την αληθινή ομορφιά λένε ότι το πιο ελκυστικό χαρακτηριστικό είναι μερικές φορές μια ατέλεια. Αν αναρωτιέστε γιατί, η απάντηση είναι απλή: οι μικρές σας ατέλειες είναι αυτές που σας κάνουν μοναδικούς και διαφορετικούς και αυτό αποτελεί μέρος της μαγείας σας.

Όταν αποδέχεστε πλήρως τον εαυτό σας, τα μειονεκτήματα και την ομορφιά σας, θα βρείτε την εσωτερική ισορροπία σας. Με τη σειρά του αυτό θα σας φέρει σε ισορροπία με τον κόσμο γύρω σας και με όλους μέσα σε αυτόν.

Το άτομο που δεν αποδέχεται αυτό που είναι αναπτύσσει αισθήματα ανασφάλειας.
Η ανασφάλεια δημιουργεί έλλειψη ικανοποίησης. Κάποιος που δεν είναι ικανοποιημένος με τον εαυτό του απογοητεύεται ή αναπτύσσει αρνητικά γνωρίσματα: ζήλια, φόβο…

Το τέλειο σώμα δεν κάνει κανέναν ευτυχισμένο. Μάλιστα πολλοί άνθρωποι που ακολουθούν αυστηρή δίαιτα, ασκούνται καθημερινά και υποβάλλονται σε κάποια πλαστική χειρουργική επέμβαση, θεωρούν ότι εξακολουθούν να μην αποδέχονται αυτό που είναι.

Είναι επίσης σημαντικό να επισημανθεί ότι μερικές φορές η ανάγκη για «τελειότητα του εαυτού» ενσταλάζεται στους ανθρώπους από την παιδική ηλικία. Μια πολύ αυστηρή μητέρα ή ένας υπερβολικά αυστηρός πατέρας μπορεί να καταλήξει να αναπαράγει ανασφάλειες, σε σημείο που το άτομο πιστεύει ότι η τελειότητα είναι η μόνη οδός προς την επιτυχία.

Είναι σημαντικό να φτάνουν όλοι σε μια στιγμή της ζωής τους στην οποία τελικά αποδέχονται τον εαυτό τους γι’ αυτό που είναι. Μόνο οι άνθρωποι με τη μεγαλύτερη αυτεπίγνωση και συναισθηματική ωριμότητα μπορούν να κινηθούν προς τα μπρος με ακεραιότητα, ανοιχτοί σε όλα όσα η ζωή μπορεί να τους προσφέρει, επειδή οι ίδιοι με τη σειρά τους έχουν πολλά να δώσουν στην ίδια τη ζωή.

Κάθε μέρα είστε περισσότερο ανθρώπινοι και περισσότερο δεκτικοί στα πράγματα γύρω σας
Τι σημαίνει το να είμαστε περισσότερο ανθρώπινοι; Προφανώς είμαστε όλοι άνθρωποι – γεννιόμαστε ως βρέφη, μεγαλώνουμε και μαθαίνουμε από τα περιβάλλοντά μας. Όμως υπάρχει μια πτυχή που μας κάνει ανθρώπους και μας διακρίνει από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο και αυτή είναι η ικανότητά μας να βιώνουμε συναισθήματα, αγάπη…

Άνθρωπος σημαίνει μεγαλύτερη ευαισθησία στις πραγματικότητες της καθημερινής ζωής.
Σημαίνει το να μπορούμε να ακούμε τον εαυτό μας και να κατανοούμε τις ανάγκες μας, γνωρίζοντας διαισθητικά πώς να ενισχύσουμε τους δεσμούς με τους άλλους και να δείχνουμε ενσυναίσθηση…

Είμαστε όλοι άνθρωποι, όμως μονάχα μερικοί από μας ενεργούμε με πραγματική συναισθηματική νοημοσύνη και σεβασμό, επικοινωνώντας με ακεραιότητα, προάγοντας ένα θετικό περιβάλλον στο οποίο όλοι γύρω μας κερδίζουν και δεν υπάρχει κανένας χαμένος.

Για να φτάσετε σε αυτό το σημαντικό στάδιο στο οποίο συνδέεστε με τους ανθρώπους γύρω σας, πρέπει πρώτα να αποδεχτείτε τον εαυτό σας.

Αποδοχή σημαίνει ότι αναγνωρίζετε το παρελθόν σας, όχι μόνο τις επιτυχίες σας αλλά και τα λάθη σας.

Είναι σημαντικό να αποδέχεστε τις αδυναμίες σας ενώ ταυτόχρονα μαθαίνετε από αυτές. Έτσι μαθαίνετε να αποδέχεστε κάθε πτυχή της ζωής σας, το παρελθόν και το μέλλον σας.

Η ευτυχία και τα λάθη δεν αποκλείουν το ένα το άλλο. Και μην υποθέσετε ότι όλοι οι άνθρωποι που μοιάζουν να έχουν την τέλεια ζωή είναι ευτυχισμένοι. Η ευτυχία αποτελείται από στιγμές που καταρχάς προέρχονται από μέσα.

Μόνο οι άνθρωποι οι οποίοι είναι υπερήφανοι γι’ αυτό που είναι, αλλά ταυτόχρονα είναι ταπεινοί και σέβονται τους άλλους γύρω τους, καταφέρνουν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο κάθε μέρα.

Επομένως να θυμάστε πάντα να είστε περισσότερο ανθρώπινοι, λιγότερο τέλειοι και περισσότερο ευτυχισμένοι.

Αν Δεν Έχεις Εχθρούς Δεν Έχεις Χαρακτήρα

Είναι ωραίο να τα πηγαίνεις καλά με τους γύρω σου κι αυτοί καλά με σένα. Όσο και να το θες όμως και παρότι ακούγεται εύκολο θεωρητικά, πολύ φοβάμαι ότι είναι δύσκολο πρακτικά. Στην πραγματικότητα δε γίνεται να τα έχεις με όλους καλά διότι δεν ταιριάζουν όλοι οι άνθρωποι μεταξύ τους. Η διαφορά χαρακτήρων κι απόψεων δεν το επιτρέπει.

Στην πορεία της ζωής σου λοιπόν θα το δεις αυτό και θα το καταλάβεις με τον καιρό, αλλάζοντας περιβάλλοντα, εργασία κι ενδιαφέροντα. Περνώντας απ’ τη μια φάση στην άλλη, είναι αδύνατον εκ των πραγμάτων να διατηρείς άριστες σχέσεις με τους πάντες. Έτσι βρίσκεσαι να ξεχωρίζεις αρχικά αυτούς που αξίζουν απ’ τους σκάρτους κι ύστερα τους φίλους απ’ τους εχθρούς.

Αν κάποιος μπορεί να τα έχει καλά με όλους –μόνο φαινομενικά κι επιφανειακά κι όχι ουσιαστικά– είναι αυτός που προσαρμόζεται σε κάθε κατάσταση δίχως αντίρρηση, λέει σ’ όλα «ναι», δε φέρνει αντίλογο και πόσο μάλλον δεν εκφέρει άποψη διαφορετική απ’ τους άλλους.
 
Αυτός που παίρνει αποφάσεις κομφορμιστικά, με γνώμονα το σύνολο και σε καμία περίπτωση δεν επιδιώκει να ταράξει τα νερά. Δεν πρόκειται να κηρύξει πόλεμο ούτε να πάει κόντρα σε κάποιον, δεν πρόκειται να μπει σε αυτή τη διαδικασία. Μπορεί να το κάνει αυτός που κοινώς προτιμά να σιωπά και να χαϊδεύει αυτιά.

Με άλλα λόγια για να τα έχεις καλά με όλους και να μην έχεις εχθρούς ή αντίζηλους, ο μόνος τρόπος είναι να μην έχεις ούτε φωνή ούτε λόγο. Να υπάρχεις απλά και να κινείσαι αθόρυβα. Να μην προκαλείς, να μην ενοχλείς.

Αν τύχει όμως κι είσαι απ’ αυτούς που δε διστάζουν να μιλήσουν κι υπερασπίζονται τις θέσεις και τις πεποιθήσεις τους, από αυτούς που αρνούνται να κρυφτούν πίσω απ’ το δάχτυλό τους, τότε μάλλον πρέπει να δεχθείς τις συνέπειες. Γιατί αν έχεις φωνή, έχεις και εχθρούς.

Δε χρειάζεται άλλωστε να κάνεις κάτι άσχημο ή να βλάψεις κάποιον για να αποκτήσεις εχθρούς. Αυτά, σε σενάρια φαντασίας, με δικαιοσύνη πλασμένα. Στην προκειμένη, φτάνει να έχεις χαρακτήρα για να τραβήξεις την προσοχή του άλλου κι έπειτα να μπεις στη μαύρη λίστα του.

Βλέπεις το να έχεις προσωπικότητα, μπορεί να σταθεί αιτία να σ’ αντιπαθήσει πολύς κόσμος. Το να είσαι όμορφος επίσης. Όπως και το να είσαι καλός σε κάτι, ικανός ή επιτυχημένος. Γενικότερα το να «κάνεις» κάτι μπορεί να πειράξει πολλούς. Η δράση σου και μόνο προκαλεί. Αντίθετα η αδράνειά σου κι η αποτυχία σου μπορεί να τους βρει σύμμαχους. Αυτό δεν τους αγχώνει άλλωστε, τους καθησυχάζει.

Αυτοί που θα φερθούν έτσι, είναι εκείνοι που ζηλεύουν. Που ακόμη κι αν δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από εσένα, θα βρουν κάτι γιατί παίρνουν ζωή απ’ αυτό. Εκείνοι που είναι κομπλεξικοί και δε θα χαρούν με τη χαρά σου. Γιατί υπάρχουν πολλοί από δαύτους εκεί έξω. Αυτοί οι άνθρωποι γίνονται εύκολα εχθροί σου.

Αν έχεις να διαλέξεις λοιπόν ανάμεσα στο να κάνεις κάτι και να μην κάνεις τίποτα, να έχεις φωνή ή να μην έχεις, να έχεις εχθρούς ή να μην έχεις, τότε επέλεγε κάθε φορά το πρώτο, αν αυτό είναι το τίμημα του να έχεις προσωπικότητα, ας είναι.

Εκεί να την ψάχνεις την ομορφιά

Σχετική εικόναΕίναι μεγάλο πράγμα να σε αγαπούν για αυτό που είσαι στην πραγματικότητα και όχι για αυτό που φαίνεσαι. Είναι ωραίο να σε αναγνωρίζει κάποιος για την ποιότητα του χαρακτήρα σου και τις λεπτές γραμμές που σε διατρέχουν. Είναι μεγάλη υπόθεση να εισχωρεί κάποιος μέσα στα ύδατα της ψυχής σου και να σε εκτιμάει για την ιστορία που έχεις γραμμένη στην καρδιά σου. Είναι όμορφο γενικά να σε σέβεται κάποιος για τα όσα τρέφεις μέσα σου, να ξεπερνά τις επιφάνειές σου, αναζητώντας τους πραγματικούς θησαυρούς που κρύβεις.

Δεν λέω, καλή και η εξωτερική εμφάνιση, καλό και το στυλ που προβάλει κάποιος, αλλά τι να το κάνεις αν δεν ξέρεις το τι επιφυλάσσει το μέσα του; Τι να το κάνεις αν δεν μπορείς να διαβάσεις τις αλήθειες και τις απόψεις που κρύβει; Τι να το κάνεις αν δεν μπορείς να διακρίνεις το ποιόν του σαν άνθρωπο για να είσαι σε θέση να διαμορφώσεις μια σφαιρική εικόνα γι’ αυτόν, παραμένοντας μόνο στα όσα θέλει να σου δείχνει;

Πολλές φορές οι άνθρωποι, προκειμένου να μην αποκαλυφθούν οι αδυναμίες τους, προτιμούν να κρύβονται πίσω από ψεύτικες μάσκες. Προτιμούν να υποδύονται κάτι άλλο από αυτό που είναι στην ουσία. Ο φόβος της απόρριψης τους οδηγεί σ’ αυτό το σημείο και για να μην χάσουν τους γύρω τους προσπαθούν όσο το δυνατόν να μην ανοίγονται. Έτσι εστιάζουν κι επικεντρώνονται περισσότερο στην εξωτερική τους εμφάνιση, στην προβολή του εαυτού τους, η οποία όμως είναι απαλλαγμένη από όσα δεν θέλουν να δείξουν και να φανερώσουν και όλα αυτά για να γίνουν αρεστοί και αποδεκτοί από τους άλλους.

Προβάλουν προσωπικότητες και χαρακτήρες που άμα τις σκάψει κάποιος πιο βαθιά θα δει πως δεν υπάρχουν και ότι απλά αποτελούν επινοήσεις του μυαλού και της φαντασίας τους. Όλοι όμως οι άνθρωποι κρύβουμε μια μοναδική ιστορία στην ψυχή μας, μια ιστορία που για άλλους μπορεί να ακούγεται όμορφη και για άλλους όχι. Όλοι μας έχουμε κάτι το διαφορετικό, κάτι το οποίο δεν το έχει κανένας άλλος, και αυτό είναι που μας καθιστά ξεχωριστούς και μοναδικούς. Αυτό είναι που πρέπει να μας χαρακτηρίζει και να μας εκφράζει.

Γι’ αυτό θα πρέπει να δείχνουμε στους άλλους αυτό που στην πραγματικότητα είμαστε. Δεν χρειάζεται να κρυβόμαστε πίσω από τίποτα, γιατί η αλήθεια πάντα θα μας βρίσκει στο τέλος. Πρέπει να αγαπάμε τον εαυτό μας και να μην ντρεπόμαστε για αυτόν. Δεν υπάρχουν μέτρα σύγκρισης ανάμεσα στους ανθρώπους κι όσο γρήγορα το κατανοήσουμε αυτό, τόσο πιο γρήγορα θα εκτιμήσουμε αυτό που είμαστε.

Όλοι μας έχουμε συγκριθεί ενίοτε με κάποιον φίλο μας, με κάποιον γνωστό μας. Όλοι μας έχουμε ζυγίσει τις δικές μας καταστάσεις με των άλλων και τα έχουμε αντιπαραβάλει μεταξύ τους. Ωστόσο στην πορεία σίγουρα όλοι έχουμε καταλήξει στην ματαιότητα όλων αυτών των συγκρίσεων και έχουμε συνειδητοποιήσει ότι δεν είμαστε σαν εκείνους, ότι δεν έχουμε την ίδια πορεία και τα ίδια στάνταρ στη ζωή μας για να μπορούμε να συγκριθούμε.

Και όλα αυτά γιατί; Γιατί ο καθένας από εμάς έχει έναν δικό του χαρακτήρα, ο οποίος και καθορίζει το πως θα είναι η ζωή του. Σύμφωνα με τον χαρακτήρα πορεύονται οι άνθρωποι,  καθώς αυτός είναι η πραγματική απεικόνιση της ψυχής τους.

Έτσι οι ανθρώπινες σχέσεις απαιτούν χαρακτήρα, απαιτούν ψυχή και όλες τις αλήθειες που έχουν χαραγμένα πάνω. Δεν θέλουν ψεύτικα πρόσωπα και χαμόγελα. Δεν θέλουν επιφανειακές θάλασσες που αν πέσει κάποιος μέσα σ’ αυτές θα πνιγεί από το ψέμα και την υποκρισία. Δεν θέλουν στολισμένες μορφές με πολύχρωμα φωτάκια που όταν σβήσουν θα ξεπροβάλει μια κενή γύμνια.

Οι ανθρώπινες σχέσεις θέλουν καθαρά και φωτεινά πρόσωπα, θέλουν ειλικρίνεια που λάμπει. Αναζητούν το σεβασμό και την εκτίμηση στον χαρακτήρα του άλλου. Θέλουν να είσαι ο εαυτός σου και μόνο αυτόν να αντιπροσωπεύεις, δίχως μεταμφιέσεις. Θέλουν να μπορούν να διαβάζουν την ιστορία σου και να σε αξιολογούν σύμφωνα με αυτήν. Θέλουν να αγαπούν την ξαστεριά σου και να διώχνουν τα σύννεφα που σε καλύπτουν.

Έτσι σε ένα κόσμο μασκαρεμένων, ο χαρακτήρας φίλε μου, αυτός μετράει μόνο.

Εκεί ψάξε την ομορφιά.

ΚΩΝΩΨ ΚΑΙ ΤΑΥΡΟΣ

Κώνωψ τις ἐλθών ἐπί κέρατος ἔστη ταύρου τινός πειρώμενος δῆθεν αὐτῶ ἄχθος ἐμποιήσασθαι , τοῦ δέ ταύρου παρ’ οὐδέν αὐτόν λογιζόμενου βουλόμενος ὁ κώνωψ ἐξ αὐτοῦ ἀποπτῆναι καί βιάζων αὐτόν ἔφη ὡς “εἴπερ ἐπαχθής σοι πέφυκα, πετασθήσομαι ἀπό σου.” ὁ δέ ταύρος φησι πρός τόν κώνωπα· “οὔτε ἐλθόντος σου ἠσθόμην οὔτε ὑποχωροῦντά σε γνώσομαι”.

Ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς καί ἄνθρωποι τινες εὐτελεῖς ἅμα καί ἄφρονες προδήλως τυγχάνοντες δοκοῦσι καθ’ ἑαυτούς τῶν ἐν τιμῆ τε καί συνέσει διαπρεπόντων ὑπάρχειν.

ΤΟ ΚΟΥΝΟΥΠΙ ΚΑΙ Ο ΤΑΥΡΟΣ
Ένα κουνούπι πήγε και έκατσε στο κέρατο ενός ταύρου, προσπαθώντας, τάχα, να του φέρει βάρος.

Ο ταύρος δεν του έδωσε καμία σημασία, και το κουνούπι, την ώρα που ήθελε να πετάξει και να φύγει από πάνω του, του είπε: “Αν σου είμαι βάρος, θα πετάξω μακριά σου”.

Κι ο ταύρος του απάντησε: “Ούτε όταν ήρθες σε κατάλαβα ούτε κι αν φύγεις θα σε πάρω είδηση”.

Ο μύθος δηλώνει ότι με τον ίδιο τρόπο και μερικοί άνθρωποι, που είναι φανερά ασήμαντοι μαζί και άμυαλοι, έχουν μέσα τους την πεποίθηση πως ανήκουν σ’ αυτούς που ξεχωρίζουν για τη σπουδαιότητα της συμβολής τους στη ζωή μας.

ΑΙΣΩΠΟΣ -ΜΥΘΟΙ

Κάποιοι άνθρωποι ενίοτε νιώθουν μέσα στην κοινωνία όπως ο χορευτής

Κανείς δεν μπορεί να βλέπει πέρα από τα όρια του εαυτού του. Με τούτο εννοώ ότι ο καθένας μπορεί να συλλάβει και να κατανοήσει τον άλλον μόνον ανάλογα με την δική του ευφυΐα. Εάν κάποιος έχει ευφυΐα του πλέον χαμηλού είδους, τότε όλα τα πνευματικά χαρίσματα, ακόμη και τα πλέον έκτακτα, δεν θα του κάνουν καμία εντύπωση˙ σ’ έναν άνθρωπο προικισμένο μ’ αυτά, δεν θα προσέξει παρά τα χαμηλότερα στοιχεία της ατομικότητάς του, όλες του δηλ. τις αδυναμίες, τα ελαττώματα της ιδιοσυγκρασίας και του χαρακτήρα. Τούτα τα στοιχεία είναι αυτά που, κατά την αντίληψή του, συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου, ενώ οι υπέρτερες πνευματικές ικανότητες είναι γι’ αυτόν τόσο αντιληπτές όσο τα χρώματα για τον τυφλό˙ διότι το πνεύμα είναι αόρατο για όποιον δεν έχει και ο ίδιος πνεύμα, κάθε δε αξιολόγηση είναι το γινόμενο της αξίας του αξιολογουμένου επί την γνωστική ικανότητα του αξιολογούντος.

Από τούτα προκύπτει ότι, όποτε συνομιλούμε με κάποιον, καταβιβάζουμε τον εαυτό μας στο επίπεδό του, καθότι όλα εκείνα στα όποια υπερτερούμε αυτού εξαφανίζονται, απαρατήρητη δε περνά ακόμη και η απάρνηση του εαυτού μας που απαιτείται για την ισοπέδωση αυτή. Εάν αναλογισθεί κανείς πόσο χαμηλά είναι το φρόνημα και τα προσόντα των περισσότερων ανθρώπων, δηλ. πόσο ποταποί είναι, θα συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι δυνατόν να μιλά μαζί τους χωρίς να γίνει και ο ίδιος, στην διάρκεια της συνομιλίας, ποταπός (κατ’ αναλογία με το φαινόμενα της πτώσεως της ισχύος κατά την διανομή του ηλεκτρικού ρεύματος)˙ θα κατανοήσει τότε σε βάθος το νόημα και το εύστοχον της εκφράσεως sich gemein machen, αλλά και θ’ αποφεύγει κάθε συναναστροφή στην όποια δεν μπορεί να επικοινωνήσει παρά με την parlie honteuse (επονείδιστο μέρος] της φύσης του. Θα κατανοήσει επίσης ότι, απέναντι σε ηλίθιους και μουρλούς, δεν υπάρχει παρά ένας και μόνον τρόπος να καταστήσει εμφανή την φρόνηση του, κι αυτός δεν είναι άλλος από το να μην μιλά μαζί τους. Όμως, ενεργώντας έτσι, κάποιοι άνθρωποι ενίοτε θα νιώθουν μέσα στην κοινωνία όπως ο χορευτής που προσήλθε σ’ έναν χορό και δεν συνάντησε παρά μόνο παράλυτους˙ με ποιόν τώρα να χορέψει;

Arthur Schopenhauer, Εγχειρίδιο πρακτικής σοφίας

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΡΟΠΩΝ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ (ΤΟΥ ΕΓΩ)

Οι διαστρεβλωμένες ροπές των αισθήσεων, με τους στρατούς τους των αισθήσεων, είναι απρόθυμες να αποχωριστούν την κυριαρχία τους στο σωματικό βασίλειο. Έτσι, ή αφυπνισμένης συνειδητότητας της ψυχής, ή της διαίσθησης που γεννήθηκε, ο πόλεμος πρέπει να διεξαχθεί –υλικά και νοητικά, καθώς και πνευματικά, με επαναλαμβανόμενες εμπειρίες για να ανακτηθεί το βασίλειο από το Εγώ και τον στρατό του των φαύλων νοητικών ροπών. Στο πεδίο μάχης του σώματος του ανθρώπου –το «το πεδίο της δράσης»– οι απόγονοι του τυφλού νου των αισθήσεων και αυτοί της αγνής διακριτικής νοημοσύνης τώρα αντιπαρατίθενται.

Οι αρνητικές όψεις των εκατό ροπών των αισθήσεων είναι τρομεροί εχθροί (των οποίων οι διαφοροποιήσεις μπορεί να είναι αμέτρητες).

Μερικοί από τους πιο αναγνωρίσιμους απογόνους του τυφλού νου είναι οι εξής: η υλική επιθυμία· ο θυμός· η απληστία· η πλεονεξία· το μίσος· η ζήλεια· η μοχθηρία· ο πόθος· η ακολασία· η ανεντιμότητα· η κακία· η αναλγησία· η κακή προαίρεση· η επιθυμία να πληγώσει κάποιος άλλους· το καταστροφικό ένστικτο· η αγένεια· η σκληρότητα στην ομιλία και στη σκέψη· η ανυπομονησία· η ζηλοφθονία· η ιδιοτέλεια· η αλαζονεία· η ματαιοδοξία· η υπερηφάνεια για την καταγωγή· η φυλετική υπερηφάνεια· η λανθασμένη αίσθηση λεπτότητας· η αυταρχικότητα· η αυθάδεια· το θράσος· η εχθρότητα· η εριστική νοοτροπία· η δυσαρμονία· η εκδικητικότητα· τα ευαίσθητα συναισθήματα· η σωματική τεμπελιά· η έλλειψη πρωτοβουλίας· η δειλία· η αφηρημάδα και η νοητική νωθρότητα· η πνευματική αδιαφορία· η απροθυμία για διαλογισμό· η πνευματική αναβλητικότητα· η ρυπαρότητα του σώματος, του νου και της ψυχής· η βλακεία· η νοητική αδυναμία· η συνειδητότητα της ασθένειας· η έλλειψη οράματος· η μικρότητα του νου· η έλλειψη προνοητικότητας· η σωματική, η νοητική και η πνευματική άγνοια· ο αυθορμητισμός· ο άστατος νους· η προσκόλληση στις αισθήσεις· η απόλαυση με το να βλέπουμε το φαύλο, να ακούμε το φαύλο, να γευόμαστε το φαύλο, να μυρίζουμε το φαύλο, να αγγίζουμε το φαύλο· να σκεφτόμαστε, να θέλουμε, να αισθανόμαστε, να μιλάμε, να θυμόμαστε, να πράττουμε το φαύλο· ο φόβος για την αρρώστια και το θάνατο· η ανησυχία· η δεισιδαιμονία· η βλασφημία· η έλλειψη μέτρου· ο υπερβολικός ύπνος· το υπερβολικό φαγητό· η απόκρυψη των αληθινών συναισθημάτων και προθέσεων· η προσποίηση της καλοσύνης· η μεροληψία· η αμφιβολία· η δυσθυμία· η απαισιοδοξία· η πικρία· η έλλειψη ικανοποίησης· η περιφρόνηση.

Αυτοί οι τρομεροί εχθροί των αισθήσεων –απόγονοι του τυφλού νου των αισθήσεων– έχουν φέρει μόνο αρρώστια, νοητικές ανησυχίες και τη μάστιγα της άγνοιας και της πνευματικής λιμοκτονίας, που οφείλεται στο θάνατο της σοφίας στο σωματικό βασίλειο. Η αφυπνισμένη δύναμη της ψυχής και ο γεννημένος αυτοέλεγχος πρέπει να αρπάξουν το βασίλειο και να τοποθετήσουν εκεί τη σημαία του Πνεύματος, εδραιώνοντας μια βασιλεία ολόλαμπρη σε γαλήνη, σοφία, αφθονία και υγεία.

Κάθε άνθρωπος πρέπει να δώσει τη δική του μάχη. Είναι ένας πόλεμος που όχι μόνο αξίζει να κερδηθεί, αλλά βρίσκεται σε συμφωνία με την αρμονική τάξη του σύμπαντος και την αιώνια σχέση μεταξύ της ψυχής και του σύμπαντος, ένας πόλεμος που αργά ή γρήγορα πρέπει να κερδηθεί.

Πως προστατευόμαστε από τα προσωπικά μας όρια

Συχνά γίνεται λόγος για το θέμα των ορίων που πρέπει ή δεν πρέπει να βάλουμε στον εαυτό μας και τις σχέσεις μας.

Συχνά επίσης χρησιμοποιούμε στην Ψυχολογία την έκφραση «προσπαθώ να τηρώ τα όρια».Τι εννοούμε όμως με τη λέξη «όριο»;

Όριο στην ψυχολογία είναι το σημείο εκείνο -συμβολικά εννοούμενο- μέχρι το οποίο μπορούμε να δράσουμε χωρίς να κακοποιήσουμε τον εαυτό μας ή τους άλλους.

Όταν το σημείο εκείνο για κάποιους λόγους ξεπερνιέται, και συχνά προκαλείται δυσφορία είτε στη μια είτε στην άλλη πλευρά, τότε ξεκινούν τα προβλήματα στις σχέσεις. Μπορεί να επικρατήσουν το χάος, οι έντονες συγκρούσεις και η φθορά στη σχέση και στον εαυτό μας. Γι’ αυτό και η έλλειψη ορίων μπορεί να οδηγήσει και σε προσωπικά ψυχολογικά αδιέξοδα, με αποτέλεσμα το άτομο να νοσήσει με διάφορους τρόπους.

Πώς όμως θα καταλάβουμε ποια είναι τα όρια σε κάθε σχέση; Είναι τα όρια ίδια σε κάθε είδους σχέση; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις των ορίων;

Βεβαίως και υπάρχει σχετικότητα ως προς το είδος των ορίων, γιατί κάθε σχέση είναι διαφορετική.

Τα όρια ποικίλλουν ανάλογα τη σχέση (στενή σχέση πιο ανοιχτά όρια), την περίσταση, την ηλικία.

Βασική προϋπόθεση ωστόσο είναι η αίσθηση του σεβασμού που πρέπει να έχουμε τόσο για τον εαυτό μας, όσο και για το συνάνθρωπό μας.

Τα όρια τηρούνται ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο τα θέτουμε και ορίζονται με βάση κάποιους κανόνες. Έτσι όταν οι κανόνες δεν εφαρμόζονται, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να καταπατήσουμε και τα όρια.

Τα οφέλη που αποκομίζουμε από τα όρια είναι ότι αποκτούμε καλύτερη επαφή με τον εαυτό μας (προσωπικές ανάγκες, αυτεπίγνωση) και επικοινωνούμε ουσιαστικά και βαθύτερα με τους άλλους, αφού οι σχέσεις μας στηρίζονται σε μια σταθερή βάση αμφίδρομης δέσμευσης ως προς τα όρια.

Το δύσκολο είναι να τα τηρήσουμε, για αυτό και θέλει επιμονή, υπομονή και ψυχική δύναμη, προκειμένου να ανταπεξέλθουμε σε αυτή την από κοινού συμφωνία.

Το δυσκολότερο ωστόσο κομμάτι είναι τα όρια σε σχέση με τον εαυτό μας.

Θέματα όπως οι εξαρτήσεις και η διαχείριση του εαυτού μας σχετίζονται με τα όριά μας. Πώς μπορούμε να πειθαρχήσουμε στις αδυναμίες μας και να μην υπερβάλουμε σε συμπεριφορές αυτοκαταστροφικές; Το όριό μας αποτελεί σαφώς μια προσωπική πυξίδα που πρέπει να ακολουθούμε σε στιγμές επώδυνες για να μην παρεκτραπούμε. Ταυτόχρονα θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας, να αποκτήσουμε δηλαδή αυτογνωσία και να ανακαλύψουμε τους στόχους που θα ολοκληρώσουν την ύπαρξή μας.

Μάτι ηλικίας 530 εκατομμυρίων ετών μάλλον είναι το αρχαιότερο που υπάρχει

Το μάτι, ένα είδος τριλοβίτη (εν ονόματι Schmidtiellus reetae), μοιάζει αρκετά με μια πολύ πρώιμη εκδοχή του ματιού που εξελίχθηκε αργότερα σε ορισμένα ζώα όπως τα καβούρια, οι μέλισσες και οι λιβελούλες.

Επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι ανακάλυψαν στην Εσθονία το απολίθωμα ίσως του αρχαιότερου ματιού που έχει ποτέ βρεθεί σε έμβιο οργανισμό και το οποίο χρονολογείται προ 530 εκατομμυρίων ετών περίπου.

Το μάτι, που ανήκε σε ένα προ πολλού εξαφανισμένο θαλάσσιο οργανισμό, ένα είδος τριλοβίτη (εν ονόματι Schmidtiellus reetae), μοιάζει αρκετά με μια πολύ πρώιμη εκδοχή του ματιού που εξελίχθηκε αργότερα σε ορισμένα ζώα όπως τα καβούρια, οι μέλισσες και οι λιβελούλες.

Επειδή το μάτι είναι μερικώς κατεστραμμένο, οι επιστήμονες μπόρεσαν να μελετήσουν την εσωτερική δομή και ανατομία του οργάνου. Μεταξύ άλλων, φέρει περίπου 100 ομματίδια, τα μικροσκοπικά φωτοευαίσθητα κύτταρα που υπάρχουν και σε σύγχρονα μάτια, αν και πολύ σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό πια. Από την άλλη, το παλαιοζωικό μάτι δεν διαθέτει φακό.

Οι ερευνητές από τη Βρετανία, τη Γερμανία και την Εσθονία, με επικεφαλής τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου Ίουαν Κλάρκσον, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), εκτιμούν ότι το πανάρχαιο πλάσμα είχε σχετικά κακή όραση σε σχέση με τα σημερινά ζώα. Παρόλα αυτά, μπορούσε να διακρίνει τα εμπόδια και τους πιθανούς επικίνδυνους θηρευτές μέσα στα ρηχά νερά όπου ζούσε.

«Η ανακάλυψή μας αποκαλύπτει κάτι αξιοσημείωτο: ότι η δομή και η λειτουργία των ματιών έχει ελάχιστα αλλάξει κατά το τελευταίο μισό δισεκατομμύρια χρόνια», δήλωσε ο Κλάρκσον.

Οι ερευνητές δήλωσαν ότι θεωρούν μάλλον απίθανο να βρουν ένα σχετικά άθικτο σύνθετο μάτι παλαιότερο από αυτό που ανακάλυψαν στη Βαλτική.

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΚΦΥΛΙΣΜΟΥ

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
«Πάντα βρίσκω τους ανθρώπους, όπως κι αν τους κοιτάζω, με καλοσύνη ή κακία, να φροντίζουν για ένα πράγμα: Πως να εξυπηρετήσουν τη συντήρηση του είδους. Και φροντίζουν γι’ αυτό, όχι από αγάπη για το είδος, αλλά γιατί δεν υπάρχει μέσα τους τίποτα παλιότερο, δυνατότερο, ανέλεγκτο και πιο ακατανόητο από αυτό το ένστικτο, γιατί είναι αλήθεια πως το ένστικτο αυτό, είναι στην κυριολεξία η ουσία του είδους μας, η ουσία του κοπαδιού μας.

Στο κάτω κάτω της γραφής, ίσως ο πιο άχρηστος, ο πιο βλαβερός άνθρωπος να είναι ο πιο χρήσιμος για τη συντήρηση του είδους. Γιατί ο άνθρωπος αυτός -ο βλαβερός- συντηρεί στον εαυτό του ή στους άλλους ανθρώπους, διάφορα ένστικτα που χωρίς αυτά η ανθρωπότητα θα είχε εδώ και πολύ καιρό αποχαυνωθεί και διαφθαρεί» Νίτσε

Η λέξη ένστικτο προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ενστίζω (κεντώ) και σημαίνει εσωτερικό κέντρισμα, τσίμπημα. Όπως και οι εκφράσεις ανθρώπινος «χαρακτήρας» (από το ρήμα χαράσσω =εγχαράττω, γράφω), ανθρώπινος «τύπος» (από το ρήμα τύπτω =χτυπώ), έτσι και το ένστικτο, υποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος έχει τυπωμένες και εγχάρακτες τις διάφορες σωματικές και διανοητικές του ιδιότητες, με τις οποίες διακρίνεται από κάθε άλλο πρόσωπο. Μ’ άλλα λόγια είναι έν-στικτες, χαραγμένες, σημαδεμένες εντός. Η επιστήμη σήμερα το επιβεβαιώνει με το DNA και με τον όρο «γονότυπος».

Στο βασίλειο των ζώων συνοπτικά αναφέρονται 4 είδη ενστίκτων: αυτοσυντήρησης, συμβίωσης, σεξουαλικά και των γεννητόρων. Στο ένστικτο αυτοσυντήρησης ανήκουν τα ένστικτα της διατροφής, της αποστροφής, της μαχητικότητας, της φυγής. Το ένστικτο συμβίωσης είναι αναγκαίο για τη δημιουργία και τη διατήρηση της ομάδας. Το σεξουαλικό αναφέρεται στη διαιώνιση του είδους του γόνου. Και των γεννητόρων αφορά την ανατροφή, εκπαίδευση, προφύλαξη των νεογέννητων.

Τα περισσότερα από τα ένστικτα και των 4 κατηγοριών στον άνθρωπο αντιπροσωπεύονται από ορμές, δηλαδή από έμφυτες τάσεις που δε συνοδεύονται με ένα σχηματισμένο και πάγιο μηχανισμό για την εκπλήρωσή τους. Ο ίδιος είναι που πρέπει να επινοήσει και να οργανώσει τον απαιτούμενο τρόπο συμπεριφοράς για την ικανοποίησή τους. Η ελευθερία αυτή είναι και προσόν αλλά και μειονέκτημα.

Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ ενστίκτου κι αντανακλαστικού
Το πρώτο είναι ορμέμφυτο το δεύτερο είναι μηχανιστικό αντανακλαστικό. Ένστικτο ονομάζουμε την έμφυτη (γονιδιακά υπαγορευμένη) τάση/παρόρμηση/ορμέμφυτο κάθε ζωικού είδους να εκδηλώνουν συγκεκριμένες συμπεριφορές υπό την επίδραση ορισμένων περιβαλλοντικών συνθηκών.

Η εκδήλωση ενός ενστίκτου μπορεί να αναβληθεί ή ακόμη και να ματαιωθεί με εκούσια συνειδητή επιλογή των ανώτερων όντων. Από την άλλη, αντανακλαστικό είναι η ακούσια κινητική αντίδραση, εξωτερικά ορατή ή όχι, σε ένα περιφερειακό αισθητικό ερέθισμα. Ενστικτώδης είναι για όλα τα ζώα η αναζήτηση τροφής κι ερωτικού συντρόφου, αλλά και η διαφύλαξη του προσωπικού/ζωτικού  τους χώρου. Ενστικτώδης είναι για τα βαδιστικά πτηνά η ισόβια αναγνώριση ως μητέρας τους της πρώτης κινούμενης μορφής που θα συναντήσουν την πρώτη ημέρα μετά την εκκόλαψή τους.

Ενστικτώδης είναι για τους σκαντζόχοιρους η επιλογή της χειμέριας νάρκης, αλλά και για τις μέλισσες ο χορός που κάνουν γύρω από τα άνθη που γονιμοποιούν. Ενστικτώδης πράξη είναι για τα πουλιά το χτίσιμο της φωλιάς τους, για τα ωδικά πουλιά η αυθόρμητη απομνημόνευση μόνο του κελαηδήματος του πατέρα τους (όχι άλλων διπλανών πτηνών) και η εν συνεχεία αναπαραγωγή τους.

Ενστικτώδης, δηλαδή γονιδιακά υπαγορευμένη, είναι τέλος η ανάγκη του αναπτυσσόμενου νευρικού συστήματος του ανθρώπου να εκτεθεί εγκαίρως σε αισθητικά ερεθίσματα κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων κρίσιμων περιόδων της ανάπτυξης, γιατί, αν για παράδειγμα το νήπιο δεν δεχθεί φυσιολογικά οπτικά ερεθίσματα, τότε ο εγκέφαλός του θα παραμείνει ισοβίως τυφλός, ακόμη και αν τα μάτια σαν όργανα είναι λειτουργικά ακέραια.

Το σύνολο των συμπεριφορών διαμορφώνεται τόσο από τη γενετική προδιάθεση του ατόμου όσο και από την επίδραση του περιβάλλοντος. Βλέπουμε ότι τα ένστικτα δεν ανήκουν απαραιτήτως σε έναν παράδοξο, παράλογο και παραψυχολογικό κόσμο που κυβερνά τον κόσμο της τάξης και της λογικής. Μπορεί να αντιπροσωπεύουν και στρατήγημα του κληρονομικού υλικού προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις με τις οποίες θα τεθεί αναπόφευκτα αντιμέτωπος ο οργανισμός κάθε είδους.

Ανώτεροι & Κατώτεροι Άνθρωποι
Όσο ανόητη φαίνεται η ιδέα του «πως θα έπρεπε να είναι το δέντρο» άλλο τόσο είναι ανόητη η ιδέα περί του τι θα έπρεπε να είναι ο άνθρωπος. Στην εποχή μας η μανία περί του «πολιτικώς ορθού» και οι ανόητες φράσεις πως «έτσι πρέπει να φέρεται ή να μην φέρεται κάποιος» και λέξεις όπως ομοφοβία, φασισμός, ρατσισμός, δημοκρατία έχουν καταντήσει καραμέλα στα χείλη των έκφυλων, ώστε μόνο μορφασμούς ειρωνείας προκαλούν. Τι έχουμε θεοποιήσει; Τα ένστικτα της αξίας μόνο μέσα στις ομάδες -κι όχι τα ατομικά- για να εξασφαλίσουμε την διατήρηση τους.

Τι έχουμε κατηγορήσει; Αυτό που ξεχωρίζει τους ανώτερους ανθρώπους από τους κατώτερους, την Δύναμη των Ενστίκτων (ορμέμφυτα) και ειδικά τα ένστικτα της αυτοσυντήρησης.

Η Δύναμη του Ενστίκτου της Αυτοσυντήρησης είναι το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στους ανώτερους και κατώτερους ανθρώπους.

Όποιος προσφέρεται  ν’ απορρίψει τον ορθολογιστικό μύθο της «προόδου» και την ερμηνεία της ιστορίας ως μιας αδιάκοπης θετικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, θα βρεθεί σταδιακά να στρέφεται προς την κοσμοαντίληψη που ήταν κοινή σε όλους τους μεγάλους παραδοσιακούς πολιτισμούς και η οποία είχε στο κέντρο της την ανάμνηση μιας διαδικασίας εκφυλισμού, αργής συσκότισης ή κατάρρευσης ενός προηγούμενου ανώτερου κόσμου. Όσο διεισδύουμε βαθύτερα σ’ αυτήν την νέα (και παλαιά) ερμηνεία, συναντάμε διάφορα προβλήματα, μεταξύ των οποίων κυριότερο είναι το ζήτημα του μυστικού του εκφυλισμού.

Στην κυριολεκτική έννοια του όρου, αυτό το ζήτημα δεν είναι καθόλου καινούργιο. Ενώ αναλογιζόμαστε τα υπέροχα κατάλοιπα  πολιτισμών των οποίων ούτε καν η ονομασία δεν  έφθασε έως εμάς, αλλά τα οποία φαίνεται να μεταφέρουν – ακόμη και στο φυσικό υλικό τους- ένα μεγαλείο και μια δύναμη που είναι κάτι περισσότερο από γήινη, σχεδόν ο καθένας παρέλειψε ν’ αναρωτηθεί για τον θάνατο των ανώτερων πολιτισμών κι ένοιωσε την ανεπάρκεια των λόγων που παρέχονται συνήθως για να τον εξηγήσουν.

Η ηθική των κατώτερων ανθρώπων είναι η κακοήθης αιτία του εκφυλισμού του μαζάνθρωπου κι αυτό φαίνεται ολοκάθαρα μέσα από την έλλειψη του φυσιολογικού. Δίδαξαν την κατώτερη παρασιτική ανθρωπότητα κάθε τι που εκφυλίζει, διαστρεβλώνει και αδρανοποιεί το Δυναμικό Ένστικτο της Αυτοσυντηρήσεως.

Την μαθαίνουν να αγνοεί ως αμαρτία και να περιφρονεί το ανώτερο αίσθημα συντήρησης της ζωής, το ένστικτο. Η κύρια αιτία της παρακμής είναι αυτή η παρά φύση ανακολουθία των φυσιολογικών Ενστίκτων. Αξιώματα παρακμής όπως  «αλτρουιστής» «πατριώτης» «αγάπη προς τον πλησίον» «είμαστε όλοι ίδιοι» «όλα συνδέονται» «όπως πάνω έτσι κάτω» και διάφορα α-νοητά σλόγκαν είναι βέβαιο ότι κάνουν την κοινωνία να παρακμάζει ταχύτατα, αφού είναι ηθικολογικές αξίες με μηδενική έννοια και μάλιστα ενάντια στα φυσιολογικά ένστικτα αυτοσυντηρήσεως.

Η λογική τελειοποιείται, το ένστικτο είναι αμετάβλητο.
Ο άνθρωπος έχει χάσει την ικανότητα του να ζει την αληθινή ζωή και την έχει αντικαταστήσει με την ζωή του καθήκοντος. Οι αυταπάτες του αντικαθιστούν την παρούσα ζωή με την ζωή του μέλλοντος ή ακόμη χειρότερα με την «ζωή» μετά θάνατον. Πιάσ’ τ’ αυγό και κούρευτο! Η αληθινή ζωή δεν έχει συμβιβασμούς ηθικολογίας αλλά ενστικτώδεις ορμές, πάλλεται από υγιή κίνηση και δύναμη πάθους. Το ακριβώς αντίθετο από αυτά που σε δίδαξαν.

Πρέπει να ασχοληθείς με τον εαυτό σου, με την ουσία σου, με το ΕΙΝΑΙ και όχι με τις διεστραμμένες θρησκειολογίες (είτε μέσα στις επίσημες εκκλησίες είτε στα περιφερειακά της νεολογικά παραληρήματα). Η ηθική προς τον εαυτό κι όχι προς την ομάδα έχει αξία, η ηθική προς την ζωή κι όχι προς τον θάνατο έχει αξία, η ζωή ΤΩΡΑ έχει αξία κι όχι η μετά θάνατον μπουρδολογία.

Πρέπει να αντικαταστήσεις την ηθικολογική αξιακή σαβούρα του εκφυλισμένου κατώτερου ανθρωποειδούς  βήμα προς βήμα, να την περιορίσεις και να την οριοθετήσεις με χειρουργική ακρίβεια, αν θέλεις να αποκαλείσαι ζωντανός κι όχι κινητό πτώμα. Ο παπάς, ο πολιτικός, ο φιλοσοφιστής, ο δημαγωγός πνευματικότητας, ο τσοπάνης συνειδήσεως, πρέπει να αποκλειστούν και να απορριφθούν ως καρκινώματα της ζωντανής ζωής. Χρειάζεται χημειοθεραπεία με τα πιο δυνατά φάρμακα για να καούν τα σάπια ηθικολογικά αξιακά τους που δηλητηρίασαν το σώμα της ψυχής του ανώτερου ανθρώπου, αν θέλουμε να εξυψώσουμε την άνθρωπο στο βάθρο της Δύναμης.

Αυτός ο κόσμος που σήμερα ζούμε στις τσιμεντουπόλεις δεν έχει καμία αληθινή αξία, γιατί δεν έχει καθόλου ένστικτα επιβίωσης κι αυτό ουρλιάζει μέσα από την αποξένωση, την κατάργηση της ατομικότητας, την αποξένωση από την γη και την φύση που οδηγεί στην απώλεια του αισθήματος του σεβασμού, της αξίας και του θαυμαστού, την τρομακτική ομοιομορφία των ανθρώπων, τον ανούσιο ανταγωνισμό του ανθρώπου με τον εαυτό του που δημιουργεί έναν ωφελιμιστικό εγωπαθή τρόπο σκέψης όπου το μέσον (π.χ. χρήμα, αποκτήματα) γίνεται σκοπός και τέλος η όχι λιγότερο σημαντική γενικευμένη μείωση των αισθημάτων.

Η αγχώδης βιασύνη, το άγχος που βιάζει τη ζωή, συμβάλει στην  αποστέρηση του ανθρώπου από τις βαθύτερες ανθρώπινες ιδιότητές του. Μια από αυτές είναι η σκέψη. Το ον που δε γνωρίζει ακόμα τίποτα για την ύπαρξη του εαυτού του είναι ανίκανο να αναπτύξει μια αφηρημένη σκέψη, μια γλώσσα με λέξεις, μια ηθική και υπεύθυνη συνείδηση. Το ον που παύει να σκέπτεται  διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει όλες αυτές τις ικανοποιήσεις και τα καθαρά ανθρώπινα προσόντα του που είναι η σύνδεση με τα ένστικτα του και ο τρόπος να τα χρησιμοποιεί.

Όπως αναφέρει ο Δον Χουάν «Αν θέλεις να μάθεις να σκέφτεσαι πρέπει να πάψεις  να σκέφτεσαι» και δεν θα πέσω στην παγίδα του εγωισμού να γράψω «κι εννοεί …» γιατί εμένα μου πήρε χρόνια να κάνω κτήμα μου την επίγνωση του «τι εννοεί» ο Δον Χουάν, όπως κι όλα τα υπόλοιπα σημαντικά που τοποθετούν τον άνθρωπο πολεμιστή (κι όχι όλους) σε θέση Αιτίας που δημιουργεί Aποτελέσματα.

Όλα αυτά δεν είναι συμπτώματα εκφυλισμού του σύγχρονου πολιτισμού, αλλά τα αίτια της απανθρωπιάς που βιώνουμε. «Ακόμα κι αν δεχτούμε με αδικαιολόγητη αισιοδοξία, ότι ο πληθυσμός της Γης δε θα συνεχίσει να αυξάνεται με τον ρυθμό που γνωρίζουμε σήμερα, θα πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι ο οικονομικός ανταγωνισμός της ανθρωπότητας με τον εαυτό της θα αρκέσει για να τον οδηγήσει στον αφανισμό» έγραφε προφητικά ο Λόρεντς το 1973.

Πρέπει να υπάρχει ένας αληθινός κόσμος. Ναι, κάποτε υπήρξε ένας τέτοιος κόσμος, είναι ο κόσμος των ηρώων. Σήμερα ζούμε στον κόσμο των δούλων, των απόκληρων, των κατώτερων ανθρωποειδών στρωμάτων  που εκδικούνται την αληθινή ικανότητα παραγωγής, την δύναμη και τα ζωντανά ένστικτα, εκθειάζοντας ως «ανώτερες αξίες» την παρακμή, την παραφύση, το παράλογο, το παρανοϊκό, το έκφυλο.  Όλοι οι ηθικολόγοι και τα αξιακά συστήματα τους είναι ανήθικα κι ανάξια.

Το φωνάζει η ίδια η ζωντανή ζωή. Τα ένστικτα της παρακμής θριαμβεύουν των ενστίκτων της προόδου και της ζωντανής ζωής.

ΜΟΝΑΧΙΚΟΤΗΤΑ: ΑΞΙΑ ΙΣΧΥΟΣ
«Η καταστροφή ενός ανθρώπου οφείλεται στην αδυναμία του να μείνει μόνος. Ουδείς μπορεί να μείνει μόνος με τον εαυτό του. Σήμερα, όσοι θα έπρεπε να μείνουν με το εαυτό τους σπεύδουν να ανοίξουν την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. Νομίζω ότι αν μια κυβέρνηση καταργούσε την τηλεόραση, οι άνθρωποι θα αλληλοσκοτώνονταν στους δρόμους, επειδή η σιωπή θα τους τρομοκρατούσε. Στο απόμακρο παρελθόν, οι άνθρωποι διατηρούσαν μεγαλύτερη επαφή με τον εαυτό τους, επί μέρες και μήνες, αλλά τώρα αυτό είναι ανέφικτο. Ως εκ τούτου, μπορούμε να πούμε ότι η καταστροφή επήλθε, ότι ζούμε καταστροφικά» αναφέρει εύστοχα ο σκωπτικός στοχαστής Εμίλ Σιοράν.

Μέχρι σήμερα νικούν οι μέτριοι, οι αδύναμοι και οι ανίκανοι, γι’ αυτό επικρατεί τόσο μεγάλος εκφυλισμός σε κάθε θρησκευτικό, πολιτικό ή πολιτιστικό τομέα. Σε κάθε κλάδο κυριαρχούν οι ανίκανοι. Ειδικά στους κλάδους της θρησκείας, της επιστήμης και της πολιτικής η αδυναμία και η ανικανότητα εξυψώνεται σε αξία τόσο έντονα που ξαφνιάζει κάθε καλοπροαίρετο ερευνητή. Κάθε θέληση ανεξαρτησίας όταν επιτευχθεί οδηγεί αναπόφευκτα σε μοναχικότητα, αφού η ανεξαρτησία είναι από την φύση της μια διαφοροποίηση από τα κλειστά σάπια συστήματα.

Το Άτομο είναι εκ διαμέτρου αντίθετο από την εγωπαθή κατώτερη ανθρωπόμαζα και δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ίσο με αυτήν. Προσπαθώντας λοιπόν να ανακαλύψει όμοιους και ίσους του διακρίνει και ξεχωρίζει τον εαυτό του από την κατωτερότητα. Ο ανώτερος άνθρωπος όταν φθάσει σε κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας επιδιώκει να προχωρήσει πιο πέρα από την θέση του κι αντιλαμβάνεται ότι αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, ειδικά στις μεγάλες πόλεις και σε μεγάλες συγκεντρώσεις ανθρωπόμαζας. Εδώ έχει δύο επιλογές ή θα αγκαλιάσει την μοναχικότητα και την μοναδικότητα του [σε σχέση με το περιβάλλον των κατώτερων μορφών] και θα την κάνει σκαλί για να ανέβει σε ανώτερα επίπεδα ύπαρξης ή θα ξεπέσει την ομαδικότητα των μισάνθρωπων.

Όταν το Άτομο ξεπέσει κι αρχίσει να οργανώνεται σε ομάδες, εκεί χάνει την ατομικότητα του, κατρακυλά στην εγωπάθεια κι εκεί εκδηλώνονται όλα τα χαρακτηριστικά της κατάπτωσης του. Στην ομαδική του εγωπάθεια εκδηλώνονται οι προστριβές, οι διαφωνίες, οι πόλεμοι, οι αιματοχυσίες, ο επεκτατισμός, οι διακανονισμοί ανταλλαγής υπηρεσιών, η συνθηκολόγηση, ο πατριωτισμός, η αμοιβαιότητα και όλα τα δεινά του πολιτικού θρησκευόμενου ανθρώπινου ζώου. Εδώ χάνεται η μοναχικότητα του ανεξάρτητου ανθρώπου, κάθε είδους αληθινό ένστικτο επιβίωσης και κυριαρχεί η ιεραρχία και οι ανάγκες της κορυφής της που την υπηρετεί η βάση, συνήθως με την ζωή της.

Ο ανώτερος υπέροχος άνθρωπος που βιώνει την μοναχικότητα, αφού είναι τόσο δύσκολο να βρει ομοίους του για να επικοινωνήσει κι αν δεν ξεπέσει στον εκφυλισμό της ομαδικότητας μπορεί να θριαμβεύσει επί της ανήθικης ηθικής των κατώτερων στρωμάτων ακολουθώντας μερικούς απλούς κανόνες. Ο βασικός κανόνας είναι να Αμφιβάλει και να Αμφισβητεί τα πάντα, όχι αντιδραστικά αλλά κατόπιν παρατήρησης του ολοφάνερου και να είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να ανακατέψει την τράπουλα και να ξεκινήσει νέο παιχνίδι.

Αυτό το πετυχαίνει μέσα από τον σεβασμό μονάχα κάθε άξιου σεβασμού. Τον ολοκληρωτικό, καθολικό, ερωτικό, παθιασμένο σεβασμό κάθε τι άξιου. Πρέπει λοιπόν να ξεχωρίσει τι είναι άξιο σεβασμού για να το σεβαστεί και να το αξιοποιήσει. Αφού μαζέψει τα άξια σεβασμού, να τα αφήσει να παλέψουν μεταξύ τους και να δει ποιά θα νικήσουν. Να πετάξει τα ανάξια στα σκουπίδια και να μην ασχοληθεί ποτέ ξανά μαζί τους. Τα υπόλοιπα άξια σεβασμού να τα περάσει από την ίδια διαδικασία κι ότι απομείνει νικητής να το σεβαστεί με όλη την δύναμη της καρδιάς του.

Να το αγαπήσει παθιασμένα σαν ιδανικός εραστής και να είναι έτοιμος να κομματιάσει αυτήν την παθιασμένη καρδιά, να γκρεμίσει στα τάρταρα το ιδανικό αξιοσέβαστο την στιγμή που αισθάνεται την υπέρτατη συγκίνηση. Έτσι πετυχαίνει ο ανώτερος την ανεξαρτησία στην εποχή της ερημιάς, στην αυστηρή κριτική αυτών που θεωρεί αξιοσέβαστα και στην ηράκλεια ικανότητα να ανατρέψει τις αξιολογήσεις του. Αυτός είναι ο θρίαμβος της δύναμης πάνω στην αδυναμία, όταν κυριαρχεί η ζωντανή ζωή πάνω στην νεκρή ζωή.

Μετά από αυτή την νίκη πάνω στο αξιοσέβαστο και τις αγκυλώσεις, πάνω στις εμφυτεύσεις και στον κοινωνικό προγραμματισμό που ελέγχουν και κυριαρχούν στις ζωές των κατώτερων ανθρώπων, έχει την ύψιστη τιμή να εξυψώσει τον εαυτό του στο ύψος του Θεού. Είναι ο ίδιος Θεός γιατί έχει τα στοιχεία του χαρακτήρα που ορίζουν κάποιον ως Θεό, Δύναμη και Ισχύ.  Αυτή η Δύναμη του δείχνει την πορεία του και το που να στραφεί. Την αυξημένη ευθύνη, την απόλαυση, την ηδονή και την αγνότητα.

Κυριαρχεί στο πεπρωμένο του αφού προσφέρει στον εαυτό του το δικαίωμα να ενεργεί αυτόβουλα πάνω από την ανηθικότητα των ηθικολόγων. Σε αυτό το σημείο αποφεύγει να ενεργήσει με τον τρόπο των κατώτερων ανθρώπων. Η ιδιοτέλεια έχει αντικαταστήσει την εγωπαθή ανιδιοτέλεια. Το να θέλει να βοηθήσει, χωρίς να του έχει ζητηθεί επιτακτικότατα είναι η ύψιστη μορφή εγωιστικής ψευδούς ευσπλαχνίας.

Μόνο η Δύναμη κατευθύνει τις πράξεις του σε αυτό το επίπεδο ανεξαρτησίας, έχει συγχρονιστεί με αυτήν και δεν μπερδεύει έννοιες και αξίες που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι κατώτεροι. Αν αποφασίσει να βοηθήσει κάποιον θα είναι επειδή του το υποδεικνύει κάποιο στρατηγικό του σχέδιο και πάντοτε θα είναι στην αφάνεια. Γνωρίζει ότι ο ανεξάρτητος άνθρωπος μπορεί να είναι έξυπνος ή ανθρωπόμαζα είναι κατά κανόνα ηλίθια και με αυτόν τον βασικό κανόνα καθορίσει την πορεία του.

Η ανθρωπότητα πάντοτε επαναλαμβάνει το ίδιο σφάλμα μετατρέπει τον άγιο σε τύραννο και τούμπαλιν με ταχύτητα φωτός, την στιγμή που ο άνθρωπος επιλέγει να δώσει την προσοχή του, την συμφωνία του και να αγαπήσει ιδανικά που τον κάνουν να ξεχνάει ότι είναι απλά ιδανικά που μπορεί να τα πετάξει ανά πάσα στιγμή και να υπερυψωθεί πάνω από αυτά.

Βλέπει τον αδύναμο εαυτό του μέσα από τα μάτια των άλλων και μόνο τότε είναι δυνατός ο αλτρουισμός, ο πατριωτικός θάνατος και η εγωιστική ιδιοκτησιακή αγάπη. Όταν χάνεται η αγάπη για το Είναι και κάθε ικμάδα ανεξαρτησίας ο άνθρωπος ξεπέφτει στην ανικανότητα να ζήσει με τον εαυτό του και τον εγκαταλείπει ολοκληρωτικά στην ομάδα (οικογένεια, κοινωνία).

ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Ο άνθρωπος δεν είναι εντελώς άνθρωπος παρά μόνο όταν παίζει λέει ο Σίλλερ κι ο Νίτσε συμπληρώνει «Σε κάθε αληθινό άνθρωπο κρύβεται  ένα παιδί που θέλει να παίξει». Όταν ο άνθρωπος χάνει το ένστικτο της επιβίωσης χάνει την ικανότητα του να είναι παίκτης και να παίζει παιχνίδια και γίνεται ο ίδιος παιχνίδι σε παιχνίδια άλλων. Δεν υπάρχει επιλογή ή είσαι το πιόνι ή είσαι ο παίχτης. Το πιόνι σπάνια γνωρίζει ότι είναι ένα στοιχείο σε ένα παιχνίδι που άλλοι, έξω από αυτό, το χρησιμοποιούν για να παίξουν. Κάθε κίνδυνος, παύει να είναι τρομακτικός από τη στιγμή που γνωρίζουμε τα αίτιά του. Όταν μάθεις το παιχνίδι τους κανόνες και την χαρά του του να παίζεις τότε κάθε φόβος μετουσιώνεται σε δύναμη.

Αλλά πρέπει να μάθεις να είσαι παίχτης πριν κάτσεις στο τραπέζι του πόκερ αγαπητέ μου, διαφορετικά θα γίνεις τροφή για μεγαλύτερα ψάρια και το να είσαι παίκτης υπάγεται καθαρά στο πεδίο των ενστίκτων, όχι στην μόρφωση, στην παράδοση, στα μύρια κλειστά συστήματα που σε καταδυναστεύουν με το λαμπιρίζων περιτύλιγμα. Ο άνθρωπος δεν διαθέτει λιγότερες, αλλά απεναντίας περισσότερες παρορμήσεις αληθινά ενστικτώδεις από οποιοδήποτε άλλο ζώο και απαιτείται αληθινά τεράστιος κόπος για να καταπιεστούν, να διαστρεβλωθούν και να εκφυλιστούν από μια κοινωνία που χρειάζεται ανθρώπινα ζώα κι όχι ανθρώπους.

Οι άνθρωποι χάνοντας το βασικό ένστικτο της επιβίωσης διολισθαίνουν στην βαρβαρότητα όταν γίνονται πολύ επιδέξιοι στην αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων. Αυτό οδήγησε συχνά σε μια επικίνδυνη εξασθένηση ακόμα και στην πλήρη  καταστροφή ενός πολιτισμού. Η μέχρι αηδίας άκοπη προσπάθεια για ευτυχία, ευημερία, χαρά, ανεμελιά, είναι μια διαστροφή, η οποία είναι  τόσο καταστροφική πολιτισμικά όσο τείνει να είναι η αποχαύνωση, ειδικά όταν χάνεται το μέτρο.

Χάρη στην προοδευτική -έστω και ψευδή- κυριαρχία πάνω στο περιβάλλον του, ο σύγχρονος άνθρωπος έχει μετατοπίσει την ισορροπία ευχαρίστησης κι απέχθειας προς την κατεύθυνση της αυξανόμενης υπερευαισθησίας, απέναντι σε κάθε δυσμενή κατάσταση  ενώ η ικανότητα της απόλαυσής του αμβλύνεται συνεχώς.

Στα περισσότερα ζώα και ειδικά στα πρωτεύοντα υπάρχει ένας μηχανισμός προστασίας του είδους. Τα αρσενικά, για παράδειγμα θα διεκδικήσουν το δικαίωμα τους στην αναπαραγωγή, αλλά δε θα σκοτώσουν τον αντίζηλο ούτε θα βιάσουν το θηλυκό. Για να εξασφαλίσει μεγαλύτερο μερίδιο τροφής, ένας χιμπαντζής, συχνά καταφεύγει στην απάτη. Όμως ποτέ δε θα κρατήσει όλη την τροφή για τον εαυτό του, καταδικάζοντας έτσι τα αδύναμα μέλη της ομάδας σε θάνατο από ασιτία.

Τα πρωτεύοντα γνωρίζουν ότι η επιβίωση τους βασίζεται στη συνοχή της ομάδας, έτσι δεν ξεπερνάνε τα όρια σκοτώνοντας ένα άλλο μέλος της. Στους ανθρώπους αυτός ο μηχανισμός επιβίωσης και αυτοσυντήρησης έχει ατροφήσει ή μάλλον έχει υπερκεραστεί εξαιτίας της εφευρετικότητας του. Η νοημοσύνη του τον κάνει να συμπεριφέρεται πιο ηλίθια από τους λιγότερο νοήμονες συγγενείς του.

Είναι πολύ πιο εύκολο να σκοτώσεις κάποιον εξ’ αποστάσεως παρά με τα χέρια σου. Οι δολοφονίες με στραγγαλισμό είναι εκατομμύρια φορές πιο σπάνιες από τις δολοφονίες με όπλο. Πόσο μάλλον όταν εξοντώνεις τον άλλον οικονομικά, όχι μόνο χωρίς να τον αγγίζεις, αλλά χωρίς να τον γνωρίζεις. Κάποιοι θα πουν ότι πάντα ο άνθρωπος ήταν λύκος για το συνάνθρωπο του, όμως δεν είναι λύση να αποδεχόμαστε την εγκληματική συμπεριφορά ως ιστορική αναγκαιότητα.

Η ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία έχει μετουσιωθεί σε «ανάγκη» για το τελευταίο μοντέλο κινητού τηλεφώνου και την απαιτούμενη τηλεφωνική σύνδεση, με την οποία μπορείς να «μιλάς συνέχεια» και μάλιστα χωρίς να σκέφτεσαι. Ο άνθρωπος πρέπει να έχει (έτσι τον έχουν πείσει) άμεσα ό,τι θέλει να έχει (ό,τι τον έχουν πείσει ότι θέλει να έχει). Αν του στερήσεις αυτό το «δικαίωμα» αισθάνεται μειονεκτικός. Προκαλείται έτσι μια ανυπόμονη απαίτηση για άμεση ικανοποίηση κάθε επιθυμίας.

Η λαχτάρα αυτή ευνοείται από μια κοινωνία, όπου οι παραγωγοί σπρώχνουν το κοινό προς την κατανάλωση. Και είναι εκπληκτική η διαπίστωση ότι οι καταναλωτές δεν αντιλαμβάνονται μέχρι ποιο βαθμό έγιναν σκλάβοι των ευκολιών πληρωμής του συστήματος της εξόφλησης με δόσεις. Την ίδια στιγμή η υπερπληθώρα ερεθισμάτων και πιθανών στόχων τον οδηγεί στην αποχαύνωση. Ο καταιγισμός πληροφοριών από την τηλεόραση και το διαδίκτυο προσφέρει πολύ λιγότερα από την ανάγνωση ενός βιβλίου. Η δυνατότητα να αποθηκεύσεις δωρεάν στο σκληρό δίσκο εκατοντάδες βιβλία σε pdf δεν σου εξασφαλίζει και το χρόνο για να τα διαβάσεις, πόσο μάλλον να τα απολαύσεις.

Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν παράγει τίποτα με τα χέρια του ειδικά το φαγητό του που είναι τόσο σημαντικό για την επιβίωση του, παρά μόνο χρήματα για να αγοράσει όσα «χρειάζεται» και με αυτά τα αντικείμενα το συναισθηματικό δέσιμο είναι μηδενικό, αφού με την πρώτη ευκαιρία θα τα πετάξει για να αγοράσει κάτι καινούριο. «Κατασκευάστε προϊόντα που να είναι ήδη παλιά», είναι το σύνθημα των εταιριών τεχνολογίας. Την ίδια στιγμή πασχίζει να εκμηδενίσει κάθε δυσάρεστο συναίσθημα, όχι καταπολεμώντας την αιτία του, αλλά φυγοπονώντας.

Μπορείς να δεις με πόσο περισσότερη ευχαρίστηση ένας άνθρωπος θα φορέσει το ρούχο που έφτιαξε μόνος του (και ας μην είναι τόσο ευπαρουσίαστο όσο το εργοστασιακό) ή θα φάει την ντομάτα που καλλιέργησε στον κήπο του. Ο κόπος που χρειάζεται για να παραχθεί ένα αντικείμενο είναι ευθέως ανάλογος της ευχαρίστησης που νιώθει ο παραγωγός. Η χαρά που αισθάνομαι όταν βγαίνω στον κήπο για να κόψω φρέσκα αρωματικά για την διάσημη πλέον μακαρονάδα μου είναι ευθέως ανάλογη του κόπου για να υπάρχουν τα αρωματικά στον χώρο μου.

Δεν είναι μόνο τα αντικαταθλιπτικά που πλέον είναι πιο συνήθη από τα αντιπυρετικά. Μια ολόκληρη βιομηχανία ευεξίας έχει στηθεί στη γρήγορη και χωρίς κόπο απώθηση κάθε δυσάρεστης σκέψης κι αισθήματος. Ολόκληρη βιομηχανία έχει στηθεί πάνω στην «θετική σκέψη» και στον «θετικό λόγο». Βλέπουμε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι όλοι αυτοί που προωθούν αυτή την βιομηχανία είναι οι ίδιοι απίστευτα εκφυλισμένοι σε μεγάλο βαθμό. Η υπερβολική αγάπη χαλάει αναρίθμητα παιδιά, που ήταν γεμάτα υποσχέσεις, για το μέλλον.

Η απόλυτη πίστη, που ανυψώνεται σε απόλυτη αξία, έχει καταστρεπτικές συνέπειες γιατί διαστρεβλώνει τα ένστικτα της επιβίωσης. Το πρόβλημα είναι, ότι η ατζέντα αυτών που έχουν δύναμη -ανθρώπινων ή μη DNA- απέχει πολύ από κάποια καλά ή φιλοανθρώπινα κίνητρα. Στην πραγματικότητα έχει αλλάξει το νόημα της ζωής για εκατομμύρια ανθρώπους και έχει αποδυναμώσει τα θεμέλια των κοινωνιών και των χωρών στις οποίες ζουν κι επιχειρούν.

Από ένα πολιτισμό «αναγκών» πέρασαν τον άνθρωπο σε έναν πολιτισμό «επιθυμιών». Οι άνθρωποι εκπαιδεύονται πλέον από πολύ μικροί να επιθυμούν, να θέλουν πράγματα και μάλιστα πριν καταναλώσουν αυτά που ήδη έχουν. Οι επιθυμίες της ανθρωπόμαζας τώρα ξεπερνούν κατά πολύ τις ανάγκες της. Πριν από αυτή την τεράστια καταστροφική παρέμβαση της ελίτ που κυβερνά, δεν υπήρχε η ταυτότητα του καταναλωτή. Υπήρχαν πολίτες. Δεν υπήρχαν καταναλωτές.

Ο καταναλωτισμός είναι μία εφεύρεση για να αποκόψει τον άνθρωπο από τα ένστικτα του. Οι πρώτες εταιρίες που βασίστηκαν σε αυτόν συνέδεσαν τα καταναλωτικά αγαθά και την πολιτική προπαγάνδα, με την ανθρώπινη αυτοεκτίμηση, την επιτυχία τον πλούτο και την προσωπική αξία. Το υποσυνείδητο μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: χρησιμοποίησε αυτά τα αγαθά, υποστήριξε την ατζέντα τους και θα είσαι επιτυχημένος και πολύ περισσότερο ευτυχισμένος.

Στην κυριολεξία η ελίτ αποκαλεί τις μάζες «μηχανές ευτυχίας»  ή «μαϊμούδες της Εδέμ» Λένε «Συνεχίστε να επιβραβεύετε τις μηχανές ευτυχίας, τις μαϊμουδίτσες, με περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες που στοχεύουν σε εγωιστικές επιθυμίες και σύντομα αυτό θα είναι η μόνη ευτυχία που θα ζητούν οι μηχανές» και είναι απόλυτα σωστό.

«Η ευημερία, όπως την εννοείτε εσείς- αυτό δεν είναι σκοπός, αυτό φαίνεται σε μας τέλος! Μια κατάσταση που κάνει γρήγορα τον άνθρωπο καταγέλαστο κι αξιοπεριφρόνητο -που κάνει επιθυμητή την καταστροφή του! Η πειθαρχία του πόνου, του μεγάλου πόνου -και δε ξέρετε πως αυτή η πειθαρχία μόνο δημιούργησε κάθε ανύψωση του ανθρώπου μέχρι σήμερα; Κείνη η ένταση της ψυχής στην ατυχία, που καλλιεργεί τη δύναμή της, ο τρόμος της στη θέα της μεγάλης καταστροφής, η επινοητικότητά της κι η ανδρεία της στο να υφίσταται, ν’ αντέχει, να ερμηνεύει, να εκμεταλλεύεται την ατυχία κι ό,τι άλλο είχε ποτέ από βάθος, μυστήριο, μάσκα, πνεύμα, πανουργία και μεγαλείο, δεν της δόθηκαν μέσω του πόνου, μέσω της πειθαρχίας του μεγάλου πόνου;

Στον άνθρωπο, δημιούργημα και δημιουργός είναι ενωμένα: Στον άνθρωπο υπάρχει ύλη, κομμάτι, περίσσεια, πηλός, λάσπη, τρέλα, χάος αλλά στον άνθρωπο υπάρχει επίσης δημιουργός, γλύπτης, σκληρότητα του σφυριού, ο θεϊκός παρατηρητής κι η έβδομη ημέρα, καταλαβαίνετε αυτή την αντίθεση; Κι ό,τι ο οίκτος σας είναι για το «δημιούργημα στον άνθρωπο», για κείνο που πρέπει να διαμορφωθεί, να σπάσει, να σφυρηλατηθεί, να κομματιαστεί, να πυρακτωθεί, να ραφιναριστεί, κείνο που πρέπει να υποφέρει -και θα υποφέρει; Κι ο δικός μας οίκτος, δεν καταλαβαίνετε για ποιον είναι ο αντίθετος οίκτος μας όταν προστατεύει τον εαυτό του απ’ το δικό σας οίκτο θεωρώντας τον τη χειρότερη απ’ όλες τις εκθηλύνσεις και τις εξασθενήσεις; Οίκτος λοιπόν εναντίον οίκτου! Αλλά, για να το πω άλλη μια φορά, υπάρχουν ανώτερα προβλήματα από τα προβλήματα της ηδονής και του πόνου και του οίκτου και κάθε φιλοσοφία που πραγματεύεται μόνον αυτά είναι αφέλεια.» Νίτσε

Ακολουθώντας την ίδια προπαγανδιστική γραμμή του καταναλωτισμού, οι ιδέες για δήθεν αυτό-βελτίωση και οι διδασκαλίες New Age είναι και αυτές χρωματισμένες με προσωπικές εμμονές, θρησκευτικές ανοησίες, ευκολίες μαλθακότητας και ψυχαναγκασμούς. Οι κάθε λογής «δάσκαλοι» και προσωπικοί «γκουρού» έχουν εφεύρει σύγχρονες ανοησίες που τις αποκαλούν με υπερφίαλη εγωπάθεια και βλακεία «φιλοσοφίες» και έχουν αλλοιώσει το περιεχόμενο των αρχαίων φιλοσόφων, για να εξυπηρετήσουν τον καταναλωτικό εγωισμό της μηχανής.

Δείτε για παράδειγμα παρακάτω μερικά από τα  λόγια τους. -Αν ονειρεύεσαι μία καλύτερη ζωή, η πλούτο χωρίς όρια, η Αλήθεια, το Μυστικό, η Σχολή, το Φως, ο Θεός, οι Άγγελοι, τα Άστρα, οι Ελλ, οι Κουνέλ, οι Ολύμπιοι ή ο Κθούλου κατά περίπτωση, θα σου δείξει πώς να χρησιμοποιήσεις τη δύναμη του μυαλού σου, για να κάνεις, να έχεις και να πετύχεις όλα όσα θέλεις, εύκολα, γρήγορα, χωρίς κόπο. Από τη στιγμή που θα κλειδώσεις την επιθυμία σου σε κάτι, τότε μπουμ! Έτσι λειτουργεί. Αν το φανταστείς, τότε μπορείς να το έχεις. Πόσα κιλά ηλιθιότητας πρέπει να έχεις για να χάφτεις κάτι τέτοιο !! Ναι, η ελίτ ρίχνει πολύ γέλιο καθημερινά -κι εγώ μαζί τους- με την ηλιθιότητα του ανθρωπάκου.

Ναι, αν το φανταστείς μπορείς να το έχεις αλλά πρέπει να είσαι έτοιμος να πληρώσεις και το ανάλογο τίμημα σε κόπο, χρόνο, πόνο, φόβο κι επίπονη εκπαίδευση. Αλλά σκέψου λίγο, κανένας δεν θα στο πει αυτό γιατί λείπει από την εξίσωση τους, χάνοντας το ένστικτο της επιβίωσης χάσανε και την ικανότητα να σκέφτονται σωστά κι απλά μιμιδίζουν τις «μεγάλες αλήθειες» που σε ρωτούν μάλιστα «αν τις αντέχεις»!!!  Κανένας δεν θέλει να καταβάλει το ανάλογο τίμημα και να αναλάβει την ευθύνη του να είναι ζωντανός άνθρωπος.

Μπορεί υπό προϋποθέσεις κάποιος να φτάσει στην ευχαρίστηση χωρίς να καταβάλει το τίμημα μιας τραχείας και επίπονης εργασίας, αλλά όχι και στη χαρά της «υπέροχης παθιασμένης φλόγας». Το να επιδιώκει ο άνθρωπος να απομακρύνει από το δρόμο της χαράς κάθε πόνο, σημαίνει ν’ αφαιρέσει ένα ουσιαστικό μέρος της ανθρώπινης ζωής. Είναι σαν να κάθεσαι σε ένα παιχνίδι πόκερ να έχεις όλα τα καλά χαρτιά και κάθε φορά να κερδίζεις όλους τους υπόλοιπους. Αυτό δεν είναι παιχνίδι και μετά από λίγο κανένας δεν θα μπει μαζί σου στο παιχνίδι.

Ένα παιχνίδι αποτελείται από ελευθερίες, εμπόδια και σκοπούς.
Αν ένα από τα τρία στοιχεία  λείπει δεν υπάρχει παιχνίδι. Πρέπει να μπορείς για να διατηρηθείς ζωντανός να γνωρίζεις τους σκοπούς και τις ελευθερίες σου όπως και τα εμπόδια που θα σου βάλει ο αντίπαλος σου, πρέπει να μπορείς να ελίσσεσαι και να παραπλανάς. Αυτό είναι το τραπέζι πάνω στο οποίο παίζεται η ζωή, ανεξάρτητα από το ποιος την δημιούργησε. Εδώ έχουμε ολόκληρο τον εκφυλισμό και την  συνεπαγόμενη εξαφάνιση ενός πολιτισμού.

Κάποιος είτε παίζει αυτό το παιχνίδι με την θέληση του κι άρα είναι αιτία σε αυτό και δημιουργεί αποτελέσματα, είτε το παίζει παρά την θέληση του και είναι το αποτέλεσμα άλλων. Έτσι έχουμε αυτά τα πράγματα όπως το «καθήκον» ο «πατριωτισμός» η υπακοή, η εκπαίδευση, η παράδοση, που καθιστούν φυλακισμένο κάποιον άνθρωπο σε θελήσεις έξω από αυτόν. «Μην μπαίνεις ποτέ ανάμεσα σε έναν παίχτη και το παιχνίδι που διάλεξε να παίξει» αν θέλεις να διατηρήσεις την δύναμη και την ικανότητα του να είσαι παίκτης.

«Ο διάβολος ωχριά μπροστά στον άνθρωπο που κατέχει μιαν αλήθεια, την αλήθεια του. Είμαστε άδικοι απέναντι στους Νέρωνες και τους Τιβέριους, δεν επινόησαν αυτοί την έννοια του αιρετικού, υπήρξαν απλώς διεφθαρμένοι ονειροπόλοι που διασκέδαζαν με τις σφαγές. Οι αληθινοί εγκληματίες είναι εκείνοι που εγκαθιδρύουν μιαν θρησκευτική ή πολιτική ορθοδοξία και έτσι διακρίνουν τον πιστό από τον σχισματικό. Κάτω από τις σταθερές αποφάσεις λάμπει ένα μαχαίρι– τα φλογισμένα μάτια ψυχανεμίζονται το φόνο. Το δισταχτικό πνεύμα, που έχει προσβληθεί από αμλετισμό, ποτέ δεν ήταν ολέθριο, η αρχή του κακού έγκειται στην ένταση της βούλησης, στην ανικανότητα για ησυχασμό, στην προμηθεϊκή μεγαλομανία μιας φυλής που δίνει τα πάντα για το ιδεώδες, που συντρίβεται από το βάρος των πεποιθήσεων της και, επειδή έμαθε να τέρπεται χλευάζοντας την αμφιβολία και την οκνηρία -ελαττώματα που είναι πιο ευγενικά από όλες τις αρετές της- έχει ακολουθήσει μιαν οδό απώλειας, μέσα στην ιστορία, μέσα σε αυτό το ανάξιο φύραμα από κοινοτοπία κι αποκάλυψη» Εμίλ Σιοράν

Ποια η διαφορά της φυλακής από ένα παλάτι; Όπως ανέφερε ο Βολταίρος, φαινομενικά ένας φυλακισμένος έχει δωρεάν φαγητό, στέγη και άπλετο ελεύθερο χρόνο για οκνηρία κι αμφιβολία. Λογικά κάθε άνθρωπος θα ήθελε να είναι φυλακισμένος αλλά δεν συμβαίνει αυτό, γιατί η φυλακή επιβάλλει και περιορισμό χωρίς την συγκατάθεση του φυλακισμένου κι άρα χάνει την ελευθερία του. Η μόνη διαφορά ανάμεσα σε έναν φυλακισμένο και σε έναν βασιλιά στο παλάτι του είναι ότι ο δεύτερος επιβάλει την θέληση του γιατί έχει ελευθερία κινήσεων ενώ ο φυλακισμένος όχι. Ο βασιλιάς δημιουργεί αποτελέσματα από θέση αιτίας στο παιχνίδι της ζωής και ο φυλακισμένος είναι αποτέλεσμα της αιτίας (των σκέψεων και δράσεων) των φυλάκων του. Αυτή η διαφορά του είμαι αποτέλεσμα και δημιουργώ αποτελέσματα είναι ένα θέμα που πρέπει να εντρυφήσεις γιατί από αυτή την γνώση εξαρτάται η ζωή σου και η επιβίωση σου.

Η ανάληψη ευθύνης και η υγιής σύνδεση με τα ένστικτα του, είναι που διαχωρίζει τον άνθρωπο από το ζωώδες. Δυστυχώς την απωλέσαμε. Πιθηκίζουμε και στρουθοκαμηλίζουμε συνεχώς περιμένοντας σαν ανθρωπάκια τους «σωτήρες» να καθορίζουν τη ζωή μας. Εμείς συμφωνήσαμε για την κατάσταση μας και κανένας άλλος. Η συμφωνία μας, η συγκατάθεση μας είναι που τους δίνει ύπαρξη και γινόμαστε το αποτέλεσμα τους.

Πώς μπορούμε να απαιτούμε σαν κακομαθημένοι όταν δεν μπορούμε επιτέλους σαν οντότητα να μεγαλώσουμε; Ως πότε θα περιμένουμε να μας ταΐζουν οι ελίτ; Να καθορίζουν την ζωή μας και τον τρόπο με τον οποίο μεγαλώνουμε ως ανθρώπινες οντότητες; Ως πότε θα ανεχτούμε την υποκουλτούρα αντίληψης και διαβίωσης που μας περνούν ως νοητικούς προγραμματισμούς τα μέσα μαζικής κατεύθυνσης; Πότε θα σταθούμε στα πόδια μας και επιτέλους θα δημιουργήσουμε; Όχι μόνο ύλη (χρήμα) αλλά και πνεύμα.

Έχουμε και κατέχουμε, όχι επάξια προφανώς, την πνευματική παρακαταθήκη των μεγαλύτερων πνευμάτων που πέρασαν από την ανθρωπότητα και εμείς τυρβάζουμε αδιάφορα, εμμένοντας, μένοντας και υπηρετώντας την υποκουλτούρα και την ακατάσχετη ηλιθιότητα που διαποτίζει την σύγχρονη κοινωνία των τσιμεντουπόλεων του ανθρωπάκου. Χάσαμε το ένστικτο της επιβίωσης κι απλώς σερνόμαστε, όντας ζωντανοί νεκροί ξεχνώντας πως είναι να είμαστε ζωντανοί. Τελειώνοντας με τον στοχασμό ενός μεγάλου σκωπτικού φιλοσόφου, προτείνω να παρακολουθήσεις τις σειρές «The walking dead» και «Colony» όπου μπορείς να δεις ολοκάθαρα πως οι νεκροί που περπατούν δεν είναι παρά οι άνθρωποι που με χαμένο το ένστικτο της επιβίωσης και με πλούσιο το λούστρο του έκφυλου πολιτισμού, είναι ανίκανοι να επιβιώσουν όταν ο πολιτισμός τους, πέφτει κυριολεκτικά πάνω στα κεφάλια τους.

«Το μέτρο μας είναι ξένο, ας το παραδεχτούμε. Αυτό που μας κεντρίζει είναι το απέραντο, το άμετρο. Σαν τον καβαλάρη πάνω στο άλογο που τρέχει μπρος αφρισμένο, αφήνουμε να μας πέσουν τα χαλινάρια μπροστά στο απέραντο, εμείς οι μοντέρνοι άνθρωποι, σα μισοβάρβαροι και δε φτάνουμε στη δική μας ευδαιμονία παρά μόνον εκεί όπου διατρέχουμε περισσότερο κίνδυνο. Ηδονισμός, πεσιμισμός, ωφελιμισμός, ευδαιμονισμός. Όλοι αυτοί οι τρόποι σκέψης που μετρούν την αξία των πραγμάτων σύμφωνα με την ηδονή και τον φόβο, δηλαδή σύμφωνα με σύνοδες καταστάσεις και πάρεργα, είναι πρώτου πλάνου τρόποι σκέψης κι απλοϊκότητες, που καθένας που ‘χει συνείδηση δημιουργικών δυνάμεων και συνείδηση καλλιτέχνη, δεν θα τις δει δίχως κοροϊδία, αν κι όχι δίχως οίκτο. Οίκτος για σας!» Νίτσε