«Στους νέους πρέπει να διδάσκουμε μόνο το καλό· το κακό το μαθαίνουν μόνοι τους»
Το παιδί μέτρον πάντων χρημάτων όχι το χρήμα μέτρο για την αξία των παιδιών.
Έχει καθιερωθεί Έτος του Περιβάλλοντος, Έτος της Γυναίκας, Έτος του Παιδιού, σαν ένα είδος μνημόσυνου για ό,τι καταστρέφεται, υποτιμάται, κακοποιείται καθημερινά από τον άνθρωπο. Ίσως η λέξη μνημόσυνο ηχεί περίεργα ως συνοδευτικό της λέξης «παιδί», εφόσον την έχουμε συνηθίσει ν’ αναφέρεται σε πρόσωπα που έχουν χαθεί· όμως και το παιδί έχει χαθεί από το θεσμό της οικογένειας, τουλάχιστον με την έννοια που είχε ο όρος πριν από μερικά χρόνια.
Σήμερα τα πάντα συνδέονται με την μόρφωση. Απαιτούνται πιστοποιητικά σπουδών και για την πιο ασήμαντη κοινωνική λειτουργία. Για το μόνο που δεν ζητείται κανένα μορφωτικό εφόδιο είναι η υψηλότερη λειτουργία της ζωής: να κάνεις παιδιά και ν’ ανατρέφεις παιδιά. Αν ζούσε στις μέρες μας η μεγάλη παιδαγωγός Μαρία Μοντεσόρι, ίσως να μην ασχολούνταν πια με την ψυχολογία και την διαπαιδαγώγηση των παιδιών αλλά των γονιών. Το αίτημα για επαναδιαπαιδαγώγηση των γονιών και το σύνθημα «οι γονείς στα θρανία» επαναλαμβάνονται διαρκώς.
Γιατί στην εποχή των μεγάλων πνευματικών επιτευγμάτων παρατηρείται -όχι σπάνια δυστυχώς- παντελής άγνοια σ’ ό,τι αφορά στην ανατροφή των παιδιών. Κάποτε οι γονείς ήταν αγράμματοι αλλά τα παιδιά μεγάλωναν κοντά στην φύση, που ήταν η καλύτερη τροφός. Επιπλέον, οι παραδοσιακές κοινωνίες μαζί με τ’ άλλα, που μεταβίβαζαν στις νεότερες γενιές, ήταν και κάποιοι τρόποι ανατροφής των παιδιών. Μπορεί σήμερα αυτοί οι τρόποι να θεωρούνται ξεπερασμένοι, όμως η χθεσινή μάνα ήξερε, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής της, να λειτουργεί ως Μάνα και όχι σαν μάνα.
Το ν’ ανατρέφεις παιδιά δεν είναι κάποιες γνώσεις, που μπορεί να πάρει κανείς από κάποιο βιβλίο. Είναι κάτι περισσότερο από γνώση· είναι ΤΕΧΝΗ. Ένας αξιόλογος παιδαγωγός έλεγε: «Πριν αποκτήσω παιδιά ήξερα είκοσι τρόπους ανατροφής παιδιών. Τώρα που απέκτησα δικά μου παιδιά, δεν ξέρω κανέναν». Κάθε παιδί είναι μια ξεχωριστή περίπτωση και θέλει έναν ιδιαίτερο τρόπο ανατροφής. Γι’ αυτό δεν ευδοκιμεί άλλωστε η μοντέρνα αγωγή που θυμίζει τρόπο εκτροφής κονίκλων (= κουνελιών). Αυτή την τέχνη την κατακτά ο γονιός, παίρνοντας τις απαραίτητες γνώσεις που του προσφέρουν αφειδώς οι επιστήμες, που ασχολούνται με το παιδί και τα προβλήματά του, αλλά πρωτίστως μέσα από την απέραντη αγάπη που πρέπει να έχει για το παιδί του, αγάπη που εκδηλώνεται με την στοργή, την τρυφερότητα και πρωτίστως με τον σεβασμό προς την παιδική προσωπικότητα.
Όλ’ αυτά, όμως, προϋποθέτουν ένα σφριγηλό θεσμό, την οικογένεια. Για να δώσει η οικογένεια ολοκληρωμένα παιδιά, πρέπει ν’ απαρτίζεται από ολοκληρωμένους συζύγους. Σήμερα, όταν μιλάμε για ολοκληρωμένες συζυγικές σχέσεις, εννοούμε πρωτίστως τις σεξουαλικές σχέσεις και αγνοούμε την παράμετρο που λέγεται «ανατροφή παιδιού».
Στο Γ’ επεισόδιο του «Οιδίποδα Τυράννου» ο Κορίνθιος άγγελος αποκαλεί την Ιοκάστη «ολοκληρωμένη σύζυγο» του Οιδίποδα, γιατί είχε αποκτήσει μαζί του παιδιά. Αλλά και ο Αριστοτέλης ορίζει την οικογένεια ως πρώτη κοινωνική ομάδα, που σχηματίζεται από την σύζευξη του άνδρα με την γυναίκα και την γέννηση παιδιών. Το παιδί, επομένως, αποτελεί θεμελιακό στοιχείο για την ολοκλήρωση του θεσμού της οικογένειας. Πώς, όμως, η οικογένεια αντιμετωπίζει το παιδί; Κάποτε, στο παρελθόν, το παιδί ήταν υποχρεωμένο να υποστεί μια αυταρχική αγωγή, ν’ ανεχθεί μέσα στο σπίτι την κυριαρχία του πατέρα-αφέντη κι από πολύ μικρή ηλικία —τουλάχιστο στα λαϊκά στρώματα— να βγει και να «ψηθεί» μέσα στο καμίνι της βιοπάλης.
Σήμερα τα πράγματα έχουν «βελτιωθεί». Το παιδί σχεδόν ως τα 18 θεωρείται «μικρό», άρα ακατάλληλο για πρωτοβουλίες και αποφάσεις. Συχνά αντιμετωπίζεται σαν διακοσμητικό αντικείμενο. Δεν είναι λίγες οι γυναίκες που επιθυμούν ν’ αποκτήσουν ένα κοριτσάκι (η τραγωδία αρχίζει όταν αποκτήσουν αγοράκι), για να το ντύνουν όμορφα, να το χτενίζουν, να το στολίζουν με κορδελίτσες. Μιλάνε γι’ αυτό, όπως θα μιλούσε κάποιος για το καινούργιο του σπίτι, που αποφασίζει να το διακοσμήσει σύμφωνα με το προσωπικό του γούστο. Άλλοι, πάλι, μιλάνε για το παιδί τους, που πέρασε στο πανεπιστήμιο, όπως μιλάει κανείς για το σκυλί του που έμαθε να υπακούει στις εντολές «κάτσε κάτω» ή «δώσε το χέρι σου»· μια τάση για επίδειξη που μάλλον γελοιοποιεί το παιδί παρά κινεί το θαυμασμό των άλλων.
Έτσι το παιδί, περνώντας από αυτό το στάδιο, όπου δεν βρίσκει την ανταπόκριση που ζητά από την οικογένειά του, κλείνεται στον εαυτό του, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από το ρόλο της «βιτρίνας». Μέσα, όμως, στο προσωπικό τείχος, που υψώνει ανάμεσα στον εαυτό του και στην οικογένειά του, κλείνει τους φόβους, τις ανασφάλειες και τις αποτυχίες, που γίνονται ιδιαίτερα έντονες στην περίοδο της εφηβείας. Ύστερ’ από αυτά δεν είναι καθόλου αξιοπερίεργο, αν το παιδί πάρει το δρόμο της φυγής, το δρόμο της αυτοκτονίας, γρήγορης ή αργής. Φτάνοντας στο σημείο αυτό έχει γίνει θύμα ενός αψυχολόγητου, συχνά άγνωστου πολέμου, που θύματα και θύτες είναι ταυτόχρονα και οι γονείς και τα παιδιά. Γιατί πρώτα οι γονείς «σκοτώνουν» τα παιδιά με την συμπεριφορά τους και μετά έρχεται η σειρά των παιδιών με την δική τους συμπεριφορά να «σκοτώσουν» τους γονείς τους.
Αναφερθήκαμε σε προηγούμενο κείμενο σε μια ειδεχθή μορφή «αξιοποίησης» των παιδιών: την πώληση, την εμπορία βρεφών. Όμως, πώληση είναι και το να βγάζουμε ένα παιδί στη βιοπάλη (ή στην ζητιανιά) σε μια ηλικία, που θα ‘πρεπε κανονικά να τρέχει πίσω από τα παιδιά της ηλικίας του, παίζοντας «κυνηγητό». Πώληση είναι κι αυτό που γίνεται σε κάποιες χώρες: να βάζουν στο χέρι των παιδιών ένα όπλο και να τα στέλνουν να πολεμήσουν σε μια ηλικία που δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν ποιον πολεμούν ή γιατί πολεμούν.
Δεχόμαστε, βέβαια, ότι είναι η ανάγκη που υποχρεώνει τ’ ανήλικα παιδιά να εργαστούν για να στηρίξουν οικονομικά την οικογένειά τους. Ξέρουμε, όμως, ότι στις περισσότερες περιπτώσεις πίσω από τα παιδιά αυτά κρύβονται αλκοολικοί, χαρτοπαίκτες ή γενικότερα διεφθαρμένοι γονείς. Κατανοούμε ακόμη και την σημασία του πολέμου για τους λαούς που αδικούνται. Για ένα μικρό Κουρδάκι είναι ζήτημα επιβίωσης να μάθει να κρατάει όπλο από το να παίζει μ’ ένα αρκουδάκι. Δεν παύει, όμως, να είναι θλιβερό το να έρχονται τα παιδιά σ’ επαφή με το αίμα και τον θάνατο στην πιο τρυφερή και αθώα περίοδο της ζωής τους. Κι είναι στίγμα για τον πολυθρύλητο πολιτισμό του αιώνα μας να εθίζονται τα παιδιά του Τρίτου Κόσμου στο αίμα, όταν στα παιδιά του δικού μας κόσμου με το σήμα «Ακατάλληλον» απαγορεύεται να βλέπουν ακόμη και στην οθόνη αίμα, μολονότι είναι γνωστό ότι το αίμα αυτό είναι τοματόζουμο!
Αυτό το γεγονός είναι αρκετό για να δείξει το στίγμα μιας κοινωνίας, στην οποία έρχεται να ενταχθεί το παιδί. Σε μια κοινωνία που τα πουλάει όλα και τ’ αγοράζει όλα. Ακόμη και τα παιδιά. Πρόσφατα διαβάσαμε στον τύπο για μια «καινοτομία», που πρόκειται ν’ ανοίξει καινούργιους ορίζοντες στην «οικογενειακή» μας ζωή. Στις Η.Π.Α. δυο διαφημιστές είχαν τη φαεινή ιδέα ν’ αντικαταστήσουν το παιδί μ’ ένα βίντεο κ.λπ. Το ονόμασαν «βίντεο μπέιμπυ» και κατά την γνώμη τους προσφέρει όλες τις χαρές ενός μικρού παιδιού, χωρίς τα προβλήματα που θα δημιουργούσε ένα παιδί με σάρκα και οστά. Οι δυο ρηξικέλευθοι Αμερικανοί επιχειρηματίες έχουν στο ενεργητικό τους και το «βίντεο-σκύλος» και το «βίντεο-γάτα», για όσους θα ήθελαν κάποιο κατοικίδιο ζώο, χωρίς τα προβλήματά του. Κατά την γνώμη τους, και τα μικρά παιδιά υπάγονται στα κατοικίδια ζώα.
Ίσως κάποιος οικονομικός εγκέφαλος να έβρισκε ότι κάτι τέτοιο είναι μια συμφέρουσα οικονομική ιδέα. Στην εποχή μας δεν απέχουμε και πολύ από αυτό, εφόσον πολλές γυναίκες αρνούνται να θηλάσουν τα παιδιά τους και οι βρεφονηπιακοί σταθμοί βρίσκονται σε πρώτη ζήτηση. Ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η γυναίκα δεν είναι αποκλειστικά μητέρα και νοικοκυρά αλλά, μαζί μ’ αυτά, είναι μια εκτός οικίας εργαζόμενη γυναίκα. Κι όμως αρκετές φορές ο συνδυασμός αυτός είναι επιτυχημένος.
Υπάρχει, όμως, και η άλλη άκρη: η φορτική αγάπη, που χαρακτηρίζει πολλές οικογένειες στην Ελλάδα, μια αγάπη που παίρνει την μορφή υπερπροστασίας. Η πρώτη λέξη που μαθαίνει το παιδί, μετά από τις προσφωνήσεις «μαμά» και «μπαμπά», είναι το απαγορευτικό «μη». Κάποιοι γονείς αγνοούν ότι το παιδί θα μάθει να προστατεύεται από το κακό, όχι όταν του κλείνουν τα μάτια και του βουλώνουν τ’ αυτιά στο κάλεσμα του κακού αλλ’ όταν το βάλουν αντιμέτωπο σ’ αυτό. Το κακό δεν αντιμετωπίζεται με την άγνοια αλλά με την γνώση. Η άγνοια του παιδιού μεταφέρει όλη την ευθύνη για την λήψη των αποφάσεων στους γονείς, που χαράζουν αυτοί πια την ευθεία του «σωστού δρόμου».
Έτσι όμως φορτώνουν το παιδί με μια σειρά καταναγκαστικά «πρέπει» που αντανακλούν τις δικές τους προσδοκίες και τα όνειρα, που δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν: το παιδί πρέπει να μάθει γλώσσες -είναι ο καημός του πατέρα που δεν μπόρεσε να μάθει ο ίδιος- πρέπει να μάθει πιάνο- η μητέρα έχει ακόμη το παράπονο ότι η ίδια δεν μπόρεσε ν’ αξιοποιήσει το μουσικό της ταλέντο- να είναι πάντα καλός μαθητής, με την έννοια να παίρνει μεγάλους βαθμούς. Έτσι το παιδί γίνεται δοχείο υποδοχής των απωθημένων φιλοδοξιών ή κρυφών βλέψεων των γονιών του. Ο πατέρας το φαντάζεται σαν άξιο συνεχιστή του έργου του ή το φαντάζεται να διαπρέπει στο επάγγελμα, που αυτός είχε κάποτε διαλέξει για τον εαυτό του, αλλά δεν κατάφερε να το ασκήσει, γιατί ο δικός του πατέρας είχε αποφασίσει άλλα γι’ αυτόν. Το τελευταίο αυτό το ξεχνά στην περίπτωση του δικού του παιδιού.
Ο Ρουσσώ στο έργο του «Αιμίλιος» γράφει ότι το παιδί δεν πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται σαν μικρογραφία των μεγάλων, γιατί έχει τον δικό του κόσμο και την δική του ψυχολογία. Δεν πρέπει να φορτώνεται με τις συμβατικότητες της ζωής της «πολιτισμένης» κοινωνίας αλλ’ αντίθετα να ενθαρρύνεται θετικά για να εκφράζεται με το δικό του τρόπο. Εμείς θα προσθέσουμε ακόμη -παίρνοντας υπόψη τα σημεία των καιρών- ότι όλα τα παιδιά πρέπει να νιώσουν την οικογενειακή θαλπωρή.
Δυστυχώς ο καύσωνας του χυδαίου υλισμού έχει μαράνει και το τελευταίο άνθος συναισθήματος. Πάνω απ’ όλα τα μέτρα έχει τεθεί το χρήμα. Έχουμε συνηθίσει να μετράμε τα πάντα με αριθμούς, ακόμη κι αν πρόκειται για ανθρώπινη ύπαρξη. Για να ξεπεραστεί αυτό που ονομάζουμε κρίση της οικογένειας, για να διαψευστούν κάποιοι «προφήτες» που προβλέπουν την διάλυσή της -που σημαίνει διάλυση των πάντων- πρέπει ν’ αλλάξουμε ζωή: Το παιδί να γίνει μέτρο πάντων «χρημάτων» για να μην δημιουργούμε κοινωνίες κριμάτων και τραυμάτων.
Ο σύγχρονος κόσμος είναι υποκριτικός.
Οι γιατροί δίνουν μεγάλη σημασία στο «ιστορικό» του ασθενή, για να κάνουν σωστή διάγνωση. Άρα και για την «διάγνωση» της προσωπικότητας ενός ανθρώπου πρέπει ν’ ανατρέξουμε στο «ιστορικό» της παιδικής του ηλικίας. Η ψυχολογία διδάσκει ότι ο χαρακτήρας και οι αντιδράσεις του ανθρώπου καθορίζονται από τα ερεθίσματα της νηπιακής ηλικίας. Αυτό δείχνει πόσο τα παιδικά χρόνια καθορίζουν σημαντικά την εξέλιξη του ανθρώπου.
Τα τελευταία χρόνια επίσημοι και ανεπίσημοι φορείς δείχνουν να έχουν αντιληφθεί τα παραπάνω και αναπτύσσουν μια πλούσια δραστηριότητα για το παιδί χωρίς αυτό να σημαίνει πως έχουν κάνει πλουσιότερο συναισθηματικά το παιδί. Συγκεκριμένα, το 1979 είχε ανακηρυχθεί «Έτος Παιδιού». Παρ’ όλα αυτά «η Αυτού Μεγαλειότης το Παιδί» οδηγείται συχνά σαν ένας δεύτερος Λουδοβίκος 16ος στην γκιλοτίνα. Ο ξυλοδαρμός δεν έχει παύσει να είναι «θεσμός». Μπορεί το ξύλο να βγήκε από τον παράδεισο άλλ’ αυτό δεν είναι λόγος να στείλουμε το παιδί στον παράδεισο.
Παντού κυριαρχεί το σύνθημα «τα πάντα για το παιδί». Όλα γίνονται για το παιδί αλλά χωρίς το παιδί. Η σωστή αντιμετώπιση του παιδιού είναι εύκολο να λέγεται, δύσκολο όμως να γίνεται και να δίνεται. Η κοινωνία αντιμετωπίζει το παιδί σαν μικρό άγνωστο. Κι οι γονείς είναι για το παιδί οι «αγαπημένοι γνωστοί άγνωστοι». Το παιδί στο σύγχρονο κόσμο ή καλύτερα στην σύγχρονη μοναξιά είναι μοναχό του. Του λείπει η σιγουριά. Θα ήταν σωστότερο, λοιπόν, αυτά που ονομάζουμε χαϊδεμένα παιδιά να τα λέγαμε «παιδιά της αβεβαιότητας».
Σε μια πρόσφατη έκθεση παιδικής ζωγραφικής τα παιδιά είχαν ζωγραφίσει τα σπίτια χωρίς πόρτες και παράθυρα. Το μήνυμα είναι σαφές: Το σπίτι λειτουργεί σαν φυλακή. Το αδιαμόρφωτο συναισθηματικά παιδί ζει σε πολιτείες που δεν αναπνέουν, γιατί τις έπνιξε ο ζήλος των οικοπεδοφάγων και των εργολάβων. Η σύγχρονη οικιστική το συνθλίβει ψυχικά, εγκλωβίζει την ζωτικότητα και υπονομεύει την καλαισθησία του. Απροσάρμοστο στο άξενο περιβάλλον των πόλεων, αποδέχεται σταδιακά το καθεστώς της οικιστικής ασχήμιας και υποδουλώνεται στην γεωμετρημένη σκλαβιά του διαμερίσματος.
Η πολυκατοικία είναι ένα στατικό συγκρότημα, νεκρή κατασκευή, έκφραση ψυχρής αριθμητικής· όχι ευαισθησίας. Δεν επιτρέπει ατμόσφαιρα οικειότητας, ασφάλειας, συνέχειας, ζεστασιάς. Δεν επιτρέπει αναμνήσεις. Η περιοδική στάθμευση αρνείται συναισθηματικούς δεσμούς και σκοτώνει κάθε ικμάδα τρυφερότητας για το σπίτι, που τελικά αποτελεί κέντρο διερχομένων. Το παιχνίδι, η κίνηση, η ελεύθερη δραστηριότητα είναι απαγορευμένα και το ανήσυχο παιδικό βλέμμα δεν μπορεί να βρει ορίζοντες πέρα από τους τέσσερις εχθρικούς τοίχους που το περικυκλώνουν. Αυτή η «μοντέρνα» οικιστική διαμορφώνει ανθρώπους όχι μόνο χωρίς επικοινωνία, χωρίς αίσθηση του ωραίου, χωρίς ελεύθερα ανεπτυγμένη σκέψη, χωρίς ευαισθησία αλλά και χωρίς παιδική ηλικία.
Μια από τις πρώτες συμβουλές που δέχεται το παιδί είναι το «μην ανοίγεις την πόρτα» και «μην μιλάς σε αγνώστους». Έτσι για λόγους ασφαλείας καλλιεργείται στο παιδί το πλέγμα της καχυποψίας. Τα απανωτά «μη» το κάνουν να αισθάνεται πως είναι συνεχώς «outoforder» (= εκτός σειράς, εξαίρεση). Κινείται μέσα σ’ έναν κόσμο που ζει σε κατάσταση συναγερμού, που προσέχει τα νώτα του και συνεχώς ετοιμάζεται ν’ αμυνθεί, ν’ αντιμετωπίσει τον αιφνιδιασμό· σ’ έναν κόσμο που δεν ευνοεί το πλάσιμο του παραμυθιού. Η «χώρα των Θαυμάτων» είναι σήμερα άγνωστη για το παιδί, που ακούει παραμύθια από κασέτες και που βίαια αποκόπτεται από τον ευαίσθητο και άδολο κόσμο του, για να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα της βίας, που αναπτύσσουν μέσα του την φοβία και την καχυποψία.
Ένα από τα σημαντικότερα μέσα για το σωστό εκκοινωνισμό του παιδιού είναι το σχολείο, που σήμερα τουλάχιστο λειτουργεί ως προγυμναστήριο ημιμαθών και κυρίως απαθών ατόμων. Η παρεχόμενη σήμερα παιδεία άλλο είναι, άλλο δείχνει ότι είναι κι άλλο θέλει. Το παιδί αποτελεί γι’ αυτή ένα «κτήμα» που πρέπει να χωριστεί, ένα κομπιούτερ, που πρέπει να προγραμματιστεί. Από τα πρώτα του χρόνια εγκλωβίζεται μέσα σε συμπαγή και αμετακίνητα «δεδομένα», αγωνίζεται και αγωνιά ν’ αποκτήσει το σχήμα που θέλουν οι άλλοι ν’ αποκτήσει. Ο σύγχρονος κόσμος ακολουθώντας την «αρχή της αδράνειας» προετοιμάζει μέσω του σχολείου άτομα, που να είναι «ικανά» να μην τον αλλάξουν.
Πέρ’ από αυτό το σχολείο καλλιεργεί το βαθμολογικό πρωταθλητισμό, προωθώντας μιαν αντίληψη ότι δικαιώματα στην ζωή έχουν μόνον οι «άριστοι». Οι διαγωνισμοί έχουν γίνει αμείλικτοι ανταγωνισμοί. Ένα δεκαπεντάχρoνο παιδί αυτοκτόνησε πρόσφατα, γιατί πήρε μικρούς βαθμούς στο πρώτο τρίμηνο. Ήθελε να είναι κι αυτό άριστο· δεν το μπόρεσε κι απέρριψε τον εαυτό του. Όμως οι χαμηλοί βαθμοί του νεαρού αυτόχειρα βαθμολογούν την ευαισθησία μας απέναντι στο παιδί. Η παιδεία μας αυτή την στιγμή βρίσκεται στο τιμητικό επίπεδο του «αίσχους». Θερμομετρεί με αναχρονιστικά συστήματα τις μνημονικές ικανότητες του παιδιού αλλ’ ο κόσμος της ψυχής παραμένει terra incognita (= άγνωστη γη). Τι νόημα έχει να διδάσκουμε ψυχολογία, όταν σε κανένα -υποθέτω- σχολείο δεν υπάρχει φροντίδα να σχηματισθεί το ψυχολογικό πορτραίτο του μαθητή;
Την παθητική παιδεία ακολουθεί η παθητική διασκέδαση.
Η αντιπνευματική στάση της κοινωνίας δεν ωθεί, δεν ξέρει να ωθεί το παιδί στην ψυχαγωγία του καλού βιβλίου, της ωραίας μουσικής, του ευγενούς θεάματος. Τον ελεύθερο χρόνο απορροφά το ηλεκτρονικό παιχνίδι, τα αποπροσανατολιστικά «κόμικς» και κυρίως η τηλεόραση. Όλα αυτά εμφυσούν στο παιδί μια νοσηρή νοοτροπία, ώστε να υιοθετεί ένθετες συμπεριφορές και να διαμορφώνει μια στάση ζωής σύμφωνη με τα μαζικά πρότυπα. Η διαφημιστική τακτική του «πάρ’ τα όλα» διαμορφώνει στο παιδί την νοοτροπία του «τα θέλω όλα». Ας προσθέσουμε ακόμη και τα φαινόμενα της οπτικής βίας, που κάνουν το σημερινό σας βλαστάρι αύριο να γίνεται αγκάθι.
Εξάλλου, η κρίση της οικογένειας, που αισθητοποιείται με τον προοδευτικά αυξανόμενο αριθμό διαζυγίων και άτυπων συμβιώσεων, εμποδίζει την ομαλή ανάπτυξη του παιδιού. Για πολλούς γονείς τα παιδιά είναι ένας επιπλέον λογαριασμός στα έξοδά τους. Η φροντίδα για το παιδί μοιάζει σε πολλά με τον οικοδομικό οργασμό που κατέστρεψε την Αθήνα. Οι γονείς προσφέρουν στο παιδί πολλά από την τσέπη τους αλλ’ ελάχιστα από την αγάπη τους και τον χρόνο τους. Άλλοι πάλι στα πλαίσια της υπερπροστασίας, που ακμάζει, προσφέρουν στο παιδί «μασημένη τροφή».
Όμως, η χειρότερη περίπτωση είναι άλλη: κάποιοι γονείς μεταφέρουν στα παιδιά τα προσωπικά τους πλέγματα. Θέλουν να τα κάνουν αυτό που δεν έγιναν οι ίδιοι. Μοχθούν να προσαρμόσουν το παιδί στα σχέδια και τις φιλοδοξίες τους. Έτσι δεν του δίνουν την άνεση της προσωπικής επιλογής. Μπορεί να πάσχουν να του εξασφαλίσουν ένα «σίγουρο» αύριο αλλ’ αδιαφορούν για το παρόν που νοσεί. Οι σημερινοί γονείς δεν βρίσκουν το σωστό τρόπο ν’ αγαπήσουν το παιδί τους. Η προσπάθειά τους να το εκβιάσουν να δεχθεί τα δικά τους πρότυπα, ν’ ανταποκριθεί στις δικές τους «μεγάλες προσδοκίες», διαμορφώνει τελικά παιδιά χωρίς αυτόνομο «εγώ», παιδιά – ψυχικές αποικίες των γονέων.
Οι γονείς έχουν το «προνόμιο» να είναι μεγαλύτεροι. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να κάνουν τα παιδιά τους μεγαλύτερα· όχι μικρότερα, δηλαδή αντίγραφά τους. Κάποτε τα παιδιά θα δυσανασχετήσουν και θα επαναστατήσουν. Αυτό ως ένα βαθμό εξηγεί και το κοινωνικό μίσος που διαποτίζει πολλούς νέους της εποχής μας. Αισθάνονται την ανάγκη ν’ αποτινάξουν το ζυγό της συμβατικότητας που τους έχει επιβληθεί. Και πρώτα στρέφονται κατά των γονιών τους. Η μάνα είναι αυτή που δέχεται τα πρώτα πλήγματα. «Τα παιδιά μικρά πατάνε της μάνας την κοιλιά· μεγάλα πατάνε της μάνας την καρδιά». Ποτέ ο λόγος αυτός δεν είχε τόσο ισχύ όσο στην εποχή μας.
Επιπλέον, η ηθική ατμόσφαιρα σήμερα είναι εξαιρετικά μολυσμένη. Όσο μπροστά είμαστε τεχνολογικά, τόσο πίσω είμαστε ηθικά. Κι αφού το παιδί είναι δύσκολο να μυηθεί στην τεχνολογία, προσπαθεί να μυηθεί στην εύκολη ηθική του καιρού κι εύκολα το πετυχαίνει. Άλλωστε έχει σ’ αυτό και την «ηθική» ενίσχυση της κοινωνίας, που το μαθαίνει ν’ αντιμετωπίζει την ζωή σαν κερδοσκοπικό παιχνίδι. Τα παιδιά βιώνουν το ηθικό κενό, βλέπουν την κατολίσθηση των αξιών, την πολιτική ανευθυνότητα, την κατάρριψη των ιδεωδών. Δεν τους προσφέρονται ιδανικά, που θα σταθούν σαν εσωτερικά υποστυλώματα. Δεν υπάρχει τίποτα για να πιστέψουν. Η πολιτική τα έχει απογοητεύσει. Μένουν μόνο οι αθλητικές φατρίες, που δίνουν τον τόνο στον κοινωνικό μας χώρο.
Από την στιγμή που ο νεανικός ενθουσιασμός εμφιαλώνεται στα γήπεδα, η αλλοτρίωση έχει συντελεστεί. Η σύμβαση που ανέχονται, αποδέχονται και παραδέχονται σε τόσο κρίσιμη ηλικία, αλλοιώνει τον ψυχισμό τους. Αναγκαστικά, εφόσον οι «μοντέρνοι καιροί» αποκρούουν την ευαισθησία και την τρυφερότητα, χάνουν τον εαυτό τους κι αποκτούν έναν άλλο, μεταλλαγμένο και υποταγμένο, σύμφωνο με τις τάσεις και τις στάσεις της εξελιγμένης κοινωνίας, που σε κάποιες περιπτώσεις εκδηλώνει τα ανθρωπιστικά της αισθήματα περισσότερο στα ζώα παρά στα παιδιά. Η τραγική θέση που κατέχει το απίστευτα αδικημένο και πεινασμένο παιδί του Τρίτου Κόσμου αποτελεί νωπό πάντα στίγμα στο μέτωπο της πολιτισμένης κοινωνίας μας. Οι κάρτες της UNISEF δεν αρκούν να την εξιλεώσουν.
Ωστόσο, παρόλο που αντιμετωπίζεται -εκούσια ή ακούσια- εχθρικά από τον σύγχρονο κόσμο, το παιδί είναι ο κρίκος που μας συνδέει με το μέλλον. Είναι η προέκτασή μας στο αύριο που έρχεται. Μια κοινωνία μπορεί εύκολα να βαθμολογηθεί από την θέση που προσφέρει στο παιδί. Όποια κοινωνία φροντίσει την ανατολή του ανθρώπου, θ’ αποφύγει την δύση του πολιτισμού της. Το παιδί αποτελεί το ζωτικότερο κεφάλαιο της κοινωνίας, μια κι είναι μονάδα που εξελίσσεται και ανελίσσεται, που έχει την προοπτική και την δύναμη -όταν του δοθεί η ευκαιρία- ν’ αλλάξει προς το καλύτερο την ροή των πραγμάτων. Η παιδική αγνότητα είναι μέσο όχι μόνο για την μεταθανάτια σωτηρία των ανθρώπων αλλά και για την επίγεια. Βέβαια δεν φιλοδοξούμε να δημιουργήσουμε μια κοινωνία αγγέλων. Τούτο, ωστόσο ας φροντίσουμε: αν δεν μπορέσουμε να κάνουμε τα παιδιά μας αγγέλους, τουλάχιστον ας μην τα κάνουμε δαίμονες.
Η ζωή, είπε κάποιος θυμόσοφος, μοιάζει με κρεμμύδι, που όσο το ξεφλουδίζει κανείς, τόσο περισσότερο δακρύζουν τα μάτια του. Και στο πέλαγος της ζωής, όσο βαθύτερα ξανοίγεται κανείς, τόσο οι θύελλες γίνονται σφοδρότερες, ο πόνος πικρότερος και τα δάκρυα περισσότερα. Δεν ωφελεί να κρύβουμε από το παιδί τις δυσκολίες. Όσο περισσότερο ενημερωμένο και κατατοπισμένο, τόσο περισσότερο προετοιμασμένο θα είναι για ν’ αντιμετωπίσει τις θύελλες που ασφαλώς κάποτε θα το πλήξουν. Το παιδί είμαστε εμείς που ταξιδεύουμε στο μέλλον, ακόμη κι όταν δεν θα υπάρχουμε. Ας μην καμαρώνουμε για τους προγόνους μας. Αν αξίζει να καμαρώνει κάποιος είναι για τους απογόνους του. «Να νοιαζόμαστε όχι για το ποιος ήταν ο παππούς μας, αλλά για το ποιος θα είναι ο εγγονός μας» έλεγε ο Αβραάμ Λίνκολν.
Ο καινούργιος κόσμος, ο όμορφος όπως τα παιδικά όνειρα, ο χαρούμενος όπως το παιδικό γέλιο, θα έρθει μόνο αν έρθει το καινούργιο παιδί. Τα σύγχρονα παιδιά που με κολλημένα τα πρόσωπά τους στα τζάμια των πολυκατοικιών γίνονται μάρτυρες μιας εφιαλτικής πραγματικότητας, δεν είναι δυνατό ν’ αποτελέσουν τον αυριανό ακέραιο πολίτη, που θα στηρίξει μια υγιή κοινωνία. Συνειδητά ή ασυνείδητα η σημερινή κοινωνία δημιουργεί ανθρώπους ανίκανους να δώσουν και να δοθούν. Ανθρώπους, που χωρίς καμιά βεβαιότητα, χωρίς ένα «γιατί» της ζωής, θα μείνουν με το οδυνηρό «απωθημένο», πως δηλαδή, κάποιοι, κάπως, κάποτε τους έκλεψαν τα παιδικά τους χρόνια.
Σήμερα χάρη στην πρόοδο της παιδοψυχολογίας μάθαμε πολλά για το παιδί. Ξέρουμε τις ανάγκες και τα προβλήματά του. Ίσως να κάνουμε πολύ περισσότερα απ’ όσο πρέπει για το παιδί. Ένα μόνο δεν ξέρουμε: πώς να ζήσουμε. Κι αφού δεν το ξέρουμε, δεν μπορούμε και να το διδάξουμε στο παιδί. Μία Ινδική λαϊκή παράδοση λέει: «Έρχεσαι στον κόσμο κλαίγοντας, ενώ γύρω σου γελάνε. Προσπάθησε να ζήσεις έτσι, ώστε να φύγεις από τον κόσμο χαμογελώντας, ενώ οι άλλοι γύρω σου θα κλαίνε».
Ο 12χρονος Ζάιν στην ταινία «Καπερναούμ» δεν αφήνει την ζωή στην μοίρα της και παίρνει σβάρνα τα δικαστήρια, θέλοντας να κάνει την δική του επανάσταση και να μηνύσει τους γονείς του! Μάλιστα το επιχείρημα του είναι μια δυνατή γροθιά στο στομάχι μας. «Με έφεραν στον κόσμο. Φοβάμαι. Ζω σε άθλιες συνθήκες και δεν μου παρέχουν ελάχιστη φροντίδα, βοήθεια και προστασία. Τι άλλο μπορώ να κάνω;» Γιατί Ναι, η αλήθεια πονάει, αλλά η αλήθεια πρέπει και αξίζει να βλέπεται.