«Τα άστρα στους ουρανούς παίζουν μία μουσική, αλλά χρειάζεται να έχουμε αυτιά για να την ακούσουμε».
Οι αρχαίοι Έλληνες επινόησαν την σύνταξη αστρολογικών χαρτών, οι οποίοι αντιστοιχούσαν στην ακριβή ώρα γέννησης ενός ανθρώπου. Εισήγαγαν έτσι για πρώτη φορά στην αστρολογία τον όρο «Ωροσκόπος» . Το πρώτο ωροσκόπιο που κατασκευάστηκε κάνοντας χρήση του Ωροσκόπου, χρονολογείται το 4 π.Χ.
Η Αστρολογία στην αρχαία Ελλάδα
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ξεκινά σε γενικές γραμμές από το 2600 π.Χ. και φτάνει στην ακμή του μέχρι το 1600 π.Χ. Αυτή είναι η «χρυσή εποχή» της Ελλάδας, η οποία παρήκμασε με την κάθοδο των Δωριέων από τον Βορρά, μετά το 1100 π.χ. Με τους συνεχείς πολέμους, τις επανειλημμένες καταστροφές και την παρατεταμένη κατοχή των Δωριέων, έπαυσε κάθε πνευματική δραστηριότητα. Εκμηδενίστηκε η απήχηση των φιλοσοφικών αντιλήψεων των Ορφικών, και μαζί με αυτές, η αστρολογική γνώση που πήγαζε από τις ουράνιες καταγραφές τους και τις κοσμολογικές παρατηρήσεις τους. Όλος σχεδόν ο προγενέστερος πολιτισμός και η γνώση, εξολοθρεύτηκαν. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί το γιατί εμφανίζεται αιώνες αργότερα η αστρολογική εφαρμογή στην χώρα μας, χωρίς γνωσιακή αλληλουχία, με στοιχεία δανεισμένα από την αστρολατρεία των Μεσοποτάμιων λαών, όταν συναντήθηκαν με το αρχαιοελληνικό πνεύμα μέσα από τις κτήσεις του Μέγα Αλέξανδρου.
Ο ελληνικός πολιτισμός ξαναρχίζει με ουσιαστική αφετηρία τους Ολυμπιακούς αγώνες, το 766 π.Χ. Τότε έχουμε την ανάδυση της κλασσικής Ελλάδας. Είναι η εποχή που ο Όμηρος διαδίδει την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Στην Οδύσσεια διηγείται ότι ο Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη στην διάρκεια μίας Έκλειψης Ηλίου. Την ημέρα που πρόκειται να φανερωθεί για να εξοντώσει τους μνηστήρες της Πηνελόπης, ο μάντης Θεκλύμενος αναφέρει ανάμεσα σε άλλους κακούς οιωνούς, ότι «θα χαθεί ο Ήλιος και θα απλωθεί παντού πυκνή θολούρα». Η φράση αυτή ερμηνεύτηκε από τον Πλούταρχο και τον Ευστάθιο ως πρόγνωση μίας ολικής Έκλειψης Ηλίου (ορισμένοι σύγχρονοι ερευνητές ταύτισαν την Έκλειψη με εκείνη της 16ης Απριλίου 1178 π.Χ., η οποία ήταν ολική στην περιοχή της Ιθάκης). Επίσης ο Όμηρος αναφέρει με λεπτομέρειες τις πλειάδες, τις Υάδες, τον Ωρίωνα, την Μικρή και την Μεγάλη Άρκτο, ενώ ο Ησίοδος τον 7ο π.Χ. αιώνα αναφέρει τις Πλειάδες, τις Υάδες, τον Ωρίωνα και τον Σείριο.
Βλέπουμε συνεπώς ότι, οι αρχαίοι έλληνες άρχισαν να χρησιμοποιούν τα ουράνια φαινόμενα και τον ζωδιακό κύκλο σαν αξιόπιστη μέθοδο προσανατολισμού για τα μακρινά εμπορικά και εξερευνητικά ταξίδια τους. Με το πέρασμα των αιώνων, οι αρχαίοι μας πρόγονοι εξέλιξαν τις διασωθείσες γνώσεις των Ορφικών και άρχισαν να εφαρμόζουν προβολικά τον ζωδιακό κύκλο σε σχέση με την διάταξη των κατάλληλων τόπων επάνω στους οποίους δομούσαν τα ιερά τους. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Πενρόζ, τουλάχιστον 8 ναοί του Δία και της Αθηνάς που χτίστηκαν από το 1580 π.Χ. έως το 300 π.Χ. ήταν προσανατολισμένοι στο Ζώδιο του Κριού.
Οι πληροφορίες αυτές πέρασαν στους πιο μυημένους αρχαίους μας προγόνους, οι οποίοι προσπαθώντας να μεταφέρουν στα έργα της εποχής τους την αρμονία που έβλεπαν στο Σύμπαν, έχτιζαν τους ιερούς τόπους έτσι, ώστε οι περισσότερες αποστάσεις να ισαπέχουν με νοητά ισοσκελή τρίγωνα, σχηματίζοντας γεωμετρικές αναλογίες στα 2:3. Αυτό θα πρέπει να βάλει σε σκέψεις τους σημερινούς ιστορικούς και να προβληματίσει τους επιστήμονες, ότι ο θεός της γνώσης, ο Ερμής, εκτελεί μία πλήρη περιστροφή γύρω από τον εαυτό του σε 58,65 ημέρες και μία πλήρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο σε 87,97 ημέρες. Εάν είστε λίγο προσεκτικοί θα διακρίνετε ότι 2χ87,97 = 175,94 και 3χ58,65 = 175,95. Μπορείτε να παρατηρήσετε λοιπόν ότι υπάρχει ένας «συμπτωματικός» ή «μαγικός» συντονισμός, που είναι ακριβώς στα 2:3.
Μερικές από τις πρώτες αστρολογικές αναφορές βρίσκουμε στο σύγγραμμα τουΗσίοδου «Έργα και Ημέραι», που καταγράφει τις μέρες που προσφέρονται για διάφορες δραστηριότητες όπως ο τρύγος, στο ακόλουθο απόσπασμα: «όταν ο Ωρίωνας και ο Σείριος θα μεσουρανήσουν και ο Αρκτούρος θα ανατέλλει την αυγή, τότε, ω Πέρσες, μαζέψτε τα σταφύλια σας και φέρτε τα σπίτι». Σε ένα άλλο σημείο συμβουλεύει τον αδελφό του Πέρση: «όταν ανατέλλουν οι Πλειάδες, οι κόρες του Άτλαντα, ξεκινήστε τον θερισμό, και όταν δύουν, αρχίστε το όργωμα». Η πραγματεία του Ησίοδου παρουσιάζει μία προσπάθεια να ρυθμιστούν οι καλλιέργειες σε συμφωνία με τις εποχές του έτους, θέτοντας έτσι την αρχή της αστρολογικής σκέψης που προπαρασκεύασε την χρήση των άστρων σαν οδηγό αυτοκαθοδήγησης των ανθρώπων, σε όλους τους τομείς.
Αργότερα εμφανίζεται ο Θαλής ο Μιλήσιος (624 -546 π.Χ.), ο οποίος υπολόγισε με επιτυχία το αποτέλεσμα της σοδειάς των ελιών στην Μίλητο, αρκετούς μήνες πρωτύτερα. Ήταν δε τόσο βέβαιος, που νοίκιασε εγκαίρως ελαιουργεία και τα υπενοικίασε όταν η σοδειά της ελιάς ήταν τόσο πλούσια που υπήρξε αυξημένη ζήτηση για ελαιουργεία, όπως ακριβώς το είχε υπολογίσει. Ο Θαλής απόκτησε έτσι αρκετά χρήματα, απαντώντας με αυτόν τον τρόπο στην πρόκληση των συμπολιτών του για το αν η αστρολογία έχει πρακτική χρησιμότητα και αν γίνεται να βγάλει κανείς χρήματα απ' αυτήν.
Ο Θαλής έμεινε στην ιστορία γιατί υπολόγισε επίσης με ακρίβεια την ηλιακή έκλειψη που θα γινόταν στις 28 Μαΐου 585 π.Χ. και το γεγονός αυτό αποτέλεσε αφορμή για να διακοπεί ο πόλεμος μεταξύ Μήδων και Ληδών. Δεν γνωρίζουμε σε ποιο ημερολόγιο βασίστηκε ο Θαλής για να κάνει μία τόσο επιτυχημένη πρόγνωση. Διαπιστώνουμε όμως, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι μία από τις σημαντικότερες δυνάμεις που κατείχαν οι αρχαίοι έλληνες αστρονόμοι ήταν η ικανότητά τους να προαναγγέλλουν τις μέλλουσες εκλείψεις, που κατά τα φαινόμενα, επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Βρισκόμαστε στον 6ο π.Χ. αιώνα, όπου σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Κλεόστρατος ο Τενέδιος -αστρονόμος, ποιητής και φιλόσοφος-, εισήγαγε εκείνη την εποχή τους αστερισμούς του ζωδιακού κύκλου στην Ελλάδα. Κατόρθωσε μάλιστα να δώσει ελληνικά ονόματα στα αιγυπτιακά ιδεογράμματα και να εξηγήσει με νέα ονόματα την σημασία των αιγυπτιακών ιερογλυφικών. Ο Κλεόστρατος είναι επίσης ο πρώτος που ερμήνευσε την σημασία του αστερισμού του Κριού και του Τοξότη. Η ελληνική εξήγηση και ονομασία των αιγυπτιακών ιδεογραμμάτων δεν άλλαξε την μορφή των αστερισμών, αλλά συμμορφώθηκε με αυτήν. Ετούτο επιβεβαιώνεται στις μέρες μας από έγχρωμες διαφάνειες του μεγάλου τηλεσκοπίου στο αστεροσκοπείο του Πάλομαρ της Καλιφόρνιας, όπου βλέπουμε π.χ. τον αστερισμό του Καρκίνου να σχηματίζει έναν κάβουρα στις παραμικρές λεπτομέρειές του, σαν να έχει γίνει από τον πιο ικανό θεϊκό καλλιτέχνη.
Ένας από τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους που ανέπτυξαν τις αστρονομικές γνώσεις της εποχής τους, ήταν και ο Αναξιμένης (585 -528 π.Χ.). Μέσα από την κοσμολογική του θεώρηση, συνειδητοποίησε και διέδωσε την συναφή σχέση που υπάρχει μεταξύ μακρόκοσμου και μικρόκοσμου, μίας πολύ κεντρικής ιδέας στην αστρολογική θεωρία. Πρέπει να τονίσουμε ότι, οι πρώτοι έλληνες φιλόσοφοι ήταν περισσότερο φυσιογνώστες και αστρονόμοι, παρά αστρολόγοι, γιατί η αστρολογία ήταν άγνωστη σε αυτούς με τον τρόπο που την εφαρμόζουμε εμείς. Δημιούργησαν όμως, βήμα προς βήμα, την διανοητική βάση που αργότερα συνδυάστηκε με τις Μεσοποτάμιες θεότητες και παρήγαγε έτσι το σημερινό αστρολογικό μοντέλο.
Μία από τις μεγαλύτερες μορφές της αρχαιότητας, υπήρξε αναμφισβήτητα οΠυθαγόρας (586 -490 π.Χ.). Γεννήθηκε στην Σάμο και ήταν γιος του Αγκαίου και της Παρθενίδος. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη. Σπούδασε στην Ιωνία, στην Αίγυπτο και στην Βαβυλώνα, μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Πέρσες, το 535 π.Χ., όπου φημολογείται ότι αιχμαλωτίστηκε. Ως απόρροια όλων αυτών, ήρθε σε επαφή με τις ανατολικές ιδέες, γιατί από το 546 π.Χ. οι Πέρσες είχαν επεκτείνει την αυτοκρατορία τους μέχρι την Ιωνία (σημερινή Τουρκία), αναμειγνύοντας τόσο τον ελληνικό, όσο και τον μεσοποτάμιο πολιτισμό μέσα στην ίδια επικράτεια. Όταν ο Πυθαγόρας επέστρεψε στην Σάμο το 528 π.Χ. ίδρυσε μία φιλοσοφική Σχολή -ως πρωτοπόρος αρχηγέτης νέων θρησκευτικοπολιτικών ιδεών-, διδάσκοντας ότι η γνώση των αριθμών, της γεωμετρίας και της μουσικής οδηγούν στην κατανόηση των κοσμικών φαινομένων. Μολονότι ο Πυθαγόρας δεν έφερε την αστρολογία μαζί του, πίσω στην Ελλάδα, έφερε την φιλοσοφία των μαθηματικών μέσα από την οποία αναπτύχθηκε η αστρολογία. Ο λαμπρός αυτός φιλόσοφος δεν άντεξε την τυραννία του Πολυκράτη, γι’ αυτό ξανάφυγε και αφού περιπλανήθηκε στην Δήλο, στην Κρήτη και στους Δελφούς, κατέληξε στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας, όπου ίδρυσε μία καινούργια φιλοσοφική Σχολή, το «Ομακοείον» και μεταλαμπάδευσε τις γνώσεις του σε κύκλο επιλεγμένων σπουδαστών -μία κλειστή αδελφότητα-, οι οποίοι γίνονταν δεκτοί έπειτα από αυστηρές δοκιμασίες και υπερβατικές μυήσεις.
Ο Πυθαγόρας πήρε όλη την απαραίτητη γνώση από τον αρχαίο κόσμο και καταπιάστηκε στο να την εφαρμόσει σε ποικίλα πρακτικά προβλήματα. Οδηγήθηκε έτσι σε πολλές ανακαλύψεις και προήγαγε σε μεγάλο βαθμό τα μαθηματικά και την αστρονομία. Εξήγησε τα φαινόμενα των εκλείψεων και των φάσεων της Σελήνης. Ονόμασε το Σύμπαν που περιβάλλει την Γη «Κόσμο», γιατί είναι όντως κόσμημα εξαιρετικό. Η μεγαλύτερη συμβολή του Πυθαγόρα στην αστρολογία βρίσκεται στην θεωρία ότι, οι αριθμητικές σχέσεις αποτελούν την βάση του Σύμπαντος, άρα το Σύμπαν μπορεί να εξηγηθεί μέσω των αριθμών. Κατά συνέπεια, κάθε αριθμός εμπεριέχει μία απόκρυφη σημασία, πέρα από την πραγματική του αντιστοιχία με μία συγκεκριμένη ποσότητα. Γιατί την εποχή του Πυθαγόρα, ο φιλόσοφος και ο μαθητής της αστρολογίας ερχόταν σε επαφή με παγκόσμιους ιερούς νόμους, όπως τον νόμο του Τρία ο οποίος καθρεπτίζει τους κόσμους της Ύλης, της Ψυχής και του Πνεύματος, ήτοι τις 3 αστρολογικές ιδιότητες: την Σταθερότητα, την Παρορμητικότητα και την Μεταβλητότητα. Επίσης ερχόταν σε επαφή με τον νόμο του Τέσσερα, ο οποίος εκφράζεται στα 4 σημεία του ορίζοντα, στις 4 όψεις της ανθρώπινης προσωπικότητας και στα 4 δομικά στοιχεία του Σύμπαντος: Γη, Νερό, Αέρας και Φωτιά. Ακόμη ερχόταν σε επαφή με τον νόμο του Επτά, που εκτός από τις 7 νότες και τα 7 επτά χρώματα της ίριδας, καθρεφτιζόταν στις ιδιότητες των 7 βασικών πλανητών. Τέλος ερχόταν σε επαφή με τον νόμο του Δώδεκα ο οποίος εκφράζει γενικά μία πορεία ολοκλήρωσης, μέσα από τον γνωστό μας δωδεκαμερή ζωδιακό κύκλο.
Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός 1 αντιπροσωπεύει τον Νόμο ο οποίος εκφράζει το Ζώδιο. Σχετίζεται δηλαδή με την βασική, ξεχωριστή, ιδιαίτερη, κατάσταση που εκφράζει το κάθε Ζώδιο, και που έχει να κάνει με αυτό που συμβολίζει ο Κυβερνήτης πλανήτης του Ζωδίου. Ο αριθμός 2 σχετίζεται με το Γένος, δηλαδή με την αρσενική ή θηλυκή κατάσταση του Ζωδίου. Αυτό δεν έχει σχέση με το φυσικό γένος του καθενός μας, αλλά με την συμβολική κατάσταση του κάθε Ζωδίου. Ο αριθμός 3 σχετίζεται με τις τρεις ιδιότητες της ύλης, του εκδηλωμένου κόσμου, που τις ξέρουμε σαν Ένταση -Αδράνεια -Ισορροπία, ή σαν Κίνηση -Ακινησία -Ανύψωση, και στην αστρολογία τις βλέπουμε να ορίζουν τα Παρορμητικά -Σταθερά -Μεταβλητά Ζώδια: η Παρόρμηση σχετίζεται με την κίνηση ή το ξεκίνημα, η Σταθερότητα με την εγκατάσταση ή την δημιουργία μορφής, και η Μεταβλητότητα με την Ιδέα, την ανάπτυξη ή την δημιουργία νέας ιδέας. Ο αριθμός 4 σχετίζεται με τα τέσσερα Στοιχεία του εκδηλωμένου κόσμου, που τα γνωρίζουμε σαν Γη -Νερό -Αέρας και Φωτιά: η Γη σχετίζεται με την φυσική μορφή, την στήριξη ενός καθεστώτος ή μίας κατάστασης, θετικά ή αρνητικά. Το Νερό σχετίζεται με τον ψυχισμό, το συναίσθημα, την ιδιότητα της τυραννίας ή του αλτρουισμού. Ο Αέρας σχετίζεται με την λογική και την διάνοια, τον ορθολογισμό ή την τεχνοκρατία. Η Φωτιά σχετίζεται με την έμπνευση, το πάθος, τον ενθουσιασμό του ηγέτη ή του τυχοδιώκτη. Αυτοί οι τέσσερις ξεχωριστοί νόμοι εκφράζονται στο κάθε Ζώδιο σε διαφορετικούς συνδυασμούς, δίνοντας του τελικά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Έτσι, το ένα αντιπροσωπεύει την «ενότητα», το δύο την «δυαδικότητα», κ.ο.κ. Λόγου χάρη, ο 4ος Οίκος αντιπροσωπεύει την οικογένεια στο γενέθλιο ωροσκόπιό μας, γιατί βασίζεται στην πυθαγόρεια αντίληψη ότι το τέσσερα είναι ο αριθμός της συγκρότησης της ζωής μας.
Ο Πυθαγόρας δίδασκε ότι κάθε κινούμενο σώμα, εφόσον κραδαίνεται, παράγει ήχο ανάλογο προς τον όγκο και την ταχύτητά του. Πίστευε ότι οι αποστάσεις των ουρανίων σωμάτων είναι μεταξύ τους διατεταγμένες σύμφωνα με τις αναλογίες της απόκρυφης αρμονίας. Θεωρούσε δε ότι η αέναη κίνηση των πλανητών δημιουργεί κάποιες νότες, που αν καταφέρναμε να τις συγκεντρώσουμε καταγράφοντας τα μυριάδες στίγματα των τροχιών τους, τότε θα ακούγαμε μία θαυμαστή συνήχηση, που την ονόμασε «μουσική των σφαιρών». Έλεγε χαρακτηριστικά: «Τα άστρα στους ουρανούς παίζουν μία μουσική, αλλά χρειάζεται να έχουμε αυτιά για να την ακούσουμε».
Μετά τον Πυθαγόρα, συναντούμε χρονολογικά τον Ηράκλειτο τον Εφέσιο (544 -484 π.Χ.). Ο Ηράκλειτος θεωρούσε ότι από το πυρ (την ενέργεια) προέρχονται όλα τα πράγματα, και από τα πράγματα (την ύλη) προέρχεται το πυρ. Δίδασκε ότι όλα βρίσκονται σε συνεχή ροή «τα πάντα ρει και ουδέν μένει». Ανέπτυξε την αντίληψη ότι υπάρχουν δύο καταστάσεις ύπαρξης στο Σύμπαν: το Είναι, μία ιδεατή κατάσταση, και το Γίγνεσθαι, μία κατάσταση συνεχούς αλλαγής που διαμορφώνει τον φυσικό κόσμο. Η θεωρία του Ηράκλειτου θεμελίωσε την συμβολική αρχή της πολικότητας μεταξύ αρσενικών και θηλυκών Ζωδίων, που αρκετοί αστρολόγοι ακολουθούν μέχρι σήμερα για την ερμηνεία ενός ωροσκοπίου.
Φτάνουμε στον 5ο π.Χ. αιώνα, όπου μία νέα διάνοια εμφανίζεται στο πρόσωπο του φυσιογνώστη φιλοσόφου Αναξαγόρα (500 -428 π.Χ.). Ο Αναξαγόρας ήταν κτηματίας, αλλά εγκατέλειψε την πατρίδα του προκειμένου να επιδοθεί στην φιλοσοφία. Έγινε δάσκαλος του Περικλή, του Ευριπίδη και του Σωκράτη. Πραγματεύτηκε τις φάσεις της Σελήνης, διέκρινε ότι υπάρχουν ανωμαλίες στην επιφάνειά της -κοιλάδες & όρη-, και ανακάλυψε τα πραγματικά αίτια των ηλιο-σεληνιακών εκλείψεων. Υποστήριξε ότι η Σελήνη και τα άστρα θα έπεφταν στην Γη, αν δεν υπήρχε κατά την τροχιά τους η φυγόκεντρη δύναμη που τα συγκρατεί. Συνήγαγε ότι η βαρύτητα δεν υπάρχει μόνο στην Γη αλλά σε όλα τα ουράνια σώματα. Διατύπωσε την άποψη ότι υπάρχουν και άλλα ηλιακά συστήματα σαν το δικό μας, γιατί ο Γαλαξίας αποτελείται από αστέρες και νεφελώματα τα οποία στροβιλιζόμενα σχηματίζουν ηλιακά συστήματα. Όταν ένας σπουδαστής ρώτησε τον Αναξαγόρα «γιατί ο άνθρωπος προτιμά να έρθει στον κόσμο παρά να μην έρθει»; εκείνος του απάντησε «για να θαυμάσει το θέαμα του ουρανού και την τάξη που περιβάλει ολόκληρο τον κόσμο». Ο Αναξαγόρας ήταν ο πρώτος που διέδωσε την ιδέα ενός θεϊκού δημιουργού ο οποίος δίνει στην ύλη μορφή, σε αντίθεση με την κρατούσα θεωρία του «υλοζωισμού», που αξίωνε ότι η ύλη περικλείει μία ενστικτώδη μορφή διάνοιας, και επομένως, ικανότητα για αίσθηση. Αυτός ο λογισμός είναι κομβικός, όσον αφορά το αν οι πλανήτες αποτελούν μέσα για την έκφραση της θείας θέλησης ή είναι οι ίδιοι αιτιώδεις παράγοντες.
Την εποχή αυτή έζησε και ο λυρικός ποιητής Πίνδαρος (518 -438 π.Χ.). Σε ένα από τα σωζόμενα ποιήματά του, κάνει λόγο για μία ολική Έκλειψη Ηλίου που έγινε στις 30 Απριλίου 463 π.Χ. και η οποία ήταν ορατή από την Θήβα: «Ακτίνα του Ήλιου! Ω, εσύ που βλέπεις μακριά, τι θα μηχανευτείς τώρα; Ω, μητέρα των ματιών μου! Ω, υπέρτατε αστέρα, που μας κρύφτηκες μέρα μεσημέρι! Γιατί περιέπλεξες έτσι την δύναμη του ανθρώπου και τον τρόπο σοφίας, με το να ορμήσεις μπροστά στο σκιερό μονοπάτι;».
Από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του αρχαίου κόσμου, υπήρξε και οΕμπεδοκλής (494 -434 π.Χ.) που καταγόταν από την Ακράγαντα της Σικελίας. Ο Εμπεδοκλής υπήρξε από τους βασικότερους εκφραστές της κοσμολογίας. Ενώ οι προηγούμενοι φιλόσοφοι είχαν αναφερθεί στον ρόλο των ξεχωριστών στοιχείων -φωτιά, αέρας, νερό- σαν βάση του φυσικού Σύμπαντος, ο Εμπεδοκλής θεώρησε ότι όλα τα αισθητά αντικείμενα του υλικού κόσμου προέρχονται από την ανάμιξη σε διάφορες αναλογίες, των τεσσάρων στοιχείων: φωτιά, αέρας, Γη, νερό. Ανέπτυξε έτσι την ιδέα ότι όλα τα πράγματα στο Σύμπαν αποτελούνται από τον συνδυασμό αυτών των στοιχείων, τα οποία βρίσκονται σε μόνιμη κατάσταση μεταβολής. Κατά συνέπεια, όλα τα πράγματα στο φυσικό Σύμπαν (η σφαίρα του Γίγνεσθαι), συμπεριλαμβανομένης και της ανθρώπινης προσωπικότητας, μορφοποιούνται από αυτά τα 4 στοιχεία. Μολονότι ο Εμπεδοκλής δεν ήταν αστρολόγος, χάρη σ’ αυτόν θεμελιώθηκε η αστρολογική αρχή του συνδυασμού των τεσσάρων στοιχείων που ακολουθούμε μέχρι σήμερα, για την ερμηνεία ενός ωροσκοπίου. Υπάρχει μία δύναμη, εξηγούσε ο Εμπεδοκλής που λέγεται“φιλότητα” (έλξη) και ενώνει αυτά τα 4 στοιχεία, ενώ μία άλλη, αντίθετη δύναμη που λέγεται “νείκος” (άπωση) τα διαχωρίζει, προκαλώντας την φθορά και τον θάνατο. Η δυναμική τάση μεταξύ Φιλότητας και Νείκους παράγει συνεχώς, κύκλους μεταβολών στο Σύμπαν.
Ο Εμπεδοκλής ήταν από τους πρώτους που αντιλήφθηκε ότι πρέπει να υπάρχει μία εξελικτική πορεία στο ανθρώπινο σώμα, γιατί δίδασκε πως τα όργανά του τελειοποιούνται σιγά -σιγά. Η κυριότερη εφαρμογή της θεωρίας του Εμπεδοκλή έγινε από τον πατέρα της σύγχρονης ιατρικής, τον Ιπποκράτη (460 -367 π.Χ.), ο οποίος σπούδασε στο Ασκληπιείο της Κω.
Ο Ιπποκράτης έλεγε ότι: «μόνο ένας μωρός θα θεράπευε ασθενείς χωρίς προηγουμένως να συμβουλευτεί το ωροσκόπιό τους, διότι πρέπει να θεραπεύουμε τον ασθενή και όχι την ασθένεια». Ο Ιπποκράτης συσχέτισε τα 4 στοιχεία του Εμπεδοκλή με τους 4 ιδιοσυγκρασιακούς τύπους του ανθρώπινου σώματος, θέτοντας έτσι τις βάσεις για την ανάπτυξη της ιατρικής αστρολογίας στην χώρα μας. Στο σημαντικότερο κείμενο της Αρχαίας Ελληνικής Ιατρικής, το περίφημο Coprus Hippocraticum, υπάρχει η εξής παράγραφος: «Πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην Ανατολή των αστέρων, και Ιδιαίτερα του Σείριου και του Αρκτούρου, καθώς και στην δύση των Πλειάδων, γιατί οι περισσότερες αρρώστιες παρουσιάζουν κρίσεις σε αυτές τις περιόδους». Αλλού, στο ίδιο σύγγραμμα, υπενθυμίζεται στους γιατρούς ότι η αστρολογία «δεν είναι δευτερεύουσας αλλά ουσιαστικής σημασίας γνώση για την τέχνη της ιατρικής». Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Ιπποκράτης είχε προειδοποιήσει για τον ερχομό μίας επιδημίας που θα παρουσιαζόταν στην Αθήνα, και αργότερα εμφανίστηκε η μεγάλη πανώλη που σάρωσε τον πληθυσμό της πόλεως.
Άλλη μία εξέχουσα μορφή της ελληνικής φιλοσοφίας αποτέλεσε ο Πλάτωνας (427 -347 π.Χ.). Μολονότι δεν ήταν μέλος της Πυθαγόρειας Αδελφότητας, συνδέθηκε μαζί τους και συνδύασε τις απόψεις τους με εκείνες των δύο άλλων κυριοτέρων Σχολών, της Ιωνίου και της Ελεατικής, τις οποίες ως έφηβος είχε γνωρίσει από τον δάσκαλό του, τον Σωκράτη. Ο Πλάτωνας δεν υπήρξε αστρολόγος, αλλά ήταν ενήμερος για την χρήση της αστρολογίας από τους βαβυλώνιους που επισκέπτονταν την Αθήνα.
Ο Πλάτωνας εισήγαγε την θεωρία των Ιδεών, η οποία προκάλεσε μία τομή στην ιστορία της φιλοσοφίας. Έχει ενδιαφέρον να δούμε το πως έφτασε ως εκεί: η φιλοσοφική αναζήτηση που είχε ξεκινήσει με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, σχετικά με το πώς μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο γύρω μας και τις αρχές λειτουργίας του, είχε φτάσει σε αδιέξοδο την εποχή του Πλάτωνα. Οι Ηρακλείτειοι υποστήριζαν ότι τα πάντα στον κόσμο του χώρου και του χρόνου συνεχώς μεταβάλλονται: ούτε για μία στιγμή δεν σταματά η μεταβολή και τίποτα δεν μένει το ίδιο από την μία στιγμή στην άλλη. Συνέπεια αυτής της θεωρίας φαινόταν να είναι ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο, εφόσον δεν μπορεί κανείς να πει ότι γνωρίζει κάτι που είναι διαφορετικό ετούτη την στιγμή από ό,τι ήταν μία στιγμή πρωτύτερα. Γιατί η γνώση απαιτεί την ύπαρξη μίας σταθερής, μετρήσιμης αρχής. Παράλληλα, η ρητορική διαλεκτική χρήση της γλώσσας των Σοφιστών είχε οδηγήσει σε σχετικότητα κάθε φιλοσοφική σημασία. Τότε ήταν που ο Πλάτωνας είπε ότι τα αντικείμενα της γνώσης -τα αντικείμενα που θα μπορούσαν να οριστούν-, υπήρχαν, αλλά δεν θα έπρεπε να ταυτιστούν με τίποτε στον αισθητό κόσμο: υπήρχαν σε έναν νοητό κόσμο, πέρα από αυτόν του χώρου και του χρόνου.
Ο Πλάτωνας μετέδωσε έτσι στην θεωρία των Ιδεών, όπου οι Ιδέες είναι τέλειες, άφθαρτες και αμετάβλητες νοητές οντότητες, στις οποίες μετέχουν όλα τα ατελή, φθαρτά και μεταβλητά αισθητά πράγματα. Δεν είναι οι ιδέες που δημιουργούμε με τον νου μας, αλλά είναι πραγματικές οντότητες τις οποίες μπορούμε να συλλάβουμε μόνο με την νόηση και όχι με τις αισθήσεις μας. Με άλλα λόγια, οι Ιδέες συνιστούν έσχατες και αυθυπόστατες οντολογικές και νοηματικές εστίες θεμελίωσης της πραγματικότητας και της γνώσεως. Όλα τα πράγματα που γίνονται αισθητά στον άνθρωπο -στην διάσταση του υλικού κόσμου-, δεν αποτελούν παρά απομιμήσεις, σκιές, είδωλα του αληθινού κόσμου των Ιδεών. Επομένως, ο άνθρωπος δεν ανακαλύπτει, αλλά θυμάται αλήθειες που κάποτε γνώρισε στον κόσμο των Ιδεών. Όλοι έχουμε μέσα μας την γνώση και την αλήθεια και αυτό που πρέπει να γίνει είναι να την ανακαλέσουμε στην μνήμη μας (η ετυμολογία της α-λήθειας σημαίνει άρση της λήθης).
Για να υποστηρίξει ο Πλάτωνας την πεποίθησή του αυτή, επαναδιατύπωσε την θρησκευτική διδασκαλία των Πυθαγορείων -ότι η ψυχή είναι αθάνατη-, ισχυριζόμενος ότι η ψυχή καθρεφτίζει τις Ιδέες. Η θέα των Ιδεών είναι μάλιστα πληρέστερη όσο περισσότερο η ψυχή ελευθερώνεται από το σώμα και τις αισθήσεις μας. Συνεπώς η ψυχή συγγενεύει με το θείο, το αθάνατο, το αόρατο, ενώ το σώμα μας συγγενεύει με το γήινο, το ορατό και το φθαρτό. Άλλη μία απόδειξη της θεωρίας του Πλάτωνα στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι, ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε συνίσταται από αντιθέσεις, και καθεμία αντίθεση προκύπτει μέσα από κάποια άλλη. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο γίνεται από το μικρότερο, το ασθενέστερο από το ισχυρότερο κ.ο.κ. Έτσι και η ζωή με τον θάνατο είναι αντίθετα. Και αφού από την ζωή προκύπτει ο θάνατος θα πρέπει να δεχτούμε και ότι από τον θάνατο προκύπτει ζωή. Για να ενισχύσει αυτή την απόδειξη ο Πλάτωνας την συνέδεσε με την ανάμνηση, σύμφωνα με την οποία, η ανθρώπινη ψυχή πριν ενσαρκωθεί γνώρισε τις Ιδέες στην καθαρότητά τους. Όμως με την είσοδό της στο σώμα και την υποταγή της στους φυσικούς νόμους, η ψυχή λησμόνησε αυτά που γνώριζε. Η απόκτηση γνώσεως σε ετούτο τον κόσμο ερμηνεύεται τελικά, ως διαδικασία αναμνήσεως. Τα αισθητά πράγματα δηλαδή, προκαλούν μόνο το έρεισμα για να ανακληθεί στην μνήμη μας η πρότερη γνώση της ψυχής. Η νόηση που κατά τον Πλάτωνα εδράζεται στην ψυχή, είναι αυτή που οδηγεί στην γνώση των Ιδεών, και η γνώση των Ιδεών στην γνώση των πραγμάτων. Συνεπώς οι Ιδέες αποτελούν όχι μόνο την γνωσιολογική αιτία των πραγμάτων, αλλά και την οντολογική προϋπόθεση για την ύπαρξή τους. Κοντολογίς, οι Ιδέες είναι εκείνες που ορίζουν την ουσία κάθε όντος, και όλος ο αισθητός κόσμος αντιστοιχεί στο ασταθές και μεταβλητό Γίγνεσθαι.
Διαπιστώνουμε ότι, ενώ ο Πυθαγόρας ανέπτυξε τις βάσεις της αστρολογίας, ο Πλάτωνας είναι ο κύριος οικοδόμος της, γιατί εδραίωσε την πίστη ότι το Σύμπαν μπορεί να περιγραφεί μέσω των Ιδεών, και ότι κάθε Ιδέα θα μπορούσε να προσδιοριστεί με μία συγκεκριμένη αριθμητική αξία, κατά την πυθαγόρεια αριθμοσοφία. Επηρέασε έτσι την ανάπτυξη της αστρολογίας ως επιστήμης πολύ στενά συνδεδεμένης με την αριθμοσοφία.
Ο Πλάτωνας ίδρυσε στην Αθήνα την ομώνυμη Σχολή του, η οποία ονομάστηκε «Ακαδημία» γιατί ήταν χτισμένη στο άλσος του Ακάδημου, κοντά στον Κηφισό ποταμό. Από την Ακαδημία αποφοίτησαν λαμπρά ονόματα όπως ο Εύδοξος ο Κνίδιος408 -355 π.Χ.), ο Ηρακλείδης ο Πόντιος (390 -310 π.Χ.) και ο Αριστοτέλης (384 -322 π.Χ.). Η Ακαδημία Πλάτωνος απέκτησε με τον καιρό, φήμη ανώτατου πνευματικού ιδρύματος και εκεί παρέμεινε ο Αριστοτέλης για 20 χρόνια. Σε ένα από τα πολλά συγγράμματά του που φέρει τον τίτλο «Μετεωρολογικόν» (κεφ. 6 & 7), βλέπουμε πόσο μεγάλη αξία δίνει ο Αριστοτέλης στον ζωδιακό κύκλο, που έφτασε μάλιστα στο σημείο να γράψει ότι: «οι πλανήτες κινούνται κατά μήκος του ζωδιακού κύκλου, ενώ οι κομήτες κινούνται έξω από αυτόν, συνεπώς δεν πρέπει να θεωρηθούν πλανήτες». Ο ορθολογισμός του Αριστοτέλη απέρριψε πολλές από τις δοξασίες του Πλάτωνα, αλλά υποστήριξε την σημασία της κοσμολογίας του διδασκάλου του. Υιοθέτησε δηλαδή το γεωκεντρικό σύστημα, αλλά απέρριψε την αντίληψη ότι οι πλανήτες είναι θεϊκές διάνοιες: τους θεώρησε περισσότερο ως κανάλια θεϊκής βούλησης, παρά ως κυρίαρχους εκφραστές της. Τοποθέτησε έτσι τον Δημιουργό πέρα από την σφαίρα των απλανών αστέρων, και έθεσε τις βάσεις για την παρατήρηση, ως τρόπο κατανόησης του Σύμπαντος -θεώρηση που βρίσκεται σε απόλυτη ταύτιση με την σημερινή επιστημονική θέση της αστρολογίας-.
Αργότερα ο ιατροφιλόσοφος Θεόφραστος (392 -287 π.Χ.) που υπήρξε μαθητής του Αριστοτέλη και τον διαδέχτηκε μετά τον θάνατό του στην Περιπατητική Σχολή -στο «Λύκειον»-, εξέφραζε περισσότερο ελεύθερα την γνώμη του για την αστρολογία, σε σχέση με τον πρώην δάσκαλό του. Ο Αριστοτέλης είχε αναλάβει το 342 π.Χ. την διαπαιδαγώγηση του Μέγα Αλέξανδρου (356 -323 π.Χ), με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία και αλληλοεκτίμηση. Την στιγμή της γέννας του Αλέξανδρου λέγεται ότι υπήρχε ένας αστρολόγος στο παλάτι -ο τελευταίος βασιλιάς της Αιγύπτου-, ο Νεκτανεβώ, ο οποίος εξορίστηκε από την πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στην Πέλλα. Ο Νεκτανεβώ που οι φήμες τον φέρουν δίπλα στην μητέρα του Αλέξανδρου, την Ολυμπιάδα, υπολόγισε τις θέσεις των ουρανίων σωμάτων και την πίεζε να μη βιαστεί να γεννήσει, αλλά να περιμένει το σήμα του, γιατί όσο πιο πολύ αργούσε τόσο περισσότερο θα δοξαζόταν το βρέφος, όπερ και εγένετο.
Ο Μακεδόνας στρατηλάτης επηρέασε ένα μεγάλο τμήμα του τότε γνωστού κόσμου, καθώς εξάπλωσε την ελληνική κουλτούρα, από την Ασία μέχρι την βόρεια Ινδία.Όμως ανησύχησε από την πρόγνωση που του είχαν κάνει οι Βραχμάνοι ιερείς -διαβάζοντας με τον δικό τους τρόπο το ωροσκόπιό του-, ότι θα χανόταν από ένα κύπελλο (δηλαδή από δηλητηρίαση) εάν θα έμπαινε στην Βαβυλώνα, και τον προειδοποίησαν λέγοντας: «φύγε μακριά από την πόλη που βασιλεύει το μοιραίο σου άστρο». Ο Μέγας Αλέξανδρος παρέκαμψε αρχικά την Βαβυλώνα, αλλά αργότερα μπήκε στην πόλη όπου συνάντησε τον θάνατο. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι, η ιδέα που επικράτησε αρκετούς αιώνες αργότερα στην Ευρώπη, ότι δηλαδή ο κάθε άνθρωπος έχει το δικό του άστρο, είναι ανατολικής προέλευσης. Σύμφωνα με την αμφισβητούμενη αυτή θεωρία, το αστέρι του εμφανίζεται όταν κάποιος γεννιέται, και εξαφανίζεται όταν πεθαίνει.
Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε την Βαβυλώνα το 331 π.Χ., ο ιστοριογράφος του, ο Καλλισθένης -ανιψιός του Αριστοτέλη, έστειλε στον θείο του μεγάλες ποσότητες αστρολογικών παρατηρήσεων, παλίμψηστα έργα που οι Βαβυλώνιοι αστρολόγοι φύλασσαν στα αρχεία τους από το 2233 π.Χ. (από την εποχή των Σουμερίων). Οι Έλληνες παρέλαβαν μεν αυτούς τους ανεκτίμητης αξίας γνωσιακούς θησαυρούς, αλλά τους εμπλούτισαν με ασύγκριτα μεγαλύτερη ποικιλία νοημάτων.
Βρισκόμαστε στον 4ο π.Χ. αιώνα, και συγκεκριμένα στο 335 π.Χ. όπου γεννιέται στο Κίτιο της Κύπρου ο φυσιογνωστικός φιλόσοφος Ζήνωνας. Ο Ζήνων σε ηλικία 22 ετών ήρθε στην Αθήνα και μαθήτευσε κοντά σε μεγάλους διανοητές. Όταν έγινε 30 ετών άρχισε ο ίδιος να διδάσκει. Καταπιάστηκε με τα μετεωρολογικά φαινόμενα και ερμήνευσε την εμφάνιση των εποχών. Αντιλήφθηκε ότι η Γη είναι πεπερασμένη και σφαιρική, ότι η τροχιά της Σελήνης είναι ελικοειδής και ότι ο Ήλιος διαγράφει ελλειπτική πορεία διαμέσου του ζωδιακού κύκλου. Ο Ζήνωνας ο Κιτέας είναι αυτός που εμπλούτισε την φιλοσοφία της σημερινής αστρολογίας, καθώς πίστευε σε ένα Σύμπαν που είναι προκαθορισμένο από τον Δημιουργό, στο οποίο ο άνθρωπος -που αποτελεί μία μικρογραφία του Σύμπαντος-, πρέπει να ενταχθεί αρμονικά. Έγραψε αρκετά έργα που χάθηκαν, μεταξύ των οποίων μία πραγματεία κοσμολογικού περιεχομένου, με τίτλο «Περί του Όλου» (περί του Σύμπαντος). Ο ίδιος έλεγε ότι το φάρμακο για την ψυχή είναι η μελέτη της φιλοσοφίας. Γύρω στο 300 π.Χ. ίδρυσε την Στωική Σχολή, η οποία έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στην κοσμοθεωρία των μετέπειτα στοχαστών.
Οι Στωικοί αντιλήφθηκαν ότι ο άνθρωπος είναι ένα μικρό Σύμπαν μέσα σε ένα άλλο, την Γη. Αυτή με την σειρά της είναι μέρος του ηλιακού μας συστήματος, και αυτό μέρος του Γαλαξία, και αυτός μέρος του Σύμπαντος. Υπάρχει επομένως μία αλληλεξάρτηση και μία αλληλεπίδραση, καθώς είμαστε όλοι ενταγμένοι στο Όλον, το οποίο κινείται και εξελίσσεται συνεχώς. Οι Στωικοί πίστευαν ότι υπάρχει μία αδιάσπαστη αλυσίδα από αιτίες που ξεκινούν από την Υπέρτατη Αρχή, οι οποίες επηρεάζουν την εξέλιξη κάθε μορφής ζωής στον πλανήτη μας, και θεωρούσαν την πλάση σαν έναν γιγάντιο οργανισμό, όπου οι συμπαθητικές του δυνάμεις δρουν συνεχώς, ενταγμένες σε ένα παγκόσμιο θεϊκό σχέδιο. Υπό αυτό το πρίσμα, οι Στωικοί δέχονταν ότι η μοίρα είναι μεν προδιαγεγραμμένη, αλλά ταυτόχρονα, ότι ο κάθε άνθρωπος έχει ως έλλογο ον την δυνατότητα της ελεύθερης βούλησης για να συμμετάσχει συνειδητά στην πορεία της ζωής του, κατευθύνοντας έτσι το ατομικό του πεπρωμένο.
Από τους τελευταίους μεγάλους Στωικούς φιλοσόφους υπήρξε ο Ποσειδώνιος(135 -45 π.Χ.). Γεννήθηκε στην Απάμεια της Συρίας και έκανε μακρινά ταξίδια λόγω της μεγάλης του οικονομικής άνεσης. Ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στην Σχολή των Στωικών. Διδάχθηκε φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσική, αστρονομία, γεωγραφία, ιστορία και θεολογία. Το 90 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην Ρόδο και ίδρυσε δική του Σχολή, από την οποία αποφοίτησαν ο Πομπήιος, ο Νιγίδιος Φίγκουλος και άλλοι επιφανείς Ρωμαίοι. Έζησε στην Ρώμη, όπου συνδέθηκε με την αριστοκρατία της εποχής και δίδαξε τον ρήτορα Κικέρωνα. Ο Ποσειδώνιος έγραψε 26 πραγματείες, που χάθηκαν όλες. Στο πρόσωπο του συναντήθηκαν η ελληνική με την ανατολική σοφία, ο μυστικισμός με τον ορθολογισμό, η πίστη στα θαύματα με την αιτιοκρατία, η θεωρητική με την εμπειρική σκέψη. Ο Ποσειδώνιος δίδασκε ότι είμαστε ένα μικρό μόνο μέρος του μεγάλου, κυκλικά επαναλαμβανόμενου συνόλου που ονομάζουμε Σύμπαν, και λόγω της συνάφειας του μακρόκοσμου με τον μικρόκοσμο που ζούμε, οι συμβολικές ενδείξεις αυτού του αντικατοπτρισμού, μπορούν να μας υποδείξουν τις πιο κατάλληλες επιλογές δράσης, ώστε να είμαστε σε αρμονία με όλο τον Κόσμο. ΜΕ ΒΑΣΗ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ, ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΟΥΜΕ ΟΤΙ ΘΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ Η ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΝ 3Η Μ.Χ. ΧΙΛΙΕΤΙΑ.
Άλλη μία εξέχουσα μορφή της αρχαιότητας υπήρξε ο αστρονόμος και μαθηματικόςΑρίσταρχος ο Σάμιος (310 -250 π.Χ.). Το 270 π.Χ. ισχυρίστηκε ότι η Γη και οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο σε κυκλική τροχιά που περνά από το μέσον του ζωδιακού κύκλου, ενώ ο Ήλιος και οι απλανείς αστέρες μένουν ακίνητοι. Η θεωρία του Ηλιοκεντρικού συστήματος του Αρίσταρχου έγινε γνωστή από τον Αρχιμήδη, στο σύγγραμμά του με τίτλο «Ψαμμίτης». Η ιδέα αυτή ήταν τόσο επαναστατική, που ο Αρίσταρχος κατηγορήθηκε για ασέβεια και καταδικάστηκε σε θάνατο. Χρειάστηκε να παρέλθουν 17 αιώνες για να ωριμάσει η ιδέα, ώσπου την δημοσίευσε ο Πολωνός αστρονόμος Νικολάι Κόπερνικ, το 1543, στο σύγγραμμά του με τίτλο «De revolutionibus orbium coelestium», το οποίο κυκλοφόρησε μετά από τον θάνατό του.
Το Ηλιοκεντρικό σύστημα δεν έχει επηρεάσει στο παραμικρό την γεωκεντρική φύση της αστρολογίας, γιατί το Γεωκεντρικό είναι το μοναδικό σύστημα προβολής των Ζωδίων και των πλανητών επάνω στην υδρόγειο σφαίρα. Στην γεωμετρία χρησιμοποιούμε το κέντρο ενός κύκλου σαν σημείο αναφοράς, γιατί χωρίς αυτό ο κύκλος είναι ανύπαρκτος. Είναι όμως βέβαιο ότι δεν μπορούμε να υπολογίσουμε τίποτα εάν έχουμε μόνο αυτό το κέντρο. Ας παραλληλίσουμε έναν πλανήτη με μία πεταλούδα που φτερουγίζει, μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο. Υποθέτουμε ότι ο διαστημικός μας χώρος είναι ένα τρισδιάστατο δωμάτιο, το ταβάνι του αποτελεί το φόντο των Ζωδίων και το έδαφος την Γη. Αν θεωρήσουμε τον Ήλιο σαν ένα φωτιστικό τοποθετημένο σε μία από τις γωνίες κάποιου τοίχου, τότε η σκιά της πεταλούδας που φτερουγίζει, θα βλέπουμε να διαγράφει συνεχώς, τροχιές στο πάτωμα (δηλαδή στην επιφάνεια της Γης). Αυτό το υπεραπλουστευμένο παράδειγμα εξηγεί την αρχή λειτουργίας του Γεωκεντρικού συστήματος.
Από εκείνη την εποχή ξεχωρίζει ακόμη μία ιστορική φυσιογνωμία, ο Άρατος ο Σολεύς (315 -240 π.Χ.). Ο Άρατος υπήρξε αλεξανδρινός ποιητής, αστρονόμος, μετεωρολόγος, μαθηματικός και γιατρός. Το 275 π.Χ. μετανάστευσε από την Αλεξάνδρεια στο παλάτι του μακεδόνα βασιλιά Αντίγονου Γονατά, όπου ο δεύτερος του ζήτησε να γράψει βιβλία για να συνοψίσει την ουράνια γνώση. Ο Άρατος έγραψε 4 έργα με ησιόδειο πνεύμα και με ομηρικό ζήλο, εκ των οποίων σπουδαιότερο είναι το «Φαινόμενα και διοσημείαι», μία έμμετρη ποιητική πραγματεία σε δύο μέρη, που αποτελείται από 732 και 422 εξάμετρους στοίχους.
Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, συναντούμε τον Ερατοσθένη από την Κυρήνη, ο οποίος έγραψε ένα έργο με τίτλο «Καταστερισμοί». Στο έργο του αυτό, ο Ερατοσθένης είναι ο πρώτος που περιέγραψε τι παριστάνουν οι αστερισμοί, μέσα στο περίγραμμα του καθενός. Τους κατέταξε δηλαδή ανάλογα με τους μύθους που τους συνοδεύουν.
Χάρη στους αρχαίους έλληνες και σε ορισμένους ρωμαίους συγγραφείς, έχουν διασωθεί στοιχεία που αποδίδονται σε προγενέστερες εποχές. Ανάμεσα σε αυτά είναι η αναφορά σε έναν από τους ιερείς του ναού του Μαρντούκ της Βαβυλώνας, ονόματι Βηρωσό, ο οποίος κατείχε πολλές γνώσεις σύμφωνα με τις σφηνοειδείς επιγραφές της χώρας του, που αφορούσαν κυρίως τις αστρολογικές προγνώσεις. Ο Βηρωσός θεωρήθηκε αυθεντία στις ερμηνείες των ωροσκοπίων, και τόσο ο ίδιος όσο και οι μαθητές του απέκτησαν πολύ μεγάλη φήμη. Οι οπαδοί του ήταν πολυάριθμοι. Όταν ξέσπασε η μετανάστευση των Χαλδαίων προς την Δύση, μαζί τους έφυγε και ο Βηρωσός το 280 π.Χ. και εγκαταστάθηκε στο νησί της Κω, ιδρύοντας μία Σχολή αστρολογικών και απόκρυφων επιστημών. Έτσι η Κως που με το ξακουστό Ασκληπιείο της είχε ήδη γίνει γνωστή σαν κέντρο ιατρικής έναν αιώνα νωρίτερα, από την εποχή του Ιπποκράτη, αποτέλεσε έναν σύνδεσμο μεταξύ ιατρικής και αστρολογίας, τόσο ισχυρό, όσο σε καμία άλλη εποχή.
Το 270 π.Χ. ο Βηρωσός αφιέρωσε τρεις μεγάλους τόμους με τίτλο «η ιστορία της Βαβυλωνίας» -που δεν έχει διασωθεί-, στον βασιλιά Αντίοχο Α΄, τον 2ο ηγεμόνα της δυναστείας των Σελευκιδών. Το έργο του Βηρωσού περιείχε και αποσπάσματα Αστρομυθολογικών εξιστορήσεων της Χαλδαϊκής κοσμολογίας, που δεν αποκλείεται να προήλθαν από την Αίγυπτο. Την ίδια εποχή στην Βαβυλώνα ιδρύθηκε μία ελληνική Σχολή, γιατί η Βαβυλώνα δεν αποτελούσε πλέον πρωτεύουσα, αλλά ένα είδος εκπαιδευτικού κέντρου της ελληνικής δυναστείας των Σελευκιδών. Έτσι η αστρολογία εξαπλώθηκε σύντομα στον ευρύτερο ελληνικό χώρο.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε την ιδιαίτερη συμβολή του Μανέθωνα το 263 π.Χ. στην διάδοση των αστρολογικών ιδεών. Το όνομα «Μανέθων» σημαίνει «η αλήθεια του θεού Θωθ». Ο Μανέθωνας υπήρξε αρχειοφύλακας των παπύρων του ναού της Ηλιούπολης και έγραψε ένα αστρολογικό ποίημα με τίτλο «Αποτελεσματικά». Αλλά ο Μανέθωνας δεν υπήρξε επίσημα αστρολόγος. Ήταν αιγύπτιος αρχιερέας του Σέραπι και ιστορικός, που ανέλαβε σε συνεργασία με τον Τιμόθεο-ιερέα και σύμβουλο του βασιλιά Πτολεμαίου Α΄ την μετάφραση των αρχαίων αιγυπτιακών ιερογλυφικών. Έγραψε έτσι την ιστορία της Αιγύπτου στα ελληνικά, κάνοντας φανερό τον παραλληλισμό αρκετών Αστρομυθολογικών συμβολισμών, μεταξύ των παραδόσεων των δύο λαών.
Για να είμαστε αμερόληπτοι στην παρούσα μονογραφία, αναφέρουμε επίσης παραδείγματα σπουδαίων ανθρώπων που τάχθηκαν εναντίον της αστρολογίας, όπως ο Έλληνας φιλόσοφος από την Λιβύη, ο Καρνεάδης (214 -129 π.Χ.). Ο σκεπτικιστής αυτός δεν ασπαζόταν τις θεωρίες του καιρού του και υπέβαλλε τις απόψεις των διάφορων φιλοσόφων σε λεπτομερειακή κριτική, ορίζοντας τρεις βαθμούς πιθανότητας. Ο Καρνεάδης ερεύνησε και το ζήτημα της αστρολογίας και έθεσε δύο ερωτήματα που προκάλεσαν αμηχανία στους αστρολόγους της εποχής του, ενώ δεν παύουν ακόμη και σήμερα να δημιουργούν αμφιβολίες σε όσους ασχολούνται επιφανειακά με την ουράνια Γνώση: α) πως είναι δυνατόν δίδυμοι με το ίδιο ωροσκόπιο να έχουν διαφορετική πορεία, ή αλλιώς, γιατί δεν έχουν την ίδια μοίρα ο γιος ενός βασιλιά και ο γιος ενός σκλάβου που γεννιούνται την ίδια χρονική στιγμή; β) όλοι όσοι σκοτώνονται σε μία μάχη δεν θα έπρεπε να έχουν το ίδιο ωροσκόπιο; Αφήνουμε ελεύθερο τον αναγνώστη καθώς θα προχωρεί στα επόμενα κεφάλαια, να αντλήσει τα δικά του συμπεράσματα.
Από τους τελευταίους μεγάλους αστρονόμους και μαθηματικούς της κλασσικής Ελλάδας, υπήρξε ο Ίππαρχος (190 -120 π.Χ.). Γεννήθηκε στην Νίκαια της Βιθυνίας και έζησε κυρίως στην πόλη που ίδρυσε στην Αίγυπτο ο Μέγας Αλέξανδρος -στην Αλεξάνδρεια-, και μετέπειτα στην Ρόδο. Εκτός από την ανακάλυψη της Μετάπτωσης των Ισημεριών -την οποία αναλύσαμε διεξοδικά σε προηγούμενο κεφάλαιο-, ο Ίππαρχος επινόησε στην νήσο Ρόδο το Ηλιοκεντρικό σύστημα, περιέγραψε την διάρκεια του τροπικού έτους, εφεύρε τον «Αστρολάβο», -ένα εργαλείο για την εξακρίβωση της θέσεως και της κινήσεως των πλανητών-, και συνέταξε έναν κατάλογο από 1080 απλανείς αστέρες σε 49 αστερισμούς. Ο Ίππαρχος ήταν οπαδός της αστρολογίας και εισήγαγε την έννοια του γεωγραφικού μήκους και πλάτους ως συντεταγμένων μέτρησης, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσαμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια κανένα σύγχρονο ωροσκόπιο.
Αργότερα ο αστρονόμος και μαθηματικός Υψικλής από την Αλεξάνδρεια έγραψε γύρω στο 100 π.Χ. μία πραγματεία με τίτλο «Περί της των Ζωδίων αναφοράς». Ο Υψικλής είναι ο πρώτος που διαίρεσε την εκλειπτική σε μοίρες και βαθμούς, παρουσιάζοντας τον Ζωδιακό ως ένα επαναλαμβανόμενο κύκλο, που αποτελείται από 360 μοίρες.
Ακολουθεί ο αστρονόμος και μαθηματικός Γέμινος από την Ρόδο, ο οποίος έγραψε γύρω στο 70 π.Χ. μία πραγματεία με τίτλο «Εισαγωγή εις την Σπουδήν των Ουρανίων Φαινομένων». Στο έργο του αυτό που αποτελείται από 18 κεφάλαια, ο Γέμινος αφιέρωσε το 1ο και το 2ο κεφάλαιο στην αστρολογία. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας στο 1ο κεφάλαιο αναφέρεται στον Ζωδιακό κύκλο και στις Όψεις των πλανητών, ενώ στο 2ο κεφάλαιο αναφέρεται στην αστρολογική πρόγνωση του καιρού.
Σημειώστε ότι το πρώτο αμιγώς ελληνικό ωροσκόπιο που διασώζεται χρονολογείται στις 6 Ιουλίου του 61 π.Χ. Δεν είναι ένας γενέθλιος χάρτης, αλλά αναφέρεται στην στέψη του ρυθμιστή της Μεσοποταμίας, του βασιλιά Αντίοχου Α΄της Κομμαγηνής, ο οποίος διέταξε να χαράξουν το εν λόγω ωροσκόπιο στα ψηλά όρη Ταύρος, ανάγλυφο στην κορυφή του Νίμρουδ Ντα. Πρόκειται για το αρχαιότερο σωζόμενο πρωτότυπο ελληνικό ωροσκόπιο σε άγαλμα, που δείχνει την σημασία που έδιναν στην αστρολογία οι μονάρχες.
Παρατηρούμε ότι στους αρχαίους Έλληνες την σημαντικότερη θέση κατείχε αυτό που σήμερα ονομάζουμε Εκλεκτική αστρολογία, δηλαδή η επιλογή των κατάλληλων αστρικών συνθηκών για ένα έργο. Τέτοια έργα ήταν η σπορά και ο θερισμός, η αρχή μίας εκστρατείας ή ενός πολέμου, ένας γάμος, η τέλεση μίας θυσίας ή μίας θρησκευτικής εορτής, η στέψη ενός βασιλιά κ.α. Γιατί οι πρόγονοί μας δεν χρησιμοποιούσαν τόσο την αστρολογία σε αυτό που λέμε πρόγνωση, για τον απλούστατο λόγο ότι, όποτε κάποιος ήθελε να ζητήσει συμβουλή περί ενός θέματος που αφορούσε το μέλλον, απευθυνόταν σε Μαντείο.
Οι αρχαίοι Έλληνες υπήρξαν καινοτόμοι, γιατί επινόησαν την σύνταξη αστρολογικών χαρτών οι οποίοι αντιστοιχούσαν στην ακριβή ώρα γέννησης ενός ανθρώπου. Εισήγαγαν έτσι για πρώτη φορά στην αστρολογία τον όρο«Ωροσκόπος» που σημαίνει: παρατηρώ την ώρα. Το πρώτο ωροσκόπιο που κατασκευάστηκε κάνοντας χρήση του Ωροσκόπου χρονολογείται το 4 π.Χ. Τότε άρχισαν να παρατηρούν ότι το Μεσουράνημα απείχε χονδρικά, τρία Ζώδια από τον Ωροσκόπο, παραλείποντας τους χρόνους ανόδου. Αυτή είναι η εποχή που η ελληνική αστρολογία κοσμικοποιήθηκε. Όσοι κατάστρωναν χάρτες δεν ήταν μόνο ιερείς των μαντείων, αλλά και μελετητές και φιλόσοφοι, που συνέτασσαν ωροσκόπια όχι μόνο για βασιλιάδες, αλλά και για πρόσωπα που κατείχαν λιγότερα αξιώματα.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι κατέγραψαν τις ιδιότητες των Ζωδίων και των πλανητών και διέκριναν
τους πλανήτες με σύμβολα: παρίσταναν τον Ήλιο ή Φοίβο με ένα δίσκο, την Σελήνη ή Μήνη ή Φοίβη με ένα μηνίσκο, τον Ερμή ή Στίλβων με ένα κηρύκειο, την Αφροδίτη ή Κυθέρεια ή Παφία με ένα κάτοπτρο, τον Άρη ή Θούρο ή Πυρροέοντα με ένα τόξο, τον Δία /Ζευς με ένα σκήπτρο και κεραυνό, τον Κρόνο ή Φαίνο ή Νυκτούρο με ένα δρεπάνι. Σταδιακά, οι αρχαίοι έλληνες εξεικόνισαν και τον ανθρώπινο οργανισμό στον ζωδιακό κύκλο, συσχετίζοντας κάθε Ζώδιο με συγκεκριμένα σημεία & όργανα του σώματος, αναπτύσσοντας έτσι την Ιατρική.
Οι αρχαίοι Έλληνες παρέλαβαν την έννοια της εβδομάδας από ανατολικούς λαούς και την προσάρμοσαν στα θρησκευτικά τους δεδομένα, δίνοντας ονόματα πλανητικών θεοτήτων στις 7 ημέρες της εβδομάδος του σεληνιακού κύκλου. Έτσι, η πρώτη ημέρα ήταν αφιερωμένη στον Ήλιο (Κυριακή), η δεύτερη στην Σελήνη (Δευτέρα), η τρίτη στον Άρη (Τρίτη), η τέταρτη στον Ερμή (Τετάρτη), η Πέμπτη στον Δία (Πέμπτη), η έκτη στην Αφροδίτη (Παρασκευή) και η έβδομη στον Κρόνο (Σάββατο). Από τους Έλληνες οι ονομασίες των ημερών πέρασαν στους Ρωμαίους, χωρίς μεταβολές, αλλά μεταφρασμένες στην λατινική γλώσσα. Αργότερα τις συναντούμε και σε άλλες διαλέκτους. Για παράδειγμα, η Δευτέρα ονομάζεται στα ιταλικά Lunedi από το Dies Lunae (ημέρα της Σελήνης), ενώ στα αγγλικά λέγεται Monday από την Μόνα, αρχαία ονομασία της Σελήνης. Η Τρίτη ονομάζεται Martedi από Dies Martis (ημέρα του Άρη), ενώ στα αγγλικά λέγεται Tuesday προς τιμή του θεού του νόμου Tiw. Η Τετάρτη ονομάζεται Mercoledi από το Dies Mercury (ημέρα του Ερμή), ενώ στα αγγλικά λέγεται Wednesday από τον αντίστοιχο θεό των Τευτόνων, τον Βόταν ή Οντίν. Η Πέμπτη ονομάζεται Giovedi από το Dies Jovis (ημέρα του Δία), ενώ στα αγγλικά λέγεται Thursday από τον σκανδιναβό θεό Θορ. Η Παρασκευή ονομάζεται Venerdi από το Dies Veneris (ημέρα της Αφροδίτης), ενώ στα αγγλικά λέγεται Friday και στα γερμανικά Freitag από την θεά του έρωτα Φρυγία, ταυτόσημη της Αφροδίτης. Οι Άγγλοι ονομάζουν το Σάββατο Saturday από το Saturn day (ημέρα του Κρόνου), και λένε την Κυριακή Sunday από το Sun say (ημέρα του Ηλίου).
Οι αρχαίοι Έλληνες επινόησαν και εφάρμοσαν στην αστρολογία τις λεγόμενες«πολυγωνικές Όψεις», ως μαθηματικές επιπτώσεις των ενδοπλανητικών σχέσεων -που ήταν μέχρι τότε άγνωστες στους Χαλδαίους-, οι οποίες στηρίζονται στην θεωρία του Πυθαγόρα. Ο τρόπος που λειτουργούν οι Όψεις είναι ο εξής: οι πλανήτες δεν κινούνται με την ίδια ταχύτητα στον ουρανό. Καθώς τους παρατηρούμε από την Γη, μοιάζουν σαν να συναντιούνται ή να ξεπερνούν ο ένας τον άλλον, κατέχοντας διαφορετικές γωνιακές θέσεις /αποστάσεις. Οι αστρολόγοι πρόγονοί μας, έδιναν ιδιαίτερη σημασία στους πλανήτες όταν οι αποστάσεις τους έφταναν στις κορυφές γνωστών γεωμετρικών σχημάτων, όπως λόγου χάρη το Τετράγωνο, που συμβαίνει εάν ένας πλανήτης βρίσκεται στον ορίζοντα και ένας άλλος πλανήτης βρίσκεται στον μεσημβρινό. Έτσι δημιούργησαν το σύστημα μέτρησης των Όψεων που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα, για να συντάξουμε ένα ωροσκόπιο.
Οι αρχαίοι Έλληνες αστρολόγοι επιχείρησαν να χρονολογήσουν τα κύρια γεγονότα της ζωής ενός ανθρώπου, είτε ευτυχισμένα είτε όχι. Έπειτα από πολλές έρευνες, παρατήρησαν ότι το ωροσκόπιο μπορεί να μας υποδείξει τους εύκολους ή δύσκολους καιρούς, γιατί τα σημεία του ζωδιακού που καταλαμβάνονται από πλανήτες στην γέννηση ενός βρέφους, παραμένουν ευαίσθητα μέχρι το τέλος της ζωής του. Συμπέραναν ότι όταν οι πλανητικές κινήσεις συνδυάζονται με εκείνα τα ευαίσθητα σημεία του ζωδιακού, υποδεικνύουν θετικά ή αρνητικά γεγονότα για το άτομο. Έτσι ανακάλυψαν και εφάρμοσαν τις πλανητικές Διελεύσεις, που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα.
Στους ελληνιστικούς χρόνους, οι προπάτορές μας ανέπτυξαν το Κυμβάλειο, ένα εσωτερικό σύστημα αυτογνωσίας και αυτοεξέλιξης. Το Κυμβάλειο -από το οποίο δανείστηκε στοιχεία για να δημιουργηθεί μετέπειτα η εβραϊκή Καββάλα-, είναι ένα από τα λίγα ερμητικά κείμενα που σώθηκαν από την πυρκαγιά της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και αποτελεί μία από τις κύριες εκφράσεις της σοφίας των αρχαίων παραδοσιακών μυστηρίων. Όσα αποσπάσματα από το Κυμβάλειο έχουν διασωθεί από τον διωγμό του αυτοκράτορα Διοκλητιανούτον 3ο μ.Χ. αιώνα, έφτασαν σε εμάς από τις παραδόσεις που διατήρησαν οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι της Περγάμου και της Αλεξάνδρειας. Το Κυμβάλειο περιέχει τις αρχές του Σύμπαντος, ήτοι τους επτά νόμους της Σοφίας. Η παράδοση αναφέρει ότι το Κυμβάλειο μεταδόθηκε στους ανθρώπους δια της εξ’ αποκαλύψεως αλήθειας, από τον θεό Ερμή τον Τρισμέγιστο.
Δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον Ερμή ή τους άλλους θεούς σαν μία ανθρωποειδή εικόνα -όπως τους παρουσίασαν οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης-, αλλά ως μία βαθιά γνωσιακή αντίληψη του μορφογεννητικού τους συμβολισμού, ο οποίος υπερβαίνει την απλή ανθρώπινη συνείδηση. Γιατί η αρχαιοελληνική έννοια των θεών ήταν περισσότερο συσχετισμένη με αόρατες δυνάμεις της φύσεως παρά με συγκεκριμένες εικόνες σε χρωματιστά σύννεφα. Σοφοί όλων των εποχών μίλησαν για τέτοιες αρχές με διαφορετικά ονόματα και σύμβολα, που εμπεριέχονται στο ερμητικό κείμενο του Κυμβάλειου.
Μέσα από την αστρολογία μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με τους τρεις πρώτους νόμους του Κυμβάλειου:
1) να αντιληφθούμε ότι το Σύμπαν είναι ένας ζωντανός οργανισμός που όλα του τα μέρη είναι αλληλένδετα,
2) να κατανοήσουμε ότι οι ίδιοι νόμοι ισχύουν σε όλα τα επίπεδα, του ανθρώπου, των άστρων, της πλάσης ολόκληρης,
3) να συνειδητοποιήσουμε ότι τα πάντα στον κόσμο υφίστανται μία δυναμική εξέλιξης, καθώς όλα δονούνται, ρέουν και μεταλλάσσονται.
Όπως είναι επάνω είναι και κάτω, γράφει το παλαιό ερμητικό ρητό. Από όποιον δρόμο και να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, όποιους νόμους κι αν χρησιμοποιήσουμε, μαθηματικούς, μεταφυσικούς, μουσικούς, γεωμετρικούς ή συμβολικούς, θα βρούμε την ίδια νομοτέλεια να ορίζει την ανθρώπινη εξέλιξη, στο κόσμο του πνεύματος, στο κόσμο της ψυχής και στο κόσμο της ύλης. Η εσωτερική ερμηνεία του κάθε Ζωδίου βασίζεται στην κατανόηση ότι το Σύμπαν είναι ένα ζωντανό ον, που διέπεται από παγκόσμια νομοτέλεια, η οποία εκφράζεται τόσο στον μακρόκοσμο, όσο και στον μικρόκοσμο.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι Έλληνες, οι Αιγύπτιοι, οι Ρωμαίοι, οι Βαβυλώνιοι και οι Άραβες, είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν όργανα για να εξακριβώνουν τις κινήσεις των πλανητών στον ουράνιο θόλο. Παρατηρούμε ότι, οι περισσότερες αστρονομικές επινοήσεις στο αρχαίο κόσμο έγιναν σε όλο το πλάτος άνω του 30ου γεωγραφικού παράλληλου -στήλες του Ηρακλή (Γιβραλτάρ), Β. Αίγυπτος, Ελλάδα (Αθήνα, Ρόδος, Σάμος), Βαβυλώνα, Ασσυρία, Περσία, Κασμίρ, σε μέρη δηλαδή που βρήκε γόνιμο έδαφος και αναπτύχθηκε η αστρολογία.