τὸ κόσμιον μεθεῖσα σὺν τάχει μολεῖν.
φέρω γὰρ ἡδονάς τε κἀνάπαυλαν ὧν
πάροιθεν εἶχες καὶ κατέστενες κακῶν.
875 ΗΛ. πόθεν δ᾽ ἂν εὕροις τῶν ἐμῶν σὺ πημάτων
ἄρηξιν, οἷς ἴασιν οὐκ ἔνεστ᾽ ἔτι;
ΧΡ. πάρεστ᾽ Ὀρέστης ἡμίν, ἴσθι τοῦτ᾽ ἐμοῦ
κλύουσ᾽, ἐναργῶς, ὥσπερ εἰσορᾷς ἐμέ.
ΗΛ. ἀλλ᾽ ἦ μέμηνας, ὦ τάλαινα, κἀπὶ τοῖς
880 σαυτῆς κακοῖσι κἀπὶ τοῖς ἐμοῖς γελᾷς;
ΧΡ. μὰ τὴν πατρῴαν ἑστίαν, ἀλλ᾽ οὐχ ὕβρει
λέγω τάδ᾽, ἀλλ᾽ ἐκεῖνον ὡς παρόντα νῷν.
ΗΛ. οἴμοι τάλαινα· καὶ τίνος βροτῶν λόγον
τόνδ᾽ εἰσακούσασ᾽ ὧδε πιστεύεις ἄγαν;
885 ΧΡ. ἐγὼ μὲν ἐξ ἐμοῦ τε κοὐκ ἄλλης σαφῆ
σημεῖ᾽ ἰδοῦσα τῷδε πιστεύω λόγῳ.
ΗΛ. τίν᾽, ὦ τάλαιν᾽, ἰδοῦσα πίστιν; ἐς τί μοι
βλέψασα θάλπῃ τῷδ᾽ ἀνηκέστῳ πυρί;
ΧΡ. πρός νυν θεῶν ἄκουσον, ὡς μαθοῦσά μου
890 τὸ λοιπὸν ἢ φρονοῦσαν ἢ μώραν λέγῃς.
ΗΛ. σὺ δ᾽ οὖν λέγ᾽, εἴ σοι τῷ λόγῳ τις ἡδονή.
ΧΡ. καὶ δὴ λέγω σοι πᾶν ὅσον κατειδόμην.
ἐπεὶ γὰρ ἦλθον πατρὸς ἀρχαῖον τάφον,
ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους
895 πηγὰς γάλακτος καὶ περιστεφῆ κύκλῳ
πάντων ὅσ᾽ ἔστιν ἀνθέων θήκην πατρός.
ἰδοῦσα δ᾽ ἔσχον θαῦμα, καὶ περισκοπῶ
μή πού τις ἡμῖν ἐγγὺς ἐγχρίμπτει βροτῶν.
ὡς δ᾽ ἐν γαλήνῃ πάντ᾽ ἐδερκόμην τόπον,
900 τύμβου προσεῖρπον ἆσσον· ἐσχάτης δ᾽ ὁρῶ
πυρᾶς νεώρη βόστρυχον τετμημένον·
κεὐθὺς τάλαιν᾽ ὡς εἶδον, ἐμπαίει τί μοι
ψυχῇ σύνηθες ὄμμα, φιλτάτου βροτῶν
πάντων Ὀρέστου τοῦθ᾽ ὁρᾶν τεκμήριον·
905 καὶ χερσὶ βαστάσασα δυσφημῶ μὲν οὔ,
χαρᾷ δὲ πίμπλημ᾽ εὐθὺς ὄμμα δακρύων.
καὶ νῦν θ᾽ ὁμοίως καὶ τότ᾽ ἐξεπίσταμαι
μή του τόδ᾽ ἀγλάισμα πλὴν κείνου μολεῖν.
τῷ γὰρ προσήκει πλήν γ᾽ ἐμοῦ καὶ σοῦ τόδε;
910 κἀγὼ μὲν οὐκ ἔδρασα, τοῦτ᾽ ἐπίσταμαι,
οὐδ᾽ αὖ σύ· πῶς γάρ; ᾗ γε μηδὲ πρὸς θεοὺς
ἔξεστ᾽ ἀκλαύτῳ τῆσδ᾽ ἀποστῆναι στέγης.
ἄλλ᾽ οὐδὲ μὲν δὴ μητρὸς οὔθ᾽ ὁ νοῦς φιλεῖ
τοιαῦτα πράσσειν οὔτε δρῶσ᾽ ἐλάνθανεν·
915 ἀλλ᾽ ἔστ᾽ Ὀρέστου ταῦτα τἀπιτύμβια.
ἀλλ᾽, ὦ φίλη, θάρσυνε. τοῖς αὐτοῖσί τοι
οὐχ αὑτὸς αἰεὶ δαιμόνων παραστατεῖ.
νῷν δ᾽ ἦν τὰ πρόσθε στυγνός· ἡ δὲ νῦν ἴσως
πολλῶν ὑπάρξει κῦρος ἡμέρα καλῶν.
και τίποτα δεν κοίταξα, για νά ᾽ρθω
μιαν ώρ᾽ αρχύτερα· γιατί σου φέρνω
την ευτυχία και το τέλος σ᾽ όλα
τα κακά που ᾽χες πριν και τα θρηνούσες.
ΗΛΕ. Κι από πού θα ᾽βρισκες εσύ βοήθεια
στις συφορές μου, που γιατρειά δεν ξέρουν;
ΧΡΥ. Μας ήρθ᾽ ο Ορέστης, άκου που σου λέγω
και πίστεψέ με· ο ίδιος, ως με βλέπεις.
ΗΛΕ. Δυστυχισμένη, τα ᾽χασες και παίζεις
880 με τα δικά σου και δικά μου πάθη;
ΧΡΥ. Μά την εστία την πατρική, καθόλου
δε σε κάνω περίγελο· μα εδώ είναι.
ΗΛΕ. Οϊμένα· κι από ποιόν τον άκουσες
το λόγο αυτό, που τόσο τον πιστεύεις;
ΧΡΥ. Εγώ από μόνη κι όχι απ᾽ άλλο, που είδα
σημάδια φανερά και πίστεψα έτσι.
ΗΛΕ. Ποιά απόδειξη είδες, άμοιρη, τί πράμα
την τρελή αυτή φωτιά σού άναψε εντός σου;
ΧΡΥ. Για όνομα των θεών, άκου με πρώτα
890 κι ύστερα ή γνωστικιά ή τρελή με παίρνεις.
ΗΛΕ. Λέγε λοιπόν, αφού σ᾽ ευχαριστεί…
ΧΡΥ. Σου τα λέγω, λοιπόν, όλα όσα είδα.
Καθώς φθάνω στον αρχαίο τον τάφο
του πατέρα μας, βλέπω εκεί από πάνω
απ᾽ το σωρό να ρέει χύμα γάλα
νεοράντιστο κι ολόγυρα το μνήμα
μ᾽ όσ᾽ άνθη βγάζ᾽ η γη στεφανωμένο.
Ξαφνίστηκα που τα είδα, κι ένα γύρο
στρέφω τα μάτια, μη τυχόν προβάλει
κανείς εκεί κοντά, και καθώς έβλεπα όλο
γύρω τον τόπον ήσυχο, πλησιάζω
900 στον τύμβο πιο κοντά και βλέπω επάνω
στην κορφή του μια νιόκοπη πλεξίδα·
κι άμα η ταλαίπωρη την είδα, αμέσως
μου χτυπά μια γνωστή από πάντα εικόνα
στην ψυχή μου, πως του πιο αγαπητού μου
απ᾽ τους ανθρώπους βλέπω εμπρός, του Ορέστη,
σημεία της παρουσίας του· την παίρνω
στα χέρια και χωρίς ανίερα
να ξεφωνίσω, χαράς δάκρυα χύνω.
Κι είμαι βέβαιη, και τώρα όπως και τότε,
πως αυτή η προσφορά κανενός άλλου
δεν είναι, παρά εκείνου, γιατί ποιού
ταιριάζει αυτό το χρέος, έξω από μένα
κι από σένα; μα εγώ δεν το ᾽χω κάμει,
910 αυτό το ξέρω, κι ούτε συ άλλο τόσο·
και πώς; αφού δε θα μπορούσες ούτε
καν για ναό ατιμώρητ᾽ απ᾽ τη στέγη
να μακρύνεις αυτή; μα πάλιν ούτε
και της μητέρας, ουδέ η διάθεσή της
τέτοια αγαπά να κάνει, ουδέ κρυφά μας
θα το ᾽κανε· λοιπόν μόνο του Ορέστη
αυτά ᾽ναι τα τιμητικά τα δώρα·
και πάρε θάρρος, αδερφή· στους ίδιους
ο ίδιος θεός δεν παραστέκει πάντα·
για μας άγριος εχθρός δείχτηκε ως τώρα·
μα η μέρα η σημερνή το δίχως άλλο
αρχή μεγάλων αγαθών θα γίνει.