Σκεπτικιστές, σύμφωνα με την σύγχρονη έννοια του όρου, είναι αυτοί που έχουν την τάση να αμφισβητούν, που δεν αποδέχονται άκριτα όσα τους λένε οι άλλοι. Ο αρχαίος Έλληνας Σκεπτικιστής φιλόσοφος ο Σέξτος ο Εμπειρικός, έχει κάτι κοινό με τέτοιου είδους ανθρώπους, όμως είναι πιο ανυποχώρητος επί του θέματος. Διαθέτει μια σειρά από τυποποιημένες τεχνικές για να εξασφαλίζει ότι ο ίδιος (ή οποιοσδήποτε άλλος που εφαρμόζει τις τεχνικές αυτές) δεν αποδέχεται ποτέ τίποτα, οτιδήποτε του προτείνουν όσοι υποστηρίζουν ότι κατανοούν τον τρόπο λειτουργίας του κόσμου. Αντιθέτως, αποφεύγει να διατυπώσει κρίση σε όλα τα σχετικά ζητήματα. Και το όφελος από την αποχή διατύπωσης κρίσης, την «εποχή», όπως την αποκαλούν οι Σκεπτικιστές, είναι ότι ένας άνθρωπος νιώθει πολύ πιο ήρεμος και λιγότερο προβληματισμένος. Σε σύγκριση με άλλους, ο σκεπτικισμός, στην πραγματικότητα, έχει ευεργετική επίδραση στην ζωή μας. Επίσης, θα μπορούσαμε να μάθουμε πολλά από αυτήν την προσέγγιση.
Ο σκεπτικισμός είναι μία σημαντική και αξιοπρόσεκτη τάση στην Φιλοσοφία, που ασχολείται κυρίως με την γνώση και την δυνατότητά της αντίστοιχα. Αμφισβητεί την πιστότητα και την ορθότητα, θεωρώντας ότι ο άνθρωπος είναι μερικώς ανίκανος στο να αποκτήσει έγκυρη και σωστή γνώση, διότι γίνεται ασυνείδητα θύμα των αισθήσεών του. Δηλαδή ο άνθρωπος, κατά τον Σκεπτικισμό, σχηματίζει μια ψευδή αντίληψη για τον κόσμο που τον περιβάλλει και δημιουργεί γνώσεις που δεν μπορούν να ‘χουν γερά θεμέλια. Σκεπτικιστικές αμφιβολίες είχαν εκφραστεί ήδη από την εποχή των Σοφιστών.
Ωστόσο ο Σκεπτικισμός, ως συστηματική φιλοσοφική στάση εκφράστηκε κυρίως από τους “Πυρρώνειους” (οπαδοί του Πύρρωνα από την Ηλεία) και είχε πρακτικό χαρακτήρα. Ο σκεπτικισμός έχει κατηγορηθεί ως μη θεμελιακή θεώρηση, της ατεχνιάς από μεριάς του ανθρώπου και ότι δεν αποτελεί εγγενώς κοσμική πραγματικότητα και κοσμομηχανική (τρόπος που λειτουργεί το Σύμπαν)· πράγμα που αρνούνται όλοι οι Σκεπτικιστές. Οι πολέμιοι του Σκεπτικισμού τον θεωρούν ρηχή θέση, διότι ασχέτως αν η ατεχνιά είναι το απόλυτο όριο της γνώσης ή όχι, το Σύμπαν δεν παύει να υφίσταται, ούτε ένας αιτιακός αναλυτής παύει να αναζητά τις αρχές λειτουργίας του, έστω νοερά και λογικά στην περίπτωση του (α)τεχνικού ανυπέρβλητου ορίου.
Η αυξανόμενη δημοτικότητα Σκεπτικιστικών απόψεων δημιούργησε μια πνευματική κρίση στην Ευρώπη του 17ου αιώνα. Μια κάποια απάντηση έδωσε ο Γάλλος μαθηματικός Ρενέ Ντεκάρτ (1596 – 1650). Στο κλασικό του έργο “Στοχασμοί περί της Πρώτης Φιλοσοφίας” (1641) (Meditationes de prima philosophia, επίσης γνωστό ως Μεταφυσικοί Στοχασμοί), ο Ντεκάρτ επιχείρησε να αντικρούσει τον Σκεπτικισμό, μόνο αφού προηγουμένως είχε δομήσει με επιχειρήματα όσο το δυνατόν καλύτερα την υπόθεση του Σκεπτικισμού.
Ο Ντεκάρτ επιχειρηματολόγησε ότι όσες κι αν ριζικές Σκεπτικιστικές πιθανότητες φανταστούμε, υπάρχουν συγκεκριμένες αλήθειες (π.χ. ότι η σκέψη συμβαίνει, ή ότι υπάρχω) που είναι απόλυτα βέβαιες. Έτσι, οι αρχαίοι Σκεπτικιστές έκαναν λάθος στον ισχυρισμό τους ότι η γνώση είναι αδύνατη. Ο Ντεκάρτ επιχείρησε επίσης να αντικρούσει τις Σκεπτικιστικές αμφιβολίες για την αξιοπιστία των αισθήσεών μας, την μνήμη και άλλες γνωστικές λειτουργίες. Για να το κάνει αυτό, ο Ντεκάρτ προσπάθησε να αποδείξει ότι ο θεός υπάρχει, και ότι ο θεός δεν θα επέτρεπε (LOL) να εξαπατόμαστε συστηματικά σχετικά με την φύση της πραγματικότητας. Πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι αμφισβητούν το αν αυτό το δεύτερο δογματικό επίπεδο της κριτικής του Ντεκάρτ στον Σκεπτικισμό είναι επιτυχές.
Το 18ο αιώνα μια νέα δυναμική εκδοχή για το Σκεπτικισμό προήρθε από τον Σκοτσέζο φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιουμ (1711 – 1776). Ο Χιουμ ήταν εμπειριστής, υποστηρίζοντας ότι η αρχή όλων των πρωτότυπων ιδεών μπορεί να βρεθεί σε πρωτότυπες εντυπώσεις των αισθήσεων ή στην εσωτερική συνειδητότητα. Ο Χιουμ επιχειρηματολόγησε σθεναρά ότι σε εμπειρική βάση δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για την πίστη στην ύπαρξη του θεού, σε αιώνιο εαυτό ή ψυχή, στον εξωτερικό κόσμο, αιτιατή αναγκαιότητα, αντικειμενική ηθική, ή επαγωγική συλλογιστική. Αντίθετα, θεωρούσε ότι “Η φιλοσοφία θα μας καθιστούσε εντελώς Πυρρώννειους, αν η Φύση δεν ήταν τόσο σκληρή, στο να αντιστέκεται γι’ αυτό.”
Όπως το έβλεπε ο Χιουμ, η πραγματική βάση για την ανθρώπινη πεποίθηση δεν είναι η λογική, αλλά τα ήθη και έθιμα ή η συνήθεια. Είμαστε προγραμματισμένοι από την φύση να εμπιστευόμαστε, τις μνήμες μας ή την επαγωγική λογική, και κανένα σκεπτικιστικό επιχείρημα όσο δυναμικό κι αν είναι, δεν μπορεί να κλονίσει αυτές τις πεποιθήσεις. Μ’ αυτόν το τρόπο, ο Χιουμ ενστερνιζόταν αυτό που αποκαλούσε “μετριασμένο” σκεπτικισμό (mitigated skepticism), απορρίπτοντας ταυτόχρονα τον “υπερβολικό” Πυρρώννειο Σκεπτικισμό που θεωρούσε και ψυχολογικά ανέφικτο.
Είναι εκπληκτικό το πόσο λάθος είναι και δύο φιλόσοφοι!!
Για τον Σέξτο γνωρίζουμε ελάχιστα.
Γνωρίζουμε ότι πιθανόν να ήταν γιατρός και μέλος μιας από τις σχολές ιατρικής σκέψης της εποχής του, της Εμπειρικής Σχολής. Έζησε την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πιθανώς κάπου εντός της επικράτειάς της. Εικάζεται ότι έδρασε γύρω στο 200 μ.κ.ε., ή και λίγο αργότερα, όμως αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η καταγωγή του ή πού έζησε. Έγραψε στην Ελληνική γλώσσα, αλλά αυτό ουσιαστικά δεν μας λέει και πολλά. Την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Ελληνική γλώσσα ήταν ευρέως διαδεδομένη, ειδικά μεταξύ των λογίων, και χρησιμοποιούνταν στον χώρο της διανόησης. Για παράδειγμα, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, με τον οποίο ο Σέξτος πρέπει να ήταν περίπου σύγχρονος, συνέγραψε τους στοχασμούς του (με τον τίτλο Τα εις εαυτόν) στην Ελληνική γλώσσα.
Η φήμη του Σέξτου οφείλεται στα εκτενή σωζόμενα γραπτά του, που φυσικά, δεν ξέρουμε αν είναι δικά του. Ο ίδιος αναφέρει ότι είναι μέλος της Πυρρώνειας παράδοσης του Σκεπτικισμού και τα κείμενά του είναι τα μοναδικά έργα της συγκεκριμένης παράδοσης που σώζονται ακέραια. Ο Πυρρωνισμός έλκει την καταγωγή του από την μορφή του Πύρρωνος του Ηλείου (360-270 π.κ.ε.), ο οποίος λέγεται ότι συνόδευσε τον Αλέξανδρο στις εκστρατείες του και συνάντησε μερικούς «γυμνούς σοφούς» στην Ινδία και οι οποίοι τον ενέπνευσαν. Έτσι τίθεται το συναρπαστικό και επίμαχο ερώτημα αν ο Πύρρων -άρα, εμμέσως και η Πυρρώνεια παράδοση- είχε επηρεαστεί από κάποια μορφή του Ινδουισμού. Αλλά εκτός από το ζήτημα της ιστορικής επιρροής, πολλοί μελετητές του Σέξτου ανιχνεύουν μια σχετική συγγένεια με πτυχές του Ινδουισμού. Όπως άλλωστε και του Πυθαγορισμού, αφού κι ο Πυθαγόρας, έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στις σπηλιές την Ellora.
Είναι σαφές ότι ο Πύρρων δεν είχε περάσει απαρατήρητος όσο ήταν εν ζωή, ωστόσο δεν ίδρυσε ένα φιλοσοφικό κίνημα που να άντεξε στον χρόνο. Περίπου δύο αιώνες αργότερα, μια άλλη αινιγματική προσωπικότητα, ο Αινησίδημος από την Κνωσό, ίδρυσε ένα κίνημα του σκεπτικισμού που επικαλούνταν τον Πύρρωνα ως προπομπό του. Εκεί εντάχθηκε αργότερα και ο Σέξτος, πιθανώς όταν το κίνημα έφτανε στο τέλος του. Είναι δύσκολο να ανασυνθέσουμε την ιστορία του Πυρρωνισμού, επειδή τα διαθέσιμα στοιχεία είναι πολύ αποσπασματικά.
Έχουμε τρία από τα έργα του, δύο από αυτά πλήρη και ένα τρίτο ημιτελές, κατά πάσα πιθανότητα. Το πιο προσβάσιμο, είναι οι Πυρρώνειες υποτυπώσεις. Οι Υποτυπώσεις εκτείνονται σε τρία βιβλία -αρχικά, ως «βιβλίο» νοούνταν ένα απόσπασμα από ένα εκτενές έργο, που χωρούσε σε έναν κύλινδρο παπύρου. (Για παράδειγμα, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια έχουν, η καθεμία, είκοσι τέσσερα βιβλία που ονομάζονται ραψωδίες.) Το Βιβλίο I είναι μια γενική εισαγωγή στο είδος του σκεπτικισμού που απασχολεί τον Σέξτο, το δεύτερο και το τρίτο βιβλίο εξετάζουν τις θεωρίες άλλων φιλοσόφων, στους τρεις κύριους τομείς της φιλοσοφίας, όπως αυτοί αναγνωρίζονται στην ύστερη αρχαιότητα: Λογική, Φυσική και Ηθική- η Λογική αναλύεται στο Βιβλίο II, η Φυσική και η Ηθική αναλύονται στο Βιβλίο III.
Εκτός από τις Υποτυπώσεις, έχουν σωθεί και άλλα δύο βιβλία όπου εξετάζεται η Λογική, δύο όπου εξετάζεται η Φυσική και ένα όπου εξετάζεται η Ηθική, όλα αυτά αποτελούν μέρη ενός ενιαίου έργου, πολύ πιο εκτενούς από τις Υποτυπώσεις, που ο Σέξτος αποκαλεί Πραγματείες Σκεπτικισμού και πιθανότατα περιλάμβαναν μια γενική διαπραγμάτευση του σκεπτικισμού που δεν έχει σωθεί και θα κάλυπτε παρόμοια ζητήματα με το πρώτο βιβλίο των Υποτυπώσεων. Ο Σέξτος, στις Υποτυπώσεις του, συχνά μας υπενθυμίζει ότι μιλά με «υποτυπώδη», συνοπτικό τρόπο.
Στα σωζόμενα βιβλία των Πραγματειών Σκεπτικισμού αποκαλύπτεται πόσο πολύ του άρεσε να επεκτείνει την ανάλυσή του όταν δεν τον περιόριζε ο χώρος. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχουμε είναι, δύο διαφορετικές εκδόσεις του ίδιου έργου: μια συνοπτική εκδοχή και μια πλήρη εκδοχή, οι παραλληλισμοί μεταξύ των δύο, καθώς και οι διαφορές τους, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Εκτός από αυτά τα βιβλία, έχουμε το Προς Μαθηματικούς, το οποίο σώζεται ακέραιο. Το βιβλίο εξετάζει τους ισχυρισμούς των θεωρητικών σε έξι διαφορετικά πεδία: γραμματική, ρητορική, γεωμετρία, αριθμητική, αστρολογία και μουσική. Συνεπώς, ο Σέξτος δεν περιορίζει το ενδιαφέρον του μόνο σε φιλοσοφικά ζητήματα (αν και υπάρχουν κάποιες αλληλοεπικαλύψεις υλικού μεταξύ αυτού του έργου και των άλλων δύο) όποιος ισχυρίζεται ότι διαθέτει εμπειρογνωμοσύνη σε οποιοδήποτε θέμα, σύμφωνα με τον Σέξτο είναι δογματικός και μπαίνει στο στόχαστρο.
To είδος Σκεπτικισμού του Σέξτου.
Με τι ισοδυναμεί, λοιπόν, ο Σκεπτικισμός; Είναι μια τεχνική, ή ένα σύνολο τεχνικών, που οδηγεί σε αποχή από την διατύπωση κρίσης ή αλλιώς στάση της διάνοιας. Το καλύτερο σημείο για να ξεκινήσει κάποιος να εξηγεί κάτι τέτοιο είναι ίσως η πρώτη φράση στην αρχή σχεδόν των Υποτυπώσεων, στην ενότητα που τιτλοφορείται «Τι είναι ο σκεπτικισμός».
«Σκεπτικισμός είναι η ικανότητα να αντιπαραθέτουμε φαινόμενα και νοούμενα με οποιονδήποτε τρόπο, εξ ου οδηγούμαστε, λόγω της ισοδυναμίας μεταξύ των αντίθετων πραγμάτων και αναφορών, πρώτα στην αποχή από την διατύπωση κρίσης και ακολούθως στην αταραξία».
Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε τρία στάδια. Το πρώτο είναι η «αντιπαράθεση» πάνω σε ένα θέμα συζήτησης. Ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα που αναλύει ο ίδιος ο Σέξτος: το αν υπάρχουν Θεοί. Είναι πολλές και διαφορετικές οι απόψεις σχετικά με την ύπαρξη και την μορφή των Θεών. Υπάρχουν θεωρητικά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές, κι επίσης υπάρχουν οι εντυπώσεις των απλών ανθρώπων φερ’ ειπείν, κάποιοι ισχυρίζονται ότι έχουν βιώσει την προφανή εμπειρία του θείου, ενώ άλλοι ίσως θεωρούν ότι η εμπειρία της καθημερινότητας δεν μας παρέχει έρεισμα για να πιστεύουμε στην ύπαρξη οποιοσδήποτε θεϊκής δύναμης.
Ο Σκεπτικιστής συλλέγει όλες αυτές τις εντυπώσεις και τα επιχειρήματα, «φαινόμενα και νοούμενα» και τα ισορροπεί σε αντιπαράταξη -καθώς υπάρχει διαφωνία μεταξύ τους με κάθε είδους τρόπο, το αποτέλεσμα είναι μια σειρά από αντιθέσεις. Τώρα, ο πραγματικά επιδέξιος Σκεπτικιστής αυτό το κάνει με τέτοιο τρόπο ώστε τα αντίθετα επιχειρήματα και οι εντυπώσεις να είναι «ισοδύναμα» -δηλαδή, τα επιχειρήματα σε κάθε πλευρά φαντάζουν εξίσου πιθανά- καμία πλευρά δεν φαίνεται να έχει πλεονέκτημα σε σχέση με την άλλη. Κι αν όντως ισχύει αυτό, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από την αποχή διατύπωσης κρίσης πάνω στο συγκεκριμένο θέμα – αυτό είναι το δεύτερο στάδιο- αν τα επιχειρήματα σε οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές όντως είναι ισόρροπα σε ό,τι αφορά την πειστικότητα τους, δεν θα έχετε πλέον την τάση να επιλέξετε τη μία πλευρά έναντι της άλλης, άρα δεν επιλέγετε καμία, το οποίο συνιστά αποχή από την διατύπωση κρίσης.
Κι αυτό, με την σειρά του, λέει ο Σέξτος, οδηγεί στην αταραξία, η οποία αποτελεί το τελικό στάδιο.
Ο σκεπτικισμός περιγράφεται ως μια «ικανότητα» -μια ικανότητα που αφορά την παράταξη των απόψεων επί ενός ζητήματος από την μια και την άλλη πλευρά, κατά τρόπο ώστε η υπεράσπιση οποιοσδήποτε απάντησης να είναι εξίσου ισχυρή με την υπεράσπιση οποιοσδήποτε άλλης, το οποίο μας οδηγεί στην αποχή από την διατύπωση κρίσης. Ένα παράδειγμα πιθανής εφαρμογής της μεθόδου: το ερώτημα αν υπάρχουν Θεοί. Τι θα γινόταν, αν αυτή την αποχή από την διατύπωση κρίσης την εφαρμόζαμε σε όλα; Δεν θα σε παρέλυε, δεν θα σε καθιστούσε ανίκανο να δράσεις; Σίγουρα μια φυσιολογική ζωή απαιτεί να λαμβάνεις αποφάσεις μέσα από εναλλακτικές, αλλά είναι άλλο οι αποφάσεις κι άλλο η κρίση. Μπορείς να αποφασίσεις να πας σε κάποιον ναό ενός θεού αλλά να μην ενστερνίζεσαι καθόλου την ύπαρξή του ή την μη ύπαρξή του. Σκέψου το, σαν να είσαι ένας εξωγήινος που δεν έχει καθόλου και ποτέ ακούσει την έννοια περί θεού. Η αποχή από την έννοια “θεός” και τα περί αυτού, είναι η τελική αταραξία.
Ο Σέξτος έχει απόλυτη επίγνωση του συγκεκριμένου ζητήματος. Όπως αποσαφηνίζει σε άλλο σημείο στις αρχικές σελίδες των Υποτυπώσεων, αυτό για το οποίο εκείνος και οι όμοιοι του Σκεπτικιστές απέχουν να διατυπώσουν κρίση -και μας προσκαλούν να το κάνουμε κι εμείς- είναι η αληθινή φύση των πραγμάτων. Στις καθημερινές δραστηριότητές του, ο Σέξτος με χαρά αποδέχεται τα πράγματα όπως προκύπτουν κι αυτό είναι το μόνο που χρειάζεσαι κι εσύ για να ζήσεις μια φυσιολογική ζωή, χωρίς ταραχές και δράματα.
Αυτό που εκείνος δεν κάνει -και κατηγορεί άλλους φιλοσόφους και θεωρητικούς ότι το κάνουν- είναι να αναφέρει ότι έχει κατανοήσει την αληθινή φύση των πραγμάτων. Ένα παράδειγμα που δίνει είναι η γεύση του μελιού. Το μέλι έχει γλυκιά γεύση, πράγμα που προφανώς επηρεάζει τον τρόπο που το χρησιμοποιούμε. Όμως αυτή η γλυκιά του γεύση δεν μας πληροφορεί απαραιτήτως για την υποκείμενη δομή του μελιού, για το τι είναι ουσιαστικά το μέλι. Ίσως αυτή η γλυκύτητα να είναι, στην πραγματικότητα, μέρος της αληθινής φύσης του μελιού ή ίσως και να μην είναι- ίσως το γεγονός ότι έχει γλυκιά γεύση να έχει να κάνει μάλλον μ’ εμάς τους ίδιους και όχι με το μέλι καθαυτό. Ακριβώς αυτό είναι το πράγμα για το οποίο ένας Σκεπτικιστής θα απέχει από την διατύπωση κρίσης, αφού πρώτα θα έχει συγκεντρώσει αντίθετες, αλλά εξίσου πειστικές θεωρίες πάνω στο ζήτημα.
Οι άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι έχουν κατανοήσει την αληθινή φύση των πραγμάτων, πέρα από τον τρόπο με τον οποίο αυτά γίνονται αντιληπτά σ’ εμάς -είτε αφορούν την φυσική είτε την ηθική είτε οποιοδήποτε άλλο θέμα- είναι εκείνοι που ο Σέξτος αποκαλεί «δογματικούς». Δογματικός είναι αυτός που έχει απόλυτες απόψεις για την φύση των πραγμάτων.
Η ελληνική λέξη «δόγμα» αναφέρεται σε τέτοιου είδους απόλυτες απόψεις, και την έχω αποδώσει με την λέξη «δοξασία». Ο Σέξτος, επίσης, περιγράφει ενίοτε μια δήλωση ή έναν ισχυρισμό ως «δογματικό», κι αυτό σημαίνει ότι «προβάλλεται ως απόλυτη άποψη σχετικά με την φύση των πραγμάτων». Όλοι οι μη Σκεπτικιστές φιλόσοφοι, τους οποίους αναλύει, πληρούν τις προϋποθέσεις, υπό αυτή την έννοια, ώστε να χαρακτηριστούν δογματικοί. Ωστόσο το ίδιο ισχύει για οποιονδήποτε άλλο διατυπώνει θεωρίες που δήθεν βαίνουν πέρα από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα στην καθημερινή εμπειρία μας, και διεισδύουν στην αληθινή φύση των πραγμάτων. Ο διαχωρισμός μεταξύ φιλοσοφίας και επιστήμης δεν ήταν καθόλου σαφής την εποχή του Σέξτου, ούτε άλλωστε και στην σύγχρονη εποχή. Άλλωστε πολλοί σύγχρονοι επιστήμονες, ειδικά οι πιο θεωρητικοί, είναι δογματικοί, σύμφωνα με την χρήση του όρου από τον Σέξτο.
Μια άλλη λέξη που χρησιμοποιεί συχνά σε αυτό το συγκείμενο είναι η «γνώμη». Η «γνώμη», στην χρήση που κάνει ο Σέξτος, είναι μια απόλυτη πεποίθηση ότι ισχύει το ένα ή το άλλο πράγμα -όπου, και πάλι, αυτό υπερβαίνει ό,τι είναι απλώς εμφανές στην εμπειρία μας. Είναι περίπου όμοια με την «δοξασία», μόνο που η «γνώμη» δεν καλύπτει μόνο τις απόψεις των φιλοσόφων ή και άλλων θεωρητικών. Σε ένα σημείο ο Σέξτος αναφέρει πως οι απλοί άνθρωποι έχουν την «γνώμη» ότι κάποια πράγματα είναι εκ φύσεως καλά και κάποια, άλλα εκ φύσεως κακά. Αντιθέτως εκείνος συχνά μας υπενθυμίζει ότι, ως Σκεπτικιστής, μιλά «χωρίς να εκφράζει γνώμες» αυτό σημαίνει ότι απλώς περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα πράγματα, χωρίς να ισχυρίζεται ότι θέτει τους νόμους για την τελική αλήθεια επί του θέματος.
Τι ισχύει για την αταραξία και το πρακτικό όφελός της.
Η αταραξία σηματοδοτεί μια κατάσταση χωρίς προβληματισμούς ή οχλήσεις. Έτσι, η ιδέα είναι ότι ο Σκεπτικιστής έχει απαλλαχθεί από προβληματισμούς ή οχλήσεις και αν κάποιος δεν είναι Σκεπτικιστής, τότε ταλανίζεται από προβληματισμούς ή οχλήσεις. Μεταξύ των αποκρυσταλλωμένων (δογματικών) απόψεων που έχουν οι άνθρωποι για τον κόσμο, υπάρχουν και απόψεις σχετικά με το ποια πράγματα είναι εκ φύσεως καλά και ποια εκ φύσεως κακά. Δεν είναι μόνο οι φιλόσοφοι που υποστηρίζουν τέτοιες απόψεις, αν και σίγουρα συμπεριλαμβάνονται στο σύνολο. Αν πιστεύεις ακράδαντα ότι κάποια πράγματα είναι εκ φύσεως καλά και άλλα εκ φύσεως κακά, τότε θα προσπαθείς απεγνωσμένα να αποκτήσεις, ή να διατηρήσεις, τα καλά πράγματα κι εξίσου απεγνωσμένα, να αποφύγεις τα κακά πράγματα.
Συνεπώς, βρίσκεσαι σε μια μόνιμη κατάσταση ταραχής και δυσφορίας, γιατί είναι πολύ σημαντικό να έχεις τα πράγματα που σε ωφελούν κι όχι εκείνα που σε βλάπτουν. Από την άλλη, αν δεν έχεις αποκρυσταλλωμένες απόψεις σχετικά με το τι είναι εκ φύσεως καλό και τι εκ φύσεως κακό, ακολουθώντας απλώς τις δικές σου παρορμήσεις θ’ αποφύγεις όλη αυτή την φρενίτιδα, το διακύβευμα για εσένα θα είναι πολύ μικρότερης σημασίας, κι έτσι θα κατακτήσεις την αταραξία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να είσαι εγωκεντρικός ή αντικοινωνικός. Οι παρορμήσεις σου μπορεί κάλλιστα να περιλαμβάνουν την επιθυμία να είσαι ευγενικός με τους άλλους, ειδικά με τους οικείους σου. Και ο Σέξτος λέει ότι μεταξύ των «φαινομένων» που διέπουν την συμπεριφορά του Σκεπτικιστή περιλαμβάνονται οι νόμοι και τα έθιμα της κοινωνίας στην οποία μετέχει. Το ουσιώδες είναι να μην σκέφτεσαι ότι κάτι είναι απεγνωσμένα σημαντικό (όπως θα συνέβαινε αν ήσουν πεπεισμένος ότι κάποια πράγματα είναι όντως καλά και κάποια άλλα όντως κακά), κι έτσι η ζωή σου θα είναι γαλήνια και σχετικά απαλλαγμένη από προβλήματα. Ο Σέξτος αναγνωρίζει ότι το να είναι κάποιος Σκεπτικιστής δεν τον απαλλάσσει από δυσάρεστες καταστάσεις όπως η πείνα ή ο σωματικός πόνος. Αλλά ακόμη κι έτσι, ένας Σκεπτικιστής τα καταφέρνει πιο εύκολα, ενώ αν είσαι πεπεισμένος ότι η πείνα ή ο πόνος είναι κάτι εκ φύσεως κακό, αυτό σου δίνει έναν ακόμη λόγο να ανησυχείς, πέρα από την ίδια την πείνα ή τον πόνο μόνο.
Αυτή, είναι μία από τις συλλογιστικές που παραθέτει ο Σέξτος σχετικά με τον λόγο για τον οποίο η αποχή από την διατύπωση κρίσης οδηγεί στην αταραξία.
Αλλά ο Σέξτος μιλά για πολύ περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι το καλό και το κακό. Και στην εναρκτήρια περιγραφή του σχετικά με το τι είναι σκεπτικισμός, δείχνει ξεκάθαρα ότι η αποχή από την διατύπωση κρίσης σε οποιοδήποτε ζήτημα -όχι μόνο σε ό,τι αφορά το καλό και το κακό- οδηγεί στην αταραξία. Ο Σέξτος αποσαφηνίζει γιατί αυτό είναι αληθές. Η ιδέα είναι ότι η προσπάθεια ανακάλυψης της αλήθειας είναι κάτι το ουτοπικό, εξοργιστικό κι εκνευριστικό. Ίσως νομίζεις ότι η γνώση θα σου προσφέρει αταραξία, αλλά δεν φαίνεται να καταλήγεις ποτέ εκεί. Και είναι λογικό αυτό.
Συναντάς συνεχώς εμπόδια και ανακαλύπτεις συνεχώς ενδείξεις που σε οδηγούν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Ακόμη κι αν πιστεύεις ότι έχεις κάνει μια ανακάλυψη, νέες ενδείξεις θα την ανατρέψουν κι έτσι ποτέ δεν μπορείς ουσιαστικά να νιώσεις την βεβαιότητα ότι γνωρίζεις την φύση των πραγμάτων. Γι’ αυτό, λοιπόν, ο δογματισμός, αλλά κι ο δρόμος προς τον δογματισμό, δεν είναι καθόλου απαλλαγμένος από προβλήματα. Κι όμως, αναφέρει ο Σέξτος, όταν αναγκάζεσαι να απέχεις από την διατύπωση κρίσης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αντικρουόμενα στοιχεία πάνω σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα, να οδηγηθείς στην αταραξία που επιθυμούσες εξαρχής· απλώς τότε συνειδητοποιείς ότι δεν σε ενδιαφέρει καθόλου να πάρεις απαντήσεις, και τα επίπεδα του άγχους μειώνονται αισθητά. Κι αν αυτό συμβεί αρκετές φορές, εγκαταλείπεις εντελώς την αναζήτηση κι, αντιθέτως, καλλιεργείς εσκεμμένα την «ικανότητα» του Σκεπτικιστή να απέχει από την διατύπωση κρίσης σε όλα τα ζητήματα που ερευνούν οι δογματικοί και έτσι να επωφεληθείς από το επακόλουθο πλεονέκτημα της αταραξίας.
Για τους δύο αυτούς λόγους, λοιπόν, η αποχή από την διατύπωση κρίσης απελευθερώνει από ένα συγκεκριμένο είδος ψυχικού τραύματος. Στην μία περίπτωση πρόκειται για το τραύμα που σχετίζεται με το ότι έχεις πειστεί από κάποιες αποκρυσταλλωμένες απόψεις (ως προς το τι είναι εκ φύσεως καλό ή κακό) στην άλλη περίπτωση πρόκειται για το τραύμα που σχετίζεται με το ότι δεν είσαι ικανός να κατασταλάξεις σε οποιαδήποτε αποκρυσταλλωμένη άποψη (σε αυτή την περίπτωση, σχετικά με την αληθινή φύση των πραγμάτων, γενικά), αλλά επιθυμείς διακαώς να μπορούσες να το κάνεις. Πρόκειται για λογικές αναφορές.
Μπορεί κάποιος να κατανοήσει γιατί η αταραξία θεωρείται σημαντική απόρροια της αποχής από την διατύπωση κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, σε αυτήν ακριβώς την αταραξία και στην συνακόλουθη λύτρωση από την προσπάθεια κατάχτησής της, οι σύγχρονοι αναγνώστες τείνουν να εντοπίζουν βουδιστικές ή ινδουιστικές ιδέες. Τίποτε πιο λανθασμένο από αυτό, αφού οι θρησκείες είναι εκ φύσεως δογματικές.
Πόσο μπορεί αυτή η σκεπτικιστική θεώρηση να αποτελέσει έναν εύλογο τρόπο σκέψης για εμάς σήμερα;
Είναι ρεαλιστικό να θεωρούμε ότι αν απέχουμε από την διατύπωση κρίσης θα κατακτήσουμε την αταραξία; Φυσικά. Εξαρτάται από τις περιστάσεις και εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία του κάθε ατόμου. Αυτό ισχύει και για τις δύο εξηγήσεις που παρέχει ο Σέξτος. Ξεκινώντας από το τραύμα που έχει προκληθεί από τις πεποιθήσεις ότι τα πράγματα είναι εκ φύσεως καλά ή εκ φύσεως κακά, μπορούμε σίγουρα να αναλογιστούμε περιπτώσεις όπου κάποιοι άνθρωποι παίρνουν τα πράγματα πολύ σοβαρά και θεωρούν κάτι απελπιστικά σημαντικό, το οποίο, όμως, οι περισσότεροι από εμάς δεν το θεωρούμε και τόσο ουσιώδες και θα ήταν πολύ πιο ήρεμοι αν δεν ήταν τόσο πεπεισμένοι σχετικά με το μέγεθος της πραγματικής σημασίας του.
Σίγουρα, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που οι ακλόνητες δογματικές πεποιθήσεις, τους κρατάνε σε μια ισορροπία και συνεπώς αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ πιο ήρεμοι απ’ ό,τι θα ήταν αν ένιωθαν αβεβαιότητα γι’ αυτά τα πράγματα, όπως π.χ. οι πιστοί των θρησκειών. Όσο για την άλλη εξήγηση, η οποία επικεντρώνεται στο τραύμα που συνδέεται με την προσπάθεια ανακάλυψης της αλήθειας, μπορούμε να φανταστούμε έναν ερευνητή που είναι απελπιστικά απογοητευμένος με την πρόοδο της έρευνάς του και ο μόνος δρόμος για να κατακτήσει την αταραξία είναι να εγκαταλείψει τελείως την έρευνα.
Αλλά μπορούμε να φανταστούμε και κάποιον που είναι ολοκληρωτικά βυθισμένος σε ένα ερευνητικό έργο και η ψυχική του ηρεμία προέρχεται ακριβώς από την αίσθηση ότι, είτε το έργο στεφθεί με επιτυχία είτε όχι, εκείνος έχει κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να βρει τις απαντήσεις- και θα ένιωθε συντριβή αν, για κάποιο λόγο, η έρευνα διακοπτόταν σε ένα σημείο όπου θα κατέληγε (όπως ήλπιζε, έστω και προσωρινά) σε στάση της διάνοιας μεταξύ δύο αντίθετων εναλλακτικών.
Τα παραδείγματα αυτά θα μπορούσαν να εμπλουτιστούν περαιτέρω, και επιπρόσθετα παραδείγματα να επινοηθούν. Αλλά το θέμα είναι αρκετά ξεκάθαρο. Σίγουρα είναι δυνατόν η αποχή από την διατύπωση κρίσης σε ένα ζήτημα να οδηγήσει σε αταραξία. Όταν, ο Σέξτος λέει ότι η μία είναι προβλέψιμη και αξιόπιστη συνταγή για την άλλη κι αυτό εύλογα γίνεται αποδεκτό.
Αφήνοντας κατά μέρος το ερώτημα για το ποια θα μπορούσαν να είναι τα πλεονεκτήματα από την αποχή διατύπωσης κρίσης, άραγε είναι ρεαλιστικό να θεωρούμε ότι η αποχή από την διατύπωση κρίσης μπορεί να προκόψει σε όλα τα ερωτήματα που αφορούν την αληθή φύση των πραγμάτων; Ας πάρουμε ένα παράδειγμα στο οποίο ο Σέξτος κάνει μια νύξη. Άραγε η βασική δομή της ύλης είναι το άτομο ή μήπως αυτή αποτελείται από ένα συνεχές υλικό που είναι ομοιογενές ακόμη και στο πιο μικροσκοπικό επίπεδο; Και οι δύο απόψεις είχαν τους θιασώτες τους, που χρησιμοποιούσαν περίπλοκα επιχειρήματα για να τις υποστηρίξουν. Αλλά κανείς δεν είχε ένα επιχείρημα που θα ανέτρεπε όλα τα άλλα και θα έκλεινε το ζήτημα. Και με δεδομένη την έλλειψη πειραματικών τεχνικών, το μόνο που απομένει είναι η θεωρητική επιχειρηματολογία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι εύκολο να καταλάβουμε πως η αποχή από την διατύπωση κρίσης είναι μια πιθανή ή ακόμη και φυσιολογική συνέπεια.
Παρόμοιο ζήτημα μπορεί να εγερθεί και στις μέρες μας. Έχουμε τεράστιο όγκο επιστημονικής γνώσης που τίθεται καθημερινά υπό αμφισβήτηση. Φυσικά, υπάρχουν ακόμη πολλά ανοιχτά ζητήματα στα όρια των επιστημών. Υπάρχουν θέματα όπου δεν υφίσταται κατασταλαγμένη γνώση κι όπου, τουλάχιστον σε αρκετά κεντρικά ερωτήματα, η ατέρμονη και αδιέξοδη διαφωνία εξακολουθεί να είναι κανόνας- η ηθική, η λογική, η θρησκεία και η πολιτική συγκαταλέγονται στα πιο προφανή παραδείγματα. Άρα, σίγουρα είναι άκρως επίκαιρο το στάδιο όπου η αποχή από την διατύπωση κρίσης προβάλλει ως συνετή επιλογή.
Η συγκεκριμένη επιλογή είναι διαθέσιμη τώρα σε τόσο ευρεία κλίμακα όσο ήταν και στην εποχή του Σέξτου. Ακόμη και τότε, ίσως κάποιος αναρωτιόταν αν υπήρχαν ή όχι θέματα όπου η επιχειρηματολογία της μιας πλευράς ήταν σαφώς ισχυρότερη από την επιχειρηματολογία της άλλης, έτσι ώστε να είναι δύσκολη η αποχή από την διατύπωση κρίσης χωρίς να ρίξουν στάχτη στα μάτια του ακροατηρίου. Η φιλοδοξία να απέχουμε πλήρως από την διατύπωση κρίσης αποτελεί και σήμερα επιλογή, γιατί ενώ δεν γνωρίζουμε τίποτε σημαντικό ή άξιο λόγου, η ικανότητα σκεπτικισμού των ανθρώπων είναι αμβλυμμένη ή και εξαφανισμένη.
Οπότε πού καταλήγουμε; Η αποχή από την διατύπωση κρίσης έχει νόημα σε όλα. Και πάντοτε οδηγεί σε αταραξία. Η φιλοσοφία του Σέξτου, με τον ευρύτατο τρόπο που την προέβαλε, είναι διαθέσιμη σήμερα σ’ εμάς. Το να απέχουμε από την διατύπωση κρίσης όντως είναι πολύ καλή ιδέα. Και πάντοτε μετριάζει το άγχος. Υπάρχουν ενδιαφέροντα μαθήματα να πάρουμε από εκείνον, ακόμη κι αν δεν είναι ακριβώς αυτά που είχε την πρόθεση να δώσει. Κι ένα από αυτά είναι να έχουμε ανοιχτό μυαλό, επειδή πρόκειται για κάτι που ο Σέξτος μπορεί να μας βοηθήσει να το κατακτήσουμε.
Αυτό που μας προσφέρει είναι ένα παράδειγμα για το πώς να είμαστε πάντα πρόθυμοι να εξετάζουμε αντίθετες απόψεις και να μην κατασταλάζουμε ποτέ σε κάποια κατηγορηματική απάντηση, όταν η άλλη πλευρά έχει ακόμη κάτι να πει. Όπως θα διαπιστώσετε, συχνά αποκαλεί «προπετείς» τους δογματικούς αντιπάλους του. Και η «προπέτεια» δηλαδή, το να εξάγουμε συμπεράσματα υπερβολικά εύκολα, είναι κάτι από το οποίο μπορεί μας βοηθάει να προφυλαχθούμε.
Ανοιχτόμυαλος είναι αυτός που θέλει να αποκτήσει μια ξεκάθαρη κι αμερόληπτη άποψη για ένα ζήτημα, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές πληροφορίες. Μια τέτοια στάση σίγουρα περιλαμβάνει την επιθυμία να αποφύγει τα βιαστικά συμπεράσματα. Περιλαμβάνει επίσης την φιλοδοξία να αποφύγει όλα τα συμπεράσματα, κάτι που ισοδυναμεί με την πρόθεση του Σέξτου περί αποχής από την διατύπωση κρίσης (και άρα περί αταραξίας) σε ευρύτερο επίπεδο.
Ένας ανοιχτόμυαλος άνθρωπος δίνει την δέουσα σημασία σε όλες τις πτυχές ενός επιχειρήματος κι εξαγάγει συμπεράσματα αν αυτά είναι εγγυημένα. Μερικές φορές, η κατάσταση των αποδεικτικών στοιχείων δεν το επιτρέπει και σε αυτή την περίπτωση ένας άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό θα απέχει από την διατύπωση κρίσης. Ωστόσο, άλλες φορές, κατόπιν προσεκτικής εξέτασης, μια απάντηση θα φανεί ανώτερη από τις υπόλοιπες, και τότε ο ανοιχτόμυαλος άνθρωπος δεν θα διστάσει να εξαγάγει το αντίστοιχο συμπέρασμα – αναγνωρίζοντας, ασφαλώς, ότι νέες πληροφορίες ή νέες οπτικές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναθεώρηση της άποψής του.
Με άλλα λόγια, ένας ανοιχτόμυαλος άνθρωπος έχει ως στόχο να βρει την πλέον αιτιολογημένη θέση που είναι διαθέσιμη την δεδομένη στιγμή σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα και να είναι έτοιμος να την πετάξει αν προκύψουν νεώτερα στοιχεία.
Ο Σέξτος αποτελεί πρότυπο ανοιχτού πνεύματος.
Το να εξετάζουμε από πολλές διαφορετικές πλευρές ενός θέματος θα οδηγήσει σε αποχή από την διατύπωση κρίσης και στην αταραξία ως αποτέλεσμα. Ωστόσο, άλλες φορές, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση της γνώσης, μια άποψη επί του συγκεκριμένου θέματος θα προβάλει ως πιο εύλογη σε σύγκριση με τις υπόλοιπες κι άρα πιο άξια αποδοχής, τουλάχιστον προσωρινά. Έτσι, αν και είναι απόλυτα ακριβές να πούμε ότι ο Σέξτος συνηγορεί υπέρ του να είμαστε ανοιχτόμυαλοι, η σύσταση να είμαστε ανοιχτόμυαλοι είναι, στην ουσία, αυτό που μπορεί κάποιος να κερδίσει προσεγγίζοντας τα γραπτά του με ανοιχτό μυαλό. Σε έναν κόσμο όπου είναι σταθερό δεδομένο η εντύπωση ότι κανένα σημαντικό ζήτημα δεν είναι απρόσβλητο από την χειραγώγηση, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου κακό.
Ας δούμε ένα εύκολο παράδειγμα: σκεφτείτε όλες εκείνες τις περιπτώσεις όπου η καταδίκη ενός ατόμου αποδεικνύεται λανθασμένη, ενίοτε, μάλιστα, αφού το άτομο έχει ήδη εκτίσει δεκαετίες στην φυλακή ή έχει εκτελεστεί, αν οι ένορκοι πραγματικά έπαιρναν στα σοβαρά την φράση «πέραν πάσης αμφιβολίας», αυτό θα συνέβαινε λιγότερο συχνά. Κι εσείς οι αναγνώστες, αναμφίβολα, μπορείτε να σκεφτείτε πολλές περιπτώσεις όπου τα γεγονότα μεταφέρονται εντελώς διαφορετικά -συχνά για να ικανοποιήσουν πολιτικές ή άλλες ατζέντες- από διάφορα δημόσια πρόσωπα, μέσα ενημέρωσης κ.λ.π. Σίγουρα όποιος προσπαθεί να προσεγγίσει αυτά τα θέματα με περίσκεψη κι εποικοδομητικό τρόπο είναι λογικό να συγκεντρώσει όσο περισσότερες πληροφορίες γίνεται και να τις αξιολογήσει πολύ προσεκτικά.
Φυσικά, ακόμη και όταν υπάρχει συμφωνία πάνω στα γεγονότα και πάλι μπορεί να προκόψει διαφωνία ως προς την αξιοποίησή τους, επειδή υπάρχουν διαφορετικές αξιολογικές κρίσεις μεταξύ των εμπλεκομένων. Τα ηθικά, θρησκευτικά και πολιτικά ζητήματα συχνότατα αποτελούν θέμα αδιέξοδων διαφωνιών και σε τέτοιου είδους ζητήματα η μέθοδος του Σέξτου περί αποχής από την διατύπωση κρίσης, είναι η ενδεδειγμένη κι όχι μόνο σε διανοητικό επίπεδο. Ωστόσο πρόκειται για μια πολυτέλεια προσιτή μόνο σε όσους δεν ασχολούνται με τα ηθικά και πολιτικά προβλήματα, γιατί γνωρίζουν ότι είναι προϊόντα προπαγάνδας, γι’ αυτόν τον λόγο ο Σκεπτικιστής είναι θέση ανώτερος αφού η αποχή από την διατύπωση κρίσης είναι εφικτή αν υπάρχει ένα υπόβαθρο ενεργής λήψης αποφάσεων και συμμετοχής στα κοινά. Με άλλα λόγια, ο σκεπτικισμός είναι εφικτός μόνο σε μια λειτουργική κοινωνία και η κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει μόνο αν οι περισσότεροι άνθρωποι είναι Σκεπτικιστές.
Ο Σκεπτικισμός αποτελεί μια ισχυρή δύναμη ενάντια στον φανατισμό και υπέρ της ανοχής. Όμως κάποιοι έχουν αντιταχθεί στην εικόνα του Σκεπτικιστή ως ενός παθητικού ανθρώπου, ως πάντα άβουλου και ουδέτερου. Αλλά και κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι τίποτα δεν μπορεί να τους κάνει Σκεπτικιστές… κι αυτό είναι αποδεκτό, αρκεί να μην διατείνονται ότι έχουν κατακτήσει την οριστική αλήθεια, αλλά και να μην την επιβάλλουν.
Ας υποθέσουμε ότι συμφωνούμε, κατ’ αρχάς, σχετικά με το πόσο σημαντικό είναι να ζούμε σε μια ευρέως δημοκρατική κοινωνία, όπου μπορούν να συνυπάρχουν άνθρωποι με διαφορετικές πεποιθήσεις, σε αντιδιαστολή με ένα καθεστώς όπου οι αντίπαλοι απλώς απολύονται, φυλακίζονται ή εκτελούνται. Αυτό ήδη αποτελεί μια ουσιαστική ηθική και πολιτική δέσμευση, κάτι που διαθέτει ένας γνήσιος Σκεπτικιστής όπως αυτός που περιγράφεται από τον Σέξτο. Αν, αποδεχτούμε αυτό το κρίσιμο σημείο εκκίνησης, τότε ίσως ανακαλύψουμε πραγματική αξία στην εκδοχή της ευρύτητας πνεύματος.
Σε μιά συζήτηση που παρακολούθησα πρόσφατα, όσον αφορά τις σύγχρονες επιθέσεις στις δημοκρατικές αξίες και τον τρόπο αντιμετώπισής τους, άκουσα έναν θεωρητικό της πολιτικής να ισχυρίζεται ότι η δημοκρατία ακμάζει όταν υπάρχει ατέρμονη αντιπαράθεση. Όχι όταν φωνάζουμε ο ένας στον άλλο από παγιωμένες θέσεις -κάτι τόσο σύνηθες στις μέρες μας- αλλά όταν συμμετέχουμε ανοιχτόμυαλα με αντίθετες απόψεις, όπου προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε με τους άλλους, ενώ είμαστε επίσης πρόθυμοι να τροποποιήσουμε ή να πετάξουμε τις δικές μας απόψεις.
Ίσως να μην καταφέρουμε ποτέ να πείσουμε ο ένας τον άλλο (και το ζήτημα να πρέπει να τεθεί σε ψηφοφορία), αλλά η αντιμετώπιση άλλων πτυχών του ζητήματος με σοβαρότητα και η διατήρηση ενός ανοιχτού διαλόγου είναι σημαντικά στοιχεία ενός ανθηρού δημοκρατικού πολιτισμού. Αντιθέτως, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν μπορούν να ανεχτούν τον ατέρμονο διάλογο και κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να τον καταστείλουν. Αν θεωρούμε πειστική αυτή την εικόνα, η ευρύτητα πνεύματος η οποία είναι πανομοιότυπη με τον σκεπτικισμό του Σέξτου, σαφώς βρίσκει καλύτερη εφαρμογή στην δημοκρατία παρά στην εναλλακτική του ολοκληρωτισμού.
Και πάλι, ακόμη κι αν δεν εφαρμόσουμε πλήρως τον σκεπτικισμό του Σέξτου, αλλά χρησιμοποιήσουμε με σοβαρότητα την μέθοδό του όπου μπορούμε, ίσως ανακαλύψουμε κάτι χρήσιμο. Αν ο Σέξτος μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για εμάς, είναι ίσως πρότυπο και σε ό,τι αφορά την προθυμία να εξετάζουμε όλες τις πτυχές ενός ζητήματος και να μην κρίνουμε τα πράγματα- μια πρακτική που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιούμε περισσότερο στην παρούσα κατάσταση του κόσμου.
Επιθυμεί να θεραπεύει με τον λόγο, την απερισκεψία των δογματικών.
Έτσι όπως ακριβώς οι γιατροί που θεραπεύουν τις σωματικές αρρώστιες έχουν γιατρικά τα οποία διαφέρουν σε ισχύ κι εφαρμόζουν τα βαριά σ’ εκείνους που οι αρρώστιες τους είναι βαριές και τα ηπιότερα σε όσους έχουν προσβληθεί ήπια, έτσι και ο Σκεπτικιστής εκθέτει επιχειρήματα που διαφέρουν σε ισχύ και χρησιμοποιεί εκείνα που έχουν βαρύτητα και είναι ικανά με την αυστηρότητα του να απαλλάξουν τον δογματικό από την αρρώστια του, την οίηση, σε περιπτώσει όπου η βλάβη οφείλεται σε βαριά κρίση απερισκεψίας. Ενώ χρησιμοποιεί τα ηπιότερα επιχειρήματα στην περίπτωση εκείνων στους οποίους η αρρώστια της οίησης είναι πολύ επιπόλαιη και εύκολο να θεραπευτεί, και τους οποίους είναι δυνατόν να επαναφέρει στην υγεία με ηπιότερες μεθόδους πειθούς. (Πυρρώνειες υποτυπώσεις ΙΙΙ,280-81)
Ο Σέξτος ενδιαφέρεται για το ποια είναι η επίδραση ενός επιχειρήματος παρά για το ποια οφείλει να είναι. Αφηγείται γαλήνια την εμπειρία του παραγωγικού συλλογισμού, όπως του διαιθυλαμιδίου του λυσεργικού οξέος (LSD) στις «εργαστηριακές σημειώσεις» του το 1943.
Η μέθοδος του Σέξτου τιτλοδοτεί τα επιχειρήματα με αντεπιχειρήματα και πρέπει να ασκείται επίπονα, περίπτωση την περίπτωση. Εξυπηρετικά, ο Σέξτος προετοιμάζει επίσης υποδείγματα επιχειρημάτων για κάθε σκοπό, τα οποία βοηθούν τον άρρωστο να υποστηρίξει άλλες θέσεις ώσπου να επιτευχθεί η ισοπαλία. Καθώς ο άρρωστος μετατρέπεται σε καρδαμωμένο, αφομοιώνει το μάθημα ότι «η λογική είναι μεγάλη κατεργάρα» και παύει να παίρνει τα φιλοσοφικά επιχειρήματα στα σοβαρά.
Ο Σέξτος δεν μπορεί να ισχυριστεί την θεραπευτική φιλοσοφία. Όποιος ισχυρίζεται μια πρόταση υπαινίσσεται ότι γνωρίζει πως είναι αληθής. Επομένως ο Σέξτος περιορίζει αυστηρά τα φιλοσοφικά του σχόλια. Για να καλύψει τα περιστασιακά ολισθήματα, διανθίζει τα γραπτά του με καθολικές διαψεύσεις:
“Γιατί, σε σχέση με όλες τις εκφράσεις των Σκεπτικιστών, πρέπει να συλλάβουμε πρώτα το γεγονός ότι δεν διατυπώνουμε κανέναν θετικό ισχυρισμό που αφορά την απόλυτη αλήθεια τους , εφόσον λέμε ότι πιθανώς αντικρούουν οι ίδιες τον εαυτό τους, βλέποντας ότι οι ίδιες συμπεριλαμβάνονται στα πράγματα για τα οποία εκφράζουν την αμφιβολία τους, όπως ακριβώς τα καθαρτικά φάρμακα δεν εξαλείφουν απλώς τα υγρά από το σώμα, αλλά αποβάλλονται και τα ίδια με τα υγρά”. (Πυρρώνειες υποτυπώσεις Ι.1206)
Ο Σέξτος συνιστά τον πυρρωνισμό ως τρόπο ζωής παρά ως δόγμα.
Ο Σέξτος αντιμετωπίζει την φιλοσοφία ως ένα είδος ψυχικής διαταραχής που μπορεί να την απαλύνει ο διάλογος. Όπως συνηθίζουν να κάνουν οι γιατροί, ο Σέξτος παρουσιάζει την θεραπεία του ως τελείως τυχαία ανακάλυψη. Όπως κι άλλοι αναζητητές της αλήθειας, ο Σκεπτικιστής ξεκίνησε ως δογματικός που απογοητεύτηκε από την αποτυχία του να επιλύσει τα παράδοξα. Αποκαμωμένος, περιέπεσε σε μια κατάσταση αναστολής της κρίσης. Η ειρωνεία είναι ότι αυτή η αμφιβολία τον απάλλαξε από την αγωνία που είχε ελπίσει να διώξει με την ανακάλυψη της αλήθειας.
Ο Σέξτος θυμάται την ιστορία του Απελλή, ο οποίος προσπαθούσε να ζωγραφίσει τους αφρούς που βγάζει το άλογο από το στόμα του. Αυτός ο διάσημος ζωγράφος χρησιμοποιούσε ένα σπόγγο για να καθαρίζει το χρώμα που άφηναν στον πίνακα οι αποτυχημένες του προσπάθειες. Ο Απελλής ένιωσε τόσο απογοητευμένος ώστε εκσφενδόνισε το σπόγγο στον πίνακα. Προς μεγάλη του έκπληξη, το σημάδι που άφησε ο σπόγγος απεικόνιζε παραστατικά τους αφρούς του αλόγου. Ομοίως , ο Σκεπτικιστής σκόνταψε άθελά του σε μια λύση των προβλημάτων που τον στεναχωρούσαν. Ο Πυρρωνισμός εδραιώνει αυτή την τυφλή τύχη.
Η βασική στρατηγική του Σέξτου είναι να αντιμετωπίζει την ασυνέπεια ως καθησυχαστικό σύμμαχο παρά ως αντίπαλο. Όταν διαπιστώνετε ότι αρχίζετε να σχηματίζετε γνώμη για ένα θέμα, προσπαθήστε να σκεφτείτε αντίθετα επιχειρήματα. Καθώς τα υπέρ και τα κατά αντισταθμίζονται, επέρχεται η γαλήνη του νου.
Αυτή η μέθοδος της ισοδυναμίας πρέπει να κατανοηθεί ψυχολογικά. Θα ήταν δογματικό να θεωρήσει κανείς ότι ένα επιχείρημα είναι εξίσου αδιάσειστο με ένα άλλο. Ο σκοπός του Σέξτου είναι να εξισορροπήσει την δύναμη πειθούς των επιχειρημάτων, όχι τα πραγματικά πλεονεκτήματα τους. Μετρά τη δύναμη της πειθούς παθητικά, παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο το επιχείρημα επενεργεί στο υπό συζήτηση θέμα.
Ο Πυρρωνισμός διαφέρει από τον Σκεπτικισμό που άκμασε αφότου ο Αρκεσίλαος ανέλαβε τα ηνία της πλατωνικής Ακαδημίας. Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος αυτής της νέας ακαδημίας, ο Καρνεάδης, διατεινόταν ότι η γνώση είναι αδύνατη. Οι Στωικοί είχαν αντιτάξει ότι η αμφιβολία είναι παραλυτική. Δεν ξέρουμε τι κάνουμε στην συνέχεια. Οι Σκεπτικιστές της νέας Ακαδημίας αποκρίθηκαν ότι οι αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται βάσει των πιθανοτήτων (ποιοτικού χαρακτήρα, όχι του αριθμητικού είδος που εισήγαγαν ο Πασκάλ και ο Φερμά τον 17ο αιώνα).
Μερικές προτάσεις είναι περισσότερο δικαιολογημένες από άλλες. Πολλοί σύγχρονοι επιστήμονες είναι μετριοπαθείς Σκεπτικιστές αυτού του επιφυλακτικού είδους. Πιστεύουν στο αναπόφευκτο του ανθρώπινου σφάλματος και θεωρούν ότι μπορούμε να κάνουμε λάθος για τα πάντα. Με βάση ένα ελέγξιμο μείγμα παρατήρησης και θεωρίας, οι επιστήμονες αποδίδουν πιθανότητες στις υποθέσεις εργασίας. Καθώς εισέρχονται νέα στοιχεία, οι πιθανότητες αναθεωρούνται. Η επιστήμη είναι μια σχεδία που επισκευάζεται διαρκώς. Κανένα μέρος δεν είναι ουσιώδες. Η σχεδία επιπλέει χάρη στην διεργασία της αναθεώρησης.
Ο Σέξτος δεν παραδέχεται ότι οι ακαδημαϊκοί Σκεπτικιστές έχουν το δικαίωμα να ισχυρίζονται την σαρωτική γενίκευση «η γνώση είναι αδύνατη». Μια απόδειξη ότι «δεν υπάρχει απόδειξη για το αν το χ είναι αληθές» τείνει να είναι πιο απαιτητική από την απόδειξη ενός τυπικού θεωρήματος. Για να αποδείξουμε ένα συμπέρασμα, χρειάζεται να βρούμε ένα και μόνο αδιάσειστο επιχείρημα υπέρ του. Για να αποδείξουμε ότι το χ δεν μπορεί ούτε να αποδειχτεί, ούτε να ανταποδειχτεί, πρέπει να αποδείξουμε την καθολική πρόταση ότι δεν υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ του χ ούτε επιχειρήματα υπέρ του όχι χ. Οι καθολικές προτάσεις επιβάλλουν ένα βαρύτερο φορτίο απόδειξης απ’ ότι οι επιμέρους προτάσεις. Συνεπώς ο ισχυρισμός «η γνώση είναι αδύνατη» αντικαθιστά απλώς τον θετικό δογματισμό με τον αρνητικό δογματισμό.
Πιο ριζοσπαστικά, ο Σέξτος θεωρεί ότι είναι εξ ίσου δογματικό να υποστηρίζουμε πως η πιθανότητα είναι ο οδηγός της ζωής. Για να αλλάξετε γνώμη βάσει των πιθανοτήτων, χρειάζεται να αποδώσετε κάποιες πιθανότητες πριν από οποιαδήποτε έρευνα. Αυτές οι προκαταβολικές πιθανότητες αποδίδονται χωρίς κάποια λογική. Τότε όμως αποδίδετε σε κάποιες πιθανότητες μεγαλύτερο κύρος απ’ ότι σε άλλες, χωρίς καμία βάση. Αυτή η μεροληψία είναι δογματική.
Ο Σέξτος παρουσιάζεται ως ο ανοιχτόμυαλος ερευνητής που αρνείται να παραδεχτεί πως οποιαδήποτε πεποίθηση είναι πιθανότερη από οποιαδήποτε άλλη. Εφόσον δεν θέλει να δεσμευτεί σε καμία πρόταση, δεν θέλει να ισχυριστεί ότι στερούμαστε γνώσης. Γιατί, απ’ όσο ξέρουμε, ξέρουμε τόσα, όσα μπορούμε να ξέρουμε.
Γενικά ο Σέξτος δεν αποζητά να μετατρέψει ένα αντίπαλο από πιστό σε άπιστο, εξάλλου αυτό είναι απλώς πίστη στην άρνηση. Απλά δεν θέλει ούτε να κερδίσει, ούτε να χάσει, θέλει μόνο να παίξει αρκετά καλά ώστε να δείξει την ματαιότητα του παιχνιδιού. Εναντιώνεται στις φιλοσοφικές πεποιθήσεις αλλά και στις συνηθισμένες πεποιθήσεις που έχουμε στην καθημερινή μας ζωή.
Εξαιρετικά δύσκολο να γίνει κατανοητός, χωρίς δογματισμό, ενώ είναι τόσο απλός.
“Με τα φιλοσοφικά τερτίπια, όχι τόσο του σκεπτικισμού όσο του αγνωστικισμού, ο άνθρωπος κατάφερε να φρενάρει την δυνατότητά του να γνωρίσει τον κόσμο και με πρόσχημα την αδυναμία του αυτή, φτωχαίνει ο ίδιος, πλουτίζοντας αυτούς που υποτίθεται ότι πολεμά”. Ηράκλειτος ο Μέγας
Μην ξεχνάμε πως Αγνωστικ-ισμός, Σκεπτικ-ισμός, Αθε-ϊσμός αμφότερα είναι -ισμοί δηλ. παγ(ι)ωμένες καταστάσεις του Νου δηλ. νεκρές. Τι γνώση και τι αποτέλεσμα ή αιτία, μπορεί να εξαχθεί από την νέκρα …ούτε καν ο θάνατος.