ΦΙ. οὔτοι ποτὲ ζῶν τοῦτον ἀποδυθήσομαι,
ἐπεὶ μόνος μ᾽ ἔσωσε παρατεταγμένον,
ὅθ᾽ ὁ βορέας ὁ μέγας ἐπεστρατεύσατο.
1125 ΒΔ. ἀγαθὸν ἔοικας οὐδὲν ἐπιθυμεῖν παθεῖν.
ΦΙ. μὰ τὸν Δί᾽, οὐ γὰρ οὐδαμῶς μοι ξύμφορον.
καὶ γὰρ πρότερον ἐπανθρακίδων ἐμπλήμενος
ἀπέδωκ᾽ ὀφείλων τῷ κναφεῖ τριώβολον.
ΒΔ. ἀλλ᾽ οὖν πεπειράσθω γ᾽, ἐπειδήπερ γ᾽ ἅπαξ
1130 ἐμοὶ σεαυτὸν παραδέδωκας εὖ ποεῖν.
ΦΙ. τί οὖν κελεύεις δρᾶν με; ΒΔ. τὸν τρίβων᾽ ἄφες,
τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς.
ΦΙ. ἔπειτα παῖδας χρὴ φυτεύειν καὶ τρέφειν,
ὅθ᾽ οὑτοσί με νῦν ἀποπνῖξαι βούλεται;
1135 ΒΔ. ἔχ᾽, ἀναβαλοῦ τηνδὶ λαβὼν καὶ μὴ λάλει.
ΦΙ. τουτὶ τὸ κακὸν τί ἐστι πρὸς πάντων θεῶν;
ΒΔ. οἱ μὲν καλοῦσι Περσίδ᾽, οἱ δὲ καυνάκην.
ΦΙ. ἐγὼ δὲ σισύραν ᾠόμην Θυμαιτίδα.
ΒΔ. κοὐ θαῦμά γ᾽· εἰς Σάρδεις γὰρ οὐκ ἐλήλυθας·
1140 ἔγνως γὰρ ἄν. νῦν δ᾽ οὐχὶ γιγνώσκεις; ΦΙ. ἐγὼ
μὰ τὸν Δί᾽ οὐδὲ νῦν· ἀτὰρ δοκεῖ γέ μοι
ἐοικέναι μάλιστα Μορύχου σάγματι.
ΒΔ. οὔκ, ἀλλ᾽ ἐν Ἐκβατάνοισι ταῦθ᾽ ὑφαίνεται.
ΦΙ. ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης χόλιξ;
1145 ΒΔ. πόθεν, ὦγάθ᾽; ἀλλὰ τοῦτο τοῖσι βαρβάροις
ὑφαίνεται πολλαῖς δαπάναις. αὕτη γέ τοι
ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε ῥᾳδίως.
ΦΙ. οὔκουν ἐριώλην δῆτ᾽ ἐχρῆν αὐτὴν καλεῖν
δικαιότερόν ἢ καυνάκην; ΒΔ. ἔχ᾽, ὦγαθέ,
1150 καὶ στῆθ᾽ ἀναμπισχόμενος. ΦΙ. οἴμοι δείλαιος·
ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν.
ΒΔ. οὐκ ἀναβαλεῖ; ΦΙ. μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγ᾽. ΒΔ. ἀλλ᾽, ὦγαθέ,—
ΦΙ. εἴπερ γ᾽ ἀνάγκη, κρίβανόν μ᾽ ἀμπίσχετε.
ΒΔ. φέρ᾽, ἀλλ᾽ ἐγώ σε περιβάλω. σὺ δ᾽ οὖν ἴθι.
1155 ΦΙ. παράθου γε μέντοι καὶ κρεάγραν. ΒΔ. τιὴ τί δή;
ΦΙ. ἵν᾽ ἐξέλῃς με πρὶν διερρυηκέναι.
ΒΔ. ἄγε νυν, ὑπολύου τὰς καταράτους ἐμβάδας,
τασδὶ δ᾽ ἁνύσας ὑπόδυθι τὰς Λακωνικάς.
ΦΙ. ἐγὼ γὰρ ἂν τλαίην ὑποδύσασθαί ποτε
1160 ἐχθρῶν παρ᾽ ἀνδρῶν δυσμενῆ καττύματα;
ΒΔ. ἔνθες ποτ᾽, ὦ τᾶν, κἀπόβαιν᾽ ἐρρωμένως,
εἰς τὴν Λακωνικὴν ἁνύσας. ΦΙ. ἀδικεῖς γέ με
εἰς τὴν πολεμίαν ἀποβιβάζων τὸν πόδα.
ΒΔ. φέρε καὶ τὸν ἕτερον. ΦΙ. μηδαμῶς τοῦτόν γ᾽, ἐπεὶ
1165 πάνυ μισολάκων αὐτοῦ ᾽στιν εἷς τῶν δακτύλων.
ΒΔ. οὐκ ἔστι παρὰ ταῦτ᾽ ἄλλα. ΦΙ. κακοδαίμων ἐγώ,
ὅστις ἐπὶ γήρως χίμετλον οὐδὲν λήψομαι.
ΒΔ. ἅνυσόν ποθ᾽ ὑποδυσάμενος· εἶτα πλουσίως
ὡδὶ προβὰς τρυφερόν τι διασαλακώνισον.
1170 ΦΙ. ἰδού. θεῶ τὸ σχῆμα, καὶ σκέψαι μ᾽ ὅτῳ
μάλιστ᾽ ἔοικα τὴν βάδισιν τῶν πλουσίων.
ΒΔ. ὅτῳ; δοθιῆνι σκόροδον ἠμφιεσμένῳ.
ΦΙ. καὶ μὴν προθυμοῦμαί γε σαυλοπρωκτιᾶν.
***
Βγαίνει από το σπίτι ο Φιλοκλέωνας· μαζί του ο Βδελυκλέωνας κι ένας δούλος· αυτός κρατά στα χέρια του μια ωραία μάλλινη χλαίνα και ένα ζευγάρι καινούρια παπούτσια.
ΦΙΛ., σφίγγοντας επάνω του την παλιά κάπα που φορεί.
Ποτέ όσο ζω από πάνω μου δε βγαίνει·
μ᾽ έσωσε αυτή και μόνο, όταν στη μάχη
άγριος βοριάς με χτύπαε λυσσασμένος.
ΒΔΕ. Α, δε σου αρέσουν τα όμορφα, όπως βλέπω.
ΦΙΛ., δείχνοντας τη χλαίνα που θέλει να του φορέσει ο γιος του.
Και βέβαια· τί καλό θα δω από δαύτη;
Μια μέρα, που ᾽χα φάει ψητά ψαράκια,
τρεις οβολούς μου πήρε το πλυντήριο.
ΒΔΕ. Μια δοκιμή τουλάχιστο να γίνει,
1130 μια κι ανάλαβα εγώ να σε φροντίζω.
ΦΙΛ. Λοιπόν, τί θέλεις; ΒΔΕ. Πέτα αυτή την κάπα
και με τη χλαίνα τούτη καπακώσου.
ΦΙΛ. Κάνε παιδιά, σου λέει, κι ανάθρεφέ τα.
για νά ᾽ρθουνε μια μέρα να σε πνίξουν.
ΒΔΕ. Μπρος, φόρεσε τη χλαίνα κι άσ᾽ τα λόγια.
Πιέζουν το Φιλοκλέωνα να φορέσει τη χλαίνα, μα αυτός αντιστέκεται.
ΦΙΛ. Τί συφορά είναι τούτο; πώς το λένε;
ΒΔΕ. Άλλοι το λεν περσίδα, άλλοι φλοκάτη.
ΦΙΛ. Για γούνα εγώ το πέρασα φλογάτη.
ΒΔΕ. Πώς θες να τη γνωρίσεις, που δεν πήγες
1140 ποτέ στις Σάρδεις; Τώρα τη γνωρίζεις;
ΦΙΛ. Καθόλου, ούτε και τώρα· αλλά νομίζω
μάλλον μ᾽ αρχοντοσάμαρο πως μοιάζει.
ΒΔΕ. Είναι υφαντό των Εκβατάνων.
ΦΙΛ., πασπατεύοντας τις ούγιες της χλαίνας.
Έτσι;
Από μαλλί εκεί φτιάχνουν κοκορέτσι;
ΒΔΕ. Τέτοιο υφαντό στις χώρες των βαρβάρων
πληρώνεται ακριβά· και τάλαντο ίσως
μαλλί το ρούχο αυτό θα ᾽χει ρουφήξει.
ΦΙΛ. Ρούφουλα τότε να το λένε κι όχι
φλοκάτη. ΒΔΕ. Καλέ στάσου, μην κουνιέσαι
την ώρα που σε ντύνουν.
ΦΙΛ., πετώντας τη χλαίνα, που την αισθάνθηκε υπερβολικά ζεστή.
Η βρομιάρα!
1150 Ζεστή ρεψιά μου τίναξε στη μούρη.
ΒΔΕ. Δε θα τη βάλεις; ΦΙΛ. Όχι. ΒΔΕ. Ευλογημένε…
ΦΙΛ. Κάλλιο έχω να φορέσω ένα μαγκάλι.
ΒΔΕ. Έλα, σε ντύνω εγώ. (Στο δούλο.) Τραβήξου πέρα.
ΦΙΛ. Βάλε κοντά και μια μασιά. ΒΔΕ. Γιατί;
ΦΙΛ. Να με τραβήξεις πριν να γίνω λιώμα.
ΒΔΕ. Τα παλιοπάπουτσά σου τώρα πέτα
και τα λακωνικά αυτά φόρεσε· έλα.
ΦΙΛ. Εγώ ποτέ δε θα δεχτώ να βάλω
1160 εχθρών ανθρώπων μισημένες σόλες.
ΒΔΕ. Εμπρός, κουράγιο, κι έλα βάλ᾽ το πόδι
μες στη Λακωνική. ΦΙΛ. Κακό, σε χώρα
να θέλεις εχθρική να βάλω πόδι.
ΒΔΕ. Και τ᾽ άλλο σου. ΦΙΛ. Αυτουνού ένα δάχτυλο είναι
αντιλακωνικό πολύ, να ξέρεις.
ΒΔΕ. Αλλιώς δε γίνεται, έλα. ΦΙΛ. Συφορά μου!
Χιονίστρα δε θα δω στα γερατειά μου.
ΒΔΕ. Τέλειωνε πια.
Ο Φιλοκλέωνας είναι πια έτοιμος, με τη χλαίνα και τα καινούρια παπούτσια.
Και τώρα σαν τους πλούσιους
κάμε ένα βήμα, νά έτσι, και λυγίσου.
1170 ΦΙΛ, Ορίστε, σειέμαι. Με ποιόν πλούσιο μοιάζω;
Γιά κοίταξε και πες μου. ΒΔΕ. Με ποιόν πλούσιο;
Με διάσονα σκορδόφλουδα ντυμένον.
ΦΙΛ. Τα πισινά τα πάω σαν της χελώνας.
ἐπεὶ μόνος μ᾽ ἔσωσε παρατεταγμένον,
ὅθ᾽ ὁ βορέας ὁ μέγας ἐπεστρατεύσατο.
1125 ΒΔ. ἀγαθὸν ἔοικας οὐδὲν ἐπιθυμεῖν παθεῖν.
ΦΙ. μὰ τὸν Δί᾽, οὐ γὰρ οὐδαμῶς μοι ξύμφορον.
καὶ γὰρ πρότερον ἐπανθρακίδων ἐμπλήμενος
ἀπέδωκ᾽ ὀφείλων τῷ κναφεῖ τριώβολον.
ΒΔ. ἀλλ᾽ οὖν πεπειράσθω γ᾽, ἐπειδήπερ γ᾽ ἅπαξ
1130 ἐμοὶ σεαυτὸν παραδέδωκας εὖ ποεῖν.
ΦΙ. τί οὖν κελεύεις δρᾶν με; ΒΔ. τὸν τρίβων᾽ ἄφες,
τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς.
ΦΙ. ἔπειτα παῖδας χρὴ φυτεύειν καὶ τρέφειν,
ὅθ᾽ οὑτοσί με νῦν ἀποπνῖξαι βούλεται;
1135 ΒΔ. ἔχ᾽, ἀναβαλοῦ τηνδὶ λαβὼν καὶ μὴ λάλει.
ΦΙ. τουτὶ τὸ κακὸν τί ἐστι πρὸς πάντων θεῶν;
ΒΔ. οἱ μὲν καλοῦσι Περσίδ᾽, οἱ δὲ καυνάκην.
ΦΙ. ἐγὼ δὲ σισύραν ᾠόμην Θυμαιτίδα.
ΒΔ. κοὐ θαῦμά γ᾽· εἰς Σάρδεις γὰρ οὐκ ἐλήλυθας·
1140 ἔγνως γὰρ ἄν. νῦν δ᾽ οὐχὶ γιγνώσκεις; ΦΙ. ἐγὼ
μὰ τὸν Δί᾽ οὐδὲ νῦν· ἀτὰρ δοκεῖ γέ μοι
ἐοικέναι μάλιστα Μορύχου σάγματι.
ΒΔ. οὔκ, ἀλλ᾽ ἐν Ἐκβατάνοισι ταῦθ᾽ ὑφαίνεται.
ΦΙ. ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης χόλιξ;
1145 ΒΔ. πόθεν, ὦγάθ᾽; ἀλλὰ τοῦτο τοῖσι βαρβάροις
ὑφαίνεται πολλαῖς δαπάναις. αὕτη γέ τοι
ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε ῥᾳδίως.
ΦΙ. οὔκουν ἐριώλην δῆτ᾽ ἐχρῆν αὐτὴν καλεῖν
δικαιότερόν ἢ καυνάκην; ΒΔ. ἔχ᾽, ὦγαθέ,
1150 καὶ στῆθ᾽ ἀναμπισχόμενος. ΦΙ. οἴμοι δείλαιος·
ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν.
ΒΔ. οὐκ ἀναβαλεῖ; ΦΙ. μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγ᾽. ΒΔ. ἀλλ᾽, ὦγαθέ,—
ΦΙ. εἴπερ γ᾽ ἀνάγκη, κρίβανόν μ᾽ ἀμπίσχετε.
ΒΔ. φέρ᾽, ἀλλ᾽ ἐγώ σε περιβάλω. σὺ δ᾽ οὖν ἴθι.
1155 ΦΙ. παράθου γε μέντοι καὶ κρεάγραν. ΒΔ. τιὴ τί δή;
ΦΙ. ἵν᾽ ἐξέλῃς με πρὶν διερρυηκέναι.
ΒΔ. ἄγε νυν, ὑπολύου τὰς καταράτους ἐμβάδας,
τασδὶ δ᾽ ἁνύσας ὑπόδυθι τὰς Λακωνικάς.
ΦΙ. ἐγὼ γὰρ ἂν τλαίην ὑποδύσασθαί ποτε
1160 ἐχθρῶν παρ᾽ ἀνδρῶν δυσμενῆ καττύματα;
ΒΔ. ἔνθες ποτ᾽, ὦ τᾶν, κἀπόβαιν᾽ ἐρρωμένως,
εἰς τὴν Λακωνικὴν ἁνύσας. ΦΙ. ἀδικεῖς γέ με
εἰς τὴν πολεμίαν ἀποβιβάζων τὸν πόδα.
ΒΔ. φέρε καὶ τὸν ἕτερον. ΦΙ. μηδαμῶς τοῦτόν γ᾽, ἐπεὶ
1165 πάνυ μισολάκων αὐτοῦ ᾽στιν εἷς τῶν δακτύλων.
ΒΔ. οὐκ ἔστι παρὰ ταῦτ᾽ ἄλλα. ΦΙ. κακοδαίμων ἐγώ,
ὅστις ἐπὶ γήρως χίμετλον οὐδὲν λήψομαι.
ΒΔ. ἅνυσόν ποθ᾽ ὑποδυσάμενος· εἶτα πλουσίως
ὡδὶ προβὰς τρυφερόν τι διασαλακώνισον.
1170 ΦΙ. ἰδού. θεῶ τὸ σχῆμα, καὶ σκέψαι μ᾽ ὅτῳ
μάλιστ᾽ ἔοικα τὴν βάδισιν τῶν πλουσίων.
ΒΔ. ὅτῳ; δοθιῆνι σκόροδον ἠμφιεσμένῳ.
ΦΙ. καὶ μὴν προθυμοῦμαί γε σαυλοπρωκτιᾶν.
***
Βγαίνει από το σπίτι ο Φιλοκλέωνας· μαζί του ο Βδελυκλέωνας κι ένας δούλος· αυτός κρατά στα χέρια του μια ωραία μάλλινη χλαίνα και ένα ζευγάρι καινούρια παπούτσια.
ΦΙΛ., σφίγγοντας επάνω του την παλιά κάπα που φορεί.
Ποτέ όσο ζω από πάνω μου δε βγαίνει·
μ᾽ έσωσε αυτή και μόνο, όταν στη μάχη
άγριος βοριάς με χτύπαε λυσσασμένος.
ΒΔΕ. Α, δε σου αρέσουν τα όμορφα, όπως βλέπω.
ΦΙΛ., δείχνοντας τη χλαίνα που θέλει να του φορέσει ο γιος του.
Και βέβαια· τί καλό θα δω από δαύτη;
Μια μέρα, που ᾽χα φάει ψητά ψαράκια,
τρεις οβολούς μου πήρε το πλυντήριο.
ΒΔΕ. Μια δοκιμή τουλάχιστο να γίνει,
1130 μια κι ανάλαβα εγώ να σε φροντίζω.
ΦΙΛ. Λοιπόν, τί θέλεις; ΒΔΕ. Πέτα αυτή την κάπα
και με τη χλαίνα τούτη καπακώσου.
ΦΙΛ. Κάνε παιδιά, σου λέει, κι ανάθρεφέ τα.
για νά ᾽ρθουνε μια μέρα να σε πνίξουν.
ΒΔΕ. Μπρος, φόρεσε τη χλαίνα κι άσ᾽ τα λόγια.
Πιέζουν το Φιλοκλέωνα να φορέσει τη χλαίνα, μα αυτός αντιστέκεται.
ΦΙΛ. Τί συφορά είναι τούτο; πώς το λένε;
ΒΔΕ. Άλλοι το λεν περσίδα, άλλοι φλοκάτη.
ΦΙΛ. Για γούνα εγώ το πέρασα φλογάτη.
ΒΔΕ. Πώς θες να τη γνωρίσεις, που δεν πήγες
1140 ποτέ στις Σάρδεις; Τώρα τη γνωρίζεις;
ΦΙΛ. Καθόλου, ούτε και τώρα· αλλά νομίζω
μάλλον μ᾽ αρχοντοσάμαρο πως μοιάζει.
ΒΔΕ. Είναι υφαντό των Εκβατάνων.
ΦΙΛ., πασπατεύοντας τις ούγιες της χλαίνας.
Έτσι;
Από μαλλί εκεί φτιάχνουν κοκορέτσι;
ΒΔΕ. Τέτοιο υφαντό στις χώρες των βαρβάρων
πληρώνεται ακριβά· και τάλαντο ίσως
μαλλί το ρούχο αυτό θα ᾽χει ρουφήξει.
ΦΙΛ. Ρούφουλα τότε να το λένε κι όχι
φλοκάτη. ΒΔΕ. Καλέ στάσου, μην κουνιέσαι
την ώρα που σε ντύνουν.
ΦΙΛ., πετώντας τη χλαίνα, που την αισθάνθηκε υπερβολικά ζεστή.
Η βρομιάρα!
1150 Ζεστή ρεψιά μου τίναξε στη μούρη.
ΒΔΕ. Δε θα τη βάλεις; ΦΙΛ. Όχι. ΒΔΕ. Ευλογημένε…
ΦΙΛ. Κάλλιο έχω να φορέσω ένα μαγκάλι.
ΒΔΕ. Έλα, σε ντύνω εγώ. (Στο δούλο.) Τραβήξου πέρα.
ΦΙΛ. Βάλε κοντά και μια μασιά. ΒΔΕ. Γιατί;
ΦΙΛ. Να με τραβήξεις πριν να γίνω λιώμα.
ΒΔΕ. Τα παλιοπάπουτσά σου τώρα πέτα
και τα λακωνικά αυτά φόρεσε· έλα.
ΦΙΛ. Εγώ ποτέ δε θα δεχτώ να βάλω
1160 εχθρών ανθρώπων μισημένες σόλες.
ΒΔΕ. Εμπρός, κουράγιο, κι έλα βάλ᾽ το πόδι
μες στη Λακωνική. ΦΙΛ. Κακό, σε χώρα
να θέλεις εχθρική να βάλω πόδι.
ΒΔΕ. Και τ᾽ άλλο σου. ΦΙΛ. Αυτουνού ένα δάχτυλο είναι
αντιλακωνικό πολύ, να ξέρεις.
ΒΔΕ. Αλλιώς δε γίνεται, έλα. ΦΙΛ. Συφορά μου!
Χιονίστρα δε θα δω στα γερατειά μου.
ΒΔΕ. Τέλειωνε πια.
Ο Φιλοκλέωνας είναι πια έτοιμος, με τη χλαίνα και τα καινούρια παπούτσια.
Και τώρα σαν τους πλούσιους
κάμε ένα βήμα, νά έτσι, και λυγίσου.
1170 ΦΙΛ, Ορίστε, σειέμαι. Με ποιόν πλούσιο μοιάζω;
Γιά κοίταξε και πες μου. ΒΔΕ. Με ποιόν πλούσιο;
Με διάσονα σκορδόφλουδα ντυμένον.
ΦΙΛ. Τα πισινά τα πάω σαν της χελώνας.