Σκοπός
Πιθανόν ο τίτλος του άρθρου να είναι κάπως παραπλανητικός. Σκοπός του δεν είναι να θεραπεύσει - μέσα από τη χρήση της σημειωτικής μεθοδολογίας- την επιχειρηματολογία προάσπισης της θεωρίας των Ιδεών του Πλάτωνα, ούτε, βέβαια, από την άλλη πλευρά, να συνδράμει αποφασιστικά στην επίρρωση του επιχειρήματος του τρίτου ανθρώπου (ΕΤΑ), είτε αυτό εκφράζεται μέσα από το συμπέρασμα του Παρμενίδη στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο αναφορικά με την Ιδέα του μεγέθους, είτε στις αντιρρήσεις του Αριστοτέλη, ο οποίος χρησιμοποίησε ως παράδειγμα εργασίας την Ιδέα του ανθρώπου. Εδώ θα επιδιωχθεί η κατάδειξη της γονιμότητας αυτής της συζήτησης και των προεκτάσεων που αυτή μπορεί να έχει μέσω της αναγωγής των θέσεων του επιχειρήματος, των επικουρικών προκείμενων αλλά και των αντεπιχειρημάτων σ’ ένα γλωσσικό παίγνιο, σε μία γλωσσολογική αναζήτηση με βάση την οντολογία. Ας δούμε καταρχάς τι λέει το απόσπασμα 132a1-b2 του Παρμενίδη:
«Νομίζω ότι εσύ από το εξής έχεις σχηματίσει τη γνώμη, ότι μια είναι κάθε ιδέα: όταν σου φανούν κάποια πολλά πράγματα πως είναι μεγάλα, αφού ρίξεις μια ματιά σε όλα αυτά, ίσως σου φαίνεται ότι μια κάποια ιδέα η ίδια δεσπόζει σε όλα, και αυτό σε κάνει να νομίζης ότι μία είναι η ιδέα του μεγέθους.
Αληθινά λες, είπε ο Σωκράτης.
Τούτο πάλι το μέγεθος καθαυτό και τα άλλα τα μεγάλα πράγματα, αν επίσης με το βλέμμα της ψυχής σου τα επισκοπήσης όλα, δεν θα σου αποκαλύψουν πάλι μιαν ιδέα μεγέθους, που επιβάλλει όλα αυτά να φαίνωνται αναγκαστικά μεγάλα;
Φαίνεται.
Άλλη επομένως νέα ιδέα μεγέθους θα παρουσιασθή, βγαλμένη απ’ αυτό το μέγεθος καθαυτό και τα πράγματα που μετέχουν σ’ αυτό. Και κοντά σε όλα αυτά πάλι θα παρουσιασθή άλλη ιδέα, για την οποία όλα αυτά θα είναι μεγάλα. Και έτσι λοιπόν δεν θα σου είναι πια μια η κάθε ιδέα, αλλ’ άπειρες στο πλήθος.»[1]
Το επιχείρημα του Παρμενίδη είναι απλό και πιθανόν αρκετό για να αναιρέσει μία από τις βασικές πλατωνικές θέσεις γύρω από την Ιδέα: αυτή της μοναδικότητάς της. Όπως αναφέρει η Gill, η ένσταση γύρω από την Ιδέα του μεγέθους πρέπει να εξεταστεί στο συγκείμενο της, δηλαδή στο δίλημμα όλο-μέρος (130e4-131e7) από το οποίο προέκυψαν και τα επιχειρήματα του Παρμενίδη γύρω από το μέγεθος: εκκινώντας από την υπόθεση ότι η Ιδέα είναι μία, ο Παρμενίδης ρωτά πώς μπορεί τότε να υπάρχει σε πολλά πράγματα (131a8-9) και να μην είναι διαιρεμένη σε πολλές (131c9- 10).[2] Εύλογα λοιπόν διατυπώνει στη συνέχεια το ερώτημά του για την πολλαπλότητα των Ιδεών. Στο πρώτο σκέλος του ΕΤΑ γίνεται επίκληση των ανθρώπινων αισθήσεων: όταν βλέπουμε κάποια μεγάλα πράγματα, τα θεωρούμε μεγάλα επειδή έχουμε στο νου μας μία αντίληψη του τι σημαίνει μεγάλο.
Κατόπιν όμως, ο Παρμενίδης ζητά από τον Σωκράτη να χρησιμοποιήσει τα μάτια της ψυχής, να προχωρήσει δηλαδή σε μία αφαίρεση και να σκεφτεί τόσο τα πράγματα που είναι μεγάλα, όσο και την Ιδέα που έχουμε στο μυαλό μας βάσει της οποίας τα πράγματα είναι μεγάλα. Κατά συνέπεια, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, εάν είναι μεγάλο τόσο το μέγεθος των πραγμάτων -άρα η Ιδέα τους- όσο και τα ίδια πράγματα που μετέχουν σε αυτό ώστε να είναι μεγάλα, θα πρέπει να υπάρξει μία δεύτερη Ιδέα του μεγέθους βάσει της οποίας είναι μεγάλα όχι μόνο τα πράγματα αλλά και η ιδέα τους ταυτόχρονα. Στη συνέχεια πάλι θα πρέπει να υπάρξει μία Τρίτη Ιδέα του μεγέθους που θα περιλαμβάνει τη δεύτερη Ιδέα του μεγέθους, την πρώτη ιδέα του μεγέθους καθώς και όλα τα πράγματα τα οποία μετέχουν στο μέγεθος ώστε να θεωρούνται μεγάλα. Τι σημαίνει όμως πρακτικά αυτό το συμπέρασμα;
Οι Ιδέες του Πλάτωνα είναι μία από τις πιο σκανδαλιστικές για τον στοχασμό -αλλά ταυτόχρονα σαγηνευτικές- θεωρίες του ανθρώπινου πνεύματος, όχι μόνο στην καθεαυτή αναζήτηση της αλήθειας για τα όντα, αλλά και για τις προεκτάσεις που μπορεί να έχει στη μελέτη της ανθρώπινης πράξης. Πράγματι, ένα σεβαστό τμήμα της παγκόσμιας ιστορίας της φιλοσοφίας καθώς και ποικίλοι θεολογικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί στοχασμοί έχουν αναπτυχθεί με αφορμή τη θεωρία των Ιδεών, είτε προς υπεράσπισή τους και κατά συνέπεια με σκοπό τη χρήση τους σε θεωρητικά συστήματα, είτε προς κατάρριψή τους με σκοπό την επιβεβαίωση πιο θετικιστικών ερμηνειών. Η κατάθεση επιχειρημάτων εναντίον τους από τον ίδιο τον εμπνευστή τους στον Παρμενίδη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί είτε διάβημα φιλοσοφικής γενναιότητας, όπως δόκιμα υποστηρίζει ο Vlastos,[3] είτε μία προληπτική επισήμανση προς τις αντιρρήσεις που οι κατοπινοί, όπως λ.χ. ο Αριστοτέλης, θα ήγειραν. Όπως κι αν έχει, ας δούμε κάποιες από τις αναπτύξεις των επιχειρημάτων γύρω από το ΕΤΑ, σύγχρονες και αρχαίες, οι οποίες θα μας φανούν χρήσιμες στο πέρασμα από τα όντα στη γλώσσα.
Η πρόταση του Vlastos και σχετικές συμπληρώσεις
Πάνω στο ερώτημα εάν το ΕΤΑ είναι έγκυρο ακόμη και για τον ίδιο τον Πλάτωνα έχουν διατυπωθεί πολλές θέσεις και πριν αλλά και επ’ αφορμή του περίφημου άρθρου του Vlastos το 1954. Από την εποχή εκείνη, έχει ξεκινήσει ένας εκτεταμένος διάλογος γύρω από αυτό το μικρό απόσπασμα του πλατωνικού έργου· εδώ θα αναφερθούμε σε μερικά μόνο -πρωταρχικής όμως σπουδαιότητας- επιχειρήματα γύρω από το ΕΤΑ, τα οποία θα μας φανούν χρήσιμα στην υποστήριξη του σκοπού του άρθρου.
Ο Cohen λοιπόν αναφέρει ότι, σύμφωνα με τον Vlastos, το ΕΤΑ είναι non sequitur, δηλαδή το συμπέρασμα -ότι θα πρέπει να υπάρχει μία δεύτερη ιδέα του μεγέθους- δεν προκύπτει από τις δύο πρώτες προτάσεις του επιχειρήματος και γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να ανακαλύψουμε τις ενδιάμεσες προκείμενες που το στηρίζουν.[4] Καταρχάς, πριν αναφερθούμε στις δύο ενδιάμεσες προκείμενες και στο τι αυτές συνεπάγονται, ας δούμε πώς σχηματοποιεί ο Vlastos τις δύο προτάσεις του ΕΤΑ με βάση το πλατωνικό απόσπασμα: [5]
Α1: Εάν ένας αριθμός αντικειμένων a, b, c είναι όλα F, τότε θα πρέπει να υπάρχει μία μοναδική Ιδέα F-ότητας, επί τη βάσει της οποίας αντιλαμβανόμαστε ότι τα a, b, c είναι όλα F.
Α2: Εάν τα a, b, c και η F-ότητα είναι όλα F, τότε θα πρέπει να υπάρχει μία άλλη Ιδέα F1-ότητα, επί τη βάσει της οποίας αντιλαμβανόμαστε ότι τα a, b, c και η F-ότητα είναι όλα F.
Για να φτάσουμε όμως βάσιμα από το Α1 στο Α2, σύμφωνα με τον Vlastos, πρέπει να εισάγουμε δύο ενδιάμεσες
προκείμενες οι οποίες να αιτιολογούν το συμπέρασμα, οι οποίες είναι γνωστές ως υπόθεση της αυτοκατηγόρησης και της μη-ταύτισης:[6]
A3: Οποιαδήποτε Ιδέα μπορεί να κατηγορηθεί από τον εαυτό της. Το μέγεθος είναι το ίδιο μεγάλο. Η F-ότητα είναι η ίδια F.
A4: Εάν κάτι έχει ένα συγκεκριμένο γνώρισμα, δεν μπορεί να είναι ταυτόσημο με την Ιδέα, επί τη βάσει της οποίας αντιλαμβανόμαστε αυτό το γνώρισμα. Εάν ένα x είναι F, τότε το x δεν μπορεί να είναι ταυτόσημο με την F-ότητα.
Πράγματι, χωρίς τη σιωπηλή αποδοχή αυτών των δύο προτάσεων, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φτάσει στο συμπέρασμα περί της πολλαπλότητας των Ιδεών, διότι μία Ιδέα οφείλει να έχει το γνώρισμα, το οποίο αποδίδει η ίδια στα πράγματα. Η Ιδέα του μεγέθους, χάρη στην οποία τα πράγματα γίνονται αντιληπτά ως μεγάλα, οφείλει να είναι και αυτή μεγάλη, ειδάλλως δεν θα ήταν σε θέση να μεταδώσει την ιδιότητα αυτή στα πράγματα. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο, όπως αναφέρει ο Hansen, για την ευρύτερη κατανόηση της λειτουργίας των πλατωνικών Ιδεών.[7] Μία εξίσου σημαντική αρχή της θεωρίας των Ιδεών είναι επίσης η μετοχή: όπως αναφέρει ο Πλάτωνας στον Φαίδωνα (102b) και επαναλαμβάνει εδώ, κάθε μία από τις Ιδέες υπήρχε από πριν και τα υπόλοιπα (αισθητά) πράγματα πήραν το όνομά τους δια της μετοχής τους σε αυτές.[8] Με άλλα λόγια τα μεγάλα πράγματα ονομάζονται μεγάλα καθώς μετέχουν της Ιδέας του μεγέθους. Την ειδοποιό αυτή διατύπωση λαμβάνει υπόψη του και ο Vlastos, κατόπιν των παρατηρήσεων στο πρώτο του άρθρο από τον Sellars, σε νέα του προσέγγιση του ΕΤΑ το 1969.[9]
Συνοψίζοντας, αυτό που θα μας φανεί χρήσιμο στη συνέχεια από αυτή τη συμπλήρωση του ΕΤΑ με βάση την προσέγγιση του Vlastos είναι αφενός ότι αντιλαμβανόμαστε πως ένας αριθμός πραγμάτων διαθέτει μία ιδιότητα -αλλά και λαμβάνει όνομα από αυτή- χάρη στη μετοχή του σε μία Ιδέα, η οποία διαθέτει την ιδιότητα αφ' εαυτής, ενώ αφετέρου τα πράγματα δεν ταυτίζονται με την Ιδέα. Τα μεγάλα πράγματα συνεπώς ονομάζονται μεγάλα καθώς μετέχουν στην Ιδέα του μεγέθους, η οποία είναι και αυτή μεγάλη, χωρίς όμως να ταυτίζονται μαζί της.
Η Αριστοτελική κριτική
Προχωρώντας το ερώτημα περί μετοχής των πραγμάτων στις Ιδέες, επιστρέφουμε σε προηγούμενο τμήμα της συζήτησης μεταξύ του Παρμενίδη και του Σωκράτη: όταν ένα πράγμα μετέχει σε μία Ιδέα, λαμβάνει το γνώρισμα όλης της Ιδέας ή μόνο ενός μέρους της; Και αντιστρέφοντας το ερώτημα: μπορεί μία Ιδέα να υπάρχει στο σύνολό της σε κάθε ένα από τα πράγματα, τα οποία μετέχουν αυτής και, αν ναι, δεν θα διαχωρίζονταν έτσι από τον εαυτό της καθώς θα υπήρχε σε διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα (131a8- b2);[10] Με άλλα λόγια, καθώς η Ιδέα του μεγέθους υπάρχει ταυτόχρονα σε πολλά (μεγάλα) πράγματα, δεν διαιρείται σε τμήματα ώστε αυτό αν είναι εφικτό; Σε αντίθετη περίπτωση, ένα μεγάλο πράγμα μετέχει στο όλο της Ιδέας του μεγέθους ή απλώς σε ένα τμήμα της; Από αυτή τη σκοπιά, θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί κατά πόσον οι Ιδέες αποτελούν πράγματι ουσίες των πραγμάτων, καθόσον μάλιστα είναι διαχωριστέες από αυτά (αρχή της μη-ταύτισης) και κυρίως ως πλήρεις οντότητες. Ο Αριστοτέλης απάντησε αρνητικά σε αυτή την ερώτηση, υποστηρίζοντας ότι η ουσία είναι εγγενές χαρακτηριστικό του πράγματος, δεν χωρίζεται από αυτό και γι’ αυτό η Ιδέα δεν μπορεί επ’ ουδενί να είναι ουσία (Μετά τα Φυσ. 991b1).
Ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς στον σχολιασμό του (84.2185.3) του 990b των Μετά τά Φυσικά[11] σημειώνει πως, για τον Αριστοτέλη, το παράδοξο της ύπαρξης μίας Ιδέας του ανθρώπου διαχωρισμένης από το σύνολο των αισθητών ανθρώπων μπορεί να επιλυθεί μόνο εάν αποδεχτούμε την ύπαρξη ενός τρίτου ανθρώπου ο οποίος αναφέρεται στους ανθρώπους και ταυτόχρονα στην πρώτη Ιδέα τους. Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός τέταρτου ανθρώπου και ούτω καθ’ εξής στο διηνεκές. Κατέφασκε λοιπόν ο Αριστοτέλης την αντίρρηση του Παρμενίδη, όπως τη διατύπωσε ο ίδιος ο Πλάτωνας. Ο Αλέξανδρος, ο οποίος έζησε πέντε αιώνες μετά τον Αριστοτέλη, προφανώς είχε στη διάθεσή του το χειρόγραφο μίας μικρής πραγματείας -κατά πάσα πιθανότητα- του Σταγειρίτη με τον τίτλο Περί Ιδεών, στην οποία παρουσιάζεται μία σειρά επιχειρημάτων με στόχο την κατάρριψη της ομώνυμης θεωρίας του Πλάτωνα.[12] Πώς μπορεί όμως να επιλυθεί το ζήτημα της πολλαπλότητας των Ιδεών αφού δι’ αυτών λαμβάνουν γνώρισμα πολλά πράγματα; Τι καθιστά αναγκαία την ύπαρξη του τρίτου ανθρώπου;
Η Gill προτείνει τη λύση των αριστοτελικών καθόλου: «εάν [ο Σωκράτης] είχε γεννηθεί έναν αιώνα αργότερα και είχε παρακολουθήσει τις διαλέξεις του Αριστοτέλη στο Λύκειο, ίσως να ανταπαντούσε, “Παρμενίδη, εάν νομίζεις ότι η ιδέα διαχωρίζεται από τον εαυτό της, υπάρχουσα ταυτοχρόνως σε έναν αριθμό πραγμάτων, παρεξηγείς τη φύση των ιδεών. Οι ιδέες είναι καθόλου και η φύση ενός καθόλου είναι ακριβώς να είναι παρόν σε πολλά μέρη ταυτόχρονα και να κατηγορείται από κοινού από έναν αριθμό πραγμάτων.” (βλ. Αριστοτέλη, Περί Έρμ. 7, 17a39-40· Μετά τά Φυσ. VII.16, 1040b25-6) Ως εκ τούτου, τα καθόλου δεν διαχωρίζονται από τον εαυτό τους»[13] Σε αυτή την περίπτωση η πλατωνική Ιδέα ταυτίζεται οντολογικά με τα αριστοτελικά καθόλου.
Μία άλλη λύση είναι η προσέγγιση της έννοιας της αναφοράς. Ο Eco εισάγει σημειωτικούς όρους στην εξέταση της πλατωνικής σύλληψης των Ιδεών και μεταβάλλει μία οντολογική ερώτηση σε ζήτημα της φιλοσοφίας της γλώσσας. Για τον Αριστοτέλη άλλωστε αυτή είναι μία εύλογη αναγωγή, καθώς η ουσία των πραγμάτων σχετίζεται με το τι λέμε γι’ αυτά. Παραπέμπει επομένως στη λειτουργία των πραγμάτων ως σημείων, αποτελούμενων από ένα σημαίνον κι ένα σημαινόμενο, των οποίων τα αναφερόμενα είναι οι Ιδέες.[14] Αυτό ισχύει διότι οι Ιδέες είναι αυτές που είναι πραγματικές, με βάση την πλατωνική θεωρία των Ιδεών, ενώ τα φυσικά αντικείμενα δεν είναι παρά ομοιώματά τους, στον βαθμό που μία εικόνα δεν είναι παρά ομοίωμα ενός φυσικού αντικειμένου.
Αν το σημείο, σύμφωνα με τον ορισμό του Peirce, είναι κάτι το οποίο στέκεται στη θέση κάποιου άλλου πράγματος, ο Eco λοιπόν νομιμοποιείται να θεωρεί ότι η ερώτηση που θα έθετε ο Αριστοτέλης στον Πλάτωνα είναι: εάν υπάρχουν οι Ιδέες, όπως τις περιγράφεις, ως αναφερόμενα των πραγμάτων, η σημειωτική διαμεσολάβηση της πραγματικότητας δεν θα οδηγούσε στο διηνεκές; Τι βαθμό πραγματικότητας θα έπρεπε λοιπόν να έχει ο τρίτος άνθρωπος - ή αλλιώς η Ιδέα που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά όλων των ανθρώπων καθώς και της Ιδέας του ανθρώπου (Τοπ. 178b36-179a10);
Αναφορά, έννοια, σημασία
Κατά πρώτον, ας εξετάσουμε τι άποψη θα είχε ο Πλάτωνας για την αναγωγή της Ιδέας σε αναφερόμενο. Στο 10ο βιβλίο της Πολιτείας (596a6-7) εκφράζεται η άποψη ότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να αποδέχονται την ύπαρξη μίας συγκεκριμένης Ιδέας όταν ονομάζουν ένα σύνολο πραγμάτων με κοινό όνομα που είναι και το ίδιο με αυτό που χρησιμοποιούν για να ονομάσουν την Ιδέα. Η υπόθεση της μη- ταυτότητας που είδαμε πριν, δηλαδή, η αποδοχή ότι ένα αντικείμενο δεν ταυτίζεται με την Ιδέα του, μας απαγορεύει ουσιαστικά να τοποθετήσουμε το αντικείμενο στην κατηγορία του αναφερόμενου όταν μιλάμε.
Με άλλα λόγια, όταν ονομάζουμε ένα τραπέζι, χρησιμοποιούμε το σημαίνον της λέξης, το σημαινόμενό της, που είναι η έννοια του τραπεζιού (δηλαδή, έπιπλο, διαφόρων υλικών, με τουλάχιστον τρία πόδια, στο οποίο εκτελούμε πράξεις, λ.χ. τρώμε, συνήθως καθιστοί) και αναφερόμαστε σ’ εάν συγκεκριμένο υλικό αντικείμενο, το οποίο είναι επομένως το αναφερόμενο. Αν όμως αναφερόμενο είναι και η Ιδέα του τραπεζιού και το ίδιο το τραπέζι, τότε, είτε θα πρέπει να απορρίψουμε την υπόθεση της μη-ταυτότητας, είτε να αποδεχτούμε οντολογικά την ύπαρξη δύο αναφερόμενων, του τραπεζιού ως πράγμα και της Ιδέας του τραπεζιού. Αυτό σημειωτικά είναι απαράδεκτο ή, επί της ουσίας, αναφέρεται σε διαφορετικές αναφερόμενες έννοιες: η Ιδέα του τραπεζιού και το ίδιο το τραπέζι δεν μπορούν να είναι αναφερόμενα του ίδιου σημείου.
Όπως αναφέρει ο Hales, η υπόθεση της μη-ταυτότητας είναι συνεπής με τις διατυπωμένες προτάσεις του Παρμενίδη στο ΕΤΑ, μόνο εάν ο Πλάτωνας δεχόταν την εξέταση του ΕΤΑ υπό το πρίσμα μίας θεωρίας της αναφοράς, πράγμα αδύνατο.[15] Η αλήθεια είναι ότι στην καθημερινή μας γλώσσα χρησιμοποιούμε το ίδιο κατηγόρημα για διαφορετικά αντικείμενα σε διαφορετικές χρήσεις ανάλογα με τα εκάστοτε συγκείμενα, λ.χ. ο Θουκυδίδης είναι μεγάλος, το τραπέζι είναι μεγάλο. Σε αυτή την περίπτωση, η Ιδέα του μεγέθους αναφέρεται σε διαφορετικές εκτάσεις της έννοιας, πιθανόν λοιπόν να πρόκειται για διαφορετικές Ιδέες, άρα αίρεται η υπόθεση της μοναδικότητας της Ιδέας. Εδώ όμως μπορεί να ενεργοποιηθεί η διάκριση ανάμεσα στην έννοια και τη σημασία. Αν εκλάβουμε την έννοια ως μία πυρηνική κατασκευή και τις σημασίες ως τις προθέσεις ή εκτάσεις της έννοιας, τότε μπορούμε να διατηρήσουμε τη μοναδικότητα της Ιδέας και ταυτόχρονα να απεγκλωβίσουμε τα αισθητά αντικείμενα από την τάση ταύτισής τους με την Ιδέα, ώστε να σώσουμε και την υπόθεση της μη-ταύτισης. Τα προβλήματα εδώ πάλι είναι δύο: α. θα συμφωνούσε ο Πλάτωνας με αυτή την αναγωγή; β. τι συνεπάγεται αυτή;
Στον Κρατύλο (409a1-6) ο Πλάτωνας επισημαίνει ότι οι πιο επιτυχημένα κατασκευασμένες λέξεις είναι αυτές οι οποίες κεντρίζουν το ενδιαφέρον μας συνδυάζοντας μία σειρά από συμπληρωματικά μηνύματα, και θέτει ως παρά- δείγμα τη λέξη «ήλιος», η οποία έχει τουλάχιστον τρεις σημασίες.[16] Συνεπώς ο Πλάτωνας δέχεται την ομωνυμική χρήση των λέξεων σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι τόσο ο μεγάλος Θουκυδίδης όσο και το μεγάλο τραπέζι μετέχουν της ίδιας Ιδέας του μεγέθους, ακόμη κι αν τελικά οι σημασία του μεγάλου είναι διαφορετική σε αυτές τις περιπτώσεις (από τη μία πλευρά, προσωπικότητα, γνώση, υστεροφημία, και από την άλλη, μέγεθος).
Οι σημασίες όμως, όπως αναφέρει ο Rastier, είναι για τον Αριστοτέλη μία νοητική αναπαράσταση. Ας θυμηθούμε εδώ την προτροπή του Παρμενίδη στον Σωκράτη να εξετάσει με τα μάτια της ψυχής την Ιδέα του μεγέθους καθώς και τα μεγάλα πράγματα. Συνεπαγωγικά, η θεωρία της αναφοράς, υπό την οπτική γωνία των σημασιών, για να υποστηρίξει το ΕΤΑ, θα πρέπει να επιχειρήσει μία μετατόπιση της Ιδέας από το αναφερόμενο στο σημαινόμενο, να διαφυλάξει τη θέση του αναφερόμενου για τα αισθητά αντικείμενα και να εξοβελίσει τις Ιδέες στον χώρο των απλών νοητικών κατασκευών.
Το σημειωτικό τρίγωνο
Ας εντάξουμε λοιπόν αυτές τις αναγωγές στη γλώσσα στο θεωρητικό σχήμα του σημειωτικού τριγώνου για να δούμε το τι αυτές προϋποθέτουν για τη λειτουργία της σκέψης και τη γνώση που μπορούμε να έχουμε για τα πράγματα. Το σημειωτικό τρίγωνο αποτελείται από το σημαίνον, που ουσιαστικά είναι η λέξη που σημαίνει μία έννοια, το σημαινόμενο, το οποίο είναι η έννοια που αποδίδει το σημαίνον και το αναφερόμενο, το οποίο είναι το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται το σημείο ως μονάδα ταύτισης μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου. Ο Eco επιχειρεί την απόδοση των φιλοσοφικών συστημάτων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη σε σημειωτικές κατασκευές και χρησιμοποιεί τους εξής όρους για να ενσαρκώσει τις γωνίες των αντίστοιχων τριγώνων: για τον Πλάτωνα σημαίνον είναι η λέξη, σημαινόμενο η έννοια και αναφερόμενο (ή αντικείμενο) μία εμπειρία του κόσμου, ενώ για τον Αριστοτέλη σημαίνον είναι η λέξη, σημαινόμενο το πάθημα της ψυχής και αναφερόμενο είναι η πρώτη ουσία.[17]
Πριν αναλύσουμε τα δύο σημειωτικά τρίγωνα, ας αναφερθούμε με συντομία στην αριστοτελική ορολογία: στο Περί Ερμηνείας (16a3-5) αναφέρεται ότι ο προφορικός λόγος είναι σύμβολο ψυχικών καταστάσεων, οπότε λειτουργεί ως σημαίνον των εννοιών που σχηματίζονται στο πνεύμα μας (παθήματα ψυχής), οι οποίες λειτουργούν ως σημαινόμενα. Η πρώτη ουσία (Μετ. τα Φυσ. 1005a35· Φυσ. 206b16) πάλι εννοείται αυτό το ον, χωρίς το οποίο δεν μπορούν να υπάρξουν τα άλλα πράγματα -ενώ το αντίστροφο δεν ισχύει-, το χρονικώς προηγούμενο, το υπαρκτικά πρωταρχικό.[18] [19] Το αντικείμενο αποτελείται από την Μορφή, το Είδος (Ιδέα του αντικειμένου) και την Ουσία. Στην πραγματικότητα η Ουσία είναι η ένωση της ύλης και του είδους. Αλλά αφού το είδος είναι η ιδέα του αντικειμένου θα έπρεπε να προϋπάρχει αυτού. Όμως ο Αριστοτέλης δεν δέχεται χωρισμό της ουσίας από το είδος. Άρα η πρώτη (προϋπάρχουσα) ιδέα του αντικειμένου δεν είναι το είδος αλλά η πρώτη ουσία.
Όπως διαπιστώνει και ο σημειωτιστής, η διαφορά ορολογίας αποκαλύπτει και τη μεθοδολογική και κυρίως οντολογική απόσταση μεταξύ των δύο συστημάτων φιλοσοφίας.
Το πράγμα (αναφερόμενο) στον Πλάτωνα είναι μία εμπειρία του κόσμου, η οποία ουσιαστικά είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα είναι η Ιδέα, η οποία δεν εντάσσεται σε σχήματα γνωσιολογίας που εκκινούν είτε από τη γλώσσα είτε από την εμπειρία. Στον Αριστοτέλη, με το να τίθεται το αναφερόμενο ως πρώτη ουσία επιτυγχάνεται ο μη διαχωρισμός της ουσίας από το είδος του πράγματος, αλλά εισάγεται μία προβληματική έννοια, αυτή της Ιδέας του αντικειμένου. Σαν ακριβώς ο Αριστοτέλης, όπως ο Πλάτωνας στη θεωρία της αναφοράς, να αποδέχεται την Ιδέα ως πραγματικό αντικείμενο. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Eco δεν τοποθετεί στο αριστοτελικό αναφερόμενο το ίδιο το αντικείμενο, αλλά την πρώτη ουσία. Ίσως, ήθελε να αποφύγει τον ορισμό του αντικειμένου μέσα από τη διαδικασία της φθοράς της ύλης, διότι τότε θα έπρεπε να αναιρέσει την έννοια της μορφής και κατ’ επέκταση της ίδιας της ουσίας του αναφερόμενου.
Τι μας διδάσκει το ΕΤΑ και το σημειωτικό τρίγωνο;
Συμπερασματικά, μέσα από την εκδίπλωση των σημειωτικών τριγώνων των δύο φιλοσόφων και λαμβάνοντας υπόψη τις προκείμενες του ΕΤΑ και των ενδιάμεσων προτάσεων του Vlastos, μπορούμε να διακρίνουμε τον βαθμό παραχώρησης στη δυνατότητα των αισθήσεων να εκλαμβάνουν επίπεδα της πραγματικότητας και στη δυνατότητα της γλώσσας να την περιγράφει. Η πρώτη ουσία του Αριστοτέλη στη θέση του αναφερόμενου ανοίγει την πόρτα για την υιοθέτηση της θεωρίας των καθόλου του Ζ' των Μετά τά Φυσικά (1038b), ενώ η εμπειρία του κόσμου στον Πλάτωνα υποθηκεύει τη γνώση των πραγμάτων και την εξαρτά από οντότητες που δεν δύνανται ούτε να βιωθούν ούτε να περιγραφούν. Ο νομιναλισμός του Μεσαίωνα θα προσπαθήσει να απαντήσει τόσο στις πλατωνικές Ιδέες, όσο και στα αριστοτελικά universalia.
Ακόμη όμως και αν η Ιδέα μετατοπιστεί στο σημαινόμενο με βάση τη θεωρία της αναφοράς και την υπόθεση της μη- ταύτισης μεταξύ πράγματος και της Ιδέας του πράγματος, τότε θα ταυτιστεί με την έννοια, πράγμα το οποίο θα ήταν απαράδεκτο για τον Πλάτωνα. Όχι όμως για τον Αριστοτέλη, ο οποίος εστιάζοντας ρητά στα παθήματα της ψυχής, όσο κι αν τα θεωρεί καθολικά, αφήνει μία χαραμάδα ερμηνείας και προσωπικής αντίληψης στο σημαινόμενο. Γι’ αυτό άλλωστε, για τον Σταγειρίτη, τα πράγματα είναι αυτό που λέμε γι’ αυτά, ενώ για τον Πλάτωνα αυτό δεν ισχύει χωρίς να απορριφθεί συλλήβδην η θεωρία των Ιδεών ως μοναδικές οντότητες.
Είναι επομένως τα σημαινόμενα καθολικά; Όταν εμείς οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε μία λέξη καταλαβαίνουμε όλοι το ίδιο πράγμα; Και αν ναι, ποιο είναι αυτό; Είναι αντικειμενικό; Είναι αντικείμενο αίσθησης ή πρέπει να δούμε νοητικά την Ιδέα; Το ΕΤΑ, η ένσταση δηλαδή του ίδιου του Πλάτωνα απέναντι στη θεωρία του, ίσως μας βοηθά να κατανοήσουμε τι σημαίνει νόημα και συναντίληψη αλλά, ταυτόχρονα, και χάσμα, ανοησία και αστοχία στην επικοινωνία. Αν το ΕΤΑ σώζεται, αν οι Ιδέες είναι όντως πολλαπλές, αυτό ίσως και να εξηγεί την πολλαπλότητα των σημαινομένων στον καθημερινό μας λόγο και τον τρόπο που αυτή επενεργεί στη διαμόρφωση των σχέσεων και της πραγματικότητας.
------------------------------
[1] Πλάτωνος Διάλογοί. Παρμενίδης., μτφρ. Η. Λάγιος, Αθήνα: Ζαχαροπουλος, 1954.
[2] Gill, M. L., “Problems for Forms”, in H. Benson (ed.) A Companion to Plato, Oxford: Blackwell, 2006, σ. 193.
[3] Vlastos, G., “The Third Man Argument in the Parmenides”, The Philosophical Review, Vol. 63, Νο 3, 1954, σ. 349.
[4] Cohen, S. M., “The Logic of the Third Man”, The Philosophical Review, Vol. 80, Νο 4, 1971, σ. 448.
[5] Vlastos, G., ό.π., σσ. 320-1.
[6] Ό.π., σσ. 324-5.
[7] Hansen, M. J., “Plato’s Parmenides: Interpretations and Solutions to the Third Man”, Aporia, Vol. 20, Νο 1, 2010, σ. 67.
[8] Hansen, M. J., ό.π., σ. 66-7.
[9] Vlastos, G., “Plato’s ‘Third Man’ Argument (Parm. 132a1-B2): Text And Logic”, The Philosophical Quarterly, Vol. 19, No. 77, 1969, σ. 292.
[10] Gill, M. L., ό.π., σ. 190
[11] «οἱ δὲ τὰς ἰδέας αἰτίας τιθέμενοι πρῶτον μὲν ζητοῦντες τωνδὶ τῶν ὄντων λαβεῖν τὰς αἰτίας ἕτερα τούτοις ἴσα τὸν ἀριθμὸν ἐκόμισαν, ὥσπερ εἴ τις ἀριθμῆσαι βουλόμενος ἐλαττόνων μὲν ὄντων οἴοιτο μὴ δυνήσεσθαι, πλείω δὲ ποιήσας ἀριθμοίη (σχεδὸν γὰρ ἴσα –ἢ οὐκ ἐλάττω– ἐστὶ τὰ εἴδη τούτοις περὶ ὧν ζητοῦντες τὰς αἰτίας ἐκ τούτων ἐπ᾽ ἐκεῖνα προῆλθον: καθ᾽ ἕκαστον γὰρ ὁμώνυμόν τι ἔστι καὶ παρὰ τὰς οὐσίας, τῶν τε ἄλλων ἔστιν ἓν ἐπὶ πολλῶν, καὶ ἐπὶ τοῖσδε καὶ ἐπὶ τοῖς ἀϊδίοις): ἔτι δὲ καθ᾽ οὓς τρόπους δείκνυμεν ὅτι ἔστι τὰ εἴδη, κατ᾽ οὐθένα φαίνεται τούτων: ἐξ ἐνίων μὲν γὰρ οὐκ ἀνάγκη γίγνεσθαι συλλογισμόν, ἐξ ἐνίων δὲ καὶ οὐχ ὧν οἰόμεθα τούτων εἴδη γίγνεται. κατά τε γὰρ τοὺς λόγους τοὺς ἐκ τῶν ἐπιστημῶν εἴδη ἔσται πάντων ὅσων ἐπιστῆμαι εἰσί, καὶ κατὰ τὸ ἓν ἐπὶ πολλῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων, κατὰ δὲ τὸ νοεῖν τι φθαρέντος τῶν θαρτῶν: φάντασμα γάρ τι τούτων ἔστιν. ἔτι δὲ οἱ ἀκριβέστεροι τῶν λόγων οἱ μὲν τῶν πρός τι ποιοῦσιν ἰδέας, ὧν οὔ φαμεν εἶναι καθ᾽ αὑτὸ γένος, οἱ δὲ τὸν τρίτον ἄνθρωπον λέγουσιν. ὅλως τε ἀναιροῦσιν οἱ περὶ τῶν εἰδῶν λόγοι ἃ μᾶλλον εἶναι βουλόμεθα οἱ λέγοντες εἴδη τοῦ τὰς ἰδέας εἶναι:
συμβαίνει γὰρ μὴ εἶναι τὴν δυάδα πρώτην ἀλλὰ τὸν ἀριθμόν, καὶ τὸ πρός τι τοῦ καθ᾽ αὑτό, καὶ πάνθ᾽ ὅσα τινὲς ἀκολουθήσαντες ταῖς περὶ τῶν ἰδεῶν δόξαις ἠναντιώθησαν ταῖς ἀρχαῖς. ἔτι κατὰ μὲν τὴν ὑπόληψιν καθ᾽ ἣν εἶναί φαμεν τὰς ἰδέας οὐ μόνον τῶν οὐσιῶν ἔσται εἴδη ἀλλὰ πολλῶν καὶ ἑτέρων (καὶ γὰρ τὸ νόημα ἓν οὐ μόνον περὶ τὰς οὐσίας ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ἄλλων ἐστί, καὶ ἐπιστῆμαι οὐ μόνον τῆς οὐσίας εἰσὶν ἀλλὰ καὶ ἑτέρων, καὶ ἄλλα δὲ μυρία συμβαίνει
τοιαῦτα): κατὰ δὲ τὸ ἀναγκαῖον καὶ τὰς δόξας τὰς περὶ αὐτῶν, εἰ ἔστι μεθεκτὰ τὰ εἴδη, τῶν οὐσιῶν ἀναγκαῖον ἰδέας εἶναι μόνον. οὐ γὰρ κατὰ συμβεβηκὸς μετέχονται ἀλλὰ δεῖ ταύτῃ ἑκάστου μετέχειν ᾗ μὴ καθ᾽ ὑποκειμένου λέγεται (λέγω δ᾽ οἷον, εἴ τι αὐτοδιπλασίου μετέχει, τοῦτο καὶ ἀϊδίου μετέχει, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκός: συμβέβηκε γὰρ τῷ διπλασίῳ ἀϊδίῳ εἶναι), ὥστ᾽ ἔσται οὐσία τὰ εἴδη: ταὐτὰ δὲ ἐνταῦθα οὐσίαν σημαίνει κἀκεῖ.»
[12] Shields, Ch., “Learning about Plato from Aristotle”, in H. Benson (ed.) A Companion to Plato, Oxford: Blackwell, 2006, σ. 405-6.
[13] Gill, M. L., ό.π., σ. 190-1.
[14] Eco, U., Le signe : histoire et analyse d’un concept, adapte de l’italien par J.-M. Klinkenberg, Bruxelles: Labor, 1988, σ. 189-92.
[15] Hales, S. D., “The Recurring Problem of the Third Man”, Auslegung Vol. 17, No. 1, 1991, σ. 67.
[16] Sedley, D., “Plato on Language”, in H. Benson (ed.) A Companion to Plato, Oxford: Blackwell, 2006, σ. 226. Βλ. Κρατ. 409a: «τω Δωρικω τις ονόματι χρωτο -‘άλιον’ γάρ καλούσιν οί Δωριης- ‘άλιος’ ουν ειη μεν αν κατά το αλίζειν εις ταυτον τους ανθρώπους επειοάν ανατείλη, ειη ο αν και τω περί την γην αει είλειν ιών, εοίκοι ο αν και οτι ποικίλλει ιων τά γιγνομενα εκ της γης: το οε ποικίλλειν και αίολειν ταυτόν.»
[17] Rastier, F., Arts et sciences du texte, Paris: P.U.F., σσ. 36-7..
[18] Eco, U., Semiotique et philosophie du langage, trad. M. Bouzaher, Paris: Quadrige/P.U.F. 2001, σ. 66..
[19] During, I., Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και Ερμηνεία της Σκέψης του, τ. Β', μτφρ. Α. Γεωργίου Κατσιβέλα, Αθήνα: ΜΙΕΤ: 1994, σσ. 425-9.