Στις αρχαίες ρωμαϊκές ημέρες ο Titus Manlius, σκοτώνοντας ένα γίγαντα Γαλάτη
του έκοψε το κεφάλι, «άρπαξε το περιδέραιό του και το τοποθέτησε αιματοβαμμένο
γύρω από το λαιμό του». Από τότε εκείνος και οι απόγονοί του έφεραν το επωνύμιο
Τorquatus (torques=αλυσίδα ή περιδέραιο) [1]. Η οικογένεια του Torquatus είχε το
περιδέραιο ως έμβλημα ως τις μέρες του αυτοκράτορα Καλιγούλα, που απαγόρευσε τη
χρήση του [2].
Η περίεργη συστροφή της σκέψης που οδήγησε σε τούτη την ενέργεια ήταν
χαρακτηριστική για τη συγκεκριμένη περίοδο της μαγείας. Δεν περιορίστηκε,
ωστόσο, σε εκείνη τη θεωρητική πλέον για εμάς εποχή, ούτε καν στους πρωτόγονους,
αλλά απαντάται και στην αποκαλούμενη «σύγχρονη» εποχή μας, ακόμα και σε
ενήλικες, που υποθετικά έχουν πέσει στα δίκτυα του ορθολογισμού. Πρόκειται για
έναν πρωτόγονο τύπο λογικής που έχει επιβιώσει θαμμένος καλά στο συλλογικό
ασυνείδητο της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με αυτόν τον τύπο, όταν κάτι έλθει σε επαφή
με μια ανθρώπινη ύπαρξη εμψυχώνεται και φέρει τη χαρακτηριστική του ποιότητα
ακόμα και αν αφαιρεθεί από πάνω του. Πρόκειται ουσιαστικά για τη χαρακτηριστική
ανιμιστική αρχή της επαφής.
Στο Αττικές Νύχτες του Γέλιου [3] διαβάζουμε πως, αν επρόκειτο να επιλυθεί
κάποια διαφωνία σχετική με ιδιοκτησιακό καθεστώς, οι αντίδικοι, μαζί με το
δικαστή, αναγκάζονταν να πάνε στη γη και «να θέσουν τα χέρια τους» πάνω στην
ιδιοκτησία. Με την ανάπτυξη της ρωμαϊκής επικράτειας, όμως, οι δικαστές το
έβρισκαν ενοχλητικό να φεύγουν από τη Ρώμη για «να θέσουν τα χέρια τους» στην
πραγματική ιδιοκτησία. Έτσι οι αντίδικοι επισκέπτονταν τη γη, επέστρεφαν με ένα
σβόλο γης που τον έπαιρναν από το κτήμα τους και έκαναν στη Ρώμη την «επίθεση»
των χειρών ως να ήταν παρόντες στη γη τους.
Οι Ρωμαίοι οι ίδιοι είχαν γνώση των αρχών που περιλαμβάνονταν σε τέτοιες
ιστορίες. Ο Κικέρων, για παράδειγμα, αναφέρει [4]: “Γιατί, εφόσον τα σώματα
έπεσαν και καλύφθηκαν με τη γη… οι άνθρωποι θα μπορούσαν να σκέπτονται ότι το
υπόλοιπο της ζωής των νεκρών περνά κάτω από τη γη». Ο Λουκρήτιος, περιγράφοντας
τους αγώνες του πρωτόγονου ανθρώπου, λέγει [5]:
«Αλλά σε εκείνες τις εποχές το ανθρώπινο γένος
ήταν πολύ πιο σκληραγωγημένο στα χωράφια, όπως ήταν πρέπον, επειδή η γη που τους
γέννησε ήταν σκληρή»
Σύμφωνα με τον Οβίδιο[6] ο λόγος για τον οποίο οι Ρωμαίοι έδιναν δώρα σε
καθορισμένες ημερομηνίες, σύκα και μέλι την ημέρα του νέου έτους ήταν
«για να συνεχίσει ο χρόνος με τη γλυκύτητα που
ξεκίνησε».
Ο Απουλήιος στην απολογία του ενάντια στην κατηγορία ότι χρησιμοποίησε ένα
συγκεκριμένο ψάρι για μαγικούς σκοπούς εξαιτίας του ονόματος και του περίεργου
σχήματός του, απάντησε [7]: «Πείτε μου, υπάρχει τίποτα πιο ανόητο από το να
συμπεραίνει κανείς ότι εξαιτίας της ομοιότητας των ονομάτων των πραγμάτων η
δύναμή τους είναι ταυτόσημη;» Από τη μεριά του ο Σέρβιος τονίζει[8]: «Στις
θυσίες, γίνονται αποδεκτά τα ομοιώματα ως πραγματικότητες. Για αυτό όταν πρέπει
να θυσιαστούν ζώα που είναι δύσκολο να βρεθούν, φτιάχνονται τα ομοιώματά τους
από ψωμί ή κερί και γίνονται αποδεκτά ως αληθινά θύματα».
Η χρήση των ομοίων στις παραπάνω περιπτώσεις αποκαλύπτει την ουσία της
συστροφής της σκέψης για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Οι Ρωμαίοι, όπως και οι
Έλληνες πριν από αυτούς, οι λαοί της Εγγύος και της Μέσης Ανατολής πριν από
αυτούς, οι Αιγύπτιοι και άλλες πιο πρωτόγονες κοινότητες ως τη μακρινή
παλαιολιθική χρησιμοποιούσαν συνειδητά τα ομοιώματα και την εμψύχωση δια της
επίθεσης των χειρών ή τη χρήση φυλακτηρίων για μαγικο-θρησκευτικούς σκοπούς. Μια
ματιά στις παρυφές των σύγχρονων ηθών και εθίμων αρκεί για να πειστεί και ο
πλέον δύσπιστος ορθολογιστής πως αυτές οι πρακτικές επιβιώνουν με τον ένα ή τον
άλλον τρόπο, ακόμη και αν δεν είμαστε συνειδητά ενήμεροι για το σκοπό και το
πραγματικό τους νόημα.
Θετικό
και αρνητικό mana: Αποκύημα της πανάρχαιας μαγικής πρακτικής η θρησκεία
-όπως και ο νόμος- διαμορφώθηκε εξαιτίας της ανάγκης του ανθρώπου να υπερβεί τα
εμπόδια που βάζει η φύση στο δρόμο του και να επιβιώσει[9]. Η βροχή, η ξηρασία,
το χαλάζι καταστρέφει τις συγκομιδές του. Η αστραπή χτυπά το σπίτι του. Ο λοιμός
σκοτώνει τους αγαπημένους του και τα ζωντανά του. Από αυτά τα κακά, για τα οποία
τίποτα δε γνωρίζει επί της ουσίας, πρέπει να προστατευθεί. Με κάποιο τρόπο,
λοιπόν, οφείλει να εξασφαλίσει την αγαθοεργή επίδρασή τους.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο περνά πέρα από τα σύνορα της επικράτειας της
λογικής. Ο τρόπος της σκέψης και της δράσης του διαφοροποιείται, παρόλο που στις
περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχει συνειδητή πρόθεση. Άλλωστε, πολλές από τις
δεισιδαιμονίες ή τις θρησκευτικές παρερμηνείες καλλιεργήθηκαν εξαιτίας της
ατελούς μας κατανόησης των γεγονότων του κόσμου.
Οι αρχαίοι φιλόσοφοι, όπως και οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι, γνώριζαν τις
δυσκολίες που συναντούσαν οι πρωτόγονοι στην προσπάθειά τους να επιζήσουν.
Παρόλο που δεν μπορούσαν να μελετήσουν αυτά τα προβλήματα με τη σύγχρονη
επιστημονκή μεθοδολογία, σε πολλές περιπτώσεις ανακαλύπτουμε ότι ορισμένοι από
αυτούς -οι έλληνες φυσιολόγοι για παράδειγμα, ο ρωμαίος Λουκρήτιος ή ο Κικέρων-
στράφηκαν σε αρχές και ζητήματα με τα οποία ασχολείται σήμερα η σύγχρονη
ανθρωπολογική έρευνα. Ο Λουκρήτιος, για παράδειγμα, ο ρωμαίος υπέρμαχος του
Επικουρειανισμού, προσδόκησε πολλά σύγχρονα προβλήματα των φυσικών και
κοινωνικών επιστημών και μας άφησε μια ζωντανή αφήγηση αυτών των πρώιμων
προσπαθειών του ανθρώπου[10]:
«Δεν ήξεραν πώς να χρησιμοποιούν το πυρ, ούτε πώς
να χρησιμοποιούν τα δέρματα των άγριων ζώων για να ντύνονται, αλλά συνήθιζαν να
ζουν στα δάση και τα ορεινά σπήλαια των βουνών και να κρύβουν τις άγριες μορφές
τους ανάμεσα στους θάμνους, για να αποφύγουν τους ανέμους και τις βροχές που
τους μαστίγωναν [...] Τους προκαλούσε αγωνία το γεγονός ότι άγρια πλάσματα
έκαναν τον ύπνο τους μοιραίο. Διωγμένοι από το πλησίασμα του άγριου κάπρου και
του ισχυρού λέοντα, εύρισκαν δύσκολα το καταφύγιο τους…».
Ο Κικέρων έγραψε κάποτε[11]:
«Δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο ότι το δέος που ένιωσε
ο πρωτόγονος άνθρωπος από τον τρόμο του για την αστραπή και τη βροντή τον
οδήγησε να πιστεύει ότι ο Δίας, ισχυρός σε όλα τα πράγματα, προκαλούσε επίσης
αυτά τα φαινόμενα;»
Οσο ο άνθρωπος δεν κατέχει την απαραίτητη γνώση για τον εαυτό του και τον
κόσμο που τον περιβάλλει, αισθάνεται πως οτιδήποτε διαφορετικό είναι δυνητικά
επικίνδυνο. Κατέχει δηλαδή μια μυστηριώδη δύναμη που μπορεί να τον βλάψει.
Χρειάζεται, λοιπόν, είτε να το αποτρέψει από τις αρνητικές επιδράσεις που
έχει πάνω του ή να το ωθήσει σε μια αγαθοεργό επιρροή. Αν δεν είναι δυνατόν να
κάνει κάτι από τα δύο και θεωρεί την επίδραση μολυσματική, τότε προχωρεί στον
εξαγνισμό, συνήθως με τη χρήση του νερού ή της φωτιάς. Η αποτροπή, η επίκληση
και ο εξαγνισμός είναι στοιχεία που αρθρώνουν το θεωρητικό και πρακτικό έργο της
συμπαθητικής μαγείας στους πρωτόγονους λαούς και της θρησκείας στους λαούς των
πολιτισμένων χρόνων.
Σε αυτή τη μυστηριώδη δύναμη, επιβλαβή ή αγαθοεργή, έχει δοθεί το όνομα
mana[12]. Το επιβλαβές mana αποκαλείται συνήθως taboo ή αρνητικό mana [13], ενώ
το αγαθοεργό απαντάται απλώς ως mana. Στην περίπτωση του αρνητικού mana η
βιωματική εμπειρία έχει δείξει ότι ο κίνδυνος δεν είναι δυνητικός μόνον αλλά
πραγματικός. Στην περίπτωση του θετικού mana το δυνητικό καλό ωθείται στη δράση
μέσω της μαγικής πράξης. Σε ό,τι αφορά στο αρνητικό mana ή taboo ο πιθανός
κίνδυνος είναι βιωματικά πραγματικός, και έτσι η αποτροπή είναι απαραίτητη, ή,
εάν αυτό είναι αδύνατο, πρέπει τελεστούν ιεροτελεστίες καθαρμού, για να
απελευθερωθεί κανείς από το κακό της μεταδοτικής ασθένειας.
Ο ξένος κατέχει για τον πρωτόγονο νου την ιδιαίτερη ποιότητα που ονομάσαμε
γενικά mana. Έρχεται από το ανεξερεύνητο δάσος και μπορεί να είναι εχθρικός ή
φιλικός. Όταν ο ξένος επιτεθεί στον πρωτόγονο, εκείνος συνειδητοποιεί ότι ο
ξένος κατέχει μια βλαπτική δύναμη, δηλαδή αρνητικό mana. Όταν προβάλλει ένας
δεύτερος ξένος από τα δάση, ο πρωτόγονος νους τον συνδέει με τη ζημιά που
προκάλεσε ο πρώτος ξένος παράγοντας ουσιαστικά ένα taboo.
Ως εκ τούτου έχει ένα παράξενο συναίσθημα στη θέα όχι μόνο του ξένου αλλά και
όσων βρίσκονται σε επαφή μαζί του, ή στην πραγματικότητα οποιουδήποτε έμψυχου ή
άψυχου προέρχεται από τον ίδιο τόπο με τον ξένο. Εάν δεν μπορεί να τον αποφύγει
τον και έρχεται σε επαφή μαζί του ή με ό,τι του ανήκει, πρέπει να προστατευθεί
από τα κακά αποτελέσματα της μεταδοτικής ασθένειας με μια εξαγνιστική
ιεροτελεστία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ρωμαίοι στρατηγοί, οι
στρατιώτες και ο εξοπλισμός τους έπρεπε να καθαριστούν πριν εισέλθουν στην πόλη
μετά από μια εκστρατεία, καθώς είχαν έλθει αναπόφευκτα σε επαφή με τους εχθρούς
τους.
Μαγεία: Στα πρωτόγονα στάδια
διαμόρφωσης της μαγικής του συνείδησης ο άνθρωπος θεωρούσε ότι εκτελώντας κάποια
μυστηριακή πράξη, συνήθως μιμούμενος την επιθυμητή δράση και συχνά βοηθούμενος
από κάποια επίκληση ή ξόρκι -και κάποιο αποτροπαϊκό φυλακτήριο- μπορούσε να
εξαναγκάσει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Όταν το άτομο μιμείται αυτό που προσπαθεί να επηρεάσει, οι ανθρωπολόγοι
μιλούν για ομοιοπαθητική μαγεία. Όταν χρησιμοποιεί κάποιο αντικείμενο, όπως
ενδύματα, τρίχες, νύχια, η ό,τι βρισκόταν σε επαφή με το άτομο, χρησιμοποιείται
ο όρος μεταδοτική μαγεία. Ο γενικός όρος «συμπαθητική μαγεία» περιλαμβάνει και
τους δύο τύπους, γιατί υποτίθεται ότι εγκαθιδρύεται μια μυστηριώδης συμπάθεια
μεταξύ του αντικειμένου που πρόκειται να επηρεαστεί και του ομοίου του φυσικού
προσώπου. Συχνά η ίδια ιεροτελεστική πράξη είναι και μεταδοτική και
ομοιοπαθητική.
Η βοσκοπούλα στην όγδοη Εκλογή του Βιργίλιου -που ακολουθεί πιστά το δεύτερο
ειδύλλιο του Θεόκριτου- προσπαθεί ως άλλη Σιμαίθα να φέρει πίσω τον Δάφνι,
εκτελώντας περίπλοκες τελετουργίες, συνοδευόμενες από μια επίκληση. Σε αυτές τις
μαγικές ιεροτελεστίες χρησιμοποιείται εξαγνιστικό ύδωρ, ιεροί κλώνοι και λιβάνι.
Το ομοιοπαθητικό στοιχείο εμφανίζεται όταν η γητεύτρα ανεμίζει μπρος την εικόνα
του Δάφνι τρία νήματα διαφορετικών χρωμάτων, σε κάθε ένα από τα οποία υπάρχει
ένας κόμπος. Δένοντας την εικόνα του Δάφνι, ελπίζει να δέσει τον ίδιο τον νέο με
τη βοήθεια μιας επίκλησης που επαναλαμβάνεται εννέα φορές κατά τη διάρκεια των
ιεροτελεστιών:
«Οδηγήστε τον Δάφνι σπίτι από την πόλη, γητειές μου, οδηγήστε τον Δάφνι
σπίτι»
Η γοητεία απαιτούσε δύο ομοιώματα του Δάφνι, ένα πήλινο που συμβόλιζε τη
στάση του προς τις άλλες γυναίκες, προς τις οποίες θα σκλήραινε όπως σκληραίνει
ο πηλός όταν ψήνεται και ένα κέρινο, που έλιωνε στη φωτιά κι έκανε τον Δάφνι να
λιώνει από αγάπη για την αγαπημένη του:
«Όπως σκληραίνει τούτος ο πηλός, όπως λειώνει αυτό το κερί στην ίδια φωτιά,
έτσι να λειώσει ο Δάφνις με την αγάπη μου»
Σε αυτή την ιεροτελεστία, μερικά προσωπικά αντικείμενα που έχει αφήσει πίσω
του ο Δάφνις, θάβονται από τη μάγισσα στη γη, κάτω από το κατώφλι. Καθώς τα
θάβει, απευθύνεται στη γη:
«Αυτά τα λείψανα, Ω Γη, Σου εμπιστεύομαι. Αυτές οι εγγυήσεις της αγάπης είναι
υποχρεωμένες να μου δώσουν τον Δάφνι».
Αυτό το στοιχείο στις ιεροτελεστίες είναι «μεταδοτικό», αφού τα αντικείμενα
ήταν κάποτε σε επαφή με τον Δάφνι.
Ανιμισμός: Ας έλθουμε τώρα σε ένα
άλλο θέμα, τον ανιμισμό[14] ο οποίος, όπως η μαγεία και το taboo, θεωρείται
συχνά διακριτή περίοδος ανάπτυξης της θρησκείας[15]. Και εδώ, όμως, τα φαινόμενα
που σχετίζονται με τον ανιμισμό δεν ανήκουν σε κάποια ιδιαίτερη εποχή ή
συγκεκριμένους λαούς. Οι ψυχολόγοι μας λένε ότι ανθρώπινα όντα στην ανάπτυξή
τους από την παιδική ηλικία στην ωριμότητα περνούν μέσω της συλλογικής εμπειρίας
της φυλής στην ατομική τους εξέλιξη.
Διαχρονικά το παιδί θα μιλήσει στο παιχνίδι του ως να ήταν ζωντανή ύπαρξη και
αν προσπαθήσει κανείς να του πει ότι το παιχνίδι δεν καταλαβαίνει, το παιδί
ενστικτωδώς θα εναντιωθεί. Τούτο θα συμβεί γιατί περνά από το ατομικό του
ανιμιστικό στάδιο, αντλώντας τη σχετική εμπειρία από τη δεξαμενή του συλλογικού
ασυνείδητου.
Ο E. B. Tylor στο κλασικό έργο του για τον πρωτόγονο πολιτισμό[16],
υποδεικνύει ότι ο πρωτόγονος θεωρεί πως κατέχει όχι μόνο το σώμα του, αλλά και
ένα σκιώδες είδωλό του, το οποίο στα όνειρα και τις εκστατικές καταστάσεις
μπορεί να περιφέρεται γοργά από τόπο σε τόπο, εκτελώντας τις περισσότερες από
τις ενέργειες του πραγματικού σώματος. Αυτή η πεποίθηση είναι διαδεδομένη ακόμα
και σήμερα μεταξύ των πρωτόγονων φυλών. Τα όνειρα, λοιπόν, είναι μια πηγή της
ανθρώπινης πίστης στα πνεύματα, και για τον πρωτόγονο νου η εμπειρία του ονείρου
είναι τόσο πραγματική όσο εκείνη της αφυπνισμένης συνείδησης.
Ο Frazer, για παράδειγμα, καταγράφει μια περίπτωση, σύμφωνα με την οποία
κάποιος ιθαγενής είχε ένα όνειρο, στο οποίο ο κύριός του τον ανάγκασε για
κουβαλήσει ένα κανό σε μεγάλη απόσταση. Το επόμενο πρωί ο ιθαγενής επέπληξε
θυμωμένα τον κύριό του γιατί του ανέθεσε τόσο κοπιαστικό έργο. Θεώρησε ότι η
ψυχή του είχε αφήσει το σώμα του κατά τη διάρκεια της νύχτας[17].
Αυτός είναι κυρίως ο λόγος για τον οποίο ο πρωτόγονος δε θα ξυπνήσει εκείνον
που κοιμάται, γιατί εάν αυτό γίνει ξαφνικά, το πνεύμα ίσως δε θα έχει το χρόνο
να επιστρέψει στο σώμα του. Ο Carveth Wells, ποιος πέρασε έξι χρόνια ανάμεσα
στους Μαλαίσιους, γράφει [18]: «Δε θυμάμαι ποτέ πραγματικά να με ξύπνησε κάποιος
Μαλαίσιος. Το θεωρούν επικίνδυνο να ξυπνήσουν κάποιον που κοιμάται, επειδή
θεωρούν ότι κατά τη διάρκεια του ύπνου το σώμα και η ψυχή είναι χωρισμένα και
ότι η προσπάθεια να ξυπνήσεις κάποιον ξαφνικά μπορεί να τον οδηγήσει σε
στιγμιαίο θάνατο. Περιμένουν, λοιπόν, υπομονετικά έως ότου γίνεται αισθητή η
παρουσία τους βαθμιαία και ο κοιμώμενος αφυπνιστεί από μόνος του».
Σε όλα αυτά να προσθέσουμε ότι ο πρωτόγονος νους εμψύχωσε και τα αντικείμενα
που τον περιέβαλαν. Στα μακρινά του ταξίδια ο ναυτικός, ο κυνηγός, έβλεπε
πνεύματα να εμψυχώνουν τα εργαλεία, τα όπλα και τα προσωπικά του αντικείμενα. Οι
σκιές, η ηχώ της φωνής του, το είδωλό του στα νερά της λίμνης -όλα δημιουργούσαν
μέσα του τις προϋποθέσεις της πνευματοποίσης. Επιπλέον, η παρατήρηση ότι το
πτώμα ήταν διαφορετικό από το ζωντανό σώμα, ειδικά στην έλλειψη της κίνησής του,
τον οδήγησε να θεωρήσει πιθανώς ότι κάτι είχε εξαφανιστεί από μέσα του –κάποιο
πνεύμα ίσως. Στα όνειρα το σώμα ήταν κατά τον ίδιο τρόπο αδρανές και έτσι
θεωρούσε πως στα όνειρα η ψυχή του αναχωρούσε.
Αυτή η περιπλάνηση της ψυχής στα όνειρα βρίσκει την έκφρασή της στον
Λουκρήτιο[19]:
«Πάλι, όταν ο ύπνος δένει τα άκρα στη γλυκιά
ανάπαυση και ολόκληρο το σώμα κείται βυθισμένο στον βαθύτερο ύπνο, τότε, παρόλα
αυτά, μας φαίνεται πως είμαστε ξυπνητοί και κινούμε τα άκρα μας. Και μέσα στα
μαύρα σκοτάδια της νύχτας νομίζουμε πως βλέπουμε τον ήλιο και το ηλιόφως. Και
παρόλο που βρισκόμαστε σε χώρο περιορισμένο, περιδιαβαίνουμε τον ουρανό, τη
θάλασσα, τα ποτάμια, τα βουνά, διασχίζουμε πεζοί πεδιάδες κι ακούμε ήχους,
παρόλη τη σιγαλιά της νύχτας. Νομίζουμε πως μιλάμε, αν και στην πραγματικότητα
είμαστε αμίλητοι».
Και πάλι στον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο[20] διαβάζουμε για τα ταξίδια μιας ψυχής,
ενώ το σώμα ήταν σε ένα καταληπτική κατάσταση. Η ψυχή του Ερμότιμου από τις
Κλαζομενές συνήθιζε να αφήνει το σώμα και να επισκέπτεται μακρινούς τόπους, ενώ
το σώμα ήταν φαινομενικά άψυχο[21]. Οι εχθροί του έκαψαν το σώμα του κατά τη
διάρκεια μιας από αυτές τις καταληψίες και έτσι «στέρησαν από την ψυχή τη
δυνατότητα επιστροφής στο θηκάρι της -εάν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτόν
τον όρο».
Το ανιμιστικό στάδιο στην ανάπτυξη της θρησκείας αποδόθηκε ενίοτε -λανθασμένα
κατά την άποψή μας- στην αποτυχία της μαγείας. Είναι ορθότερο να πούμε πως
οφείλεται μάλλον στην αυξανόμενη αυτοσυνείδηση του πρωτόγονου ανθρώπου, η οποία
είχε ως αποτέλεσμα μια καθοριστική αλλαγή της στάσης του απέναντι στα
αντικείμενα ή τις καταστάσεις που προσπαθούσε να επηρεάσει. Αυτή η μετατόπιση
φαίνεται στον άμεσο τρόπο με τον οποίο απευθύνεται καταρχήν ο πρωτόγονος
άνθρωπος στα αντικείμενα (νατουραλισμός) και κατόπιν -στην ανιμιστική περίοδο-
στα πνεύματα που τα εμψυχώνουν.
Το στάδιο μετάβασης ανάμεσα στη μαγεία και τον ανιμισμό φαίνεται πιθανώς
καλύτερα στην αφήγηση του Οβίδιου στη γιορτή του Πάλη[22], όπου ο αγρότης
επικαλείται τον Πάλη «να κατευνάσει τις πηγές και τα πνεύματα των πηγών». Εδώ, ο
αγρότης απευθύνεται πρώτα στις πηγές και κατόπιν στα πνεύματα που τις
εμψυχώνουν.
Έχουμε δει ήδη πως σε αυτό το μαγικό στάδιο ο άνθρωπος συνειδητοποιεί -όταν
βιώσει ορισμένες καταστάσεις που θεωρούσε πριν επικίνδυνες- πως σε ορισμένες
περιπτώσεις οι επιδράσεις τους είναι αγαθοεργές, προσφέρουν δηλαδή θετικό mana.
Αυτή την αγαθοεργή επίδραση προσπαθεί να αντλήσει μέσω της μαγικής πράξης την
οποία συνοδεύει συνήθως με επικλήσεις ή ξόρκια. Η συνοδευτική μαγική διαδικασία
είναι καθαρώς μηχανική. Το πρόσωπο που εκτελεί την τελετουργία γνωρίζει ότι
ακολουθεί μια ορισμένη επίδραση, εάν η μαγική πράξη και η επίκληση γίνονται με
τον πρέποντα τρόπο.
Η επιθυμία βρίσκεται στο ίδιο το άτομο. Η τάση του εξελισσόμενου νου ήταν
πλέον να αποδίδει κάποιο πνεύμα στο αντικείμενο που εξέταζε κάθε φορά -να το
εμψυχώνει με άλλα λόγια- ενώ παράλληλα άλλαξε και το χαρακτήρα των επικλήσεών
του. Αλλά η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο ξόρκι της μαγικής περιόδου και της
προσευχής της ανιμιστικής περιόδου δε βρίσκεται σε εξωτερικές αλλαγές αλλά στη
μετατόπιση της νοητικής θεώρησης των πραγμάτων, η οποία με τη σειρά της έφερε
και τις συνεπακόλουθες αλλαγές στον τόνο, το ύφος και της ποιότητα της
επίκλησης[23].
Η μαγεία, το mana και ο
ανιμισμός, έτσι όπως μας παραδίδονται από τις ρωμαϊκές τουλάχιστον
πηγές τους υποδεικνύουν όχι μόνο την πεποίθηση του αρχαίου κόσμου πως ο
περιβάλλων κόσμος ήταν εμψυχωμένος και συνεπώς άξιος σεβασμού, αλλά καταγράφουν
και τα σημαντικά εξελικτικά στάδια της ανθρώπινης αντίληψης και συνείδησης από
την αγελαία της κατάσταση στην εξατομικευμένη αυτοσυνείδηση.
Από αυτή την άποψη θα μπορούσαμε να πούμε πως άσχετα με τις σύγχρονες
πεποιθήσεις περί δεισιδαιμονίας και της ανάγκης εξορθολογισμού των περισσοτέρων
στοιχείων της μικρής ζωής μας, η μελέτη των μαγικών ιεροτελεστικών πρακτικών του
παρελθόντος αναδεικνύει τον σκληρό αγώνα της ύπαρξης να κατανοήσει τον εαυτό της
και το περιβάλλον.
Ίσως χρειαστεί λοιπόν να πάμε βαθύτερα στο
παρελθόν, στην αρχαία Ελλάδα, να περιδιαβούμε τη θεσσαλική γη κι ακόμα πιο πίσω
στην Εποχή του Χαλκού, να προσμετρήσουμε τις συνέπειες που είχαν αυτού του
είδους οι πεποιθήσεις όχι μόνο στη διαμόρφωση της θρησκείας, αλλά και στη
διαμόρφωση κανόνων κοινωνικής συμμόρφωσης και συμπεριφοράς.
***
ΒιβλιογραφίαBurriss, E. Ed., Taboo, Magic,
Spirits: a study of primitive elements in roman religion, (New York
1931)
Burriss, E. Ed., «The Magic Elements in Roman Prayers», στο Classical
Philology, XXV (1930)
Clodd, Ed., Animism: Religions, Ancient and Modern,
Constable & Co, (London 1921)
Eliade M., Πραγματεία επί της Ιστορίας των
Θρησκειών, Χατζηνικολή, (Αθήνα 1981)
Frazer J. G., Taboo and the Perils of
the Soul, (London 1955c)
Fowler W. W., The Religious Experience of the Roman
People, MacMillan & Co., (London 1911)
Gilmore G.W., Animism, Boston
Marshall Jones Co, (Boston 1919)
Jevons F. B., The Idea of God, Cambridge
University Press, (Cambridge 1910)
Rohde E., Η Ψυχή, Τομ. Β΄, Ιάμβλιχος,
(Αθήνα 2004)
Tylor E. B., Primitive Culture, Vol. 1, Murray, (London,
1904d)
Wells, C., Six Years in The Malay Jungle, Garden City, (New York
1925)
Πηγές
Aulus Gellius, Noctes
Atticae
Suetonius, Caligula
Cicero, Tusculanae Disputationes
Lucretius,
De Rerum Natura
Cicero, De Divinatione
Apuleius, Metamorphoses
Plinius,
Naturalis Historia
Petronius, Satyricon
Ovid, Fasti
Παραπομπές – σημειώσεις
[1] Άουλος Γέλιος, Αττικαί Νύκται, IX, 13:6-19
[2] Σουητόνιος, Καλιγούλας, XXXV, 1
[3] Αττικαί
Νύκται, XX. 10, 8-9
[4] Συζητήσεις στο Τούσκουλο, I. 36
[5] Περί της φύσης
των πραγμάτων, V. 925-926
[6] Εορταί, I. 185-188
[7] Απολογία, XXXIV [8]
Σέρβιος στο Βιργιλίου Αινειάς, II. 116 [9] Fowler W. W., The Religious
Experience of the Roman People, MacMillan & Co., (London 1911): 3 [10] Περί
της φύσηoς των πραγμάτων, V. 953-957. 982-998, 1007-1008 [11] Περί μαντικής, II.
18, 42
[12] Marett, R. R., On the Threshold of Religion, 137.
[13] Fowler
W. W., ό.π: 42 «Στην περίπτωση του taboo η μυστική ουσία δεν πρέπει να
προσεγγίζεται με ελαφρότητα, (αρνητική όψη), ενώ το mana, είναι ένστικτο με
μυστική δύναμη, (θετική όψη).»
[14] Περισσότερα για τον ανιμισμό βλ. Clodd,
Ed., Animism: Religions, Ancient and Modern. Constable & Co, (London 1921).
Επίσης, Gilmore G.W., Animism, Boston Marshall Jones Co, (Boston 1919) και
Jevons F. B., The Idea of God, Cambridge University press, (Cambridge 1910):
15-18. [15] Βλ. Eliade M., Πραγματεία επί της Ιστορίας των Θρησκειών,
Χατζηνικολή, (Αθήνα 1981): 66-73 [16] Tylor E. B., Primitive Culture, Vol. 1,
Chapter XI, Murray, (London, 1904d) [17] Frazer J. G., Taboo and the Perils of
the Soul, (London 1955c): 36-37 [18] Carveth Wells, Six Years in The Malay
Jungle, Garden City, (New York 1925): 73-74. [19] Περί της φύσεως των πραγμάτων,
IV. 453-461.
[20] Φυσική ιστορία, VII. 52, 174.
[21] Περισσότερα βλ. Rohde
E., Η Ψυχή, Τομ. Β΄ Ιάμβλιχος, (Αθήνα 2004): 56 κ.ε.
[22] Εορταί, IV.
759-760.
[23] Burriss, E. Ed., «The Magic Elements in Roman Prayers», στο
Classical Philology, XXV (1930): 47-55.