Προφορικός και γραπτός λόγος
Από τα μέσα του πέμπτου μέχρι τα μέσα του τέταρτου αιώνα π.Χ. συντελέστηκε στην πνευματική ζωή της Αθήνας μια πολύ βαθιά αλλαγή: άρχισε να κυριαρχεί σταδιακά ως μέσο διάδοσης των ιδεών και της λογοτεχνίας ο γραπτός λόγος. Μέχρι την εποχή αυτή όχι μόνο η ποίηση αλλά και ο πεζός λόγος (γνωστό παράδειγμα αποτελεί το έργο του Ηροδότου) παρουσιαζόταν στο κοινό προφορικά, έστω και αν τα έργα είχαν συντεθεί γραπτώς. Η αλλαγή επέφερε πολλαπλές αναταράξεις, μεταξύ άλλων και στους κύκλους των σοφιστών. Στις αρχές του τέταρτου αιώνα ο Ισοκράτης άρχισε στη σχολή του να καλλιεργεί τον γραπτό λόγο, ενώ συγχρόνως ο Πλάτων ασκούσε δριμεία κριτική στους σοφιστές. Η αντίδραση στο νέο ρεύμα προήλθε από έναν μαθητή του Γοργία, τον σοφιστή Αλκιδάμαντα, ο οποίος στο έργο του Περὶ τῶν τοὺς γραπτοὺς λόγους γραφόντων ἢ Περὶ σοφιστῶν στρέφεται εναντίον όσων (εννοείται κυρίως ο Ισοκράτης) καλλιεργούν μια ρητορική που στηρίζεται σε γραμμένους από πριν και δουλεμένους μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια λόγους. Ο Αλκιδάμας συνηγορεί υπέρ του αυτοσχεδιασμού και τονίζει ότι ο προφορικός λόγος είναι δυσκολότερος από τον γραπτό, παρέχει ωστόσο σημαντικά πλεονεκτήματα στον ρήτορα: δεν βρίσκεται ποτέ σε δύσκολη θέση, είναι πάντα επίκαιρος και μπορεί, όποτε θελήσει, να συνθέσει εύκολα -όπως τώρα ο Αλκιδάμας- ένα γραπτό λόγο με αξιώσεις.
Περὶ σοφιστῶν § 11-13, 15-16, 27-28
[11] πῶς δ᾽ οὐ καταγέλαστον, εἰ τοῦ κήρυκος παρακαλοῦντος «τίς ἀγορεύειν βούλεται τῶν πολιτῶν;» ἢ τοῦ ὕδατος ἐν τοῖς δικαστηρίοις ἤδη ῥέοντος, ἐπὶ τὸ γραμματεῖον ὁ ῥήτωρ πορεύοιτο συνθήσων καὶ μαθησόμενος λόγον; ὡς ἀληθῶς γὰρ εἰ μὲν ἦμεν τύραννοι τῶν πόλεων, ἐφ᾽ ἡμῖν ἂν ἦν καὶ δικαστήρια συλλέγειν καὶ περὶ τῶν κοινῶν βουλεύεσθαι πραγμάτων, ὥσθ᾽, ὁπότε γράψαιμεν τοὺς λόγους, τηνικαῦτα τοὺς ἄλλους πολίτας ἐπὶ τὴν ἀκρόασιν παρακαλεῖν· [12] ἐπεὶ δ᾽ ἕτεροι κύριοι τούτων εἰσίν, ἆρ᾽ οὐκ εὔηθες ἡμᾶς ἄλλην τινὰ ποιεῖσθαι μελέτην λόγων ἐναντίως ἔχουσαν; ‹καὶ› γὰρ οἱ τοῖς ὀνόμασιν ἀκριβῶς ἐξειργασμένοι καὶ μᾶλλον ποιήμασιν ἢ λόγοις ἐοικότες, καὶ τὸ μὲν αὐτόματον καὶ πλέων ἀληθείας {ὅμοιον} ἀποβεβληκότες, μετὰ παρασκευῆς δὲ πεπλάσθαι καὶ συγκεῖσθαι δοκοῦντες, ἀπιστίας καὶ φθόνου τὰς τῶν ἀκουόντων γνώμας ἐμπιπλᾶσι. [13] τεκμήριον δὲ μέγιστον· οἱ γὰρ εἰς τὰ δικαστήρια τοὺς λόγους γράφοντες φεύγουσι τὰς ἀκριβείας καὶ μιμοῦνται τὰς τῶν αὐτοσχεδιαζόντων ἑρμηνείας, καὶ τότε κάλλιστα γράφειν δοκοῦσιν, ὅταν ἥκιστα γεγραμμένοις ὁμοίους πορίσωνται λόγους. ὁπότε δὲ καὶ τοῖς λογογράφοις τοῦτο πέρας τῆς ἐπιεικείας ἐστίν, ὅταν τοὺς αὐτοσχεδιάζοντας μιμήσωνται, πῶς οὐ χρὴ καὶ τῆς παιδείας ἐκείνην μάλιστα τιμᾶν, ἀφ᾽ ἧς πρὸς τοῦτο τὸ γένος τῶν λόγων εὐπόρως ἕξομεν;
***
[11] Και πώς δεν θα είναι κωμικό, την ώρα που ρωτάει ο κήρυκας «ποιος από τους πολίτες θέλει να λάβει τον λόγο;» ή όταν στα δικαστήρια ρέει ήδη το νερό,1 να τρέχει ο ρήτορας για το πινακίδιο στο οποίο γράφει, προκειμένου να συντάξει και να αποστηθίσει τον λόγο; Γιατί στ᾽ αλήθεια αν βέβαια ήμασταν τύραννοι στις πόλεις, θα ήταν στο χέρι μας και να συγκαλούμε τα δικαστήρια και να διασκεπτόμαστε για τα κοινά· όταν λοιπόν θα είχαμε γράψει τους λόγους, θα καλούσαμε τότε τους άλλους πολίτες να τους ακούσουν· [12] από τη στιγμή όμως που αυτά τα καθορίζουν άλλοι, δεν είναι άραγε αφελές εμείς να υιοθετούμε άλλου τύπου άσκηση στη σύνταξη λόγων, που οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο;2 Άλλωστε, οι λόγοι που είναι δουλεμένοι με ιδιαίτερη φροντίδα ως προς την έκφραση και μοιάζουν πιο πολύ με ποιήματα παρά με λόγους και έχουν αποβάλει καθετί το αυθόρμητο και αυθεντικό και δίνουν την εντύπωση του πλαστού και του κατασκευασμένου γεμίζουν με δυσπιστία και φθόνο τις ψυχές των ακροατών. [13] Η μέγιστη απόδειξη: Όσοι γράφουν λόγους για τα δικαστήρια αποφεύγουν να επεξεργάζονται ιδιαίτερα την έκφραση και μιμούνται το ύφος εκείνων που αυτοσχεδιάζουν, και τότε θεωρείται ότι γράφουν άριστα, όταν προσφέρουν λόγους που μοιάζουν ελάχιστα με γραπτούς. Από τη στιγμή λοιπόν που και για τους λογογράφους3 το ιδεώδες είναι τούτο, να μιμηθούν εκείνους που αυτοσχεδιάζουν, για ποιο λόγο δεν θα έπρεπε να εκτιμάμε πρωτίστως εκείνο το είδος εκπαίδευσης που θα μας εξασφαλίσει ευχέρεια σ᾽ αυτό το είδος λόγων;
---------------
Περὶ σοφιστῶν § 11-13, 15-16, 27-28
[11] πῶς δ᾽ οὐ καταγέλαστον, εἰ τοῦ κήρυκος παρακαλοῦντος «τίς ἀγορεύειν βούλεται τῶν πολιτῶν;» ἢ τοῦ ὕδατος ἐν τοῖς δικαστηρίοις ἤδη ῥέοντος, ἐπὶ τὸ γραμματεῖον ὁ ῥήτωρ πορεύοιτο συνθήσων καὶ μαθησόμενος λόγον; ὡς ἀληθῶς γὰρ εἰ μὲν ἦμεν τύραννοι τῶν πόλεων, ἐφ᾽ ἡμῖν ἂν ἦν καὶ δικαστήρια συλλέγειν καὶ περὶ τῶν κοινῶν βουλεύεσθαι πραγμάτων, ὥσθ᾽, ὁπότε γράψαιμεν τοὺς λόγους, τηνικαῦτα τοὺς ἄλλους πολίτας ἐπὶ τὴν ἀκρόασιν παρακαλεῖν· [12] ἐπεὶ δ᾽ ἕτεροι κύριοι τούτων εἰσίν, ἆρ᾽ οὐκ εὔηθες ἡμᾶς ἄλλην τινὰ ποιεῖσθαι μελέτην λόγων ἐναντίως ἔχουσαν; ‹καὶ› γὰρ οἱ τοῖς ὀνόμασιν ἀκριβῶς ἐξειργασμένοι καὶ μᾶλλον ποιήμασιν ἢ λόγοις ἐοικότες, καὶ τὸ μὲν αὐτόματον καὶ πλέων ἀληθείας {ὅμοιον} ἀποβεβληκότες, μετὰ παρασκευῆς δὲ πεπλάσθαι καὶ συγκεῖσθαι δοκοῦντες, ἀπιστίας καὶ φθόνου τὰς τῶν ἀκουόντων γνώμας ἐμπιπλᾶσι. [13] τεκμήριον δὲ μέγιστον· οἱ γὰρ εἰς τὰ δικαστήρια τοὺς λόγους γράφοντες φεύγουσι τὰς ἀκριβείας καὶ μιμοῦνται τὰς τῶν αὐτοσχεδιαζόντων ἑρμηνείας, καὶ τότε κάλλιστα γράφειν δοκοῦσιν, ὅταν ἥκιστα γεγραμμένοις ὁμοίους πορίσωνται λόγους. ὁπότε δὲ καὶ τοῖς λογογράφοις τοῦτο πέρας τῆς ἐπιεικείας ἐστίν, ὅταν τοὺς αὐτοσχεδιάζοντας μιμήσωνται, πῶς οὐ χρὴ καὶ τῆς παιδείας ἐκείνην μάλιστα τιμᾶν, ἀφ᾽ ἧς πρὸς τοῦτο τὸ γένος τῶν λόγων εὐπόρως ἕξομεν;
…
[15] δεινὸν δ᾽ ἐστὶ τὸν ἀντιποιούμενον φιλοσοφίας {ἀντιλέγειν} καὶ παιδεύσειν ἑτέρους ὑπισχνούμενον, ἂν μὲν ἔχῃ γραμματεῖον ἢ βιβλίον, δεικνύναι δύνασθαι τὴν αὑτοῦ σοφίαν, ἂν δὲ τούτων ἄμοιρος γένηται, μηδὲν τῶν ἀπαιδεύτων βελτίω καθεστάναι, καὶ χρόνου μὲν δοθέντος δύνασθαι λόγον ἐξενεγκεῖν, εὐθέως δὲ περὶ τοῦ προτεθέντος ἀφωνότερον εἶναι τῶν ἰδιωτῶν, καὶ λόγων μὲν τέχνας ἐπαγγέλλεσθαι, τοῦ δὲ λέγειν μηδὲ μικρὰν δύναμιν ἔχοντ᾽ ἐν ἑαυτῷ φαίνεσθαι. καὶ γὰρ ἡ μελέτη τοῦ γράφειν ἀπορίαν τοῦ λέγειν πλείστην παραδίδωσιν. [16] ὅταν γάρ τις ἐθισθῇ κατὰ μικρὸν ἐξεργάζεσθαι τοὺς λόγους καὶ μετ᾽ ἀκριβείας καὶ ῥυθμοῦ τὰ ῥήματα συντιθέναι, καὶ βραδείᾳ τῇ τῆς διανοίας κινήσει χρώμενος ἐπιτελεῖν τὴν ἑρμηνείαν, ἀναγκαῖόν ἐστι τοῦτον, ὅταν εἰς τοὺς αὐτοσχεδιαστοὺς ἔλθῃ λόγους, ἐναντία πράσσοντα ταῖς συνηθείαις ἀπορίας καὶ θορύβου πλήρη τὴν γνώμην ἔχειν, καὶ πρὸς ἅπαντα μὲν δυσχεραίνειν, μηδὲν δὲ διαφέρειν τῶν ἰσχνοφώνων, οὐδέποτε δ᾽ εὐλύτῳ τῇ τῆς ψυχῆς ἀγχινοίᾳ χρώμενον ὑγρῶς καὶ φιλανθρώπως μεταχειρίζεσθαι τοὺς λόγους.
…
[27] ἡγοῦμαι δ᾽ οὐδὲ λόγους δίκαιον εἶναι καλεῖσθαι τοὺς γεγραμμένους, ἀλλ᾽ ὥσπερ εἴδωλα καὶ σχήματα καὶ μιμήματα λόγων, καὶ τὴν αὐτὴν κατ᾽ αὐτῶν εἰκότως ἂν δόξαν ἔχοιμεν, ἥνπερ καὶ κατὰ τῶν χαλκῶν ἀνδριάντων καὶ λιθίνων ἀγαλμάτων καὶ γεγραμμένων ζῴων. ὥσπερ γὰρ ταῦτα μιμήματα τῶν ἀληθινῶν σωμάτων ἐστί, καὶ τέρψιν μὲν ἐπὶ τῆς θεωρίας ἔχει, χρῆσιν δ᾽ οὐδεμίαν τῷ τῶν ἀνθρώπων βίῳ παραδίδωσι, [28] τὸν αὐτὸν τρόπον ὁ γεγραμμένος λόγος, ἑνὶ σχήματι καὶ τάξει κεχρημένος, ἐκ βιβλίου ‹μὲν› θεωρούμενος ἔχει τινὰς ἐκπλήξεις, ἐπὶ δὲ τῶν καιρῶν ἀκίνητος ὢν οὐδεμίαν ὠφέλειαν τοῖς κεκτημένοις παραδίδωσιν· ἀλλ᾽ ὥσπερ ἀνδριάντων καλῶν ἀληθινὰ σώματα πολὺ χείρους τὰς εὐπρεπείας ἔχοντα πολλαπλασίους ἐπὶ τῶν ἔργων τὰς ὠφελείας παραδίδωσιν, οὕτω καὶ λόγος ὁ μὲν ἀπ᾽ αὐτῆς τῆς διανοίας ἐν τῷ παραυτίκα λεγόμενος ἔμψυχός ἐστι καὶ ζῇ καὶ τοῖς πράγμασιν ἕπεται καὶ τοῖς ἀληθέσιν ἀφωμοίωται σώμασιν, ὁ δὲ γεγραμμένος εἰκόνι λόγου τὴν φύσιν ὁμοίαν ἔχων ἁπάσης ἐνεργείας ἄμοιρος καθέστηκεν. ***
[11] Και πώς δεν θα είναι κωμικό, την ώρα που ρωτάει ο κήρυκας «ποιος από τους πολίτες θέλει να λάβει τον λόγο;» ή όταν στα δικαστήρια ρέει ήδη το νερό,1 να τρέχει ο ρήτορας για το πινακίδιο στο οποίο γράφει, προκειμένου να συντάξει και να αποστηθίσει τον λόγο; Γιατί στ᾽ αλήθεια αν βέβαια ήμασταν τύραννοι στις πόλεις, θα ήταν στο χέρι μας και να συγκαλούμε τα δικαστήρια και να διασκεπτόμαστε για τα κοινά· όταν λοιπόν θα είχαμε γράψει τους λόγους, θα καλούσαμε τότε τους άλλους πολίτες να τους ακούσουν· [12] από τη στιγμή όμως που αυτά τα καθορίζουν άλλοι, δεν είναι άραγε αφελές εμείς να υιοθετούμε άλλου τύπου άσκηση στη σύνταξη λόγων, που οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο;2 Άλλωστε, οι λόγοι που είναι δουλεμένοι με ιδιαίτερη φροντίδα ως προς την έκφραση και μοιάζουν πιο πολύ με ποιήματα παρά με λόγους και έχουν αποβάλει καθετί το αυθόρμητο και αυθεντικό και δίνουν την εντύπωση του πλαστού και του κατασκευασμένου γεμίζουν με δυσπιστία και φθόνο τις ψυχές των ακροατών. [13] Η μέγιστη απόδειξη: Όσοι γράφουν λόγους για τα δικαστήρια αποφεύγουν να επεξεργάζονται ιδιαίτερα την έκφραση και μιμούνται το ύφος εκείνων που αυτοσχεδιάζουν, και τότε θεωρείται ότι γράφουν άριστα, όταν προσφέρουν λόγους που μοιάζουν ελάχιστα με γραπτούς. Από τη στιγμή λοιπόν που και για τους λογογράφους3 το ιδεώδες είναι τούτο, να μιμηθούν εκείνους που αυτοσχεδιάζουν, για ποιο λόγο δεν θα έπρεπε να εκτιμάμε πρωτίστως εκείνο το είδος εκπαίδευσης που θα μας εξασφαλίσει ευχέρεια σ᾽ αυτό το είδος λόγων;
...
[15] Είναι περίεργο πράγμα, ο ασχολούμενος με την φιλοσοφία και υποσχόμενος να διδάξει άλλους, εάν μεν έχει πινακίδα ή χειρόγραφο να είναι ικανός να επιδεικνύει την σοφία του, εάν δε στερείται αυτών, να μην είναι καθόλου ανώτερος από τον απαίδευτο και όταν του δοθεί χρόνος να είναι ικανός να βγάλει λόγο αλλά, όταν υποβληθεί πρόταση για άμεση συζήτηση, έχει «λιγότερη φωνή» και από έναν απλό πολίτη, και, αν και είναι επαγγελματίας δεξιοτέχνης του λόγου, φαίνεται να μην έχει καμία δυνατότητα να αγορεύει. Αυτό, επειδή η ενασχόληση με τον γραπτό λόγο οδηγεί σε ανικανότητα στον προφορικό λόγο. [16] Γιατί όταν κάποιος συνηθίσει στην σύνθεση του λόγου κατά διαστήματα και με ιδιαίτερη φροντίδα για τον ρυθμό και τις εκφράσεις και δίνοντας προσοχή στην επακριβή λογική ερμηνεία, αναγκαστικά, όταν επιχειρήσει να μιλήσει αντίθετα με τις συνήθειές του, βρίσκεται σε πλήρες αδιέξοδο και σύγχυση και αφ᾽ ενός μεν προξενεί κακή εντύπωση, αφ᾽ ετέρου δε δεν διαφέρει σε τίποτε απ᾽ αυτούς που έχουν αδύνατη φωνή, εφ᾽ όσον δε του λείπει η ψυχική αγχίνοια, ουδέποτε χειρίζεται το θέμα του με ευφράδεια και επιτυχώς.
...
[27] Οι γραπτοί λόγοι, νομίζω, δεν είναι δίκαιο να ονομάζονται λόγοι, αλλά είδωλα και σχήματα και απομιμήσεις λόγων, και θα έπρεπε φυσικά να είχαμε την ίδια γνώμη γι᾽ αυτούς, όπως έχουμε για τους χάλκινους ανδριάντες, τα λίθινα αγάλματα και τα ζωγραφισμένα ζώα. Γιατί, όπως αυτά, είναι απομιμήσεις των αληθινών σωμάτων και προκαλούν μεν ευχαρίστηση με τη θέα τους, αλλά δεν έχουν καμία πρακτική αξία στη ζωή του ανθρώπου, [28] κατά τον ίδιο τρόπο ο γραπτός λόγος, που χρησιμοποιεί ένα σχήμα και μια μέθοδο, εάν διαβασθεί από το κείμενο, προξενεί μερικές εντυπώσεις, αλλά, όταν οι περιστάσεις το καλούν, επειδή είναι άκαμπτος, δεν παρέχει καμιά βοήθεια στο δημιουργό του. Αλλά, όπως τα ζωντανά ανθρώπινα σώματα είναι πολύ κατώτερα από τα ωραία αγάλματα, όμως έχουν πολλαπλάσια ωφέλεια πρακτικής μορφής, έτσι και ο λόγος, που προέρχεται από άμεση λογική επεξεργασία, έχει μέσα του ψυχή και είναι ζωντανός και είναι μέσα στα πράγματα και γίνεται ένα με τα αληθινά σώματα, ο δε γραπτός, όντας από τη φύση του απεικόνιση του λόγου, απογυμνώνεται από κάθε δυνατότητα ενέργειας.---------------
1 Εννοεί το νερό της κλεψύδρας, με τη βοήθεια της οποίας χρονομετρούσαν τους λόγους των διαδίκων στα δικαστήρια. Η κλεψύδρα ήταν αγγείο με μία ή δύο οπές στη βάση του. Έριχναν μέσα συγκεκριμένη ποσότητα νερού -ανάλογα με την εκδικαζόμενη υπόθεση- το νερό άρχιζε να τρέχει, όταν άρχιζε να μιλάει ο ομιλητής. όταν το νερό τελείωνε, τερμάτιζε και ο ομιλών τον λόγο του.
2 Στο σημείο αυτό και στη συνέχεια φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα με το κείμενο που παραδίδεται στα χειρόγραφα. Νεότεροι εκδότες υπολογίζουν με χάσματα ή θεωρούν το κείμενο αθεράπευτα φθαρμένο. Για λόγους κυρίως πρακτικούς ακολουθούμε την έκδοση του Blass.
3 Λογογράφοι ονομάζονται εδώ εκείνοι που γράφουν δικανικούς λόγους, όπως είναι, για παράδειγμα, ο Λυσίας.