Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Ο άνθρωπος που έπαιζε κρυφτούλι με τον θάνατο

Ο άνθρωπος που έπαιζε κρυφτούλι με τον θάνατοΖούσε κάποτε ένας άνθρωπος πάρα πολύ πλούσιος. Λέγεται ότι απ’αυτόν πιο πλούσιος ούτε υπήρξε ούτε μπορεί να υπάρξει στον κόσμο όλο. Τόσα ήταν τα πλούτη του που ο Κροίσος και ο Μίδας έμοιαζαν μπροστά του φτωχαδάκια. Μα όλα αυτά τα αμύθητα πλούτη σε τίποτα δεν του χρησίμευαν. Γιατί ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ δυστυχισμένος. Ένα τρομερό άγχος μόνιμα τον κατάτρωγε κι έσβηνε μέσα του κάθε χαρά για τη ζωή· το άγχος του θανάτου. “Τι να το κάνω που έχω τόσους θησαυρούς, αφού οι θησαυροί μου αυτοί είναι ανίκανοι να με γλυτώσουν από το φοβερότερο εχθρό μου, αυτόν που τον νοιώθω να με καρτερά σε κάθε μου βήμα· τον ανάλγητο, ανθρωποβόρο θάνατο;” έλεγε και έπεφτε σε βαθειά κατάθλιψη.
Είχε στείλει κήρυκες σ’όλη τη χώρα και υποσχόταν τόν-νους χρυσάφι και διαμαντικά αμοιβή σ’όποιον θα του έβρισκε κάποιον τρόπο να ξεφύγει απ’το μοιραίο αγκάλιασμα του Χάρου. Τα χρόνια όμως περνούσαν και λύση δε φαινόταν από πουθενά.
Μια μέρα τέλος, εκεί που καθόταν απελπισμένος και μεμψιμοιρούσε, του ήρθε μια ιδέα. Σκέφτηκε πως αν τουλάχιστο ήξερε από πού ξεκινά ο Χάρος κι έρχεται να πάρει τη ζωή των ανθρώπων, ίσως να έβρισκε κάποιον τρόπο να προφυλαχτεί. Έστειλε λοιπόν και κάλεσε στο μέγαρο του όλους τους σοφούς, τους δάσκαλους και τους συγγραφείς του τόπου να τους ρωτήσει αν ξέρουν να του πουν από που έρχεται ο θάνατος.
Μα οι σοφοί, οι δάσκαλοι και οι συγγραφείς δε συμφωνούσαν μεταξύ τους. Ο καθένας είχε τη δική του γνώμη πάνω στο θέμα, που μόνη αυτή θεωρούσε σωστή, και μαχόταν των αλλονών τις γνώμες. Ο ένας τού’λεγε πως ο Χάρος ζει στον ουρανό, πως φέρνει βόλτες σαν αρπαχτικό πουλί, βλέποντας τα πάντα με το αετίσιο μάτι του και σαν από κεί διαλέγει κάποιον, εφορμά και του αρπάζει τη ζωή. Ένας άλλος έλεγε αντίθετα πως ο Χάρος μοιάζει με τεράστιο μαύρο αρουραίο που μένει στα έγκατα της γης και παρακολουθεί τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων με την απίστευτα οξεία ακοή του, που απ’αυτήν θόρυβος κανένας δεν ξεφεύγει· διαλέγει έτσι τα θύματα του και ανεβαίνει μες απ’το χώμα και τους παίρνει την ψυχή. Ένας τρίτος πάλι τον διαβεβαίωνε πως ο Χάρος γυρνά τον κόσμο μασκαρεμένος σε πραματευτή· μέρος κανένα δεν μένει απ’όπου δεν περνά· στέκεται στο κάθε χωριό, στην κάθε πολιτεία, πουλάει την πραμάτεια του στην κάθε γειτονιά” κουβεντιάζει γέρους και νιους, ελεύθερες και παντρεμένες, νιόβγαλτα κοριτσάκια και γριές· βλέπει έτσι, ακούει και όλα τα μαθαίνει, και σαν έρθει η ώρα, πετά τη φορεσιά του του πραματευτή, καβαλά το μαύρο σαν τη νύχτα άτι του και με το σπαθί στο χέρι βγαίνει παγανιά στα ίδια απ’όπου πριν είχε περάσει μέρη και θερίζει τις ψυχές.
Ο πλούσιος τους άκουσε όλους υπομονετικά κι αφού κι ο τελευταίος μίλησε κι είπε την άποψη του, μη βγάζοντας άκρη καμμιά, τους έδιωξε και έπεσε σε περισυλλογή.
Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κεί, το γύρισε και  το ξαναγύρισε μες στο μυαλό του, άλλη λύση καλύτερη δεν έβρισκε. “Εν τέλει, θα πρέπει να καταφύγω σ’ένα μέρος, όπου ο Χάρος δε θα μπορεί ούτε να με δει, ούτε να μ’ακούσει, ούτε να μπει για να μου κλέψει τη ζωή.”, είπε με τον εαυτό του.
Υπήρχε όμως ένα τέτοιο μέρος; Κι αν δεν υπήρχε τι μ’αυ-τό ! Χρήματα – δόξα τω Θεώ – είχε όσα ποθούσε η καρδιά του, το καταφύγιο που χρειαζόταν θα τό ‘φτιαχνε ο ίδιος, ας ήταν να ξοδέψει για τον σκοπό αυτό ό,τι είχε και δεν είχε.
Αμ έπος, αμ έργον, μάζεψε λοιπόν αρχιτέκτονες και εργολάβους, μίσθωσε τεχνίτες: οικοδόμους, ξυλουργούς, γλύπτες, σιδεράδες κι αμέτρητους ακόμα άλλους, και τους ζήτησε να του χτίσουν το απρόσιτο κρησφύγετο που επιθυμούσε.
Χρόνια κράτησαν τα έργα, μα το αποτέλεσμα άξιζε και τον κόπο και τα έξοδα. Μια ολόκληρη νέα πόλη – η πόλη του – είχε φυτρώσει από το πουθενά. Μια πόλη με τα όλα της : με τις λεωφόρους και τα σοκκάκια της, με θέατρα, ναούς και συντριβάνια, με τα πάρκα και τις πλατείες της. Ακόμα και ήλιο δικό της τεχνητό είχε, που ανέτελε το πρωί και βασίλευε το βράδι, για να τη φωτίζει και να δείχνει τις ώρες στους ανθρώπους που θα έμεναν εκεί. Γιατί θα πρέπει να πούμε πως η θαυμαστή αυτή νέα πολιτεία ήταν υπόγεια, κτισμένη βαθειά στα έγκατα της γης, ερμητικά κλειστή από παντού με τείχη από σίδερο τρανό, δέκα μέτρα πάχος. Μια μόνο είσοδος υπήρχε κι αυτή θα σφραγιζόταν, έτσι που κανείς πια να μην μπορεί μήτε να μπει μήτε να βγει.
Εκεί λοιπόν κατέβηκε να ζήσει ο πλούσιος της ιστορίας μας, ανάλαφρος πια και περιχαρής, αφού ήταν σίγουρος πως είχε γλυτώσει μια για πάντα από τα δόντια του θανάτου. Και πράγματι, μέσα από το τιτάνειο σιδερένιο τείχος που τον προστάτευε κανείς δεν μπορούσε να τον δει ούτε να τον ακούσει. Μα κι αν ακόμα κατάφερνε και μάθαινε ο Χάρος που βρισκόταν, θα του ήταν παρ’όλα αυτά αδύνατο να μπει και να τον πιάσει.
Και τα χρόνια περνούσαν. Ο πλούσιος ζούσε ξέγνοιαστος κι ευτυχισμένος στην υπόγεια πολιτεία του. Το άγχος του θανάτου που δηλητηρίαζε όλη την πρωτινή ζωή του, είχε γίνει μακρινή ανάμνηση. Γερνούσε βέβαια περνώντας ο καιρός· τα μαλλιά του άσπριζαν, η μέση του τον πονούσε πού και πού· δεν άντεχε πια να στέκει ώρες ορθός ή ν’ανεβοκατεβαίνει σκαλοπάτια· είχε γίνει, καθώς λένε, κάπως περήφανος στ’αυτιά και τα μάτια του δεν έβλεπαν τόσο καλά όσο και πρώτα. Μα όλα τούτα δεν τον έκοφταν, μια κι ήταν ήσυχος πως ο θάνατος δε θα τον έβρισκε ποτέ.
Μια μέρα όμως, εκεί που έκανε τον καθημερινό περίπατο του, μια πελώρια σκιερή μορφή του έφραξε άξαφνα το δρόμο. Κέρωσε.
“Π… ποιος είσαι;”, έκανε έντρομος.
- Είμαι ο Χάρος, απάντησε η μορφή, σήμανε η ώρα σου κι ήρθα να κόψω το νήμα της ζωής σου. Είσαι έτοιμος;
Έννοιωσε τη γη ν’ανοίγει κάτω απ’τα πόδια του. Ο Χάρος ! Μα πώς ήταν δυνατόν; Άδικα λοιπόν είχε φτιάξει όλην αυτήν την πολιτεία; Άδικα είχε περάσει τη μισή ζωή του μακρυά απ’τους ανθρώπους, χωμένος μες στη γη;
- Μα πώς μ’είδες, πώς μ’άκουσες; Κι αφού έμαθες πως ήμουν εδώ, πώς μπόρεσες και πέρασες το σιδερένιο τείχος και μπήκες; αναφώνησε απελπισμένος.
Μα ο Χάρος κάγχασε και είπε :
- Ούτε σ’είδα, ούτε σ’άκουσα, μήτε χρειάστηκε να περάσω το αδιαπέραστο σιδερένιο τείχος σου για νά’ρθω να σε βρω. Ήμουν πάντοτε κοντά σου, σε κάθε σου ώρα συντροφιά, χωρίς ούτε στιγμή να σε αφήσω.
- Πώς γίνεται τότε και ποτέ δε σ’είδα; εξανέστη ο πλούσιος.
- Από την ώρα που γεννήθηκες, μέσα σου με κουβαλάς δίχως να το ξέρεις. Τούτες οι ρυτίδες που όλο το πρόσωπο σου αυλακώνουν, έργο δικό μου είναι. Εγώ ήμουν που ενώ εσύ κοιμόσουν τον ύπνο του δικαίου, πάνω στην κλίνη σου καρτερικά σκυμμένος, σκάλιζα με τη σμίλη μου αγάλια τη μορφή σου. Και τις τούφες αυτές τ’άσπρα μαλλιά πού’χεις πάνω στην κεφαλή σου, κι αυτά σε μένα τα χρωστάς. Εγώ σιγά-σιγά στα έβαψα δίχως να το νοιώσεις. Μα και οι πόνοι ετούτοι που σου τσακίζουν τη μέση και τα γόνατα, πούθε θαρρείς πως έρχονται; Από μένανε κι αυτοί! Μέσα στα κόκκαλά σου φωλιασμένος, κυλώντας μες στις φλέβες σου, με σφυριά, τανάλιες και σουβλιά σε χτυπούσα, σ’έκοβα και σε τσι-γκλούσα. Ανόητε ! Είχες μέσα σου τη φλόγα της αθανασίας, μα διόλου δεν τη νοιάστηκες, την άφησες και πήγε στράφι. Και μόνο διάλεξες να γαντζωθείς σε τούτο το άθλιο σαρκίο, που ούτε για μια στιγμή δεν ήταν αληθινά δικό σου. Από μένατό’χες δανεικό, κι ήρθα τώρα να στο ζητήσω πίσω.
Και με τα λόγια αυτά, έσυρε κάτω από τη μαύρη κάπα του μια αιχμηρή και μακρυά λεπίδα και πριν εκείνος καταλάβει καλά-καλά τι του συμβαίνει, του την έμπηξε ίσα στην καρδιά.
Πέρασαν από τότε χρόνια αμέτρητα. Μα ο θρύλος λέει πως η υπόγεια πολιτεία βρίσκεται πάντοτε εκεί. Είναι φορές, λέει, που κάτι θόρυβοι περίεργοι κι υπόκοφοι ακούγονται να βγαίνουν απ’τα έγκατα της γης. Ίσως νά’ναι ο σιδερένιος εκείνος ήλιος που εξακολουθεί ακόμα να γυρνά μονάχος στη μάταιη τροχιά του. Ποιος να ξέρει…

Ανεξαρτησία κι Αντίληψη

Είναι εύλογο το ν’ αναρωτιέται κανείς ποια είναι η ουσιαστική σχέση αφηρημένων εννοιών, όπως η ανεξαρτησία της ταυτότητας ή προσωπικότητας, με την Αντιληπτική της ικανότητα ή την Επίγνωση της. Πρέπει να γνωρίζουμε πως η επίτευξη της Αντίληψης και κατά προέκταση της Επίγνωσης, σαν διαδικασία δεν είναι κάτι που γίνεται ερήμην της συνολικής ταυτότητας του ανθρώπου, είτε μιλάμε για το συνειδητό είτε για το αυξημένης συνειδητότητας επίπεδο.  
 
Η Αντίληψη της Συνείδησης είναι κομμάτι του ανθρώπου, γίνεται από τον άνθρωπο και η ποιότητα του χαρακτήρα του, η ιδιοσυγκρασία και αυτό που αποκαλούμε η ταυτότητα του,παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στο να έχει σωστά αποτελέσματα του πως αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του, έτσι όπως η υγεία του σώματος είναι εξαιρετικά σημαντική για έναν αθλητή. Όπως δεν νοείται ένας  αθλητής που είναι ασθενής να αθλείται, το ίδιο δεν νοείται  και ασθενής στην προσωπικότητα να επιδίδεται σε υπερβατικά αντιληπτικές δραστηριότητες. Ενας αθλητής πυγμαχίας δεν νοείται να κάνει ρυθμική γυμαστική !!! αλλά στην ζωή αυτό ακριβώς συμβαίνει.

Και μπορεί για έναν ασθενή αθλητή, τα κριτήρια της ασθένειας  να είναι ευδιάκριτα, εν τούτοις για έναν ασθενή στην προσωπικότητα, είναι περισσότερο δυσδιάκριτα, έως εντελώς αφανή.  Όμως είναι εκεί, θέτοντας σοβαρά εμπόδια, στην κατάκτηση των σκοπών μιας αντιληπτικότητας αλλά και μιας εύρυθμης ζωής γενικότερα.  Τα αποτελέσματα αυτής της «νοητικής μη ορατής ασθένειας» δυστυχώς τα βιώνουμε όλοι λίγο-πολύ, στην καθημερινότητα μας και γίνονται πολύ ευδιάκριτα  -αν τυχόν έχουμε την φαεινή ιδέα- ν’ αναπτύξουμε κάποια θεωρία, λίγο «διαφορετική» απ’ τις συνηθισμένες.

Ναι, είναι εκεί η παρέκκλιση της ταυτότητας του ανθρώπου κι αυτός ο άνθρωπος είναι αδύνατον να αντιληφθεί πέρα απ’ ό,τι του έχουν ήδη πει, πέρα από ό,τι ήδη γνωρίζει. Τα δεσμά αυτού του ανθρώπου είναι η περιορισμένη αντιληπτική του ικανότητα, άρα για πια ανεξαρτησία να μιλάμε;  Όπου υπάρχουν δεσμά, υπάρχει σκλαβιά κι όχι ανεξαρτησία. 

Ξέρεις δεν χρειάζονται δυσνόητες γνώσεις κι εξωτικές ορολογίες της ψυχιατρικής, για να καταλάβεις αυτό που είναι ακριβώς μπροστά στα μάτια σου. Ας δούμε με απλά λόγια, μιας και η απλότητα είναι η βάση της θεωρίας του χάους που διέπει την ζωή μας, σ’ ετούτον τον υλικό κόσμο που εγκλωβιστήκαμε, καταθέτοντας την συμφωνία μας.

Ανεξαρτησία: Ας σκεφτούμε κάτι που ήδη γνωρίζουμε, το τι συμβαίνει σε ένα μικρό παιδί – κι όχι απαραίτητα ανθρώπινο παιδί, γιατί  και στην φύση το ίδιο συμβαίνει εν μέρει-  όπως παρατηρούμε, κάπου στην πορεία της ανάπτυξης του ο άνθρωπος εκφυλίζεται και χάνει την επαφή με την φυσικότητα.   

Το παιδί λοιπόν, είναι σαφώς εξαρτημένο από τους γονείς του, δεν διαθέτει ανεξαρτησία. Όταν κάνει κάτι στρέφει το βλέμμα του προς αυτούς, αναζητώντας την έγκριση ή την επιβράβευσή τους. Δεν αισθάνεται σίγουρο για τον εαυτό του. Την όποια αυτοπεποίθησή του και κάποια ψευδή ασφάλεια,  την αντλεί από τους άλλους, γιατί είναι ακόμα εξαρτημένο. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στα ζώα, αν κι όχι σ’ όλα.

Με την πάροδο του χρόνου η κατάσταση αυτή τροποποιείται (αν κι όχι πάντα) και με την ενηλικίωση ο άνθρωπος δεν έχει τόσες ισχυρές εξαρτήσεις από τους άλλους ανθρώπους ή καταστάσεις, τουλάχιστον φαινομενικά, γιατί στην πραγματικότητα άλλα συμβαίνουν.

Σταδιακά φαίνεται  να παίρνει κάποιες αποφάσεις, να πιστεύει σε κάποιες ιδέες, χωρίς απαραίτητα να ζητά την επιβράβευση ή την αποδοχή των άλλων, τουλάχιστον όχι εμφανώς. Ανακαλύπτει  μάλιστα ό,τι συνήθως, αυτή την επιβράβευση και την ενθάρρυνση  την έχει, όταν αυτές οι ιδέες που επιλέγει να πιστεύει, είναι οι ίδιες ιδέες που πιστεύουν και οι γύρω του.

Μάλιστα συμβαίνει, ο εξής παραλογισμός, όσο πιο πολύ πιστεύει, ότι του λένε οι άλλοι, τόσο πιο πολύ επιβραβεύεται και ενθαρρύνεται κι έτσι συνεχίζει ν’ ακολουθεί αυτήν την λανθασμένη πρακτική της εξάρτησης και της δουλικότητας.

Εξυπακούεται ότι εντελώς αυτάρκης δεν πρόκειται να γίνει ποτέ ακολουθώντας αυτήν την πεπατημένη, για ανεξάρτητος δε …ούτε λόγος και η Ελευθερία είναι τελείως ουτοπική γι αυτόν, άσχετα αν την παπαγαλίζει.

Υπάρχει όμως κάποιο όριο που είναι απολύτως απαραίτητο να το υπερβεί, για να πάψει να εξαρτάται απ’ τις γνώμες των άλλων, τις επιθυμίες, τις ιδέες και τις θεωρήσεις τους αν θέλει να γίνει ανεξάρτητος και να δομήσει μια ταυτότητα ανεξάρτητου και υγιούς νοητικά ανθρώπου.

Αν αφήνεται, επηρεάζεται κι ακολουθεί, λόγω της ανασφάλειάς του και του φόβου της ανεξαρτησίας τους άλλους, επιτρέποντας τους να αποφασίζουν γι αυτόν, τότε η ανεξαρτησία δεν είναι γι αυτόν, αφού κανένα από τα οφέλη της δεν θα γίνει κτήμα του.

Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα ανθρώπων που «σέρνονται» από τους γονείς τους, γονέων που υποκύπτουν συνεχώς στις απαιτήσεις και στα καπρίτσια, των -με δική τους ευθύνη- κακομαθημένων παιδιών τους, ανεξαρτήτως ηλικίας, ζευγαριών όπου ο ένας είναι νοσηρά εξαρτημένος από τον άλλον και δεν μπορεί να τερματίσει την προβληματική σχέση και ανθρώπων που καθοδηγούνται και βασανίζονται από τις εγωπαθείς φιλοδοξίες και τις ματαιοδοξίες τους. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθούν, πόσο μάλλον να βιώσουν τα οφέλη της ανεξαρτησίας, που τόσο απλόχερα προσφέρει η κατάκτηση της.  

Οι εξαρτήσεις, οιουδήποτε είδους, τοποθετούν τον άνθρωπο σε μια κατάσταση μεγάλης ανελευθερίας, χωρίς απαραιτήτως να αντιλαμβάνεται ή να παραδέχεται  ό,τι έχει πέσει στο μαγγανοπήγαδο και απλά το ό,τι μπορεί ν’ αναπνέει ελεύθερα, ή να γυρνάει δεξιά αριστερά, έχει την ψευδαίσθηση  πως είναι κι ελεύθερος. Όπως ένας ασθενής αθλητής μπορεί να τρέξει, βιώνοντας την ψευδαίσθηση πως είναι αθλητής, αλλά είναι αδύνατον να λάβει μέρος σε αγώνες.

Αυτές οι καταστάσεις εξάρτησης και σκλαβιάς είναι ταυτόχρονα και συνειδητές και υποσυνείδητες. Ο άνθρωπος αρέσκεται να πιστεύει -όμως χωρίς ίχνος σιγουριάς ή βεβαιότητας-  πολύ σπουδαία πράγματα για τον εαυτό του ή μπαίνει πανεύκολα στον τόσο αγαπημένο ρόλο του θύματος, όπου φταίει ολόκληρο το σύμπαν αλλά ποτέ αυτός.

Βολεύεται να πιστεύει πως είναι θύμα και δεν μπορεί να κάνει τίποτε, ενώ μπορεί να κάνει θαυμαστά επιτεύγματα, αν δεν είναι λοβοτομημένος. Η φιλοσοφία ανά τους αιώνες το έχει επεξεργαστεί αυτό το θέμα εκτενέστατα, η ανεξαρτησία και η ανάληψη ευθύνης είναι ένα είδος ελευθερίας, θα συμπληρώσω εδώ πως η Ανάληψη Ευθύνης είναι το βασικό εργαλείο για μια ολοκληρωμένη ταυτότητα, ικανότατη για διαλογιστική και ανώτατες ικανότητες, αυτές που οι εξαρτημένοι  με δέος τις αποκαλούν «πνευματικές»  ή με φόβο  «μαγικές».

Αυτό το οποίο συμβαίνει στους περισσότερους ανθρώπους –και είναι η βασική αιτία που δεινοπαθούμε κι οι υπόλοιποι- είναι το γεγονός ότι η συναισθηματική τους ηλικία δεν συμβαδίζει με την βιολογική. Ενώ το υλικό σώμα συνεχίζει να μεγαλώνει και θα περίμενε κανείς ταυτόχρονα να μεγαλώνει και το νοητικό, δεν συμβαίνει αυτό, η συναισθηματική και η νοητική τους κατάσταση παραμένει στάσιμη, κολλημένη  σε κάποια μικρότερη ηλικία, συνήθως στην ηλικία που ένοιωθαν «ασφαλείς» κι εξαρτημένοι από τους γονείς τους.

Μπορεί κι ακόμη πιο παλιά, έχει βρεθεί πως πολλοί άνθρωποι είναι στάσιμοι στην «ασφάλεια» της μήτρας, νοητικά και συναισθηματικά, με αποτέλεσμα να είναι ανίκανοι για οποιαδήποτε ανάληψη ευθύνης στον παρόντα χρόνο, πόσο μάλλον οποιασδήποτε μορφής ανεξαρτησίας.

Παρατηρούμε ενήλικες που στην ερωτική τους συμπεριφορά, θυμίζουν εφήβους. Ενθουσιάζονται και «νομίζουν πως ερωτεύονται»  με την επιπολαιότητα και την αφροσύνη της εφηβείας. Απογοητεύονται και απογοητεύουν, ζώντας δράματα με τον ίδιο τρόπο. Άλλοι είναι νοητικά και συναισθηματικά ακόμη  λιγότερο ανεπτυγμένοι. Δεν μπορούν να νοιώσουν ούτε καν τους εφηβικούς έρωτες διότι βρίσκονται στην ηλικία των δέκα ετών. Περιορίζονται έτσι στην ελευθεριότητα του σεξ και στην απόλυτη εξάρτηση.  

Δεν καταλαβαίνουν τι εστί σχέση, γιατί συναισθηματικά και νοητικά είναι παιδάκια, αλλά ενώ έχουν ικανότητα σεξουαλικής επαφής γιατί το σώμα τους έχει ενηλικιωθεί, ο νους τους είναι μη ανεπτυγμένος.

Επίσης στην κοινωνική συμπεριφορά τους συμβαίνουν τα ανάλογα. Προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή του περιβάλλοντός τους με παιδιαρίσματα, όπως οι έφηβοι. Είναι έτοιμοι να παρεξηγηθούν και να προσβληθούν με το παραμικρό και μάλιστα όσο πιο ανόητος ο λόγος τόσο πιο εύκολα θίγονται.

Όμως, με τον ίδιο τρόπο που διαφέρει η σωματική από την συναισθηματική ηλικία, έτσι και οι διάφοροι παράμετροι της νοητικής ηλικίας μπορεί να αναπτυχθούν με διαφορετικές ταχύτητες. Φανταστείτε έναν άνθρωπο τριάντα ετών, με αυτοπεποίθηση δέκα ετών, σεξουαλικότητα δεκαέξι ετών και συμπόνια ενός έτους, ένα μωρό δεν έχει συνειδητή επίγνωση του πόνου που προξενεί στους άλλους. Κάλλιστα μπορεί να διαπράξει ένα έγκλημα τιμής σε περίπτωση μοιχείας, χωρίς ίχνος τύψης πως έκανε κάτι κακό. Αν διαθέτει κουτοπονηριά έχουμε έναν ψυχρό εγκληματία. Αν δεν διαθέτει, τότε έχουμε τον λεγόμενο εγκληματία «εν βρασμό ψυχής».

Στην ίδια τραγική κι άρρωστη κατάσταση βρίσκονται κάμποσοι θρησκευτικοί και  πολιτικοί ηγέτες, καλλιτέχνες, ηγέτες ομάδων σε διάφορα «πρότυπα του συρμού», που παρουσιάζουν εμφανή σημεία υπανάπτυξης και μη ευθυγράμμισης των  πλευρών του νοητικού και συναισθηματικού τους επιπέδου, μάλιστα σε αυτήν την ανισορροπία οφείλεται και η ευρεία αποδοχή που απολαμβάνουν κατά το γνωστόν «όμοιος όμοιο αεί πελάζει»

Ο συνηθισμένος άνθρωπος δεν αναπτύσσει ισορροπημένα όλες του τις πλευρές, σωματικές, νοητικές και συναισθηματικές. Κάποιες μένουν πίσω. Ενώ αρχικά αυτό δεν αποτελεί σοβαρό  πρόβλημα, σιγά σιγά καθώς κάποιες, συνήθως κι εύλογα οι σωματικές,  συνεχίζουν την ωρίμανσή τους,  οι νοητικές- συναισθηματικές, εγκλωβίζονται σε μια προγενέστερη ηλικία, καλύπτονται συνήθως από ψέματα προς τον εαυτό και μέσα από το υποσυνείδητο πλέον επιδίδονται σε έναν εξαντλητικό «εμφύλιο ανταρτοπόλεμο».

Είναι κάποια «κομμάτια» τα οποία αποσπώνται από το κύριο σώμα του ανθρώπου και υπό μορφή δηλητηριώδους βάρους εμποδίζουν την πορεία του, γιατί τα σέρνει πίσω του. Δεν μπορεί να τα πετάξει, γιατί είναι δικά του. Δεν μπορεί ούτε να τα ενσωματώσει, διότι είναι υπανάπτυκτα και δεν ταιριάζουν. Αν έχει μείνει πίσω η νοημοσύνη του και τα συναισθήματα του, τι να κάνει; Να πετάξει και το λίγο που έχει; Όχι δεν μπορεί να το κάνει.
Η μόνη λύση είναι να αποκτήσει επίγνωση του προβλήματος του, να δει τις δυσαρμονίες του,  μετά ν’ αυξήσει ότι χρειάζεται και να τις εξισορροπήσει.
Ας πάρουμε το υποθετικό παράδειγμα ενός παιδιού που είναι εξαρτημένο από την μητέρα του. Αυτό για το παιδί και για όσο παραμένει παιδί, δεν αποτελεί πρόβλημα, είναι η φυσική του κατάσταση. Αναμένουμε βέβαια με την πάροδο του χρόνου να χειραφετηθεί, να αναλάβει την ευθύνη της ζωής του και να γίνει ανεξάρτητο, αυτό που λέμε «να πάρει την ζωή στα χέρια του».

Αν όμως κάτι τέτοιο δεν συμβεί, ίσως γιατί η ίδια η μητέρα το εμποδίζει, γιατί έχει κι αυτή το ίδιο πρόβλημα, φοβούμενη ότι κάποτε θα μείνει μόνη, χωρίς κάποιον να τον ελέγχει  και χωρίς λόγο ύπαρξης, το παιδί γίνεται σωματικά μόνον ενήλικας, αλλά εσωτερικά παραμένει παιδί ως προς την εξάρτηση από έναν άλλον άνθρωπο. Μετά ο άνθρωπος αυτός  παντρεύεται, χωρίς να έχει πραγματικά μεγαλώσει συναισθηματικά και νοητικά  για να αναλάβει την ζωή του και τις ευθύνες του, έχει ανασφάλειες και ευθυνοφοβίες.

Το αποτέλεσμα είναι να «προσκαλέσει» ο ίδιος με υποσυνείδητο – και συνειδητό- τρόπο την μητέρα του, να αναλάβει την διεύθυνση – ευθύνη του σπιτιού του, την οποία δεν μπορεί να έχει ο ίδιος, γιατί ουσιαστικά είναι ακόμα ένα εξαρτημένο παιδί. Η γυναίκα αυτού του ανθρώπου δεν  έχει παντρευτεί μόνο τον άνδρα της, αλλά και την πεθερά της, με τα γνωστά σε όλους προβλήματα. Ας σκεφτούμε τώρα και την γυναίκα αυτού του ενήλικα-παιδιού να έχει το ίδιο πρόβλημα με την δική της μητέρα ή πατέρα και αυτόματα έχουμε, μια κατάσταση παραφροσύνης, έτοιμη για το αστυνομικό δελτίο. 

Εδώ έρχεται και το ψέμα προς τον εαυτό, με τις κάθε πιθανές κι απίθανες δικαιολογίες που το συντηρούν, το ενδυναμώνουν και το διαιωνίζουν. Ο άνθρωπος του παραδείγματός μας δεν έχει ιδέα από όλα αυτά. Απλώς τα βαφτίζει όπως του έχουν μάθει «αγάπη και σεβασμό προς την μητέρα του», ενώ φυσικά μόνο αγάπη δεν είναι η νοσηρή εξάρτηση. Έτσι δημιουργείται μια εμπλοκή και δυσλειτουργία, που μέσω της αυτοεξαπάτησης, κρύβεται «κάτω από το χαλί» και δηλητηριάζει συνεχώς την οικογενειακή και κοινωνική του ζωή.

Η σύζυγός από την άλλη με το ανάλογο πρόβλημα έχει «προσκαλέσει» και την δική της μητέρα. Κατόπιν οι δύο πεθερές στήνουν έναν πόλεμο, για το ποια θα καταφέρει να επικρατήσει και να μετατρέψει σε αποικία της το ξένο σπίτι. Σταδιακά θα «προσκληθούν», συνήθως μέσω των εθίμων, συγγενείς, γείτονες, φίλοι, κουμπάροι και το σπιτικό αυτό θα μετατραπεί σε «ξέφραγο αμπέλι», όπως ακριβώς είναι οι οικογένειες των περισσότερων ανθρώπων, κάνοντας την πόρτα του ψυχιατρείου επικίνδυνα κοντινή.

Ο μηχανισμός λοιπόν είναι απλός. Κάποιες ιδιότητες μέσα στον άνθρωπο (σωματικές, νοητικές, συναισθηματικές) έχουν μείνει πίσω, δεν προχωρούν όλες μαζί ταυτόχρονα, συνήθως η νοητική και η συναισθηματική δεν ακολουθεί την σωματική. Κρύβονται στο υποσυνείδητο, με τις δικαιολογίες που προσφέρει απλόχερα στον εαυτό του και από εκεί αθέατες δηλητηριάζουν την ζωή του. Γίνεται τότε υποχείριο καταστάσεων και ανθρώπων, χωρίς να έχει  ιδέα για το τι του συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Η εργασία που έχει  να κάνει είναι να ανακαλύψει ποιες πλευρές του εαυτού  «κόλλησαν» σε προηγούμενες ηλικίες και σε ποιες ηλικίες συγκεκριμένα. Αφού βέβαια βρει το θάρρος να τις αντικρίσει  κατά πρόσωπο και κατόπιν να εργαστεί  για να τις αναπτύξει τόσο όσο είναι απαραίτητο, έτσι ώστε όλα τα κομμάτια του, να είναι της ίδιας  ηλικίας,  προκειμένου να ξαναενωθούν με το κύριο σώμα της ταυτότητας αρμονικά, για να μην υπάρχουν παραφωνίες. Τα κίνητρα λοιπόν των πράξεων ενός ανθρώπου  δεν είναι πάντοτε τόσο ξεκάθαρα όσο θα θέλαμε ή μας αρέσει να νομίζουμε.
Είναι δυνατόν ένας τέτοιος άνθρωπος,  ο οποίος σύρεται από τέτοιους εσωτερικούς «σκοτεινούς δαίμονες» και αυτοματοποιημένους  μηχανισμούς, να μπορεί ν’ Αντιληφθεί ή να έρθει σε επαφή με τον ανώτερο πυρήνα της συνείδησής του; Απαιτείται ένας ορισμένος βαθμός Ανεξαρτησίας, ο οποίος εξαρτάται από την ισορροπημένη ανάπτυξη και ωρίμανση όλων  των ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν έναν άνθρωπο.
Ένας ενήλικας – για να αποκαλείται ενήλικας- οφείλει να έχει το θάρρος της γνώμης του, ν’ αναλαμβάνει την Ευθύνη, ν’ αποφασίζει και ν’ αναλαμβάνει την ευθύνη των αποφάσεων αυτών, να μην υποκύπτει σε συναισθηματικούς εκβιασμούς κι επίσης να μην είναι, αντιδραστικός κι οξύθυμος όπως ένας έφηβος. Ανεξαρτησία σημαίνει Μη Εξάρτηση και Μη Εξάρτηση σημαίνει Επίγνωση κι ενηλικίωση που δεν σημαίνει σοβαροφάνεια, κατήφεια, υπεκφυγές  κι ενοχές.
Συνεπώς, οπλισμένοι με την αυτοπαρατήρηση και με πολλή ειλικρίνεια απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, δεν έχουμε παρά να «αυτό-ανακαλυφθούμε», ώστε να διαπιστώσουμε τι και σε ποιο βαθμό έχει μείνει πίσω, μέσα μας. Μετά με πειθαρχία εργαζόμαστε προς την κατεύθυνση  να το αναπτύξουμε και να το ισορροπήσουμε. Δεν είναι κάτι το εύκολο και για να είμαστε ειλικρινείς, χρειάζεται εκτός από καλή διάθεση, στόχευση, θέληση, πειθαρχία και χρόνος.

Η εργασία αυτή, δεν είναι και ουδέποτε ήταν, κτήμα ούτε των θρησκειών, ούτε των σχολών εσωτερισμού. Τα πράγματα έχουν οριστικά αλλάξει.  Όποιος θέλει να  πραγματοποιήσει  την εξέλιξη του εαυτού του, δεν χρειάζεται να γίνει μέλος διάφορων σχολών, αμφιβόλου ποιότητας και μάλιστα μερικές είναι κι επικίνδυνες, με δόλιους σκοπούς. Υπάρχουν βιβλία και σεμινάρια για να μάθει.  Ίσως να μην χρειάζεται να πάει πουθενά. Σε τελική ανάλυση όλα υπάρχουν μέσα μας. Όποιος κατορθώσει να βρει την δύναμη του, βρίσκει και το μονοπάτι που θα διαβεί. Το μονοπάτι όμως ενδέχεται να μην είναι συμμετοχή σε κάποια σχολή εσωτερισμού μάλιστα ίσως είναι –και τις περισσότερες φορές είναι- το ακριβώς αντίθετο.

Κάθε άνθρωπος είναι «σχολή» για τον εαυτό του. Αυτό το άρθρο πιθανόν να είναι «σχολή» για σένα. Οι επιλογές ενός αποφασισμένου  ανθρώπου μπορεί να ξεφεύγουν από τα κοινώς παραδεκτά, μπορεί όμως και όχι, είναι ζήτημα αυστηρώς προσωπικό. Όλα αυτά δεν συμπεριλαμβάνουν κάποια «υψηλή» μεταφυσική, γι’ αστρικά επίπεδα, ανώτερα σώματα κι εξωκοσμικές θεωρήσεις, αλλά άραγε χρειάζονται αυτά τα εκκεντρικά και δυσνόητα στον εξαρτημένο από την μητέρα του άνθρωπο του παραδείγματός μας; Αυτός έχει να παλέψει για την ζωή του. Όταν τακτοποιήσει το ζήτημα αυτό, ίσως χρειαστεί κάτι περισσότερο. Τότε όμως δεν θα είναι ένα εξαρτημένο παιδάκι, αλλά ένας άνθρωπος με ανεξάρτητη και ισχυρή ταυτότητα, ικανός να αναλαμβάνει ευθύνη και ν’ αντιλαμβάνεται αυτή την ευθύνη.

Εγωκεντρισμός ίσον διαίρεση, ανασφάλεια, ανισορροπία: Κάτι άλλο τώρα, που συνήθως στεναχωρεί και γίνεται δυσνόητο, όταν το αναφέρω.  Η ανάπτυξη και η ολοκλήρωση της ταυτότητας ενός ανθρώπου ισοδυναμεί με την ελάττωση του εγωκεντρισμού, δηλαδή με την εξαφάνιση από τον ρόλο πρωταγωνιστή του εγώ. Αυτό είναι νομοτελειακό αξίωμα, τελεία και παύλα.

Ένα βρέφος νοιάζεται μονάχα για το εγώ  του. Ένα παιδί αρχίζει και επεκτείνει την προσοχή του και στους πιο κοντινούς του ανθρώπους κι αντικείμενα. Ένας ενήλικας κάνει οικογένεια, συμμετέχει στην κοινωνία και ο κύκλος της προσοχής του έχει μεγαλώσει. Δηλαδή σταδιακά δείχνει να έχει μειωθεί ο εγωκεντρισμός του. Όποιος ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, στο θέμα αυτό δεν είναι παρά ένα μωρό. Αυτό το κομμάτι του εαυτού του έχει μείνει στην ηλικία του ενός έτους. Αν ενδιαφέρεται μόνο για το πολύ στενό του περιβάλλον, είναι ένα παιδί. Αν ενδιαφερθεί για έναν ευρύ κύκλο ανθρώπων αρχίζει και πλησιάζει την νοητική- συναισθηματική του ενηλικίωση. Αυτό το καταφέρνουν ελάχιστοι, γιατί χρειάζεται απεγκλωβισμός από το εγώ, τις σκέψεις και  τα συναισθήματα που το συντηρούν.

Ας το δούμε από άλλη πλευρά. Υπάρχουν άνθρωποι που «ενδιαφέρονται» μόνο για ότι υπάρχει στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού τους. Άλλοι «ενδιαφέρονται» και για την γειτονιά τους, για την συνοικία στην οποία κατοικούν, ή για την πόλη τους (αυτό συμβαίνει συχνά στους οπαδούς των εκκλησιών, πολιτικών ή ποδοσφαιρικών ομάδων). Άλλοι ενδιαφέρονται για την πατρίδα τους και άλλοι για τον κόσμο όλο. Παρατηρούμε μια σταδιακή διεύρυνση του ενδιαφέροντος, της προσοχής και της συνείδησης, που όμως όλες τους είναι εκδηλώσεις του εγώ. Ο ατομισμός, ο τοπικισμός, ο πατριωτισμός και η παγκοσμιότητα  είναι εξολοκλήρου εγωκεντρικές, παρ ότι φαινομενικά συμπεριλαμβάνει πολλούς ανθρώπους. Η διαίρεση, μικρότερη ή μεγαλύτερη είναι διαίρεση.

Ο πολιτικός ή ο θρησκευτικός ηγέτης που αναλαμβάνει φαινομενικά, να λύσει και να διευθετήσει τα προβλήματα πολλών ανθρώπων, στην πραγματικότητα το κάνει για να προβάλλει και να κανακέψει το εγώ του. Αυτό το εγώ είναι που αναζητά την επιβράβευση, το χειροκρότημα, την ανάγκη να ηγείται των πολλών και φυσικά να έχει δίκιο.

Η ανώτερη μορφή συνειδητότητας, που ζει έχοντας ελέγξει το εγώ, χωρίς φυσικά να απορρίπτει τα κατώτερα δημιουργήματα, τα περιλαμβάνει και τα ενσωματώνει, ενώ ταυτόχρονα τα υπερβαίνει δημιουργικά, χωρίς εξάρσεις, δογματισμούς, χειροκροτήματα και αναγνωρίσεις.

Στην αρχαία Ελλάδα η μέση συνείδηση ήταν κυρίως τοπικιστική. Γι αυτό είχαμε εμφύλιους πολέμους. Ορισμένοι είχαν επεκτείνει την συνείδησή τους σε όλη την ανθρωπότητα, αλλά όταν μια πόλη ετοίμαζε στρατό για να εισβάλει στην γειτονική, αυτοί οι ορισμένοι ήταν μάλλον στο περιθώριο. Ενίοτε τους εξόριζαν ή τους δηλητηρίαζαν κιόλας. Τώρα η επικρατούσα συνείδηση είναι εθνική, δηλαδή πατριωτική. Γι αυτό έχουν σταματήσει πλέον οι εμφύλιες διαμάχες. Υπάρχει όμως η εχθρότητα με τους γειτονικούς λαούς.

Η συνειδητότητα δεν έχει επεκταθεί πέρα από τα γεωγραφικά σύνορα. Όταν ο εγωκεντρισμός μειωθεί ακόμα περισσότερο η κοινωνική συνείδηση, ίσως  γίνει παγκόσμια και κάθε σύνορο πιθανόν να καταργηθεί. Αυτή είναι μια καλή μορφή συνείδησης από κοινωνικής και πολιτικής πλευράς.  Αλλά δεν είναι η ανώτερη και σίγουρα δεν είναι υπερβατική συνειδητότητα, απλά είναι μια καλή αρχή.

Η ανεξαρτησία μιας  προσωπικότητας, είναι μια διαδικασία πολυδιάστατη. Αφορά κι επηρεάζει όλους τους τομείς της δραστηριότητας ενός ανθρώπου. Αφορά τα συναισθήματα, την ιδεολογία, την συμπεριφορά στην οικογένεια και στην εργασία, τις κοινωνικές και τις επαγγελματικές σχέσεις και ότι άλλο μπορούμε να φανταστούμε.

Υπάρχει η θρησκεία της φοβίας για τον διάβολο και το 666, η θρησκεία του μισογυνισμού και της υποβόσκουσας σεξουαλικής διαστροφής, η θρησκεία του δόγματος, του Βυζαντίου, του μίσους για τους άλλους, της αγάπης για τα όπλα (τα οποία τα ευλογούν οι άνθρωποι της αγάπης, για να μπορούν να σκοτώνουν καλύτερα), της θεολογικής υποταγής, της πίστης κλπ.

Από την μία υπάρχει η θρησκεία που σε μετατρέπει σε ψυχοπαθή κι από την άλλη η Ανεξαρτησία σε μετατρέπει σ’ ελεύθερο άνθρωπο.

Προκύπτει το εύλογο ερώτημα «Ποια είναι η συγκεκριμένη μέθοδος για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια μεταμόρφωση;». Με δεδομένο πως οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται σε κατάσταση ανισορροπίας και μη έχοντας ολοκληρωμένη ταυτότητα, θέλουν μια συγκεκριμένη μέθοδο, εδώ και τώρα και μάλιστα βήμα- βήμα. Όντας σε παιδική – στην καλύτερη των περιπτώσεων- νοητική ηλικία χρειάζονται μια μαμά να τους φροντίσει. Δεν θα το κάνω, δεν μου αρέσει αυτός ο ρόλος και αγαπώ όλα τα παιδιά, αλλά στην σωστή σωματική διάπλαση,  γνωρίζοντας πως δεν μπορούν να διαβάσουν ένα τέτοιο κείμενο.

Μπορώ όμως να σας πω πως εδώ στο terrapapers, υπάρχουν άφθονες τεχνικές, σεμινάρια και βιβλία. Ο καθένας μπορεί να ψάξει και να βρει αυτό που του ταιριάζει. Δεν έχει νόημα να ψάχνουμε για το τέλειο σύστημα ή για την απόλυτη αλήθεια, τίποτε απ’ τα δύο δεν υπάρχει και είναι τουλάχιστον ανοησία να ψάχνουμε το ανύπαρκτο, αντί να επιδιώκουμε αυτό που λειτουργεί, που παράγει το επιθυμητό αποτέλεσμα και είναι χρήσιμο για όσο χρόνο λειτουργεί. Όταν δεν μας κάνει την δεδομένη χρονική στιγμή, απλά το αλλάζουμε.

Το μέτρο της αλήθειας είναι η αποτελεσματικότητα για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Και για κάθε άνθρωπο τα πράγματα διαφέρουν, ανάλογα με τους σκοπούς του καθενός.

Ανεξαρτητοποίηση σημαίνει  διαφοροποίηση από την μάζα, από τα έθιμα, τις παραδόσεις και την κοινή γνώμη. Ο άνθρωπος γίνεται κύριος του εαυτού και  της συνείδησής του, όταν  είναι σε θέση να επιλέξει την μέθοδο που του ταιριάζει τον συγκεκριμένο χρόνο.  Ακόμα  μπορεί  κάποιος να δημιουργήσει την δική του προσωπική μέθοδο. Αυτό είναι κάτι το τελείως εξειδικευμένο και σε πολλές περιπτώσεις άκρως αποτελεσματικό για τον ίδιο, αν και είναι άχρηστο για όλους τους άλλους.

Ότι κι αν επιλέξει ν’ ακολουθήσει κάποιος το σημαντικό είναι αυτό το μονοπάτι να τον ενθουσιάζει, να τον κάνει χαρούμενο και να τον Ανεξαρτητοποιεί. Μόνον ο Ανεξάρτητος άνθρωπος έχει την ικανότητα ν’ Αντιλαμβάνεται. Αντίληψη κι Ανεξαρτησία είναι έννοιες αλληλένδετες και αλληλοεπηρεαζόμενες, δεν υπάρχει η μία χωρίς την άλλη. Η Αντίληψη ενός ανθρώπου είναι τόση όση και η Ανεξαρτησία του και τούμπαλιν.

Εξαρτημένοι άνθρωποι είναι αδύνατον να καταλάβουν -Αντιληφθούν- τα λεγόμενα ή τις πράξεις ενός Ανεξάρτητου ανθρώπου με αποτέλεσμα τις γνωστές διαφωνίες και αντιδράσεις ενός ανώριμου έφηβου σ’ ένα γερασμένο σώμα. Αυτός που είναι Ανεξάρτητος κι έχει Αντίληψη λέμε ότι είναι Άψογος

Το να είσαι Άψογος σημαίνει πως κάνεις σωστή χρήση της Ενέργειάς σου. Δεν είναι θέμα ηθικής αλλά θέμα καθημερινής στρατηγικής.

Απαιτεί λιτότητα, περίσκεψη, απλότητα, αθωότητα, καλοπροαίρεση και πάνω από όλα, ανυπαρξία εγωπάθειας.

Δεν είναι τόσο δύσκολο αλλά ούτε κι απλό.

Είναι το κύριο χαρακτηριστικό του ανθρώπου που θέλει να βαδίσει στο μονοπάτι του πολεμιστή και ν’ αναμετρηθεί με το άγνωστο.

Παραδειγματίσου από τα δέντρα.

Η Αγωγή του Στωικού

«…Όποιο και να είναι το μυστικό του μυστηρίου των πραγμάτων, είναι χωρίς αμφιβολία ιδιαίτερα πολύπλοκο. Ή, αν είναι απλό, έχει μια απλότητα που καμιά από τις ικανότητές μας δεν μπορεί να διακρίνει. Το πιο μεγάλο μου παράπονο απέναντι στα περισσότερα φιλοσοφικά δόγματα είναι πως είναι υπερβολικά απλά. Η έγνοια τους να εξηγήσουν αποτελεί επαρκή απόδειξη γι’ αυτό, αφού εξήγηση σημαίνει απλούστευση.

Όσο αλλόκοτη και να είναι η θεωρία του κακού του Soame Jenyns [1] τουλάχιστον δεν είναι παράλογη, όπως είναι παράλογο το δόγμα ενός Θεού παντοδύναμου και καλού, αλλά και δημιουργού του κακού, αφού είναι δημιουργός των πάντων. Η υπόθεση του Soame Jenyns παρουσιάζει μάλιστα το – ίσως απατηλό, αλλά προφανέστατο – πλεονέκτημα της αναλογίας. Πράγματι, όπως ακριβώς παρεμβαίνουμε στη ζωή των όντων που είναι κατώτερα από μας – για να τους κάνουμε άλλοτε καλό κι άλλοτε κακό.

Καμιά φορά τους κάνουμε καλό πιστεύοντας ότι τους κάνουμε κακό, και αντίστροφα, έτσι μπορούμε ν’ αντιληφθούμε ότι ενεργούν με τον ίδιο τρόπο απέναντί μας όντα που υποτίθεται πως είναι το ίδιο ανώτερα από εμάς όπως εμείς από τα κοπάδια στις εξοχές μας ή από τα πουλιά στον ουρανό μας. Μια μέρα σκέφτηκα – ήταν μάλλον ένα ονειροπόλημα παρά μια αληθινή πεποίθηση – ότι θα μπορούσε κάλλιστα, αφού η ζωή είναι ο νόμος των πάντων, ο θάνατος να είναι πάντα σημάδι ξένης παρέμβασης, και να μην πεθαίνουμε ποτέ παρά μόνο από βίαιο θάνατο.

Κάποιοι θάνατοι είναι ξεκάθαρα βίαιοι, και πολύ συχνά του προκαλούμε εμείς οι ίδιοι. Άλλοι θάνατοι, που τους χαρακτηρίζουμε φυσικούς, θα μπορούσαν να είναι το ίδιο βίαιοι, αλλά να οφείλονται στην παρέμβαση κάποιων όντων ασύλληπτων από τις αισθήσεις μας. Όπως βλέπουμε κάποια έθνη να βρίσκονται σε κατάσταση πλήρους παρακμής, και παρ’ όλα αυτά να μην εξαφανίζονται από προσώπου γης παρά μόνο εξαιτίας ξένων εισβολών και πράξεων βίας, παρομοίως και οι ζωές μας θα μπορούσαν να μην τελειώνουν παρά μόνο μ’ αυτό τον τρόπο.

Ακόμα και η αυτοκτονία – ακολουθώντας τον λογικό ειρμό της ονειροπόλησής μου – θα μπορούσε να υπακούει σε ξένη παρόρμηση. Καμιά ζωή δεν θα δινόταν αυθαίρετα στο θάνατο, αλλά στην περίπτωση της αυτοκτονίας θ’ αποφάσιζε το θάνατό της υπό εξωτερική επήρεια, χρησιμοποιώντας απλώς τον εαυτό της. Θα είχα ξεχάσει εντελώς αυτούς τους όχι ιδιαιτέρως ακριβείς συλλογισμούς, αν κάποτε δεν είχαν σώσει εμένα τον ίδιο από την αυτοκτονία, πριν από πολύ καιρό – λίγο μετά το τέλος των πανεπιστημιακών σπουδών μου.

Η ζωή μου δοκιμαζόταν από έναν παροξυσμό αγωνίας, αλλά η αόριστη πιθανότητα να είναι η σκέψη μου σωστή (και μπορούσε να είναι σωστή όσο οποιαδήποτε άλλη), και, αν ήταν σωστή, η απροθυμία μου να δράσω ως απλός υπηρέτης, σαν εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος – όλα αυτά, πράγματι, με απέτρεψαν (δεν ξέρω αν αυτό ήταν χρήσιμο ή όχι) από την εκτέλεση μια πράξης που, στο κάτω κάτω, απλώς αναβλήθηκε μέχρι σήμερα.

Τίποτα πια δεν μπορεί σήμερα ν’ αλλάξει τη ζωή μου. Αν… ή αν… Ναι, αλλά ένα «αν» αντιπροσωπεύει πάντα κάτι που δεν έχει συμβεί κι αφού δεν έχει συμβεί, ποιο το όφελος να φανταζόμαστε τι θα γινόταν αν είχε συμβεί;
«…Η μεγαλύτερη τραγωδία για μια ψυχή ή έναν άνθρωπο είναι να διαθέτει διάνοια και ηθική εξίσου ισχυρές. Για να είναι κάποιος αναμφισβήτητα και «απόλυτα» ηθικός, πρέπει να είναι και λιγάκι ανόητος. Για να είναι απόλυτα διανοούμενος, πρέπει να είναι και λιγάκι ανήθικος. Δεν ξέρω ποιο παιχνίδι της Μοίρας ή ποια ειρωνεία της Τύχης δεν επιτρέπει στον άνθρωπο αυτόν το δυϊσμό σε υψηλό επίπεδο. Προς μεγάλη μου δυστυχία κάτι τέτοιο συμβαίνει στην περίπτωσή μου. Διαθέτοντας, λοιπόν, δύο αρετές, δεν κατόρθωσα ποτέ μου να γίνω τίποτα. Αυτό που με έφθειρε στη ζωή δεν είναι ότι διέθετα υπερβολικά ανεπτυγμένο ένα προσόν, αλλά δύο.»
«…Το κακό δεν βρίσκεται στον ατομικισμό μας, αλλά στον τύπο του ατομικισμού που μας χαρακτηρίζει, ο οποίος είναι στατικός αντί να είναι δυναμικός. Στα μάτια μας, η αξία μας εξαρτάται απ’ αυτό που σκεφτόμαστε, κι όχι από αυτό που πράττουμε. Ξεχνάμε πως αυτό που δεν κάναμε δεν το βιώσαμε πως η πρωταρχική λειτουργία της ζωής είναι η δράση, όπως το πρωταρχικό χαρακτηριστικό των πραγμάτων είναι η κίνηση.

Προσδίδουμε σημασία στις σκέψεις μας απλώς και μόνο επειδή είναι δικές μας θεωρούμε εαυτούς όχι, όπως έλεγε εκείνος ο Έλληνας [2], «μέτρον πάντων», αλλά κανόνα ή μονάδα μέτρησης των πάντων∙ κι έτσι δημιουργήσαμε ανάμεσά μας όχι απλώς μια ερμηνεία, αλλά μια κριτική του σύμπαντος (ενώ, εφόσον δεν το γνωρίζουμε, δεν είμαστε ικανοί να το κρίνουμε) και βλέπουμε τα πιο αδύναμα και πιο διαταραγμένα πνεύματα ανάμεσά μας να ανάγουν αυτή την κριτική σε ερμηνεία που επιβάλλεται σαν παραίσθηση, και όχι μέσω συλλογισμού, αλλά διά μιας απλούστατης επαγωγής. Πρόκειται για μια καθαρή περίπτωση παραίσθησης, δηλαδή για μια ψευδαίσθηση που γεννήθηκε από την εσφαλμένη κατανόηση ενός γεγονότος.»

«…Ποτέ δεν κατάφερα να πιστέψω ότι θα μπορούσε κανείς, είτε εγώ ο ίδιος είτε οποιοσδήποτε άλλος, να έχει τη βεβαιότητα ότι θα φέρει κάποια ανακούφιση, πραγματική ή βαθιά, στις δυστυχίες του ανθρώπου, κι ακόμη λιγότερο να τις γιατρέψει! Ούτε κατάφερα, όμως, να πάψω να το σκέφτομαι η παραμικρή ανθρώπινη αγωνία- ή και μόνο το να τη φανταστώ- πάντα μου δημιουργούσε άγχος, κι ακόμη με αναστάτωνε, μου απαγόρευε να συγκεντρωθώ και ν’ αφιερωθώ στο «εγώ» μου.

Η πεποίθηση ότι κάθε θεραπευτική της ψυχής είναι εντελώς ανώφελη θα έπρεπε, αντίθετα, να με υψώσει μέχρι τις κορυφές της αδιαφορίας, όπου οι γήινες ανησυχίες θα κρύβονταν πίσω από το νεφελώδες πέπλο αυτής της πεποίθησης. Παρ’ όλα αυτά, όσο δυνατή και να είναι η σκέψη, είναι εντελώς ανίσχυρη απέναντι στην επανάσταση του συναισθήματος. Είναι αδύνατον να μην αισθανόμαστε, όπως είναι αδύνατον να μην περπατάμε.

(Σ.Σ. Αυτό μόνο αδύνατον δεν είναι, αντίθετα είναι πολύ εφικτό και απολύτως απαραίτητο το να ελέγχουμε, τι αισθανόμαστε και όταν κρίνεται πρέπον να μην αισθανόμαστε τίποτε. Βασική άσκηση, είναι αυτή, στην Ακεραιότητα)
Η έλλειψη ορμής μέσα μου ήταν πάντα, σε τελική ανάλυση, η πηγή και η αιτία όλων των δεινών μου – το να μην μπορώ να θελήσω πριν σκεφτώ, το να μην μπορώ να αφοσιωθώ, το να μην μπορώ να πάρω μιαν απόφαση με τον μόνο τρόπο που αποφασίζουν οι άνθρωποι: με την αποφασιστικότητα, κι όχι με το μυαλό- όπως ο γάιδαρος του Μπυριντάν [3] που πεθαίνει πάνω στη μαθηματική διχοτόμο που χωρίζει το νερό από τη συγκίνηση και το άχυρο από την προσπάθεια, ενώ, αν δεν το σκεφτόταν, ίσως και να πέθαινε, αλλά δε θα πέθαινε ούτε από πείνα, ούτε από δίψα.»  
Fernando Pessoa «Η Αγωγή του Στωικού»

[1] Soame Jenyns (1704-1787): Άγγλος ποιητής, κριτικός και δοκιμιογράφος, συγγραφέας ενός δοκιμίου με τίτλο Ελεύθερη Έρευνα για τη Φύση και την Προέλευση του Κακού.

[2]. Ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης

[3].Jean Buridan (1300-1358): Γάλλος σχολαστικός φιλόσοφος που διατύπωσε το εξής:  Αν ένας γάιδαρος που βασανίζεται το ίδιο από πείνα και δίψα τοποθετηθεί σε ίση απόσταση από έναν κουβά νερό και μια μερίδα βρώμη, δεν μπορεί να αποφασίσει προς τα που να κατευθυνθεί και πεθαίνει από πείνα και δίψα. Ο Buridan θέλησε έτσι να καταδείξει τις παρενέργειες της υποτιθέμενης «ελευθερίας της επιλογής».  

Μην αφήνετε τη ζωή να περνά άσκοπα

Μην αφήνετε τη ζωή να περνά χωρίς να την ζήσετε.

Γιατί να μην μείνουμε για πάντα νέοι; Γεμάτοι ενέργεια, ομορφιά, πάθος, γοητεία, νιάτα, ξεγνοιασιά και όλα αυτά σε ένα νέο, σφριγηλό σώμα. Κάποτε ένας ποιητής έλεγε «Δεν φοβάμαι το θάνατο αλλά το γήρας».

Ξαφνικά, νιώθεις αδύναμος, πολύ μεγάλος για να κάνεις πράγματα. Δεν έχεις αντοχές και κουράγια. Ίσως, όσο περνάνε τα χρόνια να θέλουμε όλοι να γίνουμε σαν το «Βenjamin Button».

To αριστούργημα του Oscar Wilde «To πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι», έχει για πρωταγωνιστή έναν όμορφο νέο που θέλει, αντί για τον ίδιο, να γεράσει το πορτρέτο του. Η επιθυμία του ολοκληρώνεται και ο πίνακας αρχίζει να αντικατοπτρίζει τη σωματική και ηθική φθορά του εικονιζόμενου.
«Έτριψε τα μάτια του, πλησίασε τον πίνακα και τον εξέτασε ξανά. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι αλλαγής όταν κοίταξε τον ίδιο πίνακα, κι όμως δεν υπήρχε αμφιβολία πως η όλη έκφραση είχε αλλοιωθεί. Δεν ήταν απλώς η φαντασία του. Το πράγμα ήταν φρικτά προφανές. Σωριάστηκε στην καρέκλα και βάλθηκε να σκέφτεται. Ξαφνικά, πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του Αυτό που είχε πει στο ατελιέ του ζωγράφου την ημέρα που θα είχε τελειώσει ο πίνακας. Ναι, το θυμόταν πολύ καλά.
Είχε ξεστομίσει μια αρρωστημένη επιθυμία να μείνει ο ίδιος νέος και να γεράσει το πορτρέτο του, να παραμείνει η ομορφιά του ακηλίδωτη και το πρόσωπο στον καμβά να φορτωθεί το βάρος από τα πάθη και τις αμαρτίες του, να πληγωθεί η ζωγραφισμένη εικόνα από τις ρυτίδες που φέρνουν βάσανα και οι σκέψεις, κρατώντας ο ίδιος όλη την εύθραυστη θαλερότητα και το κάλλος της μόλις συνειδητής, τότε εφηβείας του. Δεν μπορεί να εκπληρωθεί η επιθυμία του…Αυτά τα πράγματα δε γίνονται. Φαντάζει τερατώδες και μόνο να το σκέφτεται. Κι όμως, εκεί μπροστά του βρισκόταν ο πίνακας, με μια πινελιά σκληρότητας στο στόμα.»
Γι αυτό μην αφήνετε την ζωή να περνά χωρίς να την ζήσετε.

Κάντε τα πράγματα όταν πρέπει. Μην τα αναβάλετε όλα γι’ αύριο.

Και να θυμάστε πως όσες ρυτίδες κι αν έχετε, το πάθος για την ζωή, τα όνειρα, την χαρά, την ανεμελιά, την τρέλα δεν μπορεί να τα φθείρει ο χρόνος. Το γήρας τα φοβάται.