11.8. Αἰδώς και ἔλεος
Επειδή η αἰδώς μέσω της νεμέσεως λειτουργεί ανασταλτικά στην ανεξέλεγκτη δράση, συνδυάζεται συχνά με αισθήματα, όπως είναι: η έκπληξη, ο θαυμασμός, ο σεβασμός που εμπνέει τον φόβο προς κάποιον ανώτερο, η συμπάθεια ή ο οίκτος, και ο ἔλεος, κυρίως προς τους «ξένους» και τους ικέτες, που βρίσκονται σε ανίσχυρη θέση και χρειάζονται βοήθεια. Η αἰδώς αποτρέπει τον ισχυρό (οικοδεσπότη ή ικετευόμενο) από το να βλάψει τον ανυπεράσπιστο (ξένο ή ικέτη του)· διαφορετικά ενδέχεται η αφιλόξενη ή ανελέητη συμπεριφορά του να αποκαλυφθεί δημόσια, υποκινώντας την εκδίκηση των θεών. Ο ἔλεος, από την άλλη μεριά, προκαλεί τον δυνατό να θεωρήσει, συνειδητοποιώντας την αξιοθρήνητη κατάσταση του άλλου (ξένου ή ικέτη), ότι τα ξένα βάσανα θα μπορούσαν να αφορούν και δικούς του, ή να γίνουν και δικά του. Έτσι, αἰδώς και ἔλεος, στα συμφραζόμενα της ξενίας ή/και της ικεσίας, συνιστούν αφορμές για συναισθητική σύγκλιση ανάμεσα στον ξένο/ικέτη και στον ξενιστή/ικετευόμενο - σχέση που, με τα παρεπόμενα ενδεχόμενα της προσφοράς φαγητού, των δώρων/λύτρων και του ύπνου, αποτελεί μια μορφή φιλότητος.
Στον πόλεμο της Ιλιάδας όλες οι ικετευτικές εκκλήσεις για αἰδῶ και ἔλεον των ανυπεράσπιστων ικετών αντιπάλων (που ανήκουν όλοι στην παράταξη των Τρώων) απορρίπτονται, μαζί με τα προσφερόμενα ἄποινα, από τους ικετευόμενους, οι οποίοι εξοντώνουν τα ανυπεράσπιστα θύματά τους με ανελέητο τρόπο. Στην αρχή του έπους, ενώ όλοι οι Αχαιοί ζητούν από τον Αγαμέμνονα να σεβαστεί (αἰδεῖσθαι, Α 23) τον γέροντα ιερέα Χρύση και τα αμέτρητα λύτρα που προσφέρει για να πάρει πίσω την κόρη του, ο βασιλιάς των Αχαιών διώχνει τον σεβάσμιο γέροντα ικέτη απειλώντας τον με θάνατο.
Στον επίλογο της Ιλιάδας το προηγούμενο αρνητικό σκηνικό αντιστρέφεται. Εξάλλου, η απώλεια της αἰδοῦς και του ἐλέου εκ μέρους του Αχιλλέα υποκινεί τη λύτρωση του ατιμασμένου νεκρού Έκτορα. Πρώτα ο Απόλλωνας, διαμαρτυρόμενος στους ολυμπίους, κατηγορεί τον Αχιλλέα για τον «αναιδή» και ανελέητο τρόπο με τον οποίο προσβάλλει το σώμα του αντιπάλου του, λέγοντας (Ω 44-45):
Έτσι ο Αχιλλέας την έχασε τη συμπόνια [ἔλεον] μέσα του, και ούτε νιώθει ντροπή [αἰδώς], που πολύ ζημιώνει ή ωφελεί τους ανθρώπους.
Λίγο μετά, όταν ο Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα να του επιστρέψει τον μονάκριβο, νεκρό του γιο, τον καλεί να σεβαστεί τους θεούς αλλά και, φέρνοντας στη θύμησή του τον δικό του πατέρα Πηλέα, να λυπηθεί τον γέροντα βασιλιά (Ω 503-506):
Όμως σεβάσου [αἰδεῖο] τους θεούς, Αχιλλέα· θυμήσου τον πατέρα σου και λυπήσου [ἐλέησον] εμένα· εγώ είμαι πιο αξιολύπητος [ἐλεεινότερος]· βάστηξα πράγματα, που κανένας άλλος θνητός πάνω στη γη δεν τα βάστηξε ως τώρα, να φέρω στο στόμα μου τα χέρια του ανθρώπου που σκότωσε τα παιδιά μου.
Στη μεταπολεμική Οδύσσεια ξένοι, ικέτες και επαίτες, χαρακτηρίζονται αἰδοῖοι, που αξίζουν τη φιλία και τον σεβασμό των άλλων. Αυτό σημαίνει ότι ο οικοδεσπότης όχι μόνο δεν πρέπει να βλάψει τον απροστάτευτο ξένο του, αλλά και οφείλει να υπολογίζει στο πώς θα εισπράξουν οι γύρω του μια ενδεχόμενη, αφιλόξενη συμπεριφορά του. Τα αναμενόμενα αισθήματα της αἰδοῦς και του ἐλέους στην Οδύσσεια εκμαιεύονται κατά κανόνα από τον πολυμήχανο πρωταγωνιστή της, προκειμένου να κερδίσει και να διασφαλίσει ξενία και νόστο. Πίσω από το προσωπείο του ανυπεράσπιστου ξένου/ικέτη, με το οποίο ο Οδυσσέας εμφανίζεται ως πολύπαθος και κατατρεγμένος (πολύτλας) ταξιδευτής, κρύβεται ο πολύμητις ήρωας, που ξέρει πότε και πώς να χρησιμοποιεί με διπλωματικό τρόπο τα κολακευτικά, συχνά πλανερά, λόγια του, για να καταστεί, με την υποστήριξη της πολύβουλης Αθηνάς, ἐλεεινὸς φίλος και αἰδοῖος στους ξενιστές του. Η φιλοξενία του ήρωα στους Φαίακες προετοιμάζεται στην ακτή της Σχερίας με τον ἔλεον που ζητάει ως πολύπαθος ξένος/ικέτης από την ανυποψίαστη Ναυσικά (ζ 175-179):
Έλεος όμως σου ζητώ [ἐλέαιρε]. Εσύ είσαι η πρώτη που απαντώ,
έτσι φριχτά βασανισμένος· άλλον δεν ξέρω στους ανθρώπους
που κατοικούν αυτή τη γη κι αυτή την πόλη.
Και σου ζητώ την πόλη να μου δείξεις,
κι ένα κουρέλι να σκεπαστώ, αν έχεις φέρει εδώ μαζί σου
κάποιο πανί, να με τυλίξει.
Ανάλογα με το πρόσωπο που έχει κάθε φορά απέναντί του ο ήρωας ξέρει να καρπώνεται αυτό που επιθυμεί. Εδώ ο ἔλεος, που μεταφράζεται στο αίτημα για πομπή στην πόλη των Φαιάκων και ρούχο, χαρακτηρίστηκε ήδη από τον αρχαίο σχολιαστή κερδαλέον (πονηρό), που αντιστοιχεί στο «ζήτα λίγα για να πάρεις πολλά». Αργότερα, μέσα στο μέγαρο των Φαιάκων, ο Οδυσσέας, προσπέφτοντας στα γόνατα της μητέρας της Ναυσικάς Αρήτης, θα ζητήσει άμεσο νόστο (η 142-152).
Η θαλπωρή που απολαμβάνει ο Οδυσσέας ως ξένος/ικέτης μακριά και έξω από το σπίτι του (στους Φαίακες και στο καλύβι του Εύμαιου) είναι εντελώς αντίθετη προς την αφιλόξενη υποδοχή που του επιφυλάσσουν οι αλαζόνες μνηστήρες, μαζί με τις άπιστες δούλες, μέσα στο παλάτι του. Στο προσωπείο του ξένου/ικέτη έχει προστεθεί τώρα, με την παρέμβαση της Αθηνάς, η ιδιότητα του ζητιάνου, που παρά ταύτα προξενεί τη συμπάθεια μόνο της οικοδέσποινας Πηνελόπης. Και το ρούχο έχει εδώ τη σημασία του: όταν ο ξένος της βασίλισσας της διηγείται πως συνάντησε κάποτε τον θείο Οδυσσέα, που φορούσε χλαίνη διπλά θηλυκωμένη με χρυσή περόνη, η Πηνελόπη, αναγνωρίζοντας τα σήματα-ενδύματα του εξαφανισμένου άντρα της, υπόσχεται στον ξένο της «πολύτιμη φιλία» τ 253-254):
Ξένε μου, σε συμπάθησα απ᾽ την αρχή [πάρος …ἐὼν ἐλεεινός], μα τώρα θα μου γίνεις
φίλος πολύτιμος [φίλος …αἰδοῖος] σε τούτο το παλάτι.
Μένει για τη συνέχεια η μετακίνηση του Οδυσσέα από τον ρόλο του ἐλεεινοῦ, φίλου και αἰδοίου ξένου σ᾽ εκείνον του άρχοντα της Ιθάκης και αναγνωρισμένου συζύγου της Πηνελόπης.
Από τα προηγούμενα συμπεραίνεται ότι η αἰδώς αποτελεί θεμελιώδη αρχή συμπεριφοράς στα δύο ομηρικά έπη. Γι᾽ αυτό και μερικοί μελετητές των επών υποστηρίζουν ότι η κοινωνία που περιγράφεται στον Όμηρο διαθέτει κατεξοχήν τα χαρακτηριστικά του «πολιτισμού της ντροπής». Ο χαρακτηρισμός αυτός αναφέρεται σε διάκριση προς τον «πολιτισμό της ενοχής» των επόμενων αιώνων, όπου ο άνθρωπος έχει εσωτερικεύσει τις εντολές του κοινωνικού του περιβάλλοντος και συναισθάνεται πλέον ότι παραβαίνει μια ηθική εντολή ή ένα πρότυπο συμπεριφοράς, γι᾽ αυτό και νιώθει ένοχος ανεξάρτητα από το τι λένε ή τι του επιβάλλουν να πράξει οι άλλοι.
Ωστόσο, η διάκριση αυτή κρίνεται απόλυτη, επειδή προϋποθέτει ότι τα δρώντα πρόσωπα στα ομηρικά έπη, ως μέλη μιας πρωτόγονης, κατά κάποιον τρόπο, κοινωνίας, δεν διαθέτουν ακόμη προσωπική συνείδηση για τις πράξεις τους, υπακούοντας τυφλά στις εντολές της κοινότητάς τους. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν επιβεβαιώνεται από τα προηγούμενα παραδείγματα, αλλά και θα μπορούσε να θεωρηθεί λίγο πολύ εξωπραγματικό, εφόσον είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμο αν θα μπορούσε να υπάρξει κοινωνία (πρωτόγονη ή σύγχρονη), τα μέλη της οποίας να μην έχουν αφομοιώσει κοινωνικά και ηθικά πρότυπα συμπεριφοράς. Οι ήρωες και ηρωίδες των ομηρικών επών έχουν τα δικά τους πρότυπα συμπεριφοράς και όχι μόνο υπολογίζουν στο τι περιμένει από αυτούς η κοινότητά τους να πράξουν αλλά έχουν εσωτερικεύσει αυτές τις προσδοκίες. Γι᾽ αυτό και δεν μπορούν να διανοηθούν ότι μπορούν να αποκλίνουν από τις αρχές αυτές. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις ένα ηρωικό υποκείμενο μπορεί να κάνει τις αξίες της κοινότητάς του δικές του.
Η διαφορά επομένως ανάμεσα στον ομηρικό «πολιτισμό της ντροπής» και στον μεταγενέστερο «πολιτισμό της ενοχής» είναι κυρίως ποσοτική. Αυτή η ποσοτική διαφορά οφείλεται κυρίως στο ότι οι ήρωες και οι ηρωίδες στο έπος είναι εξέχοντα πρόσωπα, που ενδιαφέρονται για την εικόνα τους, καθώς μάλιστα δρουν σε μια κοινωνία όπου οι διαπροσωπικές σχέσεις είναι ιδιαίτερα έντονες. Αλλά ακόμη και αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ποσοτικά και όχι ποιοτικά, που απαγορεύουν τη ριζική διάκριση ανάμεσα στην εξωτερική αἰδῶ και στην εσωτερική ενοχή.
Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
1.2. Την οργή ψάλλε, θεά, του Αχιλλέα
Η ελληνική ιστορία και ο ελληνικός πολιτισμός ξεκινούν ποιητικά. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, δημιουργίες της πρώιμης αρχαϊκής εποχής, είναι οι αρχαιότερες ολοκληρωμένες μαρτυρίες που διαθέτουμε για τον ελληνικό πολιτισμό. Σαν την Αθηνά που γεννήθηκε οπλισμένη από το κεφάλι του Δία, ο δομημένος κόσμος του Ομήρου αναδύεται στα μάτια μας ώριμος. Τα δύο αυτά έπη που η αρχαιότητα απέδωσε στον ίδιο ποιητή, τον θρυλικό Όμηρο, κατορθώνουν μέσα από χιλιάδες στίχους να διατηρήσουν μια αξιοθαύμαστη ενότητα αφηγηματικής πλοκής. Τέσσερις αιώνες αργότερα, ο Αριστοτέλης, στο πρώτο θεωρητικό σύγγραμμα περί ποιητικής τέχνης που μας διέσωσε η αρχαιότητα, θα μνημονεύσει πολλές φορές τα δύο έπη ως αξεπέραστα πρότυπα. Είχαν επιτύχει την ύψιστη αρετή κάθε καλλιτεχνικού έργου: την ενότητα του μύθου.
Με τον πρώτο στίχο της αρχαιοπρεπέστερης Ιλιάδας ο ποιητής ζητούσε από τη Μούσα να υμνήσει την οργή (μῆνιν) του Αχιλλέα. Ο ελληνικός λόγος, στην πρώτη του εμφάνιση, δόξαζε τον δίκαιο θυμό του ἀρίστου. Ξεκινώντας ποιητικά, ο ελληνικός πολιτισμός εκκινούσε με έναν ύμνο στον πόλεμο και την αριστεία.
Ο Όμηρος είχε στραμμένο το βλέμμα του στο παρελθόν. Στα δύο έπη βρίσκονται αναμεμειγμένα στοιχεία από τη μυκηναϊκή εποχή, από τους σκοτεινούς αιώνες που τη διαδέχθηκαν και από την περίοδο της τελικής σύνθεσης των δύο επών τον 8ο αιώνα. Σε αυτά αποτυπώνονται όμως επίσης -και μάλιστα με ιδιαίτερη ευκρίνεια- ιδέες, αντιλήψεις και νοοτροπίες που θα σφράγιζαν την αρχαία ελληνική ιστορία στο σύνολό της. Σε θέματα όπως είναι η σχέση των ανθρώπων με τους θεούς, η σημασία της αριστείας, το επισφαλές και απρόβλεπτο της ανθρώπινης ζωής και ο ρόλος της ποίησης στην κοινωνία, το ομηρικό κοσμοείδωλο διατήρησε την αξία του για αιώνες.
Ο Όμηρος ήταν κοινό κτήμα για όλους τους Έλληνες, και ο ιδεατός κόσμος του ένα σταθερό σημείο αναφοράς για την ταυτότητά τους. Μέσω αυτού οι νέοι διδάσκονταν γραφή και ανάγνωση έως το τέλος της αρχαιότητας. Αυτόν επικαλούνταν φιλόσοφοι, σοφιστές, πολιτικοί και ρήτορες προκειμένου να περιβάλουν μια θέση τους με το κύρος της παράδοσης και την αίγλη του κοινά αποδεκτού. Ποτέ δεν έπαψαν, μάλιστα, να ερίζουν οι πόλεις που θεωρούσαν τον Όμηρο δικό τους γέννημα και θρέμμα. Ιδιοποίηση του Ομήρου σήμαινε ιδιοποίηση του καθολικότερου στοιχείου του ελληνισμού.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο πρώτος ποιητής της Ελλάδας έβλεπε τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο εντοπίζεται στη σχέση της θνητής με την αθάνατη φύση. Οι άνθρωποι παρουσιάζονται να θαυμάζουν, να σέβονται και να φοβούνται τους θεούς. Τους λατρεύουν με θυσίες και κάθε λογής προσφορές, τους υπενθυμίζουν σε δύσκολες στιγμές την έμπρακτη ευσέβεια που τους έχουν δείξει στο παρελθόν και τους ζητούν, με προσευχές και ικεσίες, την ευόδωση των νέων τους σχεδίων. Οι θεοί άλλοτε συναινούσαν και άλλοτε έδειχναν να αδιαφορούν. Ούτως ή άλλως η δική τους μακάρια κατάσταση δεν μπορούσε να απειληθεί από την επιτυχία ή την αποτυχία των ανθρώπινων προσπαθειών. Αν το ήθελαν, μπορούσαν επίσης να επέμβουν οικειοθελώς για να σώσουν έναν αγαπημένο τους άνδρα ή για να πλήξουν κάποιον μισητό εχθρό. Γενικά στον ομηρικό κόσμο πίσω από οποιαδήποτε ανθρώπινη ενέργεια κρυβόταν η επέμβαση, θετική ή αρνητική, μιας θεότητας ή η υπεροπτική αδιαφορία των θεών στο σύνολό τους.
Οι άνθρωποι επέρριπταν συχνά στους θεούς την ευθύνη για τις αντιξοότητες που συναντούσαν. Δεν ήταν όμως άγνωστη στον Όμηρο η ηθική υπαιτιότητα του ατόμου. Η συμφορά που έπληττε έναν θνητό λογιζόταν ως συνέπεια τόσο των δικών του επιλογών, για τις οποίες ήταν πλήρως υπεύθυνος, όσο και της θείας δράσης. Η θεϊκή και η ανθρώπινη γραμμή αιτιότητας έβαιναν παράλληλα και αποσκοπούσαν να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα της ζωής με τρόπο που να μην υποτιμά ούτε την αυτεξουσιότητα των ανθρώπων ούτε την υπεροχή των θεών. Με τον τρόπο αυτό ο ατομικός ανθρώπινος βίος εγγραφόταν σε ένα ευρύτερο σχέδιο θεϊκής και κοσμικής τάξης.
Στον ομηρικό κόσμο ἄριστος ήταν εκείνος που έπραττε σωστά και μιλούσε όμορφα. Λόγος και πράξη αποτελούσαν τους δύο στυλοβάτες της ομηρικής αρετής. Η εναρμόνιση λόγων και έργων ήταν «η μόνη αληθινά ελληνική μουσική», θα έγραφε πολύ αργότερα ο Πλάτων. Στην όμορφη ομιλία περιλαμβάνονταν τόσο η δύναμη νοητικής ανάλυσης των περιστάσεων με στόχο την εύρεση καίριας λύσης όσο και η ικανότητα να παρουσιαστεί η λύση με τρόπο κατάλληλο για ένα συγκεκριμένο ακροατήριο, δηλαδή πειστικά. Η ορθή πράξη, από την άλλη μεριά, σήμαινε τη δύναμη να τεθεί η λύση που βρέθηκε σε πρακτική εφαρμογή. Στον πολεμικό κόσμο της Ιλιάδας σπουδαιότερη από όλες τις πράξεις ήταν η νίκη σε μια μονομαχία και σπουδαιότερη από όλες τις αρετές η ανδρεία. Ἄριστος ήταν, κατά κύριο λόγο, ο θαρραλέος και ισχυρός στη μάχη.
Ο Όμηρος παρουσίαζε ως ιδανικό τον τύπο ανθρώπου στον οποίο σκέψη, απόφαση, λόγος και πράξη αποτελούν διακριτές στιγμές σε ένα συνεχές φάσμα, που ορίζεται στο ένα άκρο του από τις εσωτερικές, ψυχικές διεργασίες και στο άλλο από τις εξωτερικές, φανερές ενέργειες. Οι φάσεις αυτού του συνεχούς αποσκοπούσαν στην επιτυχία και τη διάκριση. Η ομηρική επιταγή αφορούσε την πρωτιά: «να είσαι ο πρώτος και ο καλύτερος από όλους τους άλλους» (αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων), συμβούλευε τον Αχιλλέα ο δάσκαλός του.
Υπήρχαν ωστόσο όρια. Το αξεπέραστο όριο της ανθρώπινης δράσης ήταν βεβαίως το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου. Οι ήρωες του Ομήρου επιδίωκαν την υπεροχή και την επιτυχία, γνώριζαν όμως ότι δεν ήταν θεοί.
Η διαφορά ανάμεσα στους θνητούς και τους αθανάτους υπήρξε, στην ελληνική νοοτροπία, καθοριστική και αγεφύρωτη. Η θνητότητα των ανθρώπων δεν σήμαινε μόνο το αναγκαστικό πέρας του βίου τους. Σήμαινε επίσης ότι η ζωή τους ήταν γεμάτη κόπους, φροντίδες και μέριμνες, σε αντίθεση με την ξένοιαστη ύπαρξη των αθανάτων. Σήμαινε ακόμη ότι ο γνωστικός τους ορίζοντας ήταν περιορισμένος. Συχνά οι θνητοί κατανοούσαν το νόημα γεγονότων που είχαν ήδη ζήσει ύστερα από την παρέλευση πολλών ετών. Δεμένοι στο εδώ και στο τώρα, και αγκιστρωμένοι στα συμφέροντα της δικής τους περιορισμένης ζωής, δεν μπορούσαν να αντιληφθούν εύκολα τον ευρύτερο ορίζοντα των θεών.
Οι θεοί του Ομήρου, που ήταν σε μεγάλο βαθμό οι θεοί ολόκληρης της αρχαίας Ελλάδας, δεν ήταν ούτε παντοδύναμοι ούτε παντογνώστες. Έβλεπαν τα πράγματα ο καθένας από τη δική του σκοπιά, είχαν τα δικά τους ενδιαφέροντα και τους δικούς τους περιορισμούς - και δρούσαν ανάλογα. Έτσι προέκυπτε και μεταξύ τους ο πόλεμος. Πάνω από το γήινο πεδίο της Τροίας, καθώς παρακολουθούσαν τη σύγκρουση των θνητών, οι ίδιοι οι θεοί πάλευαν, κάποτε σώμα με σώμα. Σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων η ανθρώπινη ύπαρξη γινόταν ακόμη πιο επισφαλής. Δεν μπορούσε ποτέ να είναι κανείς βέβαιος ότι με τη συμπεριφορά και με τις επιλογές του δεν είχε προκαλέσει, άθελά του ίσως, την οργή ή τον φθόνο κάποιου θεού.
Παρ᾽ όλα αυτά, ο Όμηρος δεν οδηγήθηκε στο συμπέρασμα της ματαιότητας των πάντων. Αντίθετα, θεώρησε την ανθρώπινη ύπαρξη ως μια παροδική λάμψη, που δεν χάνει καθόλου το μεγαλείο της επειδή συμβαίνει να μην είναι αιώνια. Το ζήτημα ήταν η ποιότητα και η ένταση της λάμψης.\
Όταν ο Αχιλλέας, ο κατεξοχήν ήρωας της Ιλιάδας, αντιμετώπισε το δίλημμα μιας πολύχρονης αλλά άσημης ζωής ή ενός τιμημένου και ένδοξου θανάτου σε νεαρή ηλικία, μπορούσε κάλλιστα να επιλέξει την πρώτη εκδοχή. Κανένας επίσημος νόμος δεν του επέβαλλε να εκδικηθεί τον θάνατο του Πατρόκλου και κανένα δικαστήριο δεν θα τον έκρινε ένοχο αν αντιδρούσε με ρεαλιστική μετριοπάθεια. Στην ομηρική κοινωνία δεν υπήρχαν ηθικά καθήκοντα. Η επαινετή συμπεριφορά βασιζόταν σε έναν κοινά αποδεκτό κώδικα τιμής. Όποιος αποδεικνυόταν κατώτερος των περιστάσεων ήταν ένας ατιμασμένος δειλός (κακός), όχι ένας ένοχος που είχε παραβεί τον νόμο. Δεν θα μπορούσε πλέον να αντικρίζει στα μάτια συγγενείς και φίλους. Οι συμπατριώτες θα τον έψεγαν σε κάθε ευκαιρία, και θα ήταν αναγκασμένος να περπατά με σκυμμένο το κεφάλι. Μάλιστα, η αἰδώς για μια επαίσχυντη πράξη ήταν ευθέως ανάλογη με την αξία του πράττοντα και τη θέση του στην κοινωνική ιεραρχία. Επιλέγοντας την οδό του ένδοξου θανάτου, ο Αχιλλέας φανέρωνε έμπρακτα την υπεροχή του. Το αντίθετο θα τον έκανε να ντρέπεται και να νιώθει μικροπρεπής, όχι να έχει τύψεις συνείδησης ή ενοχές. Η ζωή αποκτούσε νόημα μόνο για εκείνους που μπορούσαν να τη θυσιάσουν εκούσια, χωρίς να ελπίζουν σε μεταθανάτια ευδαιμονία.
Το πολιτικό ήθος που εξυμνούσε ο Όμηρος προϋπέθετε τον πόλεμο, αφού εκεί αναδεικνυόταν ο άριστος. Πολεμώντας εναντίον των αντιπάλων του, ο ομηρικός ήρωας πολεμούσε πρωτίστως για τη δική του δόξα, για το κλέος του. Χρέος του ήταν λιγότερο να υπερασπιστεί κάποια επαπειλούμενα αγαθά και περισσότερο να φανεί σε όλους άξιος - και συνεπώς αντάξιος των περιστάσεων στις οποίες, τυχαία ή μοιραία, βρέθηκε. Δίπλα στη βίαιη σύγκρουση των εχθρών, βλάσταινε έτσι ο ανταγωνισμός των συμπολεμιστών για την κατεξοχήν πολεμική αρετή: την ανδρεία.
Για να αναδείξει την αμφίθυμη στάση των ανθρώπων απέναντι στο επώδυνο γεγονός του πολέμου, ο Ησίοδος, ο δεύτερος ποιητής της αρχαίας Ελλάδας, διέκρινε, στο ειρηνικό και διδακτικό έπος Έργα και ημέρες, την αγαθή από την κακή έριδα. Η πρώτη έκανε τους ανθρώπους να προοδεύουν αμιλλώμενοι, η άλλη τούς έριχνε στα χειρότερα δεινά. Ο Ησίοδος γνώριζε καλά ότι η διάκριση αυτή ισχύει μόνο στην πολιτισμένη ανθρώπινη κοινωνία σε ειρηνικές περιόδους. Εκεί μόνο επικρατεί η δικαιοσύνη (δίκη), το μεγάλο και τελικό δώρο του Δία στους θνητούς. Στη φύση που δεν γνωρίζει πολιτισμό εξακολουθούσε, κατά τη γνώμη του, να ισχύει άκρατος και αδυσώπητος ο νόμος του ισχυρότερου, όπως ακριβώς ίσχυε και μεταξύ των θεών στα πρώτα στάδια εξέλιξης του κόσμου.
Την έριδα που ο Ησίοδος με αναλυτικό πνεύμα διχοτόμησε στο ποίημα για την ειρηνική ανθρώπινη ζωή, την είχε παρουσιάσει προηγουμένως ως ενιαία. Στη Θεογονία του ο πόλεμος των γενεών θεωρήθηκε παράγοντας καθοριστικός και, τελικά, αγαθοποιός για την εξέλιξη του σύμπαντος. Η τάξη του κόσμου και των ολύμπιων θεών προήλθε, κατά τη γνώμη του ποιητή, από μια βίαιη ρήξη με το άγριο παρελθόν των άθεσμων και άτακτων απαρχών.
Η πρόοδος και η ευημερία πληρώνονταν με αίμα - και όχι μόνο στην ποίηση. Οι ελληνικές πόλεις θεώρησαν υποχρέωσή τους να συνάπτουν συνθήκες ειρήνης για διάστημα που να μην ξεπερνά τα 30 χρόνια - αν και σχεδόν ποτέ δεν τηρήθηκε πραγματική εκεχειρία για τόσο πολύ χρόνο. Φαίνεται να πίστευαν ότι κάθε γενιά έπρεπε να έχει τον δικό της πόλεμο. Μια ολόκληρη ζωή δίχως την απειλή πολέμου θα μείωνε το σθένος και το φρόνημα των πολιτών και θα προκαλούσε γενική ύφεση, ακόμη και στη δημιουργία πολιτιστικών αγαθών. Ο πόλεμος, είτε ως βίαιη σύρραξη με έναν εξωτερικό εχθρό είτε ως ειρηνικός ανταγωνισμός μεταξύ των πολιτών, έτρεφε την πολιτική και τον πολιτισμό.
Η μεγαλύτερη εφεύρεση του 8ου αιώνα ήταν η δημιουργία του πρώτου συστήματος φωνητικής γραφής. Η εφεύρεση αυτή προϋπέθετε μεγάλη αφαιρετική ικανότητα και υψηλό βαθμό νοητικής ανάλυσης, γιατί η φωνητική γραφή, αντίθετα από τα προγενέστερα συλλαβικά συστήματα, κατέγραψε όλους τους φθόγγους μιας γλώσσας. Υιοθετώντας το φοινικικό αλφάβητο, οι Έλληνες τροποποίησαν τις φωνητικές αξίες των συμβόλων του, πρόσθεσαν ορισμένα νέα γράμματα και, το σημαντικότερο, έδωσαν γραπτή μορφή στα φωνήεντα.
Δεν είναι γνωστό ποιοι λόγοι ώθησαν στη δημιουργία του ελληνικού αλφαβήτου. Η διευκόλυνση του εμπορίου με τη δημιουργία λογιστικών πινάκων είναι μια εύλογη υπόθεση, αλλά δεν επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η δημιουργία του αλφαβήτου δεν ήταν άσχετη με τις μεγάλες ομηρικές συνθέσεις. Οι επικοί ποιητές χρησιμοποίησαν πιθανότατα τη νέα τεχνολογία της γραφής για να οργανώσουν αφηγηματικά ένα πολυσχιδές και ετερογενές υλικό προφορικής (αλλά όχι λαϊκής ή λαϊκότροπης) ποίησης. Το πρώτο φωνητικό αλφάβητο ενδέχεται να δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει όχι τις καθημερινές και πρακτικές ανάγκες των εμπόρων αλλά τις απαιτήσεις ενός υψηλού πολιτισμού.
Η γλώσσα στην οποία είναι συντεθειμένα τα δύο έπη δεν μιλήθηκε ποτέ από τα μέλη κάποιας ελληνικής κοινότητας. Η ομηρική διάλεκτος είναι γλώσσα τεχνητή, φτιαγμένη για την ποίηση. Μέσα της συμφύρονται στοιχεία από τις σπουδαιότερες διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας. Στο Αιγαίο, τη θάλασσα που συνδέει την Ευρώπη με την Ανατολή, η ιωνική και η αιολική ενώθηκαν με άλλες μικρότερης εμβέλειας διαλέκτους και έδωσαν το πρώτο γνωστό δείγμα λόγου του ελληνικού πολιτισμού.
Οι Έλληνες ήταν διαχωρισμένοι σε φυλές. Οι γνωστότερες από αυτές ήταν οι Ίωνες (στην Αττική, την Εύβοια, την κεντρική Μικρά Ασία και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου), οι Αιολείς (στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, τη Λέσβο και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια) και οι Δωριείς (στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, εκτός από την Αρκαδία και το βορειοδυτικό άκρο, στην Κρήτη, τη Μήλο, τη Θήρα, τα Δωδεκάνησα και την περιοχή της Αλικαρνασσού). Υπήρχαν βέβαια και άλλες μικρότερης εμβέλειας ή επιρροής φυλετικές ομάδες (για παράδειγμα, στην Αρκαδία, την Αχαΐα, τη δυτική Στερεά και την Κύπρο) που χαρακτηρίζονταν από μεγαλύτερο συντηρητισμό και μικρή σχετικά πρόοδο στα πολιτιστικά έργα. Από τις εστίες τους οι τρεις βασικές φυλές των Ελλήνων εξαπλώθηκαν στη Δύση. Κάθε φυλή μιλούσε τη δική της διάλεκτο, που ήταν μια συγκεκριμένη εκδοχή της ελληνικής γλώσσας.
Επειδή οι Έλληνες ήταν οργανωμένοι σε αυτόνομες κρατικές οντότητες με σχετική αυτάρκεια και πολιτική ανεξαρτησία, οι διάλεκτοι της ελληνικής υπέστησαν περαιτέρω τοπικές διαφοροποιήσεις. Έτσι, τα δωρικά που μιλούσαν στη Λακωνία ήταν διαφορετικά από αυτά των Μεγάρων ή της Κορίνθου, και η αιολική της Λέσβου είχε σημαντικές αποκλίσεις από τις αιολικές διαλέκτους της Θεσσαλίας. Αυτή η ενότητα μέσα στη διαφορά που ανιχνεύεται στη γλώσσα αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με πάμπολλες εφαρμογές: από την πολιτική έως τη θρησκευτική ζωή και από τις καθημερινές πράξεις των απλών ανθρώπων έως τις βαθύτερες σκέψεις των φιλοσόφων, κάθε πράγμα φαίνεται να μοιάζει με τα άλλα και ωστόσο είναι διαφορετικό. Οι Έλληνες ενθάρρυναν τη διαφοροποίηση μέσα σε κάθε δεδομένο κοινό πλαίσιο.
Στην Ιλιάδα οι κάτοικοι της Ελλάδας -ο ποιητής δεν τους αποκαλεί Έλληνες αλλά Δαναούς, Ἀχαιούς ή Ἀργείους- εμφανίζονται συνασπισμένοι σε μια κοινή εκστρατεία εναντίον των Τρώων και των συμμάχων τους. Η φυλετική ενότητα που αισθάνονταν, παρά τον πολιτικό κατακερματισμό, είναι εμφανής. Και οι αντίπαλοί τους όμως ήταν, σε μεγάλο βαθμό, όμοιοι με αυτούς. Οι Τρώες λάτρευαν τους ίδιους θεούς, είχαν τον ίδιο κώδικα τιμής, ακολουθούσαν τις ίδιες αξίες, διέθεταν τα ίδια ήθη και έθιμα (ταφικά και άλλα), μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Στο πρώτο σωζόμενο ελληνικό έπος οι κάτοικοι της Ελλάδας είναι σε όλα όμοιοι με τους αντιπάλους τους που κατοικούσαν στη Μικρά Ασία. Ο κόσμος του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου που περιγράφει ο Όμηρος ήταν σχετικά ενιαίος και αδιαίρετος.
Η ελληνική ιστορία και ο ελληνικός πολιτισμός ξεκινούν ποιητικά. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, δημιουργίες της πρώιμης αρχαϊκής εποχής, είναι οι αρχαιότερες ολοκληρωμένες μαρτυρίες που διαθέτουμε για τον ελληνικό πολιτισμό. Σαν την Αθηνά που γεννήθηκε οπλισμένη από το κεφάλι του Δία, ο δομημένος κόσμος του Ομήρου αναδύεται στα μάτια μας ώριμος. Τα δύο αυτά έπη που η αρχαιότητα απέδωσε στον ίδιο ποιητή, τον θρυλικό Όμηρο, κατορθώνουν μέσα από χιλιάδες στίχους να διατηρήσουν μια αξιοθαύμαστη ενότητα αφηγηματικής πλοκής. Τέσσερις αιώνες αργότερα, ο Αριστοτέλης, στο πρώτο θεωρητικό σύγγραμμα περί ποιητικής τέχνης που μας διέσωσε η αρχαιότητα, θα μνημονεύσει πολλές φορές τα δύο έπη ως αξεπέραστα πρότυπα. Είχαν επιτύχει την ύψιστη αρετή κάθε καλλιτεχνικού έργου: την ενότητα του μύθου.
Με τον πρώτο στίχο της αρχαιοπρεπέστερης Ιλιάδας ο ποιητής ζητούσε από τη Μούσα να υμνήσει την οργή (μῆνιν) του Αχιλλέα. Ο ελληνικός λόγος, στην πρώτη του εμφάνιση, δόξαζε τον δίκαιο θυμό του ἀρίστου. Ξεκινώντας ποιητικά, ο ελληνικός πολιτισμός εκκινούσε με έναν ύμνο στον πόλεμο και την αριστεία.
Ο Όμηρος είχε στραμμένο το βλέμμα του στο παρελθόν. Στα δύο έπη βρίσκονται αναμεμειγμένα στοιχεία από τη μυκηναϊκή εποχή, από τους σκοτεινούς αιώνες που τη διαδέχθηκαν και από την περίοδο της τελικής σύνθεσης των δύο επών τον 8ο αιώνα. Σε αυτά αποτυπώνονται όμως επίσης -και μάλιστα με ιδιαίτερη ευκρίνεια- ιδέες, αντιλήψεις και νοοτροπίες που θα σφράγιζαν την αρχαία ελληνική ιστορία στο σύνολό της. Σε θέματα όπως είναι η σχέση των ανθρώπων με τους θεούς, η σημασία της αριστείας, το επισφαλές και απρόβλεπτο της ανθρώπινης ζωής και ο ρόλος της ποίησης στην κοινωνία, το ομηρικό κοσμοείδωλο διατήρησε την αξία του για αιώνες.
Ο Όμηρος ήταν κοινό κτήμα για όλους τους Έλληνες, και ο ιδεατός κόσμος του ένα σταθερό σημείο αναφοράς για την ταυτότητά τους. Μέσω αυτού οι νέοι διδάσκονταν γραφή και ανάγνωση έως το τέλος της αρχαιότητας. Αυτόν επικαλούνταν φιλόσοφοι, σοφιστές, πολιτικοί και ρήτορες προκειμένου να περιβάλουν μια θέση τους με το κύρος της παράδοσης και την αίγλη του κοινά αποδεκτού. Ποτέ δεν έπαψαν, μάλιστα, να ερίζουν οι πόλεις που θεωρούσαν τον Όμηρο δικό τους γέννημα και θρέμμα. Ιδιοποίηση του Ομήρου σήμαινε ιδιοποίηση του καθολικότερου στοιχείου του ελληνισμού.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο πρώτος ποιητής της Ελλάδας έβλεπε τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο εντοπίζεται στη σχέση της θνητής με την αθάνατη φύση. Οι άνθρωποι παρουσιάζονται να θαυμάζουν, να σέβονται και να φοβούνται τους θεούς. Τους λατρεύουν με θυσίες και κάθε λογής προσφορές, τους υπενθυμίζουν σε δύσκολες στιγμές την έμπρακτη ευσέβεια που τους έχουν δείξει στο παρελθόν και τους ζητούν, με προσευχές και ικεσίες, την ευόδωση των νέων τους σχεδίων. Οι θεοί άλλοτε συναινούσαν και άλλοτε έδειχναν να αδιαφορούν. Ούτως ή άλλως η δική τους μακάρια κατάσταση δεν μπορούσε να απειληθεί από την επιτυχία ή την αποτυχία των ανθρώπινων προσπαθειών. Αν το ήθελαν, μπορούσαν επίσης να επέμβουν οικειοθελώς για να σώσουν έναν αγαπημένο τους άνδρα ή για να πλήξουν κάποιον μισητό εχθρό. Γενικά στον ομηρικό κόσμο πίσω από οποιαδήποτε ανθρώπινη ενέργεια κρυβόταν η επέμβαση, θετική ή αρνητική, μιας θεότητας ή η υπεροπτική αδιαφορία των θεών στο σύνολό τους.
Οι άνθρωποι επέρριπταν συχνά στους θεούς την ευθύνη για τις αντιξοότητες που συναντούσαν. Δεν ήταν όμως άγνωστη στον Όμηρο η ηθική υπαιτιότητα του ατόμου. Η συμφορά που έπληττε έναν θνητό λογιζόταν ως συνέπεια τόσο των δικών του επιλογών, για τις οποίες ήταν πλήρως υπεύθυνος, όσο και της θείας δράσης. Η θεϊκή και η ανθρώπινη γραμμή αιτιότητας έβαιναν παράλληλα και αποσκοπούσαν να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα της ζωής με τρόπο που να μην υποτιμά ούτε την αυτεξουσιότητα των ανθρώπων ούτε την υπεροχή των θεών. Με τον τρόπο αυτό ο ατομικός ανθρώπινος βίος εγγραφόταν σε ένα ευρύτερο σχέδιο θεϊκής και κοσμικής τάξης.
Στον ομηρικό κόσμο ἄριστος ήταν εκείνος που έπραττε σωστά και μιλούσε όμορφα. Λόγος και πράξη αποτελούσαν τους δύο στυλοβάτες της ομηρικής αρετής. Η εναρμόνιση λόγων και έργων ήταν «η μόνη αληθινά ελληνική μουσική», θα έγραφε πολύ αργότερα ο Πλάτων. Στην όμορφη ομιλία περιλαμβάνονταν τόσο η δύναμη νοητικής ανάλυσης των περιστάσεων με στόχο την εύρεση καίριας λύσης όσο και η ικανότητα να παρουσιαστεί η λύση με τρόπο κατάλληλο για ένα συγκεκριμένο ακροατήριο, δηλαδή πειστικά. Η ορθή πράξη, από την άλλη μεριά, σήμαινε τη δύναμη να τεθεί η λύση που βρέθηκε σε πρακτική εφαρμογή. Στον πολεμικό κόσμο της Ιλιάδας σπουδαιότερη από όλες τις πράξεις ήταν η νίκη σε μια μονομαχία και σπουδαιότερη από όλες τις αρετές η ανδρεία. Ἄριστος ήταν, κατά κύριο λόγο, ο θαρραλέος και ισχυρός στη μάχη.
Ο Όμηρος παρουσίαζε ως ιδανικό τον τύπο ανθρώπου στον οποίο σκέψη, απόφαση, λόγος και πράξη αποτελούν διακριτές στιγμές σε ένα συνεχές φάσμα, που ορίζεται στο ένα άκρο του από τις εσωτερικές, ψυχικές διεργασίες και στο άλλο από τις εξωτερικές, φανερές ενέργειες. Οι φάσεις αυτού του συνεχούς αποσκοπούσαν στην επιτυχία και τη διάκριση. Η ομηρική επιταγή αφορούσε την πρωτιά: «να είσαι ο πρώτος και ο καλύτερος από όλους τους άλλους» (αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων), συμβούλευε τον Αχιλλέα ο δάσκαλός του.
Υπήρχαν ωστόσο όρια. Το αξεπέραστο όριο της ανθρώπινης δράσης ήταν βεβαίως το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου. Οι ήρωες του Ομήρου επιδίωκαν την υπεροχή και την επιτυχία, γνώριζαν όμως ότι δεν ήταν θεοί.
Η διαφορά ανάμεσα στους θνητούς και τους αθανάτους υπήρξε, στην ελληνική νοοτροπία, καθοριστική και αγεφύρωτη. Η θνητότητα των ανθρώπων δεν σήμαινε μόνο το αναγκαστικό πέρας του βίου τους. Σήμαινε επίσης ότι η ζωή τους ήταν γεμάτη κόπους, φροντίδες και μέριμνες, σε αντίθεση με την ξένοιαστη ύπαρξη των αθανάτων. Σήμαινε ακόμη ότι ο γνωστικός τους ορίζοντας ήταν περιορισμένος. Συχνά οι θνητοί κατανοούσαν το νόημα γεγονότων που είχαν ήδη ζήσει ύστερα από την παρέλευση πολλών ετών. Δεμένοι στο εδώ και στο τώρα, και αγκιστρωμένοι στα συμφέροντα της δικής τους περιορισμένης ζωής, δεν μπορούσαν να αντιληφθούν εύκολα τον ευρύτερο ορίζοντα των θεών.
Οι θεοί του Ομήρου, που ήταν σε μεγάλο βαθμό οι θεοί ολόκληρης της αρχαίας Ελλάδας, δεν ήταν ούτε παντοδύναμοι ούτε παντογνώστες. Έβλεπαν τα πράγματα ο καθένας από τη δική του σκοπιά, είχαν τα δικά τους ενδιαφέροντα και τους δικούς τους περιορισμούς - και δρούσαν ανάλογα. Έτσι προέκυπτε και μεταξύ τους ο πόλεμος. Πάνω από το γήινο πεδίο της Τροίας, καθώς παρακολουθούσαν τη σύγκρουση των θνητών, οι ίδιοι οι θεοί πάλευαν, κάποτε σώμα με σώμα. Σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων η ανθρώπινη ύπαρξη γινόταν ακόμη πιο επισφαλής. Δεν μπορούσε ποτέ να είναι κανείς βέβαιος ότι με τη συμπεριφορά και με τις επιλογές του δεν είχε προκαλέσει, άθελά του ίσως, την οργή ή τον φθόνο κάποιου θεού.
Παρ᾽ όλα αυτά, ο Όμηρος δεν οδηγήθηκε στο συμπέρασμα της ματαιότητας των πάντων. Αντίθετα, θεώρησε την ανθρώπινη ύπαρξη ως μια παροδική λάμψη, που δεν χάνει καθόλου το μεγαλείο της επειδή συμβαίνει να μην είναι αιώνια. Το ζήτημα ήταν η ποιότητα και η ένταση της λάμψης.\
Όταν ο Αχιλλέας, ο κατεξοχήν ήρωας της Ιλιάδας, αντιμετώπισε το δίλημμα μιας πολύχρονης αλλά άσημης ζωής ή ενός τιμημένου και ένδοξου θανάτου σε νεαρή ηλικία, μπορούσε κάλλιστα να επιλέξει την πρώτη εκδοχή. Κανένας επίσημος νόμος δεν του επέβαλλε να εκδικηθεί τον θάνατο του Πατρόκλου και κανένα δικαστήριο δεν θα τον έκρινε ένοχο αν αντιδρούσε με ρεαλιστική μετριοπάθεια. Στην ομηρική κοινωνία δεν υπήρχαν ηθικά καθήκοντα. Η επαινετή συμπεριφορά βασιζόταν σε έναν κοινά αποδεκτό κώδικα τιμής. Όποιος αποδεικνυόταν κατώτερος των περιστάσεων ήταν ένας ατιμασμένος δειλός (κακός), όχι ένας ένοχος που είχε παραβεί τον νόμο. Δεν θα μπορούσε πλέον να αντικρίζει στα μάτια συγγενείς και φίλους. Οι συμπατριώτες θα τον έψεγαν σε κάθε ευκαιρία, και θα ήταν αναγκασμένος να περπατά με σκυμμένο το κεφάλι. Μάλιστα, η αἰδώς για μια επαίσχυντη πράξη ήταν ευθέως ανάλογη με την αξία του πράττοντα και τη θέση του στην κοινωνική ιεραρχία. Επιλέγοντας την οδό του ένδοξου θανάτου, ο Αχιλλέας φανέρωνε έμπρακτα την υπεροχή του. Το αντίθετο θα τον έκανε να ντρέπεται και να νιώθει μικροπρεπής, όχι να έχει τύψεις συνείδησης ή ενοχές. Η ζωή αποκτούσε νόημα μόνο για εκείνους που μπορούσαν να τη θυσιάσουν εκούσια, χωρίς να ελπίζουν σε μεταθανάτια ευδαιμονία.
Το πολιτικό ήθος που εξυμνούσε ο Όμηρος προϋπέθετε τον πόλεμο, αφού εκεί αναδεικνυόταν ο άριστος. Πολεμώντας εναντίον των αντιπάλων του, ο ομηρικός ήρωας πολεμούσε πρωτίστως για τη δική του δόξα, για το κλέος του. Χρέος του ήταν λιγότερο να υπερασπιστεί κάποια επαπειλούμενα αγαθά και περισσότερο να φανεί σε όλους άξιος - και συνεπώς αντάξιος των περιστάσεων στις οποίες, τυχαία ή μοιραία, βρέθηκε. Δίπλα στη βίαιη σύγκρουση των εχθρών, βλάσταινε έτσι ο ανταγωνισμός των συμπολεμιστών για την κατεξοχήν πολεμική αρετή: την ανδρεία.
Για να αναδείξει την αμφίθυμη στάση των ανθρώπων απέναντι στο επώδυνο γεγονός του πολέμου, ο Ησίοδος, ο δεύτερος ποιητής της αρχαίας Ελλάδας, διέκρινε, στο ειρηνικό και διδακτικό έπος Έργα και ημέρες, την αγαθή από την κακή έριδα. Η πρώτη έκανε τους ανθρώπους να προοδεύουν αμιλλώμενοι, η άλλη τούς έριχνε στα χειρότερα δεινά. Ο Ησίοδος γνώριζε καλά ότι η διάκριση αυτή ισχύει μόνο στην πολιτισμένη ανθρώπινη κοινωνία σε ειρηνικές περιόδους. Εκεί μόνο επικρατεί η δικαιοσύνη (δίκη), το μεγάλο και τελικό δώρο του Δία στους θνητούς. Στη φύση που δεν γνωρίζει πολιτισμό εξακολουθούσε, κατά τη γνώμη του, να ισχύει άκρατος και αδυσώπητος ο νόμος του ισχυρότερου, όπως ακριβώς ίσχυε και μεταξύ των θεών στα πρώτα στάδια εξέλιξης του κόσμου.
Την έριδα που ο Ησίοδος με αναλυτικό πνεύμα διχοτόμησε στο ποίημα για την ειρηνική ανθρώπινη ζωή, την είχε παρουσιάσει προηγουμένως ως ενιαία. Στη Θεογονία του ο πόλεμος των γενεών θεωρήθηκε παράγοντας καθοριστικός και, τελικά, αγαθοποιός για την εξέλιξη του σύμπαντος. Η τάξη του κόσμου και των ολύμπιων θεών προήλθε, κατά τη γνώμη του ποιητή, από μια βίαιη ρήξη με το άγριο παρελθόν των άθεσμων και άτακτων απαρχών.
Η πρόοδος και η ευημερία πληρώνονταν με αίμα - και όχι μόνο στην ποίηση. Οι ελληνικές πόλεις θεώρησαν υποχρέωσή τους να συνάπτουν συνθήκες ειρήνης για διάστημα που να μην ξεπερνά τα 30 χρόνια - αν και σχεδόν ποτέ δεν τηρήθηκε πραγματική εκεχειρία για τόσο πολύ χρόνο. Φαίνεται να πίστευαν ότι κάθε γενιά έπρεπε να έχει τον δικό της πόλεμο. Μια ολόκληρη ζωή δίχως την απειλή πολέμου θα μείωνε το σθένος και το φρόνημα των πολιτών και θα προκαλούσε γενική ύφεση, ακόμη και στη δημιουργία πολιτιστικών αγαθών. Ο πόλεμος, είτε ως βίαιη σύρραξη με έναν εξωτερικό εχθρό είτε ως ειρηνικός ανταγωνισμός μεταξύ των πολιτών, έτρεφε την πολιτική και τον πολιτισμό.
Η μεγαλύτερη εφεύρεση του 8ου αιώνα ήταν η δημιουργία του πρώτου συστήματος φωνητικής γραφής. Η εφεύρεση αυτή προϋπέθετε μεγάλη αφαιρετική ικανότητα και υψηλό βαθμό νοητικής ανάλυσης, γιατί η φωνητική γραφή, αντίθετα από τα προγενέστερα συλλαβικά συστήματα, κατέγραψε όλους τους φθόγγους μιας γλώσσας. Υιοθετώντας το φοινικικό αλφάβητο, οι Έλληνες τροποποίησαν τις φωνητικές αξίες των συμβόλων του, πρόσθεσαν ορισμένα νέα γράμματα και, το σημαντικότερο, έδωσαν γραπτή μορφή στα φωνήεντα.
Δεν είναι γνωστό ποιοι λόγοι ώθησαν στη δημιουργία του ελληνικού αλφαβήτου. Η διευκόλυνση του εμπορίου με τη δημιουργία λογιστικών πινάκων είναι μια εύλογη υπόθεση, αλλά δεν επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η δημιουργία του αλφαβήτου δεν ήταν άσχετη με τις μεγάλες ομηρικές συνθέσεις. Οι επικοί ποιητές χρησιμοποίησαν πιθανότατα τη νέα τεχνολογία της γραφής για να οργανώσουν αφηγηματικά ένα πολυσχιδές και ετερογενές υλικό προφορικής (αλλά όχι λαϊκής ή λαϊκότροπης) ποίησης. Το πρώτο φωνητικό αλφάβητο ενδέχεται να δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει όχι τις καθημερινές και πρακτικές ανάγκες των εμπόρων αλλά τις απαιτήσεις ενός υψηλού πολιτισμού.
Η γλώσσα στην οποία είναι συντεθειμένα τα δύο έπη δεν μιλήθηκε ποτέ από τα μέλη κάποιας ελληνικής κοινότητας. Η ομηρική διάλεκτος είναι γλώσσα τεχνητή, φτιαγμένη για την ποίηση. Μέσα της συμφύρονται στοιχεία από τις σπουδαιότερες διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας. Στο Αιγαίο, τη θάλασσα που συνδέει την Ευρώπη με την Ανατολή, η ιωνική και η αιολική ενώθηκαν με άλλες μικρότερης εμβέλειας διαλέκτους και έδωσαν το πρώτο γνωστό δείγμα λόγου του ελληνικού πολιτισμού.
Οι Έλληνες ήταν διαχωρισμένοι σε φυλές. Οι γνωστότερες από αυτές ήταν οι Ίωνες (στην Αττική, την Εύβοια, την κεντρική Μικρά Ασία και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου), οι Αιολείς (στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, τη Λέσβο και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια) και οι Δωριείς (στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, εκτός από την Αρκαδία και το βορειοδυτικό άκρο, στην Κρήτη, τη Μήλο, τη Θήρα, τα Δωδεκάνησα και την περιοχή της Αλικαρνασσού). Υπήρχαν βέβαια και άλλες μικρότερης εμβέλειας ή επιρροής φυλετικές ομάδες (για παράδειγμα, στην Αρκαδία, την Αχαΐα, τη δυτική Στερεά και την Κύπρο) που χαρακτηρίζονταν από μεγαλύτερο συντηρητισμό και μικρή σχετικά πρόοδο στα πολιτιστικά έργα. Από τις εστίες τους οι τρεις βασικές φυλές των Ελλήνων εξαπλώθηκαν στη Δύση. Κάθε φυλή μιλούσε τη δική της διάλεκτο, που ήταν μια συγκεκριμένη εκδοχή της ελληνικής γλώσσας.
Επειδή οι Έλληνες ήταν οργανωμένοι σε αυτόνομες κρατικές οντότητες με σχετική αυτάρκεια και πολιτική ανεξαρτησία, οι διάλεκτοι της ελληνικής υπέστησαν περαιτέρω τοπικές διαφοροποιήσεις. Έτσι, τα δωρικά που μιλούσαν στη Λακωνία ήταν διαφορετικά από αυτά των Μεγάρων ή της Κορίνθου, και η αιολική της Λέσβου είχε σημαντικές αποκλίσεις από τις αιολικές διαλέκτους της Θεσσαλίας. Αυτή η ενότητα μέσα στη διαφορά που ανιχνεύεται στη γλώσσα αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με πάμπολλες εφαρμογές: από την πολιτική έως τη θρησκευτική ζωή και από τις καθημερινές πράξεις των απλών ανθρώπων έως τις βαθύτερες σκέψεις των φιλοσόφων, κάθε πράγμα φαίνεται να μοιάζει με τα άλλα και ωστόσο είναι διαφορετικό. Οι Έλληνες ενθάρρυναν τη διαφοροποίηση μέσα σε κάθε δεδομένο κοινό πλαίσιο.
Στην Ιλιάδα οι κάτοικοι της Ελλάδας -ο ποιητής δεν τους αποκαλεί Έλληνες αλλά Δαναούς, Ἀχαιούς ή Ἀργείους- εμφανίζονται συνασπισμένοι σε μια κοινή εκστρατεία εναντίον των Τρώων και των συμμάχων τους. Η φυλετική ενότητα που αισθάνονταν, παρά τον πολιτικό κατακερματισμό, είναι εμφανής. Και οι αντίπαλοί τους όμως ήταν, σε μεγάλο βαθμό, όμοιοι με αυτούς. Οι Τρώες λάτρευαν τους ίδιους θεούς, είχαν τον ίδιο κώδικα τιμής, ακολουθούσαν τις ίδιες αξίες, διέθεταν τα ίδια ήθη και έθιμα (ταφικά και άλλα), μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Στο πρώτο σωζόμενο ελληνικό έπος οι κάτοικοι της Ελλάδας είναι σε όλα όμοιοι με τους αντιπάλους τους που κατοικούσαν στη Μικρά Ασία. Ο κόσμος του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου που περιγράφει ο Όμηρος ήταν σχετικά ενιαίος και αδιαίρετος.
ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Το Ταξίδι στη μέρα, στη ζωή, στην αιωνιότητα.
Μία παραβολή, ένα παραμύθι γιά μεγάλα παιδιά.
Κάθε μέρα, με την γέννησή της, την πορεία της, τις έγνοιες του πρωινού, τις χαρές και τις λύπες του απομεσήμερου, την κούραση και το στοχασμό του δειλινού και το τέλειωμά της, στην αγγαλιά της νύχτας...μοιάζει με τη ζωή...
Κι η ζωή, με τις έγνοιες στο πρωινό της νιότης, τις χαρές και τις λύπες στο απομεσήμερο της ενηλικίωσης, το στοχασμό στο δειλινό της ωριμότητας και τον απολογισμό στη νύχτα των γηρατειών... μοιάζει με την αιωνιότητα...
Κι η αιωνιότητα, σαν τον «τόπο των παραμυθιών» της παιδικής μας φαντασίας, όπου όλα είναι θαυμαστά... μοιάζει με μία πορεία στην αληθινή ζωή των ονείρων της ανθρωπότητας... μία πορεία στον ουρανό της πιό βαθιάς αγάπης της πιό μεγάλης λαχτάρας γιά το Αληθινό, το Πραγματικό... μιά πορεία που δεν τελειώνει ποτέ...
Το Πρωινό
Το πρωινό της μέρας, της ζωής, της αιωνιότητας, ο άνθρωπος απορροφιέται και ταυτίζεται με όλα όσα συμβαίνουν... τα βλέπει όλα σημαντικά, αγωνιά προβληματίζεται γιά τον εαυτό του, την ζωή του, τις σχέσεις του, την πορεία του στο χρόνο... Είναι τόσο νέος κι ακόμα δεν ξέρει να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα... Πάντα, κάθε πορεία, έχει τις εμπειρίες της, τα κέρδη και τις ζημιές της, τη διέξοδο ή τα αδιέξοδά της... Και γιά τους πιό πολλούς ανθρώπους έρχεται η στιγμή που θα πρέπει να διαλέξουν τι αξίζει πραγματικά... αναρωτιούνται τι νόημα έχουν όλα αυτά... κι αν πέρα από όλα αυτά υπάρχει κάτι βαθύτερο... Πάντα, κάθε επιφάνεια, κρύβει ένα Βάθος... συχνά απρόβλεπτο, συχνά παράξενο, συχνά θαυμαστό, κι απέραντο...
Το Απομεσήμερο
Κάποιοι άνθρωποι (όχι όλοι), αργά ή γρήγορα, κατανοούν ότι πέρα από την επιφάνεια της ζωής στην οποία κινούνται οι περισσότεροι άνθρωποι, υπάρχει κάτι Άλλο... Το αναζήτησαν πολλοί, και σοφοί και ανόητοι, και ειλικρινείς και ψεύτες, και καλοί και κακοί.. Αλλά όσο το ψάχνεις τόσο Αυτό είναι απόμακρο... Είναι πάνω από τις δυνάμεις σου, τις μικρές ανθρώπινες δυνάμεις της σκέψης, των αισθήσεων... Κατανοείς ότι, ίσως δεν θα έπρεπε να ψάχνεις εκεί που έχει φως, αλλά εκεί που πραγματικά βρίσκεται Αυτό που ψάχνεις... Μέσα σου...
Το Απόγευμα
Μονάχα στην Σιωπή ακούγεται ο ήχος... Μονάχα στον άδειο χώρο σχηματίζονται οι μορφές... Μονάχα στον καθαρό νου ανατέλει η αλήθεια... Μονάχα στην καθαρή καρδιά γεννιέται η αγάπη... Αν δεν ξαναγεννηθείς πνευματικά, να αδειάσεις όλα τα σκουπίδια από τον νου σου πως θα ξεκινήσεις να βρεις την Αλήθεια;... Αν δεν λύσεις όλες τις άγκυρες που σε δένουν στην παλιά ανόητη ζωή σου πως θες να αρμενίσεις στην θάλασσα των ονείρων σου; Αν δεν πετάξεις από τα φτερά σου τις μνήμες, τις συνήθειες, το παρελθόν, πως θες να ανυψωθείς στον καθαρό ουρανό της ζωής σου, πως θες να διασχίσεις την απεραντωσύνη της αληθινής ύπαρξης, ελεύθερος στο Άπειρο;... Έρχεται η ώρα, αργά στο απόγευμα της μέρας, στο απόγευμα της ζωής, στο απόγευμα της αιωνιότητας, που κατανοείς ότι όλα, όλη η πορεία, όλη η αναζήτηση, ήταν απλά κνήσεις του μυαλού σου, σκιές του μυαλού σου, όνειρο και ξύπνιο μαζί... Στην πραγματικότητα, ήσουν πάντα εδώ, στην Αγγαλιά του Απείρου, στην Παρουσία... Και μέσα σε αυτή την Κατανόηση καταλύεται κάθε διάκριση, κάθε αντίθεση, κάθε διαφορά... όλα λιώνουν μέσα στην Ενότητα, όλα είναι Ένα, όλα είναι Πραγματικότητα... κι η Αγάπη Γίνεται Ενότητα...
Το Δειλινό
Αλλά η φύση Είναι Απέραντη κι όσο κι αν ξεγελιέσαι ότι έφτασες Κοντά της, πάντα σου Φανερώνει Ανεξερεύνητα Βάθη, και πάντα σε ξεσηκώνει και σου δίνει δύναμη να πετάξεις σε Νέους Ορίζοντες... Η Κατανόηση της Ενότητας δεν είναι μία στείρα θεώρηση, ζητάει να επιβεβαιωθεί με πράξη, να γίνει ζωή... Κι έτσι Ενωμένος Απλώνεσαι κι Αγγαλιάζεις ολόκληρη την δημιουργία... Κι η Ενότητα γίνεται Αγάπη, Αγάπη που όλα τα γεφυρώνει, όλα τα ενώνει κι όλα ξαναγυρίζουν στην Ενότητα... Και χάνεται ο χρόνος... κι Ανατέλλει η Αιωνιότητα, ο Άχρονος Χρόνος...
Το Απόβραδο
Αλλά η φύση Είναι Παράξενη κι η Αιωνιότητα δεν είναι μία στατική κατάσταση αλλά μία «Πραγματικότητα που Διευρύνεται Συνεχώς»... Κι όσο υπάρχει κι η παραμικρή διάκριση ανάμεσα στα πράγματα, στα Πρόσωπα, στα γεγονότα, στο χρόνο που ρέει χωρίς να κινείται, ακόμα δεν έχεις φτάσει πουθενά... Έρχεται αργά η γρήγορα μέσα στην αιωνιότητα η «στιγμή» που λησμονείς τελείως τον εαυτό σου, λιώνεις και γίνεσαι η Πραγματικότητα, η Μία Πραγματικότητα... Είσαι στο κατώφλι της θέωσης, έξω από την Πόρτα του Παράδεισου... Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν φτάσει εδώ... κι ελάχιστοι άνθρωποι έχουν περάσει την Πόρτα του Παράδεισου...
Το Μεσονύχτι
Άραγε, περνώντας τούτη την Πόρτα του Παραδείσου, μπορείς να ξεχωρίσεις αν Είναι Αληθινός, ή αν εσύ είσαι αληθινός; Άραγε, περνώντας τούτη την Πόρτα του Παραδείσου, θα έχεις ακόμα απορίες; Ή μήπως οι απορίες είναι γιά όσους είναι έξω; Συναντώντας τον εαυτό σου τι συμβαίνει; Ποτέ κανείς δεν γνωρίζει το βάθος της φύσης... Ίσως επειδή περνώντας την Πόρτα του Παραδείσου αφήνεις τον εαυτό σου απέξω.. και γίνεσαι Θεός στην Υπέρτατη Ένωση... Αλλά αυτό γιά τα πλάσματα της γης δεν μπορεί να είναι παρά σαν το φως της αστραπής... Ίσως σε άλλο χώρο, σε άλλο χρόνο να συμβαίνει. Ποιός ξέρει; Μόνον εσύ!
Η Νέα Αυγή στο Νέο Κόσμο
Κάθε μέρα μοιάζει με το ταξίδι της ζωής και μπορεί στην διάρκεια μίας ημέρας, ενός ταξιδιού, μίας πνευματικής προσπάθειας, να συναντήσεις το άπειρο...
Κάθε ζωή (για τον καθένα μας) μοιάζει με το ταξίδι της αιωνιότητας και μπορεί στην διάρκεια μίας ζωής, ενός ταξιδιού, μίας πνευματικής προσπάθειας, να ανυψωθείς από τον γήινο χρόνο ως Αυτό που Βρίσκεται πέρα από τον χρόνο...
Η Αιωνιότητα γιά όποιον πέρασε πέρα από τον χρόνο μοιάζει με ένα Ταξίδι μέσα στην φύση, Ατέλειωτο Ταξίδι μέσα στον Απέραντο Χώρο της Ύπαρξης...
Κάθε Πορεία, κάθε πνευματικό ταξίδι, είναι ανύψωση της συνείδησης πάνω από τον κόσμο, τις αισθήσεις, την σκέψη, στον καθαρό ουρανό του Είναι, της Καθαρής Ύπαρξης, της Αιώνιας Ουσίας...
Καθένας ταξιδεύει μόνος, κι όλοι μαζί ταυτόχρονα, το ίδιο ταξίδι, προς την ίδια κατεύθυνση, προς τον ίδιο Προορισμό, μέσα στην Ίδια Πραγματικότητα... Άλλοι προχωρούν γρήγορα, άλλοι αργά, άλλοι χάνονται σε πλάγια μονοπάτια, άλλοι σταματάνε νομίζοντας ότι έφτασαν «κάπου»... αλλά όλοι, μα όλοι είναι δικά Της παιδιά...
Μία παραβολή, ένα παραμύθι γιά μεγάλα παιδιά.
Κάθε μέρα, με την γέννησή της, την πορεία της, τις έγνοιες του πρωινού, τις χαρές και τις λύπες του απομεσήμερου, την κούραση και το στοχασμό του δειλινού και το τέλειωμά της, στην αγγαλιά της νύχτας...μοιάζει με τη ζωή...
Κι η ζωή, με τις έγνοιες στο πρωινό της νιότης, τις χαρές και τις λύπες στο απομεσήμερο της ενηλικίωσης, το στοχασμό στο δειλινό της ωριμότητας και τον απολογισμό στη νύχτα των γηρατειών... μοιάζει με την αιωνιότητα...
Κι η αιωνιότητα, σαν τον «τόπο των παραμυθιών» της παιδικής μας φαντασίας, όπου όλα είναι θαυμαστά... μοιάζει με μία πορεία στην αληθινή ζωή των ονείρων της ανθρωπότητας... μία πορεία στον ουρανό της πιό βαθιάς αγάπης της πιό μεγάλης λαχτάρας γιά το Αληθινό, το Πραγματικό... μιά πορεία που δεν τελειώνει ποτέ...
Το Πρωινό
Το πρωινό της μέρας, της ζωής, της αιωνιότητας, ο άνθρωπος απορροφιέται και ταυτίζεται με όλα όσα συμβαίνουν... τα βλέπει όλα σημαντικά, αγωνιά προβληματίζεται γιά τον εαυτό του, την ζωή του, τις σχέσεις του, την πορεία του στο χρόνο... Είναι τόσο νέος κι ακόμα δεν ξέρει να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα... Πάντα, κάθε πορεία, έχει τις εμπειρίες της, τα κέρδη και τις ζημιές της, τη διέξοδο ή τα αδιέξοδά της... Και γιά τους πιό πολλούς ανθρώπους έρχεται η στιγμή που θα πρέπει να διαλέξουν τι αξίζει πραγματικά... αναρωτιούνται τι νόημα έχουν όλα αυτά... κι αν πέρα από όλα αυτά υπάρχει κάτι βαθύτερο... Πάντα, κάθε επιφάνεια, κρύβει ένα Βάθος... συχνά απρόβλεπτο, συχνά παράξενο, συχνά θαυμαστό, κι απέραντο...
Το Απομεσήμερο
Κάποιοι άνθρωποι (όχι όλοι), αργά ή γρήγορα, κατανοούν ότι πέρα από την επιφάνεια της ζωής στην οποία κινούνται οι περισσότεροι άνθρωποι, υπάρχει κάτι Άλλο... Το αναζήτησαν πολλοί, και σοφοί και ανόητοι, και ειλικρινείς και ψεύτες, και καλοί και κακοί.. Αλλά όσο το ψάχνεις τόσο Αυτό είναι απόμακρο... Είναι πάνω από τις δυνάμεις σου, τις μικρές ανθρώπινες δυνάμεις της σκέψης, των αισθήσεων... Κατανοείς ότι, ίσως δεν θα έπρεπε να ψάχνεις εκεί που έχει φως, αλλά εκεί που πραγματικά βρίσκεται Αυτό που ψάχνεις... Μέσα σου...
Το Απόγευμα
Μονάχα στην Σιωπή ακούγεται ο ήχος... Μονάχα στον άδειο χώρο σχηματίζονται οι μορφές... Μονάχα στον καθαρό νου ανατέλει η αλήθεια... Μονάχα στην καθαρή καρδιά γεννιέται η αγάπη... Αν δεν ξαναγεννηθείς πνευματικά, να αδειάσεις όλα τα σκουπίδια από τον νου σου πως θα ξεκινήσεις να βρεις την Αλήθεια;... Αν δεν λύσεις όλες τις άγκυρες που σε δένουν στην παλιά ανόητη ζωή σου πως θες να αρμενίσεις στην θάλασσα των ονείρων σου; Αν δεν πετάξεις από τα φτερά σου τις μνήμες, τις συνήθειες, το παρελθόν, πως θες να ανυψωθείς στον καθαρό ουρανό της ζωής σου, πως θες να διασχίσεις την απεραντωσύνη της αληθινής ύπαρξης, ελεύθερος στο Άπειρο;... Έρχεται η ώρα, αργά στο απόγευμα της μέρας, στο απόγευμα της ζωής, στο απόγευμα της αιωνιότητας, που κατανοείς ότι όλα, όλη η πορεία, όλη η αναζήτηση, ήταν απλά κνήσεις του μυαλού σου, σκιές του μυαλού σου, όνειρο και ξύπνιο μαζί... Στην πραγματικότητα, ήσουν πάντα εδώ, στην Αγγαλιά του Απείρου, στην Παρουσία... Και μέσα σε αυτή την Κατανόηση καταλύεται κάθε διάκριση, κάθε αντίθεση, κάθε διαφορά... όλα λιώνουν μέσα στην Ενότητα, όλα είναι Ένα, όλα είναι Πραγματικότητα... κι η Αγάπη Γίνεται Ενότητα...
Το Δειλινό
Αλλά η φύση Είναι Απέραντη κι όσο κι αν ξεγελιέσαι ότι έφτασες Κοντά της, πάντα σου Φανερώνει Ανεξερεύνητα Βάθη, και πάντα σε ξεσηκώνει και σου δίνει δύναμη να πετάξεις σε Νέους Ορίζοντες... Η Κατανόηση της Ενότητας δεν είναι μία στείρα θεώρηση, ζητάει να επιβεβαιωθεί με πράξη, να γίνει ζωή... Κι έτσι Ενωμένος Απλώνεσαι κι Αγγαλιάζεις ολόκληρη την δημιουργία... Κι η Ενότητα γίνεται Αγάπη, Αγάπη που όλα τα γεφυρώνει, όλα τα ενώνει κι όλα ξαναγυρίζουν στην Ενότητα... Και χάνεται ο χρόνος... κι Ανατέλλει η Αιωνιότητα, ο Άχρονος Χρόνος...
Το Απόβραδο
Αλλά η φύση Είναι Παράξενη κι η Αιωνιότητα δεν είναι μία στατική κατάσταση αλλά μία «Πραγματικότητα που Διευρύνεται Συνεχώς»... Κι όσο υπάρχει κι η παραμικρή διάκριση ανάμεσα στα πράγματα, στα Πρόσωπα, στα γεγονότα, στο χρόνο που ρέει χωρίς να κινείται, ακόμα δεν έχεις φτάσει πουθενά... Έρχεται αργά η γρήγορα μέσα στην αιωνιότητα η «στιγμή» που λησμονείς τελείως τον εαυτό σου, λιώνεις και γίνεσαι η Πραγματικότητα, η Μία Πραγματικότητα... Είσαι στο κατώφλι της θέωσης, έξω από την Πόρτα του Παράδεισου... Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν φτάσει εδώ... κι ελάχιστοι άνθρωποι έχουν περάσει την Πόρτα του Παράδεισου...
Το Μεσονύχτι
Άραγε, περνώντας τούτη την Πόρτα του Παραδείσου, μπορείς να ξεχωρίσεις αν Είναι Αληθινός, ή αν εσύ είσαι αληθινός; Άραγε, περνώντας τούτη την Πόρτα του Παραδείσου, θα έχεις ακόμα απορίες; Ή μήπως οι απορίες είναι γιά όσους είναι έξω; Συναντώντας τον εαυτό σου τι συμβαίνει; Ποτέ κανείς δεν γνωρίζει το βάθος της φύσης... Ίσως επειδή περνώντας την Πόρτα του Παραδείσου αφήνεις τον εαυτό σου απέξω.. και γίνεσαι Θεός στην Υπέρτατη Ένωση... Αλλά αυτό γιά τα πλάσματα της γης δεν μπορεί να είναι παρά σαν το φως της αστραπής... Ίσως σε άλλο χώρο, σε άλλο χρόνο να συμβαίνει. Ποιός ξέρει; Μόνον εσύ!
Η Νέα Αυγή στο Νέο Κόσμο
Κάθε μέρα μοιάζει με το ταξίδι της ζωής και μπορεί στην διάρκεια μίας ημέρας, ενός ταξιδιού, μίας πνευματικής προσπάθειας, να συναντήσεις το άπειρο...
Κάθε ζωή (για τον καθένα μας) μοιάζει με το ταξίδι της αιωνιότητας και μπορεί στην διάρκεια μίας ζωής, ενός ταξιδιού, μίας πνευματικής προσπάθειας, να ανυψωθείς από τον γήινο χρόνο ως Αυτό που Βρίσκεται πέρα από τον χρόνο...
Η Αιωνιότητα γιά όποιον πέρασε πέρα από τον χρόνο μοιάζει με ένα Ταξίδι μέσα στην φύση, Ατέλειωτο Ταξίδι μέσα στον Απέραντο Χώρο της Ύπαρξης...
Κάθε Πορεία, κάθε πνευματικό ταξίδι, είναι ανύψωση της συνείδησης πάνω από τον κόσμο, τις αισθήσεις, την σκέψη, στον καθαρό ουρανό του Είναι, της Καθαρής Ύπαρξης, της Αιώνιας Ουσίας...
Καθένας ταξιδεύει μόνος, κι όλοι μαζί ταυτόχρονα, το ίδιο ταξίδι, προς την ίδια κατεύθυνση, προς τον ίδιο Προορισμό, μέσα στην Ίδια Πραγματικότητα... Άλλοι προχωρούν γρήγορα, άλλοι αργά, άλλοι χάνονται σε πλάγια μονοπάτια, άλλοι σταματάνε νομίζοντας ότι έφτασαν «κάπου»... αλλά όλοι, μα όλοι είναι δικά Της παιδιά...
Αν οι Έλληνες, τελευταίοι φύλακες του είδους μας, εξαφανιστούν, η ανθρωπότητα θα εξαφανιστεί οριστικά
Η Ελλάδα κοιτίδα της Ανθρωπότητας
Για να μπορέσει να πραγματοποιήσει το πρόταγμα της εξόντωσης των λαών της Γης η μαφία των Μεγάλων δυτικών δυνάμεων υπεξαίρεσε και πλαστογράφησε την κληρονομιά των Ελλήνων:
Έπρεπε να δημιουργήσει δική της ταυτότητα. Σταδιακά, διασκόρπισε στη συλλογική φαντασία την ιδέα ότι η Ελλάδα είναι το λίκνο του δυτικού πολιτισμού. Στον 21ο αιώνα, η Ελλάδα αποτελεί πλέον το φέρετρο αυτού του εφήμερου πολιτισμού το οποίο δεν έχει ουδεμία σχέση με την αληθινή της ιστορία, αφού αυτή η μικρή χερσόνησος δεν βρίσκεται ούτε στη δύση ούτε στην ανατολή, αλλά στον ομφαλό της Γης.
Αν η Ελλάδα είναι όντως ένα λίκνο, ξέρουμε σήμερα ότι είναι κοιτίδα της Ανθρωπότητας χάρη στις ανακαλύψεις των αρχαιολόγων και στην χρονολόγηση τους από τους ανθρωπολόγους. Ο Homo sapiens γεννήθηκε στην Ευρώπη, στον ελλαδικό χώρο και όχι στην Αφρική. Το οργανωμένο έγκλημα ή Establisment προσπαθεί με όλα τα μέσα να καταπνίξει αυτή την επιστημονική πραγματικότητα. Ωστόσο, ήρθε η ώρα για μας να γνωρίσουμε επιτέλους την ιστορία της προέλευσης μας: Εμείς, λαοί της Γης, θα πάρουμε πίσω την κληρονομιά που μας λήστεψαν.
Η έκτη μαζική εξαφάνισης ειδών εξελίσσεται, η πρώτη εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αν οι Έλληνες, τελευταίοι φύλακες του είδους μας, εξαφανιστούν, η ανθρωπότητα θα εξαφανιστεί οριστικά. Οπότε, αν θέλουμε να επιβιώσουμε, ας επιστρέψουμε σε αυτό το λίκνο και ας αφήσουμε τις Mοίρες να μας οδηγήσουν. πίσω στην κληρονομιά που μας λήστεψαν
Για να μπορέσει να πραγματοποιήσει το πρόταγμα της εξόντωσης των λαών της Γης η μαφία των Μεγάλων δυτικών δυνάμεων υπεξαίρεσε και πλαστογράφησε την κληρονομιά των Ελλήνων:
Έπρεπε να δημιουργήσει δική της ταυτότητα. Σταδιακά, διασκόρπισε στη συλλογική φαντασία την ιδέα ότι η Ελλάδα είναι το λίκνο του δυτικού πολιτισμού. Στον 21ο αιώνα, η Ελλάδα αποτελεί πλέον το φέρετρο αυτού του εφήμερου πολιτισμού το οποίο δεν έχει ουδεμία σχέση με την αληθινή της ιστορία, αφού αυτή η μικρή χερσόνησος δεν βρίσκεται ούτε στη δύση ούτε στην ανατολή, αλλά στον ομφαλό της Γης.
Αν η Ελλάδα είναι όντως ένα λίκνο, ξέρουμε σήμερα ότι είναι κοιτίδα της Ανθρωπότητας χάρη στις ανακαλύψεις των αρχαιολόγων και στην χρονολόγηση τους από τους ανθρωπολόγους. Ο Homo sapiens γεννήθηκε στην Ευρώπη, στον ελλαδικό χώρο και όχι στην Αφρική. Το οργανωμένο έγκλημα ή Establisment προσπαθεί με όλα τα μέσα να καταπνίξει αυτή την επιστημονική πραγματικότητα. Ωστόσο, ήρθε η ώρα για μας να γνωρίσουμε επιτέλους την ιστορία της προέλευσης μας: Εμείς, λαοί της Γης, θα πάρουμε πίσω την κληρονομιά που μας λήστεψαν.
Η έκτη μαζική εξαφάνισης ειδών εξελίσσεται, η πρώτη εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αν οι Έλληνες, τελευταίοι φύλακες του είδους μας, εξαφανιστούν, η ανθρωπότητα θα εξαφανιστεί οριστικά. Οπότε, αν θέλουμε να επιβιώσουμε, ας επιστρέψουμε σε αυτό το λίκνο και ας αφήσουμε τις Mοίρες να μας οδηγήσουν. πίσω στην κληρονομιά που μας λήστεψαν
Ο «μυστικός ναός».
Δώσε σε ό,τι θέλεις να κατανοήσεις ή να δημιουργήσεις το δώρο της προσοχής σου. Συγκέντρωσε όλη σου τη σκέψη και την ενέργεια σου πάνω σε αυτό που αισθάνεσαι ή κάνεις κάθε φορά.
Τη στιγμή που θα συγκεντρώσεις την προσοχή σου σε οτιδήποτε, ακόμη και ένα πράσινο φύλλο, τότε αυτό γίνεται μία πύλη για την κατανόηση ενός τρομακτικού μα και ταυτόχρονα απίστευτα υπέροχου κόσμου, ο οποίος αποκαλύπτεται μέσα από την φύση, και τα φαινόμενα.
Το μυαλό του ανθρώπου είναι ο μέγας λυτρωτής αλλά και μέγας διαστρεβλωτής. Ο νους αρέσκεται στις εικόνες, χάνεται στις σκέψεις, όχι μόνο κατά την διάρκεια της εγρήγορσης αλλά και του ύπνου. Προσπαθεί μέσα από το γνωστό να ερμηνεύσει το άγνωστο, από το πεπερασμένο το άπειρο.
Στην προσπάθεια αυτή δημιούργησε πολλούς Θεούς, εκδιώχθηκε από τον παράδεισο που είναι η απεξάρτηση του από την φύση, και το τίμημα της γνώσης της χρονικά περιορισμένης ύπαρξης η οποία συνδέεται με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Ο άνθρωπος γνωρίζει πως είναι κάτι περισσότερο από μία χρονικά περιορισμένη ύπαρξη, η οποία απλά επιβιώνει υπακούοντας στα ένστικτα της επιβίωσης του.
Οι άνθρωποι αρέσκονται στις εικόνες, στα σύμβολα στους μύθους. Οι πρόγονοι μας λοιπόν οι αρχαίοι Έλληνες δημιούργησαν μία σειρά από μυθικά ημιανθρώπινα πλάσματα όπως λ.χ , η Μέδουσα, οι Κένταυροι, η Σφίγγα, ο Μινώταυρος, η Χίμαιρα κ.λπ.
Υπάρξεις οι οποίες συμβόλιζαν με ψυχολογικούς όρους, τις φοβίες που γεννούσε το ασυνείδητο, το οποίο αντιπροσώπευε την σύγκρουση ανάμεσα στις απειλητικές μορφές ενός άγνωστου και σκοτεινού κόσμου, έναντι του γνωστού και τακτοποιημένου κόσμου της λογικής συνείδησης. Αυτή την αρχετυπική σύγκρουση την αποτύπωσαν όχι τυχαία στην μετόπες του ναού της σοφίας, με την Τιτανομαχία, τη Κενταυρομαχία του Παρθενώνα, ενώ την Μέδουσα την φέρει η Θεά της σοφίας, επίσης όχι τυχαία στο στέρνο της.
Ο άνθρωπος κατέστη ικανός ως ένας άλλος θεός να δώσει ζωή σχήμα και ζωή στην πέτρα και στο ξύλο, όμως το μυστικό της σοφίας βρίσκεται στο «άβατον» του ναού, μακριά από τα βλέμματα.
Διότι το μυστικό της ύπαρξης βρίσκεται μέσα μας, στον ναό που κρύβεται εντός μας. Σε αυτόν τον ναό πρέπει να εισέλθουμε, διαδικασία που απαιτεί, χρόνο, ταπεινότητα, κάθαρση, γνώση.
Η είσοδος σε αυτό τον ναό σηματοδοτεί μια μεταμόρφωση, μια κατάσταση συναίσθησης, κατά την οποία δεν είναι δυνατόν πλέον να είμαστε αυτοί που είμαστε πριν.
Οι περισσότεροι όμως δεν έχουν χρόνο, για αυτό ακολουθούν αυτούς που έχουν χτίσει ναούς που βρίσκονται μακριά σε άλλους κόσμους μακρινούς. Ο πραγματικός ναός όμως δεν βρίσκεται κάπου αλλού, παρά μέσα μας, το κλειδί όμως για την είσοδο βρίσκεται παντού γύρω μας.
Οι μεγάλοι τους παρελθόντος μας δίδαξαν πως όταν κάποιος καταφέρει να αφιερωθεί με ταπεινότητα, υπομονή και επιμονή στην πνευματική και υπαρξιακή αναζήτηση, δεν θα συγχρονιστεί απλά με το μονοπάτι που ακολουθεί, αλλά θα μεταβληθεί πνευματικά, συνειδησιακά και υπαρξιακά ο ίδιος κατά την διάρκεια της διαδρομής.
Τότε η ψυχή του θα γίνει όμορφη όπως η διαδρομή που θα διανύσει που είναι τα έργα της φύσης. Διότι όπως είπε ο Πλωτίνος:
«Για να αντικρίσει η ψυχή το ωραίο, πρέπει πρώτα να γίνει ωραία η ίδια!»
Και για να είναι όμορφη η ζωή, θα πρέπει να έχουμε όμορφες σκέψεις, καθώς η ευτυχία της ζωής μας εξαρτάται από την ποιότητα των σκέψεων μας, τα οποία μας οδηγούν σε ορθές πράξεις.
Οι σκέψεις όμως επηρεάζονται από το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Αυτό το γνώριζαν οι πρόγονοι μας για αυτό αποθέωσαν τις τέχνες. Οι τέχνες για αυτούς ήταν το δώρο των Μουσών στον άνθρωπο.
Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν τελετές για τις μούσες. Η τραγωδία, ο χορός και κάθε ρυθμική κίνηση υπηρετούσε την αρμονία του Κόσμου.
Πολλά έχουν λεχθεί για την ομορφιά, αλλά η σπουδαιότητα της αρμονίας λίγο κατανοείται. Η ομορφιά είναι μια εξυψωτική έννοια και κάθε προσφορά στην ομορφιά είναι μια προσφορά στην ισορροπία του Κόσμου.
Οι Μούσες δεν ήταν παρά τα γήινα σύμβολα των Θεϊκών δυνάμεων, που παρέχουν τάξη και αρμονία στο σύμπαν. Κατά τον ίδιο τρόπο που τα αγάλματα των Μουσών ήταν στραμμένα προς την εστία στης σχολής του Πυθαγόρα (συμβολίζοντας το κέντρο του Παντός), έτσι και οι μαθητές έπρεπε να είναι στραμμένοι προς το κεντρικό πυρ, το Θείο πνεύμα, ώστε να συντονίζονται με τις ενέργειες του..!
O καλλιεργημένος άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα να μαθαίνει περισσότερα, να βλέπει όμορφες εικόνες, να δημιουργεί τέχνη, να μιμείται την φύση.
Και αυτό διότι και πάλι οι πρόγονοι μας γνώριζαν πως ακόμα και εάν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για το μήκος της ζωής μας, σίγουρα μπορούμε να κάνουμε αρκετά για το βάθος της και την υστεροφημία μας.
Η υστεροφημία είναι ο μόνος ασφαλής και σίγουρος δρόμος για την αθανασία μέσα από σκέψεις δράσεις και έργα που ακυρώνουν τον χρόνο στο ανθρώπινο επίπεδο...!
Τη στιγμή που θα συγκεντρώσεις την προσοχή σου σε οτιδήποτε, ακόμη και ένα πράσινο φύλλο, τότε αυτό γίνεται μία πύλη για την κατανόηση ενός τρομακτικού μα και ταυτόχρονα απίστευτα υπέροχου κόσμου, ο οποίος αποκαλύπτεται μέσα από την φύση, και τα φαινόμενα.
Το μυαλό του ανθρώπου είναι ο μέγας λυτρωτής αλλά και μέγας διαστρεβλωτής. Ο νους αρέσκεται στις εικόνες, χάνεται στις σκέψεις, όχι μόνο κατά την διάρκεια της εγρήγορσης αλλά και του ύπνου. Προσπαθεί μέσα από το γνωστό να ερμηνεύσει το άγνωστο, από το πεπερασμένο το άπειρο.
Στην προσπάθεια αυτή δημιούργησε πολλούς Θεούς, εκδιώχθηκε από τον παράδεισο που είναι η απεξάρτηση του από την φύση, και το τίμημα της γνώσης της χρονικά περιορισμένης ύπαρξης η οποία συνδέεται με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Ο άνθρωπος γνωρίζει πως είναι κάτι περισσότερο από μία χρονικά περιορισμένη ύπαρξη, η οποία απλά επιβιώνει υπακούοντας στα ένστικτα της επιβίωσης του.
Οι άνθρωποι αρέσκονται στις εικόνες, στα σύμβολα στους μύθους. Οι πρόγονοι μας λοιπόν οι αρχαίοι Έλληνες δημιούργησαν μία σειρά από μυθικά ημιανθρώπινα πλάσματα όπως λ.χ , η Μέδουσα, οι Κένταυροι, η Σφίγγα, ο Μινώταυρος, η Χίμαιρα κ.λπ.
Υπάρξεις οι οποίες συμβόλιζαν με ψυχολογικούς όρους, τις φοβίες που γεννούσε το ασυνείδητο, το οποίο αντιπροσώπευε την σύγκρουση ανάμεσα στις απειλητικές μορφές ενός άγνωστου και σκοτεινού κόσμου, έναντι του γνωστού και τακτοποιημένου κόσμου της λογικής συνείδησης. Αυτή την αρχετυπική σύγκρουση την αποτύπωσαν όχι τυχαία στην μετόπες του ναού της σοφίας, με την Τιτανομαχία, τη Κενταυρομαχία του Παρθενώνα, ενώ την Μέδουσα την φέρει η Θεά της σοφίας, επίσης όχι τυχαία στο στέρνο της.
Ο άνθρωπος κατέστη ικανός ως ένας άλλος θεός να δώσει ζωή σχήμα και ζωή στην πέτρα και στο ξύλο, όμως το μυστικό της σοφίας βρίσκεται στο «άβατον» του ναού, μακριά από τα βλέμματα.
Διότι το μυστικό της ύπαρξης βρίσκεται μέσα μας, στον ναό που κρύβεται εντός μας. Σε αυτόν τον ναό πρέπει να εισέλθουμε, διαδικασία που απαιτεί, χρόνο, ταπεινότητα, κάθαρση, γνώση.
Η είσοδος σε αυτό τον ναό σηματοδοτεί μια μεταμόρφωση, μια κατάσταση συναίσθησης, κατά την οποία δεν είναι δυνατόν πλέον να είμαστε αυτοί που είμαστε πριν.
Οι περισσότεροι όμως δεν έχουν χρόνο, για αυτό ακολουθούν αυτούς που έχουν χτίσει ναούς που βρίσκονται μακριά σε άλλους κόσμους μακρινούς. Ο πραγματικός ναός όμως δεν βρίσκεται κάπου αλλού, παρά μέσα μας, το κλειδί όμως για την είσοδο βρίσκεται παντού γύρω μας.
Οι μεγάλοι τους παρελθόντος μας δίδαξαν πως όταν κάποιος καταφέρει να αφιερωθεί με ταπεινότητα, υπομονή και επιμονή στην πνευματική και υπαρξιακή αναζήτηση, δεν θα συγχρονιστεί απλά με το μονοπάτι που ακολουθεί, αλλά θα μεταβληθεί πνευματικά, συνειδησιακά και υπαρξιακά ο ίδιος κατά την διάρκεια της διαδρομής.
Τότε η ψυχή του θα γίνει όμορφη όπως η διαδρομή που θα διανύσει που είναι τα έργα της φύσης. Διότι όπως είπε ο Πλωτίνος:
«Για να αντικρίσει η ψυχή το ωραίο, πρέπει πρώτα να γίνει ωραία η ίδια!»
Και για να είναι όμορφη η ζωή, θα πρέπει να έχουμε όμορφες σκέψεις, καθώς η ευτυχία της ζωής μας εξαρτάται από την ποιότητα των σκέψεων μας, τα οποία μας οδηγούν σε ορθές πράξεις.
Οι σκέψεις όμως επηρεάζονται από το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Αυτό το γνώριζαν οι πρόγονοι μας για αυτό αποθέωσαν τις τέχνες. Οι τέχνες για αυτούς ήταν το δώρο των Μουσών στον άνθρωπο.
Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν τελετές για τις μούσες. Η τραγωδία, ο χορός και κάθε ρυθμική κίνηση υπηρετούσε την αρμονία του Κόσμου.
Πολλά έχουν λεχθεί για την ομορφιά, αλλά η σπουδαιότητα της αρμονίας λίγο κατανοείται. Η ομορφιά είναι μια εξυψωτική έννοια και κάθε προσφορά στην ομορφιά είναι μια προσφορά στην ισορροπία του Κόσμου.
Οι Μούσες δεν ήταν παρά τα γήινα σύμβολα των Θεϊκών δυνάμεων, που παρέχουν τάξη και αρμονία στο σύμπαν. Κατά τον ίδιο τρόπο που τα αγάλματα των Μουσών ήταν στραμμένα προς την εστία στης σχολής του Πυθαγόρα (συμβολίζοντας το κέντρο του Παντός), έτσι και οι μαθητές έπρεπε να είναι στραμμένοι προς το κεντρικό πυρ, το Θείο πνεύμα, ώστε να συντονίζονται με τις ενέργειες του..!
O καλλιεργημένος άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα να μαθαίνει περισσότερα, να βλέπει όμορφες εικόνες, να δημιουργεί τέχνη, να μιμείται την φύση.
Και αυτό διότι και πάλι οι πρόγονοι μας γνώριζαν πως ακόμα και εάν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για το μήκος της ζωής μας, σίγουρα μπορούμε να κάνουμε αρκετά για το βάθος της και την υστεροφημία μας.
Η υστεροφημία είναι ο μόνος ασφαλής και σίγουρος δρόμος για την αθανασία μέσα από σκέψεις δράσεις και έργα που ακυρώνουν τον χρόνο στο ανθρώπινο επίπεδο...!
Γιατί οι ερωτικές σχέσεις αποτυγχάνουν;
Αυτή είναι μια ερώτηση που έχει απασχολήσει για αιώνες φιλοσόφους, ψυχολόγους, ποιητές και προπαντός τους καθημερινούς ανθρώπους, καθώς έχει σοβαρές ψυχοσωματικές επιπτώσεις.
Ο δείκτης διαζυγίων έχει ανέβει αρκετά μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και οι λόγοι είναι πολλοί. Για το σκοπό αυτό, στο παρόν άρθρο θα επικεντρωθούμε σ’ έναν παράγοντα, σε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, αυτή ανάμεσα στου παιδιού και στο άτομο που το φροντίζει (συνήθως η μητέρα). Η σχέση αυτή δεν είναι μια καινοτομία του σήμερα, αλλά είναι μια μεγάλη κληρονομιά που αποκτήθηκε από τους προγόνους μας, ίσως και από την ανθρωπογένεση. Με άλλα λόγια, η συμπεριφορά αυτή είναι εξελικτική, όπου ένας βαθύς και μακροπρόθεσμος δεσμός αναπτύσσεται ώστε να ικανοποιήσει της σωματικές και ψυχολογικές ανάγκες του παιδιού και που ταυτόχρονα θα το προστάτευε από ένα σκληρό και επικίνδυνο περιβάλλον (επιβίωση) για να μπορέσει να μεγαλώσει και στην συνεχεία να αναπαράγει (Szesenwol και Simpson, 2018).
Οι θεμελιώδες αρχές του δεσμού αυτού έχουν εξελιχτεί μέχρι και σήμερα, και είναι σχεδόν ίδιες. Το μόνο που αλλάζει είναι η λειτουργία και το περιβάλλον, δηλαδή οι σωματικές ανάγκες σήμερα μπορούν να καλυφθούν με ένα μπιμπερό, ενώ οι ψυχολογικές (δυσφορία) καλύπτονται δίνοντας για παράδειγμα του παιδιού μια αγκαλιά ή ένα παιχνίδι. Η σχέση αυτή που αναπτύσσεται λέγεται δεσμός/προσκόλληση (attachment) και ξεκινά από την ‘κούνια’ μας μέχρι και τον θάνατο μας. Με λίγα λόγια, προσκόλληση είναι ένας βαθύς και έντονος συναισθηματικός δεσμός που αναπτύσσεται μεταξύ δυο ατόμων, για παράδειγμα, παιδί-δάσκαλος, μητέρα-κόρη και ούτω τω καθεξής που έχει σαν πρωταρχικό σκοπό την επιβίωση και την ανάπτυξη μας τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά (Bretherton, 1992).
Ο ΒΑΘΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΓΟΝΕΑΣ-ΒΡΕΦΟΣ/ΠΑΙΔΙ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΑΝΑΠΤΥΞΟΥΜΕ ΚΑΘΩΣ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΜΕ, ΘΑ ΕΠΗΡΕΑΣΕΙ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΔΕΣΜΕΥΤΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΜΑΣ ΣΧΕΣΕΙΣ.
Όταν φτάσουμε στην ενηλικίωσή μας προκύπτουν τέσσερις τύποι προσκόλλησης. Οκαθένας από εμάς κατατάσσεται σε ένα από τα παρακάτω μοντέλα δεσμού:
Εμμονικός/αγχώδης (preoccupied) είναι ένας ανασφαλής τύπος προσκόλλησης που οι σύντροφοι σχηματίζουν πολύ στενές σχέσεις και φοβούνται την εγκατάλειψη. Είναι απορροφημένοι και έχουν εμμονή για την σχέση τους. Οι σύντροφοι σε αυτήν την κατηγορία δηλώνουν ότι διασκεδάζουν την πολύ στενή επαφή με τον σύντροφο τους, αλλά τείνουν να έχουν πολύ άγχος και αρνητικές συμπεριφορές λόγο του φόβου της εγκατάλειψης, γι’ αυτό έχουν μεγάλα επίπεδα ζήλειας σε σχέση με έναν ασφαλή τύπο συντρόφου, όταν υποψιαστούν ότι χάνουν τον σύντροφο τους από κάποιον τρίτον. Ο φόβος τις εγκατάλειψης, τους κάνει να είναι υπερβολικά υποψιασμένοι και σε πολλές περιπτώσεις ‘γεννούν’ ιστορίες που δεν ισχύουν. Επίσης, φοβούνται την πιθανότητα ότι ο σύντροφος τους θα ανακαλύψει τυχών ελλείμματα στην συμπεριφορά τους και θα τους εγκαταλείψει. Εμφανίζονται νευριασμένοι ή απογοητευμένοι όταν οι ανάγκες τους για προσκόλληση, δηλαδή να έρθουν σε στενή σχέση με τον άλλον σύντροφο δεν ικανοποιείται. Επίσης, τείνουν να είναι αγχώδεις, απαιτητικοί και προσπαθούν να πάρουν τον έλεγχο σε μια προσπάθεια να έρθουν όσο πιο κοντά γίνεται μέσα στην σχέση τους, ενώ ο άλλος σύντροφος προσπαθεί να κρατήσει μια απόσταση.
Το ‘εγώ’ (self) του εμμονικού συντρόφου είναι σε σμίκρυνση όταν είναι έξω από σχέση ψάχνοντας ν’ απαγκιστρωθεί από κάποιο άλλο εγώ, ρουφώντας του ενέργεια ώστε να μεγεθύνει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο άλλος σύντροφος να κουράζεται, να απογοητεύεται και να γίνεται μη-διαθέσιμος. Όταν η σχέση τελειώνει, το εμμονικό ‘εγώ’ συνεχίζει το ψάξιμο δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο. Επίσης, οι εμμονικοί σύντροφοι κυριεύονται από φόβο όταν ξέρουν ότι ο σύντροφος τους δεν τους αγάπα στον βαθμό που πιστεύουν, δεν είναι ανταποκρίσιμος και διαθέσιμος σε αυτούς· τότε τα επίπεδα του άγχους ανεβαίνουν. Αυτοί οι τύποι συντρόφων είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από τον σύντροφό τους και στην ‘extreme’ μορφή τους, θα κάνουν τα πάντα για να μην τους χάσουν, καταφθάνοντας ακόμα και στην βία. Ο τύπος αυτός της προσκόλλησης προέρχεται από το πώς η μάνα ανταποκρίνεται προς τις ανάγκες του παιδιού, δηλαδή έρευνες έχουν βρει ότι εάν η μητέρα δεν ικανοποιεί της ανάγκες του παιδιού τότε όταν μεγαλώσει θα κοιτάξει να τις ικανοποιήσει από κάπου αλλού, και αυτός είναι συνήθως ο σύντροφος (McNulty και Shaw, 2018).
Αποφευκτικός/Απορριπτικός (dismissing) τύπος, είναι το αντίθετο από τον εμμονικό τύπο προσκόλλησης. Εδώ οι σύντροφοι φαίνονται να μην εξαρτούνται καθόλου από τον σύντροφο τους, και θέλουν οι άλλοι να εξαρτούνται από αυτούς. Έχουν χαμηλά επίπεδα άγχους για το εάν τους εγκαταλείψει ο σύντροφός τους, αλλά υψηλό επίπεδο άγχους όταν επρόκειτο να έρθουν σε στενή επαφή με τον σύντροφό τους. Γι’ αυτό μες στην σχέση τους φαίνονται ‘κρύοι’ και αποφεύγουν να έχουν επαφή με τον σύντροφο τους, συγκεκριμένα είναι συναισθηματικά απόμακροι ιδιαίτερα όταν είναι κάτω από συναισθηματική δυσφορία. Δείχνουν ότι δεν ανησυχούν και δεν ενδιαφέρονται για κλειστές τύπου σχέσεις δηλαδή αποφεύγουν σωματικές επαφές όπως η αγκαλιά ή το φιλί, καθώς δείχνουν ότι θεωρούν τους άλλους ασήμαντους. Έχουν μάθει από τις πρώτες επαφές με τους γονείς να μην δείχνουν ότι είναι ‘τρωτοί’ και ότι είναι επαρκείς, δηλαδή όλες οι ανάγκες τους είναι καλυμμένες, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Γι’ αυτό, όταν φοβούνται ή είναι απογοητευμένοι προτιμούν να το κρύψουν από τον σύντροφό τους για να αποφύγουν πιθανή στενή επαφή και ότι ίσως θα πέσουν στην υπόληψή τους. Αυτός ο τύπος συντρόφων αναπτύσσει ένα πρότυπο που βασίζεται στην ιδέα ότι για να διατηρήσεις μια σχέση θα πρέπει να δείξεις στον άλλον ότι δεν τον χρειάζεσαι. Ο συγκεκριμένος αυτός τύπος προσκόλλησης προέρχεται από τις ασυνεπείς ανταποκρίσεις της μάνας προς το νεογέννητο/παιδί (McNulty και Shaw, 2018).
Φοβικός (fearful), αυτός είναι ο τρίτος και τελευταίος τύπος της ανασφαλούς προσκόλλησης. Οι όποιοι σύντροφοι εδώ, πιθανόν να έχουν βιώσει κακούς και βλαβερούς γονείς. Φοβούνται να έρθουν κοντά με τον σύντροφό τους από φόβο μην πληγωθούν αργότερα. Δείχνουν ότι δεν είναι εξαρτημένοι συναισθηματικά από τον σύντροφο τους, αλλά από την άλλη φοβούνται και αγχώνονται μην εγκαταλειφθούν. Νοιώθουν ότι δεν μπορούν να αγαπηθούν και ότι οι σύντροφοί τους δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, αποφεύγοντας τις κλειστές σχέσεις λόγω της απόρριψης. Είναι παθητικοί και φοβούνται να μιλήσουν για να μην χάσουν τον σύντροφο τους, γι’ αυτό βιώνουν ‘φτωχές’ σχέσεις όπως και τους άλλους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης (Anyika, 2018).
Συνοψίζοντας, ο πρώτος δεσμός με τους γονείς, συνήθως με την μητέρα μας, είναι σημαντικός γιατί γεννά προσδοκίες, πιστεύω, σκέψεις και συμπεριφορές όπου αποτελεί μέρος τις προσωπικότητας μας, καθώς οι μελλοντικές μας σχέσεις κτίζονται πάνω σ’ αυτήν. Οι ασφαλείς τύποι συντρόφων βιώνουν ευχάριστες, ασφαλές, έμπιστες, υγιείς και μακροπρόθεσμες σχέσεις, σε σύγκριση με τους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης (εμμονικός, απορριπτικός και φοβικός) που βιώνουν τοξικές και βραχυπρόθεσμες σχέσεις. Πάρ’ όλα αυτά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ασφαλείς τύποι συντρόφων δεν βιώνουν δυσκολίες μέσα στις σχέσεις τους. Είναι σημαντικό εδώ να πούμε ότι οι τύποι προσκόλλησης δεν είναι ‘πάγιοι’ αλλά επηρεάζονται από τα δραματικά γεγονότα της ζωής, δηλαδή μια σοβαρή αρρώστια, ένας χωρισμός, ένα τροχαίο και στην ακραία περίπτωση, ένας θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου μπορεί να αλλάξει τον τύπο από ασφαλή σε μη-ασφαλή.
Βλέπουμε πως ανάλογα με τον τύπο δεσμού που ο καθένας μας φέρνει από το παρελθόν, επηρεάζει τα συναισθήματα μας, και σε μεγάλο βαθμό καθορίζει την έκβαση των σχέσεων. Δυστυχώς, από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις έρευνες στην θεραπεία ζευγαριών, τα πιο συχνά ζευγάρια που σχηματίζονται είναι όταν ο ένας σύντροφος είναι διαθέσιμος (εμμονικός) και ο άλλος μη-διαθέσιμος (απορριπτικός η φοβικός), που σημαίνει ότι η σχέση έχει πολλές πιθανότητες να αποτύχει. Αυτό συνεπάγεται ότι οι σχέσεις που αναπτύσσουμε είναι δυαδικές και δυναμικές, καθώς ο ένας τύπος της προσκόλλησης προσπαθεί να ‘κουμπώσει’ σ’ έναν άλλον.
Όπως είδαμε, η προσκόλληση είναι επίσης ένα βιολογικό σύστημα προσέγγισης, το όποιο υπάρχει από τη γέννησή μας. Σαν θεωρία είναι σημαντική γιατί συμβάλλει στην επιβίωση, αναπαραγωγή και ανάπτυξη, οργανώνει και εξηγεί μοτίβα συμπεριφοράς συμφώνα με τον τύπο, προβλέπει την έκβαση της σχέσης σε έναν ικανοποιητικό βαθμό, περιέχει το στοιχείο του συναισθήματος και τις κοινωνικοποίησης με το μεγαλύτερο μέρος της συμπεριφοράς αυτής να είναι υποσυνείδητη. Με κάποια τεστ μπορούμε να βρούμε το δικό μας τύπο προσέγγισης και με την ψυχοθεραπεία κάποιος που έχει ανακαλύψει ότι είναι μη-ασφαλής μπορεί να γίνει ασφαλής, δημιουργώντας όμορφες και υγιείς σχέσεις.
Ο δείκτης διαζυγίων έχει ανέβει αρκετά μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και οι λόγοι είναι πολλοί. Για το σκοπό αυτό, στο παρόν άρθρο θα επικεντρωθούμε σ’ έναν παράγοντα, σε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, αυτή ανάμεσα στου παιδιού και στο άτομο που το φροντίζει (συνήθως η μητέρα). Η σχέση αυτή δεν είναι μια καινοτομία του σήμερα, αλλά είναι μια μεγάλη κληρονομιά που αποκτήθηκε από τους προγόνους μας, ίσως και από την ανθρωπογένεση. Με άλλα λόγια, η συμπεριφορά αυτή είναι εξελικτική, όπου ένας βαθύς και μακροπρόθεσμος δεσμός αναπτύσσεται ώστε να ικανοποιήσει της σωματικές και ψυχολογικές ανάγκες του παιδιού και που ταυτόχρονα θα το προστάτευε από ένα σκληρό και επικίνδυνο περιβάλλον (επιβίωση) για να μπορέσει να μεγαλώσει και στην συνεχεία να αναπαράγει (Szesenwol και Simpson, 2018).
Οι θεμελιώδες αρχές του δεσμού αυτού έχουν εξελιχτεί μέχρι και σήμερα, και είναι σχεδόν ίδιες. Το μόνο που αλλάζει είναι η λειτουργία και το περιβάλλον, δηλαδή οι σωματικές ανάγκες σήμερα μπορούν να καλυφθούν με ένα μπιμπερό, ενώ οι ψυχολογικές (δυσφορία) καλύπτονται δίνοντας για παράδειγμα του παιδιού μια αγκαλιά ή ένα παιχνίδι. Η σχέση αυτή που αναπτύσσεται λέγεται δεσμός/προσκόλληση (attachment) και ξεκινά από την ‘κούνια’ μας μέχρι και τον θάνατο μας. Με λίγα λόγια, προσκόλληση είναι ένας βαθύς και έντονος συναισθηματικός δεσμός που αναπτύσσεται μεταξύ δυο ατόμων, για παράδειγμα, παιδί-δάσκαλος, μητέρα-κόρη και ούτω τω καθεξής που έχει σαν πρωταρχικό σκοπό την επιβίωση και την ανάπτυξη μας τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά (Bretherton, 1992).
Ο ΒΑΘΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΓΟΝΕΑΣ-ΒΡΕΦΟΣ/ΠΑΙΔΙ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΑΝΑΠΤΥΞΟΥΜΕ ΚΑΘΩΣ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΜΕ, ΘΑ ΕΠΗΡΕΑΣΕΙ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΔΕΣΜΕΥΤΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΜΑΣ ΣΧΕΣΕΙΣ.
Όταν φτάσουμε στην ενηλικίωσή μας προκύπτουν τέσσερις τύποι προσκόλλησης. Οκαθένας από εμάς κατατάσσεται σε ένα από τα παρακάτω μοντέλα δεσμού:
- Τύπος ασφαλής
- Τύπος εμμονικός
- Τύπος αποφευκτικός/απορριπτικός
- Τύπος φοβικός
Εμμονικός/αγχώδης (preoccupied) είναι ένας ανασφαλής τύπος προσκόλλησης που οι σύντροφοι σχηματίζουν πολύ στενές σχέσεις και φοβούνται την εγκατάλειψη. Είναι απορροφημένοι και έχουν εμμονή για την σχέση τους. Οι σύντροφοι σε αυτήν την κατηγορία δηλώνουν ότι διασκεδάζουν την πολύ στενή επαφή με τον σύντροφο τους, αλλά τείνουν να έχουν πολύ άγχος και αρνητικές συμπεριφορές λόγο του φόβου της εγκατάλειψης, γι’ αυτό έχουν μεγάλα επίπεδα ζήλειας σε σχέση με έναν ασφαλή τύπο συντρόφου, όταν υποψιαστούν ότι χάνουν τον σύντροφο τους από κάποιον τρίτον. Ο φόβος τις εγκατάλειψης, τους κάνει να είναι υπερβολικά υποψιασμένοι και σε πολλές περιπτώσεις ‘γεννούν’ ιστορίες που δεν ισχύουν. Επίσης, φοβούνται την πιθανότητα ότι ο σύντροφος τους θα ανακαλύψει τυχών ελλείμματα στην συμπεριφορά τους και θα τους εγκαταλείψει. Εμφανίζονται νευριασμένοι ή απογοητευμένοι όταν οι ανάγκες τους για προσκόλληση, δηλαδή να έρθουν σε στενή σχέση με τον άλλον σύντροφο δεν ικανοποιείται. Επίσης, τείνουν να είναι αγχώδεις, απαιτητικοί και προσπαθούν να πάρουν τον έλεγχο σε μια προσπάθεια να έρθουν όσο πιο κοντά γίνεται μέσα στην σχέση τους, ενώ ο άλλος σύντροφος προσπαθεί να κρατήσει μια απόσταση.
Το ‘εγώ’ (self) του εμμονικού συντρόφου είναι σε σμίκρυνση όταν είναι έξω από σχέση ψάχνοντας ν’ απαγκιστρωθεί από κάποιο άλλο εγώ, ρουφώντας του ενέργεια ώστε να μεγεθύνει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο άλλος σύντροφος να κουράζεται, να απογοητεύεται και να γίνεται μη-διαθέσιμος. Όταν η σχέση τελειώνει, το εμμονικό ‘εγώ’ συνεχίζει το ψάξιμο δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο. Επίσης, οι εμμονικοί σύντροφοι κυριεύονται από φόβο όταν ξέρουν ότι ο σύντροφος τους δεν τους αγάπα στον βαθμό που πιστεύουν, δεν είναι ανταποκρίσιμος και διαθέσιμος σε αυτούς· τότε τα επίπεδα του άγχους ανεβαίνουν. Αυτοί οι τύποι συντρόφων είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από τον σύντροφό τους και στην ‘extreme’ μορφή τους, θα κάνουν τα πάντα για να μην τους χάσουν, καταφθάνοντας ακόμα και στην βία. Ο τύπος αυτός της προσκόλλησης προέρχεται από το πώς η μάνα ανταποκρίνεται προς τις ανάγκες του παιδιού, δηλαδή έρευνες έχουν βρει ότι εάν η μητέρα δεν ικανοποιεί της ανάγκες του παιδιού τότε όταν μεγαλώσει θα κοιτάξει να τις ικανοποιήσει από κάπου αλλού, και αυτός είναι συνήθως ο σύντροφος (McNulty και Shaw, 2018).
Αποφευκτικός/Απορριπτικός (dismissing) τύπος, είναι το αντίθετο από τον εμμονικό τύπο προσκόλλησης. Εδώ οι σύντροφοι φαίνονται να μην εξαρτούνται καθόλου από τον σύντροφο τους, και θέλουν οι άλλοι να εξαρτούνται από αυτούς. Έχουν χαμηλά επίπεδα άγχους για το εάν τους εγκαταλείψει ο σύντροφός τους, αλλά υψηλό επίπεδο άγχους όταν επρόκειτο να έρθουν σε στενή επαφή με τον σύντροφό τους. Γι’ αυτό μες στην σχέση τους φαίνονται ‘κρύοι’ και αποφεύγουν να έχουν επαφή με τον σύντροφο τους, συγκεκριμένα είναι συναισθηματικά απόμακροι ιδιαίτερα όταν είναι κάτω από συναισθηματική δυσφορία. Δείχνουν ότι δεν ανησυχούν και δεν ενδιαφέρονται για κλειστές τύπου σχέσεις δηλαδή αποφεύγουν σωματικές επαφές όπως η αγκαλιά ή το φιλί, καθώς δείχνουν ότι θεωρούν τους άλλους ασήμαντους. Έχουν μάθει από τις πρώτες επαφές με τους γονείς να μην δείχνουν ότι είναι ‘τρωτοί’ και ότι είναι επαρκείς, δηλαδή όλες οι ανάγκες τους είναι καλυμμένες, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Γι’ αυτό, όταν φοβούνται ή είναι απογοητευμένοι προτιμούν να το κρύψουν από τον σύντροφό τους για να αποφύγουν πιθανή στενή επαφή και ότι ίσως θα πέσουν στην υπόληψή τους. Αυτός ο τύπος συντρόφων αναπτύσσει ένα πρότυπο που βασίζεται στην ιδέα ότι για να διατηρήσεις μια σχέση θα πρέπει να δείξεις στον άλλον ότι δεν τον χρειάζεσαι. Ο συγκεκριμένος αυτός τύπος προσκόλλησης προέρχεται από τις ασυνεπείς ανταποκρίσεις της μάνας προς το νεογέννητο/παιδί (McNulty και Shaw, 2018).
Φοβικός (fearful), αυτός είναι ο τρίτος και τελευταίος τύπος της ανασφαλούς προσκόλλησης. Οι όποιοι σύντροφοι εδώ, πιθανόν να έχουν βιώσει κακούς και βλαβερούς γονείς. Φοβούνται να έρθουν κοντά με τον σύντροφό τους από φόβο μην πληγωθούν αργότερα. Δείχνουν ότι δεν είναι εξαρτημένοι συναισθηματικά από τον σύντροφο τους, αλλά από την άλλη φοβούνται και αγχώνονται μην εγκαταλειφθούν. Νοιώθουν ότι δεν μπορούν να αγαπηθούν και ότι οι σύντροφοί τους δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, αποφεύγοντας τις κλειστές σχέσεις λόγω της απόρριψης. Είναι παθητικοί και φοβούνται να μιλήσουν για να μην χάσουν τον σύντροφο τους, γι’ αυτό βιώνουν ‘φτωχές’ σχέσεις όπως και τους άλλους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης (Anyika, 2018).
Συνοψίζοντας, ο πρώτος δεσμός με τους γονείς, συνήθως με την μητέρα μας, είναι σημαντικός γιατί γεννά προσδοκίες, πιστεύω, σκέψεις και συμπεριφορές όπου αποτελεί μέρος τις προσωπικότητας μας, καθώς οι μελλοντικές μας σχέσεις κτίζονται πάνω σ’ αυτήν. Οι ασφαλείς τύποι συντρόφων βιώνουν ευχάριστες, ασφαλές, έμπιστες, υγιείς και μακροπρόθεσμες σχέσεις, σε σύγκριση με τους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης (εμμονικός, απορριπτικός και φοβικός) που βιώνουν τοξικές και βραχυπρόθεσμες σχέσεις. Πάρ’ όλα αυτά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ασφαλείς τύποι συντρόφων δεν βιώνουν δυσκολίες μέσα στις σχέσεις τους. Είναι σημαντικό εδώ να πούμε ότι οι τύποι προσκόλλησης δεν είναι ‘πάγιοι’ αλλά επηρεάζονται από τα δραματικά γεγονότα της ζωής, δηλαδή μια σοβαρή αρρώστια, ένας χωρισμός, ένα τροχαίο και στην ακραία περίπτωση, ένας θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου μπορεί να αλλάξει τον τύπο από ασφαλή σε μη-ασφαλή.
Βλέπουμε πως ανάλογα με τον τύπο δεσμού που ο καθένας μας φέρνει από το παρελθόν, επηρεάζει τα συναισθήματα μας, και σε μεγάλο βαθμό καθορίζει την έκβαση των σχέσεων. Δυστυχώς, από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις έρευνες στην θεραπεία ζευγαριών, τα πιο συχνά ζευγάρια που σχηματίζονται είναι όταν ο ένας σύντροφος είναι διαθέσιμος (εμμονικός) και ο άλλος μη-διαθέσιμος (απορριπτικός η φοβικός), που σημαίνει ότι η σχέση έχει πολλές πιθανότητες να αποτύχει. Αυτό συνεπάγεται ότι οι σχέσεις που αναπτύσσουμε είναι δυαδικές και δυναμικές, καθώς ο ένας τύπος της προσκόλλησης προσπαθεί να ‘κουμπώσει’ σ’ έναν άλλον.
Όπως είδαμε, η προσκόλληση είναι επίσης ένα βιολογικό σύστημα προσέγγισης, το όποιο υπάρχει από τη γέννησή μας. Σαν θεωρία είναι σημαντική γιατί συμβάλλει στην επιβίωση, αναπαραγωγή και ανάπτυξη, οργανώνει και εξηγεί μοτίβα συμπεριφοράς συμφώνα με τον τύπο, προβλέπει την έκβαση της σχέσης σε έναν ικανοποιητικό βαθμό, περιέχει το στοιχείο του συναισθήματος και τις κοινωνικοποίησης με το μεγαλύτερο μέρος της συμπεριφοράς αυτής να είναι υποσυνείδητη. Με κάποια τεστ μπορούμε να βρούμε το δικό μας τύπο προσέγγισης και με την ψυχοθεραπεία κάποιος που έχει ανακαλύψει ότι είναι μη-ασφαλής μπορεί να γίνει ασφαλής, δημιουργώντας όμορφες και υγιείς σχέσεις.
Carlos Fuentes: Η Θέληση και η Τύχη
Τελικά, ποια ηλικία μας ανήκει περισσότερο από την παιδική, στην οποία, πραγματικά, εξαρτιόμαστε από άλλους;
Τα πάντα είναι πιο αργά στην παιδική ηλικία.
Οι διακοπές μας φαίνονται απολαυστικά αιώνιες.
Το ίδιο και τα ωράρια του σχολείου.
Παρόλο που είμαστε προσκολλημένοι στο σχολείο και ιδιαίτερα στην οικογένεια, έχουμε σε αυτή την περίοδο της ζωής μας περισσότερη ελευθερία από οποιαδήποτε άλλη απέναντι σε αυτά που μας δένουν.
Αυτό οφείλεται, πιστεύω, στο ότι η ελευθερία στην παιδική ηλικία ταυτίζεται με τη φαντασία, κι αφού στην τελευταία όλα είναι δυνατά, η ελευθερία να είμαστε πάνω από την οικογένεια και το σχολείο πετάει ψηλότερα και μας επιτρέπει να ζούμε σε μεγαλύτερη απόσταση, παρά στις ηλικίες στις οποίες πρέπει να συμμορφωθούμε για να επιβιώσουμε, να προσαρμοστούμε στους ρυθμούς της επαγγελματικής ζωής και να υποστούμε κανόνες κληρονομημένους και αποδεκτούς από ένα είδος γενικού κομφορμισμού.
Ήμασταν, όταν ήμασταν παιδιά, μοναδικοί μάγοι.
Θα γίνουμε, ως ενήλικοι, αγέλη.
Carlos Fuentes, Η θέληση και η τύχη
Τα πάντα είναι πιο αργά στην παιδική ηλικία.
Οι διακοπές μας φαίνονται απολαυστικά αιώνιες.
Το ίδιο και τα ωράρια του σχολείου.
Παρόλο που είμαστε προσκολλημένοι στο σχολείο και ιδιαίτερα στην οικογένεια, έχουμε σε αυτή την περίοδο της ζωής μας περισσότερη ελευθερία από οποιαδήποτε άλλη απέναντι σε αυτά που μας δένουν.
Αυτό οφείλεται, πιστεύω, στο ότι η ελευθερία στην παιδική ηλικία ταυτίζεται με τη φαντασία, κι αφού στην τελευταία όλα είναι δυνατά, η ελευθερία να είμαστε πάνω από την οικογένεια και το σχολείο πετάει ψηλότερα και μας επιτρέπει να ζούμε σε μεγαλύτερη απόσταση, παρά στις ηλικίες στις οποίες πρέπει να συμμορφωθούμε για να επιβιώσουμε, να προσαρμοστούμε στους ρυθμούς της επαγγελματικής ζωής και να υποστούμε κανόνες κληρονομημένους και αποδεκτούς από ένα είδος γενικού κομφορμισμού.
Ήμασταν, όταν ήμασταν παιδιά, μοναδικοί μάγοι.
Θα γίνουμε, ως ενήλικοι, αγέλη.
Carlos Fuentes, Η θέληση και η τύχη
Περί ερώτων και άλλων δαιμονίων
Να ένας πρωτότυπος ορισμός για τον έρωτα: αποκάλυψη, µε τη θρησκευτική έννοια, και από πολλές απόψεις. Η πρώτη αποκάλυψη του έρωτα είναι ότι η μοναξιά δεν είναι αξεπέραστη. Παρόλο που ζούμε σε μια φυσική μοναξιά, ξαφνικά διαπιστώνουμε ότι ο άλλος, όπως κι εμείς, περιμένει κάποιον για να σπάσει τη μοναξιά του. Η δεύτερη αποκάλυψη είναι ότι ο άλλος δεν αποτελεί κατ' ανάγκη ένα αίνιγμα.
Δεν είναι εξ ορισμού ακατανόητος. Αντίθετα, μπορεί να αισθάνομαι τόσο οικεία μαζί του, κι εκείνος τόσο οικεία μαζί µου, ώστε µου δημιουργείται η εντύπωση ότι τον ήξερα από παλιά, κι ότι µε γνωρίζει καλύτερα απ' ό,τι εγώ ο ίδιος γνωρίζω τον εαυτό µου. Η τρίτη «υπερφυσική» αποκάλυψη του έρωτα είναι ότι υπάρχει κάποιος απέναντι στον οποίο δεν χρειάζεται αυθόρμητα να είμαι δύσπιστος.
Η κατάσταση της αθωότητας επέστρεψε! Ανάμεσά µας δεν υπάρχει καμιά σκιά ούτε δεύτερες σκέψεις, δεν κρύβεται ούτε φόβος ούτε ντροπή. Ο ένας αγαπάει τον άλλο όπως είναι...
Κατά μια άποψη, ο άνθρωπος που έχει περιγράψει τον έρωτα µε τη μεγαλύτερη διαύγεια και ακρίβεια, αλλά και µε το μεγαλύτερο πάθος, είναι ο Ζορζ Σιμενόν. Αντίθετα µε αυτό που συμβαίνει στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, ο έρωτας στον Σιµενόν δεν γεννιέται από την αναζήτηση της τελειότητας, αλλά από τη δυστυχία, τον κατατρεγμό και τη στέρηση.
Αντί να ερωτευόμαστε χάρις σ' αυτό που μπορούμε να λάβουμε, ερωτευόμαστε, ίσως μάλιστα κι ακόμη συχνότερα, χάρις σ' αυτό που μπορούμε να δώσουμε. Με άλλα λόγια, ο έρωτας ίσως να μην έχει τις ρίζες του σ' έναν πρωταρχικό ναρκισσισμό, αλλά σε μια αυθόρμητη ζωτική γενναιοδωρία.
Απ' όλα τα παιδιάστικα πράγματα που έχουν πει οι φιλόσοφοι για τον έρωτα – τονίζει ο 78χρονος επίτιμος καθηγητής της Σορβόννης – το πιο αστείο είναι ότι έχει λογικά αίτια. Ότι δηλαδή η ακατανίκητη έλξη που αισθάνεται ένας άνδρας για μια γυναίκα οφείλεται στην ομορφιά της και τα τέλεια χαρακτηριστικά της.
Στην πραγματικότητα, αγαπάμε κάποιον προτού καν να τον γνωρίσουμε, και όχι επειδή τον γνωρίζουμε!
Ο έρωτας δεν αποτελεί το συμπέρασμα που βγάζουμε από τις παρατηρήσεις µας. Αν ήταν έτσι, ο αγώνας δεν θα τελείωνε ποτέ, θα προσφέραμε τον έρωτά µας ως το μικρότερο κακό, περιμένοντας ένα καλύτερο σκορ.
Κάτι τέτοιο, όμως, βρίσκεται στον αντίποδα του έρωτα. "...Ο έρωτας δεν είναι κάτι ήρεμο, δεν είναι λεπτότητα, εμπιστοσύνη, παρηγοριά. Ο έρωτας δεν είναι κατανόηση, συμμετοχή, ευγένεια, σεβασμός, πάθος που αγγίζει την ψυχή ή μολύνει τα σώματα.
Ο έρωτας δεν είναι σιωπή, ερώτηση, απάντηση, σφραγίδα αιώνιας πίστης, κατακερματισμός άλλοτε κοινών προθέσεων, προδοσία ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, ναυάγιο ονείρων στο ξύπνημα. Ο έρωτας είναι ν' αγγίζεις τα όρια του ανθρώπου..." συμπηρώνει ο ψυχαναλυτής Ουμπέρτο Γκαλιμπέρτι.
Ο έρωτας όπως μας διδάσκει ο Πλάτωνας είναι μια έξοδος από τον τόπο, όπου συνήθως εξελίσσεται η ζωή, δημιουργεί μια μετέωρη κατάσταση, όπου ο χώρος και ο χρόνος χάνουν τις διαστάσεις και τη διάρκειά τους. Ξένος προς την τακτική πορεία και ροή της καθημερινότητας, ο έρωτας είναι άτοπος, είναι εκτός τόπου.
Ο έρωτας είναι για τον Γκριµάλντι ένα βίωμα του απόλυτου. Κι αυτό ισχύει κατ' εξοχήν για την ηδονή. Γιατί η σεξουαλική απόλαυση είναι η μόνη εμπειρία που δικαιολογεί τον εαυτό της, που είναι απολύτως αυτάρκης. Αναιρώντας την ταυτότητά µας, και προσέχοντας περισσότερο τον άλλο απ' ό,τι τον εαυτό µας, φτάνουμε μαζί στα όρια του απόλυτου.
Δεν είναι εξ ορισμού ακατανόητος. Αντίθετα, μπορεί να αισθάνομαι τόσο οικεία μαζί του, κι εκείνος τόσο οικεία μαζί µου, ώστε µου δημιουργείται η εντύπωση ότι τον ήξερα από παλιά, κι ότι µε γνωρίζει καλύτερα απ' ό,τι εγώ ο ίδιος γνωρίζω τον εαυτό µου. Η τρίτη «υπερφυσική» αποκάλυψη του έρωτα είναι ότι υπάρχει κάποιος απέναντι στον οποίο δεν χρειάζεται αυθόρμητα να είμαι δύσπιστος.
Η κατάσταση της αθωότητας επέστρεψε! Ανάμεσά µας δεν υπάρχει καμιά σκιά ούτε δεύτερες σκέψεις, δεν κρύβεται ούτε φόβος ούτε ντροπή. Ο ένας αγαπάει τον άλλο όπως είναι...
Κατά μια άποψη, ο άνθρωπος που έχει περιγράψει τον έρωτα µε τη μεγαλύτερη διαύγεια και ακρίβεια, αλλά και µε το μεγαλύτερο πάθος, είναι ο Ζορζ Σιμενόν. Αντίθετα µε αυτό που συμβαίνει στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, ο έρωτας στον Σιµενόν δεν γεννιέται από την αναζήτηση της τελειότητας, αλλά από τη δυστυχία, τον κατατρεγμό και τη στέρηση.
Αντί να ερωτευόμαστε χάρις σ' αυτό που μπορούμε να λάβουμε, ερωτευόμαστε, ίσως μάλιστα κι ακόμη συχνότερα, χάρις σ' αυτό που μπορούμε να δώσουμε. Με άλλα λόγια, ο έρωτας ίσως να μην έχει τις ρίζες του σ' έναν πρωταρχικό ναρκισσισμό, αλλά σε μια αυθόρμητη ζωτική γενναιοδωρία.
Απ' όλα τα παιδιάστικα πράγματα που έχουν πει οι φιλόσοφοι για τον έρωτα – τονίζει ο 78χρονος επίτιμος καθηγητής της Σορβόννης – το πιο αστείο είναι ότι έχει λογικά αίτια. Ότι δηλαδή η ακατανίκητη έλξη που αισθάνεται ένας άνδρας για μια γυναίκα οφείλεται στην ομορφιά της και τα τέλεια χαρακτηριστικά της.
Στην πραγματικότητα, αγαπάμε κάποιον προτού καν να τον γνωρίσουμε, και όχι επειδή τον γνωρίζουμε!
Ο έρωτας δεν αποτελεί το συμπέρασμα που βγάζουμε από τις παρατηρήσεις µας. Αν ήταν έτσι, ο αγώνας δεν θα τελείωνε ποτέ, θα προσφέραμε τον έρωτά µας ως το μικρότερο κακό, περιμένοντας ένα καλύτερο σκορ.
Κάτι τέτοιο, όμως, βρίσκεται στον αντίποδα του έρωτα. "...Ο έρωτας δεν είναι κάτι ήρεμο, δεν είναι λεπτότητα, εμπιστοσύνη, παρηγοριά. Ο έρωτας δεν είναι κατανόηση, συμμετοχή, ευγένεια, σεβασμός, πάθος που αγγίζει την ψυχή ή μολύνει τα σώματα.
Ο έρωτας δεν είναι σιωπή, ερώτηση, απάντηση, σφραγίδα αιώνιας πίστης, κατακερματισμός άλλοτε κοινών προθέσεων, προδοσία ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, ναυάγιο ονείρων στο ξύπνημα. Ο έρωτας είναι ν' αγγίζεις τα όρια του ανθρώπου..." συμπηρώνει ο ψυχαναλυτής Ουμπέρτο Γκαλιμπέρτι.
Ο έρωτας όπως μας διδάσκει ο Πλάτωνας είναι μια έξοδος από τον τόπο, όπου συνήθως εξελίσσεται η ζωή, δημιουργεί μια μετέωρη κατάσταση, όπου ο χώρος και ο χρόνος χάνουν τις διαστάσεις και τη διάρκειά τους. Ξένος προς την τακτική πορεία και ροή της καθημερινότητας, ο έρωτας είναι άτοπος, είναι εκτός τόπου.
Ο έρωτας είναι για τον Γκριµάλντι ένα βίωμα του απόλυτου. Κι αυτό ισχύει κατ' εξοχήν για την ηδονή. Γιατί η σεξουαλική απόλαυση είναι η μόνη εμπειρία που δικαιολογεί τον εαυτό της, που είναι απολύτως αυτάρκης. Αναιρώντας την ταυτότητά µας, και προσέχοντας περισσότερο τον άλλο απ' ό,τι τον εαυτό µας, φτάνουμε μαζί στα όρια του απόλυτου.
Φώτης Κόντογλου: Ἡ ξενομανία μᾶς ἔγινε τώρα σωστὴ ξενοδουλεία
Σήμερα νομίζεται καλὸς σὲ ὅλα, ὅποιος εἶναι ἀδιάφορος, ὅποιος δὲν νοιάζεται γιὰ τίποτα, ὅποιος δὲν νιώθει καμιὰ εὐθύνη. Ἀλλιῶς τὸν λένε σωβινιστή, τοπικιστή, μισαλλόδοξο, φανατικό. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὴν χώρα μας, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμά μας, τὴν παράδοσή μας, τὴν γλώσσα μας, θεωρεῖται ὀπισθοδρομικός.
Οἱ ἀδιάφοροι παιρνοῦν γιὰ φιλελεύθεροι ἄνθρωποι, γιὰ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦνε μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἔχουν γιὰ πιστεύω τὴν καλοπέραση, τὸ εὔκολο κέρδος, τὶς εὐκολίες, τὶς ἀναπαύσεις, κι ἂς μὴν ἀπομείνῃ τίποτα ποὺ νὰ θυμίζῃ σὲ ποιὸ μέρος βρισκόμαστε, ἀπὸ ποὺ κρατᾶμε, ποιοὶ ζήσανε πρὶν ἀπὸ μᾶς στὴν χώρα μας. Ἡ ξενομανία μᾶς ἔγινε τώρα σωστὴ ξενοδουλεία, σήμερα περνᾶ γιὰ ἀρετή, κι ὅποιος ἔχῃ τούτη τὴν ἀρρώστεια πιὸ βαρειὰ παρμένη, λογαριάζεται γιὰ σπουδαῖος ἄνθρωπος.
Ἡ Ἑλλάδα ἔγινε ἕνα παζάρι ποὺ πουλιοῦνται ὅλα, σὲ ὅποιον θέλῃ νὰ τὸ ἀγοράσῃ. Καταντήσαμε νὰ μὴν ἔχουμε ἀπάνω μας τίποτα ἑλληνικό, ἀπὸ τὸ σῶμα μας ἴσαμε τὸ πνεῦμα μας. Τὸ μασκάρεμα ἄρχισε πρῶτα ἀπὸ τὸ πνεῦμα, καὶ ὕστερα ἔφθασε καὶ στὸ σῶμα. Περισσότερο ἀντιστάθηκε σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ὁ λαὸς καὶ βαστάξε καμπόσο, μὰ στὸ τέλος τὸν πῆρε τὸ ρεῦμα καὶ πάει καὶ αὐτός. Μάλιστα εἶναι χειρότερος ἀπὸ τοὺς γραμματισμένους. Τώρα μαϊμουδίζει τὰ φερσίματα καὶ τὶς κουβέντες ποὺ βλέπει στὸν κινηματογράφο, ἔγινε ἀφιλότιμος καὶ ἀδιάντροπος. Ἐνῷ πρῶτα ξεχώριζε ἀπὸ ἄλλες φυλές, γιατὶ ἦταν σεμνός, φιλότιμος, ντροπαλός, καλοδεκτικός, τώρα ἔγινε ἀγνώριστος. Τὰ ὄμορφα χαρακτηριστικά του σβήνουνε μέρα μὲ τὴν μέρα. Καὶ οἱ λιγοστοὶ ποὺ διατηροῦνε ἀκόμη λίγα σημάδια ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, παρασέρνονται σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ἀπὸ τοὺς πολλούς, ποὺ εἶναι οἱ ἔξυπνοι, οἱ συγχρονισμένοι, οἱ μοντέρνοι, ἀλλὰ ποὺ εἶναι στ᾿ ἀληθινὰ οἱ ἀναίσθητοι καὶ οἱ ἀποκτηνωμένοι. Οἱ καλοὶ ντρέπονται γιατὶ εἶναι καλοί, συμμαζεμένοι καὶ μὲ ἀνατροφή. Οἱ ἄλλοι τοὺς λένε καθυστερημένους. Συμπαθητικὸς ἄνθρωπος δύσκολα βρίσκεται πιὰ σήμερα στὸν τόπο μας. Ἡ μόδα εἶναι νὰ εἶναι κανεὶς ἀντιπαθητικός, κρύος, ἄνοστος καὶ μάγκας. Μάλιστα ὅπως ὅλα φραγκέψανε, φράγκεψε καὶ ὁ μάγκας.
Οἱ πιὸ ἀγράμματοι ἀνακατώνουνε στὴν κουβέντα τους κάποια ἐγγλέζικα καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲν χρειάζονται. Ὅσο γιὰ τοὺς γραμματισμένους, ὅλη ἡ γραμματοσύνη τους εἶναι νὰ μιλᾶνε ἐγγλέζικα καὶ σὲ λίγο καιρὸ δὲν θὰ ὑπάρχει Ἕλληνας νὰ μιλᾶ ἑλληνικά. Ἂς καταργηθῇ λοιπὸν ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ὁλότελα, νὰ μὴν κουράζονται τὰ παιδιά μας στὴν ἄσκοπη ἐκμάθευσή της. Κοιτάχτε τὰ παιδιά μας. Παρατηρεῖστε τὶς φυσιογνωμίες τους, τὸ βλέμμα τους, τὶς κουβέντες τους, τὰ ἀστεῖα τους, τὰ παιχνίδια τους. Ὅλα μυρίζουνε ... Ἑλλάδα, νὰ μὴν ἀβασκαθοῦμε! Τὸ μόνο ποὺ ἀπόμεινε ἑλληνικὸ εἶναι τὸ «ρέ». Τὸ μασκάρεμα γίνεται γοργὰ καὶ στὸ κορμὶ καὶ στὴν ψυχή. Οἱ λιγοστοὶ ποὺ ἀντιστέκονται ἀκόμη σὲ αὐτὸν τὸν κατακλυσμό, πῶς νὰ μπορέσουνε νὰ βαστάξουνε; Γύρω τους βογγᾶ ἡ μεθυσμένη ἀνθρωποθάλασσα. Ἔρχεται καινούργιος κόσμος! Τὸ κολοσσαῖο μὲ τὰ οὐρλιάσματά του σκεπάζει τὶς ψαλμῳδίες ποὺ λένε οἱ μάρτυρες, περιμένοντας τὰ θηρία νὰ τοὺς φᾶνε.
Ἀλλὰ ἂν θὰ λείψουν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς, μήπως θὰ ἀπομείνουν τὰ βουνά, οἱ ἀκροθαλασσιές, οἱ θάλασσες, τὰ νησιὰ καὶ τὰ βράχια μὲ τὸν ἑλληνικὸ χαρακτήρα τους; Καθόλου! Τὰ περισσότερα τὰ ἔχουνε ἀγοράσει ἄνθρωποι ποὺ ἤρθανε ἀπὸ τὸν βόρειο Ὠκεανό, ἀπόγονοι τῶν Βικίγκων. Ἐκεῖνα τὰ κακόμοιρα νησιὰ τί συμφορὰ ἔχουνε πάθει! Ἡ φτώχεια τους στάθηκε ἡ καταστροφή τους. Σήμερα τὰ ρημάξανε ἄλλοι κουρσάροι, πιὸ ἐπικίνδυνοι ποὺ σφάζουνε μὲ τὸ μπαμπάκι. Σκλαβώσανε τὰ νησιὰ μὲ εὐγενικὸ τρόπο, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη. Τὰ ἄσπρα σπιτάκια τῶν νησιωτῶν, ποὺ ζούσανε σὲ αὐτὰ ἁπλοϊκοὶ καὶ συμμαζεμένοι ἄνθρωποι, θαρρεῖς πὼς γίνανε δημόσια. Κυκλοφοροῦν χιλιάδες φωτογραφίες τῆς Μυκόνου, τῆς Πάρου, τῆς Αἴγινας, τῆς Ὕδρας, καὶ ἀντὶ νὰ βλέπῃ κανεὶς στοὺς στενοὺς δρόμους τοὺς κάποιους ἀραιοὺς νησιῶτες ψαράδες, ψημένους στὴν θάλασσα καὶ νησιώτισσες μὲ τὰ σεμνά τους ροῦχα, βλέπει νὰ γυρίζουν κάποια πλάσματα μισόγυμνα ἢ ὁλόγυμνα, ξενόφερτα, ἀγκαλιασμένοι θεατρινίστικα καὶ νὰ κάνουνε κάποιες ἄνοστες ἐπιδείξεις «ταμπλῶ βιβᾶν», σὰ νὰ παίζουν στὸν κινηματογράφο. Καὶ ρωτᾶς, κουνώντας τὸ κεφάλι σου: τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχουν αὐτὰ τὰ δίποδα, μὲ ἐκεῖνα τὰ σπίτια καὶ μὲ τὰ στενοσόκκακα τῶν νησιῶν; Ταιριάζουνε μὲ αὐτά, ὅσο ταιριάζουνε οἱ τουρίστες μὲ τὰ σὸρτς μὲ τὸν Παρθενώνα ποὺ μπροστά του φωτογραφίζονται. Ὅμως ἐκεῖ στέκονται ὅσο νὰ φωτογραφηθοῦνε, καὶ δὲν ἔχουνε γιὰ σπίτι τοὺς τὸν ἀρχαῖο ναό, ἐνῷ τοῦτοι στὰ νησιά, κατοικοῦνε μέσα σὲ ἐκεῖνα τὰ ἀταίριαστα σπίτια. Ὅλα ὑπηρετοῦνε τὰ γοῦστα αὐτῶν τῶν ἀφεντάδων. Μάλιστα τόσο πολὺ ἀγαποῦν αὐτοὶ τὴν Ἑλλάδα, ποὺ εἶναι ἐνθουσιασμένοι πὼς δὲν θὰ ἀφήσουνε τίποτα ἑλληνικὸ ὅπου πατήσουνε.
Καημένη Ἑλλάδα! Τί τέλος σὲ περίμενε! Μὰ δὲν ἔχεις μήτε κάποιον νὰ σὲ κλάψει, γιατὶ τὴν κηδεία σου τὴ γιορτάζουνε σὰν γάμο, μὲ χαρὲς καὶ μὲ τραγούδια, ποὺ αὐτὰ εὐτυχῶς δὲν εἶναι ἑλληνικά. Ἀκοῦστε τὴν ἑξῆς ἱστορία: ἡ χταπόδα βοσκᾶ στὸν πάτο τῆς θάλασσας, μαζὶ μὲ τὸ χταποδάκι. Ἄξαφνα τὸ καμακίζουνε. Τὸ χταποδάκι φωνάζει: μὲ πιάσανε μάνα! Ἡ μάνα του τοῦ λέγει: μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Ξαναφωνάζει τὸ μικρό: μὲ βγάζουν ἀπὸ τὴν θάλασσα! Πάλι λέγει ἡ μάνα: μὴν φοβᾶσαι παιδί μου. Καὶ πάλι: μὲ σγουρίζουνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ κόβουνε μὲ τὸ μαχαίρι! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ βράζουνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ μασᾶνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Πίνουνε κρασὶ μάνα! Τότε ἐκείνη ἀναστέναξε καὶ φώναξε: Ἄχ, σὲ ἔχασα παιδί μου! Γιατὶ τὸ κρασὶ εἶναι ὁ ἀντίμαχος τοῦ χταποδιοῦ, ἐπειδὴ τὸ λιώνει στὸ στομάχι. Δηλαδὴ ἡ μάνα δὲν φοβήθηκε μήτε τὸ μαχαίρι, μήτε τὴν φωτιά, μήτε τὰ δόντια, ἀλλὰ τὸ κρασί, ποὺ εἶναι πιὸ ἤρεμο καὶ ἀθῷο μπροστὰ στὰ μαχαίρια καὶ τὰ δόντια. Ἡ Ἑλλάδα σὰν τὸ χταποδάκι πέρασε ἀπὸ φωτιές, δόντια, μαχαίρια, ἀλλὰ πνεῦμα ΔΕΝ παρέδινε. Ὁ Φράγκος δὲν ἔρχεται μὲ μαχαίρια, πιστόλια καὶ φωτιές. Ἦρθε μὲ χάδια καὶ γλυκόλογα. Ἦρθε μὲ δῶρα, μὲ λεφτά, νὰ ἀνακουφίσῃ τὴν φτώχεια μας, νὰ διασκεδάσῃ μαζί μας, νὰ χορέψῃ μαζί μας, νὰ μᾶς εὐκολύνῃ τὴν ζωὴ μὲ τὰ μηχανήματά του. Ὅπως τὸ χταποδάκι ἔλιωσε στὸ κρασί, ἔτσι καὶ ἡ Ἑλλάδα κοντεύει νὰ χαθῇ ἀπὸ τὸ γλυκὸ κρασὶ ποὺ τὴν μέθυσε καὶ δὲν ξέρει τί κάνει καὶ ξεγυμνώθηκε καὶ στρήνιασε καὶ ἐκ τοῦ στρήνους αὐτῆς ἐπλούτισεν.
Φώτης Κόντογλου, Ἀσάλευτο θεμέλιο
Οἱ ἀδιάφοροι παιρνοῦν γιὰ φιλελεύθεροι ἄνθρωποι, γιὰ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦνε μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἔχουν γιὰ πιστεύω τὴν καλοπέραση, τὸ εὔκολο κέρδος, τὶς εὐκολίες, τὶς ἀναπαύσεις, κι ἂς μὴν ἀπομείνῃ τίποτα ποὺ νὰ θυμίζῃ σὲ ποιὸ μέρος βρισκόμαστε, ἀπὸ ποὺ κρατᾶμε, ποιοὶ ζήσανε πρὶν ἀπὸ μᾶς στὴν χώρα μας. Ἡ ξενομανία μᾶς ἔγινε τώρα σωστὴ ξενοδουλεία, σήμερα περνᾶ γιὰ ἀρετή, κι ὅποιος ἔχῃ τούτη τὴν ἀρρώστεια πιὸ βαρειὰ παρμένη, λογαριάζεται γιὰ σπουδαῖος ἄνθρωπος.
Ἡ Ἑλλάδα ἔγινε ἕνα παζάρι ποὺ πουλιοῦνται ὅλα, σὲ ὅποιον θέλῃ νὰ τὸ ἀγοράσῃ. Καταντήσαμε νὰ μὴν ἔχουμε ἀπάνω μας τίποτα ἑλληνικό, ἀπὸ τὸ σῶμα μας ἴσαμε τὸ πνεῦμα μας. Τὸ μασκάρεμα ἄρχισε πρῶτα ἀπὸ τὸ πνεῦμα, καὶ ὕστερα ἔφθασε καὶ στὸ σῶμα. Περισσότερο ἀντιστάθηκε σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ὁ λαὸς καὶ βαστάξε καμπόσο, μὰ στὸ τέλος τὸν πῆρε τὸ ρεῦμα καὶ πάει καὶ αὐτός. Μάλιστα εἶναι χειρότερος ἀπὸ τοὺς γραμματισμένους. Τώρα μαϊμουδίζει τὰ φερσίματα καὶ τὶς κουβέντες ποὺ βλέπει στὸν κινηματογράφο, ἔγινε ἀφιλότιμος καὶ ἀδιάντροπος. Ἐνῷ πρῶτα ξεχώριζε ἀπὸ ἄλλες φυλές, γιατὶ ἦταν σεμνός, φιλότιμος, ντροπαλός, καλοδεκτικός, τώρα ἔγινε ἀγνώριστος. Τὰ ὄμορφα χαρακτηριστικά του σβήνουνε μέρα μὲ τὴν μέρα. Καὶ οἱ λιγοστοὶ ποὺ διατηροῦνε ἀκόμη λίγα σημάδια ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, παρασέρνονται σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ἀπὸ τοὺς πολλούς, ποὺ εἶναι οἱ ἔξυπνοι, οἱ συγχρονισμένοι, οἱ μοντέρνοι, ἀλλὰ ποὺ εἶναι στ᾿ ἀληθινὰ οἱ ἀναίσθητοι καὶ οἱ ἀποκτηνωμένοι. Οἱ καλοὶ ντρέπονται γιατὶ εἶναι καλοί, συμμαζεμένοι καὶ μὲ ἀνατροφή. Οἱ ἄλλοι τοὺς λένε καθυστερημένους. Συμπαθητικὸς ἄνθρωπος δύσκολα βρίσκεται πιὰ σήμερα στὸν τόπο μας. Ἡ μόδα εἶναι νὰ εἶναι κανεὶς ἀντιπαθητικός, κρύος, ἄνοστος καὶ μάγκας. Μάλιστα ὅπως ὅλα φραγκέψανε, φράγκεψε καὶ ὁ μάγκας.
Οἱ πιὸ ἀγράμματοι ἀνακατώνουνε στὴν κουβέντα τους κάποια ἐγγλέζικα καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲν χρειάζονται. Ὅσο γιὰ τοὺς γραμματισμένους, ὅλη ἡ γραμματοσύνη τους εἶναι νὰ μιλᾶνε ἐγγλέζικα καὶ σὲ λίγο καιρὸ δὲν θὰ ὑπάρχει Ἕλληνας νὰ μιλᾶ ἑλληνικά. Ἂς καταργηθῇ λοιπὸν ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ὁλότελα, νὰ μὴν κουράζονται τὰ παιδιά μας στὴν ἄσκοπη ἐκμάθευσή της. Κοιτάχτε τὰ παιδιά μας. Παρατηρεῖστε τὶς φυσιογνωμίες τους, τὸ βλέμμα τους, τὶς κουβέντες τους, τὰ ἀστεῖα τους, τὰ παιχνίδια τους. Ὅλα μυρίζουνε ... Ἑλλάδα, νὰ μὴν ἀβασκαθοῦμε! Τὸ μόνο ποὺ ἀπόμεινε ἑλληνικὸ εἶναι τὸ «ρέ». Τὸ μασκάρεμα γίνεται γοργὰ καὶ στὸ κορμὶ καὶ στὴν ψυχή. Οἱ λιγοστοὶ ποὺ ἀντιστέκονται ἀκόμη σὲ αὐτὸν τὸν κατακλυσμό, πῶς νὰ μπορέσουνε νὰ βαστάξουνε; Γύρω τους βογγᾶ ἡ μεθυσμένη ἀνθρωποθάλασσα. Ἔρχεται καινούργιος κόσμος! Τὸ κολοσσαῖο μὲ τὰ οὐρλιάσματά του σκεπάζει τὶς ψαλμῳδίες ποὺ λένε οἱ μάρτυρες, περιμένοντας τὰ θηρία νὰ τοὺς φᾶνε.
Ἀλλὰ ἂν θὰ λείψουν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς, μήπως θὰ ἀπομείνουν τὰ βουνά, οἱ ἀκροθαλασσιές, οἱ θάλασσες, τὰ νησιὰ καὶ τὰ βράχια μὲ τὸν ἑλληνικὸ χαρακτήρα τους; Καθόλου! Τὰ περισσότερα τὰ ἔχουνε ἀγοράσει ἄνθρωποι ποὺ ἤρθανε ἀπὸ τὸν βόρειο Ὠκεανό, ἀπόγονοι τῶν Βικίγκων. Ἐκεῖνα τὰ κακόμοιρα νησιὰ τί συμφορὰ ἔχουνε πάθει! Ἡ φτώχεια τους στάθηκε ἡ καταστροφή τους. Σήμερα τὰ ρημάξανε ἄλλοι κουρσάροι, πιὸ ἐπικίνδυνοι ποὺ σφάζουνε μὲ τὸ μπαμπάκι. Σκλαβώσανε τὰ νησιὰ μὲ εὐγενικὸ τρόπο, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη. Τὰ ἄσπρα σπιτάκια τῶν νησιωτῶν, ποὺ ζούσανε σὲ αὐτὰ ἁπλοϊκοὶ καὶ συμμαζεμένοι ἄνθρωποι, θαρρεῖς πὼς γίνανε δημόσια. Κυκλοφοροῦν χιλιάδες φωτογραφίες τῆς Μυκόνου, τῆς Πάρου, τῆς Αἴγινας, τῆς Ὕδρας, καὶ ἀντὶ νὰ βλέπῃ κανεὶς στοὺς στενοὺς δρόμους τοὺς κάποιους ἀραιοὺς νησιῶτες ψαράδες, ψημένους στὴν θάλασσα καὶ νησιώτισσες μὲ τὰ σεμνά τους ροῦχα, βλέπει νὰ γυρίζουν κάποια πλάσματα μισόγυμνα ἢ ὁλόγυμνα, ξενόφερτα, ἀγκαλιασμένοι θεατρινίστικα καὶ νὰ κάνουνε κάποιες ἄνοστες ἐπιδείξεις «ταμπλῶ βιβᾶν», σὰ νὰ παίζουν στὸν κινηματογράφο. Καὶ ρωτᾶς, κουνώντας τὸ κεφάλι σου: τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχουν αὐτὰ τὰ δίποδα, μὲ ἐκεῖνα τὰ σπίτια καὶ μὲ τὰ στενοσόκκακα τῶν νησιῶν; Ταιριάζουνε μὲ αὐτά, ὅσο ταιριάζουνε οἱ τουρίστες μὲ τὰ σὸρτς μὲ τὸν Παρθενώνα ποὺ μπροστά του φωτογραφίζονται. Ὅμως ἐκεῖ στέκονται ὅσο νὰ φωτογραφηθοῦνε, καὶ δὲν ἔχουνε γιὰ σπίτι τοὺς τὸν ἀρχαῖο ναό, ἐνῷ τοῦτοι στὰ νησιά, κατοικοῦνε μέσα σὲ ἐκεῖνα τὰ ἀταίριαστα σπίτια. Ὅλα ὑπηρετοῦνε τὰ γοῦστα αὐτῶν τῶν ἀφεντάδων. Μάλιστα τόσο πολὺ ἀγαποῦν αὐτοὶ τὴν Ἑλλάδα, ποὺ εἶναι ἐνθουσιασμένοι πὼς δὲν θὰ ἀφήσουνε τίποτα ἑλληνικὸ ὅπου πατήσουνε.
Καημένη Ἑλλάδα! Τί τέλος σὲ περίμενε! Μὰ δὲν ἔχεις μήτε κάποιον νὰ σὲ κλάψει, γιατὶ τὴν κηδεία σου τὴ γιορτάζουνε σὰν γάμο, μὲ χαρὲς καὶ μὲ τραγούδια, ποὺ αὐτὰ εὐτυχῶς δὲν εἶναι ἑλληνικά. Ἀκοῦστε τὴν ἑξῆς ἱστορία: ἡ χταπόδα βοσκᾶ στὸν πάτο τῆς θάλασσας, μαζὶ μὲ τὸ χταποδάκι. Ἄξαφνα τὸ καμακίζουνε. Τὸ χταποδάκι φωνάζει: μὲ πιάσανε μάνα! Ἡ μάνα του τοῦ λέγει: μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Ξαναφωνάζει τὸ μικρό: μὲ βγάζουν ἀπὸ τὴν θάλασσα! Πάλι λέγει ἡ μάνα: μὴν φοβᾶσαι παιδί μου. Καὶ πάλι: μὲ σγουρίζουνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ κόβουνε μὲ τὸ μαχαίρι! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ βράζουνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ μασᾶνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Πίνουνε κρασὶ μάνα! Τότε ἐκείνη ἀναστέναξε καὶ φώναξε: Ἄχ, σὲ ἔχασα παιδί μου! Γιατὶ τὸ κρασὶ εἶναι ὁ ἀντίμαχος τοῦ χταποδιοῦ, ἐπειδὴ τὸ λιώνει στὸ στομάχι. Δηλαδὴ ἡ μάνα δὲν φοβήθηκε μήτε τὸ μαχαίρι, μήτε τὴν φωτιά, μήτε τὰ δόντια, ἀλλὰ τὸ κρασί, ποὺ εἶναι πιὸ ἤρεμο καὶ ἀθῷο μπροστὰ στὰ μαχαίρια καὶ τὰ δόντια. Ἡ Ἑλλάδα σὰν τὸ χταποδάκι πέρασε ἀπὸ φωτιές, δόντια, μαχαίρια, ἀλλὰ πνεῦμα ΔΕΝ παρέδινε. Ὁ Φράγκος δὲν ἔρχεται μὲ μαχαίρια, πιστόλια καὶ φωτιές. Ἦρθε μὲ χάδια καὶ γλυκόλογα. Ἦρθε μὲ δῶρα, μὲ λεφτά, νὰ ἀνακουφίσῃ τὴν φτώχεια μας, νὰ διασκεδάσῃ μαζί μας, νὰ χορέψῃ μαζί μας, νὰ μᾶς εὐκολύνῃ τὴν ζωὴ μὲ τὰ μηχανήματά του. Ὅπως τὸ χταποδάκι ἔλιωσε στὸ κρασί, ἔτσι καὶ ἡ Ἑλλάδα κοντεύει νὰ χαθῇ ἀπὸ τὸ γλυκὸ κρασὶ ποὺ τὴν μέθυσε καὶ δὲν ξέρει τί κάνει καὶ ξεγυμνώθηκε καὶ στρήνιασε καὶ ἐκ τοῦ στρήνους αὐτῆς ἐπλούτισεν.
Φώτης Κόντογλου, Ἀσάλευτο θεμέλιο
Ο Αριστοτέλης και η οικονομία
ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Στο παρόν άρθρο επιχειρώ να συσχετίσω την αντίληψη του Αριστοτέλη για την οικονομία με τη σημερινή κατάσταση στα πράγματα της οικονομίας.
Προς τούτο κατά πρώτον συζητώ τις αντιλήψεις του Αριστοτέλη για την πολιτική κοινωνία, την πόλιν, τον πολίτη και την οικονομική τέχνη (ή επιστήμη). Κάνω λόγο για το κατά πόσον οι απόψεις του έχουν σημασία και αξία για εμάς σήμερα (και παρεκβατικά αναφέρομαι και στις αντιλήψεις του Ξενοφώντος για να σχηματισθεί μια σαφής και ορθή θέση για τις θεωρητικές απόψεις περί της οικονομικής τέχνης ή επιστήμης των Ελλήνων διανοητών και φιλοσόφων).
Κατόπιν εξετάζω με συντομία στις σύγχρονες αντιλήψεις για την οικονομία ως τέχνη ή επιστήμη και πολιτική δραστηριότητα και τέλος επιχειρώ να διατυπώσω ορισμένες απόψεις για την οικονομία και την πολιτική σε συνάφεια προς τις απόψεις του Αριστοτέλη.
ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: Οικονομία, ηθική, πολιτική, ανταγωνισμός, καθήκον επιμέλειας, καθήκον πίστης, τέλος, τρόπος ζωής, ευδαιμονία
α. Οι απόψεις του Αριστοτέλη για την πολιτική κοινωνία, την πόλιν, τον πολίτη και την πολιτική τέχνη.
Κατά πρώτον πρέπει να δοθεί απάντηση στο ακόλουθο ερώτημα : «Είναι αναγκαίο και έχει νόημα να διερευνήσουμε τις κύριες πολιτικές αντιλήψεις του Αριστοτέλη, προ- κειμένου να διασαφήσουμε το θέμα για τις οικονομικές του απόψεις»;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, γιατί διαφορετικά οι επιμέρους θέσεις του Σταγιρίτη για τα οικονομικά θέματα δεν αποκτούν νόημα, συνέπεια και εγκυρότητα.
Κατά τον Αριστοτέλη η πόλις ως πολιτική κοινωνία έχει προτεραιότητα έναντι της κώμης, της οικογένειας και του κάθε επιμέρους ανθρώπου.[1] Για τον αυτό λόγο και ο
άρχων της πόλεως και εν γένει ο πολιτικός, ασκώντας την κατ’ εξοχήν και κυριωτάτη τέχνη μέσα στην πολιτική κοινωνία, δηλαδή την πολιτική τέχνη, έχει προτεραιότητα και μπορεί με τις αποφάσεις που παίρνει να δημιουργεί συνθήκες και καταστάσεις που από τη φύση των πραγμάτων έχουν άμεσα ή έμμεσα οικονομική σημασία για την πολιτική κοινωνία. Άρα οι οικονομικές θέσεις του Αριστοτέλη θα πρέπει να συναφθούν αναγκαία προς τη δομή και την υφή της πολιτικής κοινωνίας για να κατανοηθούν και να ερμηνευθούν σωστά.
Το επόμενο ερώτημα που χρειάζεται εξέταση είναι το ακόλουθο: «Πώς ο Αριστοτέλης νοεί την πολιτική κοινωνία και την πόλιν;».
Κατά τον Αριστοτέλη η πόλις «φύεται»[2] αβίαστα και κατά τρόπο φυσιολογικό, επειδή όλοι οι άνθρωποι έχουν φύσει την ορμή για κοινωνία, ξεκινώντας από τον οίκο, ως πρώτη μορφή κοινωνίας, την κώμη και εν τέλει εκ των πραγμάτων καταλήγουν στην πόλιν, νοούμενη ως οργανωμένη κοινότητα και πολιτική κοινωνία, δηλαδή ως πολιτεία. Η πολιτεία συγκροτείται χωρίς βέβαια να λαμβάνουν χώρα εμφανείς συμβασιοκρατικές διαδικασίες και συνθήκες μεταξύ των ανθρώπων που απαρτίζουν την πολιτική κοινωνία. Πάντως σε κάποιο σημείο της ανάπτυξής της (αφού δηλαδή πρώτα ικανοποιηθούν οι πρωτογενείς ανάγκες που διασφαλίζουν την απλή επιβίωση των ανθρώπων) είναι αναγκαίον, προκειμένου η εξέλιξη της εν λόγω διαδικασίας να είναι τέτοια ώστε να καταστεί βιώσιμη πολιτική κοινωνία, να συναφθεί με επιδέξιο τρόπο με άλλα ζητήματα που έχουν σχέση κυρίως με τον τρόπο ζωής των επιμέρους ανθρώπων και των οικογενειών που απαρτίζουν την πόλη.
Η προτεραιότητα της πόλεως ως πολιτικής κοινωνίας έναντι του κάθε ατόμου, της κώμης και του οίκου είναι βασική θέση του Αριστοτέλη, την οποία υποστηρίζει με το επιχείρημά του για το είναι του ανθρώπου, που νοείται σωστά, εφόσον ληφθεί υπόψη η βασική θέση του φιλοσόφου που δεν ορίζει τον άνθρωπο μόνον ως βιολογικό όν, αλλά κυρίως σε σχέση με το έργο που επιτελεί και τις δυνατότητες που έχει [3] και τις οποίες μπορεί να αναπτύξει μέσα στην πολιτική κοινωνία.
Έτσι η πόλις συγκροτείται κατά φύσιν από μονάδες,[4] αλλά τα συστατικά αυτά μόρια, χωρίς την πόλιν, ουδέποτε αποκτούν το είναι τους, την ουσία τους.[5] Εδώ βρίσκεται η μεγάλη συμβολή και πρωτοτυπία του Σταγιρίτη φιλοσόφου. Και τούτο είναι κάτι που δεν γίνεται εξ αρχής φανερό στην Πολιτεία του Πλάτωνα.
Αλλ’ ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων δεν διαφοροποιούνται ριζικά ως προς τη γένεση της πόλεως. Τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης σε γενικές γραμμές δέχονται ότι η πόλις ως πολιτική κοινωνία αναπτύσσεται φυσιολογικά, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των ανθρώπων, γιατί από μόνοι τους δεν είναι αυτάρκεις.
Ο Πλάτων[6] μάλιστα κάνει λόγο για τη διαδικασία συγκρότησης της πόλης και ξεχωρίζει με το θεωρητικό του λόγο αρχικά μια πόλη στην οποία ικανοποιούνται πολύ λίγες ανάγκες (πρόκειται για την πόλη των χοίρων-ὑῶν πόλις), που είναι κατά τινα τρόπο υγιής πόλις, επειδή ικανοποιεί τις πρωτογενείς μόνον ανάγκες, ενώ η αύξηση των αναγκών μπορεί να οδηγήσει σε μια άλλη κατάσταση, σε μια πόλη που χαρακτηρίζεται από τον Πλάτωνα ως «τρυφῶσα πόλις» (ως πόλις με τρυφή, με ανέσεις).
Ο Αριστοτέλης γνωρίζει τις απόψεις του Πλάτωνα[7] αλλ’ ως περισσότερο ρεαλιστής και αναλυτικός τονίζει ότι, όπως το είδος της τροφής στα ζώα γίνεται αιτία για διαφορετικούς τρόπους ζωής σε κάθε κατηγορία ζώων, το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τους ανθρώπους, διότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον τρόπο της ζωή τους σε σχέση με την απόκτηση και φυσικά και με τη χρήση των βιοτικών τους αγαθών[8]. Γι’ αυτό υποστηρίζει ότι η πόλις δεν είναι απλώς ένα σύνολο πολλών ανθρώπων, αλλά και διαφορετικών κατά είδος.[9]
Η διαφορά των ανθρώπων κατά το είδος δεν έχει σχέση με το βιολογικό τους είναι,[10] αλλά με το γεγονός ότι οι άνθρωποι εμπλέκονται σε διαφορετικά ενεργήματα και πράξεις και έτσι διαμορφώνουν ξεχωριστούς τρόπους ζωής που δεν έχουν ταυτότητα. Άλλος, π.χ., είναι ο κτηνοτροφικός βίος και άλλος ο βίος του χρηματιστή ή του μουσικού. Έτσι υπάρχουν και πολλοί τρόποι του βίου που «αὐτόφυτον ἔχουσι τήν ἐργασίαν»,[11] όπως ο θηρευτικός βίος, ο ληστρικός βίος, ο νομαδικός βίος, ο αλιευτικός βίος, ο γεωργικός βίος και άλλοι τρόποι βίου που οι άνθρωποι δημιουργούν συνδυαστικά με διάφορα στοιχεία και διαμορφώνουν ένα δικό τους τρόπο ζωής ώστε να συμπληρώνουν τις ελλείψεις τους[12]. Εκτός αυτού υπάρχουν τρόποι του βίου που προκύπτουν από τις εργασίες που σχετίζονται και στηρίζονται στην ανταλλαγή και στην καπηλεία των αγαθών κτλ. Γενικά ο Αριστοτέλης δέχεται ότι η ανάγκη (χρεία) εξαναγκάζει τον άνθρωπο να ενεργεί και να διάγει κατά τον έναν ή κατά τον άλλο τρόπο.[13] Έτσι υπάρχουν πολλοί και ενίοτε διαφορετικοί τρόποι του βίου μέσα στην πολιτική κοινωνία. Η ύπαρξη τρόπων του βίου που έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής οδηγεί, όπως είναι εύλογο, στη δημιουργία κάποιας τέχνης ή επιστήμης (στην οποία συνυφαίνονται ικανότητες και δεξιότητες) που διευκολύνουν τα πράγματα για ένα συγκεκριμένο έργο, όπως, π.χ., η τέχνη του θεραπεύειν οδηγεί στο επάγγελμα (ή στο λειτούργημα) του ιατρού και στην ιατρική τέχνη ή στην ιατρική επιστήμη. Το ότι έτσι έχουν τα πράγματα επιβεβαιώνεται από την εμπειρική πραγματικότητα και από τη λογική των καταστάσεων που διέπουν τα της πολιτικής κοινωνίας, και γι’ αυτό ο Σταγιρίτης φιλόσοφος δεν διατυπώνει απλώς κάποιες αφηρημένες θεωρητικές θέσεις, αλλά συγκροτεί τις απόψεις του βλέποντας το τί γίνεται στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Ο Αριστοτέλης φαίνεται ότι έχει ως αφετηρία του τις τέχνες (τα συγκροτημένα ενεργήματα), τις δραστηριότητες, τις πράξεις και τα έργα των ανθρώπων που έχουν τρόπον τινά καθιερωθεί και έχουν λάβει άμεσα ή έμμεσα θεσμική υπόσταση μέσα στη ζωή της πολιτικής κοινωνίας. Στην πολιτεία λοιπόν υπάρχουν τέχνες, όπως η ιατρική, η ναυπηγική, η στρατηγική, η ρητορική, η ιππική, η μουσική, η οικονομική κτλ. Κάθε επιστήμη και τέχνη έχει το δικό της τέλος, το δικό της σκοπό και έργο που είναι αγαθό ή που η ίδια νομίζει ότι αυτό που κάνει ή προσφέρει είναι χρήσιμο και αγαθό.[14] Σε σχέση δε με τον τρόπο ζωής που επιλέγουν οι άνθρωποι και οι πολίτες ως απάντηση στο ερώτημα «πώς βιωτέον;;» πρέπει να λεχθεί πως ο καθένας επιλέγει ελεύθερα και σε συνάρτηση με τις γενικές συνθήκες της πολιτείας και επί τη βάσει των οικονομικών του δυνατοτήτων. Η χρεία φαίνεται ότι είναι αναγκαίος παράγων, αλλ’ όχι επαρκής για τη συγκρότηση ενός τρόπου ζωής.[15]
Για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη η ελευθερία του αποφασίζειν, ενεργείν και πράττειν[16] είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον πολίτη και την υφή της ορθής πολιτείας. Εξάλλου σημαντική προϋπόθεση είναι η αντίληψη για το τί οι άνθρωποι της άλφα ή της βήτα πολιτικής κοινωνίας νομίζουν ότι είναι χρήσιμο ή αγαθό γι’ αυτούς και για την πόλη. Είναι λοιπόν προφανές ότι σε γενικές γραμμές οι αξίες που δέχονται οι άνθρωποι και οι αξιολογήσεις που κάνουν παίζουν βασικό ρόλο σε σχέση με το έργο που οι άνθρωποι επιτελούν. Εν πολλοίς «ενσαρκώνονται» μέσα στην τέχνη που ασκούν και στον τρόπο με τον οποίο την ασκούν. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης κρίνει ότι η σε βάθος κατανόηση των διαφόρων τεχνών και επιστημών και του έργου του ανθρώπου, καθό ανθρώπου, είναι στέρεη βάση για να φωτίσει τα ηθικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της πολιτικής κοινωνίας. Όπως φαίνεται στο έργο του Ηθικά Νικομάχεια κατά τον Αριστοτέλη το βασικό πρόβλημα έγκειται στο να προσδιορισθεί ποια είναι η τέχνη εκείνη που ρυθμίζει και συντονίζει τις δραστηριότητες των τεχνών και των επιστημών (και εν γένει των συγκροτημένων κοινωνικοπολιτικών δραστηριοτήτων). Είναι προφανές πως μια τέτοια τέχνη (εάν υπάρχει) πρέπει να είναι η κυριωτάτη, η πιο αυθεντική και ισχυρή, και μάλιστα πρέπει να νοείται ως αρχιτεκτονική. Κατά τον Σταγιρίτη φιλόσοφο αυτή είναι η πολιτική,[17] η οποία, εκτός των άλλων, έχει ως έργο της το να διατάσσει «ποιες επιστήμες είναι αναγκαίο να υπάρχουν στις πόλεις και ποιες πρέπει να σπουδάζουν οι άνθρωποι και σε ποιο βαθμό».[18]
Επιπλέον η πολιτική νομοθετεί για όλα τα θέματα της πολιτείας. Επομένως το τέλος της πολιτικής φαίνεται να περιέχει τα τέλη (τους σκοπούς) των τεχνών, των επιστημών και των άλλων δραστηριοτήτων, γιατί η πολιτική έχει ως τέλος της το «ανθρώπινον αγαθόν»[19] και, όπως είναι εύλογο, το αγαθό της πολιτείας.
Η πολιτική λοιπόν κοινωνία και η πόλις (ως πολιτεία) συγκροτείται από πολλά στοιχεία που διαφοροποιούνται κατά το είδος και που οι πολίτες με τις δραστηριότητές τους και τον τρόπο του βίου τους εξασφαλίζουν κατά πρώτον το ζην αλλά ως τέλος (ως σκοπό τους) έχουν το εὖ ζῆν. Το εὖ ζῆν έχει άμεση σχέση με το ζην τον αγαθό βίο, που έχει ως πρότυπο το κατ’ εξοχήν αγαθό, που είναι κάτι το διαφορετικό από τα συνήθως νομιζόμενα από τους πολλούς αγαθά.[20] Το κατ’ εξοχήν αγαθό είναι το πρότυπο του ενάρετου βίου και τελικά το έσχατον αγαθό, δηλαδή η ευδαιμονία του ανθρώπου. Επομένως ο πολίτης μέσα στην ορθά διαρθρωμένη πολιτική κοινωνία μπορεί να γίνει υπό προϋποθέσεις ευδαίμων, ζώντας και πράττοντας σύμφωνα με τα κριτήρια του αγαθού βίου, και μάλιστα μέσα στην πολιτεία μπορεί, με την ορθή παιδεία που η πολιτεία παρέχει, να εκδιπλώσει όλες τις δυνατότητές του. Άρα ο πολιτικός, ως άρχων που ασκεί την πολιτική τέχνη, πρέπει είναι κατά πρώτον και κατ’ εξοχήν ηθικό ον και ο βίος του κατ’ εξοχήν ενάρετος, ο δε πολίτης πρέπει να επιδιώκει τον ενάρετο βίο, διότι ανεξάρτητα από το έργο που ο καθένας επιτελεί, ο ενάρετος βίος είναι αιρετός καθ ’ εαυτόν.
Πέραν αυτού, το έργο του πολίτη μέσα στην πολιτική κοινωνία διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος της πολιτείας εντός της οποίας δρα και πράττει. Η κατά τον Αριστοτέλη ορθή πολιτική κοινωνία που καλείται «πολιτεία», μολονότι δεν ταυτίζεται προς τη δημοκρατία, εν τούτοις έχει κάποια κοινά στοιχεία με τη δημοκρατία όπου κυριαρχεί ο δήμος (δηλαδή επικρατεί η αρχή της πλειονοψηφίας). Η δημοκρατική πολιτεία δέχεται ότι ο πολίτης είναι αυτός που μετέχει κρίσεως και αρχής. Άρα ο εν λόγω πολίτης πρέπει να αποδέχεται την προτεραιότητα της πόλεως και ως εκ τούτου την προτεραιότητα του κοινού αγαθού της πολιτείας και να μην προτάσσει το ίδιον συμφέρον. Ως εκ τούτου ο πολίτης της δημοκρατικής πολιτείας κατά την αρχαιότητα, όπου κυριαρχεί ο δήμος, αποδέχεται την ισότητα, αλλά φαίνεται κατ’ αρχήν να αποκλείει την κατ’ αξίαν ανάδειξη στα αξιώματα της πολιτείας. Έτσι γίνεται φανερό ότι η ηθική αρετή είναι ο κύριος κορμός και η κατευθυντήρια δύναμη της πολιτικής κοινωνίας και της ορθής πολιτείας και ότι στις ηθικές αρετές πρέπει να μετέχουν όλοι οι άνθρωποι και φυσικά και οι πολίτες, αλλ’ όχι βέβαια κατά τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό, «αλλά σε τέτοιο βαθμό που ο καθένας να είναι ικανός να επιτελεί το δικό του έργο. Γι’ αυτό ο άρχων πρέπει να έχει στην πληρότητά της την ηθική αρετή».[21] Οπωσδήποτε κατά τον Αριστοτέλη ο αγαθός ανήρ και ο σπουδαίος πολίτης πρέπει να συμπίπτουν στο πρόσωπο του πολιτικού[22] και εν γένει στον άνθρωπου που μόνος του ή μαζί με άλλους έχουν την ευθύνη «τῆς τῶν κοινῶν ἐπιμελείας».[23]
Η διαφοροποίηση των ανθρώπων εντός της πολιτείας πρέπει να θεωρείται ως κάτι το δεδομένο[24] και γι’ αυτό δεν είναι μια και η αυτή η αρετή του πολίτου και του αγαθού ανδρός,[25] ούτε του καλού πολίτου και του άρχοντος πολιτικού, ο οποίος πρέπει να διακρίνεται κατ’ εξοχήν για την φρόνησή του. Όμως ο πολίτης πρέπει, ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις που μπορεί να υπάρχουν μέσα στην πολιτεία, «τό καθ’ αὐτόν ἔργον εὖ ποιεῖν».[26]
Για τους πολίτες της πολιτείας, ιδιαίτερα της δημοκρατικής πολιτείας, ο Αριστοτέλης συζητεί εκτενώς το θέμα στο τρίτο βιβλίο των Πολιτικών. Κατά τον Αριστοτέλη η πόλις και η πολιτεία (ως οργανωμένη πολιτική κοινωνία) συγκροτείται, όπως είπαμε, εκ πολλών και διαφερόντων κατά το είδος ανθρώπων (ανδρών -γυναικών, παίδων- γερόντων, ελεύθερων-δούλων, μετοίκων, απελεύθερων, ξένων, πολιτών, κλπ). Στην πολιτεία και ιδιαίτερα στη δημοκρατική πολιτεία ο πολίτης ορίζεται ως εξής: «πολίτης δ’ ἁπλῶς οὐδενί τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἤ τῷ μετέχειν κρίσεως καί ἀρχῆς».[27] Δηλαδή το κύριο γνώρισμα του πολίτου ταυτίζεται με το έργο του, δηλαδή με το «μετέχειν κρίσεως καί ἀρχῆς». Τούτο σημαίνει ότι το έργο του συνίσταται στο να δικάζει και να έχει εξουσία και να ασκεί με τον καλύτερο τρόπο τα συναφή καθήκοντα που η αρχή που κατέχει υπαγορεύει. Ο Αριστοτέλης λέγει σαφώς ότι ο πολίτης και το έργο του διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος της πολιτείας στην οποία ανήκει. Και επειδή πολλές είναι κατά το είδος οι πολιτείες, γι’ αυτό και πολλά είδη πολιτών υπάρχουν.[28] Άλλος είναι ο ολιγαρχικός πολίτης, άλλος δημοκρατικός, άλλος ο πολίτης της Σπάρτης και άλλος ο πολίτης της Καρχηδόνας.
Ο κατ’ εξοχήν πολίτης είναι ο πολίτης της δημοκρατικής πολιτείας, και γι’ αυτό είναι φανερό ότι αυτός πρέπει να είναι πολίτης με αρετή και με ειδικές ικανότητες για την άσκηση του έργου του, δηλαδή το να εμπλέκεται υπεύθυνα στα θέματα της δικαστικής εξουσίας και να ασκεί την εξουσία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για το καλό της πολιτείας και των πολιτών και να προτάσσει πάντοτε το κοινό συμφέρον έναντι του ιδίου. Ακόμη ο πολίτης της δημοκρατικής πολιτείας πρέπει να είναι ικανός «να άρχεται» για να μπορεί και αυτός με τη σειρά του να άρχει σωστά. Άρα ο πολίτης της βέλτιστης πόλεως[29] πρέπει πρωτίστως να διάγει ηθικό βίο, δεν πρέπει να είναι βάναυσος και σε γενικές γραμμές απαίδευτος για να μπορεί να επιτελεί το κατ’ εξοχήν έργο του σωστά. Γι’ αυτό κατά τον Αριστοτέλη η αρίστη πολιτεία δεν δέχεται τον βάναυσο ως πολίτην,[30] ενώ η ολιγαρχική πολιτεία (που έχει ως κριτήριο τον πλούτο) τον δέχεται, επειδή πολλοί τεχνίτες από τη δουλειά που κάνουν μπορεί να παίρνουν πολλά χρήματα και να πλουτίζουν.[31] Κατά τον Αριστοτέλη ο πολίτης της πολιτείας αλλά κυρίως της δημοκρατικής πολιτείας που κατ’ ανάγκην δικάζει και ασκεί εξουσία πρέπει να είναι ένα ηθικό άτομο, να ασκεί με υπευθυνότητα και επιδεξιότητα το έργο του, να προτάσσει το κοινό αγαθό και το συμφέρον της πολιτείας και πρέπει να ξέρει καλά το να άρχει και να άρχεται. Άρα ο πολίτης, δρώντας ηθικά δεν ενεργεί απλά και μόνον κατ’ έθος αλλά με υψηλής μορφής ηθικότητα, αφού τα πρόσωπα της δημοκρατικής πολιτείας που καταλαμβάνουν τις ανώτατες αρχές θα πρέπει δια της παιδείας να έχουν διαμορφώσει έναν συνεπή και σημαντικό τρόπο ζωής ως απάντηση στο ερώτημα «πώς βιωτέον;».
β. Οι οικονομικές αντιλήψεις του Αριστοτέλη
Εντός μιας τέτοιας πολιτικής κοινωνίας που, εκτός από τους πολίτες, υπάρχουν οι δούλοι, οι απελεύθεροι, οι μέτοικοι, οι ξένοι κτλ, ο Αριστοτέλης δεν κρίνει για λόγους ηθικούς που έχουν σχέση με τον τρόπο ζωής του ανθρώπου εντός πολιτικής κοινωνίας ότι είναι σωστό να υπάρχει ως αναγνωρισμένος και δίκαιος θεσμός η οβολοστατική και το τοκίζειν (η τοκογλυφία), και, όπως είναι φυσικό, πιστεύει ότι η κατά φύσιν οικονομική δραστηριότητα έχει προτεραιότητα και νομιμότητα έναντι πάσης άλλης οικονομικής δραστηριότητας.
Πώς λοιπόν ο Σταγιρίτης φιλόσοφος αντιλαμβάνεται τα πράγματα της οικονομίας εντός της πολιτικής κοινωνίας;
Ο Αριστοτέλης, ακολουθώντας την αναλυτική του μέθοδο στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών, προτάσσει την οικονομική ζωή και εξετάζει κατά πρώτον το πως συγκροτείται η οικονομία εντός της πολιτικής κοινωνίας, αφού χωρίς οικονομία δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν με επάρκεια οι ανθρώπινες ανάγκες.
Ο όρος «οικονομία»[32] πρωτογενώς σημαίνει νομή των πραγμάτων του οίκου, που είναι η πρώτη και βασική μονάδα της πολιτικής κοινωνίας. Ένα σύνολο οίκων συγκροτεί την κώμη και ένα σύνολο κωμών απαρτίζει την πολιτική κοινωνία και την πολιτεία. Έτσι ως οικονομία πρωταρχικώς νοείται το σύνολο ικανοτήτων ή δεξιοτήτων ή εν γένει κάποιων τεχνών και τεχνικών δια των οποίων ρυθμίζονται τα πράγματα του οίκου με στόχο τη διασφάλιση των απαραιτήτων προσόδων για το ζην και το ευ ζην[33] των ανθρώπων που απαρτίζουν τον οίκο. Προς τούτο ο Σταγιρίτης φιλόσοφος διερευνά τα στοιχεία του οίκου και το είδος των σχέσεων που αναφύονται ως εκ των πραγμάτων μέσα στον οίκο, όπως είναι η σχέση του δεσπότου του οίκου προς τους δούλους του, η σχέση των συζύγων (γαμική σχέση), των γονέων προς τα τέκνα (πατρική, μητρική, τεκνοτική) κτλ. και εν γένει τη σχέση του άρχοντος και αρχομένου, βλέποντας τις σχέσεις αυτές στην πραγματική τους εκδήλωση σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων. Ομοίως ο Αριστοτέλης συζητεί και το θέμα περί του αν η δουλεία είναι φύσει ή μη, και αποφαίνεται ότι «διχῶς γάρ λέγεται τό δουλεύειν»[34] και ο δούλος, γιατί κατά τον νόμο μπορεί κάποιος να είναι δούλος, ενώ κατά τη φύση δεν πρέπει να είναι δούλος και ότι το δουλεύειν ή το μη δουλεύειν συνάπτεται προς την εξουσία και την άσκηση αυτής, με την έννοια ότι κάποιοι τονίζουν πως ο ασκών εξουσία πρέπει να έχει κάποια ικανότητα και να υπερέχει σε δύναμη και γνώση και όχι απλώς επιβάλλει την εξουσία του δια της βίας. Η ανάλυση, η κατανόηση και ενίοτε η ονοματοθεσία των σχέσεων που αναφαίνονται μέσα στον οίκο ίσως φαίνεται απλοϊκή, αλλ’ είναι σαφώς πολύ σημαντική και χρήσιμη, αφού ασάφειες περί τα θέματα αυτά, αλλά και περί των σχέσεων που έχουν τα άτομα του οίκου προς τα πράγματα (την περιουσία) που ανήκουν σ’ αυτόν είναι πολύ σημαντικά για να κατανοηθούν και να οργανωθούν σωστά τα του οίκου. Η ιδιότητα του δεσπότη και η εξουσία αυτού δεν είναι η ίδια με αυτήν του πολιτικού. Γιατί ο πολιτικός και η εξουσία αυτού είναι εξουσία επί ελεύθερων και ίσων ανθρώπων,[35] ενώ δεν ισχύει η ίδια κατάσταση με τις σχέσεις που αναφαίνονται μέσα στον οίκο. Η ικανότητα (η επιστήμη) του δεσπότου έχει σχέση με τη χρήση των δούλων.[36] Η γνώση αυτή του δεσπότου για τη χρήση των δούλων δεν είναι βέβαια ιδιαίτερα μεγάλη και σημαντική και γι’ αυτό ο Αριστοτέλης λέγει ότι όσοι δεσπότες δεν θέλουν να ταλαιπωρούνται με αυτό το έργο μπορούν να το αναθέτουν σε κάποιον επίτροπο[37] και αυτοί μπορεί να ασχολούνται με την πολιτική και τη φιλοσοφία.[38] Ειδικότερα για τα ζητήματα του οίκου σε σχέση με την περιουσία, με το έχειν του οίκου ο Αριστοτέλης διακρίνει μεταξύ της οικονομίας (που είναι η τέχνη ή η επιστήμη διοίκησης των του οίκου και χρησιμοποιείται στην οικογένεια) και της χρηματιστικής. Η οικονομική τέχνη του οίκου έχει κυρίως ως στόχο το πως να χρησιμοποιεί τα υπάρχοντα αγαθά του οίκου, ενώ η χρηματιστική τέχνη και το έργο του χρηματιστού είναι το πως θα προμηθεύει τα αγαθά,[39] βλέποντας τα πράγματα με βάση την αρχή περί της κατά φύσιν θεώρησης των καταστάσεων. Επειδή δε υπάρχουν πολλοί τρόποι κτήσης των αγαθών και συγκέντρωσης του πλούτου, ο Αριστοτέλης διακρίνει ως πρώτο τρόπο απόκτησης των αγαθών την κατά φύσιν κτητικήν,[40] όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους που ζουν βίο γεωργικό, ληστρικό, θηρευτικό, αλιευτικό, νομαδικό κτλ. Ο πλούτος που μπορεί να συγκεντρωθεί από την κατά φύσιν κτητική δεν είναι απεριόριστος. Άλλο γένος (άλλη κατηγορία) απόκτησης περιουσίας είναι κυρίως εκείνη την οποία «μάλιστα καλούσιν χρηματιστικήν»[41] και σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει όριο αποκτήσεως αγαθών και πλούτου.[42]
Η χρηματιστική αυτή διαφέρει από την προηγούμενη, διότι δεν είναι φυσική αλλά προϊόν εμπειρίας και τέχνης. Η εν λόγω χρηματιστική χρησιμοποιεί την καπηλική τέχνη, την τέχνη των συναλλαγών και το νόμισμα και κυρίως αποσκοπεί στη δημιουργία ή στην απόκτηση μεγάλων χρηματικών ποσών και εν γένει απεριορίστου πλούτου,[43] ενώ η κατά φύσιν χρηματιστική, η κατά φύσιν κτητική είναι κυρίως η οικονομία που προκύπτει από τη χρήση των καρπών και των ζώων.[44] Κατά τον Αριστοτέλη η με- ταβλητική χρηματιστική δικαίως ψέγεται,[45] διότι δεν ανάγεται στη φύση αλλά στις συναλλαγές μεταξύ των ανθρώπων.[46] Επιπλέον ο Σταγιρίτης φιλόσοφος λέγει τα εξής: «Παρά πολύ εύλογα μισείται η τοκογλυφία, επειδή με αυτήν η περιουσία προέρχεται από το ίδιο το χρήμα και όχι από τη χρήση για την οποία αυτό δημιουργήθηκε Γιατί το χρήμα (νόμισμα) δημιουργήθηκε ως μέσο συναλλαγής, ενώ ο τόκος αυξάνει το ίδιο το χρήμα (γι’ αυτό και έλαβε αυτό το όνομα. Γιατί τα γεννήματα είναι ίδια με τους γεννήτορές τους και ο τόκος είναι χρήμα από χρήμα). Είναι λοιπόν αυτός ο τρόπος απόκτησης χρημάτων κατ’ εξοχήν αφύσικος».[47] Στο χωρίο αυτό ο Αριστοτέλης είναι εμφανώς κατά της τοκογλυφίας και εν γένει της απόκτησης χρημάτων δια του τοκισμού, διότι αυτός ο τρόπος απόκτησης χρημάτων είναι ο κατ’ εξοχήν παρά φύσιν τρόπος. Αλλά τί ακριβώς τούτο σημαίνει;
Όπως ήδη είδαμε, το ενεργείν και πράττειν σύμφωνα με τη φύση είναι για τον Αριστοτέλη μια ασφαλής αρχή, γιατί κατά τούτον η φύσις «οὐδέν μάτην ποιεῖ». Άρα η απομάκρυνση από τις πρακτικές που καθιερώνονται από τη φύση των πραγμάτων και η υιοθέτηση δραστηριοτήτων που δεν είναι κατά φύσιν ενεργήματα πάντοτε επικρίνεται (όπως συμβαίνει με την ανταλλακτική χρηματιστική), ενώ η οβολοστατική κατ’ αυτόν μισείται. Από που λοιπόν προκύπτει το εν λόγω μίσος και γιατί ο Αριστοτέλης συμφωνεί με μία τέτοια στάση;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό φαίνεται να συνάγεται από τα όσα ήδη είπαμε για την πολιτική κοινωνία, τη συγκρότηση της πόλεως, το σκοπό της πολιτικής, την ιδιότητα του πολίτη και το έργο του ανθρώπου και του πολίτη. Η πολιτική κατά τον Αριστοτέλη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ηθική (δηλαδή με την ηθική αρετή) και με το έργο του ανθρώπου που έχει ως σκοπό του όχι απλώς το ζην, αλλά το ευ ζην, το ευ ποιείν, τον ευδαίμονα βίο. Κατά τον Αριστοτέλη ο εν λόγω βίος δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί από τον άνθρωπο που δεν ασκεί κάποιο έργο[48] και που μάλιστα είναι άσχετος με ό,τι ο φιλόσοφος θεωρεί ως κατ’ εξοχήν έργον του ανθρώπου. Το τοκίζειν λοιπόν δεν δηλώνει εμπλοκή σε κάποιο έργο που να δείχνει δημιουργία και εκτέλεση αγαθών πράξεων. Αν ο Αριστοτέλης εδέχετο ως παραδεκτή μορφή ενασχόλησης την οβολοστατική (την τοκογλυφία), τούτο θα εσήμαινε ότι δεν επιδιώκει την συγκρότηση μιας πολιτείας που έχει ως στόχο τον αγαθό βίο, διότι η απόκτηση χρημάτων άνευ ουδενός κόπου είναι αδιάψευστο τεκμήριο μιας πολιτείας όπου οι αξίες που αποδέχεται ο Αριστοτέλης και η αντίληψή του για τον άνθρωπο έχουν πλήρως ανατραπεί. Για τον ίδιο περίπου λόγο δεν επαινεί, αλλά ψέγει και την συναλλακτική χρηματιστική. Επί πλέον σε σχέση με τη μη φυσική χρηματιστική η στάση του Αριστοτέλη γίνεται πιο κατανοητή, αν υποτεθεί ότι αυτή μπορεί να ασκείται από τους ελευθέρους πολίτες στις δημοκρατικές πολιτείες, στις οποίες οι πολίτες ταυτόχρονα ασκούν εξουσία και κρίνουν δικαστικώς. Όπως είναι φυσικό, η ευθύνη του πολίτη και η άσκηση του έργου του πολίτη, δηλαδή του «μετέχειν κρίσεως και αρχής», είναι κάτι που δεν συμβιβάζεται με την άσκηση του έργου που κάνει ο κατ’ εξοχήν χρηματιστής στη συναλλαγματική χρηματιστική. Οι δραστηριότητες αυτής της τέχνης μπορεί να εμπλέκουν τον πολίτη σε επικίνδυνες καταστάσεις και σε βλαπτικές ενέργειες για τους άλλους πολίτες αλλά και για την πολιτεία. Ακόμη η τοκογλυφία, ως πράξη ενεργουμένη υπό προσώπων- πολιτών εντός της πολιτικής κοινωνίας, δημιουργεί εκ των πραγμάτων πάθη, μίση και ποινικά αδικήματα. Γι’ αυτό και σήμερα απαγορεύεται, θεωρείται έγκλημα και κατά περίπτωση διώκεται.[49]
Όπως είναι φανερό και σήμερα αλλά και στην εποχή του Αριστοτέλους, αυτή η δραστηριότητα είναι κάτι το μισητό, γιατί, εκτός των άλλων, αλλοιώνει, υποβαθμίζει και σχεδόν καταστρέφει την ποιότητα των προσωπικών και κοινωνικοπολιτικών σχέσεων. Επομένως ο Αριστοτέλης, εάν εδέχετο την οβολοστατική ως αποδεκτή διαδικασία και πρακτική για τους πολίτες, κατ’ ουσίαν θα σήμαινε ότι δεν αποδέχεται την έννοια της πόλεως και του πολίτου, όπως θέλει να ισχύει στη δημοκρατικής υφής πολιτική κοινωνία και εν γένει στην ορθά συγκροτημένη πολιτική κοινωνία που κατά αυτόν καλείται «πολιτεία». Γιατί ποία ομόνοια και φιλία μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ των πολιτών, όταν κάποιοι οικονομικά ισχυροί εκμεταλλεύονται τους οικονομικά ασθενείς δια του τοκισμού ή δια της εκμετάλλευσης αυτών με οποιονδήποτε άλλον τρόπο;
Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι ο Σταγιρίτης φιλόσοφος έχει σωστή αντίληψη για το τί πράγματι συμβαίνει στην εποχή του σε διάφορες πολιτείες σχετικά με τα οικονομικά ζητήματα και μάλιστα γνωρίζει καλά ότι η πιο ισχυρή μορφή της μεταβλητικής χρηματιστηριακής είναι η δημιουργία μονοπωλίου, το γενέσθαι μονοπώλιον ή το κατασκευάζειν μονοπώλιον, όπως σαφώς λέγει.[50] Μάλιστα ο Αριστοτέλης λέγει ότι οι πολιτικοί άνδρες πρέπει να γνωρίζουν καλά αυτά τα πράγματα, δηλαδή το πώς μπορεί να συγκεντρωθούν οικονομικοί πόροι και μάλιστα με μονοπωλιακό τρόπο, γιατί πολλές πόλεις έχουν ανάγκη, περισσότερο από μια οικογένεια, τα χρήματα που αποκτώνται με τέτοιες μεθόδους. Γι’ αυτό αναφέρει ότι υπάρχουν πολιτικοί που ασχολούνται αποκλειστικά και μόνον με τέτοια ζητήματα. Λέγει δε συναφώς τα εξής: «Αυτά βέβαια είναι χρήσιμο να τα γνωρίζουν και οι πολιτικοί. Διότι πολλές πόλεις έχουν ανάγκη, όπως μια οικογένεια και μάλιστα ακόμη περισσότερο, από χρήματα που αποκτώνται με τέτοιες μεθόδους, γι’ αυτό και κάποιοι πολιτικοί ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με τέτοια πράγματα».[51]
Άρα ο Σταγιρίτης γνωρίζει[52] τα εμπορικά συστήματα, τις συναλλαγές και τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται στις πολιτείες της εποχής του, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρακτικές αυτές είναι σύμφωνες με την αντίληψή του για τη δίκαιη πολιτεία και εν γένει για την πολιτεία που έχει ως σκοπό της τον αγαθό βίο και επιδιώκει την ευημερία και την ευδαιμονία του πολίτου, αλλά και όλων εν γένει των μελών της πολιτικής κοινωνίας.
Οι πολιτείες που θέτουν ως στόχο τους το κερδαίνειν και την απεριόριστη αύξηση του πλουτισμού δεν πρέπει να θεωρούνται ως ορθές πολιτείες, αλλά, ανεξαρτήτως από το είδος του πολιτεύματος που έχει κάθε πολιτεία, πρέπει και μόνον γι’ αυτό το λόγο να λογίζονται ως παρεκβατικές πολιτείες. Οι απόψεις του Αριστοτέλη για την ορθή δομή, το σκοπό και τη λειτουργία της οικονομίας μέσα στην πολιτική κοινωνία διέπονται από εσωτερική συνέπεια.
Κατά τον Σταγιρίτη λοιπόν φιλόσοφο υπάρχει η κατά φύσιν κτητική μορφή της οικονομίας που συνίσταται στην ανταλλαγή των προϊόντων (πρωτογενής οικονομική ζωή). Κατόπιν υπάρχει και η κατά φύσιν χρηματιστική (μορφή της οικονομίας) που ασχολείται με τα προϊόντα που έχουν σχέση με τους καρπούς της γης και τα ζώα (κτήματα και καλλιέργεια της γης, γεωργία, αλιεία, μελισσοκομία, κτηνοτροφία, πτηνοτροφία κτλ) και η οποία έχει καλώς και στη συνέχεια υπάρχει η μεταβλητική (συναλλακτική) χρηματιστική, που έχει σχέση με τις συναλλαγές μεταξύ των ανθρώπων, όπως είναι το εμπόριο (θαλάσσιο, χερσαίο και μεταπρατικό), τον τοκισμό και την έμμισθη χειρωνακτική εργασία. Το τρίτο είδος τηςχρηματιστικής (μικτή μορφή της χρηματιστικής) έχει να κάνει με την εκμετάλλευση των προϊόντων προερχομένων εκ της γης (υλοτομία, ορυκτοτομία και εν γένει μεταλλευτική). Επομένως το κριτήριο του Αριστοτέλη είναι και εδώ το ενεργείν και πράττειν κατά φύσιν. Η απομάκρυνση από την αρχή αυτή κατακρίνεται, όπως συμβαίνει με την μεταβλητική χρηματιστική που δικαίως κατ’ αυτόν ψέγεται[53] και την οβολοστατική που μισείται[54]. Η καταδίκη της μη κατά φύσιν χρηματιστικής και η της οβολοστατικής, που στις σημερινές πολιτείες είναι η βάση του τραπεζικού συστήματος, γίνεται, όπως είπαμε, για λόγους ηθικούς και πολιτικούς, επειδή δηλαδή μεταβάλλει κατ’ εξοχήν τον σκοπό ύπαρξης και λειτουργίας της ορθής πολιτείας, γιατί καθιστά άμεσα (όπως συμβαίνει με την ολιγαρχία) ή έμμεσα ως κριτήριο και σκοπό του βίου το κέρδος και το επιδιώκειν τον απεριόριστο πλούτο και όχι τον αγαθό βίο και επειδή αντίκειται με την αντίληψη του Αριστοτέλη για την έννοια του πολίτη. Ακόμη, όπως είπαμε, ο Αριστοτέλης φαίνεται να γνωρίζει καλά το τί γίνεται στην αρχαία πολιτική κοινωνία των Αθηνών αλλά και άλλων ελληνικών πόλεων με το τραπεζικό σύστημα και την λειτουργία του και για το οποίο σύστημα οι λόγοι των Αττικών ρητόρων που αποκαλύπτουν όλες τις μεθοδεύσεις και τα τεχνάσματα περί το δανίζειν, το δανείζεσθαι, το παρακαταθέτειν χρηματικά ποσά, τα είδη του επιτοκίου και τις δικαστικές διαδικασίες δείχνουν την κοινωνική πολυπλοκότητα και τις δυσχέρειες που αναφαίνονται για την προστασία του κύρους των πολιτών και των αρχών της πολιτικής κοινωνίας. Επομένως, δεδομένης της δουλείας, των έργων στα οποία οι δούλοι ασκούνται να επιτελούν, το έργο του πολίτου καθό πολίτου (ιδιαίτερα στη δημοκρατική πολιτεία) και της ορθής αντίληψης των Ελλήνων διανοητών και φιλοσόφων περί της σχέσεως ηθικής και πολιτικής, ο Αριστοτέλης ορθότατα ψέγει την μεταβλητική χρηματιστική και είναι σαφώς κατά της οβολοστατικής.
Είναι προφανές ότι ο Σταγιρίτης φιλόσοφος δεν επιθυμεί τον περιορισμό της ελεύθερης δράσεως των πολιτών και εν γένει των ανθρώπων της πολιτικής κοινωνίας, αλλ’ ούτε αποδέχεται ως στόχο και σκοπό του ζην το κερδαίνειν και εν γένει ό,τι σήμερα καλείται «υπεραύξηση του κέρδους» (maximization of profit).To ότι σήμερα στο Δυτικό κόσμο αλλά και αλλού υπάρχουν κράτη και πολιτείες που απαγορεύουν άμεσα ή έμμεσα να εμπλέκονται πολιτικοί που νομοθετούν και ασκούν εκτελεστική εξουσία σε τέτοιες οικονομικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες είναι κάτι που δείχνει τη σοφία των αριστοτελικών ιδεών και αντιλήψεων. Ο Αριστοτέλης, ως γνώστης των καταστάσεων και πρακτικών στις αρχαίες πολιτείες, συνιστά στους πολιτικούς που επιδιώκουν να προστατεύσουν την πολιτική και το συμφέρον της πολιτείας στην οποία πολιτεύονται να συγκεντρώνουν και τις σποραδικές πληροφορίες με τη βοήθεια των οποίων μερικοί χρηματιστές πλούτισαν,[55] γιατί αυτό είναι κάτι που μπορεί να χρειασθεί πιθανόν σε έκτακτες περιπτώσεις, όπως είναι η περίπτωση πολέμου.
γ. Χρηματιστηριακές συναλλαγές και η πολιτική κοινωνία και η πολιτεία σήμερα
Η άποψη αυτή του Σταγιρίτη φιλοσόφου έχει μεγάλη μάλιστα χρησιμότητα για τους καλούς πολιτικούς στη σημερινή κατάσταση πραγμάτων στην οποία κυριαρχούν οι χρηματιστηριακές συναλλαγές και στις οποίες οι απλώς εμπλεκόμενοι και συναλλασσόμενοι πολίτες και άνθρωποι επαφίενται μόνον στους κανονισμούς και στις διαδικασίες που τυχαίνει να γνωρίζουν,[56] γιατί το χρηματιστηριακό και τραπεζικό και ενίοτε το μεικτό χρηματιστηριακό και τραπεζικό αλλά και αξιολογικό σύστημα είναι πολύ περίπλοκο και φαίνεται ότι είναι σχεδόν αδύνατο να ελεγχθεί αποτελεσματικά, βλέποντας τα πράγματα από τη σκοπιά της άυλης οικονομίας και από οικουμενική άποψη. Τα συμβαίνοντα λοιπόν στο χρηματιστήριο δεν έχουν καμιά σχέση με τα πρωτογενή αγαθά ούτε με την ανταλλακτική χρηματιστική του Αριστοτέλους στην οικονομία, αλλ’ είναι κυρίως άυλα αγαθά και εν γένει αξίες που μπορεί να αποκρύπτονται, να υποτιμώνται ή να υπερτιμώνται και εν γένει να μεταβάλλονται ταχύτατα και ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη σχεδόν παγκόσμια αγορά και πολύ περισσότερο φαίνονται να επηρεάζονται άμεσα από τις ενέργειες στις οποίες προβαίνουν οι διάφορες εταιρείες αξιολόγησης (όπως η Standard & Poor’s Financial Services, η Moodys, η Goldman Sachs, κλπ.). Οι εν λόγω εταιρείες μπορεί να αναβαθμίζουν ή να υποβαθμίζουν την οικονομία διαφόρων κρατών και επιχειρήσεων, χωρίς να είναι εύκολο να ελεγχθεί η αντικειμενικότητα των ενεργειών τους και η αλήθεια των ισχυρισμών τους ούτε από μεγάλα και ισχυρά κράτη, όπως είναι οι ΗΠΑ.
Σε σχέση με την κατάσταση των χρηματιστηρίων στη σημερινή ελεύθερη καπιταλιστική οικονομία αξίζει να αναφερθούμε στα όσα δημοσίευσε ο πρώην Πρόεδρος της Παγκόσμιας Ένωσης Φιλοσοφικών Εταιρειών (FISP) ο Αμερικανός Καθηγητής William McBride για τον Διευθυντή της J. P. Morgan, ο οποίος είπε πρόσφατα για τη Γερουσιαστή των Ηνωμένων Πολιτειών, την Καθηγήτρια Elizabeth Warren, η οποία δίδαξε οικονομικά στο Harvard University και η οποία είναι από τις πιο έξυπνες κριτικούς της σύγχρονης οικονομίας: «Δεν γνωρίζω αν αυτή {η Elizabeth Warren} κατανοεί πλήρως το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα». Η γνώμη μάλιστα του Αριστοτέλη που τονίζει ότι οι πολιτικοί πρέπει να ξέρουν τα τεχνάσματα με τα οποία κάποιοι κατασκευάζουν μονοπώλια και εν γένει σήμερα επιζητούν το απεριόριστο κέρδος προσλαμβάνει ειδική βαρύτητα, αν δώσουμε τη δέουσα προσοχή στα όσα υποστηρίζει στο εν λόγω άρθρο ο Καθηγητής W. McBride. Κατά τον W. McBride οι κανόνες και οι κανονισμοί των χρηματιστηρίων δεν είναι «γραμμένοι στην πέτρα», αλλά φαίνεται ότι μεταβάλλονται κατά τα σχέδια και προς όφελος αυτών που γνωρίζουν πολύ καλά πως λειτουργεί το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα (World banking system). Γι’ αυτό και η σε βάθος γνώση των χρηματιστηριακών πραγμάτων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τους πολιτικούς που επιθυμούν να ασκήσουν το έργο τους με αλήθεια και δικαιοσύνη. Και καλά θα κάνουν οι ακέραιοι πολιτικοί (όπου υπάρχουν) να προσέχουν τι ακριβώς λέγει ο Σταγιρίτης φιλόσοφος, γιατί διαφορετικά, αφού η οικονομική δραστηριότητα έχει σχεδόν ξεφύγει από τη φυσική κατάσταση των πραγμάτων και έχει καταστεί άυλη και αδιαπέραστα περίπλοκη, οι άνθρωποι και οι πολίτες μπορεί να υφίστανται μεγάλη βλάβη και ενίοτε οικονομική καταστροφή, ενώ μπορεί να κυριαρχούν διάφοροι απατεώνες, όπως ο Bernard Madoff στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.[57] Άλλωστε ο Καθηγητής W. McBride λέγει ότι τέτοιες καταστάσεις αναφαίνονται κυρίως εκεί που ως πρώτη ηθική και πολιτική αρχή τίθεται «η υπερμεγένθυση του κέρδους» (maximisation of profit).[58]
Όπως είναι εύλογο, με τις οικονομικές αντιλήψεις του Αριστοτέλη έχουν ασχοληθεί αρκετοί ερευνητές και μελετητές της ιστορίας[59]της οικονομίας και των οικονομικών θεωριών. Ορισμένοι εξ αυτών έτειναν στο να απαξιώσουν τις οικονομικές αντιλήψεις των Ελλήνων διανοητών και φιλοσόφων, ενώ άλλοι που είχαν ορθή κατανόηση των ελληνικών ιδεών και αντιλήψεων και εν γένει του πολιτισμού των Ελλήνων και δεν βασίζονταν απλώς σε ορισμένα μόνο χωρία, κακώς ερμηνευμένα, διατύπωσαν τη γνώμη για τη συμβολή των Ελλήνων διανοητών και φιλοσόφων στα της οικονομικής επιστήμης που αρχίζει με τον Ησίοδο[60] και τους άλλους Προσωκρατικούς, προχωρεί με τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα και φυσικά κορυφώνεται με τις αντιλήψεις του Αριστοτέλη στα Πολιτικά και Ηθικά Νικομάχεια.
Ο Ξενοφών[61] μάλιστα είχε τελείως παραγκωνισθεί και υποτιμηθεί. Είναι ευτύχημα ότι ο βαθυστόχαστος και σοφός Καθηγητής των οικονομικών και πολλάκις διατελέσας Υπουργός των Οικονομικών διαφορετικών κυβερνήσεων, Αθανάσιος Κανελλόπουλος, ασχολήθηκε εκτενώς με το εν λόγω ζήτημα και ανέτρεψε τις ενίοτε άκριτα και ίσως σκόπιμα προβαλλόμενες μειωτικές απόψεις για τις οικονομικές θέσεις των Ελλήνων διανοητών και αποκατέστησε τα πράγματα.[62] Η συμβολή του Αθαν. Κανελλόπουλου, εκτός των άλλων, συνίσταται στο ότι απέδειξε πως οι νεώτεροι ερευνητές που κα- λόπιστa μπορεί να υποτίμησαν την οικονομική διανόηση των Ελλήνων φαίνεται ότι έπραξαν τούτο, επειδή δεν κατενόησαν την ουσία του ελληνικού πολιτισμού και θέλησαν απλώς να δουν τα πράγματα της ελληνικής οικονομίας με τη δική τους τεχνική και λαθεμένη μέθοδο και με τον τρόπο θεώρησης των οικονομικών πραγμάτων που ξεχωρίζει ή αποξενώνει την οικονομία από την πολιτική και την ηθική. Στην αρχαία ελληνική διανόηση τα τρία αυτά πράγματα είναι στενά συνδεδεμένα και έχουν κοινή χρήση (σύγχρηση)[63] και μάλιστα η προτεραιότητα ανήκει στην ηθική, ακολουθεί η πολιτική που πραγματώνει τους στόχους της ηθικής και η οικονομία που είναι η ρύθμιση τω πραγμάτων της πολιτικής κοινωνίας με βάση την πολιτική και ηθική. Γι’ αυτό ακριβώς και ο Αριστοτέλης είναι κατά της επιδίωξης του ακόρεστου πλουτισμού και ο στόχος του είναι κατ εξοχήν ο μέτριος βίος, το ευ ζην που σημαίνει και το ευ ποιείν και ζην κατ’ αρετήν και τέλος η ευδαιμονία.
Το κατ’ αρετήν ζην σήμερα βέβαια δεν αναιρείται για τα άτομα, αλλά τα κοινω- νικοπολιτικά πράγματα έχουν μεταβληθεί,[64] εξαιτίας της ασύμμετρης οικονομικής παγκοσμιοποίησης, των περίπλοκων καταστάσεων που εξ αυτής αναφαίνονται και κυριαρχούν στα διεθνή και παγκόσμια ζητήματα και του ανελέητου και δυσχερώς ελεγχόμενου παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος, όπως γίνεται φανερό με όσα ήδη αναφέραμε.[65] Άλλωστε η κρίση στην οποία ζούμε και που φάνηκε εξ αφορμής της πτώχευσης της Lehman Brothers Bank (2008) έχει καταστήσει το πράγμα φανερό, αν και οι υπάρχοντες κανόνες και οι θεσμοί φαίνονται εν πολλοίς ανίσχυροι για τον αποτελεσματικό έλεγχο των τραπεζών και την προστασία των ανθρώπων, των εθνών και των λαών.
Δεδομένου του θεσμού της δουλείας και λαμβάνοντας υπόψη την αντίληψη για το τι είναι το έργο του πολίτη, το τραπεζικό σύστημα -με την έννοια της μεταβλητικής χρηματιστικής- δεν ήταν δυνατόν παρά να είναι στα χέρια των μη πολιτών (κυρίως των μετοίκων, τω δούλων και των απελεύθερων) που δρούσαν στην πολιτική κοινωνία της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο Αριστοτέλης είναι εσωτερικά συνεπής στις απόψεις του για την υφή, το σκοπό και το έργο της πολιτείας που κατ’ εξοχήν ενδιαφέρεται για όλους του ανθρώπους της πολιτικής κοινωνίας και τους πολίτες σύμφωνα με το κριτήριο της δικαιοσύνης και με τις αρχές της πολιτικής κοινωνίας που συγκροτούν την πολιτεία και διαφοροποιούν αυτή από τις παρεκβατικές πολιτείες. Η νεότερη πολιτική αντίληψη για την αυστηρή και συνταγματική διάκριση των εξουσιών εντός της πολιτείας (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική εξουσία), μολονότι έχει αρχαία αφετηρία και σύγχρονη εγκυρότητα, δεν φαίνεται ότι μπορεί απλά να αντιμετωπίσει και να ελέγξει τα πράγματα που προκύπτουν από τη δράση των ισχυρών, με παγκόσμια εμβέλεια, οικονομικών παραγόντων και χρηματιστηριακών συγκροτημάτων.
Το πρόβλημα δεν είναι απλώς γνωσιολογικό, αλλ’ είναι ταυτόχρονα αξιολογικό, πολιτικό και οικονομικό και γι’ αυτό οπωσδήποτε φιλοσοφικό που συνάπτεται με το σκοπό της πολιτείας και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων της πολιτικής κοινωνίας.
Επομένως οι απόψεις του Αριστοτέλη για την οικονομία, την πολιτική κοινωνία και την πολιτεία, μολονότι εσωτερικά συνεπείς και ως εκ τούτου έγκυρες, δεν είναι δυνατόν να συμφωνούν με τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων στην παγκόσμια οικονομία, αφού στηρίζονται σε άλλες, μολονότι σωστές κατά την γνώμη μου, ηθικές και μεταφυσικές προϋποθέσεις για το είναι και το σκοπό του ανθρώπου και της πολιτείας.
------------------------------
[1] Πολιτ. 1253a18-19, 25-26 : «και πρότερον δέ τη φύσει πόλις η οικία και έκαστος ήμων έστιν. οτι μέν ούν ή πόλις και φύσει και πρότερον η έκαστος, δηλον» και Πολιτ. 1253a29-30: «φύσει μέν ούν ή ορμή έν πασιν έπι τήν τοιαύτην κοινωνίαν».
Η άποψη για την προτεραιότητα της πόλεως έναντι του ατόμου στηρίζεται ως εξής: Ο άνθρωπος έχει φύση την ροπή προς κοινωνία. Μόνον στην πολιτική κοινωνία ο άνθρωπος μπορεί να αναπτύξει τις δυνατότητές του και να ολοκληρωθεί. Γι’ αυτό η πόλη ως πολιτική κοινωνία, μολονότι κάτι το ύστερον, έχει οντολογική και λογική προτεραιότητα.
[2] Ο Αριστοτέλης τονίζει τον φυσικό τρόπο γένεσης της πόλεως ως πολιτικής κοινωνίας και γι’ αυτό χρησιμοποιώ τη λέξη «φύεται», χωρίς με τούτο να θέλω να δηλώσω ότι η πόλις φυτρώνει, όπως ακριβώς φυτρώνουν τα φυτά ( θάμνοι, δένδρα κτλ), γιατί τότε δεν θα είχε νόημα η άποψή του που λέγει ότι «φύσει μέν οὖν ἡ ὁρμή ἐν πᾶσιν ἐπί τήν τοιαύτην κοινωνίαν· ὁ δέ πρῶτος συστήσας μεγίστων ἀγαθῶν αἴτιος» (Πολιτ. 1253a29-31) {Σε όλους τους ανθρώπους η ορμή προς μια τέτοια κοινωνία υπάρχει στη φύση τους και εκείνος δε που πρώτος συγκρότησε μια τέτοια (πολιτική) κοινωνία είναι αίτιος (δημιουργός) μεγίστων αγαθών}. Η θέση αυτή του Αριστοτέλη δείχνει ότι κάποιος άνθρωπος, ενεργών επιδέξια και έχοντας ορθή αντίληψη για τα ανθρώπινα πράγματα, συνέλαβε την ιδέα να δημιουργήσει την πολιτική κοινωνία με βάση την έννοια της δικαιοσύνης (Πολιτ. 1253a35-37). Κατά τον Πλάτωνα η πολιτική κοινωνία στηρίζεται στην αιδώ και στην δίκη (Πρωταγ. 322c 1-d5).
[3] Λέγει συναφώς ο Αριστοτέλης : « πάντα δέ τῷ ἔργῳ ὥρισται και τῇ δυνάμει» (Πολιτ.123a23). Η δε φύσις ενός όντος, και κυρίως του ανθρώπου, υπό κανονικές συνθήκες συνάπτεται αναπόφευκτα με το τέλος του, δηλαδή με το σκοπό που θέτει και που διέπει το έργο του.
[4] «.. ,ἐκ μορίων ἡ πόλις συνέστηκεν» (Πολιτ. 1253b1).
[5] Εξ αρχής λοιπόν, δηλαδή εκ των πραγμάτων, ο Σταγιρίτης φιλόσοφος ενώνει την πολιτική κοινωνία με την τελολογία, το είναι με το δέον και τον σκοπό της πολιτικής κοινωνίας (και της πολιτείας).
[6] Τα δύο συναφή χωρία για τη γένεση της πολιτείας στην Πολιτεία του Πλάτωνα έχουν ως ακολούθως:
(α) «Γίγνεται τοίνυν, ἦν δ’ ἐγώ, πόλις, ὡς ἐγᾦμαι, ἐπειδή τυγχάνει ἡμῶν ἕκαστος οὐκ αὐτάρκης, ἀλλά πολλῶν [ὤν] ἐνδεής ἤ τίν’ οἴει ἀρχήν ἄλλην πόλιν οἰκίζειν; Οὐδεμία, ἦ δ’ ὅς. Οὕτω δή ἄρα παραλαμβάνων ἄλλος ἄλλον, ἐπ’ ἄλλου, τόν δ’ ἐπ’ ἄλλου χρεία, πολλῶν δεόμενοι, πολλούς εἰς μίαν οἴκησιν ἀγείραντες κοινωνούς τε και βοηθούς, τούτῃ τῇ συνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα : ἦ γάρ; πάνυ μέν οὖν. Μεταδίδωσι δή ἀλλος ἄλλῳ, εἴ τι μεταδίδωσιν, ἤ μεταλαμβάνει, οἰόμενος αὑτῷ ἄμεινον εἶναι; πάνυ γε.» (Πολ. 369b5-c5).
(β) «Καί ὅς, εἰ δέ ὑῶν πόλιν, ὦ Σώκρατες, ἔφη, κατεσκεύαζες, τί ἄν αὐτάς ἄλλο ἤ ταῦΰτα ἔχορταζες; ἀλλά πῶς χρή, ῆν δ’ ἐγώ, ὦ Γλαύκων; ἅπερ νομίζεται, ἔφη: ἐπί τέ κλινῶν κατακεῖσθαι οἶμαι τούς μέλλοντας μή ταλαιπωρεῖΐσθαι, καί ἀπό τραπεζῶν δειπνεῖΐν, καί ὄψα ἅπερ καί οἱ νῦν ἐχουσι καί τραγήματα. Εἶεν, ἦν δ’ ἐγώ: μανθάνω. Οὐ πόλιν, ὡς ἔοικε, σκοποῦμεν μόνον ὅπως γίγνεται, ἀλλά καί τρυφῶσαν πόλιν». (Πολ.372ά4-372ο4)
[Μετάφραση του πρώτου (α) χωρίου: «Γεννιέται λοιπόν του απάντησα, η πόλις, καθώς εγώ νομίζω, επειδή ο καθένας από εμάς δεν είναι αυτάρκης αλλά χρειάζεται πολλά πράγματα . Ή μήπως νομίζεις ότι υπάρχει κάποια άλλη αρχή για τη δημιουργία της πόλεως (πολιτείας); Καμία είπε εκείνος .
Έτσι λοιπόν ο ένας παίρνει τον άλλον για κάποια υπηρεσία και άλλος για άλλη, επειδή χρειαζόμαστε πολλά πράγματα, συγκεντρωνόμαστε πολλοί σ’ ένα μέρος σαν σε κατοικία, ως κοινωνοί και βοηθοί, και σ’ αυτήν την συνοικία δίνουμε το όνομα «πόλις». Έτσι δεν συμβαίνει; Βεβαίως απάντησε εκείνος . Και μεταξύ των ανθρώπων ο ένας παίρνει και δίνει στον άλλον αυτό που νομίζει ότι είναι το καλύτερο γι’ αυτόν. (Πολ. 369b5-c50).]
[Μετάφραση του δεύτερου (β) χωρίου: «Και αυτός είπε, εάν Σωκράτη, δημιουργούσες μια πόλι για χοίρους (για γουρούνες) με τι άλλο θα τις έτρεφες; Γιατί, εσύ τί θα έκανες Γλαύκων; είπα.
Αυτά βέβαια που συνηθίζεται, είπε. Νομίζω ότι πρέπει να ξαπλώνουν σε κλίνες για να μην ταλαιπωρούνται, να τρώνε σε τραπέζια και να έχουν τα εδέσματα και τα γλυκά, όπως γίνεται και τώρα. Πολύ καλά, είπα εγώ, Καταλαβαίνω, όπως φαίνεται, ότι δεν εξετάζουμε τη γένεση της πόλεως αλλά και το πως γίνεται μια τρυφώσα πόλις (μια πόλη με ανέσεις)].
[7] Τούτο φαίνεται και από τους τίτλους των πρώιμων έργων του Αριστοτέλη, όπως Περί του πολιτικού και Περί δικαιοσύνης (βλέπε Κ. Γεωργούλη, Αριστοτέλης ο Σταγιρίτης, Θεσσαλονίκη 2000, σελ 77-83).
[8] Αριστοτέλους, Πολιτ. 1256b 29-30
[9] « Οὐ μόνον δ’ ἐκ πλειόνων ἀνθρώπων ἐστίν ἡ πόλις, ἀλλά καί ἐξ εἴδει διαφερόντων. οὐ γάρ γίνεται πόλις ἐξ ὁμοίων» (Πολιτ.1261 b23-26).
[10] Ως προς αυτό υπάρχει μόνον η διάκριση μεταξύ άρρενος και θήλεος.
[11] Πολιτ. 1256a40-41.
[12] Πολιτ. 1256a40-1256b9.
[13] Πολιτ. 1256b6-7«ώς αν ή χρεία συναναγκάζη, τούτον τον τρόπον διάγουσιν» . Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης δεν δέχεται ότι μόνον η χρεία εξαναγκάζει τον άνθρωπο να ζη κατ’ αυτόν ή κατ’ εκείνον τον τρόπο, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί την λέξη «συναναγκάζη», πράγμα που δείχνει ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν και άλλοι λόγοι που οδηγούν στην άλφα ή στη βήτα κατάσταση και τρόπο ζωής. Για αυτό χρησιμοποιεί τη λέξη «συναναγκάζη».
[14] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια 1094a1-26.
[15] Γι' αυτό, όπως παρατηρεί ο Crespo, o Αριστοτέλης με το όρο «χρεία» εννοεί τις ανάγκες «but it does not mean strict necessity but human need -often subjective. However, this subjectivity does not imply that the choice is capricious....chreia refers to what every individual views as justly needed» (Βλέπε Crespo Ricardo F., Philosophy of Economics. An Aristotelian Approach. Springer 2013, σελ. 12 και 22 ).
[16] Για το ότι η ελευθερία περί του αποφασίζειν, ενεργείν και πράττειν είναι κύριο στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού βλέπε συναφώς το έργο των Christian Meier και Kurt Raaflaub, A Culture of Freedom, Ancient Greece and the Origins of Europe, Oxford University Press, 2011.
[17] εί δ’ ουτω, πειρατέον τύπφ γε περιλαβεΐν αύτό τί ποτ’ έστϊ και τίνος των έπιστημων η δυνάμεων. δόξειε δ’ αν της κυριωτάτης και μάλιστα αρχιτεκτονικής. τοιαύτη δ’ ή πολιτική φαίνεται »(Ηθικ. Nuc1094a24-28).
[18] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια 1094da28b2: «τίνας γαρ είναι χρεών των έπιστημων έν ταΐς πόλεσι, και ποίας έκάστους μανθάνειν και μέχρι τίνος».
[19] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια 1094b7.
[20] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια 1144b4-8: «πὰσι γάρ δοκεῖ ἕκαστα τῶν ἠθῶν ὑπάρχειν φύσει πως καῖ τἆλλα ἔχομεν εὐθύς ἀκ γενετῆς· ἀλλ’ ὄμως ζητοῦμεν ἕτερόν τι τό κυρίως ἀγαθόν καί τά τοιαῦτα ἄλλον τρόπον ὑπάρχειν», το οποίο μεταφράζεται ως εξής: «Όλοι πράγματι οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι διάφορες επιμέρους μορφές χαρακτήρα υπάρχουν κατά κάποιο τρόπο μέσα στον άνθρωπο εκ φύσεως και ότι όλες τις άλλες ηθικές ιδιότητες έχουμε από την πρώτη στιγμή της γέννησής μας- όμως εμείς ζητούμε κάτι άλλο, το κατ’ έξοχήν αγαθό, και αυτού του είδους τα πράγματα υπάρχουν με έναν άλλο τρόπο».
[21] Πολιτ. 1264a14-21 «ἀλλ’ ὅσον (ἱκανόν) ἑκάστῳ πρός τό αὑτοῦ ἔργον. διό τόν μέν ἄρχοντα τελέαν ἔχειν δεῖ τήν ἠθικήν ἀρετήν».
Ο ρεαλιστής Αριστοτέλης δεν θα μπορούσε να υπερασπίσει την άποψη ότι ο ενάρετος βίος είναι μονοσήμαντος και είναι ο ίδιος για όλους. Η άποψή του για την ηθική διαβάθμιση του τρόπου ζωής των πολιτών είναι ορθή, χωρίς τούτο να είναι κάτι που μπορεί να συσχετισθεί αναγκαία με οικονομικούς και ταξικούς παράγοντες, Ομοίως αξίζει να τονισθεί ότι ο Αριστοτέλης δεν λέγει απλώς ότι οι πολίτες πρέπει να κάνουν το έργο τους, αλλά δίνει ιδιαίτερη σημασία στο πώς πράττουν τούτο, δηλαδή στο «εύ ποιεΐν».
Ακόμη πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης απαιτεί όπως ο άρχων (το πρόσωπο που ασκεί την πολιτική εξουσία) πρέπει να έχει την ηθική αρετή στην τελειότητά της, στην πληρότητά της. Το τί τούτο πράγματι σημαίνει διασαφείται με τα όσα λέγει και αναπτύσσει στα έργα του Ηθικά Νικομάχεια και Πολιτικά.
[22] Ο πολιτικός στην περίπτωση αυτή είναι ο κατ’ εξοχήν άνδρας της πολιτείας, που στην αγγλική αποδίδεται με τον όρο “statesman”.
[23] Πολιτ. 1278b3-6.
[24] «αδύνατον όμοίους είναι πάντας τούς πολίτας» (Πολιτ. 127b40).
[25] Πολιτ. 1277a1.
[26] Πολιτ. 1276b47.
[27] Αριστοτέλους Πολιτ. 1275a 22-23.
[28] Αριστοτέλους, Πολιτ. 1278a 15-16 «ἐπεί γάρ πλείους εἰσίν αἱ πολιτεῖαι, καί εἴδη πολίτου ἀναγκαῖον εἶναι πλείω».
[29] Η αριστοκρατική πολιτεία, η άριστη πόλις, είναι εκείνη στην οποία οι τιμές δίδονται «κατ'αρετήν» και «κατ’ αξίαν» (Πολιτ.. 1278 a20-21).
[30] «ἡ δέ βελτίστη πόλις οὐ ποιήσει βάναυσον πολίτην» (Πολιτ. 1278a9).
[31] Ο Αριστοτέλης λέγει ότι «οὐ γαρ οἷόν τ’ ἐπιτηδεῦσαι τά τῆς ἀρετῆς ζῶντα βίον βάναυσον ἤ θητικόν». (Πολιτ.1278a20-21). Η άποψη αυτή φαίνεται ότι έχει σχέση με την αντίληψη που έχουν στις αριστοκρατικές πολιτείες για την αρετή. Έτσι ό όρος «αρετή» εδώ χρησιμοποιείται με ευρύ περιεχόμενο και η αρετή δεν νοείται ως ηθική αρετή, αλλά ως κάποια δεξιότητα, ικανότητα και ιδιότητα που μπορεί να μην έχουν οι θήτες και οι ασκούντες βάναυση εργασία και της οποίας εργασίας τα αξιολογικά κριτήρια έχουν καθιερωθεί από την χρεία ή από κάποιες πρακτικές που δεν υπαγορεύονται μόνον από την ηθική per se, αλλά από την κοινωνική ηθική. Αν, π.χ, είναι αρετή το να παίζει κάποιος βιολί με σπουδαίο τρόπο και τούτο εκτιμάται πολύ στην αριστοκρατική πολιτική κοινωνία είναι προφανές ότι εκ των πραγμάτων η αρετή αυτή δεν είναι δυνατόν να αποκτηθεί και από τον χειρώνακτα εργάτη.
[32] ο Ξενοφών πρωταρχικά ορίζει τον όρο «οικονομία» ως εξής : «οικονόμου αγαθού εύ οίκεΐν τον έαυτου οίκον» και γενικά κάθε οίκον.(Ξενοφώντος, Οικονομικός 2)
[33] Αριστοτέλους Πολιτ. 1253b2 a-75
[34] Αριστοτέλους Πολιτ. 1255a 4-5
[35] Αριστ. Πολιτ. 1253b 16-23.
[36] Αριστ. Πολιτ. 1255 b31 «δεσποτική δ’ έπιστήμη έστϊν ή χρηστική δούλων».
[37] Αριστ. Πολιτ. 1255b 35-36.
[38] Αριστ. Πολιτ. 1256a 36-37.
[39] Αριστ. Πολιτ. 1256a 40-12.
[40] Αριστ Πολιτ. 1256b28 και Αριστ Πολιτ. b37-39.
[41] Αριστ Πολιτ. 1256b40-41.
[42] Αριστ Πολιτ 1257a1.
[43] Αριστ Πολιτ. 125723-24.
[44] Αριστ Πολιτ. 1257b36-38.
[45] Αριστ Πολιτ. 1258b 1.
[46] Αριστ Πολιτ. 1258b1-2
[47] Αριστ Πολιτ. 1258b2-8: «εὐλογώτατα μισεῖται ἡ ὀβολοστατική διά τό ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ νομίσματος εἶναι τήν κτῆσιν καί οὐκ ἐφ’ ὅπερ ἐπορίσθη. μεταβολῆς γάρ ἐγένετο χάριν, ὁ δέ τόκος αὐτό ποιεῖ πλέον (ὅθεν καί τοὔνομα τοῦτ’ εἴληφεν· ὅμοια γάρ τά τικτόμενα τοῖς γεννῶσιν αὐτά ἐστιν, ὁ δέ τόκος γίνεται νόμισμα ἐκ νομίσματος)· ὥστε καί μάλιστα παρά φύσιν οὗτος τῶν χρηματισμῶν ἐστιν».
Αξίζει ενταύθα να λεχθεί ότι ο Αριστοτέλης με τα όσα λέγει για το νόμισμα και την ανάγκη κυκλοφορίας του δια των συναλλαγών (μεταβολῆς γάρ ἐγένετο χάριν) φαίνεται να επισημαίνει το «παράδοξον της φειδούς» που νομίζεται ότι το πρώτον παρετηρήθη από τον Adam Smith (The wealth of the Nations, Dover Publications, Mineola, New York 1961, p. 1167), που πρόσεξε τα όσα γράφει ο Bernard Mandeville (The Fabble of the Bees-1714). H οβολοστατική λοιπόν που δηλώνει την ακινησία του νομίσματος είναι ακριβώς αντίθετη με την ουσία του νομίσματος, γι' αυτό και καταδικάζεται και μισείται.
[48] H άσκηση έργου υπό του ανθρώπου είναι βασικό κριτήριο για τον Αριστοτέλη, προκειμένου να εκτιμήσει την ποιότητα του τρόπου της ζωής του ανθρώπου.
[49] Γι’ αυτό άλλωστε και σήμερα στις ελεύθερες, ανοικτές και δημοκρατικές πολιτικές κοινωνίες τίθενται περιορισμοί σε σχέση με τα έργα και τις δραστηριότητες στις οποίες εμπλέκονται οι δικαστικοί, οι βουλευτές και άλλοι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι (μη συμμετοχή σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, σε εξωχώριες εταιρείες κτλ).
Στην Ελλάδα ο Νόμος 3849/2010, που είχε ψηφισθεί στη Βουλή με ευρεία πλειοψηφία, απαγόρευε καθολικά την συμμετοχή υπουργών και βουλευτών σε εξωχώριες εταιρείες και μάλιστα, εκτός των χρηματικών ποινών, προέβλεπε την αυτοδίκαιη έκπτωση από το αξίωμα του οποιουδήποτε παραβάτη. Ο δε ελλαδικός Αστικός Κώδικας (άρθ. 293 και 294) θέτει νομικές προϋποθέσεις για τον τόκο και τον τοκισμό.
[50] Αριστ. Πολιτ. 1259a20-21 και 1259 και 1259a 31-32.
[51] Αριστ, Πολιτ. 1259a35-36: «χρήσιμον δέ γνωρίζειν ταῦτα καί τοῖς πολιτικοῖς. πολλαῖς γάρ πόλεσι δεῖ χρηματισμοῦ και τοιούτων πόρων, ὥσπερ οἰκίᾳ, μᾶλλον δέ· διόπερ τινές καί πολιτεύονται τῶν πολιτευομένων ταᾶτα μόνον».
[52] Η διαφοροποίηση των πόλεων κρατών του ελληνικού κόσμου ως προς το είδος του πολιτεύματος (δημοκρατικές, ολιγαρχικές, τυραννικές πολιτείες), όπως είναι εύλογο, είχε δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος (δανεισμός, καταθέσεις, τόκος, νομισματικές συναλλαγές) το οποίο στην Αθηναίων πολιτεία ήταν στα χέρια των μετοίκων, των δούλων και των απελεύθερων. Για την τραπεζική κατάσταση στην Αθήνα και αλλαχού παίρνουμε έγκυρες πληροφορίες από τους λόγους των Αττικών ρητόρων (Δημοσθένους, Ισοκράτους, Αισχίνου και άλλων). Μάλιστα ο Ισοκράτης έχει γράψει λόγο που ονομάζεται «τραπεζιτικός» (Βλέπε Ισοκράτους, τραπεζιτικός, Εκδόσεις Παπύρου, Αθήναι 1975). Ο δε Δημοσθένης έχει λόγους καλουμένους «επιτροπικούς», όπως είναι ο λόγος που τιτλοφορείται «Προς Φορμίωνα περί δανείου» (Εκδόσεις Παπύρου, Αθήνα 1975) που στρέφεται κατά του Πασίωνος. Την σημαντικότερη δε τράπεζα στην Αθήνα φαίνεται ότι είχε ο Πασίων, παλαιός δούλος των τραπεζιτών Αντισθένους και Αρχεστράτου, που απελευθερώθηκε από αυτούς και ανέλαβε ως κύρια εργασία του την διοίκηση της τράπεζας. Στην τράπεζά του ήταν καταθέτης και ο πατέρας του Δημοσθένους (βλέπε: Ισοκράτους, τραπεζιτικός, έ.α., σελ 242). Ο Πασίων είχει κατηγορηθεί και ως καταχραστής, αφού, όπως είχαν τα πράγματα, η κατάθεση στην τράπεζα εγίνετο χωρίς μάρτυρες και επομένως η κατάχρηση ήταν κάτι το ευχερές (Για το τραπεζικό σύστημα στην αρχαία Ελλάδα βλέπε Κυριακόπουλου Ι. Παναγιώτη και Σκιαδιώτη Χ. Μαρία,Χρήμα, τράπεζες και δάνεια στην αρχαία Ελλάδα, Εκδόσεις Ν. και Σ. Μπασιούλα, Αθήνα 2015). Ομοίως βλέπε και Αναστασίου Καραγιάννη, Η αρχαιοελληνική πρωτοπορία στα οικονομικά, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2007, σελ 171-178.
[53] Αριστ Πολιτ. 1258b1.
[54] Αριστ Πολιτ. 1258b2 «εὐλογώτατα μισεῖται».
[55] Αριστ. Πολιτ. 1259a 3-6 «ἔτι δέ καί τά λεγόμενα σποράδην, δι’ ὧν ἐπιτετυχήκασιν ἔνιοι χρηματιζόμενοι, δεῖ συλλέγειν. πάντα γάρ ὠφέλιμα ταῦτ’ ἐστί τοῖς τιμῶσι τήν χρηματιστικήν».
[56] Ενίοτε οι βασικοί κανόνες και οι διαδικασίες μπορεί να μην είναι σαφείς ούτε να τηρούνται πάντοτε και μπορεί να μεταβάλλονται κατά τρόπον αδιόρατο.
[57] Βλέπε W. McBride, έ.α, σελ 187. Βλ. επίσης το περιοδικό The Hightower Lowdown 17, 7 (July 2015), σελ. 49.
[58] Έ.α, σελ 187.
[59] Βλέπε τη συναφή βιβλιογραφία: Barry Gordon, Economic Analysis before Adam Smith, MacMillan 1975, Joseph A. Schumpeter, History of Economic Analysis, N.Y Oxford University Press 1959, Χουμανίδη Α.Θ. Οικονομική Ιστορία και εξελίξεις των οικονομικών θεωριών, Παπαζήσης 1980, Α. Ανδρεάδη, Ιστορία της Ελληνικής δημόσιας οικονομίας, Αθήνα 1928, Joseph Spengler, Origins of Economic thought and justice, Southern Illinois University Press 1980. Brickhouse R. Η εξέλιξη της οικονομικής σκέψης από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα, Eκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2009.
Κατά την άποψή μου η πιο σημαντική μελέτη και έρευνα για την Ελληνική οικονομία είναι το έργο του Αθαν. Κανελλοπούλου, Σύγχρονες οικονομικές σκέψεις των αρχαίων Ελλήνων, επιμέλεια Νέδας Κανελλοπούλου, Εκδόσεις Ν. Σύνορα. Α. Α. Λιβάνης, Αθήνα 1996. Στο έργο αυτό σωστά εξαίρονται οι αντιλήψεις του Ξενοφώντα και του Αριστοτέλους για την οικονομία.
[60] Ο Ησίοδος, μολονότι δεν έχει ξεφύγει από τη μυθική διανόηση, εν τούτοις πολλά πράγματα σχετικά με την οικονομική ζωή τα αντιλαμβάνεται σωστά (ανταγωνισμός, αξία της εργασίας, σπουδαιότητα της δικαιοσύνης κλπ.). Ο Σόλων είναι μέγας πολιτικός (statesman) και βαθύς γνώστης των πραγμάτων της οικονομίας, της ηθικής και πολιτικής.
[61] Ο Ξενοφών κυρίως με τα έργα του Οικονομικός και Πόροι ή Περί προσόδων_δείχνει ότι έχει σωστή κατανόηση της ιδιωτικής και δημόσιας οικονομίας. Το έργο του Πόροι εξετάζει σημαντικά δημοσιονομικά θέματα, όπως η κυκλοφορία του χρήματος, το είδος των κινήτρων (υλικές και ηθικές αμοιβές), οι επενδύσεις κτλ. _
[62] Οι απόψεις του εκτίθενται στο μετά τον θάνατό του δημοσιευθέν έργο του με τίτλο Σύγχρονες οικονομικές σκέψεις των αρχαίων Ελλήνων, έ.α.
Αξίζει μάλιστα να τονισθεί ότι πέρασαν δώδεκα περίπου χρόνια από 1996 για να αναγνωρισθεί παγκοσμίως η συμβολή του Ξενοφώντα με την ομιλία Roger Myerson κατά τη λήψη του Βραβείου Νόμπελ της οικονομίας το 2007. Αυτό δείχνει το πόσο σημαντικές είναι οι απόψεις του Αθαν. Κανελλοπούλου για τον Ξενοφώντα, γράφοντα κατά την δεκαετία του 1990.
[63] Α. Κανελλόπουλου, έ.α. σελ. 46.
[64] Κατά τον Α. Κανελλόπουλο, γράφοντα κατά το 1990, η σύγχρηση των τριών αρχών ( ηθικής, πολιτικής και οικονομίας) που κυριαρχεί κατά την ελληνική αρχαιότητα φαίνεται ότι «βαθμιαία υιοθετείται από τους παράγοντες της πολιτικής, οικονομικής και ηθικής ζωής» (έ. α, σελ. 44) . Η άποψη του αυτή, μολονότι ορθή τότε, σήμερα, με την κατίσχυση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, φαίνεται να αναιρείται, λόγω του ανεπίτρεπτου ανταγωνισμού, που δεν είναι απλώς ανταγωνισμός της άμιλλας, αλλ’ ο ανελέητος οικονομικός ανταγωνισμός και το ανεπίτρεπτο και δυσεξέλεγκτο των χρηματιστηριακών καταστάσεων.
[65] Βλέπε τα όσα είπαμε σε συνάφεια με το άρθρο του William L. McBride για το χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης.
Προς τούτο κατά πρώτον συζητώ τις αντιλήψεις του Αριστοτέλη για την πολιτική κοινωνία, την πόλιν, τον πολίτη και την οικονομική τέχνη (ή επιστήμη). Κάνω λόγο για το κατά πόσον οι απόψεις του έχουν σημασία και αξία για εμάς σήμερα (και παρεκβατικά αναφέρομαι και στις αντιλήψεις του Ξενοφώντος για να σχηματισθεί μια σαφής και ορθή θέση για τις θεωρητικές απόψεις περί της οικονομικής τέχνης ή επιστήμης των Ελλήνων διανοητών και φιλοσόφων).
Κατόπιν εξετάζω με συντομία στις σύγχρονες αντιλήψεις για την οικονομία ως τέχνη ή επιστήμη και πολιτική δραστηριότητα και τέλος επιχειρώ να διατυπώσω ορισμένες απόψεις για την οικονομία και την πολιτική σε συνάφεια προς τις απόψεις του Αριστοτέλη.
ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: Οικονομία, ηθική, πολιτική, ανταγωνισμός, καθήκον επιμέλειας, καθήκον πίστης, τέλος, τρόπος ζωής, ευδαιμονία
α. Οι απόψεις του Αριστοτέλη για την πολιτική κοινωνία, την πόλιν, τον πολίτη και την πολιτική τέχνη.
Κατά πρώτον πρέπει να δοθεί απάντηση στο ακόλουθο ερώτημα : «Είναι αναγκαίο και έχει νόημα να διερευνήσουμε τις κύριες πολιτικές αντιλήψεις του Αριστοτέλη, προ- κειμένου να διασαφήσουμε το θέμα για τις οικονομικές του απόψεις»;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, γιατί διαφορετικά οι επιμέρους θέσεις του Σταγιρίτη για τα οικονομικά θέματα δεν αποκτούν νόημα, συνέπεια και εγκυρότητα.
Κατά τον Αριστοτέλη η πόλις ως πολιτική κοινωνία έχει προτεραιότητα έναντι της κώμης, της οικογένειας και του κάθε επιμέρους ανθρώπου.[1] Για τον αυτό λόγο και ο
άρχων της πόλεως και εν γένει ο πολιτικός, ασκώντας την κατ’ εξοχήν και κυριωτάτη τέχνη μέσα στην πολιτική κοινωνία, δηλαδή την πολιτική τέχνη, έχει προτεραιότητα και μπορεί με τις αποφάσεις που παίρνει να δημιουργεί συνθήκες και καταστάσεις που από τη φύση των πραγμάτων έχουν άμεσα ή έμμεσα οικονομική σημασία για την πολιτική κοινωνία. Άρα οι οικονομικές θέσεις του Αριστοτέλη θα πρέπει να συναφθούν αναγκαία προς τη δομή και την υφή της πολιτικής κοινωνίας για να κατανοηθούν και να ερμηνευθούν σωστά.
Το επόμενο ερώτημα που χρειάζεται εξέταση είναι το ακόλουθο: «Πώς ο Αριστοτέλης νοεί την πολιτική κοινωνία και την πόλιν;».
Κατά τον Αριστοτέλη η πόλις «φύεται»[2] αβίαστα και κατά τρόπο φυσιολογικό, επειδή όλοι οι άνθρωποι έχουν φύσει την ορμή για κοινωνία, ξεκινώντας από τον οίκο, ως πρώτη μορφή κοινωνίας, την κώμη και εν τέλει εκ των πραγμάτων καταλήγουν στην πόλιν, νοούμενη ως οργανωμένη κοινότητα και πολιτική κοινωνία, δηλαδή ως πολιτεία. Η πολιτεία συγκροτείται χωρίς βέβαια να λαμβάνουν χώρα εμφανείς συμβασιοκρατικές διαδικασίες και συνθήκες μεταξύ των ανθρώπων που απαρτίζουν την πολιτική κοινωνία. Πάντως σε κάποιο σημείο της ανάπτυξής της (αφού δηλαδή πρώτα ικανοποιηθούν οι πρωτογενείς ανάγκες που διασφαλίζουν την απλή επιβίωση των ανθρώπων) είναι αναγκαίον, προκειμένου η εξέλιξη της εν λόγω διαδικασίας να είναι τέτοια ώστε να καταστεί βιώσιμη πολιτική κοινωνία, να συναφθεί με επιδέξιο τρόπο με άλλα ζητήματα που έχουν σχέση κυρίως με τον τρόπο ζωής των επιμέρους ανθρώπων και των οικογενειών που απαρτίζουν την πόλη.
Η προτεραιότητα της πόλεως ως πολιτικής κοινωνίας έναντι του κάθε ατόμου, της κώμης και του οίκου είναι βασική θέση του Αριστοτέλη, την οποία υποστηρίζει με το επιχείρημά του για το είναι του ανθρώπου, που νοείται σωστά, εφόσον ληφθεί υπόψη η βασική θέση του φιλοσόφου που δεν ορίζει τον άνθρωπο μόνον ως βιολογικό όν, αλλά κυρίως σε σχέση με το έργο που επιτελεί και τις δυνατότητες που έχει [3] και τις οποίες μπορεί να αναπτύξει μέσα στην πολιτική κοινωνία.
Έτσι η πόλις συγκροτείται κατά φύσιν από μονάδες,[4] αλλά τα συστατικά αυτά μόρια, χωρίς την πόλιν, ουδέποτε αποκτούν το είναι τους, την ουσία τους.[5] Εδώ βρίσκεται η μεγάλη συμβολή και πρωτοτυπία του Σταγιρίτη φιλοσόφου. Και τούτο είναι κάτι που δεν γίνεται εξ αρχής φανερό στην Πολιτεία του Πλάτωνα.
Αλλ’ ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων δεν διαφοροποιούνται ριζικά ως προς τη γένεση της πόλεως. Τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης σε γενικές γραμμές δέχονται ότι η πόλις ως πολιτική κοινωνία αναπτύσσεται φυσιολογικά, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των ανθρώπων, γιατί από μόνοι τους δεν είναι αυτάρκεις.
Ο Πλάτων[6] μάλιστα κάνει λόγο για τη διαδικασία συγκρότησης της πόλης και ξεχωρίζει με το θεωρητικό του λόγο αρχικά μια πόλη στην οποία ικανοποιούνται πολύ λίγες ανάγκες (πρόκειται για την πόλη των χοίρων-ὑῶν πόλις), που είναι κατά τινα τρόπο υγιής πόλις, επειδή ικανοποιεί τις πρωτογενείς μόνον ανάγκες, ενώ η αύξηση των αναγκών μπορεί να οδηγήσει σε μια άλλη κατάσταση, σε μια πόλη που χαρακτηρίζεται από τον Πλάτωνα ως «τρυφῶσα πόλις» (ως πόλις με τρυφή, με ανέσεις).
Ο Αριστοτέλης γνωρίζει τις απόψεις του Πλάτωνα[7] αλλ’ ως περισσότερο ρεαλιστής και αναλυτικός τονίζει ότι, όπως το είδος της τροφής στα ζώα γίνεται αιτία για διαφορετικούς τρόπους ζωής σε κάθε κατηγορία ζώων, το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τους ανθρώπους, διότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον τρόπο της ζωή τους σε σχέση με την απόκτηση και φυσικά και με τη χρήση των βιοτικών τους αγαθών[8]. Γι’ αυτό υποστηρίζει ότι η πόλις δεν είναι απλώς ένα σύνολο πολλών ανθρώπων, αλλά και διαφορετικών κατά είδος.[9]
Η διαφορά των ανθρώπων κατά το είδος δεν έχει σχέση με το βιολογικό τους είναι,[10] αλλά με το γεγονός ότι οι άνθρωποι εμπλέκονται σε διαφορετικά ενεργήματα και πράξεις και έτσι διαμορφώνουν ξεχωριστούς τρόπους ζωής που δεν έχουν ταυτότητα. Άλλος, π.χ., είναι ο κτηνοτροφικός βίος και άλλος ο βίος του χρηματιστή ή του μουσικού. Έτσι υπάρχουν και πολλοί τρόποι του βίου που «αὐτόφυτον ἔχουσι τήν ἐργασίαν»,[11] όπως ο θηρευτικός βίος, ο ληστρικός βίος, ο νομαδικός βίος, ο αλιευτικός βίος, ο γεωργικός βίος και άλλοι τρόποι βίου που οι άνθρωποι δημιουργούν συνδυαστικά με διάφορα στοιχεία και διαμορφώνουν ένα δικό τους τρόπο ζωής ώστε να συμπληρώνουν τις ελλείψεις τους[12]. Εκτός αυτού υπάρχουν τρόποι του βίου που προκύπτουν από τις εργασίες που σχετίζονται και στηρίζονται στην ανταλλαγή και στην καπηλεία των αγαθών κτλ. Γενικά ο Αριστοτέλης δέχεται ότι η ανάγκη (χρεία) εξαναγκάζει τον άνθρωπο να ενεργεί και να διάγει κατά τον έναν ή κατά τον άλλο τρόπο.[13] Έτσι υπάρχουν πολλοί και ενίοτε διαφορετικοί τρόποι του βίου μέσα στην πολιτική κοινωνία. Η ύπαρξη τρόπων του βίου που έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής οδηγεί, όπως είναι εύλογο, στη δημιουργία κάποιας τέχνης ή επιστήμης (στην οποία συνυφαίνονται ικανότητες και δεξιότητες) που διευκολύνουν τα πράγματα για ένα συγκεκριμένο έργο, όπως, π.χ., η τέχνη του θεραπεύειν οδηγεί στο επάγγελμα (ή στο λειτούργημα) του ιατρού και στην ιατρική τέχνη ή στην ιατρική επιστήμη. Το ότι έτσι έχουν τα πράγματα επιβεβαιώνεται από την εμπειρική πραγματικότητα και από τη λογική των καταστάσεων που διέπουν τα της πολιτικής κοινωνίας, και γι’ αυτό ο Σταγιρίτης φιλόσοφος δεν διατυπώνει απλώς κάποιες αφηρημένες θεωρητικές θέσεις, αλλά συγκροτεί τις απόψεις του βλέποντας το τί γίνεται στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Ο Αριστοτέλης φαίνεται ότι έχει ως αφετηρία του τις τέχνες (τα συγκροτημένα ενεργήματα), τις δραστηριότητες, τις πράξεις και τα έργα των ανθρώπων που έχουν τρόπον τινά καθιερωθεί και έχουν λάβει άμεσα ή έμμεσα θεσμική υπόσταση μέσα στη ζωή της πολιτικής κοινωνίας. Στην πολιτεία λοιπόν υπάρχουν τέχνες, όπως η ιατρική, η ναυπηγική, η στρατηγική, η ρητορική, η ιππική, η μουσική, η οικονομική κτλ. Κάθε επιστήμη και τέχνη έχει το δικό της τέλος, το δικό της σκοπό και έργο που είναι αγαθό ή που η ίδια νομίζει ότι αυτό που κάνει ή προσφέρει είναι χρήσιμο και αγαθό.[14] Σε σχέση δε με τον τρόπο ζωής που επιλέγουν οι άνθρωποι και οι πολίτες ως απάντηση στο ερώτημα «πώς βιωτέον;;» πρέπει να λεχθεί πως ο καθένας επιλέγει ελεύθερα και σε συνάρτηση με τις γενικές συνθήκες της πολιτείας και επί τη βάσει των οικονομικών του δυνατοτήτων. Η χρεία φαίνεται ότι είναι αναγκαίος παράγων, αλλ’ όχι επαρκής για τη συγκρότηση ενός τρόπου ζωής.[15]
Για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη η ελευθερία του αποφασίζειν, ενεργείν και πράττειν[16] είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον πολίτη και την υφή της ορθής πολιτείας. Εξάλλου σημαντική προϋπόθεση είναι η αντίληψη για το τί οι άνθρωποι της άλφα ή της βήτα πολιτικής κοινωνίας νομίζουν ότι είναι χρήσιμο ή αγαθό γι’ αυτούς και για την πόλη. Είναι λοιπόν προφανές ότι σε γενικές γραμμές οι αξίες που δέχονται οι άνθρωποι και οι αξιολογήσεις που κάνουν παίζουν βασικό ρόλο σε σχέση με το έργο που οι άνθρωποι επιτελούν. Εν πολλοίς «ενσαρκώνονται» μέσα στην τέχνη που ασκούν και στον τρόπο με τον οποίο την ασκούν. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης κρίνει ότι η σε βάθος κατανόηση των διαφόρων τεχνών και επιστημών και του έργου του ανθρώπου, καθό ανθρώπου, είναι στέρεη βάση για να φωτίσει τα ηθικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της πολιτικής κοινωνίας. Όπως φαίνεται στο έργο του Ηθικά Νικομάχεια κατά τον Αριστοτέλη το βασικό πρόβλημα έγκειται στο να προσδιορισθεί ποια είναι η τέχνη εκείνη που ρυθμίζει και συντονίζει τις δραστηριότητες των τεχνών και των επιστημών (και εν γένει των συγκροτημένων κοινωνικοπολιτικών δραστηριοτήτων). Είναι προφανές πως μια τέτοια τέχνη (εάν υπάρχει) πρέπει να είναι η κυριωτάτη, η πιο αυθεντική και ισχυρή, και μάλιστα πρέπει να νοείται ως αρχιτεκτονική. Κατά τον Σταγιρίτη φιλόσοφο αυτή είναι η πολιτική,[17] η οποία, εκτός των άλλων, έχει ως έργο της το να διατάσσει «ποιες επιστήμες είναι αναγκαίο να υπάρχουν στις πόλεις και ποιες πρέπει να σπουδάζουν οι άνθρωποι και σε ποιο βαθμό».[18]
Επιπλέον η πολιτική νομοθετεί για όλα τα θέματα της πολιτείας. Επομένως το τέλος της πολιτικής φαίνεται να περιέχει τα τέλη (τους σκοπούς) των τεχνών, των επιστημών και των άλλων δραστηριοτήτων, γιατί η πολιτική έχει ως τέλος της το «ανθρώπινον αγαθόν»[19] και, όπως είναι εύλογο, το αγαθό της πολιτείας.
Η πολιτική λοιπόν κοινωνία και η πόλις (ως πολιτεία) συγκροτείται από πολλά στοιχεία που διαφοροποιούνται κατά το είδος και που οι πολίτες με τις δραστηριότητές τους και τον τρόπο του βίου τους εξασφαλίζουν κατά πρώτον το ζην αλλά ως τέλος (ως σκοπό τους) έχουν το εὖ ζῆν. Το εὖ ζῆν έχει άμεση σχέση με το ζην τον αγαθό βίο, που έχει ως πρότυπο το κατ’ εξοχήν αγαθό, που είναι κάτι το διαφορετικό από τα συνήθως νομιζόμενα από τους πολλούς αγαθά.[20] Το κατ’ εξοχήν αγαθό είναι το πρότυπο του ενάρετου βίου και τελικά το έσχατον αγαθό, δηλαδή η ευδαιμονία του ανθρώπου. Επομένως ο πολίτης μέσα στην ορθά διαρθρωμένη πολιτική κοινωνία μπορεί να γίνει υπό προϋποθέσεις ευδαίμων, ζώντας και πράττοντας σύμφωνα με τα κριτήρια του αγαθού βίου, και μάλιστα μέσα στην πολιτεία μπορεί, με την ορθή παιδεία που η πολιτεία παρέχει, να εκδιπλώσει όλες τις δυνατότητές του. Άρα ο πολιτικός, ως άρχων που ασκεί την πολιτική τέχνη, πρέπει είναι κατά πρώτον και κατ’ εξοχήν ηθικό ον και ο βίος του κατ’ εξοχήν ενάρετος, ο δε πολίτης πρέπει να επιδιώκει τον ενάρετο βίο, διότι ανεξάρτητα από το έργο που ο καθένας επιτελεί, ο ενάρετος βίος είναι αιρετός καθ ’ εαυτόν.
Πέραν αυτού, το έργο του πολίτη μέσα στην πολιτική κοινωνία διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος της πολιτείας εντός της οποίας δρα και πράττει. Η κατά τον Αριστοτέλη ορθή πολιτική κοινωνία που καλείται «πολιτεία», μολονότι δεν ταυτίζεται προς τη δημοκρατία, εν τούτοις έχει κάποια κοινά στοιχεία με τη δημοκρατία όπου κυριαρχεί ο δήμος (δηλαδή επικρατεί η αρχή της πλειονοψηφίας). Η δημοκρατική πολιτεία δέχεται ότι ο πολίτης είναι αυτός που μετέχει κρίσεως και αρχής. Άρα ο εν λόγω πολίτης πρέπει να αποδέχεται την προτεραιότητα της πόλεως και ως εκ τούτου την προτεραιότητα του κοινού αγαθού της πολιτείας και να μην προτάσσει το ίδιον συμφέρον. Ως εκ τούτου ο πολίτης της δημοκρατικής πολιτείας κατά την αρχαιότητα, όπου κυριαρχεί ο δήμος, αποδέχεται την ισότητα, αλλά φαίνεται κατ’ αρχήν να αποκλείει την κατ’ αξίαν ανάδειξη στα αξιώματα της πολιτείας. Έτσι γίνεται φανερό ότι η ηθική αρετή είναι ο κύριος κορμός και η κατευθυντήρια δύναμη της πολιτικής κοινωνίας και της ορθής πολιτείας και ότι στις ηθικές αρετές πρέπει να μετέχουν όλοι οι άνθρωποι και φυσικά και οι πολίτες, αλλ’ όχι βέβαια κατά τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό, «αλλά σε τέτοιο βαθμό που ο καθένας να είναι ικανός να επιτελεί το δικό του έργο. Γι’ αυτό ο άρχων πρέπει να έχει στην πληρότητά της την ηθική αρετή».[21] Οπωσδήποτε κατά τον Αριστοτέλη ο αγαθός ανήρ και ο σπουδαίος πολίτης πρέπει να συμπίπτουν στο πρόσωπο του πολιτικού[22] και εν γένει στον άνθρωπου που μόνος του ή μαζί με άλλους έχουν την ευθύνη «τῆς τῶν κοινῶν ἐπιμελείας».[23]
Η διαφοροποίηση των ανθρώπων εντός της πολιτείας πρέπει να θεωρείται ως κάτι το δεδομένο[24] και γι’ αυτό δεν είναι μια και η αυτή η αρετή του πολίτου και του αγαθού ανδρός,[25] ούτε του καλού πολίτου και του άρχοντος πολιτικού, ο οποίος πρέπει να διακρίνεται κατ’ εξοχήν για την φρόνησή του. Όμως ο πολίτης πρέπει, ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις που μπορεί να υπάρχουν μέσα στην πολιτεία, «τό καθ’ αὐτόν ἔργον εὖ ποιεῖν».[26]
Για τους πολίτες της πολιτείας, ιδιαίτερα της δημοκρατικής πολιτείας, ο Αριστοτέλης συζητεί εκτενώς το θέμα στο τρίτο βιβλίο των Πολιτικών. Κατά τον Αριστοτέλη η πόλις και η πολιτεία (ως οργανωμένη πολιτική κοινωνία) συγκροτείται, όπως είπαμε, εκ πολλών και διαφερόντων κατά το είδος ανθρώπων (ανδρών -γυναικών, παίδων- γερόντων, ελεύθερων-δούλων, μετοίκων, απελεύθερων, ξένων, πολιτών, κλπ). Στην πολιτεία και ιδιαίτερα στη δημοκρατική πολιτεία ο πολίτης ορίζεται ως εξής: «πολίτης δ’ ἁπλῶς οὐδενί τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἤ τῷ μετέχειν κρίσεως καί ἀρχῆς».[27] Δηλαδή το κύριο γνώρισμα του πολίτου ταυτίζεται με το έργο του, δηλαδή με το «μετέχειν κρίσεως καί ἀρχῆς». Τούτο σημαίνει ότι το έργο του συνίσταται στο να δικάζει και να έχει εξουσία και να ασκεί με τον καλύτερο τρόπο τα συναφή καθήκοντα που η αρχή που κατέχει υπαγορεύει. Ο Αριστοτέλης λέγει σαφώς ότι ο πολίτης και το έργο του διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος της πολιτείας στην οποία ανήκει. Και επειδή πολλές είναι κατά το είδος οι πολιτείες, γι’ αυτό και πολλά είδη πολιτών υπάρχουν.[28] Άλλος είναι ο ολιγαρχικός πολίτης, άλλος δημοκρατικός, άλλος ο πολίτης της Σπάρτης και άλλος ο πολίτης της Καρχηδόνας.
Ο κατ’ εξοχήν πολίτης είναι ο πολίτης της δημοκρατικής πολιτείας, και γι’ αυτό είναι φανερό ότι αυτός πρέπει να είναι πολίτης με αρετή και με ειδικές ικανότητες για την άσκηση του έργου του, δηλαδή το να εμπλέκεται υπεύθυνα στα θέματα της δικαστικής εξουσίας και να ασκεί την εξουσία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για το καλό της πολιτείας και των πολιτών και να προτάσσει πάντοτε το κοινό συμφέρον έναντι του ιδίου. Ακόμη ο πολίτης της δημοκρατικής πολιτείας πρέπει να είναι ικανός «να άρχεται» για να μπορεί και αυτός με τη σειρά του να άρχει σωστά. Άρα ο πολίτης της βέλτιστης πόλεως[29] πρέπει πρωτίστως να διάγει ηθικό βίο, δεν πρέπει να είναι βάναυσος και σε γενικές γραμμές απαίδευτος για να μπορεί να επιτελεί το κατ’ εξοχήν έργο του σωστά. Γι’ αυτό κατά τον Αριστοτέλη η αρίστη πολιτεία δεν δέχεται τον βάναυσο ως πολίτην,[30] ενώ η ολιγαρχική πολιτεία (που έχει ως κριτήριο τον πλούτο) τον δέχεται, επειδή πολλοί τεχνίτες από τη δουλειά που κάνουν μπορεί να παίρνουν πολλά χρήματα και να πλουτίζουν.[31] Κατά τον Αριστοτέλη ο πολίτης της πολιτείας αλλά κυρίως της δημοκρατικής πολιτείας που κατ’ ανάγκην δικάζει και ασκεί εξουσία πρέπει να είναι ένα ηθικό άτομο, να ασκεί με υπευθυνότητα και επιδεξιότητα το έργο του, να προτάσσει το κοινό αγαθό και το συμφέρον της πολιτείας και πρέπει να ξέρει καλά το να άρχει και να άρχεται. Άρα ο πολίτης, δρώντας ηθικά δεν ενεργεί απλά και μόνον κατ’ έθος αλλά με υψηλής μορφής ηθικότητα, αφού τα πρόσωπα της δημοκρατικής πολιτείας που καταλαμβάνουν τις ανώτατες αρχές θα πρέπει δια της παιδείας να έχουν διαμορφώσει έναν συνεπή και σημαντικό τρόπο ζωής ως απάντηση στο ερώτημα «πώς βιωτέον;».
β. Οι οικονομικές αντιλήψεις του Αριστοτέλη
Εντός μιας τέτοιας πολιτικής κοινωνίας που, εκτός από τους πολίτες, υπάρχουν οι δούλοι, οι απελεύθεροι, οι μέτοικοι, οι ξένοι κτλ, ο Αριστοτέλης δεν κρίνει για λόγους ηθικούς που έχουν σχέση με τον τρόπο ζωής του ανθρώπου εντός πολιτικής κοινωνίας ότι είναι σωστό να υπάρχει ως αναγνωρισμένος και δίκαιος θεσμός η οβολοστατική και το τοκίζειν (η τοκογλυφία), και, όπως είναι φυσικό, πιστεύει ότι η κατά φύσιν οικονομική δραστηριότητα έχει προτεραιότητα και νομιμότητα έναντι πάσης άλλης οικονομικής δραστηριότητας.
Πώς λοιπόν ο Σταγιρίτης φιλόσοφος αντιλαμβάνεται τα πράγματα της οικονομίας εντός της πολιτικής κοινωνίας;
Ο Αριστοτέλης, ακολουθώντας την αναλυτική του μέθοδο στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών, προτάσσει την οικονομική ζωή και εξετάζει κατά πρώτον το πως συγκροτείται η οικονομία εντός της πολιτικής κοινωνίας, αφού χωρίς οικονομία δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν με επάρκεια οι ανθρώπινες ανάγκες.
Ο όρος «οικονομία»[32] πρωτογενώς σημαίνει νομή των πραγμάτων του οίκου, που είναι η πρώτη και βασική μονάδα της πολιτικής κοινωνίας. Ένα σύνολο οίκων συγκροτεί την κώμη και ένα σύνολο κωμών απαρτίζει την πολιτική κοινωνία και την πολιτεία. Έτσι ως οικονομία πρωταρχικώς νοείται το σύνολο ικανοτήτων ή δεξιοτήτων ή εν γένει κάποιων τεχνών και τεχνικών δια των οποίων ρυθμίζονται τα πράγματα του οίκου με στόχο τη διασφάλιση των απαραιτήτων προσόδων για το ζην και το ευ ζην[33] των ανθρώπων που απαρτίζουν τον οίκο. Προς τούτο ο Σταγιρίτης φιλόσοφος διερευνά τα στοιχεία του οίκου και το είδος των σχέσεων που αναφύονται ως εκ των πραγμάτων μέσα στον οίκο, όπως είναι η σχέση του δεσπότου του οίκου προς τους δούλους του, η σχέση των συζύγων (γαμική σχέση), των γονέων προς τα τέκνα (πατρική, μητρική, τεκνοτική) κτλ. και εν γένει τη σχέση του άρχοντος και αρχομένου, βλέποντας τις σχέσεις αυτές στην πραγματική τους εκδήλωση σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων. Ομοίως ο Αριστοτέλης συζητεί και το θέμα περί του αν η δουλεία είναι φύσει ή μη, και αποφαίνεται ότι «διχῶς γάρ λέγεται τό δουλεύειν»[34] και ο δούλος, γιατί κατά τον νόμο μπορεί κάποιος να είναι δούλος, ενώ κατά τη φύση δεν πρέπει να είναι δούλος και ότι το δουλεύειν ή το μη δουλεύειν συνάπτεται προς την εξουσία και την άσκηση αυτής, με την έννοια ότι κάποιοι τονίζουν πως ο ασκών εξουσία πρέπει να έχει κάποια ικανότητα και να υπερέχει σε δύναμη και γνώση και όχι απλώς επιβάλλει την εξουσία του δια της βίας. Η ανάλυση, η κατανόηση και ενίοτε η ονοματοθεσία των σχέσεων που αναφαίνονται μέσα στον οίκο ίσως φαίνεται απλοϊκή, αλλ’ είναι σαφώς πολύ σημαντική και χρήσιμη, αφού ασάφειες περί τα θέματα αυτά, αλλά και περί των σχέσεων που έχουν τα άτομα του οίκου προς τα πράγματα (την περιουσία) που ανήκουν σ’ αυτόν είναι πολύ σημαντικά για να κατανοηθούν και να οργανωθούν σωστά τα του οίκου. Η ιδιότητα του δεσπότη και η εξουσία αυτού δεν είναι η ίδια με αυτήν του πολιτικού. Γιατί ο πολιτικός και η εξουσία αυτού είναι εξουσία επί ελεύθερων και ίσων ανθρώπων,[35] ενώ δεν ισχύει η ίδια κατάσταση με τις σχέσεις που αναφαίνονται μέσα στον οίκο. Η ικανότητα (η επιστήμη) του δεσπότου έχει σχέση με τη χρήση των δούλων.[36] Η γνώση αυτή του δεσπότου για τη χρήση των δούλων δεν είναι βέβαια ιδιαίτερα μεγάλη και σημαντική και γι’ αυτό ο Αριστοτέλης λέγει ότι όσοι δεσπότες δεν θέλουν να ταλαιπωρούνται με αυτό το έργο μπορούν να το αναθέτουν σε κάποιον επίτροπο[37] και αυτοί μπορεί να ασχολούνται με την πολιτική και τη φιλοσοφία.[38] Ειδικότερα για τα ζητήματα του οίκου σε σχέση με την περιουσία, με το έχειν του οίκου ο Αριστοτέλης διακρίνει μεταξύ της οικονομίας (που είναι η τέχνη ή η επιστήμη διοίκησης των του οίκου και χρησιμοποιείται στην οικογένεια) και της χρηματιστικής. Η οικονομική τέχνη του οίκου έχει κυρίως ως στόχο το πως να χρησιμοποιεί τα υπάρχοντα αγαθά του οίκου, ενώ η χρηματιστική τέχνη και το έργο του χρηματιστού είναι το πως θα προμηθεύει τα αγαθά,[39] βλέποντας τα πράγματα με βάση την αρχή περί της κατά φύσιν θεώρησης των καταστάσεων. Επειδή δε υπάρχουν πολλοί τρόποι κτήσης των αγαθών και συγκέντρωσης του πλούτου, ο Αριστοτέλης διακρίνει ως πρώτο τρόπο απόκτησης των αγαθών την κατά φύσιν κτητικήν,[40] όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους που ζουν βίο γεωργικό, ληστρικό, θηρευτικό, αλιευτικό, νομαδικό κτλ. Ο πλούτος που μπορεί να συγκεντρωθεί από την κατά φύσιν κτητική δεν είναι απεριόριστος. Άλλο γένος (άλλη κατηγορία) απόκτησης περιουσίας είναι κυρίως εκείνη την οποία «μάλιστα καλούσιν χρηματιστικήν»[41] και σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει όριο αποκτήσεως αγαθών και πλούτου.[42]
Η χρηματιστική αυτή διαφέρει από την προηγούμενη, διότι δεν είναι φυσική αλλά προϊόν εμπειρίας και τέχνης. Η εν λόγω χρηματιστική χρησιμοποιεί την καπηλική τέχνη, την τέχνη των συναλλαγών και το νόμισμα και κυρίως αποσκοπεί στη δημιουργία ή στην απόκτηση μεγάλων χρηματικών ποσών και εν γένει απεριορίστου πλούτου,[43] ενώ η κατά φύσιν χρηματιστική, η κατά φύσιν κτητική είναι κυρίως η οικονομία που προκύπτει από τη χρήση των καρπών και των ζώων.[44] Κατά τον Αριστοτέλη η με- ταβλητική χρηματιστική δικαίως ψέγεται,[45] διότι δεν ανάγεται στη φύση αλλά στις συναλλαγές μεταξύ των ανθρώπων.[46] Επιπλέον ο Σταγιρίτης φιλόσοφος λέγει τα εξής: «Παρά πολύ εύλογα μισείται η τοκογλυφία, επειδή με αυτήν η περιουσία προέρχεται από το ίδιο το χρήμα και όχι από τη χρήση για την οποία αυτό δημιουργήθηκε Γιατί το χρήμα (νόμισμα) δημιουργήθηκε ως μέσο συναλλαγής, ενώ ο τόκος αυξάνει το ίδιο το χρήμα (γι’ αυτό και έλαβε αυτό το όνομα. Γιατί τα γεννήματα είναι ίδια με τους γεννήτορές τους και ο τόκος είναι χρήμα από χρήμα). Είναι λοιπόν αυτός ο τρόπος απόκτησης χρημάτων κατ’ εξοχήν αφύσικος».[47] Στο χωρίο αυτό ο Αριστοτέλης είναι εμφανώς κατά της τοκογλυφίας και εν γένει της απόκτησης χρημάτων δια του τοκισμού, διότι αυτός ο τρόπος απόκτησης χρημάτων είναι ο κατ’ εξοχήν παρά φύσιν τρόπος. Αλλά τί ακριβώς τούτο σημαίνει;
Όπως ήδη είδαμε, το ενεργείν και πράττειν σύμφωνα με τη φύση είναι για τον Αριστοτέλη μια ασφαλής αρχή, γιατί κατά τούτον η φύσις «οὐδέν μάτην ποιεῖ». Άρα η απομάκρυνση από τις πρακτικές που καθιερώνονται από τη φύση των πραγμάτων και η υιοθέτηση δραστηριοτήτων που δεν είναι κατά φύσιν ενεργήματα πάντοτε επικρίνεται (όπως συμβαίνει με την ανταλλακτική χρηματιστική), ενώ η οβολοστατική κατ’ αυτόν μισείται. Από που λοιπόν προκύπτει το εν λόγω μίσος και γιατί ο Αριστοτέλης συμφωνεί με μία τέτοια στάση;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό φαίνεται να συνάγεται από τα όσα ήδη είπαμε για την πολιτική κοινωνία, τη συγκρότηση της πόλεως, το σκοπό της πολιτικής, την ιδιότητα του πολίτη και το έργο του ανθρώπου και του πολίτη. Η πολιτική κατά τον Αριστοτέλη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ηθική (δηλαδή με την ηθική αρετή) και με το έργο του ανθρώπου που έχει ως σκοπό του όχι απλώς το ζην, αλλά το ευ ζην, το ευ ποιείν, τον ευδαίμονα βίο. Κατά τον Αριστοτέλη ο εν λόγω βίος δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί από τον άνθρωπο που δεν ασκεί κάποιο έργο[48] και που μάλιστα είναι άσχετος με ό,τι ο φιλόσοφος θεωρεί ως κατ’ εξοχήν έργον του ανθρώπου. Το τοκίζειν λοιπόν δεν δηλώνει εμπλοκή σε κάποιο έργο που να δείχνει δημιουργία και εκτέλεση αγαθών πράξεων. Αν ο Αριστοτέλης εδέχετο ως παραδεκτή μορφή ενασχόλησης την οβολοστατική (την τοκογλυφία), τούτο θα εσήμαινε ότι δεν επιδιώκει την συγκρότηση μιας πολιτείας που έχει ως στόχο τον αγαθό βίο, διότι η απόκτηση χρημάτων άνευ ουδενός κόπου είναι αδιάψευστο τεκμήριο μιας πολιτείας όπου οι αξίες που αποδέχεται ο Αριστοτέλης και η αντίληψή του για τον άνθρωπο έχουν πλήρως ανατραπεί. Για τον ίδιο περίπου λόγο δεν επαινεί, αλλά ψέγει και την συναλλακτική χρηματιστική. Επί πλέον σε σχέση με τη μη φυσική χρηματιστική η στάση του Αριστοτέλη γίνεται πιο κατανοητή, αν υποτεθεί ότι αυτή μπορεί να ασκείται από τους ελευθέρους πολίτες στις δημοκρατικές πολιτείες, στις οποίες οι πολίτες ταυτόχρονα ασκούν εξουσία και κρίνουν δικαστικώς. Όπως είναι φυσικό, η ευθύνη του πολίτη και η άσκηση του έργου του πολίτη, δηλαδή του «μετέχειν κρίσεως και αρχής», είναι κάτι που δεν συμβιβάζεται με την άσκηση του έργου που κάνει ο κατ’ εξοχήν χρηματιστής στη συναλλαγματική χρηματιστική. Οι δραστηριότητες αυτής της τέχνης μπορεί να εμπλέκουν τον πολίτη σε επικίνδυνες καταστάσεις και σε βλαπτικές ενέργειες για τους άλλους πολίτες αλλά και για την πολιτεία. Ακόμη η τοκογλυφία, ως πράξη ενεργουμένη υπό προσώπων- πολιτών εντός της πολιτικής κοινωνίας, δημιουργεί εκ των πραγμάτων πάθη, μίση και ποινικά αδικήματα. Γι’ αυτό και σήμερα απαγορεύεται, θεωρείται έγκλημα και κατά περίπτωση διώκεται.[49]
Όπως είναι φανερό και σήμερα αλλά και στην εποχή του Αριστοτέλους, αυτή η δραστηριότητα είναι κάτι το μισητό, γιατί, εκτός των άλλων, αλλοιώνει, υποβαθμίζει και σχεδόν καταστρέφει την ποιότητα των προσωπικών και κοινωνικοπολιτικών σχέσεων. Επομένως ο Αριστοτέλης, εάν εδέχετο την οβολοστατική ως αποδεκτή διαδικασία και πρακτική για τους πολίτες, κατ’ ουσίαν θα σήμαινε ότι δεν αποδέχεται την έννοια της πόλεως και του πολίτου, όπως θέλει να ισχύει στη δημοκρατικής υφής πολιτική κοινωνία και εν γένει στην ορθά συγκροτημένη πολιτική κοινωνία που κατά αυτόν καλείται «πολιτεία». Γιατί ποία ομόνοια και φιλία μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ των πολιτών, όταν κάποιοι οικονομικά ισχυροί εκμεταλλεύονται τους οικονομικά ασθενείς δια του τοκισμού ή δια της εκμετάλλευσης αυτών με οποιονδήποτε άλλον τρόπο;
Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι ο Σταγιρίτης φιλόσοφος έχει σωστή αντίληψη για το τί πράγματι συμβαίνει στην εποχή του σε διάφορες πολιτείες σχετικά με τα οικονομικά ζητήματα και μάλιστα γνωρίζει καλά ότι η πιο ισχυρή μορφή της μεταβλητικής χρηματιστηριακής είναι η δημιουργία μονοπωλίου, το γενέσθαι μονοπώλιον ή το κατασκευάζειν μονοπώλιον, όπως σαφώς λέγει.[50] Μάλιστα ο Αριστοτέλης λέγει ότι οι πολιτικοί άνδρες πρέπει να γνωρίζουν καλά αυτά τα πράγματα, δηλαδή το πώς μπορεί να συγκεντρωθούν οικονομικοί πόροι και μάλιστα με μονοπωλιακό τρόπο, γιατί πολλές πόλεις έχουν ανάγκη, περισσότερο από μια οικογένεια, τα χρήματα που αποκτώνται με τέτοιες μεθόδους. Γι’ αυτό αναφέρει ότι υπάρχουν πολιτικοί που ασχολούνται αποκλειστικά και μόνον με τέτοια ζητήματα. Λέγει δε συναφώς τα εξής: «Αυτά βέβαια είναι χρήσιμο να τα γνωρίζουν και οι πολιτικοί. Διότι πολλές πόλεις έχουν ανάγκη, όπως μια οικογένεια και μάλιστα ακόμη περισσότερο, από χρήματα που αποκτώνται με τέτοιες μεθόδους, γι’ αυτό και κάποιοι πολιτικοί ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με τέτοια πράγματα».[51]
Άρα ο Σταγιρίτης γνωρίζει[52] τα εμπορικά συστήματα, τις συναλλαγές και τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται στις πολιτείες της εποχής του, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρακτικές αυτές είναι σύμφωνες με την αντίληψή του για τη δίκαιη πολιτεία και εν γένει για την πολιτεία που έχει ως σκοπό της τον αγαθό βίο και επιδιώκει την ευημερία και την ευδαιμονία του πολίτου, αλλά και όλων εν γένει των μελών της πολιτικής κοινωνίας.
Οι πολιτείες που θέτουν ως στόχο τους το κερδαίνειν και την απεριόριστη αύξηση του πλουτισμού δεν πρέπει να θεωρούνται ως ορθές πολιτείες, αλλά, ανεξαρτήτως από το είδος του πολιτεύματος που έχει κάθε πολιτεία, πρέπει και μόνον γι’ αυτό το λόγο να λογίζονται ως παρεκβατικές πολιτείες. Οι απόψεις του Αριστοτέλη για την ορθή δομή, το σκοπό και τη λειτουργία της οικονομίας μέσα στην πολιτική κοινωνία διέπονται από εσωτερική συνέπεια.
Κατά τον Σταγιρίτη λοιπόν φιλόσοφο υπάρχει η κατά φύσιν κτητική μορφή της οικονομίας που συνίσταται στην ανταλλαγή των προϊόντων (πρωτογενής οικονομική ζωή). Κατόπιν υπάρχει και η κατά φύσιν χρηματιστική (μορφή της οικονομίας) που ασχολείται με τα προϊόντα που έχουν σχέση με τους καρπούς της γης και τα ζώα (κτήματα και καλλιέργεια της γης, γεωργία, αλιεία, μελισσοκομία, κτηνοτροφία, πτηνοτροφία κτλ) και η οποία έχει καλώς και στη συνέχεια υπάρχει η μεταβλητική (συναλλακτική) χρηματιστική, που έχει σχέση με τις συναλλαγές μεταξύ των ανθρώπων, όπως είναι το εμπόριο (θαλάσσιο, χερσαίο και μεταπρατικό), τον τοκισμό και την έμμισθη χειρωνακτική εργασία. Το τρίτο είδος τηςχρηματιστικής (μικτή μορφή της χρηματιστικής) έχει να κάνει με την εκμετάλλευση των προϊόντων προερχομένων εκ της γης (υλοτομία, ορυκτοτομία και εν γένει μεταλλευτική). Επομένως το κριτήριο του Αριστοτέλη είναι και εδώ το ενεργείν και πράττειν κατά φύσιν. Η απομάκρυνση από την αρχή αυτή κατακρίνεται, όπως συμβαίνει με την μεταβλητική χρηματιστική που δικαίως κατ’ αυτόν ψέγεται[53] και την οβολοστατική που μισείται[54]. Η καταδίκη της μη κατά φύσιν χρηματιστικής και η της οβολοστατικής, που στις σημερινές πολιτείες είναι η βάση του τραπεζικού συστήματος, γίνεται, όπως είπαμε, για λόγους ηθικούς και πολιτικούς, επειδή δηλαδή μεταβάλλει κατ’ εξοχήν τον σκοπό ύπαρξης και λειτουργίας της ορθής πολιτείας, γιατί καθιστά άμεσα (όπως συμβαίνει με την ολιγαρχία) ή έμμεσα ως κριτήριο και σκοπό του βίου το κέρδος και το επιδιώκειν τον απεριόριστο πλούτο και όχι τον αγαθό βίο και επειδή αντίκειται με την αντίληψη του Αριστοτέλη για την έννοια του πολίτη. Ακόμη, όπως είπαμε, ο Αριστοτέλης φαίνεται να γνωρίζει καλά το τί γίνεται στην αρχαία πολιτική κοινωνία των Αθηνών αλλά και άλλων ελληνικών πόλεων με το τραπεζικό σύστημα και την λειτουργία του και για το οποίο σύστημα οι λόγοι των Αττικών ρητόρων που αποκαλύπτουν όλες τις μεθοδεύσεις και τα τεχνάσματα περί το δανίζειν, το δανείζεσθαι, το παρακαταθέτειν χρηματικά ποσά, τα είδη του επιτοκίου και τις δικαστικές διαδικασίες δείχνουν την κοινωνική πολυπλοκότητα και τις δυσχέρειες που αναφαίνονται για την προστασία του κύρους των πολιτών και των αρχών της πολιτικής κοινωνίας. Επομένως, δεδομένης της δουλείας, των έργων στα οποία οι δούλοι ασκούνται να επιτελούν, το έργο του πολίτου καθό πολίτου (ιδιαίτερα στη δημοκρατική πολιτεία) και της ορθής αντίληψης των Ελλήνων διανοητών και φιλοσόφων περί της σχέσεως ηθικής και πολιτικής, ο Αριστοτέλης ορθότατα ψέγει την μεταβλητική χρηματιστική και είναι σαφώς κατά της οβολοστατικής.
Είναι προφανές ότι ο Σταγιρίτης φιλόσοφος δεν επιθυμεί τον περιορισμό της ελεύθερης δράσεως των πολιτών και εν γένει των ανθρώπων της πολιτικής κοινωνίας, αλλ’ ούτε αποδέχεται ως στόχο και σκοπό του ζην το κερδαίνειν και εν γένει ό,τι σήμερα καλείται «υπεραύξηση του κέρδους» (maximization of profit).To ότι σήμερα στο Δυτικό κόσμο αλλά και αλλού υπάρχουν κράτη και πολιτείες που απαγορεύουν άμεσα ή έμμεσα να εμπλέκονται πολιτικοί που νομοθετούν και ασκούν εκτελεστική εξουσία σε τέτοιες οικονομικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες είναι κάτι που δείχνει τη σοφία των αριστοτελικών ιδεών και αντιλήψεων. Ο Αριστοτέλης, ως γνώστης των καταστάσεων και πρακτικών στις αρχαίες πολιτείες, συνιστά στους πολιτικούς που επιδιώκουν να προστατεύσουν την πολιτική και το συμφέρον της πολιτείας στην οποία πολιτεύονται να συγκεντρώνουν και τις σποραδικές πληροφορίες με τη βοήθεια των οποίων μερικοί χρηματιστές πλούτισαν,[55] γιατί αυτό είναι κάτι που μπορεί να χρειασθεί πιθανόν σε έκτακτες περιπτώσεις, όπως είναι η περίπτωση πολέμου.
γ. Χρηματιστηριακές συναλλαγές και η πολιτική κοινωνία και η πολιτεία σήμερα
Η άποψη αυτή του Σταγιρίτη φιλοσόφου έχει μεγάλη μάλιστα χρησιμότητα για τους καλούς πολιτικούς στη σημερινή κατάσταση πραγμάτων στην οποία κυριαρχούν οι χρηματιστηριακές συναλλαγές και στις οποίες οι απλώς εμπλεκόμενοι και συναλλασσόμενοι πολίτες και άνθρωποι επαφίενται μόνον στους κανονισμούς και στις διαδικασίες που τυχαίνει να γνωρίζουν,[56] γιατί το χρηματιστηριακό και τραπεζικό και ενίοτε το μεικτό χρηματιστηριακό και τραπεζικό αλλά και αξιολογικό σύστημα είναι πολύ περίπλοκο και φαίνεται ότι είναι σχεδόν αδύνατο να ελεγχθεί αποτελεσματικά, βλέποντας τα πράγματα από τη σκοπιά της άυλης οικονομίας και από οικουμενική άποψη. Τα συμβαίνοντα λοιπόν στο χρηματιστήριο δεν έχουν καμιά σχέση με τα πρωτογενή αγαθά ούτε με την ανταλλακτική χρηματιστική του Αριστοτέλους στην οικονομία, αλλ’ είναι κυρίως άυλα αγαθά και εν γένει αξίες που μπορεί να αποκρύπτονται, να υποτιμώνται ή να υπερτιμώνται και εν γένει να μεταβάλλονται ταχύτατα και ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη σχεδόν παγκόσμια αγορά και πολύ περισσότερο φαίνονται να επηρεάζονται άμεσα από τις ενέργειες στις οποίες προβαίνουν οι διάφορες εταιρείες αξιολόγησης (όπως η Standard & Poor’s Financial Services, η Moodys, η Goldman Sachs, κλπ.). Οι εν λόγω εταιρείες μπορεί να αναβαθμίζουν ή να υποβαθμίζουν την οικονομία διαφόρων κρατών και επιχειρήσεων, χωρίς να είναι εύκολο να ελεγχθεί η αντικειμενικότητα των ενεργειών τους και η αλήθεια των ισχυρισμών τους ούτε από μεγάλα και ισχυρά κράτη, όπως είναι οι ΗΠΑ.
Σε σχέση με την κατάσταση των χρηματιστηρίων στη σημερινή ελεύθερη καπιταλιστική οικονομία αξίζει να αναφερθούμε στα όσα δημοσίευσε ο πρώην Πρόεδρος της Παγκόσμιας Ένωσης Φιλοσοφικών Εταιρειών (FISP) ο Αμερικανός Καθηγητής William McBride για τον Διευθυντή της J. P. Morgan, ο οποίος είπε πρόσφατα για τη Γερουσιαστή των Ηνωμένων Πολιτειών, την Καθηγήτρια Elizabeth Warren, η οποία δίδαξε οικονομικά στο Harvard University και η οποία είναι από τις πιο έξυπνες κριτικούς της σύγχρονης οικονομίας: «Δεν γνωρίζω αν αυτή {η Elizabeth Warren} κατανοεί πλήρως το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα». Η γνώμη μάλιστα του Αριστοτέλη που τονίζει ότι οι πολιτικοί πρέπει να ξέρουν τα τεχνάσματα με τα οποία κάποιοι κατασκευάζουν μονοπώλια και εν γένει σήμερα επιζητούν το απεριόριστο κέρδος προσλαμβάνει ειδική βαρύτητα, αν δώσουμε τη δέουσα προσοχή στα όσα υποστηρίζει στο εν λόγω άρθρο ο Καθηγητής W. McBride. Κατά τον W. McBride οι κανόνες και οι κανονισμοί των χρηματιστηρίων δεν είναι «γραμμένοι στην πέτρα», αλλά φαίνεται ότι μεταβάλλονται κατά τα σχέδια και προς όφελος αυτών που γνωρίζουν πολύ καλά πως λειτουργεί το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα (World banking system). Γι’ αυτό και η σε βάθος γνώση των χρηματιστηριακών πραγμάτων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τους πολιτικούς που επιθυμούν να ασκήσουν το έργο τους με αλήθεια και δικαιοσύνη. Και καλά θα κάνουν οι ακέραιοι πολιτικοί (όπου υπάρχουν) να προσέχουν τι ακριβώς λέγει ο Σταγιρίτης φιλόσοφος, γιατί διαφορετικά, αφού η οικονομική δραστηριότητα έχει σχεδόν ξεφύγει από τη φυσική κατάσταση των πραγμάτων και έχει καταστεί άυλη και αδιαπέραστα περίπλοκη, οι άνθρωποι και οι πολίτες μπορεί να υφίστανται μεγάλη βλάβη και ενίοτε οικονομική καταστροφή, ενώ μπορεί να κυριαρχούν διάφοροι απατεώνες, όπως ο Bernard Madoff στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.[57] Άλλωστε ο Καθηγητής W. McBride λέγει ότι τέτοιες καταστάσεις αναφαίνονται κυρίως εκεί που ως πρώτη ηθική και πολιτική αρχή τίθεται «η υπερμεγένθυση του κέρδους» (maximisation of profit).[58]
Όπως είναι εύλογο, με τις οικονομικές αντιλήψεις του Αριστοτέλη έχουν ασχοληθεί αρκετοί ερευνητές και μελετητές της ιστορίας[59]της οικονομίας και των οικονομικών θεωριών. Ορισμένοι εξ αυτών έτειναν στο να απαξιώσουν τις οικονομικές αντιλήψεις των Ελλήνων διανοητών και φιλοσόφων, ενώ άλλοι που είχαν ορθή κατανόηση των ελληνικών ιδεών και αντιλήψεων και εν γένει του πολιτισμού των Ελλήνων και δεν βασίζονταν απλώς σε ορισμένα μόνο χωρία, κακώς ερμηνευμένα, διατύπωσαν τη γνώμη για τη συμβολή των Ελλήνων διανοητών και φιλοσόφων στα της οικονομικής επιστήμης που αρχίζει με τον Ησίοδο[60] και τους άλλους Προσωκρατικούς, προχωρεί με τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα και φυσικά κορυφώνεται με τις αντιλήψεις του Αριστοτέλη στα Πολιτικά και Ηθικά Νικομάχεια.
Ο Ξενοφών[61] μάλιστα είχε τελείως παραγκωνισθεί και υποτιμηθεί. Είναι ευτύχημα ότι ο βαθυστόχαστος και σοφός Καθηγητής των οικονομικών και πολλάκις διατελέσας Υπουργός των Οικονομικών διαφορετικών κυβερνήσεων, Αθανάσιος Κανελλόπουλος, ασχολήθηκε εκτενώς με το εν λόγω ζήτημα και ανέτρεψε τις ενίοτε άκριτα και ίσως σκόπιμα προβαλλόμενες μειωτικές απόψεις για τις οικονομικές θέσεις των Ελλήνων διανοητών και αποκατέστησε τα πράγματα.[62] Η συμβολή του Αθαν. Κανελλόπουλου, εκτός των άλλων, συνίσταται στο ότι απέδειξε πως οι νεώτεροι ερευνητές που κα- λόπιστa μπορεί να υποτίμησαν την οικονομική διανόηση των Ελλήνων φαίνεται ότι έπραξαν τούτο, επειδή δεν κατενόησαν την ουσία του ελληνικού πολιτισμού και θέλησαν απλώς να δουν τα πράγματα της ελληνικής οικονομίας με τη δική τους τεχνική και λαθεμένη μέθοδο και με τον τρόπο θεώρησης των οικονομικών πραγμάτων που ξεχωρίζει ή αποξενώνει την οικονομία από την πολιτική και την ηθική. Στην αρχαία ελληνική διανόηση τα τρία αυτά πράγματα είναι στενά συνδεδεμένα και έχουν κοινή χρήση (σύγχρηση)[63] και μάλιστα η προτεραιότητα ανήκει στην ηθική, ακολουθεί η πολιτική που πραγματώνει τους στόχους της ηθικής και η οικονομία που είναι η ρύθμιση τω πραγμάτων της πολιτικής κοινωνίας με βάση την πολιτική και ηθική. Γι’ αυτό ακριβώς και ο Αριστοτέλης είναι κατά της επιδίωξης του ακόρεστου πλουτισμού και ο στόχος του είναι κατ εξοχήν ο μέτριος βίος, το ευ ζην που σημαίνει και το ευ ποιείν και ζην κατ’ αρετήν και τέλος η ευδαιμονία.
Το κατ’ αρετήν ζην σήμερα βέβαια δεν αναιρείται για τα άτομα, αλλά τα κοινω- νικοπολιτικά πράγματα έχουν μεταβληθεί,[64] εξαιτίας της ασύμμετρης οικονομικής παγκοσμιοποίησης, των περίπλοκων καταστάσεων που εξ αυτής αναφαίνονται και κυριαρχούν στα διεθνή και παγκόσμια ζητήματα και του ανελέητου και δυσχερώς ελεγχόμενου παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος, όπως γίνεται φανερό με όσα ήδη αναφέραμε.[65] Άλλωστε η κρίση στην οποία ζούμε και που φάνηκε εξ αφορμής της πτώχευσης της Lehman Brothers Bank (2008) έχει καταστήσει το πράγμα φανερό, αν και οι υπάρχοντες κανόνες και οι θεσμοί φαίνονται εν πολλοίς ανίσχυροι για τον αποτελεσματικό έλεγχο των τραπεζών και την προστασία των ανθρώπων, των εθνών και των λαών.
Δεδομένου του θεσμού της δουλείας και λαμβάνοντας υπόψη την αντίληψη για το τι είναι το έργο του πολίτη, το τραπεζικό σύστημα -με την έννοια της μεταβλητικής χρηματιστικής- δεν ήταν δυνατόν παρά να είναι στα χέρια των μη πολιτών (κυρίως των μετοίκων, τω δούλων και των απελεύθερων) που δρούσαν στην πολιτική κοινωνία της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο Αριστοτέλης είναι εσωτερικά συνεπής στις απόψεις του για την υφή, το σκοπό και το έργο της πολιτείας που κατ’ εξοχήν ενδιαφέρεται για όλους του ανθρώπους της πολιτικής κοινωνίας και τους πολίτες σύμφωνα με το κριτήριο της δικαιοσύνης και με τις αρχές της πολιτικής κοινωνίας που συγκροτούν την πολιτεία και διαφοροποιούν αυτή από τις παρεκβατικές πολιτείες. Η νεότερη πολιτική αντίληψη για την αυστηρή και συνταγματική διάκριση των εξουσιών εντός της πολιτείας (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική εξουσία), μολονότι έχει αρχαία αφετηρία και σύγχρονη εγκυρότητα, δεν φαίνεται ότι μπορεί απλά να αντιμετωπίσει και να ελέγξει τα πράγματα που προκύπτουν από τη δράση των ισχυρών, με παγκόσμια εμβέλεια, οικονομικών παραγόντων και χρηματιστηριακών συγκροτημάτων.
Το πρόβλημα δεν είναι απλώς γνωσιολογικό, αλλ’ είναι ταυτόχρονα αξιολογικό, πολιτικό και οικονομικό και γι’ αυτό οπωσδήποτε φιλοσοφικό που συνάπτεται με το σκοπό της πολιτείας και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων της πολιτικής κοινωνίας.
Επομένως οι απόψεις του Αριστοτέλη για την οικονομία, την πολιτική κοινωνία και την πολιτεία, μολονότι εσωτερικά συνεπείς και ως εκ τούτου έγκυρες, δεν είναι δυνατόν να συμφωνούν με τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων στην παγκόσμια οικονομία, αφού στηρίζονται σε άλλες, μολονότι σωστές κατά την γνώμη μου, ηθικές και μεταφυσικές προϋποθέσεις για το είναι και το σκοπό του ανθρώπου και της πολιτείας.
------------------------------
[1] Πολιτ. 1253a18-19, 25-26 : «και πρότερον δέ τη φύσει πόλις η οικία και έκαστος ήμων έστιν. οτι μέν ούν ή πόλις και φύσει και πρότερον η έκαστος, δηλον» και Πολιτ. 1253a29-30: «φύσει μέν ούν ή ορμή έν πασιν έπι τήν τοιαύτην κοινωνίαν».
Η άποψη για την προτεραιότητα της πόλεως έναντι του ατόμου στηρίζεται ως εξής: Ο άνθρωπος έχει φύση την ροπή προς κοινωνία. Μόνον στην πολιτική κοινωνία ο άνθρωπος μπορεί να αναπτύξει τις δυνατότητές του και να ολοκληρωθεί. Γι’ αυτό η πόλη ως πολιτική κοινωνία, μολονότι κάτι το ύστερον, έχει οντολογική και λογική προτεραιότητα.
[2] Ο Αριστοτέλης τονίζει τον φυσικό τρόπο γένεσης της πόλεως ως πολιτικής κοινωνίας και γι’ αυτό χρησιμοποιώ τη λέξη «φύεται», χωρίς με τούτο να θέλω να δηλώσω ότι η πόλις φυτρώνει, όπως ακριβώς φυτρώνουν τα φυτά ( θάμνοι, δένδρα κτλ), γιατί τότε δεν θα είχε νόημα η άποψή του που λέγει ότι «φύσει μέν οὖν ἡ ὁρμή ἐν πᾶσιν ἐπί τήν τοιαύτην κοινωνίαν· ὁ δέ πρῶτος συστήσας μεγίστων ἀγαθῶν αἴτιος» (Πολιτ. 1253a29-31) {Σε όλους τους ανθρώπους η ορμή προς μια τέτοια κοινωνία υπάρχει στη φύση τους και εκείνος δε που πρώτος συγκρότησε μια τέτοια (πολιτική) κοινωνία είναι αίτιος (δημιουργός) μεγίστων αγαθών}. Η θέση αυτή του Αριστοτέλη δείχνει ότι κάποιος άνθρωπος, ενεργών επιδέξια και έχοντας ορθή αντίληψη για τα ανθρώπινα πράγματα, συνέλαβε την ιδέα να δημιουργήσει την πολιτική κοινωνία με βάση την έννοια της δικαιοσύνης (Πολιτ. 1253a35-37). Κατά τον Πλάτωνα η πολιτική κοινωνία στηρίζεται στην αιδώ και στην δίκη (Πρωταγ. 322c 1-d5).
[3] Λέγει συναφώς ο Αριστοτέλης : « πάντα δέ τῷ ἔργῳ ὥρισται και τῇ δυνάμει» (Πολιτ.123a23). Η δε φύσις ενός όντος, και κυρίως του ανθρώπου, υπό κανονικές συνθήκες συνάπτεται αναπόφευκτα με το τέλος του, δηλαδή με το σκοπό που θέτει και που διέπει το έργο του.
[4] «.. ,ἐκ μορίων ἡ πόλις συνέστηκεν» (Πολιτ. 1253b1).
[5] Εξ αρχής λοιπόν, δηλαδή εκ των πραγμάτων, ο Σταγιρίτης φιλόσοφος ενώνει την πολιτική κοινωνία με την τελολογία, το είναι με το δέον και τον σκοπό της πολιτικής κοινωνίας (και της πολιτείας).
[6] Τα δύο συναφή χωρία για τη γένεση της πολιτείας στην Πολιτεία του Πλάτωνα έχουν ως ακολούθως:
(α) «Γίγνεται τοίνυν, ἦν δ’ ἐγώ, πόλις, ὡς ἐγᾦμαι, ἐπειδή τυγχάνει ἡμῶν ἕκαστος οὐκ αὐτάρκης, ἀλλά πολλῶν [ὤν] ἐνδεής ἤ τίν’ οἴει ἀρχήν ἄλλην πόλιν οἰκίζειν; Οὐδεμία, ἦ δ’ ὅς. Οὕτω δή ἄρα παραλαμβάνων ἄλλος ἄλλον, ἐπ’ ἄλλου, τόν δ’ ἐπ’ ἄλλου χρεία, πολλῶν δεόμενοι, πολλούς εἰς μίαν οἴκησιν ἀγείραντες κοινωνούς τε και βοηθούς, τούτῃ τῇ συνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα : ἦ γάρ; πάνυ μέν οὖν. Μεταδίδωσι δή ἀλλος ἄλλῳ, εἴ τι μεταδίδωσιν, ἤ μεταλαμβάνει, οἰόμενος αὑτῷ ἄμεινον εἶναι; πάνυ γε.» (Πολ. 369b5-c5).
(β) «Καί ὅς, εἰ δέ ὑῶν πόλιν, ὦ Σώκρατες, ἔφη, κατεσκεύαζες, τί ἄν αὐτάς ἄλλο ἤ ταῦΰτα ἔχορταζες; ἀλλά πῶς χρή, ῆν δ’ ἐγώ, ὦ Γλαύκων; ἅπερ νομίζεται, ἔφη: ἐπί τέ κλινῶν κατακεῖσθαι οἶμαι τούς μέλλοντας μή ταλαιπωρεῖΐσθαι, καί ἀπό τραπεζῶν δειπνεῖΐν, καί ὄψα ἅπερ καί οἱ νῦν ἐχουσι καί τραγήματα. Εἶεν, ἦν δ’ ἐγώ: μανθάνω. Οὐ πόλιν, ὡς ἔοικε, σκοποῦμεν μόνον ὅπως γίγνεται, ἀλλά καί τρυφῶσαν πόλιν». (Πολ.372ά4-372ο4)
[Μετάφραση του πρώτου (α) χωρίου: «Γεννιέται λοιπόν του απάντησα, η πόλις, καθώς εγώ νομίζω, επειδή ο καθένας από εμάς δεν είναι αυτάρκης αλλά χρειάζεται πολλά πράγματα . Ή μήπως νομίζεις ότι υπάρχει κάποια άλλη αρχή για τη δημιουργία της πόλεως (πολιτείας); Καμία είπε εκείνος .
Έτσι λοιπόν ο ένας παίρνει τον άλλον για κάποια υπηρεσία και άλλος για άλλη, επειδή χρειαζόμαστε πολλά πράγματα, συγκεντρωνόμαστε πολλοί σ’ ένα μέρος σαν σε κατοικία, ως κοινωνοί και βοηθοί, και σ’ αυτήν την συνοικία δίνουμε το όνομα «πόλις». Έτσι δεν συμβαίνει; Βεβαίως απάντησε εκείνος . Και μεταξύ των ανθρώπων ο ένας παίρνει και δίνει στον άλλον αυτό που νομίζει ότι είναι το καλύτερο γι’ αυτόν. (Πολ. 369b5-c50).]
[Μετάφραση του δεύτερου (β) χωρίου: «Και αυτός είπε, εάν Σωκράτη, δημιουργούσες μια πόλι για χοίρους (για γουρούνες) με τι άλλο θα τις έτρεφες; Γιατί, εσύ τί θα έκανες Γλαύκων; είπα.
Αυτά βέβαια που συνηθίζεται, είπε. Νομίζω ότι πρέπει να ξαπλώνουν σε κλίνες για να μην ταλαιπωρούνται, να τρώνε σε τραπέζια και να έχουν τα εδέσματα και τα γλυκά, όπως γίνεται και τώρα. Πολύ καλά, είπα εγώ, Καταλαβαίνω, όπως φαίνεται, ότι δεν εξετάζουμε τη γένεση της πόλεως αλλά και το πως γίνεται μια τρυφώσα πόλις (μια πόλη με ανέσεις)].
[7] Τούτο φαίνεται και από τους τίτλους των πρώιμων έργων του Αριστοτέλη, όπως Περί του πολιτικού και Περί δικαιοσύνης (βλέπε Κ. Γεωργούλη, Αριστοτέλης ο Σταγιρίτης, Θεσσαλονίκη 2000, σελ 77-83).
[8] Αριστοτέλους, Πολιτ. 1256b 29-30
[9] « Οὐ μόνον δ’ ἐκ πλειόνων ἀνθρώπων ἐστίν ἡ πόλις, ἀλλά καί ἐξ εἴδει διαφερόντων. οὐ γάρ γίνεται πόλις ἐξ ὁμοίων» (Πολιτ.1261 b23-26).
[10] Ως προς αυτό υπάρχει μόνον η διάκριση μεταξύ άρρενος και θήλεος.
[11] Πολιτ. 1256a40-41.
[12] Πολιτ. 1256a40-1256b9.
[13] Πολιτ. 1256b6-7«ώς αν ή χρεία συναναγκάζη, τούτον τον τρόπον διάγουσιν» . Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης δεν δέχεται ότι μόνον η χρεία εξαναγκάζει τον άνθρωπο να ζη κατ’ αυτόν ή κατ’ εκείνον τον τρόπο, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί την λέξη «συναναγκάζη», πράγμα που δείχνει ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν και άλλοι λόγοι που οδηγούν στην άλφα ή στη βήτα κατάσταση και τρόπο ζωής. Για αυτό χρησιμοποιεί τη λέξη «συναναγκάζη».
[14] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια 1094a1-26.
[15] Γι' αυτό, όπως παρατηρεί ο Crespo, o Αριστοτέλης με το όρο «χρεία» εννοεί τις ανάγκες «but it does not mean strict necessity but human need -often subjective. However, this subjectivity does not imply that the choice is capricious....chreia refers to what every individual views as justly needed» (Βλέπε Crespo Ricardo F., Philosophy of Economics. An Aristotelian Approach. Springer 2013, σελ. 12 και 22 ).
[16] Για το ότι η ελευθερία περί του αποφασίζειν, ενεργείν και πράττειν είναι κύριο στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού βλέπε συναφώς το έργο των Christian Meier και Kurt Raaflaub, A Culture of Freedom, Ancient Greece and the Origins of Europe, Oxford University Press, 2011.
[17] εί δ’ ουτω, πειρατέον τύπφ γε περιλαβεΐν αύτό τί ποτ’ έστϊ και τίνος των έπιστημων η δυνάμεων. δόξειε δ’ αν της κυριωτάτης και μάλιστα αρχιτεκτονικής. τοιαύτη δ’ ή πολιτική φαίνεται »(Ηθικ. Nuc1094a24-28).
[18] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια 1094da28b2: «τίνας γαρ είναι χρεών των έπιστημων έν ταΐς πόλεσι, και ποίας έκάστους μανθάνειν και μέχρι τίνος».
[19] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια 1094b7.
[20] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια 1144b4-8: «πὰσι γάρ δοκεῖ ἕκαστα τῶν ἠθῶν ὑπάρχειν φύσει πως καῖ τἆλλα ἔχομεν εὐθύς ἀκ γενετῆς· ἀλλ’ ὄμως ζητοῦμεν ἕτερόν τι τό κυρίως ἀγαθόν καί τά τοιαῦτα ἄλλον τρόπον ὑπάρχειν», το οποίο μεταφράζεται ως εξής: «Όλοι πράγματι οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι διάφορες επιμέρους μορφές χαρακτήρα υπάρχουν κατά κάποιο τρόπο μέσα στον άνθρωπο εκ φύσεως και ότι όλες τις άλλες ηθικές ιδιότητες έχουμε από την πρώτη στιγμή της γέννησής μας- όμως εμείς ζητούμε κάτι άλλο, το κατ’ έξοχήν αγαθό, και αυτού του είδους τα πράγματα υπάρχουν με έναν άλλο τρόπο».
[21] Πολιτ. 1264a14-21 «ἀλλ’ ὅσον (ἱκανόν) ἑκάστῳ πρός τό αὑτοῦ ἔργον. διό τόν μέν ἄρχοντα τελέαν ἔχειν δεῖ τήν ἠθικήν ἀρετήν».
Ο ρεαλιστής Αριστοτέλης δεν θα μπορούσε να υπερασπίσει την άποψη ότι ο ενάρετος βίος είναι μονοσήμαντος και είναι ο ίδιος για όλους. Η άποψή του για την ηθική διαβάθμιση του τρόπου ζωής των πολιτών είναι ορθή, χωρίς τούτο να είναι κάτι που μπορεί να συσχετισθεί αναγκαία με οικονομικούς και ταξικούς παράγοντες, Ομοίως αξίζει να τονισθεί ότι ο Αριστοτέλης δεν λέγει απλώς ότι οι πολίτες πρέπει να κάνουν το έργο τους, αλλά δίνει ιδιαίτερη σημασία στο πώς πράττουν τούτο, δηλαδή στο «εύ ποιεΐν».
Ακόμη πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης απαιτεί όπως ο άρχων (το πρόσωπο που ασκεί την πολιτική εξουσία) πρέπει να έχει την ηθική αρετή στην τελειότητά της, στην πληρότητά της. Το τί τούτο πράγματι σημαίνει διασαφείται με τα όσα λέγει και αναπτύσσει στα έργα του Ηθικά Νικομάχεια και Πολιτικά.
[22] Ο πολιτικός στην περίπτωση αυτή είναι ο κατ’ εξοχήν άνδρας της πολιτείας, που στην αγγλική αποδίδεται με τον όρο “statesman”.
[23] Πολιτ. 1278b3-6.
[24] «αδύνατον όμοίους είναι πάντας τούς πολίτας» (Πολιτ. 127b40).
[25] Πολιτ. 1277a1.
[26] Πολιτ. 1276b47.
[27] Αριστοτέλους Πολιτ. 1275a 22-23.
[28] Αριστοτέλους, Πολιτ. 1278a 15-16 «ἐπεί γάρ πλείους εἰσίν αἱ πολιτεῖαι, καί εἴδη πολίτου ἀναγκαῖον εἶναι πλείω».
[29] Η αριστοκρατική πολιτεία, η άριστη πόλις, είναι εκείνη στην οποία οι τιμές δίδονται «κατ'αρετήν» και «κατ’ αξίαν» (Πολιτ.. 1278 a20-21).
[30] «ἡ δέ βελτίστη πόλις οὐ ποιήσει βάναυσον πολίτην» (Πολιτ. 1278a9).
[31] Ο Αριστοτέλης λέγει ότι «οὐ γαρ οἷόν τ’ ἐπιτηδεῦσαι τά τῆς ἀρετῆς ζῶντα βίον βάναυσον ἤ θητικόν». (Πολιτ.1278a20-21). Η άποψη αυτή φαίνεται ότι έχει σχέση με την αντίληψη που έχουν στις αριστοκρατικές πολιτείες για την αρετή. Έτσι ό όρος «αρετή» εδώ χρησιμοποιείται με ευρύ περιεχόμενο και η αρετή δεν νοείται ως ηθική αρετή, αλλά ως κάποια δεξιότητα, ικανότητα και ιδιότητα που μπορεί να μην έχουν οι θήτες και οι ασκούντες βάναυση εργασία και της οποίας εργασίας τα αξιολογικά κριτήρια έχουν καθιερωθεί από την χρεία ή από κάποιες πρακτικές που δεν υπαγορεύονται μόνον από την ηθική per se, αλλά από την κοινωνική ηθική. Αν, π.χ, είναι αρετή το να παίζει κάποιος βιολί με σπουδαίο τρόπο και τούτο εκτιμάται πολύ στην αριστοκρατική πολιτική κοινωνία είναι προφανές ότι εκ των πραγμάτων η αρετή αυτή δεν είναι δυνατόν να αποκτηθεί και από τον χειρώνακτα εργάτη.
[32] ο Ξενοφών πρωταρχικά ορίζει τον όρο «οικονομία» ως εξής : «οικονόμου αγαθού εύ οίκεΐν τον έαυτου οίκον» και γενικά κάθε οίκον.(Ξενοφώντος, Οικονομικός 2)
[33] Αριστοτέλους Πολιτ. 1253b2 a-75
[34] Αριστοτέλους Πολιτ. 1255a 4-5
[35] Αριστ. Πολιτ. 1253b 16-23.
[36] Αριστ. Πολιτ. 1255 b31 «δεσποτική δ’ έπιστήμη έστϊν ή χρηστική δούλων».
[37] Αριστ. Πολιτ. 1255b 35-36.
[38] Αριστ. Πολιτ. 1256a 36-37.
[39] Αριστ. Πολιτ. 1256a 40-12.
[40] Αριστ Πολιτ. 1256b28 και Αριστ Πολιτ. b37-39.
[41] Αριστ Πολιτ. 1256b40-41.
[42] Αριστ Πολιτ 1257a1.
[43] Αριστ Πολιτ. 125723-24.
[44] Αριστ Πολιτ. 1257b36-38.
[45] Αριστ Πολιτ. 1258b 1.
[46] Αριστ Πολιτ. 1258b1-2
[47] Αριστ Πολιτ. 1258b2-8: «εὐλογώτατα μισεῖται ἡ ὀβολοστατική διά τό ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ νομίσματος εἶναι τήν κτῆσιν καί οὐκ ἐφ’ ὅπερ ἐπορίσθη. μεταβολῆς γάρ ἐγένετο χάριν, ὁ δέ τόκος αὐτό ποιεῖ πλέον (ὅθεν καί τοὔνομα τοῦτ’ εἴληφεν· ὅμοια γάρ τά τικτόμενα τοῖς γεννῶσιν αὐτά ἐστιν, ὁ δέ τόκος γίνεται νόμισμα ἐκ νομίσματος)· ὥστε καί μάλιστα παρά φύσιν οὗτος τῶν χρηματισμῶν ἐστιν».
Αξίζει ενταύθα να λεχθεί ότι ο Αριστοτέλης με τα όσα λέγει για το νόμισμα και την ανάγκη κυκλοφορίας του δια των συναλλαγών (μεταβολῆς γάρ ἐγένετο χάριν) φαίνεται να επισημαίνει το «παράδοξον της φειδούς» που νομίζεται ότι το πρώτον παρετηρήθη από τον Adam Smith (The wealth of the Nations, Dover Publications, Mineola, New York 1961, p. 1167), που πρόσεξε τα όσα γράφει ο Bernard Mandeville (The Fabble of the Bees-1714). H οβολοστατική λοιπόν που δηλώνει την ακινησία του νομίσματος είναι ακριβώς αντίθετη με την ουσία του νομίσματος, γι' αυτό και καταδικάζεται και μισείται.
[48] H άσκηση έργου υπό του ανθρώπου είναι βασικό κριτήριο για τον Αριστοτέλη, προκειμένου να εκτιμήσει την ποιότητα του τρόπου της ζωής του ανθρώπου.
[49] Γι’ αυτό άλλωστε και σήμερα στις ελεύθερες, ανοικτές και δημοκρατικές πολιτικές κοινωνίες τίθενται περιορισμοί σε σχέση με τα έργα και τις δραστηριότητες στις οποίες εμπλέκονται οι δικαστικοί, οι βουλευτές και άλλοι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι (μη συμμετοχή σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, σε εξωχώριες εταιρείες κτλ).
Στην Ελλάδα ο Νόμος 3849/2010, που είχε ψηφισθεί στη Βουλή με ευρεία πλειοψηφία, απαγόρευε καθολικά την συμμετοχή υπουργών και βουλευτών σε εξωχώριες εταιρείες και μάλιστα, εκτός των χρηματικών ποινών, προέβλεπε την αυτοδίκαιη έκπτωση από το αξίωμα του οποιουδήποτε παραβάτη. Ο δε ελλαδικός Αστικός Κώδικας (άρθ. 293 και 294) θέτει νομικές προϋποθέσεις για τον τόκο και τον τοκισμό.
[50] Αριστ. Πολιτ. 1259a20-21 και 1259 και 1259a 31-32.
[51] Αριστ, Πολιτ. 1259a35-36: «χρήσιμον δέ γνωρίζειν ταῦτα καί τοῖς πολιτικοῖς. πολλαῖς γάρ πόλεσι δεῖ χρηματισμοῦ και τοιούτων πόρων, ὥσπερ οἰκίᾳ, μᾶλλον δέ· διόπερ τινές καί πολιτεύονται τῶν πολιτευομένων ταᾶτα μόνον».
[52] Η διαφοροποίηση των πόλεων κρατών του ελληνικού κόσμου ως προς το είδος του πολιτεύματος (δημοκρατικές, ολιγαρχικές, τυραννικές πολιτείες), όπως είναι εύλογο, είχε δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος (δανεισμός, καταθέσεις, τόκος, νομισματικές συναλλαγές) το οποίο στην Αθηναίων πολιτεία ήταν στα χέρια των μετοίκων, των δούλων και των απελεύθερων. Για την τραπεζική κατάσταση στην Αθήνα και αλλαχού παίρνουμε έγκυρες πληροφορίες από τους λόγους των Αττικών ρητόρων (Δημοσθένους, Ισοκράτους, Αισχίνου και άλλων). Μάλιστα ο Ισοκράτης έχει γράψει λόγο που ονομάζεται «τραπεζιτικός» (Βλέπε Ισοκράτους, τραπεζιτικός, Εκδόσεις Παπύρου, Αθήναι 1975). Ο δε Δημοσθένης έχει λόγους καλουμένους «επιτροπικούς», όπως είναι ο λόγος που τιτλοφορείται «Προς Φορμίωνα περί δανείου» (Εκδόσεις Παπύρου, Αθήνα 1975) που στρέφεται κατά του Πασίωνος. Την σημαντικότερη δε τράπεζα στην Αθήνα φαίνεται ότι είχε ο Πασίων, παλαιός δούλος των τραπεζιτών Αντισθένους και Αρχεστράτου, που απελευθερώθηκε από αυτούς και ανέλαβε ως κύρια εργασία του την διοίκηση της τράπεζας. Στην τράπεζά του ήταν καταθέτης και ο πατέρας του Δημοσθένους (βλέπε: Ισοκράτους, τραπεζιτικός, έ.α., σελ 242). Ο Πασίων είχει κατηγορηθεί και ως καταχραστής, αφού, όπως είχαν τα πράγματα, η κατάθεση στην τράπεζα εγίνετο χωρίς μάρτυρες και επομένως η κατάχρηση ήταν κάτι το ευχερές (Για το τραπεζικό σύστημα στην αρχαία Ελλάδα βλέπε Κυριακόπουλου Ι. Παναγιώτη και Σκιαδιώτη Χ. Μαρία,Χρήμα, τράπεζες και δάνεια στην αρχαία Ελλάδα, Εκδόσεις Ν. και Σ. Μπασιούλα, Αθήνα 2015). Ομοίως βλέπε και Αναστασίου Καραγιάννη, Η αρχαιοελληνική πρωτοπορία στα οικονομικά, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2007, σελ 171-178.
[53] Αριστ Πολιτ. 1258b1.
[54] Αριστ Πολιτ. 1258b2 «εὐλογώτατα μισεῖται».
[55] Αριστ. Πολιτ. 1259a 3-6 «ἔτι δέ καί τά λεγόμενα σποράδην, δι’ ὧν ἐπιτετυχήκασιν ἔνιοι χρηματιζόμενοι, δεῖ συλλέγειν. πάντα γάρ ὠφέλιμα ταῦτ’ ἐστί τοῖς τιμῶσι τήν χρηματιστικήν».
[56] Ενίοτε οι βασικοί κανόνες και οι διαδικασίες μπορεί να μην είναι σαφείς ούτε να τηρούνται πάντοτε και μπορεί να μεταβάλλονται κατά τρόπον αδιόρατο.
[57] Βλέπε W. McBride, έ.α, σελ 187. Βλ. επίσης το περιοδικό The Hightower Lowdown 17, 7 (July 2015), σελ. 49.
[58] Έ.α, σελ 187.
[59] Βλέπε τη συναφή βιβλιογραφία: Barry Gordon, Economic Analysis before Adam Smith, MacMillan 1975, Joseph A. Schumpeter, History of Economic Analysis, N.Y Oxford University Press 1959, Χουμανίδη Α.Θ. Οικονομική Ιστορία και εξελίξεις των οικονομικών θεωριών, Παπαζήσης 1980, Α. Ανδρεάδη, Ιστορία της Ελληνικής δημόσιας οικονομίας, Αθήνα 1928, Joseph Spengler, Origins of Economic thought and justice, Southern Illinois University Press 1980. Brickhouse R. Η εξέλιξη της οικονομικής σκέψης από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα, Eκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2009.
Κατά την άποψή μου η πιο σημαντική μελέτη και έρευνα για την Ελληνική οικονομία είναι το έργο του Αθαν. Κανελλοπούλου, Σύγχρονες οικονομικές σκέψεις των αρχαίων Ελλήνων, επιμέλεια Νέδας Κανελλοπούλου, Εκδόσεις Ν. Σύνορα. Α. Α. Λιβάνης, Αθήνα 1996. Στο έργο αυτό σωστά εξαίρονται οι αντιλήψεις του Ξενοφώντα και του Αριστοτέλους για την οικονομία.
[60] Ο Ησίοδος, μολονότι δεν έχει ξεφύγει από τη μυθική διανόηση, εν τούτοις πολλά πράγματα σχετικά με την οικονομική ζωή τα αντιλαμβάνεται σωστά (ανταγωνισμός, αξία της εργασίας, σπουδαιότητα της δικαιοσύνης κλπ.). Ο Σόλων είναι μέγας πολιτικός (statesman) και βαθύς γνώστης των πραγμάτων της οικονομίας, της ηθικής και πολιτικής.
[61] Ο Ξενοφών κυρίως με τα έργα του Οικονομικός και Πόροι ή Περί προσόδων_δείχνει ότι έχει σωστή κατανόηση της ιδιωτικής και δημόσιας οικονομίας. Το έργο του Πόροι εξετάζει σημαντικά δημοσιονομικά θέματα, όπως η κυκλοφορία του χρήματος, το είδος των κινήτρων (υλικές και ηθικές αμοιβές), οι επενδύσεις κτλ. _
[62] Οι απόψεις του εκτίθενται στο μετά τον θάνατό του δημοσιευθέν έργο του με τίτλο Σύγχρονες οικονομικές σκέψεις των αρχαίων Ελλήνων, έ.α.
Αξίζει μάλιστα να τονισθεί ότι πέρασαν δώδεκα περίπου χρόνια από 1996 για να αναγνωρισθεί παγκοσμίως η συμβολή του Ξενοφώντα με την ομιλία Roger Myerson κατά τη λήψη του Βραβείου Νόμπελ της οικονομίας το 2007. Αυτό δείχνει το πόσο σημαντικές είναι οι απόψεις του Αθαν. Κανελλοπούλου για τον Ξενοφώντα, γράφοντα κατά την δεκαετία του 1990.
[63] Α. Κανελλόπουλου, έ.α. σελ. 46.
[64] Κατά τον Α. Κανελλόπουλο, γράφοντα κατά το 1990, η σύγχρηση των τριών αρχών ( ηθικής, πολιτικής και οικονομίας) που κυριαρχεί κατά την ελληνική αρχαιότητα φαίνεται ότι «βαθμιαία υιοθετείται από τους παράγοντες της πολιτικής, οικονομικής και ηθικής ζωής» (έ. α, σελ. 44) . Η άποψη του αυτή, μολονότι ορθή τότε, σήμερα, με την κατίσχυση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, φαίνεται να αναιρείται, λόγω του ανεπίτρεπτου ανταγωνισμού, που δεν είναι απλώς ανταγωνισμός της άμιλλας, αλλ’ ο ανελέητος οικονομικός ανταγωνισμός και το ανεπίτρεπτο και δυσεξέλεγκτο των χρηματιστηριακών καταστάσεων.
[65] Βλέπε τα όσα είπαμε σε συνάφεια με το άρθρο του William L. McBride για το χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)