ΤΟ ΑΝΑΡΘΡΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
§4.8. Το απαρέμφατο που δεν συνοδεύεται από άρθρο χρησιμοποιείται ως υποκείμενο ισοδύναμο με ονομαστική:
ΗΡΟΔ 3.81 ὁ μὲν εἴ τι ποιέει, γινώσκων ποιέει, τῷ δὲ οὐδὲ γινώσκειν ἔνι || διότι αυτός [ο τύραννος] ό,τι πράττει το πράττει εν γνώσει του, ενώ σε εκείνον [στον όχλο] δεν υπάρχει ούτε γνώση.
ΘΟΥΚ 1.5.2 οἷς κόσμος [ἐστὶ] καλῶς τοῦτο δρᾶν || για τους οποίους είναι τιμή να κάνουν τέτοιες πράξεις επιδέξια.
ΠΛ Μενεξ 247b εἶναι τιμὰς γονέων ἐκγόνοις καλὸς θησαυρός || για τους απογόνους είναι καλός θησαυρός το να υπάρχουν τιμές των προγόνων.
ΠΛ Πολ 555c πλοῦτον τιμᾶν καὶ σωφροσύνην ἅμα ἱκανῶς κτᾶσθαι ἐν τοῖς πολίταις ἀδύνατον || δεν μπορεί να εκτιμούν τον πλούτο και ταυτόχρονα να αποκτήσουν οι πολίτες σε επαρκή βαθμό την αρετή του επιθυμητικού.
ΛΥΚΟΥΡ 60 πόλεώς ἐστι θάνατος ἀνάστατον γενέσθαι || είναι θάνατος για τη πόλη το να εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της.
ΛΥΣ 1.8 κράτιστονοὖν μοι εἶναι δοκεῖ ἐξ ἀρχῆς ὑμᾶς διδάσκειν πάντα τὰ γενόμενα καὶ παραλείπειν μηδέν || πιστεύω ότι το καλύτερο είναι να σας εξιστορήσω όλα όσα έγιναν από την αρχή και να μην παραλείψω τίποτα.
§4.9. Με άναρθρο απαρέμφατο ως υποκείμενο συντάσσονται, όπως διαφαίνεται από τα προηγούμενα παραδείγματα, κυρίως απρόσωπα ρήματα και ισοδύναμες προς αυτά εκφράσεις. Ειδικότερα:
• Με άναρθρο τελικό απαρέμφατο ως υποκείμενο συντάσσονται τα ἔστι, ἔξεστι, δυνατόν ἐστι, οἷόν τέ ἐστι (= επιτρέπεται, είναι δυνατόν, μπορεί) και τα αντίθετά τους, τα δεῖ, χρή, ἀναγκαῖόν ἐστι (= πρέπει, είναι αναγκαίο), πρέπει, προσήκει (= αρμόζει), δοκεῖ, καλόν [κακόν], χαλεπόν, δίκαιόν ἐστι (= φαίνεται σωστό, είναι καλό [κακό], νόμιμο) κτό., γίγνεται, συμβαίνει, συμφέρει κτό.:
ΗΡΟΔ 1.183 ἐπὶ τοῦ χρυσέου βωμοῦ οὐκ ἔξεστι θύειν || πάνω στον χρυσό βωμό δεν επιτρέπεται να γίνεται θυσία.
ΠΛ Μεν 73c-e ἄρχειν οἷόν τ'εἶναι τῶν ἀνθρώπων || να μπορεί κανείς να κυριαρχεί στους ανθρώπους.
ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.11 ἀγαθοῖς ὑμῖν προσήκει εἶναι || σας ταιριάζει να είστε γενναίοι.
ΠΛ Μεν 90b δίκαιον ζητεῖν ἀρετῆς πέρι διδασκάλους είναι νόμιμο να ερευνήσει κανείς το σχετικό με τους δασκάλους της αρετής ερώτημα.
ΠΛ Πολ 375d καὶ οὕτω δὴ συμβαίνει ἀγαθὸν φύλακα ἀδύνατον γενέσθαι || και έτσι προκύπτει ότι είναι αδύνατο να υπάρξει καλός φύλακας.
ΘΟΥΚ 1.23.1 παθήματαξυνηνέχθη γενέσθαι ἐν αυτῷ [τῷ πολέμῳ] τῇ Ἑλλάδι, οἷα οὐχ ἕτερα ἐν ἴσῳ χρόνῳ || και έτυχε να πάθει η Ελλάδα σε αυτόν τον πόλεμο τέτοιες συμφορές όσες δεν έπαθε σε ίσο χρονικό διάστημα.
• Με άναρθρο ειδικό απαρέμφατο ως υποκείμενο συντάσσονται λεκτικά ρήματα όπως λέγεσθαι, ἀγγέλεσθαι, μνημονεύεσθαι, ὁμολογεῖσθαι, νομίζεσθαι κτό.
ΗΡΟΔ 3.26 ἐς τοῦτον τὸν χῶρον λέγεται ἀπικέσθαι τὸν στρατόν || λέγεται ότι σε αυτόν τον τόπο έφτασε ο στρατός.
ΗΡΟΔ 6.138 νενόμισται ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα τὰ σχέτλια ἔργα πάντα Λήμνια καλέεσθαι επικράτησε σε όλη την Ελλάδα τα ειδεχθή εγκλήματα να τα αποκαλούν Λήμνια.
ΠΛ Φαιδ 72a ὁμολογεῖται ἄρα ἡμῖν καὶ ταύτῃ τοὺς ζῶντας ἐκ τῶν τεθνεώτων γεγονέναι || υπάρχει λοιπόν και ως προς αυτό το σημείο μεταξύ μας συμφωνία, ότι οι ζωντανοί προέρχονται από τους πεθαμένους.
ΙΣΟΚΡ 4.23 ὁμολογεῖται τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι || αναγνωρίζεται ότι η πόλη μας είναι η πιο αρχαία.
Τα συγκεκριμένα ρήματα όμως μπορούν να έχουν και προσωπική σύνταξη.
ΘΟΥΚ 2.47.3 οὐ μέντοι τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο γενέσθαι || πουθενά δεν θυμόταν κανείς να παρουσιάστηκε τόσο φοβερή αρρώστεια ούτε να αφάνισε τόσους ανθρώπους.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.3.30 ὁ Ἀσσύριος εἰς τὴν χώραν ἐμβαλεῖν ἀγγέλλεται || αναγγέλεται ότι ο βασιλιάς της Ασσυρίας θα εισβάλει στη χώρα.
§4.10. Το απαρέμφατο χωρίς άρθρο χρησιμοποιείται και ως κατηγορούμενο σε συνάρτηση με το ἐστί στην περίπτωση ορισμών (προπαντός σε φιλοσόφους όπως ο Πλάτων):
ΠΛ Γοργ 476d τὸ δίκην διδόναι πότερον πάσχειν τί ἐστιν ἢ ποιεῖν; || το να τιμωρείται κάποιος είναι κάτι παθητικό ή ενεργητικό;
ΠΛ Κρατ 408a τὸ δὲ λέγειν δή ἐστιν εἴρειν || το να μιλάει κανείς είναι το ίδιο με το να βάζει τις λέξεις σε μια σειρά.
ΠΛ Θεαιτ 163d ἆρα τὸ ὁρᾶν οὐκ αἰσθάνεσθαι λέγεις; (χωρίς το λέγεις η φράση θα είχε: τὸ ὁρᾶν ἐστιν αἰσθάνεσθαι) || άραγε δεν λες ότι το να βλέπει κανείς σημαίνει [= είναι το ίδιο με το να] το να αντιλαμβάνεσαι; (το να βλέπει κανείς σημαίνει [= είναι το ίδιο με το να] το να αντιλαμβάνεται).
§4.11. Το άναρθρο απαρέμφατο χρησιμοποιείται ως επεξήγηση σε ένα προηγούμενο ουσιαστικό ή μιαν αντωνυμία:
ΟΜΗΡ Ιλ 12 243 εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης || ένα είναι το καλύτερο προφητικό σημάδι, να υπερασπίζεται κανείς την πατρίδα του.
ΙΣΟΚΡ 4.38 ἀρχὴν μὲν ταύτην ἐποιήσατο τῶν εὐεργεσιῶν, τροφὴν τοῖς δεομένοις εὑρεῖν || πρόσφερε αυτήν ως πρώτη ευεργεσία, βρήκε δηλαδή τροφή για όσους την είχαν ανάγκη.
ΠΛ Συμπ 192d ἆρά γε τοῦδε ἐπιθυμεῖτε, ἐν τῷ αὐτῷ γενέσθαι ὅ,τι μάλιστα ἀλλήλοις; || θέλετε μήπως αυτό; να μείνετε δηλαδή ενωμένοι όσο πιο σφιχτά γίνεται ο ένας με τον άλλον;
ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.1.15 μὴ πάθωμεν ἅπερ πολλοὺς μὲν λέγουσιν ἐν θαλάττῃ πεπονθέναι, διὰ τὸ εὐτυχεῖν οὐκ ἐθέλοντας παύσασθαι πλέοντας ἀπολέσθαι μήπως πάθουμε όσα ακριβώς λέγεται πως έχουν πάθει εκείνοι που ταξιδεύουν στη θάλασσα, που καταστράφηκαν δηλαδή προσπαθώντας να πλουτίσουν γιατί δεν ήθελαν να πάψουν να ταξιδεύουν στη θάλασσα.
§4.12. Το απαρέμφατο χωρίς άρθρο χρησιμοποιείται ως αντικείμενο σε συνάρτηση με πολλές κατηγορίες ρημάτων. Τα κυριότερα από αυτά είναι:
(α) Τα ρήματα που σημαίνουν τη σκέψη και την εκφορά της, όπως τα λογίζεσθαι, διανοεῖσθαι, τα λεκτικά λέγειν, φάναι, μνημονεύειν, ὁμολογεῖν κ.ά., τα δοξαστικά όπως το δοκεῖν, ἡγεῖσθαι, οἴεσθαι, νομίζειν, φαίνεσθαι, ὑποπτεύειν, κ.ά. Επίσης τα πυνθάνεσθαι, ὀμνύναι, ὑπισχνεῖσθαι, ἐλπίζειν, ἀπειλεῖν, αἰτιᾶσθαι, κ.ά. Το απαρέμφατο εδώ είναι κατά κανόνα ειδικό:
ΞΕΝ ΚΑναβ 2.2.13λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι ἐς κώμας τῆς Βαβυλωνίας χώρας || λογάριαζαν ότι θα φτάσουν με τη δύση του ηλίου σε κάποια χωριά της Βαβυλωνίας.
ΠΛ Πρωτ 324b τοιαύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν || έχοντας αυτά κατά νου σκέφτεται ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί.
ΠΛ Γοργ 470e τὸν μὲν καλὸν κἀγαθὸν ἄνδρα καὶ γυναῖκα εὐδαίμονα εἶναί φημι, τον δὲ ἄδικον καὶ πονηρὸν ἄθλιον || θα πω ότι ο ολοκληρωμένος άνδρας και η γυναίκα με αρχοντιά είναι ευτυχισμένος, ο άδικος και ο ανήθικος δυστυχισμένος.
ΗΡΟΔ 1.34 Κροῖσος ἐνόμιζε ἑωυτὸν εἶναι ἀνθρώπων ἁπάντων ὀλβιώτατον || ο Κροίσος πίστευε πως είναι ο πιο ευτυχισμένος από όλους τους ανθρώπους.
ΗΡΟΔ 1.8 οὔ σε δοκέω πείθεσθαι δεν νομίζω πως πείθεσαι.
ΞΕΝ ΚΑναβ 1.3.1 ὑπώπτευον ἤδη ἐπὶ βασιλέα ἰέναι || υποπτεύονταν πλέον ότι πήγαιναν εναντίον του βασιλιά της Περσίας.
ΗΡΟΔ 1.62 ἐπύθοντο αὐτὸν πορεύεσθαι ἐπὶ τὸ ἄστυ || έμαθαν ότι βαδίζει προς την πόλη.
ΞΕΝ Ελλ 5.4.7 ἠπείλησαν ἀποκτεῖναι ἅπαντας || απείλησαν ότι θα τους σκότωναν όλους.
ΠΛ Πρωτ 333d τὸν λόγον ᾐτιᾶτο δυσχερῆ εἶναι || διατεινόταν ότι η πρόταση ήταν δύσκολη.
Αμφίσημες είναι περιπτώσεις όπως π.χ. αυτές του ὀμνύναι, ὑπισχνεῖσθαι, οι οποίες μπορούν να αποδοθούν και με τελικές προτάσεις:
ΞΕΝ ΚΑναβ 7.6.43 Σεύθης ὑπισχνεῖται αὐτῷ ἀποδώσειν τὰ χωρία τὰ ἐπὶ τῇ θαλάττῃ || ο Σεύθης υπόσχεται ότι θα του παραχωρήσει τα παραθαλάσσια μέρη, αλλά και: υπόσχεται να του του παραχωρήσει τα παραθαλάσσια μέρη.
ΞΕΝ ΚΑναβ 2.5.39 ὀμόσαντες ἡμῖν τοὺς αὐτοὺς φίλους καὶ ἐχθροὺς νομιεῖν || μας ορκιστήκατε ότι θα θεωρείτε τους ίδιους φίλους και εχθρούς, αλλά και: μας ορκιστήκατε να θεωρείτε τους ίδιους φίλους και εχθρούς.
Η άρνηση στα απαρέμφατα που εξαρτώνται από ρήματα που εκφράζουν τη σκέψη και την εκφορά της είναι κατά κανόνα οὐ. Τα λεκτικά ρήματα ενδέχεται ωστόσο να εκφράζουν και μιαν επιθυμία, όπως στην πρόταση:
ΞΕΝ ΚΑναβ 1.3.8 ὁ [Κλέαρχος] πέμπων αὐτῷ [Κύρῳ] ἄγγελον ἔλεγε θαρρεῖν || ο Κλέαρχος στέλνοντας έναν αγγελιοφόρο έλεγε στον Κύρο να έχει θάρρος.
και τότε η άρνηση σε μιαν αντίστοιχη αρνητική εκφορά είναι μή, όπως π.χ. στην πρόταση:
ΘΟΥΚ 2.5.5 ἔλεγον αὐτοῖς μὴ ἀδικεῖν || τους έλεγαν να μη αδικοπραγούν.
Άρνηση μὴ δέχονται όμως και τα απαρέμφατα που εξαρτώνται από ρήματα όπως το ἐλπίζειν, ὑπισχνεῖσθαι, ἐπαγγέλλεσθαι, ὀμνύναι κτό. Τα απαρέμφατα αυτά εκφέρονται σε μέλλοντα όταν το περιεχόμενό τους πρόκειται να συμβεί στο μέλλον και μπορεί να είναι, όπως προαναφέρθηκε, τόσο ειδικά όσο και τελικά:
ΞΕΝ ΚΑναβ 1.2.2 [Κῦρος ὑπέσχετο τοῖς φυγάσι] μὴ πρόσθεν παύσεσθαι πρὶν αὐτοὺς καταγάγοι οἴκαδε || ο Κύρος υποσχέθηκε στους εξόριστους ότι δεν θα [ή: να μην] σταματήσει τον πόλεμο πριν τους επαναφέρει στην πατρίδα τους.
ΞΕΝ ΚΑναβ 2.2.8 ὤμοσαν οἵ τε Ἕλληνες καὶ ὁ Ἀριαῖος μή προδώσειν ἀλλήλους || οι Έλληνες και ο Αριαίος ορκίστηκαν ότι δεν θα [ή: να μην] προδώσουν ο ένας τον άλλον.
(β) Τα εφετικά ρήματα, αυτά δηλαδή που δηλώνουν βούληση και επιθυμία με την στενότερη και ευρύτερη σημασία καθώς και τα αντίθετά τους, όπως π.χ. τα βουλητικά βούλομαι, ἐθέλω, μέλλω, ἐπιθυμῶ, γλίχομαι, ὀρέγομαι, ἀξιῶ, δικαιῶ, ζητῶ, προθυμοῦμαι, πειρῶμαι, μελετῶ, βουλεύομαι, διανοοῦμαι, (προ)αἱροῦμαι, ψηφίζομαι, παρασκευάζομαι. Τατολμῶ, θαρρῶ, ὑπομένω, εἴωθα κ.ά. από τη μια, τα δέδοικα, φοβοῦμαι, ἐλπίζω, εὐλαβοῦμαι, φεύγω, ὀκνῶ, αἰσχύνομαι κτό. από την άλλη. Ακόμη τα αἰτῶ, αἰτοῦμαι, δέομαι, ἱκετεύω. Τα κελευστικά ή προτρεπτικά κελεύω, παραινῶ, προτρέπω, πείθω, συμβουλεύω, νουθετῶ, ἐπιτάττω, προστάττω, διακελεύομαι, παρακελεύομαι, παραγγέλλω, ἀναγκάζω κτό., τα ρήματα που σημαίνουν λέγω με τη σημασία του κελεύω (= διατάζω), όπως τα: λέγω, φράζω, φωνῶ. Τα κωλυτικά ἀπαγορεύω, ἔχω, κωλύω, εἴργω, ῥύομαι κτό. Τα ἐῶ, συγχωρῶ, ἀφίημι, ἐπιτρέπω, ἀμελῶ κ.ά. Το απαρέμφατο εδώ είναι τελικό:
ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.3.4 Ἀστυάγης […] βουλόμενος τὸν παῖδα ὡς ἥδιστα δειπνεῖν || ο Αστυάγης επειδή ήθελε να απολαμβάνει το παιδί όσο γίνεται πιο πολύ το δείπνο.
ΠΛ Πρωτ 312b οἶσθα οὖν ὃ μέλλεις πράττειν […] μέλλεις τὴν ψυχὴν τὴν σαυτοῦ παρασχεῖν θεραπεῦσαι ἀνδρὶ σοφιστῇ; || ξέρεις τάχα τι πας να κάνεις […] να εμπιστευτείς τη φροντίδα της ψυχής σου σε έναν άνδρα που είναι σοφιστής;
ΔΗΜ 18.207 τῆς τιμῆς ἐμὲ ἀποστερῆσαι γλίχεται || επιθυμεί να μου αποστερήσει την τιμή.
ΔΗΜ 18.34 ἀξιῶ καὶ δέομαι τοῦτο μεμνῆσθαι παρ' ὅλον τὸν ἀγῶνα || ζητώ και παρακαλώ να το θυμάστε αυτό σε όλη τη διάρκεια της δίκης.
ΗΡΟΔ 6.100 ἐβουλεύοντο ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν || ήθελαν να εγκαταλείψουν την πόλη.
ΘΟΥΚ 2.34.8 Περικλῆς ὁ Ξανθίππου ᾑρέθη λέγειν || ο Περικλής, ο γιος του Ξανθίππου επιλέχθηκε για να εκφωνήσει τον λόγο.
ΠΛ Φιλ 28b οὐκοῦν ὑπὲρ ἐμοῦ σύ, Πρώταρχε, προῄρησαι λέγειν; || Εσύ, Πρώταρχε, δεν διάλεξες να απαντήσεις για λογαριασμό μου;
ΗΡΟΔ 5.97 Ἀθηναῖοι ἐψηφίσαντο εἴκοσι νέας ἀποστεῖλαι || οι Αθηναίοι αποφάσισαν να στείλουν είκοσι πλοία.
ΠΛ Λαχ 186d καθάπερ ἄρτι Λάχης μὴ ἀφίεσθαί σε ἐμοῦ διακελεύετο ἀλλὰ ἐρωτᾶν, καὶ ἐγὼ νῦν παρακελεύομαί σοι μὴ ἀφίεσθαι Λάχητος μηδὲ Νικίου || όπως μόλις προηγουμένως ο Λάχης σου ζήτησε να μη με αφήσεις αλλά να με ρωτήσεις, έτσι τώρα και εγώ σου ζητώ να μην αφήσεις τον Λάχη ούτε τον Νικία.
ΘΟΥΚ 3.15.2 τοῖς ξυμμάχοις κατὰ τάχος ἔφραζον ἰέναι ἐς τὸν Ἰσθμόν || διέταξαν τους συμμάχους να πάνε το γρηγορότερο στον Ισθμό.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.8.6 οὐδέ γε ἀθροίζεσθαι εἰς βασιλικὴν στρατείαν θαρροῦσι || ούτε τολμούν να καταταχθούν στον βασιλικό στρατό.
ΠΛ Γοργ 457e φοβοῦμαι διελέγχειν σε || φοβάμαι να σε αντικρούσω.
ΞΕΝ ΚΑναβ 2.3.22 ᾐσχύνθημεν καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους προδοῦναι αὐτόν || ντραπήκαμε και θεούς και ανθρώπους να τον προδώσουμε.
ΙΣΑΙΟΣ 6.40 οὐδὲ τότε ἠφίουν εἰσιέναι || ούτε τότε τις άφηναν να μπουν [την κόρη και τη γυναίκα του Ευκτήμονα].
ΞΕΝ ΚΑναβ 2.4.3 ἀμελήσας ἐρωτᾶν τὸν θεόν || παραμέλησα να ρωτήσω τον θεό.
ΔΗΜ 23.52 φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος || κανένας νόμος δεν απαγορεύει να καταφεύγει.
ΗΡΟΔ 7.11 τοῦτό σε ῥύσεται μηδένα ἄξιον μισθὸν λαβεῖν || αυτό θα σε γλυτώσει από τον κίνδυνο να πληρώσεις όπως σου άξιζε.
Η άρνηση σε αυτά τα εξαρτώμενα από εφετικά ρήματα απαρέμφατα είναι μή.
(γ) Τα δυνητικά ρήματα, αυτά δηλαδή που σημαίνουν μπορώ, έχω τη δύναμη, είμαι ικανός, κατάλληλος, έτοιμος, γνωρίζω, ξέρω να κάνω κάτι, είμαι επιδεκτικός σε κάτι, καθώς και τα αντίθετά τους, όπως τα δύνασθαι, οἷός τ' εἰμί, ἐπίστασθαι, εἰδέναι κτό. Επίσηςτο πέφυκα και τα εἰμί, πάρειμι, όταν έχουν τη σημασία "είμαι από τη φύση μου ικανός, κατάλληλος για κάτι". Το απαρέμφατο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τελικό:
ΠΛ Συμπ 201c σοὶ οὐκ ἂν δυναίμην ἀντιλέγειν || δεν θα μπορούσα να τα βάλω μαζί σου στη συζήτηση.
ΞΕΝ Ιερ 4.9 τοῖς ἰδιώταις ἔξεστι τὰς δαπάνας συντέμνειν, τοῖς δὲ τυράννοις οὐκ ἐνδέχεται || οι ιδιώτες έχουν τη δυνατότητα να περικόπτουν όσο θέλουν τις καθημερινές τους δαπάνες, ενώ οι τύραννοι δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο.
ΑΡ Σφ 989 κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταμαι || δεν ξέρω να παίζω κιθάρα [μεταφορικά: είμαι άμουσος και απαίδευτος].
ΕΥΡ Ιππ 566-7 τἀμὰ δ' οὐκ ἐπίσταται μέλαθρα ἀπωθεῖν οὐδ' ἀτιμάζειν ξένους || το παλάτι μου δεν ξέρει να διώχνει ούτε να προσβάλει τους φιλοξενούμενους.
ΘΟΥΚ 4.61.4 πέφυκε τὸ ἀνθρώπειον διὰ παντὸς ἄρχειν μὲν τοῦ εἴκοντος, φυλάσσεται δὲ τὸ ἐπιόν || η φύση του ανθρώπου είναι πάντα να κυριαρχεί σε ό,τι υποχωρεί και να φυλάγεται από ό,τι επιτίθεται.
(δ) Τα ρήματα που σημαίνουν διδάσκω και μαθαίνω, όπως διδάσκειν, μανθάνειν, μελετᾶν, παιδεύειν. Το απαρέμφατο δηλώνει εδώ το περιεχόμενο ή τον σκοπό της διδασκαλίας και τη μάθησης. Και σε αυτές τις περιπτώσεις το απαρέμφατο είναι τελικό:
ΞΕΝ Κυν 12.14 παίδευσις καλὴ διδάσκει χρῆσθαι νόμοις καὶ λέγειν περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀκούειν || μια καλή παιδεία διδάσκει κάποιον να τηρεί τους νόμους και να μιλά και να ακούει για τη δικαιοσύνη.
ΑΙΣΧ ΠρΔ 1068 τοὺς προδότας μισεῖν ἔμαθον || έμαθα να μισώ τους προδότες.
ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.25 ἂν ἅπαξ μάθωμεν ἀργοὶ ζῆν καὶ ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν || έτσι και μάθουμε μια φορά να ζούμε χωρίς να κάνουμε τίποτα και να περνάμε τη ζωή μας μέσα στην αφθονία.
ΠΛ Φαιδ 67e οἱ ὀρθῶς φιλοσοφοῦντες ἀποθνῄσκειν μελετῶσιν || εκείνοι που επιδίδονται στη φιλοσοφία με τον σωστό τρόπο εφαρμόζουν [στην πράξη] τον θάνατο.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.3.13 πεπαίδευνται καὶ πρὸς λιμὸν καὶ δίψαν καὶ πρὸς ῥῖγος καρτερεῖν || έχουν μάθει να αντέχουν και την πείνα και τη δίψα και το κρύο.
§4.13. Το απαρέμφατο χωρίς άρθρο χρησιμοποιείται ως συμπληρωματικός προσδιορισμός της έννοιας του κυρίως ρήματος, αλλά και ενός ουσιαστικού ή επιθέτου, αντίστοιχος με πτωτικό προσδιορισμό, κυρίως με τις εξής σημασίες:
(α) Τελικό απαρέμφατο του σκοπού ή του αποτελέσματος. Η χρήση αυτή είναι η παλαιότερη και πιο συχνή χρήση του απαρεμφάτου και υπόκειται σε όλες τις άλλες. Το απαρέμφατο αποδίδει εδώ το σκοπό και το επιδιωκόμενο ή δυνατό αποτέλεσμα μιας πράξης ή κίνησης που δηλώνεται με το κυρίως ρήμα της πρότασης (πρβ. στο τέταρτο παράδειγμα, ΘΟΥΚ 1.128.3, τον παραλληλισμό μεταξύ του ἐπὶ τὸν και του πράσσειν):
ΟΜ Ιλ 4.199 βῆ δ' ἰέναι κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων || ξεκίνησε για να πάει στον στρατό των χαλκοθώρακων Αχαιών.
ΟΜ Ιλ 2.107 αὐτὰρ ὃ αὖτε Θυέστ' Ἀγαμέμνονι λεῖπε [σκῆπτρον] φορῆναι || και ο Θυέστης πάλι το άφησε κληρονομιά στον Αγαμέμνονα για να το φέρει.
ΗΡΟΔ 6. 23 τοὺς δὲ κορυφαίους αὐτῶν τριηκοσίων ἔδωκε τοῖσι Σαμίοισι κατασφάξαι || και τους τριακόσιους προύχοντες της πόλης τους παρέδωσε στους Σαμίους για να τους κατασφάξουν.
ΘΟΥΚ 1.128.3 ἀφικνεῖται ἐς Ἑλλήσποντον, τῷ μὲν λόγῳ ἐπὶ τὸν Ἑλληνικὸν πόλεμον, τῷ δὲ ἔργῳ τὰ πρὸς βασιλέα πράγματα πράσσειν || έφτασε στον Ελλήσποντο σύμφωνα με τις δηλώσεις για τον Ελληνικό πόλεμο, στην πραγματικότητα όμως για να ενεργήσει προς το συμφέρον του βασιλιά των Περσών.
ΠΛ Απολ 33b ὁμοίως καὶ πλουσίῳ καὶ πένητι παρέχω ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν || προσφέρω τον εαυτό μου για να με ρωτάνε εξίσου στον πλούσιο και τον φτωχό.
ΞΕΝ ΚΑναβ 5.2.1 τὸ δὲ ἥμισυ (τοῦ στρατεύματος) κατέλιπε φυλάττειν τὸ στρατόπεδον || το άλλο μισό του στρατιωτικού σώματος το άφησε για να φυλάει το στρατόπεδο.
ΙΣΟΚΡ 4.87 ἠπείχθησαν μετασχεῖν τῶν κινδύνων || βιάστηκαν για να λάβουν μέρος στη μάχη.
ΙΣΑΙΟΣ 8.8 ἐπεὶ συνοικεῖν εἶχεν ἡλικίαν όταν έφτασε σε ηλικία για να παντρευτεί.
ΞΕΝ ΚΑναβ 5.2.12 τοὺς ἐπιτηδείους ἔπεμψεν τούτων ἐπιμεληθῆναι έστειλε τους κατάλληλους άνδρες για να επιβλέπουν.
Από την εξασθένιση του γλωσσικού αισθήματος για τον τελικό χαρακτήρα αυτών των απαρεμφάτων προήλθε η εκφορά τους με το ὥστε:
ΘΟΥΚ 1.119.1 δεηθέντες […] ἑκάστων ἰδίᾳ ὥστε ψηφίσασθαι τὸν πόλεμον || είχαν παρακαλέσει κάθε συμμαχική πολιτεία χωριστά να ψηφίσει για να πολεμήσουν (για τον πόλεμο).
ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.3.19 πάνυ μοι ἐμέλησεν ὥστε εἰδέναι ὁπόσον κατεῖχον χωρίον || φρόντισα πολύ για να εξακριβώσω πόση έκταση είχε η παράταξή τους.
(β) Απαρέμφατο του κατά τι ή της αναφοράς, θεωρείται κυρίως το απαρέμφατο που συντάσσεται με επίθετα όπως τα ἀγαθός, ἄξιος, δεινός, ἐπιτήδειος, ἡδύς, ῥᾴδιος, χαλεπός κτό. Το απαρέμφατο δηλώνει στην χρήση αυτήν το ορισμένο πεδίο όπου κάποιος είναι άξιος κ.τ.λ. (πρβ. στο πρώτο και το δεύτερο παράδειγμα τον παραλληλισμό αιτιατικής [βουλήν, μάχην] και απαρεμφάτου [μάχεσθαι, ἰδεῖν]):
ΟΜ Ιλ 1.258 οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν, περὶ δ' ἐστὲ μάχεσθαι || που ξεπερνάτε τους Δαναούς στη φρόνηση και στο να μάχεστε (στη μαχητικότητα).
ΑΙΣΧ Περσ 27 φοβεροὶ μὲν ἰδεῖν, δεινοὶ δὲ μάχην || φοβεροί στο να τους βλέπει κανείς, τρομεροί στη μάχη.
ΞΕΝ Οικ 6.9 αὕτη ἡ ἐργασία μαθεῖν τε ῥᾴστη ἐδόκει εἶναι καὶ ἡδίστη ἐργάζεσθαι || η εργασία αυτή μας φαινόταν η πιο εύκολη ως προς την εκμάθηση και η πιο ευχάριστη ως προς την επιτέλεση.
ΘΟΥΚ 1.138.3 ἦν Θεμιστοκλῆςἄξιος θαυμάσαι || ο Θεμιστοκλής ήταν αξιοθαύμαστος.
ΞΕΝ ΚΑναβ 2.6.9 καὶ γὰρ ὁρᾶν στυγνὸς ἦν || διότι ήταν αποκρουστικός στο να τον βλέπει κανείς.
ΠΛ Πρωτ 328a-b κἂν εἰ ὀλίγον ἔστιν τις ὅστις διαφέρει ἡμῶν προβιβάσαι εἰς ἀρετήν, ἀγαπητόν || αν υπάρχει κανείς που να μας ξεπερνάει, και λίγο έστω, στο να δείχνει τον δρόμο προς την αρετή, είναι κάτι που πρέπει να δημιουργεί ικανοποίηση.
§4.14. Το Η απόλυτη χρήση του άναρθρου απαρεμφάτου (ή το "απόλυτο" απαρέμφατο). Σε αντίθεση προς τις προηγούμενες χρήσεις του όπου είναι εξαρτημένο από ένα ρήμα, ουσιαστικό ή επίθετο, υπάρχουν και μερικά απαρέμφατα που δεν εξαρτώνται από οποιοδήποτε μέρος της πρότασης. Κατά την ανεξάρτητη, "απόλυτη" αυτή χρήση, το απαρέμφατο δεν φαίνεται να ανήκει στη συντακτική δομή της υπόλοιπης πρότασης, Η λειτουργία του είναι εδώ να τροποποιεί μια μεμονωμένη έκφραση ή να περιορίζει την ισχύ του περιεχομένου ολόκληρης της πρότασης (γι'αυτό και το απαρέμφατο αυτό αποκαλείται και "περιοριστικό"). Τέτοια απαρέμφατα είναι συνήθως στερεότυπες εκφράσεις όπως ἐμοὶ δοκεῖν, ἑκὼν εἶναι, κατὰ δύναμιν εἶναι, ὀλίγου, μικροῦ δεῖν, συνελόντι εἰπεῖν κτό. Και αυτή η χρήση μπορεί να αναχθεί στην θεμελιώδη τελική - αποτελεσματική λειτουργία του απαρεμφάτου (ἐμοὶ δοκεῖν = για μένα ως κριτή):
ΗΡΟΔ 3.45 λέγοντες, ἐμοὶ δοκέειν, οὐκ ὀρθῶς || μιλώντας, όπως μου φαίνεται, εσφαλμένα.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.2.15 οὐδὲ μὴν φίλοις οὐδὲ ξένοις ἑκὼν εἶναι γέλωτα παρέχεις || ούτε βέβαια τους φίλους ούτε τους ξένους τους κάνεις να γελούν με τη θέλησή σου.
ΙΣΑΙΟΣ 2.32 ὠμόσαμεν εὖ ποιεῖν ἀλλήλους ἐκ τοῦ ἐπιλοίπου χρόνου, κατὰ δύναμιν εἶναι, καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ || ορκιστήκαμε ότι κατά τον υπόλοιπο χρόνο θα συμπεριφερόμαστε, κατά το δυνατόν, καλά μεταξύ μας και με τα λόγια και με τα έργα.
ΙΣΟΚΡ 4.144 Ἀγησίλαος δὲ τῷ Κύρου στρατεύματι χρώμενος μικροῦ δεῖν τῆς ἐντὸς Ἅλυος χώρας ἐκράτησεν || ο Αγησίλαος με τη βοήθεια των στρατιωτών του Κύρου υπέταξε σχεδόν όλη τη χώρα εδώθε του ποταμού Άλυ.
ΠΛ Πρωτ 317a ἐγὼ δὲ τούτοις ἅπασιν κατὰ τοῦτο εἶναι οὐ ξυμφέρομαι || εγώ όμως όσον αφορά σε αυτό δεν συμφωνώ μαζί με όλους αυτούς.
ΠΛ Πολ 506e αὐτὸ μὲν τί ποτ' ἐστὶ τἀγαθὸν ἐάσωμεν τὸ νῦν εἶναι || αλλά ας αφήσουμε προς το παρόν το ερώτημα τι είναι τέλος πάντων το αγαθό.
ΞΕΝ Απομν 3.8.10 ὡς δὲ συνελόντι εἰπεῖν || για να μιλήσω σύντομα.
§4.15. Άναρθρο απαρέμφατο αντί προστακτικής. Σε αντίθεση με την προηγούμενη χρήση του, όπου το απαρέμφατο συνδέεται έστω και χαλαρά με τα συντακτικά συμφραζόμενά του, στην υπό συζήτηση περίπτωση το απαρέμφατο χρησιμοποιείται εντελώς ανεξάρτητα, γι' αυτό η χρήση αυτή θα μπορούσε να φέρει νομιμότερα τον τίτλο "απόλυτη". Το απαρέμφατο χρησιμοποιείται εδώ συνήθως αντί του β΄ προσώπου της προστακτικής, μερικές φορές όμως μπορεί να αντικαθιστά και το γ΄ πρόσωπο (πρβ. στο παράδειγμα από την Ιλιάδα τον παραλληλισμό προστακτικής και απαρεμφάτου [φερέτω, δόμεναι, όπου στο δόμεναι υποκρύπτεται εξάρτηση από το υπονοούμενο δός ή εὔχομαι]:
ΟΜ Ιλ 7.78-80 εἰ μέν κεν ἐμὲ κεῖνος ἕλῃ ταναήκεϊ χαλκῷ, τεύχεα συλήσας φερέτω κοίλας ἐπὶ νῆας, σῶμα δὲ οἴκαδ' ἐμὸν δόμεναι πάλιν || αν με σκοτώσει εκείνος με το χάλκινο σπαθί του που έχει μακριά την κόψη, ας μου πάρει τα όπλα και ας τα πάει στα κοίλα καράβια, το σώμα μου όμως ας το δώσει πίσω στο σπίτι.
ΗΡΟΔ 1.32 οὗτος ἐκεῖνος, τὸν σὺ ζητέεις, ὄλβιος κεκλῆσθαι ἄξιός ἐστι∙ πρὶν δ' ἂν τελευτήσῃ, ἐπισχεῖν μηδὲ καλέειν κω ὄλβιον, ἀλλ' εὐτυχέα || αυτός είναι εκείνος που ζητάς, άξιος να ονομάζεται ευτυχισμένος. Πριν όμως πεθάνει κάποιος πρέπει να να συγκρατείσαι και να μην τον αποκαλείς ευτυχισμένο, αλλά τυχερό.
ΗΡΟΔ 7.228 ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι || διαβάτη πες στους Λακεδαιμονίους ότι σε αυτήν εδώ τη γη είμαστε θαμένοι υπακούοντας στους νόμους τους.
ΘΟΥΚ 5.9.7 σὺ δέ, Κλεαρίδα, ὕστερον […] ἐπεκθεῖν καὶ ἐπείγεσθαι ὥς τάχιστα ξυμμεῖξαι || εσύ πάλι, Κλεαρίδα, αργότερα πέσε απάνω τους και σπεύσε να συμπλακείς μαζί τους όσο πιο γρήγορα γίνεται.
ΙΠΠΟΚΡ Αερ 24 ἀπὸ δὲ τούτων τεκμαιρόμενος τὰ λοιπὰ ἐνθυμεῖσθαι, καὶ οὐχ ἁμαρτήσῃ || εκκινώντας από αυτά πρέπει να συνάγεις τα συμπεράσματά σου και για τα υπόλοιπα, και δεν πρόκειται να αστοχήσεις.
§4.16. Το άναρθρο απαρέμφατο (με υποκείμενο σε πτώση αιτιατική) χρησιμοποιείται ενίοτε και ως επιφώνημα για να δηλώσει έκπληξη ή αγανάκτηση:
ΑΙΣΧ Ευμ 837-838 ἐμὲ παθεῖν τάδε, φεῦ, ἐμὲ παλαιόφρονα, κατά τε γᾶν οἰκεῖν, ἀτίετον, φεῦ, μύσος || εγώ να τα υποφέρω αυτά! εγώ ―γεμάτη αρχαία σοφία― να κατοικώ άτιμη στη γη!
ΔΗΜ 21.209 οὐκ ἂν εὐθέως εἴποιεν∙ τὸν δὲ βάσκανον, τὸν δ' ὄλεθρον, τοῦτον δ' ὑβρίζειν, ἀναπνεῖν δέ; || δεν θα έλεγαν αμέσως: αυτός ο απατεώνας, αυτός ο αλήτης! να σκεφτεί κανείς ότι μας ατιμάζει και εξακολουθεί να ανασαίνει!
§4.17. Το υποκείμενο του απαρεμφάτου (απαρεμφατική σύνταξη):
(α) Το υποκείμενο του απαρεμφάτου μπορεί να συμπίπτει με το υποκείμενο του ρήματος, από το οποίο εξαρτάται το απαρέμφατο. Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για ταυτοπροσωπία και το υποκείμενο, το οποίο συνήθως εννοείται και αποσιωπάται, εκφέρεται σε ονομαστική. Τα επίθετα και τα ουσιαστικά που συνοδεύουν ως επιθετικοί ή κατηγορηματικοί προσδιορισμοί το υποκείμενο του απαρεμφάτου εκφέρονται επίσης σε ονομαστική:
ΞΕΝ Αναβ 1.4.12 οἱ στρατιῶται […] οὐκ ἔφασαν ἰέναι [εννοείται: οἱ στρατιῶται] || οι στρατιώτες δεν δεχόντουσαν να προχωρήσουν.
ΞΕΝ Αναβ 1.4.13 ὁ δ' [=Κῦρος] ὑπέσχετο ἀνδρὶ ἑκάστῳ δώσειν πέντε ἀργυρίου μνᾶς [εννοείται: ὁ Κῦρος] || ο Κύρος υποσχέθηκε ότι θα δώσει σε κάθε άνδρα ποσό πέντε μνων.
ΛΥΣ 12.9 ὁ δ' [=Πείσων] ὡμολόγησε ταῦτα ποιήσειν [εννοείται: ὁ Πείσων] || αυτός συμφώνησε να το κάνει.
ΟΜ Οδ 1.180-181 Μέντης Ἀγχιάλοιο δαΐφρονος εὔχομαι εἶναι υἱός || ο Μέντης, ο γιος του εμπειροπόλεμου Αγχιάλου είμαι και το έχω καμάρι μου.
ΘΟΥΚ 1.117.3 ξυνέβησαν Βυζάντιοι ὑπήκοοι εἶναι || οι Βυζάντιοι συμφώνησαν να είναι υπήκοοι.
Όταν, όπως π.χ. σε περίπτωση αντιθέσεων, υπάρχει ταυτοπροσωπία, αλλά παράλληλα είναι ανάγκη να εξαρθεί το υποκείμενο του απαρεμφάτου, τότε το υποκείμενο του απαρεμφάτου, το οποίο κατά κανόνα εννοείται και αποσιωπάται, δηλώνεται ρητά και εκφέρεται με προσωπική ή αυτοπαθή αντωνυμία σε πτώση αιτιατική.
ΗΡΟΔ 2.2 οἱ Αἰγύπτιοι ἐνόμιζον ἑωυτοὺς πρώτους γενέσθαι πάντων ἀνθρώπων οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι αυτοί ήταν που είχαν δημιουργηθεί πρώτοι από όλους τους ανθρώπους [αυτοί, και όχι άλλοι].
ΗΡΟΔ 1.34 Κροῖσος ἐνόμιζε ἑωυτὸν εἶναι ἀνθρώπων ἁπάντων ὀλβιώτατον || ο Κροίσος πίστευε πως είναι ο πιο ευτυχισμένος από όλους τους ανθρώπους.
ΞΕΝ ΚΑναβ 1.5.16 νομίζετε ἐν τῇδε τῇ ἡμέρᾳ ἐμέ τε κατακεκόψεσθαι καὶ ὑμᾶς οὐ πολὺ ἐμοῦ ὕστερον || να ξέρετε ότι μέσα στην ίδια μέρα και εγώ θα κατασφαγιαστώ και σεις οι ίδιοι όχι πολύ αργότερα από μένα.
ΠΛ ΙππΜ 282e οἶμαι ἐμὲ πλείω χρήματα εἰργάσθαι ἢ ἄλλους || νομίζω ότι έκανα περισσότερα χρήματα από τους άλλους.
ΔΗΜ 24.8 βουλοίμην δ' ἂν ἐμέ τε τυχεῖν ὧν βούλομαι, τοῦτόν τε παθεῖν ὧν ἄξιός ἐστι || επιθυμία μου θα ήταν εγώ να πετύχω αυτά που θέλω και αυτός να πάθει αυτά που του αξίζουν.
Αντί για την αιτιατική ἑαυτὸνμπορεί, όταν πρόκειται για αντιαδιαστολή προσώπων, να χρησιμοποιείται, εξαιτίας της έλξης, και η ονομαστική αὐτὸς ή, σπανιότερα, ονομαστικές όπως σφεῖς, ὑμεῖς:
ΘΟΥΚ 4.28.2 [Κλέων] οὐκ ἔφη αὐτὸς ἀλλ' ἐκεῖνον [Νικίαν] στρατηγεῖν || ο Κλέων είπε πως δεν είναι στρατηγός ο ίδιος, αλλά εκείνος [ο Νικίας].
ΔΗΜ 9.74 εἰ δ' οἴεσθε Χαλκιδέας τὴν Ἑλλάδα σώσειν ἢ Μεγαρέας, ὑμεῖς δ' ἀποδράσεσθαι τὰ πράγματα, οὐκ ὀρθῶς οἴεσθε || αν όμως έχετε τη γνώμη ότι θα σώσουν την Ελλάδα οι Χαλκιδιώτες και οι Μεγαρείς, ενώ εσείς θα αποφεύγετε να κάνετε το καθήκον σας, η γνώμη σας δεν είναι ορθή.
(β) Το υποκείμενο του απαρεμφάτου μπορεί να είναι το αντικείμενο του ρήματος, από το οποίο εξαρτάται το απαρέμφατο ή και άλλο όνομα, και τότε γίνεται λόγος για ετεροπροσωπία. Το υποκείμενο του απαρεμφάτου εκφέρεται κατά κανόνα σε αιτιατική πτώση:
ΟΜ Ιλ 1.521 καί τέ μέ φησι μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγειν || λέει ότι στη μάχη βοηθάω τους Τρώες.
ΗΡΟΔ 1.126 ὑμέας ἥγημαι ἄνδρας Μήδων εἶναι οὐ φαυλοτέρους || και για σας έχω τη γνώμη πως δεν είστε χειρότεροι από τους Μήδους.
ΞΕΝ Απομν 1.1.19 Σωκράτης πάντα ἡγεῖτο θεοὺς εἰδέναι || ο Σωκράτης πίστευε ότι οι θεοί γνωρίζουν τα πάντα.
ΞΕΝ ΚΑναβ 2.4.15 ἐλπίζω ἐκείνους ἐλθεῖν ἂν πρὸς σὲ μᾶλλον ἢ πρὸς ἐμέ || πιστεύω ότι εκείνοι είναι πιο πιθανό να προσέλθουν σε σένα παρά σε μένα.
ΞΕΝ ΚΑναβ 8.1.28 ἐτεκμαίρετο δὲ τοῦτο οὕτως ἕξειν ἐκ τοῦδε || έβγαζε το συμπέρασμα ότι αυτό θα είναι έτσι από το εξής.
ΠΛ Πολ 567a ἄν γέ τινας ὑποπτεύῃ μὴ ἐπιτρέψειν αὐτῷ ἄρχειν || και αν υποψιάζεται ότι μερικοί δεν θα του επιτρέψουν να κυβερνά.
ΙΣΟΚΡ 8.39 ὑμᾶς δὲ χρὴ πρῶτον τοῦτο γιγνώσκειν || εσείς πρέπει πρώτα πρώτα να γνωρίζετε το εξής.
Όταν το ρήμα από το οποίο εξαρτάται το απαρέμφατο συντάσσεται με ένα αντικείμενο, το οποίο είναι ταυτόχρονα υποκείμενο του απαρεμφάτου, τότε το τελευταίο εκφέρεται χωρίς αιτιατική, οι ενδεχόμενοι κατηγορηματικοί προσδιορισμοί όμως εκφέρονται (έλξη) στην πτώση αυτού του αντικειμένου:
ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.3.55 οὐδ' ἂν τούτοις ἐπίστευον ἐμμόνοις ἔσεσθαι || δεν θα πίστευα ότι αυτοί θα είναι σταθεροί.
Η πτώση του κατηγορουμένου στην απαρεμφατική σύνταξη συμφωνεί με το υποκείμενο:
ΞΕΝ ΚΑναβ 4.4.17 ἐρωτώμενος, ποδαπὸς εἴη, Πέρσης ἔφη εἶναι || όταν ρωτήθηκε από πού κατάγεται, είπε ότι είναι Πέρσης.
ΞΕΝ ΚΑναβ 1.3.6 νομίζω ὑμᾶς ἐμοὶ εἶναι καὶ φίλους καὶ συμμάχους || νομίζω ότι εσείς είστε για μένα και φίλοι και σύμμαχοι.
Εάν όμως το υποκείμενο του απαρεμφάτου είναι το ίδιο με το αντικείμενο (σε πτώση γενική ή δοτική) του ρήματος εξαρτήσεως, τότε συχνά παραλείπεται και το κατηγορούμενο είτε έλκεται και εκφέρεται σε γενική η δοτική, είτε εκφέρεται σε αιτιατική πτώση συμφωνώντας με το παραλειπόμενο υποκείμενο του απαρεμφάτου,
πρβ. αφενός:
ΗΡΟΔ 5.80 δοκέω ἡμῖν Αἰγινητέων δέεσθαι τὸν θεὸν χρῆσαι τιμωρητήρων γενέσθαι || νομίζω ότι ο χρησμός του θεού λέει να παρακαλέσουμε τους Αιγινήτες να γίνουν τιμωροί των εχθρών μας.
ΞΕΝ ΚΑναβ 7.1.21 νῦν σοι ἔξεστιν, ὦ Ξενοφῶν, ἀνδρὶ γενέσθαι || τώρα, Ξενοφώντα, μπορείς να αναδειχτείς σε σπουδαίο άνδρα.
πρβ. αφετέρου:
ΗΡΟΔ 6.100 Ἐρετριέες Ἀθηναίων ἐδεήθησαν σφίσι βοηθοὺς γενέσθαι || οι Ερετριείς παρακάλεσαν τους Αθηναίους να σταθούν βοηθοί τους.
ΞΕΝ Ελλ 4.8.4 ὦ ἄνδρες, νῦν ἔξεστιν ὑμῖν εὐεργέτας φανῆναι τῶν Λακεδαιμονίων || άνδρες, τώρα μπορείτε να αναδειχτείτε σε ευεργέτες των Λακεδαιμονίων.
Εάν το ρήμα από το οποίο εξαρτάται το απαρέμφατο εκφέρεται σε μετοχή, τότε το κατηγορούμενο του απαρεμφάτου ακολουθεί την πτώση της μετοχής:
ΗΡΟΔ 1.176 τῶν Λυκίων φαμένων Ξανθίων εἶναι || οι Λύκιοι που ισχυρίζονται πως είναι Ξάνθιοι.
ΠΛ Απολ 21b ἦλθον ἐπί τινα τῶν δοκούντων σοφῶν εἶναι || πήγα σε κάποιον που νόμιζε ότι είναι σοφός.
ΗΡΟΔ 5.64 ἅμα Ἀθηναίων τοῖσι βουλομένοισι εἶναι ἐλευθέροισι ἐπολιόρκεε τοὺς τυράννους || μαζί με του Αθηναίους που ήθελαν να ζουν ελεύθεροι πολιορκούσε τους τυράννους.
ΠΛ Μενεξ 238d τὰς ἀρχὰς δίδωσι τοῖς ἀεὶ δόξασιν ἀρίστοις εἶναι || τα αξιώματα και τις κυβερνητικές θέσεις τα δίνουν σε εκείνους που κρίθηκαν ότι είναι οι καλύτεροι.
Το υποκείμενο του απαρεμφάτου μπορεί να παραλείπεται όταν είναι γενικό και αόριστο όπως το τινά, τινάς, ἀνθρώπους. Στην περίπτωση αυτήν το κατηγόρημα ή άλλοι κατηγορηματικοί προσδιορισμοί εκφέρονται σε αιτιατική:
ΠΛ Μεν 97a οὐκ ἔστιν ὀρθῶς ἡγεῖσθαι, ἐὰν μὴ φρόνιμος ᾖ || δεν είναι δυνατό να κυβερνήσει κανείς ορθά εφόσον δεν έχει φρόνηση
ΙΣΟΚΡ 2.15 φιλάνθρωπον εἶναι δεῖ || πρέπει να είναι κανείς φιλάνθρωπος.
Σάββατο 8 Απριλίου 2023
Δεν βλέπουμε τα Πράγματα όπως Είναι αλλά όπως Είμαστε
Όλο και περισσότερο συνειδητοποιώ ότι σχεδόν καμία από τις σκέψεις που κάνουμε δεν μας ανήκει. Στην πραγματικότητα, όλες μας τις σκέψεις τις έχουν κάνει αμέτρητοι άλλοι άνθρωποι πριν από μας.
Κι ωστόσο, θα σας έχει τύχει πράγματα που θεωρητικά γνωρίζατε να παίρνουν άλλο νόημα μέσα από ένα βίωμα, μια εμπειρία και τότε μια φράση πολλάκις ειπωμένη να αντηχεί στα αυτιά σας διαφορετικά και να έρχεται να συμπυκνώσει μέσα σε λίγες λέξεις μια βιωμένη ‘αλήθεια’. Και αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια σκέψη, μια ιδέα και ένα βίωμα- ότι μπορείς πια να διεκδικείς την ιδιοκτησία του, γιατί το βίωμα είναι αποκλειστικά δικό σου και είναι μοναδικό- ακόμα κι όταν δανείζεσαι τα λόγια κάποιου άλλου για να το περιγράψεις…
Κάπως έτσι ήρθε η φράση του τίτλου, «Δεν βλέπουμε τα Πράγματα όπως Είναι αλλά όπως Είμαστε» να συμπυκνώσει την απορία μου για το γεγονός ότι δύο άνθρωποι που έχουν κάνει την ίδια διαδρομή την έχουν αποτυπώσει ο καθένας με το δικό του τόσο διαφορετικό τρόπο, έτσι που το ποια είναι τελικά η ‘αλήθεια’- αν υπάρχει κάτι τέτοιο- να έχει λίγη ή και ελάχιστη σημασία, μιας και ο καθένας έχει διαμορφώσει τη δική του εντελώς υποκειμενική εκδοχή.
Ανάμεσα στους δύο αυτούς ανθρώπους υπάρχει διαφορά στον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα, υπάρχει διαφωνία, υπάρχει παρεξήγηση… Και λες: εντάξει… δεν είναι τόσο περίεργο να συμβαίνει αυτό όταν ο άλλος αγνοεί ένα μέρος από τα δεδομένα. Θεωρείς αφελώς ότι αν του παραθέσεις τα γεγονότα τότε δε μένει παρά να δει ότι τα συμπεράσματα και οι ερμηνείες του είναι εσφαλμένες. Όμως πέφτεις σε πλάνη…γιατί ακόμη κι όταν τα κομμάτια του παζλ είναι όλα τοποθετημένα επάνω στο τραπέζι- ο άλλος και πάλι μοιάζει να μην είναι διατεθειμένος να συλλάβει αυτό που είναι μπροστά στα μάτια του.
Στην πραγματικότητα τα γεγονότα είναι τελείως ουδέτερα- τόσο όσο να πεις ότι σου τηλεφώνησα μέσα σε αυτή την εβδομάδα ή ότι σου ζήτησα να με συναντήσεις στο τάδε μέρος. Κι ύστερα έρχεται το μυαλό του καθενός μας να τα χρωματίσει έτσι που από ουδέτερα γίνονται υποκειμενικά καθώς τα ερμηνεύουμε μέσα από τα φίλτρα της προσωπικής μας αντίληψης.
Η αλήθεια καταλήγει να είναι προϊόν των αντιλήψεων μας, αρχικά χρωματισμένων από την προσωπική μας εμπειρία και ύστερα επεξεργασμένων μέσα από την τρέχουσα συναισθηματική μας κατάσταση, έτσι που να τροποποιείται ακόμη περισσότερο.
Μέχρι το σημείο αυτό, ένα ουδέτερο γεγονός έχει περάσει από μια τέτοια επεξεργασία που το τι έχει πραγματικά συμβεί και το τι έχουμε επινοήσει ότι συνέβη γίνεται πραγματικά θολό. Και είναι φυσικό, γιατί ο καθένας μας είναι μοναδικά διαφορετικός και γιατί έτσι λειτουργεί το μυαλό μας.
Το πρόβλημα είναι ότι πολύ συχνά οι άνθρωποι ‘σηκώνουμε’ τις προσωπικές μας αλήθειες ως λάβαρο σε σταυροφορία, ως την απόλυτη αλήθεια- μη διατεθειμένοι να αναρωτηθούμε καν πως ο άλλος έχει βιώσει την ίδια ιστορία και γιατί, μη διατεθειμένοι να ακούσουμε, να κατανοήσουμε, να λάβουμε υπόψη μας…και συχνά προτιμώντας να μείνουμε σε εκδοχές της αλήθειας που μόνο περισσότερο πόνο μας προκαλούν.
Κάποιος πολύ σοφά έχει πει ότι «οι άνθρωποι φτιάχνουμε ιστορίες και ύστερα καλουπώνουμε τη ζωή μας με βάση τις ιστορίες που έχουμε πει στον εαυτό μας;». Πώς; Οι ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας επηρεάζουν τις πράξεις μας που με τη σειρά τους επηρεάζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας που επηρεάζουν τις πράξεις μας που… κ.ο.κ. Καταλαβαίνετε νομίζω…
Αν εμείς οι ίδιοι κατασκευάζουμε τις ιστορίες μας δημιουργώντας το νόημα της ζωής μας, αναλογιστείτε πόσο μεγαλύτερη σημασία έχει να συνειδητοποιήσουμε ότι- ναι, υπάρχει πιθανότητα να έχουμε σφάλλει και να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να εξετάσει τις όποιες άλλες εκδοχές των πραγμάτων…να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να κοιτάξουμε μια κατάσταση από απόσταση βάζοντας για λίγο στην άκρη πολλά από όσα πιστεύουμε…
Η παραδοχή ότι η ανθρώπινη αντίληψη συχνά είναι εσφαλμένη έχει εξαιρετική σημασία γιατί μόνο κάνοντας την μπορούμε να διερωτηθούμε επάνω στην ίδια τη διαδικασία της σκέψης μας. Εφόσον συνειδητοποιήσουμε ότι τα γεγονότα είναι ουδέτερα και δεν έχουν παρά το νόημα που τους έχουμε δώσει, τότε ένα βήμα παρακάτω μπορούμε να να αναρωτηθούμε για ποιο λόγο τους δώσαμε το συγκεκριμένο νόημα.
Και επανέρχομαι στη φράση, “Βλέπουμε τα πράγματα όχι όπως είναι αλλά όπως είμαστε”– θέλοντας να τονίσω ότι το νόημα που αποδίδουμε στα πράγματα έχει άμεσα να κάνει με το ποιοι είμαστε και το ποιοι είμαστε συνδέεται άρρηκτα με το τι πιστεύουμε, έτσι που οι ερμηνείες και τα συμπεράσματά μας για τους ανθρώπους και τα γεγονότα συχνά να αφορούν περισσότερο εμάς τους ίδιους και τον τρόπο με τον οποίο τείνουμε να προσλαμβάνουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας…
Οι προηγούμενες εμπειρίες μας και οι ιστορίες που έχουμε φτιάξει μέσα από αυτές αποτελούν τα γυαλιά μέσα από τα οποία βλέπουμε τα πράγματα. Και όπως έχει πει και ο Αbraham Maslow «αν συνεχώς κρατάω στα χέρια μου ένα σφυρί τότε θα βλέπω παντού γύρω μου καρφιά». Mε την ίδια λογική που ένας πλαστικός χειρουργός μπορεί να βλέπει την παραμικρή ατέλεια ως κάτι που χρειάζεται «φτιάξιμο», γιατί αυτό είναι το φίλτρο μέσα από το οποίο προσλαμβάνει τον κόσμο…
Οι άνθρωποι έχουμε την ανάγκη να νοηματοδοτούμε τα πράγματα, να τα τακτοποιούμε μέσα μας με ένα συνεκτικό και σημαίνοντα τρόπο, έτσι που να αποτελούν ένα οργανωτικό σχήμα για τις επόμενες εμπειρίες μας. Η επίγνωση του ότι ο καθένας μας βλέπει τον κόσμο μέσα από το δικό του προσωπικό φίλτρο και ότι για αυτό το λόγο υπάρχουν περισσότερες από μια εκδοχές της αλήθειας μπορεί να είναι εξαιρετικά βοηθητική για τη ζωή μας.
Αφενός γιατί αν καταλάβουμε ότι καθένας μας μπορεί να βιώνει τις ίδιες καταστάσεις εντελώς διαφορετικά, μπορούμε να αποκτήσουμε μια βαθύτερη κατανόηση των άλλων ανθρώπων και συχνά να είμαστε λιγότερο σκληροί μαζί τους σε περιπτώσεις διαφωνίας ή σύγκρουσης, γλιτώνοντας και εμάς και εκείνους από περισσότερο πόνο και ταλαιπωρία. Και αφετέρου, διότι αν καταλάβουμε ότι ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα βασίζεται στις πεποιθήσεις μας, ενδεχομένως να θελήσουμε να δούμε ποιες ακριβώς είναι αυτές, πως έχουν παγιωθεί και ίσως να επιλέξουμε να τις αναθεωρήσουμε ή να τις επαναπροσδιορίσουμε.
Σκεφτείτε το λίγο: Βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τη δική μας προοπτική αλλά έχουμε τη δύναμη να επηρεάζουμε αυτή την προοπτική, έχουμε τη δυνατότητα να προκαλούμε τον ίδιο μας τον εαυτό και τη διαδικασία της σκέψης μας. Και μερικές φορές το μόνο που χρειάζεται είναι να είμαστε διατεθειμένοι απλά… να ΜΕΤΑΚΙΝΗΘΟΥΜΕ…
Την αλήθεια την «φτιάχνει» κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα. Oδυσσέας Ελύτης
Η αλήθεια δεν είναι ποτέ μόνο μία. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει. Εric-Emmanuel Schmit
Μια μεγάλη αλήθεια είναι μια αλήθεια της οποίας το αντίθετο είναι επίσης μια αλήθεια. Thomas Mann
Οι πεποιθήσεις είναι μεγαλύτεροι αντίπαλοι της αλήθειας από τα ψέματα. Friedrich Nietzsche
Οι προκαταλήψεις είναι τα συντρίμμια παλιών αληθειών. Maxim Gorky
Οι προκαταλήψεις είναι τα συντρίμμια παλιών αληθειών. Maxim Gorky
Να δώσεις στο παιδί σου τα εφόδια να χαράξει το δικό του μονοπάτι
Είσαι το δοχείο που μεταφέρει το θείο σε έναν κόσμο φτιαγμένο από ύλη.
Είσαι τα μάτια και τα αυτιά του.
Μέσα από εσένα θα δει τον κόσμο, μέσα από όλα όσα κάνεις, μέσα από όλα όσα σε κοιτάζει να είσαι.
Είσαι εκείνος ο μεγάλος δάσκαλος που θα το πάρει από το χέρι και θα το ξεναγήσει στα μονοπάτια της γης.
Εκείνος που θα του μάθει τα μυστικά της, εκείνος που θα του δείξει τις κρυμμένες δυνάμεις του.
Είσαι εκείνος που θα του μάθει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα η… Ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Είσαι τόσο σημαντικός για εκείνη τη νέα, φρέσκια ψυχή.
Είσαι προσωρινός δίπλα της.
Δεν είναι δική σου.
Σου δίνεται απλώς ο χρόνος να την ετοιμάσεις ….
Δε γεννιέσαι γονέας και δε γίνεσαι γονέας απλώς επειδή θα φέρεις το παιδί εδώ.
Γονέας γίνεσαι τη στιγμή που ξεχνάς το Εγώ σου και αντί να προσπαθείς να κερδίσεις κάτι μέσα από το παιδί σου…
Προσπαθείς να είσαι ο καλύτερος ξεναγός αυτού του κόσμου ώστε να του δώσεις τα εφόδια να χαράξει το δικό του μονοπάτι.
Εσύ γιατί θα ετοιμάσεις το παιδί σου; Για πόλεμο η για ειρήνη;
Έμαθα να δίνομαι χωρίς να ξοδεύομαι
Έμαθα να αγαπώ κάθε μου κύτταρο.
Να ισορροπώ ανάμεσα στα πρέπει και στα θέλω μου χωρίς να ταλαντεύομαι.
Να έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου χωρίς την επιβεβαίωση κανενός. Να με αποδέχομαι με τα σωστά και τα λάθη μου. Να κάνω τις δικές μου επιλογές χωρίς ξένες παρεμβάσεις. Έμαθα να ονειρεύομαι χωρίς να φοβάμαι. Να ελπίζω χωρίς να δειλιάζω. Να δίνομαι χωρίς να ξοδεύομαι.
Έμαθα πως οι μεγαλύτερες αξίες της ζωής μας είναι κρυμμένες στα πιο μικρά και καθημερινά πράγματα. Οι ομορφότερες στιγμές της μοιράζονται με ανθρώπους που τις αξίζουν. Οι πιο σημαντικές είναι εκείνες που έχουν κάτι απο την ψυχή μας. Και οι ωραιότερες εκείνες που χάραξαν την ύπαρξη μας.
Έμαθα να μετρώ τους ανθρώπους με πράξεις και όχι με λόγια. Να τους υπολογίζω όλους στο τέλος και όχι στην αρχή της γνωριμίας μας. Να τους αποδέχομαι όπως είναι και να μην προσπαθώ να τους αλλάξω. Επιλέγω πλέον ποιοι θα είναι δίπλα μου και ποιοι αξίζουν την αδιαφορία μου. Διαλέγω σε ποιους θα καταθέσω την ψυχή μου και ποιοι θα χαθούν απο την ζωή μου. Δεν έχω πια χρόνο για τα άσχημα αυτού του κόσμου. Αρνούμαι να φθείρω την ύπαρξη μου σε μικρότητες. Δεν στέκομαι πάνω απο λιποψυχίες και συκοφαντίες. Δεν με αγγίζουν οι μικροαστικές συμπεριφορές. Αποφεύγω τις άσκοπες και ανούσιες συναναστροφές.
Δίνω σημασία στην ουσία και όχι στην επιφάνεια. Με αφορά η αξία των ανθρώπων και όχι η εικόνα τους. Μιλάω λίγο και σκέφτομαι περισσότερο. Ακούω χωρίς να κρίνω. Εκφράζομαι χωρίς φόβο. Απολαμβάνω την μοναχικότητα μου. Διασκεδάζω τις λύπες μου. Συνυπάρχω αρμονικά με τους φόβους και τις αδυναμίες μου. Δίνομαι χωρίς όρους. Αγαπάω χωρίς περιορισμούς. Νιώθω χωρίς φραγμούς και όρια. Εμπιστεύομαι χωρίς αμφιβολίες.
Έμαθα πως τα λάθη είναι ανθρώπινες αδυναμίες και η ‘’συγνώμη’’ μεγάλη δύναμη. Πως ο μεγαλύτερος πλούτος σ ‘αυτή τη γη βρίσκεται μέσα μας. Ότι οι πιο πληγωμένοι άνθρωποι είναι αυτοί με το πιο υπέροχο χαμόγελο. Οι πιο αξιοπρεπείς είναι εκείνοι που κρύβουν τα δάκρυα τους στο πιο λαμπερό τους βλέμμα. Και οι πιο ευτυχισμένοι αυτοί που ανακάλυψαν τον εαυτό τους.
Τα μεγαλύτερα μαθήματα τα έχουμε διδαχθεί απο τους ανθρώπους που έχουν περάσει απο την ζωή μας. Τις πιο όμορφες γνώσεις μας τις έχουν δώσει οι εμπειρίες μας. Κάθε πληγή μας είναι και ένα παράσημο σοφίας. Κάθε μας πόνος κι ένα βραβείο ανδρείας και αντοχής. Κάθε νέα μας μέρα ένα Θείο δώρο και μία μεγάλη ευλογία.
Έμαθα, να λέω ΌΧΙ στους άλλους εκεί που πρέπει να λέω ΝΑΙ σε μένα. Να αποχωρώ αξιοπρεπώς απο εκεί που περισσεύω. Να μην επιδέχομαι μειώσεις στο ήθος και στην αξιοπρέπεια μου. Να διατηρώ την ψυχική μου ηρεμία. Να φροντίζω την σωματική μου υγεία. Χρωματίζω τον πίνακα της ζωής μου με όμορφα χρώματα που ζεσταίνουν την ύπαρξη μου. Αναγνωρίζω τα όρια μου. Δαμάζω την υπομονή μου. Κρατάω την ψυχραιμία μου. Αναθεωρώ καθημερινά τις απόψεις μου και σέβομαι τις απόψεις των άλλων.
Εκτιμώ την αυθεντικότητα. Δε με γεμίζει η απομίμηση πια. Δεν αναζητώ την επικρότηση. Δεν ψάχνω άλλο για επιβεβαίωση. Δεν με αφορούν οι πρόσκαιρες απολαύσεις. Δεν σεργιανάω άσκοπα στις γειτονιές του κόσμου. Διαβάζω το νόημα πίσω απο τις λέξεις. Κοιτάω πίσω απο τα θλιμμένα βλέμματα. Παρατηρώ πίσω απο τα κλειστά παντζούρια. Ακούω πίσω απο φραγμένες σιωπές.
Έμαθα… πως είναι ένα όμορφο και σύντομο ταξίδι η ζωή μας με υπέροχη θέα. Φτάνει να ανοίγεις τα παράθυρα της ψυχής σου και να αντικρύζεις καθημερινά τον κόσμο. Γιατί η ευτυχία είναι στάση ζωής.
Να ισορροπώ ανάμεσα στα πρέπει και στα θέλω μου χωρίς να ταλαντεύομαι.
Να έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου χωρίς την επιβεβαίωση κανενός. Να με αποδέχομαι με τα σωστά και τα λάθη μου. Να κάνω τις δικές μου επιλογές χωρίς ξένες παρεμβάσεις. Έμαθα να ονειρεύομαι χωρίς να φοβάμαι. Να ελπίζω χωρίς να δειλιάζω. Να δίνομαι χωρίς να ξοδεύομαι.
Έμαθα πως οι μεγαλύτερες αξίες της ζωής μας είναι κρυμμένες στα πιο μικρά και καθημερινά πράγματα. Οι ομορφότερες στιγμές της μοιράζονται με ανθρώπους που τις αξίζουν. Οι πιο σημαντικές είναι εκείνες που έχουν κάτι απο την ψυχή μας. Και οι ωραιότερες εκείνες που χάραξαν την ύπαρξη μας.
Έμαθα να μετρώ τους ανθρώπους με πράξεις και όχι με λόγια. Να τους υπολογίζω όλους στο τέλος και όχι στην αρχή της γνωριμίας μας. Να τους αποδέχομαι όπως είναι και να μην προσπαθώ να τους αλλάξω. Επιλέγω πλέον ποιοι θα είναι δίπλα μου και ποιοι αξίζουν την αδιαφορία μου. Διαλέγω σε ποιους θα καταθέσω την ψυχή μου και ποιοι θα χαθούν απο την ζωή μου. Δεν έχω πια χρόνο για τα άσχημα αυτού του κόσμου. Αρνούμαι να φθείρω την ύπαρξη μου σε μικρότητες. Δεν στέκομαι πάνω απο λιποψυχίες και συκοφαντίες. Δεν με αγγίζουν οι μικροαστικές συμπεριφορές. Αποφεύγω τις άσκοπες και ανούσιες συναναστροφές.
Δίνω σημασία στην ουσία και όχι στην επιφάνεια. Με αφορά η αξία των ανθρώπων και όχι η εικόνα τους. Μιλάω λίγο και σκέφτομαι περισσότερο. Ακούω χωρίς να κρίνω. Εκφράζομαι χωρίς φόβο. Απολαμβάνω την μοναχικότητα μου. Διασκεδάζω τις λύπες μου. Συνυπάρχω αρμονικά με τους φόβους και τις αδυναμίες μου. Δίνομαι χωρίς όρους. Αγαπάω χωρίς περιορισμούς. Νιώθω χωρίς φραγμούς και όρια. Εμπιστεύομαι χωρίς αμφιβολίες.
Έμαθα πως τα λάθη είναι ανθρώπινες αδυναμίες και η ‘’συγνώμη’’ μεγάλη δύναμη. Πως ο μεγαλύτερος πλούτος σ ‘αυτή τη γη βρίσκεται μέσα μας. Ότι οι πιο πληγωμένοι άνθρωποι είναι αυτοί με το πιο υπέροχο χαμόγελο. Οι πιο αξιοπρεπείς είναι εκείνοι που κρύβουν τα δάκρυα τους στο πιο λαμπερό τους βλέμμα. Και οι πιο ευτυχισμένοι αυτοί που ανακάλυψαν τον εαυτό τους.
Τα μεγαλύτερα μαθήματα τα έχουμε διδαχθεί απο τους ανθρώπους που έχουν περάσει απο την ζωή μας. Τις πιο όμορφες γνώσεις μας τις έχουν δώσει οι εμπειρίες μας. Κάθε πληγή μας είναι και ένα παράσημο σοφίας. Κάθε μας πόνος κι ένα βραβείο ανδρείας και αντοχής. Κάθε νέα μας μέρα ένα Θείο δώρο και μία μεγάλη ευλογία.
Έμαθα, να λέω ΌΧΙ στους άλλους εκεί που πρέπει να λέω ΝΑΙ σε μένα. Να αποχωρώ αξιοπρεπώς απο εκεί που περισσεύω. Να μην επιδέχομαι μειώσεις στο ήθος και στην αξιοπρέπεια μου. Να διατηρώ την ψυχική μου ηρεμία. Να φροντίζω την σωματική μου υγεία. Χρωματίζω τον πίνακα της ζωής μου με όμορφα χρώματα που ζεσταίνουν την ύπαρξη μου. Αναγνωρίζω τα όρια μου. Δαμάζω την υπομονή μου. Κρατάω την ψυχραιμία μου. Αναθεωρώ καθημερινά τις απόψεις μου και σέβομαι τις απόψεις των άλλων.
Εκτιμώ την αυθεντικότητα. Δε με γεμίζει η απομίμηση πια. Δεν αναζητώ την επικρότηση. Δεν ψάχνω άλλο για επιβεβαίωση. Δεν με αφορούν οι πρόσκαιρες απολαύσεις. Δεν σεργιανάω άσκοπα στις γειτονιές του κόσμου. Διαβάζω το νόημα πίσω απο τις λέξεις. Κοιτάω πίσω απο τα θλιμμένα βλέμματα. Παρατηρώ πίσω απο τα κλειστά παντζούρια. Ακούω πίσω απο φραγμένες σιωπές.
Έμαθα… πως είναι ένα όμορφο και σύντομο ταξίδι η ζωή μας με υπέροχη θέα. Φτάνει να ανοίγεις τα παράθυρα της ψυχής σου και να αντικρύζεις καθημερινά τον κόσμο. Γιατί η ευτυχία είναι στάση ζωής.
Μέρες ξεκαθαρίσματος
Μέρες περίεργες, μέρες ξεκαθαρίσματος.
Μια παύση που μας επιβάλλεται για να κοιτάξουμε γύρω μας, αλλά και μέσα μας.
Τι κάναμε και πως; Και το πιο σημαντικό – γιατί;
Τι κερδίσαμε, τι χάσαμε, τι ήταν αυτό που ήταν σημαντικό. Τι έμεινε;
Και όλο αυτό όχι μόνο για να κάνουμε το υπολογισμό μας, αλλά για να διορθώσουμε ότι διορθώνεται. Ή απλά να προχωρήσουμε μπροστά. Σοφότεροι από τα λάθη μας, δυνατότεροι από τον πόνο που βιώσαμε, πιο αισιόδοξοι από την ελπίδα που μας έδωσαν ή δώσαμε στους γύρω μας.
Το σίγουρο είναι ότι μέχρι στιγμής έχουμε όλοι καταλάβει τι είναι αυτό που μας καθορίζει, τι είναι αυτό που μας λείπει. Ποια είναι η ουσία της ζωής μας για τον καθένα ξεχωριστά.
Πώς η καθημερινότητά μας επιδέξια κάλυπτε πολλές από τις βαθύτερες ανάγκες μας με ασήμαντες πράξεις, λόγια ή ανθρώπους.
Πώς μας ξεγλιστρούσε η ουσία της ζωής μέσα από τους ξέφρενους ρυθμούς της πεζής καθημερινότητά μας.
Η δύσκολη αυτή η συγκυρία μας δίνει την ευκαιρία να επικοινωνήσουμε με το βαθύτερο εαυτό μας, να διορθώσουμε τα λάθη μας, να επαναπροσδιορίσουμε την πορεία μας.
Πρέπει να επιβιώσουμε. Να αντέξουμε. Αλλά πέρα από τη σωματική μας ακεραιότητα. Πρέπει να ξαποστάσουμε για λίγο και να κοιτάξουμε γύρω μας, μέσα μας με ειλικρίνεια.
Να κάνουμε επανεκκίνηση. Από το μηδέν.
Είναι στιγμές που πρέπει να δείξουμε την αγάπη μας, τον ενδιαφέρον μας και να δώσουμε και πάρουμε δύναμη.
Να δούμε κατάματα αλήθειες και να προχωρήσουμε με αυτές. Να εστιάσουμε στην ουσία – γύρω μας, μέσα μας.
Διότι μετά από τέτοιες δύσκολες εμπειρίες, μένει ότι αξίζει.
Μια παύση που μας επιβάλλεται για να κοιτάξουμε γύρω μας, αλλά και μέσα μας.
Τι κάναμε και πως; Και το πιο σημαντικό – γιατί;
Τι κερδίσαμε, τι χάσαμε, τι ήταν αυτό που ήταν σημαντικό. Τι έμεινε;
Και όλο αυτό όχι μόνο για να κάνουμε το υπολογισμό μας, αλλά για να διορθώσουμε ότι διορθώνεται. Ή απλά να προχωρήσουμε μπροστά. Σοφότεροι από τα λάθη μας, δυνατότεροι από τον πόνο που βιώσαμε, πιο αισιόδοξοι από την ελπίδα που μας έδωσαν ή δώσαμε στους γύρω μας.
Το σίγουρο είναι ότι μέχρι στιγμής έχουμε όλοι καταλάβει τι είναι αυτό που μας καθορίζει, τι είναι αυτό που μας λείπει. Ποια είναι η ουσία της ζωής μας για τον καθένα ξεχωριστά.
Πώς η καθημερινότητά μας επιδέξια κάλυπτε πολλές από τις βαθύτερες ανάγκες μας με ασήμαντες πράξεις, λόγια ή ανθρώπους.
Πώς μας ξεγλιστρούσε η ουσία της ζωής μέσα από τους ξέφρενους ρυθμούς της πεζής καθημερινότητά μας.
Η δύσκολη αυτή η συγκυρία μας δίνει την ευκαιρία να επικοινωνήσουμε με το βαθύτερο εαυτό μας, να διορθώσουμε τα λάθη μας, να επαναπροσδιορίσουμε την πορεία μας.
Πρέπει να επιβιώσουμε. Να αντέξουμε. Αλλά πέρα από τη σωματική μας ακεραιότητα. Πρέπει να ξαποστάσουμε για λίγο και να κοιτάξουμε γύρω μας, μέσα μας με ειλικρίνεια.
Να κάνουμε επανεκκίνηση. Από το μηδέν.
Είναι στιγμές που πρέπει να δείξουμε την αγάπη μας, τον ενδιαφέρον μας και να δώσουμε και πάρουμε δύναμη.
Να δούμε κατάματα αλήθειες και να προχωρήσουμε με αυτές. Να εστιάσουμε στην ουσία – γύρω μας, μέσα μας.
Διότι μετά από τέτοιες δύσκολες εμπειρίες, μένει ότι αξίζει.
Το χειριστικό παθητικοεπιθετικό άτομο
Αν στο περιβάλλον μας υπάρχει κάποιο παθητικοεπιθετικό άτομο, πρέπει να το βοηθήσουμε. Αντί να αποστασιοποιούμαστε από αυτό, μπορούμε να προσπαθήσουμε να το βοηθήσουμε να βρει μια λύση στη ματαίωση που βιώνει μέσα του.
Το παθητικοεπιθετικό άτομο στην πραγματικότητα πάσχει από μια διαταραχή προσωπικότητας.
Τα κύρια χαρακτηριστικά στη συμπεριφορά του περιλαμβάνουν το συνεχές πείσμα, την περιφρόνηση των αιτημάτων των άλλων και μια μονίμως αρνητική ή ηττοπαθή νοητική στάση.
Η ζωή με ένα παθητικοεπιθετικό άτομο είναι περίπλοκη και εξαντλητική.
Όπως συμβαίνει συνήθως με τις διαταραχές συμπεριφοράς, μερικά άτομα παρουσιάζουν λιγότερα χαρακτηριστικά της ενώ άλλα τα έχουν όλα.
Ωστόσο η ευκολία που έχει ένα παθητικοεπιθετικό άτομο να χειρίζεται τους άλλους είναι τόσο μεγάλη που η σχέση μαζί του χαρακτηρίζεται πάντα από πολύ πόνο και δυστυχία.
Μπορεί να ζείτε με ένα παθητικοεπιθετικό άτομο. Μπορεί κάποιο μέλος της οικογένειάς σας ή κάποιος συνάδελφός σας να πάσχει από αυτήν τη διαταραχή προσωπικότητας.
Σε αυτήν την περίπτωση, είναι καλό να γνωρίζετε ότι υπάρχουν στρατηγικές αντιμετώπισης καθώς και αποτελεσματική ψυχοθεραπεία χάρη στις οποίες μπορεί να μειωθεί αυτή η αρνητική συμπεριφορά.
Σήμερα θέλουμε να σας βοηθήσουμε να μάθετε περισσότερα πράγματα για τη συγκεκριμένη διαταραχή.
1. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που έχει ένα παθητικοεπιθετικό άτομο;
Καταρχάς πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι δεν παρουσιάζουν όλα τα άτομα με αυτήν τη διαταραχή τις συμπεριφορές που αναφέρονται παρακάτω.
Όμως, αυτό που πάντα χαρακτηρίζει ένα παθητικοεπιθετικό άτομο είναι η μεγάλη ευκολία που έχει να δείχνει εχθρικότητα “πασπαλισμένη με ζάχαρη”.
Με άλλα λόγια, μπορεί να μας πληγώνει προσποιούμενο ότι μας συμπονεί και ενδιαφέρεται για μας. Όμως, στην πραγματικότητα βαθιά μέσα του έχει την επιθυμία να ταπεινώσει, να ελέγξει ή να γελοιοποιήσει.
Ακολουθούν μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά του παθητικοεπιθετικού ατόμου:
Το πρώτο πράγμα που έρχεται στον νου είναι το εξής: “Γιατί φέρεται έτσι, αν μακροπρόθεσμα το μόνο που θα επιτύχει είναι περισσότερη ματαίωση και δυσλειτουργικές σχέσεις;”
Ακολουθούν μερικές εξηγήσεις:
Πιθανώς το πρώτο πράγμα που έρχεται στον νου όταν σκεφτόμαστε πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε ένα παθητικοεπιθετικό άτομο είναι απλώς να απομακρυνθούμε από αυτό.
Όμως αυτό δεν είναι σωστό, για διάφορους λόγους.
Εξάλλου δεν μπορούμε ούτε θα πρέπει πάντα να απομακρυνόμαστε από αυτό που μοιάζει πολύ περίπλοκο για να το διαχειριστούμε.
Κατανόηση
Με ένα παθητικοεπιθετικό άτομο πρέπει να είστε διεκδικητικοί, λογικοί και να του προτείνετε εναλλακτικές επιλογές συμπεριφοράς.
Το παθητικοεπιθετικό άτομο υποφέρει από έντονο σύνδρομο κατωτερότητας. Ουσιαστικά, πρόκειται για ανώριμη διαχείριση συναισθημάτων και για πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Κανένας δεν μπορεί να είναι κοινωνικός και πραγματικά ευτυχισμένος όταν αντιμετωπίζει τέτοιου είδους αδυναμίες και περιορισμούς. Έτσι, είναι θεμελιώδες το παθητικοεπιθετικό άτομο να βρει το θάρρος να ζητήσει βοήθεια.
Είναι επίσης απαραίτητο να θυμάστε ότι ένα παθητικοεπιθετικό άτομο δεν είναι άρρωστο. Είναι απλώς ένα άτομο το οποίο πίσω από την πανοπλία και τη χειριστική συμπεριφορά του κρύβει μια πολύ εύθραυστη ψυχή που λαχταρά βοήθεια.
Ας προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε το παθητικοεπιθετικό άτομο να κάνει τη σωστή επιλογή για την ευημερία του. Ας το βοηθήσουμε να αποφασίσει να βελτιώσει τον εαυτό του.
Το παθητικοεπιθετικό άτομο στην πραγματικότητα πάσχει από μια διαταραχή προσωπικότητας.
Τα κύρια χαρακτηριστικά στη συμπεριφορά του περιλαμβάνουν το συνεχές πείσμα, την περιφρόνηση των αιτημάτων των άλλων και μια μονίμως αρνητική ή ηττοπαθή νοητική στάση.
Η ζωή με ένα παθητικοεπιθετικό άτομο είναι περίπλοκη και εξαντλητική.
Όπως συμβαίνει συνήθως με τις διαταραχές συμπεριφοράς, μερικά άτομα παρουσιάζουν λιγότερα χαρακτηριστικά της ενώ άλλα τα έχουν όλα.
Ωστόσο η ευκολία που έχει ένα παθητικοεπιθετικό άτομο να χειρίζεται τους άλλους είναι τόσο μεγάλη που η σχέση μαζί του χαρακτηρίζεται πάντα από πολύ πόνο και δυστυχία.
Μπορεί να ζείτε με ένα παθητικοεπιθετικό άτομο. Μπορεί κάποιο μέλος της οικογένειάς σας ή κάποιος συνάδελφός σας να πάσχει από αυτήν τη διαταραχή προσωπικότητας.
Σε αυτήν την περίπτωση, είναι καλό να γνωρίζετε ότι υπάρχουν στρατηγικές αντιμετώπισης καθώς και αποτελεσματική ψυχοθεραπεία χάρη στις οποίες μπορεί να μειωθεί αυτή η αρνητική συμπεριφορά.
Σήμερα θέλουμε να σας βοηθήσουμε να μάθετε περισσότερα πράγματα για τη συγκεκριμένη διαταραχή.
1. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που έχει ένα παθητικοεπιθετικό άτομο;
Καταρχάς πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι δεν παρουσιάζουν όλα τα άτομα με αυτήν τη διαταραχή τις συμπεριφορές που αναφέρονται παρακάτω.
Όμως, αυτό που πάντα χαρακτηρίζει ένα παθητικοεπιθετικό άτομο είναι η μεγάλη ευκολία που έχει να δείχνει εχθρικότητα “πασπαλισμένη με ζάχαρη”.
Με άλλα λόγια, μπορεί να μας πληγώνει προσποιούμενο ότι μας συμπονεί και ενδιαφέρεται για μας. Όμως, στην πραγματικότητα βαθιά μέσα του έχει την επιθυμία να ταπεινώσει, να ελέγξει ή να γελοιοποιήσει.
Ακολουθούν μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά του παθητικοεπιθετικού ατόμου:
- Όταν το γνωρίσουμε πραγματικά, διαπιστώνουμε ότι μοιάζει πάντα δυσαρεστημένο ή θυμωμένο για κάτι.
- Ωστόσο, όταν επιθυμεί κάτι από μας, δεν διστάζει να φερθεί στοργικά, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ενδιαφέρον και περισσότερη ζεστασιά.
- Ξεχνά εσκεμμένα κάποια πράγματα για να μην αναλάβει ευθύνες.
- Είναι κυνικό.
- Έχει μια περίεργη ευκολία να κατηγορεί τους άλλους, παρόλο που η ευθύνη είναι δική του.
- Συνήθως φέρεται σαν θύμα (λέει ότι εκτιμάται λιγότερο από όλους, ότι δέχεται τον μικρότερο σεβασμό, ότι είναι το λιγότερο ευτυχισμένο κ.λπ.).
- Απεχθάνεται την εξουσία.
- Αγνοεί τις υποδείξεις των άλλων.
Το πρώτο πράγμα που έρχεται στον νου είναι το εξής: “Γιατί φέρεται έτσι, αν μακροπρόθεσμα το μόνο που θα επιτύχει είναι περισσότερη ματαίωση και δυσλειτουργικές σχέσεις;”
Ακολουθούν μερικές εξηγήσεις:
- Γενικά, ένα παθητικοεπιθετικό άτομο μεγάλωσε σε μια οικογένεια στην οποία δεν υπήρχε αρκετή έκφραση στοργής.
- Δεν έμαθε πώς να διοχετεύει την οργή ή να ξεσπάει τον θυμό του.
- Έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση.
- Σιγά-σιγά, προσέχει ότι ελέγχοντας τους άλλους και υιοθετώντας μια αυταρχική θέση, καλύπτει τα ελαττώματά του.
- Παράλληλα, κάποια στιγμή στη ζωή του πρόσεξε ότι, όταν επιδεικνύει ευγενική και στοργική συμπεριφορά, συχνά παίρνει αυτό που θέλει.
- Δεν ξέρει πώς να διαχειρίζεται τα αρνητικά συναισθήματά του.
- Επειδή δεν μπορεί να το κάνει, η οργή του αυξάνεται, όπως και η αίσθηση ότι ο κόσμος είναι άδικος και ότι κανένας δεν το καταλαβαίνει.
Πιθανώς το πρώτο πράγμα που έρχεται στον νου όταν σκεφτόμαστε πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε ένα παθητικοεπιθετικό άτομο είναι απλώς να απομακρυνθούμε από αυτό.
Όμως αυτό δεν είναι σωστό, για διάφορους λόγους.
Εξάλλου δεν μπορούμε ούτε θα πρέπει πάντα να απομακρυνόμαστε από αυτό που μοιάζει πολύ περίπλοκο για να το διαχειριστούμε.
Κατανόηση
- Το πρώτο πράγμα που πρέπει να δείξετε είναι ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ. Η κατανόηση των βασικών χαρακτηριστικών αυτής της διαταραχής θα βοηθήσει πολύ.
- Δεύτερον, μην ενδώσετε στον έλεγχο του παθητικοεπιθετικού ατόμου. Είναι απαραίτητο να καταλάβει τις συνέπειες των πράξεών του και την απροθυμία σας να ενδώσετε σε κάτι που δεν σας αρέσει ή που δεν είναι λογικό.
- Τέλος, δεν μπορείτε να ξεχάσετε ότι αυτό που τρέφει τις ρίζες της παθητικοεπιθετικής συμπεριφοράς είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση. Επομένως, κάτι που φοβάται περισσότερο από όλα ένα παθητικοεπιθετικό άτομο είναι το να μείνει μόνο του.
Με ένα παθητικοεπιθετικό άτομο πρέπει να είστε διεκδικητικοί, λογικοί και να του προτείνετε εναλλακτικές επιλογές συμπεριφοράς.
- “Αν μου μιλάς με κυνισμό, δεν θα σε εμπιστευτώ. Δείξε μου σεβασμό”.
- “Αν συνεχίσεις να είσαι τόσο αρνητικός/ή, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να απομονωθείς μέσα στους φόβους σου”.
- “Αντί να με κρίνεις πάντα και να προσέχεις τα ελαττώματά μου, δείξε μου ότι μπορείς να δεις κάτι καλό σε μένα”.
Το παθητικοεπιθετικό άτομο υποφέρει από έντονο σύνδρομο κατωτερότητας. Ουσιαστικά, πρόκειται για ανώριμη διαχείριση συναισθημάτων και για πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Κανένας δεν μπορεί να είναι κοινωνικός και πραγματικά ευτυχισμένος όταν αντιμετωπίζει τέτοιου είδους αδυναμίες και περιορισμούς. Έτσι, είναι θεμελιώδες το παθητικοεπιθετικό άτομο να βρει το θάρρος να ζητήσει βοήθεια.
Είναι επίσης απαραίτητο να θυμάστε ότι ένα παθητικοεπιθετικό άτομο δεν είναι άρρωστο. Είναι απλώς ένα άτομο το οποίο πίσω από την πανοπλία και τη χειριστική συμπεριφορά του κρύβει μια πολύ εύθραυστη ψυχή που λαχταρά βοήθεια.
Ας προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε το παθητικοεπιθετικό άτομο να κάνει τη σωστή επιλογή για την ευημερία του. Ας το βοηθήσουμε να αποφασίσει να βελτιώσει τον εαυτό του.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Στις γιορτές και τα πανηγύρια οι άνθρωποι δείχνουν τον αληθινό εαυτό τους, ενώ στον πόλεμο και γενικά στο στρατό μάλλον κρύβονται λόγω του κινδύνου και του φόβου που έχουν
Ενώ διεξάγονταν τα Ίσθμια, ο Διογένης, ο οποίος, καθώς φαίνεται, βρισκόταν τότε στην Κόρινθο, πήγε στον Ισθμό. Στις εορταστικές συναθροίσεις ο Διογένης δεν πήγαινε για τους λόγους, για τους οποίους πηγαίνει εκεί ο πολύς κόσμος που θέλει να δει τους αθλητές και να περιδρομιάσει, αλλά, έχω τη γνώμη, ότι ο Διογένης πήγαινε για να παρατηρεί τους ανθρώπους και την ανοησία τους. Γνώριζε, βλέπεις, ότι στις γιορτές και τα πανηγύρια οι άνθρωποι δείχνουν τον αληθινό εαυτό τους, ενώ στον πόλεμο και γενικά στο στρατό μάλλον κρύβονται λόγω του κινδύνου και του φόβου που έχουν. Πίστευε, επίσης, ότι οι άνθρωποι γιατρεύονται ευκολότερα εδώ, αφού και οι σωματικές παθήσεις θεραπεύονται από τους γιατρούς πιο εύκολα όταν είναι έκδηλες παρά όταν κανείς τις κρύβει από φόβο κι ότι, από την άλλη, όσοι σ’ αυτές τις περιπτώσεις μένουν αφρόντιστοι πάνε γρήγορα χαμένοι. Γι’ αυτό κι ο Διογένης έτρεχε στα πανηγύρια. Κι όταν τον επιτιμούσαν γι’ αυτό, τους κορόιδευε και τους έλεγε εκείνο για το σκύλο, ότι δηλαδή τα σκυλιά πηγαίνουν στα πανηγύρια χωρίς να πειράζουν κανέναν από όσους είναι εκεί, αλλά γαβγίζουν και επιτίθενται στους κακοποιούς και τους ληστές, κι ότι όταν οι άνθρωποι μεθύσουν και τους πάρει ο ύπνος, εκείνα, τα σκυλιά, μένουν άγρυπνα και τους φυλάνε.
Μόλις ο Διογένης εμφανίστηκε στο πανηγύρι κανένας Κορίνθιος δεν του έδωσε σημασία δεδομένου ότι τον έβλεπαν συχνά στην πόλη και γύρω από το Κράνειο. Γιατί οι άνθρωποι δεν δίνουν μεγάλη σημασία σε αυτούς τους οποίους συνεχώς βλέπουν και τους οποίους μπορούν να πλησιάσουν όποτε θέλουν, ενώ αντίθετα στρέφονται προς εκείνους τους οποίους βλέπουν κατ’ αραιά διαστήματα ή και που δεν τους έχουν ιδεί ποτέ ως τώρα. Έτσι, η ωφέλεια που είχαν οι Κορίνθιοι από τον Διογένη ήταν μηδαμινή, ακριβώς σαν τους άρρωστους ανθρώπους που δε θα πήγαιναν να συμβουλευτούν ένα γιατρό, τον οποίο έχουν ανάμεσά τους, αλλά σκέπτονται ότι αρκεί απλώς ότι τον βλέπουν στην πόλη.
Από τους άλλους τον πλησίασαν προπαντός όσοι έρχονταν από μακρινούς τόπους, από την Ιωνία, τη Σικελία, την Ιταλία και ορισμένοι από εκείνους που είχαν έλθει από τη Λιβύη και ορισμένοι από τη Μασσαλία και τον Βορυσθένη· κι όλοι τους πιο πολύ επειδή ήθελαν να τον δουν και να τον ακούσουν για λίγο να μιλάει, ώστε να έχουν κατόπιν να διηγούνται στους άλλους, παρά για να ωφεληθούν. Γιατί υπήρχε για αυτόν η γνώμη ότι είχε πολύ αιχμηρή γλώσσα και ότι έδινε πληρωμένες απαντήσεις. Έτσι, όπως όσοι δεν έχουν ιδέα για το μέλι του Πόντου προσπαθούν να το δοκιμάσουν, και μόλις το γευτούν αισθάνονται δυσάρεστα και το φτύνουν αμέσως, επειδή είναι πικρό και αηδιαστικό, κατά τον ίδιο τρόπο ήθελαν να δοκιμάσουν, από περιέργεια, και τον Διογένη, και μόλις εκείνος τους αποστόμωνε έστριβαν και έφευγαν. Όταν ο Διογένης καταντρόπιαζε άλλους, ευχαριστιούνταν, οι ίδιοι όμως φοβούνταν και έφευγαν. Κι όταν πάλι εκείνος χλεύαζε και περιγελούσε, το εύρισκαν εξαιρετικά διασκεδαστικό, μόλις όμως σηκωνόταν απειλητικά και μιλούσε σοβαρά, δεν άντεχαν την ειλικρίνεια της γλώσσας του. Όπως ακριβώς, νομίζω, και τα παιδιά ευχαριστιούνται όταν παίζουν με τα καλά σκυλιά, μόλις όμως αυτά αγριέψουν και γαβγίσουν πιο δυνατά, τα παιδιά ξαφνιάζονται και πεθαίνουν από το φόβο τους.
Και ο Διογένης τότε έκανε τα ίδια χωρίς να αλλάζει στάση και χωρίς να νοιάζεται αν θα τον επαινούσε ή αν θα τον έψεγε κάποιος απ’ όσους παρεβρίσκονταν εκεί, ακόμη κι αν είχε έρθει και αν συνομιλούσε μαζί του κάποιος πλούσιος ή διάσημος άνθρωπος, ένας στρατηγός ή ένας κυβερνήτης ή κάποιος από τους πολύ ταπεινούς και φτωχούς. Αλλά οσάκις κάποιος από αυτούς έλεγε ανοησίες, ο Διογένης απλώς τον περιφρονούσε, εκείνους όμως που ήθελαν να κάνουν τον σπουδαίο και περηφανεύονταν για τον πλούτο ή την καταγωγή ή για την οποιαδήποτε άλλη αξία τους, αυτούς ο Διογένης τους ζόριζε και τους στηλίτευε με κάθε τρόπο. Ορισμένοι τον θαύμαζαν ως τον πιο σοφό απ’ όλους τους ανθρώπους, σε ορισμένους άλλους έδινε την εντύπωση πως ήταν παλαβός, πολλοί τον περιφρονούσαν θεωρώντας τον ζητιάνο και εντελώς μηδαμινό άνθρωπο, μερικοί τον χλεύαζαν, κι άλλοι προσπαθούσαν να τον εξευτελίσουν πετώντας του κόκκαλα στα πόδια όπως στα σκυλιά, ενώ άλλοι πηγαίνοντας πιο κοντά τού έπιαναν το τριμμένο ρούχο, πολλοί όμως δεν τον ανέχονταν και αγανακτούσαν, ακριβώς όπως λέει ο Όμηρος για τον Οδυσσέα, ότι τον αντιμετώπιζαν με ειρωνεία οι μνηστήρες. Έτσι κι εκείνος είχε ανεχθεί για λίγες μέρες την ανάρμοστη συμπεριφορά και την αυθάδειά τους, και το ίδιο έκανε και ο Διογένης, από κάθε άποψη. Γιατί πραγματικά έμοιαζε με βασιλιά και άρχοντα, ο οποίος, ντυμένος φτωχικά, τριγυρνούσε ανάμεσα στους δούλους και τους υποτακτικούς του που γλεντοκοπούσαν αγνοώντας ποιος ήταν, και εκείνος τους ανεχόταν έτσι μεθυσμένους και αχαλίνωτους από την άγνοιά τους και τη βλακεία.
Γενικώς οι διοργανωτές των Ισθμίων, αλλά και άλλοι έγκριτοι άνθρωποι, και με επιρροή, δεν αισθάνονταν καθόλου άνετα και ήσαν επιφυλακτικοί κάθε φορά που τον συναντούσαν, και όλοι τον προσπερνούσαν σιωπηλά κοιτάζοντάς τον καχύποπτα. Όταν όμως εκείνος έφτασε να φορέσει στο κεφάλι του στεφάνι από πιτυά, οι Κορίνθιοι έστειλαν κάποιους υπηρέτες και του μήνυσαν να βγάλει το στεφάνι και να μην κάνει τίποτα παράνομο. Ο Διογένης τότε τους ρώτησε γιατί να εί ναι παράνομο που φόρεσε αυτός στεφάνι πιτυάς και να μην είναι παράνομο και για τους άλλους. Του είπε λοιπόν τότε κάποιος ότι είναι παράνομο «επειδή δεν νίκησες, Διογένη». Σε τούτο ο Διογένης απάντησε: «Έχω νικήσει πολλούς και μεγάλους ανταγωνιστές, όχι σαν αυτά τα δουλάκια που παλεύουν τώρα εδώ και πετούν δίσκο και τρέχουν, αλλά από κάθε άποψη πιο σκληροτράχηλους αντιπάλους: τη φτώχεια, την εξορία, την καταφρόνια, κι ακόμη την οργή, τη θλίψη, την επιθυμία, το φόβο και το πιο ακαταμάχητο απ’ όλα τα θηρία, την ηδονή. Αυτό που κανένας, ούτε Έλληνας ούτε βάρβαρος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το πολεμάει και το νικάει με τη δύναμη της ψυχής του, αλλά όλοι έχουν νικηθεί κι αποκάμει σε τούτο τον αγώνα, Πέρσες, Μήδοι, Σύροι, Μακεδόνες, Αθηναίοι, Λακεδαιμόνιοι –εκτός από εμένα! Τι λοιπόν; Το αξίζω κατά τη γνώμη σας το στεφάνι εγώ, ή θα το πάρετε και θα το δώσε τε σε κάποιον που έχει φουσκώσει από το πολύ κρέας. Αυτά να πάτε να πείτε σ’ εκείνους που σας έστειλαν και, ακόμη, ότι αυτοί παρανομούν: γιατί χωρίς να έχουν νικήσει σε κανέναν αγώνα, περιφέρονται φορώντας στεφάνια. Κι επίσης ότι έχω δώσει μεγαλύτερη αίγλη στους αγώνες των Ισθμίων με το να βάλω εγώ το στεφάνι, και ότι για το στεφάνι αυτό θα έπρεπε να ανταγωνίζονται όχι άνθρωποι αλλά κατσίκια.»
Ύστερα από αυτό το περιστατικό, σαν είδε κάποιον να αποχωρεί από το στάδιο μαζί με ένα μεγάλο πλήθος και να μην πατάει καν στη γη, αλλά να τον κρατά ψηλά στους ώμους ο όχλος κι άλλους να ακολουθούν από πίσω και να φωνάζουν δυνατά, άλλους πάλι να πηδούν από τη χαρά τους και να σηκώνουν τα χέρια ψηλά στον ουρανό κι άλλους να του φορούν στεφάνια και ταινίες, μόλις ο Διογένης μπόρεσε να τον πλησιάσει, τον ρώτησε γιατί γινόταν όλος αυτός ο θόρυβος γύρω από αυτόν και τι είχε συμβεί. Εκείνος τότε του απάντησε: «Νίκησα, Διογένη, στο αγώνισμα του δρόμου των ανδρών». – «Ε, και τι είναι αυτό;» έκανε τότε ο Διογένης, «δεν έγινες δα και πιο έξυπνος, έστω και τόσο δα, από το γεγονός ότι ξεπέρασες όσους έτρεχαν μαζί σου, ούτε είσαι τώρα πιο μυαλωμένος από ό,τι πρωτύτερα ούτε λιγότερο δειλός, ούτε έχεις λιγότερη ταραχή στην ψυχή, ούτε θα χρειαστείς λιγότερα πράγματα από εδώ και πέρα, ούτε θα έχει η ζωή σου στο μέλλον λιγότερους πόνους». – «Σίγουρα όχι» είπε, «είμαι ωστόσο ο πιο ταχύς απ’ όλους τους Έλληνες». – «Όχι όμως κι από τους λαγούς» είπε ο Διογένης, «ούτε κι από τα ελάφια· κι αυτά τα ζώα, τα πιο γρήγορα απ’ όλα, είναι συνάμα και τα πιο δειλά, και νιώθουν φόβο για τους ανθρώπους, για τα σκυλιά, για τους αετούς και ζουν μια ζωή ελεεινή. Δεν ξέρεις» συνέχισε, «ότι η ταχύτητα είναι σημάδι δειλίας; Συμβαίνει, δηλαδή, τα ίδια ζώα να είναι ταχύτατα και συνάμα εξαιρετικά δειλά.
Μόλις ο Διογένης εμφανίστηκε στο πανηγύρι κανένας Κορίνθιος δεν του έδωσε σημασία δεδομένου ότι τον έβλεπαν συχνά στην πόλη και γύρω από το Κράνειο. Γιατί οι άνθρωποι δεν δίνουν μεγάλη σημασία σε αυτούς τους οποίους συνεχώς βλέπουν και τους οποίους μπορούν να πλησιάσουν όποτε θέλουν, ενώ αντίθετα στρέφονται προς εκείνους τους οποίους βλέπουν κατ’ αραιά διαστήματα ή και που δεν τους έχουν ιδεί ποτέ ως τώρα. Έτσι, η ωφέλεια που είχαν οι Κορίνθιοι από τον Διογένη ήταν μηδαμινή, ακριβώς σαν τους άρρωστους ανθρώπους που δε θα πήγαιναν να συμβουλευτούν ένα γιατρό, τον οποίο έχουν ανάμεσά τους, αλλά σκέπτονται ότι αρκεί απλώς ότι τον βλέπουν στην πόλη.
Από τους άλλους τον πλησίασαν προπαντός όσοι έρχονταν από μακρινούς τόπους, από την Ιωνία, τη Σικελία, την Ιταλία και ορισμένοι από εκείνους που είχαν έλθει από τη Λιβύη και ορισμένοι από τη Μασσαλία και τον Βορυσθένη· κι όλοι τους πιο πολύ επειδή ήθελαν να τον δουν και να τον ακούσουν για λίγο να μιλάει, ώστε να έχουν κατόπιν να διηγούνται στους άλλους, παρά για να ωφεληθούν. Γιατί υπήρχε για αυτόν η γνώμη ότι είχε πολύ αιχμηρή γλώσσα και ότι έδινε πληρωμένες απαντήσεις. Έτσι, όπως όσοι δεν έχουν ιδέα για το μέλι του Πόντου προσπαθούν να το δοκιμάσουν, και μόλις το γευτούν αισθάνονται δυσάρεστα και το φτύνουν αμέσως, επειδή είναι πικρό και αηδιαστικό, κατά τον ίδιο τρόπο ήθελαν να δοκιμάσουν, από περιέργεια, και τον Διογένη, και μόλις εκείνος τους αποστόμωνε έστριβαν και έφευγαν. Όταν ο Διογένης καταντρόπιαζε άλλους, ευχαριστιούνταν, οι ίδιοι όμως φοβούνταν και έφευγαν. Κι όταν πάλι εκείνος χλεύαζε και περιγελούσε, το εύρισκαν εξαιρετικά διασκεδαστικό, μόλις όμως σηκωνόταν απειλητικά και μιλούσε σοβαρά, δεν άντεχαν την ειλικρίνεια της γλώσσας του. Όπως ακριβώς, νομίζω, και τα παιδιά ευχαριστιούνται όταν παίζουν με τα καλά σκυλιά, μόλις όμως αυτά αγριέψουν και γαβγίσουν πιο δυνατά, τα παιδιά ξαφνιάζονται και πεθαίνουν από το φόβο τους.
Και ο Διογένης τότε έκανε τα ίδια χωρίς να αλλάζει στάση και χωρίς να νοιάζεται αν θα τον επαινούσε ή αν θα τον έψεγε κάποιος απ’ όσους παρεβρίσκονταν εκεί, ακόμη κι αν είχε έρθει και αν συνομιλούσε μαζί του κάποιος πλούσιος ή διάσημος άνθρωπος, ένας στρατηγός ή ένας κυβερνήτης ή κάποιος από τους πολύ ταπεινούς και φτωχούς. Αλλά οσάκις κάποιος από αυτούς έλεγε ανοησίες, ο Διογένης απλώς τον περιφρονούσε, εκείνους όμως που ήθελαν να κάνουν τον σπουδαίο και περηφανεύονταν για τον πλούτο ή την καταγωγή ή για την οποιαδήποτε άλλη αξία τους, αυτούς ο Διογένης τους ζόριζε και τους στηλίτευε με κάθε τρόπο. Ορισμένοι τον θαύμαζαν ως τον πιο σοφό απ’ όλους τους ανθρώπους, σε ορισμένους άλλους έδινε την εντύπωση πως ήταν παλαβός, πολλοί τον περιφρονούσαν θεωρώντας τον ζητιάνο και εντελώς μηδαμινό άνθρωπο, μερικοί τον χλεύαζαν, κι άλλοι προσπαθούσαν να τον εξευτελίσουν πετώντας του κόκκαλα στα πόδια όπως στα σκυλιά, ενώ άλλοι πηγαίνοντας πιο κοντά τού έπιαναν το τριμμένο ρούχο, πολλοί όμως δεν τον ανέχονταν και αγανακτούσαν, ακριβώς όπως λέει ο Όμηρος για τον Οδυσσέα, ότι τον αντιμετώπιζαν με ειρωνεία οι μνηστήρες. Έτσι κι εκείνος είχε ανεχθεί για λίγες μέρες την ανάρμοστη συμπεριφορά και την αυθάδειά τους, και το ίδιο έκανε και ο Διογένης, από κάθε άποψη. Γιατί πραγματικά έμοιαζε με βασιλιά και άρχοντα, ο οποίος, ντυμένος φτωχικά, τριγυρνούσε ανάμεσα στους δούλους και τους υποτακτικούς του που γλεντοκοπούσαν αγνοώντας ποιος ήταν, και εκείνος τους ανεχόταν έτσι μεθυσμένους και αχαλίνωτους από την άγνοιά τους και τη βλακεία.
Γενικώς οι διοργανωτές των Ισθμίων, αλλά και άλλοι έγκριτοι άνθρωποι, και με επιρροή, δεν αισθάνονταν καθόλου άνετα και ήσαν επιφυλακτικοί κάθε φορά που τον συναντούσαν, και όλοι τον προσπερνούσαν σιωπηλά κοιτάζοντάς τον καχύποπτα. Όταν όμως εκείνος έφτασε να φορέσει στο κεφάλι του στεφάνι από πιτυά, οι Κορίνθιοι έστειλαν κάποιους υπηρέτες και του μήνυσαν να βγάλει το στεφάνι και να μην κάνει τίποτα παράνομο. Ο Διογένης τότε τους ρώτησε γιατί να εί ναι παράνομο που φόρεσε αυτός στεφάνι πιτυάς και να μην είναι παράνομο και για τους άλλους. Του είπε λοιπόν τότε κάποιος ότι είναι παράνομο «επειδή δεν νίκησες, Διογένη». Σε τούτο ο Διογένης απάντησε: «Έχω νικήσει πολλούς και μεγάλους ανταγωνιστές, όχι σαν αυτά τα δουλάκια που παλεύουν τώρα εδώ και πετούν δίσκο και τρέχουν, αλλά από κάθε άποψη πιο σκληροτράχηλους αντιπάλους: τη φτώχεια, την εξορία, την καταφρόνια, κι ακόμη την οργή, τη θλίψη, την επιθυμία, το φόβο και το πιο ακαταμάχητο απ’ όλα τα θηρία, την ηδονή. Αυτό που κανένας, ούτε Έλληνας ούτε βάρβαρος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το πολεμάει και το νικάει με τη δύναμη της ψυχής του, αλλά όλοι έχουν νικηθεί κι αποκάμει σε τούτο τον αγώνα, Πέρσες, Μήδοι, Σύροι, Μακεδόνες, Αθηναίοι, Λακεδαιμόνιοι –εκτός από εμένα! Τι λοιπόν; Το αξίζω κατά τη γνώμη σας το στεφάνι εγώ, ή θα το πάρετε και θα το δώσε τε σε κάποιον που έχει φουσκώσει από το πολύ κρέας. Αυτά να πάτε να πείτε σ’ εκείνους που σας έστειλαν και, ακόμη, ότι αυτοί παρανομούν: γιατί χωρίς να έχουν νικήσει σε κανέναν αγώνα, περιφέρονται φορώντας στεφάνια. Κι επίσης ότι έχω δώσει μεγαλύτερη αίγλη στους αγώνες των Ισθμίων με το να βάλω εγώ το στεφάνι, και ότι για το στεφάνι αυτό θα έπρεπε να ανταγωνίζονται όχι άνθρωποι αλλά κατσίκια.»
Ύστερα από αυτό το περιστατικό, σαν είδε κάποιον να αποχωρεί από το στάδιο μαζί με ένα μεγάλο πλήθος και να μην πατάει καν στη γη, αλλά να τον κρατά ψηλά στους ώμους ο όχλος κι άλλους να ακολουθούν από πίσω και να φωνάζουν δυνατά, άλλους πάλι να πηδούν από τη χαρά τους και να σηκώνουν τα χέρια ψηλά στον ουρανό κι άλλους να του φορούν στεφάνια και ταινίες, μόλις ο Διογένης μπόρεσε να τον πλησιάσει, τον ρώτησε γιατί γινόταν όλος αυτός ο θόρυβος γύρω από αυτόν και τι είχε συμβεί. Εκείνος τότε του απάντησε: «Νίκησα, Διογένη, στο αγώνισμα του δρόμου των ανδρών». – «Ε, και τι είναι αυτό;» έκανε τότε ο Διογένης, «δεν έγινες δα και πιο έξυπνος, έστω και τόσο δα, από το γεγονός ότι ξεπέρασες όσους έτρεχαν μαζί σου, ούτε είσαι τώρα πιο μυαλωμένος από ό,τι πρωτύτερα ούτε λιγότερο δειλός, ούτε έχεις λιγότερη ταραχή στην ψυχή, ούτε θα χρειαστείς λιγότερα πράγματα από εδώ και πέρα, ούτε θα έχει η ζωή σου στο μέλλον λιγότερους πόνους». – «Σίγουρα όχι» είπε, «είμαι ωστόσο ο πιο ταχύς απ’ όλους τους Έλληνες». – «Όχι όμως κι από τους λαγούς» είπε ο Διογένης, «ούτε κι από τα ελάφια· κι αυτά τα ζώα, τα πιο γρήγορα απ’ όλα, είναι συνάμα και τα πιο δειλά, και νιώθουν φόβο για τους ανθρώπους, για τα σκυλιά, για τους αετούς και ζουν μια ζωή ελεεινή. Δεν ξέρεις» συνέχισε, «ότι η ταχύτητα είναι σημάδι δειλίας; Συμβαίνει, δηλαδή, τα ίδια ζώα να είναι ταχύτατα και συνάμα εξαιρετικά δειλά.
Ο Ηρακλής, λ.χ., ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο είχε μαζί του τόξα και τα χρησιμοποιούσε εναντίον εκείνων που το έβαζαν στα πόδια, επειδή ήταν πιο αργός από πολλούς άλλους και δεν μπορούσε να τρέξει και να πιάσει τους κακούργους». Εκείνος τότε του είπε ότι «Για τον Αχιλλέα, ο οποίος ήταν γοργοπόδαρος, ο ποιητής λέει πως ήταν εξαιρετικά θαρραλέος». – «Και πώς το ξέρεις ότι ήταν γοργοπόδαρος ο Αχιλλέας; Αυτός δεν μπόρεσε να πιάσει τον Έκτορα μ’ όλο που τον κυνηγούσε μια μέρα ολόκληρη. Δεν ντρέπεσαι», συνέχισε ο Διογένης, «να καμαρώνεις για κάτι στο οποίο είσαι υποδεέστερος από τα πιο μηδαμινά ζώα; Θαρρώ πως δεν μπορείς να φτάσεις στο τρέξιμο ούτε μια αλεπού. Όμως πόσο πιο μπροστά από τους αντιπάλους ήσουν;» – «Πολύ λίγο, Διογένη» είπε εκείνος. «Ώστε λοιπόν έγινες ευτυχισμένος μόλις για ένα βήμα». – «Αλλά αυτοί που τρέχαμε είμαστε οι καλύτεροι». – «Μα και οι κορυδαλοί πόσο πιο γρήγορα δε διασχίζουν το στάδιο από σας έτσι δεν είναι;» – «Οι κορυδαλοί όμως είναι πουλιά» είπε εκείνος, – «Ωραία» έκανε ο Διογένης” «κι αν το πιο γρήγορο όν είναι και το πιο καλό, είναι, ίσως, πολύ προτιμότερο να είναι κανείς κορυδαλός παρά άνθρωπος επομένως διόλου δεν πρέπει να νιώθει κανείς οίκτο για τα αηδόνια ή για τους τσαλαπετεινούς που από άνθρωποι έγιναν πουλιά, καθώς λέει ο μύθος». – «Εγώ πάντως» είπε εκείνος, «όντας άνθρωπος, είμαι ο πιο ταχύς απ’ όλους τους ανθρώπους». – «Ε, και μ’ αυτό; Δεν είναι εύλογο και στα μυρμήγκια κάποιο να είναι πιο ταχύ από κάποιο άλλο; Λες να το θαυμάζουν αυτό τα μυρμήγκια; Ή δε θα σου φαινόταν γελοίο αν θα θαύμαζε κανείς ένα μυρμήγκι για την ταχύτητά του; Αν όλοι όσοι έτρεχαν ήσαν κουτσοί, θα έπρεπε να υπερηφανευόσουν επειδή ξεπέρασες, κουτσός κι εσύ, κάποιους άλλους κουτσούς;»
Έτσι μιλώντας με εκείνο τον άνθρωπο έκανε ώστε πολλοί από τους παρόντες να περιφρονήσουν αυτό το πράγμα, κι εκείνος να φύγει γεμάτος θλίψη και πολύ πιο ταπεινός. Και δεν ήταν μικρή η υπηρεσία που πρόσφερε στους ανθρώπους: κάθε φορά που έβλεπε κάποιον, ο οποίος περηφανευόταν χωρίς λόγο και για πράγμα μηδαμινό, πέρα από κάθε λογική, τον ταπείνωνε λίγο και του αφαιρούσε κάτι από την ανοησία του, όπως ακριβώς κάνουν και όσοι παρακεντούν ή καυτηριάζουν τα φουσκωμένα και πρησμένα μέρη του σώματος.
Καθώς συνέβαιναν αυτά, ο Διογένης είδε δυο άλογα δεμένα μαζί, που άρχισαν ύστερα να χτυπιούνται και να κλοτσούν το ένα το άλλο, και πολύ κόσμο να στέκεται εκεί γύρω και να τα κοιτάζει, έως ότου το ένα, αποκαμωμένο, έσπασε την αλυσίδα και το ‘βαλε στα πόδια. Ο Διογένης πλησίασε τότε το άλογο που έμεινε δεμένο, του πέρασε στο κεφάλι ένα στεφάνι και το ανακήρυξε Ισθμιονίκη, αφού είχε νικήσει στις κλοτσιές. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τα γέλια και γενικώς σούσουρο μεγάλο, κι ήσαν πολλοί εκείνοι που θαύμαζαν τον Διογένη και κορόιδευαν τους αθλητές, λένε μάλιστα πως ορισμένοι έφυγαν χωρίς καν να πάνε να δουν τους αθλητές -όσοι είχαν φτωχικά καταλύμματα ή ούτε καν τέτοια.
ΔΙΟΓΕΝΗ ΛΑΕΡΤΙΟΥ, Διογένης ο Κυνικός
Έτσι μιλώντας με εκείνο τον άνθρωπο έκανε ώστε πολλοί από τους παρόντες να περιφρονήσουν αυτό το πράγμα, κι εκείνος να φύγει γεμάτος θλίψη και πολύ πιο ταπεινός. Και δεν ήταν μικρή η υπηρεσία που πρόσφερε στους ανθρώπους: κάθε φορά που έβλεπε κάποιον, ο οποίος περηφανευόταν χωρίς λόγο και για πράγμα μηδαμινό, πέρα από κάθε λογική, τον ταπείνωνε λίγο και του αφαιρούσε κάτι από την ανοησία του, όπως ακριβώς κάνουν και όσοι παρακεντούν ή καυτηριάζουν τα φουσκωμένα και πρησμένα μέρη του σώματος.
Καθώς συνέβαιναν αυτά, ο Διογένης είδε δυο άλογα δεμένα μαζί, που άρχισαν ύστερα να χτυπιούνται και να κλοτσούν το ένα το άλλο, και πολύ κόσμο να στέκεται εκεί γύρω και να τα κοιτάζει, έως ότου το ένα, αποκαμωμένο, έσπασε την αλυσίδα και το ‘βαλε στα πόδια. Ο Διογένης πλησίασε τότε το άλογο που έμεινε δεμένο, του πέρασε στο κεφάλι ένα στεφάνι και το ανακήρυξε Ισθμιονίκη, αφού είχε νικήσει στις κλοτσιές. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τα γέλια και γενικώς σούσουρο μεγάλο, κι ήσαν πολλοί εκείνοι που θαύμαζαν τον Διογένη και κορόιδευαν τους αθλητές, λένε μάλιστα πως ορισμένοι έφυγαν χωρίς καν να πάνε να δουν τους αθλητές -όσοι είχαν φτωχικά καταλύμματα ή ούτε καν τέτοια.
ΔΙΟΓΕΝΗ ΛΑΕΡΤΙΟΥ, Διογένης ο Κυνικός
Όταν πολεμάς τη φύση, θα ηττηθείς
To 45 π.Χ. ήταν μια άσχημη χρονιά για τον Marcus Tullius Cicero (Μάρκο Τύλλιο Κικέρωνα).
Ο διάσημος Ρωμαίος ρήτορας και πολιτικός είχε συμπληρώσει την έκτη δεκαετία της ζωής του και ήταν μόνος. Είχε πρόσφατα χωρίσει την επί τριάντα χρόνια σύζυγό του και είχε παντρευτεί μια νεότερη γυναίκα, μόνο και μόνο για να τη χωρίσει κι εκείνη σχεδόν αμέσως. Η λατρεμένη κόρη του Τυλλία είχε πεθάνει στην αρχή του έτους, βυθίζοντάς τον σε μεγάλη απελπισία. Επιπλέον, είχε χάσει τη θέση του στο προσκήνιο της ρωμαϊκής πολιτικής εδώ και τέσσερα χρόνια, όταν ο Ιούλιος Καίσαρας διέσχισε τον ποταμό Ρουβίκωνα εξαναγκάζοντας τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία να εμπλακεί σε εμφύλιο πόλεμο. Ο Κικέρων δεν μπορούσε να στηρίξει τον Καίσαρα κι έτσι, αφού αρχικά εναντιώθηκε στον καινούριο δικτάτορα λαμβάνοντας στη συνέχεια μια εξευτελιστική για τον ίδιο αμνηστία, αποσύρθηκε στην αγροικία του. Παρέμεινε εκεί, μακριά από τη Ρώμη, θεωρώντας τον εαυτό του έναν ηλικιωμένο άνδρα, καθόλου χρήσιμο για την κοινωνία.
Αλλά αντί να βυθιστεί σε κύπελλα ξέχειλα από κρασί ή να αυτοκτονήσει όπως είχε κάνει ο νεότερος και φίλος του Κάτων, ο Κικέρων κατέφυγε στη συγγραφή. Υπήρξε ενθουσιώδης σπουδαστής της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας στα νιάτα του και ποθούσε να αφήσει την προσωπική σφραγίδα του στον λογοτεχνικό κόσμο αναλύοντας στους Ρωμαίους συμπολίτες του τις αξίες που είχε ανακαλύψει στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και σε άλλους σπουδαίους στοχαστές. Είχε φυσική ροπή προς το στωικό δόγμα της αγνότητας, της τάξης και της θεϊκής πρόνοιας, σε αντίθεση με την –κατά την άποψή του– περιοριστική και τρυφηλή άποψη των επικουρείων. Έτσι, ξεκίνησε να γράφει. Σε μια εξαιρετικά μικρή χρονική περίοδο, δουλεύοντας από νωρίς το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα, έγραψε πολυάριθμες διατριβές για τη διακυβέρνηση, την ηθική, την αγωγή, τη θρησκεία, τη φιλία και το ηθικό καθήκον.
Λίγο πριν από τη δολοφονία του Καίσαρα, εκείνη την αποφράδα μέρα του Μαρτίου του 44 π.Χ., ο Κικέρων στράφηκε προς το θέμα της ηλικίας σε μια σύντομη διατριβή με τίτλο Περί Γήρατος. Στον αρχαίο κόσμο, όπως και στον σύγχρονο, η ζωή του ανθρώπου μπορεί να λήξει νωρίς, αλλά σφάλλουμε όταν υποθέτουμε ότι η διάρκεια ζωής στην Ελλάδα και τη Ρώμη ήταν απαραίτητα σύντομη. Παρόλο που η μακροβιότητα στην αρχαιότητα είναι αδύνατον να υπολογιστεί και η βρεφική και παιδική θνησιμότητα ήταν σαφώς υψηλή, αν οι άνδρες και οι γυναίκες έφταναν στην ενηλικίωση, είχαν μεγάλη πιθανότητα να ζήσουν έως τα εξήντα και τα εβδομήντα χρόνια τους ή και ακόμα παραπάνω.
Οι Έλληνες συγγραφείς πριν από τον Κικέρωνα είχαν προσεγγίσει το τελευταίο στάδιο της ζωής με διάφορους τρόπους. Κάποιοι εξιδανίκευαν τους ηλικιωμένους πεφωτισμένους κομιστές σοφίας, όπως ο ομηρικός βασιλιάς Νέστορας, ενώ άλλοι τους διακωμωδούσαν παρουσιάζοντάς τους ως κουρασμένους και αθεράπευτους γκρινιάρηδες.
Υπάρχουν πολλά πολύτιμα διδάγματα στο μικρό βιβλίο του Κικέρωνα σχετικά με το γήρας. Κάποια από τα σπουδαιότερα είναι:
Ο διάσημος Ρωμαίος ρήτορας και πολιτικός είχε συμπληρώσει την έκτη δεκαετία της ζωής του και ήταν μόνος. Είχε πρόσφατα χωρίσει την επί τριάντα χρόνια σύζυγό του και είχε παντρευτεί μια νεότερη γυναίκα, μόνο και μόνο για να τη χωρίσει κι εκείνη σχεδόν αμέσως. Η λατρεμένη κόρη του Τυλλία είχε πεθάνει στην αρχή του έτους, βυθίζοντάς τον σε μεγάλη απελπισία. Επιπλέον, είχε χάσει τη θέση του στο προσκήνιο της ρωμαϊκής πολιτικής εδώ και τέσσερα χρόνια, όταν ο Ιούλιος Καίσαρας διέσχισε τον ποταμό Ρουβίκωνα εξαναγκάζοντας τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία να εμπλακεί σε εμφύλιο πόλεμο. Ο Κικέρων δεν μπορούσε να στηρίξει τον Καίσαρα κι έτσι, αφού αρχικά εναντιώθηκε στον καινούριο δικτάτορα λαμβάνοντας στη συνέχεια μια εξευτελιστική για τον ίδιο αμνηστία, αποσύρθηκε στην αγροικία του. Παρέμεινε εκεί, μακριά από τη Ρώμη, θεωρώντας τον εαυτό του έναν ηλικιωμένο άνδρα, καθόλου χρήσιμο για την κοινωνία.
Αλλά αντί να βυθιστεί σε κύπελλα ξέχειλα από κρασί ή να αυτοκτονήσει όπως είχε κάνει ο νεότερος και φίλος του Κάτων, ο Κικέρων κατέφυγε στη συγγραφή. Υπήρξε ενθουσιώδης σπουδαστής της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας στα νιάτα του και ποθούσε να αφήσει την προσωπική σφραγίδα του στον λογοτεχνικό κόσμο αναλύοντας στους Ρωμαίους συμπολίτες του τις αξίες που είχε ανακαλύψει στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και σε άλλους σπουδαίους στοχαστές. Είχε φυσική ροπή προς το στωικό δόγμα της αγνότητας, της τάξης και της θεϊκής πρόνοιας, σε αντίθεση με την –κατά την άποψή του– περιοριστική και τρυφηλή άποψη των επικουρείων. Έτσι, ξεκίνησε να γράφει. Σε μια εξαιρετικά μικρή χρονική περίοδο, δουλεύοντας από νωρίς το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα, έγραψε πολυάριθμες διατριβές για τη διακυβέρνηση, την ηθική, την αγωγή, τη θρησκεία, τη φιλία και το ηθικό καθήκον.
Λίγο πριν από τη δολοφονία του Καίσαρα, εκείνη την αποφράδα μέρα του Μαρτίου του 44 π.Χ., ο Κικέρων στράφηκε προς το θέμα της ηλικίας σε μια σύντομη διατριβή με τίτλο Περί Γήρατος. Στον αρχαίο κόσμο, όπως και στον σύγχρονο, η ζωή του ανθρώπου μπορεί να λήξει νωρίς, αλλά σφάλλουμε όταν υποθέτουμε ότι η διάρκεια ζωής στην Ελλάδα και τη Ρώμη ήταν απαραίτητα σύντομη. Παρόλο που η μακροβιότητα στην αρχαιότητα είναι αδύνατον να υπολογιστεί και η βρεφική και παιδική θνησιμότητα ήταν σαφώς υψηλή, αν οι άνδρες και οι γυναίκες έφταναν στην ενηλικίωση, είχαν μεγάλη πιθανότητα να ζήσουν έως τα εξήντα και τα εβδομήντα χρόνια τους ή και ακόμα παραπάνω.
Οι Έλληνες συγγραφείς πριν από τον Κικέρωνα είχαν προσεγγίσει το τελευταίο στάδιο της ζωής με διάφορους τρόπους. Κάποιοι εξιδανίκευαν τους ηλικιωμένους πεφωτισμένους κομιστές σοφίας, όπως ο ομηρικός βασιλιάς Νέστορας, ενώ άλλοι τους διακωμωδούσαν παρουσιάζοντάς τους ως κουρασμένους και αθεράπευτους γκρινιάρηδες.
Υπάρχουν πολλά πολύτιμα διδάγματα στο μικρό βιβλίο του Κικέρωνα σχετικά με το γήρας. Κάποια από τα σπουδαιότερα είναι:
- Μια καλή τρίτη ηλικία ξεκινά από την περίοδο της νιότης. Ο Κικέρων υποστηρίζει ότι η ποιότητα που κάνει τα τελευταία χρόνια της ζωής μας παραγωγικά και χαρούμενα, πρέπει να καλλιεργηθεί από το ξεκίνημά μας. Η μετριοπάθεια, η σοφία, η νηφαλιότητα στη σκέψη, η ικανότητα να απολαμβάνουμε όσα προσφέρει η ζωή – αυτές είναι συνήθειες που πρέπει να αποκτήσουμε όσο είμαστε νέοι, γιατί έτσι θα διατηρηθούν όσο μεγαλώνουμε. Οι δυστυχείς νέοι άνθρωποι δεν γίνονται ευτυχέστεροι όταν μεγαλώνουν.
- Η τρίτη ηλικία μπορεί να είναι μια υπέροχη περίοδος της ζωής. Τα γηρατειά μπορούν να είναι διασκεδαστικά, εφόσον έχουμε αναπτύξει τις κατάλληλες εσωτερικές ικανότητες. Ναι, σαφώς και υπάρχουν αρκετοί θλιμμένοι ηλικιωμένοι, αλλά δεν πρέπει να κατηγορούν την ηλικία για τα προβλήματά τους. Τα λάθη τους, λέει ο Κικέρων, είναι το αποτέλεσμα του κακού χαρακτήρα τους και όχι του αριθμού των χρόνων που έχουν ζήσει.
- Υπάρχουν κατάλληλες περίοδοι στη ζωή. Η φύση έχει διαμορφώσει την ανθρώπινη ζωή έτσι ώστε να απολαμβάνουμε συγκεκριμένα πράγματα όταν είμαστε νέοι και διαφορετικά πράγματα όταν μεγαλώνουμε. Η προσπάθειά μας να προσκολληθούμε στη νιότη πέραν του αρμόζοντος χρόνου είναι μάταιη. Αν πολεμάς τη φύση, θα ηττηθείς.
- Οι μεγαλύτεροι έχουν πολλά να διδάξουν στους νεότερους. Υπάρχει αυθεντική σοφία στη ζωή, η οποία κατακτάται μόνο μέσω της εμπειρίας. Είναι ευχαρίστησή μας και καθήκον μας καθώς μεγαλώνουμε να τη μεταλαμπαδεύουμε στους νέους που είναι πρόθυμοι να ακούσουν. Όμως και οι νέοι, με τη σειρά τους, μπορούν να προσφέρουν πολλά στους μεγαλύτερούς τους, συμπεριλαμβανομένης και της ευχάριστης συντροφιάς τους.
- Τα γηρατειά δεν πρέπει να μας αρνούνται μια ενεργή ζωή, αλλά πρέπει να αποδεχτούμε τους περιορισμούς. Κανένας ογδοντάχρονος δεν πρόκειται να νικήσει σε έναν αγώνα δρόμου ανταγωνιζόμενος νεαρούς υγιείς εικοσάχρονους, όμως μπορούμε ακόμα να είμαστε σωματικά ενεργοί, εντός των μετριοπαθών περιορισμών που μας επιβάλλει το ίδιο μας το σώμα. Και υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να κάνουν οι ηλικιωμένοι άνθρωποι, τα οποία δεν απαιτούν ιδιαίτερη σωματική δύναμη, από τη μελέτη και τη συγγραφή ως την προσφορά της σοφίας και της εμπειρίας τους στο κοινωνικό σύνολο.
- Το μυαλό είναι ένας μυς που πρέπει να ασκείται. Ο Κικέρων φρόντισε ώστε ο κύριος χαρακτήρας του βιβλίου του να έχει μάθει αρχαιοελληνική λογοτεχνία σε ώριμη ηλικία και να ανακαλεί προσεκτικά τα γεγονότα της ημέρας πριν πέσει για ύπνο κάθε βράδυ. Όποια τεχνική κι αν έχει αποτέλεσμα, είναι απαραίτητο να χρησιμοποιούμε το μυαλό μας όσο το δυνατόν περισσότερο καθώς μεγαλώνουμε.
- Οι ηλικιωμένοι πρέπει να υπερασπίζονται τον εαυτό τους. Όπως λέει ο Κικέρων, «Οι γέροντες είναι άξιοι σεβασμού μόνο αν υπερασπίζονται τον εαυτό τους, διατηρούν τα δικαιώματά τους, δεν υποτάσσονται σε κανέναν και ηγούνται της ιδιοκτησίας τους μέχρι την τελευταία τους πνοή». Τα τελευταία χρόνια της ζωής δεν είναι περίοδος παθητικότητας.
- Η ερωτική πράξη είναι υπερεκτιμημένη. Όχι πως οι μεγαλύτεροι δεν μπορούν να απολαύσουν την ευχαρίστηση της σάρκας, όμως το αχαλίνωτο σεξουαλικό πάθος της νιότης σβήνει όσο μεγαλώνουμε – και ευτυχώς που συμβαίνει αυτό, κατά τον Κικέρωνα. Η μείωση των αισθησιακών ορέξεων αφήνει χώρο να απολαύσουμε άλλες πλευρές της ζωής που προσφέρουν μεγαλύτερη ικανοποίηση και έχουν μεγαλύτερη διάρκεια.
- Καλλιεργήστε τον δικό σας κήπο. Ο Κικέρων παρουσιάζει την ιδέα αυτή στο κεφάλαιο όπου εγκωμιάζει την ικανοποίηση που προσφέρει η γεωργία, αλλά υπάρχει ένα σημαντικό μάθημα σε αυτό. Το να βρούμε σε ώριμη ηλικία μια αξιόλογη δραστηριότητα που να μας προσφέρει πραγματική απόλαυση αποτελεί στοιχειώδες συστατικό της ευτυχίας. Το να βάζουμε λίπασμα ή να κλαδεύουμε αμπέλια μπορεί να μην είναι το πάθος μας, αλλά, όποιο κι αν είναι το πάθος μας τελικά, ας το επιδιώκουμε με χαρά.
- Ο θάνατος δεν πρέπει να μας τρομάζει. Ο Κικέρων λέει ότι ο θάνατος σηματοδοτεί είτε το τέλος της ανθρώπινης συνείδησης είτε την αρχή της αιώνιας ευδαιμονίας. Είτε αυτό αληθεύει είτε όχι, σίγουρα ισχύει, όπως υποστηρίζει ο Κικέρων, ότι η ζωή είναι σαν ένα θεατρικό έργο. Ένας καλός ηθοποιός ξέρει πότε να εγκαταλείψει τη σκηνή. Το να προσκολλώμαστε απεγνωσμένα στη ζωή όταν την έχουμε ζήσει καλά και πλησιάζουμε στο τέλος είναι ανώφελο και ανόητο.
Πως θα καταλάβουμε αν συμπεριφερόμαστε ηθικά
Για να καταλάβουμε πότε συμπεριφερόμαστε ηθικά, οφείλουμε να απαντήσουμε σε γενικότερα ερωτήματα όπως:
“πώς θα έπρεπε να ζω;” ή “τι άνθρωπος θα έπρεπε να είμαι;” – και όχι: “ποιες είναι οι εντολές του ηθικού νόμου;” ή “ποια βασική αρχή θα με βοηθήσει να επιλέξω συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς;”.
Αν επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε αυτά τα γενικότερα ερωτήματα, θα διαπιστώσουμε ότι είναι ανάγκη να διαμορφώσουμε τον χαρακτήρα μας έτσι, ώστε να αποκτήσουμε την ικανότητα να ανταποκρινόμαστε σε ηθικά δύσκολες περιστάσεις με τον σωστό τρόπο. Πράγματι, ο χαρακτήρας του ανθρώπου με μια τέτοια ικανότητα διαθέτει κάποιες συγκεκριμένες, σταθερές ιδιότητες, που τον βοηθούν όχι μόνο να αποφασίζει, αλλά και να πράττει όπως πρέπει, όταν χρειάζεται. Έτσι, ηθικός είναι εκείνος που μπορεί κάθε φορά να κρίνει τι του επιτάσσει η έννοια του δικαίου, της εντιμότητας ή της γενναιοδωρίας, και να αντιμετωπίζει με ορθό τρόπο διλήμματα στα οποία συγκρούονται εκ πρώτης όψεως ισοδύναμες αξίες.
Οι εξαίρετες ιδιότητες του χαρακτήρα του είναι αυτό που αποκαλούμε ηθικές αρετές.
Η έννοια της αρετής κατέχει κεντρική θέση σε νια μακρά φιλοσοφική παράδοση που ανάγεται στην αρχαιοελληνική σκέψη. Κατά τον Αριστοτέλη, η ηθική αρετή, η οποία αξιοποιεί φυσικές μας προδιαθέσεις και καλλιεργείται με την κατάλληλη εκπαίδευση, μας επιτρέπει σε κάθε περίπτωση να πετύχουμε τη σωστή μεσότητα, τον μέσο όρο ανάμεσα σε υπερβολές και ελλείψεις. Την ενσαρκώνει εκείνος που έχει αναπτύξει επιπλέον την απαραίτητη διανοητική αρετή της φρόνησης, την ικανότητα να αναγνωρίζει το καλό για τον ίδιο και τους συνανθρώπους του και να σταθμίζει το πώς θα πράξει ελέγχοντας τα συναισθήματά του. Για παράδειγμα, όταν κάποιος διαθέτει θάρρος, αποφεύγει και τη δειλία -την υστέρηση απέναντι σ’ αυτό που απαιτείται- αλλά και τη ριψοκινδύνευση, δηλαδή την υπερβολή της παράτολμης στάσης απέναντι στον κίνδυνο· όταν κάποιος είναι γενναιόδωρος, δεν είναι ούτε τσιγκούνης ούτε σπάταλος· εφόσον διακρίνεται από σωφροσύνη στις απολαύσεις, δεν είναι ούτε αναίσθητος, όσον αφορά την επιδίωξη των ηδονών, αλλά ούτε και ακόλαστος· εάν χαρακτηρίζεται από επαρκή αυτοεκτίμηση, δεν αυτοπροβάλλεται, για να ξεχωρίσει από τους άλλους, αλλά και δεν υποτιμά τον εαυτό του κ.ο.κ.
Η έμφαση στον χαρακτήρα του δρώντος προσώπου και η προτεραιότητα που αποδίδεται σε συγκεκριμένες αρετές -σε αντίθεση με την επιδίωξη της μεγιστοποίησης της ωφέλειας του συνόλου ή με την υποταγή στις εντολές του αφηρημένου ηθικού νόμου- υποδεικνύουν ίσως ένα λειτουργικότερο κριτήριο ηθικής ορθότητας. Θα λέγαμε μάλιστα ότι αυτό το κριτήριο είναι περισσότερο απτό και προφανές στον βαθμό που ενσαρκώνεται από το παράδειγμα του ίδιου του ενάρετου ανθρώπου, όπως αυτός περιγράφεται από τους φιλοσόφους που τονίζουν τη σημασία των αρετών. Το πρόβλημα είναι ότι στις μέρες μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το ιδεώδες των αρχαιοελληνικών αρετών, που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με το πρότυπο του “καλού καγαθού” πολίτη της αρχαιοελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα της Αθήνας της κλασικής εποχής. Έτσι, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι οι αρετές για τις οποίες μιλούν ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης μπορούν να καλλιεργηθούν στις σύγχρονες πολιτείες, στις οποίες είναι τελείως διαφορετικές οι συνθήκες ζωής και φαίνεται να έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό το συλλογικό, κοινωνικό ήθος που ενέπνεε τους αρχαίους προγόνους μας.
Για τον Αριστοτέλη οι αρετές αποτελούν συστατικά ενός βίου που επιτυγχάνει την ευδαιμονία. Και λέγοντας “ευδαιμονία” ο συγγραφέας των Ηθικών Νικομαχείων εννοούσε την πλήρη άνθηση της ανθρώπινης προσωπικότητας, την ολόπλευρη ενεργοποίηση των κυριότερων ανθρώπινων δυνατοτήτων – όχι απλώς αυτό που σήμερα αποκαλούμε ευτυχία, δηλαδή κάποια, λιγότερο ή περισσότερο, παροδική και υποκειμενική ψυχική κατάσταση ευφορίας. Είναι όμως αμφίβολο αν μια τέτοια πλούσια και ισχυρή αντίληψη του αρχαιοελληνικού αγαθού βίου είναι συμβατή με τον τρόπο ζωής του ανθρώπου του 21ου αιώνα – αν βέβαια είναι επαρκώς κατανοητή από αυτόν. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το ηθικό μοντέλο του συνετού και ενάρετου ανθρώπου μπορεί να μας φαίνεται κάπως αριστοκρατικό και περιοριστικό, αφού δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί από μεγάλο αριθμό ανθρώπων.
“πώς θα έπρεπε να ζω;” ή “τι άνθρωπος θα έπρεπε να είμαι;” – και όχι: “ποιες είναι οι εντολές του ηθικού νόμου;” ή “ποια βασική αρχή θα με βοηθήσει να επιλέξω συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς;”.
Αν επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε αυτά τα γενικότερα ερωτήματα, θα διαπιστώσουμε ότι είναι ανάγκη να διαμορφώσουμε τον χαρακτήρα μας έτσι, ώστε να αποκτήσουμε την ικανότητα να ανταποκρινόμαστε σε ηθικά δύσκολες περιστάσεις με τον σωστό τρόπο. Πράγματι, ο χαρακτήρας του ανθρώπου με μια τέτοια ικανότητα διαθέτει κάποιες συγκεκριμένες, σταθερές ιδιότητες, που τον βοηθούν όχι μόνο να αποφασίζει, αλλά και να πράττει όπως πρέπει, όταν χρειάζεται. Έτσι, ηθικός είναι εκείνος που μπορεί κάθε φορά να κρίνει τι του επιτάσσει η έννοια του δικαίου, της εντιμότητας ή της γενναιοδωρίας, και να αντιμετωπίζει με ορθό τρόπο διλήμματα στα οποία συγκρούονται εκ πρώτης όψεως ισοδύναμες αξίες.
Οι εξαίρετες ιδιότητες του χαρακτήρα του είναι αυτό που αποκαλούμε ηθικές αρετές.
Η έννοια της αρετής κατέχει κεντρική θέση σε νια μακρά φιλοσοφική παράδοση που ανάγεται στην αρχαιοελληνική σκέψη. Κατά τον Αριστοτέλη, η ηθική αρετή, η οποία αξιοποιεί φυσικές μας προδιαθέσεις και καλλιεργείται με την κατάλληλη εκπαίδευση, μας επιτρέπει σε κάθε περίπτωση να πετύχουμε τη σωστή μεσότητα, τον μέσο όρο ανάμεσα σε υπερβολές και ελλείψεις. Την ενσαρκώνει εκείνος που έχει αναπτύξει επιπλέον την απαραίτητη διανοητική αρετή της φρόνησης, την ικανότητα να αναγνωρίζει το καλό για τον ίδιο και τους συνανθρώπους του και να σταθμίζει το πώς θα πράξει ελέγχοντας τα συναισθήματά του. Για παράδειγμα, όταν κάποιος διαθέτει θάρρος, αποφεύγει και τη δειλία -την υστέρηση απέναντι σ’ αυτό που απαιτείται- αλλά και τη ριψοκινδύνευση, δηλαδή την υπερβολή της παράτολμης στάσης απέναντι στον κίνδυνο· όταν κάποιος είναι γενναιόδωρος, δεν είναι ούτε τσιγκούνης ούτε σπάταλος· εφόσον διακρίνεται από σωφροσύνη στις απολαύσεις, δεν είναι ούτε αναίσθητος, όσον αφορά την επιδίωξη των ηδονών, αλλά ούτε και ακόλαστος· εάν χαρακτηρίζεται από επαρκή αυτοεκτίμηση, δεν αυτοπροβάλλεται, για να ξεχωρίσει από τους άλλους, αλλά και δεν υποτιμά τον εαυτό του κ.ο.κ.
Η έμφαση στον χαρακτήρα του δρώντος προσώπου και η προτεραιότητα που αποδίδεται σε συγκεκριμένες αρετές -σε αντίθεση με την επιδίωξη της μεγιστοποίησης της ωφέλειας του συνόλου ή με την υποταγή στις εντολές του αφηρημένου ηθικού νόμου- υποδεικνύουν ίσως ένα λειτουργικότερο κριτήριο ηθικής ορθότητας. Θα λέγαμε μάλιστα ότι αυτό το κριτήριο είναι περισσότερο απτό και προφανές στον βαθμό που ενσαρκώνεται από το παράδειγμα του ίδιου του ενάρετου ανθρώπου, όπως αυτός περιγράφεται από τους φιλοσόφους που τονίζουν τη σημασία των αρετών. Το πρόβλημα είναι ότι στις μέρες μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το ιδεώδες των αρχαιοελληνικών αρετών, που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με το πρότυπο του “καλού καγαθού” πολίτη της αρχαιοελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα της Αθήνας της κλασικής εποχής. Έτσι, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι οι αρετές για τις οποίες μιλούν ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης μπορούν να καλλιεργηθούν στις σύγχρονες πολιτείες, στις οποίες είναι τελείως διαφορετικές οι συνθήκες ζωής και φαίνεται να έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό το συλλογικό, κοινωνικό ήθος που ενέπνεε τους αρχαίους προγόνους μας.
Για τον Αριστοτέλη οι αρετές αποτελούν συστατικά ενός βίου που επιτυγχάνει την ευδαιμονία. Και λέγοντας “ευδαιμονία” ο συγγραφέας των Ηθικών Νικομαχείων εννοούσε την πλήρη άνθηση της ανθρώπινης προσωπικότητας, την ολόπλευρη ενεργοποίηση των κυριότερων ανθρώπινων δυνατοτήτων – όχι απλώς αυτό που σήμερα αποκαλούμε ευτυχία, δηλαδή κάποια, λιγότερο ή περισσότερο, παροδική και υποκειμενική ψυχική κατάσταση ευφορίας. Είναι όμως αμφίβολο αν μια τέτοια πλούσια και ισχυρή αντίληψη του αρχαιοελληνικού αγαθού βίου είναι συμβατή με τον τρόπο ζωής του ανθρώπου του 21ου αιώνα – αν βέβαια είναι επαρκώς κατανοητή από αυτόν. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το ηθικό μοντέλο του συνετού και ενάρετου ανθρώπου μπορεί να μας φαίνεται κάπως αριστοκρατικό και περιοριστικό, αφού δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί από μεγάλο αριθμό ανθρώπων.
Οι 10 ανεκπλήρωτοι έρωτες από την Ελληνική μυθολογία
Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν πλούσια φαντασία – εκτός των άλλων – και σκάρωναν ιστορίες με εκπλήξεις και ανατροπές.
Παρακάτω σας παρουσιάζουμε 21 ήρωες της Ελληνικής Μυθολογίας (11 άνδρες και 10 γυναίκες) και τις μεταξύ τους ερωτικές περιπέτειες που κατέληξαν σε αρνήσεις και αποτυχίες.
10. Απόλλων και Δάφνη
Η Δάφνη ήταν κόρη του Λάδωνα ή του Πηνειού και της Γαίας. Ο Απόλλων συνάντησε τη Δάφνη σε κάποιο από τα κυνήγια του και γοητεύτηκε από την ομορφιά της. Θέλοντας να απαλλαγεί από τον αντίζηλό του Λεύκιππο, που είχε μεταμφιεστεί σε γυναίκα και βρισκόταν ανάμεσα στις νύμφες, τις συμβούλευσε να κολυμπήσουν όλες μαζί, γυμνές, για να βεβαιωθούν ότι όλες ήταν γυναίκες.
Όταν αποκαλύφθηκε το φύλο του, ο Λεύκιππος βρήκε τραγικό θάνατο από τις νύμφες και την ίδια τη Δάφνη.
Και ο Απόλλων όμως, δεν υπήρξε ιδιαίτερα τυχερός. Θέλησε να πλησιάσει τη Δάφνη, η οποία όμως προσπάθησε με όλη της τη δύναμη να τον αποφύγει, και όταν κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό, παρακάλεσε τη μητέρα της να τη σώσει. Και πραγματικά, δημιουργήθηκε ένα χάσμα, όπου χάθηκε η Δάφνη, ενώ στη θέση της ξεπρόβαλε το ομώνυμο δέντρο. Από τα κλαδιά του, ο Απόλλων έφτιαξε ένα στεφάνι, που φορούσε πάντα στο κεφάλι του σε ανάμνηση της όμορφης νύμφης.
9. Σαλμακίς και Ερμαφρόδιτος
Ο Ερμαφρόδιτος ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης και κατοικούσε στη Φρυγία. Στα 15 του χρόνια, προικισμένος με μεγάλη ομορφιά, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να γνωρίσει τον έξω κόσμο. Καθώς βρισκόταν στην Καρία και ξεκουραζόταν στις όχθες ενός ποταμού, τον εντόπισε η νύμφη Σαλμακίδα και τον ερωτεύτηκε. Όταν το νεαρό αγόρι βούτηξε στο ποτάμι για ένα μπάνιο, η Σαλμακίδα βρήκε την ευκαιρία να τον αρπάξει και να τον κάνει δικό της.
Ο Ερμαφρόδιτος αντιστάθηκε κι απέκρουσε τις ερωτικές διαθέσεις της Σαλμακίδας. Τότε, η νύμφη παρακάλεσε τους θεούς να κάνουν κάτι για να μην αποχωριστούν ποτέ τα κορμιά τους. Οι θεοί εισάκουσαν τις παρακλήσεις της και δημιούργησαν ένα νέο ον με δύο φύσεις.
8. Αλφειός και Αρέθουσα
Η Αρέθουσα ήταν κόρη του Νηρέα και της Δωρίδος και νύμφη της Αρτέμιδας. Την Αρέθουσα ερωτεύτηκε στην Πελοπόννησο ο κυνηγός Αλφειός. Εκείνη, όμως, τον απέκρουσε, επειδή ήθελε να διατηρήσει την αγνότητά της κι έφυγε από την Πελοπόννησο με τη βοήθεια της Αρτέμιδας. Διέσχισε τη θάλασσα, έφθασε στο νησί Ορτυγία, που βρίσκεται στις Συρακούσες της Σικελίας κι εκεί μεταμορφώθηκε σε πηγή. Τόσο σφοδρός, όμως, ήταν ο έρωτας του Αλφειού, ώστε κι αυτός μεταμορφώθηκε σε ποταμό και διασχίζοντας το πέλαγος ενώθηκε με τα νερά της πηγής της Αρέθουσας.
7. Απημοσύνη και Ερμής
Η Απημοσύνη ήταν πριγκίπισσα της Κρήτης, κόρη του Κατρέα, ενός από τους γιους του Μίνωα. Όμορφη καθώς ήταν, προκάλεσε το ερωτικό ενδιαφέρον τού Ερμή, ψυχοπομπού και αγγελιοφόρου των θεών. Μία μέρα, o Ερμής την εντόπισε στη Ρόδο κι άρχισε να την καταδιώκει. Αυτή ήταν πιο γρήγορη και με διάφορα κόλπα κατόρθωνε να του ξεφύγει. Ο Ερμής την παραφύλαξε κοντά σ’ ένα ποτάμι, όπου θα έπαιρνε το μπάνιο της. Ο πανούργος θεός έστρωσε το δρόμο με φρεσκογδαρμένα τομάρια και περίμενε. Όταν αυτή εμφανίστηκε, γλίστρησε πάνω στο οδόστρωμα και ο Ερμής όρμησε κατά πάνω της και τη βίασε. Η Απημοσύνη έμεινε έγκυος και όταν προσπάθησε να εξηγήσει το συμβάν στον αδελφό της Αλθαιμένη, αυτός δεν την πίστεψε. Σε μία έκρηξη οργής για τα ψέμματα της αδελφής του, όπως πίστευε, την κλώτσησε μέχρι θανάτου.
6. Αθηνά και Ήφαιστος
Ο Ήφαιστος, ο κουτσός και κακάσχημος θεός του Ολύμπου, βοήθησε τον Δία με το τσεκούρι του να γεννήσει μέσα από το κεφάλι του τη θεά Αθηνά. Αργότερα, ερωτεύτηκε την Αθηνά, αλλά η θεά απέκρουσε τον έρωτά του, καθώς ήθελε πάση θυσία να κρατήσει την αγνότητά της. Ο Ήφαιστος προσπάθησε να τη βιάσει, απέτυχε όμως και από το σπέρμα του που έπεσε στη γη της Αττικής γεννήθηκε ο Εριχθόνιος. Η Αθηνά δείχνοντας μεγαλοψυχία υιοθέτησε το παιδί, που όταν μεγάλωσε έγινε βασιλιάς της Αθήνας.
5. Απόλλων και Κασσάνδρα
Η Κασσάνδρα ήταν μια από τις ομορφότερες κόρες του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου και της Εκάβης. Ο Απόλλων την ερωτεύτηκε σφόδρα και για να την πείσει να γίνει δική του, της υποσχέθηκε ότι θα της μάθαινε να προλέγει το μέλλον. Η Κασσάνδρα δέχθηκε κι αφού έμαθε τη μαντική τέχνη αρνήθηκε να ενδώσει στις ερωτικές επιθυμίες του Απόλλωνα. Τότε, ο θεός για να την εκδικηθεί την καταδίκασε να προλέγει τις συμφορές, αλλά να μην γίνεται πιστευτή από τους άλλους.
4. Αστερία, Ζευς και Ποσειδών
Η Αστερία, κόρη του Τιτάνα Κίου και της Φοίβης και ανιψιά του Δία, ήταν θεά των νυχτερινών χρησμών και των πεφταστεριών. Ήταν παντρεμένη με τον Τιτάνα Πέρση και είχαν μία κόρη, την Εκάτη. Ο Δίας τη φλέρταρε έντονα κι αυτή για να τον αποφύγει μεταμορφωνόταν σε διάφορα ζώα. Ως ορτύκι έπεσε στο Αιγαίο και μεταμορφώθηκε στο νησί της Ορτυγίας (με το όνομα αυτό απαντάται, σήμερα, νησίδα των Συρακουσών). Ερωτευμένος μαζί της ήταν και ο Ποσειδώνας και για να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε στο νησί της Δήλου, όπου η αδελφή της Λητώ γέννησε τα παιδιά του Δία Απόλλωνα και Αρτέμιδα.
3. Ποσειδών και Δήμητρα (φωτογραφία)
Οι ερωτικές περιπέτειες του Ποσειδώνα ήτα πολυάριθμες. Μία από αυτές ήταν με τη θεά Δήμητρα, που τύχαινε να είναι αδελφή του. Μία μέρα που η Δήμητρα περιπλανιόταν στην Αρκαδία για την ανεύρεση της κόρης της Περσεφόνης, την οποία είχε απαγάγει ο Άδης, την πλησίασε ο Ποσειδώνας με ερωτικούς σκοπούς, τους οποίους εκείνη απέκρουσε. Για να του ξεφύγει μεταμορφώθηκε σε φοράδα και κρύφτηκε ανάμεσα στ’ άλογα που έβοσκαν εκεί κοντά. Ο Ποσειδώνας, όμως, πήρε τη μορφή αλόγου κι ενώθηκε μαζί της. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ένα άλογο, ο Αρείωνας και μία κόρη, το όνομα της οποία αποκαλυπτόταν μόνο σε όσους συμμετείχαν στα μυστήρια της αρκαδικής πόλης της Λυκόσουρας.
2. Αριάδνη και Θησεύς
Η Αριάδνη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα και της Πασιφάης, ερωτεύτηκε τον Θησέα, όταν αυτός κατέφθασε στην Κρήτη για να σκοτώσει τον ετεροθαλή αδελφό της Μινώταυρο, που κάθε χρόνο κατασπάραζε επτά νέους και επτά νέες από την Αθήνα. Τον βοήθησε με τον περίφημο μίτο να βρει το δρόμο του μέσα από το Λαβύρινθο και να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Ο Θησέας φεύγοντας από την Κρήτη πήρε μαζί του την Αριάδνη για να την κάνει γυναίκα του. Στο δρόμο για την Αθήνα το πλοίο τους σταμάτησε στη Νάξο, όπου ο Θησέας εγκατέλειψε την Αριάδνη κι εξαφανίστηκε. Μία εκδοχή του μύθου τον θέλει να ήταν ερωτευμένος με την Αίγλη, κόρη του Πανοπέα από τη Φωκίδα.
1. Γαλάτεια και Πολύφημος
Ο Πολύφημος είναι πασίγνωστος Κύκλωπας από την «Οδύσσεια» του Ομήρου. Γιος του Ποσειδώνα, ήταν ερωτευμένος με την όμορφη Γαλάτεια. Αυτή απέκρουε τον έρωτά του, επειδή είχε μάτια μόνο για τον Άκι, τον γιο του Φαύνου. Μία μέρα, ο Πολύφημος τους είδε μαζί και από τη ζήλια του πέταξε ένα βράχο πάνω στον Άκι και τον σκότωσε. Οι θεοί μεταμόρφωσαν τον Άκι σε ποταμό, όπου η Γαλάτεια περνούσε τις ώρες της, θρηνώντας την απώλεια του αγαπημένου της.
Παρακάτω σας παρουσιάζουμε 21 ήρωες της Ελληνικής Μυθολογίας (11 άνδρες και 10 γυναίκες) και τις μεταξύ τους ερωτικές περιπέτειες που κατέληξαν σε αρνήσεις και αποτυχίες.
10. Απόλλων και Δάφνη
Η Δάφνη ήταν κόρη του Λάδωνα ή του Πηνειού και της Γαίας. Ο Απόλλων συνάντησε τη Δάφνη σε κάποιο από τα κυνήγια του και γοητεύτηκε από την ομορφιά της. Θέλοντας να απαλλαγεί από τον αντίζηλό του Λεύκιππο, που είχε μεταμφιεστεί σε γυναίκα και βρισκόταν ανάμεσα στις νύμφες, τις συμβούλευσε να κολυμπήσουν όλες μαζί, γυμνές, για να βεβαιωθούν ότι όλες ήταν γυναίκες.
Όταν αποκαλύφθηκε το φύλο του, ο Λεύκιππος βρήκε τραγικό θάνατο από τις νύμφες και την ίδια τη Δάφνη.
Και ο Απόλλων όμως, δεν υπήρξε ιδιαίτερα τυχερός. Θέλησε να πλησιάσει τη Δάφνη, η οποία όμως προσπάθησε με όλη της τη δύναμη να τον αποφύγει, και όταν κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό, παρακάλεσε τη μητέρα της να τη σώσει. Και πραγματικά, δημιουργήθηκε ένα χάσμα, όπου χάθηκε η Δάφνη, ενώ στη θέση της ξεπρόβαλε το ομώνυμο δέντρο. Από τα κλαδιά του, ο Απόλλων έφτιαξε ένα στεφάνι, που φορούσε πάντα στο κεφάλι του σε ανάμνηση της όμορφης νύμφης.
9. Σαλμακίς και Ερμαφρόδιτος
Ο Ερμαφρόδιτος ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης και κατοικούσε στη Φρυγία. Στα 15 του χρόνια, προικισμένος με μεγάλη ομορφιά, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να γνωρίσει τον έξω κόσμο. Καθώς βρισκόταν στην Καρία και ξεκουραζόταν στις όχθες ενός ποταμού, τον εντόπισε η νύμφη Σαλμακίδα και τον ερωτεύτηκε. Όταν το νεαρό αγόρι βούτηξε στο ποτάμι για ένα μπάνιο, η Σαλμακίδα βρήκε την ευκαιρία να τον αρπάξει και να τον κάνει δικό της.
Ο Ερμαφρόδιτος αντιστάθηκε κι απέκρουσε τις ερωτικές διαθέσεις της Σαλμακίδας. Τότε, η νύμφη παρακάλεσε τους θεούς να κάνουν κάτι για να μην αποχωριστούν ποτέ τα κορμιά τους. Οι θεοί εισάκουσαν τις παρακλήσεις της και δημιούργησαν ένα νέο ον με δύο φύσεις.
8. Αλφειός και Αρέθουσα
Η Αρέθουσα ήταν κόρη του Νηρέα και της Δωρίδος και νύμφη της Αρτέμιδας. Την Αρέθουσα ερωτεύτηκε στην Πελοπόννησο ο κυνηγός Αλφειός. Εκείνη, όμως, τον απέκρουσε, επειδή ήθελε να διατηρήσει την αγνότητά της κι έφυγε από την Πελοπόννησο με τη βοήθεια της Αρτέμιδας. Διέσχισε τη θάλασσα, έφθασε στο νησί Ορτυγία, που βρίσκεται στις Συρακούσες της Σικελίας κι εκεί μεταμορφώθηκε σε πηγή. Τόσο σφοδρός, όμως, ήταν ο έρωτας του Αλφειού, ώστε κι αυτός μεταμορφώθηκε σε ποταμό και διασχίζοντας το πέλαγος ενώθηκε με τα νερά της πηγής της Αρέθουσας.
7. Απημοσύνη και Ερμής
Η Απημοσύνη ήταν πριγκίπισσα της Κρήτης, κόρη του Κατρέα, ενός από τους γιους του Μίνωα. Όμορφη καθώς ήταν, προκάλεσε το ερωτικό ενδιαφέρον τού Ερμή, ψυχοπομπού και αγγελιοφόρου των θεών. Μία μέρα, o Ερμής την εντόπισε στη Ρόδο κι άρχισε να την καταδιώκει. Αυτή ήταν πιο γρήγορη και με διάφορα κόλπα κατόρθωνε να του ξεφύγει. Ο Ερμής την παραφύλαξε κοντά σ’ ένα ποτάμι, όπου θα έπαιρνε το μπάνιο της. Ο πανούργος θεός έστρωσε το δρόμο με φρεσκογδαρμένα τομάρια και περίμενε. Όταν αυτή εμφανίστηκε, γλίστρησε πάνω στο οδόστρωμα και ο Ερμής όρμησε κατά πάνω της και τη βίασε. Η Απημοσύνη έμεινε έγκυος και όταν προσπάθησε να εξηγήσει το συμβάν στον αδελφό της Αλθαιμένη, αυτός δεν την πίστεψε. Σε μία έκρηξη οργής για τα ψέμματα της αδελφής του, όπως πίστευε, την κλώτσησε μέχρι θανάτου.
6. Αθηνά και Ήφαιστος
Ο Ήφαιστος, ο κουτσός και κακάσχημος θεός του Ολύμπου, βοήθησε τον Δία με το τσεκούρι του να γεννήσει μέσα από το κεφάλι του τη θεά Αθηνά. Αργότερα, ερωτεύτηκε την Αθηνά, αλλά η θεά απέκρουσε τον έρωτά του, καθώς ήθελε πάση θυσία να κρατήσει την αγνότητά της. Ο Ήφαιστος προσπάθησε να τη βιάσει, απέτυχε όμως και από το σπέρμα του που έπεσε στη γη της Αττικής γεννήθηκε ο Εριχθόνιος. Η Αθηνά δείχνοντας μεγαλοψυχία υιοθέτησε το παιδί, που όταν μεγάλωσε έγινε βασιλιάς της Αθήνας.
5. Απόλλων και Κασσάνδρα
Η Κασσάνδρα ήταν μια από τις ομορφότερες κόρες του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου και της Εκάβης. Ο Απόλλων την ερωτεύτηκε σφόδρα και για να την πείσει να γίνει δική του, της υποσχέθηκε ότι θα της μάθαινε να προλέγει το μέλλον. Η Κασσάνδρα δέχθηκε κι αφού έμαθε τη μαντική τέχνη αρνήθηκε να ενδώσει στις ερωτικές επιθυμίες του Απόλλωνα. Τότε, ο θεός για να την εκδικηθεί την καταδίκασε να προλέγει τις συμφορές, αλλά να μην γίνεται πιστευτή από τους άλλους.
4. Αστερία, Ζευς και Ποσειδών
Η Αστερία, κόρη του Τιτάνα Κίου και της Φοίβης και ανιψιά του Δία, ήταν θεά των νυχτερινών χρησμών και των πεφταστεριών. Ήταν παντρεμένη με τον Τιτάνα Πέρση και είχαν μία κόρη, την Εκάτη. Ο Δίας τη φλέρταρε έντονα κι αυτή για να τον αποφύγει μεταμορφωνόταν σε διάφορα ζώα. Ως ορτύκι έπεσε στο Αιγαίο και μεταμορφώθηκε στο νησί της Ορτυγίας (με το όνομα αυτό απαντάται, σήμερα, νησίδα των Συρακουσών). Ερωτευμένος μαζί της ήταν και ο Ποσειδώνας και για να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε στο νησί της Δήλου, όπου η αδελφή της Λητώ γέννησε τα παιδιά του Δία Απόλλωνα και Αρτέμιδα.
3. Ποσειδών και Δήμητρα (φωτογραφία)
Οι ερωτικές περιπέτειες του Ποσειδώνα ήτα πολυάριθμες. Μία από αυτές ήταν με τη θεά Δήμητρα, που τύχαινε να είναι αδελφή του. Μία μέρα που η Δήμητρα περιπλανιόταν στην Αρκαδία για την ανεύρεση της κόρης της Περσεφόνης, την οποία είχε απαγάγει ο Άδης, την πλησίασε ο Ποσειδώνας με ερωτικούς σκοπούς, τους οποίους εκείνη απέκρουσε. Για να του ξεφύγει μεταμορφώθηκε σε φοράδα και κρύφτηκε ανάμεσα στ’ άλογα που έβοσκαν εκεί κοντά. Ο Ποσειδώνας, όμως, πήρε τη μορφή αλόγου κι ενώθηκε μαζί της. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ένα άλογο, ο Αρείωνας και μία κόρη, το όνομα της οποία αποκαλυπτόταν μόνο σε όσους συμμετείχαν στα μυστήρια της αρκαδικής πόλης της Λυκόσουρας.
2. Αριάδνη και Θησεύς
Η Αριάδνη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα και της Πασιφάης, ερωτεύτηκε τον Θησέα, όταν αυτός κατέφθασε στην Κρήτη για να σκοτώσει τον ετεροθαλή αδελφό της Μινώταυρο, που κάθε χρόνο κατασπάραζε επτά νέους και επτά νέες από την Αθήνα. Τον βοήθησε με τον περίφημο μίτο να βρει το δρόμο του μέσα από το Λαβύρινθο και να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Ο Θησέας φεύγοντας από την Κρήτη πήρε μαζί του την Αριάδνη για να την κάνει γυναίκα του. Στο δρόμο για την Αθήνα το πλοίο τους σταμάτησε στη Νάξο, όπου ο Θησέας εγκατέλειψε την Αριάδνη κι εξαφανίστηκε. Μία εκδοχή του μύθου τον θέλει να ήταν ερωτευμένος με την Αίγλη, κόρη του Πανοπέα από τη Φωκίδα.
1. Γαλάτεια και Πολύφημος
Ο Πολύφημος είναι πασίγνωστος Κύκλωπας από την «Οδύσσεια» του Ομήρου. Γιος του Ποσειδώνα, ήταν ερωτευμένος με την όμορφη Γαλάτεια. Αυτή απέκρουε τον έρωτά του, επειδή είχε μάτια μόνο για τον Άκι, τον γιο του Φαύνου. Μία μέρα, ο Πολύφημος τους είδε μαζί και από τη ζήλια του πέταξε ένα βράχο πάνω στον Άκι και τον σκότωσε. Οι θεοί μεταμόρφωσαν τον Άκι σε ποταμό, όπου η Γαλάτεια περνούσε τις ώρες της, θρηνώντας την απώλεια του αγαπημένου της.
Ο Επιμενίδειος ύπνος, Ο φιλόσοφος - μάντης από την Κρήτη που κοιμήθηκε σε μια σπηλιά για 57 ολόκληρα χρόνια
Πρόκειται για μία από τις πιο παράδοξες ιστορίες της εποχής της αρχαίας Ελλάδας.
Πράγματι, ο Επιμενίδης ξεκίνησε να βρει το πρόβατο, αλλά φαίνεται πως μπερδεύτηκε στην διαδρομή και αντί να φτάσει στο συγκεκριμένο χωράφι που του είχε υποδείξει ο πατέρας του, έχασε τον δρόμο και κατά λάθος μπήκε μέσα σε μία σπηλιά. Όπως ήταν κουρασμένος από την αναζήτηση του πρόβατου, αποκοιμήθηκε.
Αυτό που είναι όμως άκρως εντυπωσιακό, ότι ο Επιμενίδης κοιμήθηκε μέσα σε αυτήν την σπηλιά για 57 ολόκληρα χρόνια!
Μάλιστα, η ενθύμηση αυτού του τόσο παράδοξου γεγονότος, έχει παραμείνει μέχρι τις μέρες μας μέσω της παροιμιώδους φράσης «Επιμενίδειος ύπνος».
Η ιστορία μας όμως δεν τελειώνει εδώ.
Όταν ξύπνησε ο Επιμενίδης, άρχισε και πάλι να ψάχνει το πρόβατο, πιστεύοντας ότι έχει κοιμηθεί λίγες μόλις ώρες.
Σύντομα όμως, κατά την προσπάθεια της νέας του ανεύρεσης, διαπίστωσε έκπληκτος ότι κατά την διάρκεια του ύπνου του είχαν αλλάξει τα πάντα γύρω του, καθότι δεν ήταν πλέον σε θέση να αναγνωρίσει τίποτα από όσα γνώριζε πριν κοιμηθεί.
Το χωράφι είχε αλλάξει ιδιοκτήτη, ακόμα και το χωριό του παρουσίαζε πολύ μεγάλες και ανεξήγητες αλλαγές, αλλά ακόμα και όταν αναζήτησε να βρει τους δικούς του ανθρώπους, ανακάλυψε ότι δεν βρισκόταν πια εκεί που ήξερε πριν κοιμηθεί…
Πολύ σύντομα, ο Επιμενίδης ανακάλυψε ότι οι πιο πολλοί άνθρωποι που γνώριζε, είχαν πια πεθάνει. Παρόλα αυτά κατάφερε κάποια στιγμή να βρει τον αδελφό του, γέροντα πλέον, ο οποίος και του εξήγησε τι ακριβώς είχε συμβεί στην πραγματικότητα.
Ίσως αυτό το γεγονός του Επιμενίδειου ύπνου, δεν θα ήταν τόσο σημαντικό, αν δεν είχαμε μια σημαντική μαρτυρία από το Διογένη Λαέρτιο.
Στο βιβλίο του για τον Πυθαγόρα, ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Πυθαγόρας ταξίδεψε σε όλον σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο, προκειμένου να γίνει κάτοχος όλων των σημαντικών μυήσεων. Σε αυτόν τον δρόμο της αναζήτησης της αλήθειας λοιπόν, ο Πυθαγόρας επισκέφτηκε και την Κρήτη, προκειμένου να συναντήσει τον Επιμενίδη.
Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι ήταν τόσο σημαντικές οι εσωτερικές γνώσεις που διέθετε ο Επιμενίδης, που ακόμα και αυτός ο Πυθαγόρας επεδίωξε να μυηθεί από αυτόν, να συμπληρώσει δηλαδή μην μύησή του, καθότι κατέβηκαν μαζί στο περίφημο «Ιδαίον άντρον», το σπήλαιο δηλαδή στο οποίο γεννήθηκε ο ύψιστος των Θεών ο Δίας…
Το αποκαλυπτικό αρχαίο κείμενο έχει ως εξής:
…εἶτ’ ἐν Κρήτῃ σὺν Ἐπιμενίδῃ κατῆλθεν εἰς τὸ Ἰδαῖον ἄντρον
…Στην συνέχεια (ο Πυθαγόρας) επισκέφτηκε την Κρήτη και κατέβηκε στο Ιδαίον Άντρον με την συνοδεία του Επιμενίδη,
ἀλλὰ καὶ ἐν Αἰγύπτῳ εἰς τὰ ἄδυτα·
αλλά επίσης επισκέφτηκε και τα άδυτα των ναών της Αιγύπτου.
καὶ τὰ περὶ θεῶν ἐν ἀπορρήτοις ἔμαθεν.
Έτσι γνώρισε τα απόρρητα μυστικά που αφορούν στην φύση των Θεών.
Όπως βλέπουμε ο Πυθαγόρας δείχνει μία ιδιαίτερη προτίμηση στο να κατέρχεται σε άδυτους μυστηριακούς χώρους, σε διάφορα σημεία του πλανήτη, εντελώς ετερόκλιτα μεταξύ τους, ως προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Με την στάση του αυτήν, αποδεικνύει ότι σε κάθε περίπτωση, η εσωτερική μύηση, αποτελεί μία εμπειρική πολύτιμη γνώση, απαραίτητη για την προσωπική μας εξέλιξη.
Θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι το «Ιδαίον Άντρον» είναι ένα σπήλαιο σε οροπέδιο, στο όρος Ίδη (Ψηλορείτης) της Κρήτης, στο οποίο σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ανατράφηκε ο Δίας.
Σήμερα είναι ένας σπουδαίος αρχαιολογικός χώρος στον οποίο έχουν διενεργηθεί ανασκαφές από το 1884 και έχουν ανακαλυφθεί διάφορα αντικείμενα (αρχαϊκά αγαλμάτια, φιάλες, χάλκινες ασπίδες) ακόμα και από την μινωική εποχή.
Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν, στο εσωτερικό του Ιδαίου Άντρου να γινόταν μυήσεις, για το πώς θα μπορούσε κανείς να λάβει θεϊκή ανατροφή και μάλιστα ανάλογη με αυτήν του Διός.
Διαπιστώνουμε επομένως ότι ένα από τα αποτελέσματα αυτού του «Επιμενίδειου ύπνου», είναι η αποκάλυψη πολύ σημαντικών απόρρητων μυστικών που σχετίζονται με την κατανόηση της φύσης του θεού.
Χωρίς αμφιβολία αυτή είναι η ανώτατη γνώση που θα μπορούσε να αποκτήσει κανείς και θα μπορούσε να του αποκαλύψει το βαθύτερο νόημα και τον απώτερο σκοπό της ζωής του, διότι τόσο η έννοια του σπηλαίου, όσο και η έννοια της καθόδου σε αυτό, δεν είναι μία τόσο απλή υπόθεση, αλλά υποκρύπτει μία σοβαρότατη μύηση που σχετίζεται με την αποκάλυψη μυστικών που αφορούν την ζωή και τον θάνατο…
Τόσο η έννοια του σπηλαίου, όσο και η έννοια της καθόδου σε αυτό, δεν είναι μία τόσο απλή υπόθεση, αλλά υποκρύπτει μία σοβαρότατη μύηση που σχετίζεται με την αποκάλυψη μυστικών που αφορούν την ζωή και τον θάνατο…
Ο Επιμενίδης, ένας από τους πιο ξακουστούς σοφούς που έζησαν ποτέ στην Κρήτη, κοιμήθηκε σε μια σπηλιά για… 57 ολόκληρα χρόνια!
Μία από τις καταπληκτικότερες αλλά και πιο παράδοξες ιστορίες, της εποχής της αρχαίας Ελλάδας, αποτελεί χωρίς αμφιβολία και η ιστορία του Επιμενίδη.
Ο Επιμενίδης θεωρείται ένας από τους πιο ξακουστούς σοφούς που έζησαν ποτέ στην Κρήτη. Δεν ήταν μόνο ένας θρησκευτικός διδάσκαλος, αλλά ήταν επίσης γνωστός για τις μαντικές και τις προφητικές του ικανότητες.
Υπάρχει ωστόσο καταγεγραμμένο, το σημαντικότερο ίσως γεγονός της ζωής του, χάρη στο οποίο έχει παραμείνει γνωστός μέχρι και τις μέρες μας.
Κάποτε λοιπόν, ο πατέρας του έχασε ένα από τα πρόβατά του και έστειλε τον γιο του τον Επιμενίδη, στο χωράφι που χάθηκε το πρόβατο, για να ψάξει να το βρει και να το φέρει πίσω.
Ο Επιμενίδης, ένας από τους πιο ξακουστούς σοφούς που έζησαν ποτέ στην Κρήτη, κοιμήθηκε σε μια σπηλιά για… 57 ολόκληρα χρόνια!
Μία από τις καταπληκτικότερες αλλά και πιο παράδοξες ιστορίες, της εποχής της αρχαίας Ελλάδας, αποτελεί χωρίς αμφιβολία και η ιστορία του Επιμενίδη.
Ο Επιμενίδης θεωρείται ένας από τους πιο ξακουστούς σοφούς που έζησαν ποτέ στην Κρήτη. Δεν ήταν μόνο ένας θρησκευτικός διδάσκαλος, αλλά ήταν επίσης γνωστός για τις μαντικές και τις προφητικές του ικανότητες.
Υπάρχει ωστόσο καταγεγραμμένο, το σημαντικότερο ίσως γεγονός της ζωής του, χάρη στο οποίο έχει παραμείνει γνωστός μέχρι και τις μέρες μας.
Κάποτε λοιπόν, ο πατέρας του έχασε ένα από τα πρόβατά του και έστειλε τον γιο του τον Επιμενίδη, στο χωράφι που χάθηκε το πρόβατο, για να ψάξει να το βρει και να το φέρει πίσω.
Πράγματι, ο Επιμενίδης ξεκίνησε να βρει το πρόβατο, αλλά φαίνεται πως μπερδεύτηκε στην διαδρομή και αντί να φτάσει στο συγκεκριμένο χωράφι που του είχε υποδείξει ο πατέρας του, έχασε τον δρόμο και κατά λάθος μπήκε μέσα σε μία σπηλιά. Όπως ήταν κουρασμένος από την αναζήτηση του πρόβατου, αποκοιμήθηκε.
Αυτό που είναι όμως άκρως εντυπωσιακό, ότι ο Επιμενίδης κοιμήθηκε μέσα σε αυτήν την σπηλιά για 57 ολόκληρα χρόνια!
Μάλιστα, η ενθύμηση αυτού του τόσο παράδοξου γεγονότος, έχει παραμείνει μέχρι τις μέρες μας μέσω της παροιμιώδους φράσης «Επιμενίδειος ύπνος».
Η ιστορία μας όμως δεν τελειώνει εδώ.
Όταν ξύπνησε ο Επιμενίδης, άρχισε και πάλι να ψάχνει το πρόβατο, πιστεύοντας ότι έχει κοιμηθεί λίγες μόλις ώρες.
Σύντομα όμως, κατά την προσπάθεια της νέας του ανεύρεσης, διαπίστωσε έκπληκτος ότι κατά την διάρκεια του ύπνου του είχαν αλλάξει τα πάντα γύρω του, καθότι δεν ήταν πλέον σε θέση να αναγνωρίσει τίποτα από όσα γνώριζε πριν κοιμηθεί.
Το χωράφι είχε αλλάξει ιδιοκτήτη, ακόμα και το χωριό του παρουσίαζε πολύ μεγάλες και ανεξήγητες αλλαγές, αλλά ακόμα και όταν αναζήτησε να βρει τους δικούς του ανθρώπους, ανακάλυψε ότι δεν βρισκόταν πια εκεί που ήξερε πριν κοιμηθεί…
Πολύ σύντομα, ο Επιμενίδης ανακάλυψε ότι οι πιο πολλοί άνθρωποι που γνώριζε, είχαν πια πεθάνει. Παρόλα αυτά κατάφερε κάποια στιγμή να βρει τον αδελφό του, γέροντα πλέον, ο οποίος και του εξήγησε τι ακριβώς είχε συμβεί στην πραγματικότητα.
Ίσως αυτό το γεγονός του Επιμενίδειου ύπνου, δεν θα ήταν τόσο σημαντικό, αν δεν είχαμε μια σημαντική μαρτυρία από το Διογένη Λαέρτιο.
Στο βιβλίο του για τον Πυθαγόρα, ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Πυθαγόρας ταξίδεψε σε όλον σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο, προκειμένου να γίνει κάτοχος όλων των σημαντικών μυήσεων. Σε αυτόν τον δρόμο της αναζήτησης της αλήθειας λοιπόν, ο Πυθαγόρας επισκέφτηκε και την Κρήτη, προκειμένου να συναντήσει τον Επιμενίδη.
Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι ήταν τόσο σημαντικές οι εσωτερικές γνώσεις που διέθετε ο Επιμενίδης, που ακόμα και αυτός ο Πυθαγόρας επεδίωξε να μυηθεί από αυτόν, να συμπληρώσει δηλαδή μην μύησή του, καθότι κατέβηκαν μαζί στο περίφημο «Ιδαίον άντρον», το σπήλαιο δηλαδή στο οποίο γεννήθηκε ο ύψιστος των Θεών ο Δίας…
Το αποκαλυπτικό αρχαίο κείμενο έχει ως εξής:
…εἶτ’ ἐν Κρήτῃ σὺν Ἐπιμενίδῃ κατῆλθεν εἰς τὸ Ἰδαῖον ἄντρον
…Στην συνέχεια (ο Πυθαγόρας) επισκέφτηκε την Κρήτη και κατέβηκε στο Ιδαίον Άντρον με την συνοδεία του Επιμενίδη,
ἀλλὰ καὶ ἐν Αἰγύπτῳ εἰς τὰ ἄδυτα·
αλλά επίσης επισκέφτηκε και τα άδυτα των ναών της Αιγύπτου.
καὶ τὰ περὶ θεῶν ἐν ἀπορρήτοις ἔμαθεν.
Έτσι γνώρισε τα απόρρητα μυστικά που αφορούν στην φύση των Θεών.
Όπως βλέπουμε ο Πυθαγόρας δείχνει μία ιδιαίτερη προτίμηση στο να κατέρχεται σε άδυτους μυστηριακούς χώρους, σε διάφορα σημεία του πλανήτη, εντελώς ετερόκλιτα μεταξύ τους, ως προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Με την στάση του αυτήν, αποδεικνύει ότι σε κάθε περίπτωση, η εσωτερική μύηση, αποτελεί μία εμπειρική πολύτιμη γνώση, απαραίτητη για την προσωπική μας εξέλιξη.
Θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι το «Ιδαίον Άντρον» είναι ένα σπήλαιο σε οροπέδιο, στο όρος Ίδη (Ψηλορείτης) της Κρήτης, στο οποίο σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ανατράφηκε ο Δίας.
Σήμερα είναι ένας σπουδαίος αρχαιολογικός χώρος στον οποίο έχουν διενεργηθεί ανασκαφές από το 1884 και έχουν ανακαλυφθεί διάφορα αντικείμενα (αρχαϊκά αγαλμάτια, φιάλες, χάλκινες ασπίδες) ακόμα και από την μινωική εποχή.
Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν, στο εσωτερικό του Ιδαίου Άντρου να γινόταν μυήσεις, για το πώς θα μπορούσε κανείς να λάβει θεϊκή ανατροφή και μάλιστα ανάλογη με αυτήν του Διός.
Διαπιστώνουμε επομένως ότι ένα από τα αποτελέσματα αυτού του «Επιμενίδειου ύπνου», είναι η αποκάλυψη πολύ σημαντικών απόρρητων μυστικών που σχετίζονται με την κατανόηση της φύσης του θεού.
Χωρίς αμφιβολία αυτή είναι η ανώτατη γνώση που θα μπορούσε να αποκτήσει κανείς και θα μπορούσε να του αποκαλύψει το βαθύτερο νόημα και τον απώτερο σκοπό της ζωής του, διότι τόσο η έννοια του σπηλαίου, όσο και η έννοια της καθόδου σε αυτό, δεν είναι μία τόσο απλή υπόθεση, αλλά υποκρύπτει μία σοβαρότατη μύηση που σχετίζεται με την αποκάλυψη μυστικών που αφορούν την ζωή και τον θάνατο…
Σκέψου την Ιθάκη σου
Ίδιοι δρόμοι. Ίδιες διαδρομές. Πάντα. Οι καταστάσεις ποτέ δεν αλλάζουν, οι συνθήκες είναι πάντοτε οι ίδιες. Ποτέ ευνοϊκότερες.
-Και οι άνθρωποι;
-Ούτε κι αυτοί αλλάζουν. Εκείνο που αλλάζει είναι η οπτική τους γωνία. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονται και αντιμετωπίζουν τον ίδιο τύπο ανθρώπων που εξακολουθούν να τους προσεγγίζουν. Άνθρωποι που έχουν μάθει να πηγαινοέρχονται άσκοπα στις ζωές μας δίχως οι ίδιοι να ξέρουν το γιατί. Ίσως επειδή οι ζωές τους είναι τόσο μονότονες, τόσο μονόχνωτες και προσπαθούν να απομυζούν ενέργεια ή λιγοστές στιγμές ευτυχίας από ανθρώπους που σφύζουν από ζωή, από ανθρώπους έτοιμους να δοθούν ολοκληρωτικά σε ένα ασίγαστο πάθος.
-Τους οικτίρω...
-Κι εγώ, καρδιά μου, μα δεν κάνει.
-Τέτοιοι άνθρωποι θα 'ναι πάντα δυστυχισμένοι...Θα αναζητούν το νόημα της ζωής σε ξεχαρβαλωμένα συναισθήματα, σε πολυχρησιμοποιημένα σώματα, σε καλά προβαρισμένες ηδονές. Θα αισθάνονται την πληρότητα μόνο όσο κρατάει μια σεξουαλική επαφή. Και μετά; Ξανά στην αναζήτηση για το επόμενο άτομο που θα τους κάνει να ξεχαστούν απ' τη μιζέρια της ζωής τους.
-Καλά τα λες. 'Εχουν μάθει να καραδοκούν πίσω από σκοτεινά σοκάκια παρατηρώντας και - προσεκτικά - διαλέγοντας το επόμενο τους θύμα. Σαν τις αράχνες, έτσι κι αυτοί, θαμπώνουν το θύμα με τον αστραφτερό τους ιστό κι όταν αυτό πιαστεί στα δίκτυα τους, το καταβροχθίζουν αργά και βασανιστικά.
-Αυτό είναι άδικο...
-Και ποιός είπε ότι η ζωή είναι δίκαιη, μάτια μου; Η ζωή έχει μάθει να γονατίζει τους δυνατούς, εκείνους που δεν τα βάζουν κάτω. Οι αδύνατοι είναι ήδη γονατισμένοι. Καθένας από μας κρύβει μέσα του μια ατέρμονη επιμονή, μια απαράμιλλη δύναμη που αποτελεί εφαλτήριο για τον δρόμο της επιβίωσης. Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, Ποσειδώνες και λογής λογής εμπόδια θα βρεις μπροστά σου, όποιον δρόμο κι αν διαλέξεις. Η Ιθάκη, όμως, μια είναι. Έχε τον νου σου στην Ιθάκη. Γιατί «Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι. Χωρίς αυτήν δεν θά 'βγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια. Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν...»
Ο Αριστοτέλης, η σωφροσύνη, η πραότητα, η ανεξαρτησία και η μεγαλοψυχία ως πράξεις πολιτικές
Η σωφροσύνη, όπως όλες οι κατά Αριστοτέλη αρετές, έχει να κάνει με τον εθισμό που ωθεί την ανθρώπινη συμπεριφορά προς την κατεύθυνση της μεσότητας: «Πάμε τώρα στη σωφροσύνη: Είναι μεσότητα ανάμεσα στην ακολασία και σε εκείνη τη μορφή αναισθησίας που αφορά τις ηδονές. Διότι, όπως εν γένει κάθε αρετή, έτσι και η σωφροσύνη είναι έξις {=παγιωμένη ηθική διάθεση} και μάλιστα άριστη έξις· και η άριστη έξις είναι κατοχή του άριστου, και το άριστο ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη είναι το μέσον» (1191a 21.1 και 1191b 21.1).
Η άποψη θα επαναδιατυπωθεί με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια: «Με δεδομένο, συνεπώς, ότι το μέσον είναι το άριστο, η σωφροσύνη θα είναι εκείνη η συγκεκριμένη μεσότητα που βρίσκεται ανάμεσα στην ακολασία και την αναισθησία» (1191b 21.1). Επιπλέον, οι αισθήσεις που οδηγούν στην ακολασία είναι η γεύση και η αφή: «Η σωφροσύνη έχει να κάνει με τα βιώματα ηδονής που προκύπτουν από την αφή και από τη γεύση» (1191b 21.3).
Οι δύο αυτές αισθήσεις είναι σε θέση να παρασύρουν τον άνθρωπο προς την ακολασία πολύ περισσότερο από ότι η ακοή ή η όσφρηση. Και βέβαια, η ορθή στάση του μέσου δεν έχει να κάνει με την πλήρη αποχή από τις ηδονές που προκύπτουν από την αφή και τη γεύση (κάτι τέτοιο θα ήταν ξεκάθαρη έλλειψη), αλλά με την ορθή-εξισορροπημένη διαχείρισή τους: «… σώφρων δεν είναι όποιος πάγια διατίθεται έτσι ώστε να μην έχει ποτέ κανένα από τα συγκεκριμένα βιώματα ηδονής (ένας άνθρωπος σαν και τούτον είναι αναίσθητος)· σώφρων είναι ακριβώς όποιος έχει οπωσδήποτε το βίωμα της ηδονής, πλην όμως δεν παρασύρεται από αυτό σε βαθμό που να οδηγείται σε υπερβολική απόλαυση της ηδονής και να μετατρέπει όλα τα άλλα σε πάρεργα ασήμαντα· για τούτη ακριβώς και μόνη τη σωστή στάση του, θεωρούμε πολύ συγκεκριμένα τον άνθρωπο αυτό σώφρονα» (1191b 21.3).
Και φυσικά, η επιλογή αυτή πρέπει να είναι απολύτως συνειδητή και να στηρίζεται στην επιλογή και την προτίμηση κι όχι σε άλλους παράγοντες: «Διότι όποιος αποφεύγει μεν την υπερβολή τέτοιων ηδονών αλλά το κάνει για άλλους λόγους, π.χ. επειδή φοβάται ή κάτι τέτοιο, αυτός δεν είναι σώφρων. Γι’ αυτό και δε θεωρούμε σώφρονα τα άλλα ζωντανά παρά μόνο τον άνθρωπο, επειδή τα ζωντανά δεν έχουν λογική ώστε με αυτήν να κάνουν διάφορες δοκιμές και να επιλέγουν το καλό» (1191b 21.4).
Σωφροσύνη χωρίς τη συνειδητή λογική διεργασία για τη διαμόρφωση της επιλογής δεν υφίσταται. Εξάλλου, η ίδια η μεσότητα ως ενάρετη στάση απέναντι στις ηδονές δεν μπορεί να καθοριστεί χωρίς τη λογική που θα διασφαλίσει το σημείο ισορροπίας. Καμία αρετή δεν μπορεί να προσδιοριστεί αποκομμένη από τη λογική, αφού θα είναι αδύνατο να εντοπιστεί η μεσότητά της. Αυτό που μένει είναι ο τελικός ορισμός της σωφροσύνης: «Η σωφροσύνη σχετίζεται με βιώματα ηδονής και λύπης {ευχαρίστησης και δυσαρέσκειας}, και ειδικότερα με εκείνα τα βιώματα ηδονής και λύπης που προκαλούνται από την αφή και τη γεύση» (1191b 21.4).
Με τον ίδιο τρόπο ο Αριστοτέλης θα ορίσει την πραότητα: «Η πραότητα βρίσκεται στο μέσον της οργιλότητας και της ολικής –μέχρι αναισθησίας– απουσίας της οργής» (1191b 22.1). Για την ακρίβεια: «Αφού, λοιπόν, οργίλος είναι ο άνθρωπος που οργίζεται με τον καθένα και για τα πάντα και κατά τρόπο υπερβολικό, και αφού έναν τέτοιο άνθρωπο τον επικρίνουμε και τον αποδοκιμάζουμε (διότι δεν πρέπει να οργιζόμαστε με τον καθένα και για τα πάντα και σε κάθε περίπτωση και διαρκώς –χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει από την άλλη ότι πρέπει να έχουμε τέτοιο χαρακτήρα που να μην οργιζόμαστε ποτέ και με κανέναν– οπωσδήποτε επικρίνουμε επίσης και αποδοκιμάζουμε έναν άνθρωπο σαν και τούτο· είναι σίγουρα αναίσθητος)» (1191b 22.2).
Η άποψη που θέλει τον ενάρετο να μην οργίζεται ποτέ (με την αιτιολόγηση ότι η οργή ανήκει στα ψυχικά πάθη που πρέπει να καταπολεμηθούν) βρίσκει αντίθετο τον Αριστοτέλη, που θεωρεί την οργή φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση απέναντι στις καταστάσεις που τον αδικούν. Δεν μπορεί κάποιος να είναι συναισθηματικά απαθής όταν τον προσβάλλουν ή τον περιφρονούν.
Το ζήτημα είναι και πάλι το μέτρο που θα τεθεί από τη λογική. Η οργή είναι σωστό να εκδηλώνεται αρκεί να αφορά τα πράγματα που πρέπει, τους λόγους που πρέπει, τους ανθρώπους που πρέπει και τον τρόπο που πρέπει. Οτιδήποτε ξεπερνά το μέτρο οδηγώντας στην υπερβολή επικρίνεται, ως εσφαλμένη συμπεριφορά.
Η κοινωνική διάσταση επιβεβαιώνεται από τον έπαινο που συνοδεύει τις πράξεις: «Τον έπαινο δεν τον κερδίζει όποιος όσον αφορά την οργή αποδεικνύεται ελλιπής ούτε και υπερβολικός, αλλά όποιος στο θέμα της οργής διατίθεται πάγια με μέτρο: αυτός είναι πράος. Και τούτων ακριβώς των παθών μεσότητα αποτελεί η πραότητα» (1191b 22.3).
Ο έπαινος αποτελεί την κοινωνική αναγνώριση του ορθού, αφού τα κριτήριά του ορίζονται από την κοινωνία, ως κατευθυντήριες γραμμές για την επιθυμητή πράξη. Η λογική θα παίζει και πάλι τον καθοριστικότερο ρόλο. Ο άνθρωπος που οργίζεται παράφορα δεν μπορεί να διέπεται από λογική, καθώς αδυνατεί να σταθμίσει τις καταστάσεις. Γι’ αυτό ο ενάρετος άνθρωπος πριν από όλα γνωρίζει να χαλιναγωγεί τα πάθη του. Γιατί μόνο έτσι τα ελέγχει. Κι όταν κάποιος ελέγχει το θυμό του, τότε ξέρει και πώς να τον εκφράσει αποδίδοντάς τον με τον τρόπο και την ένταση που πρέπει. Εν τέλει, μονάχα έτσι θα καταφέρει να βρει και το δίκιο του.
Ως ανεξαρτησία («ελευθεριότης» στο πρωτότυπο) ορίζεται η στάση που έχει ο άνθρωπος απέναντι στο χρήμα: «Η ανεξαρτησία είναι μεσότητα ανάμεσα στην ασωτία και την εξάρτηση. Αυτά είναι πάθη που σχετίζονται με το χρήμα· διότι ο άσωτος είναι ο άνθρωπος που δαπανά χρήματα εκεί που δεν πρέπει και ξοδεύει περισσότερα από όσα πρέπει και την ώρα που δεν πρέπει· ο εξαρτημένος, από την άλλη, είναι αυτός που δεν δαπανά χρήματα γι’ αυτά που πρέπει να δαπανήσει, και δεν ξοδεύει το ποσό που πρέπει και την ώρα που πρέπει. Τόσο ο άσωτος όσο και ο εξαρτημένος επικρίνονται και αποδοκιμάζονται» (1192a 23.1).
Η έννοια του εξαρτημένου έχει πολλές διαβαθμίσεις: «Όσον αφορά τη σχέση του ανθρώπου με το χρήμα υπάρχουν πολλά είδη εξάρτησης· για παράδειγμα, κάποιους τους αποκαλούμε “σπαγκοραμμένους”, άλλους “εξηνταβελόνηδες” ή αισχροκερδείς ή “φραγκοφονιάδες”. Όλοι τους εντάσσονται στην κατηγορία των εξαρτημένων» (1192a 24.1).
Οι σχέσεις με το χρήμα (όπως και με τις ηδονές) είναι ίσως οι σημαντικότερες για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Ο άσωτος που θέλει διαρκώς να κερδίζει περισσότερα για να τα σπαταλά σε ανούσιες απολαύσεις ή για να κάνει κοινωνική επίδειξη, δεν είναι μόνο αρνητής του μέτρου, αλλά και επίφοβος στις κοινωνικές του σχέσεις, αφού ενδέχεται να φανεί προθυμότερος στην αδικία, αν πρόκειται να κερδίσει περισσότερα. Σε τελική ανάλυση, ως πηγή κάθε αδικίας τίθεται η εξάρτηση που έχει κανείς από το χρήμα ή τις ηδονές. Όσο πιο έντονη είναι η σχέση με αυτά (χρήμα-ηδονές), όσο πιο άμετρη και ανισόρροπη, τόσο πιο μεγάλη και η ροπή προς πράξεις που αποσκοπούν στην απόκτησή τους.
Η διαστρέβλωση των εννοιών που θέτει την απόλυτη σπατάλη ως ποιότητα ζωής, η οποία δεν πρέπει με κανένα τρόπο να διαταραχθεί, είναι το άμετρο κυνήγι του χρήματος, που εν τέλει νομιμοποιείται και ηθικά ως (δήθεν) διασφάλιση του ευ ζην. Τα στρεβλά καταναλωτικά πρότυπα και η ευτέλεια των κριτηρίων για την κοινωνική ανάδειξη, που ταυτίζουν την επιτυχία και την καταξίωση με το χρήμα, δεν είναι απλά διαστρέβλωση της ευτυχίας που εκλαμβάνεται, επίσης, σαν εξαγοράσιμο αγαθό, αλλά και ιδεολογική θεμελίωση αντικοινωνικών συμπεριφορών. Ο κυνικός λέγεται ρεαλιστής, η συμφεροντολογία μετατρέπεται σε πνεύμα της εποχής, ο αμοραλισμός γίνεται ανταγωνιστικότητα, η απληστία συμπεριλαμβάνεται στα επαγγελματικά προσόντα.
Η απόλυτη στρέβλωση καταδεικνύει την απόλυτη έλλειψη του μέτρου, δηλαδή την εκμηδένιση της λογικής. Ο Θουκυδίδης περιγράφοντας τον εμφύλιο της Κέρκυρας είναι πλήρως κατατοπιστικός: «… την καθιερωμένη σημασία των λέξεων για τις ανθρώπινες πράξεις την άλλαξαν κατά πώς τους βόλευε. Έτσι το παράτολμο θάρρος το ονόμασαν παλικαριά από αγάπη στο σύντροφο, την προνοητική αναβλητικότητα εύσχημη δειλία, τη σωφροσύνη πρόσχημα ανανδρίας και τη συνετή αντιμετώπιση κάθε πράγματος νωθρότητα για το καθετί· την παράφορη ορμή την κατάλεξαν στις αντρικές ιδιότητες και το να κάνει κανείς σχέδια εναντίον του εχθρού παίρνοντας τα μέτρα του το θεωρούσαν εύλογη πρόφαση για να τα εγκαταλείψει. Κι αυτόν που έδειχνε φανερά την αγανάκτησή του τον είχαν για άνθρωπο της παντοτινής τους εμπιστοσύνης, ενώ αυτόν που τον παρατηρούσε για τη συμπεριφορά του, τον έβλεπαν ύποπτα. Κι αν κάποιος μηχανορραφούσε και τα κατάφερνε, τον χαρακτήριζαν έξυπνο, κι ακόμα πιο φοβερό στην εξυπνάδα, όποιον μπορούσε να υποπτευθεί τις επιβουλές των αντιπάλων· αντίθετα αν κανείς κοίταζε από πριν πώς να μη χρειαστεί να κάνει τίποτε από αυτά, τον θεωρούσαν διασπαστή της πολιτικής του παράταξης, καταπτοημένο από τους αντιπάλους» (Θουκυδίδη Ιστορία, Γ, 82-82).
Κατά το Θουκυδίδη, όταν η σωφροσύνη εκλαμβάνεται ως ανανδρία, το θράσος ως δείγμα ανδρισμού, η επιτυχημένη μηχανορραφία ως εξυπνάδα και η εντιμότητα ως αδυναμία δεν μπορεί παρά να γίνεται λόγος για τον πολεμικό φανατισμό που μετατρέπει τη βία σε κοινωνική αξία. Η αλλοίωση των εννοιών αποτελεί αλλοίωση των αξιών που καθιστούν την κοινωνική αρετή αφέλεια και την αρπακτικότητα μοναδική ρεαλιστική συνθήκη.
Ο Θουκυδίδης θα συμπληρώσει: «Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να τους αποκαλούν επιτήδειους όταν είναι φαύλοι, παρά αφελείς όταν είναι τίμιοι: για το δεύτερο αισθάνονται ντροπή, ενώ για το πρώτο καμαρώνουν. Αιτία για όλα αυτά είναι η επιθυμία της εξουσίας που προέρχεται από την πλεονεξία και τη φιλοδοξία· κι από αυτά τα δύο πάλι απορρέει ο ζήλος των ανθρώπων όταν έχουν μπει σε εμφύλιο πόλεμο» (Θουκυδίδη Ιστορία, Γ, 82-82).
Σε τελική ανάλυση, η κοινωνία που διέπεται από τέτοιες διαστρεβλωμένες αξίες είναι η κοινωνία που εκτρέφει τον πόλεμο μέσα της. Γι’ αυτό και οι σχέσεις των πολιτών θα είναι πολεμικές. Αυτό που ονομάζουμε κοινωνική γαλήνη είναι αδύνατο να οριστεί ως κάτι άσχετο με την τρέχουσα ηθική αντίληψη της πόλης. Οι πολίτες που εκλαμβάνουν την επιβολή ως επιτυχία, την πλεονεξία ως φιλοδοξία και την εντιμότητα ως αφέλεια δεν έχουν άλλη επιλογή από τη θεοποίηση της ατομικότητας. Κι αυτή είναι η αφετηρία του πολέμου.
Εξάλλου, καλύτερα να είναι κανείς επιτήδειος παρά αφελής. Η έννοια της συνύπαρξης, η ανάδειξη του άξιου, η δικαιοσύνη, όλα τα στοιχεία που θα λειτουργήσουν ενωτικά διασφαλίζοντας τη συνοχή της πόλης στερούνται νοήματος. Σε τελική ανάλυση, η ολική διαστρέβλωση θα διαμορφώσει τα νέα ήθη μετατρέποντας το δίκιο του ισχυρού σε δικαιοσύνη.
Από αυτή την άποψη, η άσκηση της αρετής (με την αριστοτελική έννοια του μέτρου και της λογικής) αποτελεί πολιτική πράξη, ως ενέργεια που προσπαθεί να αποκαταστήσει τις ισορροπίες, δηλαδή ως συνθήκη ενωτική μέσα στην πόλωση των συμφερόντων. Ο ενάρετος υπηρετεί την κοινωνική ειρήνη. Ο πόλεμος δεν έχει θέση σε αυτόν. Ο πόλεμος ανήκει σε αυτούς που θα προσπαθήσουν να αναρριχηθούν με νύχια και με δόντια προτάσσοντας το θράσος και τη διαπλοκή. Η υγιής πόλη οφείλει να μην τους το επιτρέψει, γιατί, αν το κάνει, θα τους δικαιώσει ηθικά προσυπογράφοντας τη διαστρέβλωση. Θα τους κάνει πρότυπα. Μια τέτοια πόλη δεν μπορεί να έχει σπουδαίες προοπτικές ευημερίας.
Αυτό που μένει είναι ο αριστοτελικός ορισμός της μεγαλοψυχίας, ως επιδίωξη της τιμής με κριτήριο την αρετή, δηλαδή την πραγματική αξία των ανθρώπων: «Η μεγαλοψυχία είναι μεσότητα ανάμεσα στην κενοδοξία και τη μικροψυχία, και έχει να κάνει με την τιμή και την απαξίωση, και ειδικότερα την τιμή που προέρχεται όχι από τους πολλούς αλλά από τους καλούς, ακριβέστερα την τιμή που προέρχεται κυρίως από αυτούς» (1192a 25.1).
Με άλλα λόγια, ο μεγαλόψυχος δεν επιδιώκει οποιαδήποτε τιμή κι ούτε νιώθει ικανοποίηση όταν τον τιμούν άνθρωποι που ο ίδιος δε θεωρεί άξιους. Πρόκειται για τον άνθρωπο που ενσαρκώνει την υγιή στάση απέναντι στην τιμή αναζητώντας τη βαθύτερη ουσία της, ως έντιμη ενθάρρυνση απέναντι σε αυτό που κάνει. Για τον Αριστοτέλη η επιδίωξη της τιμής όχι μόνο δεν είναι κατακριτέα, αλλά κρίνεται θετικά ως κάτι βαθύτατα ανθρώπινο. Αρκεί να μην είναι κενοδοξία. Αρκεί δηλαδή να διέπεται από το μέτρο της λογικής.
Αυτός είναι ο λόγος που για τον μεγαλόψυχο ο έπαινος έχει αξία μονάχα όταν εκφράζεται από άξιους ανθρώπους: «Διότι οι καλοί, θα αποδώσουν τιμή μετά λόγου και γνώσεως ορθής· και ο μεγαλόψυχος θα θελήσει σίγουρα να κερδίσει την τιμή την οποία θα του αποδώσουν άνθρωποι που, όπως και ο ίδιος, έχουν πλήρη συνείδηση ότι η τιμή αποδίδεται σε έναν που αξίζει. Και τούτο, για τον λόγο ότι η μεγαλοψυχία δεν έχει να κάνει με οποιαδήποτε τιμή, αλλά την άριστη» (1192a 25.1).
Από τη στιγμή που ο μεγαλόψυχος απορρίπτει τους επαίνους των ανάξιων, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς την απέχθεια που τρέφει για τις κολακείες των ευτελών. Αυτά αφορούν τους κενόδοξους. Ο μεγαλόψυχος δε θέλει ούτε πλήθη να τον επευφημούν ούτε τη δόξα της επωνυμίας. Θέλει απλά να αναγνωριστεί το έργο του (ή η στάση της ζωής του) από εκείνος που και ο ίδιος έχει σε υπόληψη. Ακόμη κι αν είναι ελάχιστοι. Η αναζήτηση της φήμης δεν έχει σχέση με τον μεγαλόψυχο. Ο μεγαλόψυχος θέλει απλά να εισπράξει αυτό που πράγματι αξίζει. Καμία χάρη δεν είναι αρεστή στο μεγαλόψυχο.
Όσο για τον κενόδοξο, ο Αριστοτέλης είναι απολύτως σαφής: «Όσοι τώρα είναι ευκαταφρόνητοι και ασήμαντοι αλλά παρ’ όλα αυτά θεωρούν τον εαυτό τους άξιο για μεγάλα πράγματα και επιπλέον φαντάζονται ότι δικαιούνται μεγάλες τιμές για του λόγου τους, αυτοί είναι κενόδοξοι· όσοι, αντιθέτως, θεωρούν τον εαυτό τους άξιο για λιγότερα από όσα θα τους ταίριαζε, αυτοί είναι μικρόψυχοι» (1192a 25.2).
Η πόλη που αναδεικνύει τους κενόδοξους αποδίδοντας τιμές σε ανθρώπους που δεν τις αξίζουν είναι η πόλη που επιβραβεύει τους «ευκαταφρόνητους και ασήμαντους» ανθρώπους. Όταν αυτού του είδους οι άνθρωποι καταλαμβάνουν τα υψηλά και τιμητικά αξιώματα, τότε όχι μόνο η πόλη θα έρθει σε αδιέξοδα αφημένη στα χέρια των ανάξιων, αλλά θα καλλιεργηθούν και τα ανάλογα πρότυπα εξασφαλίζοντας την επόμενη γενιά της κενοδοξίας που θα αναρριχηθεί.
Σταδιακά οι έπαινοι και τα αξιώματα χάνουν κάθε νόημα μετατρεπόμενα σε υπόθεση των ευτελών. Ο πραγματικά άξιος είναι αδύνατο να αποδεχτεί μια τέτοια κατάσταση. Δεν έχει παρά να αποσυρθεί. Το πεδίο ανήκει πλέον στην κενοδοξία…
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα
Η άποψη θα επαναδιατυπωθεί με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια: «Με δεδομένο, συνεπώς, ότι το μέσον είναι το άριστο, η σωφροσύνη θα είναι εκείνη η συγκεκριμένη μεσότητα που βρίσκεται ανάμεσα στην ακολασία και την αναισθησία» (1191b 21.1). Επιπλέον, οι αισθήσεις που οδηγούν στην ακολασία είναι η γεύση και η αφή: «Η σωφροσύνη έχει να κάνει με τα βιώματα ηδονής που προκύπτουν από την αφή και από τη γεύση» (1191b 21.3).
Οι δύο αυτές αισθήσεις είναι σε θέση να παρασύρουν τον άνθρωπο προς την ακολασία πολύ περισσότερο από ότι η ακοή ή η όσφρηση. Και βέβαια, η ορθή στάση του μέσου δεν έχει να κάνει με την πλήρη αποχή από τις ηδονές που προκύπτουν από την αφή και τη γεύση (κάτι τέτοιο θα ήταν ξεκάθαρη έλλειψη), αλλά με την ορθή-εξισορροπημένη διαχείρισή τους: «… σώφρων δεν είναι όποιος πάγια διατίθεται έτσι ώστε να μην έχει ποτέ κανένα από τα συγκεκριμένα βιώματα ηδονής (ένας άνθρωπος σαν και τούτον είναι αναίσθητος)· σώφρων είναι ακριβώς όποιος έχει οπωσδήποτε το βίωμα της ηδονής, πλην όμως δεν παρασύρεται από αυτό σε βαθμό που να οδηγείται σε υπερβολική απόλαυση της ηδονής και να μετατρέπει όλα τα άλλα σε πάρεργα ασήμαντα· για τούτη ακριβώς και μόνη τη σωστή στάση του, θεωρούμε πολύ συγκεκριμένα τον άνθρωπο αυτό σώφρονα» (1191b 21.3).
Και φυσικά, η επιλογή αυτή πρέπει να είναι απολύτως συνειδητή και να στηρίζεται στην επιλογή και την προτίμηση κι όχι σε άλλους παράγοντες: «Διότι όποιος αποφεύγει μεν την υπερβολή τέτοιων ηδονών αλλά το κάνει για άλλους λόγους, π.χ. επειδή φοβάται ή κάτι τέτοιο, αυτός δεν είναι σώφρων. Γι’ αυτό και δε θεωρούμε σώφρονα τα άλλα ζωντανά παρά μόνο τον άνθρωπο, επειδή τα ζωντανά δεν έχουν λογική ώστε με αυτήν να κάνουν διάφορες δοκιμές και να επιλέγουν το καλό» (1191b 21.4).
Σωφροσύνη χωρίς τη συνειδητή λογική διεργασία για τη διαμόρφωση της επιλογής δεν υφίσταται. Εξάλλου, η ίδια η μεσότητα ως ενάρετη στάση απέναντι στις ηδονές δεν μπορεί να καθοριστεί χωρίς τη λογική που θα διασφαλίσει το σημείο ισορροπίας. Καμία αρετή δεν μπορεί να προσδιοριστεί αποκομμένη από τη λογική, αφού θα είναι αδύνατο να εντοπιστεί η μεσότητά της. Αυτό που μένει είναι ο τελικός ορισμός της σωφροσύνης: «Η σωφροσύνη σχετίζεται με βιώματα ηδονής και λύπης {ευχαρίστησης και δυσαρέσκειας}, και ειδικότερα με εκείνα τα βιώματα ηδονής και λύπης που προκαλούνται από την αφή και τη γεύση» (1191b 21.4).
Με τον ίδιο τρόπο ο Αριστοτέλης θα ορίσει την πραότητα: «Η πραότητα βρίσκεται στο μέσον της οργιλότητας και της ολικής –μέχρι αναισθησίας– απουσίας της οργής» (1191b 22.1). Για την ακρίβεια: «Αφού, λοιπόν, οργίλος είναι ο άνθρωπος που οργίζεται με τον καθένα και για τα πάντα και κατά τρόπο υπερβολικό, και αφού έναν τέτοιο άνθρωπο τον επικρίνουμε και τον αποδοκιμάζουμε (διότι δεν πρέπει να οργιζόμαστε με τον καθένα και για τα πάντα και σε κάθε περίπτωση και διαρκώς –χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει από την άλλη ότι πρέπει να έχουμε τέτοιο χαρακτήρα που να μην οργιζόμαστε ποτέ και με κανέναν– οπωσδήποτε επικρίνουμε επίσης και αποδοκιμάζουμε έναν άνθρωπο σαν και τούτο· είναι σίγουρα αναίσθητος)» (1191b 22.2).
Η άποψη που θέλει τον ενάρετο να μην οργίζεται ποτέ (με την αιτιολόγηση ότι η οργή ανήκει στα ψυχικά πάθη που πρέπει να καταπολεμηθούν) βρίσκει αντίθετο τον Αριστοτέλη, που θεωρεί την οργή φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση απέναντι στις καταστάσεις που τον αδικούν. Δεν μπορεί κάποιος να είναι συναισθηματικά απαθής όταν τον προσβάλλουν ή τον περιφρονούν.
Το ζήτημα είναι και πάλι το μέτρο που θα τεθεί από τη λογική. Η οργή είναι σωστό να εκδηλώνεται αρκεί να αφορά τα πράγματα που πρέπει, τους λόγους που πρέπει, τους ανθρώπους που πρέπει και τον τρόπο που πρέπει. Οτιδήποτε ξεπερνά το μέτρο οδηγώντας στην υπερβολή επικρίνεται, ως εσφαλμένη συμπεριφορά.
Η κοινωνική διάσταση επιβεβαιώνεται από τον έπαινο που συνοδεύει τις πράξεις: «Τον έπαινο δεν τον κερδίζει όποιος όσον αφορά την οργή αποδεικνύεται ελλιπής ούτε και υπερβολικός, αλλά όποιος στο θέμα της οργής διατίθεται πάγια με μέτρο: αυτός είναι πράος. Και τούτων ακριβώς των παθών μεσότητα αποτελεί η πραότητα» (1191b 22.3).
Ο έπαινος αποτελεί την κοινωνική αναγνώριση του ορθού, αφού τα κριτήριά του ορίζονται από την κοινωνία, ως κατευθυντήριες γραμμές για την επιθυμητή πράξη. Η λογική θα παίζει και πάλι τον καθοριστικότερο ρόλο. Ο άνθρωπος που οργίζεται παράφορα δεν μπορεί να διέπεται από λογική, καθώς αδυνατεί να σταθμίσει τις καταστάσεις. Γι’ αυτό ο ενάρετος άνθρωπος πριν από όλα γνωρίζει να χαλιναγωγεί τα πάθη του. Γιατί μόνο έτσι τα ελέγχει. Κι όταν κάποιος ελέγχει το θυμό του, τότε ξέρει και πώς να τον εκφράσει αποδίδοντάς τον με τον τρόπο και την ένταση που πρέπει. Εν τέλει, μονάχα έτσι θα καταφέρει να βρει και το δίκιο του.
Ως ανεξαρτησία («ελευθεριότης» στο πρωτότυπο) ορίζεται η στάση που έχει ο άνθρωπος απέναντι στο χρήμα: «Η ανεξαρτησία είναι μεσότητα ανάμεσα στην ασωτία και την εξάρτηση. Αυτά είναι πάθη που σχετίζονται με το χρήμα· διότι ο άσωτος είναι ο άνθρωπος που δαπανά χρήματα εκεί που δεν πρέπει και ξοδεύει περισσότερα από όσα πρέπει και την ώρα που δεν πρέπει· ο εξαρτημένος, από την άλλη, είναι αυτός που δεν δαπανά χρήματα γι’ αυτά που πρέπει να δαπανήσει, και δεν ξοδεύει το ποσό που πρέπει και την ώρα που πρέπει. Τόσο ο άσωτος όσο και ο εξαρτημένος επικρίνονται και αποδοκιμάζονται» (1192a 23.1).
Η έννοια του εξαρτημένου έχει πολλές διαβαθμίσεις: «Όσον αφορά τη σχέση του ανθρώπου με το χρήμα υπάρχουν πολλά είδη εξάρτησης· για παράδειγμα, κάποιους τους αποκαλούμε “σπαγκοραμμένους”, άλλους “εξηνταβελόνηδες” ή αισχροκερδείς ή “φραγκοφονιάδες”. Όλοι τους εντάσσονται στην κατηγορία των εξαρτημένων» (1192a 24.1).
Οι σχέσεις με το χρήμα (όπως και με τις ηδονές) είναι ίσως οι σημαντικότερες για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Ο άσωτος που θέλει διαρκώς να κερδίζει περισσότερα για να τα σπαταλά σε ανούσιες απολαύσεις ή για να κάνει κοινωνική επίδειξη, δεν είναι μόνο αρνητής του μέτρου, αλλά και επίφοβος στις κοινωνικές του σχέσεις, αφού ενδέχεται να φανεί προθυμότερος στην αδικία, αν πρόκειται να κερδίσει περισσότερα. Σε τελική ανάλυση, ως πηγή κάθε αδικίας τίθεται η εξάρτηση που έχει κανείς από το χρήμα ή τις ηδονές. Όσο πιο έντονη είναι η σχέση με αυτά (χρήμα-ηδονές), όσο πιο άμετρη και ανισόρροπη, τόσο πιο μεγάλη και η ροπή προς πράξεις που αποσκοπούν στην απόκτησή τους.
Η διαστρέβλωση των εννοιών που θέτει την απόλυτη σπατάλη ως ποιότητα ζωής, η οποία δεν πρέπει με κανένα τρόπο να διαταραχθεί, είναι το άμετρο κυνήγι του χρήματος, που εν τέλει νομιμοποιείται και ηθικά ως (δήθεν) διασφάλιση του ευ ζην. Τα στρεβλά καταναλωτικά πρότυπα και η ευτέλεια των κριτηρίων για την κοινωνική ανάδειξη, που ταυτίζουν την επιτυχία και την καταξίωση με το χρήμα, δεν είναι απλά διαστρέβλωση της ευτυχίας που εκλαμβάνεται, επίσης, σαν εξαγοράσιμο αγαθό, αλλά και ιδεολογική θεμελίωση αντικοινωνικών συμπεριφορών. Ο κυνικός λέγεται ρεαλιστής, η συμφεροντολογία μετατρέπεται σε πνεύμα της εποχής, ο αμοραλισμός γίνεται ανταγωνιστικότητα, η απληστία συμπεριλαμβάνεται στα επαγγελματικά προσόντα.
Η απόλυτη στρέβλωση καταδεικνύει την απόλυτη έλλειψη του μέτρου, δηλαδή την εκμηδένιση της λογικής. Ο Θουκυδίδης περιγράφοντας τον εμφύλιο της Κέρκυρας είναι πλήρως κατατοπιστικός: «… την καθιερωμένη σημασία των λέξεων για τις ανθρώπινες πράξεις την άλλαξαν κατά πώς τους βόλευε. Έτσι το παράτολμο θάρρος το ονόμασαν παλικαριά από αγάπη στο σύντροφο, την προνοητική αναβλητικότητα εύσχημη δειλία, τη σωφροσύνη πρόσχημα ανανδρίας και τη συνετή αντιμετώπιση κάθε πράγματος νωθρότητα για το καθετί· την παράφορη ορμή την κατάλεξαν στις αντρικές ιδιότητες και το να κάνει κανείς σχέδια εναντίον του εχθρού παίρνοντας τα μέτρα του το θεωρούσαν εύλογη πρόφαση για να τα εγκαταλείψει. Κι αυτόν που έδειχνε φανερά την αγανάκτησή του τον είχαν για άνθρωπο της παντοτινής τους εμπιστοσύνης, ενώ αυτόν που τον παρατηρούσε για τη συμπεριφορά του, τον έβλεπαν ύποπτα. Κι αν κάποιος μηχανορραφούσε και τα κατάφερνε, τον χαρακτήριζαν έξυπνο, κι ακόμα πιο φοβερό στην εξυπνάδα, όποιον μπορούσε να υποπτευθεί τις επιβουλές των αντιπάλων· αντίθετα αν κανείς κοίταζε από πριν πώς να μη χρειαστεί να κάνει τίποτε από αυτά, τον θεωρούσαν διασπαστή της πολιτικής του παράταξης, καταπτοημένο από τους αντιπάλους» (Θουκυδίδη Ιστορία, Γ, 82-82).
Κατά το Θουκυδίδη, όταν η σωφροσύνη εκλαμβάνεται ως ανανδρία, το θράσος ως δείγμα ανδρισμού, η επιτυχημένη μηχανορραφία ως εξυπνάδα και η εντιμότητα ως αδυναμία δεν μπορεί παρά να γίνεται λόγος για τον πολεμικό φανατισμό που μετατρέπει τη βία σε κοινωνική αξία. Η αλλοίωση των εννοιών αποτελεί αλλοίωση των αξιών που καθιστούν την κοινωνική αρετή αφέλεια και την αρπακτικότητα μοναδική ρεαλιστική συνθήκη.
Ο Θουκυδίδης θα συμπληρώσει: «Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να τους αποκαλούν επιτήδειους όταν είναι φαύλοι, παρά αφελείς όταν είναι τίμιοι: για το δεύτερο αισθάνονται ντροπή, ενώ για το πρώτο καμαρώνουν. Αιτία για όλα αυτά είναι η επιθυμία της εξουσίας που προέρχεται από την πλεονεξία και τη φιλοδοξία· κι από αυτά τα δύο πάλι απορρέει ο ζήλος των ανθρώπων όταν έχουν μπει σε εμφύλιο πόλεμο» (Θουκυδίδη Ιστορία, Γ, 82-82).
Σε τελική ανάλυση, η κοινωνία που διέπεται από τέτοιες διαστρεβλωμένες αξίες είναι η κοινωνία που εκτρέφει τον πόλεμο μέσα της. Γι’ αυτό και οι σχέσεις των πολιτών θα είναι πολεμικές. Αυτό που ονομάζουμε κοινωνική γαλήνη είναι αδύνατο να οριστεί ως κάτι άσχετο με την τρέχουσα ηθική αντίληψη της πόλης. Οι πολίτες που εκλαμβάνουν την επιβολή ως επιτυχία, την πλεονεξία ως φιλοδοξία και την εντιμότητα ως αφέλεια δεν έχουν άλλη επιλογή από τη θεοποίηση της ατομικότητας. Κι αυτή είναι η αφετηρία του πολέμου.
Εξάλλου, καλύτερα να είναι κανείς επιτήδειος παρά αφελής. Η έννοια της συνύπαρξης, η ανάδειξη του άξιου, η δικαιοσύνη, όλα τα στοιχεία που θα λειτουργήσουν ενωτικά διασφαλίζοντας τη συνοχή της πόλης στερούνται νοήματος. Σε τελική ανάλυση, η ολική διαστρέβλωση θα διαμορφώσει τα νέα ήθη μετατρέποντας το δίκιο του ισχυρού σε δικαιοσύνη.
Από αυτή την άποψη, η άσκηση της αρετής (με την αριστοτελική έννοια του μέτρου και της λογικής) αποτελεί πολιτική πράξη, ως ενέργεια που προσπαθεί να αποκαταστήσει τις ισορροπίες, δηλαδή ως συνθήκη ενωτική μέσα στην πόλωση των συμφερόντων. Ο ενάρετος υπηρετεί την κοινωνική ειρήνη. Ο πόλεμος δεν έχει θέση σε αυτόν. Ο πόλεμος ανήκει σε αυτούς που θα προσπαθήσουν να αναρριχηθούν με νύχια και με δόντια προτάσσοντας το θράσος και τη διαπλοκή. Η υγιής πόλη οφείλει να μην τους το επιτρέψει, γιατί, αν το κάνει, θα τους δικαιώσει ηθικά προσυπογράφοντας τη διαστρέβλωση. Θα τους κάνει πρότυπα. Μια τέτοια πόλη δεν μπορεί να έχει σπουδαίες προοπτικές ευημερίας.
Αυτό που μένει είναι ο αριστοτελικός ορισμός της μεγαλοψυχίας, ως επιδίωξη της τιμής με κριτήριο την αρετή, δηλαδή την πραγματική αξία των ανθρώπων: «Η μεγαλοψυχία είναι μεσότητα ανάμεσα στην κενοδοξία και τη μικροψυχία, και έχει να κάνει με την τιμή και την απαξίωση, και ειδικότερα την τιμή που προέρχεται όχι από τους πολλούς αλλά από τους καλούς, ακριβέστερα την τιμή που προέρχεται κυρίως από αυτούς» (1192a 25.1).
Με άλλα λόγια, ο μεγαλόψυχος δεν επιδιώκει οποιαδήποτε τιμή κι ούτε νιώθει ικανοποίηση όταν τον τιμούν άνθρωποι που ο ίδιος δε θεωρεί άξιους. Πρόκειται για τον άνθρωπο που ενσαρκώνει την υγιή στάση απέναντι στην τιμή αναζητώντας τη βαθύτερη ουσία της, ως έντιμη ενθάρρυνση απέναντι σε αυτό που κάνει. Για τον Αριστοτέλη η επιδίωξη της τιμής όχι μόνο δεν είναι κατακριτέα, αλλά κρίνεται θετικά ως κάτι βαθύτατα ανθρώπινο. Αρκεί να μην είναι κενοδοξία. Αρκεί δηλαδή να διέπεται από το μέτρο της λογικής.
Αυτός είναι ο λόγος που για τον μεγαλόψυχο ο έπαινος έχει αξία μονάχα όταν εκφράζεται από άξιους ανθρώπους: «Διότι οι καλοί, θα αποδώσουν τιμή μετά λόγου και γνώσεως ορθής· και ο μεγαλόψυχος θα θελήσει σίγουρα να κερδίσει την τιμή την οποία θα του αποδώσουν άνθρωποι που, όπως και ο ίδιος, έχουν πλήρη συνείδηση ότι η τιμή αποδίδεται σε έναν που αξίζει. Και τούτο, για τον λόγο ότι η μεγαλοψυχία δεν έχει να κάνει με οποιαδήποτε τιμή, αλλά την άριστη» (1192a 25.1).
Από τη στιγμή που ο μεγαλόψυχος απορρίπτει τους επαίνους των ανάξιων, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς την απέχθεια που τρέφει για τις κολακείες των ευτελών. Αυτά αφορούν τους κενόδοξους. Ο μεγαλόψυχος δε θέλει ούτε πλήθη να τον επευφημούν ούτε τη δόξα της επωνυμίας. Θέλει απλά να αναγνωριστεί το έργο του (ή η στάση της ζωής του) από εκείνος που και ο ίδιος έχει σε υπόληψη. Ακόμη κι αν είναι ελάχιστοι. Η αναζήτηση της φήμης δεν έχει σχέση με τον μεγαλόψυχο. Ο μεγαλόψυχος θέλει απλά να εισπράξει αυτό που πράγματι αξίζει. Καμία χάρη δεν είναι αρεστή στο μεγαλόψυχο.
Όσο για τον κενόδοξο, ο Αριστοτέλης είναι απολύτως σαφής: «Όσοι τώρα είναι ευκαταφρόνητοι και ασήμαντοι αλλά παρ’ όλα αυτά θεωρούν τον εαυτό τους άξιο για μεγάλα πράγματα και επιπλέον φαντάζονται ότι δικαιούνται μεγάλες τιμές για του λόγου τους, αυτοί είναι κενόδοξοι· όσοι, αντιθέτως, θεωρούν τον εαυτό τους άξιο για λιγότερα από όσα θα τους ταίριαζε, αυτοί είναι μικρόψυχοι» (1192a 25.2).
Η πόλη που αναδεικνύει τους κενόδοξους αποδίδοντας τιμές σε ανθρώπους που δεν τις αξίζουν είναι η πόλη που επιβραβεύει τους «ευκαταφρόνητους και ασήμαντους» ανθρώπους. Όταν αυτού του είδους οι άνθρωποι καταλαμβάνουν τα υψηλά και τιμητικά αξιώματα, τότε όχι μόνο η πόλη θα έρθει σε αδιέξοδα αφημένη στα χέρια των ανάξιων, αλλά θα καλλιεργηθούν και τα ανάλογα πρότυπα εξασφαλίζοντας την επόμενη γενιά της κενοδοξίας που θα αναρριχηθεί.
Σταδιακά οι έπαινοι και τα αξιώματα χάνουν κάθε νόημα μετατρεπόμενα σε υπόθεση των ευτελών. Ο πραγματικά άξιος είναι αδύνατο να αποδεχτεί μια τέτοια κατάσταση. Δεν έχει παρά να αποσυρθεί. Το πεδίο ανήκει πλέον στην κενοδοξία…
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)