Κυριακή 16 Ιουλίου 2023
O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα
§ 146. Πολύ συχνά ένα συντακτικό σύμπλεγμα λέξεων γίνεται σταθερό σύνθετο χάρη στο ότι η επιθυμία για παράγωγες λέξεις από αυτό (§ 36 , 38) [1] προκαλεί την πλήρη ενοποίησή του. Ας χρησιμοποιηθούν ως πρότυπα παραδείγματα τα Νεάπολις και Μεγαλόπολις. Αρχικά οι πόλεις ονομάζονταν Νέα Πόλις (πρβ. Παράρτημα ΙΙΙ) και Μεγάλη Πόλις· όταν ήθελαν να χαρακτηρίσουν τους κατοίκους τους μ' ένα παράγωγο, κατέφευγαν στη θεματική σύνθεση, καθώς αυτή εξέφραζε καθαρότερα την απαραίτητη ενότητα των συνδεόμενων λέξεων· ώστε Νεοπολίτης Μεγαλοπολίτης. Δίπλα σε αυτά τα πλήρη σύνθετα επέζησαν τα παλιά, με διπλή κλίση τοπωνύμια για μεγάλο χρονικό διάστημα· τελικά όμως στη μετακλασική εποχή και αυτά συνενώθηκαν: το Νεάπολις κλινόταν ως μία λέξη μόνο στο τέλος: Νεαπόλεως κτλ., το Μεγαλόπολις παρέλαβε ακόμη και τη θεματική του σύνθεση από το Μεγαλοπολίτης. Πρβ. επίσης καλὸς κἀγαθός - καλο-κἀγαθία - καλοκἀγαθός § 36 , ἀνδραγαθία -θίζεσθαι -θεῖν § 93 , τρεισκαιδέκατος (§ 66), επιπλέον πλεον- (μειον-, εὐ-, καχ-) έκτης (§ 101) -εκτεῖν -εξία από τα πλέον, μεῖον, εὖ, κακῶς ἔχειν. Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε και τα ρηματικά εξαρτημένα σύνθετα: το ψυχὴν πέμπειν δεν θα γίνει ποτέ σύνθετο (πρβ. § 85 υποσημ.), αντίθετα με το ψυχο-πομπός· το ίδιο ισχύει φυσικά και για σύνθετα με nomen agentis σε -ᾱς, -ης,-της στο β΄ συνθετικό (§ 98 κεξξ.).
§ 147. Ανάμεσα στα επιθήματα, που από συντακτικά συμπλέγματα σχηματίζουν παράγωγες λέξεις, στα ελληνικά το επιθετικοποιητικό -ιο-) καταλαμβάνει αναμφίβολα την πρώτη θέση· είναι το κατεξοχήν συνθετικό επίθημα των ελληνικών [2]. Οι εκφράσεις, όπου εμφανίζεται, κάνοντάς τες να παγώσουν και θέτοντάς τες στο ίδιο επίπεδο με απλές λέξεις (υπόσταση), είναι από συντακτική άποψη ποικίλες. Σπάνιο είναι ένα ζευγάρι ουσιαστικών που πρέπει να συνδεθούν με το "και": φαγησι-πόσια (§ 82)· πολύ συχνή μια πρόθεση με εξαρτώμενο ουσιαστικό: παρ-άλιος (§ 51). Ένα προσδιοριστικό όνομα εμφανίζεται με τη μορφή του θέματος στο πρώτο μέλος μιας υπόστασης με το -ιο-: ὁμο-πάτριος (κλασ.) 'από τον ίδιο πατέρα', πρβ. λατ. bi - ped - ius 'δίποδος'· εξαιρέσεις είναι πολύ σπάνιες: ἑκτημόριος (§ 66). Μια δοτική Διὶ Σωτῆρι υπόκειται στο Διισωτήρια 'γιορτή με θυσίες στο Δία Σωτῆρα (επιγραφ.), μια γενική στο Διοσσωτηριασταί 'λάτρεις του Διός Σωτῆρος ' (επιγραφ.). Σχετικά με το -ίδιος σε υποστάσεις.
§ 148. Συνθετικό επίθημα μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε το επιθετοποιητικό -ο- (§ 50 κεξ., 143). Υπάρχουν εξάλλου παράλληλα με την ίδια σημασία τα ἐν-ύπνιος (Όμ.) και ἔν-υπνος (ποιητής στον Πλούταρχο), ἐφ-ημέριος (Όμ.) και ἐφ-ήμερος (κλασ.), παρ-άλιος (Αισχύλ.) και πάρ-αλος (κλασ.), ἑκτη-μόριος και ἑκτή-μορος (§ 66). Θα ήταν όμως λάθος να πιστέψουμε ότι το πάραλος επεκτάθηκε με το -ιο- στο παράλιος· στα ελληνικά και οι δύο σχηματισμοί ήταν διαθέσιμοι ευθύς εξαρχής, ακριβώς όπως το ὁμο-πάτριος (§ 147) δεν παρήχθη από το ὁμο-πάτωρ (κλασ.).
Σχετικά με ένα ιδιότυπο είδος παραγωγής με σύνθεση στα ἱπποπόταμος, αἴγαγρος, Σαμοθρῄκιος δες § 93 .
§ 149. Σε πολύ πιο περιορισμένη κλίμακα σχηματίζονται ρήματα με τον τρόπο που περιγράφηκε στην § 146 (πρβ. γερμ. ü ber - nachten 'δια-νυκτερεύω' από το ü ber 'πάνω' Nacht 'νύχτα'): ἐγ-χειρεῖν 'παίρνω στο χέρι, αναλαμβάνω' (κλασ.), ἐγ-χειρίζειν 'δίνω στο χέρι, εγχειρίζω' (κλασ.) από το ἐν χειρί· ἐγ-γυαλίζειν 'βάζω στη χούφτα' (Όμ.) από το ἐν γυάλῳ 'στο κοίλο'· ἐν-ωτίζεσθαι 'βάζω στα αυτιά' (Εβδομήκοντα και Καινή Διαθήκη) από το ἐν ὠτί, ἐπ-αμφοτερίζειν 'κλίνω και προς τις δύο μεριές' (κλασ.) από το ἐπ' ἀμφότερα, προσ-ουδίζειν 'ρίχνω στο έδαφος (πρὸς οὖδας)' (Ηρόδοτος, Ευρ.)· τα ἀνδραγαθίζεσθαι -θεῖν πηγαίνουν μαζί με το ουσιαστικό -θία (§ 93), όπως τα πρωτεύειν πρωτεία κτλ. (§ 16).
------------------------
[1] Ή για παραπέρα σύνθεση (§ 37).
[2] Αντιστοιχεί λοιπόν στο γερμανικό -ig: weit - herz - ig 'μεγαλόκαρδος', hohl -ä ug - ig 'κοιλόφθαλμος'. κτλ.
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 3. Από τους Περσικούς Πολέμους στον Πελοποννησιακό
Το 499 έφτασε στη Σπάρτη ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος με μια ασυνήθιστη πρόταση. Μολονότι ασφαλώς γνώριζε πώς λαμβάνονταν οι αποφάσεις, ζήτησε ακρόαση από τον βασιλιά Κλεομένη (520-490), θεωρώντας ότι η γνώμη του μετρούσε περισσότερο από αυτή του άλλου βασιλιά και ότι θα επηρέαζε τόσο τη Γερουσία όσο και τους εφόρους. Στη συνάντηση κρατούσε στα χέρια του έναν χάρτη της γης, χαραγμένο σε χάλκινη πλάκα. Πρώτα αναφέρθηκε στους Ίωνες, τους Έλληνες που κατοικούσαν στα μικρασιατικά παράλια. Ζούσαν υποδουλωμένοι στους Πέρσες, και αυτό ήταν μεγάλη ντροπή για τους ίδιους αλλά και για τους Σπαρτιάτες -όπως υποστήριξε-, που ήταν οι πρώτοι στην Ελλάδα. Αμέσως μετά πρότεινε στον βασιλιά μια εκστρατεία για την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Ο Αρισταγόρας ισχυρίστηκε ότι, από στρατιωτική άποψη, η επιτυχία ήταν εφικτή, διότι οι βάρβαροι (έτσι αποκαλούσαν οι Έλληνες όλους τους ξένους) ούτε θάρρος είχαν στη μάχη ούτε σπουδαίο οπλισμό. Επιπλέον, το εγχείρημα μπορούσε να είναι εξαιρετικά προσοδοφόρο, καθώς τα πλούτη των Περσών ήταν αμύθητα. Ύστερα, δείχνοντας τον χάρτη -έργο ασφαλώς των σοφών Ιώνων γεωγράφων- απαρίθμησε με τη σειρά τους λαούς που κατοικούσαν από τα μικρασιατικά παράλια έως την έδρα του μεγάλου Πέρση βασιλιά: Ίωνες, Λυδοί, Φρύγες, Καππαδόκες, Κίλικες, Αρμένιοι, Ματιηνοί. Με αυτούς τους τελευταίους γειτόνευε η Κισσία, όπου βρίσκονταν τα Σούσα, κοντά στον ποταμό Χοάσπη. Εκεί κατοικούσε ο βασιλιάς και φύλαγε τους θησαυρούς του. (Στην πραγματικότητα, ο βασιλιάς κατοικούσε επίσης στα Εκβάτανα και στη Βαβυλώνα, ενώ οικοδομούσε ήδη μια νέα πρωτεύουσα, την Περσέπολη.) Γιατί λοιπόν, αναρωτήθηκε ο Αρισταγόρας, να πολεμάτε με τους Μεσσήνιους, τους Αρκάδες και τους Αργείους για μια περιοχή μικρή, φτωχή και με περιορισμένα όρια, όταν μπορείτε να κατακτήσετε εύκολα ολόκληρη την Ασία;
Ο Κλεομένης ζήτησε δύο μέρες για να το σκεφτεί. Στη νέα συνάντηση, πριν ανακοινώσει την απόφασή του, θέλησε να μάθει πόσες μέρες απείχε η έδρα του μεγάλου βασιλιά από τα παράλια της Ιωνίας. Όταν άκουσε ότι η απόσταση ήταν πορεία τριών μηνών, διέταξε τον Αρισταγόρα να εγκαταλείψει τη Σπάρτη πριν από τη δύση του ηλίου.
Οι Σπαρτιάτες δεν ήταν πρόθυμοι να απομακρυνθούν από την πόλη τους. Είχαν πάντα την έγνοια των γειτόνων τους, Αρκάδων και Αργείων, ενώ μεγάλο πρόβλημα τους δημιουργούσαν και οι Μεσσήνιοι. Μολονότι τους είχαν υποτάξει και καταστήσει είλωτες πολλά χρόνια πριν, αυτοί ήταν διαρκώς έτοιμοι να εξεγερθούν. Φρόντιζαν λοιπόν να εκστρατεύουν έξω από τα σύνορά τους μόνο όταν ήταν μεγάλη ανάγκη. Και μόλις ολοκλήρωναν την αποστολή τους, επέστρεφαν όσο γρηγορότερα γινόταν. Μια επιχείρηση που θα απαιτούσε μήνες οδοιπορία μακριά από τη θάλασσα ήταν έξω από κάθε συζήτηση. Άλλωστε, εκείνη ακριβώς την εποχή οι σχέσεις της Σπάρτης με το Άργος συνεχώς επιδεινώνονταν.
Ο Ηρόδοτος, που αφηγείται την ιστορία, αφήνει να διαφανεί μια αντίφαση στους ισχυρισμούς του Αρισταγόρα. Εάν οι Πέρσες ήταν ανάξιοι πολεμιστές, δεν θα μπορούσαν να έχουν οικοδομήσει τόσο μεγάλη αυτοκρατορία, κατακτώντας όχι μόνο τους λαούς που απαρίθμησε, αλλά επίσης την Αίγυπτο και πολλές άλλες περιοχές, από τα Σούσα έως την Ινδία. Παρά τη σχετική απομόνωσή τους, οι Σπαρτιάτες ήταν αρκετά καλά πληροφορημένοι για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ασία.
Ήδη το 546 είχαν φτάσει στη Σπάρτη αντιπρόσωποι του Λυδού βασιλιά Κροίσου (περ. 560-546). Ο Κροίσος είχε υποτάξει τους Ίωνες της Μικράς Ασίας, χωρίς ωστόσο να επιβάλει επαχθείς όρους. Έτρεφε εκτίμηση στον ελληνικό πολιτισμό και συμβουλευόταν τακτικά το μαντείο των Δελφών - μολονότι ενδιαφερόταν περισσότερο για τη στρατολόγηση Ελλήνων μισθοφόρων. Κάποια στιγμή είδε με ανησυχία την αυξανόμενη δύναμη των Περσών και αναζήτησε στηρίγματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, οι Σπαρτιάτες ήταν άριστοι πολεμιστές και τους πρότεινε συμμαχία, δηλαδή πιθανότατα να τους προσλάβει ως μισθοφόρους. Αυτοί δέχτηκαν, χωρίς να υπολογίσουν, καθώς φαίνεται, ότι ο Λυδός βασιλιάς θα χρειαζόταν τη βοήθειά τους πολύ σύντομα.
Πράγματι, μέσα σε λίγους μήνες από τη σύναψη της συμμαχίας, ο Κροίσος ηττήθηκε σε μια σημαντική μάχη από τον Κύρο τον Μέγα (557-530), τον θεμελιωτή της Περσικής Αυτοκρατορίας. Πολιορκημένος στην πρωτεύουσά του, τις Σάρδεις, ο Λυδός βασιλιάς έσπευσε να καλέσει όλους τους συμμάχους του, τους Βαβυλώνιους, τους Αιγυπτίους και τους Σπαρτιάτες. Ευτυχώς για τους Σπαρτιάτες, που βρίσκονταν εκείνη την εποχή σε σύγκρουση με τους Αργείους, ο Κύρος δεν περίμενε να φτάσουν οι ενισχύσεις και κυρίευσε το βασίλειο των Λυδών - και αμέσως μετά, τους Έλληνες της Μικράς Ασίας.
Διαπιστώνοντας ότι η περσική κυριαρχία ήταν πολύ επαχθέστερη από τη λυδική, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας άρχισαν να αναζητούν τρόπους για να κερδίσουν την ελευθερία τους. Πρώτη τους σκέψη ήταν να απευθυνθούν στους Σπαρτιάτες, αλλά η απάντηση που πήραν ήταν αρνητική.
Παρά την άρνησή τους, οι Σπαρτιάτες δεν παρέμειναν εντελώς αδρανείς. Έστειλαν αντιπροσώπους για να πληροφορηθούν από πρώτο χέρι την κατάσταση που επικρατούσε στην Ασία. Ο Ηρόδοτος συμπληρώνει μάλιστα ότι οι αντιπρόσωποι ζήτησαν να δουν τον ίδιο τον μεγάλο Πέρση βασιλιά, που βρισκόταν εκείνη την εποχή στις Σάρδεις. Ο κήρυκας των Σπαρτιατών τού μετέφερε μήνυμα να μην καταστρέψει ελληνική γη, διότι οι Σπαρτιάτες δεν θα το ανέχονταν. Ο Κύρος ρώτησε να μάθει ποιοι ήταν αυτοί που τον απειλούσαν και, όταν κατάλαβε, έδειξε όλη του την περιφρόνηση.
Γύρω στο 513 οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν, όπως λεγόταν, και δεύτερη πρόταση για επιχειρήσεις στην Περσία. Αντιπροσωπεία από τη Σκυθία πρότεινε στον βασιλιά Κλεομένη μια ταυτόχρονη επίθεση εναντίον του Πέρση βασιλιά Δαρείου Α', που προσπαθούσε να κατακτήσει τη χώρα τους. Οι Σκύθες θα ξεκινούσαν από την Ανατολή και οι Σπαρτιάτες από τη Δύση - συγκεκριμένα, από την Έφεσο. Κάποια στιγμή, έχοντας προφανώς κάμψει την αντίσταση των Περσών, οι δύο στρατοί θα συναντιόνταν θριαμβευτικά. Αλλά ούτε αυτό το σχέδιο πραγματοποιήθηκε, και οι Πέρσες συνέχισαν την επεκτατική τους πολιτική χωρίς να συναντήσουν ισχυρές αντιστάσεις.
Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο Αρισταγόρας στράφηκε και πάλι στους Σπαρτιάτες για βοήθεια, αλλά η αντίδραση του Κλεομένη δεν του άφησε κανένα περιθώριο. Αυτή τη φορά, μάλιστα, οι Σπαρτιάτες δεν έστειλαν ούτε καν μια αυστηρή προειδοποίηση στους Πέρσες.
Φεύγοντας από τη Σπάρτη, ο Αρισταγόρας πήγε στην Αθήνα, όπου ανέπτυξε τους ίδιους περίπου συλλογισμούς, προσθέτοντας ότι οι συμπατριώτες του, οι Μιλήσιοι, ήταν άποικοι των Αθηναίων. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μόλις οκτώ ετών, αλλά λειτουργούσε κιόλας χωρίς παρέκκλιση από τις βασικές αρχές που είχε εισηγηθεί ο Κλεισθένης. Αρμόδια να αποφανθεί για το αίτημά του ήταν συνεπώς η Εκκλησία του Δήμου.
Οι Αθηναίοι ήταν επίσης αρκετά καλά πληροφορημένοι για όσα συνέβαιναν στην Ασία. Λίγα χρόνια νωρίτερα, την εποχή που εκδίωξαν τους τυράννους τους, είχαν βρεθεί σε σύγκρουση με τους Σπαρτιάτες. Για να αντιμετωπίσουν την απειλή στράφηκαν προς τους Πέρσες. Μια αντιπροσωπεία τους επισκέφθηκε τον Πέρση σατράπη (δηλαδή διοικητή) Αρταφέρνη, που ήταν αδελφός του Δαρείου και είχε την έδρα του στις Σάρδεις. Αυτός ζήτησε, ως δείγμα υποταγής, γῆν και ὕδωρ. Οι Αθηναίοι απεσταλμένοι συμφώνησαν και η συμμαχία αποφασίστηκε.
Πολύ σύντομα ο Αρταφέρνης δέχτηκε και άλλη αθηναϊκή επίσκεψη. Αυτή τη φορά τη βοήθειά του ζητούσε ο εξόριστος Ιππίας, τον οποίο οι Σπαρτιάτες δεν είχαν καταφέρει να επαναφέρουν στην εξουσία. Οι Αθηναίοι ανησύχησαν και έστειλαν κήρυκες στις Σάρδεις για να διαμαρτυρηθούν. Η συμμαχία τους με τους Πέρσες δεν επέτρεπε συνεννοήσεις με τον παλαιό τους τύραννο. Ο Αρταφέρνης σκέφτηκε, ωστόσο, ότι ένας τύραννος θα εξασφάλιζε καλύτερα τα συμφέροντα των Περσών και απαίτησε από τους Αθηναίους να δεχτούν και πάλι ως ηγέτη τους τον Ιππία. Αυτοί αρνήθηκαν και η συμφωνία που είχαν κάνει με τους Πέρσες διαλύθηκε οριστικώς. Όταν λοιπόν, λίγα χρόνια αργότερα, ο Αρισταγόρας ζήτησε για λογαριασμό των Ιώνων τη συνδρομή των Αθηναίων, αυτοί, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, συμφώνησαν πρόθυμα.
Ο Ηρόδοτος, που θαύμαζε τους Αθηναίους και τη δημοκρατία τους, κάνει στο σημείο αυτό της αφήγησής του ένα κακεντρεχές σχόλιο. Θεωρώντας προφανώς ότι η απόφαση για βοήθεια ήταν πηγή δεινών για τους Έλληνες και τους βαρβάρους, σημειώνει ότι είναι ευκολότερο να παραπλανηθούν πολλοί από ό,τι να παραπλανηθεί μόνο ένας. Ο Αρισταγόρας δεν μπόρεσε να πείσει τον Κλεομένη, κατάφερε όμως να πείσει 30.000 Αθηναίους. (Για τον Ηρόδοτο ήταν αυτονόητο ότι, σύμφωνα με τους κανόνες της δημοκρατίας, οι 6.000 περίπου Αθηναίοι που συσκέφθηκαν στην Εκκλησία αντιπροσώπευαν το σύνολο των πολιτών.)
Έως το μέσον του 6ου αιώνα ο ελληνικός κόσμος είχε αναπτυχθεί και επεκταθεί χωρίς να συναντήσει σοβαρές αντιστάσεις ούτε στη Δύση ούτε στην Ανατολή. Ειδικά στην Ανατολή, τα τοπικά βασίλεια και οι αυτοκρατορίες βρίσκονταν σε διαρκείς ανταγωνισμούς μεταξύ τους, οι οποίοι δεν τους επέτρεπαν να ασχοληθούν συστηματικά με τη Μεσόγειο. Πρώτοι οι Λυδοί κατάφεραν να επιβληθούν στους Ίωνες, αλλά η προσοχή τους παρέμενε στραμμένη προς τους ανερχόμενους Πέρσες και έτσι προτιμούσαν τη φιλία των Ελλήνων παρά την εχθρότητα τους. Από τη στιγμή όμως που οι Πέρσες εξουδετέρωσαν όλες τις άλλες δυνάμεις στην Ανατολή, η θέση των Ελλήνων έγινε εξαιρετικά επισφαλής. Όλοι αντιλαμβάνονταν ότι αργά ή γρήγορα όφειλαν να πάρουν θέση, είτε στο πλευρό των Περσών είτε εναντίον τους.
Παρά τον υψηλό τους πολιτισμό, οι Πέρσες δεν συνέταξαν ιστορικά αφηγήματα, όπως ο Ηρόδοτος. Η ανεξάρτητη έρευνα, η διασταύρωση στοιχείων και η διατύπωση προσωπικής γνώμης ήταν πέρα από τις ανάγκες και τη λογική τους. Ωστόσο, σε μνημειακές επιγραφές, σκαλισμένες πάνω σε επιβλητικούς βράχους, οι βασιλείς τους κατέγραφαν, στις διάφορες γλώσσες της αυτοκρατορίας, τα λαμπρά τους κατορθώματα. Απαριθμούσαν τους λαούς που κυβερνούσαν, τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν τους εχθρούς τους και τις ευεργεσίες που πρόσφεραν στους πιστούς υπηκόους τους.
Πριν από τους Πέρσες πολλά βασίλεια και πολλές αυτοκρατορίες είχαν ακμάσει και παρακμάσει στην αχανή έκταση με τα πανύψηλα βουνά, τις πλούσιες πεδιάδες και τα αστείρευτα ποτάμια, από τα παράλια της Μεσογείου έως την Ινδία. Άλλοτε πολεμούσαν μεταξύ τους και άλλοτε κατάφερναν να συνυπάρξουν ειρηνικά δύο, τρεις ή και περισσότερες μεγάλες δυνάμεις, στις οποίες περιλαμβανόταν και η Αίγυπτος. Το μεγάλο επίτευγμα των Περσών ήταν ότι κατάφεραν να επιβάλουν, για πρώτη φορά, μια μοναδική εξουσία σε ολόκληρη αυτή την περιοχή, εκτοπίζοντας ή υποτάσσοντας τους ανταγωνιστές τους. Ιδρυτής της μεγάλης αυτής αυτοκρατορίας ήταν ο Κύρος Β' (γνωστός ως Μέγας για τις κατακτήσεις του), που εξεγέρθηκε εναντίον των Μήδων το 550, νίκησε τον βασιλιά των Λυδών Κροίσο το 546, κατέκτησε τη Βαβυλωνία το 539 και σκοτώθηκε το 530 πολεμώντας στην κεντρική Ασία. Συνεχίζοντας το έργο του, ο γιος του Καμβύσης Β' (530-522) υπέταξε την Αίγυπτο και τη Λιβύη το 525.
Ο τρίτος μεγάλος Πέρσης βασιλιάς, ο Δαρείος Α' (522-486), από τον οποίο ουσιαστικά ξεκινά ο οίκος των Αχαιμενιδών, υποχρεώθηκε, μόλις πήρε την εξουσία, να ξανακερδίσει την αυτοκρατορία, καταπνίγοντας μια σειρά από επαναστάσεις στη Βαβυλωνία και αλλού. Κατόπιν ασχολήθηκε και αυτός με την επέκταση της αυτοκρατορίας. Πριν από το 513 είχε κατακτήσει την περιοχή του Ινδού ποταμού. Στη συνέχεια προσπάθησε να υποτάξει τους Σκύθες νομάδες, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Κατέκτησε ωστόσο τους Θράκες και τους Μακεδόνες. Την ίδια εποχή έκανε μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λιβύη. Ο Δαρείος διοικούσε πλέον τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε υπάρξει έως τότε στην παγκόσμια ιστορία.
Ήδη ο Κύρος είχε ισχυριστεί ότι τις χώρες που κυβερνούσε τις είχαν παραδώσει στα χέρια του οι μεγάλοι θεοί και ότι αυτός με τη σειρά του είχε καταστήσει τη γη μια ειρηνική κατοικία. Ο Δαρείος επανέλαβε τον ίδιο συλλογισμό. «Εγώ είμαι ο βασιλιάς», δήλωσε με αυτοπεποίθηση. «Με την προστασία του (θεού) Αχούρα Μάζντα επέβαλα την τάξη και ό,τι πρόσταξα έγινε σύμφωνα με τη θέλησή μου.» Η θέλησή του ήταν να τιθασευτούν οι έχθρες ανάμεσα στις διάφορες χώρες και να σταματήσει ο αλληλοσπαραγμός. «Αγαπώ ό,τι είναι δίκαιο, και μισώ ό,τι είναι άδικο», διακήρυξε ο βασιλιάς. «Ποτέ δεν επέτρεψα να βλάψει ο ταπεινός τον άρχοντα ή ο άρχοντας τον ταπεινό.» «Μέσα μου δεν υπάρχει οργή, και όποιον είναι οργισμένος τον συγκρατώ. Όποιον βλάπτει τους άλλους τον τιμωρώ, ανάλογα με τη βλάβη που προκάλεσε. Ποτέ δεν άφησα ατιμώρητο όποιον αμάρτησε. Ποτέ δεν εμπιστεύτηκα ούτε μια λέξη όποιου δεν σέβεται την αλήθεια.»
Ο Δαρείος ήξερε ότι οι Πέρσες θα επαινούσαν τα λόγια του. Όπως επιβεβαιώνει άλλωστε και ο Ηρόδοτος, όλοι τους είχαν πάθος με την αλήθεια. Εκτός από την ανδρεία στη μάχη, έστρεφαν το ενδιαφέρον τους στα παιδιά τους, στα οποία δίδασκαν τρία πράγματα: ἱππεύειν, τοξεύειν και ἀληθίζεσθαι. Ως μεγαλύτερη απρέπεια θεωρούσαν το ψεύδος.
Για να διοικηθεί η μεγάλη αυτή αυτοκρατορία, ο Κύρος την είχε διαιρέσει σε περιφέρειες, που αποκαλούνταν σατραπείες. Καθεμία είχε έναν σατράπη με σχεδόν απεριόριστη πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Ο Δαρείος φρόντισε επίσης για την οικονομική οργάνωση της επικράτειας. Όρισε με ακρίβεια τους φόρους που αντιστοιχούσαν σε κάθε περιοχή και έκοψε, για πρώτη φορά, ένα ενιαίο νόμισμα στην αυτοκρατορία, τους δαρεικούς στατήρες.
Η στρατιωτική αποτελεσματικότητα της Περσίας βασιζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στους 10.000 επίλεκτους πολεμιστές που αποκαλούνταν «αθάνατοι» και από τους οποίους οι 1.000 υπηρετούσαν ως προσωπική φρουρά του βασιλιά. Επιπλέον, υπήρχαν στρατιωτικές μονάδες στα διάφορα φρούρια καθώς και άνδρες που επιστρατεύονταν ανάλογα με τις πολεμικές ανάγκες. Στις μεγάλες επιχειρήσεις οι σατράπες πρόσφεραν όσους δικούς τους στρατιώτες απαιτούσε ο βασιλιάς. Κάθε στρατιωτικό σώμα πολεμούσε με τον παραδοσιακό του οπλισμό και τις συνήθειές του. Η ενότητα της αυτοκρατορίας δεν βασιζόταν πάντως μόνο στη στρατιωτική της ισχύ.
Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν ένα μωσαϊκό λαών και πολιτισμών, με πολλές γλώσσες, πολλά διαφορετικά ήθη και πολλούς θεούς. Σύμφωνα με την κατεύθυνση που έδωσε ο Κύρος, όλοι οι πολιτισμοί γίνονταν πλήρως σεβαστοί. Οι βασιλικές αναφορές και τα διατάγματα εκδίδονταν σε όλες τις βασικές γλώσσες, ενώ οι επίσημες επιγραφές ήταν συχνά δίγλωσσες και τρίγλωσσες. Οι Πέρσες βασιλείς τιμούσαν, πρώτο και καλύτερο, τον μεγάλο Αχούρα Μάζντα, που στη γλώσσα τους σήμαινε τον Κύριο Σοφό και τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Ωρομάσδη, αλλά έδειχναν τον σεβασμό τους και προς τους άλλους θεούς, τους περσικούς και τους τοπικούς. Στη δημόσια λατρεία ιδιαίτερη θέση κατείχαν ιερείς που αποκαλούνταν «μάγοι». (Η θρησκεία των Περσών έγινε αργότερα γνωστή ως ζωροαστρισμός.) Η θρησκευτική ελευθερία υπήρξε ένας από τους κύριους άξονες της βασιλικής πολιτικής. Πρώτοι το κατανόησαν αυτό οι τοπικοί ιερείς, που αναβαθμίστηκαν και ανέλαβαν να πείσουν τους κατακτημένους λαούς ότι η περσική κυριαρχία ήταν ευεργετική· απόδειξη, η επισκευή κατεστραμμένων ναών και η οικοδόμηση νέων.
Πολλοί λαοί δίνουν την εντύπωση ότι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην περσική διακυβέρνηση. Χαιρέτισαν τη γενική ειρήνη και αναθάρρησαν με τη μεγαλοπρέπεια των θρησκευτικών τελετών. Αν πιστέψουμε τον Κύρο, οι κάτοικοι της Βαβυλώνας τον υποδέχθηκαν ως λυτρωτή. Οι προηγούμενοι βασιλείς είχαν συγκεντρώσει στην πόλη τους τα αγάλματα πολλών ξένων θεών, είτε για να τα προστατέψουν είτε για να προστατευτούν οι ίδιοι με αυτά. Έτσι όμως οι επιχώριοι θεοί, πάνω από όλους ο Μαρδούκ (τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Βήλο και τον ταύτιζαν με τον Δία), είχαν υποβαθμιστεί και προσβληθεί. Μια από τις πρώτες έγνοιες του Κύρου ήταν να αποστείλει και πάλι τα θεϊκά αγάλματα στους τόπους λατρείας τους και να τα αποκαταστήσει στους ανακαινισμένους τους ναούς. Μέσα στη Βαβυλώνα ο παραμελημένος Μαρδούκ γνώρισε και πάλι τιμές.
Για την αντίδραση των Εβραίων στην περσική κατάκτηση δεν είναι αναγκαία η προσφυγή στην περσική προπαγάνδα. Από το 587 πολλοί ζούσαν εξόριστοι στη Βαβυλώνα, όπου τους είχε σύρει ο Βαβυλώνιος βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ, έχοντας πρώτα καταστρέψει τον Ναό του Σολομώντα. Ο Κύρος τούς έδωσε την άδεια να επιστρέψουν και χρηματοδότησε την οικοδόμηση νέου Ναού. Επιπλέον, επέστρεψε τα ιερά σκεύη που είχαν αφαιρεθεί ως λάφυρα πολέμου. Ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες έφτασε να δοξάσει τον Κύρο, όχι μόνο ως απελευθερωτή, αλλά και ως μεσσία, που θα ποιμάνει τον λαό του Θεού. Η ανοικοδόμηση του Ναού ολοκληρώθηκε την εποχή του Δαρείου, που συνέχισε τη θρησκευτική πολιτική του Κύρου και του Καμβύση.
Την εύνοια που έδειξε ο Δαρείος στους θεούς της Αιγύπτου, και μάλιστα στον ιερό Άπη, την τίμησε ιδιαίτερα και το αιγυπτιακό ιερατείο.
Όταν ο Κύρος νίκησε τον Κροίσο και έγινε κυρίαρχος στη Μικρά Ασία, οι Πέρσες ήρθαν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες - μια επαφή που έμελλε να συνεχιστεί για πολλούς αιώνες. Από την πρώτη σχεδόν στιγμή αντιλήφθηκαν ότι οι Έλληνες χρειάζονταν ειδική μεταχείριση, όχι μόνο για να κατακτηθούν, αλλά και για να διακυβερνηθούν. Οι λαοί της Ασίας έδειχναν να εκτιμούν την ειρήνη και τη θρησκευτική ελευθερία. Οι Έλληνες όμως απέδιδαν εξίσου μεγάλη σημασία στην πολιτική τους ελευθερία. Επιπλέον, η πολιτική των Περσών έναντι των Ελλήνων έπρεπε να παίρνει στα σοβαρά τρεις σημαντικές παραμέτρους. Πρώτον, οι Έλληνες οπλίτες ήταν άριστοι πολεμιστές, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Δεύτερον, οι ελληνικές πόλεις ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους και καθεμία ακολουθούσε δική της εξωτερική πολιτική, ανάλογα με τα συμφέροντά της. Τρίτον, σε κάθε ελληνική πύλη οι πολίτες ήταν μοιρασμένοι σε αντιμαχόμενες μερίδες, που αντιλαμβάνονταν με διαφορετικό τρόπο το συλλογικό συμφέρον.
Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, διαπίστωσαν ότι έναντι των Περσών είχαν διάφορες επιλογές. Η ευκολότερη λύση ήταν να δεχτούν την υποταγή με συνθηκολόγηση, εξασφαλίζοντας τους καλύτερους δυνατούς όρους. Έτσι έπραξαν, για παράδειγμα, οι κάτοικοι της πλούσιας και ισχυρής Μιλήτου, και αμέσως μετά οι κάτοικοι πολλών νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Η δεύτερη λύση, την οποία είχε υποδείξει άλλωστε και ο σοφός Βίας από την Πριήνη, ήταν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να αναζητήσουν νέα κατοικία σε ασφαλές μέρος. Έτσι έπραξαν οι Φωκαείς που ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια (για την ακρίβεια, οι μισοί από αυτούς) και οι Τήιοι. Η τρίτη και ριζοσπαστικότερη λύση ήταν να δημιουργήσουν μεταξύ τους μόνιμες και σταθερές συμμαχίες, που θα τους επέτρεπαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες. Ο σοφός Θαλής από τη Μίλητο είχε κάνει μάλιστα μια συγκεκριμένη πρόταση στους Ίωνες: να ιδρύσουν όλοι μαζί ένα κοινό βουλευτήριο στην Τέω, που βρισκόταν στο μέσον της Ιωνίας, και να θεωρήσουν τις άλλες πόλεις τους ως απλούς δήμους.
Οι περισσότεροι Έλληνες επέλεξαν την (προφανέστερη) τέταρτη λύση, να πορευτούν βλέποντας και κάνοντας. Παρέμειναν στον τόπο τους, με σκοπό να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία των πόλεών τους. Συμμαχούσαν και διέλυαν έτσι τις συμμαχίες τους, ανάλογα με τις εκτιμήσεις τους για τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούσαν κάθε στιγμή.
Ο Κύρος δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί περισσότερο με τους Έλληνες, διότι βιαζόταν να εδραιώσει την κυριαρχία του στην Ασία. Ωστόσο, με τις επιχειρήσεις του γιου του Καμβύση και στη συνέχεια του Δαρείου, το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού κόσμου βρέθηκε υποταγμένο, με πόλεμο ή συνθηκολόγηση, στους Πέρσες. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις στον Εύξεινο Πόντο, το βόρειο Αιγαίο, τα μικρασιατικά παράλια, την Αίγυπτο και τη Λιβύη, πολλά και σημαντικά νησιά καθώς και η Μακεδονία ήταν πλέον κάτω από περσική κυριαρχία.
Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν έτοιμη να στραφεί προς την κυρίως Ελλάδα και την Ευρώπη. Αυτά θα πρέπει να ήταν σχετικά προφανές. Μια μεγάλη αυτοκρατορία, χωρίς ισχυρό αντίπαλο, είναι πάντα έτοιμη να επεκταθεί. Αυτό που κρατούσε την Περσική Αυτοκρατορία ενωμένη δεν ήταν ούτε τα σύνορά της ούτε ο λαός της, ούτε μια κοινή θρησκεία, ούτε μια κοινή γλώσσα, ούτε ένας κοινός πολιτισμός. Ενωμένη την κρατούσε η δύναμή της, την οποία εκπροσωπούσε, αλλά και συμβόλιζε, ο μεγάλος της βασιλιάς. Και ο μεγάλος βασιλιάς όφειλε διαρκώς να επιβεβαιώνει αυτή τη δύναμη. Την αφορμή για τις νέες τους επιχειρήσεις την έδωσαν άλλωστε στους Πέρσες οι ίδιοι οι Ίωνες, που αποφάσισαν να αποτινάξουν τον ζυγό.
Η εξέγερση των Ιώνων ξεκίνησε από τη Μίλητο, που είχε υποταχθεί στους Πέρσες χωρίς να δώσει μάχη. Την πρωτοβουλία πήρε μάλιστα ο διορισμένος τύραννος της πόλης, ο Αρισταγόρας. Τα κίνητρά του και τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα τα αφηγείται ο Ηρόδοτος, που εξηγεί επίσης με ποιο τρόπο όσα συνέβαιναν στην Ιωνία σχετίζονταν με τα εσωτερικά προβλήματα των άλλων Ελλήνων.
Μετά την ανατροπή του τυράννου της Νάξου Λύγδαμη, το μεγαλύτερο και πλουσιότερο νησί των Κυκλάδων ακολουθούσε μια πορεία παρόμοια με αυτή της Αθήνας. Στις εσωτερικές συγκρούσεις νίκησε ο δήμος και εξόρισε τους ηγέτες των ολιγαρχικών. Οι ολιγαρχικοί αναζήτησαν βοήθεια για να επιστρέψουν στο νησί. Προφανώς, δεν μπορούσαν να στραφούν ούτε στη δημοκρατική Αθήνα αλλά ούτε και στη Σπάρτη, με τις ενέργειες της οποίας είχε ανατραπεί ο Λύγδαμης. Στράφηκαν έτσι προς τον Αρισταγόρα, με τη σκέψη ότι οι μόνοι που θα είχαν σοβαρούς λόγους να τους συνδράμουν ήταν οι Πέρσες.
Το 499 έφτασαν στη Μίλητο αντιπρόσωποι των ολιγαρχικών από τη Νάξο και εξήγησαν τα σχέδιά τους. Ο Αρισταγόρας ζήτησε, όπως ήταν φυσικό, την έγκριση του Αρταφέρνη, στον οποίο υπάγονταν οι Ίωνες. Αυτός συμφώνησε. Μια επιτυχημένη επιχείρηση μπορούσε να οδηγήσει στην υποταγή όχι μόνο της Νάξου, αλλά επίσης της Πάρου, της Άνδρου και των άλλων Κυκλάδων, ίσως και της Εύβοιας. Αλλά η εκστρατεία εναντίον της δημοκρατικής Νάξου απέτυχε, και ο Αρισταγόρας βρέθηκε καταχρεωμένος και εκτεθειμένος στους προστάτες του. Θεώρησε έτσι ότι η λύση στο πρόβλημά του ήταν να αποστατήσει από τους Πέρσες.
Για τα αισθήματα των Μιλησίων και των άλλων Ιώνων ο Αρισταγόρας δεν είχε αμφιβολία: όλοι επιθυμούσαν την ελευθερία τους. Το πρόβλημα ήταν να τους πείσει για τις αγαθές του προθέσεις και να τους βεβαιώσει ότι υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για επιτυχημένη εξέγερση. Προχώρησε έτσι σε δύο σημαντικές ενέργειες. Πρώτον, διακήρυξε ότι στη Μίλητο δεν θα υπήρχε πλέον τυραννία αλλά ἰσονομία. Συνέλαβε μάλιστα τους τυράννους άλλων ιωνικών πόλεων και τους παρέδωσε στους πολίτες τους. Δεύτερον, απέπλευσε ο ίδιος για τη Σπάρτη, ελπίζοντας να εξασφαλίσει σημαντική στρατιωτική βοήθεια.
Ο Αρισταγόρας κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει τη συνδρομή των Αθηναίων, που του υποσχέθηκαν είκοσι πολεμικά πλοία, και των Ερετριέων, που του υποσχέθηκαν άλλα πέντε. Η συνδρομή ήταν μικρή, αλλά τουλάχιστον δεν επέστρεψε στην Ιωνία χωρίς συμπαράσταση. Όπως σημειώνει ο Ηρόδοτος, με τα καράβια αυτά άρχισαν πολλά δεινά και για τους Έλληνες και για τους βαρβάρους.
Οι Ίωνες με τους συμμάχους τους ξεκίνησαν την εξέγερση με ενθουσιασμό. Εκστράτευσαν εναντίον των Σάρδεων, τις κυρίεψαν και τις πυρπόλησαν - μαζί και έναν ναό. Δεν κατόρθωσαν ωστόσο να καταλάβουν την ακρόπολη, την οποία υπερασπιζόταν ο ίδιος ο Αρταφέρνης, και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ιωνία, καθώς οι Πέρσες ετοίμαζαν αντεπίθεση με ισχυρό στράτευμα. Μια κρίσιμη μάχη δόθηκε τελικά στην Έφεσο, όπου οι Ίωνες ηττήθηκαν κατά κράτος. Οι Αθηναίοι, όσοι σώθηκαν, εγκατέλειψαν τον αγώνα και ο πόλεμος συνεχίστηκε με ναυμαχία και μάχη στην Κύπρο, χωρίς επιτυχίες για τους εξεγερμένους. Εξίσου αποτυχημένη ήταν η εξέγερση που επιχείρησαν οι Κάρες με τη συνδρομή των Μιλησίων.
Την εξέγερση των Ιώνων έκριναν οριστικά μια μεγάλη ναυτική ήττα στη Λάδη (ένα μικρό νησί έξω από τη Μίλητο) και η κατάληψη της Μιλήτου από τους Πέρσες. Έτσι, το 494, έξι χρόνια μετά την εξέγερσή τους, οι Ίωνες υποδουλώθηκαν για τρίτη φορά. Πρώτος τούς είχε υποτάξει ο Κροίσος, ύστερα ο Κύρος και τέλος ο Δαρείος. Η είδηση της ήττας και ιδιαίτερα η κατάληψη της Μιλήτου συγκλόνισε τους Αθηναίους και τους άλλους Έλληνες που είχαν αποφασίσει να μην υποταχθούν στους Πέρσες.
Η Θεωρία της Άπειρης Συγχρονικότητας
Η Θεωρία της Άπειρης Συγχρονικότητας είναι μια μυστικιστική έννοια που προτείνει τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων στον χώρο και τον χρόνο. Υποδηλώνει ότι το σύμπαν είναι ένας τεράστιος ιστός συνυφασμένων γεγονότων και περιστατικών, με κάθε στοιχείο να επηρεάζει και να επηρεάζεται ταυτόχρονα από όλα τα άλλα. Αυτή η θεωρία υπερβαίνει τις συμβατικές έννοιες της αιτιότητας και του γραμμικού χρόνου, υποστηρίζοντας ότι τα πάντα είναι αιώνια αλληλένδετα και ότι όλα τα γεγονότα αποτελούν μέρος μιας περίπλοκης κοσμικής ταπισερί.
Οι αρχές της άπειρης συγχρονικότητας
Η Αρχή της Αιώνιας Ενότητας
Στον πυρήνα της θεωρίας βρίσκεται η πεποίθηση ότι τα πάντα στο σύμπαν είναι θεμελιωδώς ένα. Όλες οι εκδηλώσεις της πραγματικότητας, είτε σωματικές, ψυχικές ή πνευματικές, πηγάζουν τελικά από μια μοναδική, ενοποιημένη πηγή.
Η Αρχή της Μη-τοπικότητας
Η Θεωρία της Άπειρης Συγχρονικότητας θέτει ότι η αντίληψή μας για το χώρο και την απόσταση είναι μια ψευδαίσθηση. Στην πραγματικότητα, όλα τα πράγματα συνυπάρχουν σε ένα άπειρα συνδεδεμένο δίκτυο, όπου οποιοδήποτε γεγονός ή περιστατικό μπορεί να επηρεάσει στιγμιαία οποιοδήποτε άλλο, ανεξάρτητα από τον χωρικό διαχωρισμό.
Η Αρχή της Χρονικής Ρευστότητας
Ο χρόνος, όπως και ο χώρος, δεν είναι απόλυτη κατασκευή. Η Θεωρία της Άπειρης Συγχρονικότητας προτείνει ότι γεγονότα από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι όλα αλληλένδετα και μπορούν να επηρεάσουν το ένα το άλλο με μη γραμμικούς τρόπους. Ο χρόνος είναι ένας ρευστός, συνεχώς μεταβαλλόμενος ποταμός, στον οποίο δημιουργούμε και αναδημιουργούμε συνεχώς τις εμπειρίες μας.
Η Αρχή του Συντονισμού
Αυτή η αρχή βεβαιώνει ότι τα πάντα στο σύμπαν βρίσκονται σε κατάσταση συνεχούς δόνησης. Αυτές οι δονήσεις δημιουργούν μοτίβα συντονισμού που μπορούν να συγχρονιστούν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα την εκδήλωση γεγονότων και περιστάσεων που ευθυγραμμίζονται με τις συχνότητές τους.
Η Αρχή της Συνειδησιακής Συνδημιουργίας
Η Θεωρία της Άπειρης Συγχρονικότητας θέτει ότι οι σκέψεις, οι πεποιθήσεις και οι προθέσεις μας είναι ισχυρές δυνάμεις που μπορούν να διαμορφώσουν τον ιστό της πραγματικότητας. Με την συνειδητή ευθυγράμμιση με την υποκείμενη ενότητα όλων των πραγμάτων, τα άτομα μπορούν να επηρεάσουν την εξέλιξη των γεγονότων και να εκδηλώσουν τις επιθυμίες τους.
Επιπτώσεις και εφαρμογές
Η Θεωρία της Άπειρης Συγχρονικότητας έχει βαθιές επιπτώσεις στην κατανόησή μας για την πραγματικότητα και τη θέση μας μέσα σε αυτήν. Αγκαλιάζοντας τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων, τα άτομα μπορούν να αξιοποιήσουν τις απεριόριστες δυνατότητες του σύμπαντος, αξιοποιώντας τη δύναμή του για να δημιουργήσουν μια ζωή με σκοπό, νόημα και εκπλήρωση.
Μερικές πιθανές εφαρμογές αυτής της θεωρίας περιλαμβάνουν:
Θεραπεία
Αναγνωρίζοντας τις βαθιές συνδέσεις μεταξύ νου, σώματος και πνεύματος, τα άτομα μπορούν να απελευθερώσουν ισχυρές θεραπευτικές ενέργειες, αποκαθιστώντας την ισορροπία και την αρμονία στη ζωή τους.
Διαίσθηση
Καθώς γινόμαστε πιο συντονισμένοι με τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων, οι διαισθητικές μας ικανότητες μπορεί να αυξηθούν, επιτρέποντάς μας να αντιλαμβανόμαστε και να περιηγούμαστε στον ιστό των συγχρονισμών με μεγαλύτερη ευκολία και ακρίβεια.
Εκδήλωση
Η Θεωρία της Άπειρης Συγχρονικότητας υποδηλώνει ότι έχουμε την ικανότητα να συνδημιουργούμε συνειδητά τις εμπειρίες μας. Ευθυγραμμίζοντας τις σκέψεις και τις προθέσεις μας με την υποκείμενη ενότητα του σύμπαντος, μπορούμε να εκδηλώσουμε τις επιθυμίες μας με ισχυρούς και απροσδόκητους τρόπους.
Πνευματική Ανάπτυξη
Η αγκαλιά της διασύνδεσης όλων των πραγμάτων μπορεί να οδηγήσει σε βαθιά πνευματική ανάπτυξη και αφύπνιση, καθώς τα άτομα καταλαβαίνουν την αληθινή φύση και τον σκοπό τους μέσα στην κοσμική ταπισερί.
Συμπερασματικά, η Θεωρία της Άπειρης Συγχρονικότητας προσφέρει μια μυστικιστική προοπτική για τη φύση της πραγματικότητας, υποστηρίζοντας ότι όλα τα πράγματα είναι αιώνια αλληλένδετα και ότι εμείς, ως συνειδητά όντα, έχουμε τη δύναμη να διαμορφώνουμε την εξέλιξη των γεγονότων μέσω των σκέψεων, των πεποιθήσεων και των προθέσεων μας. . Αγκαλιάζοντας αυτήν την άποψη, μπορούμε να ξεκλειδώσουμε τις απεριόριστες δυνατότητές μας και να ζήσουμε μια ζωή με μεγαλύτερο σκοπό, νόημα και εκπλήρωση.
D(9) - Υπολογίστηκε ο ένατος αριθμός Dedekind
Οι ερευνητές υπολόγισαν τον «ένατο αριθμό Dedekind», ο οποίος ανήκει σε μια εκθετικά σύνθετη σειρά αριθμών που ορίζουν εξόδους λογικών συναρτήσεων με βάση διαφορετικές χωρικές διαστάσεις.
Μαθηματικοί οπλισμένοι με υπερυπολογιστές εντόπισαν επιτέλους την αξία ενός μεγάλου αριθμού που προηγουμένως θεωρούνταν αδύνατο να υπολογιστεί.
Ο αριθμός, γνωστός ως “ένατος αριθμός Dedekind” ή D(9), είναι στην πραγματικότητα ο 10ος σε μια ακολουθία. Κάθε αριθμός Dedekind αντιπροσωπεύει τον αριθμό των πιθανών διαμορφώσεων ενός συγκεκριμένου είδους λογικής πράξης true-false σε διαφορετικές χωρικές διαστάσεις.
(Ο πρώτος αριθμός στην ακολουθία είναι D(0), που αντιπροσωπεύει μηδενικές διαστάσεις. Γι’ αυτό το D(9), που αντιπροσωπεύει εννέα διαστάσεις, είναι ο 10ος αριθμός στην ακολουθία.)
Οι αριθμοί Dedekind γίνονται ολοένα και μεγαλύτεροι για κάθε νέα διάσταση, γεγονός που καθιστά όλο και πιο δύσκολο τον προσδιορισμό τους.
Ο όγδοος αριθμός Dedekind, ο οποίος ακολουθεί τους ίδιους κανόνες για οκτώ διαστάσεις, υπολογίστηκε το 1991. Αλλά λόγω του άλματος στην υπολογιστική ισχύ που απαιτείται για τον υπολογισμό της ένατης, ορισμένοι μαθηματικοί θεώρησαν ότι ήταν αδύνατο να υπολογίσουν την ακριβή τιμή του.
Αλλά τώρα, δύο άσχετες μελέτες από ξεχωριστές ερευνητικές ομάδες – η πρώτη που υποβλήθηκε στον διακομιστή προεκτύπωσης arXiv στις 5 Απριλίου και η δεύτερη στον ίδιο διακομιστή στις 6 Απριλίου – έχουν κάνει το αδύνατο. Οι μελέτες -η καθεμία χρησιμοποιώντας έναν υπερυπολογιστή αλλά εκτελούσε διαφορετικά προγράμματα- παρήγαγαν τον ίδιο ακριβώς αριθμό.
Τα αποτελέσματα δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί από ομοτίμους. Αλλά επειδή οι μελέτες κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα, είναι «100% βέβαιο» ότι ο αριθμός έχει αποκρυπτογραφηθεί σωστά, ο κύριος συγγραφέας στη δεύτερη εργασία, Lennart Van Hirtum, μαθηματικός στο Πανεπιστήμιο Paderborn στη Γερμανία και κύριος συγγραφέας στη δεύτερη εργασία, είπε στο Live Science.
Ο Van Hirtum και οι συνεργάτες του υπερασπίστηκαν το έργο τους κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης στο Πανεπιστήμιο Paderborn στις 27 Ιουνίου.
Τι είναι οι αριθμοί Dedekind;
Οι αριθμοί Dedekind περιγράφηκαν για πρώτη φορά από τον Γερμανό μαθηματικό Richard Dedekind τον 19ο αιώνα. Οι αριθμοί σχετίζονται με λογικά προβλήματα γνωστά ως “μονότονες δυαδικές συναρτήσεις” (MBFs).
Οι συναρτήσεις Boolean είναι ένα είδος λογικής που μπορεί να λάβει ως είσοδο μόνο μία από τις δύο τιμές -0 (false) και 1 (true)- και να ξεχωρίσει μόνο αυτές τις δύο τιμές.
Στα MBF μπορείτε να αλλάξετε το 0 με ένα 1 στην είσοδο, αλλά μόνο εάν επιτρέπει στην έξοδο να αλλάξει από 0 σε 1, όχι από 1 σε 0.
Οι αριθμοί Dedekind είναι η έξοδος των MBF όπου η είσοδος είναι συγκεκριμένη χωρική διάσταση.
Αυτή η έννοια μπορεί να προκαλέσει σύγχυση για τους μη μαθηματικούς. Αλλά είναι δυνατό να οπτικοποιήσουμε τι συμβαίνει χρησιμοποιώντας σχήματα για να αναπαραστήσουμε τους αριθμούς Dedekind για κάθε διάσταση, εξήγησε ο Van Hirtum.
Για παράδειγμα, στη δεύτερη διάσταση, ο αριθμός Dedekind σχετίζεται με ένα τετράγωνο, ενώ ο τρίτος μπορεί να αναπαρασταθεί με έναν κύβο, ο τέταρτος και μεγαλύτερος με υπερκύβους.
Για κάθε διάσταση, οι κορυφές ή τα σημεία ενός συγκεκριμένου σχήματος αντιπροσωπεύουν τις πιθανές διαμορφώσεις των MBF (βλ. εικόνα).
Για να βρείτε τον αριθμό Dedekind, μπορείτε να μετρήσετε πόσες φορές μπορείτε να χρωματίσετε κάθε κορυφή από κάθε σχήμα με ένα από τα δύο χρώματα (σε αυτήν την περίπτωση κόκκινο και λευκό), αλλά με την προϋπόθεση ότι δεν μπορεί να τοποθετηθεί ένα χρώμα (σε αυτήν την περίπτωση το λευκό). πάνω από το άλλο (σε αυτή την περίπτωση κόκκινο).
Για μηδενικές διαστάσεις, το σχήμα είναι μόνο ένα σημείο και D(0)=2 επειδή το σημείο μπορεί να είναι είτε κόκκινο είτε λευκό. Για μια διάσταση, το σχήμα είναι μια γραμμή με δύο σημεία και D(1)=3 επειδή και τα δύο σημεία μπορεί να είναι είτε το ίδιο χρώμα είτε κόκκινα πάνω από το λευκό.
Για δύο διαστάσεις, το σχήμα είναι τετράγωνο και D(2)=6 επειδή υπάρχουν πλέον έξι πιθανά σενάρια όπου καμία λευκή κουκκίδα δεν βρίσκεται πάνω από μια κόκκινη κουκκίδα. Και για τις τρεις διαστάσεις, το σχήμα είναι ένας κύβος, και ο αριθμός των πιθανών διαμορφώσεων μεταβαίνει σε 20, άρα D(3)=20.
Καθώς ο αριθμός των διαστάσεων αυξάνεται, το υποθετικό σχήμα γίνεται ένας όλο και πιο πολύπλοκος υπερκύβος με μεγαλύτερο αριθμό αποτελεσμάτων, είπε ο Van Hirtum.
Οι τιμές των επόμενων πέντε αριθμών Dedekind είναι 68, 7581, 7828354, 2414682040998 και 56130437228687557907788.
Η τιμή που προσδιορίστηκε πρόσφατα για το D(9) είναι: 286386577668298411128469151667598498812366.
Όλο και πιο περίπλοκοι υπολογισμοί
Ο Van Hirtum εργάζεται για τον εντοπισμό του D(9) για περισσότερα από τρία χρόνια. Για να το κάνει αυτό, δημιούργησε ένα νέο είδος προγράμματος υπολογιστή για να επιτρέψει σε έναν υπερυπολογιστή να επεξεργάζεται τα δεδομένα με συγκεκριμένο τρόπο.
Εάν είχε χρησιμοποιήσει ένα πιο βασικό πρόγραμμα, θα μπορούσαν να χρειαστούν έως και 100 χρόνια για να ολοκληρωθούν οι υπολογισμοί, ακόμη και με ένα προηγμένο μηχάνημα που τσακίζει τους αριθμούς, είπε.
Αφού δημιούργησε τον κώδικα του υπολογιστή του, η ομάδα του Van Hirtum πέρασε περισσότερους από τέσσερις μήνες χρησιμοποιώντας τον υπερυπολογιστή στο Πανεπιστήμιο του Leuven στο Βέλγιο για να επεξεργαστεί τα δεδομένα.
Ωστόσο, οι υπολογισμοί δεν άργησαν πραγματικά να ολοκληρωθούν: Η φύση του προγράμματος σήμαινε ότι ήταν επιρρεπής σε λάθη εν μέρει, πράγμα που σήμαινε ότι η ομάδα έπρεπε να επανεκκινεί συνεχώς την εργασία, είπε ο Van Hirtum.
Συγκριτικά, ο υπολογιστής που χρησιμοποιήθηκε το 1991 για την επεξεργασία του D(8) ήταν λιγότερο ισχυρός από ένα σύγχρονο smartphone και ολοκλήρωσε την εργασία σε περίπου 200 ώρες. Ένας σύγχρονος φορητός υπολογιστής θα μπορούσε πιθανώς να εκτελέσει αυτούς τους υπολογισμούς σε λιγότερο από 10 λεπτά, είπε ο Van Hirtum.
Ο Van Hirtum πιστεύει ότι ένα παρόμοιο άλμα στην επεξεργαστική ισχύ του υπολογιστή θα απαιτηθεί για τον υπολογισμό του 10ου αριθμού Dedekind. «Αν το κάναμε τώρα, θα απαιτούσε επεξεργαστική ισχύ ίση με τη συνολική ισχύ εξόδου του ήλιου», είπε, γεγονός που καθιστά «πρακτικά αδύνατο» τον υπολογισμό.
Οι απαιτήσεις επεξεργαστικής ισχύος θα μπορούσαν να μειωθούν χρησιμοποιώντας πιο σύνθετους αλγόριθμους, είπε ο Van Hirtum.
«Αλλά έχουμε κάπως χτυπήσει έναν τοίχο με το πόσο πολύπλοκοι μπορούν να γίνουν οι αλγόριθμοι», πρόσθεσε.
Ωστόσο, άλλοι μαθηματικοί εξακολουθούν να ελπίζουν ότι το D(10) θα μπορούσε τελικά να υπολογιστεί, είπε ο Van Hirtum.
Η Θρησκεία και η Τέχνη στην αρχαία Ελληνική κοινωνία
Οι Έλληνες έθεταν τη θεία λατρεία στο κέντρο της ιδιωτικής και της δημόσιας κοινωνικής ζωής σε όλες τις ιστορικές περιόδους τους. Συμπεραίνει κανείς πως ο Ελληνικός λαός ήταν αρχαιόθεν βαθύτατα θρησκευόμενος και κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα άλλωστε με τους πολλούς ιερούς ναούς των μεγάλων πόλεων, τα άπειρα εξωκλήσια και τα προσκυνήματα, που η λαϊκή ευσέβεια έχει χτίσει σε όλη την ελληνική ύπαιθρο και τα οποία θα αποτελέσουν κάποτε με τη σειρά τους ιστορικά στοιχεία για τους ερευνητές του μέλλοντος. Όπως και στην εποχή μας, όλη αυτή η θρησκευτική δραστηριότητα απαιτούσε μια πολύπλευρη ικανοποίηση των ποικίλων λατρευτικών αναγκών των ναών και των πιστών. Οι ανάγκες της λατρείας, σε μια εποχή που η αθεΐα αποτελούσε εξαίρεση, αν όχι και ύβρη, έδιναν εργασία σε ένα πλήθος καλλιτεχνών και επαγγελματιών τεχνιτών, όπως σε αρχιτέκτονες, γλύπτες, ζωγράφους, μουσικούς, ποιητές επιγραμμάτων και αναθηματικών επιγραφών, σε αγγειογράφους και αγγειοπλάστες, σε μεταλλουργούς και κοσμηματοποιούς, σε υφαντουργούς, κεραμοποιούς, λιθοξόους, χτίστες, ξυλουργούς και σε πολλούς άλλους, που έπαιζαν κάποιο ρόλο στη λατρευτική πρακτική.
Η βασική αιτία που η θρησκευτική τέχνη και τα έργα της έχαιραν μεγαλύτερου σεβασμού και εκτίμησης από την υποδεέστερη τέχνη, που τα έργα της είχαν ως σκοπό την πλήρωση των καθημερινών αναγκών του πρακτικού βίου, ήταν ο ευρύς κοινωνικός χαρακτήρας της θρησκευτικής τέχνης της εποχής και η επισημότητα με την οποία είχε περιβάλλει την τέχνη η μυθική αντίληψη, που την συνέδεε άμεσα με την θρησκεία. Η ανάθεση πολύ συχνά της κατασκευής τέτοιων έργων λατρείας στους γλύπτες και τους αρχιτέκτονες, όχι μόνο από ιδιώτες, αλλά και από τις πόλεις, αποτελούσε σημαντικό χαρακτηριστικό της αρχαϊκής Ελλάδας. Ο καλλιτέχνης πληρωνόταν για να εκτελέσει ένα έργο που σκοπός του ήταν να εντυπωσιαστούν ή να ευχαριστηθούν οι κοινοί θνητοί ή οι Θεοί. Η αντίληψη «η τέχνη για την τέχνη» θα ήταν αδιανόητη στην εποχή που περιγράφουμε. Για τα έργα της θρησκευτικής τέχνης, ο μέσος πολίτης ένιωθε ένα ιδιαίτερο δέος και περισσότερο προς την αρχιτεκτονική και την γλυπτική, που ήταν τέχνες του χώρου και των τριών διαστάσεων και συνυφασμένες με την Θρησκεία και την έκφραση του θρησκευτικού του συναισθήματος. H γλυπτική στην Ελλάδα όπως και αλλού, στα πρώτα χρόνια της ζωής της, υπήρξε ancilla Religionis[1], πλατειά θρησκευτική, και η κύρια χρήση της ήταν για τη διακόσμηση των ναών και τις λατρευτικές ανάγκες.Τα αρχαϊκότατα ξύλινα ξόανα[2] (Δαιδαλική τέχνη) δημιουργήθηκαν σε μια εποχή που η κατεργασία των μετάλλων δεν ήταν διαδεδομένη. Φτιάχτηκαν για καθαρά λατρευτικούς σκοπούς και φυλάγονταν ως τα ύστερα χρόνια σαν ιερά κειμήλια, θεόσταλτα και διιπετή και αγιασμένα.Τα κάπως προχωρημένα αρχαϊκά του 7ου και 6ου αι, δεν ήταν απλά εικόνες των Θεών, αλλά σώματα που κλείναν μέσα τους την ίδια τη θεότητα, για αυτό αποχτούσαν, σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη και τη δύναμη της κίνησης. Ακόμα κι όταν αργότερα ξεχώρισαν την εικόνα του Θεού από τον ίδιο το Θεό, η εικόνα αυτή είχε σκοπό να δώσει χαρά σε Εκείνον, ήταν άγαλμά[3] του, και βεβαίωνε τον πιστό για την παρουσία του και την προστασία του. Στην κατασκευή της εικόνας μάλιστα πίστευαν, συνεργούσε ο ίδιος ο Θεός, που οδηγούσε τον τεχνίτη στο έργο του[4].
Από τα έργα της θρησκευτικής γλυπτικής κάποια ήταν πιο σημαντικά και πολύτιμα και φυλάσσονταν μέσα στους ναούς, στα θησαυροφυλάκιά τους ή στους γύρω από τους ναούς χώρους και τα άλση. Ήταν λατρευτικά αφιερώματα (τάματα) μεμονωμένων πιστών ή και ολόκληρων πόλεων προς τους Θεούς στους οποίους ήταν αφιερωμένοι οι ναοί. Αυτά ήταν κυρίως μεγάλων διαστάσεων αγάλματα κατασκευασμένα από μέταλλο, κυρίως από χαλκό που ήταν ακριβός, ή από επίσης σημαντικής αξίας μάρμαρα ή από άλλα υλικά όπως το ελεφαντόδοντο. Ανάγλυφα προσφέρονταν και σαν αφιερώματα στα ιερά. Αυτά τα αναθηματικά ανάγλυφα απεικόνιζαν είτε τη μορφή του Θεού, είτε μια σκηνή λατρείας με τη μορφή του δωρητή ανάμεσα στους πιστούς, ενώ σε μερικά από αυτά, όπως τα ανάγλυφα του Κεραμέα από την Ακρόπολη, εικονίζεται μόνο ο δωρητής. Τα καλύτερα αφιερώματα ήταν τοποθετημένα μέσα στο βράχο ή στηρίζονταν πάνω σε στύλους. Γενικά εκτός από το κτίριο του ίδιου του ναού, το μεγαλύτερο μέρος της διακόσμησης στα ιερά της Ελλάδας προέρχονταν από ιδιωτικά αφιερώματα, τα οποία τοποθετούνταν σε περίοπτη θέση, είτε σε αφανή, ανάλογα με την αξία τους, το μέγεθός τους και την κοινωνική ισχύ ή τη δημοτικότητα του δωρητή. Τα μικρά και φθηνότερα, μαζικής παραγωγής και κατώτερης τέχνης πήλινα λατρευτικά ειδώλια, συνήθως κατέληγαν σε μεγάλους λάκκους κοντά στους ναούς, όπου τα έθαβαν σε ποσότητες.
Αυτή η αντίληψη αξιολόγησης της τέχνης, βάσει των ειδών, των μορφών και του υλικού της, προσδιόριζε κατά συνέπεια και τα κριτήρια της αξία της, αλλά και την διάκριση των καλλιτεχνών, σύμφωνα, όχι μόνο με την καλλιτεχνική τους ικανότητα, αλλά επίσης και από το σκοπό για τον οποίο το έργο τους ήταν προορισμένο να χρησιμοποιηθεί. Για το λόγο αυτό γράφει ο G. Richter[5] πως: «για τον Έλληνα γλύπτη, ο υπέρτατος σκοπός του ήταν να ενσαρκώσει το όραμά του της θεότητας σ΄ένα άγαλμα μεγάλου ναού». Ενώ για τον Er. Rohde [6]: «Ακόμα και τα έργα που δε φαίνονται να έχουν άμεσα θρησκευτικό χαρακτήρα, αγάλματα των νικητών αθλητών, αναθηματικοί ανδριάντες, επιτάφια ανάγλυφα κ.λ.π, στην πραγματικότητα είχαν στενή σχέση με τη θρησκεία και ήταν έκφραση της πίστης του Ελληνικού λαού στη συμπαράσταση των θεών του στους αγώνες του, ή θεραπεία των νεκρών». Ποιά ήταν όμως τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, οι τρόποι άσκησης της λατρείας και οι κυριότερες θρησκευτικές εορτές των αρχαίων Ελλήνων, που καθόριζαν τη θρησκευτική τους πραγματικότητα θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Η λατρεία των χθόνιων θεοτήτων κυριαρχούσε στο κοσμοείδωλο των ανθρώπων της προϊστορικής εποχής. Αργότερα με την επικράτηση του Ολύμπιου Πανθέου, δημιουργείται σαφής αντίθεση ανάμεσα στις ολύμπιες θεότητες, που εγκωμιάζουν τα ομηρικά και ησιόδεια έπη, και στις χθόνιες θεότητες, που αντιπροσωπεύουν τις αντιλήψεις των προϊστορικών χρόνων. Από τη μια, επικρατεί η αρχή της αποτροπής μέσω της προσφοράς, «σου δίνω, για να σε αποτρέψω» (do ut abeas) που σχετίζεται με τις παλαιές χθόνιες θεότητες, ενώ για τις νέες ολύμπιες θεότητες, επικρατεί η ομηρική αρχή της ανταπόδοσης «σου δίνω, για να μου δώσεις»[7] (do ut des). Όμως η πίστη στο επίσημο δωδεκάθεο του Ολύμπου, που εκφράζει την υψηλή «θεοσέβεια» της θρησκευτικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων, συνυπήρχε με την αρχική αντίληψη της «δεισιδαιμονίας» που παρέμενε ζωντανή σε όλο το διάστημα της προϊστορικής και της ιστορικής περιόδου.
Η δεισιδαιμονία αυτή, που εκφραζόταν με την άσκηση των πρακτικών της μαγείας, αποδεικνύει τη διαχρονική σύνδεση με την πρωτόγονη μαγική αντίληψη και ταυτόχρονα την τεράστια συνειδησιακή διαφορά της από την επίσημη θρησκεία του δωδεκάθεου. Η οπισθοδρόμηση αυτή κάνει την C. Alexander[8] να αναρωτιέται: «Τα μεγάλα αριστουργήματα της Αρχαίας Ελλάδας είναι κληρονομιά μας, αλλά είναι αμφίβολο αν ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει πλήρως το υπόβαθρό τους. Πώς μπορούμε στον 20ο αι., να εννοήσουμε τις μαγγανείες της Μήδειας, τη χρήση μαγικών ομοιωμάτων ή την επίκληση χθόνιων πνευμάτων; Ωστόσο, αυτές οι πρακτικές και οι δοξασίες ήταν συστατικά στοιχεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού όσο και η περίφημη έννοια της δημοκρατίας ή τα αισθητικά ιδεώδη». Έτσι οι παλιές συνήθειες, που φαινομενικά έρχονται σε αντίθεση με τη φήμη της πόλης ως κέντρου φιλοσοφίας και γραμμάτων, κρατούσαν γερά και στην Αθήνα, όπου πλήθος μαγικών επωδών, χαραγμένων πάνω σε μολύβδινα αντικείμενα, αν κι έχουν ανακαλυφθεί σε όλη την Ελλάδα, οι περισσότερες των κλασικών χρόνων έχουν βρεθεί, ωστόσο, στην πόλη αυτή[9]. Η προσφυγή, λοιπόν, στη μαγεία και τα ξόρκια συνέχιζε να είναι τρέχουσα πρακτική. Εκτός από τα νεκροταφεία, άλλα μέρη που προσφέρονταν για μάγια ήταν τα πηγάδια και τα ιερά. Ευρήματα, όπως ομοιώματα εκείνων που ήθελαν να προσβάλουν σύμφωνα με την προϊστορική μαγική αντίληψη, και πινακίδες κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα μαγικών επωδών, από ερωτικά ξόρκια μέχρι κατάρες που τις αγόραζαν αγγειοπλάστες, ιδιοκτήτες καπηλειών και μαγαζάτορες για να κάνουν ζημιά στους ανταγωνιστές τους. Σύμφωνα με τον Καναδό αρχαιολόγο D. Jordan[10]: «Οι περισσότερες επωδές που βρέθηκαν στρέφονται εναντίον αντιδίκων», καθώς καμιά άλλη κοινωνία δεν υπήρξε πιο διάσημη για τη δικομανία της από την κλασική Αθήνα.
Η οικιακή λατρεία αποτελούσε ένα σημαντικό μέρος της λατρείας. Το κεντρικό της σημείο ήταν η Εστία, πάνω στην οποία απόθεταν μερικά τεμάχια φαγητού κατά τα γεύματα για τους θεούς, ενώ στο τέλος του γεύματος έχυναν λίγες σταγόνες κρασιού. Το κελάρι προστατευόταν από τους δικούς του θεούς και η αυλή από τον Εύκρειο Δία. Έξω από την πόρτα στεκόταν η λίθινη στήλη του Αγυϊέα Απόλλωνα και η τριπλή μορφή της Εκάτης που απομάκρυνε κάθε κακό.
Σημαντική ήταν ακόμα η λατρεία των νεκρών, δηλαδή των προγόνων, που ένωνε τους ζωντανούς με τα μέλη της φυλής που είχαν φύγει. Ο νεκρός ήταν ιερός, κατά τον Πλούταρχο «και γαρ όσιον τους μεθεστώτας ιερούς νομίζειν», πράγμα που δείχνει την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη της μετά θάνατον ζωής στη θρησκευτική αντίληψη των αρχαίων[11]. Ήταν ιερό καθήκον να φέρνουν προσφορές στους τάφους, σπονδές, χόες και δώρα από τροφές. Υποχρεωτικό ήταν και το καθήκον της ταφής του νεκρού σώματος.
Πολλές συνήθειες, ιεροτελεστίες εξαγνισμού και μερικά γεύματα έπρεπε να τηρηθούν σ΄ ένα σπίτι που πενθούσε και γενικά η φροντίδα των νεκρών είχε ανατεθεί στις γυναίκες. Η λατρεία των γυναικείων θεοτήτων που συνδέονταν με την ευφορία της γης κατείχε ένα σημαντικό μέρος από το καθημερινό τυπικό της αρχαιοελληνικής λατρείας. Κορυφαία και αρχέγονη θεότητα με αντίστοιχες ιδιότητες είναι η Γη που θεωρείτο μητέρα των αθανάτων θεών και των θνητών ανθρώπων. Ανάμεσα στα θεϊκά παιδιά της συγκαταλέγεται και η Δήμητρα.
Η Ελληνική θρησκεία ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την κοινότητα και τα μέρη που την αποτελούσαν, πολιτεία, φυλή και οικογένεια. Οι θρησκευτικές δραστηριότητες καθόριζαν τη ζωή των πολιτών. Το θρησκευτικό κέντρο της Πολιτείας ήταν η Εστία, στην αίθουσα του Συμβουλίου της Πολιτείας από την οποία οι άποικοι, που πήγαιναν να θεμελιώσουν νέες πόλεις μακριά, έπαιρναν τη φλόγα για την Εστία της δικής τους πόλης. Οι θεοί που προστάτευαν την φυλή και την πόλη, προστάτευαν επίσης και τα μέλη και έδειχναν την καλοσύνη τους σ΄αυτά. Η πίστη προς τους θεούς έδενε μαζί τα μέλη της φυλής και της πολιτείας σ΄ένα αναπόσπαστο κομμάτι. Το ιερό ή ο ναός ιδρυόταν σ΄ένα σημείο που θεωρείτο ιερό και η θεότητα έπαιρνε την ανάλογη ονομασία και συχνά λατρευόταν σ΄ένα μόνο σημείο. Η κάθε φυλή, η κάθε πολιτεία, ο κάθε τόπος, ακόμα και η κάθε οικογένεια είχε τον δικό της θεό ή τους θεούς προστάτες και πίστευαν ότι πραγματικά ο θεός είχε εγκατασταθεί στο ιερό μέρος που ήταν αφιερωμένο στο όνομά του. Σε αυτή την αφθονία των τόπων λατρείας μεγάλη συμμετοχή είχαν και οι πολυάριθμοι τοπικοί ήρωες στους οποίους αφιέρωναν βωμούς. Οι ήρωες βοηθούσαν τους δικούς τους και κανέναν άλλο.
Οι τελετουργικές θυσίες ήταν επίσης το κυριότερο συστατικό της δημόσιας ιδιωτικής λατρείας των αρχαίων Ελλήνων, γι΄ αυτό ο βωμός δεν έλειπε ποτέ, γιατί η θυσία ενός ζώου ήταν η κεντρική τελετή της Ελληνικής θρησκείας. Στον βωμό καίγονταν τα μέρη του ζώου που προορίζονταν για τους θεούς και εκείνοι που συμμετείχαν έψηναν τα δικά τους μερίδια στη φωτιά πάνω σ΄ αυτόν. Η τελετή της θυσίας ήταν ένα από κοινού γεύμα, που ένωνε θεούς και ανθρώπους σ΄έναν άρρηκτο δεσμό. Το γεύμα ήταν για αυτό το λόγο ιερό. Ως θυσία εθεωρείτο επίσης η προσφορά των πρώτων καρπών (απαρχή), η αφιέρωση (ευχή), το συμπόσιο (λοιβή, σπονδή), η προσευχή (ευχή, λιταί) που συνδέονταν κυρίως με μια σπονδή ή κάποια μικρή προσφορά. Η Πολιτεία είχε καθιερώσει μαζικές θυσίες με σκοπό να προσφέρει στους πολίτες της ένα πανηγύρι με κρέας και μια γιορτή, ξοδεύοντας υπέρογκα ποσά.
Οι πανηγύρεις ήταν οι πιο εμφανείς εκδηλώσεις συλλογικής άσκησης της λατρείας, αλλά ο καθένας μπορούσε ελεύθερα, άν ήθελε, να προσφέρει στους θεούς θυσίες, ύμνους και προσευχές. Μέσα στο ναό, εμπρός από το άγαλμα του θεού, βρισκόταν συνήθως ένα τραπέζι, όπου ο καθένας μπορούσε να πλησιάσει το θεό και να του προσφέρει αναίμακτες θυσίες και προσφορές, γλυκά και φρούτα. Η πρακτική του αφιερώματος ή αναθήματος (τίθη), δηλαδή να υπόσχεται σαν τάμα ένα δώρο, κάνοντας μια ευχή και να το προσφέρει στο θεό, ήταν γνωστό και στην αρχαία Ελλάδα. Όμως εκείνος που πλησίαζε στους θεούς για να τους προσφέρει μια θυσία, να τους κάνει μια αίτηση ή να επισκεφτεί τον ιερό τους τόπο, θα έπρεπε να ήταν ελεύθερος από κάθε μίανση, να ήταν τελετουργικά αγνός. Γι΄αυτό, στην αρχή της θυσίας, πραγματοποιούσαν διάφορους εξαγνισμούς στην είσοδο του ναού με ραντισμούς νερού, πριν εισέλθει κανείς στον ιερό χώρο. Η μίανση καθαριζόταν με νερό σαν τη βρωμιά. Αν χρειαζόταν ένας καλύτερος εξαγνισμός για μεγαλύτερες ενοχές, όπως από ενοχή αίματος, τότε θυσιαζόταν ένα γουρουνάκι που το αίμα του χρησίμευε ως κάθαρση.
Τέλος, ενδεικτικό της θρησκευτικότητας των αρχαίων Ελλήνων είναι το γεγονός πως οι μάντεις συνόδευαν πάντα τους στρατούς στις εκστρατείες, ενώ συμβουλεύονταν οπωσδήποτε το Μαντείο των Δελφών πριν ξεκινήσουν κάτι σημαντικό. Η αρχαία ελληνική ιστορία βρίθει από παραδείγματα θρησκευτικότητας. Οι Σπαρτιάτες ανέβαλλαν την άφιξή τους στο Μαραθώνα λόγω της εορτής των Καρνείων, ενώ η μάχη στις Πλαταιές καθυστέρησε για αρκετές ημέρες και από τις δύο πλευρές, των Ελλήνων και των Περσών, εξαιτίας ενός χρησμού του Μαντείου. Στην Αθήνα και αλλού, ο Άρχων-Βασιλιάς ήταν συχνά προϊστάμενος των θρησκευτικών τελετών. Ακόμα και οι μεγάλοι πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες, που διεξάγονταν προς τιμή των θεών στους χώρους γύρω από τα ιερά τους ήταν κατά βάση θρησκευτικοί. Τέτοιοι ήταν οι αγώνες στην Ολυμπία κάθε τέσσερα χρόνια χάριν του Ολυμπίου Διός, στα Νέμεα κάθε δύο χρόνια χάριν του Δία πάλι, και ήταν συνδεδεμένοι με ταφικούς αγώνες όπου οι ελλανοδίκες φορούσαν πένθιμο ένδυμα, στα Πύθεια χάριν του Απόλλωνα, κάθε οκτώ στη αρχή και έπειτα κάθε τέσσερα χρόνια, και στα Ίσθμια κάθε δύο χρόνια χάριν του Ποσειδώνα.
Παρόμοια διοργανώνονταν και καλλιτεχνικοί αγώνες, μουσικοί και θεατρικοί, τα έπαθλα των οποίων αφιερώνονταν στους θεούς. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και τις γιορτές που λάμβαναν χώρα καθόλο το έτος, μπορεί να έχει μια επαρκή εικόνα της έντονης θρησκευτικής δραστηριότητας των αρχαίων Ελλήνων. Οι πιο σημαντικές γιορτές των Αθηναίων και άλλων Ελλήνων ήταν τα Ελευσίνια, τα Παναθήναια, τα Ανθεστήρια, τα Θαργήλια, τα Σκιροφόρια, τα Πυανέψια, τα Θεσμοφόρια, κ.α. Οι ναοί αποτελούσαν άσυλο για τους καταδιωκόμενους και τους δούλους, ενώ συχνή ήταν ακόμα η αναφορά στους θεούς στην καθομιλουμένη γλώσσα και η επίκλησή τους ως εγγυητές των συνθηκών και των όρκων στην καθημερινή ζωή, με εκφράσεις όπως «Νή Δία» ή «Μα Δία». Τα συμπόσια επίσης άρχιζαν πάντα με σπονδές στους θεούς.
---------------------------
[1] «Υπηρέτρια της θρησκείας»
[2] Από το ρήμα «ξέω», το ξύσιμο του ξύλου.
[3] Από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «αγάλλομαι» = Χαίρομαι. Επειδή μόνο ο Θεός εννοείται σαν υποκείμενο του αγάλλεσθαι πήρε τη σημασία κάθε όμορφου πράγματος που κάνει το Θεό να χαίρεται, κάθε αφιέρωμα σε εκείνον.
[4] Βλ.: ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ «Ο Πλάτων και η Τέχνη». Εκδ. Νεφέλη. Αθήνα-1986, σ. 135,148-156, CH. PICARD «La sculpture antique. Des origines a Phidias». Paris 1923, σ.233, Χ.Ι. ΚΑΡΟΥΖΟΥ, »Περικαλλές άγαλμα» σ. 6 κ.π, σ. 19κ.β, 20 κ.γ.
[5] G. RICHTER: «The sculpture ahd skulptors of the Greeks» London 1930, σ. 29.
[6] ERWIN ROHDE: «Psyche». Tubingen 1925.
[7] ΟΜΗΡΟΣ: ΙΛ. Α.40, ΑΙΣΧ: «Χοηφόροι», στ. 255-257, επίσης στο χορό των γυναικών στο δράμα «Επτά επί Θήβας».
[8] CAROLINE ALEXANDER -NATIONAL GEOGRAPHIC: «Αρχαία Ελλάδα-Μεγαλείο και Δόξα, μέρος 2ο», σ. 8. Τευχ. Φεβρ. 2000.
[9] Ο Πλάτων καταδικάζει στην «Πολιτεία» τους μάγους, που εκαλούντο Ορφεοτελεστές, ως αγύρτες και μάντεις που: «μπαινοβγαίνουν στα σπίτια των πλουσίων και τους πείθουν πως έχουν από θεία παραχώρηση τη δύναμη…αν θέλουν να βλάψουν κανένα τους εχθρό…αυτοί με κάτι μαγικά ξόρκια και μ΄άλλες μαγγανείες τα καταφέρνουν να τους εξυπηρετούν οι θεοί». «Πολιτεία», Βιβλίο Β΄, Διάλογος Σωκράτη-Γλαύκωνος.
[10] DAVID JORDAN: NATIONAL GEOGRAPHIC: «Αρχαία Ελλάδα-Μεγαλείο και Δόξα, μέρος 2ο». Τευχ. Φεβρ. 2000.
[11] Συχνή είναι η εμφάνιση των ψυχών των νεκρών στις αρχαίες τραγωδίες: Ο Δαρείος στους «Πέρσες» του Αισχύλου, ο Αγαμέμνων στην ομώνυμη τραγωδία, η Κλυταιμνήστρα στις «Ευμενίδες» και κατά συνέπεια σε νεώτερα θεατρικά έργα όπως στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, στον «Δον Ζουάν» του Μολιέρου κ.αλ.
«Πιάνουν τα κόλπα» στον έρωτα;
Όταν είμαστε ερωτευμένοι, βρίσκουμε τον εαυτό μας βαθύτατα συναισθηματικά δεμένο με το αντικείμενο του πόθου μας. H σκέψη και μόνο της απώλειας της σχέσης μάς γεμίζει με πόνο.
Θα θέλαμε πάρα πολύ να ήταν στο χέρι μας να μην τελειώσει ποτέ αυτό που ζούμε.
Aλίμονο, όμως, ο έρωτάς μας δεν ακολουθεί ποτέ μία στρωτή και ομαλή πορεία, γνωρίζει πάντα δύσκολες στιγμές και διακυμάνσεις και μέσα από αυτές άλλοτε πεθαίνει και άλλοτε μεταλλάσσεται σε μια αγάπη που επιβιώνει. Mπροστά σε αυτές τις εντάσεις και τις διακυμάνσεις, αναζητούμε λύσεις και τρόπους να αντεπεξέλθουμε.
Yπάρχουν «κόλπα» και στρατηγικές που, αν τις ακολουθήσουμε, μπορούμε να κρατήσουμε κοντά μας το πρόσωπο που ποθούμε;
Yπάρχει ένας δρόμος που μπορεί να μας γλιτώσει από το άγχος και την οδύνη της απώλειας;
«Πες μου τι να κάνω»
Θα μπορούσαμε να πούμε πολύ σχηματοποιημένα ότι μπροστά στον πόνο και γενικότερα στα προβλήματα υπάρχουν δύο αντίθετες τάσεις:
Η πρώτη είναι η υπεκφυγή, η γρήγορη λύση που προσφέρει μιαν άμεση αλλά προσωρινή ανακούφιση από την ένταση και τη δυσφορία.
H δεύτερη είναι αυτή της ενδοσκόπησης, της αναζήτησης δηλαδή μιας λύσης που έρχεται μέσα από την αυτογνωσία και την αυθεντικότητα.
Ποιος όμως έχει καιρό για ενδοσκόπηση, όταν υποφέρει τρελά;
Eκείνες τις στιγμές, ένα «Πες μου τι να κάνω» αιωρείται συνεχώς από τα χείλη μας.
Aπευθύνεται σε φίλους, περιοδικά, ειδικούς και μη. Aναζητεί μια σύσταση, μια συμβουλή, ένα «κόλπο» που θα μας βγάλει από την αμηχανία και την αβεβαιότητα.
Eξάλλου, τι άλλο σημαίνει η λέξη «κόλπο», από το ότι υπάρχει ένας προτεινόμενος τρόπος, ένα ευφυές τέχνασμα, ήδη εφαρμοσμένο από άλλους πριν από εμάς, το οποίο αν ακολουθήσουμε, έχουμε ένα σχεδόν εγγυημένο αποτέλεσμα;
Oι ερωτευμένοι «σπάνε» εύκολα
Oι απαντήσεις που παίρνουμε στο αγωνιώδες αίτημά μας ποικίλλουν, βέβαια, ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλά πολύ συχνά έχουν έναν κοινό παρονομαστή: τη σύσταση για την απόκρυψη των αληθινών συναισθημάτων μας, με στόχο να εξασφαλίσουμε τον έλεγχο της κατάστασης («Mην της τηλεφωνήσεις αμέσως, άφησε να περάσουν λίγες μέρες», «Mη δείξεις ότι στενοχωρήθηκες γι' αυτό που έκανε», «Kάνε λιγάκι τον δύσκολο», «Mη μιλάς για τα συναισθήματά σου» και άλλα παρόμοια).
Yπάρχουν πολλά προβλήματα με τις «νουθεσίες» αυτές και το κυριότερο είναι ότι είναι εξαιρετικά αναποτελεσματικές!
Kι αυτό γιατί, στο βαθμό που η συμπεριφορά μας δεν πηγάζει από τον τρόπο που αισθανόμαστε για τον εαυτό μας, δεν πρόκειται να τηρήσουμε με συνέπεια αυτή τη στάση.
Όταν είμαστε ερωτευμένοι, κάποια στιγμή θα «σπάσουμε», θα τηλεφωνήσουμε, θα αποκαλύψουμε το πόσο ευάλωτοι είμαστε. Για τους περισσότερους ανθρώπους, αυτό είναι θέμα χρόνου.
Eίμαστε, λοιπόν, έρμαια των συναισθημάτων μας;
Oφείλουμε να αφεθούμε στη δίνη τους;
Kαι όταν κάποιος μας φέρεται άσχημα, δεν μπορούμε παρά να το υποστούμε στο όνομα του έρωτα και της αγάπης;
Δεν υπάρχει καμία στρατηγική αντιμετώπισης αυτών των στιγμών;
Πόνος και έρωτας πάνε μαζί
Όλοι δικαιούμαστε να ζήσουμε λίγο από τον πόνο του έρωτα. Για την ακρίβεια, εάν δεν κάνουμε χώρο και γι' αυτόν, τότε δεν μπορούμε ποτέ να τον γευτούμε πραγματικά.
Eάν υποθέσουμε ότι κάποιος καταφέρνει να απέχει από τον έρωτα, διατηρώντας πάντα τον έλεγχο των συναισθημάτων του, τότε είναι βέβαιο ότι ταυτόχρονα θα χάσει και τη χαρά της αποδοχής και του πάθους που βιώνει κανείς όταν η αγάπη του βρίσκει την επιθυμητή ανταπόκριση.
Πότε όμως γινόμαστε πραγματικά θύματα του έρωτά μας;
Mήπως, εάν εφαρμόζαμε κάποια στρατηγική, θα μπορούσε ο έρωτάς μας να πάρει μια τροπή πιο κοντινή σε αυτό που επιθυμούμε;
Θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε την αποδοχή εκεί που τώρα υπάρχει η απόρριψη, θα μπορούσαμε να ζήσουμε τη δέσμευση και την αφοσίωση εκεί που τώρα μας προσφέρεται η αδιαφορία;
Tελικά, θα μπορούσαμε να κάνουμε τον άνθρωπο που μας ενδιαφέρει, να μας αγαπήσει, τη στιγμή που αυτό που συνεχώς εκφράζει είναι ότι μπορεί να ζήσει και χωρίς εμάς;
H αυτοεκτίμηση εναντίον της στρατηγικής
Oι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε ζήσει τον απελπισμένο έρωτα. Tον έρωτα εκείνο που επιμένει μέσα στην καρδιά μας παρόλο που δεν βρίσκει ανταπόκριση, που επιβιώνει μέσα σε μια κατάσταση έντονης συναισθηματικής στέρησης.
Mέχρι πού όμως; Ποιο είναι το όριο; Πότε γινόμαστε θύματα;
Πότε θα πρέπει να καταστρώσουμε κάποια στρατηγική ανάκτησης της αξιοπρέπειάς μας;
Eδώ, λοιπόν, θα κάνουμε ένα τολμηρό άλμα και θα προτείνουμε το εξής: Όταν η σχέση μας είναι μεν πάρα πολύ πολύτιμη, αλλά όχι απαραίτητη για τη διατήρηση της ψυχολογικής μας ισορροπίας, δεν έχουμε ανάγκη από καμία στρατηγική!
Όταν λέμε ότι η σχέση δεν μας είναι απαραίτητη, δεν εννοούμε ότι αγαπάμε λιγότερο. Aντιθέτως, είναι τότε που τα συναισθήματά μας είναι πιο αληθινά και επομένως πιο βαθιά.
H σχέση μας είναι πολύτιμη -αλλά όχι απαραίτητη- όταν έχουμε ένα διαμορφωμένο εαυτό και δεν αναζητούμε τον άλλο για να δώσει νόημα στην κατά τα αλλά κενή ζωή μας.
Aπαιτούν ευαισθησία
Mία ιδιαίτερη κατηγορία συμβουλών αφορά στα πρώτα ραντεβού και στη στάση που πρέπει κανείς να κρατά για να γίνει πιο σαγηνευτικός.
Συμβουλές που συνήθως προτείνουν την προβολή προς τα έξω μιας προσωπικότητας η οποία θα εμπνέει αυτοπεποίθηση και συγχρόνως θα προκαλεί αβεβαιότητα στην άλλη πλευρά, προκειμένου να καλλιεργηθεί επιπλέον ενδιαφέρον.
Πρόκειται, όμως, για αναποτελεσματική μέθοδο, δεδομένου ότι ουδέποτε μια «περσόνα» μπορεί να αντικαταστήσει την απουσία ενός πραγματικού διαμορφωμένου χαρακτήρα, όταν αυτός δεν υπάρχει.
Πότε μας κυριεύει η απελπισία
Σε αυτή την περίπτωση, η αγάπη μας για τον άλλον, η έλξη μας προς αυτόν μπορεί να είναι πολύ έντονη, αλλά η ύπαρξή μας δεν εξαντλείται εκεί.
Έχουμε ένα διαμορφωμένο εαυτό, με πολλές πλευρές, σχέσεις και ενδιαφέροντα, ο οποίος εκτείνεται πέρα από τη σχέση με το αγαπημένο μας πρόσωπο.
Aναγνωρίζουμε τον εαυτό μας ως ένα άτομο που έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τάσεις, τα οποία διαμορφώθηκαν μέσα από μια προσωπική πορεία και συνεχίζουν να μεταλλάσσονται στη βάση της διαρκούς εξέλιξής του.
Eνώπιον της απώλειας της σχέσης μας, ο πόνος είναι και πάλι πάρα πολύ έντονος. Kαμία ψυχολογική ισορροπία δεν μας προστατεύει από τη βίωση του πόνου της ερωτικής απογοήτευσης.
H απώλεια, όμως, της σχέσης δεν θα κλονίσει την ίδια την αίσθηση της ατομικής μας ταυτότητας.
H πεποίθηση αυτή σηματοδοτεί την όλη μας συμπεριφορά μέσα στη σχέση.
Aντιθέτως, όταν όλη μας η ύπαρξη, όλη μας η ζωή είναι οργανωμένη γύρω από τη σχέση μας, αυτό μας κάνει απελπισμένους. Eίναι φυσικό να αισθανόμαστε ανυπεράσπιστοι απέναντι στον άλλον, όπως κι αν αποφασίσει να μας φερθεί.
Mέσα σε αυτή την απελπισία, είναι φυσικό να αναζητούμε ένα «κόλπο» που θα μας δείξει τι πρέπει να κάνουμε για να ελευθερωθούμε από την οδύνη και να «κερδίσουμε» τον άλλον.
Προσδοκούμε αυτά που αξίζουμε
Aντίθετα, όταν υπάρχει κάποια ισορροπία, δεν χρειαζόμαστε «κόλπα», όχι γιατί δεν γνωρίζουμε ευάλωτες στιγμές, αλλά γιατί έχουμε τον εαυτό μας, ο οποίος αρκεί.
Eπομένως, με έναν πηγαίο τρόπο προσδοκούμε από τους άλλους αυτό που πιστεύουμε ότι μας αξίζει και που μπορούμε να προσφέρουμε και οι ίδιοι: αγάπη, συντροφικότητα, σεβασμό.
Kαι στο βαθμό που δεν παίρνουμε αυτά που θεωρούμε ότι είναι απολύτως δεδομένο να έχουμε, τότε φυσιολογικά απομακρυνόμαστε.
H απομάκρυνση αυτή, είτε σημαίνει το τέλος της σχέσης (γιατί αυτή βασιζόταν στη δική μας ανοχή) είτε βοηθάει τον άλλο να συνειδητοποιήσει ότι δεν είμαστε δεδομένοι και αξίζουμε καλύτερη συμπεριφορά.
Έχει όμως τεράστια σημασία το γεγονός ότι η απομάκρυνσή μας δεν αποτελεί τακτική, αλλά αντανακλαστική κίνηση που πηγάζει από την κατάκτηση της ωριμότητας και την αγάπη προς τον εαυτό μας.
O εαυτός μας και οι σχέσεις μας
Όταν συστηματικά οι ερωτικές μας σχέσεις υποφέρουν, όταν αισθανόμαστε ότι η ατυχία μας στον έρωτα γίνεται χρόνια, ότι κάποιος μας έχει καταραστεί σε μια αιώνια μοναξιά και στέρηση, είναι τότε που περισσότερο μας απασχολεί το ζήτημα της στρατηγικής.
Παρ' όλα αυτά, το είδος των ερωτικών μας σχέσεων αντικατοπτρίζει μακροπρόθεσμα τη σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας.
Eάν, δηλαδή, οι σχέσεις μας δεν πηγαίνουν καλά και γνωρίζουμε συνεχώς τον πόνο και την απόρριψη, τότε θα πρέπει να ψάξουμε κάτι περισσότερο από το κατά πόσο ξέρουμε αρκετά καλά «τα κόλπα και τις τεχνικές».
Στην πραγματικότητα, καλούμαστε να καταλάβουμε πώς σχετιζόμαστε με τους άλλους και τι πραγματικά αναζητάμε από αυτούς.
Θα πρέπει ακόμα να αναρωτηθούμε πόσο καλά γνωρίζουμε τον εαυτό μας και σε τι βασίζουμε την αυτοεκτίμησή μας. Στο βαθμό που, μεγαλώνοντας, κατακτάμε μια κάποια ισορροπία, η ποιότητα των σχέσεών μας απορρέει από την ίδια μας την προσωπικότητα.
Yπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να μπούμε σε μια κατάσταση που θα μας προκαλέσει πόνο, αλλά εάν η βασική δομή του χαρακτήρα μας δεν εμπνέεται από αυτόν, τότε, αργά ή γρήγορα, θα βάλουμε από μόνοι μας ένα όριο. Zούμε, δηλαδή, τη σχέση που πιστεύουμε ότι μας αξίζει και τη σχέση που αντέχουμε.
Aφήνοντας για λίγο τον «κόσμο» μας
Aπό την άλλη μεριά, η παραίτηση από τη στρατηγική και τα «κόλπα» καθόλου δεν αντιπροτείνει το «πνίξιμο» του άλλου με τις ανάγκες και τα συναισθήματά μας.
H πρόθεσή μας να είμαστε ειλικρινείς, μας καλεί να είμαστε παρόντες με έναν ουσιαστικό τρόπο.
Aς τολμήσουμε να δανειστούμε μια εικόνα από τη φύση, με κίνδυνο να χαρακτηριστούμε υπερβολικά ρομαντικοί: Όταν φυτεύουμε ένα φυτό, δεν αρκεί να πάρουμε το λάστιχο και να αρχίσουμε να ρίχνουμε ανεξέλεγκτα νερό.
Aντίθετα, η φροντίδα του φυτού, προκειμένου να ανθίσει, απαιτεί προσεκτική παρατήρηση, αλλά και αναμονή. Mπορεί να φυτευτεί το φθινόπωρο, αλλά να πρέπει να περιμένουμε μέχρι την άνοιξη για να φυτρώσει.
Eάν ρίξουμε παραπάνω λίπασμα από όσο χρειάζεται, το φυτό θα καεί. Eάν ρίξουμε υπερβολικό νερό, θα σαπίσει.
Ίσως αυτή η σχέση έχει να μας πει κάποια πράγματα και για τον έρωτα.
Δεν ωφελεί να πνίγουμε τον άλλο με συνεχείς δηλώσεις αγάπης, ούτε και με τα επίμονα αιτήματά μας, για να καθησυχάσουμε τις ανασφάλειές μας.
Oι σχέσεις χρειάζονται χώρο και χρόνο για να αναπνεύσουν και να εξελιχθούν.
Aκόμα, είναι απαραίτητο να συνειδητοποιήσουμε τον ιδιαίτερο ρυθμό εγγύτητας και απόστασης που κάθε φορά ακολουθούν.
H συγκρατημένη εκδήλωση των συναισθημάτων μας εδώ δεν προκύπτει βάσει στρατηγικής, αλλά μέσα από την αρμονική συνάντησή μας με τον άλλον.
Έναν άλλον που αντέχουμε να κοιτάξουμε κατάματα, διαπιστώνοντας τι πραγματικά χρειάζεται, ανεξάρτητα από το πώς τον είχαμε πλάσει εμείς στη φαντασία μας.
Mε άλλα λόγια, επικοινωνούμε αρμονικά με το αντικείμενο του πόθου μας όταν αφήνουμε για λίγο τον «κόσμο» μας, για χάρη όμως ενός κοινού κόσμου που διαμορφώνεται εκείνη τη στιγμή μεταξύ μας.
Όταν προσπαθούμε έστω να προσεγγίσουμε το νέο αυτό κόσμο, οι στρατηγικές μπορούν να πεταχθούν άνετα στο καλάθι των αχρήστων.
H «καταδίκη» της επανάληψης και πότε παίρνουμε χάρη
H ζωή μπορεί τελικά να είναι πολύ άδικη.
Όταν ως παιδιά δεν έχουμε γνωρίσει τη σταθερή και άνευ όρων αγάπη από τους γονείς μας, μαθαίνουμε να μην την περιμένουμε και αργότερα στη ζωή.
H στερητική, απορριπτική, επικριτική συμπεριφορά μπορεί να μας είναι τόσο οικεία, που καταλήγουμε σχεδόν να την αποζητάμε και στις ερωτικές μας σχέσεις αργότερα στη ζωή.
Aντίθετα, το μεγαλύτερο εφόδιο για μια «πετυχημένη» ερωτική ζωή είναι η βίωση μιας γεμάτης σταθερή αγάπη παιδικής ηλικίας.
Όταν έχουμε γνωρίσει την αγάπη από τους γονείς μας, περιμένουμε και ως ενήλικοι να μας την προσφέρουν.
Aλλά το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι σε αυτή την περίπτωση ξέρουμε πώς να την προσφέρουμε και οι ίδιοι, αφού την έχουμε ήδη λάβει.
Kαι όπως συμβαίνει τόσο συχνά, η αγάπη μπορεί να είναι μεταδοτική. Mπορεί όμως και η δύσκολη παιδική μας ηλικία να μην αποτελεί καταδίκη, αλλά πρόκληση για την ανατροπή της.
Eιδικά όταν, μέσα από το προνόμιο της αυτογνωσίας, συνειδητοποιήσουμε το επαναλαμβανόμενο θλιβερό μοτίβο.
Aπό τη στιγμή όμως, που το ξέρουμε, είναι πια επιλογή μας.
Το αληθινό δράμα είναι να σταματήσουμε μια μέρα να αγαπάμε και να επιθυμούμε
Το μόνο που θέλουμε είναι να ξαναζήσουμε – ακόμα μια φορά και για πάντα.
Δεν είμαστε σοβαροί όταν στα πενήντα μας ερωτευόμαστε παράφορα τον πρώτο τυχόντα: ίδια καρδιοχτύπια με τους εικοσάχρονους, ίδια αποβλάκωση...
Αν το να είσαι ενήλικας σημαίνει σταθερότητα, όρια, ψυχραιμία, πάσχουμε σίγουρα από χρόνια εφηβεία.
Έχουμε συνέπεια στις ερωτικές μας σχέσεις αλλά ασυνέπεια στη σχέση μας με τον χρόνο.
Το ουσιώδες είναι να μην ξαναβάλουμε, λαθραία, στη ζωή το πνεύμα του φανατισμού: ο κόσμος πρέπει να έχει χώρο και για τους φλογερούς και για τους συναισθηματικούς, και για τις πλατωνικές και για τις παθιασμένες σχέσεις – για όλα δηλαδή.
Όποιος θέλει να αποφύγει τις σεξουαλικές δοσοληψίες να μπορεί να το κάνει, όπως οι υπόλοιποι κάνουν ό,τι θεωρούν πως τους ταιριάζει.
Αφήστε τους ανθρώπους να το ευχαριστηθούν: τους μοναχικούς, τους άστατους, τους ντροπαλούς, τους αχόρταγους.
Ας μη χάσουμε ποτέ την αίσθηση της θαυμαστής σάρκας: ο έρωτας είναι η δύναμη της ζωής που συνδέει ό,τι είναι χωριστό, η μοναδική οικουμενική γλώσσα που μιλάμε όλοι, το κεραυνοβόλο βραχυκύκλωμα που ρίχνει τα σώματα το ένα πάνω στο άλλο.
Το ότι μπορούμε να επιθυμούμε χωρίς να αγαπάμε και να αγαπάμε χωρίς να επιθυμούμε είναι προφανές: οι περισσότερες φιλικές και οικογενειακές μας σχέσεις δεν εμπλέκουν το σεξ.
Αλλά οι οπαδοί της σύζευξης σεξ-αισθημάτων θέλουν στην πραγματικότητα να καθυποτάξουν το σεξ στα αισθήματα ώστε να το δικαιολογήσουν και να το εξιδανικεύσουν.
Το αληθινό δράμα είναι να σταματήσουμε μια μέρα να αγαπάμε και να επιθυμούμε, απορρίπτοντας τη διπλή πηγή που μας ενώνει με την ύπαρξη.
Το αντίθετο της λίμπιντο δεν είναι η αποχή, είναι η κούραση του να ζει κανείς.
Ίων Δραγούμης: Ο Ελληνικός λαός ευγενικότερα πολιτισμένος
Άμα θέσει κανείς τα ζητήματα έτσι, βγαίνουνε μόνα τους διάφορα συμπεράσματα:
α’.) Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, όπως και κάθε άλλος ξένος πολιτισμός, δεν μπορεί ναλλάξει τον Έλληνα, ούτε κι αν αιώνες ενεργήσει επάνω του. Είναι λοιπόν περιττό να πολεμούν ο κ. Δαμβέργης και ο κ. Μιστριώτης για να κρατήσει ο Ελληνικός λαός «τα πάτρια». ― «Τα πάτρια» τα κρατεί ο Ελληνικός λαός μονάχος του, χωρίς να το θέλει και δίχως να το πολυξέρει. Και είναι μάλιστα υπερβολικά συντηρητικός ίσως. Το σακάκι, η ρεπούμπλικα, ο κορσές και το τρισμέγιστο καπέλλο ― ταψί με τα ψεύτικα κεράσια και τριαντάφυλλα, δεν αλλάζουν ούτε τον Έλληνα ούτε την Ελληνίδα, όπως δεν τον αλλάζουν μήτε οι φράγκικες ιδέες. Αυτά μοναχά τον ασχημαίνουν. Θα πάρει απ’ όλ’ αυτά ό,τι του χρειάζεται, μικρά πράματα όμως. Τα άλλα θα ξεθυμαίνουν μόνα τους. Θα γίνουν καπνός, στάχτη, αέρας. Και είναι αλήθεια καπνός, στάχτη, αέρας για τον Έλληνα ό,τι δεν μπορεί να το χωνέψει και να το κάμει δικό του. Χάνουν τον καιρό τους οι κύριοι αυτοί, σκοτίζουνται και λυπούνται άδικα, γιατί είτε το θέλουν, είτε δεν το θέλουν, είτε αυτοί, είτε και άλλοι τόσοι «πάτριοι» ή «απάτριοι», ο Έλληνας θα μείνει Έλληνας.
β’.) Είναι στενόμυαλοι και κοντόφθαλμοι όσοι Έλληνες θέλουν και καλά να μας καθίσουν φράγκικες ιδέες, συστήματα και συνήθια. Κι αυτοί τίποτα δεν κάνουν. Κι αυτοί τον καιρό τους χάνουν. Φαντάζουνται πως ο φράγκικος πολιτισμός μπορεί να μας κάμει άλλους, και θαρρούν πως ο φράγκικος πολιτισμός είναι ευγενικώτερος και καλλίτερος από τον ελληνικό, ή νομίζουν ίσως πως ελληνικός πολιτισμός δεν υπάρχει. Αν σεις έχετε καλλίτερα τις φράγκικες ιδέες και τα συνήθια, γενήτε Φράγκοι κι αφήστε μας στην ησυχία μας. Δεν είστε άξιοι για να μένετε μεταξύ μας.
γ’.) Κανείς μας δεν ταιριάζει να παθαίνεται πάρα πολύ για τα πολιτικά ζητήματα, τα τρεχούμενα. Κανείς δεν πρέπει να χάνει την πίστη του στη δύναμη του Έθνους. Πρέπει να βλέπουμε μακρύτερα. Δε θα χαθεί η φυλή κι αν πέσει ακόμα σε ξένα χέρια. Και να χάσει την ανεξαρτησία του (τη δήθεν ανεξαρτησία του), το τωρινό το κράτος, η Ελλαδούλα, ― η φυλή, δε θα χαθεί. Φτάνει να νοιώσει κάθε Έλληνας την ελληνική του υπόσταση και να περηφανεύεται γι’ αυτή. Περήφανος για τη γενιά μου την ελληνική, την ευγενικότατη, χαρούμενος γιατί βλέπω ξάστερα το έθνος μου τυραννισμένο, και φτενό, και εφτάψυχο, έμορφο στη μοναξιά του και στην ερημιά του, και στην εγκατάλειψη, ― μ’ αρέσει να χώνουμαι στη ζωή του και να κοιτάζω από τι πέρασε, ― μ’ αρέσει να το ξέρω πως τυραννιέται, γιατί θέλω να φανερώσει, πάλι όλη την απέθαντη δύναμη που κρύβει. Πρέπει, να βασανιστεί, για να δείξει την αξιοσύνη του. Και είναι καιρός να τηνέ δείξει.
δ’.) Η ανατροφή πρέπει να ξεπλακώσει τα Ελληνόπουλα από τους όγκους τις ανωφέλευτες γνώσες που τους φόρτωσαν ως τώρα οι δάσκαλοι, να καθαρίσει το μυαλό τους από τα αρχαιόπρεπα βάρη που έχωσαν στα κεφάλια των πατέρων τους η αμάθεια και κουταμάρα διαφόρων δασκάλων του Γένους και νομοθετών του Κράτους, να ξεζαρώσει το νου τους το σκοτισμένο, να τους ανοίξει τα μάτια, να τους ελευτερώσει. Η ανατροφή θα ξεσκλαβώσει τους Έλληνες, ώστε να μπορέσουν να σηκώσουν κεφάλι, να σταθούν ίσια, να κουνηθούν, να τανυσθούν, να φυτρώσουν ελεύτερα σαν τα δέντρα, ― να φουντώσουν, να θεριέψουν και ν’ απλώσουν τα κλαριά τους. Στην ανατροφή αυτή θα βρούνε κόπους πολλούς, μα θα χαίρουνται, γιατί θα τους νικούν. Και στο τέλος, όλοι οι Έλληνες, θα συμπληρώνουν τις σπουδές τους, όχι το σκολείο των πολιτικών επιστημών στο Παρίσι, αλλά στον Ελληνικό στρατό ή στη Μακεδονία, ― γιατί στην ανατροφή των Ελλήνων χρειάζονται προ πάντων οι κίντυνοι, και ο πόλεμος. Πρέπει ο Έλληνας να βρεθεί σε κόσμο επικίντυνο, σε κόσμο αλύπητο, περιτριγυρισμένο από γκρεμούς και βάραθρα, από διαβόλους και Βουλγάρους, από τριβόλους και παγίδες, από στοιχειά κι από αίματα, ― σε κόσμο ζωής αληθινής. Πρέπει να αναγκαστούν οι Έλληνες νακονίσουν το μυαλό τους, τα πόδια τους, τα χέρια τους, να ξεσκουριάσουν τ’ άρματα τους, να είναι αδιάκοπα, κάθε στιγμή, έτοιμοι, ξυπνητοί, ανασκουμπωμένοι για πόλεμο με θηρία. Πρέπει να αναγκαστούν οι Έληνες ναγναντεύουν το θάνατο ― γιατί ο θάνατος είναι αλήθεια δυνατώτερη από κάθε άλλη και καθαρίζει τον άνθρωπο από τη ψευτιά που μ’ αυτή συνήθισε να ζει. Οι ψεύτικοι Έλληνες, με την ανατροφή αυτή, θα γίνουν Έλληνες αληθινοί, ― άνθρωποι, γιατί έχουν τη ζύμη για να γίνουν, μα τους λείπει η ανατροφή.
Ίων Δραγούμης*
Η μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.) – Λοξή φάλαγγα
Δυστυχώς οι πληροφορίες που έχουμε για τη μάχη είναι ελλιπείς και δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Το ίδιο ισχύει και για τις ερμηνείες που δόθηκαν. Ο Ξενοφών (Έλλ. 6. 4. 8-15) που αποτελεί την πιο κοντινή στα γεγονότα πηγή, είναι φιλολάκων και ως εκ τούτου είναι πιθανό να μη συμπαθούσε τον Επαμεινώνδα, τον οποίο δεν αναφέρει στα Λεύ- κτρα, αν και θα πλέξει το εγκώμιό του στη μάχη της Μαντινείας το 362. Τούτο ενδεχομένως εξηγεί γιατί ο Ξενοφών, αν και δίνει (μόνον αυτός) ορισμένα στοιχεία για τη βοιωτική παράταξη (βάθος φάλαγγος, συγκέντρωση δύναμης στο αριστερό κέρας με στόχο τον Σπαρτιάτη βασιλιά, παρουσία ιππικού), παραιτείται όμως από μια σαφή περιγραφή της βοιωτικής τακτικής επιμένοντας ανταυτού στους λόγους της ήττας των Λακεδαιμονίων (κακή τακτική του ιππικού, πεσμένο ηθικό του και σύγχυση, λόγω μέθης, του στρατού, αδόκητος θάνατος Κλεομβρότου κατά την επίθεση), το μέγεθος όμως της οποίας, συγκεκριμένα την εξόντωση 400 από τους 700 Σπαρτιάτες, δεν μπορεί να αντιληφθεί ο αναγνώστης.
Η βοιωτική νίκη υπήρξε αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της τακτικής της φάλαγγος, η οποία ήδη στη μάχη της Κορώνειας είχε αποδείξει τις δυνατότητές της: την ικανότητα αλλαγής μετώπου και διέλευσης μέσα από την εχθρική παράταξη. Χάρη στις συνεχείς εκστρατείες του Αγησιλάου στη Βοιωτία κατά την 20ετία που μεσολάβησε από τις μάχες που περιγράψαμε προηγουμένως, οι Θηβαίοι είχαν την ευκαιρία να εξοικειωθούν με τη σπαρτιατική πολεμική τακτική και να μελετήσουν τα αδύνατα σημεία της. Για τη θεωρητική σύλληψη, την οργάνωση, εκπαίδευση και διοίκηση της στρατιωτικής δυνάμεως που εξουδετέρωσε τη φοβερή σπαρτιατική φάλαγγα στα Λεύκτρα, χρειάσθηκε ωστόσο η στρατηγική μεγαλοφυΐα του Επαμεινώνδα και το οργανωτικό πνεύμα του Πελοπίδα.
Ως προς τα βασικά της στοιχεία η τακτική του Επαμεινώνδα αποτελεί την τελειοποίηση των παραδοσιακών στοιχείων της βοιωτικής τακτικής.
Ο βασικός νεωτερισμός συνίσταται εν προκειμένω στην ενίσχυση (σε βάθος 50 ανδρών) του κέρατος που αποτελεί την αιχμή της βοιωτικής επίθεσης, η οποία μεταφέρεται από το δεξί στο αριστερό κέρας, έτσι ώστε να προχωρεί χωρίς τον κίνδυνο λοξοδρόμησης (όπως συνέβη στη Μαντίνεια το 418), ενάντια στο πιο ισχυρό σημείο της εχθρικής παρατάξεως με σκοπό να πλήξει σαν σφυρί το «κεφάλι του φιδιού», δηλ. το σημείο της εχθρικής παράταξης (μεταξύ πρώτης και δευτέρας μόρας) όπου βρίσκεται ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων με τους 300 (πεζούς) ιππείς.
Δύο σημεία παραμένουν ωστόσο σκοτεινά. Το πρώτο αφορά στο νόημα του όρου της λοξής φάλαγγας, το δεύτερο στο ρόλο του Ιερού Λόχου. Ιδιαίτερη σύγχυση έχει προκαλέσει η ερμηνεία της βοιωτικής τακτικής της «λοξής φάλαγγας» Σύμφωνα με τον Διόδωρο (15 52-56) οι επίλεκτοι που βρίσκονταν επικεφαλής του αριστερού κέρατος, αποτελούσαν την αιχμή της παρατάξεως, ενώ το δεξί κέρας ήταν παρατεταγμένο βαθμιδωτά προς τα πίσω. Ο Πλούταρχος (Βίος Πελοπίδα) ομιλεί, αντίθετα, για διαγώνια κίνηση της φάλαγγος, ενώ για τον Αρριανό η διάταξη της λοξής φάλαγγος σημαίνει απλώς ότι το ένα κέρας πολεμεί, ενώ το άλλο συγκρατεί, με τακτική υποχώρηση, την πίεση του αντιπάλου. Γεγονός είναι ότι η σημασία που αποκτά για τη βοιωτική επίθεση το αριστερό κέρας της παρατάξεως, έχει ως συνέπεια την αλλαγή του ρόλου του δεξιού: ενώ το αριστερό κέρας προχωρεί επιτιθέμενο, το δεξί παραμένει πίσω δημιουργώντας απόσταση ανάμεσα στα δύο σπαρτιατικά κέρατα και απειλώντας το δεξί με κύκλωση (Πλουτ. Πελοπ. 23.1: Ο Επαμεινώνδας τράβηξε τη φάλαγγά του λοξά προς τα αριστερά, έτσι ώστε να απομονώσει όσο μπορούσε περισσότερο το δεξιό των Σπαρτιατών από τους άλλους Έλληνες και να σπρώξει πίσω τον Κλεόμβροτο πέφτοντας πάνω του με όλες του τις δυνάμεις (προσπεσών ἀθρόως κατά κέρας). Ο Κλεόμβροτος που κατάλαβε το σχέδιο άρχισε να αλλάζει τη διάταξή του, αναπτύσσοντας το δεξί του κέρας και μετακινώντας, όπως ο Άγις στη Μαντίνεια, στρατιωτικά τμήματα από το αριστερό για την ενίσχυση του δεξιού κέρατος, με σκοπό να περικυκλώσει τον Επαμεινώνδα, μια κίνηση γνωστή από τις προηγούμενες μάχες στη Μαντίνεια και το Νεμέα. Εκείνη τη στιγμή, και προτού ακόμη ο Κλεόμβροτος ολοκληρώσει την κίνησή του (Πλουτ. Πελοπ. 23.2.: πρίν ἀνατεῖναι τόν Κλεόμβροτον τό κέρας) κάνει την εμφάνισή του ο Πελοπίδας με τον Ιερό Λόχο (έν τούτω προεξέδραμε). Ο Ιερός Λόχος που ήταν ένα ειδικό (ανεξάρτητο) άγημα, που προήλθε από την πρόσφατη αναδιοργάνωση σε επαγγελματική βάση από τον Πελοπίδα του αριστοκρατικού σώματος των 300 επίλεκτων προμάχων (πολεμιστών της πρώτης γραμμής) της βοιωτικής φάλαγγος (Lazenby, Spartan Army ο. 157), είναι συνεπώς πολύ πιθανό ότι αποτελούσε την αιχμή του δόρατος της βοιωτικής φάλαγγος, της οποίας κατά κάποιο τρόπο άνοιγε το δρόμο. Ενδιαφέρουσα είναι (Anderson) η υπόθεση ότι ο Ιερός Λόχος χρησίμευσε ως επικουρικό σώμα για τη στρατηγική υποστήριξη του επιτιθεμένου αριστερού κέρατος και την κάλυψή του από ενδεχόμενη κύκλωση. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, η οποία στηρίζεται μόνο στην ανάλυση της φανταστικής μάχης των Θυμβράρων μεταξύ του Κύρου και του Κροίσου, στην Κύρου Παιδεία, πρέπει να φανταστούμε τον Ιερό Λόχο να παραμένει σε επιφυλακή («ενέδρα») πίσω από τη φάλαγγα, προκειμένου να επιτεθεί ξαφνικά πλευροκοπώντας τον αντίπαλο, όταν αυτός, όπως αναμένεται, θα επιχειρήσει την κύκλωση της φάλαγγας.
Βασικό στρατηγικό ρόλο έπαιξε τέλος στη μάχη αυτή το ιππικό. Τοποθετημένο όχι ως συνήθως στα πλάγια, αλλά εμπρός από τη φάλαγγα, όχι μόνο δημιούργησε το παραπέτασμα σκόνης, που ήταν απαραίτητο για τη συγκάλυψη των κινήσεων της φάλαγγος και την παραπλάνηση σχετικά με το ρόλο των επί μέρους σωμάτων (εν προκειμένω, κατά τον Anderson, του Ιερού Λόχου), αλλά επιπλέον κατατροπώνοντας και καταδιώκοντας το σπαρτιατικό ιππικό μέσα στην παράταξη επέτρεψε, με τη σύγχυση που δημιούργησε, την άμεση επέμβαση του Ιερού Λόχου. Τα υπόλοιπα, όπως η ενίσχυση των μετόπισθεν από τους ψιλούς αλλά και η ευρύτερη χρήση του ιππικού, αποτελούν μικρότερης σημασίας νεωτερισμούς, μέσα στο πνεύμα της γενικής εξέλιξης.
ΛΟΞΗ ΦΑΛΑΓΓΑ
¨Η μάχη τῶν Λεύκτρων (A')
Ἡ πτώση τῆς Σπάρτης ἀποτελεῖ σταθμό στήν πολιτική ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος. Ἀλλά καί στήν πολεμική ἱστορία ἡ μάχη τῶν Λεύκτρων εἶναι σημαντικό ὁρόσημο: ὁ Ἐπαμεινώνδας βασίσθηκε βέβαια σέ μιά γνωστή καί πρίν ἰδιομορφία τῆς τακτικῆς τῶν Βοιωτῶν (παρουσιάζεται στήν μάχη πού ἔγινε τό 424 π.Χ. στό Δήλιον1), ὡστόσο ἦταν ὁ πρῶτος πού σκέφθηκε νά ἀντικαταστήση τήν ἑνιαία κατά μέτωπον ἐπίθεση (ὅπως γινόταν πρίν στήν μάχη ἐκ παρατάξεως) διαιρώντας τήν φάλαγγα σέ μιά ἐπιθετική καί μιά ἀμυντική πτέρυγα («μάχη τῶν πτερύγων»). Ἡ βασική ἰδέα τῆς νέας τακτικῆς («λοξή φάλαγξ»)2 ἔγκειται στό ὅτι ἡ κύρια δύναμη τοΰ στρατοῦ συγκεντρώνεται στήν ἐπιθετική πτέρυγα σέ τόσο μεγάλο βάθος, ὥστε ἡ διάσπαση τῶν γραμμῶν τοῦ ἐχθροῦ νά ἐπιτύχη ὁπωσδήποτε, ἐνῶ ἡ ἀσθενέστερη ἀμυντική πτέρυγα περιορίζει ὅσο εἶναι δυνατό τήν δράση της, ἕως ὅτου κριθῆ ἡ μάχη ἀπό τήν ἄλλη· ἡ πτέρυγα πού νίκησε στρέφεται κατόπιν πρός τό κέντρο, ἐνῶ ἡ ἀμυντική περνᾶ στήν ἐπίθεση καί ὁ ἐχθρός περισφίγγεται ἔτσι καί ἀπό τίς δύο πλευρές. Στά Λεῦκτρα ὁ Ἐπαμεινώνδας ἐνήργησε τήν ἐπίθεση - ἀφοῦ οἱ Βοιωτοί ἱππεῖς εἶχαν ἀπωθήσει τό ἐχθρικο ἱππικό - μέ τήν ἀριστερή πτέρυγα τοῦ πεζικοῦ του πού εἶχε παραταχθῆ σέ ἐξαιρετικά μεγάλο βάθος (50 ἀνδρῶν) ἐναντίον τῆς δεξιᾶς πτέρυγος τοῦ ἐχθροῦ (μέ βάθος 12 ἀνδρῶν) πού διοικοΰσε ὁ Κλεόμβροτος, ἐνῶ ἄφησε τήν δεξιά πτέρυγα νά ἀποσυρθῆ λίγο πρός τά πίσω. Ἡ ἕφοδος ἔγινε μέ τόση ὁρμή, ὥστε ὁ ἐχθρός αἰφνιδιάσθηκε ἐντελῶς. Ἡ διάσπαση τῶν γραμμῶν τῶν Σπαρτιατῶν εἶχε καταστρεπτικά γι’ αὐτούς ἀποτελέσματα - ὁ βασιλεύς καί 400 Σπαρτιάτες ἔπεσαν στό πεδίο τῆς μάχης! - ὥστε ὁ ἑλιγμός τῆς νικήτριας πτέρυγος (ὅπως ἔγινε κατά τήν μάχη στήν Μαντίνεια καί ἀργότερα στίς μάχες τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου) νά μήν εἶναι ἀπαραίτητος. (Αὐτό τουλάχιστο προκύπτει ἀπό τίς ὁπωσδήποτε ἐλλιπεῖς περιγραφές τῆς μάχης). Ἡ ἐπινόηση τῆς νέας αὐτῆς τακτικῆς ἀπό τόν Ἐπαμεινώνδα - ἕνα ἀπό τούς μεγαλοφυέστερους στρατηγούς ὁλων τῶν ἐποχῶν - ἀποτελεῖ σταθμό στήν στρατιωτική τεχνη. Ἡ «λοξή φάλαγξ» ἐξελίχθηκε ἀργότερα ἀπό τόν Φίλιππο) καί ἔπαιξε ἀκόμη κάποιο ρόλο καί στήν νεώτερη ἐποχή (ὅπως π.χ. στήν μάχη τοy Λόϋτεν, ὅπου ἐφαρμόσθηκε ἀπό τόν Μ. Φρειδερίκο)
1 Ἡ νίκη αὐτή τῶν Βοιωτῶν στο Δἠλιο ὀφειλόταν κυρἰως στη δεξιά πτέρυγά τους πού είχε βπαθος 25 ἀνδρῶν. Παρόμοια διάταξη εἶχε ¨ο βοιωτικός στρατός και στη μάχη τοῦ ποταμοῦ Νεμέα (το 394 π.Χ.). Στη συνήθεια αὐτή ταῶν βοιωτῶν βασίστηκε, ὅπως εἶναι πιθανόν, ὁ Ἐπαμεινώνδας κατά την ἐπινόηση ταῆς λεγόμενης «λοξῆς φάλαγγος». Πρβλ. J. Kromayer και G. Veith, Heerwesen und Kriegfuhrung der Griechen und Romer (Handbuch der Altertumswissenschaft IV, 3, 2), Μόναχο 1928, σελ. 93 κ.ἐξ.
2 Γιά τήν στρατηγική καί τήν τακτική του’Επαμεινώνδα βλ. J. Kromayer, alike Schlachtfelder in Griechenland I, Βερολίνο 1903.
Η μάχη των Λεύκτρων (B')
Εξαιτίας της ιμπεριαλιστικής στάσης των Θηβαίων εντός της Βοιωτίας, η Σπάρτη και η Αθήνα αποφάσισαν να επιτεθούν στη Θήβα και έστειλαν σπαρτιατικές δυνάμεις υπό τον Κλεόμβροτο στη Βοιωτία, όπου ένας αριθμητικά υποδεέστερος θηβαϊκός στρατός κατήγαγε θριαμβευτική νίκη στη νότια Βοιωτία κοντά στα Λεύκτρα, σε μια μάχη που έγινε μία από τις διασημότερες στρατιωτικές εμπλοκές του τέταρτου αιώνα (Πλούταρχος, Πελοπίδας 19-23). Οι λεπτομέρειες γύρω από τους σχηματισμούς μάχης είναι αμφιλεγόμενες. Οι σύγχρονοι μελετητές συχνά αποδίδουν τα εύσημα στον Επαμεινώνδα για τις καινοτόμες τακτικές του στα Λεύκτρα, π.χ. για τη χρήση φάλαγγας με βάθος πολλών σειρών, το λοξό μέτωπο επίθεσης και τη συνδυασμένη χρήση του ιππικού. Ο Hanson αμφισβητεί τις καινοτομίες αυτές αναλύοντας την πρότερη εξέλιξη αυτών των τακτικών μάχης κατά τον αιώνα πριν την εμφάνιση του Επαμεινώνδα (Hanson 1988).
Παρ’ όλα αυτά, η κλασική, παραδεδομένη περιγραφή της μάχη και των σχηματισμών που χρησιμοποιήθηκαν έχει ως εξής: ο Επαμεινώνδας παρέταξε τη φάλαγγά του με βάθος πενήντα γραμμών στην αριστερή πτέρυγα ακριβώς απέναντι από τον Κλεόμβροτο και τους Σπαρτιάτες μαχητές του, που βρίσκονταν στη δεξιά πτέρυγα της αντίπαλης πλευράς. Έτσι έφερε αντιμέτωπα τα ισχυρότερα στρατεύματα των δύο πλευρών. Ο Ιερός Λόχος υπό τον Πελοπίδα πιθανότατα βρισκόταν ως μονάδα «επικεφαλής της πτέρυγας του Επαμεινώνδα» (Beck 2008). Οι υπόλοιποι Βοιωτοί ήταν αντιμέτωποι με τους συμμάχους της Σπάρτης. Στην αρχή της μάχης το θηβαϊκό ιππικό έτρεψε σε φυγή αυτό των Σπαρτιατών και η υποχώρηση του ιππικού μέσα από τις γραμμές των Σπαρτιατών προκάλεσε σύγχυση. Ο Επαμεινώνδας είχε χρησιμοποιήσει το ιππικό του για να δημιουργήσει ιδανικές συνθήκες για μαζική επίθεση του πεζικού. Ο Πελοπίδας και ο Ιερός Λόχος έσπευσαν να επιτεθούν στη φάλαγγα του Κλεόμβροτου προτού αυτή ανασυνταχθεί και δεν επέτρεψε στη σπαρτιατική γραμμή να κλείσει τα κενά της. Ο θάνατος εκατοντάδων Σπαρτιατών αλλά και του ίδιου του βασιλιά Κλεόμβροτου προκάλεσε περισσότερο πανικό και η Σπάρτη ηττήθηκε από τη Θήβα. Ανεξαρτήτως των τακτικών και των καινοτομιών που χρησιμοποιήθηκαν στη μάχη, το αποτέλεσμα ήταν ξεκάθαρο: οι Σπαρτιάτες είχαν τραπεί σε φυγή από μια δύναμη αριθμητικά κατά πολύ μικρότερη και οι φήμη τους -όπως και αυτή των Θηβαίων- είχε αλλάξει μια για πάντα. Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο Beck, τα Λεύκτρα ήταν η πρώτη φορά που κάποιος αντιστάθηκε με επιτυχία εναντίον των Σπαρτιατών ως εποπτών της κοινής συνθήκης ειρήνης.
Ἐπαμεινώνδας
Φυσικά, ακόμα και η βασιλική ειρήνη δεν ήταν πραγματική ειρήνη, γιατί οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις συνεχίσθηκαν. Σ’ αυτό το κομφούζιο των εναλλασσόμενων συνασπισμών και συμφώνων, νικών και ηττών, η μάχη στα Λεύκτρα, που έγινε το 371, αποτελεί ένα ορόσημο, γιατί με τη νίκη τους οι Θηβαίοι κατέρριψαν τον μύθο του αήττητου των Σπαρτιατών. Η θηβαϊκή επιτυχία οφειλόταν στη μεγαλοφυΐα του Επαμεινώνδα, που επινόησε τη «λοξή φάλαγγα». Ως τότε, το δεξί κέρας της φάλαγγας των οπλιτών ήταν πάντα το επιθετικότερο και ισχυρότερο, γιατί τα δόρατα έκλιναν ακούσια προς τα δεξιά. Επομένως, η νίκη εξαρτιόταν πάντα από αυτό το κέρας: αν κατόρθωνε να τρέψει σε φυγή το αντικριστό αριστερό κέρας του εχθρικού στρατού, το μέτωπο του εχθρού πλευροκοπούνταν αυτόματα και τότε η μάχη είχε κριθεί. Ο Επαμεινώνδας είχε τη μεγαλειώδη όσο και απλή σκέψη να ενισχύσει το αριστερό κέρας, εμβαθύνοντάς το σαν μια σφήνα. Έτσι όμως αναγκάσθηκε να κοντύνει το δεξί κέρας και να το εκθέσει στον κίνδυνο της υπερφαλάγγισης. Γι’ αυτό κάλυψε τα πλευρά του δεξιού κέρατος με ιππικό: τώρα το αριστερό κέρας μπορούσε να προωθηθεί με ολόκληρη τη δύναμη κρούσης του, «σαν μια τριήρης που διεμβολίζει την αντίπαλή της» (σύμφωνα με μια πετυχημένη σύγκριση που έκανε ο Ξενοφών). Ο χαρακτηρισμός «λοξή φάλαγγα» είναι κάπως παραπλανητικός, γιατί και ο παραδοσιακός σχηματισμός ήταν λοξός, αφού πάντοτε προωθούνταν το δεξί κέρας· αλλά η φάλαγγα του Επαμεινώνδα, εξαιτίας του άνισου βάθους της διάταξής της, ήταν ακόμα λοξότερη. Το βασικό όμως ήταν ότι στη φάλαγγα του Επαμεινώνδα είχε γίνει αντιμετάθεση των κέντρων βάρους: γι’ αυτό πολλοί προτιμούν να τη λένε «αντεστραμμένη φάλαγγα». Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι η επιτυχία αυτής της έξυπνης ιδέας βασιζόταν στο στοιχείο του αιφνιδιασμού και γι’ αυτό μπορούσε να τελεσφορήσει μόνο μια φορά· αλλά έπειτα από εννιά χρόνια η επιτυχία επαναλήφθηκε στη Μαντίνεια. Μήπως αυτό οφειλόταν στον νωθρό συντηρητισμό των Σπαρτιατών; Ή στην ανικανότητά τους ν’ αναπτύξουν αξιόμαχο ιππικό, πράγμα που απαιτούσε αυτή η καινούρια τακτική, ενώ οι Βοιωτοί ήταν ανέκαθεν καβαλάρηδες; Ή μήπως (πράγμα που είναι πιθανότερο) ο Επαμεινώνδας δεν ήταν δούλος του συστήματος του, αλλά ήξερε να το τροποποιεί αποτελεσματικά, έτσι ώστε το στοιχείο του αιφνιδιασμού να είναι πάντα δικός του σύμμαχος; Γιατί το ουσιαστικό γνώρισμα της διάταξής του δεν ήταν βέβαια η «αντιστροφή», αλλά ακριβώς η «λοξότητα» με μια καινούρια και ανώτερη έννοια, δηλαδή η συγκέντρωση του εξοντωτικού πλήγματος σ’ ένα σημείο, ενώ ως τότε ήταν αυτονόητος κανόνας να γίνεται η επίθεση σ’ ολόκληρο το μέτωπο. Με μια λέξη, ήταν η κοσμοϊστορική στροφή από την παραλληλομαχία στην πλάγιομαχία: η επιθετική πτέρυγα προελαύνει με εξουθενωτική υπεροχή, η αμυντική πτέρυγα μένει στην αρχή σκόπιμα πίσω, για να προωθηθεί κι αυτή αργότερα και να ολοκληρώσει τη νίκη περικυκλώνοντας τον εχθρό. Είναι ολοφάνερο ότι ώς τότε ο τρόπος διεξαγωγής της μάχης δεν επέτρεπε ουσιαστικά την πλαγιομαχία: γιατί, παρόλο που το αριστερό κέρας έμενε κατά κανόνα στην άμυνα, δεν το έκανε αυτό προ- μελετημένα, αλλά αναγκαστικά και μηχανικά, υπακούοντας, θα έλεγε κανείς, σ’ ένα νόμο της βαρύτητας· και είναι εξίσου φανερό ότι στη «λοξή φάλαγγα» δεν είναι καθόλου αναγκαίο να είναι πάντα το αριστερό κέρας το επιθετικό, γιατί η επίθεση μπορεί να γίνει σ’ οποιοδήποτε σημείο: αρκεί να είναι αιφνιδιαστική και εξουθενωτική· ο εντοπισμός αυτού του «αρχιμήδειου σημείου» ήταν ζήτημα στρατηγικής ιδιοφυίας, που συνίσταται σ’ ένα μίγμα από τη γοργόστροφη και ξεκάθαρη σκέψη του ρεαλιστή και τη διαίσθηση του υπνοβάτη. Το «αδρανές» κέρας, αυτό που στην αρχή δεν έρχεται σ’ επαφή με τον εχθρό, παίζει τον ρόλο της εφεδρείας, που πραγματικά μπορούμε να πούμε ότι την επινόησε ο Επαμεινώνδας. Εφεδρεία, πλευροκόπηση, αντιστροφή, περικύκλωση: όλα αυτά είναι ιδέες, κι έτσι δεν απορούμε πια μαθαίνοντας ότι ο Επαμεινώνδας, αυτός ο σύγχρονος του Πλάτωνα, δεν ενδιαφερόταν αρχικά καθόλου για την πολιτική και τα στρατιωτικά, αλλά για την τέχνη και τη φιλοσοφία. Ακόμα και η στρατιωτική τέχνη είναι ένας κόσμος της σκέψης. Όλες οι πράξεις του πνεύματος είναι φιλοσοφία.
Μετά την καταστροφή των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα ο Επαμεινώνδας εισέβαλε στη Λακωνία, που, όπως η Αγγλία, δεν είχε δει εχθρό στα εδάφη της από αμνημονεύτων χρόνων. Αλλά, ως υπερασπιστές της πατρώας γης, οι Σπαρτιάτες εξακολούθησαν να είναι αήττητοι, και παρόλο που η πόλη τους δεν ήταν περιτειχισμένη ο Επαμεινώνδας δεν κατόρθωσε να την κυριεύσει. Κινήθηκε τότε προς τη Μεσσηνία και απελευθέρωσε τους είλωτες, που από εκείνη τη στιγμή αποτελούσαν αυτόνομο κράτος, με μια οχυρή πρωτεύουσα στους πρόποδες του βουνού Ιθώμη. Αυτό ήταν το φοβερότερο χτύπημα που μπορούσε να δοθεί στη Σπάρτη: η ηγεμονία της κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Τότε ο Επαμεινώνδας άρχισε να κάνει μακρόπνοα σχέδια, για να εγκαθιδρύσει τη θηβαϊκή κυριαρχία σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Η μοναδική αξιόλογη αντίπαλος ήταν η Αθήνα, που στο μεταξύ είχε συνέλθει και μάλιστα είχε ιδρύσει μια καινούρια ναυτική συμμαχία. Καθώς οι Βοιωτοί δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα σ’ ένα κατά θάλασσα πόλεμο, ο Επαμεινώνδας ήρθε σε συνεννόηση με την Περσία. Αλλά το 362 σκοτώθηκε στη μάχη της Μαντίνειας και η Θήβα ξανάπεσε στον προηγούμενο υποδεέστερο ρόλο της. Η άνθησή της ήταν ένα επεισόδιο που κράτησε-δεν κράτησε δέκα χρόνια και βασιζόταν εξ ολοκλήρου σ’ ένα μεγαλοφυή πρωταγωνιστή. Ως πολιτικός, ο Επαμεινώνδας δεν ήταν ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες προδρόμους του: τα αισθήματά του δεν ήταν περισσότερο πανελλήνια από τα δικά τους, αν και αργότερα ο ρομαντισμός τον εξιδανίκευσε και τον παρουσίασε ως «ελευθερωτή». Ο Επαμεινώνδας δε γνώριζε τίποτα ανώτερο από τη δικτατορία της πόλης του. Ο τρόπος σκέψης και ζωής των Ελλήνων ήταν ο ἀγών, ο θρίαμβος και η δόξα του παλαιστή· η ισότητα και η ενότητα είναι έννοιες ξένες προς το ελληνικό πνεύμα: η στιγμή που απόκτησαν παγκόσμια ισχύ σημαδεύει το τέλος της ελληνικής ιστορίας.
Η μάχη των Λεύκτρων - Επαμεινώνδας
Ο Επαμεινώνδας, επειδή οι δυνάμεις του υστερούσαν έναντι των Λακωνικών σε αριθμό στρατιωτών, εγκαινίασε την τακτική της Λοξής Φάλαγγας, η οποία συνίσταται στην πύκνωση-ενίσχυση του ενός κέρατος, δεξιού ή αριστερού, με εκλεκτά τμήματα και εξαπόλυση επιθέσεως, εν είδει σφήνας, προς το ασθενέστερο σημείο του αντιπάλου. Όπως γράφει ο σπουδαίος Γερμανός ιστορικός U. Wilken, «η επινόηση της νέας τακτικής από τον Επαμεινώνδα αποτελεί σταθμό στη στρατιωτική τέχνη». Η «λοξή φάλαγξ» θα εξελιχθεί αργότερα από το Φίλιππο και έπαιξε ακόμη κάποιο ρόλο και στην νεότερη εποχή, όπως π.χ. στη μάχη του Λόυτεν όπου εφαρμόσθηκε από τον Μ. Φρειδερίκο. Αλλά και η τακτική της χρησιμοποιήσεως των τεθωρακισμένων στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είναι παραλλαγή της Επαμεινώνδειας Λοξής Φάλαγγας. Ο μέχρι πρόσφατα θεωρούμενος σαν ο μεγαλύτερος θεωρητικός του πολέμου των νεότερων καιρών, ο Σερ Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ, γράφει για τον Επαμεινώνδα τα εξής: «Ο Επαμεινώνδας όχι μόνο απομακρύνθηκε από τις τακτικές μεθόδους που είχαν καθιερωθεί από πείρα αιώνων, αλλά έβαλε τα θεμέλια νέων μεθόδων στη τακτική, την Στρατηγική και την Υψηλή Στρατηγική τις οποίες εγκολπώθηκαν οι μετέπειτα διδάσκαλοι της Πολεμικής Τέχνης για την περαιτέρω ανέλιξή της. Αυτή καθ’ αυτή η «υφή» των στρατηγικών σχεδίων του επέζησε και αναπλάστηκε. Η τακτική της «λοξής φάλαγγας», η οποία κατέστησε Μεγάλο τον Φρειδερίκο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία ελαφρά βελτίωση της μεθόδου της τακτικής του Επαμεινώνδα».
Ένας άλλος αξιόλογος μελετητής της Επαμεινώνδειας τακτικής -και όχι μόνον-, ο Egon Friedell, παρατηρεί: «Ως τότε (δηλαδή ως την εποχή του Επαμεινώνδα) ήταν το δεξιό κέρας το επιθετικότερο και το ισχυρότερο, γιατί τα δόρατα έκλιναν ακούσια προς τα δεξιά. Επομένως η νίκη εξαρτιόταν πάντα από αυτό το κέρας». Ο Επαμεινώνδας έπραξε το αντίθετο. Στην μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.), επειδή είχε λιγότερες δυνάμεις από τον Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεόμβροτο, ενίσχυσε το αριστερό κέρας (του έδωσε βάθος 50 ανδρών, ενώ οι Σπαρτιάτες διατήρησαν την ισοπαχή διάταξη των 8 ανδρών σε όλη την έκταση του μετώπου) και του έδωσε κατά την επίθεση τη μορφή σφήνας. Έτσι βέβαια αδυνάτιζε το αριστερό. Για την προστασία του χρησιμοποίησε το εκλεκτό βοιωτικό ιππικό που και σ’ αυτό έδωσε επιθετική αποστολή. Ωστόσο, την κύρια αποστολή είχε το αριστερό κέρας, που όσο προχωρούσε στις γραμμές των Σπαρτιατών, από λοξή η φάλαγγα γινόταν λοξότερη, έτσι που να συντελείται μια πλήρης μετάθεση του κέντρου βάρους της μάχης (Σ. Ι. Καργάκος: «Ιστορία της Αρχαίας Σπάρτης» τ. Β΄, σ. 428).
Αφού δημιουργούσε ρήγμα στο αριστερό, ο Επαμεινώνδας έστρεφε προς το κέντρο τη φάλαγγα και έθετε, όπως έπραξε και στη Μαντίνεια (362 π.Χ.) τους Σπαρτιάτες μεταξύ σφύρας και άκμονος. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο Επαμεινώνδας, και όπως γράφει ο Ξενοφών, «ακρισία και ταραχή έτι πλείων μετά την μάχην εγένετο ή πρόσθεν εν τη Ελλάδι». Δηλαδή, αβεβαιότητα και ταραχή επικράτησε στην Ελλάδα μεγαλύτερη απ’ ότι πριν. Αλλά η ιστορία δεν ανέχεται το κενό. Οι συγκρούσεις Αθηναίων, Σπαρτιατών και Θηβαίων ενέπλεξαν στο πολιτικό / πολεμικό τους παιχνίδι και τους Μακεδόνες, οι οποίοι είχαν, χάρη σε μια εκστρατεία του Πελοπίδα, προσδεθεί στο άρμα της βοιωτικής πολιτικής. Ως εγγύηση ασφάλειας ο Πελοπίδας έφερε στη Θήβα κι ένα μεγάλο αριθμό Μακεδόνων ευγενών, που φιλοξενήθηκαν στους επιφανέστερους θηβαϊκούς οίκους.