Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (866-907)

ΙΑ. ἥκω κελευσθείς· καὶ γὰρ οὖσα δυσμενὴς
οὔ τἂν ἁμάρτοις τοῦδέ γ᾽, ἀλλ᾽ ἀκούσομαι·
τί χρῆμα βούλῃ καινὸν ἐξ ἐμοῦ, γύναι;
ΜΗ. Ἰᾶσον, αἰτοῦμαί σε τῶν εἰρημένων
870 συγγνώμον᾽ εἶναι· τὰς δ᾽ ἐμὰς ὀργὰς φέρειν
εἰκός σ᾽, ἐπεὶ νῷν πόλλ᾽ ὑπείργασται φίλα.
ἐγὼ δ᾽ ἐμαυτῇ διὰ λόγων ἀφικόμην
κἀλοιδόρησα· Σχετλία, τί μαίνομαι
καὶ δυσμεναίνω τοῖσι βουλεύουσιν εὖ,
875 ἐχθρὰ δὲ γαίας κοιράνοις καθίσταμαι
πόσει θ᾽, ὃς ἡμῖν δρᾷ τὰ συμφορώτατα,
γήμας τύραννον καὶ κασιγνήτους τέκνοις
ἐμοῖς φυτεύων; οὐκ ἀπαλλαχθήσομαι
θυμοῦ; τί πάσχω, θεῶν ποριζόντων καλῶς;
880 οὐκ εἰσὶ μέν μοι παῖδες, οἶδα δὲ χθόνα
φεύγοντας ἡμᾶς καὶ σπανίζοντας φίλων;
ταῦτ᾽ ἐννοηθεῖσ᾽ ᾐσθόμην ἀβουλίαν
πολλὴν ἔχουσα καὶ μάτην θυμουμένη.
νῦν οὖν ἐπαινῶ σωφρονεῖν τέ μοι δοκεῖς
885 κῆδος τόδ᾽ ἡμῖν προσλαβών, ἐγὼ δ᾽ ἄφρων,
ᾗ χρῆν μετεῖναι τῶνδε τῶν βουλευμάτων
καὶ ξυμπεραίνειν καὶ παρεστάναι λέχει
νύμφην τε κηδεύουσαν ἥδεσθαι σέθεν.
ἀλλ᾽ ἐσμὲν οἷόν ἐσμεν, οὐκ ἐρῶ κακόν,
890 γυναῖκες· οὔκουν χρῆν σ᾽ ὁμοιοῦσθαι κακοῖς,
οὐδ᾽ ἀντιτείνειν νήπι᾽ ἀντὶ νηπίων.
παριέμεσθα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν
τότ᾽, ἀλλ᾽ ἄμεινον νῦν βεβούλευμαι τάδε.
ὦ τέκνα τέκνα, δεῦρο, λείπετε στέγας,
895 ἐξέλθετ᾽, ἀσπάσασθε καὶ προσείπατε
πατέρα μεθ᾽ ἡμῶν καὶ διαλλάχθηθ᾽ ἅμα
τῆς πρόσθεν ἔχθρας ἐς φίλους μητρὸς μέτα·
σπονδαὶ γὰρ ἡμῖν καὶ μεθέστηκεν χόλος.
λάβεσθε χειρὸς δεξιᾶς· οἴμοι, κακῶν
900 ὡς ἐννοοῦμαι δή τι τῶν κεκρυμμένων.
ἆρ᾽, ὦ τέκν᾽, οὕτω καὶ πολὺν ζῶντες χρόνον
φίλην ὀρέξετ᾽ ὠλένην; τάλαιν᾽ ἐγώ,
ὡς ἀρτίδακρύς εἰμι καὶ φόβου πλέα.
χρόνῳ δὲ νεῖκος πατρὸς ἐξαιρουμένη
905 ὄψιν τέρειναν τήνδ᾽ ἔπλησα δακρύων.
ΧΟ. κἀμοὶ κατ᾽ ὄσσων χλωρὸν ὡρμήθη δάκρυ·
καὶ μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν.

***
(Εισέρχεται ο Ιάσων.)

ΙΑ. Μου ζήτησες να έρθω και ήρθα.
Γιατί όσο κι αν εσύ με μισείς,
αυτό δεν θα σου το αρνηθώ, θα σ᾽ ακούσω.
Τί καινούργιο θέλεις από μένα, γυναίκα;
ΜΗ. Ιάσονα, ζητώ να με συγχωρήσεις για όσα έχω πει.
870 Είναι άλλωστε φυσικό να ανέχεσαι
τα ξεσπάσματα της οργής μου, επειδή εμείς οι δύο
μοιραστήκαμε άλλοτε τόση αγάπη.
Εγώ λοιπόν μίλησα με τον εαυτό μου
και τον κάκισα λέγοντας: «Ανόητη, τί έχω πάθει;
Τρελάθηκα και τα βάζω με αυτούς που σκέφτονται σωστά;
875 Γιατί γίνομαι απεχθής στους άρχοντες της χώρας
και στον άντρα μου, που άλλο δεν θέλει παρά το καλό μας
όταν παντρεύεται βλαστό βασιλικό
και σπέρνει αδέλφια για τους γιους μου;
Δεν θα πραΰνω τον θυμό μου —τί έχω πάθει;—,
όταν οι θεοί είναι τόσο γενναιόδωροι;
880 Δεν έχω εγώ παιδιά, ή δεν γνωρίζω
πως είμαστε εξόριστοι και πως λιγόστεψαν οι φίλοι;»
Αυτά εσυλλογίστηκα και είδα πως είμαι παράλογη
και πως θυμώνω δίχως λόγο.
Τώρα λοιπόν σε επαινώ και κρίνω ότι έπραξες με σύνεση
885 κάνοντας τον άλλο εκείνο γάμο. Εγώ είμαι ανόητη,
εγώ που θα ᾽πρεπε να μοιραστώ τα σχέδιά σου,
να βοηθήσω να ευοδωθούν, να σταθώ πλάι στο κρεβάτι
και να ᾽ναι χαρά μου να φροντίζω τη νεόνυμφη σύζυγό σου.
Ας είναι, εμείς οι γυναίκες είμαστε —δεν θα πω κακό—
890 αυτό που είμαστε. Δεν πρέπει εσύ
με τους κακούς εμάς να γίνεσαι όμοιος
ούτε και ν᾽ απαντάς με ανοησίες στην ανοησία.
Ζητώ τη συγγνώμη σου. Δέχομαι ότι κακώς έκρινα τότε,
όμως τώρα έχω σκεφτεί ωριμότερα.
Παιδιά μου, αχ παιδιά μου, ελάτε, αφήστε το σπίτι,
895 βγείτε έξω, αγκαλιάστε τον πατέρα σας, μιλήστε του
όπως εγώ, συμφιλιωθείτε μαζί του όπως η μητέρα σας,
ξεχάστε την παλαιά έχθρα με ανθρώπους που αγαπάμε.
(Εξέρχονται από το σπίτι τα παιδιά συνοδευόμενα
από τον Παιδαγωγό
.)
Τώρα ειρηνεύσαμε, το μένος εκόπασε.
Σφίξτε του το δεξί του χέρι. Αλίμονο!
900 Πώς έρχεται και ξανάρχεται στον νου μου ένας κρυμμένος φόβος!
Θα ζήσετε άραγε τόσο, παιδιά μου,
ώστε ν᾽ απλώσετε ξανά όπως τώρα το αγαπημένο χέρι;
Πώς ρέπω η δύσμοιρη στο δάκρυ, πώς φοβάμαι!
Καθώς τερματίζω τώρα τη διαμάχη με τον πατέρα σας,
905 τα δάκρυα πλημμύρισαν τα τρυφερά μου μάτια.
ΧΟ. Και από τα δικά μου μάτια εκύλησε ωχρό δάκρυ.
Μακάρι να μείνει εδώ το κακό και να μην πάει παραπέρα.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πώς προφέρονταν τα αρχαία Ελληνικά

6.1 Άλλα γράφουμε και άλλα προφέρουμε

Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε πιο συστηματικά για ένα ζήτημα που μας απασχόλησε και σε προηγούμενα κεφάλαια: το ζήτημα της προφοράς των αρχαίων ελληνικών. Τα αρχαία ελληνικά δεν προφέρονταν όπως τα νέα ελληνικά. Με άλλα λόγια, η ελληνική γλώσσα και οι φθόγγοι της άλλαξαν μέσα στα δυόμισι χιλιάδες χρόνια που χωρίζουν τα αρχαία από τα νέα ελληνικά. Πώς το ξέρουμε αυτό; Πρώτα πρώτα, αν προσέξουμε τον τρόπο που γράφουμε τα ελληνικά σήμερα θα δούμε (το έχουμε ήδη πει) ότι άλλα γράφουμε και άλλα προφέρουμε. Γράφουμε παιδί, όμως δεν προφέρουμε [paiδi] αλλά [peδί]. Γράφουμε ίδιος, ήλιος, ύφος, είμαι, οίστρος, υιοθεσία, αλλά η αρχή των λέξεων αυτών, παρά τα διαφορετικά γράμματα, προφέρεται με τον ίδιο τρόπο: [ί]. Λέγαμε νωρίτερα ότι αυτό συμβαίνει γιατί εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε έναν τρόπο γραφής που είναι ιστορικός, δηλαδή καταγράφει μια παλιότερη προφορά. Στα αρχαία ελληνικά τα γράμματα (ή οι συνδυασμοί γραμμάτων) ι, η, υ, ει, οι, υι αντιστοιχούν σε διαφορετικές προφορές, σε διαφορετικούς φθόγγους. Μέσα στην πορεία του χρόνου η προφορά άλλαξε: τα ι, η, υ, ει, οι, υι κατέληξαν να δηλώνουν τον ίδιο φθόγγο, το [ί]. Η προφορά άλλαξε, αλλά εξακολουθούμε να γράφουμε σαν να μην άλλαξε. Έτσι, άλλα γράφουμε και άλλα προφέρουμε.

Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στα ελληνικά αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες. Σκεφτείτε το αγγλικό I 'εγώ': γράφεται i και προφέρεται [ai]. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει, όπως στα ελληνικά, ότι η γραφή I 'εγώ' αντανακλά μια παλιότερη προφορά [ί] που άλλαξε: το i από [ί] έγινε [ai]. Η προφορά άλλαξε αλλά δεν άλλαξε η γραφή. Η προφορά, λοιπόν, αλλάζει, αλλά κρατιέται η παλιά γραφή, που αντανακλά μια παλιά προφορά. Αν αρνηθούμε να το δεχθούμε αυτό, τότε διαβάζοντας ένα αρχαίο ελληνικό κείμενο που περιγράφει το βέλασμα των προβάτων (βῆ βῆ) θα πρέπει να υποστηρίξουμε (όπως είπαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο) ότι τα πρόβατα βέλαζαν διαφορετικά στην αρχαιότητα απ' ό,τι σήμερα: έκαναν [νί νί] (όπως προφέρονται το β και το η στα νέα ελληνικά) και όχι μπέε μπέε [béebée].

Αλλά αυτό είναι παράδοξο. Τα πρόβατα βέλαζαν τότε με τον ίδιο τρόπο όπως και τώρα, έκαναν [béebée]· αυτό που άλλαξε είναι η σχέση γραμμάτων και φθόγγων: το β στα αρχαία ελληνικά προφερόταν [b] όπως το αγγλικό b και το η προφερόταν [ee], ήταν μακρό. Λέγαμε ότι αυτό είναι ένα παράδειγμα των στοιχείων που χρησιμοποιούμε για να «ανακαλύψουμε» πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά. Είχαμε δει και άλλα παρόμοια και θα τα ξαναθυμηθούμε σε λίγο. Αλλά υπάρχουν και άλλου είδους πληροφορίες που χρησιμοποιούμε για τον ίδιο λόγο: (α) οι πληροφορίες που μας δίνουν οι ίδιοι οι αρχαίοι όταν μιλούν για την προφορά της γλώσσας τους· (β) η μορφή που παίρνουν οι αρχαίες ελληνικές λέξεις όταν τις δανείζονται άλλοι, σύγχρονοι με τους αρχαίους, λαοί (π.χ. οι Ρωμαίοι). Θα τα δούμε αυτά πιο αναλυτικά σε λίγο.

Αλλά πριν μπούμε σε λεπτομέρειες, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τί εννοούμε όταν μιλάμε για το πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά. Για ποια εποχή μιλάμε και για ποια μορφή των αρχαίων ελληνικών. Μιλάμε για τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. και για τη διάλεκτο της Αθήνας, την αττική διάλεκτο. Στην αρχαία εποχή δεν υπήρχε μια κοινή γλώσσα, όπως υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα. Υπήρχε μια ποικιλία διαλέκτων. Κοινή γλώσσα θα αναπτυχθεί στην εποχή που αρχίζει με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, στην ελληνιστική, όπως λέμε, εποχή. Και η κοινή αυτή γλώσσα βασίστηκε στη διάλεκτο της Αθήνας, την αττική διάλεκτο, που είχε το μεγαλύτερο γόητρο, γιατί ήταν διάλεκτος που μιλιόταν, και γραφόταν, στην πιο ισχυρή πόλη-κράτος της αρχαίας Ελλάδας. Γι' αυτό, μιλώντας για την προφορά των αρχαίων ελληνικών, μιλάμε κυρίως για την προφορά της αττικής διαλέκτου της κλασικής εποχής, του 5ου κυρίως αλλά και του 4ου αιώνα π.Χ.

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ: Αιώνια Ζωή

(Πέρα από την ζωή και το θάνατο)

Η ΖΩΗ δεν έχει άλλο Σκοπό από την Ίδια την ΖΩΗ. Απλά να ΖΕΙΣ: Να Ζεις στην Πραγματικότητα, να Βιώνεις «αυτό που υπάρχει», όχι τις φαντασίες του νου ή της κοινωνίας.

Να Ζεις Ήσυχα και με Πληρότητα.

Να Διαβαίνεις την ζωή με Ηρεμία χωρίς να παρασύρεσαι στις μάταιες δραστηριότητες των ανθρώπων.

Απλά να ΖΕΙΣ.

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ Είναι Τελείως Ελεύθερη, Απεριόριστη, Χωρίς Εμπόδια και τα Αγκαλιάζει Όλα: Καταστάσεις Ύπαρξης, Σύμπαντα, εμπειρίες, δραστηριότητες. Κι όλα Συγχωνεύονται Μέσα της και Ταυτίζονται με την Ενότητα της Παρουσίας.

Να Ζεις Αληθινά, δηλαδή Ελεύθερα, να Βιώνεις την Ενότητα των Πάντων, σημαίνει πολύ απλά πως Όλα – μα Όλα – Εκδηλώνονται Εδώ, Τώρα.

Υπάρχουν Μέσα στο Χώρο της Ύπαρξης – Εδώ, Τώρα – που τα Περιλαμβάνει Όλα σαν Μια Ενότητα, χωρίς να συγχέονται οι «ιδιαιτερότητες» και οι «διαφορές» τους. Αυτό σημαίνει πως ακόμα κι αν αναγνωρίζονται ιδιαίτερα φαινόμενα, αναγνωρίζονται στα Πλαίσια της Ενότητας, σαν φαινόμενα Μιας Μόνο Πραγματικότητας.

Πολύ απλά, αυτό σημαίνει πως στο Επίπεδο της Φαινομενικότητας, Όλα Σχετίζονται, Όλα Αλληλοεπηρεάζονται – τίποτα δεν είναι απομονωμένο.

Η ΖΩΗ Εκδηλώνεται Από το ΑΓΝΩΣΤΟ, Από την ΑΧΑΝΗ ΠΗΓΗ της, σαν ΠΑΡΟΥΣΙΑ, σαν Ενέργεια Αντίληψης, που Μετασχηματίζεται σε Διάφορες Δραστηριότητες, Καταστάσεις Ύπαρξης… Αυτή η ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΖΩΗ που τα Δημιουργεί Όλα, Είναι Μέσα σε Όλα και Ταυτίζεται με το Κάθε τι – όσο ταπεινό κι αν είναι.

Μέσα στο Κάθε τι που υπάρχει, που είναι ζωντανό (και η ΖΩΗ δεν περιορίζεται μόνο στη βιολογική ζωή) Υπάρχει ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΖΩΗ. Όσο περιορισμένο κι αν φαίνεται το Κάθε τι Μπορεί να Ανθίσει Μέχρι το ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟ.

Στο Κόσμο των Φαινομένων Όλα είναι Παροδικά. Πραγματικά αλλά Παροδικά. Δεν είναι Αυταπάτη, είναι Αληθινά αλλά Παροδικά.

Η Αυταπάτη (η ψευδαίσθηση) βρίσκεται μέσα στον νου των όντων (των ανθρώπων) που ταυτίζει τα παροδικά φαινόμενα με την Πραγματικότητα. Αγνοεί την Ύστατη Πραγματικότητα που είναι το Υπόβαθρο των Πάντων και Βιώνει τα φαινόμενα σαν Πραγματικότητα. Αυτή είναι μια λάθος αντίληψη, δεν έχει να κάνει με τα φαινόμενα αυτά καθαυτά.

Η ΖΩΗ όμως Υπάρχει Ακέραιη στο Κάθε τι και Μέσα στο Κάθε τι μπορεί να Ανθίσει.

Εδώ, Τώρα, Καθένας (για να μιλήσουμε για τους ανθρώπους) Μπορεί να ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΙ, να ξεπεράσει όλους τους περιορισμούς και να Ανοιχτεί στο ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟ, να ΒΙΩΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, Μια Αντίληψη Ενότητας Χωρίς Εμπόδια.

Καθένας Μπορεί. Αλλά ελάχιστοι το κάνουν. Αντίθετα οι άνθρωποι μόνοι τους βάζουν αλυσίδες και σπαταλάνε τον καιρό τους σε ανούσιες δραστηριότητες, σε μάταιες πράξεις.

Όλα Είναι Εδώ, Τώρα. Βιώνουμε την ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΗ ΦΥΣΗ μας ή το «περιορισμένο» (των επιλογών και) των δραστηριοτήτων μας.

Εμείς το Κάνουμε. Εμείς οι Ίδιοι είμαστε η Βούληση, η Απόφαση και το Αποτέλεσμα. Γιατί είμαστε το αποτέλεσμα των σκέψεων, των επιλογών και των πράξεών μας.

Αυτή η ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΖΩΗ που Εκδηλώνεται σαν ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΗ Μέσα μας, αν δεν ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΙ, να ΑΠΛΩΘΕΙ ΣΤΟ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟ, «σιγοκαίει» μέσα στην ψυχοσωματική οντότητα μέσα στην σκέψη (στον εγκέφαλο), στις επιθυμίες (στο νευρικό σύστημα), στις δραστηριότητες (στο σώμα) μέχρι να διακοπεί (είτε φυσιολογικά, είτε βίαια) όλη αυτή η διαδικασία. Αυτό είναι που λένε οι άνθρωποι «θάνατο».

Στην πραγματικότητα ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΖΩΗ, θάνατος δεν υπάρχει.

Αυτοί που ΑΝΘΙΖΟΥΝ και ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΖΩΗ, ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ, που Ελευθερώνονται από τος περιορισμούς, που Βιώνουν το ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟ, την Αντίληψη Χωρίς «εμπόδια», την Ενότητα των Πάντων, στο Επίπεδο της Πραγματικότητας, το «Ενιαίο Πεδίο της Ύπαρξης» στο Κόσμο των Φαινομένων, ΖΟΥΝ ΗΔΗ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ, την ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ κι όταν «φεύγουν» από τον φυσικό κόσμο εκδηλώνονται απολύτως φυσικά στα άλλα «εσωτερικά» πεδία… μέχρι το Ύστατο Πεδίο της ΥΠΕΡΤΑΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ.

Όσοι άνθρωποι όμως, αντί να ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΟΥΝ, απλά, φυσικά, με την Βούληση, με την Αναγνώριση των πραγμάτων και τις επιλογές τους – όχι με μεθόδους σωτηρίας, τεχνικές, πνευματικές προσπάθειες, που είναι όλα μάταιες δραστηριότητες, στα πλαίσια του χρόνου – αντίθετα, σπαταλούν την ζωή τους σε μάταιες δραστηριότητες, βρίσκονται αργά ή γρήγορα μπροστά στην «διακοπή» της διαδικασίας της φυσικής ζωής… Και τότε; Που πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι απροετοίμαστοι;

Η ΖΩΗ, η ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ που μας Γεννά και μας Στηρίζει στην ύπαρξή μας, στους κόσμους και στη γη ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΑ.

Αν, Εδώ, Τώρα, Αυτή η ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ, δεν Ελευθερωθεί και συνεχίσει να «σιγοκαίει» μέσα σε αυτό που νομίζουμε πραγματική ύπαρξή μας, τότε την ώρα που διακόπτεται η φυσική διαδικασία της ζωής (κι έρχεται ο «θάνατος») η ΕΝΕΡΓΕΙΑ της ΖΩΗΣ Μετασχηματίζεται. Αποσύρεται από το βιολογικό σώμα κι εκδηλώνεται μέσα από ένα πιο «λεπτό» φορέα ζωής.

Η μεταθανάτια πορεία ενός όντος (όποια αντίληψη κι αν έχει το ον για την ύπαρξή του) είναι μια αντικειμενική πορεία (στους μεταθανάτιους κόσμους) που θα βιώσει είτε το θέλει, είτε όχι.

Μπορεί κάποιοι σοφοί θεολόγοι να λένε ότι ο άνθρωπος έρχεται μια φορά στην ζωή και κρίνεται δια παντός (κι αυτό το λένε όχι από εμπειρία αλλά σύμφωνα με την «θεωρία ζωής» τους)… Μπορεί κάποιοι σοφοί διδάσκαλοι να μιλάνε για παραδείσους και κολάσεις… Κι άλλοι να μιλάνε για «μετενσαρκώσεις»…

Η πραγματικότητα είναι μία. Η ΖΩΗ, σαν ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ, Μετασχηματίζεται σε διάφορες Καταστάσεις κι Εμπειρίες, αλλά ΔΕΝ ΧΑΝΕΤΑΙ. Κι όποια εμπειρία μάζεψε ο άνθρωπος στη γη θα την «πάρει» μαζί του, όταν θα βρεθεί (ΕΔΩ Πάλι, αλλά φαινομενικά «αλλού», σε «άλλη διάσταση») στο μεταθανάτιο κόσμο. Κι είναι ακριβώς αυτή η «εμπειρία», ο πυρήνας της ύπαρξής του, που θα κρίνει την πορεία του.

Ένα είναι σίγουρο. Ότι κάποιος που δεν ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΗΚΕ Εν Ζωή, από τα δεσμά της ζωής, θα «υποκύψει» στο τέλος κάτω από το βάρος των επιλογών του και θα «ξαναβρεθεί» στην δίνη της φυσικής ζωής.

Και πάλι από την αρχή.

Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΒΙΑΖΕΤΑΙ. Μπορεί να Περιμένει Χιλιάδες Ζωές. Άλλωστε όλα αυτά που ζουν οι άνθρωποι μπορεί να είναι πραγματικά, να φαίνονται αληθινά, αλλά ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.

Η ΠΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΛΑ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΕΙΝΑΙ. Ούτε Αυξάνεται, ούτε Μειώνεται, ούτε Αλλάζει. Απλά Ρέει Αφήνοντας να Εκδηλώνονται Μέσα της Όλα τα Φαινόμενα, όλες οι υπάρξεις, όλες οι ζωές, όλες οι εμπειρίες.

Από τον Καθένα εξαρτάται αν Θέλει να ΖΕΙ την ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ, ή την «ονειρική» ζωή της ψεύτικης πραγματικότητας.

O λωτός, ο οκταπέταλος ρόδακας, η Ουράνια, η Πάνδημος Αφροδίτη, τα Ελευσίνια μυστήρια και η πορεία της ψυχής.

H πνευματική γνώση συνήθως συμβολίζεται με ένα λουλούδι. Και αυτό διότι, όπως το λουλούδι υπό την ζωογονητική επήρεια του (πνευματικού) ηλίου ανθίζει, έτσι και η πνευματική γνώση θα ανθίσει την κατάλληλη ώρα. Στην ανατολή το άνθος αυτός συμβολιζόταν με ένα λωτό, στην αρχαία Ελλάδα με τον ρόδακα.

Το άνθος του λωτού αποτέλεσε ένα σύμβολο του πνευματικού τρόπου ζωής, σε πολλούς πολιτισμούς διότι παρότι μεγαλώνει μέσα στη λάσπη ανοίγει τα πέταλά του μόνο όταν ανατέλλει ο ήλιος, τα οποία παραμένουν πεντακάθαρα.

Όπως και το άνθος του λωτού πρέπει να ζήσεις στον κόσμο, αλλά να παραμείνεις ανεπηρέαστος από αυτόν. Θα πρέπει να μένεις μέσα στον κόσμο, αλλά ο κόσμος να μη μένει μέσα σου. Θα πρέπει να διασχίζεις τον κόσμο χωρίς να φέρεις μέσα σου κάποια εντύπωση, κάποια επίπτωση, κάποια γρατζουνιά. Θα πρέπει να φέρουμε μέσα μας το πνευματικό φως του ηλίου, σε σιωπή και σε πλήρη συνείδηση.

Στο Βουδισμό τη νύχτα κατά την οποία έγινε η «άμωμος σύλληψη» του Βούδα, ένας τεράστιος λωτός φύτρωσε στη Γη. Ο Βούδας, μετά τη φώτιση του, απεικονίζεται τις περισσότερες φορές με λωτό. Από τις πλέον δημοφιλείς αναπαραστάσεις του είναι εκείνη στην οποία κάθεται πάνω σε έναν ανθισμένο λωτό, σύμβολο πνευματικής ανάπτυξης, γαλήνης και αρμονίας.

Στον Ινδουισμό και πιο συγκεκριμένα στην Μπαγκαβάτ Γκιτά ο λωτός επίσης συμβολίζει την γέννηση του εκδηλωμένου κόσμου. Πιο συγκεκριμένα αναφέρει :

«Το αιώνιο Μπράχμαν παραμένει ανεκδήλωτο, όπως ένα φύλλο λωτού δεν μολύνεται από το νερό. Που σημαίνει ότι ο ουράνιος λωτός δεν μολύνεται από την τρικυμιώδη θάλασσα του τριπλού κόσμου της ύλης, όπως δεν μολύνεται από την υλική προσωπικότητα το εντός ημών θείο στοιχείο.»

Στην αρχαία Ελλάδα παρόμοιο ρόλο με τον λωτό φαίνεται πως διαδραματίζει το σύμβολο του ρόδακα. Η ετυμολογία της λέξης έρχεται από το ρόδο - τριαντάφυλλο. «Ρόδαξ» ή Ρόδακας αποκαλούνται κυκλικά σχέδια με αναπαράσταση ενός άνθους, που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στον Ελλαδικό χώρο σαν φυλαχτά και διακοσμητικά στοιχεία, από την προϊστορική Μινωική Κρήτη της 2ης χιλιετίας π.Χ, όπως επίσης και στην Μυκηναϊκή εποχή όπου τον συναντούμε ως στολίδι στα διαδήματα των βασιλισσών των Μυκηναίων.

Στην κλασσική περίοδο, οι ρόδακες κοσμούσαν τις οροφές των ιερών της Αφροδίτης, των Ασκληπιείων, τις τοιχογραφίες σπιτιών αρχόντων και ήταν διάδημα της Άρτεμης και της Αφροδίτης.

Ρόδακας ήταν και η βάση του «Ήλιου της Βεργίνας» των Μακεδόνων Βασιλέων. Ο αρχαίος-ελληνικός ρόδακας είχε σχήμα μικρού ρόδου - τριαντάφυλλου, με ανοιγμένα και στρογγυλά στις άκρες τα φύλλα του, περιβάλλονταν από κύκλο και ήταν χαραγμένος πάνω σε πέτρα ή μάρμαρο ή από χρυσό.

Οι λεπτομέρειες, όπως το σχήμα και ο αριθμός των φύλλων του ρόδακα, ποικίλουν ανάλογα με την εποχή, ή τις δοξασίες.

Στον ιερό χώρο της Ελευσίνας συναντούμε κιονόκρανα με οκταπέταλο ρόδακα. Πρόκειται για σύμβολο της ανάστασης του ανθρώπου στον ουρανό, κεντρική ιδέα των Ελευσίνιων μυστηρίων. Ο οκταπέταλος ρόδακας συνδέεται με τον πλανήτη Αφροδίτη.

Στους ναούς της Αφροδίτης στην Ελλάδα αλλά και της Ishtar στην Μεσοποταμία (Βαβυλώνιους), υπάρχει ανάγλυφος ο οκταπέταλος ρόδακας. Σύμφωνα με τον Σουμεριακό μύθο, η Ishtar κατέβηκε στον Άδη παραμένοντας εκεί για κάποιο διάστημα και μετά αναδύθηκε στην ζωή, ως ζωοδότρα. Ως γνωστόν στον μύθο της Δήμητρας και της Περσεφόνης, η κόρη της Δήμητρας, επανάγεται από τον Πλούτωνα στο βασίλειο των νεκρών.

Κάθε οκτώ χρόνια, η Γη και η Αφροδίτη πλησιάζουν μεταξύ τους. Αυτή η οκταετής περιοδικότητα, αποτέλεσε το θέμα του αρχαιότερου αστρολογικού κειμένου στον κόσμο, τον δίσκο της Αφροδίτης από την Νινευϊ. Ήταν τμήμα μιας σειράς που ονομαζόταν Enuma Anu Enlil, το «Βιβλίο των Θεών του Ουρανού και της Γης», το οποίο χρονολογείται στο 17ο αιώνα π.Χ.

Κατέγραψε αποτελεσματικά τις πέντε συνοδικές περιόδους της Αφροδίτης, δίνοντας μια σειρά δέκα οιωνών στην διάρκεια του οκταετούς κύκλου μέσω του σχεδίου εμφάνισης και εξαφάνισης της Αφροδίτης από το οπτικό πεδίο.

Ο πλανήτης Αφροδίτη γνωστός και ως Αποσπερίτης/Έσπερος και Αυγερινός ακόμα και ως Εωσφόρος- ο φέρων το φως. Ως πλανήτης είναι το πιο λαμπρό αντικείμενο στον ουρανό μετά τον Ήλιο και τη Σελήνη. Είναι ορατή με γυμνό μάτι από τη Γη. Μπορεί κανείς να τη δει είτε νωρίς το πρωί, πριν την ανατολή του Ηλίου, ή λίγο μετά τη δύση του Ηλίου.

Η θέα Αφροδίτη η θεά της ομορφιάς ταυτίζεται με τον πλανήτη Αφροδίτη. Ιερά της σύμβολα ήταν τα λευκά περιστέρια, ένα ζευγάρι περιστεριών έσερνε το άρμα της. Σύμβολά της ήταν επίσης το μήλο, η παπαρούνα, το άνθος της ροδιάς (σύμβολο γονιμότητας ), το τριαντάφυλλο, η μυρτιά (έτερο σύμβολο γονιμότητας) και η ανεμών, σύμβολα που συναντούμε επίσης στα Ελευσίνια μυστήρια.

Η κατεξοχήν Θεότητα της Ομορφιάς και του κάλλους, ήταν η Αφροδίτη η οποία αναδύθηκε γυμνή από τον αφρό της θάλασσας. Η απόλυτη ομορφιά δεν χρειάζεται στολίδια, όπως και η αλήθεια πρέπει να είναι απόλυτη και γυμνή. Τέκνα της Αφροδίτης η Αρμονία και ο Έρως, ο Φιλοσοφικός Έρως.

Το κάλλος, η αγαθότητα, το αθάνατο πλήρωμα του θνητού όντος, είναι η αρχή της ομορφιάς, η αρχή του έρωτα και της επιθυμίας προς την θέαση και την ένωση με το Αγαθό. Στην αρχαία Ελληνική μυσταγωγική παράδοση η Αφροδίτη διακρίνεται στην Πάνδημο και την Ουράνια. Η μία, αρχαιότερη, ήταν η Ουρανία Αφροδίτη, κόρη του Ουρανού χωρίς μητέρα, και η άλλη ήταν η Πάνδημος, νεότερη, κόρη του Διός και της Διώνης, η «σκανδαλιάρα» θεά της ελληνικής μυθολογίας.

Μεταξύ των δύο υπήρχε τεράστια διαφορά, ή διαφορετικά, «πανδήμω δ’ Αφροδίτη προς την ουρανίαν ουδέν κοινόν» (= τίποτα το κοινό μεταξύ Πανδήμου και Ουρανίας Αφροδίτης), κατά τον σοφιστή Ιμέριον (Φώτιος, «Βιβλιοθήκη», 243).

Στην αρχαία Κύπρο, όπως μαρτυρούν οι αρχαίες πηγές, είχε λατρευτεί ακριβώς η Ουρανία Αφροδίτη, η αγνή δηλαδή ουράνια θεότητα του κόσμου. Εδώ η Αφροδίτη συμβολίζει την «τέλεια» (μακριά απ' τους περιορισμούς της ύλης) αγάπη. Η Πάνδημος Αφροδίτη αντιστοιχεί στο γνωστό συνήθη σαρκικό Έρωτα, ενώ η Ουράνια αντιστοιχεί στη «μυστικιστική» ενατένιση και ένωση με το «Όλον», στη «Θεία Αγάπη». Ο Πλάτων μας αποκαλύπτει σχετικά στο «Συμπόσιον» (210e-211b):

«Όποιος λοιπόν διαπαιδαγωγηθεί στην ερωτική τέχνη και μάθει να βλέπει σωστά τη μια μετά την άλλη τις διάφορες μορφές του ωραίου, όταν φθάσει στο τέρμα της ερωτικής μυσταγωγίας, θα αντικρίσει ξαφνικά ένα κάλλος αξιοθαύμαστο ― εκείνο ακριβώς το κάλλος χάριν του οποίου καταβλήθηκαν όλες οι προηγούμενες προσπάθειες… Αυτό το Ωραίο είναι κάτι αυθύπαρκτο, ενιαίο στη μορφή, αιώνιο· όλα τα άλλα ωραία πράγματα μετέχουν σ’ αυτό με τέτοιον τρόπο, ώστε ενώ εκείνα γεννιούνται και πεθαίνουν, αυτό ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται ούτε υφίσταται την παραμικρή αλλαγή. Όταν λοιπόν ανεβεί από τα φαινόμενα αυτού του κόσμου και αρχίσει να βλέπει το ίδιο το Ωραίο, έχει σχεδόν φθάσει στο τέλος»!

Συνοψίζοντας, ως Πάνδημος αντιπροσωπεύει τον γήινο και αισθησιακό έρωτα. Εκφράζει την αναπαραγωγική ανάγκη του ανθρώπου, τον υγιή σεξουαλικό πόθο, τη ένωση ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα που διαιωνίζει τη ζωή.

Καθώς η Αφροδίτη ήταν πάντα μια πρωταρχική Θεά της γονιμότητας και της βλάστησης, ο λαός τη φαντάστηκε και τη λάτρεψε ως μια πανέμορφη Θεά που είχε πολλούς εραστές. Κι έτσι, μέσα από διάφορες τελετές και πρακτικές, επέφερε τη γονιμότητα σε όλους τους τομείς της ζωής του.

Μυθολογικά σύζυγος της Αφροδίτης είναι ο Ήφαιστος, Θεός του ηλιακού και υποχθόνιου πυρός, κατασκευαστής όπλων και εργαλείων, σύμβολο διάνοιας και δημιουργίας. Σε ένα εσωτερικό κλειδί η ένωσή τους συμβολίζει την κάμινο, όπου η φωτιά σφυρηλατεί το πιο θαυμαστό από όλα τα έργα: την Ομορφιά. Όμως, δίπλα στην Αφροδίτη συναντάμε και τον Άρη, πότε σύζυγο και πότε εραστή, αναλόγως της εκδοχής του μύθου.

Ο Άρης θεός του πολέμου και του φωτός, σύμβολο της βούλησης και του νόμου, ο Άρης ενώνεται με την Αφροδίτη. Καρπός του έρωτά τους, τέκνο του πολέμου και της αγάπης, είναι η Αρμονία. Και έτσι, συνεχίζουμε σταδιακά τη μικρή μας κατάδυση στα βάθη που γέννησαν την πιο εσωτερική όψη της Αφροδίτης που ονομάζεται Ουράνια.

Πρόκειται για την αρχέγονη Θυγατέρα που σαν όμορφο μαργαριτάρι γεννήθηκε από το κοχύλι της θάλασσας. Αναδύθηκε εξαγνισμένη και αναγεννημένη μέσα από τα αφρισμένα ύδατα κρατώντας έναν καθρέφτη που επέτρεπε στον μυημένο στα Μυστήρια να γνωρίσει την αλήθεια του Όντος.

Είναι η μήτρα των αρχετύπων, των ιδεών, η κρυμμένη αιτία των υψηλών συναισθημάτων και η αφορμή των ευγενών δράσεων. Είναι ο Έρωτας που δημιουργεί τους κόσμους και η Αγάπη που συντηρεί την ουσία τους. Είναι η Ομορφιά που εμψυχώνει και η Αρμονία που ενώνει. Αν, λοιπόν, κατανοήσουμε την ουσία της Θεάς και αποδεχτούμε το μυστήριο της, τότε θα έχουμε την ευκαιρία να εξυψωθούμε από τον ανθρώπινο έρωτα στην αιώνια αγάπη, από την Πάνδημο στην Ουράνια Αφροδίτη.

Και οι δύο όψεις είναι σημαντικές, όμως πρέπει να τις εναρμονίσουμε μέσα μας. Τότε μόνο θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για την αληθινή Αγάπη που προσφέρει από αφθονία, τον αληθινό Έρωτα που ελκύει κοντά μας ό,τι πιο υψηλό έχουμε ονειρευτεί, την αληθινή Ομορφιά που πρέπει να ανακαλύψουμε γύρω μας και την αληθινή Αρμονία που τα κρατάει όλα αυτά ενωμένα.

Και έτσι, θα ανακαλύψουμε τη μαγεία της Αφροδίτης που μας εξυψώνει από το καθημερινό στο υπερβατικό σαν ένα αέρινο άγγιγμα αιωνιότητας κι ένα μεθυστικό άρωμα αθανασίας

Στον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο, είναι απαραίτητη μία φιλοσοφική προπαίδευση, κάθαρση και ένα μυσταγωγικό βίωμα για τη θέαση του Ουράνιου Κάλλους.

Σύμφωνα με την Πλωτίνο η επιθυμία της ψυχής, να στραφεί από τον αισθητό κόσμο στο εσωτερικό της και από εκεί στην «θέωση», γεννά τον «Θείο έρωτα».

Ο έρωτας της ανθρώπινης ψυχής ως εκστατική δύναμη άγει την ψυχή από την έλλειψη στην επιθυμία για την θέαση του υπέρτατου κάλλους, από το «ἐλλεῖπον» στο «πληροῦσθαι» που γεννά «τὴν ἐνέργειαν τὴν πρὸς τὸ ἀγαθόν».

Έρωτας είναι το Αγαθό που με τις ιδιότητες της καλοσύνης και της ομορφιάς υπάρχει μέσα στον κόσμο, έρωτας είναι και η επίπονη προσπάθεια φανέρωσης του Αγαθού στην ψυχή των όντων. Έρωτας είναι η έφεση της ανθρώπινης ψυχής προς το καλύτερο και το ωραιότερο.

Για τον νέο Πλατωνικό φιλόσοφο, χρέος κάθε ανθρώπου είναι να ξεπεράσει καθετί υλικό, φθαρτό και περιορισμένο για να υπερβεί τα όρια της ανθρώπινης συνείδησης και να ενωθεί με το Θείο. Ο δρόμος της Ομορφιάς ή αλλιώς ο δρόμος του Εραστή είναι ένας από τους δρόμους που μπορεί να ακολουθήσει η Ψυχή για να ελευθερωθεί και να ακολουθήσει την πραγματική, αιώνια φύση της.

Εφόσον η ψυχή είναι εγκλωβισμένη μέσα στον αισθητό κόσμο, και άρα μέσα στις μορφές, αυτό που πρέπει να κάνει είναι να αναζητήσει τις ολοκληρωμένες μορφές (ο-μορφές) και όχι τις ατελείς (ά-σχημες= ασχημάτιστες) και να προσπαθήσει να τις μιμηθεί, να ενωθεί μαζί τους, να τις αγαπήσει.

Αυτή την αγάπη για την ομορφιά, για το ωραίο, η ψυχή τη βιώνει μέσω της τέχνης ως δημιουργία και την απολαμβάνει ως τέτοια, διανοίγεται προς τον κόσμο του ωραίου, του τέλειου και ολοκληρωμένου πνεύματος. Η βίωση του Ωραίου όταν η ψυχή εκτίθεται σε τέτοιου είδους όμορφα θεάματα, συγκινήσεις, συναισθήματα, εξευγενίζεται και γίνεται εράσμια (άξια του έρωτα).

Για να γίνει αυτό όμως θα πρέπει η ψυχή να είναι εξαγνισμένη και προετοιμασμένη να δεχτεί αυτό το υψηλό κάλεσμα του Ουράνιου Έρωτα. Πρόκειται για την ανύψωση της ψυχής. Διαφορετικά, η τάση αυτή θα λοξοδρομήσει και θα πέσει από το βάρος των παθών και των ενστίκτων στη ύλη. Το αποτέλεσμα θα ήταν καταστροφικό για την ψυχή εφόσον η αγάπη αυτή θα εκφραζόταν στις υλικές μορφές καθαυτές και όχι σε αυτό που κατοικεί μέσα τους, στην ωραιότητα της ιδέας που τις γέννησε.

Θα είχαμε λοιπόν μια μορφή λαγνείας, αν όχι ειδωλολατρίας, που όχι μόνο δεν απελευθερώνει την ψυχή, αλλά αντίθετα, τη βουλιάζει ακόμα πιο βαθιά στην υλική της φυλακή.

Η ψυχή ανυψώνεται για να συναντήσει το κοσμικό κάλλος, δηλαδή τον ίδιο τον εαυτό της στην τελειότερη του μορφή, καθότι είναι η επιθυμία και ο σκοπός της να αφήσει κάθε τι αισθητό, και να μετατραπεί σε ανώτερη μορφή. Όσο απομακρύνεται από τον αισθητό κόσμο, και πλησιάζει τη Θεία Γνώση, τόσο έρωτα δέχεται αλλά και εκπέμπει.

Για τον Πλωτίνο, όταν ο έρωτας δεν εκπέμπεται από την ψυχή προς τον ανώτερο κόσμο και τις ανώτερες του μορφές, τότε ουσιαστικά εγκλωβίζεται στον εαυτό της ψάχνοντας προβολές στον αισθητό κόσμο κι έτσι το αντικείμενο του πόθου είναι τα υλικά σώματα, τα οποία σε σχέση με τις ανώτερες μορφές τους είναι α-σχημάτιστα, ημιτελή, άσχημα, δηλαδή πολύ μακριά από την αρχετυπική Ομορφιά.

Η πορεία προς την τελειότητα τον Πλωτίνο δεν τον απασχολούσαν τα εξωτερικά γνωρίσματα του ωραίου αλλά τα αίτια αυτού που κατοικεί μέσα τους και που προκάλεσε τη γέννησή τους στην ύλη. Η ωραιότητα εκφράζεται στην ύλη ανάλογα με τον βαθμό διείσδυσης της πνευματικής αρχής (του αρχετύπου) στα υλικά σώματα.

Καθρέφτισμα αυτής της διαδικασίας είναι η δημιουργία ενός ωραίου σώματος, μιας ωραίας εικόνας, ακόμα και ωραίων συναισθημάτων, ιδεών, καταστάσεων, συμπεριφοράς, λόγων, ήχων, συνειδητοποιήσεων.

Η καλλιέργεια μιας όμορφης ψυχής, για τον Πλωτίνο απαιτεί επαφή με τις τέχνες, με τη φιλοσοφία, με τις επιστήμες, δηλαδή να έρχεται σε επαφή με όμορφες εικόνες, σώματα, ιδέες που όμως μέσα τους κατοικεί η πρωταρχική Ωραιότητα:

«Την ψυχή την κοιτάζεις εκείνων που πράττουν ωραία έργα! Και θα μπορούσες να δεις την ωραιότητα που έχει η αγαθή ψυχή; Αν επιστρέψεις στον εαυτό σου και την κοιτάξεις.»

Ταυτόχρονα όμως για να καταφέρει ο άνθρωπος να βιώσει τον θείο έρωτα, την πνευματική ηδονή της ένωσης με το αρχέτυπο, θα πρέπει να αναζητήσει την ομορφιά και στις νοητικές πνευματικές ρίζες των πραγμάτων. Η αρετή, η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η σωφροσύνη είναι υπεύθυνες για την ομορφιά. Πολλές φορές όμως, αυτός ο πλούτος είναι αναμεμειγμένος με την ασχήμια, όπως ο χρυσός που είναι ανάμεικτος με τη σκουριά.

Αυτός είναι ο αγώνας του φιλοσοφικού Εραστή, να αποκαλύψει την Ομορφιά των πραγμάτων γύρω του αλλά και μέσα του. Αγωνίζεται ενάντια στην ασχήμια που ενυπάρχει μέσα στη δεύτερη φύση της ψυχής του, ενάντια στα πάθη της, στις αδυναμίες της, στις εξαρτήσεις και στα απωθημένα για να την εξαγνίσει και να την υψώσει στο φως του θείου Έρωτα, μέχρι να απελευθερωθεί πλήρως από τον αισθητό κόσμο και να ενωθεί με το κοσμικό κάλλος, να μεταμορφωθεί η ίδια σε κάλλος για να πλέει μέσα στην αιώνια πληρότητα. Αυτή είναι η ύψιστη ηδονή για τον Πλωτίνο και το πραγματικό αντικείμενο του πόθου.

Ο άνθρωπος από τη φύση του έχει ανάγκη να ερωτεύεται, για να μπορέσει να εκφράσει από μέσα του την ομορφιά της ψυχής του. Είναι μια ανάγκη πνευματικής επιβίωσης για τον άνθρωπο, ο οποίος όμως συχνά παρεκκλίνει και τείνει να θεοποιεί την ύλη στις διάφορες εκφάνσεις της και να ερωτεύεται επιφανειακά και εγωιστικά, μόνο για να κατακτήσει για τον εαυτό του μια περιοχή και να κατέχει μια ιδιοκτησία.

Ο κίνδυνος του εραστή είναι να παρασυρθεί από την εξωτερική ομορφιά του αντικειμένου ή από τα πάθη που αυτό του διεγείρει και να το θέλει για τον εαυτό του σαν ένα συνεχόμενο ναρκωτικό.

Αυτή είναι μια αντίθετη πορεία από την πορεία του Θείου Έρωτα που είναι μια απελευθέρωση, ένα δόσιμο, μια πορεία από μέσα προς τα έξω, ενώ ο γήινος έρωτας εγκλωβίζει ακόμα περισσότερο τον άνθρωπο μέσα στη φυλακή του εγωισμού του, ωθώντας τον να πάρει σαν άρπαγας από έξω για να το βάλει μέσα.

Ο έρωτας πάνω από όλα είναι ένωση, άνοιγμα, δόσιμο και ελευθερία. Και αυτός είναι ο προορισμός της ψυχής, όπως μας λέει ο αιώνια ερωτευμένος με το Άπειρο, ο Πλωτίνος.

Πώς θα δεις τώρα τι ομορφιά έχει μια καλή ψυχή;, αναρωτιέται ο Πλωτίνος, Και μας αποκαλύπτει (Εν. Περὶ τοῦ καλοῦ 1, 6, 8-9):

«Αποσύρσου στον εαυτό σου και κοίτα· και αν δεις τον εαυτό σου να μην είναι ακόμη ωραίος, όπως ο δημιουργός του αγάλματος που πρέπει να γίνει ωραίο αφαιρεί, λαξεύει, λειαίνει και καθαρίζει μέχρις ότου φανεί πάνω στο άγαλμα ένα ωραίο πρόσωπο, έτσι και συ αφαίρεσε τα περιττά και ίσιωσε τα στραβά, και όσα είναι σκοτεινά κάνε τα να γίνουν λαμπρά καθαρίζοντάς τα, και μην πάψεις να σμιλεύεις το άγαλμά σου, έως ότου λάμψει πάνω του η θεόμορφη λαμπρότητα της αρετής, ώσπου να δεις «τη σωφροσύνη σε ιερό βάθρο ανεβασμένη.

Αν έχει γίνει αυτό και το είδες, και ενώθηκες καθαρός με τον εαυτό σου, χωρίς ούτε τίποτα να σε εμποδίζει να γίνεις έτσι ενιαίος, ούτε να έχεις μαζί σου τίποτε άλλο αναμεμιγμένο μέσα σου, αλλά έχεις γίνει ο ίδιος ολόκληρος μόνο φως αληθινό, που ούτε σε μέγεθος μετριέται, ούτε σε κανένα σχήμα περικλείεται ώστε να ελαττωθεί, ούτε πάλι αυξάνει σε όγκο από έλλειψη ορίων, αλλά επεκτείνεται παντού απροσμέτρητο, ως κάτι μεγαλύτερο από κάθε μέτρο και ανώτερο από κάθε ποσό· αν δεις τον εαυτό σου να έχει γίνει αυτό, αφού θα έχεις γίνει πια όραση ο ίδιος, έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, χωρίς να χρειάζεται να σου δείξει κανείς, εφόσον θα έχεις ήδη ανέβει, προσήλωσε το βλέμμα σου και κοίταξε. Διότι μόνον αυτό το μάτι βλέπει τη μεγάλη Ομορφιά.

Ενώ αν κανείς προσπαθήσει να φτάσει στη θέαση αυτή με μάτια θολωμένα από τις κακίες και χωρίς να έχει καθαρθεί, ή όντας αδύναμος, μη μπορώντας από δειλία του να δει αυτά που είναι πολύ λαμπρά, δεν βλέπει τίποτα, έστω και αν κάποιος άλλος του δείξει πως αυτό που θα μπορούσε να δει βρίσκεται πλάι του. Γιατί αυτό που βλέπει είναι συγγενικό με αυτό που βλέπεται, και πρέπει να στραφεί στη θέαση του αφού πρώτα έχει γίνει όμοιο μ᾽ εκείνο. Αφού ποτέ κανένα μάτι δεν θα μπορούσε να δει τον ήλιο αν δεν ήταν ηλιόμορφο, ούτε η ψυχή μπορεί να δει το Ωραίο, αν δεν έχει πρώτα γίνει ωραία η ίδια».

Σχετίζεται λοιπόν ο ρόδακας με την πορεία της ψυχής και την Ουράνια Αφροδίτη; Ίσως τα Ελευσίνια μυστήρια να διακρίνονταν στα Μικρά της Πανδήμου Αφροδίτης και στα Μεγάλα της Ουράνιας Αφροδίτης, αυτό όμως αποτελεί απλά μία εικασία. Κανείς δεν γνωρίζει τι πραγματικά συνέβαινε στα Ελευσίνια μυστήρια.

Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως αργότερα οι Αλχημιστές έκαναν συχνά παραλληλισμούς ανάμεσα στο Ρόδακα και την Φιλοσοφική Λίθο, η οποία επενεργεί όχι μόνο στην μεταστοιχείωση των μετάλλων, αλλά και στην μετουσίωση του ανθρώπου και κάθε μορφή ζωής.

Τι είναι το ένστικτο κι από πού ξεκινά;

Εσωτερικά κεντρίσματα ή τσιμπήματα αυτοσυντήρησης, συμβίωσης, σεξουαλικής διάθεσης, φανερώνουν δυνάμεις σου, που βρίσκονται πίσω απ’ τις ενέργειες αυτές. Τι είναι όμως αυτό που παρακινεί τη συμπεριφορά σου γύρω απ’ αυτά τα κεντρίσματα; Μήπως είναι ένας τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεσαι επειδή έτσι γεννήθηκες, ή είναι κάτι που η κηδεμονία της φύσης σου ανέπτυξε καθώς άρχισες να μεγαλώνεις;

Θεωρίες, αλλά όχι συνωμοσίας, γι’ εκείνα τα ένστικτα που έρχονται να εξηγήσουν τα κίνητρά σου. Για όλες εκείνες τις έμφυτες βιολογικές τάσεις που σε βοηθούν να επιβιώσεις και φυσικά δεν είναι αποτέλεσμα μάθησης ή εμπειρίας. Είναι η δύναμη μιας ενστικτώδους συμπεριφοράς που κρύβεις. Μιας συμπεριφοράς που εμφανίζεται φυσικά και αυτόματα. Μπορεί για μερικούς να ‘ναι παραπάνω αναπτυγμένο ως χάρισμα, αλλά επί της ουσίας, δε χρειάζεται να σου το μάθει κάποιος για να εμφανιστεί.

Φυσικά δεν είσαι μέρος εκείνου του βασιλείου που μεταναστεύει με την αλλαγή των εποχών και δεν εμφανίζεις γενικότερες εγγενείς τάσεις που συμμετέχουν αυθόρμητα σ’ ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς. Ανήκεις σ’ εκείνο το βασίλειο όπου η αντίληψη, η συμπεριφορά και το συναίσθημα έρχεται ν’ αποκαλύψει τη θεωρία του ενστίκτου, εξηγώντας, το κάθε κίνητρό σου. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα τρία. Ο τομέας της ψυχολογίας αποκαλύπτει δεκαοχτώ διαφορετικά ένστικτα.

Είναι λίγο η περιέργειά σου, το γέλιο σου, η άνεση, το σεξ, η αναζήτηση τροφής, ο φόβος σου, ο θυμός, η αγάπη, η ντροπή και η καθαριότητά σου, που έρχονται να περιγράψουν μερικές απ’ τις ενστικτώδεις αντιδράσεις απ’ τα ερεθίσματα του περιβάλλοντός σου. Δεν είναι εκείνο το «πρέπει» αλλά ένα πιο εσωτερικό συναίσθημα που πηγάζει από μέσα σου. Αν επομένως αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει το ένστικτο, δεν είναι η έκτη ή μια έκτη αίσθηση, αλλά μια συμπεριφορά φυσική και αυθόρμητη.

Αλλά όπως σ’ όλα τα πράγματα, έτσι κι εδώ υπάρχουν μερικοί περιορισμοί. Κι ενώ η σύγχρονη ψυχολογία εξηγεί ότι ενώ ορισμένες τάσεις μπορεί να ‘ναι βιολογικά προγραμματισμένες, ωστόσο έρχεται ν’ αποδεχτεί ότι και οι ατομικές εμπειρίες παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στον τρόπο εμφάνισης μερικών απαντήσεων. Για παράδειγμα, ενώ μπορεί να’ σαι προγραμματισμένος να φοβάσαι ένα επικίνδυνο ζώο, πιθανότατα, δε θα δείξεις ποτέ αυτόν τον φόβο σου εάν δεν εκτεθείς σ’ αυτό.

Επομένως τα ένστικτα δεν μπορούν να παρατηρηθούν ή να δοκιμαστούν επιστημονικά. Δεν μπορούν να εξηγήσουν όλες τις συμπεριφορές και μία απλή επισήμανση δεν είναι τίποτα για να εξηγήσει γιατί κάτι εμφανίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις αλλά όχι σε κάποιες άλλες. Κι αν νομίζεις ότι οι ψυχολόγοι θα το άφηναν να περάσει αυτό έτσι απλά, κάνεις λάθος. Βρήκαν μερικές ακόμη θεωρίες, για να το συνδέσουν με το κίνητρό σου.

Γι’ αυτό ήρθε η θεωρία της διέγερσης για ν’ αποκαλύψει εκείνη τη συμπεριφορά που συσχετίζεται με την ερωτική επιθυμία. Για ν’ ακολουθήσει η θεωρία της προσδοκίας κι αυτή η αντιληπτή επιθυμία μίας αναμενόμενης ανταμοιβής. Αλλά και η ανθρωπιστική, με μια συμπεριφορά όπου έχει ως αποτέλεσμα την επιθυμία για αυτοπραγματοποίηση.

Ωστόσο, ο Φρόιντ, χρησιμοποίησε μία πιο ευρεία άποψη. Μπορεί να μη μελέτησε τη δική σου συμπεριφορά, αλλά ανέφερε ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά γενικότερα, καθοδηγείται από δύο βασικές δυνάμεις. Τα ένστικτα της ζωής ή σεξουαλικά ένστικτα και του θανάτου. Με το ένα να κρύβει τη λίμπιντό σου, την ευχαρίστηση και την αναπαραγωγή και το άλλο την επιθετικότητα ως ένστικτο που σε ωθεί να επιβιώσεις.

Επομένως, τι ακριβώς σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή; Ότι όλα απλώς είναι μία θεωρία; Ή υπάρχει μία δύναμη από πίσω, που στο τέλος ανταμείβει κάθε σου ενέργεια;

Ο κόσμος του fan-fiction και οι επιθυμίες που κρύβει

Ο κόσμος του «fan-fiction» απαρτίζεται από φαντασία, άπλετη ελευθερία λόγου και σεξουαλικότητας. Είναι ένας κόσμος ανοιχτός σε όλες τις ηλικίες, για όλα τα γούστα και με άπειρο υλικό. Ταξιδεύεις σε αλλιώτικους κόσμους αγαπημένων σου χαρακτήρων και καλλιτεχνών ή επιλέγεις να έχεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο πλάι τους. Τι είναι, όμως το fan-fiction;

Ως fan-fiction ορίζουμε τη συγγραφή –παραλλαγμένων ή πρωτότυπων– ιστοριών από θαυμαστές οι οποίοι εμπνέονται από ήδη υπάρχοντα έργα και πρόσωπα. Ο όρος αυτός μάς πάει πίσω στο 1939, όπου χρησιμοποιούνταν όταν αναφέρονταν στη συγγραφή των ερασιτεχνών. Το 1960 ήταν που άρχισε να παίρνει τη μορφή που γνωρίζουμε έως και σήμερα, όταν η ομάδα θαυμαστών του Star Trek (The Star Τrek fandom) άρχισε να εκδίδει ερασιτεχνικά, το περιοδικό «Spockanalia» με περιεχόμενο για θαυμαστές. Ωστόσο, με τη δημιουργία του διαδικτύου το fan-fiction εξάπλωσε γρηγορότερα την ύπαρξή του καταλαμβάνοντας το 1/3 των βιβλίων στο ίντερνετ. Ιστοσελίδες- βιβλιοθήκες θα σε φέρουν πιο κοντά στη γνωριμία με αυτόν τον κόσμο. Σαφώς υπάρχουν και ελληνικά fan-fiction και τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να αυξάνονται.

Γιατί να γίνεις, όμως συγγραφέας fan-fiction; Η επιθυμία θα λέγαμε, πως ξεκινάει από τον ενθουσιασμό ή ακόμη και την απογοήτευση για μια σειρά, ταινία ή βιβλίο. Είναι ένας τρόπος να συνεχίσεις και να εξελίξεις μια ιστορία δίνοντας σε εσένα και τους αναγνώστες την επιβεβαίωση της ύπαρξης των χαρακτήρων και την παραλλαγή γεγονότων, έτσι ώστε η έκβασή της να είναι τέτοια που να ικανοποιεί εσένα και τους θαυμαστές. Μπορείς να δώσεις πρωταγωνιστικό ρόλο σε εκείνον τον χαρακτήρα που θεωρείς ότι δεν του δόθηκε αρκετός χρόνος ή ακόμη να ενώσεις δυο διαφορετικούς κόσμους όπως του The Vampire Diaries και του Teen Wolf, σε ένα λεγόμενο crossover. Αποτελεί μια πολύ δημιουργική δραστηριότητα, ικανή να αποκτήσει μεγάλη απήχηση. Κι όλα αυτά δωρεάν και με τη χρήση του fair use.

Αντίστοιχα, οι αναγνώστες ικανοποιούν τα δικά τους θέλω. Από τις πιο «ελαφριές» επιθυμίες, έως και τις πιο ενδόμυχες. Πέρα από τη χαρά που μπορεί να τούς προσφέρει ένα ανάλαφρο, ρομαντικό περιεχόμενο, υπάρχει μια τάση των αναγνωστών να αποζητούν ερωτική ικανοποίηση με πρωταγωνιστές μέλη συγκροτημάτων, ηθοποιούς και φανταστικούς χαρακτήρες. Πολλές φορές φτάνουν και στο σημείο να ζητούν από συγγραφείς τη δημιουργία ιστοριών με δικές τους οδηγίες και πάμπολλες απαιτήσεις.

Υπάρχουν πολλά είδη fan-fiction, μεταξύ των οποίων το crossover που αναφέραμε παραπάνω, τα one-shot, τα οποία αποτελούν αυτοτελείς ιστορίες, τα fluff, που είναι ανάλαφρες ρομαντικές ιστορίες και τα lemon ή αλλιώς smut, τα οποία περιέχουν, έως και ακραίο, σεξουαλικό περιεχόμενο. Ο κίνδυνος με την την τελευταία κατηγορία είναι πως στις ιστοσελίδες που εκδίδονται δεν μπορείς να γνωρίζεις την πραγματική ηλικία των αναγνωστών που διαβάζουν τέτοιες ιστορίες ή ακόμη κι εκείνων που απαιτούν από συγγραφείς να δημιουργήσουν.

Ειδικότερα, υπάρχουν όροι όπως o «character x reader» που καθιστά τον αναγνώστη ως συμπρωταγωνιστή κι όπου «Y/N» σημαίνει «Your Name». Με τον όρο «A/U» εννοούμε «Alternate Universe», δηλαδή ένα παράλληλο σύμπαν στο οποίο τα γεγονότα και οι καταστάσεις είναι διαφορετικά από το αυθεντικό. Οι συγγραφείς έχουν την επιλογή του «O/C», που σημαίνει «Original Character» ο οποίος αποτελεί δημιούργημα των ιδίων ανάμεσα στους ήδη υπαρκτούς χαρακτήρες. Μάλιστα, μια από τις πιο γνωστές ορολογίες είναι το λεγόμενο «shipping», σύμφωνα με το οποίο οι θαυμαστές εκφράζουν τον ενθουσιασμό τους για ένα ζευγάρι χαρακτήρων, ή και το ταίριασμα χαρακτήρων, που στο αυθεντικό έργο η σχέση τους δεν έχει κάποια ιδιαίτερη εμβάθυνση ή ύπαρξη.

Στις βιβλιοθήκες του fan-fiction μπορούμε να βγάλουμε πολλά συμπεράσματα για τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται οι θαυμαστές των νεότερων γενεών. Για τις επιθυμίες τους, από τον τρόπο που σχολιάζουν και την ωριμότητα, θα λέγαμε, κάποιων ακόμη και στο άνθος της εφηβείας τους. Το fan-fiction είναι για όλους, αλλά μεγάλο ποσοστό αποτελούν τα νεότερα άτομα. Άτομα με χαμηλή αυτοπεποίθηση, με περίπλοκο ψυχισμό και μη αποδοχή του εαυτού τους. Υπάρχουν συγγραφείς, όπως και αναγνώστες, με ψευδώνυμα που παρουσιάζουν ένα τελείως διαφορετικό «πρόσωπο» μέσα σε έναν απρόσωπο κόσμο, που μοιράζονται κοινά ενδιαφέροντα, απόψεις, συναισθήματα, μα και πολύ ενθουσιασμό. Σαφώς ελλοχεύουν κίνδυνοι και μυστήρια, που ένα παιδί μπορεί να μη βλέπει, παράλληλα όμως ανοίγονται οι πόρτες της φαντασίας και της εξερεύνησης για όποιον αρέσει να γράφει και να εξελίσσει.

Ένα πολύ σύνηθες φαινόμενο σε αυτό το είδος συγγραφής είναι η άμβλυνση της κακοποίησης και ο ρομαντισμός του κίνδυνου. Η βία, σε όλες τις μορφές της, λαμβάνει μια διαφορετική υπόσταση μέσα από τις λέξεις που κρύβουν την αληθινή της φύση. Κάτι τέτοιο οι αναγνώστες δεν το βλέπουν, όσο ικανοποιούνται διαβάζοντας μια ιστορία στην οποία ο γοητευτικός πρωταγωνιστής ξεδιπλώνει τον χαρακτήρα του στον πιο αδύναμο συμπρωταγωνιστή- που πολλές φορές ο ίδιος ο αναγνώστης ευχαριστιέται με το να είναι ο «αδύναμος» σε μια προσπάθειά του να νιώσει μοναδικός που ο ήρωας έχει επιλέξει εκείνον.

Η κοινωνία του fan-fiction μπορεί να προσφέρει πολλά και να ενώσει τις φωνές συγγραφέων κάνοντας κριτική, συζητήσεις και βοηθώντας ο ένας τον άλλον, να εξελιχθεί και να βρει τη δική του μοναδική έκφραση μέσα από τη γραφή. Είναι αλήθεια, πως κάποιες από τις πιο κρυφές μας επιθυμίες είναι κι εκείνες που αγγίζουν τα όρια μεταξύ της ηθικής και της υπέρβασής της. Ανώνυμα ο καθένας έχει την ελευθερία να πράξει και να γράψει ό,τι θέλει, δίχως να φοβηθεί την κριτική.

Για κάποιους το fan-fiction θεωρείται μέσω εκτόνωσης, τόσο του ψυχικού κόσμου όσο και της καλλιτεχνικής φλέβας. Όπως και να ‘χει, πάντοτε η συγγραφική πένα δε θα ψεύδεται καθώς αποτελεί αντικατοπτρισμό των υποσυνείδητων σκέψεών μας. Σε μια προσπάθεια να αλλάξουμε το τέλος μιας αυθεντικής ιστορίας, προβάλλουμε τον ατελείωτο κόσμο των ανεξέλεγκτων επιθυμιών μας.


Fun Fact: Η ιστορία «After» της Anna Todd που έγινε βιβλίο και ταινία, ξεκίνησε ως ένα fan-fiction με πρωταγωνιστή-έμπνευση μέλος των One Direction. Με αμφιλεγόμενες κριτικές, πολλοί το παρουσιάζουν ως μια ανάλαφρη, εφηβική εκδοχή του Fifty Shades of Grey. Τι σας λέει αυτό;

«Αναλογία οπτικής κυριαρχίας» ή αλλιώς παιχνίδι με τα μάτια

Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι η ζεστασιά του βλέμματος του συντρόφου μας, το χαμόγελο της κοπέλας μου θα μας φτιάξει τον πρώτο μας καφέ μέσα στη μέρα, το ευγενικό ύφος του συναδέλφου μας στο γραφείο, η δύναμη της χειραψίας που θα κάνεις με το αφεντικό σου, η κλίση του κεφαλιού και του σώματος που έχει ο φίλος σου όταν συζητάτε, η διάρκεια του αγγίγματος του παιδιού σου, ίσως να έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από τα ίδια τα λόγια που ίσως να σου έλεγαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μέσα σε μια μέρα;

Η πολυσυζητημένη, λοιπόν, κυρίως τα τελευταία χρόνια, Γλώσσα του Σώματος, έχει να κάνει με τον τρόπο που χρησιμοποιούμε, με σκοπό να στείλουμε μηνύματα σε αυτούς που έχουμε απέναντί μας, με χειρονομίες, κινήσεις του σώματος και εκφράσεις του προσώπου, οι οποίες βέβαια άλλες φορές γίνονται συνειδητά και άλλες ασυνείδητα. Επίσης, έχει άμεση σχέση με την εμφάνιση, τον προσωπικό χώρο που έχει ανάγκη ο καθένας μας, το βλέμμα μας, καθώς και με την αντίδρασή μας στη σωματική επαφή.

Οι ψυχολόγοι τονίζουν ότι η μη λεκτική επικοινωνία έχει τη δύναμη να κερδίζει τις πρώτες εντυπώσεις, να «σπάει» τον πάγο ή να σηκώνει τείχη αδιαφορίας ως προς το συνομιλητή μας, να προκαλεί οικειότητα και ζεστασιά, να γοητεύει, να σαγηνεύει, δημιουργώντας έτσι συναισθήματα αποδοχής, ανυπομονησίας, ή θυμού και αγανάκτησης. Άλλωστε, έρευνες έχουν δείξει ότι όταν αυτά που ακούμε, δεν έρχονται σε συμφωνία με τα σιωπηρά σήματα που μας στέλνει ο απέναντί μας, τότε τείνουμε να βασιζόμαστε κατά κύριο λόγο στα μη εμφανή μηνύματα που λαμβάνουμε, για να βγάλουμε μια εκτίμηση των σκέψεων του ή ακόμη και να καταλήξουμε αν θα τον συμπαθήσουμε ή θα τον αντιπαθήσουμε.

Επίσης, είναι σημαντικό να πούμε εδώ ότι οι κοινωνικοί ψυχολόγοι στις μέρες μας, διακρίνουν τρεις βασικές κατηγορίες μη λεκτικής επικοινωνίας. Μια κατηγορία αφορά τις σωματικές κινήσεις, τις εκφράσεις δηλαδή του προσώπου, τις χειρονομίες, τη στάση του σώματος, τις κινήσεις των ματιών, η άλλη είναι η λεγόμενη «παραγλώσσα», και περιλαμβάνει την ποιότητα και το τονικό ύψος της φωνής, τον αριθμό και τη διάρκεια των παύσεων και διάφορους μη λεκτικούς ήχους, ακόμη και το «εεε» που λέει κάποιος κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, ενώ υπάρχει και η «σημειολογία της απόστασης», δηλαδή η χρήση του προσωπικού χώρου κάποιου. Εμείς, θα αναλύσουμε περισσότερο τις σωματικές κινήσεις και ιδιαίτερα την ένταση και την κατεύθυνση του ανθρώπινου βλέμματος.

Πράγματι, αυτά τα δύο στοιχεία, στέλνουν καθοριστικά μηνύματα για την κυριαρχία στην ανθρώπινη επικοινωνία. Το παιχνίδι του βλέμματος λοιπόν καθημερινά όλοι μας το παίζουμε με τα παιδιά μας, με τους φίλους μας, με τους γονείς μας, τους ανωτέρους και τους υφισταμένους μας, όταν μιλάμε με έναν υπάλληλο καταστήματος ή ακόμη και με αγνώστους που θα βρεθούμε στο τραίνο ή στο δρόμο. Ασυνείδητα, έχουμε την έμφυτη ικανότητα να προσαρμόζουμε αυτόματα το χρονικό διάστημα που κρατάμε το βλέμμα μας προσηλωμένο στα μάτια του άλλου, ανάλογα με τη διαφορά της κοινωνικής μας θέσης. Είναι κάτι που γίνεται μηχανικά, χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Οι ειδικοί μας λένε ότι όλα κρίνονται από το πώς προσαρμόζουμε τη συμπεριφορά μας από τον ρόλο του ακροατή στον ρόλο του ομιλητή και έχουν καταφέρει να χαρακτηρίσουν αυτή τη συμπεριφορά με ένα μοναδικό ποσοτικό μέτρο.

Όταν πάρουμε το ποσοστό του χρόνου το οποίο κοιτάζουμε ένα άτομο στα μάτια ενώ του μιλάμε και το διαιρέσουμε με το ποσοστό του χρόνου κατά το οποίο κοιτάζουμε τον ίδιο άνθρωπο στα μάτια ενώ τον ακούμε, θα πάρουμε ένα σπουδαίο και συνάμα εντυπωσιακό στατιστικό μέγεθος που ονομάζεται «αναλογία οπτικής κυριαρχίας». Πρόκειται για ένα νούμερο το οποίο δείχνει τη θέση μας στην ιεραρχία της κοινωνικής κυριαρχίας σε σχέση με τον συνομιλητή μας. Αν αυτό είναι κοντά στο 1,0 ή παραπάνω, τότε μιλάμε για ανθρώπους με σχετικά υψηλή κοινωνική κυριαρχία, ενώ αν είναι κάτω από 1,0 υποδηλώνει χαμηλότερη θέση στην ιεραρχία της κυριαρχίας.

Αυτό βέβαια μπορεί να σου ακούγεται παράξενο, καθώς κάποιοι από εμάς προτιμούμε να τους κοιτάζουμε όλους στα μάτια, ενώ άλλοι συνηθίζουμε να κοιτάμε πάντα κάπου αλλού, είτε μιλάμε στο διευθυντή μας είτε στους φίλους μας, είτε στον υπάλληλο της τράπεζας. Έρευνες έχουν δείξει ότι αυτή η βλεμματική μας συμπεριφορά όχι μόνο γίνεται συχνά, αλλά οι άνθρωποι τείνουν να επιδίδονται σε αυτή με μεγάλη συνέπεια και αριθμητική ακρίβεια. Για παράδειγμα, βρέθηκε ότι προπτυχιακοί φοιτητές σε ένα εισαγωγικό μάθημα ψυχολογίας έφταναν το 0,92 στην αναλογία οπτικής κυριαρχίας, όταν μιλούσαν σε κάποιον που πίστευαν πως ήταν τελειόφοιτος λυκείου και δε σκόπευε να πάει στο κολέγιο, αλλά πήγαιναν στην τιμή 0,59, όταν μιλούσαν σε κάποιον που πίστευαν ότι είχε αποφοιτήσει με άριστα στη χημεία και είχε γίνει δεκτός σε μια υψηλόβαθμη ιατρική σχολή. Επίσης, βρέθηκε ότι άντρες-ειδικοί που μιλούσαν σε γυναίκες για ένα θέμα του δικού τους τομέα παρουσίαζαν δείκτη 0,98, ενώ άντρες που μιλούσαν σε γυναίκες-ειδικούς σχετικά με θέμα του τομέα της γυναίκας είχαν τιμή μόλις 0,61.

Ίσως τελικά, εμείς οι άνθρωποι, να είμαστε μια μυστηριώδης αποθήκη πληροφοριών σε ό,τι αφορά τα μη λεκτικά σήματα που εκπέμπουμε στο περιβάλλον μας. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι οι ειδικοί μας λένε ξανά και ξανά ότι η γλώσσα του σώματός μας αντιπροσωπεύει το 55% του μηνύματος που στέλνουμε, μόνο το 7% είναι η λεκτική επικοινωνία, ενώ το 38% έχει να κάνει με την ένταση της φωνής μας (χρωματισμός, τόνος, χροιά).

Αν δε δώσεις όνομα σ΄ αυτό που νιώθεις υπάρχει;

«Και οι λέξεις φλέβες είναι, μέσα τους αίμα τρέχει»

Ο άνθρωπος από τις απαρχές της δημιουργίας κοινωνιών προσπάθησε να εκφράσει τις ιδέες, τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις του με άναρθρες και ασυνάρτητες κραυγές αρχικά που όμως αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές. Αντικαταστάθηκαν έπειτα από τα επιμελώς τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο γράμματα σύμφωνα με τους εκάστοτε γραμματικούς κανόνες, δημιουργώντας κατά αυτόν τον τρόπο τις λέξεις. Από τις πρωτόγονες αυτές μορφές παραταγμένες σε μία καθωσπρέπει σειρά ανάλογα με τους συντακτικούς κανόνες προέκυψαν οι προτάσεις, αλλά στη σημερινή εποχή έχουμε μάθει να μιλάμε περισσότερο με μεμονωμένα και αποσπασματικά λόγια παρά με ολοκληρωμένα και η αλήθεια είναι πως οι «παρεξηγημένες» λέξεις είναι κάτι παραπάνω από όμορφα, στοιβαγμένα γράμματα.

Οι λέξεις, επιβεβαιωμένα, αποτελούν έναν πολύπλοκα απλοϊκό κώδικα που σηματοδοτεί όλα εκείνα που αποφαίνονται σημαντικά για εμάς, ελλοχεύουν νοήματα που διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, από ψυχή σε ψυχή, από καρδιά σε καρδιά κι αυτό ίσως είναι κάτι που μπορεί να παρατηρηθεί πέρα από τα εγκλωβισμένα -όπως έχουν διαμορφωθεί- όρια της επικοινωνίας ανάμεσα μας. Έχουμε παραβλέψει όμως, ότι οι λέξεις πλάσθηκαν πρωταρχικά από τον άνθρωπο για τον ίδιο τον άνθρωπο και περίτρανη απόδειξη αποτελεί πως τις χρησιμοποιούμε μονάχα ως μέσο εξουσίας και κυριαρχίας πάνω στους άλλους. Tα μάτια μιλούν σιωπηλά αλλά τα χείλη δρουν, εκδηλώνουν και ξεγυμνώνουν κτητικά και απόλυτα.

Εκφράζουμε όσα επιθυμεί ο άλλος, αδιαφορώντας για την αβάσταχτη βαρύτητα που περιβάλλει τα λεγόμενά μας τόσο για εκείνους όσο και για εμάς. Λησμονούμε συχνά να αναζητήσουμε το νόημα της κάθε λέξης, την προσωπική σημασία που αποκτά για τον καθένα μας, οπότε μιλούμε για να αναδείξουμε ορισμένες κοινά αποδεκτές ουσίες, οι οποίες για εμάς είναι ανούσιες! Σωρηδόν λοιπόν εξαπολύουμε κάποιους αναγραμματισμούς (για εμάς) που στους άλλους αναδεικνύονται ως μία σύνδεση αλλά στην πραγματικότητα είναι μια αγεφύρωτη απόσταση.

Το τραγικό και ειρωνικό συγχρόνως, είναι πως παρ’ όλο που πιθανότατα (;) μπορούμε να απαριθμήσουμε όσες λέξεις γνωρίζουμε, αδυνατούμε να σκεφτούμε και να τοποθετήσουμε στην κορυφή εκείνες που αποκαλύπτουν τον εαυτό μας, τα γράμματα εκείνα που όταν ακούγονται τριγύρω μας με μία συγκεκριμένη δομή συνταράσσουν το «είναι» μας. Δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε εάν κάποιες από τις αμέτρητες εκείνες λέξεις εκατομμυρίων χρόνων μας εξιτάρουν, μας συγκινούν, μας φοβίζουν, μας χαροποιούν, μας αναγκάζουν να αναλογιστούμε τις πράξεις μας, μας αντιπροσωπεύουν, μας επιτρέπουν να είμαστε αυτό που με τόσο ατελή τρόπο είμαστε και αυτό αποκαλύπτει τη δυσμενή κατάσταση που έχουμε καθηλώσει το «εγώ» μας: την απομάκρυνση από την αλήθεια (μας).

Μάθαμε τόσες πολλές «κοινωνικές αλήθειες» που ξεχάσαμε να αναζητήσουμε την προσωπική μας ή ορθότερα, εφησυχαστήκαμε από τις καθιερωμένες ερμηνείες, υιοθετώντας τες ακρίτως· γιατί να δημιουργήσουμε άραγε μία παραπάνω αλήθεια; Η τελευταία βρίσκεται στην καρδιά μας, τοποθετημένη στο κέντρο της ώστε να παρατηρεί απευθείας όλες εκείνες τις εντυπωσιακά αιθέριες υπάρξεις που παρελαύνουν ενώπιόν της, καρτερικά αναμένοντας για τις λέξεις εκείνες που θα καταφέρουν να την ωθήσουν να χτυπήσει και να δώσει πνοή στο σώμα αλλά εμείς, ως κατ’ εξοχήν εγωιστικά όντα (ειδικά με τον εαυτό μας) στερούμε καθετί που θα αποδεικνυόταν σωτήριο για εμάς. Έχουμε λατρέψει επικίνδυνα σχεδόν να βρισκόμαστε σε μία κατάσταση άγνοιας και αστάθειας, απολαμβάνουμε στο έπακρο την αλεξιθυμία μας, καθώς μας αποδεσμεύει από τον μοναδικό μας σύμμαχο, τον εαυτό μας!

Εάν οδηγηθούμε στο σημείο να αποδώσουμε ένα όνομα στο συναίσθημά μας σημαίνει πως το έχουμε επισημάνει, το έχουμε αναγνωρίσει, μπορούμε να το κατανοήσουμε και να το μελετήσουμε ευχερέστερα, με αποτέλεσμα να συντελεί μια σημασία για εμάς, ένα νόημα, πλέον να συγκαταλέγεται στις αλήθειες μας και ό,τι είναι αληθινό απαιτεί σεβασμό. Οπότε είναι κάπως παράδοξο να διακηρύττουμε για τον έρωτα, τη λύπη, τη χαρά, τον φόβο, όταν εμείς οι ίδιοι αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε τι σημαίνουν αυτά τα συναισθήματα. Ερωτευόμαστε μία πλασματική ιδέα του έρωτα δίχως να ξέρουμε πώς είναι ή πώς θα επιθυμούσαμε εμείς να τον βιώνουμε. Λυπόμαστε, αλλά αδυνατούμε να διαχωρίσουμε τη λέξη αυτή από εκείνες της απόγνωσης, της απογοήτευσης, της θλίψης ή του οίκτου. Χαιρόμαστε, με την προϋπόθεση όμως πως όλα τα όμορφα συναισθήματα εμπεριέχονται σε τέσσερα μονάχα γράμματα και δε θα χρειαστεί να αντιληφθούμε την αληθινή υπόστασή τους. Φοβόμαστε γιατί τρέμουμε; Ανησυχούμε; Αμφιβάλλουμε;

Στον έξω κόσμο, του ηλίου και της αλήθειας, τυφλωθήκαμε, δειλιάσαμε και κρυφτήκαμε μέσα στην ασφαλή μας σπηλιά. Η ολοκληρωμένη διαδρομή φαινόταν μακρινή και περίπλοκη, γεμάτη από υποχρεώσεις που βάραιναν τους ώμους μας, πλασμένη από λέξεις που δυσκόλευαν τα δάχτυλά μας, για αυτό και την απορρίψαμε. Ο ποιητής όμως μας προειδοποίησε πως «σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις» αλλά πιστέψαμε πως ήταν μια φωνή κάποιας Σειρήνας που έπρεπε να αποφύγουμε πάση θυσία- ακόμα κι αν αυτή η θυσία ήμασταν εμείς.

Χρειαζόμαστε να αναζητήσουμε τις συναισθηματικές αποχρώσεις στη ζωή μας με τον ίδιο τρόπο που έχουμε ανάγκη και την ιχνηλάτησή μας προς την έκφρασή τους, γιατί οι λέξεις είναι ευαίσθητες και οι ψυχές των ανθρώπων ακόμη πιο ευάλωτες και επιρρεπείς στα άναρχα βέλη με τα οποία εμείς οι ίδιοι κατακεραυνώνουμε.

Τα συναισθήματά μας είναι λέξεις μας! Το ιδιαίτερο ηχόχρωμά τους, η ξεχωριστή διατύπωσή τους, η προσωπική έκφρασή τους, ο ιδιωτικός τρόπος και ο εσωτερικός τόπος απόδοσης-προσφοράς τους ηχεί μέσα μας, γιατί πριν από όλους πρέπει να τις παραδεχτούμε στον εαυτό μας αρχικά, να τις αφήσουμε να μας προσδιορίσουν κι έπειτα να τις αφήσουμε να ξεχυθούν πάνω μας δίχως να τις κρύψουμε με έναν προστατευτικό μανδύα ωσάν τρέμαμε στην ιδέα του εαυτού μας.

Οπότε αντιτιθέμενοι στην ύπαρξη πέντε αισθημάτων όπου η καρδιά μας βασιζόταν για την επιβίωσή της, οφείλουμε να σταθούμε ενώπιον των συναισθηματικών κυμάτων της ζωής μας αφήνοντάς το να μας αγγίξει τόσο με τη σπαρακτική ηρεμία του κυματισμού αλλά και με τη μεταρσιωτική ορμή της τρικυμίας· γιατί εάν δεν αισθανθούμε τον εαυτό μας στην ολότητά του, με τι λέξεις που του αρμόζουν, τι μένει να νιώσουμε;

Ο Σεξισμός στη Γλώσσα

Η γλώσσα είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό από όλα τα ανθρώπινα γνωρίσματα. Η ανθρώπινη επικοινωνία γίνεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τις εκφράσεις του προσώπου, με σύμβολα, σήματα, χειρονομίες και κινήσεις. Ωστόσο, αυτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από άλλα ζώα.

Η γλώσσα, όμως, περιλαμβάνει μια ιδιαίτερα πολύπλοκη χρήση αυθαίρετων συμβατικών συμβόλων (των λέξεων), τα οποία συνδυάζονται σύμφωνα με ένα πολιτισμικά καθιερωμένο σύστημα προκειμένου να μεταφέρουν συγκεκριμένα νοήματα στους άλλους ανθρώπους.

Η ψυχολογική μελέτη της γλώσσας

Η ψυχολογική μελέτη της γλώσσας αντλεί από πολλά διαφορετικά πεδία γνώσης. Ένα μεγάλο μέρος της έρευνας εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά αποκτούν τη γλώσσα και πολλές από τις γνώσεις που έχουν αποκτηθεί από αυτόν τον τομέα έχουν εφαρμοστεί άμεσα σε ειδικά εκπαιδευτικά σχήματα. Οι ψυχολόγοι έχουν μελετήσει επίσης με ποιον τρόπο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη μη λεκτική επικοινωνία για να κατευθύνουν και να ρυθμίσουν τη συζήτηση και την κοινωνική αλληλεπίδραση.

Η μη λεκτική επικοινωνία μερικές φορές συνδέεται στενά με τη χρήση της γλώσσας. Για παράδειγμα, ο τόνος της φωνής ή ο τονισμός μπορεί να ξεκαθαρίσει ή να ενισχύσει το λεκτικό νόημα.

Η επιλογή της γλώσσας μπορεί να επηρεάσει δραματικά το πραγματικό μήνυμα που μεταφέρουμε, ακόμη και όταν χρησιμοποιούμε λέξεις οι οποίες φαίνεται να σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Ο Thouless (1974) έδειξε ότι οι «υποβλητικές» λέξεις (οι λέξεις που υποδηλώνουν αξίες ή έντονα αισθήματα) μπορούν να επηρεάσουν αυτό που ακούει ένας ακροατής. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι το κυβερνών κόμμα μιας χώρας μπορεί να αναφέρεται από τα μέσα ενημέρωσης είτε ως «καθεστώς» είτε ως «κυβέρνηση» μεταβιβάζει ένα ελαφρώς διαφορετικό μήνυμα σε κάθε περίπτωση.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της μετάδοσης στάσεων μέσω της γλώσσας μπορεί να θεωρηθεί η σεξιστική γλώσσα, στην οποία η εντύπωση ότι οι γυναίκες είναι «κατώτερες» ή «ασήμαντες» διαιωνίζεται μέσα από τη χρήση της γλώσσας.

Η επίδραση της γλώσσας στην σκέψη

Ο Lakoff (1975) υποστήριξε ότι οι γυναίκες ενθαρρύνονται άμεσα να χρησιμοποιούν λιγότερο διεκδικητικές μορφές γλώσσας σε σύγκριση με τους άνδρες. Για παράδειγμα, οι ανιχνευτικές εκφράσεις όπως «νομίζω» ή «ίσως» εμφανίζονται συχνά στο γυναικείο λόγο, αλλά είναι σχετικά ασυνήθιστες στο λόγο των ανδρών. Οι διαφορές τέτοιου είδους στο ύφος έχουν ως αποτέλεσμα ο λόγος των γυναικών να θεωρείται λιγότερο σημαντικός, επειδή ακούγεται λιγότερο αποφασιστικός και μεταδίδει μια αβεβαιότητα.

Έχουν γίνει διάφορες έρευνες που δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι συμβατικές μορφές της γλώσσας μπορεί να έχουν μια άμεση επίδραση στη σκέψη των ανθρώπων.

Οι Eakins & Eakins (1978) έδειξαν ότι οι γυναίκες αναφέρονται συχνότερα ως «κτήμα» παρά ως «κτήτορες» στις σχέσεις («η κόρη του Γιάννη», «η χήρα του Κώστα» κ.λπ.), και βρήκαν ότι αυτό επηρέαζε την ικανότητα των ανθρώπων να λύνουν προβλήματα.

Η επιρροή των βαθιά ριζωμένων σεξιστικών ιδεών στη γλώσσα

Σε μια έρευνα που έκαναν έδωσαν στα άτομα που πήραν μέρος την εξής παράγραφο:

Ένας άνδρας και ο γιος του είχαν συλληφθεί σε μια ληστεία. Ο πατέρας τραυματίστηκε κατά την πάλη και ο γιος, με χειροπέδες, μεταφέρθηκε επειγόντως στο αστυνομικό τμήμα. Καθώς ο αστυνομικός έσπρωχνε το αγόρι που πάλευε προς το αστυνομικό τμήμα, ο δήμαρχος, που είχε ειδοποιηθεί και έφτασε στον τόπο της ληστείας, το κοίταξε και είπε: «Θεέ μου, είναι ο γιος μου!». Ποια ήταν η σχέση του δημάρχου με το αγόρι;

Οι ερευνητές ανέφεραν ότι αυτοί που συμμετείχαν στην έρευνά τους συχνά έκαναν «απερίγραπτες και γελοίες» εικασίες για την απάντηση, αλλά πολύ λίγοι από αυτούς σκέφτηκαν τη σωστή λύση: ότι ο δήμαρχος μπορεί να είναι η μητέρα του παιδιού.

Υποστήριχθηκε ότι η λέξη «δήμαρχος» είναι ένας συνδεδεμένος με το φύλο (σεξιστικός) όρος, αφού υπάρχει επίσης η λέξη «δημαρχίνα» στη γλώσσα, και έτσι το παράδειγμα ήταν παραπλανητικό.

Αυτό το επιχείρημα, όμως, δείχνει πόσο βαθιά ριζωμένες είναι οι σεξιστικές ιδέες, από τη στιγμή που ο όρος «δημαρχίνα» δεν είναι το αντίστοιχο θηλυκό του «δήμαρχος», αλλά αναφέρεται σε έναν διαφορετικό κοινωνικό ρόλο.

Αν μια γυναίκα διοριστεί δήμαρχος, αναθέτει σε κάποιον άλλο να είναι «δημαρχίνα» (ακόμη κι αν είναι άνδρας), αφού η θέση αυτή συνδέεται με διαφορετικά καθήκοντα. Όμως, ούτως ή άλλως, έχει αποδειχθεί ότι το παράδειγμα έχει την ίδια ισχύ αν η λέξη «χειρούργος» χρησιμοποιηθεί αντί για τη λέξη «δήμαρχος».

Λεξιλόγιο και σεξισμός

Όταν εξετάζαμε την υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας, αναφέραμε ότι το λεξιλόγιο μιας γλώσσας μπορεί να προσελκύσει την προσοχή σε χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος ή του πολιτισμού. Αυτό μπορεί επίσης να ισχύει και αντίστροφα. Ο Spender (1980) επισήμανε ότι η αγγλική γλώσσα δεν έχει ουδέτερους όρους για την περιγραφή μιας δυναμικής γυναίκας και ο Hage (1972) έδειξε ότι δεν υπάρχει όρος για τη φυσιολογική σεξουαλική ικανότητα των γυναικών που να είναι αντίστοιχος με τους όρους «αρρενωπός» ή «ικανός» που χρησιμοποιούνται για τους άνδρες.

Από την άλλη μεριά, όσον αφορά τους μειωτικούς όρους, ο Stanley (1973) έδειξε ότι η αγγλική γλώσσα έχει 220 λέξεις για να περιγράψει τις σεξουαλικά πολύμορφες γυναίκες, ενώ αντίστοιχα υπάρχουν μόνο 20 τέτοιες λέξεις για τους σεξουαλικά πολύμορφους άνδρες. Τέτοιου είδους «μετρήσεις λέξεων» συχνά αποκαλύπτουν κοινά αποδεκτές κοινωνικές υποθέσεις. Σε αυτή την περίπτωση κάνουν πιο δύσκολο το να κριθούν οι γυναίκες από την κοινωνία με ίσους όρους με τους άνδρες.

Οι κοινωνικές ιδέες αντικατοπτρίζονται από το λεξιλόγιο

Το λεξιλόγιο μπορεί να καταστεί ένας ισχυρός δείκτης των κοινωνικών ιδεών. Ο Spender (1980) ανέφερε ένα παράδειγμα βεβαρημένης γλώσσας, για να περιγράψει το εύρημα ότι οι γυναίκες τείνουν να είναι καλύτερα πληροφορημένες από τους άνδρες για το πλαίσιο μέσα στο οποίο παρατηρείται ένα οπτικό ερέθισμα (Witkin et al., 1962).

Αυτό το φαινόμενο ερμηνεύθηκε με τέτοιο τρόπο που φάνηκε ότι η αντίληψη των γυναικών ήταν κατώτερη: οι γυναίκες φάνηκαν ότι είναι «εξαρτημένες από το πεδίο», ενώ οι άνδρες περιεγράφηκαν ως «ανεξάρτητοι από το πεδίο».

Άλλες λέξεις όμως μπορούσαν να περιγράψουν το φαινόμενο το ίδιο καλά: ο Spender πρότεινε ως εναλλακτικούς όρους τους «ενδιαφέρον για το πλαίσιο» και «αδιαφορία για το πλαίσιο». Οι όροι αυτοί μπορούσαν να μεταφέρουν μια εντελώς διαφορετική κοινωνική αντίληψη.

Ο τρόπος με τον οποίο η συμβατική χρήση της γλώσσας μεταφέρει κοινωνικές αντιλήψεις δείχνει ακόμη ότι αυτές επηρεάζουν τις δυνατότητες που προσφέρονται στους ανθρώπους.

Οι έρευνες που αφορούν τη χρήση του όρου «άνδρας» («man» στα ελληνικά σημαίνει «άνθρωπος») όταν γίνεται αναφορά σε όλο το ανθρώπινο είδος, συμπεριλαμβανομένων και των γυναικών, αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα αυτού του γεγονότος. Σύμφωνα με τον Spender (1980), αυτή η χρήση της γλώσσας πρωτοεμφανίστηκε το 17ο αιώνα.

Προηγουμένως οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν την αντωνυμία «αυτοί» για να ορίσουν έναν ή περισσότερους ανθρώπους, όταν αναφέρονταν και στους άνδρες και στις γυναίκες. Ο Spender υποστήριξε ότι η χρήση της λέξης «άνδρας» (man) με αυτό τον τρόπο σήμαινε ότι οι γυναίκες αγνοήθηκαν γλωσσολογικά -και θεωρούνταν, εξαιτίας αυτού, ανάξιες λόγου στις συζητήσεις για την ανθρώπινη φυλή.

Η Martyna (1978) βρήκε από συνεντεύξεις ότι όταν οι άνδρες χρησιμοποιούσαν τον όρο αυτό, αναφέρονταν μόνο στους ίδιους, ενώ οι γυναίκες αναφέρονταν στους ανθρώπους γενικά. Όμως οι γυναίκες έτειναν να χρησιμοποιούν τον όρο λιγότερο συχνά από τους άνδρες.

Η λέξη «άνδρας» ως όρος είδους

Ο Schultz (1975) έδειξε ότι η καθολική χρήση της λέξης «άνδρας» για την αναφορά σε όλο το ανθρώπινο είδος προκαλούσε σύγχυση: αν και οι συγγραφείς συχνά υποστήριζαν ότι τον χρησιμοποιούσαν γενικά, το περιεχόμενο αυτών που έγραφαν έδειχνε ότι στην πραγματικότητα είχαν στο μυαλό τους μόνο τους άνδρες.

Ο Schultz βρήκε μερικά παραδείγματα που το στήριζαν αυτό σε προτάσεις όπως «Οι βασικές ανάγκες του ανθρώπου (man) είναι το φαγητό, το καταφύγιο και η πρόσβαση στις γυναίκες».

Η Morgan (1972) έδειξε πόσο μεγάλη επίδραση είχε ασκήσει ο όρος «άνδρας», κάνοντας μιαν επαναξιολόγηση της ιδέας που όλοι έχουν για την ανθρώπινη εξέλιξη, εξετάζοντάς την όμως αυτή τη φορά από την πλευρά του ρόλου που έπαιξαν τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες. Οι γυναίκες, υποστήριξε, κατά κανόνα αγνοήθηκαν από συγγραφείς της ανθρώπινης εξέλιξης, κάτι που σημαίνει ότι οι συγγραφείς δεν είχαν σκεφτεί στην πραγματικότητα ανάγκες επιβίωσης τέτοιες όπως η προστασία των παιδιών.

Η Morgan το απέδωσε αυτό άμεσα στη γενικευμένη χρήση του «αυτός» (he), η οποία είχε ως αποτέλεσμα την επικέντρωση της προσοχής μόνο στις δραστηριότητες των ανδρών.

Έρευνες πάνω στη σκέψη των παιδιών και των ενηλίκων έχουν δείξει ότι ακόμη και η χρήση του όρου «άνδρας» ως όρους του είδους στις προτάσεις έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό αρρενωπών προτύπων.

Η Nilsen (1973) έδειξε ότι τα παιδιά σκέφτονταν ότι η λέξη «άνδρας» σημαίνει το «άρρεν» σε προτάσεις όπως «ο άνδρας χρειάζεται φαγητό». Και μια μελέτη από τους Schneider & Hacker (1973) έδειξε ότι οι φοιτητές σκέφτονταν τους άνδρες όταν συναντούσαν φράσεις όπως «πολιτικό άτομο» (Political man) ή «αστός» (urban man).

Η Martyna (1980) έδειχνε στα υποκείμενα φωτογραφίες ανδρών και γυναικών και τους ρωτούσε αν μια αρχική πρόταση ταίριαζε στο πρόσωπο της φωτογραφίας. Τα υποκείμενα θεωρούσαν ότι οι φωτογραφίες ανδρών ταίριαζαν σε όλες τις προτάσεις που περιείχαν τη γενική χρήση της λέξης «αυτός» (he), αλλά το 40% των υποκειμένων στη μια έρευνα και το 20% στην άλλη θεωρούσε ότι οι φωτογραφίες των γυναικών δεν ταίριαζαν.

Σε μια πιο εκτενή έρευνα, οι Mackay & Fulkerson (1979) έδειξαν ότι παρόμοια λάθη στην κατανόηση των προτάσεων που περιείχαν το γενικό όρο «αυτός» παρουσιάζονταν στο 87% των υποκειμένων κάθε φορά που τους ζητούσαν να πουν αν η πρόταση θα ταίριαζε σε μια γυναίκα.

Σημασιολογική έκπτωση και σεξισμός

Ο Schultz (1975) επισήμανε ότι οι αρχικά συγκρίσιμοι ανδρικοί και γυναικείοι όροι δεν παραμένουν ισοδύναμοι κατά τη χρήση: ο αντίστοιχος γυναικείος όρος τείνει να δηλώνει υποτιμητική ή κατώτερη θέση [για παράδειγμα: δεσπότης/δέσποινα (μαιτρέσα) (master/mistress), Κυβερνήτης/κυβερνήτρια (δασκάλα) (governor/governess), κύριος/κυρία (ματρόνα) (sir/madam) κ.λπ.].

Αυτό συμβαίνει με τέτοια συχνότητα που κάποιοι ερευνητές το θεωρούν βασικό σημασιολογικό κανόνα στην αγγλική γλώσσα, ονομάζοντάς το η αρχή της «σημασιολογικής έκπτωσης». Miller & Swift (1976) έδειξαν ότι το ίδιο συμβαίνει και με τα ονόματα κοριτσιών (Hilary, Evelyn, Shirley κ.λπ.), τότε παύουν να χρησιμοποιούνται για τα αγόρια. Η σειρά με την οποία τοποθετούνται οι λέξεις μπορεί επίσης να μεταφέρει ένα κοινωνικό μήνυμα. Ο Smith (1985) έδειξε ότι παραδοσιακά ανδρικοί όροι εμφανίστηκαν πριν τους αντίστοιχους γυναικείους, κάτι που και πάλι ενισχύει την ιδέα ότι οι γυναίκες δεν είναι τόσο σημαντικές (αδερφός και αδερφή, άνδρας και γυναίκα κ.λπ.)

Σε πολλούς τύπους γραφής έχει καθιερωθεί πλέον ως γενική αρχή ότι θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση σεξιστικής γλώσσας στην επικοινωνία.

Αποτέλεσμα αυτού είναι να έχουν αναπτυχθούν κάποιοι νέοι συμβατικοί τύποι γραφής για να αντικαταστήσουν τους παλιούς. Μερικοί συγγραφείς, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν ένα γενικευτικό «αυτή» (she) αντί του «αυτός» (he), ενώ άλλοι φροντίζουν να αναφέρονται και στον αρσενικό και στον θηλυκό τύπο και να εναλλάσουν τη σειρά με την οποία εμφανίζονται.

Τα τελευταία χρόνια, οι ψυχολόγοι ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για το πώς η γλώσσα μπορεί να μεταδίδει σεξιστικές υποθέσεις.

Διατύπωσαν επίσης κάποιες αρχές για το πώς μπορούμε να αποφύγουμε την ακούσια μετάδοση μηνυμάτων μέσω της γλώσσας. Έτσι, ο Βρετανικός Ψυχολογικός Κώδικας Συμπεριφοράς των ψυχολόγων περιέχει και οδηγίες σχετικά με τη χρήση μη σεξιστικής γλώσσας (British Psychological Society, 1990)

Πώς συνδέεται το ανοίκειο συναίσθημα με τους ετεροτοπικούς και τους βιωμένους χώρους;

Ο Harvey (1973) ανέφερε ότι οι βιωμένοι χώροι είναι συνυφασμένοι με ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που επέφεραν αλλαγές και ανατροπές στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι ανθρώπινες εμπειρίες, σε συνδυασμό με την κοινωνικοϊστορική πορεία του χώρου, τον διαφοροποιούν από τους τυπικούς χώρους.

Βιωμένοι χώροι

Το συνηθέστερο συναίσθημα που προκαλούν οι βιωμένοι χώροι είναι το ανοίκειο. Το αίσθημα του φόβου αποτρέπει την επαφή με άγνωστα ερεθίσματα και τόπους (Αυδίκος, 2010). Η επαφή με τους βιωμένους χώρους προκαλεί συναισθήματα οικειότητας, καθώς πρόκειται για χώρους που έχουμε δεθεί συναισθηματικά (Χαϊδεμένου – Βρυχέα, 2016). Για παράδειγμα βιωμένος χώρος μπορεί να θεωρηθεί το σπίτι ή ο χώρος εργασίας μας.

Επιπρόσθετα, βιωμένοι χώροι όπως προαναφέρθηκε θεωρούνται και τοποθεσίες που έχει συμβεί κάποιο κοινωνικοΐστορικό ή πολιτικό γεγονός ή τοποθεσίες που έχουν συμβολική σημασία.

Η περιοχή των Εξαρχείων για παράδειγμα αποτελεί βιωμένο χώρο λόγω των κοινωνικοπολιτικών γεγονότων που συντελούνται εκεί. Η Ακρόπολη ανήκει επίσης στους βιωμένους χώρους λόγω της ιστορικής της σημασίας.

Ετεροτοπικοί χώροι

Ετεροτοπικοί καθίστανται οι χώροι οι οποίοι είναι τοπογραφικά προσδιορισμένοι, όμως σε αντίθεση με άλλους τόπους μετεωρίζουν μεταξύ κανονικότητας και ενός φαντασιακού – ουτοπικού κόσμου. Αποτελούν δηλαδή τον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στους δύο χώρους. Ο Foucault συμπεριέλαβε στο έργο του την έννοια της ετεροτοπίας (Beckett et al., 2016). Ο ίδιος διέκρινε της ετεροροπίες σε δύο κατηγορίες, αυτή της απόκλισης και αυτή της κρίσης.

Στην πρώτη κατηγορία συμπεριλαμβάνονται χώροι όπου συμβαίνουν παραβατικές συμπεριφορές. Στη συγκεκριμένη κατηγορία ανήκουν οι φυλακές, οι ψυχιατρικές κλινικές, οι χώροι ενασχόλησης με τα τυχερά παίγνια και οι χώροι όπου γίνεται χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Η δεύτερη κατηγορία συμπεριλαμβάνει ιερούς και απαγορευμένους τόπους (Foucault, 1984). Όπως αναφέρει η Massey (2001) ο χώρος αλληλεπιδρά με τα φαινόμενα και τους ανθρώπους που βρίσκονται σε αυτόν και για το λόγο αυτό πρέπει να διερευνηθεί η κοινωνικοοικονομική πορεία του στο χρόνο.

Επιπρόσθετα, στους ετεροτοπικούς χώρους ανήκουν, τα νεκτροταφεία, χώροι όπου πραγματοποιούνται γιορτές, οι βιβλιοθήκες, τα μουσεία και γενικότερα τόποι οι οποίοι ναι μεν υφίστανται φυσικά, όμως αν κάποιος περιηγηθεί μέσα σε αυτούς βρίσκεται μεταξύ του φυσικού χρόνου και του άπειρου.

Οι συγκεκριμένοι χώροι ονομάζονται αλλιώς και χώροι ψευδαίσθησης [1].

Απλουστεύοντας τη διαπίστωση του Φουκώ αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος βρεθεί σε έναν ετεροτοπικό χώρο βρίσκεται μεταξύ του παραδοσικού χρόνου που όλοι γνωρίζουμε και ενός χρόνου φαντασιακού, που έχει άπειρη θεωρητικά διάρκεια.

Γι’ αυτό και ορισμένες φορές όταν βρισκόμαστε σε έναν χώρο που θεωρείται ετεροτοπικός δεν έχουμε την αίσθηση του χρόνου. Συνήθως οι χώροι αυτοί έχουν ελάχιστη επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τις βιβλιοθήκες, τα μουσεία, τους χώρους λατρείας και τους χώρους, όπου οι άνθρωποι «δοκιμάζουν την τύχη τους».

Τι προκαλεί το «ανοίκειο» συναίσθημα;

Το ανοίκειο συναίσθημα σύμφωνα με τον Freud (1919) ταυτίζεται με το φόβο για το άγνωστο, το οποίο με τη σειρά του δημιουργεί αγχογόνα συναισθήματα. Στην πραγματικότητα το ανοίκειο συναίσθημα δεν είναι άγνωστο, αποτελείται από γνωστά συναισθήματα. Ο Freud (1919) στο έργο του για το ανοίκειο παρατηρεί ότι τέτοιου είδους συναισθήματα εμφανίζονται όταν ένα σύμβολο αναλύεται ως προς τη σημασία και το ρόλο που επιτελεί.

Ο έλεγχος των αρνητικών συναισθημάτων που πυροδοτεί το ανοίκειο, συνιστά αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης της άγνωστης εμπειρίας. Ανοίκεια συναισθήματα εκτός από την επαφή με πρωτόγνωρες εμπειρίες αναδύονται και στην περίπτωση που κάτι φανταστικό μετατραπεί σε πραγματικό γεγονός (Freud, 1919).

Η επαφή με βιωμένους και ετεροτοπικούς χώρους δημιουργεί συναισθήματα άγνωστα, αλλά ταυτόχρονα γνωστά στο άτομο. Η επαφή με ένα ερέθισμα μη οικείο δημιουργεί αυτόματα φόβο. Οι υλικοί χώροι επομένως, ανάλογα με το συμβολισμό που έχουν μπορούν να δημιουργήσουν και τα αντίστοιχα συναισθήματα.
----------------------
[1] An Outline of Foucault's Six Principles of Heterotopia

Η Ελληνική Αρχαιότητα: ΙII. ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 5. Από τον Αλέξανδρο στον Πύρρο

5.1. Μια λαμπερή αστραπή

Το 334 ο Μέγας Αλέξανδρος Γ' ο Μακεδών, επικεφαλής περίπου 30.000 πεζών, 5.000 ιππέων και 180 πλοίων, πέρασε στην Ασία. Με τις διακηρύξεις και τις ενέργειές του κατέστησε από την αρχή σαφές ότι πρόθεση του ήταν να ζήσει (και να πεθάνει) ανάμεσα στην ιστορία και τον θρύλο - πλησιέστερα ίσως στον θρύλο. Παρουσίασε τις πολεμικές επιχειρήσεις του ως εκδίκηση για όσα είχαν υποστεί οι Έλληνες από τους Πέρσες, αλλά και ως επανάληψη όσων λαμπρών κατορθωμάτων είχαν επιτύχει οι Αχαιοί εναντίον των Τρώων. Εκτός από τους Περσικούς Πολέμους και τον Τρωικό Πόλεμο, εμπνεύστηκε από το τόλμημα των Μυρίων εναντίον του μεγάλου βασιλιά και από το εγχείρημα του Αγησίλαου να απελευθερώσει τους Έλληνες της Ασίας. Ο Αλέξανδρος έδειχνε να πιστεύει ότι η σύγκρουση με την Περσική Αυτοκρατορία είχε μακρά ιστορία, που την καθόριζε και την καθοδηγούσε. Επιπλέον, ότι θα έδινε διέξοδο στα προβλήματα του ελληνικού κόσμου και ότι θα επιβεβαίωνε εμπράκτως την ηγετική του θέση. Στον στρατό του συμμετείχαν άλλωστε πολλές χιλιάδες οπλίτες από πολλές ελληνικές πόλεις καθώς και μισθοφόροι.

Διαβαίνοντας τον Ελλήσποντο, ο Αλέξανδρος ακολουθούσε την αντίστροφη πορεία από αυτή του Ξέρξη. Εφόσον ο Πέρσης βασιλιάς είχε αποτύχει να ενώσει την Ασία με την Ευρώπη, απέμενε σε αυτόν να επιτύχει την ένωση της Ευρώπης με την Ασία. Με μια συμβολική χειρονομία πρόσφερε θυσία στον τάφο του Πρωτεσίλαου, του Αχαιού που σκοτώθηκε πατώντας πρώτος το έδαφος της Τροίας, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την τελική νίκη. Στη συνέχεια στεφάνωσε τον τάφο του Αχιλλέα, ενώ ο επιστήθιος φίλος του Ηφαιστίων στεφάνωνε τον τάφο του Πατρόκλου. Στο προσκέφαλό του, σύμφωνα με την παράδοση, είχε πάντοτε, μαζί με το εγχειρίδιό του, την Ιλιάδα, διορθωμένη από το χέρι του δασκάλου του Αριστοτέλη. Είναι προφανές ότι επιθυμούσε όχι μόνο να θριαμβεύσει, αλλά και να δοξαστεί όπως ο Αχιλλέας. Στην αυλή του περιέλαβε για τον σκοπό αυτό τον έμπειρο ιστορικό Καλλισθένη, ανεψιό και συνεργάτη του Αριστοτέλη. Ανέθεσε επίσης σε ειδικούς τη σύνταξη καθημερινών αναφορών (ἐφημερίδων) για την πρόοδο της εκστρατείας του.

Την εξιστόρηση των στρατιωτικών επιτευγμάτων του Αλεξάνδρου ανέλαβαν να αφηγηθούν και άλλοι συγγραφείς, σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι. Από νωρίς η ιστορία εμπλουτίστηκε με πλήθος μυθικά στοιχεία, όπως απαιτούσαν τα ιστοριογραφικά ήθη της εποχής και το ακόρεστο αναγνωστικό κοινό. Ήδη από την αρχαιότητα, οι αντιφάσεις και οι αντιγνωμίες ήταν τέτοιες που δύσκολα μπορούσε κανείς να διακρίνει τα πραγματικά γεγονότα από τη φαντασία. Τον 2ο μεταχριστιανικό αιώνα τη διάκριση αυτή επιχείρησε ο Αρριανός, ένας ανώτατος αξιωματούχος της ρωμαϊκής διοίκησης με καλή φιλοσοφική κατάρτιση. Από το υλικό που είχε στη διάθεσή του επέλεξε κυρίως τις μαρτυρίες δύο συμπολεμιστών του Αλεξάνδρου, του Αριστόβουλου και του Πτολεμαίου, γιου του Λάγου. (Ο τελευταίος είχε συνθέσει την αφήγησή του όταν ήταν πλέον και ο ίδιος βασιλιάς.) Τόσο επιτυχές θεωρήθηκε το έργο του Αρριανού, ώστε επισκίασε όλες τις προγενέστερες ιστορίες.

Καθώς ο Αλέξανδρος περνούσε με τον στρατό του στην Ασία, στρατηγός της Ευρώπης αναλάμβανε στη θέση του ο Αντίπατρος, αριστοκράτης και παλαιός συμπολεμιστής του Φιλίππου. Στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν η διοίκηση της Μακεδονίας, η διαφύλαξη των συνόρων της και η επιτήρηση των Ελλήνων. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι πολλές πόλεις, πρώτες και καλύτερες η Σπάρτη και η Αθήνα, ανέμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να διεκδικήσουν την ελευθερία τους.

Οι Πέρσες δεν αιφνιδιάστηκαν με την έλευση του Αλεξάνδρου. Ήδη από την εποχή του Φιλίππου αντιμετώπιζαν τους εισβολείς σε περσικό έδαφος. Άλλωστε, η διάβαση στην Ασία ενός τόσο μεγάλου πλήθους ανδρών δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη. Άφησαν ωστόσο τον εχθρό να περάσει τον Ελλήσποντο ανενόχλητος. Στην Περσία η συγκέντρωση ενός μεγάλου στρατού ήταν πάντα πιο χρονοβόρα από ό,τι στον ελληνικό κόσμο. Επιπλέον, η επιλογή της ορθής αμυντικής στρατηγικής αποδεικνυόταν υπόθεση δυσχερής.

Οι στρατηγοί των Περσών που είχαν αναλάβει να αντιμετωπίσουν την κατάσταση ήταν πολλοί. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και συγγενείς του μεγάλου βασιλιά. Το ιππικό που συγκέντρωσαν υπερείχε αριθμητικά από αυτό του Αλεξάνδρου - μολονότι το πεζικό ενδέχεται να ήταν μικρότερο. (Όπως συνήθως, στα αριθμητικά δεδομένα οι πηγές δεν έχουν μεγάλη αξιοπιστία ούτε συνέπεια μεταξύ τους.) Με την πλευρά των Περσών μάχονταν επίσης πολλοί Έλληνες μισθοφόροι, αρκετοί από αυτούς Αθηναίοι. Στο συμβούλιο των Περσών αρχηγών πήρε μέρος και ο Μέμνων ο Ρόδιος.

Ο Μέμνων ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να συμβουλεύσει τους Πέρσες. Κατείχε υψηλό αξίωμα στην αυτοκρατορία και ήταν αφοσιωμένος στον Δαρείο. Επιπλέον, ήταν παντρεμένος με τη Βαρσίνη, κόρη του σατράπη Αρτάβαζου. Γνώριζε καλά τους Μακεδόνες, έχοντας θητεύσει στην αυλή του Φιλίππου. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε τρομοκρατήσει τον μακεδονικό στρατό, που πολεμούσε κάτω από τις διαταγές του στρατηγού Παρμενίωνα. Αντιλαμβανόμενος τη νέα κατάσταση, ήταν της γνώμης να μην αναμετρηθούν οι Πέρσες κατά μέτωπο με τον Αλέξανδρο, αλλά να υποχωρούν, πυρπολώντας τα χωράφια από τα οποία θα μπορούσε να ανεφοδιαστεί ένας τόσο μεγάλος στρατός σε εχθρικό έδαφος. Η γνώμη του απορρίφθηκε, διότι οι στρατηγοί δεν ήταν διατεθειμένοι να καταστρέψουν περσική γη. Θεώρησαν άλλωστε ανάξιο από μέρους τους να αποφύγουν τη μάχη. Παρέταξαν λοιπόν τις δυνάμεις τους στις όχθες του ποταμού Γρανικού. Στην άλλη όχθη βρέθηκε σύντομα ο στρατός του Αλεξάνδρου.

Ο Αλέξανδρος ετοιμάστηκε για μάχη, αναθέτοντας την αριστερή πτέρυγα στον Παρμενίωνα και οδηγώντας ο ίδιος από τα δεξιά τους καλύτερους ιππείς. Αντί να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να διαβεί τον ποταμό, ξεκίνησε απροσδόκητα και παράτολμα την επίθεση, με τους εχθρούς τοποθετημένους σε υψηλότερη και πλεονεκτικότερη θέση. Οι Πέρσες από την πλευρά τους, αντί να εμποδίσουν τη διάβαση του ποταμού με το πεζικό τους, προτίμησαν να αμυνθούν με το ιππικό, που αποδείχθηκε κατώτερο από τις περιστάσεις και κατατροπώθηκε. Στο πεδίο της μάχης έπεσαν και πολλοί Πέρσες στρατηγοί. Ανενόχλητος πλέον, ο Αλέξανδρος στράφηκε με το ιππικό του εναντίον των πεζών Ελλήνων μισθοφόρων, που τον πολέμησαν με γενναιότητα. Σκότωσε τους περισσότερους και, όσους αιχμαλώτισε, τους έστειλε στη Μακεδονία για να εργαστούν ως δούλοι στις σκληρότερες συνθήκες.

Για να τιμήσει τους νεκρούς Μακεδόνες, ο Αλέξανδρος διέταξε να στηθούν χάλκινα αγάλματά τους, φτιαγμένα από τον γλύπτη Λύσιππο, τον μόνο που είχε το δικαίωμα να φιλοτεχνεί τις δικές του προτομές. Τριακόσιες περσικές πανοπλίες ή ασπίδες τις έστειλε στην Αθήνα να αφιερωθούν στη θεά. Τα λάφυρα συνοδεύονταν από επιγραφή: «Ο Αλέξανδρος γιος του Φιλίππου και οι Έλληνες, εκτός από τους Λακεδαιμόνιους, από τους βαρβάρους που κατοικούν στην Ασία [αφιέρωσαν].» Ήθελε με τον τρόπο αυτό να κολακέψει τους Έλληνες, και μάλιστα τους Αθηναίους, δείχνοντας την περιφρόνησή του προς τους Σπαρτιάτες. Αλλά οι Λακεδαιμόνιοι μάλλον εξέλαβαν την αποστροφή ως διάκριση. Μόνοι αυτοί από τους Έλληνες είχαν αρνηθεί να υποταχθούν.

Μετά τη μάχη στον Γρανικό ποταμό ο Αλέξανδρος γνώρισε πολλές ακόμη επιτυχίες. Οι Σάρδεις, η παλαιά πρωτεύουσα της Λυδίας, παραδόθηκε. Παρομοίως αρκετές ελληνικές πόλεις τον υποδέχθηκαν ως απελευθερωτή. Μπορεί να μην απαλλάσσονταν από τους φόρους, αλλά αποκαθιστούσαν τα δημοκρατικά τους πολιτεύματα - όποιο νόημα και αν είχε η πολιτειακή αυτή μεταβολή με την κηδεμονία ενός πανίσχυρου στρατού. Η Μίλητος, πάντως, στην οποία συγκεντρώθηκαν περσικές δυνάμεις, αντιστάθηκε και υποχρέωσε τον Αλέξανδρο να την κατακτήσει με κόπο και βία. Ο Αλέξανδρος κατέκτησε επίσης την Αλικαρνασσό, με δύσκολη και αιματηρή πολιορκία, και άλλες πόλεις, κατασκευάζοντας πολιορκητικές μηχανές. Θεωρώντας ότι τα πάντα πλέον θα κρίνονταν στην ξηρά, διέλυσε το ναυτικό του, το οποίο μετά βίας άλλωστε μπορούσε να συντηρήσει. Αναζήτησε ωστόσο ενισχύσεις ανδρών από τη Μακεδονία, την Πελοπόννησο και από όπου αλλού ήταν εφικτό.

Πίσω από τις πόλεις που αντιστέκονταν στον Αλέξανδρο βρισκόταν συχνά ο Μέμνων, τον οποίο ο Δαρείος Γ' είχε πλέον διορίσει γενικό στρατηγό του πολέμου. Ο Μέμνων ακολουθούσε πάντα την ίδια στρατηγική. Σημασία για αυτόν δεν είχε πόσες πόλεις μπορούσε να κατακτήσει ο Αλέξανδρος, αλλά με ποιες θυσίες γινόταν η προέλασή του. Περνώντας στην αντεπίθεση, ανακατέλαβε για λογαριασμό της Περσίας τη Χίο και τη Λέσβο. Ύστερα άρχισε να δέχεται πρέσβεις από τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων. Οι προϋποθέσεις ήταν πλέον κατάλληλες για την εφαρμογή μιας τακτικής δοκιμασμένης στο παρελθόν. Με άφθονα χρήματα στη διάθεσή του, ο Μέμνων ετοιμαζόταν να μεταφέρει τον πόλεμο στην Ελλάδα, ξεσηκώνοντας όσους μπορούσε. Αρρώστησε όμως και πέθανε. Η ευθύνη του πολέμου πέρασε έτσι και πάλι στους Πέρσες στρατηγούς, που αποφάσισαν να αναμετρηθούν με τους εισβολείς σε ανοιχτή μάχη. Οι καθυστερήσεις του Αλεξάνδρου τούς έδιναν την εντύπωση ότι απέφευγε τη σύγκρουση με τις κύριες δυνάμεις τους. Είχαν άλλωστε συγκεντρώσει έναν πραγματικά πολύ μεγάλο και ισχυρό στρατό. Οι πηγές κάνουν λόγο ακόμη και για 600.000 άνδρες, μια υπόθεση που ξεπερνά κάθε φαντασία. (Το πιθανότερο είναι ότι ακόμη και ο Αλέξανδρος δεν έμαθε ποτέ την πραγματική αριθμητική δύναμη των αντιπάλων του.)

Όταν πέθανε ο Μέμνων, η γυναίκα του Βαρσίνη έπεσε στα χέρια των Μακεδόνων. Από τις αιχμάλωτες ο Αλέξανδρος επέλεξε αυτή ως ερωμένη, για την καταγωγή της, την ελληνική της μόρφωση και την ομορφιά της. Με την πρώην σύζυγο του μεγάλου του αντιπάλου απέκτησε έτσι έναν γιο, τον μοναδικό που πρόλαβε να γνωρίσει στη διάρκεια της ζωής του.

Το 333 ο Δαρείος επέλεξε να κινηθεί αυτοπροσώπως εναντίον των εχθρών του. Επειγόμενος να δώσει τέλος στην εισβολή, εγκατέλειψε το ανοιχτό πεδίο, όπου θα μπορούσε να αναπτύξει τις πολυπληθείς του δυνάμεις, και αναζήτησε τον Αλέξανδρο στα σχετικώς στενά περάσματα της Ισσού. Όταν ήρθε η ώρα, έλαβε θέση με το άρμα του στο κέντρο, όπως προβλεπόταν για τους Πέρσες βασιλείς. Τα περσικά βέλη που εκτοξεύτηκαν ήταν τόσο πυκνά ώστε συμπλέκονταν μεταξύ τους, ενώ από τους αλαλαγμούς των στρατιωτών αντιλάλησαν τα βουνά. Η σύγκρουση ήταν σφοδρότατη και στην αρχή αμφίρροπη. Ο Αλέξανδρος ωστόσο, που όρμησε, όπως συνήθιζε, αιφνιδιαστικά από τα δεξιά, έβαλε στόχο τον ίδιο τον μεγάλο βασιλιά. Μολονότι οι Έλληνες μισθοφόροι που μάχονταν από την πλευρά των Περσών σημείωναν επιτυχίες, ο Δαρείος, μπροστά στην ορμή του μακεδονικού ιππικού, πανικοβλήθηκε και υποχώρησε. Εγκατέλειψε το άρμα του, πέταξε τα βασιλικά όπλα και τον μανδύα και έσπευσε να σωθεί έφιππος. Η αναχώρησή του προκάλεσε σύγχυση στο περσικό στράτευμα και η άτακτη υποχώρηση κατέληξε σε σφαγή. Άφθονο περσικό χρυσάφι και ασήμι πέρασαν στα χέρια των νικητών, ενώ η μητέρα του Δαρείου, η πανέμορφη αδελφή και σύζυγός του, οι θυγατέρες του καθώς και γυναίκες των στρατηγών του, που συνόδευαν, σύμφωνα με το έθιμο, τον στρατό, ατιμάστηκαν. Όταν ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε τη σύλληψη της οικογένειας του Δαρείου, φέρθηκε στις γυναίκες με μεγαλοψυχία και τους απέδωσε όσες βασιλικές τιμές επέτρεπαν οι περιστάσεις της αιχμαλωσίας - μολονότι τελικώς η σύζυγος του Δαρείου πέθανε εγκυμονούσα.

Έχοντας επιτύχει συντριπτική νίκη στην Ισσό, ο Αλέξανδρος απέρριψε τις συμβιβαστικές προτάσεις του Δαρείου, που του παραχωρούσε μεγάλο μέρος του βασιλείου του, και οδήγησε τον στρατό του προς την Αίγυπτο, μέσα από τη Συρία και την Παλαιστίνη. Στο πέρασμά του έβρισκε τις πύλες των περισσότερων πόλεων ανοιχτές και τους κατοίκους έτοιμους να παραδοθούν. Η κύρια αντίσταση προήλθε από την ισχυρή Τύρο, που αποφάσισε να παραμείνει πιστή στον Δαρείο. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν την ελπίδα ότι θα τους προστάτευαν τα ισχυρά της τείχη και, επιπλέον, ότι θα έδιναν τον απαιτούμενο χρόνο στον Δαρείο να συγκεντρώσει πάλι έναν νέο και ισχυρό στρατό. Η πολιορκία της Τύρου κράτησε σχεδόν επτά μήνες, κατά τους οποίους κάθε πλευρά επέδειξε όχι μόνο τον ζήλο της αλλά και την επινοητικότητά της.

Για να αντιμετωπίσει μια πόλη κτισμένη πάνω σε νησί, με ισχυρή οχύρωση και ναυτικό, ο Αλέξανδρος διέταξε την κατασκευή μεγάλου προχώματος, ώστε να επιτεθεί από τη θάλασσα. Χρησιμοποίησε πολιορκητικούς πύργους, οξυβελείς και πετροβόλα όπλα που εκτόξευαν πελώριους λίθους και καταπονούσαν τα τείχη. Οι Τύριοι, από την πλευρά τους, αξιοποίησαν καταπέλτες, πυρφόρους και τεχνάσματα κάθε λογής. Έριχναν στους πολιορκητές πυρακτωμένη άμμο που εισχωρούσε στην πανοπλία τους και τους επιτίθονταν με γάντζους και σιδερένιες αρπάγες. Όταν πλέον τα τείχη της Τύρου είχαν μισογκρεμιστεί, ο ίδιος ο Αλέξανδρος τέθηκε επικεφαλής στρατιωτών που πέρασαν μέσα στην πόλη με ξύλινη γέφυρα και την κατέλαβαν. Κατά την πολιορκία είχαν σκοτωθεί περίπου 8.000 Τύριοι και 400 Μακεδόνες. Τα αντίποινα για τις απώλειες και την καθυστέρηση ήταν αμείλικτα. Όσοι μαχητές παρέμειναν ζωντανοί θανατώθηκαν. Περισσότεροι από 2.000 νέοι κρεμάστηκαν κατά μήκος της ακτής, και οι χιλιάδες άμαχοι εξανδραποδίστηκαν. Η έρημη πλέον πόλη παραδόθηκε σε νέους κατοίκους. Στη συνέχεια πολιορκήθηκε και κατακτήθηκε η Γάζα μέσα σε δύο μήνες. Οι μαχητές σκοτώθηκαν όλοι, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά, όπως και στην Τύρο, υποδουλώθηκαν. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για την Αίγυπτο.

Οδεύοντας από την Τύρο προς τη Γάζα, ο Αλέξανδρος διέσχισε με τον στρατό του την Παλαιστίνη, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να επισκεφθεί την Ιερουσαλήμ. Κανένας Έλληνας ιστορικός άλλωστε δεν σχολίασε την κατάκτηση του μικρού ιουδαϊκού λαού. Οι Ιουδαίοι είχαν καλές σχέσεις με τους Πέρσες από την εποχή του Κύρου και του Δαρείου Α', αλλά δεν ήταν σε θέση να αντισταθούν στον Αλέξανδρο. Ήλπιζαν, προφανώς, ότι ο νέος κατακτητής θα ανεχόταν, όπως οι Πέρσες, τις θρησκευτικές τους ιδιαιτερότητες και ότι θα τους επέτρεπε να συνεχίσουν να ζουν σύμφωνα με τους νόμους τους. Τους έκανε ωστόσο τρομερή αίσθηση η ορμή του βασιλιά και η ταχύτητα με την οποία κατακτούσε την Περσική Αυτοκρατορία. Οι εντυπώσεις τους αποτυπώθηκαν χρόνια αργότερα στην λεγόμενη προφητεία του Δανιήλ. Ο συγγραφέας της φαντάστηκε τον Αλέξανδρο ως τράγο με ένα εντυπωσιακό κέρατο ανάμεσα στα μάτια, ο οποίος ερχόταν από τη Δύση και έτρεχε πάνω στη γη, χωρίς να αγγίζει το έδαφος. Τον Δαρείο τον φαντάστηκε ως κριάρι με δύο κέρατα. Εξαγριωμένος ο τράγος έτρεξε με όλη του την ορμή εναντίον του κριαριού και του συνέτριψε τα κέρατα. Το κριάρι δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί, και έτσι ο τράγος το έριξε στη γη και το καταπάτησε.

Πράγματι, η κυριαρχία του Αλεξάνδρου στην Ανατολή δεν έδειχνε να αλλάζει πολλά στις συνήθειες των Ιουδαίων, ούτε και των άλλων κατακτημένων λαών. Κανένας ωστόσο δεν μπορούσε εκείνη τη στιγμή να προβλέψει τις συνέπειες που θα είχε για τους Ιουδαίους η μετάβαση από την περσική οικουμένη, που μιλούσε αραμαϊκά, στη νέα οικουμένη, που επρόκειτο να μιλήσει ελληνικά.

Ο Πέρσης σατράπης παρέδωσε το 331 την Αίγυπτο χωρίς μάχη. Δεν διέθετε ικανό στρατό για να αμυνθεί και δεν μπορούσε να βασιστεί στη συνδρομή των Αιγυπτίων. Οι Αιγύπτιοι δεν είχαν αποδεχθεί ποτέ την περσική κυριαρχία και μέμφονταν τους Πέρσες για ασέβεια προς τα ιερά τους. Στις συχνές τους εξεγέρσεις είχαν ανακτήσει πολλές φορές την ανεξαρτησία τους. Η έλευση των νέων κατακτητών ενδέχεται να τους δημιούργησε προσδοκίες για καλύτερη μεταχείριση.

Για να εδραιώσει την κυριαρχία του στη γη του Νείλου, ο Αλέξανδρος επέδειξε σεβασμό προς τον Άπη, την Ίσιδα και τις άλλες αιγυπτιακές θεότητες. Φρόντισε επίσης να διαμοιραστεί η εξουσία σε πολλούς άνδρες, ώστε να μη βρίσκεται συγκεντρωμένη στα χέρια ενός στρατηγού. Σημαντικότερη αποδείχθηκε ωστόσο μια άλλη πρωτοβουλία του: Έβαλε τα θεμέλια μιας νέας παραθαλάσσιας πόλης, που θα ονομαζόταν Αλεξάνδρεια - και έμελλε να καταστεί η επιφανέστερη από όλες τις Αλεξάνδρειες που επρόκειτο να ιδρύσει. Ο σχεδιασμός της πόλης ανατέθηκε στον διαπρεπή αρχιτέκτονα Δεινοκράτη τον Ρόδιο. (Η πόλη αυτή προοριζόταν να πάρει τη θέση της Μέμφιδας, της παλαιάς πρωτεύουσας.)

Πριν αναχωρήσει από την Αίγυπτο, ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε το μαντείο του Άμμωνα στη λιβυκή έρημο, σε ένα προσκύνημα που είχε συμβολικό αλλά και προσωπικό χαρακτήρα. Μετά τις μεγάλες του επιτυχίες, που άλλαζαν ήδη την όψη του κόσμου, είχε ανάγκη από θεϊκή επίνευση. Για τις συζητήσεις του με τους ιερείς του μαντείου γράφτηκαν πολλά. Το πιθανότερο είναι πάντως ότι άκουσε αυτά που λαχταρούσε. Έχοντας λάβει ενισχύσεις από τον Αντίπατρο και αφού δέχτηκε αντιπροσωπείες από τις ελληνικές πόλεις, επέστρεψε στη Συρία. Την ίδια πάντα χρονιά, το 331, διέσχισε με τον στρατό του τον Ευφράτη και πορεύτηκε για να συναντήσει τον Δαρείο.

Ο Δαρείος γνώριζε πλέον ότι το μέλλον ολόκληρης της Ασίας θα κρινόταν ουσιαστικώς από μια τελική αναμέτρηση. Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει από τη μάχη στην Ισσό κατάφερε να συγκεντρώσει ακόμη μεγαλύτερο στρατό, αξιοποιώντας κυρίως τις ανατολικές επαρχίες του βασιλείου του. Ο αριθμός των ανδρών του δεν ήταν δυνατόν να υπολογιστεί ούτε από τους επιτελείς του. Οι ιστορικοί κατέφυγαν έτσι σε υποθέσεις που δεν έχουν καμία σχεδόν αξία. Αποδίδουν ωστόσο με ακρίβεια την αίσθηση που προκάλεσε η γενική αυτή κινητοποίηση. Αυτοί που αντίκρισαν τον περσικό στρατό έκαναν λόγο για 1.000.000 ή και περισσότερους άνδρες. Επιπλέον, για λίγους πολεμικούς ελέφαντες και αρκετά δρεπανηφόρα άρματα. Ο μεγάλος αυτός στρατός δεν είχε πάντως ιδιαίτερη συνοχή. Ήταν οργανωμένος, όπως πάντα, σε σατραπείες και μιλούσε πολλές διαφορετικές γλώσσες, που έκαναν την επικοινωνία δυσχερή. Αυτή τη φορά ο Δαρείος είχε επιλέξει ένα ανοιχτό πεδίο κοντά στα Γαυγάμηλα, πλάι σε έναν παραπόταμο του Τίγρη, όπου ο στρατός του μπορούσε να αναπτυχθεί και να κινηθεί με σχετική άνεση. Ο ίδιος έλαβε τη γνωστή του θέση στο κέντρο, περιστοιχισμένος όχι μόνο από τους επίλεκτους άνδρες του και την προσωπική του φρουρά, αλλά και από τους Έλληνες μισθοφόρους, τους πιο αξιόμαχους πολεμιστές που διέθετε.

Ο Αλέξανδρος απέρριψε τις τελευταίες δελεαστικές προτάσεις για συμφιλίωση. Αρνήθηκε να απελευθερώσει τη βασιλική οικογένεια έναντι πλούσιων λύτρων και προετοίμασε τον στρατό του για μάχη, ακολουθώντας την καθιερωμένη του τακτική. Ανέθεσε τη διοίκηση της αριστερής παράταξης στον Παρμενίωνα, ενώ ο ίδιος τοποθετήθηκε με το ιππικό στη δεξιά πλευρά. Επέλεξε ωστόσο να εισαγάγει πολλές καινοτομίες, αναγκαίες για την αντιμετώπιση ενός τόσο πολυάριθμου στρατού. Διέθετε μόλις 40.000 πεζούς και 7.000 ιππείς.

Στη μάχη που ακολούθησε οι Πέρσες υπερείχαν με το μεγάλο τους πλήθος. Ο Αλέξανδρος ωστόσο, με τους καλύτερους ιππείς του, έβαλε πάλι στόχο τον Δαρείο, επιτυγχάνοντας και αυτή τη φορά να τον τρέψει σε φυγή. Η αναχώρηση του βασιλιά δημιούργησε σύγχυση και πανικό, αλλά η πτέρυγα του Παρμενίωνα δοκιμαζόταν ακόμη σκληρά. Στις ιππομαχίες που ακολούθησαν σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν αρκετοί επίλεκτοι Μακεδόνες, αλλά τελικά οι άνδρες του Αλεξάνδρου υπερίσχυσαν. Όπως συνέβαινε σε τέτοιες περιπτώσεις, οι νικητές επιδόθηκαν στην εξόντωση των ηττημένων.

Η είδηση της συντριπτικής νίκης του Αλεξάνδρου έγινε δεκτή στην Ελλάδα με ανάμεικτα συναισθήματα. Πολλοί ήταν εκείνοι που θεώρησαν ότι τους δινόταν μια καλή ευκαιρία να απαλλαγούν από την κυριαρχία των Μακεδόνων. Καθώς έβλεπαν τον Αντίπατρο απασχολημένο με εξέγερση στη Θράκη και τον Αλέξανδρο υποχρεωμένο να καταδιώξει τον Δαρείο στο βάθος της Ασίας, οι Σπαρτιάτες ξεσήκωσαν τους Πελοποννήσιους και μερικούς άλλους Έλληνες. Με γενικό αρχηγό τον βασιλιά τους Άγη Γ' (338-331) και κινητοποιώντας όλες τις δυνάμεις τους (πανδημεί), πορεύτηκαν εναντίον των Μακεδόνων. Οι Αθηναίοι, μολονότι πρόθυμοι να συνεργαστούν, κρατήθηκαν τελικώς απέξω. Ακόμη και ο Δημοσθένης τούς συμβούλεψε να μην πάρουν μέρος στον νέο πόλεμο εναντίον του Αλεξάνδρου. Ο Αντίπατρος έσπευσε στην Πελοπόννησο με υπέρτερες δυνάμεις και κατάφερε, ύστερα από μακρύ αγώνα, να κυριαρχήσει και να σκοτώσει τον Άγη. Οι Σπαρτιάτες επέστρεψαν στην πόλη τους αποδεκατισμένοι και αναγκασμένοι να ζητήσουν διαπραγματεύσεις με ταπεινωτικούς όρους.

Ενώ ο Δαρείος έτρεχε για τη ζωή του, ο Αλέξανδρος εισερχόταν στη Βαβυλώνα, που του παραδόθηκε με όλα της τα πλούτη. Πρώτη του ενέργεια ήταν να ανοικοδομήσει τα ιερά που, καθώς λεγόταν, είχε γκρεμίσει ο Ξέρξης. Ιδιαιτέρως τίμησε τον μεγάλο θεό Μαρδούκ. Σύντομα εισήλθε και στα Σούσα. Εκεί δεν παρέλαβε μόνο τους θησαυρούς του βασιλιά αλλά και πολλά από τα λάφυρα που είχε φέρει μαζί του από την Ελλάδα ο Ξέρξης. Σύμφωνα με μια παράδοση, τις χάλκινες προτομές των τυραννοκτόνων, του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, τις επέστρεψε στους Αθηναίους, που τις τοποθέτησαν στον Κεραμεικό. Από τα χρήματα του περσικού θησαυροφυλακίου ένα μέρος το έστειλε στον Αντίπατρο, για να αντιμετωπίσει την εξέγερση της Σπάρτης, χωρίς να γνωρίζει την καταστολή της. Δίνοντας μια ακόμη μάχη με ισχυρές περσικές δυνάμεις, έφτασε στους Πασαργάδες, όπου εξασφάλισε και άλλο μεγάλο θησαυρό, και στην Περσέπολη, στην οποία ο Δαρείος Γ' είχε ήδη κτίσει το παλάτι του, πλάι σε αυτά του Δαρείου Α' και του Ξέρξη. Ο τάφος του παρέμενε ακόμη ημιτελής.

Ο Αλέξανδρος παρέδωσε τη μεγάλη περσική πρωτεύουσα με τον αμύθητο πλούτο στους στρατιώτες του να τη λεηλατήσουν. Ο ίδιος πυρπόλησε τα ανάκτορα, που καταστράφηκαν ολοσχερώς. (Η Περσέπολη δεν ξανακτίστηκε ποτέ, αναμένοντας την αρχαιολογική σκαπάνη να επιβεβαιώσει τον πλήρη αφανισμό της.) Απέμενε να καταληφθεί η τελευταία πρωτεύουσα του περσικού βασιλείου, τα Εκβάτανα, στα οποία είχε καταφύγει ο Δαρείος, οργανώνοντας την αντίστασή του. Ο Δαρείος ωστόσο δεν πρόλαβε να αντιμετωπίσει ξανά τον Αλέξανδρο. Δολοφονήθηκε το 330 από έναν σατράπη, ο οποίος σφετερίστηκε για λογαριασμό του όση εξουσία είχε απομείνει.

Σαδισμός

Το ανθρώπινο ον είναι ένα συνονθύλευμα ψυχολογικών, βιολογικών και κοινωνικών μηχανισμών που βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ τους και καθορίζουν την προσωπικότητα του.

Από βιολογικής άποψης, οι πιο ισχυρές ενστικτώδεις ενορμήσεις του ανθρώπου είναι η επιβίωση, δηλαδή η ανάγκη να κρατήσει τον εαυτό του ζωντανό και η αναπαραγωγή, η οποία είναι μία μορφή μεταθανάτιας επιβίωσης μεταφέροντας τμήματα του εαυτού μας μέσω των γονιδίων και δημιουργώντας έτσι ζωή.

Ωστόσο, στον αστερισμό της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, πέρα από τα ένστικτα διατήρησης και διαιώνισης της ζωής υπάρχουν και κακοήθεις μορφές επιθετικών ενστίκτων, που τείνουν να καταστρέψουν τη ζωή. Δύο από τα πιο αξιοσημείωτα κακοήθη και παθολογικά υποκατάστατα της ζωής είναι ο σαδισμός, τον οποίο πραγματεύεται αυτό το κείμενο, καθώς και η νεκροφιλία.

Ο σαδισμός ως όρος έχει τις ρίζες του στον 18αι., και βασίστηκε στη ζωή και στα γραπτά του Γάλλου μυθιστοριογράφου Μαρκήσιου ντε Σαντ. Ως ιατρικός όρος πρώτο-χρησιμοποιήθηκε κάποια χρόνια αργότερα από τον ψυχίατρο Κrafft- Εbing για να περιγράψει μια μορφή διαταραχής της προσωπικότητας γνωστής ως "psychopathia sexualis".

Μεταγενέστεροι μελετητές προσεγγίζουν τον σαδισμό ως ένα μοτίβο συμπεριφορών που κυμαίνεται από τη μη σεξουαλική ψυχολογική ή σωματική βία έως τη σεξουαλική κακοποίηση και τα βασανιστήρια που καταλήγουν σε φόνο. Αν ανατρέξουμε στη σημερινή βιβλιογραφία θα δούμε ότι υπάρχει μια πληθώρα ερμηνειών αναφορικά με το φαινόμενο του σαδισμού.

Σύμφωνα με την επικρατέστερη, ο σαδισμός ορίζεται ως το αίσθημα της σεξουαλικής (ή μη) διέγερσης και η ευχαρίστηση που αισθάνεται κάποιος όταν προξενεί συναισθηματικό ή σωματικό πόνο σε ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα. Ο ίδιος ο Φρόυντ θεωρούσε το σαδισμό καθώς και το μαζοχισμό ως διαστροφές της σεξουαλικότητας του ατόμου μέσω των οποίων το άτομο δύναται να νιώσει σεξουαλική ικανοποίηση.

Προσωπικά πιστεύω ότι ο σαδισμός είναι ένα πιο ευρύ και πολύπλοκο φαινόμενο και δε μπορεί να απομονωθεί στη σφαίρα της σεξουαλικής ζωής. Το σεξ είναι μία μόνο πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας και μια διαταραχή προσωπικότητας, όπως ο σαδισμός, μπορεί να εκφραστεί μόνο σε ένα περιορισμένο βαθμό κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης και δε μπορεί να είναι δηλωτικό στοιχείο μιας διαταραχής. Επομένως, ο σαδισμός δεν μπορεί να οριστεί ως σεξουαλικό φαινόμενο παρόλο που μπορούμε να εντοπίσουμε εκφάνσεις του στη σεξουαλική ζωή.

Επίσης ο σαδισμός υπερβαίνει το αίσθημα ευχαρίστησης και την επιθυμία να προκαλέσουμε πόνο στον άλλο, διότι και αυτός ο ορισμός είναι ανεπαρκής να εξηγήσει σε βάθος το φαινόμενο. Αντιθέτως, ως σαδισμό θα μπορούσαμε να ορίσουμε την επιθυμία ενός ατόμου να κυριαρχήσει απόλυτα πάνω σε ένα άλλο πλάσμα, να ασκήσει σε αυτό απόλυτο έλεγχο και να το μετατρέψει σε άβουλο αντικείμενο της θέλησης του. Όλες οι παραπάνω εκφάνσεις και μορφές του σαδισμού είναι αποτέλεσμα της προαναφερθείσας παρώθησης, της ευχαρίστησης δηλαδή που δίνει η απόλυτη κυριαρχία σε ένα έμβιο ον.

Αυτή κάθε αυτή η σαδιστική παρόρμηση αντιβαίνει στο φαινόμενο της ζωής και λειτουργεί ως υποκατάστατο της τελευταίας. Ασκώντας πλήρη κυριαρχία σε ένα ανθρώπινο πλάσμα, ο σαδιστής του στερεί μια βασική και θεμελιώδη αρχή της ζωής, την ικανότητα να δράσει ελεύθερα και αυθόρμητα. Έτσι το θύμα της σαδιστικής βίας το οποίο στερείται της προσωπικής του ελευθερίας μετατρέπεται, κατά μία βαθύτερη ψυχολογικά έννοια, σε ά-ψυχο ον.

Ο σαδιστής δεν αγαπά τη ζωή αλλά τη φθονεί. Μέσω αυτής της αντισταθμιστικής και σαδιστικής βίας εκδικείται τη ζωή αρπάζοντας βίαια από αυτήν το πιο όμορφο κομμάτι της, την ελευθερία, με τον ίδιο τρόπο που ο Πλούτωνας άρπαξε την όμορφη Περσεφόνη και την οδήγησε στο ζοφερό σκοτάδι του Άδη.