358 ΧΟ. φεῦ φεῦ, μελέα τῶν σῶν ἀχέων,
357 δύστηνε γύναι,
ποῖ ποτε τρέψῃ; τίνα πρὸς ξενίαν
360 ἢ δόμον ἢ χθόνα σωτῆρα κακῶν
[ἐξευρήσεις];
ὡς εἰς ἄπορόν σε κλύδωνα θεός,
Μήδεια, κακῶν ἐπόρευσεν.
ΜΗ. κακῶς πέπρακται πανταχῇ· τίς ἀντερεῖ;
365 ἀλλ᾽ οὔτι ταύτῃ ταῦτα, μὴ δοκεῖτέ πω.
ἔτ᾽ εἴσ᾽ ἀγῶνες τοῖς νεωστὶ νυμφίοις
καὶ τοῖσι κηδεύσασιν οὐ σμικροὶ πόνοι.
δοκεῖς γὰρ ἄν με τόνδε θωπεῦσαί ποτε
εἰ μή τι κερδαίνουσαν ἢ τεχνωμένην;
370 οὐδ᾽ ἂν προσεῖπον οὐδ᾽ ἂν ἡψάμην χεροῖν.
ὁ δ᾽ ἐς τοσοῦτον μωρίας ἀφίκετο
ὥστ᾽, ἐξὸν αὐτῷ τἄμ᾽ ἑλεῖν βουλεύματα
γῆς ἐκβαλόντι, τήνδ᾽ ἐφῆκεν ἡμέραν
μεῖναί μ᾽, ἐν ᾗ τρεῖς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν νεκροὺς
375 θήσω, πατέρα τε καὶ κόρην πόσιν τ᾽ ἐμόν.
πολλὰς δ᾽ ἔχουσα θανασίμους αὐτοῖς ὁδούς,
οὐκ οἶδ᾽ ὁποίᾳ πρῶτον ἐγχειρῶ, φίλαι·
πότερον ὑφάψω δῶμα νυμφικὸν πυρί,
ἢ θηκτὸν ὤσω φάσγανον δι᾽ ἥπατος,
380 σιγῇ δόμους ἐσβᾶσ᾽ ἵν᾽ ἔστρωται λέχος;
ἀλλ᾽ ἕν τί μοι πρόσαντες· εἰ ληφθήσομαι
δόμους ὑπερβαίνουσα καὶ τεχνωμένη,
θανοῦσα θήσω τοῖς ἐμοῖς ἐχθροῖς γέλων.
κράτιστα τὴν εὐθεῖαν, ᾗ πεφύκαμεν
385 σοφοὶ μάλιστα, φαρμάκοις αὐτοὺς ἑλεῖν.
εἶἑν·
καὶ δὴ τεθνᾶσι· τίς με δέξεται πόλις;
τίς γῆν ἄσυλον καὶ δόμους ἐχεγγύους
ξένος παρασχὼν ῥύσεται τοὐμὸν δέμας;
οὐκ ἔστι. μείνασ᾽ οὖν ἔτι σμικρὸν χρόνον,
390 ἢν μέν τις ἡμῖν πύργος ἀσφαλὴς φανῇ,
δόλῳ μέτειμι τόνδε καὶ σιγῇ φόνον·
ἢ δ᾽ ἐξελαύνῃ ξυμφορά μ᾽ ἀμήχανος,
αὐτὴ ξίφος λαβοῦσα, κεἰ μέλλω θανεῖν,
κτενῶ σφε, τόλμης δ᾽ εἶμι πρὸς τὸ καρτερόν.
395 οὐ γὰρ μὰ τὴν δέσποιναν ἣν ἐγὼ σέβω
μάλιστα πάντων καὶ ξυνεργὸν εἱλόμην,
Ἑκάτην, μυχοῖς ναίουσαν ἑστίας ἐμῆς,
χαίρων τις αὐτῶν τοὐμὸν ἀλγυνεῖ κέαρ.
πικροὺς δ᾽ ἐγώ σφιν καὶ λυγροὺς θήσω γάμους,
400 πικρὸν δὲ κῆδος καὶ φυγὰς ἐμὰς χθονός.
ἀλλ᾽ εἶα φείδου μηδὲν ὧν ἐπίστασαι,
Μήδεια, βουλεύουσα καὶ τεχνωμένη·
ἕρπ᾽ ἐς τὸ δεινόν· νῦν ἀγὼν εὐψυχίας.
ὁρᾷς ἃ πάσχεις; οὐ γέλωτα δεῖ σ᾽ ὀφλεῖν
405 τοῖς Σισυφείοις τοῖσδ᾽ Ἰάσονος γάμοις,
γεγῶσαν ἐσθλοῦ πατρὸς Ἡλίου τ᾽ ἄπο.
ἐπίστασαι δέ· πρὸς δὲ καὶ πεφύκαμεν
γυναῖκες, ἐς μὲν ἔσθλ᾽ ἀμηχανώταται,
κακῶν δὲ πάντων τέκτονες σοφώταται.
***
ΧΟ. Αλίμονο! Αλίμονο!
Τόσα τα πάθη σου, δύσμοιρη!
Πού θα πας, δυστυχισμένη γυναίκα, πού;
360 Ποιός φίλος, ποιό σπίτι, ποιά χώρα
[θα βρεθεί και]
θα σε σώσει από τον όλεθρο;
Σε τι αδιάβατο πέλαγος κακών
σε οδήγησαν, Μήδεια, οι θεοί!
ΜΗ. Κάκιστα επήγαν τα πάντα. Ποιός το αρνείται;
365 Όμως δεν θα τελειώσουν έτσι — μη σας περάσει από τον νου.
Έχουν ακόμη αγώνες οι νεόνυμφοι
και εκείνοι που τους πάντρεψαν μαρτύρια μεγάλα.
Τί φαντάστηκες; Πως θα τον εκολάκευα ποτέ,
αν δεν είχα να κερδίσω ή δεν εσχεδίαζα κάτι;
370 Ούτε που θα του μιλούσα ούτε που θα τον άγγιζαν τα χέρια μου.
Και αυτός εφάνη τόσο ανόητος, ώστε, ενώ είχε τρόπο
να ματαιώσει τα σχέδιά μου εξορίζοντάς με,
με άφησε να μείνω τούτη τη μέρα — τούτη τη μέρα
τρεις από τους εχθρούς μου θα πέσουν νεκροί,
375 ο πατέρας, η κόρη, ο άντρας μου.
Έχω γι᾽ αυτούς δρόμους πολλούς που οδηγούν στον θάνατο
και δεν ξέρω, αγαπημένες μου, ποιόν να πάρω πρώτο.
Να παραδώσω στις φλόγες το νυφικό δώμα
ή να μπω αθόρυβα στην κάμαρη με το στρωμένο κρεβάτι
380 και να καρφώσω στα στήθη τους ακονισμένο μαχαίρι;
Ένα πράγμα ωστόσο με αποθαρρύνει:
Αν με συλλάβουν να διαβαίνω το κατώφλι
και να βάζω εμπρός το σχέδιό μου, θα πεθάνω
και οι εχθροί μου θα καγχάζουν.
Το καλύτερο, να ακολουθήσω την ευθεία,
385 την τέχνη που εγώ γνωρίζω άριστα,
να τους ξεκάνω με φαρμάκι. Ας είναι.
Πες πως είναι ήδη νεκροί. Ποιά πόλη θα με δεχθεί;
Ποιός φίλος θα μου προσφέρει τόπο απαραβίαστο
και σπίτι φερέγγυο και θα σώσει το σώμα μου; Κανείς.
Γι᾽ αυτό θα μείνω λίγο ακόμα
390 και αν φανεί για μένα λιμάνι ασφαλές,
με δόλο και αμίλητη θα πράξω τούτον τον φόνο.
Αν πάλι κάποια συμφορά ακαταμάχητη ορθωθεί εμπρός μου,
θα αδράξω το ξίφος και θα τους σκοτώσω,
ακόμα και αν είναι να πεθάνω. Θα φτάσω
στο ακρότατο σημείο της τόλμης.
395 Ορκίζομαι στη θεά που εγώ ευλαβούμαι
πάνω απ᾽ όλους τους θεούς
και που την έχω συνεργό μου, στην Εκάτη,
τη θρονιασμένη στο βάθος της εστίας μου: Κανένας τους
δεν θα πληγώσει την καρδιά μου ατιμώρητος.
Πικρούς και θλιβερούς θα κάμω εγώ τους γάμους τους,
400 πικρά τα συμπεθεριάσματα και τον δικό μου ξεριζωμό.
Εμπρός τώρα. Μην αφήσεις καμιά από τις τέχνες που κατέχεις,
Μήδεια, όταν θα καταστρώνεις το σχέδιό σου
και θα τους παγιδεύεις.
Προχώρα στην πράξη την τρομερή. Εδώ κρίνεται η γενναιότητα.
Βλέπεις πώς υποφέρεις. Δεν πρέπει εσύ,
405 αρχοντικού πατέρα γέννημα και απ᾽ τη γενιά του Ήλιου,
να αφήσεις να γελούν μαζί σου
γι᾽ αυτόν τον γάμο του Ιάσονα με το σπέρμα του Σίσυφου.
Το πώς το γνωρίζεις. Και μην ξεχνάς
πως είμαστε γεννημένες γυναίκες, αμήχανες για το καλό,
για το κακό ωστόσο τεχνίτρες πολυμήχανες.