ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Ἀσιάτιδος γῆς σχῆμα, Θηβαία πόλις,
ὅθεν ποθ᾽ ἕδνων σὺν πολυχρύσωι χλιδῇ
Πριάμου τύραννον ἑστίαν ἀφικόμην
δάμαρ δοθεῖσα παιδοποιὸς Ἕκτορι,
5 ζηλωτὸς ἔν γε τῷ πρὶν Ἀνδρομάχη χρόνῳ,
νῦν δ᾽, εἴ τις ἄλλη, δυστυχεστάτη γυνή
[ἐμοῦ πέφυκεν ἢ γενήσεταί ποτε]·
ἥτις πόσιν μὲν Ἕκτορ᾽ ἐξ Ἀχιλλέως
θανόντ᾽ ἐσεῖδον, παῖδά θ᾽ ὃν τίκτω πόσει
10 ῥιφθέντα πύργων Ἀστυάνακτ᾽ ἀπ᾽ ὀρθίων,
ἐπεὶ τὸ Τροίας εἷλον Ἕλληνες πέδον·
αὐτὴ δὲ δούλη τῶν ἐλευθερωτάτων
οἴκων νομισθεῖσ᾽ Ἑλλάδ᾽ εἰσαφικόμην
τῷ νησιώτῃ Νεοπτολέμῳ δορὸς γέρας
15 δοθεῖσα λείας Τρωϊκῆς ἐξαίρετον.
Φθίας δὲ τῆσδε καὶ πόλεως Φαρσαλίας
σύγχορτα ναίω πεδί᾽, ἵν᾽ ἡ θαλασσία
Πηλεῖ ξυνῴκει χωρὶς ἀνθρώπων Θέτις
φεύγουσ᾽ ὅμιλον· Θεσσαλὸς δέ νιν λεὼς
20 Θετίδειον αὐδᾷ θεᾶς χάριν νυμφευμάτων.
ἔνθ᾽ οἶκον ἔσχε τόνδε παῖς Ἀχιλλέως,
Πηλέα δ᾽ ἀνάσσειν γῆς ἐᾷ Φαρσαλίας,
ζῶντος γέροντος σκῆπτρον οὐ θέλων λαβεῖν.
κἀγὼ δόμοις τοῖσδ᾽ ἄρσεν᾽ ἐντίκτω κόρον,
25 πλαθεῖσ᾽ Ἀχιλλέως παιδί, δεσπότῃ δ᾽ ἐμῷ.
καὶ πρὶν μὲν ἐν κακοῖσι κειμένην ὅμως
ἐλπίς μ᾽ ἀεὶ προῆγε σωθέντος τέκνου
ἀλκήν τιν᾽ εὑρεῖν κἀπικούρησιν κακῶν·
ἐπεὶ δὲ τὴν Λάκαιναν Ἑρμιόνην γαμεῖ
30 τοὐμὸν παρώσας δεσπότης δοῦλον λέχος,
κακοῖς πρὸς αὐτῆς σχετλίοις ἐλαύνομαι.
λέγει γὰρ ὥς νιν φαρμάκοις κεκρυμμένοις
τίθημ᾽ ἄπαιδα καὶ πόσει μισουμένην,
αὐτὴ δὲ ναίειν οἶκον ἀντ᾽ αὐτῆς θέλω
35 τόνδ᾽, ἐκβαλοῦσα λέκτρα τἀκείνης βίᾳ·
ἁγὼ τὸ πρῶτον οὐχ ἑκοῦσ᾽ ἐδεξάμην,
νῦν δ᾽ ἐκλέλοιπα· Ζεὺς τάδ᾽ εἰδείη μέγας,
ὡς οὐχ ἑκοῦσα τῷδ᾽ ἐκοινώθην λέχει.
ἀλλ᾽ οὔ σφε πείθω, βούλεται δέ με κτανεῖν,
40 πατήρ τε θυγατρὶ Μενέλεως συνδρᾷ τάδε.
καὶ νῦν κατ᾽ οἴκους ἔστ᾽, ἀπὸ Σπάρτης μολὼν
ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτο· δειματουμένη δ᾽ ἐγὼ
δόμων πάροικον Θέτιδος εἰς ἀνάκτορον
θάσσω τόδ᾽ ἐλθοῦσ᾽, ἤν με κωλύσῃ θανεῖν.
45 Πηλεύς τε γάρ νιν ἔκγονοί τε Πηλέως
σέβουσιν, ἑρμήνευμα Νηρῇδος γάμων.
ὃς δ᾽ ἔστι παῖς μοι μόνος, ὑπεκπέμπω λάθρᾳ
ἄλλους ἐς οἴκους, μὴ θάνῃ φοβουμένη.
ὁ γὰρ φυτεύσας αὐτὸν οὔτ᾽ ἐμοὶ πάρα
50 προσωφελῆσαι, παιδί τ᾽ οὐδέν ἐστ᾽, ἀπὼν
Δελφῶν κατ᾽ αἶαν, ἔνθα Λοξίᾳ δίκην
δίδωσι μανίας, ἥν ποτ᾽ ἐς Πυθὼ μολὼν
ᾔτησε Φοῖβον πατρὸς οὗ κτείνει δίκην,
εἴ πως τὰ πρόσθε σφάλματ᾽ ἐξαιτούμενος
55 θεὸν παράσχοιτ᾽ ἐς τὸ λοιπὸν εὐμενῆ.
***
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Από τη Θήβη —ω πόλη της Ασίας στολίδι—
έφτασα κάποτε φορτωμένη με πλούτη
στου Πριάμου το παλάτι, όταν με δώσανε
στον Έκτορα, να γίνω των παιδιών του η μάνα·
η ζηλεμένη εκείνο τον καιρό Ανδρομάχη,
μα τώρα η πιο δυστυχισμένη απ᾽ τις γυναίκες.
Αφού τον άντρα μου τον Έκτορα είδα να πεθαίνει
και το παιδί που απόχτησα μαζί του, τον Αστυάνακτα,
10 τον είδα να γκρεμίζεται απ᾽ τα καστροπύργια
όταν οι Έλληνες κυρίεψαν της Τροίας τη χώρα.
Σκλάβα έχω φτάσει στην Ελλάδα, εγώ
η αρχοντοκόρη μιας γενιάς από τις λίγες,
αφού όταν μοίρασαν τα λάφυρα, με δώσανε
στον νησιώτη Νεοπτόλεμο,
βραβείο ξεχωριστό της αντρειοσύνης του.
Τώρα κατοικώ εδώ στον κάμπο
που συνορεύει με τη Φθία και με τα Φάρσαλα.
Εδώ, μακριά από των ανθρώπων την οχλαλοή,
ζούσε με τον Πηλέα η θαλασσινή
Θέτις κι από τον γάμο της θεάς
θετίδειο κράζει ετούτο εδώ τον τόπο
20 ο λαός της Θεσσαλίας. Κι έχει εδώ
την κατοικία του ο γιος του Αχιλλέα
κι αφήνει τον Πηλέα να βασιλεύει
στην πόλη των Φαρσάλων, μη θέλοντας
να πάρει το σκήπτρο όσο ο γέροντας ζει.
Κι εγώ, σ᾽ αυτό το σπίτι απόχτησα παιδί, αγόρι,
πλαγιάζοντας με τον αφέντη μου, του Αχιλλέα τον γιο.
Έτσι, κι ας ήμουν βουτηγμένη
στις συμφορές,
μια ελπίδα πάντα με κρατούσε,
πως αν εζούσε το παιδί μου θα ᾽βρισκα
κάποια δύναμη, κάποια παρηγόρια.
Όμως αφότου ο αφέντης μου, καταφρονώντας
το κρεβάτι της σκλάβας,
30 τη Σπαρτιάτισσα Ερμιόνη έκαμε ταίρι του,
με κατηγόριες η γυναίκα αυτή με κατατρέχει.
Λέει ότι, τάχα, με βοτάνια μαγικά
δεν την αφήνω ν᾽ αποχτήσει τέκνο
κι εξαιτίας μου εκείνος τη μισεί
και πως έχω σκοπό να κατοικήσω
σ᾽ αυτό το σπίτι αφού πετάξω με τη βία
το νυφικό κρεβάτι. Ωστόσο, εγώ,
πρώτα πρώτα, χωρίς να το θέλω
μαζί του πλάγιασα,
και τώρα, μάρτυς μου ο θεός, αποτραβήχτηκα.
Όμως αυτή δεν με πιστεύει, θέλει
40 τον θάνατό μου, κι ο γονιός Μενέλαος συμφωνεί.
Ήρθε απ᾽ τη Σπάρτη με σκοπό
τέτοιον και τώρα βρίσκεται στο σπίτι. Κι εγώ
πρόστρεξα, φοβισμένη ικέτισσα, στον ναό της Θέτιδας,
που βρίσκεται πλάι στο παλάτι,
μήπως γλιτώσω τον αφανισμό μου.
Γιατί ο Πηλέας και του Πηλέα οι συγγενείς
τιμούν ετούτον τον ναό, που τους θυμίζει
της Νεραϊδοκυράς τον γάμο. Όσο για το μονάκριβό μου,
από τον φόβο μη μου το σκοτώσουν,
σ᾽ άλλο σπίτι, κρυφά, το έχω στείλει.
Γιατί ο πατέρας του ούτ᾽ εμένα να βοηθήσει
50 μπορεί, ούτε και το παιδί του, καθώς λείπει
στους Δελφούς, όπου πήγε να γυρέψει
συγνώμη απ᾽ τον Απόλλωνα, για την παλιά του αφροσύνη
όταν εσήκωσε κεφάλι στον Λοξία
ζητώντας λόγο για τον φόνο του πατρός του.
Τώρα, με παρακάλια στον Απόλλωνα, ζητάει
να ξεχαστεί το παλιό σφάλμα του και να ᾽χει
την εύνοια του θεού από δω και πέρα.
Ἀσιάτιδος γῆς σχῆμα, Θηβαία πόλις,
ὅθεν ποθ᾽ ἕδνων σὺν πολυχρύσωι χλιδῇ
Πριάμου τύραννον ἑστίαν ἀφικόμην
δάμαρ δοθεῖσα παιδοποιὸς Ἕκτορι,
5 ζηλωτὸς ἔν γε τῷ πρὶν Ἀνδρομάχη χρόνῳ,
νῦν δ᾽, εἴ τις ἄλλη, δυστυχεστάτη γυνή
[ἐμοῦ πέφυκεν ἢ γενήσεταί ποτε]·
ἥτις πόσιν μὲν Ἕκτορ᾽ ἐξ Ἀχιλλέως
θανόντ᾽ ἐσεῖδον, παῖδά θ᾽ ὃν τίκτω πόσει
10 ῥιφθέντα πύργων Ἀστυάνακτ᾽ ἀπ᾽ ὀρθίων,
ἐπεὶ τὸ Τροίας εἷλον Ἕλληνες πέδον·
αὐτὴ δὲ δούλη τῶν ἐλευθερωτάτων
οἴκων νομισθεῖσ᾽ Ἑλλάδ᾽ εἰσαφικόμην
τῷ νησιώτῃ Νεοπτολέμῳ δορὸς γέρας
15 δοθεῖσα λείας Τρωϊκῆς ἐξαίρετον.
Φθίας δὲ τῆσδε καὶ πόλεως Φαρσαλίας
σύγχορτα ναίω πεδί᾽, ἵν᾽ ἡ θαλασσία
Πηλεῖ ξυνῴκει χωρὶς ἀνθρώπων Θέτις
φεύγουσ᾽ ὅμιλον· Θεσσαλὸς δέ νιν λεὼς
20 Θετίδειον αὐδᾷ θεᾶς χάριν νυμφευμάτων.
ἔνθ᾽ οἶκον ἔσχε τόνδε παῖς Ἀχιλλέως,
Πηλέα δ᾽ ἀνάσσειν γῆς ἐᾷ Φαρσαλίας,
ζῶντος γέροντος σκῆπτρον οὐ θέλων λαβεῖν.
κἀγὼ δόμοις τοῖσδ᾽ ἄρσεν᾽ ἐντίκτω κόρον,
25 πλαθεῖσ᾽ Ἀχιλλέως παιδί, δεσπότῃ δ᾽ ἐμῷ.
καὶ πρὶν μὲν ἐν κακοῖσι κειμένην ὅμως
ἐλπίς μ᾽ ἀεὶ προῆγε σωθέντος τέκνου
ἀλκήν τιν᾽ εὑρεῖν κἀπικούρησιν κακῶν·
ἐπεὶ δὲ τὴν Λάκαιναν Ἑρμιόνην γαμεῖ
30 τοὐμὸν παρώσας δεσπότης δοῦλον λέχος,
κακοῖς πρὸς αὐτῆς σχετλίοις ἐλαύνομαι.
λέγει γὰρ ὥς νιν φαρμάκοις κεκρυμμένοις
τίθημ᾽ ἄπαιδα καὶ πόσει μισουμένην,
αὐτὴ δὲ ναίειν οἶκον ἀντ᾽ αὐτῆς θέλω
35 τόνδ᾽, ἐκβαλοῦσα λέκτρα τἀκείνης βίᾳ·
ἁγὼ τὸ πρῶτον οὐχ ἑκοῦσ᾽ ἐδεξάμην,
νῦν δ᾽ ἐκλέλοιπα· Ζεὺς τάδ᾽ εἰδείη μέγας,
ὡς οὐχ ἑκοῦσα τῷδ᾽ ἐκοινώθην λέχει.
ἀλλ᾽ οὔ σφε πείθω, βούλεται δέ με κτανεῖν,
40 πατήρ τε θυγατρὶ Μενέλεως συνδρᾷ τάδε.
καὶ νῦν κατ᾽ οἴκους ἔστ᾽, ἀπὸ Σπάρτης μολὼν
ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτο· δειματουμένη δ᾽ ἐγὼ
δόμων πάροικον Θέτιδος εἰς ἀνάκτορον
θάσσω τόδ᾽ ἐλθοῦσ᾽, ἤν με κωλύσῃ θανεῖν.
45 Πηλεύς τε γάρ νιν ἔκγονοί τε Πηλέως
σέβουσιν, ἑρμήνευμα Νηρῇδος γάμων.
ὃς δ᾽ ἔστι παῖς μοι μόνος, ὑπεκπέμπω λάθρᾳ
ἄλλους ἐς οἴκους, μὴ θάνῃ φοβουμένη.
ὁ γὰρ φυτεύσας αὐτὸν οὔτ᾽ ἐμοὶ πάρα
50 προσωφελῆσαι, παιδί τ᾽ οὐδέν ἐστ᾽, ἀπὼν
Δελφῶν κατ᾽ αἶαν, ἔνθα Λοξίᾳ δίκην
δίδωσι μανίας, ἥν ποτ᾽ ἐς Πυθὼ μολὼν
ᾔτησε Φοῖβον πατρὸς οὗ κτείνει δίκην,
εἴ πως τὰ πρόσθε σφάλματ᾽ ἐξαιτούμενος
55 θεὸν παράσχοιτ᾽ ἐς τὸ λοιπὸν εὐμενῆ.
***
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Από τη Θήβη —ω πόλη της Ασίας στολίδι—
έφτασα κάποτε φορτωμένη με πλούτη
στου Πριάμου το παλάτι, όταν με δώσανε
στον Έκτορα, να γίνω των παιδιών του η μάνα·
η ζηλεμένη εκείνο τον καιρό Ανδρομάχη,
μα τώρα η πιο δυστυχισμένη απ᾽ τις γυναίκες.
Αφού τον άντρα μου τον Έκτορα είδα να πεθαίνει
και το παιδί που απόχτησα μαζί του, τον Αστυάνακτα,
10 τον είδα να γκρεμίζεται απ᾽ τα καστροπύργια
όταν οι Έλληνες κυρίεψαν της Τροίας τη χώρα.
Σκλάβα έχω φτάσει στην Ελλάδα, εγώ
η αρχοντοκόρη μιας γενιάς από τις λίγες,
αφού όταν μοίρασαν τα λάφυρα, με δώσανε
στον νησιώτη Νεοπτόλεμο,
βραβείο ξεχωριστό της αντρειοσύνης του.
Τώρα κατοικώ εδώ στον κάμπο
που συνορεύει με τη Φθία και με τα Φάρσαλα.
Εδώ, μακριά από των ανθρώπων την οχλαλοή,
ζούσε με τον Πηλέα η θαλασσινή
Θέτις κι από τον γάμο της θεάς
θετίδειο κράζει ετούτο εδώ τον τόπο
20 ο λαός της Θεσσαλίας. Κι έχει εδώ
την κατοικία του ο γιος του Αχιλλέα
κι αφήνει τον Πηλέα να βασιλεύει
στην πόλη των Φαρσάλων, μη θέλοντας
να πάρει το σκήπτρο όσο ο γέροντας ζει.
Κι εγώ, σ᾽ αυτό το σπίτι απόχτησα παιδί, αγόρι,
πλαγιάζοντας με τον αφέντη μου, του Αχιλλέα τον γιο.
Έτσι, κι ας ήμουν βουτηγμένη
στις συμφορές,
μια ελπίδα πάντα με κρατούσε,
πως αν εζούσε το παιδί μου θα ᾽βρισκα
κάποια δύναμη, κάποια παρηγόρια.
Όμως αφότου ο αφέντης μου, καταφρονώντας
το κρεβάτι της σκλάβας,
30 τη Σπαρτιάτισσα Ερμιόνη έκαμε ταίρι του,
με κατηγόριες η γυναίκα αυτή με κατατρέχει.
Λέει ότι, τάχα, με βοτάνια μαγικά
δεν την αφήνω ν᾽ αποχτήσει τέκνο
κι εξαιτίας μου εκείνος τη μισεί
και πως έχω σκοπό να κατοικήσω
σ᾽ αυτό το σπίτι αφού πετάξω με τη βία
το νυφικό κρεβάτι. Ωστόσο, εγώ,
πρώτα πρώτα, χωρίς να το θέλω
μαζί του πλάγιασα,
και τώρα, μάρτυς μου ο θεός, αποτραβήχτηκα.
Όμως αυτή δεν με πιστεύει, θέλει
40 τον θάνατό μου, κι ο γονιός Μενέλαος συμφωνεί.
Ήρθε απ᾽ τη Σπάρτη με σκοπό
τέτοιον και τώρα βρίσκεται στο σπίτι. Κι εγώ
πρόστρεξα, φοβισμένη ικέτισσα, στον ναό της Θέτιδας,
που βρίσκεται πλάι στο παλάτι,
μήπως γλιτώσω τον αφανισμό μου.
Γιατί ο Πηλέας και του Πηλέα οι συγγενείς
τιμούν ετούτον τον ναό, που τους θυμίζει
της Νεραϊδοκυράς τον γάμο. Όσο για το μονάκριβό μου,
από τον φόβο μη μου το σκοτώσουν,
σ᾽ άλλο σπίτι, κρυφά, το έχω στείλει.
Γιατί ο πατέρας του ούτ᾽ εμένα να βοηθήσει
50 μπορεί, ούτε και το παιδί του, καθώς λείπει
στους Δελφούς, όπου πήγε να γυρέψει
συγνώμη απ᾽ τον Απόλλωνα, για την παλιά του αφροσύνη
όταν εσήκωσε κεφάλι στον Λοξία
ζητώντας λόγο για τον φόνο του πατρός του.
Τώρα, με παρακάλια στον Απόλλωνα, ζητάει
να ξεχαστεί το παλιό σφάλμα του και να ᾽χει
την εύνοια του θεού από δω και πέρα.