Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἠλέκτρα (193-250)

ΧΟ. οἰκτρὰ μὲν νόστοις αὐδά, [στρ. γ]
οἰκτρὰ δ᾽ ἐν κοίταις πατρῴαις
195 ὅτε οἱ παγχάλκων ἀνταία
γενύων ὡρμάθη πλαγά.
δόλος ἦν ὁ φράσας, ἔρος ὁ κτείνας,
δεινὰν δεινῶς προφυτεύσαντες
μορφάν· εἴτ᾽ οὖν θεὸς εἴτε βροτῶν
200 ἦν ὁ ταῦτα πράσσων.
ΗΛ. ὦ πασᾶν κείνα πλέον ἁμέρα
ἐλθοῦσ᾽ ἐχθίστα δή μοι·
ὦ νύξ, ὦ δείπνων ἀρρήτων
ἔκπαγλ᾽ ἄχθη·
205 τοὺς ἐμὸς ἴδε πατὴρ
θανάτους αἰκεῖς διδύμαιν χειροῖν,
αἳ τὸν ἐμὸν εἷλον βίον
πρόδοτον, αἵ μ᾽ ἀπώλεσαν·
οἷς θεὸς ὁ μέγας Ὀλύμπιος
210 ποίνιμα πάθεα παθεῖν πόροι,
μηδέ ποτ᾽ ἀγλαΐας ἀποναίατο
τοιάδ᾽ ἀνύσαντες ἔργα.

ΧΟ. φράζου μὴ πόρσω φωνεῖν. [ἀντ. γ]
οὐ γνώμαν ἴσχεις ἐξ οἵων
215 τὰ παρόντ᾽; οἰκείας εἰς ἄτας
ἐμπίπτεις οὕτως αἰκῶς.
πολὺ γάρ τι κακῶν ὑπερεκτήσω,
σᾷ δυσθύμῳ τίκτουσ᾽ αἰεὶ
ψυχᾷ πολέμους· τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς
220 οὐκ ἐριστὰ πλάθειν.
ΗΛ. δείν᾽ ἐν δεινοῖς ἠναγκάσθην·
ἔξοιδ᾽, οὐ λάθει μ᾽ ὀργά.
ἀλλ᾽ ἐν γὰρ δεινοῖς οὐ σχήσω
ταύτας ἄτας,
225 ὄφρα με βίος ἔχῃ.
τίνι γάρ ποτ᾽ ἄν, ὦ φιλία γενέθλα,
πρόσφορον ἀκούσαιμ᾽ ἔπος,
τίνι φρονοῦντι καίρια;
ἄνετέ μ᾽ ἄνετε παράγοροι.
230 τάδε γὰρ ἄλυτα κεκλήσεται·
οὐδέ ποτ᾽ ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι
ἀνάριθμος ὧδε θρήνων.

ΧΟ. ἀλλ᾽ οὖν εὐνοίᾳ γ᾽ αὐδῶ, [ἐπῳδ.]
μάτηρ ὡσεί τις πιστά,
235 μὴ τίκτειν σ᾽ ἄταν ἄταις.
ΗΛ. καὶ τί μέτρον κακότατος ἔφυ; φέρε,
πῶς ἐπὶ τοῖς φθιμένοις ἀμελεῖν καλόν;
ἐν τίνι τοῦτ᾽ ἔβλαστ᾽ ἀνθρώπων;
μήτ᾽ εἴην ἔντιμος τούτοις
240 μήτ᾽, εἴ τῳ πρόσκειμαι χρηστῷ,
ξυνναίοιμ᾽ εὔκηλος, γονέων
ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας
ὀξυτόνων γόων.
245 εἰ γὰρ ὁ μὲν θανὼν γᾶ τε καὶ οὐδὲν ὢν
κείσεται τάλας,
οἳ δὲ μὴ πάλιν
δώσουσ᾽ ἀντιφόνους δίκας,
ἔρροι τ᾽ ἂν αἰδὼς
250 ἁπάντων τ᾽ εὐσέβεια θνατῶν.

***
ΧΟΡ. Ω τί σπαραγμός η φωνή του
την ημέρα που γύρισε!
ω τί σπαραγμός, όταν πάνω στο δείπνο
βρόντησε στην κεφαλή του
απ᾽ τ᾽ ολόχαλκ᾽ ο χτύπος πελέκι.
Τον σχεδίασε ο Δόλος,
τον ετέλειωσε ο Έρωτας το φόνο
κι έτσι φριχτά φριχτό σπείρανε τέρας
όποιοι και να ᾽ταν που το ᾽καμαν,
200 είτε θεός, είτε άνθρωποι.

ΗΛΕ. Ω απ᾽ όλες η πιο μισημένη
της ζωής μου τις ημέρες εκείνη·
ω νύχτα, ω του ανείπωτου δείπνου
η φρίκη, που ο νους δε χωρεί,
που τον πιο άτιμο αντίκρισε θάνατο
απ᾽ των δυο τους τα χέρια ο πατέρας,
που μου πήραν και μένα μαζί τη ζωή,
που με πρόδωσαν, μ᾽ έχασαν,
που είθε ας τους δώσει ο μεγάλος τού Ολύμπου Θεός
210 πάθη να βρουν βαρύποινα
κι ούτε χαράς αναγάλλια ποτέ να γευτούν,
τέτοια που έπραξαν έργα.

ΧΟΡ. Κοίταξε, βάλε στα λόγια σου μέτρο·
δε συλλογιέσαι από ποιές αφορμές
σ᾽ αυτά τώρα κατάντησες,
και σε ποιές συφορές από μόνη σου
έτσι ανάξια πέφτεις;
η ίδια τα πάθη σου επλήθυνες,
που μ᾽ αυτή την αψίθυμη γνώμη σου
πάντα πολέμους γεννάς·
μα με τους δυνατούς
220 δεν είναι να πέφτει σ᾽ αμάχη κανείς.

ΗΛΕ.
Η δυστυχία, η δυστυχία μου με ανάγκασε·
ξέρω κι ούτε που αρνούμαι την τρέλα μου,
μα και σ᾽ αυτή την κατάντια μου,
τους ολέθριους για μένα τους θρήνους
δε θενα πάψω ποτέ
όσο που έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
γιατί, φίλες καλές μου, από ποιόν
θά ηταν πρόσφορο λόγο ν᾽ ακούσω; από ποιόν,
που τα πράματα κρίνει όπως είναι;
Παρηγορήτρες μου, αφήστε, μα αφήστε με,
230 τέτοια αρρώστια δεν ξέρει γιατρειά,
κι᾽ απ᾽ τα πάθη μου αυτά δε θα πάψω ποτέ
έτσι αμέτρητους θρήνους να χύνω.

ΧΟΡ. Μα εγώ, που το καλό σου θέλω,
σου λέω σα μάνα σου πιστή,
να μην προσθέτεις συφορά στη συφορά.

ΗΛΕ.
Και ποιό μέτρο έχει τάχα η συφορά μου;
πώς θενά ηταν καλό να ξεχνάς τους νεκρούς σου;
σε ποιού ανθρώπου εβλάστησε αυτό την καρδιά;
ενός τέτοιου, ας μου ᾽λειπ᾽ εμένα η υπόληψη,
240 μήτε θα ᾽θελα, αν είχα κανένα καλό,
να το χαίρομαι αξέγνοιαστα, αν ήταν
ν᾽ απαρνηθώ των γονιών μου τη μνήμη
και τις φτερούγες των θρήνων μου τους κλείσω.
Γιατί αν κείτεται στάχτη στη γης κι ένα τίποτε
ο άθλιός μας νεκρός κι αν το φόνο
δεν πλερώσει με φόνο ο φονιάς,
πάει, χάθηκε κάθε ντροπή,
250 κάθ᾽ ευσέβεια πάει απ᾽ τον κόσμο.

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 4. Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική εποχή (323-31 π.Χ.)

4.6. Επιλεγόμενα στην Ελληνιστική εποχή


Εξετάζοντας τον συγχρονικό πίνακα, βλέπουμε ότι οι εγγραφές είναι εξαιρετικά πυκνές στο αριστερό μέρος, που αντιστοιχεί στο τέλος του 4ου και στο πρώτο μισό του 3ου π.Χ. αιώνα· από κει και πέρα όμως αραιώνουν, τόσο περισσότερο όσο πλησιάζουμε στο 30 π.Χ., όπου τυπικά αρχίζει η Ελληνορωμαϊκή εποχή. Και ακόμα προσέχουμε ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις οι προσωπικότητες είναι στην αρχή της εποχής σημαντικότερες από εκείνες που ακολούθησαν· σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα οι νεότεροι άλλο δεν έκαναν από το να ανακεφαλαιώνουν και να συμπληρώνουν το έργο των προκατόχων τους. Η εικόνα παρουσιάζει ενδιαφέρον, και αξίζει να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις από κοντά.

Στην αρχή της Ελληνιστικής εποχής, με την άνθιση της Νέας κωμωδίας, η δραματική ποίηση ακμάζει· όμως το φαινόμενο είναι καθαρά αθηναϊκό[1] και ουσιαστικά αποτελεί την τελευταία αναλαμπή στην εξέλιξη του κλασικού αττικού θεάτρου, που η πορεία του είχε ξεκινήσει αιώνες πριν, με τα δράματα του Θέσπη. Από κει και πέρα κάποιες λόγιες προσπάθειες σαν του Λυκόφρονα και του Ιεζεκιήλ αποτελούν εξαιρέσεις σε έναν κόσμο όπου η παραγωγή δραματικών έργων μπορεί να συνεχίζεται, αλλά στη θεατρική ζωή κυριαρχούν άλλες, λαϊκότερες μορφές παραστάσεων, οι λογής λογής μίμοι.

Και η άλλη ποίηση ακμάζει στην πρώτη περίοδο της Ελληνιστικής εποχής, καθώς ο Άρατος, ο Καλλίμαχος, ο Απολλώνιος Ρόδιος, ο Θεόκριτος και οι σύγχρονοί τους ποιητές δημιούργησαν και καλλιέργησαν με επιτυχία τη νέα, αλεξανδρινή ας την πούμε, ποίηση, που ήταν εξαιρετικά περίτεχνη, λόγια και απευθυνόταν σε ένα μικρό κύκλο από διανοούμενους, όσους ήταν σε θέση να την καταλάβουν και να εκτιμήσουν τη μαστοριά της. Από τους λίγους αξιόλογους ποιητές που ακολούθησαν, ο Μόσχος και ο Βίων βάδισαν στα χνάρια του Θεόκριτου, ο Μελέαγρος και ο Παρθένιος δε συνθέσαν μόνο δικά τους ποιητικά έργα, αλλά και συγκέντρωσαν, ο ένας επιγράμματα, ο άλλος ερωτικές ιστορίες.

Στην ιστοριογραφία οι εξελίξεις ήταν διαφορετικές, καθώς τους συγγραφείς του 3ου π.Χ. αιώνα ακολούθησαν τον 2ο π.Χ. αιώνα ο Πολύβιος, αναμφισβήτητα ο σημαντικότερος ιστορικός της περιόδου, αργότερα, τον 1ο π.Χ. αιώνα, ο πολυσυλλεκτικός Διόδωρος· και η εικόνα μας θα πλούτιζε πολύ, αν δίπλα στα μεγάλα ονόματα καταγράφαμε και το πλήθος των λιγότερο σημαντικών συγγραφέων που οι περισσότεροι ασχολήθηκαν με την τοπική ιστορία της πατρίδας τους.

Το σημαντικότερο κεφάλαιο στην πνευματική ιστορία των ελληνιστικών χρόνων αποτελεί δίχως άλλο η φιλοσοφία, με μόνιμο κέντρο την Αθήνα, όπου εξακολουθούσαν να συρρέουν νέοι από όλες τις γωνιές της γης για να σπουδάσουν.

Οι παλιές σχολές, το Λύκειο και η Ακαδημία, συνέχισαν τη λειτουργία τους, ενώ πλάι τους τρεις μεγάλοι φιλόσοφοι, που έζησαν όλοι στο γύρισμα από τον 4ο στον 3ο π.Χ. αιώνα, ο Επίκουρος, ο Ζήνων και ο Πύρρων, ίδρυσαν νέες σχολές: τον Κήπο, τη Στοά και τη σχολή των σκεπτικών αντίστοιχα. Τα ονόματα στον πίνακα αραιώνουν μετά την πρώτη εξόρμηση, αλλά τελικά, παρ᾽ όλες τους τις περιπέτειες, και οι πέντε σχολές βρήκαν άξιους συνεχιστές, ανανεώθηκαν, διαδόθηκαν και διατηρήθηκαν ως το τέλος της Ελληνιστικής εποχής - και πάρα πέρα.

Έχει σημασία να διαπιστώσουμε ότι οι φιλοσοφικές κατευθύνσεις είχαν όλες ένα κοινό χαρακτηριστικό, που εξηγεί και γιατί οι άνθρωποι της Ελληνιστικής εποχής έδιναν τόση σημασία στη φιλοσοφία. Οι παλιοί προβληματισμοί για την αρετή και τη σχέση της με την κοινωνική επιτυχία, για τη φύση των νόμων, για το καλύτερο πολίτευμα κ.τ.ό. είχαν μετακινηθεί στο περιθώριο. Κυρίαρχο φιλοσοφικό ερώτημα ήταν στα ελληνιστικά χρόνια το πώς, με ποιον τρόπο ζωής και με ποια συμπεριφορά, το άτομο μπορούσε να ευτυχήσει - ως άτομο, όχι ως μέλος ενός πολιτικού συνόλου.

Στερημένοι από τα προνόμια και τις υποχρεώσεις της δημοκρατίας, όχι πια πολίτες αλλά υπήκοοι τεράστιων αυτοκρατοριών που κανείς δεν τις θεωρούσε πατρίδες, ζώντας σε μια πολύγλωσση, πολυεθνική και πολυπολιτισμική κοινωνία, οι άνθρωποι των ελληνιστικών αιώνων φυσικό ήταν να ενδιαφερθούν καθένας για την προσωπική του και μόνο επιβίωση και ευτυχία, και να αναζητήσουν ιδεολογική βοήθεια και καθοδήγηση στη φιλοσοφία.[2]

Ανταγωνιστικές μεταξύ τους οι διάφορες σχολές· όμως η καθεμιά τους έδειχνε ένα δρόμο προς την ευτυχία και, όπως έχει όμορφα διατυπωθεί, «πρώτο βήμα ήταν η επιλογή της κατάλληλης φιλοσοφικής σχολής: όταν την επέλεγες, δεν επέλεγες απλώς μια μέθοδο να γνωρίζεις, έναν τρόπο να σκέφτεσαι, ή κάποιες συγκεκριμένες γνώσεις· επέλεγες έναν τρόπο να ζήσεις» - φυσικά με την ελπίδα να ευτυχήσεις.

Για τη φιλολογία θυμίζουμε ότι οι πρώτοι της αλεξανδρινοί εργάτες (ο Καλλίμαχος, ο Λυκόφρων, ο Απολλώνιος, ο Ερατοσθένης) ήταν συνάμα και ποιητές· όμως στη συνέχεια προσέχουμε ότι από τους πολλούς φιλολόγους που ακολούθησαν κανείς δεν έγραψε δικά του λογοτεχνικά έργα, ίσως γιατί συμφώνησαν με τον Αρίσταρχο όταν είπε: «Δε γράφω ποιήματα, γιατί έτσι που θα ήθελα δε μπορώ, και έτσι που μπορώ δε θέλω.» Σοφός ο λόγος του, και πρόσφερε την ευκαιρία στους φιλολόγους να επιδοθούν στο κύριο έργο τους - έργο σημαντικό, που τελευταίος στη σειρά ο Δίδυμος δεν παράλειψε να το ανακεφαλαιώσει.

Στα μαθηματικά και στις εφαρμοσμένες επιστήμες οι εξελίξεις είναι συνήθως πιο απλές, καθώς αυτόματα κάθε νέος εργάτης συνεχίζει το έργο των προηγουμένων. Αυτό δεν εμπόδισε να σημειωθεί τον 3ο π.Χ. αιώνα, σε πολλούς παράλληλα τομείς, εξαιρετικά γρήγορη και σημαντική πρόοδος: στην ιατρική με τον Ηρόφιλο και τον Ερασίστρατο, στα μαθηματικά με τον Ευκλείδη, στη φυσική και στις μηχανικές κατασκευές με τον Αρχιμήδη, στη γεωγραφία με τον Ερατοσθένη και στην αστρονομία με τον Αρίσταρχο από τη Σάμο.

Δεν παρακολουθούμε συστηματικά τα κινήματα και τις εξελίξεις στις εικαστικές τέχνες· όμως σημειώνουμε ότι και σε αυτό τον τομέα η Ελληνιστική εποχή, με τις γιγάντιες μνημειακές κατασκευές και με μεμονωμένα αριστουργήματα, όπως η Νίκη της Σαμοθράκης, η Αφροδίτη της Μήλου, το σύμπλεγμα του Λαοκόωντα και τόσα άλλα, μπορεί άνετα να συγκριθεί με την Αρχαϊκή και την Κλασική εποχή που προηγήθηκαν.

Αποτέλεσμα των κατακτήσεων του Μεγαλέξανδρου, και χαρακτηριστική για την εποχή, είναι, προσέχουμε, η διάχυση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού σε μεγάλες περιοχές της Αφρικής και της Ασίας. Σίγουρα η ελληνομάθεια και οι ελληνικοί τρόποι ζωής δεν έφτασαν ως τις κωμοπόλεις και τα χωριά, όπου οι εντόπιοι λαοί διατήρησαν ακέραιο τον εθνικό τους χαρακτήρα· όμως στις πρωτεύουσες έδρευαν ελληνικές διοικήσεις, στις μεγαλύτερες πόλεις είχαν εγκατασταθεί ελληνικές φρουρές και στις νεοϊδρυμένες πόλεις (στις Αλεξάνδρειες, στις Σελεύκειες, στις Αντιόχειες…) κυριαρχούσαν οι έλληνες έποικοι. Το ένα με το άλλο αυτά τα κέντρα, με τα θέατρα και τα γυμνάσια, με τις βιβλιοθήκες και τα άλλα τους πνευματικά ιδρύματα, συνθέταν ένα δίχτυ γλωσσικού και πολιτισμικού Ελληνισμού που δικαιώνει το χαρακτηρισμό της εποχής ως Ελληνιστικής.

Εξαιρετικά σημαντικές ήταν την ίδια εποχή οι ελληνικές γλωσσικές και πολιτισμικές επιδράσεις στους Ρωμαίους, που από το 210 π.Χ. εξουσίαζαν τις ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, από το 146 π.Χ. και την Ελλάδα. Τους αλεξανδρινούς ποιητές και πεζογράφους γνώρισαν πρώτους, θαύμασαν και μιμήθηκαν οι Ρωμαίοι· στην Ελληνιστική εποχή συντελέστηκε αυτό που εύστοχα διατύπωσε ο Οράτιος, όταν έγραψε (Επιστολή 2.1.153-4) ότι.

κατακτημένη η Ελλάδα κατάκτησε τον άγριο νικητή
και στο αγροτικό Λάτιο έφερε τις τέχνες
.
---------------------------
1. Το ίδιο πρέπει να πούμε και για τη ρητορεία, όπου ο Δείναρχος έδρασε στην Αθήνα ως τελευταίος εκπρόσωπος της μεγάλης σειράς των αττικών ρητόρων.

2. Με διαφορετική διατύπωση μπορούμε να πούμε ότι έχοντας χάσει την πολιτική τους ελευθερία οι άνθρωποι αναζητούσαν καθένας την εσωτερική του ελευθερία (από τον φόβο, τη φιλοδοξία, τα πάθη κλπ.), που κανείς να μη μπορεί να τους τη στερήσει.


Μήπως έχεις ξεχάσει τι σημαίνει προσωπικός χρόνος;

Στη σημερινή κοινωνία, προσπαθούμε να βρούμε χρόνο για όλα και να ολοκληρώσουμε το καθημερινό μας 24ώρο όσο πιο «πλήρεις» γίνεται. Είναι πολύ σημαντικό για έναν άνθρωπο να είναι λειτουργικός, να συνδυάζει ταυτόχρονα δουλειά, οικογένεια και κοινωνική ζωή. Όταν κάποιος προλαβαίνει να είναι αποδοτικός σε όλα, πολύ συχνά αποτελεί πρότυπο για τον κοινωνικό του περίγυρο. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ο εξής ενδοιασμός: κατά πόσο η ζωή του είναι πλήρης, όταν για να καταφέρει να είναι λειτουργικός, αμελεί σε μεγάλο βαθμό να βρει χρόνο για τον εαυτό του.

Η αλήθεια είναι πως επιβραβεύουμε τους εαυτούς μας όταν τα βγάζουμε όλα εις πέρας. Αισθανόμαστε αυτό το αίσθημα της επιβεβαίωσης, συνηθίζουμε να λέμε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα «επιτέλους, πάει κι αυτή η μέρα!».

Αυτός ο μονόλογος, αποτελεί απλώς ένα δείγμα της σκέψης μας όταν καταφέρνουμε να είμαστε σε όλα λειτουργικοί. Κι είναι πράγματι ένα πολύ όμορφο συναίσθημα να σε θαυμάζουν για τη δεξιοτεχνία σου, για τις παραγωγικές σου ενέργειες και για τον τρόπο που καταφέρνεις να συνδυάζεις άψογα την κοινωνική σου ζωή. Κι άμα είσαι και η ψυχή της παρέας, σπάνια θα αρνηθείς το λεγόμενο after ποτάκι. Τη στιγμή που η μισή παρέα έχει εγκαταλείψει εδώ και ώρα, εσύ δέχεσαι την πρόσκληση του φίλου και προχωράς προς τον δρόμο του αλκοόλ. Το ερώτημα σε όλα αυτά είναι κατά πόσο το να συμμετέχουμε σε όλα και να προσπαθούμε να είμαστε τέλειοι παντού μάς ικανοποιεί. Πόση σημασία έχει για τον εαυτό μας και τι μας προσφέρει;

Το ζητούμενο είναι να είμαστε ευτυχισμένοι με τις επιλογές μας· αν η προσπάθειά μας να φτάσουμε πρώτοι τρέχοντας μαραθώνιο μάς προκαλεί πίεση κι άγχος, τότε πρέπει να ξεκινήσουμε να δημιουργούμε άλλου «είδους» χρόνο. Κι ονομάζεται προσωπικό χρόνος. Είναι οι στιγμές που η εσωτερική φωνή μας έχει ανάγκη, ψάχνει παρηγοριά στο πρόσωπό μας και ζητάει να την ακούσουμε. Και ζητάει σημασία.

Όταν οι καταστάσεις της καθημερινότητας μάς πιέζουν κι όλη αυτή η λειτουργικότητα μας εγκλωβίζει, τότε πρέπει να χαμηλώσουμε λίγο την ένταση. Το σώμα και το μυαλό θέλουν χαλάρωση κι αν το να είσαι τόσο πολυπράγμων σε ευχαριστεί τότε πάσο. Όμως, αν αρχίζεις να νιώθεις ότι δεν έχεις χρόνο για σένα, τότε ξεκίνα με μερικά βήματα που θα σε βοηθήσουν να παραμείνεις λειτουργικός χωρίς όμως να ξεχνάς τις δικές σου ανάγκες.

Γι’ αρχή, ένας καλός τρόπος είναι να ξεκινήσεις λέγοντας τη μαγική λέξη με τρία γράμματα. Ακούει στο «όχι» και μπορεί να αποδειχτεί θαυματουργή σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Οι γύρω σου θα θελήσουν να πάρουν λίγο από τον χρόνο σου, δίκαια ή άδικα. Αν κάθε φορά τον δίνεις απλόχερα, ξεχνώντας αυτά που είχες προγραμματίσει μες στη μέρα, τότε δε θα μένει πότε χρόνος για σένα. Θα αρχίσεις να βουλιάζεις στον βυθό των άλλων, κάνοντας τις δικές τους ανάγκες και τα δικά τους προβλήματα δικά σου.

Σημαντικό είναι, επίσης, να θέτεις τα όριά σου. Μην ξοδεύεις τον χρόνο αλόγιστα και μην προσπαθείς πάντα να τους ικανοποιείς όλους. Είναι απλώς αδύνατο. Πόσα κομμάτια θα γίνεις; Σκέψου κάτι απλό: Ο μάνατζέρ σου περιμένει την παρουσίαση για το project που ετοιμάζετε εδώ κι ένα 6μηνο. Ταυτόχρονα, την ίδια εβδομάδα της παρουσίασης έρχεται κι ο παιδικός σου φίλος που έχεις να δεις αρκετό καιρό. Σίγουρα θα θελήσεις να είσαι άψογος και στα δύο, όμως ίσως θα πρέπει να ξεκινήσεις λίγο να βάζεις προτεραιότητες, προκειμένου να ιεραρχήσεις τα θέλω σου.

Μπορείς να ξεκινήσεις με την εύρεση ποιοτικού χρόνου για νέα χόμπι, να διαβάσεις ένα βιβλίο, να ζωγραφίσεις, να ακούσεις μουσική. Μέσα στη μέρα, έχουμε ανάγκη από λίγη συντροφιά του εαυτού μας. Οκ είναι αξιοθαύμαστο να συνδυάζεις την προσωπική με την επαγγελματική ζωή, όμως στην ουσία δεν υπάρχει διαχωρισμός σ’ αυτά τα δύο. Η ζωή σου είναι στιγμές και μερικές από αυτές ανήκουν στην προσωπική σου σφαίρα. Κι άλλες, στην κοινωνική. Το θέμα είναι να είσαι ικανοποιημένος με τις επιλογές σου. Πολλές φορές, για να ανταπεξέλθουμε σε όλα, συχνά αντλούμε όσα αγαπάμε και μας δίνουν ζωντάνια. Κι αυτά δεν είναι μόνο η καριέρα αλλά είναι και η πνευματική μας εξέλιξη εκτός επαγγελματικού χώρου.

Το άλφα και το ωμέγα είναι η ποιότητα ζωής και δεν κρύβεται πάντα πίσω από ένα τέλειο επάγγελμα. Ούτε πίσω από μια αξιοζήλευτη κοινωνική ζωή. Μέσα σου κρύβεται. Εκεί θα ανακαλύψεις τη μαγεία της. Κι αν την ψάξεις σωστά, τότε θα παραμείνει αλώβητη, όπως κι η ευτυχία σου.

Ο δρόμος μακριά από την Σχέση

Θεμελιώδες ανθρωπολογικό δεδομένο: η σχέση αποτελεί αναγκαιότητα. Παρακάμπτοντας το πώς και το γιατί αυτής της αναγκαιότητας εκκινώ υποθέτοντας ότι χωρίς σχέση με έναν (πραγματικό ή φανταστικό) Άλλο απλώς δεν υπάρχουμε.

Το θέμα είναι οι στενές διαπροσωπικές σχέσεις (με άντρα ή γυναίκα δεν έχει σημασία) που ενώ έχουν τη δυνατότητα να συμβάλλουν στον εξανθρωπισμό και τη μεταμόρφωσή μας, την ίδια στιγμή εγείρουν συναγερμό καθώς ζητούν να μας αλλάξουν θέτοντας υπό αμφισβήτηση όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσαμε ως δεδομένα.

Αυτά που διακυβεύονται είναι πολλά και επειδή συνήθως φοβόμαστε τις σχέσεις τουλάχιστον όσο τις επιθυμούμε, κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα Συνάντηση ανοίγονται μπροστά μας (τουλάχιστον) δύο δρόμοι.

Ο ένας, που περιγράφεται αμέσως παρακάτω, είναι ο Δρόμος μακριά από τη Σχέση, δηλαδή ο δρόμος του φόβου, της αμυντικότητας, της άτακτης φυγής εμπρός στον άγνωστο, διαφορετικό κόσμο που ενσαρκώνει ο άλλος. Ο δεύτερος δρόμος είναι εκείνος της ετοιμότητας να ζήσουμε και να αισθανθούμε, της διακινδύνευσης να πληγώσουμε και να πληγωθούμε, εν τέλει ο δρόμος του ανοίγματος προς τον άλλο.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΒΛΑΒΕΡΕΣ: ΜΑΖΙ ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΜΟΝΟΙ

Κάθε άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής του έχει πάρει μυρωδιά αυτού που λέμε σχέση βλαβερή για την υγεία.

Είναι οι παγωμένες, απολιθωμένες σχέσεις εξάρτησης, φόβου και υποταγής. Ανελεύθερες σχέσεις που υποσχόμενες μια αποχαυνωτική (ψευδ)αίσθηση ασφάλειας γίνονται η φυλακή μας απαιτώντας να τους παραδώσουμε άνευ όρων ό,τι έχουμε και δεν έχουμε. Στο όνομα καλών προθέσεων και «αγνών» συναισθημάτων (έρωτας, αγάπη, φροντίδα) ή για χάρη ενός κοινωνικού συμβολαίου (π.χ. γάμος) καλούμαστε να απεμπολήσουμε την προσωπική μας ελευθερία και να απολέσουμε την ικανότητα αυτοπροσδιορισμού μας.

Σε αυτού του είδους τις σχέσεις ο ένας προσπαθεί να ελέγξει τον άλλο, ενώ οι συμπεριφορές οφείλουν να υπακούουν σε συγκεκριμένους κανόνες. Κρίνεται δε θεμιτή η μεταχείριση πλήθους έντιμων και ανέντιμων μέσων με στόχο να εξημερωθεί ο άλλος, να του αφαιρεθεί η ζωτική του ορμή, να μετατραπεί σε άβουλο πλάσμα ώστε εμείς να νιώσουμε ασφαλείς. Ήσυχοι ότι κάποιος μας αγαπάει και δεν θα μας αφήσει ποτέ (τουλάχιστον για όσο τον χρειαζόμαστε…).

Στα πλαίσια αυτά η συντήρηση της εξάρτησης, οι ενοχικοί χειρισμοί, τα δράματα και οι υπερβολές δίνουν και παίρνουν: έδωσα τα πάντα για σένα, θα πεθάνω αν με αφήσεις, δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου (όλες μάταιες εκκλήσεις φυσικά: αν είναι η ώρα του να φύγει, ο άλλος θα φύγει ακόμα και αν του περάσεις χειροπέδες…).

Οικοδομούμε με ευκολία σχέσεις ανισοτιμίας όπου τα παιχνίδια εξουσίας για την ανάληψη του ελέγχου, οι ανταγωνισμοί, οι χειραγωγήσεις, οι πλάγιες προσεγγίσεις βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Οι διαστρεβλώσεις και οι προβολές δεν έχουν τέλος: ζηλεύουμε λόγω δικής μας ανασφάλειας αλλά το προβάλλουμε ως ένδειξη της μεγάλης αγάπης μας. Παριστάνουμε ότι θυσιαζόμαστε ή στ’ αλήθεια θυσιαζόμαστε για τον άλλο βάζοντας στην άκρη τον εαυτό μας στο όνομα μιας αρρωστημένης ιδέας περί αφοσίωσης ή δέσμευσης. Προσδοκούμε ότι ένας και μοναδικός άνθρωπος θα καλύψει όλες τις ανάγκες μας και θυμώνουμε που (φυσικά) δεν μπορεί να το κάνει.

Στην προσπάθειά μας να βρούμε έναν μπούσουλα να τα βγάλουμε πέρα με τον άλλο, επιστρατεύουμε τους παραδοσιακούς ρόλους του φύλου υιοθετώντας «γυναικεία» και «ανδρικά» φερσίματα και τρόπους (είτε είμαστε άντρες είτε γυναίκες είτε απευθυνόμαστε σε άντρες είτε σε γυναίκες). Κάλπικοι, στημένοι, τεχνητοί, απέχοντας παρασάγγας από το να είμαστε ο εαυτός μας, δεν είμαστε αυθόρμητοι ούτε αυθεντικοί, παρά μόνο κουρασμένα ομοιώματα που δεν καταλαβαίνουν γιατί χάνουν τη μία παρτίδα μετά την άλλη ενώ υποτίθεται ακολουθούν κατά γράμμα τους κανόνες του παιχνιδιού.

Χώρια που ξεπατικώνουμε συναισθηματικές συμπεριφορές από τα αμερικανικά σίριαλ και σεξουαλικές πρακτικές από τις πορνοταινίες. Προβλέψιμοι, ομογενοποιημένοι, ψελλίζουμε ακόμα μια πανομοιότυπη, κονσερβοποιημένη, κοινή για όλους ερωτική/συναισθηματική γλώσσα.

Κάπως έτσι καταλήγουμε μαζί μεν αλλά χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στην ουσία μόνοι. Βαρετοί που βαριούνται πάσχοντας από έλλειψη επικοινωνίας. Ανίκανοι να σχετιστούμε, μένουμε βουβοί, ανέκφραστοι παρόλο που διψάμε να μιλήσουμε από καρδιάς. Όσα μας παιδεύουν αποκρύπτονται. Δυσαρέσκεια και σιωπή, απογοήτευση και αίσθημα ανικανοποίητου σε μια αέναη επανάληψη. Σε σχέση αλλά χωρίς σχέση.

Τα καταλαβαίνουμε όλα αυτά, δεν είμαστε χαζοί, απλώς δεν κάνουμε τίποτα για να τα αλλάξουμε. Στην πραγματικότητα και στο βάθος επιθυμούμε διαφορετικές, περισσότερο ουσιαστικές σχέσεις. Φυσικά και εξεγειρόμαστε μπροστά στην παρωχημένη ιδέα μιας συμβατικής σχέσης (αυτά συνέβαιναν την εποχή των γιαγιάδων μας, πριν το φεμινισμό…), όμως δεν ξέρουμε ή δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς είναι μια ελεύθερα διαμορφωμένη ή εξατομικευμένη σχέση. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με την ελευθερία που παραχωρήθηκε στην εποχή μας σε αυτό το πεδίο. (Μην παρεξηγηθώ: Μία συμβατική σχέση -με ένταση χαμηλή και στόχο τη διατήρηση ή αύξηση των περιουσιακών στοιχείων, το χτίσιμο ενός συγκεκριμένου κοινωνικού στάτους ή το μεγάλωμα των παιδιών- μπορεί να είναι απολύτως λειτουργική και ικανοποιητική, αρκεί μόνο να αποτελεί ελεύθερη επιλογή των εμπλεκόμενων μερών και όχι καταναγκασμό ή συμβιβασμό του ενός ή και των δύο).

Καμιά φορά συμβαίνει να παραμένουμε σε σχέσεις που δεν μας ικανοποιούν επειδή νιώθουμε υποχρέωση να ζήσουμε δίπλα στον άλλο λόγω μιας αλλοτινής μας απόφασης ή επειδή δεν είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε το τίμημα της φυγής μας. Εκτός αυτού μας περιορίζουν και μας συνιστούν να κάτσουμε στ’ αυγά μας πλήθος κοινωνικών καταναγκασμών ή οικονομικών περιορισμών. Κανείς δεν λέει ότι είμαστε απολύτως ελεύθεροι να κάνουμε του κεφαλιού μας χωρίς να υπολογίζουμε τίποτα. Αλλά τουλάχιστον ας μην αφήνουμε ανεκμετάλλευτο το μικρό ή μεγάλο μερίδιο ελευθερίας που μας αναλογεί.

Όπως και να έχει χάνουμε χρόνο με όλα αυτά. Ξοδευόμαστε σε ανούσιες ή αδιέξοδες σχέσεις, αφελώς προσδοκούμε να γευτούμε τα καλά της συντροφικότητας δίχως όμως να βάλουμε τον εαυτό μας στο παιχνίδι και όλα αυτά επειδή -τι άλλο;- φοβόμαστε. Την απόρριψη, την εγκατάλειψη, την πραγματική αποκάλυψη και έκθεση. Κρατιόμαστε, υπολογίζουμε τις κινήσεις μας, είμαστε διαρκώς σε επιφυλακή από φόβο ότι θα πληγωθούμε, θα αποτύχουμε στο πεδίο των σχέσεων και θα μείνουμε μόνοι. Ή ακόμα μπορεί να κρατιόμαστε από παράλογο φόβο μπροστά στην ιδέα να ζήσουμε αυτό που πραγματικά επιθυμούμε…

Αυτοί οι φόβοι δεν είναι φυσικά χωρίς βάση. Γνωρίζουμε καλά ότι το άνοιγμα του εαυτού δεν είναι παίξε γέλασε. Δεν παραχωρούμε πρόσβαση στον εσωτερικό μας κόσμο έτσι απλά στον οποιοδήποτε. Δεν εμπιστευόμαστε ούτε ξεγυμνωνόμαστε με το καλημέρα. Το κάνουμε μόνο υπό προϋποθέσεις σε συγκεκριμένους ανθρώπους και με το δεδομένο ότι νιώθουμε αρκετά ασφαλείς ότι η έκθεση δεν θα μας καταστρέψει – ότι ο άλλος δεν θα εκμεταλλευτεί την αδυναμία μας, δεν θα κυριαρχήσει επάνω μας, δεν θα χλευάσει τις ανάγκες μας.

Αναμφίβολα όσο δεδομένες είναι η ανάγκη για επαφή, συντροφικότητα και αγκαλιά, άλλο τόσο δεδομένος είναι και ο πανικός μπροστά στη διεκδίκηση τους. Η σχέση αποτελεί εμπειρία αποσταθεροποίησης. Αν ανοιχτούμε πραγματικά, αν αφεθούμε στο ρεύμα κινδυνεύουμε να χάσουμε τις βεβαιότητες, τα σημεία αναφοράς, το κέντρο βάρους ή τα μυαλά μας. Όσο δε πιο ορθολογικοί ή αμυντικοί είμαστε τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος. Γι’ αυτό αντιστεκόμαστε, γι’ αυτό το βάζουμε στα πόδια και απαρνιόμαστε τη συγκίνηση, την επαφή, την οικειότητα - για λόγους αυτοπροστασίας. Για να προστατέψουμε έναν ευάλωτο, αβέβαιο, δέσμιο των πρέπει και του φόβου εαυτό.

Και έτσι φτιάχνουμε σχέσεις που απλώς επιβεβαιώνουν αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε ή θέλουμε να είμαστε. Στερούνται συγκινήσεων, δε λέω, δεν μας διδάσκουν τίποτα, προφανώς, αλλά μας προσφέρουν μια υπέροχη αίσθηση σιγουριάς, μακαριότητας και τεμπελιάς.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Αποτυγχάνουμε πολλαπλώς και παταγωδώς στις σχέσεις μας και τα βάζουμε με τον εαυτό μας. Δεν ξέρουμε τι δεν πήγε, τι δεν βγήκε όπως το θέλαμε ή γιατί δεν μας έκατσε ενώ το προσπαθήσαμε. Φοβητσιάρηδες, αδέξιοι συναισθηματικά, αλλεργικοί στην απόρριψη και εραστές του ελέγχου. Αυτό είμαστε και από πάνω το γνωρίζουμε κιόλας και υποφέρουμε διπλά γι’ αυτό. Και ακόμα χειρότερα ντρεπόμαστε γι’ αυτό.

Ανεπίδεκτοι ερασιτέχνες σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μας λοιπόν.

Στήνουμε αδιάκοπα ιστορίες που δεν μας κάνουν καλό. Κάθε φορά την ίδια ιστορία. Και ακόμα να βάλουμε μυαλό…

Freud: Η πολιτισμική εξέλιξη πρέπει να μας δείξει τον αγώνα ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο

Τώρα νομίζω πώς το νόημα της εξέλιξης του πολιτισμού μας δεν είναι πια σκοτεινό.

Η πολιτισμική εξέλιξη πρέπει να μας δείξει τον αγώνα ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο, ανάμεσα στην ορμή της ζωής και στην ορμή της καταστροφής και τον τρόπο διεξαγωγής τους στο ανθρώπινο είδος.

Αυτή η γιγαντομαχία είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο της ζωής γενικά και γι’ αυτό μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την πολιτισμική εξέλιξη απλώς ως τον αγώνα ζωής του ανθρώπινου είδους.

Και αυτόν τον αγώνα των γιγάντων θέλουν οι νταντάδες μας να τον καταπραΰνουν με νανουρίσματα

Το μοιραίο ερώτημα της ανθρωπότητας μού φαίνεται πώς είναι αν και σε ποιο βαθμό θα καταφέρει η πολιτισμική της εξέλιξη να προφυλάξει τη συμβίωση των ανθρώπων από τη βλάβη πού προέρχεται από την ανθρώπινη ορμή της επιθετικότητας και από την ορμή της αυτοκαταστροφής.

Σε αυτή τη συνάφεια ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά ακριβώς η σημερινή μας εποχή.

Οι άνθρωποι έχουν τελειοποιήσει τόσο πολύ την εξουσία τους πάνω στις φυσικές δυνάμεις, ώστε με τη βοήθειά τους είναι εύκολο να εξολοθρευτούν αμοιβαία ως τον τελευταίο.

Τούτο το γνωρίζουν, και απ’ αυτό προέρχεται ένα αρκετά μεγάλο μέρος της σημερινής τους ανησυχίας, της δυστυχίας τους, του άγχους τους.

Και τώρα πρέπει να περιμένουμε ότι ή άλλη από τις δύο (δυνάμεις), ο αιώνιος έρωτας, θα κάνει μία προσπάθεια για να νικήσει στον αγώνα με τον επίσης αθάνατο αντίπαλό του (το θάνατο).

Αλλά ποιος μπορεί να προβλέψει τις συνέπειες και την έκβαση;»

Sigmund Freud, Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας

Πώς τα ψέματα μπορούν να μετατραπούν σε παθολογική κατάσταση

Το παθολογικό ψέμα, επίσης γνωστό ως μυθομανία και pseudologia fantastica, είναι η χρόνια συμπεριφορά του ψυχαναγκαστικού ή ψέματος ως συνήθεια. Σε αντίθεση με το περιστασιακό λευκό ψέμα που λέει κανείς για να αποφύγει να πληγώσει τα συναισθήματα κάποιου ή για να μη βρεθεί σε μπελάδες, ένας παθολογικός ψεύτης φαίνεται να λέει ψέματα χωρίς προφανή λόγο. Αυτό μας δυσκολεύει να τον διακρίνουμε.

Αν και το παθολογικό ψέμα έχει αναγνωριστεί ως ζήτημα εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, δεν υπάρχει ακόμη ένας σαφής ορισμός της κατάστασης. Ορισμένα παθολογικά ψέματα μπορεί να οφείλονται σε μια ψυχική κατάσταση, όπως η αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας (που μερικές φορές ονομάζεται κοινωνιοπάθεια), ενώ άλλοι φαίνεται να μην έχουν κανένα ψυχιατρικό λόγο για τη συμπεριφορά τους.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του παθολογικού ψεύτη

Παθολογικός ψεύτης είναι κάποιος που λέει ψέματα καταναγκαστικά. Ενώ φαίνεται ότι υπάρχουν πολλές πιθανές αιτίες για το παθολογικό ψέμα, δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως κατανοητό γιατί κάποιος θα έλεγε ψέματα με αυτόν τον τρόπο.

Ορισμένα ψέματα φαίνεται να λέγονται για να φανεί ο παθολογικός ψεύτης ως ήρωας ή για να κερδίσει την αποδοχή ή τη συμπάθεια, ενώ από άλλα ψέματα δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα να κερδηθεί. Κάποια στοιχεία από το 2019 υποδηλώνουν ότι θέματα που επηρεάζουν το κεντρικό νευρικό σύστημα μπορεί να προδιαθέτουν κάποιον στο παθολογικό ψέμα.

Το ψυχαναγκαστικό ψέμα είναι επίσης γνωστό χαρακτηριστικό ορισμένων διαταραχών της προσωπικότητας, όπως της αντικοινωνικής διαταραχής της προσωπικότητας. Το τραύμα ή οι τραυματισμοί στο κεφάλι μπορεί επίσης να παίζουν ρόλο στο παθολογικό ψέμα, μαζί με μια ανωμαλία στην ισορροπία ορμονών-κορτιζόλης.

Μια μελέτη του 2020 που εξέτασε τι συμβαίνει στον εγκέφαλο όταν λέμε ψέματα διαπίστωσε ότι όσο περισσότερες αναλήθειες λέει ένα άτομο, τόσο πιο εύκολο και συχνό γίνεται το ψέμα. Τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης ότι το προσωπικό συμφέρον φαίνεται να τροφοδοτεί την ανεντιμότητα.

Αν και η μελέτη δεν εξέτασε συγκεκριμένα το παθολογικό ψέμα, μπορεί να δώσει κάποια εικόνα για το γιατί οι παθολογικοί ψεύτες λένε ψέματα τόσο πολύ και τόσο εύκολα. Ακολουθούν ορισμένα από τα πιο συχνά χαρακτηριστικά της κατάστασης.

Τα ψέματα δεν φαίνεται να έχουν σαφές όφελος

Ενώ ένα άτομο μπορεί να πει ψέματα για να αποφύγει μια δυσάρεστη κατάσταση, όπως η αμηχανία ή το να βρεθεί σε μπελάδες, ένας παθολογικός ψεύτης λέει ψέματα ή ιστορίες που δεν έχουν κάποιο αντικειμενικό όφελος. Οι φίλοι και η οικογένεια μπορεί να το βρίσκουν αυτό ιδιαίτερα απογοητευτικό, επειδή το άτομο που λέει ψέματα δεν έχει να κερδίσει τίποτα από τα ψέματά του.

Οι ιστορίες που λένε είναι συνήθως δραματικές, περίπλοκες και λεπτομερείς

Οι παθολογικοί ψεύτες είναι σπουδαίοι παραμυθάδες. Τα ψέματά τους τείνουν να είναι πολύ λεπτομερή και πολύχρωμα. Παρόλο που είναι προφανώς υπερβολικές οι λεπτομέρειες, ο παθολογικός ψεύτης μπορεί να είναι πολύ πειστικός.

Συνήθως παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως τον ήρωα ή το θύμα

Μαζί με το ότι γίνονται ο ήρωας ή το θύμα στις ιστορίες τους, οι παθολογικοί ψεύτες τείνουν να λένε ψέματα που φαίνεται να αποσκοπούν στο να κερδίσουν το θαυμασμό, τη συμπάθεια ή την αποδοχή των άλλων.

Μερικές φορές φαίνεται να πιστεύουν τα ψέματα που λένε

Ένας παθολογικός ψεύτης λέει ψέματα και ιστορίες που βρίσκονται κάπου ανάμεσα στο συνειδητό ψέμα και την αυταπάτη. Μερικές φορές πιστεύουν τα ίδια τους τα ψέματα. Είναι δύσκολο να ξέρετε πώς να αντιμετωπίσετε έναν παθολογικό ψεύτη, ο οποίος μπορεί να μην έχει πάντα συνείδηση των ψεμάτων του. Κάποιοι το κάνουν τόσο συχνά που οι ειδικοί πιστεύουν ότι μπορεί να μην ξέρουν τη διαφορά μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας μετά από κάποιο χρονικό διάστημα.

Οι παθολογικοί ψεύτες τείνουν επίσης να είναι γοητευτικοί. Είναι εύγλωττοι και ξέρουν πώς να εμπλέκονται με τους άλλους όταν μιλούν. Είναι δημιουργικοί και πρωτότυποι, και γρήγοροι στοχαστές που συνήθως δεν παρουσιάζουν κοινά σημάδια ψεύδους, όπως μεγάλες παύσεις ή αποφυγή της οπτικής επαφής. Όταν τους γίνονται ερωτήσεις, μπορεί να μιλούν πολύ χωρίς ποτέ να είναι συγκεκριμένοι ή να απαντούν στην ερώτηση.

Πώς να αντιμετωπίσετε έναν παθολογικό ψεύτη

Η αναγνώριση ενός παθολογικού ψεύτη μπορεί να είναι βαθιά απογοητευτική, επειδή το ψέμα φαίνεται να είναι άσκοπο. Μπορεί να θέσει σε δοκιμασία την εμπιστοσύνη σε οποιαδήποτε σχέση και να δυσκολέψει ακόμη και μια απλή συζήτηση με το άτομο. Ακολουθούν μερικές υποδείξεις που θα σας βοηθήσουν να χειριστείτε μια συζήτηση με έναν παθολογικό ψεύτη:

Μην χάνετε την ψυχραιμία σας

Όσο απογοητευτικό κι αν είναι, είναι σημαντικό να μην αφήνετε το θυμό σας να σας κυριεύσει όταν αντιμετωπίζετε έναν παθολογικό ψεύτη. Να είστε υποστηρικτικοί και ευγενικοί, αλλά σταθεροί.
Περιμένετε άρνηση

Κάποιος που λέει παθολογικά ψέματα μπορεί να έχει την τάση να απαντά πρώτα με ένα ψέμα. Αν τον αντιμετωπίσετε για το ψέμα του, οι πιθανότητες είναι ότι θα το αρνηθεί. Μπορεί να εξοργιστούν και να εκφράσουν σοκ από την κατηγορία.

Να θυμάστε ότι δεν πρόκειται για εσάς

Είναι δύσκολο να μην παίρνετε προσωπικά το γεγονός ότι σας λένε ψέματα, αλλά το παθολογικό ψέμα δεν αφορά εσάς. Το άτομο μπορεί να καθοδηγείται από μια υποκείμενη διαταραχή προσωπικότητας, άγχος ή χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Να είστε υποστηρικτικοί

Όταν μιλάτε στο άτομο για τα ψέματά του, υπενθυμίστε του ότι δεν χρειάζεται να προσπαθεί να σας εντυπωσιάσει. Δώστε τους να καταλάβουν ότι τους εκτιμάτε γι’ αυτό που πραγματικά είναι.

Τ’ ανείπωτα λόγια γίνονται καταπιεσμένα συναισθήματα

Πόσα λόγια δεν τολμάμε οι άνθρωποι να ξεστομίσουμε καθημερινά; Αυτά που λέμε, ανείπωτα! Πόσες σιωπές, σε διάφορες περιστάσεις της ζωής, πνίγουν τις λέξεις που στην πραγματικότητα θα θέλαμε να πούμε; Κι όλα αυτά, γιατί; Για να μην εκτεθούμε… για να μη έρθουμε σε ρήξη…για να μην ρίξουμε τον εγωισμό μας…γιατί φοβόμαστε την απόρριψη… γιατί φοβόμαστε τις συνέπειες… γιατί, τι θα σκεφτούν άλλωστε οι άλλοι γι’ αυτό που εμείς έχουμε να πούμε… Χιλιάδες γιατί στη σειρά κι εμείς, κάθε φορά, διαλέγουμε ένα από αυτά, όποιο ταιριάζει καλύτερα στην περίσταση, το φοράμε και προχωράμε τη ζωή μας σιωπηλοί.

Τι καταφέραμε με όλο αυτό; Καταφέραμε να χτίσουμε μοτίβα ανθρώπινων σχέσεων τα οποία έχουν στη βάση τους «κλειστά στόματα». Βασίζονται στη σιωπή! Τα στόματά μας δεν μιλούν αληθινά, όπως πραγματικά θα ήθελαν, άλλα θα ήθελαν να πουν και άλλα λένε τελικά!

Κάθε λέξη που μένει ανείπωτη, όμως, ακόμη κι αν δεν φαίνεται πάντα, είναι δεμένη μ’ ένα καταπιεσμένο συναίσθημα που χτίζει μια φωλιά και ζει μέσα μας. Επανέρχεται που και που με σκέψεις όπως: “Έπρεπε να είχα μιλήσει τότε” ή ” Τι θα γινόταν αν έλεγα αυτό που πραγματικά ήθελα να πω εκείνη τη φορά;” ή ‘’Αν είχα πει αυτό που αισθανόμουν, ίσως…’’ κ.ο.κ Γεμάτα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από φαινομενικά άδειες σιωπές, που στην πραγματικότητα μόνο άδειες δεν είναι, κι όσο περισσότερα ανείπωτα λόγια καταπίνουμε καθημερινά τόσο πιο πολλά συναισθήματα καταπιέζουμε και τόσο πιο λίγος χώρος μένει για να αναπνέουμε ελεύθερα.

Ο άνθρωπος δεν ζει όμως χωρίς ελευθερία, χωρίς αέρα μέσα στα πνευμόνια του, δεν ζει αν δεν μπορεί να πάρει ανάσα. Τι κι αν δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά τα σημάδια που σου αφήνουν τ’ ανείπωτα λόγια… είναι εκεί αν θέλεις να τα βρεις. Είναι ο κόμπος στο λαιμό σου όταν καταπίνεις αυτό που σε πνίγει και δεν το εκφράζεις, είναι οι μονολεκτικές απαντήσεις σου εκεί που στην πραγματικότητα έχεις τόσα πολλά να πεις, είναι η φωνή σου που αλλάζει ένταση και παρόλα αυτά προσπαθείς να τη συγκρατήσεις, είναι το αμήχανο σιωπηλό γέλιο σου οι δυνατοί παλμοί της καρδιάς σου…κι είναι σίγουρα τα μάτια σου που δεν μπορούν εύκολα να πουν ψέματα, λάμπουν όταν νιώθουν όμορφα και σκοτεινιάζουν όταν θάβουν αυτό που τους πονάει.

Τι σου προσφέρει αλήθεια να θάβεις τα λόγια που θέλεις να πεις; Αξίζει τον κόπο να σφραγίζεις τα χείλη σου, να καταπίνεις λέξεις, να καταπιέζεις συναισθήματα και να τα υποχρεώνεις να μένουν στη λήθη; Η απάντηση είναι δική σου!

Η δύναμη των αδυνάτων. Μια πολύ μεγάλη συναισθηματική απάτη

Η δύναμη των αδυνάτων.

Η μεγαλύτερη δύναμη που δόθηκε ποτέ σε άνθρωπο.
Η πιο μεγάλη υπερδύναμη.
Η πιο μεγάλη απάτη.

Τρυπώνει παντού με μεγάλη ευκολία.
Ξεγελάει ανθρώπους και κοροϊδεύει ψυχές.
Τίποτα δεν υπάρχει πιο καταστρεπτικό από έναν αδύναμο άνθρωπο.

Στην ζωή πάντα να αναμετριέσαι με τους δυνατούς.
Να έχει ένα αξιοπρεπή βαθμό δυσκολίας η μάχη σου.
Να σε γοητεύει το απρόβλεπτο.
Το δύσκολο.

Το προβλέψιμο το κλάμα και η θυματοποίηση είναι μια νοσηρή κατάσταση.

Όταν βλέπεις άνθρωπο στριμμένο και κακότροπο να στέκεσαι απλά λίγο πιο μακριά του, όχι από φόβο αλλά για να έχεις την ηρεμία σου και το κεφάλι σου ήσυχο.

Τον φοβιτσιάρη, τον δήθεν χτυπημένο από όλους και όλα στην ζωή, μόλις τον συναντήσεις να γυρίσεις την πλάτη σου και να φύγεις.
Να φοβάσαι.
Εκεί θα σου χτυπήσει το καμπανάκι του κινδύνου.

Είναι οι κατά παραγγελία αδύναμοι.
Παίρνουν δύναμη από τους άλλους ανθρώπους και τους αποδυναμώνουν.

Όλοι πάντα φταίνε έκτος από εκείνους.
Όλοι τα βάζουνε μαζί τους ενώ αυτοί δεν έκαναν τίποτα ποτέ.
Μυξοκλαίνε σε διάφορες γωνίες, τα λένε σε άλλους και δραματοποιούνε τα γεγονότα όπως τους βολεύει.
Κατηγορούνε την ζωή, τους φίλους, την μοίρα τους.
Όλοι τρέχουνε να τους αγκαλιάσουν και να τους παρηγορήσουν με τα χέρια γεμάτα και γυρνάνε πίσω με τρύπιες τσέπες.

Είναι επίσης οι άνθρωποι που δεν ξέρουν ποτέ τίποτα .
Ακόμα και την ώρα να τους ρωτήσεις θα σου δείξουνε το ρολόι.
Γιατί να την πούνε;
Δική τους είναι; Δεν τους αφορά.
Είναι αδιάφοροι.

Δεν γνωρίζουνε ποτέ τίποτα για το έγκλημα ακόμα και εάν το έχουνε διαπράξει οι ίδιοι.
Βρίσκονται εντελώς τυχαία μπροστά στη σκηνή πάντα και όμως μετά ψάχνουν να δούνε σε ποιανού την τσάντα θα πετάξουν το όπλο.

Είναι τα αιώνια θύματα.
Στην πραγματικότητα γελάνε μέσα από τα δόντια τους ..
Θύματα εντωμεταξύ είμαστε όλοι οι άλλοι.

Είναι εκείνοι που πάνε τελευταίοι στην ουρά και θα φύγουνε πρώτοι.
Εκείνοι που δεν θα έχουν εισιτήριο και με την κλάψα θα κάτσουνε πρώτη σειρά.
Είναι μεθοδικοί, ήσυχοι, δήθεν ταπεινοί και στοχεύουνε πάντα στην δύναμη των άλλων.

Εγώ λοιπόν επειδή έχω αλλεργία στην τόση καλοσύνη, προτιμώ να μείνω και να ζήσω μαζί με εκείνους που κυλάει αίμα στις φλέβες τους και όχι πορτοκαλάδα.

Θα μείνω με εκείνους που με τον τσαμπουκά τους θα περάσουνε μπροστά σε μια ουρά και με καυγά θα εξοικονομήσουνε ένα τελευταίο εισιτήριο στην πίσω πίσω σειρά.
Είναι πιο αληθινοί, πιο ντόμπροι, πιο ανθρώπινοι.

Τουλάχιστον αυτοί οι γεννημένοι σκληροί, σε δαγκώνουν ξύπνιο και σε πονάνε ηθελημένα.

Εκείνους που δεν μπορώ είναι τους αδύναμους.
Έρχονται το βράδυ κρυφά, σου τραβάνε το πάπλωμα όταν κοιμάσαι και σε ρίχνουνε στο πάτωμα να ξεπαγιάσεις..
Κατά λάθος εξεπίτηδες..
Δεν το ήθελαν..
Πρώτη φορά το ΞΑΝΑκάνουνε!

Οι ηλίθιοι είναι επιθετικοί

Να γιατί, παραδόξως, οι ηλίθιοι προτιμούν τον πόλεμο.

Απολαμβάνουν τη χαρά της καταστροφής, τουλάχιστον στη σκέψη, και η απόλαυση αυτή θέτει ολόκληρο τον κόσμο σε κίνδυνο, ακόμα και στην πραγματικότητα. Θα ρωτήσετε ίσως από πού προέρχεται αυτή η παράδοξη απόλαυση που τους προσφέρει η καταστροφή. E, λοιπόν, κατ’ αρχάς οι ηλίθιοι δεν είναι τίποτε άλλο από γιγάντια κουτορνίθια που εκπλήσσονται από την ίδια τους τη δύναμη και που την ασκούν χωρίς να καταφέρουν να ξεπεράσουν τη δυσπιστία τους. Όπως τα βρέφη, εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι να δοκιμάσουν την εξουσία τους σε οποιονδήποτε, ανεξαρτήτως τιμήματος – κυρίως επειδή, για εκείνους, η δύναμη παραμένει προβληματική. Καθώς τις αμφιβολίες τους ενθαρρύνουν άλλοι ηλίθιοι, οι οποίοι τους εξουσιάζουν, δε σταματούν ποτέ να αμφιβάλλουν για τον εαυτό τους, έτσι οι μεν ανακουφίζονται κυρίως ασκώντας εξουσία και οι δε υποτασσόμενοι. Ωστόσο, μέσα στην ίδια μέρα, η πολύμορφη ηλιθιότητά τους περνά από τη μια μεταμόρφωση στην άλλη – από την κυριαρχία στην υποταγή και την καταστροφή.

Αλλά υπάρχουν πολλά ακόμα. Διότι εφόσον οι ηλίθιοι κλίνουν προς την καταστροφή (και σας απειλούν, για παράδειγμα), ελάχιστα τους ενδιαφέρει εάν η δύναμη αυτή είναι δική τους. Επίσης, πολύ συχνά, ελάχιστα τους ενδιαφέρει εάν προστατεύει αυτούς τους ίδιους. Τι τους ενδιαφέρει; Ε, λοιπόν, υπακούν τυφλά σε μια λογική της οικονομίας που δεν αφορά άμεσα αυτούς, αλλά μια φυσική τάση του Σύμπαντος.

Επειδή είναι πιο απλό και πιο εύκολο να καταστρέφει κανείς παρά να δημιουργεί, να επιτίθεται παρά να κατευνάζει, να διαλύει παρά να κτίζει, οι ηλίθιοι αφήνονται να τους διαπεράσει μια βία η οποία ξεπερνά κάθε υποκειμενική επεξεργασία, κάθε κοινωνικό οικοδόμημα, κάθε πολιτική συμφωνία, κάθε οικολογική αντίληψη. Με άλλα λόγια, σέβονται πλήρως έναν φυσικό νόμο αύξησης της εντροπίας, επιστροφής στην αταξία, καταστροφής των οργανωμένων σχημάτων, όχι ακριβώς επειδή είναι οκνηροί (αν και η εν λόγω περιγραφή δε θα ήταν ανακριβής), αλλά επειδή κατά βάθος η δύναμη που τους διαπερνά αποτυγχάνει να οργανωθεί μέσα τους, αποτυγχάνει να ολοκληρωθεί υποκειμενικά και, έτσι, ξεχύνεται σαν φονικό κύμα στην παραλία των σχέσεων.

Η προτίμηση στον πόλεμο που παρατηρείται στους ηλίθιους δεν προκύπτει, συνεπώς, σε καμία περίπτωση από μια μυστηριώδη παρόρμηση θανάτου, διότι η βία που επικαλούνται και ενσαρκώνουν δεν είναι μόνο μια μορφή εξουσίας την οποία ένα υποκείμενο θα ασκούσε επάνω και εναντίον κάποιου άλλου. Η βία της ηλιθιότητας είναι πιο κοσμική από αυτό. Επισημαίνει το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι ο μοχλός μιας δύναμης, η οποία μπορεί να ενώσει ή να διχάσει, να αυτοοργανωθεί ή να εξαρθρωθεί, να κονιορτοποιήσει τους ανθρώπους και τον πλανήτη Γη πιο εύκολα απ’ όσο φυσάμε τις πικραλίδες. Εκείνο που επιφέρει την πραγματική καταστροφή (τον πόλεμο, τους θανάτους, τις οικολογικές καταστροφές) δεν είναι, επομένως, τίποτε άλλο παρά η ανώτερη δύναμη της ύπαρξης, που άλλοτε αυτοοργανώνεται σε υπέροχους ενεργειακούς συνδυασμούς -αυτοί είστε εσείς, είναι η ζωή, η χαρά, είναι η αιώνια άνοιξη του Σύμπαντος- και άλλοτε αποδιοργανώνεται με τρομακτικές εκλάμψεις που προκύπτουν από την εύθραυστη φύση κάθε προοπτικής επεξεργασίας.

Η δύναμη της ύπαρξης τους διαπερνά διαλύοντάς τους και, γι’ αυτόν τον λόγο, υποφέρουν μέσω του μίσους. Και μισούν οτιδήποτε, οποιονδήποτε, διότι η δύναμη καταστρέφει μέσω αυτών. Καθώς είναι πιο άμεση και πιο απλή, καθώς έχει λιγότερο κόστος σε άμεσα μέσα απ’ ό,τι ο διάλογος, η καταστροφή είναι τελικά άρρηκτα συνδεδεμένη με την ηλιθιότητα. Στο στάδιο αυτό, σχεδόν όλη η φιλοσοφική έρευνα υποχρεούται να αντιστραφεί. Διότι, το αντιλαμβάνεστε, δεν είναι δυνατό να καταστραφεί η ηλιθιότητα, δεδομένου ότι η ίδια είναι η αρχή κάθε καταστροφής.

Έτσι, εάν επιθυμείτε να ταχθείτε, στο μέτρο του δυνατού, στο στρατόπεδο της καλοσύνης και της ευφυΐας, θα αφήνετε τους ευλαβικά θρησκευόμενους ηλίθιους να μιλούν ή, για να είμαι πιο σαφής, θα τους αφήνετε τελείως ελεύθερους να λένε ηλιθιότητες.

Όποιος είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει για αρκετό διάστημα μια αποικία από φώκιες στον ήλιο οφείλει να το παραδεχτεί: όπως και η εξυπνάδα έτσι και η ηλιθιότητα δεν είναι μόνο ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Στους τεράστιους βράχους που κάθονται υπάρχει πολύς χώρος: υπάρχουν επίσης και ενοχλητικοί τύποι. Καθώς προτιμούν τα κατειλημμένα σημεία αντί για τις ελεύθερες θέσεις, ξεκινούν ανούσιες διαμάχες, προκαλούν φωνές και πληγές, δηλητηριάζουν τη ζωή των άλλων με κάθε μέσο, είτε πιτσιλώντας τους πάντες ενώ πέφτουν στη θάλασσα είτε επιχειρώντας να εκτοπίσουν φώκιες πιο δυνατές από τους ίδιους και, ενίοτε, λιγότερο δυνατές. Να το δράμα κάθε κοινότητας. Σε κάθε μέρος που υπάρχει αλληλεπίδραση, υπάρχουν και ηλίθιοι.

Πραγματικές σχέσεις δημιουργούμε μόνο με εκείνους στους οποίους έχουμε το σθένος να αποκαλύπτουμε τη δυστυχία μας

Ρωτάς: «Πρέπει να αποδεχθώ την κόλαση, πριν μπορέσω να βρω την ευδαιμονία;»

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Και δεν θα πρέπει απλώς να την αποδεχθείς, θα πρέπει να διεισδύσεις βαθιά μέσα της και να την κατανοήσεις. Θα πρέπει να υποφέρεις τον πόνο και την οδύνη της, ώστε να αντιληφθείς απόλυτα τι πράγμα είναι.

Μόνο όταν γνωρίσεις τι είναι, θα είσαι σε θέση να γνωρίσεις ότι εσύ τη δημιουργείς. Και μόνο όταν γνωρίσεις με ποιο τρόπο τη δημιουργείς, τότε εσύ αποφασίζεις αν θέλεις να συνεχίσεις να τη δημιουργείς ή όχι. Τότε είναι δική σου επιλογή.

Λες: «Δεν καταλαβαίνω πώς.»

Ναι, είναι δύσκολο να αποδεχθείς την κόλαση. Κάνουμε τεράστια προσπάθεια για να την αρνηθούμε. Γι’ αυτό, μπορεί μέσα σου να κλαις, συνεχίζεις όμως να υποκρίνεσαι ότι είσαι ευτυχισμένος . Είναι δύσκολο να αποδεχθείς ότι είσαι δυστυχισμένος. Αν όμως συνεχίσεις να το αρνείσαι, σιγά-σιγά αποσυνδέεσαι από τη συνειδητότητά σου, από την επίγνωσή σου.

Αυτό συμβαίνει όταν λέμε ότι κάτι έχει γίνει ασυνείδητο. Αυτό σημαίνει ότι έχει αποσυνδεθεί από τη συνειδητότητά σου. Το έχεις αρνηθεί για τόσο πολύ καιρό, που έχει γίνει το σκιώδες κομμάτι της ζωής σου, έχει μετακινηθεί στο υπόγειό σου. Ποτέ δεν το συναντάς, εκείνο όμως συνεχίζει να δουλεύει από εκεί και σε επηρεάζει και δηλητηριάζει το είναι σου.

Αν είσαι δυστυχισμένος, μπορεί να χαμογελάς, εκείνο το χαμόγελο όμως είναι απλώς μια άσκηση των χειλιών, είναι κάτι ψεύτικο. Δεν έχει καμία σχέση με το είναι σου.

Μπορεί να χαμογελάς, μπορεί να πείσεις μια γυναίκα να σε ερωτευτεί εκείνο σου το χαμόγελο, να θυμάσαι όμως ότι κι εκείνη κάνει το ίδιο.

Κι εκείνη επίσης χαμογελάει, αλλά είναι δυστυχισμένη. Κι εκείνη επίσης υποκρίνεται. Δύο ψεύτικα χαμόγελα λοιπόν, δημιουργούν αυτό που ονομάζεται έρωτας. Για πόσο όμως μπορείς να συνεχίσεις να χαμογελάς; Ύστερα από λίγο, θα πρέπει να χαλαρώσεις.

Αν έχεις διεισδυτικό μάτι, αν ζήσεις με έναν άνθρωπο για τρεις ώρες, μπορείς να δεις την πραγματικότητά του. Επειδή το να υποκρίνεται ακόμη και για τρεις ώρες, είναι πολύ δύσκολο.

Πώς μπορείς να χαμογελάς επί τρεις ώρες, αν το χαμόγελο δεν βγαίνει από μέσα σου; Θα το ξεχνάς ξανά και ξανά και τότε θα φανεί το δυστυχισμένο σου πρόσωπο.

Για μερικές στιγμές, μπορείς να υποκριθείς. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξαπατούμε ο ένας τον άλλον. Και υποκρινόμαστε ότι είμαστε ευτυχισμένοι άνθρωποι – δεν είμαστε όμως!

Το ίδιο κάνει κι ο άλλος. Έτσι, κάθε ερωτική σχέση, κάθε φιλία γίνεται μια δυστυχία. Με το να κρύβεις τη δυστυχία σου, δεν πρόκειται να απαλλαγείς από αυτήν. Θα δημιουργήσεις ακόμη μεγαλύτερη. Το πρώτο πράγμα είναι το να την αντιμετωπίσεις. Ποτέ μην προχωράς αν δεν έχεις αντιμετωπίσει την πραγματικότητά σου και ποτέ μην υποκρίνεσαι ότι είσαι κάποιος άλλος. Δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνει η ευτυχία. Να είσαι απλώς ο εαυτός σου. Αν είσαι δυστυχισμένος, τότε να είσαι δυστυχισμένος. Δεν υπάρχει τίποτα κακό σ’ αυτό. Αυτό θα σε γλιτώσει από πολλούς μπελάδες.

Φυσικά, κανένας δεν θα σ’ ερωτευτεί. Και λοιπόν; Θα γλιτώσεις από πολλούς μπελάδες. Θα μείνεις μόνος, μα δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να είσαι μόνος.

Αντιμετώπισε τη δυστυχία σου, μπες βαθιά μέσα της, βγάλ’ την, ξερίζωσέ την από το ασυνείδητο και φέρ’ την στο συνειδητό. Αυτή είναι μια δύσκολη δουλειά, το κέρδος όμως είναι τεράστιο. Από τη στιγμή που την έχεις δει, μπορείς απλά να την πετάξεις. H δυστυχία υπάρχει μόνο όταν δεν τη βλέπεις, ζει μόνο μέσα στο σκοτάδι, μέσα στο ασυνείδητο. Από τη στιγμή που τη φέρνεις στο φως, αρχίζει να διαλύεται.

Φέρε όλο σου το νου στο φως και θα δεις. Όλα όσα είναι μίζερα και σε κάνουν δυστυχισμένο, αρχίζουν να διαλύονται και όλα όσα είναι όμορφα και σε κάνουν ευδαιμονικό, αρχίζουν να βγάζουν βλαστούς.

Στο φως της συνειδητότητας, εκείνο που παραμένει, είναι καλό κι εκείνο που πεθαίνει, είναι κακό. Αυτός είναι ο δικός μου ορισμός για την αρετή και την αμαρτία.

Αμαρτία είναι αυτό που δεν μπορεί να μεγαλώσει μέσα στην επίγνωση. Χρειάζεται έλλειψη επίγνωσης για να μεγαλώσει. Αρετή είναι αυτό που μπορεί να μεγαλώσει μέσα στην απόλυτη επίγνωση.

Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΟΥ ΑΝΑΒΛΥΖΕΙ ΑΠΟ ΜΕΣΑ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ: Ποια αναγέννηση;

ΕΓΩ ΜΙΛΩ ΔΙΑ ΤΟ ΠΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΓΥΡΕΒΟΥΜΕ. Δε ζητούμε την αναγέννησή μας: Και τι η αναγέννηση μιας κοινωνίας, αν δεν είναι η ριζική ηθική καλητέρεψη των ατόμων οπού την συστένουνε;

Αν λοιπόν επιθυμούμε την αναγέννηση της κοινωνίας μας, τέστι την ηθικήν μας καλητέρεψη, δεν είναι τάχα στο χέρι μας ναν την κάμωμ’ εμείς εις τον εαυτό μας, χωρίς να ζητούμε από την Κυβέρνηση να μας κάμη καλήτερους; Αλλέως, αν δεν είναι τούτο που γυρέβουμε, τι λοιπόν εννοούμε με την λέξην Αναγέννηση;

Μήπως ζητούμε της Κυβέρνησής μας να μας στείλη ένα σακκί τάλαρα καθενός εις το σπίτι μας, και να εξακολουθάη να μας τα στέλνη πάντα κάθε φορά που μας χρειάζεται v’ αναγεννηθούμε;

Όχι, όχι˙ δεν ημπορούμε βέβαια να γεληόμαστε τόσο˙ η παιδιαροσύνη μας δεν ημπορεί δα να φτάνη έως εκεί. Άλλο πράμμα εννοούμε και μόνον δεν εκφρασθήκαμε ποτέ παστρικά.

Εμείς βασανίζουμάστε από την διαφθοράν των ηθών μας˙ το αίσθημα του πάθους μας είναι πραγματικό˙ η αιτία είναι ολοφάνερη στα μάτια μας, εμάς των ίδιωνε, όντις καθένας μας εξαιρόντας μόνον τον εαυτόν του, κατηγορεί όλους τους άλλους. Ενστιγματικώς επιθυμούμε την ιατρεία μας, συμφωνούμε διά τη χρεία τού να ηθικευθή η κοινωνία, αλλά καθένας μας αρνείται ηθικέψη τον εαυτό του!…

Εκείνο που εννοούμε με την λέξην Αναγέννηση, αν εξετάσωμε βαθιά μέσα το αίσθημά μας, δεν είναι μήτε τα σακιά με τα τάλαρα, μήτε κανένα τέτοιο˙ είναι η ηθίκεψη της κοινωνίας, και τούτη είναι η ιατρεία εκείνη την οποία ενστιγματικώς γυρέβουμε, μα καθενός μας ζητάει να ηθικεύθούν όλοι οι άλλοι έξω από τον εαυτό του!….

Ιδού εκείνο που καταστένειο αδύνατην την ιατρεία, αδύνατη την αναγέννησην επειδή, «Δεν είναι δυνατόν να γένη καμμία κονωνική καλητέρεψη, εκεί όπου ο καθένας δεν την αρχίζει στον εαυτό του».

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ (1811-1901), ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΛΑΟΠΛΑΝΟΙ

GUY de MAUPASSANT: Όταν βαρεθείτε μια γυναίκα, λοιπόν

Ας διηγηθούμε την απλή και τετριμμένη ιστορία όλων των κοσμικών ερώτων. Η ψυχολογία τους είναι πάντα η ίδια. Η γυναικεία καρδιά διαφέρει πέρα για πέρα από την ανδρική. Εμείς, οι αληθινοί εραστές του ωραίου, λατρεύουμε τη γυναίκα · κι όποτε επιλέγουμε προσωρινά μία γυναίκα, αποτίουμε φόρο τιμής στο φύλο τους εν γένει. Υπάρχει κανένας πότης, είτε μπεκρής, είτε γνώστης, που να πίνει αιωνίως από την ίδια σοδειά; Αγαπάει γενικά το κρασί, όχι ένα οποιοδήποτε κρασί· το Μπορντώ γιατί είναι Μπορντώ, το Βουργουνδίας γιατί είναι Βουργουνδίας. Εμείς εξιδανικεύουμε τις μελαχρινές, γιατί είναι μελαχρινές και τις ξανθιές, γιατί είναι ξανθιές · μία για το διαπεραστικό της βλέμμα, που φθάνει κατευθείαν στην καρδιά, άλλη για τη φωνή της που κάνει τα νεύρα μας να πάλλονται · άλλη για τα κόκκινα χείλη της, άλλη για τη λυγερή μέση της · και καθώς δεν μπορούμε να κόψουμε όλα αυτά τα λουλούδια μαζί, η φύση έχει βάλει μέσα μας την παρόρμηση της στιγμής, το τρελό καπρίτσιο που μας κάνει να τις επιθυμούμε πότε τη μία και πότε την άλλη, αυξάνοντας έτσι την αξία της καθεμιάς τους τη στιγμή της παραζάλης.

Όμως, η παραζάλη στον άντρα δεν διαρκεί πολύ · είναι η περίοδος της αναμονής. Η ικανοποίηση της επιθυμίας μετατρέπει τον έρωτα σε καλοσυνάτη αναγνώριση. Εμπρός, ιδεαλιστές, αγανακτήστε!

Κάποιοι καλύπτουν αυτήν τη διαδρομή από το ένα πάθος στο άλλο σε μία εβδομάδα, άλλοι σ’ ένα μήνα, άλλοι σ’ έξι μήνες, άλλοι σ’ ένα χρόνο. Είναι απλώς θέμα χρόνου, ραθυμίας της καρδιάς και συνήθειας.

Αλλά η γυναίκα… Αχ! Η γυναίκα ακολουθεί εκ διαμέτρου αντίθετη πορεία. Και εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος.

Όταν ο ερωτευμένος πολιορκεί, όταν οι επιθυμίες του έχουν ξυπνήσει και τον κάνουν να πιστεύει πως αγαπάει με πάθος, είναι ετοιμόλογος, πιεστικός, πειστικός. Τάζει τον ουρανό με τ’ άστρα, υφίσταται τις πιο υπεράνθρωπες θυσίες. Η γυναίκα, από την πλευρά της, είναι ανήσυχη ταραγμένη, χαρούμενη που κάποιος ασχολείται μαζί της, αλλά ούτε κατά διάνοια ερωτευμένη. Σκέφτεται: «Καημένο παιδί, τελικά μ’ αγαπάει τρελά» · και συγκινείται από αυτή την αγάπη από καλοσύνη και ικανοποιημένη ματαιοδοξία. Όμως έχει τους φόβους της, δεν θέλει να πολυμπλέξει και κάνει λόγο για ένα καπρίτσιο πρόσκαιρο. Είναι τόσο γοητευτικό ένα καπρίτσιο! Αφήνει στην καρδιά μια ανάμνηση γλυκιά και καθόλου πικρή. Είναι μία σελίδα στο βιβλίο της ζωής.

Όσο για εκείνον, καπρίτσιο ξεκαπρίτσιο, δεν πτοείται, αρκεί να φτάσει στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Και όντως, το αποτέλεσμα τον δικαιώνει. Οπότε θριαμβεύει. Ο πολιορκητής κυριεύει την πόλη. Μα όταν πια γίνει αφέντης και κυρίαρχος, σιγά – σιγά αντιλαμβάνεται ότι αυτή η κατάκτηση, που από μακριά του φαινόταν απαράμιλλη, τελικά δεν αξίζει ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από τις προηγούμενες. Όμως, η κατακτημένη αρχίζει να ερωτεύεται τον κατακτητή της – αδύναμα στην αρχή, είναι αλήθεια: όσο μπορεί να αγαπήσει ένας τοκογλύφος τον μπον βιβέρ στον οποίο μόλις έχει δανείσει πεντακόσια λουδοβίκια. Δίνει μετρητά μπροστά και θέλει να τα πάρει πίσω με τόκο.

«Πώς», θα μου πείτε. «Μα έχει ρισκάρει τη φήμη της, την ηρεμία της, την τάξη στη ζωή της». Και επιπλέον, κάθε γυναίκα παίρνει πάντα στα σοβαρά την περίφημη λέξη του κυρίου Δουμά: «κεφάλαιο».

Ω! Βεβαίως, τροποποιώντας κάπως το νόημα της, αφού θεωρεί ανεξάντλητο αυτό το κεφάλαιο που ο κύριος Δουμάς κρίνει πως χάνεται τόσο γρήγορα.

Κι έτσι ξεκινάει η αλυσίδα.

Εκείνος μέρα με τη μέρα κοιτάζει όλο και περισσότερο τις άλλες γυναίκες · μέρα με τη μέρα νιώθει να ανατέλλουν στην καρδιά του υποψίες για νέες επιθυμίες, να τον γαργαλούν πάθη που τώρα γεννιούνται. Μέρα με τη μέρα καταλαβαίνει όλο και καλύτερα πως η ψυχή δεν ικανοποιείται ποτέ, πως η ομορφιά έχει αναρίθμητες εκφάνσεις, πως η γοητεία της ζωής βρίσκεται στην αλλαγή και την ποικιλία.

Εκείνη, όμως, μέρα με τη μέρα δένεται και πιο πολύ, σαν φυτό που βλασταίνει σε καινούριο χώμα. Τα φιλιά της είναι ρίζες που βυθίζονται στο χώμα όλο και περισσότερο. Αγαπάει! Δίνεται ολόκληρη, κλειδώνεται, κλείνεται στα τείχη του νέου της έρωτα. Η ύπαρξη της δεν έχει πια άλλον ορίζοντα, ούτε η σκέψη της άλλη επιθυμία, ούτε ολόκληρο το είναι της άλλη ανάγκη από το ν’ αγαπιέται!

Κι αρχίζει το κάτεργο, η αθέλητη σκλαβιά. Μια λιτανεία από τρυφερά, γελοία και παιδιάστικα γλυκόλογα: «Ποντικάκι μου, γατούλη μου, λυκάκι μου, λατρεμένε μου». Ο διωγμός μέσω της στοργής. Από εκείνη που μιλούσε για καπρίτσιο! Κι όμως…

Εκείνος θέλει να διακόψει, και δειλά δειλά το προσπαθεί. Για δοκιμάστε όμως να χωρίσετε μία γυναίκα που σας λατρεύει, που σας βασανίζει με την προσοχή της, που σας ταλαιπωρεί με τις φροντίδες της, μια γυναίκα που μόνη της έγνοια είναι να σας αρέσει. Να χωρίσετε! Μια κουβέντα είναι! Η αλυσίδα είναι γερή · δεν τη σπας έτσι εύκολα, τη σέρνεις. Καθώς η αγάπη της μιας πλευράς όλο και θεριεύει και της άλλης μειώνεται αδιάκοπα, στο τέλος κάνουν σαν δύο μουσικοί που παίζουν μεν μαζί, αλλά ο ένας παίζει όλο και πιο γρήγορα και ο άλλος όλο και πιο αργά.

Μια παροιμία λέει: «Η γυναίκα είναι σαν τη σκιά σου. Όταν την ακολουθείς φεύγει, κι όταν φεύγεις σ’ ακολουθεί». Η αλήθεια αυτής της παροιμίας είναι αιώνια. Εκείνη, με το ένστικτο της ερωτευμένης, μαντεύει ότι την εγκαταλείπεις, και με λύσσα ολοένα γαντζώνεται πάνω σου. Κάθε μέρα επαναλαμβάνονται οι ενοχλητικές και άκαιρες ερωτήσεις, στις οποίες είναι αδύνατο να απαντήσει κανείς:

-Μ’ αγαπάς ακόμα, έτσι δεν είναι;

-Μα και βέβαια.

-Πες το μου, θέλω να τ’ ακούσω!

-Μ’ αφού σου το λέω!

-Πες, αλήθεια λες πως μ’ αγαπάς ακόμα λιγάκι, κακέ;

-Ναι.

-Μου υπόσχεσαι πως δεν μ’ απατάς;

-Όχι.

-Τι όχι;

-Δε σ’ απατώ.

-Ορκίζεσαι;

Ε, διάβολε, ναι, ορκίζεται. Τι θέλετε να κάνει; Ακόμα και οι πιο έξυπνες γυναίκες, όταν φτάνουν ψυχολογικά σ’ αυτό το σημείο, επαναλαμβάνουν κατά γράμμα αυτή την αλληλουχία των τόσο ανώφελων, όσο και αδέξιων ερωτήσεων. Ο γόρδιος δεσμός παραμένει εκεί, άλυτος. Και εμφανίζονται δύο λύσεις, πάντα οι ίδιες.

Η μία είναι να φτάσουν από σκηνή σε σκηνή, στην τελική μάχη, την αληθινή μάχη· στα απεχθέστατα χαστούκια, στα χτυπήματα που δεν περιποιούν τιμή σε κανέναν άντρα, αφού όποιος σηκώνει χέρι σε γυναίκα, αδιακρίτως αφορμής και περίστασης, δεν είναι παρά ένας άνανδρος, ένας τιποτένιος, ένα κτήνος.

Η δεύτερη είναι εκείνος να εξαφανιστεί, να χαθεί από προσώπου γης, να γίνει καπνός. Όμως τότε, εκείνη τον αναζητά, λυσσασμένη, οργισμένη, κι όταν τον τσακώνει να λατρεύει μιαν άλλη με όλον τον φανατισμό του καινούριου πάθους, του στήνει ενέδρα στη γωνία του δρόμου, κραδαίνοντας το φιαλίδιο με το βιτριόλι… (Η μάστιγα της εποχής που περιγράφει ο Μωπασάν είναι οι επιθέσεις με βιτριόλι).

Ιδού γιατί, αντί να γράφετε δοκίμια περί ηθικής που δεν χρησιμεύουν σε κανέναν, ή να μεταφράζετε Οράτιο σε γαλλικούς στίχους, θα ήταν απείρως πιο πρακτικό να μας προσφέρετε ένα εγχειρίδιο για την τέχνη του χωρισμού. Αν είναι αλήθεια (και κατά τη γνώμη μου είναι) πως η λαιμαργία και ο έρωτας είναι οι δύο πιο απολαυστικές μορφές ψυχαγωγίας που μας χάρισε η φύση, δε βλέπω τον λόγο για να μη μας προσφέρει κάποιος οξυδερκής φιλόσοφος την πραγματεία που ζητάω, με τον ίδιο τρόπο που μας έχουν παρουσιαστεί συλλογές εκλεπτυσμένων γευμάτων και παντός είδους συνταγές για την ικανοποίηση του ουρανίσκου μας.

Κάνω έκκληση σε όλους όσοι θεωρούν τον έρωτα την πιο γλυκιά ασχολία της ζωής τους. Δεν είναι ο χωρισμός το πιο τρομερό πρόβλημα που έχει αντιμετωπίσει ποτέ το μυαλό τους και πάντα το πιο δυσεπίλυτο για έναν εραστή; Μέχρι στιγμής, βλέπω μόνο μία λύση, την οποία και παραθέτω δειλά δειλά, αφού ίσως να μην είναι εφικτή για όλους. Όταν βαρεθείτε μια γυναίκα, λοιπόν… λοιπόν, κρατήστε τη. «Να την κρατήσω», θα μου πείτε, «αλλά η επόμενη;». Κρατήστε τες όλες, κύριέ μου.

Guy de Maupassant, Η τέχνη του χωρισμού

Πλάτων, Συμπόσιον: η διαλεκτική εξέταση του Αγάθωνα απο τον Σωκράτη

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΩΝΑ ΑΠΟ ΤOΝ ΣΩΚΡΑΤΗ (199c-201e)

Σκοπός του μικρού αυτού διαλείμματος, σύμφωνα με τη δήλωση του Σωκράτη, είναι να σιγουρευτεί ο ίδιος ότι θα αρχίσει το εγκώμιό του, με το οποίο πρόκειται «να πει την αλήθεια», από σωστή αφετηρία. Επιστρέφουμε δηλαδή στην πραγματικότητα, της οποίας ως τώρα χάναμε σταθερά τη θέα. Ο έρως («αγάπη», «πόθος») είναι όρος αναφορικός: κάθε έρως είναι έρως για κάτι. Αυτό το κάτι αποτελεί σύστοιχο στοιχείο του έρωτος και νοείται ως πηγή ικανοποίησης. Το αληθές της δήλωσης είναι προφανές στα ελληνικά· αλλά στα αγγλικά η διφορούμενη σημασία της λέξης «love» συσκοτίζει κάπως το νόημά της. Το «love» έχει τουλάχιστον τρεις διαφορετικές σημασίες, που στη σύγχυσή τους οφείλεται μια μεγάλη ποσότητα, χαλαρών συναισθηματικών μικροσυλλογισμών. Για να ακριβολογήσουμε, χρειάζεται σαφής διάκριση των σημασιών αυτών.

Υπάρχει: α) η «αγάπη της αρέσκειας», δηλαδή το συναίσθημα θαυμασμού και επιδοκιμασίας, που προξενείται από την απλή θεώρηση ενός αντικειμένου. Την αισθανόμαστε για πρόσωπα τελείως ανίκανα να επηρεαστούν από τις πράξεις μας, ή να μας επηρεάσουν με τις δικές τους, λ.χ. για τους μεγάλους και τους καλούς της ιστορίας που μας εμπνέουν αισθήματα φλογερής προσήλωσης.

Επίσης υπάρχει β) η «αγάπη της καλής προαίρεσης», που μας ωθεί να ενεργούμε με καλοσύνη απέναντι στο αντικείμενό της ή να του προσφέρουμε υπηρεσίες. Μπορεί κανείς να την αισθανθεί όχι μόνο για ανθρώπους καλούς αλλά και για κακούς. Παραδείγματα της είναι η ενεργή ευγνωμοσύνη για κάποιον ευεργέτη, ο οίκτος για τους δυστυχισμένους ή τους αμαρτωλούς κλπ.

Τέλος υπάρχει γ) η «αγάπη της λαγνείας», η επιθυμητική αγάπη, δηλαδή η ανυπόμονη αποκτητική μας όρεξη για κάτι που θεωρούμε «καλό για μας». Μόνον αυτή η επιθυμητική αγάπη, μπορεί να ονομαστεί έρως στα Ελληνικά.

Ο έρως, λοιπόν, είναι πάντα επιθυμητική αγάπη του αντικειμένου του, που συνίσταται απαρέγκλιτα σε κάτι ακόμα ανεπίτευκτο ή αναπόκτητο. Ο Αγάθων είπε νωρίτερα ότι δημιουργός της ίδιας της ευτυχίας των θεών στάθηκε ο «έρως των ωραίων πραγμάτων». Αλλά αν ο Έρως «θέλει» την ομορφιά, έπεται ότι δεν την απόκτησε ακόμα: άρα δεν είναι ο ίδιος «αιώνια ωραίος». Με τον ίδιο τρόπο, αν «θέλει» το «καλό», δεν μπορεί να είναι ο ίδιος καλός.

Στο σημείο αυτό ο Σωκράτης κλείνει τη συζήτηση του με τον Αγάθωνα και ξεκινά το «λόγο» του έχοντας βρει την αρχήν του. Η ερωταποκριτική εξέταση του Αγάθωνα δεν αποτελεί απλή επίδειξη ρητορικής δεινότητας. Για τους σκοπούς του Πλάτωνα, χρειάζεται οπωσδήποτε να καταλάβουμε ότι ο μόνος Έρως που αξίζει τα εγκώμιά μας είναι ένας «ανοδικός έρως», προχώρημα της ψυχής που ποθεί και αναζητά κάποιο καλό που βρίσκεται υψηλότερα της. Και το προχώρημα αυτό της ψυχής έχει υποχρεωτικά αφετηρία τη γνώση ότι υπάρχει κάτι που επιθυμούμε με όλη μας την καρδιά αλλά δεν το έχουμε ακόμα. Αυτή είναι η αρχή που ο Σωκράτης απαιτεί από κάθε «υψηλό άσμα του έρωτα» που θα «έλεγε την αλήθεια».

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (2.15.1-2.16.6)

[2.15.1] Πρὸς μὲν Δαρεῖον ταῦτ᾽ ἐπέστειλεν. ἐπεὶ δ᾽ ἔμαθεν τά τε χρήματα ὅσα σὺν Κωφῆνι τῷ Ἀρταβάζου ἀποπεπόμφει εἰς Δαμασκὸν Δαρεῖος ὅτι ἑάλωκε, καὶ ὅσοι Περσῶν ἀμφ᾽ αὐτὰ ἐγκατελείφθησαν ξὺν τῇ ἄλλῃ βασιλικῇ κατασκευῇ ὅτι καὶ οὗτοι ἑάλωσαν, ταῦτα μὲν ὀπίσω κομίσαντα ἐς Δαμασκὸν Παρμενίωνα φυλάσσειν ἐκέλευε. [2.15.2] τοὺς δὲ πρέσβεις τῶν Ἑλλήνων οἳ πρὸς Δαρεῖον πρὸ τῆς μάχης ἀφιγμένοι ἦσαν, ἐπεὶ καὶ τούτους ἑαλωκέναι ἔμαθεν, παρ᾽ αὑτὸν πέμπειν ἐκέλευεν. ἦσαν δὲ Εὐθυκλῆς μὲν Σπαρτιάτης, Θεσσαλίσκος δὲ Ἰσμηνίου καὶ Διονυσόδωρος Ὀλυμπιονίκης Θηβαῖοι, Ἰφικράτης δὲ ὁ Ἰφικράτους τοῦ στρατηγοῦ Ἀθηναῖος. [2.15.3] καὶ οὗτοι ὡς ἧκον παρὰ Ἀλέξανδρον, Θεσσαλίσκον μὲν καὶ Διονυσόδωρον καίπερ Θηβαίους ὄντας εὐθὺς ἀφῆκεν, τὸ μέν τι κατοικτίσει τῶν Θηβῶν, τὸ δὲ ὅτι συγγνωστὰ δεδρακέναι ἐφαίνοντο, ἠνδραποδισμένης ὑπὸ Μακεδόνων τῆς πατρίδος σφίσιν τε ἥντινα ἠδύναντο ὠφέλειαν εὑρισκόμενοι καὶ εἰ δή τινα καὶ τῇ πατρίδι ἐκ Περσῶν καὶ Δαρείου· [2.15.4] ταῦτα μὲν ὑπὲρ ἀμφοῖν ἐπιεικῆ ἐνθυμηθείς, ἰδίᾳ δὲ Θεσσαλίσκον μὲν αἰδοῖ τοῦ γένους ἀφιέναι εἶπεν, ὅτι τῶν ἐπιφανῶν Θηβαίων ἦν, Διονυσόδωρον δὲ ἐπὶ τῇ νίκῃ τῶν Ὀλυμπίων. Ἰφικράτην δὲ φιλίᾳ τε τῆς Ἀθηναίων πόλεως καὶ μνήμῃ τῆς δόξης τοῦ πατρὸς ζῶντά τε ἀμφ᾽ αὑτὸν ἔχων ἐς τὰ μάλιστα ἐτίμησε καὶ νόσῳ τελευτήσαντος τὰ ὀστᾶ ἐς τὰς Ἀθήνας τοῖς πρὸς γένους ἀπέπεμψεν. [2.15.5] Εὐθυκλέα δὲ Λακεδαιμόνιόν τε ὄντα, πόλεως περιφανῶς ἐχθρᾶς ἐν τῷ τότε, καὶ αὐτὸν οὐδὲν ἰδίᾳ εὑρισκόμενον ἐς ξυγγνώμην ὅ τι καὶ λόγου ἄξιον, τὰ μὲν πρῶτα ἐν φυλακῇ ἀδέσμῳ εἶχεν, ὕστερον δέ, ὡς ἐπὶ μέγα εὐτύχει, καὶ τοῦτον ἀφῆκεν.
[2.15.6] Ἐκ Μαράθου δὲ ὁρμηθεὶς Βύβλον τε λαμβάνει ὁμολογίᾳ ἐνδοθεῖσαν καὶ Σιδῶνα αὐτῶν Σιδωνίων ἐπικαλεσαμένων κατὰ ἔχθος τὸ Περσῶν καὶ Δαρείου. ἐντεῦθεν δὲ προὐχώρει ὡς ἐπὶ Τύρον· καὶ ἐντυγχάνουσιν αὐτῷ κατὰ τὴν ὁδὸν πρέσβεις Τυρίων ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἐσταλμένοι ὡς ἐγνωκότων Τυρίων πράσσειν ὅ τι ἂν ἐπαγγέλλῃ Ἀλέξανδρος. [2.15.7] ὁ δὲ τήν τε πόλιν ἐπαινέσας καὶ τοὺς πρέσβεις (καὶ γὰρ ἦσαν τῶν ἐπιφανῶν ἐν Τύρῳ οἵ τε ἄλλοι καὶ ὁ τοῦ βασιλέως τῶν Τυρίων παῖς. αὐτὸς δὲ ὁ βασιλεὺς Ἀζέμιλκος μετ᾽ Αὐτοφραδάτου ἔπλει) ἐκέλευσεν ἐπανελθόντας φράσαι Τυρίοις, ὅτι ἐθέλοι παρελθὼν ἐς τὴν πόλιν θῦσαι τῷ Ἡρακλεῖ.
[2.16.1] Ἔστι γὰρ ἐν Τύρῳ ἱερὸν Ἡρακλέους παλαιότατον ὧν μνήμη ἀνθρωπίνη διασώζεται, οὐ τοῦ Ἀργείου Ἡρακλέους τοῦ Ἀλκμήνης· πολλαῖς γὰρ γενεαῖς πρότερον τιμᾶται ἐν Τύρῳ Ἡρακλῆς ἢ Κάδμον ἐκ Φοινίκης ὁρμηθέντα Θήβας κατασχεῖν καὶ τὴν παῖδα Κάδμῳ τὴν Σεμέλην γενέσθαι, ἐξ ἧς καὶ ὁ τοῦ Διὸς Διόνυσος γίγνεται. [2.16.2] Διόνυσος μὲν δὴ τρίτος ἂν ἀπὸ Κάδμου εἴη, κατὰ Λάβδακον τὸν Πολυδώρου τοῦ Κάδμου παῖδα, Ἡρακλῆς δὲ ὁ Ἀργεῖος κατ᾽ Οἰδίποδα μάλιστα τὸν Λαΐου. [2.16.3] σέβουσι δὲ καὶ Αἰγύπτιοι ἄλλον Ἡρακλέα, οὐχ ὅνπερ Τύριοι ἢ Ἕλληνες, ἀλλὰ λέγει Ἡρόδοτος, ὅτι τῶν δώδεκα θεῶν Ἡρακλέα ἄγουσιν Αἰγύπτιοι, καθάπερ καὶ Ἀθηναῖοι Διόνυσον τὸν Διὸς καὶ Κόρης σέβουσιν, ἄλλον τοῦτον Διόνυσον· καὶ ὁ Ἴακχος ὁ μυστικὸς τούτῳ τῷ Διονύσῳ, οὐχὶ τῷ Θηβαίῳ, ἐπᾴδεται. [2.16.4] ὡς τόν γε ἐν Ταρτησσῷ πρὸς Ἰβήρων τιμώμενον Ἡρακλέα, ἵνα καὶ στῆλαί τινες Ἡρακλέους ὠνομασμέναι εἰσι, δοκῶ ἐγὼ τὸν Τύριον εἶναι Ἡρακλέα, ὅτι Φοινίκων κτίσμα ἡ Ταρτησσὸς καὶ τῷ Φοινίκων νόμῳ ὅ τε νεὼς πεποίηται τῷ Ἡρακλεῖ τῷ ἐκεῖ καὶ αἱ θυσίαι θύονται. [2.16.5] Γηρυόνην δέ, ἐφ᾽ ὅντινα ὁ Ἀργεῖος Ἡρακλῆς ἐστάλη πρὸς Εὐρυσθέως τὰς βοῦς ἀπελάσαι τὰς Γηρυόνου καὶ ἀγαγεῖν ἐς Μυκήνας, οὐδέν τι προσήκειν τῇ γῇ τῇ Ἰβήρων Ἑκαταῖος ὁ λογοποιὸς λέγει, οὐδὲ ἐπὶ νῆσόν τινα Ἐρύθειαν ‹τῆς› ἔξω τῆς μεγάλης θαλάσσης σταλῆναι Ἡρακλέα, ἀλλὰ τῆς ἠπείρου τῆς περὶ Ἀμπρακίαν τε καὶ Ἀμφιλόχους βασιλέα γενέσθαι Γηρυόνην καὶ ἐκ τῆς ἠπείρου ταύτης ἀπελάσαι Ἡρακλέα τὰς βοῦς, οὐδὲ τοῦτον φαῦλον ἆθλον τιθέμενον. [2.16.6] οἶδα δὲ ἐγὼ καὶ εἰς τοῦτο ἔτι εὔβοτον τὴν ἤπειρον ταύτην καὶ βοῦς τρέφουσαν καλλίστας· καὶ ἐς Εὐρυσθέα τῶν μὲν ἐξ Ἠπείρου βοῶν κλέος ἀφῖχθαι καὶ τοῦ βασιλέως τῆς Ἠπείρου τὸ ὄνομα τὸν Γηρυόνην οὐκ ἔξω τοῦ εἰκότος τίθεμαι· τῶν δὲ ἐσχάτων τῆς Εὐρώπης Ἰβήρων οὔτ᾽ ἂν τοῦ βασιλέως τὸ ὄνομα γιγνώσκειν Εὐρυσθέα, οὔτε εἰ βοῦς καλαὶ ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ νέμονται, εἰ μή τις τὴν Ἥραν τούτοις ἐπάγων, ὡς αὐτὴν ταῦτα Ἡρακλεῖ δι᾽ Εὐρυσθέως ἐπαγγέλλουσαν, τὸ οὐ πιστὸν τοῦ λόγου ἀποκρύπτειν ἐθέλοι τῷ μύθῳ.

***
[2.15.1] Αυτά λοιπόν έγραψε στον Δαρείο. Όταν όμως έμαθε ότι κυριεύθηκαν τα χρήματα που ο Δαρείος είχε στείλει στη Δαμασκό με τον Κωφήνα, τον γιο του Αρτάβαζου, και ότι αιχμαλωτίστηκαν και οι Πέρσες που είχαν μείνει πίσω για να τα φυλάγουν μαζί με τις άλλες βασιλικές αποσκευές, διέταξε τον Παρμενίωνα να τα μεταφέρει πίσω στη Δαμασκό και να τα φυλάγει εκεί. [2.15.2] Διέταξε επίσης να του στείλουν τους πρέσβεις των Ελλήνων που είχαν έρθει στον Δαρείο πριν από τη μάχη, μόλις πληροφορήθηκε ότι αιχμαλωτίστηκαν και αυτοί. Οι πρέσβεις αυτοί ήταν ο Ευθυκλής ο Σπαρτιάτης, ο Θεσσαλίσκος, ο γιος του Ισμηνία, και ο Διονυσόδωρος ο Ολυμπιονίκης, που ήταν Θηβαίοι, καθώς και ο Ιφικράτης, ο γιος του στρατηγού Ιφικράτη, που ήταν Αθηναίος. [2.15.3] Όταν αυτοί παρουσιάσθηκαν στον Αλέξανδρο, άφησε αμέσως ελεύθερους τον Θεσσαλίσκο και τον Διονυσόδωρο, αν και ήταν Θηβαίοι· το έκανε αυτό, από τη μια, γιατί αισθάνθηκε κάποιον οίκτο για τη Θήβα και από την άλλη, γιατί οι άνδρες αυτοί φαίνονταν ότι είχαν ενεργήσει με τρόπο που άξιζε να συγχωρηθούν, εφόσον είχε εξανδραποδισθεί η πατρίδα τους από τους Μακεδόνες και αναζητούσαν οποιαδήποτε δυνατή βοήθεια από τους Πέρσες και τον Δαρείο τόσο για τον εαυτό τους όσο ίσως και για την πατρίδα τους· [2.15.4] Αυτά λοιπόν τα ελαφρυντικά έλαβε υπόψη του για τους δύο Θηβαίους· ειδικά για τον Θεσσαλίσκο είπε ότι τον αφήνει ελεύθερο από σεβασμό προς τη γενιά του, γιατί καταγόταν από επιφανή θηβαϊκή οικογένεια, και για τον Διονυσόδωρο, γιατί είχε νικήσει στους Ολυμπιακούς αγώνες. Τον Ιφικράτη από φιλία για την πόλη της Αθήνας και επειδή σεβόταν τη μνήμη του δοξασμένου πατέρα του, τον κράτησε κοντά του όσο ζούσε και τον τίμησε πολύ και, όταν αρρώστησε και πέθανε, έστειλε τα οστά του στους συγγενείς του στην Αθήνα. [2.15.5] Τον Ευθυκλή όμως, επειδή ήταν Λακεδαιμόνιος, καταγόταν δηλαδή από πόλη που ήταν τότε φανερά εχθρική απέναντί του, και επειδή ακόμη δεν μπορούσε να βρει καμιά σοβαρή δικαιολογία για να τον συγχωρήσει ως άτομο, τον κράτησε στην αρχή υπό περιορισμό, όχι όμως δέσμιο, αργότερα όμως, όταν πια πέτυχε τις μεγάλες του νίκες, τον απέλυσε και αυτόν.
[2.15.6] Ξεκινώντας από τη Μάραθο ο Αλέξανδρος κατέλαβε τη Βύβλο, που του παραδόθηκε ύστερα από συνθηκολόγηση, και κατόπιν τη Σιδώνα, όπου και τον προσκάλεσαν οι ίδιοι οι Σιδώνιοι από μίσος προς τους Πέρσες και τον Δαρείο. Από εκεί προχώρησε προς την Τύρο· στον δρόμο τον συνάντησαν πρέσβεις των Τυρίων, που τους είχε στείλει η πόλη τους, για να του ανακοινώσουν ότι οι Τύριοι έχουν αποφασίσει να κάμουν ό,τι τους διατάξει. [2.15.7] Ο Αλέξανδρος επαίνεσε την πόλη και τους πρεσβευτές της (γιατί προέρχονταν από επιφανείς οικογένειες της Τύρου και ανάμεσά τους, ήταν ο γιος του βασιλιά των Τυρίων· ο ίδιος ο βασιλιάς Αζέμιλκος έπλεε ακόμη με τον στόλο του Αυτοφραδάτη). Τους διέταξε λοιπόν ο Αλέξανδρος να επιστρέψουν και να πουν στους Τυρίους ότι θα μπει στην πόλη τους και θα προσφέρει θυσία στον Ηρακλή.
[2.16.1] Γιατί υπάρχει στην Τύρο ένας ναός του Ηρακλή, που είναι μάλιστα ο αρχαιότερος από όσους διασώζει η ανθρώπινη μνήμη. Ο Ηρακλής αυτός δεν είναι ο Αργείος Ηρακλής, ο γιος της Αλκμήνης· γιατί τον Ηρακλή τιμούσαν στην Τύρο πολλές γενιές πριν φθάσει στη Θήβα ο Κάδμος, που ξεκίνησε από τη Φοινίκη, και πριν γεννηθεί η Σεμέλη, η κόρη του Κάδμου, που γέννησε τον Διόνυσο, τον γιο του Δία. [2.16.2] Καθώς φαίνεται λοιπόν ο Διόνυσος ανήκε στην τρίτη γενιά από τον Κάδμο και ήταν σύγχρονος του Λαβδάκου, του γιου του Πολύδωρου και εγγονού του Κάδμου, ενώ ο Αργείος Ηρακλής ήταν σύγχρονος περίπου με τον Οιδίποδα, τον γιο του Λαΐου. [2.16.3] Και οι Αιγύπτιοι όμως λατρεύουν άλλον Ηρακλή, όχι αυτόν που λατρεύουν οι Τύριοι ή οι Έλληνες· αλλά ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι αυτόν τον Ηρακλή οι Αιγύπτιοι τον θεωρούν ως έναν από τους δώδεκα θεούς τους, όπως ακριβώς οι Αθηναίοι λατρεύουν τον Διόνυσο, τον γιο του Δία και της Περσεφόνης, έναν διαφορετικό Διόνυσο. Προς τιμήν αυτού ακριβώς του Διονύσου, και όχι του θηβαϊκού, ψάλλεται ο μυστικιστικός ύμνος Ίακχος. [2.16.4] Νομίζω ότι και ο Ηρακλής που τιμούν οι Ίβηρες στην Ταρτησσό, όπου υπάρχουν μερικοί κίονες ονομαζόμενοι στήλες του Ηρακλέους, είναι ο Τύριος Ηρακλής, επειδή η Ταρτησσός χτίστηκε από τους Φοίνικες, και σύμφωνα με τις φοινικικές συνήθειες και ο ναός του Ηρακλή κατασκευάστηκε εκεί και οι θυσίες τελούνται. [2.16.5] Ο Εκαταίος ο λογογράφος αναφέρει ότι ο Γηρυόνης, εναντίον του οποίου έστειλε ο Ευρυσθέας τον Ηρακλή τον Αργείο για να αρπάξει τις αγελάδες του και να τις φέρει στις Μυκήνες, δεν έχει καμιά σχέση με τη χώρα των Ιβήρων· ούτε ότι ο Ηρακλής στάλθηκε σε κάποιο νησί, το οποίο ονομαζόταν Ερύθεια και βρισκόταν έξω από τη Μεσόγειο, αλλά στην ηπειρωτική Ελλάδα, στην περιοχή της Αμβρακίας και Αμφιλοχίας, όπου βασίλευε ο Γηρυόνης· από την περιοχή αυτή άρπαξε τις αγελάδες ο Ηρακλής, ο οποίος μάλιστα θεωρούσε και το κατόρθωμά του αυτό σημαντικό. [2.16.6] Και ο ίδιος γνωρίζω ότι η περιοχή αυτή έχει μέχρι σήμερα καλά βοσκοτόπια και τρέφει πολύ ωραίες αγελάδες· και δεν θεωρώ απίθανο να έφθασε στ᾽ αυτιά του Ευρυσθέα η φήμη των ηπειρωτικών αγελάδων καθώς και το όνομα του βασιλιά της Ηπείρου Γηρυόνη. Αντίθετα θεωρώ απίθανο να γνώριζε ο Ευρυσθέας το όνομα του βασιλιά των Ιβήρων, που κατοικούν στα πέρατα της Ευρώπης, ή ότι στη χώρα αυτή βόσκουν ωραίες αγελάδες, εκτός βέβαια αν ήθελε κάποιος να καλύψει με τον μύθο το απίθανο της διηγήσεως και ανέμειξε την Ήρα στην υπόθεση, ότι τάχα αυτή απεκάλυψε την πληροφορία στον Ηρακλή μέσω του Ευρυσθέα.